text
stringlengths 2.14k
585k
| summary
stringlengths 1
6.5k
| case_category
stringclasses 399
values | case_tags
stringlengths 5
295
⌀ | subset
float64 0
2
|
---|---|---|---|---|
ΑΡΙΘΜΟΣ 970/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Κούγια και 2. Χ2 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 1/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαΐου 2007 και 9 Μαΐου 2007 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, οι από 10-5-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ1 και Χ2, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 1/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφαλείας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή, η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Εξάλλου, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλά αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Το τελευταίο, είναι περισσότερο έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, εν όψει του ότι για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι απειλήθηκε ζημία σε βάρος τους, υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, οπότε και δημιουργείται ο κίνδυνος επελεύσεως αυτής.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου, προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικά, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν το Δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, σε έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, γιατί έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο κατηγορούμενος Χ1 με τον μοναδικό λόγο αυτής, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, στήριξε την περί ενοχής κρίση του: α) στο γεγονός ότι έλαβε υπόψη του τρία (3) υπηρεσιακά σημειώματα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν, ούτε και έπρεπε να αναγνωσθούν και β) ότι οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της 25-1-2007, και συγκεκριμένα οι: α) ..., διευθυντής του υποκαταστήματος ...ΕΤΕ, β) Ε1 επιθεωρητής ΕΤΕ, και γ) Ε2, επιθεωρητής ΕΤΕ, αναφέρθηκαν στα ως άνω υπηρεσιακά σημειώματα, χωρίς προηγουμένως να έχει αρθεί το τραπεζικό απόρρητο. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι τα επίμαχα έγγραφα με α. α. 1, 2 και 3 του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων της δικογραφίας, αναγνώσθηκαν, χωρίς να προβληθεί από μέρους των κατηγορουμένων, πολύ περισσότερο από τον αναιρεσείοντα Χ1, οποιαδήποτε αντίρρηση. Πέραν όμως, τούτου, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το υπ' αριθμό 60/1995 βούλευμα του, είχε διατάξει την άρση του τραπεζικού απορρήτου, των τηρουμένων στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας ..., λογαριασμών καταθέσεων ατομικών ή κοινών με άλλα πρόσωπα λογαριασμών αυτού (Χ1). Ως εκ τούτου, ορθώς έγινε χρήση των ως άνω υπηρεσιακών σημειωμάτων, αφού κατά τον χρόνο της εξετάσεως των ως άνω μαρτύρων, ήτοι την 25-1-2007, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήδη είχε αρθεί το τραπεζικό απόρρητο, με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, που άσκησε ο αναιρεσείων Χ1, και με τον οποίο πλήττεται η απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και, ειδικότερα από την ανωμοτί κατάθεση του εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος, (Χ3- μη διάδικος στην παρούσα δίκη), ως υπάλληλος της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας με την επωνυμία Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, υπηρετούσε στο υποκατάστημα της ... από το έτος 1993, και Είχε αναπτύξει ιδιαίτερη γνωριμία και οικειότητα με το δεύτερο κατηγορούμενο, που ήταν πελάτης της τράπεζας. Ο δεύτερος κατηγορούμενος επισκεπτόταν, τακτικά τον πρώτο κατηγορούμενο στο χώρο της εργασίας του, τον συμβουλευόταν σε διάφορα τραπεζικά ζητήματα, που τον απασχολούσαν, δάνεισε σε αυτόν το ποσό των 5.000.000 δρχ. που είχε ανάγκη για την ανέγερση της οικοδομής του, λόγω δε της ιδιαίτερης φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ τους τον είχε εξουσιοδοτήσει να κινεί τον τραπεζικό λογαριασμό του με καταθέσεις και αναλήψεις, για λογαριασμό του, παρόλο που δεν επιτρέπεται για υπαλλήλους της τράπεζας. Κατά τις συζητήσεις τους, ο δεύτερος κατηγορούμενος αφού είχε συλλάβει σχέδιο αφαίρεσης χρημάτων από λογαριασμούς μεγάλων καταθέσεων πελατών, για να εξασφαλίσουν χρήματα, που είχαν ανάγκη ο πρώτος για την οικοδομή, που ανήγειρε και ο δεύτερος για το παραθεριστικό συγκρότημα, που κατασκεύαζε στην Κέρκυρα, το εκμυστηρεύτηκε στον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος και το αποδέχθηκε. Προς υλοποίηση του σχεδίου τους, ο πρώτος κατηγορούμενος, που είναι ιδιαίτερα έμπειρος και ικανός υπάλληλος (απόδειξη ότι τον προσέλαβε αμέσως και μάλιστα σε διευθυντική θέση άλλη τράπεζα, μόλις, λόγω της υποθέσεως, τον απέλυσε η πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα), γνώριζε άριστα το χειρισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών, άρχισε να παρακολουθεί την κίνηση