text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1014/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως) - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου, H. S. του H., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 21,22/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 328/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη, με αριθμό 97/25-6-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "-Εισάγω ενώπιόν Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, την με αριθμό 2/16-2-2015 αίτηση αναίρεσης του S. (επ) H. (ον) του H. και της T., που γεννήθηκε στην Αλβανία στις 30-3-1983, κατοίκου ..., οδός ... αριθμ. … και ήδη κρατούμενος στο κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, κατά της με αριθμό 21,22/2013 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε για α) απόπειρα αυτοκτονίας, β) παράνομη οπλοφορία και γ) οπλοχρησία σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και εκθέτω τα εξής: Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462, 473 παρ. 1, 3 και 507 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Ειδικότερα, όμως, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης κατά των αποφάσεων για τις οποίες επιτρέπεται η άσκηση της, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο, κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, Ειδικό Βιβλίο και είναι δέκα ημέρες από την επίδοσή της, εφόσον ο δικαιούμενος ήταν απών κατά τη δημοσίευσή της και είναι γνωστής διαμονής στην ημεδαπή. Η εκπρόθεσμη άσκηση ένδικου μέσου συγχωρείται μόνο αν συντρέχει περίπτωση ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που εμπόδισε την νόμιμη ενάσκηση του περί ου ο λόγος δικαιώματος, σύμφωνα με τη γενική αρχή ότι κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα (impossibilium nulla obligation est). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, στη συντασσόμενη, κατά το άρθρο 474 παρ. 2 ΚΠΔ, σχετική έκθεση πρέπει να γίνεται επίκληση τόσο των διακωλυτικών της εμπρόθεσμης άσκησης του ένδικου μέσου περιστατικών, που συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, όσο και των αποδεικτικών προς τούτο αποδεικτικών μέσων [ΑΠ 223/2012, ΑΠ 1801/2011, ΑΠ 1426/2008, ΑΠ 123/2014]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 476 ΚΠΔ, "1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση με αριθμό 21,22/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών με τον αιτούντα παρόντα, καταχωρήθηκε στο ειδικό προς τούτο βιβλίο καθαρογραμμένη στις 26-6-2013 με αριθμό καταχώρησης ... και ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτησή του για αναίρεση στις 16-2-2015 με σχετική δήλωση του ενώπιον του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. 2/16-2-2015 έκθεση αναιρέσεως, μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, χωρίς να επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος που τον εμπόδισε στην εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ως εκπρόθεσμης ασκηθείσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η από 16-2-2015 με αριθμό 2/16-2-2015 αίτηση αναίρεσης του S. (επ) H. (ον) του H. και της T., κατοίκου ..., οδός ... αριθμ. … και ήδη κρατούμενος στο κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, κατά της με αριθμό 21,22/2013 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ως απαράδεκτη. 2) Να επιβληθούν δε, τα εκ διακοσίων πενήντα(250)€ δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οικονομικών & Δικαιοσύνης). Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Μ. Ρασιδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε ότι ο αναιρεσείων κλητεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 18 Ν.2408/1996 για να προσέλθει στο παρόν Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), δια του πληρεξουσίου του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 1,2,3 ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί και με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 507 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473 και κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Ως περίπτωση δε απαραδέκτου του ενδίκου μέσου προβλέπεται από το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και όταν τούτο ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Εκπρόθεσμο δε ένδικο μέσο επιτρέπεται μόνο αν συντρέχει ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την με αριθμ. 21,22/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε παρόντος του ιδίου του κατηγορουμένου, μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε, σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών και έξι μηνών, η απόφαση δε αυτή, που δημοσιεύθηκε στις 7-1-2013, όπως προκύπτει από την από 11-3-2015 βεβαίωση του γραμματέα του άνω δικαστηρίου, καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο οικείο βιβλίο του άνω Εφετείου στις 26-6-2013 με αρ. βιβλίου ..., οπότε και άρχισε η προθεσμία της αναίρεσης. Όμως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη με αρ. εκθ. 1708/16-2-2015 αναίρεσή του, στις 16-2-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών, όπου εκρατείτο, χωρίς ο αναιρεσείων να επικαλείται κάποιο λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογεί την άνω εκπρόθεσμη, πολύ μετά το δεκαήμερο από της καταχώρησης, άσκηση της αναίρεσής του. Επομένως, εφόσον κλητεύθηκε νόμιμα ο αναιρεσείων, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από το από 16-9-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του αρμόδιου υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών Β. Λ., να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του περί του άνω απαραδέκτου και αυτός δεν παραστάθηκε, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 1708/16-2-2015 αίτηση του H. S. του H. και της T. περί αναιρέσεως της με αρ. 21,22/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη μετά το 10ήμερο από της καταχώρησής της στο οικείο βιβλίο και ελλείψει επίκλησης οιουδήποτε λόγου ανώτερης βίας που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο.
Απαράδεκτο αναιρέσεως
Απαράδεκτο αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1012/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 220/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 893/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση . ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 τταρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από το από 18-12-2014 αποδεικτικό επιδόσεως της Α. Σ., δικ. επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση δια νομίμου θυροκολλήσεως, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 11/3/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 16/9/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, με αίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, η υπόθεση, με τη με αρ. 250/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο της 14-10- 2015, πλην ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ'αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 4/16-9-2014 αίτηση του Σ. Π. του Γ. περί αναιρέσεως της με αρ. 220/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1011/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Γ. Σ. του Σ., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 92, 93, 94, 95/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Β. του Ι.. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Αυγούστου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 880/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση με αριθμό 60/27.5.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ, την με αριθ. εκθέσεως 57/11.2.2014 αίτηση του Γ. Σ. του Σ. και της Δ., κρατούμενου του Καταστήματος Κράτησης Δομοκού, για αναίρεση της με αριθ. 92, 93, 94, 95/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως (16) ετών και συνολική χρηματική ποινή 1200 ευρώ για τις πράξεις: 1) της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, 2) παράνομης οπλοφορίας, 3) της οπλοχρησίας, 4) της παράνομης κατοχής όπλου και 5) της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473παρ.1 και 507παρ.1 εδ. α’ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών κατά την απαγγελία της τελεσίδικης απόφασης, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του πιο πάνω κώδικα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, ή ασκήθηκε εκπροθέσμως, το αρμόδιο να κρίνει επ’ αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Βέβαια, κατά την συναγομένη από το άρθρο 255 Α.Κ. γενική αρχή του δικαίου ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεστεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγο εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τέλος, κατά το άρθρο 513 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη με την αναίρεση, με αριθμό 92,93,94,95/2014 απόφαση του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, δημοσιεύθηκε με παρόντα τον αναιρεσείοντα στις 24.2.2014 και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 7.4.2014 η κρινόμενη δε αίτηση αναιρέσεως αυτού ασκήθηκε στις 6.8.2014, ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Δομοκού, στο οποίο ήταν ο ίδιος κρατούμενος, δηλαδή μετά την πάροδο της κατά νόμο 10ήμερης προθεσμίας, χωρίς σ’ αυτήν να επικαλείται, ανωτέρα βία, ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνεται: Ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη η με αριθ. εκθέσεως 57/6.8.2014 αίτηση του Γ. Σ. του Σ. και της Δ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού για αναίρεση της με αριθμ. 92,93,94,95/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια πενήντα ευρώ (250) σε βάρος του αναιρεσείοντος. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφανία Κοντοθανάση". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 1,2,3 ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί και με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 507 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473 και κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Ως περίπτωση δε απαραδέκτου του ενδίκου μέσου προβλέπεται από το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και όταν τούτο ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Εκπρόθεσμο δε ένδικο μέσο επιτρέπεται μόνο αν συντρέχει ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την με αριθμ. 92,93,94,95/2014 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε παρόντος του ιδίου του κατηγορουμένου, μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε, σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή κάθειρξης δέκα έξι ετών, η απόφαση δε αυτή, που δημοσιεύθηκε στις 24-2-2014, όπως προκύπτει από την από 7-4-2014 βεβαίωση του γραμματέα του άνω δικαστηρίου, καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο οικείο βιβλίο του άνω Εφετείου στις 7-4-2014 με αρ. βιβλίου 75, οπότε και άρχισε η προθεσμία της αναίρεσης. Όμως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη με αρ. εκθ. 57/6-8-2014 αναίρεσή του, στις 6-8-2014, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Δομοκού, όπου εκρατείτο, χωρίς ο αναιρεσείων να επικαλείται κάποιο λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογεί την άνω εκπρόθεσμη, πολύ μετά το δεκαήμερο από της καταχώρησης, άσκηση της αναίρεσής του. Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του περί του άνω απαραδέκτου και δεν παρέστη, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 57/6-8-2014 αίτηση του Γ. Σ. του Σ. περί αναιρέσεως της με αρ. 92,93,94,95/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη μετά το 10ήμερο από της καταχώρησής της στο οικείο βιβλίο και ελλείψει επίκλησης οιουδήποτε λόγου ανώτερης βίας που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο.
Απαράδεκτο αναιρέσεως
Απαράδεκτο αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1010/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο, και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Σ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κατσαρό, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1230/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτων (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον ότι η βούληση του δράστη με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι πρόσφορος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της σκοπούμενης βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Υπάλληλος κατ’ άρθρο 13 εδ. α του ΠΚ, είναι και ο Δήμαρχος ή Αντιδήμαρχος Δήμου της Χώρας, ως ασκών Δημοτική υπηρεσία, ο οποίος έχει κατά το νόμο, ανατεθειμένη αρμοδιότητα και για τη σφράγιση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιοχής του, που λειτουργούν χωρίς νόμιμη άδεια λειτουργίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 606/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, ο αναιρεσείων Αντιδήμαρχος κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως καθήκοντος και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 4 μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά ακριβή μεταφορά τα εξής: "... Από την όλη αποδεικτική διαδικασία που διενεργήθηκε στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δηλαδή από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάστηκε νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου, από την ανάγνωση των προαναφερόμενων εγγράφων, από την απολογία του κατηγορούμενου και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, Κ. Σ. του Β., στη…, κατά το χρονικό διάστημα από 28-03-2009 έως και 31-12-2009, οπότε ήταν υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχείο α’ και 263-Α’ του Π.Κ., ενεργώντας με περισσότερες από μία πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, παρέβη με πρόθεση καθήκον της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν Αντιδήμαρχος του Δήμου Λαρισαίων, στα καθήκοντα του οποίου υπάγονταν η εποπτεία των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και η έκδοση αποφάσεων για τη σφράγιση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, τα οποία λειτουργούσαν, χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια λειτουργίας τους από την αρμόδια υπηρεσία, και, ως εκ τούτου, ήταν αρμόδιος σύμφωνα με τα άρθρα 80 παρ. 6, 7 και 89 του ν. 3463/2006 για θέματα έκδοσης και ανάκλησης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και επιβολής της εκ του νόμου προβλεπόμενης διοικητικής κύρωσης της σφράγισης αυτών, αν και ήταν υποχρεωμένος να προβεί, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από τη συνδρομή των προϋποθέσεων, ήτοι από την κοινοποίηση των εγγράφων που βεβαίωναν τις σχετικές παραβάσεις σε βάρος του ίδιου καταστήματος, στην έκδοση απόφασης για τη σφράγιση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εντούτοις, μολονότι κατά το χρονικό διάστημα από 28-03-2009 έως και 31-12-2009, βεβαιώθηκαν σε βάρος του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδιοκτησίας Ι. Π., το οποίο λειτουργεί στη Λάρισα, στην οδό ... αριθμός…, τρεις (3) τουλάχιστον παραβάσεις της κείμενης υγειονομικής νομοθεσίας από τα αστυνομικά όργανα του Β’ Αστυνομικού Τμήματος Λάρισας, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου .../22-09-2008, .../22-09-2008, .../22-09-2008, .../01-12-2008, .../02-02-2009, .../06-03-2009 και .../20-07-2009 έγγραφα του Β’ Αστυνομικού Τμήματος Λάρισας, τα οποία κοινοποιήθηκαν αρμοδίως στο Δήμο Λαρισαίων, παρέλειψε να εκδώσει απόφαση σφράγισης του ως άνω καταστήματος, μολονότι συνέτρεχαν προς τούτο οι προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 της υπ’ αριθμόν Αιβ8577/1983 υγειονομικής διάταξης προϋποθέσεις, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών, (βλ. άρθρα 80 παρ. 6-7 και 89 ν. 3463/2006), από την ημέρα, οπότε κοινοποιήθηκε στο Δήμο Λαρισαίων και η τρίτη ως άνω βεβαίωση παράβασης, και να δώσει στα ορισθέντα όργανα του Δήμου Λαρισαίων την εντολή να σφραγίσουν το ως άνω κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιφέρειας του, το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί παρανόμως. Με την ανωτέρω παράλειψη του ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε να προσπορίσει παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του εν λόγω καταστήματος, ο οποίος εξακολούθησε να λειτουργεί το κατάστημα του, αφού ο κατηγορούμενος απέφευγε να επιβάλει τις παραπάνω νόμιμες διοικητικές κυρώσεις σε βάρος του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ορίστηκε ως Αντιδήμαρχος του Δήμου Λαρισαίων στη διάρκεια του έτους 2008 και προσπάθησε επίμονα να κρατήσει ισορροπίες όσον αφορά τη σφράγιση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούσαν στην πόλη της Λάρισας. Συνήθως, γίνονταν σφραγίσεις τέτοιων καταστημάτων και, μάλιστα, στη διάρκεια του Ιουλίου του έτους 2009 σφραγίστηκαν 52 τέτοια καταστήματα, γεγονός που αποδεικνύει τη βούληση του κατηγορουμένου να ασκεί με συνέπεια τις αρμοδιότητες του, στις οποίες περιλαμβανόταν και η έκδοση εντολής για σφράγιση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιφέρειας του, τα οποία λειτουργούσαν χωρίς νόμιμη άδεια λειτουργίας. Παρόλα αυτά στην επίδικη περίπτωση, ήτοι ως προς το κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδιοκτησίας του Ι. Π., ο κατηγορούμενος υπήρξε αδικαιολόγητα ανεκτικός, μολονότι είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του καταστήματος αυτού τρεις τουλάχιστον παραβάσεις της κείμενης υγειονομικής νομοθεσίας. Έτσι, αντί να δώσει εντολή για σφράγιση του καταστήματος, ο κατηγορούμενος απέστειλε στις 05.05.2009 έγγραφο (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 5973/05.05.2009) προς τον Ι. Π., γνωστοποίησε στον παραλήπτη του εγγράφου ότι από το Β’ Αστυνομικό Τμήμα Λάρισας είχαν ήδη βεβαιωθεί παραβάσεις που αφορούσαν το κατάστημα αυτού, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια λειτουργίας, και κάλεσε τον παραλήπτη του εγγράφου να καταθέσει τα νόμιμα δικαιολογητικά έγγραφα στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου Λαρισαίων (Τμήμα έκδοσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και διοικητικών κυρώσεων) και να ενημερώσει την ανωτέρω υπηρεσία γραπτώς, εντός προθεσμίας δέκα ημερών, διότι, διαφορετικά, η υπηρεσία θα προέβαινε στις νόμιμες ενέργειες ως προς τη σφράγιση του καταστήματος. Έκτοτε παρήλθε άπρακτο σημαντικό χρονικό διάστημα, (έξι μηνών περίπου), και στις 09.11.2009, οπότε έπρεπε να έχει σφραγιστεί το ανωτέρω κατάστημα προ πολλών μηνών, η προϊσταμένη της ανωτέρω υπηρεσίας του Δήμου Λαρισαίων απέστειλε στον Ι. Π. το υπ’ αριθμόν .../09.11.2009 έγγραφο, με το οποίο επισήμανε στον παραλήπτη του εγγράφου ότι λειτουργούσε το ανωτέρω κατάστημα του χωρίς νόμιμα άδεια ίδρυσης και λειτουργίας και τον κάλεσε να υποβάλει στην ανωτέρω υπηρεσία του Δήμου Λαρισαίων τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα για την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος του, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη λήψη του ανωτέρω εγγράφου της, διότι σε αντίθετη περίπτωση η Δημοτική Αρχή θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να κινήσει τη διαδικασία έκδοσης απόφασης για σφράγιση του καταστήματος του, το οποίο θα παρέμενε έκτοτε σφραγισμένο, ώσπου να εκδοθεί η άδεια λειτουργίας αυτού. Ενόψει όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην επίδικη υπόθεση ο κατηγορούμενος παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και παρέλειψε να δώσει στα αρμόδια όργανα του Δήμου Λαρισαίων την εντολή να σφραγίσουν το ως άνω κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιφέρειας του, προκειμένου να προσπορίσει παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος καταστημάτων και, μάλιστα, στη διάρκεια του Ιουλίου του έτους 2009 σφραγίστηκαν 52 τέτοια καταστήματα, γεγονός που αποδεικνύει τη βούληση του κατηγορουμένου να ασκεί με συνέπεια τις αρμοδιότητες του, στις οποίες περιλαμβανόταν και η έκδοση εντολής για σφράγιση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιφέρειας του, τα οποία λειτουργούσαν χωρίς νόμιμη άδεια λειτουργίας. Παρόλα αυτά στην επίδικη περίπτωση, ήτοι ως προς το κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδιοκτησίας του Ι. Π., ο κατηγορούμενος υπήρξε αδικαιολόγητα ανεκτικός, μολονότι είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του καταστήματος αυτού τρεις τουλάχιστον παραβάσεις της κείμενης υγειονομικής νομοθεσίας. Έτσι, αντί να δώσει εντολή για σφράγιση του καταστήματος, ο κατηγορούμενος απέστειλε στις 05.05.2009 έγγραφο (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 5973/05.05.2009) προς τον Ι. Π., γνωστοποίησε στον παραλήπτη του εγγράφου ότι από το Β’ Αστυνομικό Τμήμα Λάρισας είχαν ήδη βεβαιωθεί παραβάσεις που αφορούσαν το κατάστημα αυτού, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια λειτουργίας, και κάλεσε τον παραλήπτη του εγγράφου να καταθέσει τα νόμιμα δικαιολογητικά έγγραφα στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου Λαρισαίων (Τμήμα έκδοσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και διοικητικών κυρώσεων) και να ενημερώσει την ανωτέρω υπηρεσία γραπτώς, εντός προθεσμίας δέκα ημερών, διότι, διαφορετικά, η υπηρεσία θα προέβαινε στις νόμιμες ενέργειες ως προς τη σφράγιση του καταστήματος. Έκτοτε παρήλθε άπρακτο σημαντικό χρονικό διάστημα, (έξι μηνών περίπου), και στις 09.11.2009, οπότε έπρεπε να έχει σφραγιστεί το ανωτέρω κατάστημα προ πολλών μηνών, η προϊσταμένη της ανωτέρω υπηρεσίας του Δήμου Λαρισαίων απέστειλε στον Ι. Π. το υπ’ αριθμόν .../09.11.2009 έγγραφο, με το οποίο επισήμανε στον παραλήπτη του εγγράφου ότι λειτουργούσε το ανωτέρω κατάστημα του χωρίς νόμιμα άδεια ίδρυσης και λειτουργίας και τον κάλεσε να υποβάλει στην ανωτέρω υπηρεσία του Δήμου Λαρισαίων τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα για την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος του, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη λήψη του ανωτέρω εγγράφου της, διότι σε αντίθετη περίπτωση η Δημοτική Αρχή θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να κινήσει τη διαδικασία έκδοσης απόφασης για σφράγιση του καταστήματος του, το οποίο θα παρέμενε έκτοτε σφραγισμένο, ώσπου να εκδοθεί η άδεια λειτουργίας αυτού. Ενόψει όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην επίδικη υπόθεση ο κατηγορούμενος παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και παρέλειψε να δώσει στα αρμόδια όργανα του Δήμου Λαρισαίων την εντολή να σφραγίσουν το ως άνω κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος της περιφέρειας του, προκειμένου να προσπορίσει παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος εξακολούθησε να λειτουργεί το κατάστημα του επί σημαντικό χρονικό διάστημα χωρίς να έχει στην κατοχή του νόμιμη άδεια λειτουργίας του καταστήματος. Στη διάρκεια της, δίκης τούτης ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε ότι ήταν αρμόδιος να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια, ήτοι να δώσει εντολή να σφραγιστεί το ως άνω κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε, από την υπ’ αριθμόν 742/18.05.2009 απόφαση του Δημάρχου Λαρισαίων, Κ. Τ., αποδεικνύεται άμεσα και πάραυτα ότι ο κατηγορούμενος ήταν αρμόδιος να ασκεί, μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 80 § 6 εδάφιο 2 του Ν. 3463/2006. Επομένως, ο κατηγορούμενος τέλεσε την επίδικη αξιόποινη πράξη και πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη αυτή, αλλά, περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο πρόσωπο του συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 §2α’ Π.Κ., διότι μέχρι το χρόνο, οπότε τέλεσε την ανωτέρω πράξη του, ο κατηγορούμενος έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως κατ’ εξακολούθηση, για την οποία τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Αντιδήμαρχος, υπάλληλος όντας κατά την έννοια του άρθρου 263 Α του ΠΚ, αφού παρέλειψε να ενεργήσει ανατεθειμένο σε αυτόν καθήκον σφράγισης κατά το νόμο καταστήματος, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 98, 259 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ο σκοπός του κατηγορουμένου υπαλλήλου κατά την άσκηση των ανατεθειμένων υπαλληλικών του καθηκόντων ως Αντιδημάρχου του Δήμου Λάρισας να ωφελήσει ιδιοκτήτη καταστήματος και παράνομα, αφού όπως ώφειλε, κατά το άρθρο 80 παρ.6 του ν. 3463/2006, δεν σφράγισε το χωρίς νόμιμη άδεια λειτουργίας λειτουργούν κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος του Ι. Π. που συνέχισε να λειτουργεί επί αρκετό χρόνο χωρίς άδεια και να προσπορίζεται, όπως είναι αυτονόητο και πρόσφορο, παράνομα οικονομικό όφελος και παρατίθενται στο αιτιολογικό τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει τούτο, ενώ δεν ήταν αναγκαία και η αναφορά άλλων στοιχείων ή η αναφορά του αιτιολογικού σε συγκεκριμένες μαρτυρικές καταθέσεις, όπως του Αστυνομικού Υποδιευθυντή Κ. Π., αφού το δικαστήριο βεβαιώνει στο προοίμιο του ότι συναξιολόγησε και την κατάθεση του ανωτέρω μοναδικού εξετασθέντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μάρτυρος, ενώ δεν ήταν αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό 30/5-12-2014 αίτηση του Κ. Σ. του Β., περί αναιρέσεως της με αριθμό 606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Παράβαση Καθήκοντος Αντιδημάρχου - 259 ΠΚ. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις αιτιολογικού και διατακτικού και γιατί δεν εκτίθεται από πού συνάγεται ο δόλος του κατ/νου.
Παράβαση καθήκοντος
Παράβαση καθήκοντος.
1
Αριθμός 1009/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Σ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 3433/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού" Ο.Α.Ε.Δ., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουλοχέρη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Απριλίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 539/2014. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 19-1-2015 αποδεικτικό επιδόσεως της Κ. Ν., γραμματέως στο ΚΚ Πάτρας, ο αναιρεσείων κρατούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στα χέρια του ιδίου, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 7/10/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 9/4/2014 αίτησή του αναιρέσεως. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος ΟΑΕΔ/ΝΠΔΔ μειωμένη κατά το νόμο (άρθρα 176,183 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 71/9-4-2014 αίτηση του Β. Σ. του Γ. περί αναιρέσεως της με αρ. 3433/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος ΟΑΕΔ που ανέρχονται σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
1
Αριθμός 1008/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 221/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Με κατηγορούμενο τον Π. Φ. του Δ., κάτοικο Μυκόνου, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Τριανταφύλλου και Έλλη Παπαδοπούλου και πολιτικώς ενάγοντες τους 1.K. S. - K. χήρα Π. Π., κάτοικο Μυκόνου, που δεν παρέστη και 2.Α. Π. του Χ., κάτοικο Μυκόνου, που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο της Χριστίνα Χαρατσάρη - Βαληνάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με ημερομηνία 7 Μαρτίου 2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 253/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ.2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει την δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικώς, προκειμένου περί εφέσεως του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4 Ιουνίου 1996 (άρθρο 7 του Νόμου αυτού), "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης υπό του Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με πληρότητα και σαφήνεια οι συγκεκριμένες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλομένη αθωωτική απόφαση. Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να δεχθεί ως παραδεκτή την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, την απορρίψει λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στη σχετική έκθεση και δεν προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, οπότε ιδρύεται ο υπό του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Περαιτέρω με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο, ο Εισαγγελεύς έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της αποφάσεως (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελεύς μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντα του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση ή όχι προς άσκηση εφέσεως κατά της αθωωτικής αποφάσεως. Εξ όλων αυτών παρέπεται ότι η άνω διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τούτο διότι με την απαιτουμένη αιτιολογία της εφέσεως του εισαγγελέως κατά της αθωωτικής αποφάσεως δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του εισαγγελέως, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής αποφάσεως και να ζητήσουν την καταδίκη του αθωωθέντος κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να την ασκήσει ο τελευταίος αυτός (Ολ.ΑΠ 9/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με την με αρ. 147/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου, όπως από αυτή και τα πρακτικά της προκύπτει, ο κατηγορούμενος Π. Φ. κηρύχθηκε αθώος για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια λόγω σοβαρών αμφιβολιών, αν αυτός με το θαλάσσιο σκάφος που οδηγούσε κτύπησε και επέφερε το θάνατο του Π. Π. την ώρα που ψάρευε με ψαροντούφεκο στη βόρια ακτή της νήσου Δήλου. Κατά της άνω αθωωτικής απόφασης ο Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου άσκησε τη με αρ. εκθ. 28/8-4-2013 έφεσή του, με την οποία ζητούσε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη αθωωτική απόφαση και κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, όπως κατά λέξη από αυτή προκύπτει, "επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των δύο (2) ψηφιακών δίσκων που υπάρχουν στην δικογραφία που προέρχονται από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας COSMOTE και περιέχουν το προϊόν της άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Κ. Μ. αναφορικά με την ανήκουσα σε αυτόν σύνδεση κινητής τηλεφωνίας με αριθμό ... δηλαδή οι συγκεκριμένοι 2 ψηφιακοί δίσκοι εμπεριέχουν τις τηλεφωνικές κλήσεις (εισερχόμενες, εξερχόμενες, αναπάντητες) και τα μηνύματα της παραπάνω τηλεφωνικής σύνδεσης που ανήκει στον μάρτυρα Κ. Μ. ιδιοκτήτη και κυβερνήτη του φουσκωτού σκάφους με την ονομασία "..." ... στο οποίο ο τελευταίος επέβαινε μαζί με τον θανόντα Π. Π. και είχαν μεταβεί με το σκάφος αυτό στον τόπο του ατυχήματος στις lF/6/10 όπου και οι δύο καταδύθηκαν για ψάρεμα. Με βάση την υπ’ αριθμ. ΕΜΠ 16/29-06-10 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθμ. 34/5-7-10 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου διατάχθηκε η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του κινητού τηλεφώνου με αριθμό ... του Μ. Κ. προκειμένου να ερευνηθεί με ποια πρόσωπα αυτός ήλθε σε επαφή όταν αντιλήφθηκε ότι ο θανών δεν ανευρίσκεται. Το περιεχόμενο όμως των δύο ψηφιακών δίσκων δεν αποτυπώθηκε από την διενεργηθείσα προανάκριση και δεν αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και περιλαμβανόταν στα αναγνωστέα έγγραφα υπ’ αριθμ. 8 του κλητηρίου θεσπίσματος ούτε το Δικαστήριο εχώρησε στην αναβολή της Δίκης για κρείσσονες αποδείξεις σε σχετικό αίτημα της πολιτικής αγωγής διότι εκτιμάται ότι η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του φίλου του θανόντος Κ. Μ. μπορεί να εισφέρει στοιχεία σχετικά με τον προσδιορισμό της πραγματικής ώρας επέλευσης του θανάτου καθώς επίσης μπορεί να χρησιμεύσει και για τον ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας του δράστη και την εξιχνίαση της αλήθειας καθόσον η πολιτική αγωγή διατείνεται ότι δράστης είναι ο αθωωθείς κατηγορούμενο και κάποιος άλλος μιας και η αποτύπωση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα καταδείξει ποιες ήταν οι άμεσες πρώτες ενέργειες του Κ. Μ. αμέσως μετά την εκ μέρους του διαπίστωση της παρατεταμένης απουσίας του θανόντος φίλου του Π. Π. και θα αποκαλύψει ποια ήταν τα πρόσωπα με τα οποία επικοινώνησε ο Κ. Μ. μετά το γεγονός του θανάσιμου τραυματισμού του Π. Π. και πριν ακόμη ενημερωθεί και επιληφθεί του συμβάντος το Λιμεναρχείο Μυκόνου. Και βέβαια θα αποκαλυφθούν τα στοιχεία των προσώπων που ενδεχομένως κάλεσαν το κινητό τηλέφωνο με αριθμό σύνδεσης ... του Κ. Μ. (εισερχόμενες και αναπάντητες κλήσεις)καθώς και των προσώπων τα οποία κάλεσε τηλεφωνικά ο Κ. Μ. (εξερχόμενες κλήσεις) ιδίως κατά το κρίσιμο ερευνώμενο χρονικά διάστημα και από ώρα 15:00 έως 20:30 περίπου της 16.6.2010.Πάντα ταύτα δεν ερευνήθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενώ τούτο ήτο υποχρεωμένο διότι οι ψηφιακοί δίσκοι είχαν επισυναφθεί στην δικογραφία και ήταν αναγνωστέο έγγραφο υπ’ αριθμ. 8 χωρίς ποτέ αυτό να αναγνωσθεί". To δικάσαν την παραπάνω Εισαγγελική έφεση Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την προσβαλλόμενη με αρ. 221/2013 απόφασή του δεν δέχθηκε τυπικά την άνω έφεση που άσκησε ο Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου κατά της άνω με αριθ. 147/2013 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου και την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας. Από την παραπάνω έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι η έφεση αυτή, όπως διατυπώθηκε, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προβαλλομένου λόγου της, αφού εκτίθεται σ’ αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως ως προς τη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο, και προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα Εφετών, αποδεικτικό πόρισμα. Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία, ούτε ήταν απαραίτητη για το τυπικά παραδεκτό αυτής. Ειδικότερα οι πλημμέλειες ανάγονται στη μη αξιολόγηση από την πρωτόδικη απόφαση, ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου, όπως ήταν οι παραπάνω αναγνωστέοι κατά το κατηγορητήριο και μη αναγνωσθέντες δύο δίσκοι καταγραφής τηλεφωνικών κλήσεων που είχαν γίνει μετά από ειδική παρέμβαση της δικαστικής αρχής, δηλαδή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου και στους οποίους είχαν καταγραφεί συγκεκριμένες κρίσιμες για το ερευνητέο γεγονός τηλεφωνικές κλήσεις ουσιώδη αυτόπτη μάρτυρα αμέσως μετά το θανάσιμο τραυματισμό του ψαροντουφεκά από διερχόμενο σκάφος, όπως και το σκάφος του κατηγορουμένου γνωστού στον άνω μάρτυρα Μ. Κ. Δηλαδή αποδίδει σαφή νομική πλημμέλεια στην απόφαση αυτή. ‘ Άλλη επιπλέον αιτιολογία της εφέσεως δεν ήταν αναγκαία για το ορισμένο του λόγου ασκήσεως εφέσεως από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου. Εσφαλμένα, κατά συνέπεια, το Εφετείο Αιγαίου απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως ειδικής εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την έφεση αυτή του Εισαγγελέα, υπερβαίνοντας έτσι αρνητικά την εξουσία του αφού είχε υποχρέωση να την ερευνήσει. Για το λόγο αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την με αρ. εκθ. 7/7-3-2014 αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί τη με αρ. 221/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, με κατηγορούμενο τον Π. Φ.. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση της Εισαγγελικής εφέσεως στο ίδιο δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2015. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται αναίρεση Εισαγγελέα ΑΠ, κατά απόφασης Εφετείου που απέρριψεν εσφαλμένα ως αναιτιολόγητη έφεση εισαγγελέα εφετών κατά πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, λόγω αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Αναιρεί - Παραπέμπει.
Αναιρέσεως παραδοχή
Αναιρέσεως παραδοχή.
0
Αριθμός 1013/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Τ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανδρέου, και συγκατηγορούμενους τους: 1. Α. Τ. του Χ. και 2. Π. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 58/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Κ. του Δ., κάτοικο ... που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 350/2015 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας όταν επιφέρει μείωση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 45 του ΠΚ, περί συναυτουργίας, με τον όρο "από κοινού" νοείται η αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της αξιοποίνου πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και να εξειδικεύονται οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για πολύπρακτο έγκλημα ή τέτοιο εν στενή εννοία, οπότε η τοιαύτη αναφορά είναι επιβεβλημένη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 58/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε σε δεύτερο βαθμό ένοχος άπατης κατά συναυτουργία, σε βαθμό πλημμελήματος και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο ετών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα , κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά ακριβή μεταφορά τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα, από τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά απ’ όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης του άρθ. 386 ΠΚ , απαιτείται παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων δηλαδή πραγματικών περιστατικών παρόντων ή παρελθόντων και όχι επομένως νομικών κρίσεων α) ο σκοπός αποκομίσεως παράνομου περιουσιακού οφέλους, β) η εξαπάτηση κάποιου άλλου, ο οποίος πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που πραγματοποιείται με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθών γεγονότων, γ) η περιουσιακή ζημία του απατηθέντος ή άλλου τρίτου προσώπου και τέλος δ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τη απατηλής συμπεριφοράς και της επελθούσης περιουσιακής βλάβης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία (μαρτυρικές καταθέσεις κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα δικογραφίας και όσα προσκομίσθηκαν εκ μέρους της πληρεξούσιας δικηγόρου και τις απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων) η Μ. Κ., το έτος 2007 ενδιαφερόμενη να αγοράσει οικόπεδο στην ... με σκοπό να ανοικοδομήσει οικία απευθύνθηκε στο δεύτερο κατηγορούμενο που ασκεί το επάγγελμα του μεσίτη επί χρόνια στον τόπο διαμονής του (στην ...) και αυτός της υπέδειξε ένα οικόπεδο που ήταν εξ αδιαιρέτου και είχε ήδη άδεια οικοδομής για την αγορά του οποίου κατέβαλε το ποσόν των 60.000 ευρώ για το οικόπεδο και το ποσόν των 30.000 ευρώ για την άδεια οικοδομής. Το οικόπεδο αυτό ήταν ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου (εξαδέλφου του δεύτερου κατηγορουμένου), και είχε δασικό χαρακτήρα γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στον ευρύτερο χώρο της ...ς όπου ήταν και δημότες όλοι οι κατηγορούμενοι αφού από το έτος 2005 είχε ανακοινωθεί ο δασικός του χαρακτήρας στο Δήμο .... Ο ισχυρισμός τους ότι δεν γνώριζαν το χαρακτηρισμό της έκτασης ως δασικής κρίνεται μη πιστευτός καθόσον ήταν ντόπιοι, ασχολούνταν με αγοραπωλησίες και άδειες αλλά και πέραν τούτου η περιοχή αυτή (...) ήταν γνωστό στην τοπική κοινωνία ότι είχε δασικό χαρακτήρα και ως εκ του επαγγέλματος των δεύτερου και τρίτου εξ αυτών και της συναλλακτικής εμπειρίας του πρώτου εξ αυτών καθόσον είχε προβεί σε κατατμήσεις και μεταβιβάσεις με τις αντίστοιχες άδειες ανοικοδόμησης. Επ’ αυτού του οικοπέδου, όπως και σε πολλά άλλα στην ευρύτερη περιοχή ο τρίτος κατηγορούμενος που ήταν πρώην υπάλληλος της Πολεοδομίας εξέδωσε παρατύπως πλαστή άδεια οικοδόμησης γεγονός το οποίο γνώριζαν οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι γνώση που προκύπτει ευχερώς από το χαρακτηρισμό του ακινήτου (δασικό) αλλά και από τη μορφή του αφού εντός αυτού υπήρχαν πεύκα και δασώδη βλάστηση. Επίσης οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι παρότι γνώριζαν ότι η ως άνω έκταση ήταν δασική και δεν υπήρχε δυνατότητα έκδοσης νόμιμα άδειας οικοδομήσεως κατά τη διαπραγμάτευση και μεταβίβαση στη Μ. Κ. αν και είχαν νομική και ηθική υποχρέωση να την ενημερώσουν τόσο για το χαρακτήρα του ακινήτου όσο και για την πλαστή άδεια οικοδομήσεως εντούτοις παρέλειψαν να της τα γνωστοποιήσουν με σκοπό να γίνει η μεταβίβαση, να περιποιήσουν στον εαυτό τους ίδιο παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 90.000 ευρώ, ήτοι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και εξαιτίας της απατηλής συμπεριφοράς τους να πλανηθεί η αγοράστρια και να προβεί στην αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου. Η απάτη των κατηγορουμένων συνίσταται λοιπόν στην εξαπάτηση της Μ. Κ. με την ως άνω παράλειψη για το χαρακτηρισμό του ακινήτου, τη μη δυνατότητα ανέγερσης εντός αυτού οικοδομήματος και την πώληση σ’ αυτήν πλαστής άδειας οικοδομής που είχε εκδώσει παράτυπα ο τρίτος κατηγορούμενος, επήλθε, δε, με τις ενέργειες απάντων των κατηγορουμένων που είχαν νομική και ηθική υποχρέωση να ενημερώσουν την αγοράστρια. Οι τρεις κατηγορούμενοι τέλεσαν το αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται αφού ο πρώτος εξ αυτών ως ιδιοκτήτης μείζονας έκτασης που ήταν δασική και την κατέτμησε σε μικρότερα οικόπεδα τα οποία, με τη διαμεσολάβηση του δεύτερου, ως μεσίτη και σε συνεννόηση με τον τρίτο κατηγορούμενο που εξέδιδε πλαστές άδειες οικοδόμησης, προέβαινε στην περαιτέρω διάθεση των κατατμημένων οικοπέδων σε αγοραστές και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Μ. Κ. από δε αυτήν την απατηλή συμπεριφορά τους την έπεισαν να αγοράσει το συγκεκριμένο οικόπεδο προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 90.000 ευρώ ήτοι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Τα παραπάνω προκύπτουν με σαφήνεια και από την κατάθεση της μάρτυρα Μ. Κ. που καταθέτει ότι: "Το γνώριζαν και ο κ. Τ. και ο κ. Τ. από το 2005 ότι το οικόπεδο ήταν δασικό από τον κ. Χ., όταν θέλησαν να πουλήσουν τα διπλανά, κι όμως μας εξαπάτησαν", από την απολογία του τρίτου κατηγορουμένου που ομολογεί ότι λόγω οικονομικών δυσκολιών του έβγαλε πλαστές άδειες και από την απολογία του δεύτερου κατηγορούμενου ότι "απευθύνθηκε στον τρίτο κατηγορούμενο για να βγάλει γρήγορα και φτηνά την άδεια", ο χρόνος έκδοσης της οποίας όπως είναι γνωστό τοις πάσι και πολύ περισσότερο στον ίδιο που είχε προβεί σε αιτήσεις για έκδοση και άλλων αδειών εξαρτάται από την υπηρεσία της Πολεοδομίας (φόρτο εργασίας κ.λ.π.) και όχι από την πρωτοβουλία του εκάστοτε μηχανικού. Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθούν ένοχοι κατά συναυτουργία του αδικήματος της απάτης με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη (αρ.26 παρ. Γ, 27,386 παρ. 1β-α ΠΚ)". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως απάτης κατά συναυτουργία, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 386 παρ.1α,β του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται η γνώση του κατηγορουμένου μεσίτη περί του δασικού χαρακτήρα του οικοπέδου του συγκατηγορούμενου του, που πώλησε στην πολιτικώς ενάγουσα με υπόδειξη του, η γνώση όλων των συγκατηγορουμένων, που ενήργησαν από κοινού, για μη ύπαρξη δυνατότητας έκδοσης οικοδομικής άδειας και περί της πλαστότητας της εκδοθείσας γι’ αυτό το συγκεκριμένο δασικό οικόπεδο οικοδομικής άδειας, πράγμα που οι συγκατηγορούμενοι απέκρυψαν από την αγοράστρια και δόλια την παραπλάνησαν, με σκοπό να γίνει η μεταβίβαση του οικοπέδου και να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, ύψους 90.000 ευρώ, και δη 60.000 ευρώ που κατέβαλε η αγοράστρια για τίμημα και 30.000 ευρώ που κατέβαλε στους τρεις συγκατηγορουμένους για έκδοση της πλαστής άδειας οικοδομής, ποσό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και παρατίθενται στο αιτιολογικό τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει τούτο, ενώ δεν ήταν αναγκαία και η αναφορά άλλων στοιχείων ή η αναφορά του αιτιολογικού σε συγκεκριμένες μαρτυρικές καταθέσεις, ούτε ήταν αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ (κατ’ εκτίμηση)του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 1/23-3-2015 αίτηση του Δ. Τ. του Γ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 58/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Εύβοιας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη.Απάτη κατά συναυτουργία - 386 παρ.1 ΠΚ. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις αιτιολογικού και διατακτικού και γιατί δεν εκτίθεται από πού συνάγεται ο δόλος του κατ/νου.
Απάτη
Απάτη.
1
Αριθμός 982/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Φ. του Σ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2480/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουνίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 542/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, με αριθμό 104/29-6-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 51/2014 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Φ. του Σ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, κατά της υπ' αριθμ. 2480/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 463 του ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνες των άρθρων 476 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα και 20 του Συντάγματος, συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου, ήτοι και αυτό της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει και κατά το χρόνο της συζήτησής της. Συνεπώς, αν μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως εκλείψει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της αποφάσεως, τότε η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται [ΑΠ 1006/2008 (σε Συμβούλιο)_ΑΠ 427/006 (σε Συμβούλιο)]. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 899/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για διακεκριμένη πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και διακεκριμένη απάτη σε βάρος τράπεζας, το όφελος δε που αυτός επιδίωξε και πέτυχε και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, του επιβλήθηκε δε συνολική ποινή κάθειρξης δεκαοκτώ (18) ετών. Η κατά της αποφάσεως αυτής έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, με την υπ' αριθμ. 480/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της τελευταίας δε απορριπτικής της εφέσεως αποφάσεως ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η κρισιολογούμενη αίτηση αναιρέσεως. Μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε, επί αιτήσεως του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας (άρθ. 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο σε συνδ. 341 ΚΠΔ), η υπ' αριθμ. 2621/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2480/2013 απόφασή του και διατάχθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως σε απώτερη δικάσιμο στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο τελικά, με την υπ' αριθμ. 334/2015 απόφασή του, αφού δέχθηκε τυπικά την με αριθμό 233/2011 έφεσή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε κάθειρξη δέκα (10) ετών, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση σε βάρος τράπεζας, ποσού άνω των 150.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, λοιπόν, όσων προεκτέθηκαν, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον για την έρευνα κατ' ουσίαν της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως και συνακόλουθα, η τελευταία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο ίδιος στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας (άρθρα 476 παρ. 1 - 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 51/2014 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Φ. του Σ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, κατά της υπ' αριθμ. 2480/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Και Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε, όμως, περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει και κατά το χρόνο της συζητήσεώς του. Αν, συνεπώς, μετά την άσκηση και πριν τη συζήτησή του, το έννομο συμφέρον του δικαιουμένου εκλείψει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 899/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, για διακεκριμένη πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, και διακεκριμένη απάτη σε βάρος Τράπεζας, το όφελος δε που αυτός επιδίωξε και πέτυχε και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, του επιβλήθηκε δε συνολική ποινή κάθειρξης δεκαοκτώ (18) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την υπ' αριθμ. 233/21-2-2011 έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, με την υπ' αριθμ. 2480/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της τελευταίας δε απορριπτικής της εφέσεως αποφάσεως, ο αναιρεσείων άσκησε νομίμως και εμπροθέσμως την κρινόμενη υπ' αριθμ. 51/24-6-2014 αίτηση αναιρέσεως. Μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε, επί αιτήσεως του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας (άρθ. 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο σε συνδ. 341 ΚΠΔ), η υπ' αριθμ. 2621/16-7-2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2480/2013 απόφαση του και διατάχθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως σε απώτερη δικάσιμο στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο τελικά, με την υπ' αριθμ. 334/2015 απόφασή του, αφού δέχθηκε τυπικά την με αριθμό 233/2011 έφεσή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε κάθειρξη δέκα (10) ετών, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση σε βάρος τράπεζας, ποσού άνω των 150.000 ευρώ, ενώ τον αθώωσε για την πράξη της απάτης σε βάρος Τράπεζας, ποσού άνω των 150.000 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, η ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης είναι χωρίς αντικείμενο πλέον, αφού η κατ' αυτής απόφαση δεν υπάρχει ήδη και συνεπώς, δεν δικαιολογείται πλέον έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος προς έρευνα της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη , μετά και την γενομένη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του, όπως τούτο προκύπτει από την επί του φακέλου σχετική σημείωση του αρμόδιου Γραμματέως, και τούτο ανεξάρτητα από την ερημοδικία του, αφού προηγείται το νομότυπο άσκησης αυτής, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 Κ.Π.Δ. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Ιουνίου 2014 αίτηση, του Ε. Φ. του Σ., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2480/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Έννομο συμφέρον για την άσκηση ενδίκου μέσου. Χωρίς αντικείμενο η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη όταν το ίδιο δικαστήριο με μεταγενέστερη απόφασή του έχει ήδη ακυρώσει την προσβαλλόμενη. (Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη).