διάφορων λογαριασμών καταθέσεων των πελατών της τράπεζας, με κατάλληλα ερωτήματα προς το κεντρικό τερματικό, που απηύθυνε από τα τερματικά ΟΝ LIΝΕ (ηλεκτρονικούς υπολογιστές) των συναδέλφων του, που ήταν ταμίες (ΤΕLLERS) στο Υποκατάστημα αυτό, διότι ο ίδιος δεν ήταν βέβαια ταμίας, αλλά είχε τη σχετική άδεια να τα επισκέπτεται. Τελικά, εντόπισε τέσσερις λογαριασμούς καταθέσεων πελατών σε αλλοδαπό συνάλλαγμα (μάρκα), που τους επέλεξε, διότι εμφάνιζαν μεγάλα υπόλοιπα και προθεσμιακή κίνηση, ώστε να μην αποκαλυφθούν αμέσως οι αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς τους. Μετά, από τους χώρους φύλαξης της τράπεζας, στους οποίους, λόγω της θέσεως του, είχε δυνατότητα πρόσβασης, αφαίρεσε τέσσερα έντυπα βιβλιαρίων καταθέσεων. Ακολούθως, επωφελούμενος από το γεγονός ότι δεν υπάρχει έλεγχος κατά την έκδοση νέου βιβλιαρίου, χρησιμοποίησε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της τράπεζας, με το ίδιο ακριβώς σύστημα, που χρησιμοποιείται για την έκδοση των κανονικών βιβλιαρίων, για να εκδώσει νέα βιβλιάρια, όμοια με αυτά, που είχαν εκδοθεί και παραδοθεί στους νόμους δικαιούχους για την κίνηση των λογαριασμών τους. Στα νέα βιβλιάρια έθεσε τα ίδια στοιχεία δικαιούχου του λογαριασμού και αριθμού λογαριασμού και τα ενημέρωσε με την κίνηση του αντίστοιχου λογαριασμού, έτσι ώστε είχαν την απατηλή εμφάνιση του βιβλιαρίου, που παραδόθηκε στον αληθινό δικαιούχο και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν κανονικά βιβλιάρια για την ανάληψη χρημάτων από τον οικείο λογαριασμό. Τα βιβλιάρια καταθέσεων, που, με τον τρόπο αυτόν, κατάρτισε ο πρώτος κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας τα έντυπα βιβλιαρίων καταθέσεως, είναι πλαστά, διότι πρόκειται για δεύτερα βιβλιάρια, που εκδόθηκαν παράνομα και από αναρμόδιο υπάλληλο, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σαν γνήσια βιβλιάρια για παράνομες αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς των δικαιούχων, από πρόσωπα που δεν είναι δικαιούχοι των λογαριασμών Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος: Α) την 7.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... κοινό λογαριασμό των δικαιούχων... και ..., με ύψος καταθέσεων 305.535 γερμανικών μάρκων Β) την 14.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... κοινό λογαριασμό των δικαιούχων Λ1, Λ2 συζ. Λ1, Λ3 και Λ4, με ύψος καταθέσεων 544.874 γερμανικών μάρκων και λήξη την 20.4.1994 γ) την 21.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό... ατομικό λογαριασμό του δικαιούχου ..., με ύψος καταθέσεων 339.176 γερμανικών μάρκων και Δ) την 24.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του δικαιούχου ..., με ύψος καταθέσεων 447.587 γερμανικών μάρκων, δηλαδή συνολικό ποσό καταθέσεων (305.535 + 544.874 + 339.176 + 447.587 =) 1.637.172 γερμανικών μάρκων. Σκοπός του ήταν να παραπλανήσει άλλους για το παρόν γεγονός ότι τα βιβλιάρια αυτά, που κατάρτισε ο ίδιος, είναι δήθεν νόμιμα βιβλιάρια, ώστε, με τη χρήση τους, να επιτευχθεί η ανάληψη όλων των χρημάτων από τους πιο πάνω λογαριασμούς. Πράγματι, ο πρώτος κατηγορούμενος (φυσικός αυτουργός) ενήργησε την πράξη της πλαστογραφίας με την παρότρυνση του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος είναι ο ηθικός αυτουργός, διότι, κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις του στην τράπεζα, τις εκτός αυτής συναντήσεις τους και τις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις, με συνεχείς παραινέσεις, προτροπές, πειθώ, φορτικότητα, αλλά και την υπόσχεση ότι θα μείνει ατιμώρητος (διότι δήθεν διέθετε "μεγάλα μέσα", ως οικονομικός παράγων της περιοχής, που πράγματι ήταν), αλλά και ότι θα λάβει μεγάλη αμοιβή, που θα λύσει τα οικονομικά του προβλήματα και, επί πλέον, θα του χαρίσει το χρέος του από το δάνειο, τον έπεισε να τελέσει την πράξη της πλαστογραφίας των βιβλιαρίων καταθέσεων. Στη συνέχεια, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αποφάσισε, να γίνει, σε πρώτο στάδιο, η ανάληψη των χρημάτων, από τον κοινό λογαριασμό των Λ1, Λ2 συζ. Λ1, Λ3 και Λ4 (κατοίκων εξωτερικού) και ακολούθως από τους άλλους λογαριασμούς. Προς τούτο, ήλθε σε επαφή με τον τρίτο κατηγορούμενο, με τον οποίο ήταν φίλοι, ο οποίος συμφώνησε να ενεργήσει αυτός τις αναλήψεις καταθέσεων από το λογαριασμό αυτό, με χρήση βιβλιαρίου, αλλά και πλαστού διαβατηρίου, εμφανιζόμενος στις τράπεζες, ως ένας από τους συνδικαιούχους του λογαριασμού . Οι κατηγορούμενοι, με άγνωστο τρόπο προμηθεύτηκαν το υπ' αριθμό ...έντυπο διαβατηρίου της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, στο οποίο, στη θέση που προορίζεται για τη φωτογραφία, έθεσαν τη φωτογραφία του τρίτου κατηγορουμένου, που αυτός προσκόμισε για το σκοπό αυτό, στα στοιχεία κατόχου του εντύπου έθεσαν τα στοιχεία ταυτότητας του Λ3 (ενός από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού), τα οποία πληροφορήθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, από τους φακέλους πελατών της τράπεζας που εργαζόταν και τα στοιχεία του Λ3 τα χρησιμοποίησαν επίτηδες προς παραπλάνηση, διότι είχε την ίδια περίπου ηλικία με τον τρίτο κατηγορούμενο, στη θέση υπογραφής του εντύπου έθεσαν, με απομίμηση, την υπογραφή του Λ3 και στη θέση ημερομηνίας έκδοσης του εντύπου έθεσαν την ημερομηνία την 14.2.1994, το δε διαβατήριο, που κατάρτισαν δεν έχει καταχωρηθεί πρωτόκολλο της αρμόδιας υπηρεσίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και φέρει ψευδή ειδικό αριθμό ..., που ανταποκρίνεται στο όνομα "..." και όχι "Λ3", ακριβώς διότι είναι πλαστό. Με τη χρήση του πλαστού διαβατηρίου μπορεί να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (βεβαιώνει την ταυτότητα προσώπου, δηλαδή ότι, το πρόσωπο, που απεικονίζεται στη φωτογραφία με τα στοιχεία αυτά, είναι ο αναφερόμενος Λ3 και άρα, με το όνομα αυτό, νομιμοποιείται να ενεργήσει αναλήψεις από το λογαριασμό του), με σκοπό, με τη χρήση του, να παραπλανήσει τους αρμόδιους τραπεζικούς υπαλλήλους και ο τρίτος κατηγορούμενος κάτοχος τους να επιτύχει την ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμού του αληθινού δικαιούχου προσώπου Λ3. Σημειωτέον ότι, το πλαστό διαβατήριο, κατάρτισαν, από κοινού, οι κατηγορούμενοι, με διαδοχική σύμπραξη κατά την τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, χωρίς να απαιτείται άλλη ειδικότερη εξειδίκευση για τις επί μέρους ενέργειες καθενός από τους κατηγορουμένους συναυτουργούς, ούτε ποιου από αυτούς είναι η πλαστή υπογραφή, αφού, για την ύπαρξη συναυτουργίας, αρκεί ο κοινός δόλος, που, όπως αποδείχθηκε, υφίσταται και συνίσταται στη συναπόφαση την οποία, κατά τα ανωτέρω, αυτοί έλαβαν πριν, αλλά και κατά την τέλεση της πράξης, ώστε καθένας να θέλει την πράξη και να γνωρίζει πως ο άλλος συμμέτοχος ενεργεί με δόλο και θέλει ή αποδέχεται την ένωση της δράσης του με την δράση του άλλου. Το πλαστό διαβατήριο, παρέλαβε ο τρίτος κατηγορούμενος, για να το χρησιμοποιήσει, εμφανιζόμενος σαν Λ3 χάριν του παράνομου σκοπού τους, δηλαδή να ενεργήσει παράνομες αναλήψεις χρημάτων από τον κοινό λογαριασμό των μελών της οικογένειας του Λ1. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού, ο πρώτος κατηγορούμενος, παρέδωσε σε αυτόν το πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων των μελών της οικογένειας του Λ1, που ήταν απαραίτητο για τις αναλήψεις τέτοιων μεγάλων χρηματικών ποσών. Εκτός από αυτά, προνόησαν για να αποφύγουν τους ελέγχους, που γίνονται για τις αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών και ενήργησαν με μεθοδικότητα. Ο τρίτος κατηγορούμενος, κατά την επιστροφή του από ένα ταξίδι του στη Γερμανία, προμηθεύτηκε ένα δηλωτικό συναλλάγματος, στο όνομα, όμως, του Λ3, χρησιμοποιώντας επίτηδες το πλαστό διαβατήριο και όχι το δικό του διαβατήριο, παρόλο που ταξίδεψε με το νόμιμο διαβατήριο του. Αφού εξασφάλισε το δηλωτικό του συναλλάγματος, ο δεύτερος κατηγορούμενος, απέστειλε σε αυτόν, συνολικά, το ποσό των 4.700.000 δραχμών, για να το μετατρέψει σε μάρκα, χρησιμοποιώντας το δηλωτικό συναλλάγματος. Το ποσό αυτό, το απέστειλε σε αυτόν ο δεύτερος κατηγορούμενος, όχι για να αγοράσει δήθεν συνάλλαγμα, για τις εμπορικές του συναλλαγές, αλλά για να ανοίξει λογαριασμό σε μάρκα στο όνομα του Λ3, που ήταν το σχέδιο τους, κατά το οποίο, ο τρίτος κατηγορούμενος, δεν έπρεπε να ζητήσει να λάβει ολόκληρο το ποσό της ανάληψης από το λογαριασμό του Λ3, αλλά να λάβει σε μετρητά μόνο ένα μέρος του και για το υπόλοιπο να δώσει εντολή να γίνει μεταφορά ενός ποσού σε αυτό τον δήθεν λογαριασμό του Λ3 και για το υπόλοιπο ποσό να λάβει επιταγή, με πληρώτρια γερμανική τράπεζα, από όπου, στη συνέχεια, ο τρίτος κατηγορούμενος, θα ενεργούσε τις αναλήψεις και αυτών των ποσών, για να αποφύγουν έτσι τις αυστηρές διατυπώσεις, που τηρούνται όταν ο πελάτης προβαίνει σε αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών. Πράγματι, ο τρίτος κατηγορούμενος, εμφανίστηκε στο Υποκατάστημα ... όπου, χρησιμοποιώντας το πλαστό διαβατήριο και το δηλωτικό συναλλάγματος, άνοιξε τον υπ' αριθμό ... λογαριασμό στο όνομα του Λ3 και της Λ2, στον οποίο κατέθεσε το ποσό των 5.000 γερμανικών μάρκων, κατά τις οδηγίες του δεύτερου κατηγορούμενου. Στη συνέχεια, την 21.3.1994, ο τρίτος κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο, μετέβη στο Κατάστημα της Ε.Τ.Ε. της ..., όπου, κάνοντας χρήση των πιο πάνω πλαστού διαβατηρίου και του πλαστού βιβλιαρίου καταθέσεων , δήλωσε ψευδώς στους αρμόδιους υπάλληλους ότι αυτός είναι ο Λ3, συνδικαιούχος του λογαριασμού, εμφανίζοντας, προς νομιμοποίηση του, τα πλαστά αυτά έγγραφα, ως γνήσια και με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις παραπλάνησε αυτούς περί των ανωτέρω γεγονότων και τους έπεισε να του καταβάλουν το ποσό των 543.700 γερμανικών μάρκων, από το λογαριασμό αυτό. Ειδικότερα, επέτυχε: α) την ανάληψη του ποσού των 60.000 γερμανικών μάρκων, σε μετρητά, δραχμοποιημένα, β) την ανάληψη, σε τραπεζογραμμάτια, του ποσού των 8.700 γερμανικών μάρκων, γ) την έκδοση και παραλαβή επιταγής, στο όνομα Λ3, πληρωτέα από τη γερμανική τράπεζα DRESSNER ΒΑΝΚ, ποσού 130.000 γερμανικών μάρκων και δ) τη μεταφορά ποσού 345.000 γερμανικών μάρκων, στον υπ* αριθμό ... λογαριασμό, που είχε ανοίξει στο όνομα του Λ3 και της Λ2 στο Υποκατάστημα ... . Κατόπιν, την 24.3.1994, ο τρίτος κατηγορούμενος, που έζησε στη Γερμανία, εμφανίστηκε στο κατάστημα της Ε.