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 949/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Αρτεμισία Παναγιώτου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Φ. Γ. του Δ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Πυλιώτη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.242/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1)Π. Κ. του Ν., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζήση Κωνσταντίνου, 2)Ε. Γ. του Κ. και 3)Τ. Κ., κάτοικοι ..., που δεν παρέστησαν. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 956/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 1-2, 476 παρ. 1, 484, 509 παρ. 1-2, 510 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι, για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ή βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση άσκησης της να περιέχονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι αναίρεσης. Διαφορετικά, αν δεν περιέχει έναν τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης από όσους αναφέρονται περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν αρκεί η απλή επανάληψη του κειμένου της διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναίρεσης, χωρίς παράθεση των περιστατικών που θεμελιώνουν την προβαλλόμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της επικαλούμενης νομικής πλημμέλειας. Ούτε επιτρέπεται η συμπλήρωση αόριστου λόγου αναίρεσης με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με άσκηση προσθέτουν λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν άσκηση παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτείται α) αν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ή το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει καμία αιτιολογία, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο ή τα κεφάλαια που πλήττει η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία που δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, (απαιτείται) να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι συνίσταται η προβαλλόμενη έλλειψη, ασάφεια ή αντίφαση αιτιολογίας ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο ή τα κεφάλαια της απόφασης ή του βουλεύματος που πλήττονται ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Όλ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, Φ. Γ. του Δ., σημειοφόρος του Λιμενικού Σώματος, ζητεί την αναίρεση της απόφασης 242/2013 του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία αυτός κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για την πράξη της ανθρωποκτονίας μη οικείου από αμέλεια, προβάλλοντας την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, στον σχετικό λόγο αναίρεσης περιέχονται, κατά λέξη, τα εξής : "Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει (α) ειδική και ανεπτυγμένη αιτιολογία, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 93 του ισχύοντος Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και 139 του ΚΠΔ, (β) δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, (γ) δεν περιέχει τις αποδείξεις, στις οποίες στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς λόγους, οι οποίοι δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην ως άνω ποινική διάταξη. Οι ελλείψεις αυτές δεν επιτρέπουν τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του Νόμου και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 242/2013 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Α’ Τμήμα), σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1, στοιχείο Δ’ ΚΠΔ.". Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων επικαλείται πλημμελή αιτιολογία (και όχι πλήρη έλλειψη αιτιολογίας) της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, αρκούμενος αποκλειστικά σε γενικές νομικές διατυπώσεις ως προς τις προβαλλόμενες ελλείψεις και χωρίς α) να παραθέτει την αιτιολογία που υπάρχει στην απόφαση, β) να προσδιορίζει σε τι συνίστανται οι νομικές πλημμέλειες (ελλείψεις, ασάφειες ή αντιφάσεις) της αιτιολογίας αυτής, γ) να αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τις νομικές αιτιάσεις του και δ) να προσδιορίζει τα αποδεικτικά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας κατά τη διαμόρφωση της καταδικαστικής κρίσης του. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, στο άρθρο 105 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, ορίζεται ότι "όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη καν δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) οριζόταν ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση του άρθρου 105 ΚΠΔ με τον ν. 2408/1996 επιδιώχτηκε, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του, να τερματισθεί το καθεστώς της παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανάκρισης, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του, με συνήγορο πριν από την εξέταση του ως "μάρτυρα", γεγονός που υποθάλπει κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έτσι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού είναι πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη, για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η "μαρτυροποίησή" του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα. Ενώ στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η, κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου, εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, με εφαρμογή κατά τα λοιπά του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ. Η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠΔ δεν απάγγελλε ακυρότητα της, κατά παράβαση αυτής, ανάγνωσης και αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, εφόσον μετά την λήψη τους κατά το ανακριτικό στάδιο προέκυπταν ενδείξεις ενοχής για την ίδια πράξη σε βάρος του προσώπου που είχε καταθέσει ήδη ως μάρτυρας. Όμως, η λήψη υπόψη και αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο των μαρτυρικών καταθέσεων, που δόθηκαν πριν αυτός που εξετάστηκε αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, επειδή αφορούσε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που απορρέει από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ.), κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα, μεταξύ των άλλων, και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το ίδιο δε αποτέλεσμα, με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επιφέρει και η αποδεικτική αξιοποίηση, χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου, όσων επιβαρυντικών για τον εαυτό του είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο πριν προσλάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου (Όλ.ΑΠ 1/2004). Όμως, με το άρθρο 2 του ν. 3160/2003 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ και ορίστηκε ότι : "Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα παραπάνω δικαιώματα του. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέταση του". Από την τελευταία διάταξη αυτή προκύπτει ότι μετά τη θέσπιση του ν. 3160/2003 είναι επιτρεπτό να λαμβάνεται υπόψη και να αξιοποιείται αποδεικτικά κατάθεση που έδωσε ο εγκαλούμενος για τέλεση αξιόποινης πράξης κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης και πριν ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, δηλαδή πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον πρόκειται για ανώμοτη (και όχι ένορκη) κατάθεση και ο εγκαλούμενος δεν στερήθηκε τα προβλεπόμενα δικαιώματα του, και ιδίως το δικαίωμά του να παρασταθεί με συνήγορο. Δεν επέρχεται, όμως, παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου από την αποδεικτική αξιοποίηση όσων ο ίδιος με τη θέληση του αποκάλυψε κατά την προδικασία σε τρίτους με άλλον τρόπο, και όχι με την εξέταση του, οι οποίοι (τρίτοι) δεν εμποδίζονται να αναφέρουν ο,τιδήποτε πληροφορήθηκαν από αυτόν στις μαρτυρικές καταθέσεις τους, η αποδεικτική αξιοποίηση των οποίων είναι σύννομη και δεν προκαλεί καμία ακυρότητα. Επίσης δεν παραβιάζεται η προαναφερόμενη αρχή, όταν το δικαστήριο, με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης του άρθρου 177 ΚΠΔ, λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του το περιεχόμενο προφορικής συνομιλίας του κατηγορουμένου με τρίτους πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, η οποία (συνομιλία) δεν έγινε κατά τη διενέργεια ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του και έχει καταγραφεί νόμιμα σε υλικό φορέα. Στην προκείμενη περίπτωση, νόμιμα λήφθηκαν υπόψη και αγιοποιήθηκαν αποδεικτικά από το δικαστήριο της ουσίας τρεις (3) απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του αναιρεσείοντος με τους επιτελείς του Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ/Λ.Σ.) και το Κέντρο Επιχειρήσεων (ΚΕΠΙΧ/Λ.Σ.), οι οποίες έγιναν λίγα λεπτά της ώρας μετά το ένδικο συμβάν στις 3-7-2010, δηλαδή τη σύγκρουση του πλωτού λιμενικού σκάφους (ΠΛΣ) 186, κυβερνήτης του οποίου ήταν ο αναιρεσείων, με τη μηχανοκίνητη λέμβο, χειριστής της οποίας ήταν ο θανών Α. Κ., κατά τη διάρκεια της επιχείρησης έρευνας και διάσωσης του τελευταίου. Το περιεχόμενο των τηλεφωνικών αυτών συνομιλιών του αναιρεσείοντος, οι οποίες επισυνάφθηκαν στην από 11-4-2011 έκθεση σχετικά με τα αίτια και τις συνθήκες του συγκεκριμένου περιστατικού, για την ανάγνωση μάλιστα της οποίας δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από τον ίδιο ή τον συνήγορο του, δεν ταυτίζεται ούτε εξομοιώνεται με κατάθεση υπόπτου σε ποινική ή πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση πριν αποδοθεί σ’ αυτόν κατηγορία και αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, κατά το άρθρο 72 ΚΠΔ. Επομένως, η αποδεικτική αξιοποίηση των συνομιλιών αυτών από το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση της καταδικαστικής κρίσης του δεν αντιβαίνει στις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠΔ, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, δεν προκαλεί καμία ακυρότητα και δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ή Ε’ ΚΠΔ. Συνακολούθως, ο σχετικός, δεύτερος (και τελευταίος) λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. Ι ΚΠΔ). Επίσης πρέπει να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της πολιτικώς ενάγουσας, Π. Κ., κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, σημειώνεται ότι οι πολιτικώς ενάγουσες, Ε. Γ. και Τ. Κ. (που είχαν παραστεί και αυτές για υποστήριξη της κατηγορίας στο δικαστήριο της ουσίας), δεν παραστάθηκαν κατά την αναιρετική δίκη, παρότι κλήθηκαν νόμιμα γι’ αυτό, όπως προκύπτει από τα από 6-11-2014 δύο αποδεικτικά επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Μυτιλήνης, Μ. Χ., που υπάρχουν στη δικογραφία. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-9-2014 αίτηση του Φ. Γ. του Δ. για αναίρεση της απόφασης 242/2013 του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Και Υποχρεώνει τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στην πολιτικώς ενάγουσα, Π. Κ. του Ν., το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου καταδικαστικής για ανθρωποκτονία μη οικείου από αμέλεια. Απαράδεκτος λόγω αοριστίας ο λόγος αναίρεσης για πλημμελή αιτιολογία (και όχι για πλήρη έλλειψη αιτιολογίας) της προσβαλλόμενης απόφασης. Τι πρέπει να περιέχει ο λόγος αυτός, για να είναι ορισμένος. Δεν παραβιάστηκε η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου και δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της ακροατήριακής διαδικασίας, επειδή λήφθηκε υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνομιλίας του κατηγορουμένου με υπηρεσιακά όργανα του Λιμενικού Σώματος αμέσως μετά το συμβάν κατά τη διενέργεια διάσωσης του θύματος. Η σχετική συνομιλία δεν ταυτίζεται, ούτε εξομοιώνεται με ανώμοτη κατάθεση υπόπτου σε ποινική ή πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 911/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, και Δήμητρα Κοκοτίνη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 24η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Μ. Α.Ε.Γενικού Εμπορίου" που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νομίμως, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βερβεσού και κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Δ. Κ. του Α., έως και 20. Γ. Τ., απάντων κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Χάρη Βεργούλη και κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-10-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7188/2013 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 2311/2014 Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε η ήδη αναιρεσείουσα με την από 9-12-2014 αίτησή της και τους από 9-2-2015 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 13-3-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται να απορριφθούν οι τρίτος, τέταρτος πέμπτος του κυρίου δικογράφου και ο πρόσθετος λόγοι της από 9-12-2014 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 254/9-12-2014 αίτησης της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Μ. Α.Ε.Γενικού Εμπορίου" κατά των Δ. Κ. κλπ περί αναιρέσεως της 2311/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων επ' αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 2518/1997, ως επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η επιτήρηση ή η φύλαξη κινητών και ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων. Ως προσωπικό ασφαλείας νοείται το προσωπικό, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις ως άνω δραστηριότητες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 του αυτού νόμου, επιχειρήσεις, που ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες, απαιτείται να κατέχουν ειδική προς τούτο άδεια λειτουργίας, η οποία εκδίδεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι αναφερόμενες προϋποθέσεις. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 3 του ανωτέρω νόμου, το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας, η οποία εκδίδεται από την Αστυνομική Διεύθυνση του νομού ή τη Διεύθυνση Ασφάλειας του τόπου κατοικίας του, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 1 αυτού. Η άδεια εργασίας, όπως και η άδεια λειτουργίας των ως άνω επιχειρήσεων (άρθρ. 2 παρ. 3 του ίδιου νόμου), είναι προσωπικές, ισχύουν για πέντε χρόνια και ανανεώνονται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αρχικών χορηγήσεων. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας εργασίας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Ακολούθως, με την υπ' αριθ. 1016/109/149-α/2009 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β' 1967/2009) καθορίσθηκαν τα δικαιολογητικά και η διαδικασία εκδόσεως της άδειας εργασίας του προσωπικού ασφαλείας. Για τη χορήγηση της τελευταίας άδειας (άρθρ. 3 παρ. 1 του ν.2518/1997) ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στο Τμήμα Ασφαλείας και όπου δεν υπάρχει, στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του τα αναφερόμενα λεπτομερώς δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων, εκτός από την αίτηση, περιλαμβάνονται: α) επικυρωμένο φωτοαντίγραφο εγγράφου με το οποίο να αποδεικνύονται τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος, ειδικότερα δε για τους Έλληνες πολίτες τα στοιχεία ταυτότητας να αποδεικνύονται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριο ή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων. β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, με την οποία δηλώνεται από τον ενδιαφερόμενο ότι: ι. δεν στερείται των προϋποθέσεων που αναφέρονται στις περ. στ', η' και θ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997, ιι. δεν κρατείται προσωρινά, ιιι. δεν έχει καταδικασθεί έστω και με οριστική απόφαση ούτε έχει παραπεμφθεί αμετάκλητα σε δίκη για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997, ιv. δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα του άρθρου 8 του ν. 2518/1997 και για κάθε έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο. γ) Πιστοποιητικό ψυχιάτρου σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3418/2005 από το οποίο να προκύπτει, ότι δεν πάσχει από οποιασδήποτε μορφής ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών. Επί πλέον η Υπηρεσία παραλαβής των ανωτέρω δικαιολογητικών αναζητά αυτεπαγγέλτως για τον αιτούντα αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης και πιστοποιητικό Πρωτοδικείου ότι δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση. Τα εν λόγω δικαιολογητικά μετά τον έλεγχό τους από τις δεχόμενες αυτά Υπηρεσίες υποβάλλονται στην προϊσταμένη τους Αστυνομική Διεύθυνση ή στη Διεύθυνση Ασφαλείας, κατά περίπτωση, ο δε Διευθυντής αυτών των Υπηρεσιών ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του ν. 2518/1997 και ακολούθως εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση της αιτουμένης άδειας ή την απόρριψη της αιτήσεως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. γ', στ', ζ' και 2 του ν. 2518/1997 το προσωπικό ασφαλείας οφείλει να χρησιμοποιεί την προβλεπόμενη στολή, εφόσον γίνεται χρήση στολής, να μην θίγει, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών και να μην χρησιμοποιεί μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Τα ανωτέρω έχουν, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του ίδιου ως άνω ν. 2518/1997, εφαρμογή και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η άδεια εργασίας του προσωπικού ασφαλείας εντάσσεται στον προληπτικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού από τις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές και ανάγεται στην εύρυθμη ανάθεση και εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών, που άπτονται των προστατευομένων συνταγματικά δικαιωμάτων της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης μετακινήσεως και δεν μπορούν να εκτελούνται κατ' απόκλιση από τις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων του ως άνω νόμου χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των αρμοδίων κατά τόπο αστυνομικών Αρχών. Το προσωπικό ασφαλείας υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των εν λόγω Αρχών και να παρέχει σ' αυτές τη συνδρομή του, εφόσον του ζητηθεί, σε περίπτωση εκδηλώσεως εγκληματικής ενέργειας, ενόψει και του ότι η άσκηση των προβλεπομένων δραστηριοτήτων των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής ασφαλείας, δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατικών Αρχών στους τομείς αυτούς (άρθρ. 1 παρ. 4 και 7 του ν. 2518/1997). Έτσι, η καταρτιζόμενη με τον εργοδότη, σύμβαση εργασίας, χωρίς ο μισθωτός, στον οποίον ανατίθεται η προαναφερόμενη δραστηριότητα του άρθρου 1 του ν. 2518/1997, να έχει εφοδιασθεί με την απαιτούμενη κατά το νόμο ως άνω άδεια εργασίας, είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 Α.Κ., διότι αντίκειται στις ανωτέρω απαγορευτικές διατάξεις, που αφορούν τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1320/2008). Εξ άλλου σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του μισθωτού ή καταγγέλοντας την σύμβαση, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου, στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας, ούτε στην συνέχιση της σχέσεως εργασίας, αφού αυτή, μη αναγνωριζόμενη από τον νόμο, δεν μπορεί να εξακολουθήσει χωρίς την θέλησή του (ΑΠ 131/2015, 24/2014, 622/1991). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (oλ.ΑΠ 36/1988, oλ.ΑΠ 7/2006, oλ.ΑΠ 2/2013). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου αρχικά, οι οποίες στη συνέχεια μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, που κατήρτισαν δια των νομίμων εκπροσώπων τους με τους ενάγοντες, η μεν αρχική δικαιοπάροχος της εναγομένης, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "CΟΝΤΙΝΕΝΤ ΗELLAS Α.Ε." προσέλαβε τους 1ο, 12ο, 15ο, 16ο, 18ο και 19ο από τους ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητους), στις 1.4.1994, 29.1.1996, 16.1.1996, 11.11.1997, 11.8.2000 και 4.11.1992, αντίστοιχα, η δε μετέπειτα δικαιοπάροχός της, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΚΑΡΦΟΥΡ Μ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "CARREFOUR Μ. Α.Ε.", προσέλαβε τους λοιπούς ενάγοντες, δηλαδή τους 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 13ο, 14ο, 17ο και 20ο , στις 12.7.2007, 20.9.2004, 6.6.2001, 4.2.2008, 18.8.2008, 13.4.2000, 3.4.2006, 7.8.2004, 1.4.2000, 10.4.2007, 13.12.2000, 7.7. 2004, 4.7.2005 και 15.7.2004, αντίστοιχα, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, με την ειδικότητα του υπαλλήλου ασφαλείας, στο τμήμα ασφάλειας των υποκαταστημάτων τους. Σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων οι ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους από την πρόσληψή τους στα διάφορα υποκαταστήματα των δικαιοπαρόχων της και στη συνέχεια και της ίδιας της εναγομένης, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκτώ ώρες την ημέρα και ειδικότερα από τη Δευτέρα μέχρι και την Κυριακή, με δύο όμως ημέρες ανάπαυσης κάθε εβδομάδα, σε τρεις κυλιόμενες οκτάωρες βάρδιες (από 06.00 έως 14.00 η πρώτη, από 14.00 έως 22.00 η δεύτερη και από 22.00 έως 06.00 της επομένης η τρίτη), σύμφωνα με το πρόγραμμα της εναγομένης. Oι ενάγοντες εκτελούσαν, πάντοτε υπό τις εντολές και τις οδηγίες της εναγομένης, τα "καθαρά" καθήκοντα φύλαξης, όπως οι "περιπολίες" στο κατάστημα, το άνοιγμα και το κλείσιμο του καταστήματος (με τους κωδικούς και τις μαγνητικές κάρτες πρόσβασης που τους είχαν χορηγηθεί), ο χειρισμός του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του καταστήματος, ο έλεγχος της καταμέτρησης των χρηματαποστολών, η πυρασφάλεια, το "scanning" των εμπορευμάτων και η τοποθέτηση αντικλεπτικών συστημάτων σ' αυτά ... Θα πρέπει, να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω καθήκοντά τους οι ενάγοντες τα εκτελούσαν χωρίς να φέρουν κανενός είδους οπλισμό και εξάρτυση, ενώ δεν διέθεταν άδεια εργασίας σύμφωνα με το ν. 2518/1997, που είναι απαραίτητη για το προσωπικό των εταιριών παροχής υπηρεσιών φύλαξης, ούτε βέβαια και τη σχετική επαγγελματική κατάρτιση". Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι "... όσον αφορά στο κρίσιμο ζήτημα της εγκυρότητας των μεταξύ της εναγομένης και των εναγόντων συμβάσεων, η ειδική αυτή άδεια δεν είναι απαραίτητη για την απασχόληση των εναγόντων στην εναγομένη, αφού αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας, οπότε και μόνον θα έπρεπε το προσωπικό της να διαθέτει τέτοια άδεια, πέραν βέβαια του ότι οι ενάγοντες δεν παρείχαν σ' αυτήν μόνον υπηρεσίες φύλαξης". Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε ως αβάσιμο τον τρίτο λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας, με τον οποίο εκφραζόταν κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης το παράπονο ότι παρά το νόμο απέρριψε τον ισχυρισμό της περί ακυρότητας των συμβάσεων των εναγόντων, επειδή δεν ήταν εφοδιασμένοι με την ειδική άδεια του ν. 2518/1997 και, αφού εν τω μεταξύ απέρριψε και τους λοιπούς λόγους εφέσεως, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει, κατά την κυρία βάση της, η αγωγή των λοιπών, εκτός των πρώτου (1ου), δωδέκατου (12ου) και δέκατου ένατου (19ου) των αναιρεσιβλήτων, είχε αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους από την αναιρεσείουσα, είχαν επιδικασθεί σ' αυτούς αποδοχές υπερημερίας για το αναφερόμενο σ' αυτή διάστημα και είχε αναγνωριστεί ότι οφείλονται τέτοιες (αποδοχές υπερημερίας) για το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα και είχε υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα, με απειλή χρηματικής ποινής τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής της, να αποδέχεται την εργασία των αναιρεσιβλήτων αυτών. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων του ν. 2518/1997, της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας ως άνω υπ' αριθ. 1016/109/149-α/2009 Απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και των άρθρων 3, 174 και 180 του ΑΚ, αφού, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων, λόγω ελλείψεως της σχετικής άδειας, που επιβάλουν οι προαναφερόμενες διατάξεις σε όσους ασχολούνται με καθήκοντα φύλαξης, προσώπων ή πραγμάτων, όπως οι αναιρεσίβλητοι εν προκειμένω, ανεξάρτητα αν αυτοί προσέφεραν και πρόσθετες εργασίες για τις οποίες δεν απαιτείτο η σχετική άδεια, είναι άκυρες, συνεπεία δε της ακυρότητας αυτής δεν είχε υποχρέωση η αναιρεσείουσα ως εργοδότρια να διατηρεί τους αναιρεσίβλητους στην εργασία της ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, καταγγέλλοντας δε την σχέση εργασίας τους, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως και μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες τους, δεν κατέστη υπερήμερη και δεν υποχρεούτο, ως εκ τούτου, στην καταβολή αποδοχών υπερημερία. Επομένως, ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, όσον αφορά τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Στην ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) εξέθεταν, ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθησαν, ορισμένοι από την αναφερόμενη στην αγωγή αρχική δικαιοπάροχο της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Α.Ε. Γενικού Εμπορίου" και το διακριτικό τίτλο "Μ. Α.Ε." (που διατηρεί και εκμεταλλεύεται, όπως και οι δικαιοπάροχοι της, γνωστή αλυσίδα "σούπερ - μάρκετ") και ορισμένοι από τη μετέπειτα δικαιοπάροχο της, προκειμένου να απασχοληθούν στα υποκαταστήματα των παραπάνω εταιριών ως υπάλληλοι ασφαλείας, με τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή καθήκοντα. Ότι σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων οι ίδιοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα υποκαταστήματα των δικαιοπαρόχων της εναγομένης αρχικά και της ίδιας της εναγομένης στη συνέχεια μέχρι τις 28.8.2012, οπότε η εναγομένη τους ανακοίνωσε ότι μεταβίβασε τις υπηρεσίες φύλαξης στην αναφερόμενη στην αγωγή εταιρία φύλαξης και γι' αυτό θα έπαυε να αποδέχεται από την 1.9.2012 τις υπηρεσίες τους. Ότι οι ενάγοντες με την από 29.8.2012 εξώδικη δήλωση, που επέδωσαν στην εναγομένη, της δήλωσαν ότι αποκρούουν αυτή τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και εμμένουν στις αρχικές τους συμβάσεις, υπό τους όρους των οποίων θα εξακολουθούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Ότι η εναγομένη την 31.8.2012 τους απάντησε ότι εμμένει στη θέση της και τους ζήτησε να της παραδώσουν τα κλειδιά και τις μαγνητικές κάρτες πρόσβασης στους χώρους των καταστημάτων, στα οποία προσέφεραν την εργασία τους και από 1.9.2012 αρνήθηκε να δεχθεί τις υπηρεσίες τους, καταγγέλλοντας έτσι άτυπα και χωρίς να τους καταβάλει αποζημίωση τις συμβάσεις τους. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν, λόγω της ακυρότητος της καταγγελίας των συμβάσεών τους, που έγινε ατύπως και χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως και της, συνεπεία αυτής της ακυρότητος, υπερημερίας της εναγομένης, κυρίως μεν να υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλει αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα που ανέφεραν και να υποχρεωθεί με απειλή χρηματικής ποινής να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, επικουρικά δε στην περίπτωση που η καταγγελία των συμβάσεών τους θεωρηθεί έγκυρη ή οι συμβάσεις τους θεωρηθούν άκυρες να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει το αναφερόμενο στον καθένα τους ποσό, ως αποζημίωση απόλυσης. Με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύχθηκε εκτενώς στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσαν κατά τη συζήτηση, οι πρώτος (1ος), δωδέκατος (12ος) και δέκατος ένατος (19ος) των εναγόντων, δήλωσαν ότι θεωρούν την από 31.8.2012 καταγγελία των συμβάσεών τους έγκυρη, περιόρισαν την αγωγή στο επικουρικό αίτημα της και ζήτησαν να καταδικασθεί η αναγομένη να καταβάλει στον καθένα τους το αναφερόμενο ποσό ως αποζημίωση απόλυσης. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, ως προς τους τρεις αυτούς ενάγοντες, ότι με την από 31.8.2012 δήλωση της εναγομένης, πως από 1.9.2012 έπαυε να δέχεται τις υπηρεσίες τους και την απαίτηση να της παραδώσουν τα κλειδιά και τις μαγνητικές κάρτες πρόσβασης στους χώρους των καταστημάτων, στα οποία προσέφεραν την εργασία τους, κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε επιδικάσει στους τρεις ως άνω ενάγοντες, ως αποζημίωση απόλυσης, τα αναφερόμενα στον καθένα τους ποσά. Με τον πρώτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, το μοναδικό της αιτήσεως αναιρέσεως που αναφέρεται στους τρεις αυτούς ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους (πρώτο, δωδέκατο και δέκατο ένατο ), αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί, πως κατά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, η αναιρεσείουσα επέφερε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των αναιρεσιβλήτων αυτών, με τη μεταβίβαση των υπηρεσιών ασφαλείας στην αναφερόμενη στην αγωγή τρίτη εταιρία και την χωρίς τη συναίνεσή τους υποχρέωσή αυτών (αναιρεσιβλήτων) να εργασθούν στην νέα αυτή εταιρία υπό διαφορετικές συνθήκες εργασίας, μισθολογικές παροχές και εξέλιξη, υπό καθεστώς ανασφάλειας ως προς τη διατήρηση των θέσεων εργασίας τους και να απορρίψει την έφεσή της κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων αυτών, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2112/1920 και 648, 652 και 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά το μέρος του που αναφέρεται στους πρώτο (1ο), δωδέκατο (12ο) και δέκατο ένατο (19ο) των αναιρεσιβλήτων είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε πως η λύση των συμβάσεων εργασίας των τριών αυτών αναιρεσιβλήτων επήλθε με την πλασματική καταγγελία του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, ενώ αληθώς το εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων αυτών επήλθε με γνήσια, εκ μέρους της αναιρεσείουσας καταγγελία, κατά τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ και 1 του ν. 2112/1920. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των πρώτου, δωδέκατου και δέκατου ένατου των αναιρεσιβλήτων και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων αυτών, κατά παραδοχή δε του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αναφέρεται στους λοιπούς, πλην των ανωτέρω τριών, αναιρεσιβλήτους παρελκούσης, της έρευνας των λοιπών λόγων της αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Μονομελές Εφετείο (Θεσσαλονίκης), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων αυτών αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9.12.2014, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 254/9.12.2014, αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Α.Ε. Γενικού Εμπορίου" και το διακριτικό τίτλο "Μ. Α.Ε." , περί αναιρέσεως της 2311/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των Δ. Κ. του Α., Κ. Π. του Ι. και Ι. Π. του Δ., εκ των αναιρεσιβλήτων. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των ως άνω τριών αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. ΑΝΑΙΡΕΙ την 2311/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος της που αφορά τους λοιπούς δέκα επτά αναιρεσιβλήτους. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το μέρος της αυτό που αναιρείται, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσιβλήτους αυτούς στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Έννοια αυτών. Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας τους. Προσωπικό ασφαλείας. Έννοια αυτού. Απαιτείται να έχει σχετική άδεια εργασίας. Διάκριση αυτής από την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης. Η ίδια άδεια απαιτείται και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων. Κύρος συμβάσεως εργασίας μισθωτού που δεν κατέχει σχετική άδεια εργασίας. Συνέπειες. Υπερημερία εργοδότη. Σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του μισθωτού ή καταγγέλοντας την σύμβαση, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, δεν καθίσταται υπερήμερος. (Αναιρεί εν μέρει την 2311/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης).
Αποδοχές υπερημερίας
Αποδοχές υπερημερίας.
0
Αριθμός 909/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) νπιδ, υπό μορφή ανώνυμης εταιρείας όπως νομίμως εκπροσωπείται και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Μανωλά και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσίβλητων: 1. Σ. Δ. του Ι., 2. Β. Κ. του Η., 3. Ο. Π. του Ι., δικηγόρων, κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 1ος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, οι 2ος και 3η παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Γιαννήλου και κατέθεσαν προτάσεις. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου ως προς τον 1ο των αναιρεσιβλήτων. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-8-2010 αγωγή των αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1591/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3547/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-11-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 27-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε να καταδικαστεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 §1, 296, 297, 299 και 495§1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573§1 του ίδιου κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ένδικου μέσου της αναίρεσης που έχει ασκηθεί, ως προς ορισμένους μόνο αναιρεσιβλήτους, μπορεί να γίνει, χωρίς συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουμένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, η παραίτηση δε γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο. Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η αναίρεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκταση της) κατάργηση της δίκης, ενώ εξάλλου ειδικότερα η παραίτηση που γίνεται κατά την συζήτηση με δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά είναι έγκυρη, έστω και αν ο αναιρεσίβλητος, στον οποίο αφορά, δεν συμμετέχει, ούτε κλητεύθηκε να παραστεί στην συζήτηση, μη δημιουργούμενου στην τελευταία περίπτωση απαραδέκτου της συζήτησης κατ’ αρθ. 576§3 ΚΠολΔ λόγω μη κλήτευσης του. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, ο αναιρεσείων Οργανισμός με καταχωρισθείσα στα πρακτικά δήλωση του έχοντος σχετική προς τούτο πληρεξουσιότητα δικηγόρου του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η ένδικη αίτηση έναντι του εν λόγω αναιρεσιβλήτου και να κηρυχθεί ως προς αυτόν καταργημένη η δίκη. Kατά το άρθρ. 10 παρ. 1 του Ν.Δ. 674/1970, όπως τροποποιήθηκε με το Β.Δ. 532/1972 (ΦΕΚ 161/1972 τευχ. Α’) το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΕ καθορίζει το εκάστοτε ισχύον σύστημα και το ύψος των μισθών και των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού του ΟΣΕ, επιφυλασσομένων των περί κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων. Με την 3103/11.9.1979 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΣΕ καθορίστηκαν οι αποδοχές του νομικού συμβούλου και του αναπληρωτή νομικού συμβούλου του ΟΣΕ σε ποσό ίσο με το βασικό μισθό και τα επιδόματα νομικού συμβούλου και παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αντίστοιχα. Με την 1252/31.1.1994 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ ορίστηκε ότι ο καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του ΟΣΕ θα γίνεται βάσει των εκάστοτε ισχυουσών μισθολογικών διατάξεων για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του Γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ (ήδη μετά το Ν. 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ) εξουσιοδοτημένου προς τούτο με την παρούσα απόφαση. Με το Ν. 2521/1997 (άρθρα 9 και 10) καθορίστηκε νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 26 του νόμου αυτού ισχύει αναδρομικά από 1.1.1997. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 9 του ίδιου νόμου η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 περιορίζεται αποκλειστικά στο κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ. και δεν εφαρμόζεται και σε άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημοσίου τομέα που τυχόν εξομοιώνονται βαθμολογικά ή μισθολογικά. Κάθε διάταξη τυπικού νόμου, που παραπέμπει ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε βαθμούς ή αποδοχές του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ., θεωρείται ότι παραπέμπει στις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Κατά την έννοια της αμέσως παραπάνω διατάξεως η μη επέκταση του νέου μισθολογίου, αφορά μόνο τους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, οι οποίοι βάσει διατάξεων νόμων έχουν εξομοιωθεί βαθμολογικά ή μισθολογικά με το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και δεν αφορά σε μισθωτούς εν γένει των οποίων ο μισθός καθορίστηκε συμβατικά με παραπομπή στις εκάστοτε ισχύουσες μισθολογικές διατάξεις για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ (ΑΠ 372/2013, 1583/2012, 1270/2009). Ακολούθως με τα άρθρα 32 και 33 του ν 3205/2003 καθορίσθηκε νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., ενώ με το στοιχείο Γ' του άρθρου 33 διατηρήθηκε σε ισχύ η παράγραφος 9 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997. Το μισθολόγιο αυτό αναπροσαρμόσθηκε από 1.1.2008 με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολ. ΑΠ 4/2014, 2/2013,7/2006, 4/2005). O από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως της παραβάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, οι οποίοι περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες με την εφαρμογή των αρχών της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών ή εφαρμόζει εσφαλμένα τις αρχές αυτές ή παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους (ΑΠ 349/2014, 358/2014, 372/2013). Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εμμίσθου εντολής, oι αναιρεσίβλητοι (οι δύο τελευταίοι, ως προς τους οποίους δεν καταργείται η δίκη) προσελήφθησαν υπό του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως δικηγόροι, καταλαμβάνοντας οργανικές θέσεις. Το μισθολόγιο του προσωπικού του αναιρεσείοντος έχει καθορισθεί συμβατικώς και συγκεκριμένα με την 3103/11. 9.1979 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ καθορίσθηκαν οι αποδοχές του Νομικού Συμβούλου και του Αναπληρωτού Νομικού Συμβούλου αυτού, σε ποσό ίσο με το βασικό μισθό και τα επιδόματα Νομικού Συμβούλου και Παρέδρου του ΝΣΚ αντιστοίχως, ενώ, με την 1252/31.1.1994 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ ορίσθηκε ότι ο καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του ΟΣΕ θα γίνεται βάσει των εκάστοτε ισχυουσών μισθολογικών διατάξεων για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του Γενικού Διευθυντού του ΟΣΕ (ήδη μετά το Ν. 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ) εξουσιοδοτημένου προς τούτο με την απόφαση αυτή. Συνεπώς, δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεσμεύεται από τις υπ' αριθμ. 3103/1979, 1254/1994 και 3345/2003 αποφάσεις του ΔΣ αυτού και ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι, η ένδικη αγωγή, με την οποία οι αναιρεσίβλητοι ζητούσαν για το διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2010 διαφορές αποδοχών που προέκυπταν από την αναπροσαρμογή του βασικού τους μισθού, του χρονοεπιδόματος και του επιδόματος ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων, προβλεπόμενες από το ν. 3691/2008, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν οι αποδοχές του προσωπικού του ΝΣΚ είναι νόμιμη. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε το μοναδικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος με τον οποίο παραπονείτο κατά της πρωτόδικης αποφάσεως για την παραδοχή της αγωγής ως νόμιμης και ζητούσε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. η' του ΝΔ 674/1970, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 3 του Ν.Δ. 1116/1972 και 10 του 2414/1996, αφού ορθά έκρινε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ότι στην περίπτωση των εμμίσθων δικηγόρων του αναιρεσείοντος, οι αποδοχές τους έχουν καθοριστεί συμβατικά με την υπ’ αριθμ. 1252/31.1.1994 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΕ, με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες μισθολογικές διατάξεις για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ και ήδη μετά το νόμο 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτού, ενώ δεν παραβίασε ούτε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αφού στην κρινόμενη υπόθεση δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση εφαρμογής τους, εφόσον σύμφωνα με τα προαναφερόμενα το Εφετείο δεν διαπίστωσε έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις των δικαιοπρακτούντων, ώστε να υφίσταται νόμιμος λόγος προσφυγής στις ως άνω διατάξεις. Επομένως ο πρώτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ προκύπτει ότι για την ακύρωση δικαιοπραξίας, λόγω απειλής, απαιτείται: α) απειλή, ήτοι εξαγγελία επικείμενου κακού για την ζωή, την σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία του απειληθέντος ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, β) η απειλή να είναι σοβαρή, δηλαδή ικανή να προξενήσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο και γ) η απειλή να είναι παράνομη ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και να έγινε προς τον σκοπό να εξαναγκάσει τον απειληθέντα σε δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου, στην οποία να οδηγήθηκε αυτός εξ αιτίας της απειλής. Για την στοιχειοθέτηση όμως της απειλής, πρέπει το απειλούμενο κακό να εξαρτάται αμέσως ή εμμέσως από την βούληση του απειλούντος (ΑΠ 834/2011, 1912/2008). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα εξής: Με το από 7.4.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, νομίμως εκπροσωπούμενου υπό του Διευθύνοντος αυτού Συμβούλου και των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματος τους να αξιώσουν δικαστικώς τις προβλεπόμενες υπό του Ν. 3691/2008 αυξήσεις, αποδεχόμενοι τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και συμφώνησαν να λαμβάνουν μισθό βάσει των ετησίων σχετικών αναπροσαρμογών στον δημόσιο τομέα. Δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ύστερα από σχετικό ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων, ότι η ανωτέρω παραίτηση είναι ακυρώσιμη για τον λόγο, ότι συνιστούσε προϊόν εξαναγκασμού, ότι ο εξαναγκασμός συνίστατο στην από μέρους του αναιρεσείοντος, δια του διευθύνοντος συμβούλου του, απειλή καταργήσεως της νομικής αυτού υπηρεσίας, εάν δεν υπεγράφετο το ανωτέρω συμφωνητικό, με κίνδυνο να απωλέσουν οι αναιρεσίβλητοι αυτοί την εργασία τους. Δέχθηκε με την παραδοχή του αυτή το Εφετείο ότι η απειλή, προερχόμενη από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του αναιρεσείοντος, ήταν σοβαρή, με συνέπειες για την περιουσία τους. Ακολούθως δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο θεώρησε εμμέσως συνομολογηθέντα από τον αναιρεσείοντα, που δεν απάντησε επ' αυτού, και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, κατά παραδοχή ως βάσιμης της έφεσης των αναιρεσιβλήτων αυτών, δέχθηκε ότι είναι άκυρη η εν λόγω παραίτηση και περαιτέρω δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους δύο αυτούς αναιρεσιβλήτους και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλλει, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσόν των 71.316,56 ευρώ, και στην δεύτερη, το συνολικό ποσόν των 68.192,45 ευρώ, νομιμοτόκως, για τον πρώτο, από 1.1.2009, ως προς το ποσόν των 21,989,43 ευρώ, από 1.1.2010, ως προς το ποσόν των 24.338,58 ευρώ και από 1.1.2011, ως προς το ποσόν των 24.988,60 ευρώ και για την δεύτερη, από 1.1.2009, ως προς το ποσόν των 20.815,08 ευρώ και από 1.1.2010, ως προς το ποσόν των 23.688,70 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 150,151,154 και 184 του ΑΚ, διότι υπό τις ως άνω παραδοχές δεν στοιχειοθετείται σοβαρή απειλή, αφού η υλοποίηση του απειλούμενου κακού, της κατάργησης δηλαδή της νομικής υπηρεσίας του αναιρεσείοντος δεν εξαρτάτο από τη βούληση του Διευθύνοντος Συμβούλου του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Υπηρεσιακού Οργανισμού του ΟΣΕ, που κατ' επιταγή του άρθρου 4 του ν. 3429/2005, καταρτίσθηκε, με απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ και εγκρίθηκε με την Φ17/44736/4094 (ΦΕΚ Β'1529/18.10.2006) απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, στην διάρθρωση των υπηρεσιών του περιλαμβάνεται και η Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΔΝΥ), της οποίας προΐσταται ο Νομικός Σύμβουλος, υπάγονται δε σ' αυτή όλοι οι δικηγόροι του οργανισμού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 78 του Υπηρεσιακού αυτού Οργανισμού, η αναδιάρθρωση των Διευθύνσεων του Οργανισμού, καθώς και η προσωρινή αναστολή ολικά ή τμηματικά της λειτουργίας ορισμένων υπηρεσιών γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ δεν προβλέπεται κατάργηση υπηρεσιών Επομένως, ο σχετικός δεύτερος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια της παραβιάσεως των ως άνω διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Μονομελές Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ καταργημένη την δίκη ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων. ΑΝΑΙΡΕΙ την 3547/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αφορά τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του Ο.Σ.Ε. Ο μισθός τους καθορίστηκε συμβατικά με παραπομπή στις εκάστοτε ισχύουσες νόμιμες αποδοχές για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ. Μετά την ισχύ του ν. 3691/2008, καθορίστηκε από 1-1-2008 νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και ο Ο.Σ.Ε. έχει υποχρέωση, βάσει της υπ' αριθμ. 1252/31-1-1994 απόφασης του Δ.Σ. του, να καθορίσει τις αποδοχές των εμμίσθων δικηγόρων σύμφωνα με τις νέες αποδοχές για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ. Ακυρώσιμη δικαιοπραξία λόγω απειλής. Προϋποθέσεις. (Αναιρεί την 3547/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών,).
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
1
Αριθμός 910/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Χρήστο Βρυνιώτη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 24η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Μ. Ν. του Λ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανασίου Βαρλάμη και κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Χ. Κ. του Δ., 2. G. S. του R.(Γ. Σ. του Ρ.) κατοίκων ... οι οποίοι 1ος, 2ος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 3. K. M. του R. (Κ. Μ. του Ρ.) 4. W. συζ. K. M. (Β. συζ. Κ. Μ.), κάτοικοι ..., 5. M.K. M. του K. (Μ.Κ. Μ. του Κ.), 6. R. M. του L. (Ρ. Μ. του Λ.), 7. S. συζ R. M. (Σ. συζ. Ρ. Μ.), 8. S.A. χήρα W. C. (Σ. Α. χα Β. Τ.) κάτοικοι ... οι οποίοι 3ος,4ος,5ος,6ος,7ος,8ος παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Αγγελάκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-10-2001 αγωγή των υπό στοιχεία 3- 8 ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1179/2003 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1095/2005 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησαν οι υπό στοιχεία 3-8 αναιρεσίβλητοι με την από 25-10-2005 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 1130/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 1095/2005 του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η 4803/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών την αναίρεση της οποίας ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 23-11-2011 αίτησή του. Επ’ αυτής εκδόθηκε η 1099/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Με την από 22-3-20014 κλήση των υπό στοιχεία 3- 8 ήδη αναιρεσίβλητων επανήλθε προς συζήτηση η από 23-11-2011 αίτηση του αναιρεσείοντος κατά της 4803/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 8-10-2012 έκθεσή του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μουστάκα, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της 4803/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει άλλος διάδικος, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β του ιδίου κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής, συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι, ότι ο απολειπόμενος ή μη νομίμως παριστάμενος, κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, ή, είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22.3.2014 κλήση των έξη τελευταίων αναιρεσιβλήτων K. M. του R. (Κ. Μ. του Ρ.), W. συζ. K. M. (Β. συζ. Κ. Μ.), M.K. M. του K. (Μ. Κ. Μ. του Κ.), R. M. του L. (Ρ. Μ. του Λ.), S. συζ. R. M. (Σ. σύζ Ρ. Μ.) και S. A. χήρα W. C. (Σ. Α. χήρα Β. Τ.) επισπεύδεται η συζήτηση της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...21.12.2011, αιτήσεως του Μ. Ν. του Λ. κατ’ αυτών και των Χ. Κ. του Δ. και G. S. του R. (Γ. Σ. του Ρ.) περί αναιρέσεως της 4083/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 1099/2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η επ’ αυτής συζήτηση. Από την ...11.4.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Δ. και την ...21.3.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Φ. Δ., με τις κάτω από αυτήν από 21.3.2014 δύο αποδείξεις, μια παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και τον αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Αρτέμιδος και μια παραλαβής συστημένης επιστολής, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και την ταχυδρομική υπάλληλο Π. Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους Χ. Κ. του Δ. και G. S. του R. (Γ. Σ. του Ρ.). Επίσης από τις ...5.5.2014 και ...5.5.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Φ. Δ., με τις κάτω από την δεύτερη από 5.5.2014 και 6.5.2014 δύο αποδείξεις, μια παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και την αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Αρτέμιδος και μια παραλαβής συστημένης επιστολής, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και την ταχυδρομική υπάλληλο Κ. Μ., προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της από 22.3.2014 κλήσεως προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως για τη δικάσιμο της 25.11.2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, επιδόθηκε στους ίδιους δύο αναιρεσιβλήτους, ενώ από τις ...8.12.2014 και ... 8.12.2014 εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή Αθηνών Φ. Δ., με τις κάτω από την δεύτερη από 8.12.2014 και 9.12.2014 δύο αποδείξεις, μία παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και τον αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Αρτέμιδος και άλλη παραλαβής συστημένης επιστολής, υπογεγραμμένη από τον δικαστικό επιμελητή και την ταχυδρομική υπάλληλο Π. Κ., προκύπτει ότι σχετική από 5.12.2014 βεβαίωση της οικείας γραμματέως περί αναβολής της συζήτησης της αιτήσεως αναιρέσεως από τη δικάσιμο της 25.11.2014 για την σημειουμένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (24.3.2015), κατά την οποία έλαβε αριθμό πινακίου 9, με κλήση για να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε στους ίδιους δύο αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία κατά τη σημερινή, μετ’ αναβολήν, δικάσιμο, των κλητευθέντων ως άνω αναιρεσιβλήτων (αρθ. 576 παρ. 2 εδ.3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των άρθρων 68, 556 και 558 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατά του νικήσαντος αντιδίκου του αναιρεσείοντος όχι δε και κατά του ομοδίκου του, ως προς τον οποίον είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, εφ’ όσον η απόφαση δεν περιέχει διάταξη υπέρ αυτού, η οποία να βλάπτει τον αναιρεσείοντα (ολΑΠ 24/1997, ΑΠ 1331/2010). Επομένως η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος της με το οποίο στρέφεται κατά των ομοδίκων του αναιρεσείοντος Χ. Κ. του Δ. και G. S. του R. (Γ. Σ. του Ρ.), υπέρ των οποίων η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως απ’ αυτήν προκύπτει, δεν περιέχει διάταξη που να βλάπτει τον αναιρεσείοντα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (oλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 876/2014, 938/2013). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 876/2014, 19/2014, 412/2008). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του ζημιώσαντος. Η αμέλεια, εξάλλου, συνίσταται στη μη καταβολή της δέουσας προσοχής και επιμέλειας, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει. Κατά το άρθρο 922 του ΑΚ "ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του". Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691 του ΑΚ, προκύπτει, ότι γενικώς ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτόν προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος, αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται ως προστηθείς (βλ. σχ. ΑΠ 876/2014, 797/2014). Παράλληλα με τον προστήσαντα, εξάλλου, ευθύνεται, εις ολόκληρον, και ο προστηθείς, εφόσον συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο της υπαιτιότητας αυτού. Κατά το άρθρο 926 εδ. α’ του ΑΚ "αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις άδικες πράξεις του προστηθέντος, εις ολόκληρον με αυτόν, εφ’ όσον τελέσθηκαν είτε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, η οποία του ανετέθη βάσει συμβάσεως (μίσθωσης εργασίας, εντολής κ.λ.π.), είτε επ’ ευκαιρία ή και εξ αφορμής της υπηρεσίας, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής γενόμενες, εφόσον μεταξύ ζημιογόνου ενεργείας και υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Είναι αδιάφορη η νομική σχέση που συνδέει τον προστήσαντα με τον προστηθέντα και αρκεί το γεγονός ότι ο τελευταίος, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψή του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση πάντως ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων (και) του προστήσαντος (ΑΠ 876/2014). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων(άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγιναν δεκτά (μεταξύ άλλων) τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος εναγόμενος, ιδιοκτήτης οικοπέδου επί των οδών ... και ... στην Αρτέμιδα Αττικής, ανέθεσε στον δεύτερο εναγόμενο (ήδη αναιρεσείοντα), πολιτικό μηχανικό, την επίβλεψη και διεύθυνση της ανέγερσης οικοδομής στο χώρο αυτό, η οποία αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο. Την εκτέλεση του έργου ελαιοχρωματισμού των θυρών της οικοδομής αυτής ο πρώτος εναγόμενος ανέθεσε στον τρίτο εναγόμενο, εργολάβο ελαιοχρωματισμών. Ο τελευταίος στις 21.6.2000 προσέλαβε ως βοηθό ελαιοχρωματιστή με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον L. M., υιό του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, αδελφό της τρίτης ενάγουσας και εγγονό των λοιπών εξ’ αυτών (εναγόντων). Την ίδια ημέρα (21.6.2000) και περί ώρα 14.30 έως 14.45 και ενώ ο τρίτος εναγόμενος απουσίαζε από την οικοδομή προκειμένου να αγοράσει υλικά για το βάψιμο και ο L. M. ήταν μόνος στην οικοδομή, ο τελευταίος ευρισκόμενος στο υπερυψωμένο ισόγειο της οικοδομής, πλησίον της κεντρικής εισόδου αυτής, όπου υπήρχε άνοιγμα - καταπακτή για φωταγωγό, διαστάσεων 1,5μ Χ 1,5μ και ενώ διήρχετο από το χώρο αυτό μεταφέροντας μία πόρτα, έπεσε μαζί με την πόρτα μέσα στο άνοιγμα με το κεφάλι, καταλήγοντας σε βάθος 4 μέτρων περίπου στο τσιμέντινο δάπεδο του φρεατίου όπου οδηγούσε το άνοιγμα αυτό. Το φρεάτιο αυτό ήταν δίπλα στο χώρο του υπογείου και συνδεόταν με αυτό με ένα άνοιγμα -πορτάκι στον κοινό τοίχο φρεατίου και υπογείου από το οποίο με προσπάθεια μπορούσε να διέλθει άνθρωπος. Στο ως άνω άνοιγμα του ισογείου υπήρχαν πρόχειρα τοποθετημένες δύο - τρεις σανίδες, οι οποίες όμως άφηναν ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος αυτού. Εξαιτίας της πτώσης αυτής ο ως άνω εργαζόμενος L. M. υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, από τις οποίες ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε στις 6.7.2000 ο θάνατος αυτού στο Νοσοκομείο ΚΑΤ, όπου είχε διακομισθεί από το Κέντρο Υγείας Σπάτων. Η πτώση του ανωτέρω στο άνοιγμα -καταπακτή δεν έγινε άμεσα αντιληπτή από άλλα άτομα, ο ίδιος όμως, ο οποίος διατηρούσε τις αισθήσεις του, καθόσον δεν είχε υποστεί κατάγματα στο σώμα του παρά μόνο εκτεταμένες εκδορές του αριστερού ώμου και της συστοίχου ωμοπλατιαίας χώρας και τραύμα στο αριστερό αυτί, προσπάθησε να εξέλθει από το χώρο του φρεατίου, στο δάπεδο του οποίου υπήρχαν κηλίδες αίματος από τον τραυματισμό του στο κεφάλι και ιδίως στο αριστερό αυτί. Αυτός διήλθε μέσα στον υπόγειο χώρο από το προπεριγραφόμενο πορτάκι του κοινού τοίχου φρεατίου και υπογείου και προσπαθώντας να ανέβει τις σκάλες άκουσαν τις φωνές του ο πρώτος εναγόμενος και ο Δ. Σ., που εκείνη τη στιγμή είχαν φθάσει στην οικοδομή, προκειμένου ο τελευταίος, εργολάβος ελαιοχρωματισμών, να δώσει προσφορά για τη βαφή της οικοδομής. Αυτοί τον βοήθησαν να ανέβει τις σκάλες του υπογείου, χωρίς να μπορούν να συνεννοηθούν μαζί του και να τους πει τι ακριβώς του συνέβη, επειδή δεν μιλούσε ελληνικά, αλλά μόνο πολωνικά και ειδοποιήθηκε ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος επέστρεψε στην οικοδομή και τον μετέφερε με το αυτοκίνητο του στο Κέντρο Υγείας Σπάτων. Εκεί, από την εξέταση που του έγινε, διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστικό τραύμα ινιακής χώρας τριχωτού κεφαλής και είχε έντονη κεφαλαλγία. Ακολούθως με ασθενοφόρο διεκομίσθη στο νοσοκομείο ΚΑΤ, όπου χειρουργήθηκε για αφαίρεση επισκληριδίου και υποσκληριδίου αιματώματος (Αρ) κροταφικά, στη συνέχεια τέθηκε σε μηχανική υποστήριξη αναπνοής και στις 6.7.2000 απεβίωσε λόγω βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης συμβατής με πρόσκρουση της κεφαλής. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά είναι πρόδηλο ότι ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων είναι εργατικό ατύχημα, αφού υπήρξε βίαιο συμβάν γενόμενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του θανόντος. Το εργατικό αυτό ατύχημα και ο θάνατος του ως άνω συγγενούς των εναγόντων οφείλονται κατά κύριο λόγο και μάλιστα κατά ποσοστό 60% σε αμέλεια των εναγομένων, ήτοι του πρώτου εναγόμενου, κυρίου του έργου, ο οποίος είχε επιφυλάξει στον εαυτό του την επίβλεψη και τη διεύθυνση των επ’ αυτής εργασιών δια του δευτέρου εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος), πολιτικού μηχανικού, ο οποίος, προστηθείς από αυτόν (πρώτο εναγόμενο) κατά την εκτέλεση του έργου, με καθήκοντα τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, υπεύθυνος δε και ως εκ του επαγγέλματος του (άρθρο 315 § 1 ΠΚ), αλλά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 ΠΔ 1073/1981 και 3§ 1, 2 του ΒΔ της 25.8.- 5.9.1920, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 β’ Ν 2943/1922 (βλ. ΑΠ 1577/2010 Δημοσίευση Νόμος) και του τρίτου εναγόμενου, προστηθέντος από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος είχε επιφυλάξει στον εαυτό του την επίβλεψη και τη διεύθυνση των επ’ αυτής εργασιών δια του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος (τρίτος εναγόμενος) ως υπεργολάβος είχε προσλάβει και απασχολούσε τον θανόντα εργαζόμενο στην εκτέλεση του έργου ελαιοχρωματισμού των θυρών, την εκτέλεση του οποίου είχε αναλάβει αντί αμοιβής. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι υπό τις ιδιότητες τους αυτές με βάση τόσον την επιμέλεια που επιβάλλεται με μέτρο το μέσο συνετό και επιμελή εκπρόσωπο του κύκλου δραστηριότητος τους, όσον και τους κανόνες που επιβάλλουν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων ή κανονισμών που επιβάλλουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων, όπως αυτές των άρθρων 20 του ΠΔ 778/1980 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών", κατά την οποία "φωταγωγοί, φρεάτια ανελκυστήρων και εν γένει ανοίγματα επί των δαπέδων, δέον όπως προστατεύονται είτε περιμετρικώς δι’ ανθεκτικών κιγκλιδωμάτων ύψους τουλάχιστον ενός (1.00) μέτρου και θωρακίων ύψους δεκαπέντε εκατοστών (0,15) του μέτρου, είτε δια της πλήρους καλύψεως των δι’ αμετακίνητου στερεού σανιδώματος πάχους δύο και ημίσεως εκατοστών (0,025) του μέτρου, ηλουμένου επί ανθεκτικού πλαισίου εκ ξυλίνων λατακίων, είτε δια της τοποθετήσεως σιδηρού πλέγματος οπλισμού, στερεουμένου εντός της πλακός κατά την κατασκευή της" και του άρθρου 40 ΠΔ 1073/1981, κατά το οποίο "Καταπακταί δαπέδων, ανοίγματα κλιμάκων, υαλωταί στέγαι, φωταγωγοί, εκσκαφαί, τάφροι, φρεάτια αύλακες και άλλα επικίνδυνα χάσματα πρέπει να εξασφαλίζονται κατά πτώσεων περιμετρικώς δια στηθαίου μετά χειρολισθήρος ελαχίστου ύψους ενός (1,00) μέτρου από του δαπέδου, σανίδος μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί), ή της επικαλύψεως ικανής αντοχής", δεν φρόντισαν, όπως κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος θα έπραττε και όπως οι ίδιοι μπορούσαν να πράξουν λόγω των ιδιοτήτων τους, να προβούν προς εξασφάλιση κατά πτώσεων εντός του ως άνω ανοίγματος -καταπακτής των εργαζομένων στην περίφραξη με ανθεκτικά προστατευτικά κιγκλιδώματα ή επικάλυψη αυτού με στέρεο υλικό, κατά τα οριζόμενα στις ως άνω οικείες διατάξεις, δοθέντος και του ότι το άνοιγμα αυτό, λόγω της θέσης και των διαστάσεων αυτού, ήταν επικίνδυνο για τους εργαζόμενους στην οικοδομή, αλλά αντίθετα άφησαν ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος αυτού τοποθετώντας πρόχειρα δύο -τρεις σανίδες με αποτέλεσμα την πτώση του ως άνω εργαζομένου σε αυτό και το θανάσιμο τραυματισμό του". Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρης, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες δικαιολογούν απολύτως το αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο το Eφετείο κατέληξε, ήτοι ότι υπάρχει υπαιτιότητα του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, όσον αφορά την πρόκληση του ως άνω ατυχήματος, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος του εν λόγω εργαζομένου, αφού αναφέρεται σαφώς και χωρίς ενδοιασμούς, ότι ο αναιρεσείων είχε προστηθεί από τον ιδιοκτήτη της οικοδομής, ώστε να επιβλέπει την κατασκευή αυτής και κατά την ανατεθείσα σ’ αυτόν διεύθυνση των εργασιών ανεγέρσεώς της, να λαμβάνει όλα τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας, ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε ατύχημα των εργαζομένων σ’ αυτή και ότι τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν, με αποτέλεσμα την πρόκληση του ως άνω ατυχήματος. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 19 του ΚΠολΔ πλημμέλεια και ειδικότερα ότι σ’ αυτήν (προσβαλλομένη) δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταντο οι υποχρεώσεις αυτού και πώς συνδέεται η πρόκληση του ως άνω ατυχήματος με την άσκηση των καθηκόντων του ως πολιτικού μηχανικού ούτε αναφέρεται αν ο κύριος του έργου συμμορφώθηκε με υποδείξεις και μέρα ασφαλείας, που του είχε προτείνει αυτός, ως επιβλέπων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, εφόσον ο αναιρεσείων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, υπήρξε προστηθείς του ιδιοκτήτη, με την υποχρέωση να λαμβάνει, κατά την διεύθυνση των εργασιών κατασκευής της οικοδομής, τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας τα οποία προσδιορίζονται, και να επιτηρεί την τήρηση τους, προς αποφυγή ατυχημάτων. Ως αβάσιμος είναι απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως και κατά το έτερο σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4,5,7 παρ. 1 και 5 του ν. 1396/1983, 2 και 8 του π.δ. 305/1996, 111 του π.δ. 1073/1981, 15 ΠΚ και 914, 922, 932 Α.Κ, τις οποίες το Εφετείο, με τις ως άνω παραδοχές, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί o αναιρεσείων ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα των παρόντων, έξη τελευταίων αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23.11.2011, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ...21.12.2011, αίτηση τoυ Μ. Ν. κατά των: 1) Χ. Κ. του Δ., 2) G. S. του R. (Γ. Σ. του Ρ.), 3) K. M. του R. (Κ. Μ. του Ρ.), 4) W. συζ. K. M. (Β. συζ. Κ. Μ.), 5) M.K. M. του K. (Μ.Κ. Μ. του Κ.), 6) R. M. του L. (Ρ. Μ. του Λ.), 7) S. συζ. R. M. (Σ.ς σύζ Ρ. Μ.) και 8) S. A. χήρα W. C. (Σ. Α χήρα Β. Τ.), περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 4803/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των έξη τελευταίων αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργατικό ατύχημα. Οικοδομικές εργασίες. Πρόστηση. Θάνατος του συγγενούς των εναγόντων, απασχολουμένου με σύμβαση εργασίας από εργολάβο ελαιοχρωματισμού υπό ανέγερση οικοδομής, εξ εργατικού ατυχήματος που οφείλεται σε αμέλεια και του αναιρεσείοντος εναγομένου πολιτικού μηχανικού, που είχε προστηθεί από τον, επιφυλάξαντα για τον εαυτό του την επίβλεψη και διεύθυνση των επί του έργου εργασιών κύριο αυτού ( έργου), με καθήκοντα τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, ήταν δε υπεύθυνος ως εκ του επαγγέλματος του στην τήρηση και εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων στην υπό ανέγερση οικοδομή. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή από το Εφετείο των σχετικών διατάξεων και με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες η απόφασή του. (Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά της 4803/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών).
Εργατικό ατύχημα
Εργατικό ατύχημα.
0
Αριθμός 868/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Απόστολο Παπαγεωργίου Προεδρεύων Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Κ. χήρα Ι. Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καραβίδα, για αναίρεση της υπ’ αριθ.1322/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγον το Κοινωφελές Ίδρυμα με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νιζάμη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 5 Ιουλίου 2015 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 304/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνο ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάστηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της και β) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό πλημ/τος πλαστογραφίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική του υπόσταση και σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του ως άνω άρθρου 216 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, που όταν γίνεται από τον ίδιο τον πλαστογράφο θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με οποιοδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον προορισμό του ή τον επιδιωκόμενο με αυτόν σκοπό, υποκειμενικά δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ή παραπλάνηση. Τέλος, ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρο 13 εδ. γ του Π.Κ., πλην άλλων, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη συνέπεια, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Α.Π. 128/2015, Α.Π. 476/2014). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ του Κ.Ποιν.Δ. και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με τις παραδοχές της αποφάσεως. Οφείλει, λοιπόν, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την πραγματογνωμοσύνη, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και μη αρκούσης της αναφοράς του δικαστηρίου στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Όμως, σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή επί πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου,, οπότε η "πραγματογνωμοσύνη" δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της ποινικής διαδικασίας, το πόρισμά της εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (Α.Π. 230/2015, Α.Π. 1556/2013).Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξάρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξάρονται και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 128/2015, Α.Π. 361/2014, Α.Π. 476/2014, Α.Π. 416/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 507/2015, Α.Π. 680/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1322/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, το Εφετείο που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, την απολογία της κατηγορουμένης και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη στο Βόλο σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6-12-2007, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκανε χρήση αυτών των εγγράφων. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά τέσσερα (4) μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του εγκαλούντος εδρεύοντος στη Ν. Ιωνία Βόλου κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", και ειδικότερα αφού προηγουμένως φωτοτύπησε και εξέδωσε αντίγραφα των γνησίων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού του εν λόγω εγκαλούντος Ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα τα ονόματα 14 εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και το μηνιαίο πρόγραμμα εργασίας τους (ωράριο εργασίας, άδειες), στο τέλος του πρώτου εκ των οποίων υπήρχε σφραγίδα και αριθμός πρωτοκόλλου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και στο τέλος των λοιπών υπήρχε υπογραφή του Διοικ. Διευθυντή Θ. Π. και σφραγίδα του εγκαλούντος Ιδρύματος, ακολούθως κάτω από τη σφραγίδα επικόλλησε σε κάθε έγγραφο χωριστά κατάσταση που περιείχε το όνομα της και τα ονόματα των λοιπών τριών ατόμων που απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών κατά τους αντίστοιχους μήνες, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα το μηνιαίο πρόγραμμα απασχόλησης τους (χρόνος απασχόλησης, άδειες), και ακολούθως αφού τα φωτοτύπησε εκ νέου, δια της μεθόδου της συρραφής εγγράφων κατήρτισε τέσσερα (4) εξ υπαρχής πλαστά μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, που φέρονταν ψευδώς ως εκδοθέντα από το Διευθυντή του εγκαλούντος Ιδρύματος Θ. Π., χωρίς ο ίδιος και το εγκαλούν ίδρυμα να το γνωρίζουν και να συναινούν προς τούτο, στα οποία εμφανιζόταν ψευδώς η κατηγορουμένη ως ενταγμένη στις καταστάσεις προσωπικού του ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες καταστάσεις υποβάλλονται από το Διευθυντή του Ιδρύματος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Προέβη δε στην ανωτέρω πράξη, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων κάθε τρίτο στον οποίο αυτά θα προσκομίζονταν σχετικά με το γεγονός ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως, στη Λάρισα την 6-12-2007 και την 7-12-2007 έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, που κατήρτισε η ίδια, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων - πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7-12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσης της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και κατά του εγκαλούντος Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" και δια της ανωτέρω προσαγωγής πλαστών αποδεικτικών μέσων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 81/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεση της, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 124/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 31-12-2004 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώθηκε το εγκαλούν Ίδρυμα να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ως παιδοκόμου υπό καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και να πληρώσει σε αυτή το ποσό των 5.692,50 ευρώ νομιμοτόκως και τη δικαστική δαπάνη. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, απορριπτομένων των ισχυρισμών της. Ειδικότερα ο ισχυρισμός της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος διότι η κατηγορουμένη δεν ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (Α.Π. 587/2013). Το δικαστήριο από τα ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν δημιούργησε πλήρη δικανική πεποίθηση, για την βασιμότητα της υποθέσεως και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε την αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να προσέλθει η συντάξασα την προσκομιζόμενη από το πολιτικώς ενάγον ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη Ε. Μ., η οποία σημειωτέον δεν λαμβάνεται υπόψη ως ιδιαίτερο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ως απλό έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα (Α.Π. 461/2013 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον απορριπτέα κρίνεται και η ένσταση της κατηγορουμένης περί δεδικασμένου καθώς οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την κρίση του ποινικού. Τέλος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης για παραγραφή του ως άνω αδικήματος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι από την τέλεση του την 6.12.2007 μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης πρωτόδικα 30.5.2011, δεν είχε παρέλθει πενταετία, ενώ μέχρι την εκδίκαση της στο παρόν δικαστήριο δεν παρήλθε οκταετία" και ακολούθως, αφού απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, την κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχη του ότι: "Στο Βόλο, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6-12-2007, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκανε χρήση αυτών των εγγράφων. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά τέσσερα (4) μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του εγκαλούντος εδρεύοντος στη Ν. Ιωνία Βόλου κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", και ειδικότερα αφού προηγουμένως φωτοτύπησε και εξέδωσε αντίγραφα των γνησίων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού του εν λόγω εγκαλούντος Ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα τα ονόματα 14 εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και το μηνιαίο πρόγραμμα εργασίας τους (ωράριο εργασίας, άδειες), στο τέλος του πρώτου εκ των οποίων υπήρχε σφραγίδα και αριθμός πρωτοκόλλου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και στο τέλος των λοιπών υπήρχε υπογραφή του Διοικ. Διευθυντή Θ. Π. και σφραγίδα του εγκαλούντος Ιδρύματος, ακολούθως κάτω από τη σφραγίδα επικόλλησε σε κάθε έγγραφο χωριστά κατάσταση που περιείχε το όνομα της και τα ονόματα των λοιπών τριών ατόμων που απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών κατά τους αντίστοιχους μήνες, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα το μηνιαίο πρόγραμμα απασχόλησης τους (χρόνος απασχόλησης, άδειες), και ακολούθως αφού τα φωτοτύπησε εκ νέου, δια της μεθόδου της συρραφής εγγράφων κατήρτισε τέσσερα (4) εξ υπαρχής πλαστά μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, που φέρονταν ψευδώς ως εκδοθέντα από το Διευθυντή του εγκαλούντος Ιδρύματος Θ. Π., χωρίς ο ίδιος και το εγκαλούν ίδρυμα να το γνωρίζουν και να συναινούν προς τούτο, στα οποία εμφανιζόταν ψευδώς η κατηγορουμένη ως ενταγμένη στις καταστάσεις προσωπικού του ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες καταστάσεις υποβάλλονται από το Διευθυντή του Ιδρύματος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Προέβη δε στην ανωτέρω πράξη, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων κάθε τρίτο στον οποίο αυτά θα προσκομίζονταν σχετικά με το γεγονός ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως, στη Λάρισα την 6-12-2007 και την 7-12-2007 έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, που κατήρτισε η ίδια, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων - πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7-12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσης της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και κατά του εγκαλούντος Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" και δια της ανωτέρω προσαγωγής πλαστών αποδεικτικών μέσων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 81/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεση της, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 124/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 31-12-2004 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώθηκε το εγκαλούν Ίδρυμα να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ως παιδοκόμου υπό καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και να πληρώσει σε αυτή το ποσό των 5.692,50 ευρώ νομιμοτόκως και τη δικαστική δαπάνη". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή της αναιρεσείουσας, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά, που έγιναν δεκτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 και 216 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή παραδοχές και έτσι δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπληρούμενο και από το διατακτικό της, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη έδρασε στην τέλεση της παραπάνω πράξεως με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της αποφάσεως, εξειδικεύεται με πληρότητα και σαφήνεια σε τι συνίσταται η κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, δηλαδή των τεσσάρων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004. Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του κοινωφελούς Ιδρύματος, με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", από την αναιρεσείουσα, ότι τα πλαστά αυτά έγγραφα ήταν πρόσφορα να παραπλανήσουν με τη χρήση τους κάθε τρίτο, στον οποίο θα προσκομίζονταν, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και δη σχετικά με το ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολείτο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ως άνω Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες, προς δε, αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος και δη ο σκοπός της αναιρεσείουσας να παραπλανήσει, κατά τις παραδοχές της απόφασης, κάθε τρίτο με την χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων περί του ως άνω έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος, καθώς και το ότι χρησιμοποίησε τα ως άνω πλαστά έγγραφα, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων-πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7- 12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσής της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ανεξαρτήτως αν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και δη ότι: α) ελλείπει η ειδική κα εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση για την πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία καταδικάσθηκε, β) δεν συνεκτίμησε και αξιολόγησε σωστά το ως άνω Δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και ήχθη στην καταδίκη της , ενώ, κατά την ίδια πάντα, η σωστή εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων οδηγούσαν στην αθώωσή της, γ) έχουν εμφιλοχωρήσει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ασαφείς, αόριστες, αντιφατικές και ενδοιαστικές αιτιολογίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, στερώντας την απόφαση νομίμου βάσεως, δ] δεν προέβη το δικάσαν Δικαστήριο σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών στοιχείων και δη ως προς την κατάσταση προσωπικού Μαρτίου 2005, απ’ όπου, κατά τις αιτιάσεις της, προκύπτει ότι η φωτοτύπηση του προγράμματος Μαρτίου 2005 έλαβε χώρα πριν την 25-2-2005 και ε) το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση στην προσκομισθείσα από την πολιτική αγωγή ιδιωτική έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, την οποία εκτίμησε ως ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, προσδίδοντας σ’ αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα και δη αυτής της κατ’ άρθρα 183 επ. διατασσόμενης πραγματογνωμοσύνης, είναι αβάσιμες, αφού παρατίθενται, όπως προεκτέθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα θεμελιωτικά για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως στοιχεία, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. Η καταδίκη της στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος, στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Σύμφωνα δε, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη , δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείτο να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Περαιτέρω, η ειδικότερη, συναπτόμενη με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, αιτίαση της αναιρεσείουσας, ως προς την κατάσταση προσωπικού Μαρτίου 2005 από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, προέκυπτε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απαράδεκτη, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενώ, όσον αφορά στην αναγνωσθείσα ιδιωτική έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, θεωρείται ως απλό έγγραφο και ως τέτοιο λήφθηκε υπόψη, συνεκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 547/2015, Α.Π. 476/2014) και δεν στήριξε το Δικαστήριο την καταδικαστική του κρίση μόνο σ’ αυτήν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Τέλος, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδείξεων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του Δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι, κατ’ εκτίμηση, συναφείς λόγοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. με την αίτηση της αναίρεσης (υπό στοιχ.1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10 και 11) και με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ.3 και 6) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του Κ.Ποιν.Δ., το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο, κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατήγορου ή του πταισματοδίκη που εξέδωσε το θέσπισμα. Άλλα στοιχεία, για την εγκυρότητα αυτού, δεν απαιτούνται (Α.Π. 410/2015, Α.Π. 1084/ 2013). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 330 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάστηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της επιδόσεώς του, η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκην επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδο της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη. Αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προτείνει την ακυρότητα αυτή πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου τότε αυτή καλύπτεται, με επακόλουθο το κλητήριο θέσπισμα να θεωρείται πλέον έγκυρο, τυχόν δε προβολή αυτής της ενστάσεως και με ειδικό λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι απαράδεκτη (Α.Π. 137/2015, Α.Π.410/2015, Α.Π. 411/2015, Α.Π. 109/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, τα πρακτικά της και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας που επισκοπούνται παραδεκτά για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και κατά συνέπεια, με το να απορρίψει το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση την προβληθείσα και με ειδικό λόγο έφεσης, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος με την επί λέξη αιτιολογία ότι "εκτός του ότι απαραδέκτως για πρώτη φορά προτείνεται στο παρόν δικαστήριο η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η αναφορά σ’ αυτό σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6.12.2007 κατήρτισε πλαστά έγγραφα, καθορίζει το χρόνο τέλεσης του αποδιδόμενου εγκλήματος και δεν καθιστά το κλητήριο θέσπισμα άκυρο", δεν έσφαλε, ενώ, διέλαβε την απαιτούμενη για την απόρριψή της αιτιολογία, ως επίσης, διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής, αφού όπως προαναφέρθηκε τον απέρριψε διότι δεν παρήλθε πενταετία από του χρόνου τελέσεως του πλημ/τος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως μέχρι της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε οκταετία από του χρόνου τελέσεως του πλημ/τος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως μέχρι την κατ’ έφεση εκδίκαση της υποθέσεως. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι, όπως εκτιμάται, επήλθε ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έκανε δεκτή ένστασή της για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία επανέφερε με λόγο εφέσεως, απορρίπτοντας αυτήν χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία και ότι, προσέτι, απέρριψε χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό της περί παραγραφής, είναι αβάσιμες και οι συναφείς (υπό στοιχ. 8) από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ και Δ’ σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως εκτιμάται, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι συνακόλουθα απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ., παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 198/2015, Α.Π.361/2014, Α.Π. 430/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης υπέβαλε αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, το οποίο ανέπτυξε προφορικά, καταχωρήθηκε δε και στα πρακτικά, με το ακόλουθο περιεχόμενο: "α) Να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικό επιστήμονα γραφολόγο και β) Να διαταχθεί η εμφάνιση και εξέταση, ενώπιον του Δικαστηρίου σας, τόσο του διορισθέντος πραγματογνώμονα, όσο και της συντάκτη της καθ’ άπαντα διάτρητης γραφολογικής γνωμοδότησης κ. Ε. Μ., ώστε να ελεγχθούν οι σκέψεις και τα πορίσματα αυτών". Το εν λόγω αίτημα, έτσι όπως διατυπώθηκε, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ήταν αόριστο και ως εκ τούτου απαράδεκτο, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσδιόρισε για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν σημαντική και απαραίτητη η μαρτυρία της προαναφερόμενης μάρτυρα και ποια συγκεκριμένα στοιχεία της κατηγορίας θα διευκρίνιζε. Επομένως, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα αυτό της κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την περί αυτού παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφασή του (Α.Π. 416/2014, Α.Π.1544/2013). Παρά ταύτα το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την εξής αιτιολογία: "Ειδικότερα ο ισχυρισμός της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος διότι η κατηγορουμένη δεν ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (Α.Π. 587/2013). Το δικαστήριο από τα ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν δημιούργησε πλήρη δικανική πεποίθηση, για την βασιμότητα της υποθέσεως και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε την αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να προσέλθει η συντάξασα την προσκομιζόμενη από το πολιτικώς ενάγον ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη Ε. Μ., η οποία σημειωτέον δεν λαμβάνεται υπόψη ως ιδιαίτερο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ως απλό έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα (Α.Π. 461/2013 ΝΟΜΟΣ)". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την απόρριψη δε αυτή δεν παραβιάσθηκαν τα κατ’ άρθρα 171 παρ.1δ του Κ.Ποιν.Δ. και 6 παρ. 3β της ΕΣΔΑ υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, ούτε, προχωρώντας το Δικαστήριο στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης, υπερέβη την εξουσία του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον υπ’ αριθμ. 12 λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και τους υπ’ αριθμ.4 και 5 πρόσθετους λόγους και επομένως, οι συναφείς, κατ’ εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ του Κ.Ποιν.Δ., εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφανίσεώς του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες (Α.Π.496/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την αναιρεσείουσα ή το συνήγορό της για ανάγνωση της προανακριτικής ένορκης κατάθεσης του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση, αυτεπαγγέλτως, να αναγνώσει αυτήν. Επομένως, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας και ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων συναφής, κατ’ εκτίμηση, δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, κατά το άρθρο 470 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το Δικαστήριο που κρίνει επί του ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο ή παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για πράξεις για τις οποίες είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, πλην όμως διατηρεί και επιδικάζει την ίδια χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο εγκαλών (Α.Π. 247/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε πρωτοδίκως με την υπ’ αριθμ. 2155/30-5-2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου για: α) απάτη επί δικαστηρίου και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως, επιδικάσθηκε δε στο πολιτικώς ενάγον Ίδρυμα, με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ-ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" χρηματική ικανοποίηση 40 ευρώ για την ηθική βλάβη που αυτό υπέστη από τις προαναφερόμενες πράξεις. Στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκε στο ως άνω Ίδρυμα το ίδιο ποσό των 40 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση του, παρόλο που η κατηγορουμένη καταδικάσθηκε μόνο για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και αθωώθηκε για την πράξη της απάτης επί δικαστηρίου. Όμως, έτσι, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας κατέστησε χειρότερη τη θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., υπερβαίνοντας την εξουσία του. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι καθόσον αφορά στο κεφάλαιο για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο πολιτικώς ενάγον ως άνω Ίδρυμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, καθόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται κατά ένα μέρος την από 24-2-2015 αίτηση - δήλωση της αναιρεσείουσας, Κ. χήρας Ι. Π., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27-2-2015, για αναίρεση της 1322/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας. Αναιρεί εν μέρει, ήτοι μόνον ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο πολιτικώς ενάγον "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" την υπ’ αριθμ. 1322/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, δηλαδή για την επιβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο ως άνω πολιτικώς ενάγον, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Κ. χήρας Ι. Π., κατοίκου ..., μετά των προσθέτων λόγων της. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό πλημμελήματος που επιδίκασε και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Αναιρεί για υπέρβαση εξουσίας μόνον κατά το μέρος που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.
Χρηματική ικανοποίηση
Υπέρβαση εξουσίας, Χρηματική ικανοποίηση.
0
Αριθμός 865/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Απόστολο ΠαπαΓ. Προεδρεύoντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Ζ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, 2)Σ. Κ. (Κ. S.) του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ιωάννη Θωμά και Ιωάννη Παπανδρουλάκη, 3)Δ. Τ. του Π., κατοίκου ..., που δεν παρέστη, 4)Β. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νικολίτσα Τσαφούλια και 5)Μ. Γ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2883/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Πολυχρόνη Καραστεργίου. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015, και στους από 10 Αυγούστου 2015 και 13 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Γ. Ζ., β)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 10 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Σ. Κ., γ)από 11 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης του Β. Κ. και δ)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 6 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Μ. Γ., τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 249/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α)να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η αίτηση αναιρέσεως του Δ. Τ., β) να αναιρεθεί εν μέρει η υπ αρίθμ. 2883/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης και μόνο ως προς τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας, που αφορούν στις 164 πράξεις διαμετακόμισης και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές με χρόνο τέλεσης από 21-3-2007 έως 10-8-2007, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως μόνο για τις μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας που διαλαμβάνονται στον ως άνω πίνακα 4 του διατακτικού και αφορούν στις 164 πράξεις διαμετακόμισης, με χρόνο τέλεσης μετά την 2-9-2015 και ως προς την επιμέτρηση της ποινής, γ) να αναιρεθεί εν μέρει η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί της ποινής διάταξη της, κατά το μέρος που επέβαλε την αναφερόμενη στο διατακτικό χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δ) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ του Κ.Ποιν.Δ , ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 30 Ιουνίου 2015 και 19 Ιουνίου 2015 αποδεικτικά επίδοσης των Γ. Ο., αρχιφύλακα στο Α.Τ. Αταλάντης και Λ. Χ., επιμελητή Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, ο τρίτος αναιρεσείων Δ. Τ. του Π. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως ο ως άνω αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση από 10-2-2015 αίτηση - δήλωσή του για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση της αναίρεσής του (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. α και β του N. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), λαθρεμπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλον από τον ορισμένο παρ’ αυτής τόπο και χρόνο και β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των παρ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Επίσης, κατά την παράγραφο 2 εδ. ζ του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας και κατά την παράγραφο 2 εδ. θ του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη της παραγράφου 2 περ. ια του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που τελούν υπό καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης (ελεύθερης κυκλοφορίας) σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. Τ.10440/1923/Α.0019/Β 885 Α.Υ. Οικονομικών και ήδη της Απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε. Πολ. 1006/9-1-2015 ΦΕΚ 120/21-1-2015. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως και όταν εξάρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξάρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1355/2014, Α.Π. 1086/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 1355/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος μνημονεύονται, δηλαδή από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλούμενης αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφων, που λεπτομερώς, αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του Εφετείου και τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, καθώς και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: " ... ότι οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος κατηγορούμενοι, στη Θεσσαλονίκη, στους χρόνους που αναφέρονται πιο κάτω, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσαν την πράξη της λαθρεμπορίας, όπως αυτή προσδιορίζεται ανά περίπτωση και για καθέναν εξ αυτών ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα στους πίνακες του διατακτικού, που δεν αναφέρονται και εδώ για λόγους οικονομίας. Συγκεκριμένα: Α) Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται στους πίνακες του διατακτικού με αριθμούς 1, 2 και 3, ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Ζ. , εκτελωνιστής Θεσσαλονίκης, ο δεύτερος κατηγορούμενος Σ. (S.) Κ. (K.), εισαγωγέας εμπορευμάτων, που διατηρούσε ατομική εμπορική επιχείρηση, ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Κ., εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ", με έδρα τον Πειραιά, αφού τυπικά, με βάση το καταστατικό, αλλά χωρίς στην πραγματικότητα να ασκεί διαχειριστικές πράξεις, διαχειρίστρια ήταν η σύζυγος του, ο τέταρτος κατηγορούμενος Δ. Τ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΤΑΛΛΙΟΝ ΜΟΝ. ΕΠΕ" με έδρα τις ... ο πέμπτος κατηγορούμενος Μ. Γ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάρισης εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Γ. ΜΟΝ. ΕΠΕ" και τον διακριτικό τίτλο "JMKS LTD", ... στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης, κατά το χρονικό διάστημα από 27-2- 2007 έως 5-10-2007, στην ελληνική επικράτεια, με πρόθεση προέβησαν σε πράξεις που αποσκοπούσαν να στερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, προκειμένου να τελέσουν την πράξη της λαθρεμπορίας, είτε μέσω της υποτιμολόγησης των εισαγομένων από την Κίνα εμπορευμάτων, είτε μέσω της απαλλαγής του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή τους, παριστώντας ψευδώς ότι τα εμπορεύματα θα αποστέλλονταν άμεσα_στην Βουλγαρία (μέλος της Ε.Ε.), συνέστησαν εμπορικές επιχειρήσεις, είτε με εταιρική μορφή είτε με την μορφή της ατομικής επιχείρησης, οι οποίες θα φέρονταν ως αγοραστές προϊόντων προερχομένων από την Κίνα. Επίσης χρησιμοποίησαν δύο offshore εταιρίες (την Universe Ltd και την Underwood Ltd), οι οποίες εδρεύουν στις Σεϋχέλλες, προκειμένου αυτές να εμφανίζονται ως πωλητές των εισαγομένων προϊόντων, σε τιμές όμως έως και δέκα φορές χαμηλότερες της πραγματικής τους αξίας, δηλαδή αυτής στην οποία πραγματικά πωλούνταν από εμπόρους της Κίνας. Με την υποτιμολόγηση των εισαγομένων εμπορευμάτων γινόταν διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο πρώτος κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποστολέα, χρησιμοποιούνταν και από τις τέσσερις εισαγωγικές επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση των διαμετακομίσεων (ΤΙ), εν γνώσει όλων των παραπάνω μεθοδεύσεων για την αποφυγή δασμών. Αρμοδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου Γ. Ζ. ήταν να παραλαμβάνει τα εμπορεύματα από το Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΘ και να τα μεταφέρει στις εγκαταστάσεις της ατομικής του επιχείρησης που βρίσκεται εντός της ελεύθερης ζώνης Θεσσαλονίκης. Από εκεί αφού συμπλήρωνε τη δήλωση διαμετακόμισης αναγράφοντας την υποχρεωτική διαδρομή και την προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε τα εμπορεύματα να προσκομιστούν στο Τελωνείο Προορισμού, μολυβδοσφράγιζε τα containers, χωρίς να τα προσκομίσει στο Β’ Τελωνείο και τα απέστελλε στο Τελωνείο Προορισμού. Στην συνέχεια απέστελλε στο Β’ Τελωνείο για το αρχείο του το Αντίτυπο 1 των δηλώσεων διαμετακόμισης που είχε καταρτίσει. Στις περιπτώσεις δε των εταιριών Σταλλιον ΕΠΕ, Μ. Γ. ΜονΕΠΕ και ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ, ενώ τα εμπορευματοκιβώτια έφταναν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με σκοπό την άμεση αποστολή τους στη Βουλγαρία, η κατάθεση των διασαφήσεων δεν πραγματοποιείτο στην Θεσσαλονίκη, αλλά τα φορτία διακομίζονταν στα Τελωνεία Αταλάντης και Βέροιας, επειδή σ’ αυτά δεν λειτουργούσε το σύστημα Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Τελωνείων, όπου τα εισαγόμενα εμπορεύματα χαρακτηρίζονται ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητάς τους και ανάλογα προσδιορίζεται ο τρόπος και τα μέσα ελέγχου. Σημειώνεται επίσης, ότι σε 157 περιπτώσεις διαμετακόμισης εμπορευμάτων, αποδείχθηκε ότι αυτά ουδέποτε προσκομίστηκαν ακόμη και στο Τελωνείο Αταλάντης, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Αταλάντης και Βέροιας, εικονικά ως προς τους αντισυμβαλλόμενους και ανακριβή ως προς την αξία των εμπορευμάτων τιμολόγια, εν γνώσει της εικονικότητάς τους αυτής. Αυτή όμως και μόνον η πράξη των κατηγορουμένων, ήτοι η μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο της Αταλάντης από μόνη της, δεν συνιστά πράξη λαθρεμπορίας και για το λόγο αυτό, γι’ αυτήν και μόνο την πράξη πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Περαιτέρω, συγκεκριμένα αναφορικά με την εικονικότητα των τιμολογίων που αφορούσαν τα εισαγόμενα είδη, αυτή αποδείχθηκε από τα εξής περιστατικά: Όπως προαναφέρθηκε, οι εισαγωγικές επιχειρήσεις του Σ. Κ. και της Στάλλιον ΕΠΕ συστάθηκαν την 8-2-07 και 27-10-06 αντίστοιχα, ενώ η εταιρία του Μ. Γ. συστάθηκε την 30-4-07. Η ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ συστάθηκε την 25-1-00 και έως το τέλος του 2006 ήταν αδρανής. Κατά τον χρόνο αυτό, ο πρώτος κατηγορούμενος πρότεινε στον εν τοις πράγμασι διαχειριστή της Β. Κ., έναντι αμοιβής, να χρησιμοποιεί την εταιρία του ως "εισαγωγέα" εμπορευμάτων, πράγμα το οποίο ο Β. Κ. αποδέχτηκε. Όλες οι παραπάνω επιχειρήσεις λειτούργησαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα έξι μηνών περίπου, κατά το οποίο φέρονται να πραγματοποίησαν ξαφνικά αθρόες εισαγωγές προϊόντων. Επιπλέον, εμφανιζόταν ότι αγόραζαν από τις εικονικές off shore πωλήτριες εταιρίες εμπορεύματα αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ, το τίμημα των οποίων πλήρωναν με μετρητά, χωρίς την μεσολάβηση Τραπεζών και μάλιστα χωρίς πίστωση του τιμήματος, αμέσως με την συμφωνία της πώλησης. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι διέθεταν δεκάδες χιλιάδων μετρητών καθημερινά, τα οποία διακινούσαν χέρι με χέρι και μάλιστα για την εισαγωγή προϊόντων, τόσο χαμηλής αξίας, που το κόστος μεταφοράς τους και διακίνησής τους, όχι μόνο δεν τους απέφερε κέρδος, αλλά αντίθετα είχαν ζημία. Σημειώνεται επίσης, ότι όλες αυτές οι εισαγωγικές επιχειρήσεις των κατηγορουμένων είτε συστάθηκαν είτε δραστηριοποιήθηκαν (περίπτωση της ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ) με την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ (1-1-2007) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τους κατηγορούμενους το καθεστώς 42, σύμφωνα με το οποίο τα εισαγόμενα στην ΕΕ εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από τον ΦΠΑ. Σύμφωνα λοιπόν με όλη την ανωτέρω υποδομή που δημιούργησαν οι κατηγορούμενοι για την τέλεση κατ’ εξακολούθηση της πράξης της λαθρεμπορίας, προέβησαν στην υποτιμολόγηση εμπορευμάτων κατά την εισαγωγή τους από την Κίνα, τα οποία εισήχθησαν στην ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης με φορτηγά πλοία και για τα οποία κατατέθηκαν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές τα σχετικά τελωνειακά παραστατικά (ΤΙ και Διασαφήσεις). Ωστόσο, τα εμπορεύματα αυτά είχαν αξία μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στα συνοδευτικά τους έγγραφα και συνεπώς κατά τον εκτελωνισμό τους έγινε διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων που θα εισπράττονταν εάν δηλωνόταν η πραγματική τους αξία. Σε ορισμένα από αυτά, όπως αναφέρεται πιο κάτω, εκτός της υποτιμολόγησης, προέβησαν και σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή (λαθρεμπορία κατά την ενδοκοινοτική παράδοση), με συνέπεια τη διαφυγή καταβολής του Φ.Π.Α. που έπρεπε να καταβληθεί στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Οι σχετικές Διασαφήσεις Εισαγωγής κατατέθηκαν στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης και αφορούσαν εισαγωγές εμπορευμάτων (κλωστοϋφαντουργικά, υποδήματα κλπ.), καταγωγής Κίνας, οι οποίες έγιναν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους παρακάτω πίνακες του διατακτικού, τα εμπορευματοκιβώτια κατέφθαναν θαλασσίως στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια διαμετακομίζονταν με ΤΙ (δήλωση διαμετακόμισης) του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ. από το Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης (ως Τελωνείο του Λιμένα Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, όπου και εκτελωνίζονταν. Στο 90% των περιπτώσεων τα εμπορεύματα ετίθεντο σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από το Φ.Π.Α. (καθεστώς 42). Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς διαμετακόμισης χρησιμοποιήθηκε ως προπαρασκευαστικό στάδιο και ως μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων από το Τελωνείο Εισόδου (Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, για την αποφυγή των ελέγχων και της απόρριψης των αναγραφόμενων στα τιμολόγια εισαγωγής ιδιαίτερα χαμηλών αξιών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στα τελωνεία αυτά δεν υπήρχε ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου και επιπλέον στο Τελωνείο Αταλάντης είχαν τη βοήθεια της τελωνειακής υπαλλήλου Ζ. Π. - Σ., για την οποία οι αποδιδόμενες πράξεις της λαθρεμπορίας υπέπεσαν στην πενταετή παραγραφή και έπαψε οριστικά η εναντίον της ποινική δίωξη. Οι επιμέρους πράξεις των πιο πάνω προσώπων, ήτοι του 1ου, 2ου, 3ου, 4ου και 5ου των κατηγορουμένων (με τη σημείωση για τον 5° κατηγορούμενο πλην των έξη διασαφήσεων για τις οποίες κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη), από κοινού με κοινό δόλο, ως προς κάθε μια περίπτωση λαθρεμπορίας έχουν ως εξής: I. Υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήχθησαν από την Κίνα, κατά τον εκτελωνισμό με συνολικά 389 Διασαφήσεις Εισαγωγής εκ των οποίων: α) 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δεν αποτελούν αντικείμενο παράδοσης με απαλλαγή από Φ.Π.Α." (καθεστώς 40). Σημειώνεται ότι με το καθεστώς 40 ο εισαγωγέας καταβάλει όλους τους δασμούς και φόρους, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., και τα εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και φόρων (συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 329.085,62 ευρώ, β) 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων με απαλλαγή από τον ΦΠΑ για παράδοση σε άλλο κράτος - μέλος" (καθεστώς 42). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 42 ο εισαγωγέας καταβάλει στο Τελωνείο κατά την εισαγωγή τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις και απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α. με την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα θα αποσταλούν άμεσα σε άλλο Κράτος - Μέλος της ΕΕ, στο οποίο και αποδίδεται ο Φ.Π.Α. από την τελική παραλήπτρια επιχείρηση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και επιβαρύνσεων (πλην Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 929.248,09 ευρώ. II. Επιπλέον, σε 233 από τις ανωτέρω 342 εισαγωγές με το καθεστώς 42 τα εμπορεύματα δεν παρελήφθησαν από τις Βουλγαρικές επιχειρήσεις που αναγράφονται ως παραλήπτριες στα συνημμένα στις Διασαφήσεις φορολογικά στοιχεία, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί δεν καταβλήθηκε, με συνέπεια την απώλεια του τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράξη που συνιστά λαθρεμπορία. Κατόπιν επαναπροσδιορισμού των αξιών των εμπορευμάτων από τα αρμόδια Τελωνεία, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.224.794,19 €. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε και η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Για την πράξη αυτή όμως, που όπως προαναφέρθηκε δεν συνιστά από μόνη της λαθρεμπορία, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Περαιτέρω οι λοιπές πράξεις που προαναφέρθηκαν τελέσθηκαν από του ως άνω δράστες στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης. Β. Επίσης, στη Θεσσαλονίκη, στους χρόνους που αναφέρονται στον πιο κάτω πίνακα 4 του σκεπτικού, οι Γ. Ζ., Σ. (S.) Κ. (K.), Β. Κ.ς, Δ. Τ., Μ. Γ. και Χ. Σ. (εκτελωνιστής), όλοι υπό τις παραπάνω αναφερθείσες ιδιότητες, σε 164 περιπτώσεις εισαγωγών εμπορευμάτων, από αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, αποδείχθηκε η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο πού καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Οι ανωτέρω πράξεις τελέσθηκαν από τους πιο πάνω κατηγορούμενους στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης. Έτσι, μολονότι τα εμπορεύματα ουδέποτε μεταφέρθηκαν ή προσκομίσθηκαν στο Τελωνείο Αταλάντης ή σε χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό, ο εκτελωνιστής Χ. Σ. του Γ. προσκόμισε και κατέθεσε τα ΤΙ ταυτόχρονα μαζί με τις αντίστοιχες Διασαφήσεις Εισαγωγής στο Τελωνείο, ενώ η ελεγκτής Ζ. Π. - Σ. επαλήθευσε τα (μη προσκομισθέντα) εμπορεύματα θέτοντας την υπογραφή της στη θέση 8 "ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ" εκάστης Διασάφησης. Βάσει αυτής της πράξης επαλήθευσης οι υπάλληλοι του Τελωνείου Αταλάντης Ν. Τ. και Λ. Μ. (στα πλαίσια παραπλάνησης τους) θεώρησαν το αντίτυπο 5 των ΤΙ και βεβαίωσαν επί του αντιτύπου ότι τα εμπορεύματα προσκομίσθηκαν "καλώς" στο Τελωνείο Προορισμού (ένδειξη ΚΑΛΩΣ), περατώνοντας με τον τρόπο αυτό το καθεστώς διαμετακόμισης που αναλήφθηκε από τον Γ. Ζ. με την έκδοση των .... Οι ανωτέρω αναφερόμενοι κατηγορούμενοι προέβησαν στις συγκεκριμένες πράξεις εν γνώσει του γεγονότος της μη προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης, η δε επιλογή του Τελωνείου Αταλάντης, το οποίο ήταν μη μηχανογραφημένο τελωνείο, ήταν εξαρχής επινοημένη ως στοιχείο του σχεδίου διάπραξης της λαθρεμπορίας. Για την πράξη αυτή όμως, που όπως προαναφέρθηκε δεν συνιστά από μόνη της λαθρεμπορία, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Στους πίνακες του διατακτικού που ακολουθούν παρατίθενται αναλυτικά όλες οι πράξεις της λαθρεμπορίας, όπως κατηγοριοποιήθηκαν ανωτέρω. Συγκεκριμένα: Στον πίνακα 1 παρατίθενται οι 47 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι. Στον πίνακα 2 παρατίθενται οι 342 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και επιβαρύνσεις (πλην Φ.Π.Α.). Στον πίνακα 3 παρατίθενται αναλυτικά οι 232 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42 για την καταστρατήγηση του καθεστώτος 42, ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία. Στον πίνακα 4 παρατίθενται οι 164 πράξεις διαμετακόμισης (ΤΙ) αναφορικά με τη μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης (Τελωνείο Προορισμού), ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης του ΤΙ, ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης της αντίστοιχης Διασάφησης, που είναι και η ημερομηνία τέλεσης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση καθώς και οι δασμοί και φόροι που απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος και 5ος κατηγορούμενοι της πράξεως της λαθρεμπορίας με τη μορφή της υποτιμολόγησης και της μη καταβολής ΦΠΑ, όπως κατηγορούνται, με την ανωτέρω διευκρίνιση για τον 5° κατηγορούμενο (πλην των 6 διασαφήσεων για τις οποίες κηρύχθηκε απαράδεκτη η εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη) και να κηρυχθούν αθώοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι της πράξεως της λαθρεμπορίας με τη μορφή της μη προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται πιο κάτω, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τέλεσαν την πράξη της λαθρεμπορίας, όπως αυτή προσδιορίζεται ανά περίπτωση και για καθέναν εξ αυτών ως προς τα πραγματικά περιστατικά πιο κάτω. Συγκεκριμένα: Α) Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται στους πιο κάτω πίνακες 1, 2, 3 οι Γ. Ζ., εκτελωνιστής Θεσσαλονίκης, Σ. (S.) Κ. (K.), εισαγωγέας εμπορευμάτων, Β. Κ.ς, εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ", με έδρα τον Πειραιά, Δ. Τ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΤΑΛΛΙΟΝ ΜΟΝ. ΕΠΕ" με έδρα τις ... Μ. Γ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάρισης εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Γ. ΜΟΝ. ΕΠΕ" και τον διακριτικό τίτλο "JMKS LTD", στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης, κατά το χρονικό διάστημα από 27-2-2007 έως 5-10-2007, στην Ελληνική Επικράτεια, με πρόθεση, προέβησαν σε πράξεις που αποσκοπούσαν να στερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, προέβησαν στην υποτιμολόγηση εμπορευμάτων κατά την εισαγωγή τους από την Κίνα, τα οποία εισήχθησαν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης με φορτηγά πλοία και για τα οποία κατατέθηκαν στις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές τα σχετικά τελωνειακά παραστατικά (ΤΙ και Διασαφήσεις). Ωστόσο, τα εμπορεύματα αυτά είχαν αξία μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στα συνοδευτικά τους έγγραφα και συνεπώς κατά τον εκτελωνισμό τους έγινε διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων που θα εισπράττονταν εάν δηλωνόταν η πραγματική τους αξία. Σε ορισμένα από αυτά, όπως αναφέρεται πιο κάτω, εκτός της υποτιμολόγησης, προέβησαν και σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή (λαθρεμπορία κατά την ενδοκοινοτική παράδοση), με συνέπεια τη διαφυγή καταβολής του Φ.Π.Α. που έπρεπε να καταβληθεί στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.. Οι σχετικές Διασαφήσεις Εισαγωγής κατατέθηκαν στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης και αφορούσαν εισαγωγές εμπορευμάτων (κλωστοϋφαντουργικά, υποδήματα κλπ.), καταγωγής Κίνας, οι οποίες έγιναν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάσθηκαν, τα εμπορευματοκιβώτια κατέφθαναν θαλασσίως στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια διαμετακομίζονταν με ΤΙ (δήλωση διαμετακόμισης) του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ. από το Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης (ως Τελωνείο του Λιμένα Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, όπου και εκτελωνίζονταν, στο δε 90% των περιπτώσεων τα εμπορεύματα έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από το Φ.Π.Α. (καθεστώς 42). Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς διαμετακόμισης χρησιμοποιήθηκε ως προπαρασκευαστικό στάδιο και ως μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων από το Τελωνείο Εισόδου (Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, για την αποφυγή των ελέγχων και της απόρριψης των αναγραφόμενων στα τιμολόγια εισαγωγής ιδιαίτερα χαμηλών αξιών. Οι επιμέρους πράξεις των πιο πάνω προσώπων από κοινού με κοινό δόλο, ως προς κάθε μια περίπτωση λαθρεμπορίας έχουν ως εξής: Ι. Υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήχθησαν κυρίως από την Κίνα, κατά τον τελωνισμό με συνολικά 389 Διασαφήσεις Εισαγωγής εκ των οποίων: α) 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δεν αποτελούν αντικείμενο παράδοσης με απαλλαγή από Φ.Π.Α." (Καθεστώς 40). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 40 ο εισαγωγέας καταβάλει όλους τους δασμούς και φόρους, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., και τα εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και φόρων (συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 329.085,62 €. β) 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων με απαλλαγή από τον ΦΠΑ για παράδοση σε άλλο κράτος - μέλος" (Καθεστώς 42). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 42 ο εισαγωγέας καταβάλει στο Τελωνείο κατά την εισαγωγή τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις και απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α με την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα θα αποσταλούν άμεσα σε άλλο Κράτος - Μέλος της Ε.Ε., στο οποίο και αποδίδεται ο Φ.Π.Α. από την τελική παραλήπτρια επιχείρηση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και επιβαρύνσεων (πλην Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 929.284,09 €. ΙΙ. Επιπλέον, σε 233 από τις ανωτέρω 342 εισαγωγές με το Καθεστώς 42 τα εμπορεύματα δεν παρελήφθησαν από τις Βουλγαρικές επιχειρήσεις που αναγράφονται ως παραλήπτριες στα συνημμένα στις Διασαφήσεις φορολογικά στοιχεία, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί δεν καταβλήθηκε, με συνέπεια την απώλειά του τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν επαναπροσδιορισμού των αξιών των εμπορευμάτων από τα αρμόδια Τελωνεία, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.224.794,19 €. Διαπιστώθηκε η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Οι ανωτέρω πράξεις τελέσθηκαν από τους δράστες στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης (ΥΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ A’ I και II πράξεις). Στους Πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται αναλυτικά όλες οι πράξεις της λαθρεμπορίας, όπως κατηγοριοποιήθηκαν ανωτέρω. Συγκεκριμένα: Στον Πίνακα 1 παρατίθενται οι 47 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι. Στον Πίνακα 2 παρατίθενται οι 342 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και επιβαρύνσεις (πλην Φ.Π.Α.). Στον Πίνακα 3 παρατίθενται αναλυτικά οι 232 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42 για την καταστρατήγηση του καθεστώτος 42, ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία. Στον Πίνακα 4 παρατίθενται οι 164 πράξεις διαμετακόμισης (ΤΙ) αναφορικά με τη μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης (Τελωνείο Προορισμού), ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης του ΤΙ, ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης της αντίστοιχης Διασάφησης, που είναι και η ημερομηνία τέλεσης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση καθώς και οι δασμοί και φόροι που απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ... (ακολουθούν στο διατακτικό οι πίνακες 1, 2, 3 και 4)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά το περί της ενοχής των αναιρεσείοντων κατηγορουμένων κεφάλαιο αυτής, ως προς τις μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας, που αφορούν στις διασαφήσεις που διαλαμβάνονται στους πίνακες 1, 2 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση από κοινού, από την οποία οι διαφυγόντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 26 παρ. Ια, 27παρ. 1 ΠΚ, 155 παρ. 1 α-β, 2ζ, θ,157 παρ. 1 α, β και 160 του Ν. 2960/2001, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία, ώστε η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι έδρασαν στην τέλεση της ως άνω πράξεως με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της αποφάσεως, ενεργώντας μετά από συναπόφαση, προκειμένου να αποστερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ε.Ε. τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις για εμπορεύματα που εισήγοντο από την Κίνα, χρησιμοποιώντας ως τέχνασμα για την πραγμάτωση του σκοπού τους αυτού το καθεστώς [40] της υποτιμολόγησης ,ως και αυτό του [42], σύμφωνα με το οποίο τα εισαγόμενα στην Ε.Ε. εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από τον ΦΠΑ, όπου κατά τις παραδοχές της αποφάσεως δεν εξήχθησαν. Προσδιορίζεται επίσης ο χρόνος τέλεσης των μερικοτέρων πράξεων. Το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση για τις ως άνω μερικότερες πράξεις, αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατ’ είδος στο προοίμιο του σκεπτικού μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, κατά το μέρος δε που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως με τα δικόγραφα των αναιρέσεων από τους άνω αναιρεσείοντες Μ. Γ., Γ. Ζ. και Σ. Κ., ως και ο πρώτος και τρίτος λόγοι, που προβλήθηκαν με το από 6-8-2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων από τον Γ. Ζ., καθώς και ο υπό στοιχ. 1β επικαλούμενος λόγος από τον τελευταίο με το από 12-8-2015 έτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οι οποίοι λόγοι αναφέρονται στην κατάφαση της ενοχής τους για τις ως άνω μερικότερες πράξεις που διαλαμβάνονται στους 1, 2 και 3 πίνακες του διατακτικού, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όμως, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, στέρησε στην προσβαλλόμενη απόφασή του από την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κατάφαση της ενοχής των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για τις άλλες μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας που αφορούν στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, καθόσον έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ του αιτιολογικού (σκεπτικού) και του διατακτικού και συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό καταλήγει ότι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για τις πράξεις αυτές και στο διατακτικό στην αρχή τους κηρύσσει, επίσης, αθώους, στο τέλος, στο διατακτικό, διαλαμβάνει στις πράξεις για τις οποίες τους καταδίκασε και τις εν λόγω πράξεις, με συνέπεια, να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Επομένως, ως προς τις μερικότερες αυτές πράξεις που διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως με τον πρώτο λόγο των δικογράφων των αιτήσεων αναιρέσεως από τους αναιρεσείοντες, ως και με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των από 12-8-2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Γ. Ζ., είναι βάσιμοι και κατ’ ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη των αναιρεσειόντων για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού. Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/1996 και η παράγραφος 3 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του Ν.3346/2005, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’ , 370 στοιχ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., όπως η τελευταία ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση, σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει, μετά την αναίρεση της αποφάσεως που προσβάλλεται, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτή ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και περιέχεται σ’ αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 του Κ.Ποιν.Δ., ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος κρίθηκε βάσιμος (Α.Π. 324/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, ορισμένες από τις ως άνω μερικότερες πράξεις λαθρεμορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που κατά τα προαναφερθέντα είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα αυτές που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, αφού από του χρόνου της τελέσεώς τους μέχρι τη διάσκεψη και την έκδοση και δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και εξαλείφθηκε το αξιόποινό τους. Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσείοντων κατηγορουμένων για τις εν λόγω μερικότερες πράξεις λόγω παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου τους και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 160 παρ.1 και 2 του Ν. 2960/2001 για τον "Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα", που ισχύει κατά το άρθρο 185 αυτού από 1-1-2002 και έκτοτε καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1165/1918 (άρθρ. 184 παρ. 1α Ν. 2960/2001), "σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται . ... Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση των κατά το παρόν άρθρο αντικειμένων λαθρεμπορίας, επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική ίση με την αξία CIF αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλόμενης κατά τον παρόντα Κώδικα". Οι διατάξεις αυτές του "Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή, χωρίς προσαυξήσεις και οι οποίες είναι επιεικέστερες από εκείνες του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα, προϋποθέτουν για την επιβολή της χρηματικής ποινής να έχει καταστεί αδύνατη η δήμευση των αντικειμένων λαθρεμπορίας. Έτσι, για να επιβληθεί η ως άνω χρηματική ποινή σε περίπτωση καταδίκης για λαθρεμπορία, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, να βεβαιώνεται με ειδική σκέψη σ’ αυτήν ότι η δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας κατέστη αδύνατη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στους αναιρεσείοντες για την πράξη της λαθρεμπορίας και χρηματική ποινή χωρίς όμως να γίνεται μνεία ή να βεβαιώνεται στην αιτιολογία, όπως θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν κατέστη δυνατόν να δημευθούν τα εμπορεύματα που ήσαν αντικείμενο της λαθρεμπορίας και ότι για το λόγο αυτό επιβάλλεται η χρηματική ποινή. Επιπλέον δεν αναφέρεται καθόλου πως προέκυψε το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε και ειδικότερα αν τα ποσά των χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν σε καθένα εκ των κατηγορουμένων αντιστοιχούν στην αξία CIF των εμπορευμάτων της λαθρεμπορίας (Α.Π. 129/2009, Α.Π. 1086/2014). Επομένως, ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επέβαλε τις χρηματικές ποινές, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τις βάσιμες περί τούτου αιτιάσεις που περιέχονται στον τελευταίο με αριθμό 8 λόγο των κρινόμενων αναιρέσεων των ως άνω αναιρεσειόντων, αλλά και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 160 του Ν. 2960/2001, όπως βάσιμα επικαλείται με τον δεύτερο λόγο του από 12-8-2015 δικογράφου προσθέτων λόγων ο αναιρεσείων Γ. Ζ.. Συνεπώς, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358 και 364 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 παρ. δ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για το σχηματισμό της κρίσης περί ενοχής του κατηγορουμένου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Όμως, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου (Α.Π.416/2015, Α.Π.196/2015, Α.Π.146/2015). Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, στα οποία όμως πρέπει να προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Δηλαδή, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου που αναγνώστηκε είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και ότι έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει, κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του αναγνωσθέντος εγγράφου. Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του κατηγορουμένου έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζονται και οι αρχές της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του ίδιου κώδικα λόγους αναιρέσεως, αφού έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το κάθε αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 857/2014, Α.Π.686/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα έγγραφα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, αναφέρονται και τα με αρ. 85 (οκτώ σελίδες με πίνακες, αποδείξεις, διασαφήσεις, ποσά), με αρ. 86 (πρόχειρο σχεδιάγραμμα απ’ όπου προκύπτει η σχέση του Ζ. με τις παρεμβαλλόμενες εταιρίες), με αρ. 46 (αντίγραφο διασάφησης), με αρ. 55 (συμβολαιογραφικά πιστοποιητικά σε πρωτότυπο και σε μετάφραση), με αρ.18 (ένας σκληρόδετος μπλε φάκελος με προσκομιζόμενα από το 2ο κατηγορούμενο Σ. Κ. με αναγνωστέα τα αναφερόμενα σε αυτόν). Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως των ως άνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των ως άνω εγγράφων, αφού με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά στους αναιρεσείοντες, τον δε μπλε φάκελο με έγγραφα είχε προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων Σ. Κ., οπότε οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά κατ’ άρθρον 358 του Κ.Ποιν.Δ., ενόψει μάλιστα του ότι η δυνατότητά τους αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρονται τα έγγραφα αυτά στα πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου. Ακόμη, από τα πρακτικά του Εφετείου προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν καμμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων (Α.Π. 857/2014, Α.Π.1290/2013). Επομένως, ενόψει τούτων, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες με τα δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως και με αριθμό 7 λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της προφορικότητας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, ο εκ των αναιρεσειόντων Γ. Ζ., με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των από 6-8-2015 προσθέτων λόγων, παραπονείται ότι υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, διότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη για την καταδικαστική του κρίση έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και δη ότι έλαβε υπόψη του 4 πίνακες υπολογισμού διαφυγόντων δασμών και φόρων για εμπορεύματα που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, ήτοι τους πίνακες 1, 2, 3 και 4 και ότι σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει η ταυτότητα των πινάκων. Όμως, οι πίνακες αυτοί είναι στοιχείο του κατηγορητηρίου και ήσαν γνωστά έγγραφα ως και το περιεχόμενό τους στον ως άνω αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και στον παρασταθέντα συνήγορό του, και ως εκ τούτου μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. απορρέοντα δικαιώματά του και δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα υπεράσπισής του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ προβαλλόμενος με το δικόγραφο των από 6-8-2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Γ. Ζ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, είναι αβάσιμος και ο έτερος λόγος που προβάλλει ο ίδιος αναιρεσείων Γ. Ζ. με το από 12-8-2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων για απόλυτη ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιώμενος ότι δεν περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα οι 47 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, οι 342 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, οι 232 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, και οι 164 πράξεις διαμετακόμισης ΤΙ, τα οποία έγγραφα έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση. Όμως, τα ως άνω έγγραφα περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως και επομένως ήσαν γνωστά στον αναιρεσείοντα και μπορούσε να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαώματά του. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος από τον ως άνω αναιρεσείοντα Γ. Ζ. με το από 12-8-2015 δικόγραφο πρόσθετων λόγων δεύτερος λόγος αναιρέσεως, υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση, με τον οποίο παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αβάσιμη είναι και η μερικότερη αιτίαση του ίδιου ως άνω αναιρεσείοντος Γ. Ζ., η οποία προβάλλεται υπό στοιχείο 1α με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των από 12-8- 2015 προσθέτων λόγων, για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής, αιτιώμενος ότι ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παράσταση πολιτικής αγωγής, χωρίς επιφύλαξη και ζήτησε να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 10.000 ευρώ από καθένα των κατηγορουμένων και τελικά το δικαστήριο υποχρέωσε καθένα των κατηγορουμένων να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση σ’ αυτό το ποσό των 500 ευρώ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής με επιφύλαξη και υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι, να καταβάλει ο καθένας εξ αυτών το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 500 ευρώ. Όμως, η δήλωση αυτή της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουδεμία έννομη συνέπεια έχει και δεν παράγεται εξ αυτού του λόγου ακυρότητα, αφού η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό (Α.Π. 315/2013). Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος με το δικόγραφο των από 12-8-2015 προσθέτων λόγων του Γ. Ζ. τρίτος λόγος αναιρέσεως, υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Β. Κ. του Ν., με την κρινόμενη αναίρεσή του, εκτός από τους λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οι οποίοι είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι όπως προαναφέρθηκε, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και διότι δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μεταμέλειας. Πράγματι, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά τον σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά την απόρριψή του (Α.Π. 460/2014, Α.Π. 1289/2013). Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ του Π.Κ., θεωρείται και η περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος του ως άνω αναιρεσείοντος Β. Κ., αφού έλαβε το λόγο και ανέπτυξε την υπεράσπισή του ζήτησε την απαλλαγή του και σε περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου είναι καταδικαστική, υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά, να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (82 παρ. 2 περ. ε Π.Κ.) και όχι αυτό της ειλικρινούς μετάνοιας, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, είναι προεχόντως αόριστος και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει και ως εκ περισσού τον απέρριψε με την απαιτούμενη αιτιολογία. Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος αναιρέσεως που προβάλλει ο ως άνω αναιρεσείων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ. "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. ... Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προεκλήθη από αυτή (Α.Π. 196/2015, Α.Π. 933/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ίδιος ως άνω αναιρεσείων Β. Κ., με την κρινόμενη αναίρεση του, υποστηρίζει ότι με την καταδίκη του παραβιάστηκε το δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 67/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία αθωώθηκε συγκατηγορούμενός του για τις έξι (6) περιπτώσεις που ο ίδιος καταδικάσθηκε. Όμως, η ως άνω υπ’ αριθμ. 67/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας που επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν αφορά τον ίδιο, αλλά το συγκατηγορούμενό του Μ. Γ. και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπου και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραβίασης δεδικασμένου. Επομένως και ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως από τον άνω αναιρεσείοντα για παραβίαση δεδικασμένου είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αναιρέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορούμενων Γ. Ζ. (1ου), Σ. (S.) Κ. (K.) (2ου), Β. Κ. (4ου) και Μ. Γ. (5ου), κατά τους λόγους τους που κρίθηκαν βάσιμοι, να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη των ως άνω αναιρεσειόντων για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των ως άνω αναιρεσείοντων κατηγορουμένων για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αναιρέσεις μετά των προσθέτων λόγων. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 469 του Κ.Ποιν.Δ., "αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται, σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. ... Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του Εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του". Από τη διάταξη αυτή, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, προκύπτει ότι προϋπόθεση εφαρμογής της είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που εδικαιούτο να ασκήσει αυτό και να μην κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μη αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απερρίφθη ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, και εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση εκείνου που το άσκησε, ωφελούνται και οι συμπαραπεμφθέντες ή συγκαταδικασθέντες, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους και όχι για λόγους που αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοι του τρίτου αναιρεσείοντος Δ. Τ. για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και οι λόγοι των αναιρέσεών τους που έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στα πρόσωπά τους, πρέπει να επεκταθεί το αποτέλεσμα των αναιρέσεών τους και στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα Δ. Τ., με τον οποίο καταδικάστηκαν ως συναυτουργοί που από κοινού τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση και του οποίου η ασκηθείσα αναίρεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη και να αναιρεθεί και ως προς αυτόν κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη του για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, να παύσει και γι’ αυτόν οριστικά η ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2007 έως 10-8-2007, να παραπεμφθεί και γι’ αυτόν η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και να αναιρεθεί και γι’ αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε σ’ αυτόν χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-2-2015 αίτηση - δήλωσή του τρίτου αναιρεσείοντος Δ. Τ. για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015. Και Καταδικάζει τον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την αναίρεσή του, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Δέχεται κατά ένα μέρος τις από 10-2-2015 αιτήσεις - δηλώσεις του πρώτου αναιρεσείοντος Γ. Ζ., του δεύτερου αναιρεσείοντος Σ. (S.) Κ. (K.), του πέμπτου αναιρεσείοντος Μ. Γ., οι οποίες επιδόθηκαν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015 και την από 11-2-2015 αίτηση - δήλωση του τέταρτου αναιρεσείοντος Β. Κ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-2-2015, για αναίρεση της 2883/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αναιρεί κατά ένα μέρος την 2883/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά καταδίκη των ως άνω αναιρεσειόντων για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Αναιρεί την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και παραπέμπει την υπόθεση και κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Επεκτείνει το αποτέλεσμα των αναιρέσεων των πρώτου, δεύτερου, τέταρτου και πέμπτου των αναιρεσειόντων και στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα Δ. Τ. και αναιρεί και ως προς αυτόν κατά ένα μέρος την προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη του για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, παύει οριστικά και γι’ αυτόν την ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, παραπέμπει και γι’ αυτόν την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και αναιρεί και γι’ αυτόν την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που του επέβαλε χρηματική ποινή και παραπέμπει και γι’ αυτόν κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση από κοινού για μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας και ως προς τη χρηματική ποινή που επέβαλε λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Παύση οριστικά ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής για ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας. Πότε παραβιάζεται η προφορικότητα της διαδικασίας και η δημοσιότητα της διαδικασίας από την ανάγνωση εγγράφων που δεν προσδιορίζονται με απόλυτη ακρίβεια στα πρακτικά συνεδριάσεως. Η πολιτική αγωγή κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή απ' αυτό. Το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως. Δεν υπάρχει δεδικασμένο από ποινική απόφαση όταν δεν υπάρχει και ταυτότητα προσώπου που τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Επεκτατικό αποτέλεσμα των αναιρέσεων των συναυτουργών και στον συναυτουργό τους που η αναίρεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Λαθρεμπορία, Δεδικασμένο.
1
Αριθμός 804/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Iωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Ζ. του Β., κατίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 2886/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Θ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7 Οκτωβρίου 2013 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 455/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠΔ, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Επίσης, κατά το άρθρο 514 ΚΠΔ, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, η αίτησή του απορρίπτεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από νόμιμα διορισμένο συνήγορο κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, καίτοι κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και ο αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 4/1996). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την δίκη στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου επιτρέπεται, μετά από αίτημα διαδίκου ή του εισαγγελέα, να αναβληθεί η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μία μόνο φορά και σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς νέα κλήτευση, έστω και αν αυτοί δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση με την απόφαση 2886/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο κατηγορούμενος, Σ. Ζ. του Β., κηρύχτηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε' ΚΠΔ για κακουργηματική απάτη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε την από 24/9/2013 αναίρεση με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-10-2013. Όπως προκύπτει από τα από 14-8-2014 και από 1-9-2014 αποδεικτικά επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, Λ. Χ., που υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας, ο αναιρεσείων είχε κλητευθεί, με επίδοση, κατά το άρθρο 155 παρ. 2 εδ. β', γ' και δ' ΚΠΔ, προς τον ίδιο και προς τον δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Νινόπουλο, ως νόμιμα διορισμένο αντίκλητο του, αντίστοιχα, της υπ'αριθμ. 455/5-6-2014 κλήση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί με συνήγορο για την αρχική δικάσιμο της 12/12/2014, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο της 8/5/2015, με την απόφαση 1316/2014 του παρόντος δικαστηρίου, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου του αναιρεσείοντος, το οποίο κρίθηκε ότι συνιστά εξαιρετική περίπτωση για τη χορήγηση αναβολής. Κατά την παρούσα μετ' αναβολή συζήτηση και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε με συνήγορο, ούτε εκπροσωπήθηκε από νόμιμα διορισμένο συνήγορο. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, αφού ερημοδικεί ο αναιρεσείων, παρότι αυτός είχε κλητευθεί νόμιμα κατά την αναβλητική συζήτηση και όφειλε να εμφανιστεί και να παραστεί στη μετ' αναβολή συζήτηση χωρίς νέα κλήτευση. Επίσης πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Τέλος, σημειώνεται ότι κατά την αναβλητική συζήτηση είχε κληθεί νόμιμα και η πολιτικώς ενάγουσα, Ε. Θ., (στην οποία επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ) και η οποία δεν παρέστη κατά τη μετ' αναβολή συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-9-2013 αίτηση - δήλωση του Σ. Ζ. του Β., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-10-2013, για αναίρεση της απόφασης 2886/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης καταδικαστικής μετά από αναβολή της αρχικής συζήτησης με αίτημα του αναίρεσείοντος σε νέα ρητή δικάσιμο, κατά την οποία αυτός όφειλε να εμφανιστεί χωρίς νέα κλήτευση. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, αφού ερημοδικεί ο αναιρεσείων, καίτοι κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο. Απουσία πολιτικώς ενάγουσας, η οποία είχε επίσης κληθεί νόμιμα κατά την αναβλητική συζήτηση.