Τ.Ε. στη ... Γερμανίας, όπου, χρησιμοποιώντας τα ίδια πλαστά έγγραφα (πλαστό διαβατήριο, πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων ), εμφανίστηκε σαν Λ3, "συνδικαιούχος του λογαριασμού και με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις παραπλάνησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας Ε.Τ.Ε. να εξοφλήσουν σε αυτόν τον υπ' αριθμό ...λογαριασμό του στο Υποκατάστημα ..., οι οποίοι πράγματι κατέβαλαν σε αυτόν το υπόλοιπο του λογαριασμού 350.038 γερμανικών μάρκων, εξοφλώντας το λογαριασμό. Η υπόδειξη που έγινε σε αυτόν από τους δύο άλλους πιο έμπειρους κατηγορούμενους ήταν να κλείσει το λογαριασμό στο Υποκατάστημα ..., αλλά να αφήσει ανοιχτό το λογαριασμό, που πράγματι είχαν στο Υποκατάστημα ..., για να μην αποκαλυφθεί το σχέδιο τους. Επίσης, την ίδια ημέρα, 24.3.1994, ο ίδιος τρίτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο κατάστημα DRESSNER ΒΑΝΚ στη ... Γερμανίας, όπου, χρησιμοποιώντας και πάλι τα ίδια πλαστά έγγραφα (πλαστό διαβατήριο, πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων), εμφανίστηκε σαν Λ3, συνδικαιούχος του λογαριασμού και με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις παραπλάνησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της εν λόγω τράπεζας να εξοφλήσουν την επιταγή αυτή και να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό των 130.000 γερμανικών μάρκων. Σημειωτέον ότι, στη Γερμανία, κατά την τραπεζική πρακτική, η τράπεζα πρέπει να ειδοποιείται από την προηγούμενη ημέρα, όταν πρόκειται για την ανάληψη μεγάλου χρηματικού ποσού, όπως γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Ο τρίτος κατηγορούμενος, πράγματι, έλαβε τα μέτρα του, για να μην προκαλέσει υποψίες ότι δεν είναι καταθέτης, ειδοποιώντας κι αυτός τις εν λόγω τράπεζες, από την προηγούμενη ημέρα, ότι την επόμενη ημέρα επρόκειτο να προβεί στην εξόφληση της επιταγής, που εξόφλησε, χωρίς να προκαλέσει υποψίες. Στην πράξη της απάτης του τρίτου κατηγορουμένου, ο πρώτος κατηγορούμενος ενήργησε κατ' ορθότερο χαρακτηρισμό ως απλός συνεργός, διότι συνέδραμε αυτόν πριν από την τέλεση εκ μέρους του της πράξης της απάτης με την κατάρτιση του πλαστού βιβλιάριου καταθέσεων, το οποίο παρέδωσε όπως προαναφέρθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο και ο τελευταίος στον τρίτο κατηγορούμενο εν γνώσει του ότι τούτο θα χρησιμοποιούταν για τον προαναφερόμενο σκοπό. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος ενήργησε ως ηθικός αυτουργός, διότι με συνεχείς παραινέσεις, προτροπές, πειθώ, φορτικότητα, αλλά και με την υπόσχεση ότι θα λάβει μεγάλη αμοιβή για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές του δυσκολίες, από εμπορικά ατυχήματα, και έξοδα διαζυγίου. Την 11.4.1994, ο Λ1 (συνδικαιούχος του λογαριασμού των μελών της οικογένειας ), έλαβε, στη Γερμανία, όπου διέμενε (μετανάστης), κατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας, με αναλυτική κίνηση του κοινού λογαριασμού, που εμφάνιζε τις πιο πάνω αναλήψεις και υπόλοιπο μόνο 1.174 γερμανικά μάρκα. Πράγματι, μετά από τις τηλεφωνικές ενοχλήσεις και παραστάσεις στα αρμόδια όργανα από τα μέλη της οικογένειας του Λ1, έγιναν έρευνες από τους Επιθεωρητές της πολιτικώς ενάγουσας, Ε1 και Ε2, οι οποίοι εξέτασαν τους ταμίες (TELLERS), με αρνητικό αποτέλεσμα. Υποψίες υπήρχαν και για τον πρώτο κατηγορούμενο, διότι, κατά το παρελθόν, είχε αφαιρέσει χρήματα από το λογαριασμό κατάθεσης της ..., είχε επαφές με άτομα, που μεταβαίνουν στο εξωτερικό και είχε ύποπτες συναλλαγές με το δεύτερο κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι είχαν σχεδιάσει με επιμέλεια τις ενέργειες τους και δεν ανέμεναν τόση γρήγορη αποκάλυψη της αφαίρεσης των χρημάτων από το λογαριασμό, αλλά τους διέφυγαν δύο σημαντικές λεπτομέρειες, που αγνοούσαν: α) ότι, στο τερματικό, της τράπεζας, καταγράφεται ο κωδικός του ταμία (ΤΕLLER) του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που υποβάλλει το ερώτημα για την κίνηση των λογαριασμών καταθέσεων των πελατών της τράπεζας (για το λογαριασμό , στο ερώτημα, που υπέβαλε, χρησιμοποίησε τον κωδικό ...) και β) ότι, στη Γερμανία, οι τράπεζες, ενημερώνουν τους πελάτες τους, μέσα σε ένα μήνα, από την ανάληψη καταθέσεων, ακόμη και για τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπως έγινε επί του προκειμένου για την κατάθεση . Τελικά, ο πρώτος κατηγορούμενος, αναγκάστηκε να ομολογήσει την πράξη του και να κατονομάσει ως συνεργό το δεύτερο κατηγορούμενο. Σημειωτέον ότι, μετά την αποκάλυψη της παράνομης κίνησης του λογαριασμού , οι κατηγορούμενοι, παρά την πρόθεση τους να χρησιμοποιήσουν κι αυτά, δεν πρόλαβαν να