Αποδεικτικά μέσα
Αναιρέσεως απόρριψη, Αποδεικτικά μέσα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 805/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο-Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ.6097/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2014, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1094/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠΔ, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Επίσης, κατά το άρθρο 514 ΚΠΔ, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, η αίτησή του απορρίπτεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από νόμιμα διορισμένο συνήγορο κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, καίτοι κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και αυτός καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 15-12-2014 δύο αποδεικτικά επίδοσης, το πρώτο του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Β. Κ., και το δεύτερο της δικαστικής επιμελήτριας στην ίδια εισαγγελία, Ο. Χ., έχει επιδοθεί με θυροκόλληση, κατά το άρθρο 155 παρ. 2 εδ. β’ , γ’ και δ’ ΚΠΔ, προς τον αναιρεσείοντα, Δ. Κ. του Ε., και προς τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Διομήδη Ιατρόπουλο, ως νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, αντίστοιχα, η 1094/9-12-2014 κλήση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τον αναιρεσείοντα, για να παραστεί με συνήγορο στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της κρινόμενης από 30-10-2014 αίτησης αναίρεσης την προαναφερόμενη δικάσιμο της 8/5/2015. Κατά την εκφώνηση δε της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από νόμιμα διορισμένο συνήγορο. Επομένως και αφού ο αναιρεσείων κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-10-2014 αίτηση του Δ. Κ. του Ε. για αναίρεση της απόφασης 6097/2014 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συζήτηση αίτησης αναίρεσης ερήμην του αναιρεσείοντος, ο οποίος κλήθηκε νόμιμα. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης και καταδικάζεται ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
1
Αριθμός 803/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβρια), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Α. του Μ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 24/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Περικλή Αγγέλου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Φεβρουαρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 832/2014. Αφού άκουσε Τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠΔ, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Επίσης, κατά το άρθρο 514 ΚΠΔ, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, η αίτηση του απορρίπτεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από νόμιμα διορισμένο συνήγορο κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, καίτοι κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και ο αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 4/1996) Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 17-12-2014 αποδεικτικό επίδοσης, με παράδοση σε σύνοικο (σύζυγο) του αναιρεσείοντος κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, της δικαστικής επιμελήτριας του Ειρηνοδικείου Νεμέας, Σ. Σ., ο αναιρεσείων Κ. Α. του Μ. κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την 832/10-10-2014 κλήση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να παραστεί με συνήγορο στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στο προεισαγωγικό της απόφασης (24-4-2015) και να υποστηρίξει την από 12-2-2014 αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης 24/2014 του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Επομένως και αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε με συνήγορο, ούτε εκπροσωπήθηκε από νόμιμα διορισμένο συνήγορο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου την προαναφερόμενη δικάσιμο, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Επίσης πρέπει να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παραστάθηκε νόμιμα κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-2-2014 αίτηση αναίρεσης του Κ. Α. του Μ. κατά της απόφασης 24/2014 του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, για την οποία συντάχτηκε η 27/12-2-2014 έκθεση αναίρεσης του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Ναυπλίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Και Υποχρεώνει τον αναιρεσείοντα να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης ερήμην του αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε κληθεί νόμιμα με επίδοση της σχετικής κλήσης σε σύνοικο. Καταδίκη αυτού στα ποινικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε νόμιμα στην αναιρετική δίκη
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 776/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Βρυνιώτη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου και Γεώργιο Χοϊμέ - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιουλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Α. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 677/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 1173/9-2-2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 232/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο αυτής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1, 2, 3 και 4 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 20 παρ.1 ν. 3904/2010, 33 παρ.5 ν. 4055/2012 και 93 παρ.4 ν.4139/2013, "1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή. 4. Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι τρεις φορές. Κατά τη διακοπή της συνεδρίασης ο πρόεδρος κατανέμει τις μη εκδικασθείσες υποθέσεις του πινακίου στις επόμενες μετά τη διακοπή συνεδριάσεις". Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου και το οποίο δεν μπόρεσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανέναν τρόπο. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Η αιτιολογία αυτή απαιτείται και για την παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να εμφανιστεί στο δικαστήριο (άρθρο 349 ΚΠοινΔ), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αλλιώς το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο αόριστο αυτό αίτημα. Ειδικότερα, η απαιτούμενη, κατά το άρθρο. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει, όπως προαναφέρθηκε, τον από το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ.. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αίτησης του κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης, κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της κατ’ έφεση δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε από το Τριμελές Εφετείο Θράκης, το οποίο δίκασε επί εφέσεων του κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του Κ. Κ., η προσβαλλόμενη 677/2014 απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε μηνών που αναστάλθηκε επί τριετία, προκύπτει ότι στη συνεδρίαση του της 17-9-2014, μετά από διακοπή από τη συνεδρίαση της 16-9-2014, όταν εκφωνήθηκε το όνομα του κατηγορουμένου, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε. Στα ίδια πρακτικά έχουν καταχωριστεί και τα εξής: " Κατόπιν εμφανίστηκε ο Χρυσόστομος Βελάκης του Νικολάου του Δ.Σ. Καβάλας, συνήγορος αμφότερων των κατηγορουμένων, ο οποίος δήλωσε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) είναι ασθενής, δεν μπορεί να προσέλθει σήμερα στο Δικαστήριο και για το λόγο αυτό ζητεί την αναβολή της δίκης, καθόσον ο εντολέας του επιθυμεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Προσκόμισε δε την από 17-9-2014 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος Κίνησης Ασθενών του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας, μετά των συνημμένων παραπεμπτικών για εξετάσεις του ιδιώτη ιατρού Π. Α., και πρότεινε την εξέταση της μάρτυρα Μ. Α., συζύγου του πρώτου κατηγορούμενου". Στη συνέχεια, εξεταζόμενη, ενόρκως, η μάρτυρας αυτή κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, τα εξής: "Ο σύζυγος μου εισήχθη εσπευσμένα χθες στο νοσοκομείο λόγω έντονου πόνου...". Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, ύστερα και από ανάγνωση των εγγράφων που προσκόμισε ο εν λόγω συνήγορος, με παρεμπίπτουσα απόφαση του, μετά από σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία: "...η ένδικη υπόθεση έχει ήδη αναβληθεί κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ για τη σημερινή δικάσιμο από τη δικάσιμο της 5-2-2014. Από τα προσκομιζόμενα δε από το συνήγορο του πρώτου κατηγορουμένου έγγραφα, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα, συζύγου του πρώτου κατηγορουμένου, προκύπτει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και είχε ήδη προγραμματίσει αιματολογικές, βιοχημικές και μικροβιολογικές εξετάσεις( βλ. παραπεμπτικά από 15-9-2014) πρόκειται να εισαχθεί στο Παθολογικό Τμήμα του ΓΝ Καβάλας, σύμφωνα με τη σχετική από 16-9-2014 βεβαίωση του τμήματος κίνησης ασθενών του ως άνω νοσοκομείου. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προέκυψε αν τελικά αυτή η εισαγωγή πραγματοποιήθηκε, ποιος ο λόγος αυτής και πόσες οι πιθανές ημέρες νοσηλείας του πρώτου κατηγορουμένου. Επομένως...δεν αποδείχθηκε σοβαρός λόγος υγείας που εμποδίζει τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί στο Δικαστήριο και το σχετικό αίτημα αναβολής της δίκης κρίνεται αβάσιμο και απορριπτέο...". Η αιτιολογία, όμως, αυτή της παραπάνω παρεμπίπτουσας απόφασης, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής του αναιρεσείοντος που υποβλήθηκε νόμιμα, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, διότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική του κρίση. Ειδικότερα, δεν συνεκτίμησε την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία κατέθεσε ότι ο αναιρεσείων νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, αφού δέχτηκε ότι "...από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε αν τελικά αυτή η εισαγωγή πραγματοποιήθηκε...", ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αναφέρονται περιστατικά που να καθιστούν χωρίς αποδεικτική αξία την κατάθεση της μάρτυρος αυτής. Επίσης, το δικαστήριο, χωρίς να προσδιορίζει την ασθένεια από την οποία πάσχει ο κατηγορούμενος, δεχόμενο, πάντως, ότι "...αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας...", δεν εξηγεί πως, παρόλα αυτά, δικαιολογείται η κρίση του ότι αυτή (ασθένεια) δεν είναι τέτοια που να τον εμποδίζει να εμφανιστεί στο δικαστήριο, με την επισήμανση ότι δεν μνημονεύεται στην ίδια απόφαση κάποιο άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο για την κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος. Επίσης, προκύπτουν και αμφιβολίες για το αν λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε η πιο πάνω, από 17-9-2014, ιατρική βεβαίωση, το περιεχόμενο της οποίας δεν παρατίθεται, έστω συνοπτικά, ενόψει του ότι στο σκεπτικό αναγράφεται ότι αναγνώστηκε ιατρική βεβαίωση με ημερομηνία 16-9-2014. Το γεγονός, τέλος, ότι η υπόθεση είχε εισαχθεί στο δικαστήριο μετά από αναβολή από τη δικάσιμο της 5-2-2014, χωρίς μάλιστα να εξειδικεύεται ο λόγος της αναβολής και κυρίως αν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του) που περιλαμβάνεται στην κρινόμενη αίτηση και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης. Στη συνέχεια, πρέπει να αναιρεθεί η ίδια απόφαση και κατά το μέρος που εκδίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, καθόσον, δεχόμενο την έφεση από τυπική άποψη και κρίνοντας ένοχο τον κατηγορούμενο, τον οποίο καταδίκασε στην προαναφερόμενη ποινή φυλάκισης για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη, παρά το ότι δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής που είχε υποβληθεί, υπερέβη την εξουσία του, κατά παραδοχή και του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ πρώτου λόγου (κατά το δεύτερο σκέλος του). Μετά από αυτά και αφού παρέλκει η έρευνα του δεύτερου (και τελευταίου) λόγου αναίρεσης, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί, κατά το άρθρο 519 του ίδιου Κώδικα, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 677/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουλίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) (εσφαλμένη απόρριψη αιτήματος κατ/νου εκκαλούντος για αναβολή της δίκης) - Αναιρεί . β) (ανθρωποκτονία από αμέλεια – ιατρική ευθύνη- απόρριψη αναίρεσης ιατρού για παραβίαση αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠοινΔ). γ) ( ανυποστήρικτη αίτηση αναίρεσης – Απόρριψη). δ) (πλαστογραφία με χρήση- απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατηγορουμένου για παραβίαση αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β και Δ ΚΠοινΔ) ε) (απόρριψη αναίρεσης για το ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε αίτημα αναβολής κατ/νου- άρθρ. 510 551 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ).
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αμέλεια, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 773/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου και Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Γ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.4274/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 14/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3904/2010, και του άρθρου 501 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης, όταν δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεση του για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγους ανώτερης βίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή την απαλλακτική απόφαση, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους απόκειται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτημα αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, για σοβαρούς λόγους υγείας του κατηγορουμένου ή για λόγο ανώτερης βίας, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, παρότι η παραδοχή ή η απόρριψη της σχετικής αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Πρέπει, δηλαδή, αυτή να διαλαμβάνει στο αιτιολογικό της : α) τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να διαμορφώσει τη σχετική (απορριπτική) κρίση του, β) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που προέκυψαν από την ακροατηριακή διαδικασία, στα οποία θεμελιώθηκε η αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής και γ) τις νομικές σκέψεις που αιτιολογούν τη δικανική πεποίθηση ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν αποτελεί νόμιμο και βάσιμο λόγο αναβολής της δίκης (σοβαρή ασθένεια του κατηγορουμένου ή γεγονός ανώτερης βίας) και την αντίστοιχη απορριπτική κρίση του δικαστηρίου για το αίτημα αναβολής (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφαση του, η οποία εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη 4274/2013 οριστική απόφαση του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με αυτή (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ), απέρριψε αίτημα του απολιπόμενου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Ι. Γ., για αναβολή της δίκης κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, λόγω ασθενείας του, που υποβλήθηκε από τον Ι. Ρ., ο οποίος εμφανίστηκε (και ενήργησε) ως άγγελος του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά, ο τελευταίος δήλωσε και κατέθεσε ότι "ο κατηγορούμενος είναι άρρωστος. Τον είδα την Κυριακή και είχε πυρετό. Με πήρε τηλέφωνο η σύζυγος του και μου ζήτησε να έρθω ενώπιον σας και να ζητήσω μια σύντομη αναβολή.". Συγχρόνως αυτός προσκόμισε την από 14-12-2013 βεβαίωση του Κέντρου Υγείας Ν. ..., η οποία αναγνώστηκε από τον πρόεδρο δημόσια στο ακροατήριο και, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, έχει το εξής περιεχόμενο "Βεβαιώνεται ότι ο Γ. Ι. προσήλθε στο Κέντρο Υγείας Ν. ... στις 14-12-2013, όπου εξετάστηκε και βρέθηκε ότι πάσχει από εμπύρετη λοίμωξη Ανωτέρω Αναπνευστικού -Πνευμονία και συνιστάται να παραμείνει κλινήρης για διάστημα τουλάχιστον 10 ημερών από 14-12-2013 έως 23-12-2013.". . Ακολούθους, το Εφετείο, αφού απέρριψε το αίτημα αναβολής, διέκοψε τη δίκη για την επόμενη ημέρα (18-12-2013), οπότε προχώρησε στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον συνήγορο του, Αθανάσιο Ζαχαριάδη και ο οποίος κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοχτώ μηνών και σε συνολική χρηματική ποινή 4.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 71 παρ. 3-1 ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 ν. 2145/1993 και για παράβαση του άρθρου 28 παρ. Ια ν. 1650/1986 (με πρόθεση μεταβολή της χρήσης δημόσιας δασικής έκτασης και με πρόθεση πρόκληση ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, αντίστοιχα). Η αιτιολογία της παρεμπίπτουσας απόφασης, που απέρριψε το αίτημα αναβολής, έχει, κατά λέξη, ως εξής : "ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 349 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, το Δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από το άνω αναγνωσθέν έγγραφο, δηλαδή την από 14-12-2013 βεβαίωση του Κέντρου Υγείας Ν. ..., και την κατάθεση του άνω μάρτυρα, ο οποίος και το προσκόμισε, δεν προέκυψε ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης και, επομένως, το αίτημα αναβολής της προκειμένης υποθέσεως πρέπει να απορριφθεί, διακοπεί δε η δίκη για την επόμενη ημέρα 18-12-2013 και ώρα 09.00, προκειμένου να προσέλθει ο κατηγορούμενος ή εκπροσωπηθεί από συνήγορο ώστε να διεξαχθεί η δίκη.". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του Συντ. και του ΚΠΔ, επειδή : α) δεν γίνεται σ’ αυτή καμία αναφορά σε πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, που προέκυψαν από την ακροατήριακή διαδικασία και διαμόρφωσαν την κρίση του δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, β) δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο του λόγου, για τον οποίο ζητήθηκε η αναβολή, ούτε το περιεχόμενο της ιατρικής βεβαίωσης και της μαρτυρικής κατάθεσης, ούτε προκύπτει με σαφήνεια αν το δικαστήριο θεώρησε την επικαλούμενη ασθένεια ως πραγματική ή ως προσχηματική και γ) δεν εξηγεί και δεν αιτιολογεί με συγκεκριμένες σκέψεις τη δικανική πεποίθηση, ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα (ιατρική βεβαίωση και μαρτυρική κατάθεση) δεν προέκυψαν σοβαροί λόγοι υγείας του κατηγορουμένου για την αναβολή της δίκης, χωρίς μάλιστα να μνημονεύεται σ’ αυτή (παρεμπίπτουσα απόφαση) οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο ή στοιχείο, που να αντικρούει τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και να δικαιολογεί την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Η δε έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας δεν αναπληρώνεται από τη δυνατότητα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο υπεράσπισης κατά την έκδοση της παρεμπίπτουσας απόφασης, ούτε από το γεγονός της εκπροσώπησης αυτού από συνήγορο κατά την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, αφού, ο κατηγορούμενος έχει από τα άρθρα 20 του Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ αναφαίρετο δικαίωμα για εμφάνιση και αυτοπρόσωπη υπεράσπιση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Επόμενους, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, και πρέπει - η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί ως προς την απορριπτική διάταξη του αιτήματος αναβολής. Ακολούθως πρέπει αυτή να αναιρεθεί και ως προς την καταδικαστική της διάταξη, επειδή το Εφετείο, προχωρώντας στην ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης και αποφασίζοντας για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς προηγουμένως να έχει απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής της δίκης, υπέπεσε σε (θετική) υπέρβαση της εξουσίας του, όπως επίσης βάσιμα προβάλλεται με τον σχετικό δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης (για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς τον χρόνο τέλεσης των πράξεων, που μπορεί να ασκεί έννομη επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής). Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από δικαστές, που δεν μετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την απόφαση 4274/2013 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές που δεν μετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια και όροι ειδικής αιτιολογίας παρεμπίπτουσας απόφασης, που απορρίπτει αίτημα κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης. Υπέρβαση (θετική) εξουσίας από την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση απόφασης για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να έχει προηγουμένως απορριφθεί αιτιολογημένα το αίτημά του για αναβολή της δίκης. Η έλλειψη της αιτιολογίας δεν αναπληρώνεται από τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να εκπροσωπηθεί στο δικαστήριο από συνήγορο, επειδή θίγεται το δικαίωμά του από τα άρθρα 20 του Σ. και 6 της ΕΣΔΑ, για εμφάνιση και αυτοπρόσωπη υπεράσπιση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
1
Αριθμός 770/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά) - Εισηγητή, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Θ. Α. του Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Πυρπυρή, για αναίρεση της υπ’ αριθ.4783/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 874/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α του ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002 και όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη (7.8.2007), πριν, δηλαδή, από την αντικατάσταση του άρθρου 348 Α με την παρ. 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 3625/24.12.2007: "1. Όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο...". Με τη διάταξη αυτή, ποινικοποιήθηκε η πορνογραφία κατά ανηλίκων, το σώμα των οποίων αποτυπώνεται στο πορνογραφικό υλικό. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, δεν αρκεί απλώς το υλικό να είναι πορνογραφικό, με τη γενική του έννοια, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται στο σώμα του ανηλίκου, ανεξαρτήτως φύλου. Ως παρασκευή πορνογραφικού υλικού πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού, ενώ ως θέση με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία νοείται η παράδοση στη διάθεση του κοινού. Κατοχή νοείται η φυσική εξουσία του δράστη ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξη και να τη διαθέσει πραγματικά και αν ακόμη προορίζεται για προσωπική χρήση του δράστη, ενώ μεταφορά είναι η διαμετακόμιση από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο αυτοπροσώπως ή με άλλα πρόσωπα. Περαιτέρω η παραπάνω πράξη, με δεδομένο ότι για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται ο υπαίτιος να ενεργεί από "κερδοσκοπία", έχει την μορφή εγκλήματος με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση" και, επομένως, απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του στοιχείου αυτού, δηλαδή ότι ο δράστης ενήργησε με κίνητρο να πορισθεί ο ίδιος ή και τρίτος περιουσιακό όφελος που αυξάνει τα εισοδήματα, καθόσον ο νόμος δεν περιορίζει το πρόσωπο του ωφελουμένου σε μόνο τον δράστη. Μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 3625/2007, οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 348Α του ΠΚ έχουν ως εξής: "1. Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή με τη χρήση διαδικτύου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως τριακοσίων χιλιάδων ευρώ. 3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων, συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα του σώματος ή μέρους του σώματος ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και πραγματικής ή εικονικής ασελγούς πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο". Με τη νεότερη αυτή διάταξη το μεν δεν απαιτείται πλέον η πράξη να τελείται από κερδοσκοπία, το δε θεσπίστηκε το πρώτον η τέλεση της πράξεως δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή με τη χρήση διαδικτύου, η οποία τιμωρείται αυστηρότερα. Κατά το μέτρο, λοιπόν, που δεν απαιτεί το στοιχείο της κερδοσκοπίας, το οποίο απαιτούσε η παλαιότερη διάταξη, και προβλέπει αυστηρότερες ποινές ή νέο αξιόποινο σε σχέση με το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, εφαρμόζεται, ως αυστηρότερη, για πράξεις που τελέστηκαν μετά την 24.12.2007 (άρθρο 2 ΠΚ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περαιτέρω κατά το άρθρο 511 εδ. α του ΚΠοινΔ, "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α’ , Γ’ , Δ’ , Ε’ , ΣΤ’ και Η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 510"., Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 4783/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 348Α παρ. 1 και 2 του ΠΚ, με το ελαφρυντικό της έμπρακτης μετάνοιας, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα. Συγκεκριμένα, η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, συνίσταται στο ότι αυτός: "Στην Αθήνα, στις 07-08-2007, με πρόθεση προμηθεύτηκε υλικό παιδικής πορνογραφίας δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και με τη χρήση διαδικτύου και συγκεκριμένα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο από τον υπολογιστή της οικίας του που βρίσκεται στην Αθήνα, ..., ως χρήστης διεύθυνσης ..., κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 12:42:57 έως 02:56:38 [GMT +02:00] ώρα της 07-08-2007 προμηθεύτηκε τέσσερα αρχεία εικόνας, τα οποία ευρέθησαν σε μη κατανεμημένο χώρο του σκληρού δίσκου του υπολογιστή του και αφορούσαν ανήλικα άτομα, μη ενδεδυμένα και τριάντα δύο αρχεία εικόνας, τα οποία ευρέθησαν σε μη κατανεμημένο χώρο του σκληρού δίσκου και αφορούσαν ανήλικα άτομα ενδεδυμένα, ήτοι υλικό παιδικής πορνογραφίας". Όμως, το Τριμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένως εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 348 Α παρ. 1 και 2 του ΠΚ, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η πράξη φέρεται ότι τελέστηκε στις 7.8.2007, όταν, δηλαδή, για να είναι αυτή αξιόποινη, απαιτείτο ο δράστης να ενέργησε από κερδοσκοπία, προϋπόθεση, η οποία καταργήθηκε με τον, αυστηρότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ν. 3625/24.12.2007 (ενώ και η τέλεση της πράξεως δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και με την χρήση διαδικτύου, που τιμωρείται κατά τ’ άνω αυστηρότερα με τον τελευταίο νόμο ισχύει για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την ισχύ του). Έπρεπε, δηλαδή, το δικαστήριο, αφού δεν συνέτρεχε και το στοιχείο της κερδοσκοπίας, το οποίο, άλλωστε, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, δεν είχε περιληφθεί στην ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, να κηρύξει τον τελευταίο αθώο, δεδομένου ότι πριν από τις 24.12.2007, χωρίς το στοιχείο αυτό η πράξη ήταν ανέγκλητη. Πρέπει, κατά συνέπεια, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, δεδομένου ότι η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 9 του ν.3160/2003, εφ’ οσον αναιρείται η απόφαση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, "ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο". Επομένως, αφού δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 348 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, (δεν πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αλλά) πρέπει ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η κατ’ ουσίαν έρευνα των λόγων αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4783/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον Θ. Α. του Κ. ΑΘΩΟ του ότι: Στην Αθήνα, στις 07-08-2007, με πρόθεση προμηθεύτηκε υλικό παιδικής πορνογραφίας δια συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και με τη χρήση διαδικτύου και συγκεκριμένα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο από τον υπολογιστή της οικίας του που βρίσκεται στην Αθήνα, ..., ως χρήστης διεύθυνσης ..., κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 12:42:57 έως 02:56:38 [GMT +02:00] ώρα της 07-08-2007 προμηθεύτηκε τέσσερα αρχεία εικόνας, τα οποία ευρέθησαν σε μη κατανεμημένο χώρο του σκληρού δίσκου του υπολογιστή του και αφορούσαν ανήλικα άτομα, μη ενδεδυμένα και τριάντα δύο αρχεία εικόνας, τα οποία ευρέθησαν σε μη κατανεμημένο χώρο του σκληρού δίσκου και αφορούσαν ανήλικα άτομα ενδεδυμένα, ήτοι υλικό παιδικής πορνογραφίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για πορνογραφία ανηλίκων με χρόνο τελέσεως πριν από τις 24.12.2007, που το άρθρο 348Α ΠΚ αντικ. από το ν. 3625/2007 και δεν απαιτείται πλέον ο υπαίτιος να ενεργεί από κερδοσκοπία, όπως προβλεπόταν πριν από την τροποποίηση. Ο νέος νόμος είναι αυστηρότερος ως προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταδικάστηκε χωρίς να συντρέχει και το στοιχείο της κερδοσκοπίας. Εσφαλμένη εφαρμογή της αυστηρότερης διατάξεως για πράξη που είχε τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος αυτής. Η πράξη, χωρίς το στοιχείο της κερδοσκοπίας, δεν ήταν αξιόποινη. Αναίρεση, κατΛ αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρ. 511 εδ. α ΚΠΔ), και κήρυξη του αναιρεσείοντος αθώου (άρθρ. 518 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ).
Πορνογραφικό υλικό
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος δυσμενέστερος, Πορνογραφικό υλικό.
2
Αριθμός 769/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά) - Εισηγητή, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 27113/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ. Α. του Θ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημόπουλο. Και πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Χ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 21/10 Σεπτεμβρίου 2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 827/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Το άρθρο 308 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ. 3β του ν. 4055/2012: "Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα και συνίσταται είτε στην πρόκληση σωματικής κακώσεως είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και διαβαθμίζεται αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης απαιτείται, κατά τη ρητή επιταγή της άνω διατάξεως, πρόθεση (δόλος), που περιέχει την γνώση και θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως, δηλαδή τη γνώση και θέληση προκλήσεως σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του, αρκεί δε, εφ' όσον ο νόμος δεν διακρίνει, οποιαδήποτε μορφή δόλου, που μπορεί να είναι είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος, αλλά σ' αυτή την τελευταία περίπτωση θα πρέπει σαφώς να προσδιορίζεται στην απόφαση (Ολ.ΑΠ 1099/1976). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, "για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις", "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ", κατά την παρ. 2 εδ. α` του ίδιου άρθρου, "οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους", κατά την παρ. 3 "θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος....". Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 1, "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α` της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β` της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" και τέλος, κατά την παρ.3 αυτού του άρθρου "αν η πράξη της πρώτης παραγράφου τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους". Ειδικότερα, με το ν. 3500/2006 ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της προκλήσεως από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 του ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τελέσεως εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο παρ. 2 του ως άνω νόμου. Όταν, όμως, ο δράστης έχει προκαλέσει στον παθόντα εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, όχι, όμως, με συνεχή συμπεριφορά, εφαρμόζεται όχι η άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 3500/2006, αλλά αυτή του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ και η πράξη προσλαμβάνει πταισματικό χαρακτήρα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σε αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠοινΔ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται ως άνω, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 27113/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και κατά μετατροπή της κατηγορίας από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος ατόμου μη δυνάμενου να αντισταθεί σε εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, έπαυσε οριστικά την ποινική κατά του αναιρεσείοντος δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη αυτή. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψε ότι: Από την υπ` αρ. ...29-10-2010 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Αθηνών Γ. Ν. - Λ. προκύπτει ότι η βλάβη που προκλήθηκε στην ανήλικη Φ. - Α. Α., ηλικίας 2 ετών περίπου, κατά τον επίμαχο χρόνο, είναι μια όλως ελαφρά σωματική βλάβη (μικρή εστιακή εκχύμωση διαμέτρου 0,4 cm στην κορυφή του πτερυγίου του αριστερού ωτός σε στάδιο απορρόφησης). Συνεπώς, δεν εμπίπτει στη νομοτυπική μορφή του άρθρ. 6 παρ. 3α-1 ν. 3500/2006, διότι δεν φέρεται τελεσθείσα με συνεχή συμπεριφορά του φερόμενου ως δράστη. Δεν μπορεί δε να αποτελέσει και επικίνδυνη σωματική βλάβη, διότι δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Επομένως, η σωματική αυτή βλάβη εμπίπτει στη διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 3β ν. 4055/2012 και κατέστη πταισματική παράβαση. Από το φερόμενο δε χρόνο τέλεσης την 23-10-2010 έως και την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο την 7-12-2012 παρήλθε χρόνος πλέον του έτους, κατ` άρθρ. 111 παρ. 4 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση με το ν. 4055/2011, ως ευνοϊκότερη διάταξη εν σχέσει με την παραγραφή (βλ. σχ. και το από 7-12-2012 αποδεικτικό της επιμελήτριας Δικαστηρίων Λ. Σ.). Συνεπώς πρόκειται για σωματική βλάβη εντελώς ελαφρά, κατ` επιτρεπτή μεταβολή από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος προσώπου ανικάνου να αντισταθεί, η οποία ήδη έχει υποκύψει σε παραγραφή και πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης και όχι εκείνο της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης σε βάρος προσώπου ανικάνου να αντισταθεί που αποδιδόταν στον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, στη συνέχεια δε, λόγω παρόδου χρονικού διαστήματος πέραν του έτους μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αβάσιμες, αφού: α) Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση της από 22.6.2011 συνοπτικής εκθέσεως των κλινικής ψυχολόγου Α. Π. - R. και παιδοψυχολόγου Κ. Μ., που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, η έκθεση αυτή συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως της μηνύτριας Μ. Χ., μητέρας της παραπάνω ανήλικης και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, επέχει θέση ιδιωτικής γνωματεύσεως και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο ούτε να αντικρούονται τα πορίσματά της. β) Το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ότι η σωματική βλάβη που επήλθε στην ανήλικη ήταν εντελώς ελαφρά, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δεν είχε δε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί στην κρίση του βάρυνε περισσότερο η ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Γ. Ν.-Λ., την οποία εξαίρει ιδιαιτέρως. γ) Σαφώς προσδιορίζεται το είδος και η έκταση της σωματικής βλάβης, δεν ήταν δε αναγκαίο να αιτιολογείται αν η βλάβη αυτή είχε ως επακόλουθο, ενδεχομένως, τη διατάραξη της ψυχικής υγείας της ανήλικης, πράγμα το οποίο, εμμέσως, δεν έγινε δεκτό, δεδομένου ότι το δικαστήριο περιόρισε αυτήν στην ελαφρά κάκωση του πτερυγίου του αυτιού, ενώ για οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή δεν υπήρχε κατηγορία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 21/10 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 27113/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως, με την οποία μετατράπηκε η κατηγορία από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος ατόμου μη δυνάμενου να αντισταθεί σε εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη και, στη συνέχεια, έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Ν. 3500/2006. Στοιχεία εγκλημάτων. Αν η εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη δεν έχει προκληθεί με συνεχή συμπεριφορά, εφαρμόζεται το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β ΠΚ και όχι το άρθρο 6 του ν. 3500/2006. Το Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του και ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Σαφώς προσδιορίζεται το είδος και η έκταση της σωματικής βλάβης, δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρεται ρητώς ότι η σωματική κάκωση δεν είχε ως επακόλουθο τη διατάραξη της ψυχικής υγείας του ανηλίκου. Η πραγματογνωμοσύνη πότε πρέπει να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Όχι η γνωμάτευση που προκαλείται από τους διαδίκους, η οποία εκτιμάται ως απλό έγγραφο. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πραγματογνωμοσύνη, Σωματική βλάβη απλή, Ενδοοικογενειακή βία.
0
Αριθμός 765/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Κ. του Η., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Χαλιακόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.3601/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2013, επιδοθείσα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 30 Δεκεμβρίου 2013, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 38/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές μέσα σε έναν μήνα αφότου έγιναν απαιτητές προς τους παραπάνω οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ.. Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ' αυτόν (εργατικών) με σκοπό να τις αποδώσει στους παραπάνω οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους οργανισμούς αυτούς μέσα σε έναν μήνα αφότου είχαν γίνει απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ορίζεται ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο Ι ΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει οριστεί (για την καταβολή τους). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών εισφορών και απόδοσης των εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη για τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ' αυτόν, καθώς και η μη καταβολή των σχετικών ποσών μέσα σε έναν μήνα από τότε που τα σχετικά ποσά έγιναν απαιτητά από τον δικαιούχο ασφαλιστικό οργανισμό, δηλαδή μέσα στον αμέσως επόμενο μήνα εκείνου, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία προς τον οφειλέτη εργοδότη. Τα παραπάνω εγκλήματα είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος του μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία. Για την πληρότητα δε της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών, απαιτείται το υποκείμενο τους να έχει την ιδιότητα του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, δηλαδή να πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο προσφέρει την εργασία ή την υπηρεσία του το προσωπικό που υπάγεται στην ασφάλιση και το οποίο οφείλει, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί το μέρος των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους, για να το αποδώσει στον ασφαλιστικό οργανισμό (Ολ.ΑΠ 1/1996). Όταν εργοδότης είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος για την καταβολή των παραπόνου εισφορών είναι ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 2676/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του ν. 2238/1994. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ρύθμιση της παρ. 7 του α.ν. 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/11-4-2012. Σύμφωνα με την πρόσφατη ρύθμιση αυτή, ως αυτουργοί των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και απόδοσης εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες είναι: α) οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι : α) για ασφαλιστικές εισφορές που γεννήθηκαν μέχρι τις 11-4-2012, οπότε θεσπίστηκε η παρ. 7 του α.ν. 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνουν σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που γεννήθηκαν μετά τις 11-4-2012 και οφείλονται από ανώνυμη ημεδαπή εταιρεία, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι όσοι ορίζονται στην παρ. 7 του α.ν. 86/1967 (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνο αν λείπουν όλα τα αμέσως παραπάνω πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πράγματι διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υποχρέων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη σχετική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3601/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, Γ. Κ., για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 -2 του α.ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, τις καταπέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του και γενικά όλα τα στοιχεία της αποδεικτικής διαδικασίας (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε, επειδή δεν ήταν παρών και εκπροσωπήθηκε από δύο πληρεξούσιους δικηγόρους), δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις, που αποδόθηκαν σε βάρος με το κατηγορητήριο και ότι πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Πιο συγκεκριμένα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο πρώτος κατηγορούμενος ως Αντιπρόεδρος της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ Γ. Κ. ΑΒΕΕ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ - ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", έχοντας απασχολήσει ως εργοδότης κατά το χρονικό διάστημα από 12o/2007 έως 6o/2008, προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, υπαγόμενο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., δεν κατέβαλε για την ανωτέρω περίοδο και μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, τις βαρύνουσες αυτόν εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές ποσού 322.882,53 ευρώ, καθώς και τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές, που είχε παρακρατήσει από τους εργαζόμενους με σκοπό να τις αποδώσει στον ως άνω οργανισμό, ποσού 161.441,27 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται. Πρέπει, όμως, να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' ΠΚ, καθόσον προσπάθησε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του προβαίνοντας σε καταβολές στο ΙΚΑ έναντι της συνολικής οφειλής του...". Ακολούθως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' ΠΚ, για το ότι : "Στην Αθήνα στις 15 ΔΕΚ. 2008, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΑΦΟΙ Κ. ΑΒΕΕ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 12707 έως 6708 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 184.323,80 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό Α212/2008 ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται 40 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 1.037.903,70 ΕΥΡΩ συνολικά. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για τον Ειδικό Λογ/σμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 322.882,53 ΕΥΡΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 161.441,27 ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.". Στη συνέχεια επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών για καθεμία πράξη και, κατά συγχώνευση, συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι επτά (27) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, τα οποία περιέχονται και στο σχετικό κατηγορητήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πρόκειται για εργοδότρια ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, για την οποία, κατά τον νόμο, ποινικά υπαίτιος ως αυτουργός για τη μη έγκαιρη καταβολή των εργοδοτικών και των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών της στο ΙΚΑ είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, οι δε οφειλόμενες από αυτή ασφαλιστικές εργοδοτικές και εργατικές εισφορές γεννήθηκαν το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο 2007 έως τον Ιούνιο 2008, δηλαδή πριν τις 11-4-2012, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 4075/11-4-2012, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ο οποίος, κατά την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, κηρύχθηκε ένοχος των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της προαναφερόμενης Α.Ε., δεν έχει σχετική ποινική ευθύνη δεν υφίσταται, δηλαδή ως προς αυτόν αξιόποινη πράξη. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, με την οποία, για τις εργοδότριες ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, διευρύνεται ο κύκλος των υπαιτίων ως αυτουργών της παράβασης του α.ν. 86/67, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται πλέον και ο αντιπρόεδρος (και τα λοιπά μέλη) του διοικητικού συμβουλίου, εάν ελλείπουν οι κυρίως ποινικά υπαίτιοι ως αυτουργοί και εφόσον αυτός ασκεί πράγματι, διαρκώς ή προσωρινά, καθήκοντα των κυρίως ποινικά υπαιτίων, συμπράττοντας έτσι ουσιαστικά στη διοίκηση της Α.Ε., δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίμαχες ασφαλιστικές εισφορές γεννήθηκαν και ήταν καταβλητέες και αποδοτέες σε χρόνο πριν από τη θέσπιση της και η σχετική διάταξη είναι δυσμενέστερη για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, ο οποίος, βάσει αυτής και ενόψει της ιδιότητας του ως αντιπροέδρου της ένδικης Α.Ε., εντάσσεται στα ποινικά υπαίτια πρόσωπα για την μη έγκαιρη καταβολή και απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών της Α.Ε προς το ΙΚΑ. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν είναι, κατά τον νόμο, ποινικά υπαίτιος για τις πράξεις, για τις οποίες κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε, πρέπει αυτός να κηρυχθεί αθώος (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Αναιρεί την 3601/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κηρύσσει τον αναιρεσείοντα Γ. Κ. του Η., κάτοικο ..., αθώο του ότι : "Στην Αθήνα στις 15 ΔΕΚ. 2008, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΑΦΟΙ Κ. ΑΒΕΕ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΩΝ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 12°/07 έως 6°/08 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατο3τέρω εισφορές ποσού 184.323,80 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό Α212/2008 ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται 40 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 1.037.903,70 ΕΥΡΩ συνολικά. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για τον Ειδικό Λογ/σμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 322.882,53 ΕΥΡΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντος στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 161.441,27 ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2015 . Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινικά υπαίτιος ως αυτουργός για τη μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ εργαζομένων σε ημεδαπή Α.Ε. και για τη μη απόδοση εργατικών ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ, που παρακρατήθηκαν από την Α.Ε., κατά το άρθρο 1 παρ. 1-2 του α.ν. 86/1967, όπως ίσχυε έως τη θέσπιση του ν. 4075/2012 (11-4-2012), είναι μόνο ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΕ. Για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα ποινικά υπαίτιοι, με κύρια ή επικουρική ευθύνη, είναι όσοι μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, η οποία είναι δυσμενέστερη και δεν έχει αναδρομική εφαρμογή για ασφαλιστικές εισφορές που έγιναν απαιτητές μέχρι τις 11/4/2012, οπότε άρχισε να ισχύει η σχετική διάταξη. Βάσιμος ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αφού, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων δεν είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας ημεδαπής Α.Ε. και οι ένδικες ασφαλιστικές εισφορές έγιναν απαιτητές πριν από τη θέσπιση του ν. 4075/2012.
Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου
Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 766/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Ε. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζηκογιάννη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 31441/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 6109/22-9-2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 918/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 2 ΠΚ και των άρθρων 511 εδ. γ’ , 514 εδ. δ’ και 518 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ προκύπτει ότι, όταν, μετά την καταδίκη κατηγορουμένου για ορισμένη πράξη και μέχρι να δημοσιευτεί απόφαση για την αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε κατά της καταδικαστικής απόφασης, εκδοθεί νόμος που ορίζει ότι η πράξη αυτή δεν είναι πλέον αξιόποινη (ανέγκλητη), ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά δεκτή, εφαρμόζει αυτεπάγγελτα ως (κατ’ εξοχήν) ευμενέστερο τον νεότερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Εξάλλου, στο άρθρο 30 του ν. 4321/2015 (με τίτλο "ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας"), που ισχύει από 21-3-2015, ορίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, όπως ισχύει, δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις ατομικές ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ). Από την τελευταία διάταξη αυτή συνάγεται ότι, από τότε που άρχισε να ισχύει ο ν. 4321/2015, έπαυσε να είναι αξιόποινη η μη εμπρόθεσμη πληρωμή των ατομικών ασφαλιστικών εισφορών από τους ασφαλισμένους ελεύθερους επαγγελματίες στον ΟΑΕΕ, η οποία είχε τυποποιηθεί ως αξιόποινη πράξη από τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 ν. 2676/1999 και 16 παρ. 1 π.δ. 258/2005 (που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 2676/1999), με ρητή παραπομπή για την ποινική κύρωσή της στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 α.ν. 86/1967, η οποία, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 30 ν. 3904/2010, ποινικοποιεί τη μη εμπρόθεσμη καταβολή προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, που υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας, ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ίδιους τους ασφαλισμένους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 31441/2014 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, Π. Ε., κηρύχτηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για μη έγκαιρη καταβολή των ατομικών ασφαλιστικών εισφορών του στο ασφαλιστικό ταμείο Ο.Α.Ε.Ε. και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή και σε χρηματική ποινή 400 ευρώ. Όμως, μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (στις 12-8-2014) και την άσκηση της κρινόμενης από 19-9-2014 αίτησης αναίρεσης από τον κατηγορούμενο, η οποία είναι τυπικά δεκτή, θεσπίστηκε η προαναφερόμενη επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 30 ν. 4321/2015, η οποία αποποινικοποίησε τη μη εμπρόθεσμη πληρωμή ατομικών ασφαλιστικών εισφορών από τους ασφαλισμένους στον Ο.Α.Ε.Ε.. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί αυτεπαγγέλτως η εν λόγω διάταξη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την απόφαση 31441/2014 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, Π. Ε. του Π., για το ότι στην Αγία Παρασκευή στις 4-5-2011, ενώ ασκεί το επάγγελμα του σιδηρουργού και διατηρεί κατάστημα στο όνομά του στην οδό ... αρ. .., Καλύβια τ. κ. 19010, κατά το χρονικό διάστημα από 7° του έτους 2006 έως 12° του έτους 2010, κατά το οποίο είχε νόμιμη υποχρέωση καταβολής των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο προς τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών, που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής ασφάλισης, δεν κατέβαλε τις εισφορές αυτές μέσα σε έναν μήνα από τότε που έγιναν απαιτητές, οι οποίες ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 21.513 ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για μη εμπρόθεσμη καταβολή ατομικών ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου στον Ο.Α.Ε.Ε. Αποποινικοποίηση της πράξης με τη διάταξη του άρθρου 30 ν. 4321/2015 μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και πριν δημοσιευτεί η απόφαση για την αίτηση αναίρεσης. Ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά δεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως ως ευμενέστερη τη σχετική διάταξη, αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο.
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
0
Αριθμός 737/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Εμμανουήλ Κλαδογένη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ζ. Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύριο Ζαφειρόπουλο. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Alpha Bank AE" η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάρκο Αχουζαρίδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-4-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2138/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 2182/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 12-2-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 10-3-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στο άρθρο 7α του Ν. 2190/1920 "Περί Ανωνύμων εταιριών", όπως προσετέθη με το άρθρο 7 του Π.Δ. 409/1986 (Α’ 191), ορίζεται ότι "Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία: α)...β)....ια) Ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών με τα στοιχεία της ταυτότητάς τους", στις παραγράφους δε 1, περ. α’ και β’ , 13, 14 και 15 του άρθρου 7β του ίδιου νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Π.Δ. 409/1986, ορίζονται τα εξής: " 1. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται: α) Με την καταχώριση... των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της νομαρχίας... β) Με τη δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρείας, στο τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών των Πράξεων και στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα... 13. Η εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση που προβλέπει η περ. β’ της ανωτέρω παρ. 1, εκτός εάν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν... 14. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας είναι υπεύθυνο για την υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δημοσιότητα.... 15. Οι τρίτοι μπορούν να επικαλούνται πράξεις ή στοιχεία για τα οποία δεν ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας σύμφωνα με την ανωτέρω παρ. 1, εκτός εάν η έλλειψη δημοσιότητας τα καθιστά ανίσχυρα". Όπως συνάγεται από τις παραπάνω διατάξεις, η δημοσιότητα στην οποία υποβάλλεται ο διορισμός ή η αντικατάσταση των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρίας, οι οποίοι ασκούν τη διοίκησή της (άρθρα 67 και 74 Α.Κ.) δεν έχει συστατικό, αλλά δηλωτικό χαρακτήρα ( Α.Π. 470/2006, Α.Π. 916/2004 ). Επομένως, η πράξη διορισμού των εκκαθαριστών της υποβάλλεται σε δημοσιότητα, πλην, η μη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν επιδρά στο κύρος της, αλλά έχει ως αποτέλεσμα ότι η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αντιτάξει κατά τρίτων με τους οποίους συνηλλάγη την επελθούσα μεταβολή, εκτός εάν αποδείξει ότι οι τρίτοι την εγνώριζαν (βλ. ΑΠ 307/2003, 724/2002). Σκοπός των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των τρίτων που συναλλάσσονται με την ανώνυμη εταιρία και προσδίδουν πίστη στα δημοσιευμένα στοιχεία της. Έτσι σε περίπτωση που επέλθει μεταβολή στη διοίκηση και εκπροσώπηση της εταιρίας και η μεταβολή αυτή δεν δημοσιευθεί, η εταιρία δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι του τρίτου, που συνηλλάγη με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας που αναφέρεται στα δημοσιευμένα στοιχεία της, την επελθούσα μεταβολή στην εκπροσώπησή της, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε τη μεταβολή. Αντίθετα ο τρίτος μπορεί να επικαλεσθεί έναντι της εταιρίας με την οποία συνηλλάγη την έλλειψη της δημοσιότητας και ότι εγκύρως συνηλλάγη με τον προηγούμενο εκπρόσωπο της εταιρίας. Τρίτος είναι κάθε πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με την ανώνυμη εταιρία και συνηλλάγη με αυτήν καθοιονδήποτε τρόπο (κατάρτιση δικαιοπραξίας, επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων κ.λ.π. ) σε χρόνο που είχε επέλθει η μη δημοσιευθείσα μεταβολή στην εκπροσώπησή της. Εξάλλου, με τη σύμβαση της εκχώρησης ο δανειστής εκχωρεί σε τρίτον (εκδοχέα ) απαίτησή του κατά του οφειλέτη, ο οποίος από της αναγγελίας της εκχώρησης, που αποσκοπεί στην ασφαλή εκπλήρωση της οφειλής του, οφείλει να καταβάλει την παροχή στον εκδοχέα, έναντι του οποίου διατηρεί όσες ενστάσεις είχε κατά του εκχωρητή (άρθρο 463 Α.Κ.). Επίσης μπορεί να επικαλεσθεί ελαττώματα της σύμβασης εκχώρησης, όπως την έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας, την παράλειψη τηρήσεως του τύπου που τυχόν απαιτείται από τον νόμο για τη δικαιοπραξία, την εικονικότητα της δικαιοπραξίας κ.λ.π., δηλαδή λόγους απόλυτης ακυρότητας της εκχώρησης, που οδηγούν στην απόρριψη της εναντίον του αγωγής, λόγω μη μεταβίβασης της απαίτησης στον εκδοχέα. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων ήδη αναιρεσείων με την από 30-4-2006 αγωγή του, επικαλούμενος ότι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ""Β.Μ.- VEMECO Α.Ε." του εκχώρησε την 20-12-1997 την από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό απαίτηση που αυτή είχε κατά της εναγομένης τράπεζας από παράνομο ανατοκισμό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού το ποσό των 253.281,85 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2138/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Κατόπιν ασκήσεως από τον ενάγοντα εφέσεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, ερεύνησε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν την αγωγή και την απέρριψε με τις εξής αιτιολογίες: " Στις 25-7-2006 ο ενάγων Ζ. M. κοινοποίησε στην εναγομένη "Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε" την από 10-7-2006 εξώδικη δήλωση -αναγγελία εκχώρησης, με την οποία της ανήγγειλε ότι του είχε εκχωρηθεί νομίμως, δυνάμει της από 20-12-1997 έγγραφης συμβάσεως εκχωρήσεως το σύνολο της απαιτήσεως της εκχωρήτριας εταιρείας "Β.Μ.- VEMECO Α.Ε." κατά της ήδη εναγομένης "Εμπορικής Τράπεζας της Eλλάδoς A.E", η οποία (απαίτηση) προερχόταν από αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά προς την Τράπεζα για τόκους, τόκους τόκων (πανωτόκια ) και έξοδα που χρεώθηκαν αδικαιολόγητα δυνάμει των υπ’ αριθ. 480, 481 και 237 συμβάσεων δανείων­ πιστώσεως - ανοικτού λογαριασμού μεταξύ της παραπάνω ανώνυμης εταιρείας και της Τράπεζας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα από 20-12-1997 έγγραφη σύμβαση εκχωρήσεως, σ’ αυτήν φέρονται να συμβλήθηκαν αφ’ ενός μεν οι Α. Β. Μ., Ε. χα Β. Μ. και Γ. Β. Μ., ενεργούντας ως συνεκκαθαριστές (και μέτοχοι) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Β. M.-VEMECO Α.Ε." και αφ’ ετέρου ο ήδη ενάγων Ζ. Γ. Μ. και με την οποία σύμβαση οι εκχωρητές φέρονται να εκχωρούν τις παραπάνω απαιτήσεις, όπως αναφέρονται στην αναγγελία, περιγραφόμενες απλώς λεπτομερέστερα. Περαιτέρω, από το από 20-11-1993 πρακτικό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της παραπάνω ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Β. Μ.-VΕΜΕCΟ Α.Ε." προκύπτει ότι αυτοί αποφάσισαν, μετά τη θέση της εταιρείας υπό εκκαθάριση (μετά την υπ’ αριθ. 10.419/6-6-1991 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών περί ανακλήσεως της αδείας συστάσεως της εταιρείας), τον διορισμό εκκαθαριστών και διόρισαν ως τοιούτους τους ήδη μετόχους : α) Ε. χα Β. Μ., β) Α. Β. Μ. και γ) Γ. B. M.. Το πρακτικό αυτό κατατέθηκε και καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται από την υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της Νομαρχίας της έδρας της εταιρείας και εν προκειμένω της Νομαρχίας Αθηνών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ.15.115/4-6-2003 απόφαση διαγραφής της εταιρείας από τα Μητρώα ΑΕ καθώς και από την υπ’ αριθ. πρωτ. 20303/1-7-2005 σχετική βεβαίωση της παραπάνω Νομαρχίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ικανοποιήθηκε εν μέρει η επιβαλλομένη από το νόμο (άρθρ. 7β παρ. 1 εδ. α π. δ. 409/1986) υποχρέωση δημοσιότητας των προσώπων των ορισθέντων από την Γενική Συνέλευση ως συνεκκαθαριστών. Πλην όμως το ως άνω πρακτικό δεν δημοσιεύθηκε στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπως επιτάσσει το άρθρο 7β παρ. 1 εδ. β’ π. δ. 409/1986, τούτο δε συνομολογείται ευθέως από τον ενάγοντα με την αγωγή του αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον του παρόντος τοιούτου, σε απάντηση της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης. Όπως ήδη αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 β’ παρ. l-3 π. δ. 409/1986, η δημοσίευση στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ συνδέεται με το αντιτάξιμο των καταχωρήσεων στο Μητρώο έναντι των τρίτων, η αδημοσίευτη δηλονότι στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ πράξη ή το αδημοσίευτο στοιχείο, που έχουν όμως ήδη καταχωρηθεί στο μητρώο, αντιτάσσονται απέναντι στους τρίτους μόνον όταν αυτοί τελούν εν γνώσει της πράξης ή του στοιχείου. Στην κρινομένη όμως υπόθεση, ο ενάγων σε κανένα απολύτως σημείο των προτάσεών του ουδέ καν ακροθιγώς δεν ισχυρίζεται ότι η εναγομένη γνώριζε τον διορισμό των προαναφερθέντων προσώπων ως συνεκκαθαριστών της εταιρείας ούτε πολύ περισσότερο απέδειξε τοιαύτη γνώση της εναγομένης αλλά αντίθετα εσφαλμένα ισχυρίζεται απλώς ότι η δημοσίευση στο ΦΕΚ του διορισμού των εκκαθαριστών δεν αφορά την εναγομένη ούτε επιδρά στο κύρος του διορισμού αυτών η μη δημοσίευση στο ΦΕΚ. Με τα δεδομένα αυτά, το αδημοσίευτο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νομικό γεγονός του διορισμού των συνεκκαθαριστών νομίμως λογίζεται ως ανύπαρκτο για την εναγομένη και συνεπώς η σύμβαση εκχώρησης μεταξύ των φερόμενων ως εκπροσώπων της εκχωρήτριας και του ενάγοντος-εκδοχέα καμία έννομη συνέπεια δεν έχει για την εναγομένη, αφού αυτή δύναται να αντιτάξει την έλλειψη εκπροσώπησης της υπό εκκαθάριση εταιρείας κατά τη χρονική εκείνη περίοδο, οπότε και για το λόγο αυτό δεν έχει συναφθεί νόμιμα η σύμβαση εκχώρησης και ο φερόμενος ως εκδοχέας ενάγων-εκκαλών στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της ένδικης αγωγής, υπό την έννοια ότι αυτός δεν είναι φορέας του αξιουμένου δικαιώματος Με τα δεδομένα αυτά η κρινομένη αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την κύρια βάση αυτής". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 7β αριθ. 13-15 του Ν. 2190/1920, τον οποίο εφάρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέος. Τούτο δε διότι, υπό τις ως άνω παραδοχές του, η σύμβαση εκχώρησης, στην οποία την εκχωρήτρια εταιρία εκπροσώπησαν οι νομίμως διορισθέντες με απόφαση της γενικής συνέλευσης εκκαθαριστές της, είναι κατά πάντα έγκυρη, ανεξάρτητα από τη μη δημοσίευση του πρακτικού διορισμού των εκκαθαριστών της και στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, και θέμα αντιτάξιμου ή μη της ελλείψεως της δημοσιότητας, (ως προς την οποία ορθά δέχθηκε ότι έχει δηλωτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα,) ή επίκλησης αυτής, ανακύπτει μόνο μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση εκχώρησης, ως προς την οποία η εναγομένη είναι ξένη και όχι τρίτη κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο. Η ελλιπής δε δημοσίευση δεν αποτελεί λόγο απόλυτης ακυρότητας της εκχωρήσεως, ώστε να εμποδίζει τη μεταβίβαση της απαίτησης. Το ενδεχόμενο η εκχωρήτρια εταιρία να αντιτάξει έναντι του εκδοχέα την εν γνώσει του μη ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του διορισμού των εκκαθαριστών της και να επικαλεσθεί έναντι της εναγομένης το άκυρο της εκχώρησης, στη συνέχεια δε να αξιώσει από την εναγομένη την καταβολή στην ίδια της οφειλής, δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αλλά παρέχει, ενδεχομένως, το δικαίωμα στην εναγομένη, προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο διπλής καταβολής να επικαλεσθεί εύλογη αβεβαιότητα ως προ το πρόσωπο του δανειστή και να παρακαταθέσει το ποσό της οφειλής της στο ΤΠΔ, ώστε να επέλθει απόσβεση της οφειλής της (άρθρα 427, 431 και 434 Α.Κ.), αβεβαιότητα την οποία, άλλωστε, δεν επικαλείται η εναγομένη. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, κατ’ ορθή υπαγωγή, από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (9 άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ ) και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα, αφού η αίτηση αναίρεσης γίνεται δεκτή (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν 4055/2012). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2182/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Ιουνίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανώνυμη εταιρεία. Διορισμός εκκαθαριστών. Δημοσίευση του πρακτικού διορισμού στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών, όχι όμως και στο τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ.(άρθρα 7α και 7β ν. 2190/1920.) Η δημοσίευση έχει δηλωτικό χαρακτήρα και όχι συστατικό. Ο διορισμός των εκκαθαριστών είναι έγκυρος, η εταιρία όμως δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν. Τρίτος είναι κάθε πρόσωπο που συνηλλάγη με την εταιρία καθοιονδήποτε τρόπο. Σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεως κατά τράπεζας. Αναγγελία της εκχώρησης από εκδοχέα. Ισχυρισμός τράπεζας και παραδοχή Εφετείου ότι η εκχωρήτρια εταιρία δεν δημοσίευσε το πρακτικό διορισμού των εκκαθαριστών της στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και ως εκ τούτου, ελλείψει νόμιμης εκπροσώπησής της, δε μεταβιβάσθηκε η απαίτηση στον εκδοχέα. Η τράπεζα είναι ξένη στη σύμβαση εκχώρησης και όχι τρίτη που συνηλλάγη με την εταιρία. Εσφαλμένη εφαρμογή του αρθ7β αριθ 13 ν. 2190/1920. βάσιμος αναιρετικός λόγος 559 αρ1 ΚΠολΔ(Αναιρεί 2182/2013 ΕφΑθ)
Εταιρία ανώνυμη
Εταιρία ανώνυμη.
1
Αριθμός 716/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος Μ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Παπαβασιλείου. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 2)Σ. Ρ. του Ρ., 3)Σ. Ρ. του Σ., και 4)Α. Ρ. του Σ., κατοίκων ..., των τριών τελευταίων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Φ. Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Μινιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/2/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 155/2009 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/4/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της από το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996, σύμφωνα με την οποία "ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι: 1) ... 2) ... 3) όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους", προκύπτει ότι με αυτήν προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης δηλαδή: α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης. Έλλειψη συνείδησης των πράξεων υφίσταται όταν ο διαθέτης από αίτιο νοσηρό ή μη (μέθη, ύπνωση κλπ) σε βαθμό συγχύσεως, αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτήν, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη της συνείδησης, αφού αρκεί η σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησης, ενώ ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει σημαντικά τη λειτουργία της βούλησης υφίσταται όταν ο διαθέτης βρίσκεται σε διαταραχή (ψυχική ή διανοητική) που περιορίζει αποφασιστικά, και δεν του επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς. Η συνδρομή της ανικανότητας με τις παραπάνω μορφές κρίνεται κατά τη σύνταξη της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευση της ή η ύπαρξη της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί επιρροή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9 Μαρτίου του 2005 δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθ. 60/473/ΔΔ 60/2005 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης η υπ’ αριθ. ...4-11-2004 Δημόσια Διαθήκη της Συμβολαιογράφου Σαπών Ν. Ροδόπης Μαριλένας Ευθυμίου- Φραντζή του διαθέτη Ν. Μ. του Μ. και Ρ., πατέρα των διαδίκων, ο οποίος κατοικούσε όσο ζούσε και απεβίωσε στο Δημοτικό Διαμέρισμα του ... του Δήμου ... Ν. Ροδόπης στις 14-02-2005, σε ηλικία ογδόντα ενός (81) ετών. Με την εν λόγω διαθήκη ο διαθέτης αυτός εγκατέστησε κληρονόμους του τον ενάγοντα και τους εναγόμενους, αδέλφια και τέκνα του κατ’ ίσο ποσοστό εξ αδιαιρέτου εφ’ όλης της ακίνητης περιουσίας του, ενώ σε αυτή περιλαμβάνεται και δήλωση του με την οποία ανακαλεί κάθε προηγούμενη διαθήκη του. Πριν τη σύνταξη της ένδικης αυτής διαθήκης ο διαθέτης αυτός είχε εγκαταστήσει κληρονόμους του και πάλι τα τέκνα του αυτά (διάδικοι) με την υπ’ αριθ. ...1997 Δημόσια Διαθήκη του Συμβολαιογράφου Σαπών Κωνσταντίνου Αυγετίδη, η οποία δημοσιεύτηκε με την υπ’ αριθ. 76/607/ΔΔ 76/2005 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και είχε καταλείπει στον ενάγοντα υιό του μεγαλύτερο ποσοστό κληρονομιαίων ακινήτων (χωράφια) από αυτό στο οποίο τον εγκατέστησε κληρονόμο με την μεταγενέστερη δημόσια διαθήκη του και ανέρχεται στο 1/3 της ακίνητης περιουσίας, αφού εγκατέστησε πλέον όλα τα τέκνα του στην κληρονομιά του (ακίνητη περιουσία) σε ίσο ποσοστό. Από το έτος 2001 ο διαθέτης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας (καρδιακή ανεπάρκεια, κολπική μαρμαρυγή, κ.α.), ενώ με την πάροδο του χρόνου και την εξασθένηση του οργανισμού του ο θεράπων ιατρός του Χ. Τ., ειδικός παθολόγος, τον επεσκέπτετο για την αντιμετώπιση των αναγκών της θεραπείας του στην κατοικία του (βλ. στην από 14-3-2006 βεβαίωση του). Περαιτέρω όμως ο διαθέτης αυτός δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από γεροντική άνοια σε βαθμό τέτοιο, ώστε να μην έχει συνείδηση των πράξεων του και μάλιστα κατά το χρόνο της σύνταξης της υπ’ αριθ. ...4-11-2004 δημόσιας διαθήκης της Συμβολαιογράφου Σαπών Μαριλένας Ευθυμίου - Φραντζή. Στις από 28-2-2006, 14-3-2006 και 22-10-2008 τρεις ιατρικές βεβαιώσεις τις οποίες εξέδωσε ο πιο πάνω θεράπων ιατρός του Χ. Τ., μετά το θάνατο του διαθέτη, αναφέρει ότι αυτός λόγω της γεροντικής άνοιας του δεν είχε επίγνωση της γενικότερης κατάστασης της υγείας του και δυσκολευόταν να επικοινωνήσει μαζί του, πλην όμως αυτή (γεροντική άνοια), εκτός του ότι δεν διαπιστώνεται από κάποιο δημόσιο έγγραφο, αφεαυτής δεν συνεπάγεται την απώλεια της συνειδήσεως του και δη κατά τον επίμαχο, χρόνο της σύνταξης της πιο πάνω δημόσιας διαθήκης, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση για το λόγο αυτό. Σημειωτέον ότι κατά τη σύνταξη αυτής ο διαθέτης ως αγνοών την Ελληνική γλώσσα, στην οποία συντάχθηκε το κείμενο της, επικοινώνησε με τον ορισθέντα ερμηνέα για να εκφράσει την τελευταία του βούληση, αφού ανακοίνωσε σε αυτόν τη δήλωση της βούλησης του- στην Τουρκική γλώσσα, ο δε ερμηνέας αυτός ήταν πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και προσήλθαν μαζί στη Συμβολαιογράφο, η οποία συνέταξε τη διαθήκη, (βλ. κείμενο της διαθήκης). Μετά από αυτά, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης αυτός κατά τη σύνταξη της ένδικης διαθήκης είχε συνείδηση των πράξεων του και δεν βρισκότανε σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του, η διαθήκη αυτή συνετάγη εγκύρως. Ακολούθως το Εφετείο δεχόμενο την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης και επομένως ο τρίτος, τέταρτος και έβδομος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους αποδίδεται η πλημμέλεια στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι στερείται νόμιμης βάσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές, τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Κατά τη σαφή έννοια του αριθμού 1 παρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. Έτσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίηση τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 παρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας με το να δεχτεί το Εφετείο ότι ο διαθέτης είχε συνείδηση των πραττομένων κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής ενός ασθενούς, πάσχοντος από χρόνια υπερτροφία του προστάτη, κολπική μαρμαρυγή και καρδιακή ανεπάρκεια, χορηγούνται βαριά φάρμακα, όπως Digoxin, Isoptin και Z-Bec, τα οποία δεν επιτρέπουν την καθαρή χρήση του λογικού και περαιτέρω, δημιουργούν στους ασθενείς προβλήματα ομιλίας και άρθρωσης του λόγου. Ειδικότερα, στις κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούνται από τη χρήση του φαρμάκου Digoxin, συγκαταλέγονται η κόπωση, η σύγχυση, ο τρόμος, διάφορες παραισθήσεις και διαταραχές οράσεως (ΕΟΦ, Κεφάλαιο 2, Φάρμακα παθήσεων κυκλοφορικού συστήματος, Αρτηριακή Υπέρταση, 12, 1-3: 41-46, 2003, Ενημερωτικό Άρθρο, Χ.Γ.Αντωνακούδης-Χ.Ι.Ιστίκογλου), συνδυαζόμενο δε με άλλες φαρμακευτικές αγωγές επιβαρύνει τον οργανισμό, επιφέροντας γενική ελάττωση του επιπέδου συνειδήσεως ενώ, είναι ιατρικά αποδεδειγμένο πλέον ότι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, ηλικίας άνω τον 50 ετών, εμφανίζουν γεροντική άνοια, λίγα χρόνια μετά τη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής, αυξάνοντας κατά τριπλάσιο ποσοστό τον βαθμό θνησιμότητας τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα ανωτέρω αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας δεν έχουν το χαρακτήρα αυτό, ούτε άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτόν πραγματικών περιστατικών. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περίπτωση γ’ του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την ειδική αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ’ είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ’ ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο που την εξέδωσε δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της ανικανότητας του διαθέτη προς σύνταξη της επίμαχης διαθήκης και ειδικότερα την από 8-5-2006 ψυχιατρική γνωμάτευση του Επ. Καθηγητή Ψυχοπαθολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Γ. Ε.. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις ως άνω σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που η απόφαση αυτή περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και το πιο πάνω αναφερόμενο έγγραφο. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση επειδή το Εφετείο έλαβε υπόψη την από 3-1-2005 ιατρική γνωμάτευση του ειδικού Καρδιολόγου Σαπών Α. Α. Χ. της οποίας το περιεχόμενο της ήταν καταφανώς ψευδές. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος αφού το ως άνω έγγραφο - γνωμοδότηση ήταν επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρα 339 και 390 ΚΠολΔ, το οποίο το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 469/1984). Πράγματα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, δεν αποτελούν τα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, με το πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα α) δεν έλαβε υπόψη τον πραγματικό ισχυρισμό του ότι ο κληρονομούμενος διένειμε την ακίνητη περιουσία του ανάμεσα σ’ αυτόν και τους αναιρεσιβλήτους προφορικά ήδη από το έτος 1992. Επιπλέον στους αναιρεσιβλήτους είχε ήδη καταβάλει ενόσω βρισκόταν εν ζωή μέρος της περιουσίας του με τη μορφή χρηματικών ποσών - δωρεών και συγκεκριμένα στον αδελφό του Χ. είχε καταβάλει το ποσό των 10.000.000 δραχμών άλλως 29.347 ευρώ και στην μεταποβιώσασα αδελφή του Φ. είχε καταβάλει το ποσό των 12.000.000 δραχμών ή των 35.216 ευρώ. Το γεγονός αυτό της διανομής της ακίνητης περιουσίας του και της καταβολής στους αναιρεσιβλήτους των ανωτέρω ποσών το επικυρώνει ο ίδιος ο κληρονομούμενος με τη σύνταξη της υπ’ αριθ. ...20-11-1997 Δημοσίας Διαθήκης του συνταχθείσης ενώπιον του τέως συμ/φου Σαπών Κωνσταντίνου Αυγετίδη και δημοσιευθείσης νομίμως με τα υπ’ αριθ. 76/607/ΔΔ 76/05 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης με την οποία διένειμε τα ακίνητα του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τους τα είχε διανείμει και προφορικά ήδη από το έτος 1992, ενώ βεβαιώνει τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά στα αδέλφια του θεωρώντας τα κατά αυτόν τον τρόπο μέρος της συνολικής περιουσίας του και συνυπολογίζοντας τα στις κληρονομικές τους μερίδες. Ενόψει των ανωτέρω, ο κληρονομούμενος, επιθυμώντας να διανείμει συμμέτρως το σύνολο της περιουσίας του, ανακοίνωσε σε αυτόν και τους αναιρεσιβλήτους, πριν αλλά και μετά τη σύνταξη της υπ’ αριθ. ...20-11-1997 Δημοσίας Διαθήκης του ότι πρόθεση και επιθυμία του ήταν να περιέλθουν, επιπλέον σ’ αυτόν (ι) η παλαιά οικία και μέρος του οικοπέδου, που του είχε ήδη παραχωρήσει προ καιρού για την εγκατάσταση του με την οικογένεια του, στην οποία εξακολουθούν να διαμένουν (ιι) η οικία με το αντίστοιχο οικόπεδο, όπου αυτός διέμενε έως και το θάνατο του και (ίιι) το οικόπεδο με το επ’ αυτού καφενείο. β) δεν έλαβε υπόψη ότι έχοντας τη διαβεβαίωση και την παρότρυνση του κληρονομούμενου και την πλήρη συναίνεση των τέκνων του-κληρονόμων του (αυτού και των αναιρεσίβλητων), εγκαταστάθηκαν, ήδη από το έτος 1992, στη νομή και κατοχή των κληρονομιαίων ακινήτων, όπως ακριβώς αυτά προσδιορίζονται και διανέμονται στην υπ’ αριθ. ...20-11-1997 Δημόσια Διαθήκη, δημιουργούμενης τοιουτοτρόπως μίας πραγματικής κατάστασης συνιστάμενης στη νομή και κατοχή των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, κατά τα συγκεκριμένα ποσοστά τους. γ) Η διαβεβαίωση δε του κληρονομούμενου, ενώπιον των αδερφών του, ότι πράγματι του κατέλιπε μεταξύ άλλων, την παλαιά οικία, εμβαδού 79,27 τ.μ., με μέρος του οικοπέδου, την οποία του είχε παραχωρήσει έτη πριν και στην οποία διαμένει έως σήμερα με την οικογένεια του, αλλά και η παρότρυνση του να ξεκινήσει εργασίες αναπαλαίωσης και συντήρησης της παλαιάς οικίας του ώθησαν στην αναπαλαίωση της και στην έκδοση της υπ’ αριθ. ...1998 Άδειας Νομιμοποίησης της πρώτης προσθήκης που ανήγειρε στην συγκεκριμένη οικία και την ανοικοδόμηση, στο εναπομείναν τμήμα του παραχωρηθέντος οικοπέδου, συνεχόμενου κτίσματος εμβαδού 54,58 τ.μ., με νέα προσθήκη της παλαιάς οικίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποβληθεί, για όλες τις οικοδομικές εργασίες αναπαλαίωσης, συντήρησης και ανοικοδόμησης, συνολικά σε δαπάνες αξίας 29.000 Ευρώ, καθότι είχε την πεποίθηση ότι ανοικοδομεί σε δικό του ακίνητο. Όλες οι ανωτέρω οικοδομικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν με παρόντα τον κληρονομούμενο και τα αδέρφια του, δεδομένου ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος και ο πατέρας του είχαν τις κατοικίες τους στο ίδιο, ενιαίο και κοινό οικόπεδο με αυτόν συνεχόμενες με τη δική του κατοικία. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος αφού οι ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος δεν αποτελούν πράγματα αφού δεν θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής. Επειδή, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι’ αυτά καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και όταν, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, σύμφωνα με το άρθρο 340 του ΚΠολΔ, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι αυτά έχουν, αφού η εκτίμηση αυτή είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολΔ, οι ιατρικές βεβαιώσεις ή γνωματεύσεις και αν εκδίδονται από ιατρό που ασκεί δημόσια λειτουργία, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, έχουν δεσμευτική αποδεικτική δύναμη και ειδικότερα αποτελούν πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών, για όσα βεβαιώνονται σε αυτές ότι έγιναν από το συντάκτη τους ή ότι έγιναν ενώπιον του και επίσης πλήρη απόδειξη, κατά της οποίας όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης τους. Ως προς περιεχόμενες, όμως, σε αυτές επιστημονικές εκτιμήσεις και γνώμες του συντάκτη τους, ακόμη και σχετικά με τις επιπτώσεις που τα αναφερόμενα σε αυτές ευρήματα έχουν στην πνευματική και σωματική κατάσταση εκείνου στον οποίο αναφέρονται, οι εν λόγω ιατρικές βεβαιώσεις και γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο. Σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, όπως άλλωστε ισχύει, σύμφωνα με τα άρθρα 387 και 390 του ΚΠολΔ και για τις γνωμοδοτήσεις των ιατρών πραγματογνωμόνων που διόρισε το δικαστήριο ή με τις γνωμοδοτήσεις, που συντάχθηκαν με αίτηση κάποιου διαδίκου και προσκομίζονται από αυτόν, από ιατρούς, ως πρόσωπα με ειδικές γνώσεις επιστήμης. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 §§ 1 και 2 του ν. 2071/1992 περί εκσυγχρονισμού και οργάνωσης του συστήματος υγείας, ιατρικά πιστοποιητικά ή γνωματεύσεις, καθώς και ιατρικές συνταγές, που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς όλες τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξαρτήτως του αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. ή ιδιώτες γιατρούς. Σε κάθε περίπτωση τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά ή γνωματεύσεις, αφορούν στο περιεχόμενο της ειδικότητας κάθε ιατρού. Εξ άλλου το ως άνω ιατρικό πιστοποιητικό ή γνωμάτευση όταν εκδοθεί ή συνταχθεί από ιατρό που δεν αφορά το περιεχόμενο της ειδικότητας, δεν καθίσταται εξ αυτού του λόγου νόμω ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού από καμία διάταξη προκύπτει κάτι τέτοιο, αλλά εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, τα δε δικαστικά τεκμήρια συγκαταλέγονται στα αναφερόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των από 28-2-2006, 14-3-2006 και 22-10-2008 ιατρικών βεβαιώσεων του ειδικού παθολόγου Σαπών Χ. Μ. Τ. από τις οποίες προκύπτει η ανικανότητα του διαθέτη λόγω πνευματικής ασθένειας για σύνταξη της επίδικης διαθήκης, αφού δεν προσέδωσε σ’ αυτές πλήρη αποδεικτική δύναμη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος αφού το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, αφού εκτιμώντας ελεύθερα με τις υπόλοιπες αποδείξεις τις επιστημονικές εκτιμήσεις και γνώμες του συντάκτη των εγγράφων αυτών κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 15 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αν η ανάκληση γίνει κατόπιν παραδοχής ενδίκου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση από τον ένατο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 15 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση επειδή το Εφετείο κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ανακάλεσε την εκκαλουμένη 41/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος αφού όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δεν ανακάλεσε την ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά κατόπιν παραδοχής της έφεσης την εξαφάνισε. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου , έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Ο δέκατος, επομένως, λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σε έγγραφο και συγκεκριμένα δια της μη λήψης υπόψη του γεγονότος της "αναλήθειας" της από 03-01-2005 Ιατρικής Βεβαίωσης του ιατρού-καρδιολόγου Σαπών, Α.Α.-Α.-Χ., όπως προαναφέρεται στον υπό στοιχείο (2) ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, δέχθηκε πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο της αγωγής, παραμορφώνοντας το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, αποδίδοντας σε αυτό νόημα αλλοιωμένο λόγω εσφαλμένης συλλήψεως του περιεχομένου του, είναι απαράδεκτος αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τον ενδέκατο λόγο αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το Εφετείο άφησε αίτηση αδίκαστη, δεδομένου ότι με την αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ζητούσε, εκτός από την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης κατ’ άρθρο 1719 παρ. 3 ΑΚ, επικουρικά την κήρυξη της επίμαχης διαθήκης άκυρης λόγω πλάνης, και το Εφετείο ενώ απέρριψε την πρώτη βάση της αγωγής δεν ασχολήθηκε με την επικουρική βάση. Ο λόγος αυτός από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την πρωτοδίκως εκδοθείσα 41/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης η αγωγή κατά την ως άνω επικουρική της βάση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε κατά το σημείο αυτό με έφεση ώστε η υπόθεση κατά το μέρος τούτο να μεταβιβαστεί στο Εφετείο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-4-2011 αίτηση του Μ. Μ. για αναίρεση της 155/2009 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από 19,1παρ2,11γ,11α,8,12,15,20,9 αρθρ 559ΚΠολΔ
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 717/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Β. χήρας Κ. Π., το γένος Π. Π., 2)Γ. Π. του Κ., 3)Β. θυγ. Κ. Π., κατοίκων ... 4)Μ. θυγ. Κ. Π., κατοίκου ... και 5)Μ. συζ. Π. Κ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Φαλαγκαράκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. συζ. Κ. Β., το γένος ..., 2) Α. συζ. Ι. Β., το γένος Π. Β., κατοίκων ..., 3)Α. χήρας Ν. Β., το γένος Π. Κ., 4)Γ. συζ. Ν. Γ., το γένος Ν. Β. 5) Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Δ. Β., 6)Ε. συζ. Ι. Φ., το γένος Ν. Β., 7)Ε. Β. του Ν., 8) Π. Β. του Ν., 9)Μ. Β. του Ν., κατοίκων ... 10)Μ. Β. του Δ. και 11)Ε. συζ. Γ. Κ. το γένος Δ. Β., κατοίκων ..., ως κληρονόμοι του αρχικού διαδίκου Δ. Β.. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Παπακωνσταντίνου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-1988 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 3ης, 4ης, 5ης, 6ης, 7ου, 8ου, 9ου των αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Δ. Β., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 87/2002 μη οριστική, 50/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 181/2010 του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Μυτιλήνης). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-4-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 10-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 1041 και 1042 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο πράγμα ακίνητο για μία δεκαετία γίνεται κύριος αυτού (με τακτική χρησικτησία). Η δεκαετία αρχίζει από τότε που μεταγράφηκε ο τίτλος. Έτσι, για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται νόμιμος τίτλος, ήτοι τρόπος κτητικός της κυριότητας που φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του αναγκαία στοιχεία, πλην όμως είναι ελαττωματικός, διότι έχει έλλειψη η οποία εμποδίζει κατά νόμο την κτήση κυριότητας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, και η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, ως και η απαγόρευση εκποιήσεως αυτού. Επιπλέον απαιτείται, επί την δεκαετία νομή και καλή πίστη, τουτέστι πεποίθηση του δικαιούχου (νομέως), η οποία να μην οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού, ότι με τον τίτλο απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η οποία καλή πίστη πρέπει κατά το άρθρ. 1044 ΑΚ, να υπάρχει κατά τον χρόνο αποκτήσεως της νομής. Είναι δε αδιάφορο αν η πλάνη ή η άγνοια του - από την οποία προέρχεται η πεποίθηση - στρέφεται περί τα πραγματικά γεγονότα ή περί τον νόμο και την έννοια αυτού, αρκεί να μην οφείλεται σε βαρεία αμέλεια. Στον υπολογισμό της δεκαετίας ο νομέας δικαιούται, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ, να προσμετρήσει στο χρόνο νομής αυτού και τον χρόνο νομής του προκατόχου του, με την προϋπόθεση ότι και αυτή ασκήθηκε με τα αυτά προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ήτοι ουσιαστικά και με καλή πίστη, διότι η νομή και ο νόμιμος τίτλος ούτως ή άλλως υπάρχουν, εφόσον πρόκειται περί διαδοχής. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ’ την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε μεταξύ άλλων και τα εξής: Ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος, Κ. Π., ο οποίος είχε χρηματίσει και Δήμαρχος Πολιχνίτου κατά το παρελθόν, αγόρασε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με τίμημα 15.000 δρχ., από τον Ε. Κ., στις 9.2.1972, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...9.2.1972 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πολιχνίτου Λέσβου Κ. Κωφόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου, στον τόμο…και με αύξοντα αριθμό ..., ένα τμήμα διηρημένο 345 στρεμμάτων περίπου από ένα βοσκότοπο που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Σταυρού Νομού Λέσβου, εκτάσεως 352,5 περίπου στρεμμάτων, ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλασσον, που συνορεύει ολόγυρα με κτήματα αδελφών Τ., παραλιακό δρόμο, κορυφογραμμή (κοινώς συγχωρεμένο) και δημόσιο δρόμο προς .... Το διηρημένο αυτό τμήμα των 345 στρεμμάτων που κείται, όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο, προς Δύση, συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησία αδελφών Τ., με πρόσοψη επί της παραλιακής οδού 750 μέτρων, με υπόλοιπο του ίδιου του πωλητή 7,5 περίπου στρεμμάτων και κορυφογραμμής (κοινώς συγχωρεμένου), με βάθος (του τμήματος τούτου) από της παραλίας μέχρι της κορυφογραμμής 400 μέτρων ή όσο και αν είναι. Η δε δεύτερη των αρχικώς εναγομένων Μ. συζ. Π. Κ., αγόρασε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με τίμημα 4.000 δρχ., από τον Ε. Κ., την ίδια ημέρα, ήτοι στις 9.2.1972, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...9.2.1972 συμβολαίου αγοραπωλησίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό ..., ένα τμήμα διηρημένο εκτάσεως 5 στρεμμάτων από ένα βοσκότοπο που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Σταυρού Νομού Λέσβου, εκτάσεως 7,5 στρεμμάτων (υπόλοιπο της ως άνω μείζονος εκτάσεως μετά την πώληση των 345 στρεμμάτων στον Κ. Π., δυνάμει του προαναφερθέντος με αριθμό ...9.2.1972 συμβολαίου), ο οποίος συνορεύει ολόγυρα με κτήματα Κ. Π. από δύο πλευρές, με παραλιακή οδό και πέραν αυτής με θάλασσα και με δρόμο δημόσιο που οδηγεί προς το .... Το ως άνω διηρημένο τμήμα των 5 στρεμμάτων, που κείται προς τη δυτική πλευρά του ευρύτερου ακινήτου των 7,5 στρεμμάτων, έχει πρόσωπο επί της παραλιακής οδού 100 μέτρων και βάθος 50 μέτρων και συνορεύει ανατολικά με υπόλοιπο του ιδίου του πωλητή (εκτάσεως περίπου 2,5 στρεμμάτων, το οποίο εμπεριέχει και έναν οικίσκο), δυτικά και βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Π. και νότια με δρόμο παραλίας και πέραν αυτού με θάλασσα. Στα ανωτέρω συμβόλαια αγοραπωλησίας, με τα οποία ο δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων φέρεται ότι μεταβιβάζει σ’ αυτούς τα δύο ως άνω διηρημένα τμήματα, τα οποία μαζί αποτελούν το επίδικο, δήλωσε ενώπιον του συμβολαιογράφου ότι τύγχανε αποκλειστικά κύριος του επιδίκου. Δήλωσε, επίσης, υπεύθυνα ότι το επίδικο περιήλθε σ’ αυτόν με άτυπη δωρεά, είκοσι πέντε και πλέον χρόνια πριν από τη σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων, ήτοι του έτους 1947, από τον Ι. Α., κάτοικο ..., και ότι έκτοτε το κατέχει, νέμεται και κυριεύει συνεχώς, αδιαταράκτως και άνευ εναντιώσεως ουδενός, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, προσαρτήθηκαν δε και μνημονεύονται ρητά, προκειμένου να πιστοποιηθούν τα ανωτέρω γεγονότα, δηλαδή της άτυπης δωρεάς από το 1947 και των ασκηθεισών έκτοτε πράξεων νομής του δικαιοπαρόχου των αρχικώς εναγομένων, στο μεν συμβόλαιο του πρώτου αρχικώς εναγομένου, ένα πιστοποιητικό (χρησικτησίας), που φέρει αριθμό …1972, του τότε Προέδρου της Κοινότητας Σταυρού Λέσβου, χωρίς να αναφέρεται στο συμβόλαιο το όνομα του τελευταίου, στο δε συμβόλαιο της δεύτερης αρχικώς εναγόμενης ένα πιστοποιητικό (χρησικτησίας), που φέρει αριθμό …1972, του ιδίου Προέδρου, πάλι χωρίς αναφορά του ονόματος του. Οι εναγόμενοι (εκκαλούντες) βεβαίως, παρότι έχουν προσκομίσει πληθώρα άλλων βεβαιώσεων, δηλώσεων και πιστοποιητικών Προέδρων Κοινοτήτων και ιδιωτών, δεν προσκομίζουν τα άνω πιστοποιητικά, προσκομίζουν όμως οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) το πρώτο εξ αυτών (υπ’ αριθμ. …1972), το οποίο εκδόθηκε στις 6.2.1972 από τον σύζυγο της δεύτερης των αρχικώς εναγομένων Π. Κ., τότε Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού. Περαιτέρω, οι αρχικώς εναγόμενοι, με τις από 20.2.1989 προτάσεις τους που κατέθεσαν κατά την πρώτη συζήτηση, ισχυρίστηκαν ότι αγόρασαν το επίδικο από τον Ε. Κ. που έγινε κύριος αυτού από το έτος 1955, όταν το απέκτησε με άτυπη παραχώρηση από τον Ι. Α., με το από 6 Σεπτεμβρίου 1955 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, και κατά την παρούσα συζήτηση. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το οποίο φέρεται ότι συντάχθηκε στο ... την ως άνω ημερομηνία, ο Ι. Α. του Δ., κάτοικος ..., πώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στον άμεσο δικαιοπάροχο τους Ε. Κ., με τίμημα 4.000 δρχ., το επίδικο, ήτοι "τον εις θέσιν ... ή ... άμμος βοσκότοπο του της περιφέρειας Κοινότητας Βρίσας, όσης εκτάσεως και αν είναι, ο οποίος συνορεύει ανατολικά με όμοιο Ν. Τ., νότια με θάλασσα, δυτικά με Κ. Τ. και βόρεια, με έκταση καλούμενη ...". Από όλα τα ανωτέρω καταδεικνύεται ότι το επικαλούμενο από τους αρχικώς εναγόμενους ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρεται ότι συντάχθηκε το 1955 δεν υπήρχε κατά το έτος 1972 που συντάχθηκαν τα συμβόλαια αγοράς του επιδίκου απ’ αυτούς, καθόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο άμεσος δικαιοπάροχος τους Ε. Κ., ο οποίος θα έπρεπε λογικά να γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επί του επιδίκου, δήλωσε υπεύθυνα, ενώπιον του συμβολαιογράφου, ότι το επίδικο περιήλθε σ’ αυτόν με άτυπη δωρεά, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια πριν από τη σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων (ήτοι προ του έτους 1947), προσκόμισε δε περί τούτων και τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά χρησικτησίας, τα οποία εκδόθηκαν από τον τότε Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, ετύγχανε και σύζυγος της δεύτερης των αρχικώς εναγομένων και πιστοποιούσε όλα τα ανωτέρω γεγονότα. Είναι δε προφανέστατο ότι τα πιστοποιητικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν τότε (1972) για την κατάρτιση των ως άνω συμβολαίων, δηλαδή τη δημιουργία τίτλων για τους αρχικώς εναγόμενους, ενώ το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο γίνεται αναφορά για πώληση του επιδίκου από τον Α. προς τον άμεσο δικαιοπάροχο τους και μάλιστα το έτος 1955, εμφανίζεται το πρώτον μετά την άσκηση της αγωγής (1988). Επισημαίνεται εδώ ότι, όπως προκύπτει από το από 10.2.1989 πιστοποιητικό ιδιοκτησίας της υποθηκοφύλακος Πλωμαρίου, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του Δ. Β., από έρευνα των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου ο Ι. Α. του Δ. και ο Δ. Α. του Γ., δεν φέρονται ιδιοκτήτες του επιδίκου. Σημειώνεται δε ακόμη ότι η αγορά του επιδίκου βοσκοτόπου αποτέλεσε θέμα που απασχόλησε έντονα την τοπική κοινωνία, όπως προκύπτει από μονόστηλο δημοσίευμα, με τίτλο "Π. Κ…", στη σελίδα … της τοπικής εφημερίδας "...", στο φύλλο της 8ης Αυγούστου 1985, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος αγόρασε το επίδικο ("παραθαλάσσιο κτήμα") σε εξευτελιστική τιμή από κάποιο βοσκό, ο οποίος δεν είχε τίτλους, και ότι για να το αγοράσει αυτός πείστηκε ο τότε Πρόεδρος του Σταυρού να παραχωρήσει βεβαίωση χρησικτησίας, αφού του παραχωρήθηκε σαν ανταμοιβή και σχετική έκταση από το κτήμα. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο φερόμενος ως άμεσος δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων Ε. Γ. Κ., ο οποίος είναι βοσκός και έχει το παρατσούκλι "Ζ.", ουδέποτε άσκησε διακατοχικές πράξεις νομής επί του επιδίκου από το έτος 1955 μέχρι τις 9.2.1972 που μεταβίβασε αυτό, με τα προμνημονευθέντα συμβόλαια, ένεκα πωλήσεως στους αρχικώς εναγόμενους και συνεπώς, ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού με πρωτότυπο τρόπο. Αντιθέτως, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, το επίδικο νέμονταν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα οι τρεις πρώτοι αρχικώς ενάγοντες και ο δικαιοπάροχος των λοιπών αρχικώς εναγόντων Ν. Β., ενώ ο Ε. Κ. μίσθωνε ένα κτήμα γειτονικό προς το επίδικο που βρίσκεται στα ανατολικά αυτού και ήταν πρώην ιδιοκτησία του Π. Α. (και ήδη Τ., ο οποίος είναι κληρονόμος του Π. Α.), εντός του οποίου (γειτονικού κτήματος), όπως αποδείχθηκε, και όχι εντός του επιδίκου, υπάρχει ένα παλιό λιθόκτιστο κτίσμα (" ντάμι"), το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αρχικώς εναγομένων, οι οποίοι αποδείχθηκαν αβάσιμοι, χτίστηκε από τον δικαιοπάροχο τους εντός του επιδίκου. Ο Κ., συνεπώς, εκμεταλλευόταν το άνω γειτονικό κτήμα, και όχι το επίδικο. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι οι αρχικώς εναγόμενοι άρχισαν να ασκούν πράξεις νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου μετά τη σύνταξη των προαναφερθέντων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων (1972), και συνέχισαν μέχρι το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (25-10-1988), οι πράξεις δε αυτές ήταν πιο αραιές το πρώτο διάστημα μετά την αγορά του επιδίκου, όπως καταθέτει σχετικά και ο μάρτυρας των εναγομένων Β. Σ. ("την εποχή που αγόρασε ο Π. το κτήμα δεν νομίζω ότι ερχόταν στο κτήμα γιατί τι θα έκανε. Δεν υπήρχε καμιά παραγωγή στο κτήμα για να πάει. Περνούσε από το δρόμο Σταυρού - ... και ερχότανε στο χωριό ... και μόνο το έβλεπε") και πύκνωσαν σταδιακά, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, προϊόντος του χρόνου, και ιδίως κατά το έτος 1987. Ειδικότερα, αμφότεροι των εναγομένων πωλούσαν ποσότητες άμμου που υπάρχει στις αμμώδεις εκτάσεις του επιδίκου που βρίσκονται σε επαφή με τον παραλιακό δρόμο (νότια), ή έδιναν άδεια σε κατοίκους των γύρω χωριών να προβούν σε λήψη άμμου. Όπως δε προκύπτει από το από 13.5.1980 έγγραφο της 98 ΑΔΤΕ, 4° Επιτελικό Γραφείο, επιτάχθηκε, το πρώτον από τις 23.5.1980, ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκε το σχετικό πρωτόκολλο παραδόσεως -παραλαβής, έκταση 14.758 τ.μ., κείμενη στην περιοχή "ΛΙΑΝΑΜΟΣ ΒΑΤΕΡΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ Ν. ΛΕΣΒΟΥ", ιδιοκτησίας Κ. Π., για τις ανάγκες της στρατιωτικής μονάδος 265 ΤΕ, ήτοι τη δημιουργία έργων-κατασκευή πολυβολείων στην περιοχή αυτή, ελάμβανε δε έκτοτε αυτός (Κ. Π.) τις σχετικές αποζημιώσεις που καταβάλλονταν ως μίσθωμα, δυνάμει σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου Στρατιωτικών Επιτάξεων, ενώπιον του οποίου παρίστατο αυτοπροσώπως ο ως άνω πρώτος αρχικώς εναγόμενος, κατά την εκδίκαση των αιτήσεων του, με τις οποίες ζητούσε αύξηση των αποζημιώσεων. Η ως άνω επίταξη έγινε, όπως ήδη αναφέρθηκε, το πρώτον το έτος 1980 και όχι το 1974. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο Κ. Π. εκμίσθωσε στις 10.3.1987 στον Χ. Σ. του Γ. έκταση 200 στρεμμάτων από το τμήμα του επιδίκου που του ανήκε για χρονικό διάστημα 4 χρόνων, δηλαδή μέχρι το Μάρτιο του 1991, με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 δραχμών. Δυνάμει δε της από 27.12.1987 συμβάσεως που υπογράφηκε μεταξύ του Δήμου Πολιχνίτου Λέσβου και των Κ. Π. και Ε. Κ., ο Δήμος προέβη στην προμήθεια 35 φορτηγών αμμοχώματος από το επίδικο, έναντι ποσού 17.500 δρχ. Τέλος, μετά την αγορά του επιδίκου, οι αρχικώς εναγόμενοι εκμίσθωσαν το επίδικο στο Κ. ως βοσκότοπο, με μίσθωμα 2.500 δρχ. το χρόνο. Σύμφωνα με αυτά που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, προέκυψε ότι ο δικαιοπάροχος των αρχικώς εναγομένων δεν είχε ποτέ στην κυριότητα του το επίδικο, ούτε νεμήθηκε ποτέ αυτό, αλλά εμφανίστηκε να πωλεί και να μεταβιβάζει σ’ αυτούς ένα ακίνητο που ποτέ δεν ανήκε στην κυριότητα του. Συνεπώς, οι αρχικώς εναγόμενοι δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τα προαναφερθέντα συμβόλαια μεταβιβάσεως κυριότητας, αφού ο άμεσος δικαιοπάροχος τους δεν κατέστη ποτέ κύριος αυτού, έτσι ώστε να μπορεί να μεταβιβάσει την επ’ αυτού κυριότητα. Το γεγονός αυτό το γνώριζαν οι εναγόμενοι, οι οποίοι άσκησαν έτσι όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής επί του επιδίκου, χωρίς να έχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, από το νόμο, προκειμένου για κτήση κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καλή πίστη κατά το χρόνο απόκτησης της νομής. Έτσι, αυτοί δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου ούτε και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή ούτε με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον ο δικαιοπάροχος τους δεν κατέστη ποτέ κύριος αυτού και οι ίδιοι το γνώριζαν, δεν μπορούν δε να προσμετρήσουν στο χρόνο νομής τους και το χρόνο νομής του φερόμενου ως δικαιοπαρόχου τους, αφού αυτός δεν άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο, ενώ περαιτέρω οι ίδιοι νεμήθηκαν μεν αυτό με νόμιμους τίτλους, καθόσον τα προμνημονευθέντα συμβόλαια αγοραπωλησίας φέρουν όλα τα εξωτερικά για το κύρος τους στοιχεία, πλην όμως αυτά είναι ελαττωματικά, λόγω έλλειψης κυριότητας του δικαιοπαρόχου τους, και συγκεκριμένα από το χρόνο σύνταξης και μεταγραφής των ως άνω συμβολαίων (1972) μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (1988), δηλαδή επί χρόνο μείζονα της δεκαετίας, όμως ελλείπει, για το λόγο που προαναφέρθηκε, το στοιχείο της καλής πίστης αμφοτέρων των αρχικώς εναγομένων (άρθρα 1041, 1042 και 1044 ΑΚ). Συνακόλουθα, αυτοί δεν απέκτησαν κυριότητα ούτε και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν μπορούν να συνυπολογίσουν στο δικό τους χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους (άρθρο 1051 ΑΚ), αφού ο τελευταίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν άσκησε πράξεις νομής επί του επιδίκου. Επομένως, από το 1972 μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής το έτος 1988, δεν παρήλθε το απαιτούμενο εκ του νόμου χρονικό διάστημα της εικοσαετίας, προκειμένου αυτοί να καταστούν κύριοι του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045 ΑΚ). Επομένως, αφού μέχρι τη μεταγραφή των πράξεων αποδοχής κληρονομιάς, στις οποίες προέβησαν οι εφεσίβλητοι ενάγοντες το 1986 και 1988, οι εκκαλούντες εναγόμενοι δεν συμπλήρωσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη) και δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου, η κυριότητα αυτού περιήλθε, με τη μεταγραφή των ως άνω πράξεων, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, στους αρχικώς ενάγοντες αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου Π. Β., πατέρα των τριών πρώτων και του δικαιοπαρόχου των λοιπών που συνέβη στις 28.4.1948. Συνεπώς, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι αυτοί κατέστησαν κύριοι του επιδίκου ακινήτου τόσο με παράγωγο (πράξεις αποδοχής κληρονομιάς), όσο και με πρωτότυπο τρόπο (ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας). Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων ως αβάσιμη κατ’ ουσία και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε κάνει δεκτή την ένδικη διεκδικητική αγωγή και ως βάσιμη κατ’ ουσία. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καλής πίστης ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας που οι αρχικώς εναγόμενοι απέκτησαν με τακτική χρησικτησία διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση αφορώσες την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) είναι απαράδεκτες. Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε, πλήττονται μεν όλες ή μία από αυτές, η προσβολή όμως μιας απ’ αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΟλΑΠ 25/2003). Επομένως οι περιεχόμενες στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις από τους αριθ. 8 και 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθώς και στο δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 8, 11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναφερόμενες σε πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορούν την κτήση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τους ενάγοντες και τον δικαιοπάροχο τους με παράγωγο τρόπο είναι απορριπτέες ως αλυσιτελώς προβαλλόμενες, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή περιέχει και κτήση της κυριότητας από τους ενάγοντες και με έκτακτη χρησικτησία, η δε παραδοχή αυτή του Εφετείου στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και δεν πλήττεται με λόγο αναίρεσης. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικό μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα, ήτοι α) Την υπ’ αριθ. πρωτ. ... Νοε 1979 Βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας Σταυρού Μυτιλήνης. β) Την από 13 Μαΐου 1980 υπ’ αριθ. 913Ι/87/24622/Σ 1129 απόφαση επίταξης εκτάσεως 14.758 μ.2 στη θέση ... - ... - Κοινότητας Σταυρού Ν. Λέσβου με συνημμένο το 265 Ε κτηματολογικό διάγραμμα κλίμακας 1:500 ιδιοκτησίας Κ. Π. του Γ., για δημιουργία έργων. γ) Το από 23 Μαΐου 1980 πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής της άνω επιταχθείσας έκτασης ιδιοκτησίας Κ. Π. του Γ. εμβαδού 14.758 μ.2 στην περιοχή ... ..., υπογραφόμενο από τον Κ. Π., τον Πρόεδρο της Κοινότητας Σταυρού, την Επιτροπή Παραλαβής και τον Διοικητή της Μονάδος Πεζικού Κ. Φ.. δ) Την υπ’ αριθ. 2/1983 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιτάξεων, το οποίο αποφάνθηκε επί της από 1/3/1980 αιτήσεως του Κ. Π. περί καθορισμού αποζημιώσεως ε) Το υπ’ αριθ. Φ 913 ια/16/2323/Σ1140/ΣΤΓ 926/28-3-1984 έγγραφο του Τ8 ΑΔΤΕ/40 επιτελικού γραφείου προς τον Κ. Γ. Π. με το οποίο ανακοινώνεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιτάξεων, περί καθορισμού αποζημίωσης της ιδιοκτησίας του. Καθώς και το υπ’ αριθ. Φ 913 ια/23230/Σ1139/ΣΤΓ 926 28-3-84 έγγραφο της αυτής υπηρεσίας για την καταβολή της αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη Κ. Π., κάτοικο Πολιχνίτου. ζ) Την υπ’ αριθ. πρωτ. .../14-9-1985 Βεβαίωση της Κοινότητας Σταυρού Λέσβου, όπου βεβαιούται: ".. Από προσωπική αντίληψη γνωρίζουμε ότι ο αγροτοβοσκότοπος στη θέση "..." περιφέρειας Σταυρού, που αγοράσθηκε υπό του Κ. Γ. Π., κατοίκου Πολιχνίτου από τον Ε. Κ., δημότου και κατοίκου Σταυρού, πριν από 15 χρόνια χρησιμοποιούνταν από τον πωλητή πριν από 20 χρόνια ( που τον είχε αποκτήσει) ως βοσκότοπος στον οποίο βοσκούσε τα ζώα του. Ο ίδιος ο πωλητής με την άδεια του αγοραστή και σημερινού ιδιοκτήτη Κ. Π., βόσκει και σήμερα το ποίμνιο του. Χορηγείται για χρήση στη Στρατιωτική Υπηρεσία επίταξης ενός τμήματος μέσα στο οποίο κτήσθηκαν πολεμίστρες......". η) Το υπ’ αριθ. πρωτ. 2149/15-09-1987 έγγραφο του Δημου Πολιχνίτου προς τον Κ. Π., για τη λήψη αμμοχώματος από τη θέση "... άμμος - ...". θ) Την υπ’ αριθ. 63/1988 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πολιννίτου έγκρισης δαπάνης για τη λήψη αμμοχώματος από το κτήμα στη θέση "..." των Κ. Π. και Ε. Κ., καθώς και το από 27 Μαΐου 1988 έγγραφο σύμβαση λήψεως αμμοχώματος μεταξύ Δήμου Πολιχνίτου και Κ. Π. και Ε. Κ.. ι) Την και άνω υπ’ αριθ. ...27-06-2006 βεβαίωση του Δημάρχου του Δήμου Πολιχνίτου περί της διαφορετικής θέσης των τοπωνυμιών Βούρκος και ... της τέως Κοινότητας Σταυρού, που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν κατά τη συζήτηση της έφεσης τους, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών και του ισχυρισμού των ιδίων ιδίας κυριότητας (τακτική χρησικτησία). Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τη γενική βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το Εφετείο σχημάτισε τη δικανική του πεποίθηση από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας μερικά δε από τα ανωτέρω έγγραφα σχετικά με την επίταξη και την αποζημίωση που καθόρισε το Διοικητικό Δικαστήριο Επιτάξεων τα οποία ρητά μνημονεύει και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη του και τα προαναφερόμενα έγγραφα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.4.2013 αίτηση των Β. Π. κλπ. για αναίρεση της 181/2010 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή, παράγωγος, πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας Λόγοι αναίρεσης από αρ19,8,11γ άρθρου 559 ΚΠολΔ
Κυριότητα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 722/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα ------- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Θ. Θ., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. θυγ. Α. Θ. και 2)Α. θυγ. Α. Θ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Αντώναρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/3/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2147/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 6043/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/3/2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. Για την πιστοποίηση των παραπάνω συντάχθηκε αυτό το πρακτικό. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχώρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που είχε κλητευθεί, ενώ σε αρνητική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ενώ κατά της διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και σε περίπτωση που αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Αν ο διάδικος δεν εμφανισθεί και από φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πινάκια της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου, καθώς και της αρχικά ορισθείσας δικασίμου της 17-12-2014, από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η αναιρεσείουσα δεν παραστάθηκε, όπως δεν είχε παρασταθεί και κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17.12.2014, πλην όμως δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζουν ούτε οι παριστάμενες και συνακόλουθα βαρυνόμενες προς τούτο αναιρεσίβλητες, οι οποίες δεν προσκομίζουν ούτε έκθεση επιδόσεως κλήσεως από αυτές προς την απολειπομένη αναιρεσείουσα, ούτε τυχόν επιδοθέν σ’ αυτές από την τελευταία αντίγραφο κλήσεως ή της αιτήσεως αναιρέσεως με την επ’ αυτής επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, που διενήργησε την επίδοση, κατά το άρθρο 139 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. και μάλιστα για την προαναφερθείσα και αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17-12-2014, ως προς την οποία και μόνο ήταν απαραίτητη η κλήτευση, καθόσον για την μετ’ αναβολή και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 575 και 226 παρ. 4 εδ. γ Κ.Πολ.Δ.). Ενόψει τούτων πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 14/3/2014 αιτήσεως της Ε. χήρας Θ. Θ., το γένος Ε. Κ. κατά των Α. θυγ. Α. Θ. και Α. θυγ. Α. Θ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2147/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθμ. 6043/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση ελλείψει κλητεύσεως πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο, πως χορηγείται, πως παρίστανται οι διάδικοι στο ακροατήριο 566, 684 576 παρ 1 και 2 ΚΠολΔ αν ο διάδικος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση εξετάζεται ποιος επισπεύδει και αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν δε την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο απολιπόμενος κλητεύθηκε, οπότε σε καταφατική περίπτωση προχωρεί η συζήτηση, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη. Άρθρα 94 , 96 παρ1,104 ΚΠολΔ Πως χορηγείται η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο, δια του οποίου παρίστανται οι διάδικοι στο ακροατήριο.