κάνουν χρήση των τριών άλλων πλαστών βιβλιαρίων καταθέσεων. Οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν, αλλά δεν κατέληξαν σε συμφωνία για τον καταμερισμό των ευθυνών, είναι ενδεικτικές μάλιστα οι απολογίες τους όπου ο ένας επιρρίπτει τις ευθύνες στον άλλον. Ο πρώτος κατηγορούμενος ομολογεί ότι προέβη στην έκδοση των τεσσάρων πλαστών βιβλιάριων καταθέσεων και ισχυρίζεται ότι τα παρέδωσε στο δεύτερο κατηγορούμενο, αλλά αρνείται κάθε περαιτέρω συμμετοχή του στις πράξεις αυτές, προβάλλοντας διάφορους αντιφατικούς ισχυρισμούς άλλοτε ότι τα παρέδωσε σε εκείνον επειδή τον πίεζε για την επιστροφή του δανείου, άλλοτε ότι ευελπιστούσε ότι εκείνος δεν θα μπορούσε να προβεί σε αναλήψεις χρημάτων από τους προθεσμιακούς λογαριασμούς, διότι είχαν σύντομη προθεσμία λήξης και άλλοτε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα πλαστά έγγραφα να εκταμιεύσει χρήματα τα οποία τελικά θα επέστρεφε πριν γνωστοποιηθεί η εκταμίευση των χρημάτων. Οι δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία. Όμως οι εναντίον του μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και δεν καταλείπουν αμφιβολίες για το ότι αυτός τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται. Εξάλλου οι μαρτυρίες αυτές συμπορεύονται με άλλα κρίσιμα στοιχεία, που αποδείχθηκαν, δηλαδή: α) ότι έγινε πράγματι μεταφορά των 4.700.000 δραχμών από το δικό του λογαριασμό κατόπιν εντολής του, στο λογαριασμό του τρίτου κατηγορουμένου, που είχε ως σκοπό να ανοίξει λογαριασμό του Λ3 στο Υποκατάστημα ..., όπως κι έπραξε, χρησιμοποιώντας ένα μέρος από τα χρήματα αυτά, β) ότι, αυτός, (δεύτερος κατηγορούμενος) ως κοινός γνωστός, έφερε σε επαφή τους δύο άλλους κατηγορουμένους γ) ότι, ενάμισι μήνα μετά την αποκάλυψη του και ύστερα από συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, προέβη, σε αποζημίωση της πολιτικώς ενάγουσας, με κατάθεση, δια μέσου της αδελφής του και του ποσού των τόκων, με επιφύλαξη, αλλά δεν επιδίωξε την απόδοση του ποσού αυτού, με ένδικο δικαστικό βοήθημα, όπως ασφαλώς θα έπραττε αν ήταν αμέτοχος των πράξεων αυτών. Ο τρίτος κατηγορούμενος, ομολογεί ότι, (βλέπε απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ενήργησε, με εντολές κυρίως του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του τον χρησιμοποίησε, εκμεταλλευόμενος την ανέχεια του. Ενόψει όλων των ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορούνται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, πλην του πρώτου κατηγορουμένου Χ3, ο οποίος αναφορικά με την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της άμεσης συνεργίας στην απάτη που τέλεσε ο τρίτος κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της απλής συνέργιας στην ως άνω πράξη κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις: α) τέλεσης, κατ' επάγγελμα, διότι από την πιο πάνω κατάλληλη υποδομή, που είχαν διαμορφώσει προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων αυτών και πορισμού εισοδήματος και β) της τέλεσης, κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα προκύπτει σταθερή ριζωμένη ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της κλοπής, οι δε περιστάσεις αυτές συντρέχουν στο πρόσωπο όλων των κατηγορουμένων, με τις πιο πάνω ιδιότητες τέλεσης των πράξεων από αυτούς. Οι πράξεις τους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 § 1 ν. 1608/50, διότι το όφελος, που πέτυχαν όλοι τους, με την πράξη της απάτης (ανάληψη 543.700 γερμανικών μάρκων, από το λογαριασμό ) ή το όφελος, που επιδίωξαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, με την πράξη της πλαστογραφίας των τεσσάρων βιβλιαρίων καταθέσεων (1.637.172 γερμανικών μάρκων) ή ζημία, που προξένησαν στην αμέσως παθούσα πολιτικώς ενάγουσα, από την πράξη της απάτης με τη χρήση του πλαστού βιβλιαρίου καταθέσεων και του πλαστού διαβατηρίου (543.700 γερμανικά μάρκα ή 82.000.000 δραχμές, που αυτή κατέβαλε στους αληθινούς δικαιούχους, ευθυνόμενη από τη σύμβαση, την οποία σύνηψε με αυτούς) ή η ζημία, που απειλήθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα, από την πράξη της πλαστογραφίας των τεσσάρων βιβλιαρίων καταθέσεων (1.637.172 γερμανικών μάρκων), σε κάθε περίπτωση, με βάση την τότε ισοτιμία δραχμής και γερμανικών μάρκων, υπερβαίνει το προβλεπόμενο ποσό των 50.000.000 δραχμών. Επίσης, πρέπει να αναγνωριστούν σε όλους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 εδ. δ' και ε' ΠΚ, διότι έδειξαν ειλικρινή μετάνοια, και προσπάθησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεων τους, ο δε δεύτερος αποζημίωσε πλήρως την πολιτικώς ενάγουσα έκτοτε δε είναι νομοταγείς δεν απασχολούν τις Αρχές και είναι αφοσιωμένοι στην εργασία τους, χωρίς να εμπλέκονται παράνομες δραστηριότητες. Αντίθετα, δεν πρέπει να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθ. 84 § 2 εδ α' δεδομένου ότι δεν απέδειξαν οι κατηγορούμενοι ότι είχαν πράγματι πρότερο έντιμο βίο μη αρκούντος προς τούτο του γεγονότος ότι όπως ισχυρίζονται έχουν λευκά ποινικά μητρώα".