Πληρεξουσιότητα
Διάδικοι, Πληρεξουσιότητα , Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 729/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Μ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ζερδέλη και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Ε. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γαϊτάνη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-6-2012 αγωγή του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15998/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1541/2014 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-10-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 31-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 1-10-2014 με αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 207/15-10-2014 αίτηση του Α. Μ. κατά του Ε. Σ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ 1541/2014 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν. Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις, που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Εξάλλου, από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)-ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 11/2014). Έλλειψη νόμιμης βάσης, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (AΠ 200/2014, 139/2014, 11/2014). Όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει δύο ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό της, εφόσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται τελεσφόρως και λυσιτελώς με ειδικό λόγο αναίρεσης, η αναίρεση θ' απορριφθεί ως αλυσιτελής κατ' άρθρο. 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ όσο απευθύνεται κατά της μίας εκ των δύο αιτιολογιών, εφ' όσον η μη πληττόμενη τελεσφόρως αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης (Ολ ΑΠ 25/1994, ΑΠ 856/2014, 675/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα εξής ουσιώδη, αναφορικά με την ένδικη αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά του ήδη αναιρεσείοντος: "Το ένδικο ατύχημα συνέβη στην Ιταλία, στις 23.7.2011 και περί ώρα (Ιταλίας) 18.25', στη χιλιομετρική θέση 125 + 500 της Autostrada Nord (Βόρειος Αυτοκινητόδρομος) Α 14, στην επαρχία Ρίμινι. Η εν λόγω οδός είναι αυτοκινητόδρομος, διπλής κατεύθυνσης, με διαχωριστικό (τσιμεντένιο) στηθαίο ασφαλείας μεταξύ των κατευθύνσεων ύψους 1,30 μ., με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση με διακεκομμένη διαγράμμιση μεταξύ τους και με ασφάλτινο έρεισμα στα άκρα, στην χιλιομετρική δε αυτή θέση είναι ευθεία. Το οδόστρωμα ήταν, την ως άνω ημερομηνία, στεγνό, ο καιρός ήταν αίθριος, η ορατότητα καλή και η κυκλοφοριακή κίνηση ήταν έντονη, όπως τα παραπάνω εμφαίνονται στην έκθεση την οποία συνέταξαν οι C. A. και C. A., αρμόδιοι υπάλληλοι της κρατικής αστυνομίας (Τομέας Αστυνομίας Φορλί Αρχηγείο Υποτομέα Αυτοκινητοδρόμου Φορλί), οι οποίοι έφθασαν στο χώρο του ενδίκου ατυχήματος στις 19.40 της παραπάνω ημέρας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα ήταν οι ακόλουθες: Ο εναγόμενος, κατά τον παραπάνω χρόνο, οδηγούσε τον με αριθμό κυκλοφοράς ... δημόσιας χρήσης τράκτορα-ελκυστήρα διεθνών μεταφορών, με τον με αριθμό κυκλοφορίας Ρ 35446 επικαθήμενο ψυκτικό θάλαμο, ιδιοκτησίας του ενάγοντος και κινείτο στην παραπάνω οδό με κατεύθυνση από Αγκώνα προς Μπολόνια, με ταχύτητα 90 περίπου χλμ/ώρα (στην με αριθ. 11025Β/21.11.2011 τεχνική έκθεση αναφέρεται ότι ο εναγόμενος την προσδιόριζε στα 87 χλμ/ώρα), μεταφέροντας εντός του ψυκτικού θαλάμου διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρία των οποίων ήταν η εταιρία με την επωνυμία "ΚΟΛΙΟΣ Α.Ε.". Αυτός, ενώ κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της οδού, δεν κατέβαλε κατά την οδήγηση την κατ' αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, την οποία όφειλε και μπορούσε, ενόψει των προσωπικών του καταστάσεων και ικανοτήτων να καταβάλει και ειδικότερα οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έτσι ώστε, κατά την εκ μέρους του εκτέλεση ελιγμού μετακίνησης από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς την αριστερή, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο, λόγω και του μεγάλου όγκου του, παρέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και αφού διέσχισε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, προσέκρουσε με σφοδρότητα, με την αριστερή πλευρά του ελκυστήρα στο κεντρικό τμήμα του στηθαίου ασφαλείας τύπου New Jersey, το οποίο υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας της οδού και στη συνέχεια της σύγκρουσης αυτής τα ελαστικά της αριστερής πλευράς του προαναφερόμενου οχήματος, λόγω της τριβής, πήραν φωτιά. Το όχημα, συνέχισε την πορεία του ολισθαίνοντας κόντρα στο στηθαίο ασφαλείας για περίπου 115 μέτρα και σταμάτησε στη λωρίδα προσπέρασης επάνω στο στηθαίο, ενώ η φωτιά επεκτάθηκε και εξελίχθηκε σε μεγάλη πυρκαγιά, όπως τα παραπάνω αναφέρονται στην προαναφερθείσα έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, από την οποία καταστράφηκε ο τράκτορας, ο επικαθήμενος ψυκτικός θάλαμος, το ψυκτικό μηχάνημα του θαλάμου, το σασί του επικαθήμενου ψυκτικού θαλάμου και το μεταφερόμενο εμπόρευμα. O εναγόμενος οδηγός, αρχικά, σε δήλωσή του, αμέσως μετά το ατύχημα, που περιλαμβάνεται στην παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, αναφέρει ότι "καθώς οδηγούσα από Αγκώνα προς Μπολόνια, μετά την έξοδο του Ρίμινι, έσκασε το μπροστινό αριστερό λάστιχο με αποτέλεσμα να με τραβήξει στο αριστερό ρεύμα και να πέσω στα τσιμεντένια προστατευτικά της Autostrada, να προκληθεί τριβή και να πάρω φωτιά". Τον ισχυρισμό του δε αυτόν περί αιφνίδιας και απρόβλεπτης ρήξης του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού του διευθυντηρίου άξονα του ελκυστήρα, εξαιτίας της οποίας έχασε τον έλεγχο του οχήματος, αποδίδοντας το ένδικο ατύχημα σε γεγονός ανωτέρας βίας ή απλού τυχηρού γεγονότος, πρότεινε αυτός και κατά την πρωτοβάθμια δίκη, επαναφέρει δε με τον πρώτο λόγο έφεσης. Ο εν λόγω ισχυρισμός του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, δεν αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας ή έστω και αιφνίδια θραύση [κλατάρισμα] του ελαστικού και η συνεπεία αυτής πρόκληση ατυχήματος, εκτός αν αυτή οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο, όπως αντικείμενο επί του οδοστρώματος το οποίο δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί ο οδηγός και είχε ως αποτέλεσμα την αιφνίδια θραύση του ελαστικού του οχήματος του ή σε κακή ποιότητα του ελαστικού εκ κατασκευής, πλην όμως ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι η θραύση του ελαστικού οφείλεται σε εξωτερικό, εκτός του οχήματος, αίτιο, το οποίο δεν ήταν δυνατό στη συγκεκριμένη περίπτωση να προβλέψει, καταβάλλοντος την προσοχή που όφειλε κάθε συνετός οδηγός και θα κατέβαλε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ούτε ότι το ελαστικό του οχήματος δεν ήταν κατάλληλο για την ασφαλή κίνηση του οχήματος. Αντίθετα, στις προτάσεις του κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ισχυρίστηκε ότι "τα συγκεκριμένα ελαστικά (του διευθυντηρίου άξονα) ήταν από τα καλύτερα και ακριβότερα της αγοράς ελαστικών (μάρκας Continental), τύπου 385/65 R 22,5 και είχαν τοποθετηθεί στο όχημα το 2010. Είναι δε γνωστό ότι από την τοποθέτηση, εφόσον συμβεί, εντός πενταετίας από την κατασκευή αρχίζει η φθορά και υπολογίζεται η διάρκεια ζωής του ελαστικού. Ήταν σχεδόν καινούργια κατά το ατύχημα, καθώς είχαν τοποθετηθεί περί τις 15 ημέρες πριν την πρόσληψή μου δηλ. περί τα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 2010. Το γεγονός αυτό φαινόταν και δια γυμνού οφθαλμού, καθώς όχι μόνο τότε, αλλά και έως και πριν το ατύχημα, το πέλμα τους ήταν σε άριστη κατάσταση, το ίδιο δε συνέβαινε και με τις παρειές αυτών (κανένα σκάσιμο, εξόγκωμα, κόψιμο)". Αλλά και ο ισχυρισμός του ότι, εξαιτίας του ότι τα εν λόγω ελαστικά ήταν καινούργια, η σημειωθείσα ρήξη οφείλεται σε αφανές κατασκευαστικό ελάττωμα, το οποίο δεν προσδιορίζει και πρέπει να αποδοθεί ευθύνη στην κατασκευάστρια εταιρία, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, από την παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, προκύπτει ότι στο σημείο όπου συνέβη το ένδικο ατύχημα δεν βρέθηκαν κάποια τμήματα του ελαστικού τα οποία αποκολλήθηκαν από αυτό λόγω της ρήξης, όπως θα ήταν αναμενόμενο να συμβεί αν ο παραπάνω ισχυρισμός ήταν βάσιμος. Στο συμπέρασμα δε της με αριθ. 11025Β/21.11.2011 τεχνικής έκθεσης που προσκομίζεται από τον εναγόμενο, ως απόδειξη του "κλαταρίσματος", αναφέρεται μία στρέβλωση η οποία εμφανίζεται σε ένα σημείο της κυκλικής περιφέρειας του σώτρου (ζάντας) του εμπρόσθιου αριστερού τροχού, ενώ αόριστα στη συνέχεια αναφέρεται ότι διακρίνονται και άλλες στρεβλώσεις και καταπονήσεις της ζάντας, χωρίς όμως να επιχειρείται κάποιος ειδικότερος σχετικός προσδιορισμός τους, ούτε και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω στρέβλωση αποτελεί απόδειξη του "κλαταρίσματος", απορριπτόμενων των όσων σχετικά ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Ο τελευταίος, σε δήλωσή του, στις 29.7.2011, η οποία επίσης περιλαμβάνεται στην παραπάνω έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας, αντίθετα με όσα είχε ισχυριστεί περί "κλαταρίσματος" του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού του τράκτορα - ελκυστήρα, αναφέρει ότι, "ενώ μετέβαινα από Αγκώνα προς Μπολόνια ένα μικρό αυτοκίνητο με προσπέρασε, έκανε τον ελιγμό για να μπει στη δεξιά λωρίδα, ελάττωσε ταχύτητα ενώ βρισκόταν επάνω στη λωρίδα, εγώ έκανα ένα ελιγμό δεξιά για να τον αποφύγω, μετά το αυτοκίνητο μπήκε ακόμη πιο δεξιά, εγώ έκανα και πάλι ελιγμό προς αριστερά με αποτέλεσμα να βρεθώ επάνω στην αριστερή λωρίδα, να προσκρούσω επάνω στο τοιχίο από τσιμέντο του αυτοκινητοδρόμου, όπου σύρθηκε το όχημα και έπιασε φωτιά". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, εξαιτίας της τριβής, όπως προαναφέρθηκε, προκλήθηκε σπινθήρας και λόγω της υπερθέρμανσης μεταδόθηκε φλόγα στο πίσω εξωτερικό αριστερό ελαστικό του τράκτορα-ελκυστήρα, με συνέπεια να εκδηλωθεί φωτιά στο συγκεκριμένο σημείο του οχήματος. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η φωτιά εκδηλώθηκε και επεκτάθηκε άμεσα, γιατί η πρόσκρουση προκάλεσε την θραύση των μπαταριών και προκλήθηκε βραχυκύκλωμα κρίνεται απορριπτέος. Από τις φωτογραφίες του οχήματος προκύπτει, ότι στο πλάγιο τμήμα του ελκυστήρα βρίσκονταν τοποθετημένα πλαστικά καλύμματα κατά τρόπο ώστε να προστατεύονται όσα εξαρτήματα βρίσκονται στο εσωτερικό τμήμα αυτών μεταξύ των οποίων και οι μπαταρίες, που δεν αμφισβητείται ότι καλύπτονταν επιπλέον και από πλαστική θήκη για την μετακίνηση της οποίας είχε διαμορφωθεί σχετική χειρολαβή. Με δεδομένη τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του τμήματος όπου βρίσκονταν οι μπαταρίες δεν αποδεικνύεται ότι και αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ όσων σημείων προσέκρουσαν στο τοιχίο κατά τρόπο ώστε η αρχική φλόγα να προέλθει από αυτές. Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι στην άμεση επέκταση της φωτιάς συντέλεσε διαρροή πετρελαίου, αφού στην σχετική έκθεση της κρατικής Ιταλικής αστυνομίας δεν αναφέρεται ότι εμφανίζονται ίχνη πετρελαίου στο οδόστρωμα, ούτε ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε έκρηξη του "ρεζερβουάρ". Επήλθε βέβαια αλλοίωση αυτού, όχι όμως έκρηξη και διαρροή πετρελαίου, στις δε φωτογραφίες που υπάρχουν στην με αριθ. 62467/2012 τεχνική έκθεση της εταιρίας πραγματογνωμόνων με την επωνυμία "Ν. Δ. Ε.Π.Ε.", εμφαίνονται όλα τα "ρεζερβουάρ" του συρμού, χωρίς να είναι κάποιο διαμελισμένο. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, το δικαστήριο κρίνει, ότι υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος και των συνεπειών που προκλήθηκαν από αυτό είναι ο εναγόμενος οδηγός καθόσον αυτός, παρότι έμπειρος και ικανός οδηγός ασχολούμενος επαγγελματικά με την οδήγηση φορτηγών, επέδειξε αμέλεια κατά την εκτέλεση ελιγμού προς τα αριστερά στην παραπάνω οδό και δεν συγκράτησε το όχημα που οδηγούσε, κατά τρόπο ώστε αυτό να παραμείνει κινούμενο εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, άλλα έχασε τον έλεγχο αυτού, τον οποίο δεν ανέκτησε, με τις περαιτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, η πρώτη εστία ζημιών προκλήθηκε κατά την πρώτη επαφή του οχήματος με το στηθαίο ασφαλείας της οδού (πρωτογενής κρούση) και βρίσκεται στην εμπρόσθια μετωπική επιφάνεια προς τα αριστερά. Στη συνέχεια προκλήθηκε η δεύτερη εστία ζημιών, όταν ο συρμός λόγω του είδους της κρούσης και της μη περαιτέρω διείσδυσης των συγκρουσθέντων μερών σχηματίστηκαν ίχνη εξολίσθησης (τριβής) της πίσω αριστερής πλευράς του ελκυστήρα με επακόλουθα ίχνη τριβής του εξωτερικού πίσω αριστερού τροχού του ελκυστήρα του οχήματος, ενώ η τρίτη εστία ζημιών προκλήθηκε όταν το όχημα ακινητοποιήθηκε και λόγω της υπερθέρμανσης από την τριβή της ζάντας του ελαστικού προκλήθηκε φωτιά αρχικά στην πίσω αριστερή πλευρά του ελκυστήρα, η οποία επεκτάθηκε στο υπόλοιπο αμάξωμα και κατέστρεψε τον συρμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι το προσκομιζόμενο, με επίκληση, από τον εκκαλούντα, με αριθ. 2550/1/23.7.2011 έγγραφο της Περιφερειακής Διοίκησης Πυροσβεστικού Σώματος Ρίμινι, το οποίο παραδεκτά προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αφού περιήλθε στον εκκαλούντα μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, απορριπτομένου του περί απαραδέκτου ισχυρισμού του εφεσιβλήτου, όπως και του δεύτερου λόγου έφεσης του εκκαλούντος, δεν ασκεί επιρροή στην παραπάνω κρίση του δικαστηρίου, καθόσον στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι "κατά την άφιξη της πυροσβεστικής στο χώρο του ένδικου ατυχήματος το όχημα ακουμπούσε στο στηθαίο ασφαλείας, ενώ στη λωρίδα υπήρχαν τα ελαστικά που είχαν αποσυνδεθεί από το όχημα πριν αυτό σταματήσει και τα οποία καίγονταν", κάτι το οποίο όμως ήταν φυσικό επακόλουθο της φωτιάς που είχε ήδη εκδηλωθεί, όπως προαναφέρθηκε. Σε ακολουθία των παραπάνω, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω εναγόμενος οδηγός δεν εκτέλεσε την εργασία του με επιμέλεια όπως όφειλε, ως μέσος εκπρόσωπος του επαγγέλματος του, με βάση την επαγγελματική του ιδιότητα, την εμπειρία και την ικανότητά του, ιδιότητες στις οποίες απέβλεπε ο ενάγων κατά την ανάθεση σε αυτόν της παραπάνω εργασίας (άρθρο 652 ΑΚ) και ως εκ τούτου ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε, από αμέλεια (έστω και ελαφρά), στον ενάγοντα-εργοδότη του, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι η επελθούσα ζημία πρέπει να βαρύνει τον ενάγοντα εργοδότη του ως εμπίπτουσα στη σφαίρα του επιχειρηματικού του κινδύνου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ, περί ολικής ή μερικής απαλλαγής του εναγομένου οφειλέτη από την προς αποζημίωση υποχρέωσή του, λόγω συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος (κατά ποσοστό 99%), που παραδεκτά πρόβαλλε ο εναγόμενος στη πρωτοβάθμια δίκη, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, όπως απαιτείται, επαναπροβάλλει δε με τον τρίτο λόγο έφεσης". Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της υπαιτιότητας για το ένδικο ατύχημα και την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί προκλήσεως του ατυχήματος από ανωτέρα βία ή τυχηρό λόγω αιφνίδιας ρήξης του ελαστικού. Ειδικότερα, τον τελευταίο ισχυρισμό κατά το σκέλος του ότι η αιφνίδια ρήξη του ελαστικού καθ' εαυτή, ως γεγονός ανωτέρας βίας ή τυχηρό προκάλεσε το ατύχημα, έκρινε το Εφετείο κατά την κυρία αιτιολογία του ως μη νόμιμο, τον ίδιο δε ισχυρισμό κατά το έτερο σκέλος του ότι η ρήξη του ελαστικού οφείλεται σε αφανές κατασκευαστικό λάθος του ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζεται το κατασκευαστικό λάθος και διότι δεν επικαλείται ο αναιρεσείων άλλο εξωτερικό αίτιο. Η κύρια αυτή αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται με την αναίρεση, στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το αρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ, κατά το πρώτο μέρος του, σύμφωνα με το οποίο το Εφετείο, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφασή του τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί προκλήσεως του ατυχήματος από την αιφνίδια ρήξη του ελαστικού, ως γεγονότος ανώτερης βίας, δεχθέν ότι τέτοια ρήξη δεν επήλθε, για τη θεμελίωση δε της κρίσης του αυτής δέχθηκε ότι: α) "δεν υπήρχαν τμήματα του ελαστικού στο οδόστρωμα, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν ευσταθούσε ο ισχυρισμός μου περί αιφνίδιας θραύσης του ελαστικού και πρόκλησης εξ αυτής πυρκαγιάς", και β) "η φωτιά προκλήθηκε όταν το όχημα ακινητοποιήθηκε", στην συνέχεια δε υιοθετεί -εντελώς αντιφατικά- την έκθεση της πυροσβεστικής υπηρεσίας στην οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της ρητά αναφέρεται ότι "στη λωρίδα υπήρχαν τα ελαστικά που είχαν αποσυνδεθεί από το όχημα πριν αυτό σταματήσει και τα οποία καίγονταν", αιτιάσεις που αναφέρονται στην επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης, είναι αλυσιτελής. Ο ίδιος πρώτος λόγος κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι "ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας και ειδικότερα της αμέλειας του αναιρεσείοντος έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθόσον δεν προσδιορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η μη τήρηση από την πλευρά του της απαιτούμενης από τις περιστάσεις επιμέλειας, αρκούμενη στην παντελώς αόριστη παραδοχή ότι δεν επέδειξε την προσοχή που ένας μέσος συνετός και επιμελής άνθρωπος του κύκλου της δραστηριότητάς του όφειλε να επιδείξει προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος" είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλομένη, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη αιτιολογία, αναφέρεται ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι "οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έτσι ώστε, κατά την εκ μέρους του εκτέλεση ελιγμού μετακίνησης από την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς την αριστερή, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο, λόγω και του μεγάλου όγκου του, παρέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και αφού διέσχισε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, προσέκρουσε με σφοδρότητα, με την αριστερή πλευρά του ελκυστήρα στο κεντρικό τμήμα του στηθαίου ασφαλείας", εκτίθενται δηλαδή επαρκή περιστατικά, ικανά για στοιχειοθέτηση αμελούς συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε παραλείψεις του που έλαβαν χώρα κατά παράβαση των οριζομένων στα άρθρα 12 παρ.1 και 19 παρ.1 του ΚΟΚ (ν. 2696/1999). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία από το περιεχόμενο της απόφασης ότι δια της συνήθως γενικής αναγραφής του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.) συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Ο λόγος αυτός αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλματα, τα οποία έχουν γίνει κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τα σφάλματα αυτά αναφέρονται στα αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού. Επομένως, ο λόγος αυτός δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 524/2014). Δεν ιδρύεται, επίσης, λόγος αυτός, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (AΠ 49/2013). Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, για να καταλήξει στο ανωτέρω αναφερόμενο πόρισμά της, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του ότι το ατύχημα οφείλεται σε αιφνίδια και μη δυνάμενη να προβλεφθεί θραύση του ελαστικού του φορτηγού αυτοκινήτου και δεχόμενη ότι υπήρξε αμέλεια από την πλευρά του κατά την οδήγηση, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε τόσο πρωτοδίκως όσο και στην κατ' έφεση δίκη: α) Τις περιεχόμενες στο σχετικό 3 των προτάσεων που κατέθεσε στην συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αριθμημένες έγχρωμες φωτογραφίες με αριθμούς 26Ε, 28Ε και 30Ε, και β) την με αριθμό 801/9.4.2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά του Χ. Μ., η οποία συντάχθηκε στο Προξενείο της Ελλάδος στην Περούτζια της Ιταλίας ενώπιον του Επίτιμου Προξένου της Ελλάδος Κων/νου Χριστογιάννη. Ο λόγος αυτός κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί ανωτέρας βίας και τυχηρού από την αιφνίδια ρήξη του ελαστικού, ο οποίος απορρίφθηκε εν μέρει ως μη νόμιμος και εν μέρει ως αόριστος από το εφετείο είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, από την υπάρχουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, την με αριθμό 1192/29.3.2013 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, με επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του, την με αριθμό 801/9.4.2014 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε στο Προξενικό κατάστημα της Ελλάδος στην Περούτζια της Ιταλίας, ενώπιον του Επίτιμου Προξένου της Ελλάδος, με επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του και η οποία παραδεκτά προσκομίζεται, με επίκληση, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου κατά την συζήτηση της υπόθεσης σε αυτό και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, με επίκληση, στα οποία περιλαμβάνονται και έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, αλλά συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, καθώς και α] τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες και β] την με αριθμό 624 67/28.5.2012 τεχνική έκθεση την οποία συνέταξε, μετά από εντολή του ενάγοντος, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης πραγματογνωμόνων με την επωνυμία "Ν. Δ. Ε.Π.Ε.", την με αριθμ. 519/18.3.2012 τεχνική έκθεση η οποία συντάχθηκε από τον πραγματογνώμονα Γ. Τ., μετά από εντολή του ενάγοντος, τις με αριθμό 11025/3.11.2011 και 11025Β/21.11.2011 τεχνικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τις οποίες συνέταξε, μετά από εντολή του εναγομένου, ο πραγματογνώμονας Ι. Χ., την με αριθμό 2196744312 έκθεση πραγματογνωμοσύνης η οποία συντάχθηκε, μετά από εντολή της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Υδρόγειος", από τον πραγματογνώμονα Α. Μ. και την από 19.12.2011 έκθεση της ίδιας ασφαλιστικής εταιρίας σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, όχι μόνο δεν καταλείπεται αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα αναφερόμενα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος του, που αναφέρεται στο ζήτημα της υπαιτιότητας είναι αβάσιμος. Οι στον ίδιο λόγο αναφερόμενες αιτιάσεις, ότι "από τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, αφού στις φωτογραφίες απεικονίζονται ευκρινώς τόσο ίχνη πλαγιολίσθησης (κυρίως στην δεξιά λωρίδα της κυκλοφορίας), όσο και ίχνη τροχοπέδησης (ιδίως στην αριστερή λωρίδα) οφειλόμενα τα μεν ίχνη πλαγιολίσθησης στην αιφνίδια θραύση του εμπρόσθιου αριστερού ελαστικού, τα δε ίχνη τροχοπέδησης στην προσπάθεια που κατέβαλε ο αναιρεσείων να συγκρατήσει το όχημα, ώστε να αποφευχθεί η πρόσκρουση και εν συνεχεία να το ακινητοποιήσει με ασφάλεια, αφού υπό τις δεδομένες συνθήκες η αποφυγή της πρόσκρουσης ήταν αδύνατη, στην δε ένορκη βεβαίωση, διαβεβαιώνει ο ενόρκως βεβαιών ότι ο αναιρεσίβλητος τον πληροφόρησε ότι το ατύχημα οφείλεται σε αιφνίδια ρήξη του ελαστικού και ότι καθ' υπόδειξή του ο αναιρεσείων, ενώ αρχικά είχε καταθέσει στην Ιταλική αστυνομία ότι η ρήξη του ελαστικού ήταν η αιτία της εκτροπής του αυτοκινήτου, κατέθεσε στη συνέχεια σε νεώτερη κατάθεσή του, διότι με βάση την αρχική κατάθεση πιθανότητα η ασφαλιστική εταιρεία να μην έδινε την αποζημίωση", προβάλλονται απαραδέκτως, διότι αναφέρονται στην εκτίμηση της αποδεικτικής βαρύτητας των μέσων αυτών. Από το άρθρο 300 ΑΚ, το οποίο μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις που ο εργοδότης δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης από τον εργαζόμενο που παρέβη τις από το άρθρο 652 ΑΚ υποχρεώσεις απέναντί του, προκύπτει ότι για να απαλλαχθεί της ευθύνης ο εργαζόμενος ή να μειωθούν οι συνέπειες αυτής, προϋπόθεση είναι κατ' αρχήν να συνετέλεσε στην επέλευση της ζημίας ή στην έκτασή της ο εργοδότης με δικό του πταίσμα και εξαιρετικά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, επιτρέπεται να θεωρηθεί ότι ο ζημιωθείς συνετέλεσε στη ζημία χωρίς πταίσμα. Τέτοια πρόβλεψη από μόνο τον επιχειρηματικό κίνδυνο που έχει αναλάβει ο εργοδότης, που μετέρχεται εργασία επιρρεπή σε ζημίες δεν υπάρχει ούτε στο άρθρο 652 ΑΚ ούτε σε κάποια άλλη διάταξη νόμου. Επομένως, με το να απορρίψει το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του ως μη νόμιμο τον, προβληθέντα πρωτοδίκως και επαναπροβληθέντα με σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιόν του, ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για απαλλαγή του από οποιαδήποτε υποχρέωσή του για αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, άλλως περί περιορισμού της ευθύνης του στο 1%, κατ' εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, με την επίκληση ότι η οδήγηση του οχήματος είναι εργασία επιρρεπής σε ζημίες, από την οποία τον επιχειρηματικό κίνδυνο είχε αναλάβει ο αναιρεσίβλητος εργοδότης του, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 και 300 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία τους και μη εφαρμογή της τελευταίας. Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για παραβίαση των διατάξεων αυτών είναι αβάσιμος. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, είναι, πράγματι, αληθές ότι ο εργαζόμενος, όπως κάθε οφειλέτης, έχει την υποχρέωση να εκτελέσει την εργασία του με επιμέλεια. Ο βαθμός της επιμέλειας κρίνεται με βάση τη σύμβαση, εν όψει των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων ή των ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες ο εργοδότης γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει. Σε περίπτωση παραβίασης της επιμέλειας αυτής, ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται στον εργοδότη (ΑΚ 652). Και όπως σε κάθε περίπτωση ζημίας, δύναται να επιδιώξει την απαλλαγή του ή τον περιορισμό της έκτασης της αποζημίωσης, στο μέτρο που ο εργοδότης συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της ζημίας ή στην έκτασή της (ΑΚ 300). Εν τούτοις, η λειτουργία μιας σύμβασης εργασίας εμφανίζει ιδιαιτερότητες, σε σύγκριση με συμβάσεις άλλου είδους. Η παροχή, την οποία ο εργαζόμενος οφείλει από τη σύμβαση, συνίσταται στην εργασία αυτή καθεαυτή και όχι σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο εργοδότης, αντιστοίχως, με την αντιπαροχή του αμείβει την εργασία και όχι την ανάληψη κινδύνων. Ο μισθός, που λαμβάνει ο εργαζόμενος, δεν αντισταθμίζει τους κινδύνους ζημιών, στους οποίους αυτός εκτίθεται κατά την εκτέλεση της εργασίας του, μέσα σε συνθήκες ή καταστάσεις πίεσης, τις οποίες, αποκλειστικά, διαμορφώνει και επηρεάζει ο εργοδότης. Ακόμη και για τον πιο επιμελή και ευσυνείδητο εργαζόμενο, εν όψει της φύσεως της παροχής του, ενδέχεται να καταστεί αναπόφευκτη μία στιγμιαία χαλάρωση της προσοχής, με εντελώς δυσανάλογες συνέπειες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση για πλήρη αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να βρίσκεται σε εύλογη σχέση ούτε με το μισθό, τον οποίο λαμβάνει ο εργαζόμενος ούτε με τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται κατά την παροχή της εργασίας του. Τότε, επιβάλλεται απόκλιση από τον κανόνα της πλήρους ευθύνης για κάθε πταίσμα και πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εργοδότης, ο οποίος αποκομίζει το όφελος από την παροχή της εργασίας, οφείλει να φέρει και τους συναφείς με αυτήν κινδύνους. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό όταν η ζημία επέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας, που έχει ανατεθεί στον εργαζόμενο και βρίσκεται σε συνάφεια με αυτή, ενώ, ταυτόχρονα, ο εργαζόμενος δεν βαρύνεται με δόλο. Μια τέτοια λύση, αν και δεν παρέχεται ευθέως από την ΑΚ 300, συνάγεται με ανάλογη εφαρμογή της (πρβλ. τις περιπτώσεις του "εμμέσου" πταίσματος της ΑΚ 300 εδ. β') και βρίσκει επαρκές έρεισμα στην αρχή ότι ο εργοδότης είναι αυτός, ο οποίος φέρει εξ ολοκλήρου τους κινδύνους από τη λειτουργία της επιχειρήσεως. Διότι η έννομη τάξη θα ήταν ασυνεπής, αν κάποιους λόγους, τους οποίους θεωρεί επαρκείς για την ίδρυση ευθύνης, δεν τους λάμβανε υπ' όψη και ως λόγους "συνευθύνης", κατά την ΑΚ 300. Οπότε, ο δικαστής, κάνοντας χρήση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει η ΑΚ 300 και αξιολογώντας τις συνθήκες εκάστης περιπτώσεως, μπορεί είτε να παράσχει πλήρη αποζημίωση στο ζημιωθέντα εργοδότη, όταν η ζημία προκλήθηκε από δόλο του εργαζομένου, είτε να επιμερίσει τη ζημία, είτε και να απαλλάξει πλήρως τον εργαζόμενο από την ευθύνη, αν η ζημία οφείλεται σε ελαφρά ή ιδιαίτερα ελαφρά αμέλεια. Με την ερμηνεία αυτή, η οποία συμπορεύεται με τις κατευθυντήριες αρχές που διατυπώνονται και στα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και με τον δι' αυτής περιορισμό της ευθύνης του εργαζομένου, το σύστημα της αστικής ευθύνης διατηρεί την προληπτική του λειτουργία, χωρίς να εξοντώνεται οικονομικά το ασθενέστερο μέρος μιας σύμβασης εργασίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με την εν λόγω ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, ως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 300 και 652 ΑΚ, θα έπρεπε να έχει κριθεί βάσιμος. Περαιτέρω, κατ' ομόφωνη κρίση, εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, οι προβαλλόμενες στον ίδιο λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις περί ελλείψεως αιτιολογιών ως προς τη μορφή της αμελείας του αναιρεσείοντος, αν δηλαδή αυτή είναι όλως ελαφρά, ελαφρά ή βαρεία, με συνέπεια το ανέφικτο του αναιρετικού ελέγχου για την ορθή ή μη εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, είναι απαράδεκτες. Απαράδεκτες είναι και οι περαιτέρω αιτιάσεις στον ίδιο λόγο περί παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, μη προβληθείσες ενώπιον του Εφετείου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, αλλά για πρώτη φορά με την αίτηση αναίρεσης. Με το να απορρίψει κατά τα ανωτέρω το Εφετείο, ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί απαλλαγής του ή άλλως μειωμένης ευθύνης του για το ατύχημα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, έλαβε εκ του πράγματος υπόψη, όπως από την απόφασή του προκύπτει, τα προτεινόμενα από τον αναιρεσείοντα προς θεμελίωσή του περιστατικά και συγκεκριμένα ότι η εργασία του ως οδηγού είναι εργασία επιρρεπής σε ζημίες, ότι η αμέλεια που τον βαρύνει είναι ελαφρά και ότι ο μισθός του ανερχόταν σε 1200 ευρώ και βρισκόταν σε προφανή δυσαναλογία προς την έκταση του κινδύνου ζημιών, στον οποίο ήταν εκτεθειμένος κατά την εκτέλεση της εργασίας του και προς την έκταση της ζημίας που καλείτο να αποκαταστήσει. Η περαιτέρω λήψη υπόψη ισχυρισμού περί συντρέχοντος πταίσματος του αναιρεσιβλήτου, με το να προβεί σε υπασφάλιση του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου που οδηγούσε και του μεταφερομένου με αυτό εμπορεύματος και να συντελέσει έτσι στην έκταση της ζημίας δεν ήταν απαραίτητη, διότι ο σχετικός ισχυρισμός, όπως από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, χωρίς αναφορά της αξίας αυτών που υπέστησαν ζημία και της αξίας που ασφαλίσθηκε, ήταν αόριστος. Επομένως, ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης, για μη λήψη υπόψη των ανωτέρω περιστατικών που στήριζαν το σχετικό από το άρθρο 300 ΑΚ ισχυρισμό είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1.10.2014, αίτηση του Α. Μ. του Θ. κατά του Ε. Σ. του Ν., περί αναίρεσης της υπ' αριθ. 1541/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευθύνη του εργαζομένου για αποζημίωση του εργοδότη, κατ’ αρθρ 652 ΑΚ. Απαιτείται υπαιτιότητα του εργαζομένου έστω και από ελαφρά αμέλεια. Έννοια ανώτερης βίας και τυχηρού για απαλλαγή του εργαζομένου. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη. Απαιτείται για τη θεμελίωσή της υπαιτιότητα. Δεν στοιχειοθετείται από μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι μετέρχεται δραστηριότητα επιρρεπή σε ατυχήματα. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559ΚΠολΔ πλήττει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ή ενστάσεις, ως αόριστες ή νόμω αβάσιμες. Δεν ιδρύεται επίσης λόγος αυτός , αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει (Απορρίπτει αναίρεση της 1541/2014 αποφ ΜονΕφΘεσσ)
Αποζημίωση
Αδικοπραξία , Αποζημίωση.
0
Αριθμός 730/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία "Κ. και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία" ως καθολικής διαδόχου των απαιτήσεων του δικηγόρου Δ. Κ., όπως νομίμως εκπροσωπείται και εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δ. Κ. και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία "Γ.Δ. και Σία ΕΕΒΕ" που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστρια Β. Δ., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Πέτρου Παπαχαραλάμπους και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-2-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1196/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-6-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 27-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε να καταδικαστεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 3 του, κυρωθέντος με το ν.δ.3026/1954, προϊσχύσαντος Κώδικα των Δικηγόρων, που σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΕισΝΑΚ, έχει εν προκειμένω εφαρμογή, διότι η εντολή για τις ένδικες αξιώσεις της αναιρεσείουσας στον δικαιοπάροχο αυτής δικηγόρο, από την αναιρεσίβλητη και η παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών έλαβαν χώρα πριν από την κατάργηση του εν λόγω Κώδικα και τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων με το άρθρο 166 του ν. 4194/2013, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, η συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή. Σε περίπτωση που ο εντολέας ανακαλέσει την εντολή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, πριν δηλαδή από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, εφαρμόζονται όσα στο άρθρο 170 του πιο πάνω Κώδικα ορίζονται, δηλαδή αν η ανάκληση της εντολής είναι αδικαιολόγητη, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλει στο δικηγόρο τη συμφωνημένη αμοιβή του, αν δε αυτή είναι δικαιολογημένη, αλλά από λόγους που δεν παρέχουν δικαίωμα άσκησης αγωγής κατά το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ, έχει υποχρέωση να καταβάλει στο δικηγόρο τις δαπάνες που αυτός έχει πραγματοποιήσει προς εκτέλεση της εντολής και μέχρι την ανάκληση αυτής, καθώς και την, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τον ίδιο Κώδικα, αμοιβή αυτού για τις μέχρι τότε ενέργειές του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, στην οποία υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, αν η εντολή προς το δικηγόρο ανακληθεί αδικαιολόγητα, ο τελευταίος δικαιούται τη συμφωνημένη αμοιβή υπό την προϋπόθεση ότι, αν δεν μεσολαβούσε η ανάκληση της εντολής, θα διεξήγε επιτυχώς τη δίκη στην οποία αφορούσε η εντολή με βεβαία κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής για τον εντολέα του τελεσίδικης απόφασης. Για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της συγκεκριμένης αγωγής, απαιτείται, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρου 170 του ίδιου Κώδικα Δικηγόρων, σε συνδυασμό μ` εκείνες των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να αναφέρεται σαφώς στο δικόγραφο αυτής, εκτός των άλλων και το ακριβές αντικείμενο της διαφοράς δηλαδή να αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία προκύπτει το ύψος της οφειλομένης και δικαιουμένης αμοιβής με βάση τη σύμβαση της εργολαβίας. Διαφορετικά η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας, η οποία δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, όταν διαπιστωθεί δε από το Δικαστήριο υποχρεώνει τούτο στην απόρριψή της για το λόγο αυτό (AΠ 1496/2010). Εξ άλλου, κατά τα άρθρα 297 - 298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία),καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερόμενου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (Ολ. ΑΠ 20/1992, ΑΠ 979/2014, 104/2014). Ειδικότερα για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, συνισταμένου σε απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει (και αρκεί) να αναφέρονται στο δικόγραφο της όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει, ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό (ολ. ΑΠ 22/1995). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 932 ΑΚ, επί αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Χρηματική ικανοποίηση δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και επομένως τις περιπτώσεις αυτές με τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, διαφορετικά η αγωγή είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 111 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ, αόριστη (ΑΠ 382/2011). Τέλος κατά το άρθρο 559, αριθ. 14 του ΚΠολΔ, η απόφαση είναι αναιρετέα, "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Με τον λόγο αυτό ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ως προς το εάν ορθά έκρινε την αγωγή ως ορισμένη ή αόριστη (ΑΠ 441/2014). Στην ένδικη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα αστική εταιρία με την επωνυμία "Κ. ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" εξέθετε μεταξύ άλλων τα εξής: "Η, τελούσα ήδη σε εκκαθάριση, εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη) εταιρία με την επωνυμία "Δ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕΒΕ", δια του νομίμου εκπροσώπου της (ήδη αποβιώσαντος), Γ.Δ., στις 15.6.2006, δυνάμει συμβάσεως εντολής, ανέθεσε στον δικηγόρο Δ. Κ., που τότε διατηρούσε ατομικό γραφείο, ειδικό σε θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού, των απαιτήσεων του οποίου αυτή είναι καθολική διάδοχος, την διεκπεραίωση υπόθεσής της κατά της εταιρείας με την επωνυμία "ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕ", για αποζημίωση από παράνομη, αθέμιτη και καταχρηστική (λόγω δεσπόζουσας θέσης) συμπεριφορά, που υπέστη από την εταιρία αυτή. Ότι ο ως άνω δικηγόρος αποδέχτηκε την εντολή και συμφωνήθηκε, ως αμοιβή του ποσοστό 20% καθαρό επί του συνολικού ποσού που θα εισπραχθεί, ότι η συμφωνία ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και ότι σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης της δίκης, ο εντολοδόχος δεν δικαιούται καμία άλλη αμοιβή. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω εντολής, ο Δ. Κ. προέβη στις αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειες σχετικές με την εκμετάλλευση από την ΝΕΣΤΛΕ ΑΕ της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά, σε βάρος της εναγόμενης εταιρίας για τα προϊόντα καφέ που η τελευταία εμπορευόταν, αναγκαίες προς υποστήριξη της αποζημιωτικής αγωγής, που, κατά τη συμφωνία τους, θα ασκούσε, σχέδιο της οποίας με ιστορικό και νομικό μέρος, είχε συντάξει από το Δεκέμβριο του έτους 2006 και το είχε δώσει στον διαχειριστή της εναγομένης, αλλά ο τελευταίος δεν του προσκόμιζε και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον δεν αρκούσαν τα προσκομισθέντα (καταστάσεις πελατείας για κάποια έτη, ενώ έπρεπε να προσκομιστούν καταστάσεις όλων των ετών χρονικού διαστήματος 1995-2006, κόστος πωληθέντος καφέ και τιμές πώλησης, κόστος διαφημίσεων, για τα έτη 1995 έως 2002, διότι υπήρχαν για τα έτη 2003 και εφεξής), για τον προσδιορισμό της θετικής και αποθετικής ζημίας, για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, τα οποία στοιχεία ουδέποτε προσκομίστηκαν. Ότι στις 29.7.2007 είχε αποστείλει στην ΝΕΣΤΛΕ για λογαριασμό της εναγομένης, εξώδικη όχληση με την οποία ζητούσε την καταβολή από την πρώτη στη δεύτερη, ποσού 15.000.000 στο οποίο με πρόχειρους υπολογισμούς ανήρχετο η θετική και αποθετική ζημία της και 5.000.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από τις παράνομες ενέργειές της. Ότι στις 12.9.2007 απεστάλη στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας δικηγόρο τηλεομοιοτυπικά, επιστολή της εναγομένης, με την οποία εκείνη ανακαλούσε την από 15.6.2006 εντολή της προς αυτόν, επικαλούμενη καθυστέρηση άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής, έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του και διαφωνία για την ακολουθητέα στρατηγική. Ότι η ανάκληση αυτή, δεδομένου ότι η εντολή είχε συμφωνηθεί ανέκκλητη, είναι αδικαιολόγητη κατ’ άρθρο 170 Κώδικα περί Δικηγόρων και έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο. Ότι εξ αιτίας της αδικαιολόγητης ανάκλησης εμποδίστηκε η άσκηση της αγωγής και η μετά βεβαιότητας προσδοκώμενη πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως της επιτυχημένης διεξαγωγής της συγκεκριμένης δίκης μέχρι τελεσιδικίας". Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε κατά την κυρία βάση της αγωγής να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, ως καθολική διάδοχο των απαιτήσεων του δικηγόρου Δ. Κ., από τη συνολική αμοιβή του, η οποία βάσει της ανωτέρω συμφωνίας τους ανερχόταν σε 4.000.000 ευρώ (20% των 20.000.000),το ποσό του 1.000.000 ευρώ, επιφυλασσόμενη για το υπόλοιπο ποσό των 3.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 1.7.2010 (επίδοση όμοιας αγωγής από την οποία παραιτείτο), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά ζητούσε να της καταβάλει το ποσό των 135.975 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, άλλως το ποσό των 37.525 ευρώ για τις στην αγωγή αναφερόμενες ενέργειες εξώδικες και δικαστικές υπολογιζόμενες με εύλογη ωριαία αμοιβή, με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 61/2013 απόφασή του, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την κύρια βάση της και κατόπιν παραδοχής της ένστασης του άρθρου 102 του Κώδικα περί δικηγόρων, για διογκωμένη απαίτηση, αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 800.000 ευρώ. Κατά της πρωτόδικης απόφασης άσκησε έφεση η εναγομένη και αντέφεση η ενάγουσα. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε την αντέφεση, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση και απέρριψε την αγωγή κατά την κυρία βάση της ως αόριστη. Έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή κατά την κύρια βάση της, ήταν πράγματι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρονταν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν την θετική και αποθετική ζημία της εναγομένης, αλλά και τα περιστατικά που θεμελίωναν την αξίωση της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση της αγωγής που θα ασκούσε στα πλαίσια της δοθείσας εντολής ο Δ. Κ., ώστε το ύψος της αιτούμενης απαίτησης να προσδιορίζεται στο ποσό των 20.000.000 ευρώ. Ειδικότερα, ενώ έπρεπε, δεν αναφέρονταν στην ένδικη αγωγή συγκεκριμένα στοιχεία, που θα διαλαμβάνονταν και στην αγωγή, που θα ασκείτο κατά της ΝΕΣΤΛΕ, όπως καταστάσεις πελατείας, ετήσια έσοδα πριν και μετά τις ενέργειες της ΝΕΣΤΛΕ σε βάρος της εναγομένης, ώστε να προκύπτει η πτωτική τάση των εσόδων της και η απώλεια της πελατείας της, καθώς και η ύπαρξη και το ύψος της απαιτήσεως για θετική και αποθετική ζημία του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που αναφερόταν στην αγωγή, περαιτέρω δε και το είδος της προσβολής από την παράνομη και υπαίτια πράξη της ΝΕΣΤΛΕ, αν δηλαδή προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη ή το εμπορικό της μέλλον ή η φήμη της, και τα αντίστοιχα θεμελιωτικά των προσβολών αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, για τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ώστε να αναμένεται η επιτυχής έκβαση της δίκης που θα ανοιγόταν, έως την τελεσιδικία, κατά το ποσό των 20.000.000 ευρώ, επί του οποίου υπολογίζόταν και η αμοιβή της ενάγουσας που αξίωνε με την ένδικη αγωγή και η εναγόμενη να δύναται να αμυνθεί σχετικά με τη διόγκωση ή μη της απαίτησης και συνακόλουθα της αιτούμενης αμοιβής. Επομένως με το να απορρίψει το εφετείο την αγωγή, ως αόριστη, κατά την κυρία βάση της, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, και ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 14 (αληθώς και όχι και 1) ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Από τα άρθ. 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης, αλλά και των κατ` ιδίαν λόγων αυτής, θεμελιώνεται δε στην βλάβη που υφίσταται ο αναιρεσείων από την προσβαλλομένη απόφαση και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς για τον αναιρεσείοντα συνέπειας. Επομένως, αν οι προβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΑΠ 145/ 2014, 927/2014). Εξ άλλου κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του προϊσχύοντος Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ.3026/1954), που, κατά τα προαναφερόμενα, έχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, "ο Δικηγόρος δικαιούται να λάβη παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης δικαστηριακής ή άλλης την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβήν διά πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον". Κατά δε το άρθρο 98 του ίδιου Κώδικα "1. Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά τας διατάξεις των επομένων άρθρων αυξανόμενον κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητος της διαφοράς, των ιδιαζουσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. 2. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον η αποτίμησις εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθή υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένοις άρθροις" και κατά το άρθρο άρθρο 99 του Κώδικα αυτού "το ελάχιστον όριον της αμοιβής επί των πολιτικών υποθέσεων, των ποινικών και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και αρχών εκτός των εν άρθροις 94 και 124 αναγραφομένων, και των εξωδίκων, πλην των εν τοις άρθροις 160 και 161, είναι ίσον προς το γινόμενον των δραχμών, αίτινες αναγράφονται εν τω παρόντι και δι` εκάστην ειδικήν εργασίαν, επί συντελεστήν οριζόμενον δι` αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως" . Σε εκτέλεση της τελευταίας διατάξεως δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ Β’ 131/1989) η ΥΑ 12398/1989, που όρισε το συντελεστή σε 140 μονάδες. Περαιτέρω κατά τo άρθρο 100 παρ. 4 του Κώδικα "εάν το αντικείμενον της αγωγής δεν δύναται φύσει ν` αποτιμηθή εις χρήμα, το όριον τούτο συνίσταται εις δραχμάς 20 διά τας ενώπιον του Ειρηνοδικείου αγωγάς, δραχμάς 50 διά τας ενώπιον του Πρωτοδικείου και δρχ. 100 διά τας ενώπιον των λοιπών δικαστηρίων τοιαύτας". Κατά δε το άρθρο 110 παρ. 3 "οσάκις το Εφετείον δικάζη ως Δικαστήριον πρώτου βαθμού το ελάχιστον όριον της διά σύνταξιν προτάσεων αμοιβής, καθορίζεται κατά τας διατάξεις του άρθρου 107 επί τη βάσει του αντικειμένου της διαφοράς, πάντως όμως δεν δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών 60" , ενώ κατά το άρθρο 111 "διά παράστασιν προς συζήτησιν πάσης φύσεως υποθέσεων ενώπιον του Εφετείου το ελάχιστον όριον αμοιβής είναι δραχμαί 50" και κατά το άρθρο 155 του Κώδικα "..Δια τας ενώπιον των Φορολογικών Δικαστηρίων υποθέσεις εφαρμόζονται αι διατάξεις, αι αφορώσαι τας πολιτικάς υποθέσεις κατά την εξής διάκρισιν: α) Δια τας ενώπιον του μονoμελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών υποθέσεις, β) δια τας ενώπιον του τριμελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις και γ) δια τας ενώπιον του δευτεροβαθμίου φορολογικού δικαστηρίου (ανεξαρτήτως συνθέσως) αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Εφετείου υποθέσεις". Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε μεταξύ άλλων και τα εξής: " Η εναγομένη εταιρία με την επωνυμία " Γ. Δ. και ΣΙΑ ΕΕΒΕ", που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, η οποία τελεί ήδη υπό εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από την εκκαθαρίστρια αυτής, Β. Δ., ανέθεσε μέσω του τότε διαχειριστή της, Γ. Δ., που απεβίωσε τον Ιούλιο του έτους 2010, στο δικηγόρο Δ. Κ. και ήδη μέλος της ενάγουσας εταιρίας, με την επωνυμία "Κ. & Συνεργάτες, Δικηγορική Εταιρία", που είναι καθολική διάδοχος των απαιτήσεων αυτού, δυνάμει της υπ. αριθ. 21 ρήτρας του από 5.6.2007 καταστατικού της, να προβεί στις αναγκαίες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες προκειμένου να διεκπεραιώσει υπόθεσή της κατά της εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", που είναι θυγατρική και μέλος του πολυεθνικού ομίλου ΝΕSΤLΕ, που εδρεύει στην Ελβετία. Μεταξύ των προϊόντων που διακινεί η ως άνω εταιρία και στην Ελλάδα είναι ο στιγμιαίος καφές, που διατίθεται στην αγορά με το παγκόσμιας φήμης σήμα NESCAFE CLASSIK. Μετά την αγορά της ελληνικής εταιρίας "Λ. ΑΕ", η οποία είχε μερίδιο αγοράς στον ελληνικό καφέ 27%, η δε εναγομένη εταιρία είχε ένα μικρό μερίδιο αγοράς και κατέχοντας η ΝΕΣΤΛΕ μονοπωλιακή θέση στην αγορά του στιγμιαίου καφέ, προσπάθησε με σειρά ενεργειών να επιβάλλει δεσπόζουσα θέση και στην αγορά του ελληνικού καφέ. Από τις ενέργειές της αυτές ζημιώθηκε η εναγομένη και έδωσε την εντολή στον δικηγόρο Δ. Κ., ο οποίος είναι εξειδικευμένος μεταξύ άλλων στο δίκαιο του αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού, να διεκπεραιώσει τις εκ του αθεμίτου ανταγωνισμού αξιώσεις της σε βάρος της ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕ με άσκηση αποζημιωτικής αγωγής. Στα πλαίσια της εντολής αυτής και προκειμένου να ενεργοποιηθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού και να ελεγχθεί η ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕ για τις αθέμιτες ανταγωνιστικές ενέργειές της σε βάρος της εναγομένης, αποδείχθηκε ότι ο Δ. Κ. πραγματοποίησε τις παρακάτω αναγκαίες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες, για τις οποίες δεν έχει λάβει αμοιβή από την εναγομένη...", εφαρμόζοντας δε τις διατάξεις του νέου Κώδικα των Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δέχθηκε περαιτέρω ότι: "δικαιούται την παρακάτω αμοιβή: 1) για σύνταξη και κατάθεση της από 3.7.2006 προσφυγής κατά της υπ’ αριθ. 300/V/2006 απόφασης της ΕΑ στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δικαιούται 1.000 ευρώ και 2) για συζήτηση της προσφυγής και σύνταξη τριών υπομνημάτων δικαιούται 1.200 ευρώ... Δικαιολογείται εν προκειμένω η ως άνω αυξημένη αμοιβή όσον αφορά την σύνταξη της προσφυγής και των υπομνημάτων και τη συζήτηση της προσφυγής από 235 ευρώ, 85 ευρώ και 256 ευρώ αντίστοιχα (Παράρτημα 1Γ) σε 1.000 ευρώ και 1200 ευρώ αντίστοιχα, καθόσον ελήφθησαν υπόψη, οι εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και η εμπειρία θεωρητική και πρακτική σε τέτοιες υποθέσεις του μέλους της ενάγουσας δικηγόρου Δ. Κ., η αξία και το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, ο καταναλωθείς χρόνος, η σπουδαιότητα και πολυπλοκότητα της διαφοράς" , με βάση δε τις παραδοχές αυτές έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της αναιρεσείουσας κατά την επικουρική της βάση και επιδίκασε για τις ως άνω αιτίες συνολική αμοιβή 2.200 ευρώ. Η ως άνω προσφυγή κατά της 300/V/2006 απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ασκηθείσα για λογαριασμό της αναιρεσίβλητης, ως καταγγέλουσας κατ’ άρθρο 14 του ν. 703/1977, είχε ως αιτήματα: α) Να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση , με την οποία είχε κριθεί ότι η απόκτηση από την ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕ του 96,53% των μετοχών της "ΔΕΛΤΑ Βιομηχανία Παγωτού ΑΕ" δεν αναμένεται να περιορίσει τον ανταγωνισμό, β) να διαπιστωθεί ότι η υπό κρίση συγκέντρωση μεταξύ ΝΕΣΤΛΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕ και ΔΕΛΤΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 4 γ’ παρ. 1 του ν.703/1977 και το άρθρο 82 ΣυνθΕΚ και τυγχάνει απαγορευταία και γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Επιτροπή ανταγωνισμού, προκειμένου να επιβληθεί πρόστιμο, κατ’ άρθρο 4 ε παρ. 2 του ν. 703/1977, σε περίπτωση που οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις προβούν στην υλοποίηση της συγκέντρωσης προτού εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή είχε αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα και συνεπώς για τη σύνταξη της προσφυγής, την παράσταση και την σύνταξη των υπομνημάτων ο δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας δικηγόρος, δικαιούτο σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 4, 110 παρ. 3, 111 και 155 του κώδικα των δικηγόρων (ν.δ.3026/1954) ως αμοιβή 41 ευρώ για την προσφυγή, 21 ευρώ για την παράσταση κατά τη συζήτηση και 25 ευρώ για κάθε υπόμνημα. Το Εφετείο, για τον προσδιορισμό της αμοιβής του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας, δεν εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις του νέου κώδικα των Δικηγόρων (ν. 4194/2013), αφού έπρεπε να εφαρμόσει τις ως άνω διατάξεις του ν.δ. 3026/1954, η πλημμέλεια όμως αυτή δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, ενόψει μάλιστα του ότι δέχθηκε περαιτέρω πως δικαιολογείται αυξημένη αμοιβή όσον αφορά την σύνταξη της προσφυγής και των υπομνημάτων αφού έλαβε υπόψη, τις εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και την εμπειρία θεωρητική και πρακτική σε τέτοιες υποθέσεις του μέλους της αναιρεσείουσας δικηγόρου Δ. Κ., την αξία και το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, τον καταναλωθέντα χρόνο, τη σπουδαιότητα και πολυπλοκότητα της διαφοράς και επιδίκασε την αμοιβή που ανωτέρω αναφέρεται. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο αποδίδεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 και 155 του ν.δ. 3026/1954, με τη μη εφαρμογή τους για τον προσδιορισμό της αμοιβής ποσοστιαία επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, που η αναιρεσείουσα υπολογίζει, ενώ δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε υπολογιστέα η αμοιβή σε ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης, εφόσον το τελευταίο ήταν από τη φύση του χωρίς χρηματική αποτίμηση, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του και κατά το μέρος του που αποδίδεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των άρθρων 58 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 2, 69 παρ. 1,2 και 3, 70 παρ. 4 και 5 του ν.4194/2013, με την εφαρμογή τους και τον προσδιορισμό της αμοιβής για τη σύνταξη της προσφυγής, την παράσταση και τη σύνταξη των υπομνημάτων κατά ωριαία απασχόληση είναι αλυσιτελής, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε η εσφαλμένη αφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης, ενώ κατά το μέρος του που αποδίδεται η πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 63 του ίδιου νόμου, με τη μη εφαρμογή του και τον υπολογισμό της αμοιβής ποσοστιαία, είναι αβάσιμος, αφού το άρθρο αυτό δεν ήταν εφαρμοστέο σε κάθε περίπτωση. Κατά το άρθρο 2 του π.δ.166/2003 με το οποίο έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή. Ο δικηγόρος όμως είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, στον οποίο απαγορεύεται η εμπορία (ΑΠ1065/2011) και η σχέση που τον συνδέει με τον εντολέα του έχει τη μορφή της έμμισθης εντολής (ΑΠ 798/2013). Συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικηγόρος ζητάει την αμοιβή του οι διατάξεις του ως άνω π.δ., τόκος δε επί της επιδικαζόμενης αμοιβής επιδικάζεται είτε ύστερα από όχληση σύμφωνα με τα άρθρα 340, 345, 346 ΑΚ είτε μετά τη συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της αμοιβής δήλη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 341 ΑΚ (ΑΠ 1424/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, επιδίκασε στην αναιρεσείουσα νομίμους τόκους για την επιδικασθείσα σ’ αυτή αμοιβή υπό την επίδοση την 1.7.2010 προηγουμένης, όμοιας με την κριθείσα, αγωγής, από την οποία παραιτήθηκε με την ένδικη. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του π.δ. 166/2003 και του άρθρου 3 παρ. 1 της οδηγίας 2000/5/ΕΚ με τη μη εφαρμογή τους και ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το τρίτο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26.6.2014, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 488/27.6.2014, αίτηση της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία "Κ. και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία", ως καθολικής διαδόχου των απαιτήσεων του δικηγόρου Δ. Κ. κατά της υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Δ. και Σία ΕΕΒΕ", περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 1196/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικηγορική αμοιβή με εργολαβική συμφωνία. Καθορισμός αμοιβής σε περίπτωση ανάκλησης της εντολής. Στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής από τον Δικηγόρο κατά του εντολέα λόγω ανάκλησης της εργολαβικής συμφωνίας. Περίπτωση αόριστης αγωγής, εφόσον για τον προσδιορισμό του ύψους της συγκεκριμένης απαιτήσεως δεν εκτίθεται κατά τρόπο ορισμένο η αγωγή την οποία κατά την εργολαβική συμφωνία, θα συνέτασσε ο δικηγόρος και τα στοιχεία που καθιστούν πιθανή την ευδοκίμησή της. Αξίωση διαφυγόντος κέρδους. Στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης. Χρηματική ικανοποίηση νομικών προσώπων. Στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης.(Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά της 1196/2014 αποφ ΜονΕφΑθ)
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
0