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά, και του νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν των άρθρων 1, 13 στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 46, 84 παρ. 2α, 216 παρ.1, 263 Α, 386 παρ.1 και 3 του ΠΚ και άρθρο 1 του ν. 1608/1950, όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, Χ2, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με την πράξη της πλαστογραφίας, αιτιολογούνται οι παραδοχές α) ότι κατάρτισε πλαστό έγγραφο και συγκεκριμένα το υπ' αριθμό ... διαβατήριο, θέτοντας επ' αυτού τα στοιχεία του Λ3, με χρονολογία εκδόσεως την 14-2-1994 και ως αρχή εκδώσασα αυτό, τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, β) ότι επί του ως άνω εντύπου διαβατηρίου και στην προοριζόμενη για την φωτογραφία και υπογραφή του κατόχου του θέση, έθεσε τη φωτογραφία του και την υπογραφή του, με σκοπό να παραπλανήσει άλλους και ειδικότερα, ότι το εικονιζόμενο σ' αυτό πρόσωπο είναι ο Λ3 γ) ότι με τη χρήση του ως άνω διαβατηρίου, μπορούσε να δημιουργηθούν έννομες συνέπειες, αφού τούτο (διαβατήριο) προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για την ανάληψη χρηματικών ποσών από το λογαριασμό του Λ3, δ) ότι το διαβατήριο τούτο το χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο ως άνω κατηγορούμενος την 15-3-1994 και 17-3-1994, όταν στην πρώτη περίπτωση εμφανίστηκε στον Τ.Α. του αερολιμένα Θεσσαλονίκης, όπου δηλώνοντας ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3, παρέλαβε το υπ' αριθμό ... μοναδικό δελτίο εισαγωγής μάρκων και στη δεύτερη περίπτωση, όταν εμφανίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και δηλώνοντας ότι ονομάζεται Λ3, δραχμοποίησε τέσσερα τραπεζογραμμάτια των 100 μάρκων το καθένα, υπογράφοντας ως Λ3. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή, ότι ο ως άνω κατηγορούμενος, εμφανίστηκε και στο υποκατάστημα της ΕΤΕ ... και δήλωσε ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3 και στη συνέχεια άνοιξε επ' ονόματι του Λ3 και της συζύγου του Λ2, τον υπ' αριθμό ... τραπεζικό λογαριασμό, με ποσό κατάθεσης 5.000 γερμανικών μάρκων, ενώ στη συνέχεια εμφανίζοντας το πλαστό διαβατήριο με τα στοιχεία του Λ3, πέτυχε να εξαπατήσει τους υπαλλήλους του ως άνω υποκαταστήματος της Τράπεζας και να αναλάβει από τον κοινό λογαριασμό της οικογένειας , το ποσό των 543.700 μάρκων, αποβλέποντας με τις παραπάνω αξιόποινες ενέργειές του, να προσπορίσει στον εαυτό του, αλλά και στους συγκατηγορούμενούς του, παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία των πραγματικών δικαιούχων, που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.00 δραχμών ή 146.735 ευρώ. Περαιτέρω, και σε σχέση με το έτερο αδίκημα της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, αιτιολογούνται οι παραδοχές της αποφάσεως σύμφωνα με τις οποίες ο ως άνω κατηγορούμενος, παρέστησε, με τη χρήση του ως άνω πλαστού διαβατηρίου, ψευδώς στα αρμόδια όργανα που αυτός εμφανιζόταν, ότι ονομάζεται Λ3, ότι είναι γνήσιο το διαβατήριο που αυτός προσκόμιζε και ότι είναι συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού, και έτσι, πέτυχε α) τη δραχμοποίηση ποσού 60.000 μάρκων, β) την ανάληψη σε τραπεζογραμμάτια ποσού 8.700 μάρκων, γ) την έκδοση και παραλαβή επιταγής ποσού 130.000 μάρκων και δ) τη μεταφορά ποσού 345.000 μάρκων στον υπ' αριθμό ... λογαριασμό, που αυτός είχε ανοίξει στο όνομα των Λ3 και Λ2. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι εμφανίστηκε την 24-3-1994 στο υποκατάστημα της ΕΤΕ ... της Γερμανίας, και παραδίδοντας προς εξακρίβωση των στοιχείων του, το ως άνω πλαστό διαβατήριο, δήλωσε ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3 και με τον τρόπο αυτό, πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος, και να αναλάβει από τον τηρούμενο στο υποκατάστημα ..., που ο ίδιος είχε ανοίξει, τραπεζικό λογαριασμό του Λ3, το ποσό των 350.038 μάρκων. Ακόμη, αιτιολογείται ότι ο ίδιος κατηγορούμενος, παρουσιάστηκε στο κατάστημα της DRESSNER BANK, στη ... Γερμανίας και με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις και με τη χρήση του ως άνω πλαστού διαβατηρίου, πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της, οι οποίοι του εξόφλησαν σχετική επιταγή ποσού 130.000 μάρκων. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, η πράξη της απάτης τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει επανειλημμένη τέλεση των πράξεων και ως εκ τούτου προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Άλλωστε, το συνολικό όφελος που σκοπήθηκε από τον αναιρεσείοντα και η συνολική ζημία που προξενήθηκε, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, γεγονός το οποίο από μόνο του προσδίδει στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις τον κακουργηματικό χαρακτήρα. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, α) περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτίαση, που αποτελεί και αυτοτελή λόγο αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, και συγκεκριμένα ότι, ενώ κατά τις παραδοχές η ζημία που υπέστη η Εθνική Τράπεζα υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, αντί του ορθού των 146.735 ευρώ, είναι αβάσιμη, αφού σε κάθε περίπτωση η ζημία του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος ανερχόμενη στο ποσό των 82.000.000 δραχμών, υπερβαίνει αμφότερα τα ποσά που μνημονεύονται και επομένως η σχετική πράξη, εμπίπτει στη ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Είναι δε χωρίς έννομη επιρροή, το γεγονός ότι στο διατακτικό αναφέρεται, προφανώς από παραδρομή, ότι η ζημία της Τράπεζας ανέρχεται στο ποσό των 85.000.000 δραχμών, αντί του ποσού των 82.000.000 δραχμών που αναφέρεται στο αιτιολογικό και συνεπώς ουδεμία εξ' αυτού αντίφαση και ασάφεια δημιουργείται. Επίσης, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη η αιτίαση του ιδίου του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία δεν συρρέουν οι πράξεις της χρήσεως πλαστού εγγράφου και απάτης. Τουναντίον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του Π.Κ, συνάγεται ότι οι παραπάνω πράξεις της απάτης και της χρήσης πλαστού εγγράφου συρρέουν πραγματικά και καμία απ' αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, γιατί καθεμία απ' αυτές είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αποτελεί δε η μία στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Τέλος, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη η αιτίαση του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για το λόγο ότι δεν εκτιμήθηκε ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η από 14-11-1994 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Τούτο, γιατί από το σύνολο των παραδοχών, αναμφισβήτητα προκύπτει, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω καταδικαστική απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στην ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του και την ως άνω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, για την οποία όχι μόνο γίνεται μνεία αυτής στο αιτιολογικό της αποφάσεως, αλλά και από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει, ότι συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, που τείνει στη μείωση της ποινής και, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν. (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2, ζήτησε, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, μεταξύ άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων, να του αναγνωρισθεί και εκείνη του άρθρου 84 παρ.2α. Προς θεμελίωση δε