Αριθμός 712/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ι. Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Κ. Π. του Μ. και 2) Μ. Π. του Κ., κατοίκων ... και ήδη κρατουμένων στη Φυλακή Αλικαρνασσού Κρήτης, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθ.133/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ε. χήρα Μ. Κ. και 2) Ι. Κ. του Μ., κάτοικοι ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θρασύβουλο Κονταξή. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Νοεμβρίου 2014 δύο αιτήσεις αναίρεσης μετά των από 4 Μαΐου 2015 δύο δικογράφων προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1175/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ’ αυτών πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες από 7 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7349 και 7350/2014) των Κ. Π. του Μ. και Μ. Π. του Κ. μετά των από 4 Μαΐου 2015 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 133/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, "αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 133/2013 απόφαση του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού του Μ. Κ., παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και τους καταδίκασε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως, συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών και σε χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ τον καθένα, καθώς και σε διαρκή αποστέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, στον πίνακα των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται, με αύξ. αριθ. 48, ως τελευταίο έγγραφο που αναγνώσθηκε, περικοπές από τις προανακριτικές από 7.4.2010 απολογίες των κατηγορουμένων. Όμως, από το ότι βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν περικοπές μόνο και όχι ολόκληρες οι προανακριτικές απολογίες, προκύπτει με βεβαιότητα ότι οι περικοπές αυτές αναγνώσθηκαν στο στάδιο των απολογιών των κατηγορουμένων και προς επισήμανση αντιφάσεων και ότι απλώς η ανάγνωση αυτών βεβαιώθηκε στη θέση, όπου παρατίθενται όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και, από αυτό, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ανεξαρτήτως αυτού, από την εν λόγω ανάγνωση, δεν παραβιάστηκε κανένα υπερασπιστικό δικαίωμα των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων και δη αυτό της σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεως αυτών, καθόσον, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των προανακριτικών αυτών απολογιών, προκύπτει ότι ο Αρχιφύλακας του Τ. Α. … Γ. Τ. τους ενημέρωσε για τις πράξεις, τις οποίες αφορούσε η προανάκριση, και για τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 105 και 273 του ΚΠοινΔ, δηλαδή να παρίστανται με συνήγορο, να αρνηθούν να απαντήσουν (δικαίωμα σιωπής), να λάβουν προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την απολογία τους, κ.λπ.. Αυτοί δε δήλωσαν ότι επιθυμούν να κάνουν χρήση των ως άνω δικαιωμάτων και να εξετασθούν αμέσως παρουσία των συνηγόρων τους Γεωργίου Στειακάκη, δικηγόρου Ηρακλείου, και Αντωνίου Βουλγαράκη, δικηγόρου Ρεθύμνου, οι οποίοι και προσυπέγραψαν τόσο τις εκθέσεις, όσο και τις εμπεριεχόμενες σ’ αυτές απολογίες. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο περικοπές από τις ως άνω προανακριτικές απολογίες των κατηγορουμένων χωρίς τη συναίνεση τους και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 366 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 177, 178, 209, 213, 223, 224, 326, 327, 333, 335 και 339 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι ο πολιτικώς ενάγων (όπως και ο κατηγορούμενος), ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του, μπορεί να παραιτηθεί από την εξέταση του μάρτυρα που κατ’ εκλογή του ύστερα από αίτηση του κλητεύτηκε από τον Εισαγγελέα σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 327. Η παραίτηση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος δεν δημιουργεί και υποχρέωση του δικαστηρίου να μην εξετάσει τον μάρτυρα αυτό, αν, όμως, δεν τον εξετάσει, ενόψει και του ότι στην ποινική διαδικασία τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ένας διάδικος δεν καθίστανται κοινά (όπως συμβαίνει στην πολιτική διαδικασία), δεν επέρχεται παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι πολιτικώς ενάγοντες είχαν κλητεύσει, μεταξύ άλλων, τους Α. Κ. του Ε. και Ν. Κ. του Μ., για να εξεταστούν ως μάρτυρες στην ένδικη υπόθεση, οι οποίοι, κατά την εκφώνηση των ονομάτων τους, ήταν παρόντες. Πλην, μετά την εξέταση των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και πριν από την εξέταση των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, οι πολιτικώς ενάγοντες, δια των συνηγόρων τους, παραιτήθηκαν από την εξέταση των παραπάνω μαρτύρων, το δε Δικαστήριο δεν τους εξέτασε. Από τη μη εξέταση τους, μετά την 0)ς άνω παραίτηση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329. 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 365 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται, πάντως, το από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ, δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ’ του ΚΠοινΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των κατά την προδικασία ληφθεισών καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στο στάδιο της αναγνώσεως των εγγράφων, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, με αύξ. αριθ. 1, η από 7.4.2010 κατάθεση του μάρτυρα Π. Λ. του Μ., χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως του στο ακροατήριο. Για την ανάγνωση αυτής, καθώς και των λοιπών εγγράφων, δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις οι κατηγορούμενοι. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από την ανάγνωση της, έστω και χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεως του μάρτυρα αυτού, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο. από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. υποβάλλει κάποιο αίτημα κατά τη διάρκεια της απολογίας του. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφαση του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψη του να αποφανθεί. Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωση τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσειων - κατηγορούμενος Μ. Π., περάτωσε την απολογία του με τη φράση "θέλω αναπαράσταση". Όμως, από τη φράση αυτή δεν συνάγεται ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα αναφορικά με την αναγκαιότητα της αναπαραστάσεως του ενδίκου εγκλήματος και το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, βεβαίως, ούτε να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους επ’ αυτού. Πέραν αυτού, από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της μη αποδοχής του αιτήματος αυτού από την Πρόεδρο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Η του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του ανωτέρω αναιρεσείοντος (τον οποίο αυτός στηρίζει και στο στοιχ. Α), όπως αυτός συμπληρώνεται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, με την οποία πλήττεται η πρόσβαλλα μένη απόφαση για σχετική ακυρότητα λόγω ελλείψεως ακροάσεως από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου στο ως άνω αίτημα, καθώς και για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος χωρίς να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους του και χωρίς να αποφανθεί επί του αιτήματος, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, καθόσον προβάλλεται και από τον αναιρεσείοντα Κ. Π., είναι απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί το αίτημα για την αναπαράσταση υποβλήθηκε μόνο από το συγκατηγορούμενό του Μ. Π.. Από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 του ΚΠοινΔ δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτηση τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Κ. Π. και πρώτος λόγος του ομοίου του αναιρεσείοντος Μ. Π., οι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά (ενόψει του ότι οι ένδικες αιτήσεις περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) και κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 4.5.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στους αναιρεσείοντες ή σε έναν από τους συνηγόρους τους, μετά την ανάγνωση των στα πρακτικά της αποφάσεως αναφερομένων εγγράφων, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είναι αβάσιμος, καθόσον από τα πρακτικά της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η άσκηση του εκ του άρθρου 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος. Η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τη διάταξη του άρθρου 22 του ΠΚ περί νόμιμης άμυνας, αφού η αποδοχή του άγει στον αποκλεισμό του αδίκου και, εντεύθεν, στην αθώωση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Κατά το άρθρο 22 του ΠΚ: "1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βάθρο επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που αποτελούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις". Κατά την έννοια της άνω διατάξεως, άμυνα υφίσταται όταν συντρέχει άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη εμβάλλουσα σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκουσα αντικειμενικώς προς το δίκαιο, εφ’ όσον είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο εκ της επιθετικής ενεργείας κίνδυνος του εννόμου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή όταν δεν άρχισε μεν επίκειται όμως αμέσως που συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβείται άμεση έναρξη της επιθετικής ενεργείας. Συντρεχόντων δε των ανωτέρω όρων της καταστάσεως αμύνης, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται προς απόκρουση αυτής να προσβάλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθεμένου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμα και την ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επιθέσεως να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα υπό της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 οριζόμενα όρια. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Μ. Π., κατά το στάδιο της απολογίας του πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας του Μ. Κ., ευρισκόμενος σε κατάσταση νόμιμης άμυνας. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι: "...Εκείνη τη μέρα (εννοεί την 6.4.2010) δουλεύαμε μαζί με το γιο μου στα … Κάποια στιγμή τον παίρνω τηλέφωνο να δω που είναι. Είχε φύγει αυτός από τη δουλειά. Τον πήρα 1, 2, 3, 4 φορές τηλέφωνο το γιο μου και δεν το σήκωνε. Μετά με πήρε τηλέφωνο αυτός και μου είπε πως τον κυνηγούν. Του λέω "φύγε" και πάω. Έφτασα στην αυλή του οικοπέδου. Μου απαντά Μ. Κ. από τη μεριά του Ψηλορείτη προς τα … όρη. Μου λέει "επαέ είμαι εγώ". Τον είδα στα 40 με 50 μέτρα. Την καραμπίνα την είχα στ’ αμάξι. Μου έπαιξε με το όπλο και αστόχησε. Το έδαφος ήταν επικλινές. Του έριξα τρεις μπαλωτές κατευθείαν. Έριχνε κι αυτός. Ο ένας έριχνε στον άλλο. Όταν έβλεπα το όπλο έκανα κάτω και γλίτωνα. Κρύφτηκε εκεί που σκοτώθηκε. Τον χτύπησα από εμπρός και τον σκότωσα, όχι από πίσω. Το αυτοκίνητο το κόκκινο το … ήταν του γιου του σκοτωμένου. Ήταν μέσα με ένα καλάσνικοφ και δύο γεμιστήρες. Είχα φοβηθεί μήπως είναι κι αυτός εκεί. Πήρα τηλέφωνο το γιο μου και τον ρώτησα πού είναι. Μου απάντησε πως είναι απάνω, προς τα ... όρη. Του είπα να πάρει την οικογένεια του και να φύγουν γιατί είχα σκοτώσει το Μ. τον Κ.. Δεν είχα πάει για να τον σκοτώσω. Αυτό έγινε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έτσι γίνονται αυτά...". Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το θύμα Μ. Κ. του Ι., ..., διατηρούσε 200 πρόβατα περίπου, τα οποία καθημερινά ήταν ελεύθερα για βοσκή στα ... όρη στη θέση "..." και καθημερινά περί ώρα 14:30, τον μετέφερε από την οικία του στο χωριό ... Ρεθύμνου στη θέση αυτή ο υιός του Ι. Κ., ..., με το ΙΧΦ αγροτικό αυτοκίνητο μάρκας ... του πατέρα του, τον άφηνε στην ως άνω θέση, ο οποίος έπαιρνε τα πρόβατα από τη θέση αυτή που έβοσκαν και τα οδηγούσε ο ίδιος πεζός δια μέσου πεζόδρομου των Ορέων στο βοσκότοπο ιδιοκτησίας τους στη θέση "..." που βρίσκεται σε απόσταση 4 περίπου χιλιόμετρα από την ανωτέρω θέση "...". Από τη θέση στην ιδιοκτησία του "...", που είναι πλησίον του κτίσματος των κατηγορουμένων και μέχρι το ποιμνιοστάσιό του στη θέση "..." που βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιόμετρα περίπου από τη θέση "..." προς το χωριό των ..., τα πρόβατα πήγαιναν μόνα τους στο ποιμνιοστάσιό του, και αυτός (Μ. Κ.), περί ώρα 16.30’ καθημερινά επέβαινε στο Ι.Χ. αγροτικό αυτοκίνητο που καθημερινά ήταν σταθμευμένο επί του τσιμεντοστρωμένου αγροτικού δρόμου που οδηγεί στο χωριό ..., όπου τον περίμενε ο προαναφερθείς υιός του Ι. Κ. και μετέβαιναν και οι δύο στο ποιμνιοστάσιό στη θέση "...", που απέχει 500 περίπου μέτρα από το χωριό .... Εκεί, πατέρας και υιός περίμεναν να έρθουν μόνα τους τα 200 πρόβατα τους για να τα φροντίσουν. Αυτό ήταν το καθημερινό δρομολόγιο του Μ. Κ. πάντα μαζί με τον γιό του Ι. που τον μετέφερε με το ανωτέρω αγροτικό Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο. Οι κατηγορούμενοι, πατέρας ο 1ος και υιός του Ιου ο 2ος, ..., το έτος 2009 εντός του ακινήτου του θύματος Μ. Κ. του Ι., στην παραπάνω θέση "..." άρχισαν με επιδότηση την ανέγερση ενός χοιροστασίου εμβαδού 700 τ.μ. Για την εν λόγω διαφορά, με τη μεσολάβηση συγγενών από τις δύο οικογένειες, είχε επέλθει στο παρελθόν εξώδικη συμφωνία, με βάση την οποία ο 1ος κατηγορούμενος υποσχέθηκε να καταβάλει 3.000 ευρώ για το τμήμα του ακινήτου του θύματος Μ. Κ., στο οποίο αυτό εδαφικό τμήμα είχαν αρχίσει οι κατηγορούμενοι την ανέγερση του ως άνω χοιροστασίου. Η εξώδικη όμως αυτή συμφωνία (σασμός κατά το τοπικό έθιμο) δεν τηρήθηκε κατά τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των κατηγορουμένων επειδή το θύμα (Μ. Κ.) τους προκάλεσε ζημιές σε χωματουργικά μηχανήματα τους το Νοέμβριο του 2009. Για το επεισόδιο αυτό οι κατηγορούμενοι δεν κατέφυγαν στην Αστυνομία, ούτε άσκησαν αγωγή αποζημίωσης για τις ζημιές που ισχυρίζονται. Στις 5-4-2010 τις μεσημβρινές ώρες ο 2ος κατηγορούμενος Κ. Π. του Μ., υιός του 1ου κατηγορουμένου, μετέβη στο προαναφερθέν νεόκτιστο (γιαπί) κτίσμα εμβαδού 700 τ. μ. στη θέση "..." για να βάλει τροφή στα δύο σκυλιά κυνηγιού και στα 40 κοτόπουλα που διατηρούσαν εκεί. Στο χώρο αυτό συνάντησε το θύμα Μ. Κ. του Ι., όπου επακολούθησε μεταξύ τους φραστικό επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο 2ος κατηγορούμενος είπε στο Μ. Κ. "τι γυρεύεις εδώ; Το ξέρουν πολλοί ότι είσαι εδώ: Αύριο θα τα πούμε". ... Λόγω του φραστικού αυτού επεισοδίου, το θύμα (Μ. Κ.) θορυβήθηκε πάρα πολύ για τη ζωή του και οπωσδήποτε το συζήτησε με τους συγγενείς του, γι’ αυτό την επόμενη ημέρα 6-4-2010 περί ώρα 12.00’ συναντήθηκαν, ως μεσίτες, ο Ν. Κ. του Μ., συγγενής του θύματος και ο Μ. Π. του Α., πρώτος εξάδελφος του 1ου κατηγορουμένου, και με την παρουσία του 2ου κατηγορουμένου στην οικία του ως άνω μεσίτη των κατηγορουμένων (Μ. Π. του Α.). Όμως, λόγω του ότι ο από την πλευρά των κατηγορουμένων μεσίτης τους στην εξώδικη συμφωνία έπρεπε να μεταβεί στη Νεάπολη, όπου είχε αυτός (μεσίτης τους) ποιμνιοστάσιο και θα επέστρεφε μετά από δύο ημέρες, επήλθε εκεχειρία για δύο ημέρες, βάσει ρητής αμοιβαίας συμφωνίας των δύο πλευρών και δη του μεσίτη από την πλευρά του θύματος και των κατηγορουμένων (εκ των οποίων μάλιστα ο 2ος κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την αμοιβαία αυτή συμφωνία της εκεχειρίας) ότι και οι δύο πλευρές θα τηρήσουν των εκεχειρία των δύο ημερών και ότι θα αποφύγουν την οποιαδήποτε νέα ένταση μεταξύ τους. Μετά την εκεχειρία αυτή. τη ίδια ημέρα 6-4-2010 και περί ώρα 14.30 το θύμα Μ. Κ. του Ι., όπως κάθε ημέρα, τον μετέφερε ο υιός του Ι. με το Ι.Χ.Φ. αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του στη θέση "...", όπου πήρε τα 200 πρόβατα του που έβοσκαν μόνα τους εκεί και τα οδήγησε πεζός στην ιδιοκτησία του στη θέση "..." περί ώρα 14.30, που βρίσκεται πλησίον του νεόκτιστου κτίσματος των κατηγορουμένων. Ο υιός του θύματος Ι. Κ. είχε μεταβεί με το αγροτικό Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο του πατέρα του και έχοντας σταθμεύσει επί του τσιμεντοστρωμένου αγροτικού δρόμου που οδηγεί προς το χωριό ..., περίμενε να παραλάβει τον πατέρα του. όπως έκανε καθημερινά. Κατά την αυτή ώρα, λίγα λεπτά νωρίτερα αντιλήφθηκε τους δύο κατηγορούμενους να διέρχονται από το σημείο που είχε σταθμεύσει το αγροτικό αυτοκίνητο, με το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ... ιδιοκτησίας του 1ου κατηγορουμένου, το οποίο οδηγούσε ο τελευταίος (Μ. Π. του Κ.), με συνοδηγό τον υιό του 2° κατηγορούμενο, να κατευθύνονται προς το νεόκτιστο κτίσμα τους....Μετά από λίγα λεπτά και χωρίς να έχει οπτική επαφή με το κτίσμα των κατηγορουμένων άκουσε ο πολιτικώς ενάγων (υιός του θύματος) τέσσερεις πυροβολισμούς αλλά δεν υποψιάστηκε κάτι κακό, ούτε έδωσε σημασία στο γεγονός, διότι αφ’ ενός μεν και οι δύο κατηγορούμενοι είναι κυνηγοί και αφ’ ετέρου δεν είχε ακούσει να προηγηθεί κάποιος διαπληκτισμός μεταξύ των κατηγορουμένων και του πατέρα του, διότι, αν είχε συμβεί αυτό σίγουρα θα το είχε ακούσει ξεκάθαρα, λόγω της πολύ κοντινής απόστασης που ευρίσκετο μέσα στο σταθμευμένο ΙΧΦ αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του. Οι πυροβολισμοί αυτοί συγκαταλέγονται στους πυροβολισμούς με τους οποίους οι κατηγορούμενοι πυροβόλησαν και θανάτωσαν τον πατέρα του, Μ. Κ. του Ι., όπως αυτοί είχαν προσχεδιάσει να πράξουν πριν την άφιξη τους στο νεόκτιστο κτίσμα χοιροστάσιό τους ... Ο 1ος κατηγορούμενος, Μ. Π. ... πυροβόλησε το θανόντα μια φορά από απόσταση τριάντα (30) περίπου μέτρων, από βορειοανατολική θέση,... Επίσης, ο ίδιος 1ος κατηγορούμενος ... πυροβόλησε το θανόντα δύο φορές από απόσταση τριάντα (30) περίπου μέτρων από βόρεια θέση, ... Από τους τρεις αυτούς πυροβολισμούς προκλήθηκαν, ..., είκοσι ένα (21) διάσπαρτα τραύματα μικρής διαμέτρου περί τα 0,3 εκ. έκαστο, σε μία έκταση από τους ώμους έως και τα γόνατα, με εντόπιση κυρίως στο κέντρο του θώρακα καθώς και στη δεξιά θωρακική και κοιλιακή χώρα, που αντιστοιχούν σε στόμιο εισόδου των χόνδρων (σκαγιών), οι οποίοι ανευρίσκονταν στον υποδόριο ιστό (αμέσως κάτω από το δέρμα), καθώς και στους μεσοπλεύριους μύες, χωρίς να έχουν εισέλθει στη θωρακική και κοιλιακή κοιλότητα και χωρίς να έχουν πλήξει υποκείμενα, σπλάχνα. Ο μικρός σε μήκος τραυματικός πόρος που δημιουργείται έχει ελαφρά κλίση από πάνω προς τα κάτω και υποδηλώνει βολή από σχετικά υψηλότερο σημείο από αυτό του σώματος του θύματος. Η δε κατεύθυνση είναι από μπροστά και ελαφρώς πάνω προς τα πίσω και ελαφρώς κάτω. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι ο 1ος κατηγορούμενος την ίδια μέρα του συμβάντος (6-4-2010) η ώρα 12.54, (δηλαδή την ώρα που είχαν συναντηθεί οι προαναφερθέντες εκατέρωθεν συγγενείς και με την παρουσία του 2ου κατηγορουμένου στην οικία του πρώτου εξαδέλφου του 1ου κατηγορουμένου Μ. Π. του Α. για την εξώδικη συμφωνία στην οποία επήλθε εκεχειρία για δύο ημέρες), αγόρασε τα φυσίγγια που χρησιμοποίησε και τα φυσίγγια που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν εντός του αυτοκινήτου του. όπως προκύπτει... Το γεγονός ότι και με τις δύο ανωτέρω καραμπίνες ο 1ος κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα, προκύπτει αναμφίβολα από τους ισχυρισμούς του ίδιου (1ου κατηγορουμένου), ο οποίος, από την πρώτη στιγμή του θανατηφόρου συμβάντος, αυτός επιμένει να ισχυρίζεται μέχρι και την ενώπιον του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου, ότι αυτός πυροβόλησε το θύμα μόνο από εμπρός και τον σκότωσε και ότι αυτός δεν πυροβόλησε το θύμα από πίσω.". ... Το πτώμα ήταν στραμμένο προς τον τσιμεντόδρομο, γονατισμένος έχοντας γείρει προς τα εμπρός, το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και δίπλα του αριστερά υπήρχε ξύλινη ποιμενική ράβδος. Πίσω από το σώμα του θύματος υπήρχαν επί του εδάφους μεγάλα τμήματα του οστού του εγκεφάλου. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ο θανών είχε όπλο και ότι αυτός άρχισε πρώτος να τους πυροβολεί, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθ’ όσον, αν ο θανών κρατούσε όπλο στα χέρια του, τότε αναμφίβολα, όπως η ποιμενική ράβδος που κρατούσε στα χέρια του βρέθηκε δίπλα του, έτσι, αν κρατούσε ο θανών όπλο θα ευρίσκετο και αυτό δίπλα του, ενώ δεν βρέθηκε όπλο. ... Τέλος αποδείχθηκε ότι όταν ο Μ. Κ. έπεσε νεκρός, ο 1ος κατηγορούμενος από το σημείο του συμβάντος, πάνω από το πτώμα του Μ. Κ., όπως ο ίδιος κατέθεσε απολογούμενος επ’ ακροατηρίου, τηλεφώνησε από το κινητό του τηλέφωνο ... στο Αστυνομικό Τμήμα ... περί ώρα 16.40 και ανέφερε ότι αυτός τραυμάτισε θανάσιμα τον θανόντα. ... Την επόμενη ημέρα 7-4-2010 παραδόθηκαν και οι δύο κατηγορούμενοι στο Αστυνομικό Τμήμα .... Από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των δύο κατηγορουμένων (πατέρα και υιού) προκύπτει αναμφίβολα ότι είχαν προσχεδιάσει να θανατώσουν το θύμα πριν την άφιξη τους στο νεόκτιστο κτίσμα τους στην τοποθεσία "...", αφού ο 1ος κατηγορούμενος φρόντισε και αγόρασε φυσίγγια την ημέρα του συμβάντος (6-4-2010) στις 12.45’ η ώρα, δηλαδή την ίδια ώρα που ο υιός του 2ος κατηγορούμενος βρισκόταν μαζί με τους μεσίτες, ο οποίος μάλιστα συμφώνησε με την εκεχειρία των δύο ημερών που επήλθε εξαιτίας της επείγουσας εργασίας που είχε ο δικός τους μεσίτης Μ. Π. του Ι., επίσης, ενώ από το χωριό ... ξεκίνησαν οι δύο κατηγορούμενοι, έκαστος με το δικό του αυτοκίνητο, όταν έφθασαν στον ποταμό που βρίσκεται πριν ακόμα να φθάσουν στο νεόκτιστο κτίσμα τους, ο 2ος κατηγορούμενος στάθμευσε το δικό του αυτοκίνητο στον ποταμό και επιβιβάστηκε στο ΙΧΕ αυτοκίνητο του πατέρα του, 1ου κατηγορουμένου, έτσι ώστε, αφ’ ενός μεν να μην φανούν με τα δύο αυτοκίνητα ότι και οι δύο μεταβαίνουν μαζί στο νεόκτιστο κτίσμα τους, αφ’ ετέρου μετά το συμβάν να μπορούν να αποχωρήσουν έκαστος προς διαφορετική κατεύθυνση και οι δύο όμως κινήθηκαν προς το Ηράκλειο με το δικό του καθένας αυτοκίνητο, οι οποίοι την επόμενη μέρα του συμβάντος 7-4-2010 εμφανίσθηκαν και οι δύο μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα ... και απολογήθηκαν ως κατηγορούμενοι...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Π. ότι αυτός προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας του θύματος ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν, ως προς τον ισχυρισμό αυτό, από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους προέβη στην απόρριψη αυτού, έστω και αν δεν περιέλαβε ρητή διάταξη περί απορρίψεως του ισχυρισμού αυτού. Ειδικότερα, δέχθηκε, κατά την, ανέλεγκτη αναιρετικά, κρίση του, ότι ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος Μ. Π. είχε προαποφασίσει να φονεύσει το θύμα, αυτό δε συνάγεται από το ότι την ίδια ημέρα του φόνου είχε αγοράσει τα φυσίγγια, τα οποία χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό. Το ότι δε το θύμα δεν άρχισε να πυροβολεί (οπότε, ενδεχομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθεί ισχυρισμός περί άμυνας) συνάγεται από το ότι το όπλο, το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, κρατούσε και με το οποίο πυροβόλησε, δεν βρέθηκε δίπλα του, όπως βρέθηκε η ποιμενική του ράβδος. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Μ. Π., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομικής βάσεως ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 22 του ΠΚ (και των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό, όμως, με το άρθρο 22), είναι αβάσιμος. Ο τέταρτος (τελευταίος) πρόσθετος λόγος του ιδίου περί ελλείψεως ακροάσεως από την παραγνώριση (εσφαλμένη εκτίμηση) αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως μάρτυρα αστυνομικού Ε. Κ.. απολογίας κατηγορουμένου) είναι απαράδεκτος γιατί πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 7 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7349 και 7350/2014) των Κ. Π. του Μ. και Μ. Π. του Κ. μετά των από 4 Μαΐου 2015 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 133/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσειοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ε. Κ. και Ι. Κ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Ορθώς αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη περικοπές προανακριτικών απολογιών, οι οποίες είχαν ληφθεί χωρίς να παραβιασθούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα και το δικαίωμα σιωπής των κατηγορουμένων. Βεβαιότητα ότι αναγνώσθηκαν στο στάδιο των απολογιών, έστω και αν αναφέρονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ορθώς δεν εξετάστηκαν μάρτυρες των πολιτικώς εναγόντων, από την εξέταση των οποίων παραιτήθηκαν αυτοί. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την ανάγνωση προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεώς του, εφόσον δεν αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι. Όχι παραβίαση της ΕΣΔΑ. Όχι έλλειψη ακροάσεως από την μη απάντηση σε αίτημα για αναπαράσταση, γιατί αυτό υποβλήθηκε αορίστως. Όχι υποχρέωση να δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορο του για να προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, χωρίς αίτησή του. Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί νόμιμης άμυνας. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων αυτών λόγων.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ε.Σ.Δ.Α., Λόγος στο συνήγορο, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες, Κατηγορουμένου απολογία.
0
Αριθμός 712/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2)Α. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3)Α. Φ., φυσικού τέκνου του Α. Κ. και θετού τέκνου του Χ. Φ., κατοίκου ..., 4) Μ. συζύγου Σ. Σ., φυσικού τέκνου του Α. Κ. και A. και θετού τέκνου του Χ. Φ., κατοίκου ..., και 5) Α. συζύγου Π. Α., το γένος 1, κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Κράια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 7-4-2009 αγωγές (με αρ. κατάθεσης 1070 και 1071/7-4-2009) των πρώτου και δεύτερου των αναιρεσιβλήτων και την από 7-4-2009 αγωγή των τρίτου, τετάρτου και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2008/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 26-3-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 26-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ. ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ. της 16.11.1936 "περί ιδιωτικών δασών", σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος. Εξ άλλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέρχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΛΧΝ/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών" η οποία περιελήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 "περί δασικού κώδικος" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις των άρθρων 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 9 του Α.Ν. 3/1935) και 1 Α.Ν. 857/1937, 1 του Ν.Δ. 69/1969 και 3 παρ. 1 ΚΑΙ 2 του Ν. 998/1979. Ειδικότερα κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 998/1979 "ως δάσος νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανική ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλει εις τη διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 3 παρ. 1) και "ως δασική έκταση νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενης υπό αραιής ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερες των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών" (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος ως οργανικό στοιχείο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω, η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με την συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ' αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς βλάστηση. Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος β. ρ. δ., ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7, 39), Ν. 9 παρ. 1 πανδ (50-14) Ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41-4), Ν. 6 πανδ. (44-3), Ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18-1) και Ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23-3) που έχουν εφαρμογή κατά το άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ., για τον πριν την από την έναρξη της ισχύος του Α.Κ. χρόνο για την κτήση κυριότητος επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται τριακονταετής νομή και καλή πίστη και ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο των δικαιοπαρόχων του. Το ίδιο συμβαίνει κατά τις αντίστοιχες προς το άρθρο 271 Α.Κ. διατάξεις ν. 7 παρ. 2,8 παρ. 1 Κωδ (7, 39) και επί παραγραφής εμπράγματης αξίωσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1937 "περί διακρίσεως κτημάτων" (άρθρ. 51 Εισ.Ν.Α.Κ.) συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι τα εθνικά δάση προς τούτο όμως έπρεπε η τριαντακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915, διότι μεταγενέστερα δεν ήταν δυνατή χρησικτησία στα κτήματα αυτά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις, αφενός του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/15/5/1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή, η δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε εφεξής οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματα του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ' αυτά (Ολ. Α.Π. 75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του Α.Ν. 1539/1938 "περί προστασίας δημοσίων κτημάτων" με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επ' αυτών και ότι τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή, όπως αυτά επαναλήφθηκαν και με τις διατάξεις του άρθρου 58 Ν.Δ. 86/1969. Ακόμη και υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (1041, 1045, 974 Α.Κ.) αφού αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας (1054 Α.Κ.). Για να είναι όμως ορισμένη η αγωγή που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητος του επιδίκου ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ' αυτήν ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 Α.Κ., προκύπτει ότι ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (Α.Π. 977/2007) που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε σ' αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο. Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ' αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ' αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ' αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δε φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια επειδή στην προκειμένη περίπτωση παρά το ότι το αναιρεσείον επικαλέστηκε, τόσο πρωτόδικα με τις από 7.12.2009 προτάσεις του, όσο και με την από 10.6.2008 έφεση του ότι τα επίδικα ακίνητα είχαν ανέκαθεν δημόσιο δασικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου αποτελούσαν δημόσιες γαίες κατά τον Οθωμανικό νόμο "περί γαιών", οι αναιρεσίβλητοι, δεν επικαλέστηκαν πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας σ' αυτά από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους με την επίκληση κτήσεως δικαιώματος εξουσίασης ("τεσσαρούφ") επ' αυτών κατά την 20η Μαΐου 1917, είτε με ειδικό τίτλο του τουρκικού κτηματολογίου (ταπίου), φέροντα τον "τουργκάν", είτε με υπερδεκαετή, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, καλλιέργεια των επιδίκων εκτάσεων μέχρι την ημερομηνία αυτή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 78 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274, του άρθρου 49 Ν. 2052/20 και του άρθρου 101 του δ/τος της 11/12.11.29 "περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων", όπως είχαν σαφή υποχρέωση για τη νομιμότητα του αγωγικού τους αιτήματος περί αναγνωρίσεως της κυριότητας τους επί των επίδικων εκτάσεων μετά την αμφισβήτηση του δικαιώματος τους από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "την ως άνω έκταση, στην οποία περιλαμβάνονται τα επίδικα, εξουσίαζε χωρίς αμφισβήτηση καλλιεργώντας την ιδίως με σιτηρά, άλλες μονοετείς καλλιέργειες και αμπέλια, η Ε. Ε. επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας έως την 20.5.1917, και έτσι αυτή, βάσει των διατάξεων του δ/τος 2468/1979 της προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης (που κυρώθηκε με το ν.1072/1917) και 101 έως 104 του Δ/τος της 11/12.11.1929 εξέφυγε από την κυριότητα του Δημοσίου και περιήλθε στην εξουσιάστρια ιδιώτη και ήταν δεκτικό χρησικτησίας " έλαβε υπόψη του πράγμα μη προταθέν, αλλά έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς τέτοιος ισχυρισμός να έχει προταθεί από τους αναιρεσιβλήτους, ούτε με την αγωγή, ούτε και με τις προτάσεις, της πρώτης, στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, συζήτησης, αλλά ούτε με τις από 11.10.2011 προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου προς αντίκρουση της εφέσεως. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος αφού με όσα προεκτέθηκαν ο ανωτέρω μη προταθείς ισχυρισμός που εξετάσθηκε από το Εφετείο δεν αποτελεί πράγμα αλλά άρνηση της ένστασης του αναιρεσείοντος περί ανεπιδέκτου χρησικτησίας των επιδίκων ως δασικής έκτασης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.3.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 2008/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι από 8 αρθρου 559 ΚΠολΔ
Αγωγή αναγνωριστική
Αγωγή αναγνωριστική.
0
Αριθμός 711/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Τ. του Χ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαββίδη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 60/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Τρικοκκιάς Γρεβενών, που εδρεύει στα Γρεβενά και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Μπέλτσιο. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 213/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) Ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. β) Το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση (στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίο είναι στιγμιαίο) σημαίνει εξωτερίκευση ενεργείας ή παραλείψεως, η οποία εμφαίνει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, όπως με την άρνηση αποδόσεως του πράγματος στον ιδιοκτήμονα, χρόνος δε τελέσεως του εγκλήματος, που κρίνεται αναιρετικώς ανελέγκτως, είναι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 17 του ΠΚ, ο χρόνος της τοιαύτης ενεργείας, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του νόμου 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγμασι". Υπό την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσεως, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση και ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η προσθήκη του εντολοδόχου στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, θεωρήθηκε αναγκαία, διότι θα αποκλειόταν εκ του νόμου η στοιχειοθέτηση κακουργηματικής υπεξαιρέσεως σε κάθε περίπτωση εντολής, όμως η συμπερίληψή της στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 συνεπάγεται την τιμώρηση της πράξεως σε βαθμό κακουργήματος, μόνον εάν συντρέχει και το στοιχείο της εμπιστεύσεως. Κατοχή, κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, η οποία διαφέρει στην προκειμένη περίπτωση από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 974 του ΑΚ, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Επί υπεξαιρέσεως, ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ο προσδιορισμός δε αυτός, ως μεγάλης ή μικρής, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από τη συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 παρ. 3 του νόμου 2721/1999, στην μεν παράγραφο 1 του άνω άρθρου 375 προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο "αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", στη δε παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου εδάφιο κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια δραχμές, (ήδη 73.000 ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Τα αρχικά ποσά των 73.000 ευρώ της παρ. 1 και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 αναπροσαρμόσθηκαν σε 120.000 ευρώ με την παρ.1 περ. ιγ' του άρθρου 24 του ν. 4055/2012. Κατά το άρθρο 216 ΠΚ: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση των εγγράφων από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996 στο τέλος της παραγράφου 3 του άνω άρθρου προστέθηκε η φράση "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Η με την προσθήκη αυτή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 2408/1996 (4.6.1996), διότι είναι προδήλως επιεικέστερη, αφού κατά την προηγούμενη διατύπωση της παρ. 3 αρκούσε μόνο ο σκοπός οφέλους ή βλάβης για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ως κακουργήματος. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτής, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 του ΠΚ (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ’ αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999): "Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ’ εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 25.000.000 δραχμών κ.λπ. είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Και τούτο διότι α) κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της και υπόκειται αυτοτελώς σε παραγραφή και έγκληση, β) το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μόνο για την επιβολή μιας ποινής και όχι για τον χαρακτηρισμό αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, γ) ο χαρακτηρισμός του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος με βάση το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων, χωρίς να προβλέπεται τούτο από διάταξη νόμου, είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με τον τρόπο αυτό μία μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, η οποία κατά το χρόνο που τελέστηκε τιμωρείτο ως πλημμέλημα, αναβαθμίζεται εκ των υστέρων σε κακούργημα με την προσθήκη χρηματικού ποσού που δεν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεώς της, αλλά δημιουργήθηκε μετέπειτα με την τέλεση άλλης μερικότερης πράξεως, με περαιτέρω δυσμενείς για τον κατηγορούμενο συνέπειες να επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των προηγούμενων πράξεων και δ) αν ο νομοθέτης με την προσθήκη στην παρ. 2 του άρθρου 216 και στην παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ της φράσεως "αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" ήθελε να καθιερώσει, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ή υπεξαιρέσεως ως κακουργήματος, αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της περιουσιακής βλάβης, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως είχε πράξει με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 προκειμένου για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η με την παρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής: "αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ’ αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από καθεμία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά την συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.". Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση, αντικαταστάθηκε με τη φράση "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ." (ΟλΑΠ 5/2002). Το αρχικό δε ποσό των 73.000 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε σε 120.000 ευρώ με την παρ.1 περ. β του άρθρου 25 του ν. 4055/2012. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ίσχυε μετά το ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και στα άρθρα 375 και 216 ΠΚ, της υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών, (ποσό το οποίο μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Με τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του ν. 2943/2001, με την οποία προβλέπεται, (μετά την εισαγωγή του ευρώ), η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ και κατά την οποία το ποσό σε ευρώ, που προκύπτει από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, αναπροσαρμόζεται, αν το ποσό που προκύπτει σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 100.000 και μικρότερο των 1.000.000 ευρώ, στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα τέσσερα τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ, είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000, το ποσό των 50.000.000 δρχ. αναπροσαρμόσθηκε σε 150.000 ευρώ, αφού το ακριβές ποσό από τη μετατροπή είναι 146.735 ευρώ και η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη δεκάκις χιλιάδα. Στην περίπτωση αυτή, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, με ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 παρ. 2 του ΝΔ 2476/1953, ορίζεται ότι "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικωτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης και δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων". Στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ περιλαμβάνοντο, (υπό δ), τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες (δηλαδή τις Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους της περιπτώσεως β του άνω άρθρου) επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε (καταργήθηκε) με την υποπαράγραφο ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, που ίσχυσε από 7.4.2014. Κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, σκοπός της καταργήσεως της (πρώην) περ. δ του άρθρου 263 Α του ΠΚ ήταν, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της ισχύουσας υπερβολικής διευρύνσεως της εννοίας του υπαλλήλου. Επανανομοθετήθηκε δε με το άρθρο 50 του ν. 4262/2014, που ισχύει από 10.5.2014, όπως είχε προ της καταργήσεώς της, ως περίπτωση ε στο άρθρο 263Α ΠΚ. Ως εκ τούτου, για το διάστημα από 7.4.2014 μέχρι 10.5.2014, για τα ως άνω νομικά πρόσωπα, στα οποία υπάγονται και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι διέπονται από το ν. 2810/2000 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις", όπως αντικ. από το ν. 4015/2011 "θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς", (και προηγουμένως από τους ν. 2169/1993, 1541/1985, κ.λπ.), παρότι δε είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έχουν τη δυνατότητα να επιδοτηθούν από το Δημόσιο είτε να χρηματοδοτηθούν είτε από το Δημόσιο είτε δια μέσου Τραπεζών του Δημοσίου, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1608/1950, οι υπάλληλοί τους, οι οποίοι έχουν τελέσει υπεξαίρεση ή πλαστογραφία, δεν θεωρούνται υπάλληλοι με την έννοια του νόμου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ και ισχύουν οι γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν την πλαστογραφία (216 ΠΚ) και την κοινή υπεξαίρεση (375 ΠΚ), στην οποία είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ως ευμενέστερη δε, για τον κατηγορούμενο, διάταξη, καταλαμβάνει, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, και τις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την έκδοση του νόμου αυτού. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ μια ή περισσότερες από τις μερικότερες πράξεις ενός εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση έχουν παραγραφεί, αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη γι’ αυτές, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου για το σύνολο των εξακολουθητικών πράξεων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 511 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναιρέσεως που αναφέρονται στα στοιχεία Α, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Η της παραγράφου 1 του άρθρου 510". Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του ΠΚ συνάγεται ότι οι μερικότερες πράξεις που συνιστούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως προς την παραγραφή από τον χρόνο τελέσεως κάθε επιμέρους πράξεως και από την αξία κάθε μερικότερης πράξεως θα κριθεί η παραγραφή κάθε μιας από αυτές, που αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε κατά το άρθρο 112 ΠΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία για τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας, είναι δεκαπέντε έτη και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την ημέρα, που τελέσθηκε η πράξη. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 113 η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εφόσον χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι του αμετακλήτου της καταδικαστικής αποφάσεως, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα και των πέντε ετών για τα κακουργήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 60/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από διαχειριστή, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 150.000 ευρώ, και πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση με επιτευχθέν περιουσιακό όφελος άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και έξι (6)μηνών, καθώς και σε αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία (3) έτη. Οι πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, συνίστανται, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, στο ότι αυτός: Α. Στα Γρεβενά, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ως υπάλληλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 150.000 ευρώ, που περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενώ επιπλέον απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, οι οποίες πράξεις διενεργήθηκαν με ιδιαίτερα τεχνάσματα και επί μακρό χρόνο. Συγκεκριμένα: 1) Στα Γρεβενά, σε μη επακριβώς προσδιορισμένους από την ανάκριση χρόνους, αλλά πάντως εντός της χρονικής περιόδου από αρχές του έτους 1991 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2003, ενεργώντας με την ιδιότητα του υπαλλήλου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Νομού Γρεβενών, και ειδικότερα του λογιστή και ταμία αυτού, που είχε επιφορτιστεί με αποφάσεις του Δ.Σ. του με την πλήρη οικονομική διαχείριση αυτού και μεταξύ άλλων με την ανάληψη και διαχείριση για λογαριασμό αυτού και των μελών του διαφόρων δανείων από το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό χρηματικό ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων, εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (725.944,97 ευρώ), που τμηματικά έλαβε από την ΑΤΕ Γρεβενών και τα κατείχε, λόγω της ως άνω υπαλληλικής του ιδιότητας, τα οποία αυτά χρήματα που αντιστοιχούσαν σε δάνεια που έλαβε για λογαριασμό του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς και των μελών του, από το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς όμως τα επιμέρους ποσά των δανείων να έχουν βεβαιωθεί από το Δ.Σ. του ως άνω Συνεταιρισμού και χωρίς να έχουν αποδοθεί τα ποσά αυτά στα μέλη του, ενώ χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα (πλαστογραφημένες υπογραφές των φερομένων ως εισπραξάντων τα καθέκαστον ποσά των δανείων μελών, εσκεμμένες παραποιήσεις των ισολογισμών των ετών 1991 ως και 1999 στα οικεία βιβλία του Συνεταιρισμού) ενήργησε δε επί μακρό χρόνο ήτοι από το 1991 ως και 2003 και απέβλεπε συνολικά στο ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων, εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (725.944,97 ευρώ), το οποίο περιήλθε στην κατοχή του σταδιακά λόγω της προαναφερόμενης υπαλληλικής του ιδιότητας κατά το άνω χρονικό διάστημα και το παρακράτησε παράνομα εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία. 2) Στα Γρεβενά, σε μη επακριβώς προσδιορισμένους από την ανάκριση χρόνους, αλλά πάντως εντός των οικονομικών χρήσεων από 01-01-1992 έως 31-12-1999, ενεργώντας με την ιδιότητα του υπαλλήλου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Νομού Γρεβενών, και ειδικότερα του λογιστή και ταμία αυτού, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό χρηματικό ποσό των 9.331.067 δρχ. (27.738,91 ευρώ) που αντιστοιχεί στο ποσό των 4.556.480 δραχμών, που βάσει του από 31-12-1999 ισολογισμού έπρεπε να υπάρχει σε μετρητά στο ταμείο του Συνεταιρισμού και δεν υπήρχε, καθώς και το ποσό των 4.774.587 δραχμών, που έπρεπε να υπάρχει στο λογαριασμό καταθέσεων του Συνεταιρισμού στην Αγροτική Τράπεζα και δεν υπήρχε, τα δε ποσά αυτά ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντάς τα στην ατομική του περιουσία και 3) στον άνω τόπο και χρόνο ιδιοποιήθηκε παράνομα από την περιουσία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία, το ποσό των 10.369.181 δραχμών, ήτοι 30430,47 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των αποθεμάτων εμπορευμάτων που λείπουν από την αποθήκη του συνεταιρισμού, καθώς και το ποσό των 156.091.245 δραχμών, ήτοι 458.083,39 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό που θα έπρεπε να υπάρχει στο ταμείο του συνεταιρισμού, αν δεν είχαν αλλοιωθεί τα δηλωτικά των εισπράξεων και πληρωμών παραστατικά του συνεταιρισμού. Απέβλεπε δε συνολικά στο παραπάνω ποσό των (10.369.181 + 156.091.245 =) 166.460.426 δραχμών, που ήδη αντιστοιχεί σε 458.083,39 ευρώ, το οποία περιήλθε στην κατοχή του λόγω της προαναφερόμενης υπαλληλικής του ιδιότητας και τα παρακράτησε, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία. Συνολικά δε ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ποσά των υπ' στοιχεία 1), 2) και 3) περιπτώσεων συνολικού ύψους (725944,97+27.338,91+30430,47+458083,39) 1.241.842,70 ευρώ, οι δε πράξεις του αυτές διήρκεσαν επί μακρό χρόνο (από 1991 έως και 2003) χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα για την επίτευξη του σκοπού του για το συνολικό όφελος από την ιδιοποίηση του άνω ποσού στην οποία εξ αρχής και μέχρι τέλους αυτός διαρκώς απέβλεπε το δε συνολικό αυτό ποσό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Και Β) στον άνω τόπο και από 30-1-1999 έως 1-5-2002, ο ίδιος κατηγορούμενος ως υπάλληλος, και ειδικότερα ως ταμίας και λογιστής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Ν. Γρεβενών, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα, δηλαδή γραπτά που •προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες και, υπό την ανωτέρω υπαλληλική του ιδιότητα, να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος άνω των 150.000 ευρώ, ενώ επιπλέον απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, διαπράττοντας το άνω αδίκημα επί μακρό χρόνο πλέον της δεκαετίας (από αρχές του έτους 1991 έως και Μάιο του έτους 2002). Συγκεκριμένα, υπό την άνω ιδιότητά του, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, πλαστογράφησε α) είκοσι τρεις (23) δηλώσεις και καταστάσεις κατανομής και είσπραξης δανείων, απευθυνόμενες προς το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, θέτοντας, σ' αυτές πλαστές υπογραφές των Γ. Κ., Π. Κ., Χ. Π., Χ. Β. και Β. Ζ., εν αγνοία των τελευταίων, και β) το βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ. του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Ν. Γρεβενών, πλαστογραφώντας, ο ίδιος, ορισμένα από τα περιλαμβανόμενα σ' αυτό πρακτικά και θέτοντας πλαστές υπογραφές των μελών του Δ.Σ. (Ακολουθούν πίνακες πλαστών υπογραφών Γ. Κ., Γ. Κ., Π. Κ., Α. Χ., Χ. Π., Β. Ζ. και Χ. Β.). Την πλαστογράφηση των ανωτέρω εγγράφων την ενήργησε ο κατηγορούμενος υπό την ως άνω υπαλληλική του ιδιότητα με σκοπό α)όσον μεν αφορά στις δηλώσεις και καταστάσεις κατανομής και είσπραξης δανείων, προκειμένου να φαίνεται ότι δήθεν τα αναφερόμενα σ' αυτές μέλη του συνεταιρισμού είχαν λάβει ως δάνεια τα αντίστοιχα ποσά, τα οποία ο ίδιος υπεξαιρούσε, β)όσον αφορά στα πρακτικά του Δ.Σ του συνεταιρισμού, προκειμένου να διευκολυνθεί στην περαιτέρω εγκληματική του δράση, παραπλανώντας τους τρίτους ότι έχουν εκδοθεί κανονικά τα πρακτικά αυτά, έτσι ώστε αυτός στη συνέχεια να εκδίδει ευχερέστερα πλαστά, δήθεν ακριβή αντίγραφα των πρακτικών αυτών, για να υλοποιεί τα περιλαμβανόμενα στα πλαστά πρακτικά και ιδίως να εκταμιεύει από την ΑΤΕ, εν αγνοία του συνεταιρισμού, τα αναφερόμενα στα πλαστά πρακτικά και στα πλαστά ακριβή αντίγραφά τους δάνεια, που λάμβανε και δήθεν προορίζονταν για τα μέλη του, προκειμένου ενόψει της πλήρους οικονομικής διαχείρισης εκ μέρους του των πραγμάτων του συνεταιρισμού στη συνέχεια να υπεξαιρεί μεγάλο μέρος των ανωτέρω χρηματικών ποσών". Το Πενταμελές Εφετείο, λοιπόν, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για τις ως άνω πράξεις, με βάση τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/1950, ως υπάλληλο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, παρά το ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 263Α του ΠΚ, κατά τα προαναφερθέντα, δεν ίσχυε (είχε καταργηθεί) κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2014 μέχρι 10-5-2014, εφάρμοσε δε την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999 τόσο ως προς τις μερικότερες πράξεις της υπεξαιρέσεως όσο και ως προς τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας, κατά την αυτή πλειοψηφούσα άποψη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Πέραν αυτού, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για όσες πράξεις χαρακτηρίζονται, κατά τις διατάξεις που έπρεπε να εφαρμοσθούν αντί γι’ αυτές που εφαρμόσθηκαν, ως πλημμελήματα, καθώς και για τις κακουργηματικές, για τις οποίες, από το χρόνο τελέσεώς τους, είχε συμπληρωθεί εικοσαετία. Κατά την άποψη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Φράγκου, ο Άρειος Πάγος , κατ' άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, θα έπρεπε να μην εφαρμόσει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 του ΚΠΔ αυτεπάγγελτα τον επιεικέστερο ν. 4254/7-4-2014, υποπαρ. ΙΕ-12, με τον οποίο απαλείφθηκε η μέχρι τότε υφισταμένη και ισχύουσα περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, περί ποινικής ευθύνης υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, για ποινικά αδικήματα των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 ΠΚ, γιατί το περιεχόμενο του εν λόγω ν. 4254/7-4-2014, υποπαρ. ΙΕ-12, είναι αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3, 4 και 26 του Συντάγματος, διότι εισήχθη νόμος που περιέχει συγκαλυμμένη αμνηστία και έπαυσε την ποινική ευθύνη και κατ' αποτέλεσμα παρέσχε νομοθετικά άφεση ποινικής ευθύνης και δη αμνήστευσε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, κυρίως διαφθοράς υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ενέργεια που ανήκει στη δικαστική λειτουργία, που ασκείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια και όχι από τη νομοθετική εξουσία, σύμφωνα με τις παρακάτω ειδικότερες σκέψεις: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι "1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού λαού". Στις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνησίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και κατά την καθιερωμένη έννοιά της ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι' αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της. Περαιτέρω, εκτός από την προβλεπόμενη γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζονται μεν και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου), ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου. Η εν λόγω ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων, θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί "κεκαλυμμένη" έκφραση του άλλου. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής (επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, "τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα", ήτοι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, αν υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα αν διάταξη νόμου σαφώς θεσπίζει αδικαιολόγητα παύση της ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας προσώπων για μη πολιτικά εγκλήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την υποπαρ. ΙΕ-12 του ν. 4254/7-4-2014, απαλείφθηκε από το άρθρο 263 Α του ΠΚ, το εδάφιο δ', το οποίο όριζε ότι "για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται ... και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις , μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις". Κατά την εισηγητική έκθεση της άνω υποπαρ. ΙΕ-12 του ν. 4254/7-4-2014, ορίζεται ότι "η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 263 Α ΠΚ, αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην ενσωμάτωση στον ΠΚ των διάσπαρτων σήμερα σε μία σειρά αλληλεπικαλυπτόμενων ειδικών ποινικών νόμων αδικημάτων δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματούχων κ. ά ", ενώ τίποτε δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την εν λόγω απάλειψη του εδαφίου δ' και την κατάργηση της ποινικής ευθύνης, σε εκκρεμείς δικογραφίες, μίας τέτοιας κατηγορίας δημοσίων υπαλλήλων για αρκετά σοβαρά αδικήματα κυρίως διαφθοράς, ως μέτρο έστω κάποιας κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής ή αποσυμφόρησης των φυλακών της Χώρας. Επί πλέον ο νομοθέτης, μετ' ολίγες ημέρες, με την ψήφιση, με την μορφή τροπολογίας σε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, του νεότερου ν. 4262/10-5-2014 και με το άρθρο 50 αυτού, προσέθεσε και επανέφερε στο άνω άρθρο 263 Α του ΠΚ, ως περ. ε', την ως άνω απαλειφθείσα με το ν. 4254/7-4-2014 περ. δ' ιδία διάταξη ακριβώς, και ήδη υπάρχει, όπως και πριν της 7-4-2014, ιδία αυξημένη ποινική ευθύνη των άνω προσώπων, για το μέλλον όμως, για πράξεις τελούμενες μετά την 10-5-2014. Στην αιτιολογική έκθεση της άνω νεότερης τροπολογίας, ο νομοθέτης αναφέρει ότι "επαναφέρεται σε ισχύ η περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, η οποία από παραδρομή παραλείφθηκε κατά τη μεταφορά του άρθρου αυτού, όπως τροποποιείτο, στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών ...". Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, συμπεραίνεται, ότι η εν λόγω απάλειψη της περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, που έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την άρση του αξιοποίνου και την οριστική παύση της ποινικής ευθύνης, μίας ειδικής κατηγορίας κρατικών λειτουργών - υπαλλήλων ΝΠΙΔ, για σοβαρές εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο κακουργηματικές πράξεις, αφού δεν δικαιολογείται από το νομοθέτη, ως μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής λόγω κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, δικαιολογείται δε με την νεότερη επαναφορά της διάταξης και του αξιοποίνου, ως απλή "παραδρομή" του νομοθέτη, ισοδυναμεί με θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο συγκαλυμμένο, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της άνω ειδικής κατηγορίας της περ. δ. του άρθρου 263 Α του ΠΚ, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής ποινική κατηγορία στη δικαιοσύνη ή και καταδίκη, γι' αυτό και θα έπρεπε η εν λόγω διάταξη, κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, να μην εφαρμοσθεί, ως αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι ο άνω νόμος στην ουσία και κατ' αποτέλεσμα παρέσχε νομοθετικά χωρίς καμία δικαιολόγηση άφεση ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας κατηγορουμένων και καταδικασμένων προσώπων, συγκεκριμένου κύκλου περιπτώσεων, και δη αμνήστευσε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, κυρίως διαφθοράς υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του νυν αναιρεσείοντος, υπαλλήλου Αγροτικού Συνεταιρισμού, καταδικασθέντος με την προσβαλλόμενη με αρ. 60/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας σε ποινή καθείρξεως δώδεκα ετών και έξι μηνών, για υπεξαίρεση στην υπηρεσία από διαχειριστή και για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου αξίας άνω των 150.000 ευρώ, ενέργεια όμως και κρίση, που ανήκει στη δικαστική λειτουργία, που ασκείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια και όχι από τη νομοθετική εξουσία και δεν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 2 του ΠΚ, αφού με την επαναφορά της ίδιας ακριβώς ουσιαστικής ποινικής διάταξης, μέσα σε λίγες ημέρες, ο νομοθέτης επιβεβαίωσε την αρχική του θέση για την αναγκαιότητα ύπαρξης της άνω ποινικής ευθύνης και αυστηρότερης τιμωρίας, λόγω διασπάθισης στην ουσία δημοσίου χρήματος, και της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων ΝΠΙΔ και εκλείπει ο λόγος της επιεικέστερης, πλημμεληματικής, μεταχείρισης των δραστών αυτών. Κατ’ ακολουθία των όσων, κατά τα ανωτέρω, υποστηρίζει η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αφού η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και, επομένως, είναι παραδεκτή, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ο δε αναιρεσείων εμφανίστηκε στο ακροατήριο (εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο), πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για τους ανωτέρω, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' του ΚΠοινΔ λόγους, οπότε παρέλκει η κατ' ουσίαν έρευνα των λόγων του αναιρετηρίου, ως αλυσιτελής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι εφικτή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), το οποίο θα αποφανθεί ποιες πράξεις από αυτές που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο φέρουν κακουργηματικό και ποιες πλημμεληματικό χαρακτήρα, ακολούθως δε θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις και για όσες κακουργηματικές έχει συμπληρωθεί εικοσαετία και θα προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν έρευνα για τις λοιπές κακουργηματικές, μη εχούσης εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2476/1953. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 60/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση υπαλλήλου Αγροτικού Συνεταιρισμού με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950, που τελέσθηκαν από 1991 μέχρι 2003. Η περίπτωση δ του άρθρου 263 Α ΠΚ, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, καταργήθηκε με το ν. 4254/2014 και επανήλθε (ως περ. ε) με το ν. 4262/2014. Ο ν. 4254/2014, ως ευμενέστερος για τον αναιρεσείοντα, ο οποίος δεν εθεωρείτο, πλέον, υπάλληλος και δεν ίσχυε ο ν. 1609/1950 ούτε οι αυστηρότερες ποινές, ως προς την υπεξαίρεση, του άρθρου 258 ΠΚ, ο οποίος ίσχυε κατά το εν τω μεταξύ χρονικό διάστημα (7.4.14 - 10.5.14), καταλαμβάνει και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από αυτόν. Για τις μερικότερες πράξεις των κατ' εξακολούθηση εγκλημάτων, που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ. Το Δικαστήριο, επομένως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παραλλήλως δε υπερέβη αρνητικά την εξουσία του γιατί δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για όλες τις πράξεις που έπρεπε να χαρακτηρισθούν, κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις, ως πλημμελήματα, καθώς και για τις κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες συμπληρώθηκε εικοσαετία. Αναίρεση και παραπομπή. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας (ενός μέλους), η απάλειψη της περ. δ' του άρθρου 263 Α ΠΚ, ισοδυναμεί με θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο συγκαλυμμένο, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της άνω ειδικής κατηγορίας της περ. δ του άρθρου 263 Α του ΠΚ, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής ποινική κατηγορία στη δικαιοσύνη ή και καταδίκη, και θα έπρεπε να μην εφαρμοσθεί, ως αντισυνταγματική.