του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του, ισχυρίσθηκε ότι "μέχρι το χρόνο τελέσεως των κρινόμενων πράξεων, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, χωρίς να απασχολεί τις αρχές, χωρίς καμία καταδίκη με λευκό ποινικό μητρώο με κοινωνική ζωή χαρακτηριζόμενη από την εντιμότητά του. Αξιοσημείωτη δε η εξάσκηση της επιμέλειας του γιού του ... τον οποίο φροντίζει και ζούνε μαζί απόταν διεζεύχθη από τη σύζυγό του και μητέρα του γιού του ... και για την εντιμότητά του προτέρου βίου του κατέθεσαν οι μάρτυρες που εξετάστηκαν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο". Όπως, όμως, διατυπώθηκε ο σχετικός ισχυρισμός, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν επικαλείται θετικά στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν στη βασιμότητά του. Μόνο δε το γεγονός της υπάρξεως του δελτίου του ποινικού του μητρώου, στο οποίο δεν σημειώνονται αμετάκλητες καταδίκες, καθώς και η από μέρους του άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου του, μετά τη διάζευξη με τη σύζυγό του, που αποτελεί αυτονόητο καθήκον και υποχρέωση του γονέα, να επιμελείται κατά τον προσήκοντα τρόπο για την ψυχική και σωματική υγεία του τέκνου του, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην παραδοχή του ως άνω ισχυρισμού του, ως εκ περισσού δε διέλαβε σχετική αιτιολογία η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος τούτο. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 10-5-2007, αίτηση του Χ1 και την, από 9-5-2007, αίτηση του Χ2 , για αναίρεση της υπ' αριθμό 1/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία με χρήση και κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και για ηθική αυτουργία με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) της απόλυτης ακυρότητας. Υπάρχει αιτιολογία, τόσο ως προς την ενοχή, όσο και για τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ. Συρρέει η χρήση πλαστού εγγράφου με την απάτη κατ’ εξακολούθηση (ΑΠ 965/2006). Απορρίπτει αιτήσεις αναίρεσης. | Ακυρότητα απόλυτη | Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου. | 0 |
Αριθμός 1692/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 307/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με κατηγορούμενο τον ... κάτοικο .... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6/9.2.2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 201/2009.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 551 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική εκτιτέα ποινή επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και τον Εισαγγελέα, για λόγους που περιέχονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: 1) η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (περίπτωση υπό στοιχ. Δ) και 2) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάτάξης (περίπτωση υπό στοιχ. Ε). Ειδικότερα στην πρώτη των ως άνω δύο περιπτώσεων, για να είναι αιτιολογημένη η κρίση του δικαστηρίου, αναφορικώς με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων των άρθρων 94, 96 και 97 του ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 410/1976, πρέπει να αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι επί μέρους καταδικαστικές αποφάσεις και οι ποινές που έχουν επιβληθεί και να προκύπτει ότι οι ποινές αυτές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και αυτή του άρθρου 551 του ΚΠΔ κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 του ΠΚ για τη συρροή, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 307/2008 απόφαση, καθόρισε σε βάρος του κατηγορουμένου ..., εκτός της χρηματικής ποινής (που δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως) συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι δύο (22) ετών, για τις επί μέρους ποινές που είχαν επιβληθεί σ' αυτόν: α) με την υπ' αριθ. 127/2005 απόφαση αυτού ποινή κάθειρξης των δέκα επτά (17) ετών και τεσσάρων (4) μηνών (κατά συγχώνευση) και β) με την υπ' αριθ. 168/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου ποινή κάθειρξης ένδεκα (11) ετών. Όπως όμως προκύπτει από το υπ' αριθ. πρωτ. ... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής..., σε συνδυασμό με τα από 1.6.2005 αποφυλακιστήριο της δικαστικής φυλακής ..., που αφορά τον ως άνω κατηγορούμενο, αυτός είχε αποφυλακισθεί την 1.6.2005, αφού είχε εκτίσει την συγχωνευτική ποινή του που καθόρισε η πρώτη των ως άνω δύο προαναφερομένων αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης (η υπ' αριθ. 127/2005), με ευεργετικό υπολογισμό γι' αυτόν 1261 ημερών εργασίας. Επομένως, όταν το εν λόγω δικαστήριο προέβη σε νέα συγχώνευση των ποινών στις 18.12.2008 με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, λαμβάνοντας ως ποινή βάσης την καθοριζόμενη από την ως άνω υπ' αριθ. 127/2005 απόφαση, ως μεγαλύτερη εκείνης από την καθοριζομένη από την υπ' αριθ. 168/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (Πενταμελούς Εφετείου Θράκης), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 551 του ΚΠΔ, αφού η πρώτη των συγχωνευεθσών ποινών είχε ήδη εκτιθεί και συνεπώς αυτές δεν συναντήθηκαν ποτέ κατά την εκτέλεσή τους, προϋπόθεση αναγκαία για την συγχώνευσή τους. Πλέον αυτών, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με την αναφορά μόνον ότι "συντρέχουν δε οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ, πρέπει να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο αυτό, ενόψει του ότι οι ως άνω ποινές συναντώνται κατά την εκτέλεσή του, δεν είναι η απαιτούμενη και στην περίπτωση αυτή ειδική και αιτιολογημένη.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' λόγων αναιρέσεως (του πρώτου αυτών εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως - άρθρο 511 ΚΠΔ), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 307/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Καθορισμός συνολικής ποινής (άρθρο 551 ΚΠΔ) με ποινές που προέρχονται από προηγούμενη συγχώνευση). Εσφαλμένη εφαρμογή ταυ νόμου. Αίτηση αναίρεσης από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Αναίρεση απόφασης και παραπομπή στο Δικαστήριο της ουσίας για νέα επιμέτρηση ποινών. | Ποινή συνολική | Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου. | 0 |
Αριθμός 92/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Φ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ασημακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 6 Απριλίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1345/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα. Η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι αυτός: "Στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2003 έως 31.8.2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος της εταιρίας ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ - ΑΝΩΝ. με έδρα την ..., της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ (αρ. ειδ. Βιβλίου .../2008) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 30/1/2008 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 98.849,66 μέσα στη νόμιμη προθεσμία". Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την εξέταση της μάρτυρος κατηγορίας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να προσκομιστεί εξοφλητική απόδειξη εφόσον τελειώσει η εκκαθάριση, αναφέροντας ότι: "Ο κατηγορούμενος ήταν εκπρόσωπος της εταιρίας. Δεν ήταν ατομικά τα χρέη. Από τους πλειστηριασμούς εισέπραξε 8.000.000 ευρώ. Άλλοι δύο πλειστηριασμοί κατέστησαν άγονοι. Πήρε εντολή να συντάξει προσωρινό πίνακα. Η Δ.Ο.Υ. έχει απαίτηση 640.000 ευρώ και όχι 99.000 ευρώ". Το αίτημα, όμως, αυτό, όπως υποβλήθηκε, δεν ήταν νόμιμο, καθόσον ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε όχι ότι είχε ήδη εξοφλήσει την απαίτηση του Δημοσίου αλλά ότι θα την εξοφλήσει στο μέλλον, μετά, δηλαδή, το πέρας της εκκαθαρίσεως της εταιρίας του και ότι, επομένως, η απόδειξη που, ενδεχομένως, θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την κρίση του, χωρίς, από τη μη αιτιολόγηση να παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Παρά ταύτα, απέρριψε το ως άνω αίτημα αιτιολογημένα, δεν ασκεί δε, ενόψει των ανωτέρω, επιρροή το γεγονός ότι, ενδεχομένως, η αιτιολογία δεν είναι επαρκής ούτε βεβαίως η σκέψη ότι "άλλωστε, ο εκκαλών - κατηγορούμενος, εάν είχε την οικονομική δυνατότητα να προβεί σε εξόφληση ή ακόμη και σε ρύθμιση του επίδικου χρέους θα το είχε κάνει μέχρι σήμερα" παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με τη σκέψη αυτή, δέχεται ότι η επικαλούμενη εξοφλητική απόδειξη δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον, αφού τα χρέη θα εξοφλούντο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως. Κατά συνέπειαν, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 6.4.2012) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως, με την παραπάνω σκέψη, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 474§1, 2 και 509§1 εδ. α' ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως πρέπει, εκτός των άλλων, να διατυπώνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο και οι οποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510§1 του ίδιου Κώδικα. Οι αόριστοι και ασαφείς αναιρετικοί λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510§1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, στην αίτηση διαλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε, μη εκτιμήσασα δεόντως το αποδεικτικό υλικό, μη κρίνασα επαρκώς τους προβληθέντες ισχυρισμούς και μη επιτρέψασα την ανάπτυξιν αυτών" και "στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, εφ' όσον αντί της προσηκούσης αιτιολογίας αι τεθειμέναι σκέψεις του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν τυπικήν αιτιολογίαν μη εμπεριέχουσαν καμίαν εκτιμητήν σκέψιν. Την ανυπαρξίαν εν προκειμένω της δεούσης αιτιολογίας, ως λόγο αναιρέσεως, διακηρύσσουν οι αποφάσεις (...)". Έτσι, όμως, διατυπούμενοι, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού δεν προσδιορίζεται στην ειρημένη έκθεση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ποιες είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες αυτής ή σε ποιες, ενδεχομένως, άλλες πλημμέλειες περιέπεσε το Δικαστήριο της ουσίας, ο δε πρώτος είναι απαράδεκτος και γιατί αφορά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ, τα πρακτικά τηρούνται συνοπτικά και πρέπει να περιέχουν, εκτός των άλλων, τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατέθεσε προς ανάγνωση τις υπ' αριθ. 8248/2006 και 375/2007 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντιστοίχως, και ότι η Προεδρεύουσα αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα αναγνώσει, ούτε ότι ο αυτός προσέφυγε, σχετικώς, στο Δικαστήριο. Κατά συνέπειαν, τα ως άνω έγγραφα του αναιρεσείοντος θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ' εκτίμηση, ότι επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί δεν περιελήφθησαν στα πρακτικά και οι ανωτέρω αποφάσεις, χωρίς, όμως, να προσβάλλει τα πρακτικά ως πλαστά, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κώδικα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά, όπως έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αλλά και αυτήν του άρθρου 6 παρ. 3 περ. γ της ΕΣΔΑ, εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, γιατί, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε τον κήρυξε ένοχο, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ' αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο, με τον τρόπο δε αυτό παραβιάσθηκε και το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ της ΕΣΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν μπορούσε να κληθεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, χωρίς αυτό να προσκρούει σε οποιαδήποτε διάταξη της ΕΣΔΑ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 14/11 Νοεμβρίου 2011 αίτηση του Κ. Φ. του Γ. μετά των από 6 Απριλίου 2012 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Τι πρέπει να περιέχει ο λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ΚΠΔ για να είναι ορισμένος. Απόρριψη σχετικών λόγων ως απαραδέκτων. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (προσκόμιση εξοφλητικής αποδείξεως) μη νόμιμο. Παρά ταύτα, απόρριψη αυτού αιτιολογημένα. Από τις παραδοχές, για την απορριπτική κρίση, δεν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας. Από τα πρακτικά, που δεν προβλήθηκαν ως πλαστά, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση συγκεκριμένων εγγράφων. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Ο συνήγορος δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, τον οποίο εκπροσωπεί, ούτε καλείται προς τούτο, χωρίς να παραβιάζεται, από το λόγο αυτό, η Ε.Σ.Δ.Α. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων. | Ακυρότητα απόλυτη | Ακυρότητα απόλυτη, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Συνήγορος κατηγορουμένου, Ε.Σ.Δ.Α., Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης, Κατηγορουμένου απολογία. | 0 |
"Αριθμός 1502/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nZ' ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφ(...TRUNCATED) | Αβάσιμοι λόγοι | "Αναιρέσεως απόρριψη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Έλλειψ(...TRUNCATED) | 2 |
"Αριθμός 1501/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nΖ'ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Κατ' εξακολούθηση απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθε(...TRUNCATED) | Αβάσιμοι λόγοι | "Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Απάτη, Έξοδα, (...TRUNCATED) | 1 |
"Αριθμός 1500/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nΖ'ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Άμεση συνέργεια σε καταδολίευση δανειστή. Λόγοι έλλει(...TRUNCATED) | Αβάσιμοι λόγοι | "Αναιρέσεως απόρριψη, Καταδολίευση δανειστών, Έξοδα, Α(...TRUNCATED) | 0 |
"Αριθμός 1499/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nΖ'ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε έφεση ω(...TRUNCATED) | Αβάσιμοι λόγοι | "Αναιρέσεως απόρριψη, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατω(...TRUNCATED) | 0 |
"Αριθμός 1498/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nZ' ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως. Απιστία στην υπη(...TRUNCATED) | Συνεκδίκαση | "Αναιρέσεως απόρριψη, Συνεκδίκαση, Απιστία στην υπηρεσ(...TRUNCATED) | 0 |
"Αριθμός 1496/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nΖ' ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Απόπειρα ανθρωποκτονίας, οπλοφορία, οπλοχρησία και κα(...TRUNCATED) | Ακροάσεως έλλειψη | "Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ακροάσεως (...TRUNCATED) | 0 |
"Αριθμός 1495/2018 \n\nΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ\n\nΖ'ΠΟΙ(...TRUNCATED) | "Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση κατηγορουμένου για έ(...TRUNCATED) | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | "Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση (...TRUNCATED) | 2 |
End of preview. Expand
in Dataset Viewer.
README.md exists but content is empty.
Use the Edit dataset card button to edit it.
- Downloads last month
- 41