Υπέρβαση εξουσίας
Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπάλληλος, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου, Νόμος δυσμενέστερος, Μειοψηφική γνώμη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 708/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Θ. Π. του Ε., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαντζουράνη, περί αναιρέσεως της 51959/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 35/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο πρώτο του ν. 1708/1987, κυρώθηκε και ισχύει ως αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο και παραπέμπει η διάταξη αυτή, η διεθνής σύμβαση για την μεταφορά των καταδίκων που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 21 Μαρτίου 1983. Κατά τις διατάξεις της διεθνούς αυτής συμβάσεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή δυνατότητας στους αλλοδαπούς, που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, εξαιτίας κάποιας ποινικής παράβασης, να εκτίουν την ποινή τους στον κοινωνικό χώρο που ανήκουν, ένα πρόσωπο που καταδικάζεται στο έδαφος κάποιας χώρας, μπορεί να μεταφέρεται στο έδαφος μιας άλλης χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής, για να εκτίσει εκεί την ποινή, κατά την επιθυμία του καταδικασθέντος, που εκφράσθηκε στο κράτος της καταδίκης ή το κράτος της εκτέλεσης και κατ’ αίτηση του κράτους καταδίκης ή του κράτους της εκτέλεσης (άρθρ. 1 και 2 παρ. 2 και 3). Μεταξύ των προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της μεταφοράς του κατάδικου, είναι όπως οι πράξεις ή οι παραλείψεις, που αποτέλεσαν το λόγο της καταδίκης, αποτελούν ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της εκτέλεσης ή θα έπρεπε να αποτελούσαν ένα τέτοιο αδίκημα, εάν είχαν διαπραχθεί στο έδαφος του (άρθρ. 3 παρ. 1ε). Οι αρχές του κράτους της εκτέλεσης οφείλουν είτε: α) να εξακολουθήσουν την εκτέλεση της καταδίκης αμέσως ή βάσει δικαστικής ή διοικητικής απόφασης, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 10 της συμβάσεως, β) να μετατρέψουν την καταδίκη, με μια δικαστική ή διοικητική απόφαση του κράτους αυτού, αντικαθιστώντας με αυτό τον τρόπο την επιβληθείσα ποινή από το κράτος της καταδίκης σε μια ποινή που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης για το ίδιο έγκλημα, κατά τους όρους του άρθρου 11 (άρθρ. 9 παρ. 1, α και β). Η εκτέλεση της καταδίκης διέπεται από το δίκαιο του κράτους της εκτέλεσης και αυτό το κράτος είναι το μόνο αρμόδιο για να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις (άρθρ. 9 παρ. 3). Στην περίπτωση που θα συνεχισθεί η εκτέλεση της ποινής, το κράτος δεσμεύεται από τη νομική φύση και τη διάρκεια της ποινής, όπως αυτές καθορίζονται στην καταδικαστική απόφαση. Εν τούτοις, αν η φύση ή η διάρκεια της ποινής δεν συμβιβάζονται με τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης ή εάν η νομοθεσία του κράτους αυτού το απαιτεί, το κράτος της εκτέλεσης μπορεί, με δικαστική ή διοικητική απόφαση, να προσαρμόσει αυτή την κύρωση στην ποινή ή στο μέτρο που προβλέπονται από τη δική του νομοθεσία για παραβάσεις της ίδιας φύσης. Η ποινή αυτή ή το μέτρο αντιστοιχούν, κατά το δυνατό, ως προς τη φύση τους, στην ποινή ή στο μέτρο που επιβάλλονται από την καταδικαστική απόφαση και δεν μπορούν να επιβαρύνουν με τη φύση τους ή τη διάρκειά τους την ποινή που έχει απαγγελθεί από το κράτος της καταδίκης, ούτε να υπερβούν το ανώτατο όριο, που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους της εκτέλεσης (άρθρ. 10 παρ. 1 και 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: 1) δια του καθιερούμενου θεσμού της μεταφοράς καταδίκου από μια χώρα (της καταδίκης) σε άλλη (της εκτέλεσης), προς εκπλήρωση του ως άνω σκοπού του, τα μέρη προσέβλεψαν αφ’ ενός στο συμφέρον του καταδικασθέντος δια της εκτίσεως της ποινής του στο δικό του κοινωνικό περιβάλλον και αφ’ ετέρου στον, κατά το δυνατό, σεβασμό της, με τη δικαστική απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, διατυπωθείσας κρίσης για την ποινική μεταχείριση του καταδίκου, 2) η προσαρμογή της ποινής στο κράτος της εκτέλεσης πρέπει να γίνεται με βάση τις ως άνω αρχές και κατ’ εφαρμογή της σχετικής ποινικής πρόβλεψης που υπάρχει στο δίκαιο του κράτους αυτού κατά το χρόνο της μεταφοράς ή κατά το χρόνο της τελέσεως της πράξεως, αν δεν υπάρχει ποινική πρόβλεψη κατά το χρόνο της μεταφοράς και 3) η προσαρμογή της ποινής ή του μέτρου γίνεται από το δικαστήριο του κράτους της εκτελέσεως κατά την ελεύθερη κρίση του, μέσα πάντως στα ως άνω πλαίσια, όπως τούτο ειδικότερα προκύπτει από τη χρήση στη σύμβαση του όρου "κατά το δυνατό". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος" Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές, να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί". Η κατά τα ανωτέρω απονεμόμενη χάρη δεν επιφέρει την εξαφάνιση της καταδίκης, υπό την έννοια να θεωρούνται και τα ήδη, συνεπεία αυτής, χωρήσαντα αποτελέσματα ως μηδέποτε λαβόντα χώρα, αλλά, απλώς, αίρει για το μέλλον τις, συνεπεία της καταδίκης, επελθούσες στερήσεις και ανικανότητες (ΣτΕ 183, 2164, 2588/2004, 2938/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη με αρ. 51959/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στο εν λόγω δικαστήριο εισήχθη η από 10-12-2014 αίτηση του Έλληνα κρατουμένου και ήδη αναιρεσείοντος με την οποία αυτός ζητούσε την προσαρμογή της στερητικής της ελευθερίας ποινής της ισόβιας κάθειρξης, που του επιβλήθηκε με τη με αρ. Τ 20087448/30-9-2009 απόφαση του Κεντρικού Ποινικού Δικαστηρίου του Λονδίνου της Μεγάλης Βρετανίας, που τον κήρυξε ένοχο ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σε ήρεμη κατάσταση, σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία. Το εν λόγω Ελληνικό δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αρ. 51959/2014 απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κατά πιστή αντιγραφή: "Εισάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1, 10, 11 και άρθρο δεύτερο (ακροτελεύτιο) του Ν. 1708/1987 ("Κύρωση της σύμβασης για τη μεταφορά των καταδίκων") της σύμβασης αυτής, η από 10/12/2014 αίτηση του ανωτέρω κρατούμενου στη Διεύθυνση Μεταγωγών Δικαστηρίων Αττικής, με την οποία ζητά την προσαρμογή της στερητικής της ελευθερίας ποινής ισόβιας καθείρξεως (με ελάχιστο όριο εκτιτέας ποινής κάθειρξη είκοσι -20- ετών) που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. Τ20087448 της 30/9/2009 απόφαση του Κεντρικού Ποινικού Δικαστηρίου του Στέμματος Λονδίνου της Μεγάλης Βρετανίας, με έναρξη ποινής την 6/11/2008. Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της καταδίκης του αιτούντος συνιστούν αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο και συγκεκριμένα αυτή της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που προβλέπεται από τα άρθρα 299§1 ΠΚ σε συνδ. με άρθρο 33§1 Ν. 2172/93 και τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ο προσδιορισμός της ποινής που θα εκτίσει ο καταδικασθείς για τις πράξεις για τις οποίες δικάστηκε στο κράτος της καταδίκης, πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα όρια της απειλούμενης από την Ελληνική Νομοθεσία ποινής, ως ανωτέρω, το δε Δικαστήριό σας κατά την προσαρμογή της ποινής που επιβλήθηκε από το αλλοδαπό Δικαστήριο δεσμεύεται από: α) το ανώτατο όριο της απειλούμενης από την Ελληνική Νομοθεσία ποινής, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί β) από το μέγεθος της ποινής που επιβλήθηκε από το κράτος της καταδίκης, το οποίο επίσης δεν μπορεί να υπερβεί, γ) από το χαρακτηρισμό και τη διαβάθμιση της αξιόποινης πράξης και τις τυχόν ελαφρυντικές περιστάσεις που δέχτηκε το Δικαστήριο του κράτους της καταδίκης. Δέχεται την αίτηση. Προσαρμόζει την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης όπως αυτή προβλέπεται από τα άρθρα 51 παρ. 1, 52 παρ. 1 και 299 παρ.1 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα". Ήτοι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε την αίτηση του Έλληνα κρατουμένου και νυν αναιρεσείοντος Θ. Π. και προσάρμοσε την επιβληθείσα σε αυτόν, για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη κατάσταση αξιόποινη πράξη, από το αλλοδαπό δικαστήριο, ποινή της ισόβιας κάθειρξης ( με ελάχιστο όριο έκτισης ποινής τα 20 έτη), σε στερητική της ελευθερίας ποινή πάλιν ισόβιας κάθειρξης, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας διεθνούς συμβάσεως του Στρασβούργου του 1983 και των διατάξεων των άρθρων 51 παρ. 1, 52 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων κρατούμενος που ήδη έχει μεταφερθεί με αίτησή του στην Ελλάδα για έκτιση του υπολοίπου της ποινής του στην Ελλάδα, παραπονείται , με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων της διεθνούς συμβάσεως και του Ελληνικού ΠΚ και ζητεί να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να προσαρμοσθεί η άνω ποινή του της ισόβιας κάθειρξης, που του επιβλήθηκε με ελάχιστο όμως όριο έκτισης αυτό των 20 ετών, λόγω ελαφρυντικής περίστασης, στην ποινή της εικοσαετούς κάθειρξης, που προβλέπεται από την Ελληνική νομοθεσία, ως ανώτατο όριο πρόσκαιρης κάθειρξης, λόγω αναγνώρισης από το Βρετανικό Δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, κατά τα άρθρα 52, 83, 84 παρ. 2 α και 299 παρ. 1 του Ελληνικού ΠΚ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας που επισκοπεί το παρόν Δικαστήριο και ειδικά από τη σε νόμιμη μετάφραση, με αρ. Τ 20087448/30-9-2009 απόφαση του Κεντρικού Ποινικού Δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας, που τον κήρυξε ένοχο ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σε ήρεμη κατάσταση και της οποίας ζητήθηκε από τον Έλληνα κατηγορούμενο η εκτέλεση στην Ελλάδα και η προσαρμογή της επιβληθείσας ποινής της ισόβιας κάθειρξης, που του επιβλήθηκε με ελάχιστο όμως όριο έκτισης αυτό των 20 ετών, λόγω ελαφρυντικής περίστασης, στην ποινή της εικοσαετούς κάθειρξης, που προβλέπεται από την Ελληνική νομοθεσία, ως ανώτατο όριο πρόσκαιρης κάθειρξης, λόγω αναγνώρισης από το Βρετανικό Δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, προκύπτει ότι το εν λόγω αλλοδαπό ποινικό δικαστήριο επέβαλε την ανωτέρω ποινή, με το παρακάτω σε νόμιμη μετάφραση αιτιολογικό καταδίκης- επιβολής και επιμέτρησης της ποινής, με τη μορφή παρατηρήσεων καταδίκης: "ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ Δικαστής ROBERTS: Κύριε Π., παρακαλώ σηκωθείτε. Δεν θέλω να παρατείνω την αγωνία σου, έτσι θα προχωρήσω με την απόφαση τώρα. Αυτές οι παρατηρήσεις καταδίκης θα είναι αργότερα διαθέσιμες σε γραπτή μορφή για τον όποιο ενδιαφερόμενο. Έχεις καταδικασθεί για ανθρωποκτονία. Η ποινή για ανθρωποκτονία καθορίζεται από τον νόμο και είναι ισόβια κάθειρξη και αυτή είναι η ποινή που πρέπει να επιβάλλω στην περίπτωση σου. Θα υποστείς την ποινή αυτή μέχρι να πεθάνεις. Θα την εκτίσεις σε δύο μέρη, το πρώτο μέρος θα το εκτίσεις στην φυλακή, το δεύτερο μέρος - αν και όταν η Επιτροπή Αναστολών αποφασίσει ότι είναι ασφαλής η άφεσή σου μέσα στην κοινωνία -θα το εκτίσεις με ειδική άδεια. Η άδεια θα υπόκειται σε μία σειρά από όρους. Εάν παραβείς κάποιον από αυτούς τους όρους, ή εάν διαπράξεις οποιοδήποτε άλλο παράπτωμα όσο θα είσαι ελεύθερος θα υπόκεισαι σε επαναφυλάκιση και είναι πολύ πιθανόν ότι θα περάσεις εκεί το υπόλοιπο της ζωής σου. Υποχρεούμαι να αποφασίσω ποιος είναι ο ελάχιστος χρόνος παραμονής σου στην φυλακή πριν μπορείς να αιτηθείς στο Συμβούλιο Αναστολών για αποφυλάκισή σου με ειδική άδεια. Για λόγους τους οποίους θα εξηγήσω σε λίγο, θα ορίσω την χρονική αυτή περίοδο σε 20 χρόνια. Οι 328 μέρες τις οποίες όπως μου έχει γνωστοποιηθεί έχεις μείνει προφυλακιστέος στις Ηνωμένες Πολιτείες και εδώ περιμένοντας την δίκη θα μετρήσουν ως τμήμα της ποινής σου, έτσι η επίσημη απόφαση του δικαστηρίου θα αναφέρει ότι από σήμερα πρέπει να εκτίσεις 19 χρόνια και 37 μέρες πριν να έχεις το δικαίωμα για αποφυλάκιση με άδεια. Εάν φανεί ότι ο αριθμός ημερών που μου έχει δοθεί είναι λάθος, και αν ο σωστός αριθμός ημερών κατόπιν συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές, η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να προσαρμοστεί διοικητικά χωρίς την ανάγκη περαιτέρω ακροάσεως. Εάν υπάρξει η οποιαδήποτε αμφισβήτηση σχετικά με αυτό το θέμα τότε η περαιτέρω ακρόαση θα είναι απαραίτητη. Υποχρεούμαι να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους καθορίζω την ελάχιστη περίοδο των 20 ετών και ποια είναι η δεδομένη βάση πάνω στην οποία κατέληξα σε αυτόν τον αριθμό. Εάν θέλεις μπορείς να καθίσεις όσο θα το κάνω αυτό γιατί θα πάρει λίγη ώρα, έτσι εάν επιθυμείς μπορείς να καθίσεις κύριε Π. Πρέπει να εξηγήσω αυτά τα θέματα για διάφορους λόγους. Πρέπει να τα εξηγήσω σε σένα, στην οικογένεια του Χ., και στο κοινό γενικώς, γιατί έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτά τα πράγματα, και επίσης πρέπει να τα εξηγήσω για όφελος του Εφετείου στην περίπτωση που θα χρειαστεί να εξετάσουν την ορθότητα ή την μη ορθότητα της αποφάσεώς μου και για το όφελος του Συμβουλίου Αφέσεων που σχεδόν σίγουρα θα χρειαστεί να εξετάσει την περίπτωσή σου μετά από αρκετά χρόνια. Ας ξεκινήσω με την δεδομένη βάση της αποφάσεως και στην συνέχεια θα περάσω στις σχετικές νομικές αρχές και την εφαρμογή τους στην περίπτωσή σου. Ορισμένα πράγματα είναι ξεκάθαρα από τα αποδεικτικά στοιχεία της υποθέσεως και την ετυμηγορία των ενόρκων. Άλλα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα και πιθανόν θα μείνουν γνωστά μόνο σε σένα και στο άλλο άτομο ή άτομα, όποιοι και αν ήταν, που διέπραξαν αυτή την δολοφονία μαζί σου. Λέω "όποιοι και αν ήταν" γιατί οι ένορκοι δεν ήταν σε θέση να καταλήξουν σε ετυμηγορίες στις υποθέσεις των κ. X. και κ. B. τους οποίους ο εισαγγελέας κατηγορεί ως συνεργάτες σου. Η νέα δίκη τους μπορεί να αποδείξει ή όχι το εάν ο εισαγγελέας έχει δίκιο σχετικά με αυτό. Είτε είναι συνεργάτες σου είτε όχι, είμαι αρκετά ικανοποιημένος πως δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι εσύ έχεις διαπράξει αυτό τον φόνο μόνος σου. Ήσουν αυτός που έδινε τις εντολές και που ήταν κύρια υπεύθυνος για αυτό που συνέβη, αλλά δεν θα μπορούσες να το κάνεις χωρίς βοήθεια. Τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι το θύμα σου, ο Χ. Χ., ήταν εν ζωή την Παρασκευή, 10 Μαρτίου 2000, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αλλά μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας τρία πράγματα συνέβησαν. Πρώτον, στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου στο δωμάτιο που αναφέρεται ως ζώνη 8 στον πρώτο όροφο της εγκαταλελειμμένης αποθήκης, όπου διέμενε σε ένα διαμέρισμα. Δεύτερον, το δωμάτιο ζώνη 8 είχε προσεκτικά καθαριστεί σε μία αρκετά, αλλά όχι εντελώς, επιτυχημένη προσπάθεια να απομακρυνθούν όλα τα ίχνη του τι συνέβη. Τρίτον, το σώμα του Χ. είχε αποκρυφτεί στο σκάμμα ελέγχου στο γκαράζ του ισογείου της αποθήκης. Η ετυμηγορία των ενόρκων δείχνει ξεκάθαρα ότι το καθάρισμα και η απόκρυψη του σώματος έλαβαν χώρα σίγουρα κάποια στιγμή μέσα στην χρονική περίοδο μεταξύ 8 και 11 η ώρα το πρωί από εσένα τον ίδιο και τους κ. X. και κ. B. να ενεργούν υπό τις οδηγίες σου. Παραβλέπω για τους σκοπούς της καταδίκης σου τον ισχυρισμό που έγινε από τους κ. X. και κ. B. ότι ενεργούσαν υπό πίεση προερχόμενη από εσένα και ότι τους απείλησες με πιστόλι. Παραβλέπω αυτόν τον ισχυρισμό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί είναι ενάντια στην υπόθεση του εισαγγελέως και, δεύτερον, οι κ. X. και B. έχουν προφανώς κίνητρα ώστε να κάνουν ψευδείς ισχυρισμούς πως έχουν υποστεί πίεση για να δικαιολογήσουν την δική τους συμπεριφορά. Ωστόσο, αν και προσεγγίζω την περίπτωσή σου με βάση το ότι δεν τους πίεσες για να σε βοηθήσουν, ήταν εργάτες σου και σίγουρα ενεργούσαν υπό τις οδηγίες σου. Οι ένορκοι θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι πως η πράξη του φόνου έλαβε χώρα είτε όταν οι τρεις σας ήσασταν μαζί εκεί μετά τις 8.00 το πρωί ή πιο πριν όταν ήσασταν εκεί με κάποιο άλλο άτομο ή άτομα. Πρόκειται να θεωρήσω για τον σκοπό του καθορισμού της ελάχιστης κάθειρξης, πως ο φόνος έλαβε χώρα καθόσον ήσασταν εκεί με τον κ. X. και τον κ. B.. Κάνω αυτή την υπόθεση για δύο λόγους. Πρώτον, είναι η βάση που σε ευνοεί περισσότερο και, δεύτερον, είναι η βάση πάνω στην οποία η εισαγγελία έθεσε την υπόθεση της εναντίον σου. Το εάν θα μπορέσει να αποδείξει την ενοχή του κ. X. και του κ. B. είναι ζήτημα που θα αποφασίσει το νέο ορκωτό δικαστήριο τον Ιανουάριο. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πήγατε στην αποθήκη εκείνη την μέρα με την πρόθεση να σκοτώσετε τον Χ. ή πιθανόν με την πρόθεση να του κάνετε κάποιο σοβαρό κακό. Πιθανόν, πράγματι, να μην πήγατε εκεί με την πρόθεση του να έρθετε σε αντιπαράθεση ή σε συνδιαλλαγή μαζί του. Τα αποδεικτικά στοιχεία και από τα τρία μέλη της οικογένειας Λ. δείχνουν ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για να του μιλήσετε, είτε για το άδειασμα του χώρου ή για οτιδήποτε άλλο. Όσων αφορά την απομάκρυνση του από τον χώρο του κτιρίου, η συμφωνία σας με τον Μ. Λ. ήταν πως όταν θα ερχόταν η ώρα για τον Χ. να φύγει, θα το έλεγες στον Μ. και ο Μ. θα το κανόνιζε ώστε να μετακομίσει ο Χ. σύντομα, εν ανάγκη και μέσα σε 24 ώρες. Ο Μ. ήταν βέβαιος ότι δεν θα υπήρχαν δυσκολίες σχετικά με αυτό. Για να γίνει κατανοητό πως και γιατί συνέβη αυτή η ανθρωποκτονία, είναι απαραίτητο να καταλάβουμε πολλά πράγματα σχετικά με εσένα και τον χαρακτήρα σου και την προσωπικότητά σου, και σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρέθηκες την ημέρα του φόνου. Έχεις ξεκάθαρα έναν πολύπλοκο χαρακτήρα και υπάρχει μία καλή πλευρά σε σένα στην οποία έχουν αναφερθεί, θα μπορούσα να πω με ευγλωττία και αξιοπρέπεια, ο πατέρας σου και ο αδελφός σου στο γράμμα τους, για το οποίο τους είμαι ευγνώμων. Δεν είσαι συνήθως βίαιος άνδρας αλλά είμαι ικανοποιημένος με το ότι υπάρχει ένα στοιχείο του χαρακτήρα σου το οποίο είναι σχετικό για τους παρόντες σκοπούς και είναι το ότι είναι ένα άτομο χωρίς συνείδηση ηθικής με την έννοια ότι δεν το ξανασκέφτεσαι πριν κάνεις ή πεις κάτι το οποίο θεωρείς ότι μπορεί να σε βοηθήσει να πετύχεις τους προσωπικούς σκοπούς σου, είτε στην προσωπική ζωή σου ή στην επαγγελματική ζωή σου, και άσχετα με το πόσο οι πράξεις σου ή τα λόγια σου μπορεί να παραβαίνουν τον νόμο ή τις ηθικές αξίες των απλών, τίμιων ανθρώπων, ή και τα δύο. Είμαι επίσης ικανοποιημένος πως στις 10 Μαρτίου 2000 οι πράξεις σου ήταν έντονα επηρεασμένες από τις τεράστιες προσωπικές και επαγγελματικές πιέσεις που αντιμετώπιζες. Η καριέρα σου ως εργολάβος ήταν σε σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης (δεν ακούγεται). Ήσουν απεγνωσμένος - και δεν νομίζω ότι αυτό είναι πολύ βαριά λέξη - να ολοκληρώσεις την αγορά αυτής της αποθήκης από τον Μ. Λ. σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η προσδοκώμενη αγορά αποτελούσε με διαφορά την καλύτερη ευκαιρία, αν όχι την μοναδική ευκαιρία, για να περισώσεις την καριέρα σου στον χώρο της κατασκευαστικής εργολαβίας και, πράγματι, να κάνεις ένα σημαντικό κέρδος για τον εαυτό σου. Για να μπορέσεις να ολοκληρώσεις την αγορά χρειαζόταν να μπορέσεις να κάνεις δύο πράγματα. Πρώτον χρειαζόταν να πείσεις τον Μ. να ρίξει την τιμή της αγοράς στα 2 εκατομμύρια στερλίνες. Το συζητούσατε αυτό για αρκετές εβδομάδες και ο Μ. ήταν τελικά να το επιβεβαιώσει γραπτώς στην μεσημεριανή σας συνάντηση στις 10 Μαρτίου. Δεύτερον χρειαζόταν να τον πείσεις να αποδεχτεί μέρος μόνο της τιμής αγοράς κατά την ολοκλήρωσή της και το υπόλοιπο να πληρωθεί αργότερα. Με άλλα λόγια, δεν είχες το απαραίτητο ποσό για να ολοκληρώσεις την αγορά. Δεν είναι σαφές αν και τι συζητήσεις είχες με τον Μ. σχετικά με το να δεχτεί μόνο μέρος του ποσού κατά την ολοκλήρωση της αγοράς. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι ποτέ δεν συμφωνήσατε για κάτι τέτοιο και ότι η προτεινόμενη αγορά τελικά απέτυχε στις 16 Μαρτίου, έξι μέρες μετά τον φόνο. Θα πρέπει να διορθώσω την λανθασμένη υπόδειξη που έγινε κάποια στιγμή από την αστυνομία, αλλά που σωστά δεν ακολουθήθηκε από τον εισαγγελέα στην δίκη. Την αναφέρω μόνο γιατί - αν και ποτέ δεν αποτέλεσε μέρος της υπόθεσης της εισαγγελίας και φάνηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία να είναι εντελώς λάθος - έχει εμφανιστεί σε κάποιες αναφορές των μέσων επικοινωνίας για αυτήν την δίκη και το αποτέλεσμά της. Η υπόδειξη ήταν ότι πλήρωνες 60.000 στερλίνες την εβδομάδα σε τόκους από βραχυπρόθεσμο δάνειο και ότι σκότωσες τον Χ. γιατί αρνούνταν να μετακομίσει από το κτίριο και η παρουσία του καθυστερούσε την αγορά σου και την μεταπώληση του ακινήτου και συνεπακόλουθα σου κόστιζε όλο και περισσότερους τόκους στο βραχυπρόθεσμο δάνειο. Τίποτα από αυτά δεν είναι σωστό. Ο Χ. δεν αρνήθηκε ποτέ να βγει από το διαμέρισμα. Δεν είχες κανένα βραχυπρόθεσμο δάνειο και δεν πλήρωνες κανέναν τόκο τέτοιου δανείου. Ο λόγος για την καθυστέρηση στην διαδικασία της συναλλαγής ήταν απλά το ότι δεν είχες τα χρήματα για να ολοκληρώσεις την αγορά. Ήταν στην πραγματικότητα η αδυναμία σου να αποκτήσεις βραχυπρόθεσμο δάνειο που συνέβαλε σημαντικά στην επισφαλή οικονομική σου κατάσταση, το οποίο, με την σειρά του, βοηθάει στο να εξηγηθούν - αλλά σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν - οι πράξεις σου στις 10 Μαρτίου. Η μόνη λογική εξήγηση για τον θάνατο του Χ. είναι ότι το πρωί εκείνης της ημέρας βρέθηκες απροσδόκητα αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα και ότι αποφάσισες πως η λύση σε αυτό το πρόβλημα ήταν να αφαιρέσεις την ζωή ενός συνανθρώπου, ενός άκακου και εντελώς αθώου ανθρώπου, ο οποίος δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα που να δικαιώνει ή να δικαιολογεί αυτό που του έκανες. Τον αντιμετώπισες απλά ως κάτι αναλώσιμο μπροστά στα συμφέροντα της επιτυχίας των προσωπικών σκοπών σου. Άσχετα με το αν είχες την πρόθεση ή όχι να αναμετρηθείς με τον Χ. εκείνη την μέρα, είναι ξεκάθαρο από την ετυμηγορία των ενόρκων ότι θα πρέπει να έλαβε χώρα μία αναμέτρηση. Πώς ακριβώς έλαβε χώρα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Χ. είναι νεκρός και δεν μπορεί να μας το πει και τα μόνα εν ζωή άτομα που γνωρίζουν τι συνέβη δεν το λένε. Μπορεί να ξεκίνησε σαν τίποτα περισσότερο από μία τυχαία συνάντηση στο κτίριο, ίσως στις σκάλες που οδηγούν επάνω στο διαμέρισμα του Χ. και στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του πρώτου ορόφου την οποία παλιότερα χρησιμοποιούσες. Εσύ και ο Χ. δεν είχατε συναντηθεί ποτέ και μπορεί να μην είχε καταλάβει ποιος ήσουν εσύ και η παρέα σου ή τι κάνατε εκεί. Απορρίπτω εντελώς την όποια υπόθεση - και καμία, στην πραγματικότητα, δεν έχει γίνει - ότι ο Χ. ξεκίνησε την όποια βιαιότητα έλαβε χώρα. Είναι ξεκάθαρο ότι ασκήθηκε βία εναντίον του από εσένα ή τους συνενόχους σου και αυτή η βία κατέληξε σε δύο άσχημα κοψίματα στο κεφάλι του. Τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι συνέβη στην περιοχή του σκάφους που ήταν αποθηκευμένο στο ισόγειο. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν στο σημείο αυτό έλαβε χώρα η αρχική αναμέτρηση, ή εάν έλαβε χώρα αλλού και ο Χ. προσπάθησε να αποδράσει αλλά στριμώχτηκε και δέχτηκε επίθεση κοντά στο σκάφος. Θα πρέπει να συνειδητοποίησες ότι αυτό που του συνέβη, αν γινόταν γνωστό θα κατέστρεφε τις πιθανότητες να ολοκληρώσεις την αγορά σου της αποθήκης από τον Μ. και τότε αποφάσισες, Α, ότι δεν θα έπρεπε να μείνει ζωντανός και να τα πει όλα και, Β; ότι το πτώμα του και όλα τα ίχνη του τι συνέβη θα έπρεπε να απομακρυνθούν. Με αυτό τον τρόπο, αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πλάνο σου, η αγορά σου θα ολοκληρωνόταν και θα μπορούσες να ξεφορτωθείς το πτώμα του με πιο μόνιμο τρόπο αργότερα. Επέλεξες μία τρομερή και τρομακτική μέθοδο πραγματοποιώντας αυτό που, στην πραγματικότητα, ήταν μία εκτέλεση. Ο Χ. τραβήχτηκε πάνω στο δωμάτιο ζώνη 8 και δύο μάλλινοι σκούφοι περάστηκαν στο κεφάλι του ώστε να μην βλέπει. Στην συνεχεία στραγγαλίστηκε με το σφίξιμο ενός κορδονιού γύρω από τον λαιμό του μέχρι να πεθάνει. Δεν μπορεί να ήταν ένας γρήγορος θάνατος και μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί τον τρόμο τον οποίο υπέστη κατά τα τελευταία λεπτά της ζωής του. Εσύ και ο κ. X. και ο κ. B. στην συνέχεια καθαρίσατε το δωμάτιο, πετάξατε ασυγκίνητα το πτώμα του στο σκάμμα ελέγχου, το καλύψατε και προσπαθήσατε χωρίς επιτυχία να το κάψετε. Το πλάνο σου να ολοκληρώσεις την αγορά της αποθήκης δεν επετεύχθη και ως τις 22 Μαρτίου η επιχείρηση ακινήτων σου κατέρρευσε (δεν ακούγεται) ως ήταν επαπειλούμενο να γίνει. Έκανες τέσσερις καταθέσεις στην αστυνομία, αρχικά κατά την διάρκεια της διαδικασίας ερευνών αγνοουμένου προσώπου που ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου όταν ο Χ. δηλώθηκε αγνοούμενος και στην συνέχεια κατά την έρευνα για φόνο που ξεκίνησε αφού ανακαλύφθηκε το σώμα του στις 25 Μαρτίου. Αμέσως μετά ξεκίνησες μια καινούρια ζωή και καριέρα στην ... όπου ζούσες έως ότου έγινε η έκδοσή σου στα τέλη του προηγούμενου, έτους για να αντιμετωπίσεις αυτή την κατηγορία. Αν και για λόγους που ο κ. B. έχει ορθά εξηγήσει, δεν έχεις δείξει καμία μεταμέλεια για τις πράξεις σου, ελπίζω ότι αντιλαμβάνεσαι την συντριπτική επίδραση που είχαν αυτές οι πράξεις στην οικογένεια του Χ., ειδικά στην μητέρα του Β., και στην αδελφή του Α. Οι ζωές και των δύο έχουν αμετάκλητα αλλάξει από αυτά που αναγκάστηκαν να ζήσουν τα τελευταία εννιάμιση χρόνια. Η Β. δυστυχώς πέθανε όσο διαρκούσε αυτή η δίκη και πριν τελικά αποδειχθεί ποιος ήταν ο βασικός υποκινητής στον φόνο του υιού της. Η Α. κατανοητά παλεύει ακόμα να καταλάβει γιατί έπρεπε να συμβεί ένα τόσο τρομερό πράγμα στον αθώο αδερφό της. Κατά την διάρκεια αυτής της δίκης συνέχιζες να υποστηρίζεις την ψευδή ιστορία που κατέθεσες στην αστυνομία και επίσης προσπάθησες να ρίξεις το φταίξιμο για τον φόνο σους πρώην εργάτες σου, τους κ. X. και κ. B., που ότι και αν έκαναν το έκαναν απλώς ακολουθώντας τις οδηγίες σου. Αυτή επομένως είναι η δεδομένη βάση πάνω στην οποία πρέπει να προχωρήσω. Στρέφομαι τώρα στις σχετικές νομικές αρχές και στην εφαρμογή τους στην υπόθεσή σου. Η θέση είναι περίπλοκη διότι ο φόνος αυτός έλαβε χώρα πριν ο Νόμος περί Ποινικής Δικαιοσύνης του 2003 αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι ελάχιστες ποινές. Υποχρεούμαι να προσεγγίσω το θέμα σε δύο στάδια. Πρώτον, πρέπει να αποφασίσω πιο θα ήταν το κατάλληλο ελάχιστο όριο εάν αυτός ο φόνος είχε διαπραχθεί σήμερα υπό το πρόγραμμα 21 του Νόμου του 2003. Στην συνέχεια, επειδή υπάρχει μία γενική αρχή πως ο νόμος δεν θα πρέπει να αλλάζει αναδρομικά ώστε ένας κατηγορούμενος να επιδέχεται μεγαλύτερη ποινή από αυτήν που εφαρμοζόταν την στιγμή που διέπραξε το έγκλημα, πρέπει να αποφασίσω ποιο θα ήταν το ελάχιστο όριο φυλάκισης εάν είχες καταδικαστεί το 2000. Εάν αυτό θα ήταν μικρότερη περίοδος από αυτήν που θα επιβαλλόταν σήμερα υπό τον νόμο 2003, θα πρέπει να μειώσω το ελάχιστο όριο ανάλογα. Το σύστημα του 2000 έλεγε ότι ο πρόεδρος της δίκης δεν θα επέβαλε το ελάχιστο όριο από μόνος του, έκανε μία σύσταση η οποία στην συνέχεια εξεταζόταν από τον Ανώτατο Δικαστικό Άρχοντα (Lord Chief Justice) και είτε αποδεχτό είτε μετατρεπόμενο από αυτόν υποβαλλόταν στον Υπουργό Εσωτερικών, Μέχρι το έτος 2000, ο Υπουργός Εσωτερικών, στην πράξη, εκτελούσε πάντα την σύσταση του Ανώτατου Δικαστικού Άρχοντος. Στο δεύτερο στάδιο της αποφάσεώς μου στην υπόθεσή σου έχω, επομένως, να αποφασίσω τι σύσταση θα είχα κάνει εάν σε καταδίκαζα το 2000. θα πρέπει προφανώς να θεωρήσω ότι η σύστασή μου θα είχε γίνει αποδεκτή από τον τότε Ανώτατο Δικαστικό Άρχοντα και ότι θα είχε επικυρωθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών. Όσων αφορά το πρώτο στάδιο, ο Νόμος 2003 απαιτεί ο δικαστής να επιλέξει πρώτα ένα από τα τρία σημεία αφετηρίας - 15 χρόνια, 30 χρόνια ή ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή - και στην συνέχεια να ρυθμίσει την αφετηρία ώστε να αντανακλά τους όποιους επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες στην συγκεκριμένη υπόθεση. Το σύστημα που ορίζει ο Νόμος δεν είναι κάτι μηχανικό που λειτουργεί με το τσεκάρισμα παραμέτρων. Ο σκοπός της εφαρμογής είναι να καταλήξει σε ένα ελάχιστο όριο ποινής κάπου μεταξύ του φάσματος των πιθανών ελάχιστων ορίων που να αντικατοπτρίζει δίκαια την σοβαρότητα της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο δικαστής. Το φάσμα ξεκινάει πολύ παρακάτω από τα 15 χρόνια, συνεχίζει με τα 15 χρόνια, περνάει στα 30 χρόνια και συνεχίζει μέχρι τα ισόβια δεσμά χωρίς αναστολή. Τα θεσμοθετημένα σημεία αφετηρίας αποτελούν χρήσιμους οδηγούς που επιτρέπουν στον δικαστή να καταλήξει στον σωστό αριθμό, αλλά δεν είναι κάτι παραπάνω. Η πρώτη μου εργασία υπό τον Νόμο του 2003 είναι να επιλέξω την αφετηρία. Αυτό που έχω βασικά να αποφασίσω είναι κατά πόσων η σοβαρότητα του παραπτώματός σου είναι εξαιρετικά υψηλή, στην οποία περίπτωση η αφετηρία πρέπει να είναι ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή, ή ιδιαιτέρως υψηλή, στην οποία περίπτωση πρέπει να είναι 30 χρόνια, ή κανένα από αυτά, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να είναι 15 χρόνια. Οι παράγραφοι 4 (2) και 5 (2) στο πρόγραμμα 21 του Νόμου του 2003 προσφέρουν παραδείγματα σχετικά με το είδος των παραγόντων οι οποίοι κανονικά - αλλά όχι αναγκαστικά - τοποθετούν μία υπόθεση στην εξαιρετικά υψηλή ή ιδιαιτέρως υψηλή κατηγορία. Αυτά τα παραδείγματα αποτελούν χρήσιμο οδηγό για την απόφαση του δικαστηρίου αλλά είναι αρκετά καθιερωμένο να μην προσεγγίζονται πολύ άκαμπτα ή ρυθμιστικά. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις όπου κανένας από τους καθορισμένους παράγοντες δεν είναι παρόν, αλλά ο δικαστής μπορεί να καταλήξει στο ότι η σοβαρότητα της υπόθεσης είναι εξαιρετικά υψηλή ή ιδιαιτέρως υψηλή. Παρομοίως μπορεί να υπάρξουν υποθέσεις όπου ένας από τους καθορισμένους παράγοντες εμφανίζεται αλλά ο δικαστής μπορεί να καταλήξει στο ότι η σοβαρότητα του παραπτώματος δεν είναι εξαιρετικά υψηλή ή ιδιαιτέρως υψηλή. Πολλά εξαρτώνται από το πως μία υπόθεση μπροστά σε κοινό συγκρίνεται με άλλες υποθέσεις με τις οποίες συνήθως ασχολείται το δικαστήριο. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι η υπόθεση σου εμπίπτει στην κατηγορία εξαιρετικά υψηλή. Όσο βαριά και αν είναι η περίπτωσή σου, και είναι βαριά, η αφετηρία ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή διατηρείται για υποθέσεις με τον υψηλότατο βαθμό σοβαρότητας και η δική σου δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Υπάρχει κάποια δύναμη στην εισήγηση του εισαγγελέως πως αυτός ήταν φόνος με σκοπό το κέρδος και ότι συνεπώς δυνάμει της παραγράφου 5 (2), έλκει μία αφετηρία 30 ετών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανθρωποκτονία αυτή είχε ως κίνητρο την απεγνωσμένη επιθυμία σου να μπορέσεις να φέρεις σε πέρας την αγορά της αποθήκης και ως εκ τούτου να δώσεις στον εαυτό σου μία καλύτερη ευκαιρία να σώσεις την επιχείρησή σου και, πράγματι, να αποκτήσεις ένα μεγάλο κέρδος από αυτό. Μπορεί επομένως να περιγραφεί κανονικά ως φόνος με σκοπό το κέρδος. Κατά την γνώμη μου, εμπίπτει σε μία αρκετά διαφορετική κατηγορία σε σχέση με πολλούς φόνους που έχουν γίνει με τέτοια κίνητρα. Δεν περιέχει ορισμένους από τους παράγοντες που βλέπουμε συνήθως, ειδικά σε αυτό το δικαστήριο, σε υποθέσεις όπου μία ελάχιστη ποινή 30 ετών είναι η κατάλληλη. Αν και χωρία αμφιβολία πολύ σοβαρή, δεν νιώθει κανείς ότι είναι μια υπόθεση 30 ετών. Ένας λόγος που έχω αυτή την άποψη είναι το ότι αν και η απόφασή σου να σκοτώσεις τον Χ. ήταν εσκεμμένη - και ήταν ανήλεα επίμονη και τέθηκε σε ισχύ μέσα σε μία περίοδο μερικών λεπτών - δεν ήταν, όπως είναι πολλές ανθρωποκτονίες με οικονομικό όφελος, προγραμματισμένη και προμελετημένη. Ήταν μία απόφαση που πήρες όταν αντιμετώπισες απρόσμενα μία ειδική περίπτωση σε μία στιγμή που βρισκόσουν κάτω από τεράστια προσωπική και επαγγελματική πίεση. Αν και αυτό δεν προσφέρει κάποια δικαιολογία για αυτό που έκανες, έχει κάποια βαρύτητα στο ερώτημα κατά πόσων η υπόθεση σου εμπίπτει στην ιδιαιτέρως σοβαρή κατηγορία. Αν ήταν να πάρω την αφετηρία των 30 ετών, θα έπρεπε να την μειώσω αρκετά ώστε να βάλω την περίπτωσή σου στην κατάλληλη θέση του φάσματος. Αυτό που πρόκειται για την ακρίβεια να κάνω στις ιδιαίτερες και ασυνήθιστες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης είναι να πάρω την αφετηρία των 15 ετών και να μεταχειριστώ το οικονομικό κίνητρο μαζί με τους υπόλοιπους επιβαρυντικούς παράγοντες ως στοιχεία που απαιτούν μία σημαντική αυξητική προσαρμογή του αριθμού. Με όποιον τρόπο και αν το προσεγγίσει κανείς έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως εάν αυτός ο φόνος είχε λάβει χώρα σήμερα η κατάλληλη ελάχιστη ποινή σύμφωνα με τον Νόμο 2003 θα ήταν τα 24 έτη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι βασικά το ίδιο είτε κανείς ξεκινάει από τα 30 έτη και τα μειώνει είτε ξεκινάει από τα 15 έτη και τα αυξάνει. Οι παράγοντες τους οποίους έχω λάβει υπόψη για να καταλήξω σε αυτό το νούμερο συμπεριλαμβάνουν τους ακόλουθους ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς παράγοντες. Υπάρχει ένας μόνο ένας ελαφρυντικός παράγων, αυτός του προηγούμενου καλού σου χαρακτήρα. Η προηγούμενη συμπεριφορά σου όσων αφορά την ανεντιμότητα, όπως εμφανίζεται από την δική σου μαρτυρία, είναι αρκετά ελεεινή αλλά δεν έχεις καταδικαστεί για κάποιο παράπτωμα βιαιοπραγίας και αυτό το λαμβάνω υπόψη. Δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερο βάρος όταν κάποιος έχει διαπράξει έναν φόνο τόσο σοβαρό όσο αυτός για τον οποίο δικάζεσαι. Δεν έχεις φυσικά το ελαφρυντικό του να είχες δηλώσει ένοχος ή να είχες εκφράσει κάποια μεταμέλεια. Δεν μπορώ να αυξήσω και δεν θα αυξήσω την ελάχιστη ποινή σου εξαιτίας των προσπαθειών σου να απαρνηθείς την υπευθυνότητα των πράξεών σου και να ρίξεις το φταίξιμο στους συγκατηγορούμενούς σου, η μόνη σχέση που έχει είναι πως το γεγονός ότι διεξήγαγες την υπεράσπισή σου με αυτόν τον τρόπο σημαίνει ότι δεν έχεις ένα κομμάτι ελάφρυνσης που διαφορετικά θα μπορούσες να έχεις. Ομοίως δεν έχεις το ελαφρυντικό της πρόθεσης να προκαλέσεις ένα πολύ σοβαρό κακό, αντί της πρόθεσης να σκοτώσεις. Όπως αναγνωρίζει ρεαλιστικά και ο κ. B. αυτό ήταν μία σκόπιμη ανθρωποκτονία. Ο πιο σοβαρός επιβαρυντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι αυτό ήταν, όπως έχω πει, μία εκτέλεση που διεκπεραιώθηκε για οικονομικό όφελος. Αντιμετώπισες τον άτυχο Χ. ως κάτι εντελώς αναλώσιμο όταν επρόκειτο να επιτύχεις τον προσωπικό σου στόχο της διάσωσης της καριέρας σου ως εργολάβος ακινήτων και του να μεταστρέψεις μία οικονομική καταστροφή σε θεαματική επιτυχία. Αυτού του είδους η συμπεριφορά πρέπει να τοποθετήσει την υπόθεση πολύ ψηλά στην κλίμακα σοβαρότητας, ακόμα και αν δεν συγκεντρώνει την 30 ετή αφετηρία. Σε συμμαχία με αυτόν τον παράγοντα βρίσκεται το γεγονός ότι ο Χ. ήταν ένα εντελώς αθώο και, πράγματι, πιστεύω αρκετά ευάλωτο άτομο, που δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα που να σου δίνει τον οποιοδήποτε λόγο να χρησιμοποιήσεις βία εναντίον του, πόσο μάλλον να τον σκοτώσεις. Είναι ξεκάθαρο από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι ήταν ένα αρκετά άτολμο άτομο που πραγματικά δεν θα πείραζε ούτε μύγα και που ήταν διανοητικά και συναισθηματικά ανεπαρκώς εξοπλισμένος να αντιμετωπίσει την όποια κατάσταση αντιπαράθεσης. Αντιλαμβάνομαι ότι εσύ δεν γνώριζες αρκετά για τον ίδιο και μπορεί να μην έχεις συνειδητοποιήσει πόσο ευάλωτος ήταν, αλλά όταν αποφασίζεις να αντιμετωπίσεις έναν ξένο με τον τρόπο που αντιμετώπισες τον Χ. δεν μπορείς να περιμένεις να ληφθεί υπόψη η άγνοιά σου για την πραγματική του προσωπικότητα και ευπάθεια. Λέγοντας το αυτό, όπως υπέδειξα και στον κ. B., αυτή δεν είναι μία υπόθεση στην οποία θα έπρεπε να αυξήσω την ελάχιστη ποινή με βάση την ευπάθειά του. Ένας πιο σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι του έγινε επίθεση και ότι σκοτώθηκε και πράγματι το ότι έγινε θύμα της τρομερής δοκιμασίας που περιέγραψα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι η ασφάλεια και σιγουριά του κτιρίου στο οποίο διέμενε. Λαμβάνω υπόψη το ότι δεν ήσουν ένας ληστής ή παράνομος εισβολέας σε αυτό το κτίριο όπως βλέπουμε καμιά φορά. Ως πιθανός αγοραστής, είχες το δικαίωμα να είσαι εκεί και από αυτή την άποψη η υπόθεσή σου οφείλει να ειδωθεί διαφορετικά από κάποιες άλλες. Ο κ. B. αποδέχεται ότι άλλος ένας επιβαρυντικός παράγοντας είναι ο τρόπος που ξεφορτώθηκες το πτώμα του και το απέκρυψες έτσι ώστε η οικογένειά του παρέμεινε σε αγωνία για ένα μεγάλο διάστημα πριν αποκαλυφθεί τι του είχε συμβεί. Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες, και όλες τις άλλες περιστάσεις αυτής της υπόθεσης όπως προσπάθησα να τις επεξηγήσω, είμαι ικανοποιημένος για το ότι εάν εφαρμόσουμε στην υπόθεσή σου την προσέγγιση που επιβάλει ο Νόμος 2003 το αποτέλεσμα είναι μία ελάχιστη κάθειρξη 24 ετών. Η τελική απόφαση που πρέπει να λάβω, φυσικά, είναι πιο θα ήταν το ελάχιστο όριο ποινής εάν είχες καταδικαστεί για αυτόν τον φόνο το 2000 στην σύσταση που θα έκανα εκείνη την περίοδο θα έπρεπε να ακολουθήσω την καθοδήγηση που ανέπτυξε ο λόρδος Bingham όταν ήταν Ανώτατος Δικαστικός Άρχων στην επιστολή του προς τον Δικαστικό κλάδο στις 10 Φεβρουαρίου 1997. Όπως έχω ήδη πει, πρέπει να θεωρήσω πως στον βαθμό που θα έχω ακολουθήσει αυτήν την καθοδήγηση η σύστασή μου θα είχε γίνει αποδεκτή από τον τότε Ανώτατο Δικαστικό Άρχοντα και θα είχε επικυρωθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών. Εφαρμόζοντας την καθοδήγηση του Λόρδου Bingham θα έπρεπε να λάβω ως σημείο αφετηρίας τα 14 χρόνια και να το μεταβάλω λαμβάνοντας υπόψη τους ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς παράγοντες της υπόθεσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επιβαρυντικοί παράγοντες στους οποίους έχω αναφερθεί θα απαιτούσαν μία σημαντική αύξηση του ελάχιστου ορίου. Ωστόσο κατά το 2000 ήταν πάρα πολύ κοινό για έναν πρόεδρο δίκης να συστήσει - και αν το είχε συστήσει από τον Ανώτατο Δικαστικό Άρχοντα να το επικυρώσει - μία ελάχιστη ποινή που να υπερβαίνει το σημείο αφετηρίας κατά 20 έτη. Από αυτή την άποψη, οι ελάχιστες ποινές στις πιο σοβαρές υποθέσεις ανθρωποκτονίας έχουν αυξηθεί και έχουν σημαντικά αυξηθεί από τον Νόμο του 2003. Στην περίπτωσή σου, είμαι ικανοποιημένος ότι το 2000 δεν θα είχα αισθανθεί ότι είναι κατάλληλο να αυξήσω την παραπάνω σύστασή μου κατά 20 έτη και, αν το είχα κάνει, δεν πιστεύω ότι θα είχε γίνει αποδεκτό από τον τότε Ανώτατο Δικαστικό Άρχοντα. Δεν θα είχα καμία δυσκολία υπό το φως των παραγόντων στους οποίους έχω αναφερθεί, να συστήσω μία συνολική περίοδο 20ετών και πιστεύω ότι θα είχε γίνει αποδεκτή και θα είχε επικυρωθεί. Στις παρούσες περιστάσεις, και ενώ ο Νόμος του 2003 θα απαιτούσε μία ελάχιστη κάθειρξη 24 ετών, εάν αυτός ο φόνος είχε λάβει χώρα σήμερα, υποχρεούμαι για νομικούς λόγους να μειώσω το ελάχιστο όριο σε αυτό των 20 ετών, και αυτό έχω κάνει. Λυπάμαι που χρειάστηκε μία τόσο μακροσκελής ανάλυση αλλά είναι απαραίτητο να ασχοληθεί κανείς με αυτά τα ζητήματα. Κα C., υπάρχει κάποιο άλλο ζήτημα με το οποίο θα έπρεπε να καταπιαστώ; Κα C. Κύριε Πρόεδρε υπάρχει απλώς το εξής. Επειδή κ. Πρόεδρε έχετε αναπτύξει με βοηθητικό τρόπο την βάση για την ελάχιστη ποινή σε μεγάλη έκταση, έχετε αναφερθεί σε μία σειρά περιπτώσεων στους συγκατηγορούμενους. Δικ. ROBERTS: Ναι. Κα C. Φυσικά έχουν να περάσουν από δίκη τον Ιανουάριο. Απλά αναρωτιέμαι καθώς υπάρχουν μέλη από τον τύπο στο δικαστήριο, κ. Πρόεδρε, θα το θεωρούσατε πρέπον να τους υπενθυμίσετε τις αυστηρές απαιτήσεις υπευθυνότητας που επιβάλει ο Νόμος περί Ασέβειας προς το Δικαστήριο, δεδομένου ότι υπάρχει επικείμενη δίκη. Δικ. ROBERTS: Ναι ελπίζω ότι το διευκρίνισα πως το θέμα της ενοχής ή αθωότητά τους θα καθοριστεί από το νέο ορκωτό δικαστήριο τον Ιανουάριο και όλα όσα έχω κάνει για τους σκοπούς της καταδίκης του κ. Π. είναι να προχωρήσω πάνω στην βάση αυτού που είναι, στην πραγματικότητα, η υπόθεσή σας ενάντια στον κ. Π., δηλαδή ότι διέπραξε αυτόν τον φόνο με τους άλλους δύο. Αυτός είναι προφανώς ο σωστός τρόπος να προχωρήσει κανείς στην υπόθεση του κ. Π. Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να βασιστώ σε αυτά τα μέλη των μέσων ενημέρωσης που είναι παρόντα πως το κατανοούνε αυτό και δεν θέλω να επιβάλω περιορισμούς στην δημοσιοποίηση της δίκης ή αυτών των παρατηρήσεων καταδίκης. Κα C. Όχι, δεν σας το ζητώ αυτό. Δικ. ROBERTS: Είμαι σίγουρος ότι θα κατανοήσουν ότι στον βαθμό που έχω αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με τον κ. X. και τον κ. B. αυτό είναι μόνο για τους σκοπούς της καταδικαστικής βάσης που αφορά τον κ. Π. και είμαι σίγουρος ότι δεν θα συμπεριλάβουν κάτι που θα μπορούσε να είναι επιζήμιο για την δίκη τους. Φοβούμαι πως είμαι αρκετά παλαιός, κα C., ώστε να πηγαίνω πίσω στις μέρες πολύ πριν τον Νόμο περί Ασεβείας του Δικαστηρίου όταν όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας πολύ καλά -δικαστές, δικηγόροι και εκπρόσωποι του τύπου - και όλοι γνωρίζαμε και δεν χρειαζόμασταν να μας το πει ένας Νόμος του κοινοβουλίου ή διάταγμα κάποιου δικαστή τι μπορεί να είναι επιζήμιο για μία μελλοντική δίκη. Αν κάποια μέλη του τύπου είχαν κάποια αμφιβολία για κάτι μας ρωτούσαν και δεν υπήρχε ποτέ κάποιο πρόβλημα. Νομίζω ότι είναι πολύ κρίμα που δεν ζούμε σε αυτές τις μέρες πλέον. Από την πλευρά μου, και το έχω διευκρινίσει αυτό και σε προηγούμενες περιστάσεις, εάν κάποιο μέλος των μέσων ενημέρωσης έχει ποτέ οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με το τι θα ήταν κατάλληλο να αναφέρει και τι όχι τους προσκαλώ να ρωτήσουν εμένα ή έναν δικηγόρο και είμαι σίγουρος ότι και εσείς μπορείτε να τους καθοδηγήσετε. Κα C. Φυσικά. Δικ. ROBERTS: Με αυτό τον τρόπο λειτουργούσαμε και τις παλιές μέρες. Κα C. Κύριε Πρόεδρε συγχωρείστε με αν υπήρξα υπερβολικά επιφυλακτική. Δικ. ROBERTS: Όχι δεν είσαστε, έχετε απόλυτο δίκιο. Είναι κάτι που το είχα σκεφτεί και πριν και θεώρησα ότι ήταν καλό να το αναφέρω. Όπως είπα θα ρυθμίσω αυτό το προσχέδιο έτσι ώστε να υπάρξει και γραπτή εκδοχή. Δεν θα είναι απαραίτητα ακριβώς λέξη προς λέξη αλλά θα είναι σχεδόν λέξη προς λέξη αυτά που είπα, στην περίπτωση που φανούν χρήσιμα σε κάποιο μέλος του τύπου στις αναφορές τους σχετικά με το τι έλαβε χώρα σήμερα γιατί είναι όλα αρκετά περίπλοκα. Ειδικά η δεδομένη βάση όλου αυτού του πράγματος, νομίζω χρειάζεται να διευκρινισθεί. Δεν το κάνω συνήθως με την λεπτομέρεια που το έκανα τώρα, αλλά επειδή αυτή είναι μία τόσο περίπλοκη υπόθεση και, κατανοητά, κάποιες από τις αναφορές του τύπου παίρνουν κάποια πράγματα στραβά. Νομίζω ότι ήταν καλό να διευκρινισθούν όλα. Κα C. Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Δικ. ROBERTS: Κύριε B., υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχω καλύψει και στο οποίο θα θέλατε να αναφερθώ; Κος B.: Όχι κύριε Πρόεδρε". Από τις παραπάνω παρατηρήσεις του αιτιολογικού της αποφάσεως του Βρετανικού δικαστηρίου, σαφώς προκύπτουν τα παρακάτω: α) στον αιτούντα την προσαρμογή της ποινής του σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία, καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία με πρόθεση, τελεσθείσα στη Βρετανία, σε ήρεμη κατάσταση, Θ. Π., επιβλήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο του άνω αλλοδαπού κράτους ποινή της ισόβιας κάθειρξης, β) ορίζεται ότι η παραπάνω ποινή ισόβιας κάθειρξης θα πρέπει να εκτιθεί σε δύο μέρη, το πρώτο μέρος θα εκτιθεί σε φυλακή και το δεύτερο μέρος , αν και όταν η Επιτροπή Αναστολών αποφασίσει ότι είναι ασφαλής η άφεσή του μέσα στην κοινωνία, θα το εκτίσει με ειδική άδεια, που θα υπόκειται σε μία σειρά υπό όρους και με συνέπεια παράβασης κάποιου όρου την επαναφυλάκιση αυτού για το υπόλοιπο της ζωής του, γ) ορίζεται ως ελάχιστη περίοδος των 20 ετών, που θα πρέπει να παραμείνει στη φυλακή, πριν να μπορεί να ζητήσει την αποφυλάκισή του με ειδική άδεια, από το προβλεπόμενο αρμόδιο Συμβούλιο Αναστολών, δ) σύμφωνα με τον Αγγλικό νόμο, ο δικαστής είχε να επιλέξει ένα από τα τρία προβλεπόμενα σημεία αφετηρίας, 15 έτη, 30 έτη ή ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή, ανάλογα με τη σοβαρότητα της πράξης( εξαιρετικά υψηλή ή ιδιαίτερα υψηλή ή κανένα από αυτά) και ανάλογα με τους επιβαρυντικούς ή τους ελαφρυντικούς παράγοντες στη συγκεκριμένη υπόθεση, ε) οι παράγοντες που ο δικαστής, σύμφωνα με τον ισχύοντα και εφαρμοσθέντα αλλοδαπό νόμο, έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά στην ελάχιστη περίοδο φυλάκισης των 20 ετών, συμπεριλαμβάνουν επιβαρυντικούς παράγοντες, αλλά και ελαφρυντικούς παράγοντες και σημειώνεται ρητά ότι συντρέχει στο πρόσωπο του καταδικασθέντος ένας μόνον ελαφρυντικός παράγοντας , αυτός "του προηγούμενου καλού του χαρακτήρα", ενώ αναφέρεται ότι η προηγούμενη συμπεριφορά του όσον αφορά την εντιμότητα είναι αρκετά ελεεινή, αλλά λαμβάνεται επίσης υπόψη υπέρ του καταδικασθέντος ότι "δεν έχει καταδικαστεί για κάποιο παράπτωμα βιαιοπραγίας". Περαιτέρω, α) κατά το άρθρο 105 παρ.1, 6 και 106 επόμ. του Ελληνικού ΠΚ, προβλέπεται στην Ελλάδα η υφόρον ανάκλησης απόλυση των καταδίκων, που έχουν καταδικαστεί σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, αν έχουν εκτίσει τουλάχιστον 20 έτη, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952 και προκειμένου για ποινή ισόβιας κάθειρξης, δεν μπορεί να χορηγηθεί η υπό όρον απόλυση, αν δεν παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα δεκαέξι ετών και β) κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 και 10 του ν. 1708/1987, που κύρωσε την προαναφερθείσα διεθνή σύμβαση του Στρασβούργου του 1983 περί μεταφοράς καταδίκων, ορίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης της καταδίκης, οφείλουν να εξακολουθήσουν την εκτέλεση της καταδίκης και το κράτος δεσμεύεται από τη νομική φύση και τη διάρκεια της ποινής, όπως αυτή καθορίζεται στην καταδικαστική απόφαση, " εν τούτοις, εάν η φύση ή η διάρκεια της ποινής δε συμβιβάζεται με τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης ή εάν η νομοθεσία του κράτους αυτού το απαιτεί, το κράτος εκτέλεσης μπορεί, με δικαστική ή διοικητική απόφαση, να προσαρμόσει αυτή την κύρωση στην ποινή ή στο μέτρο που προβλέπονται από τη δική του νομοθεσία για παραβάσεις της ιδίας φύσης. Η ποινή αυτή ή το μέτρο αντιστοιχούν, κατά το δυνατό, ως προς τη φύση τους, στην ποινή ή το μέτρο που επιβάλλονται από την καταδικαστική απόφαση και δεν μπορούν να επιβαρύνουν με τη φύση τους ή τη διάρκειά τους την ποινή που έχει απαγγελθεί στο κράτος της καταδίκης..". Σύμφωνα με το προπαρατεθέν αιτιολογικό της καταδικαστικής αποφάσεως του Βρετανικού δικαστηρίου και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες ως παραπάνω διατάξεις νόμου, ο αιτών καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη κατάσταση, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και αφού συνεκτιμήθηκαν από το αλλοδαπό δικαστήριο οι προβλεπόμενοι από την Βρετανική νομοθεσία παράγοντες, επιβαρυντικές περιστάσεις και ελαφρυντικές περιστάσεις και συγκεκριμένα, ένας μόνον ελαφρυντικός παράγοντας , αυτός "του προηγούμενου καλού του χαρακτήρα", ενώ αναφέρεται ότι η προηγούμενη συμπεριφορά του όσον αφορά την εντιμότητα είναι αρκετά ελεεινή, αλλά λαμβάνεται επίσης υπόψη υπέρ του καταδικασθέντος ότι "δεν έχει καταδικαστεί για κάποιο παράπτωμα βιαιοπραγίας", κατά την επιμέτρηση, ορίστηκε από το δικαστήριο, σύμφωνα με την Βρετανική νομοθεσία, ότι η παραπάνω ποινή ισόβιας κάθειρξης θα πρέπει να εκτιθεί σε δύο μέρη, το πρώτο μέρος θα εκτιθεί σε φυλακή και το δεύτερο μέρος, αν και όταν η Επιτροπή Αναστολών αποφασίσει ότι είναι ασφαλής η άφεσή του μέσα στην κοινωνία, θα το εκτίσει με ειδική άδεια, που θα υπόκειται σε μία σειρά υπό όρους και με συνέπεια παράβασης κάποιου όρου την επαναφυλάκιση αυτού για το υπόλοιπο της ζωής του και ορίζεται ως ελάχιστη περίοδος, αντί των 30 ετών ή ισοβίων χωρίς αναστολή, εκείνη των 20 ετών, που θα πρέπει ο κατάδικος νυν αιτών, να παραμείνει στη φυλακή, πριν να μπορεί να ζητήσει την αποφυλάκισή του με ειδική άδεια, από το προβλεπόμενο αρμόδιο Συμβούλιο Αναστολών, ήτοι ελάχιστη περίοδο φυλάκισης των 20 ετών, όριο που προβλέπεται και από την Ελληνική νομοθεσία, επί ποινής ισόβιας κάθειρξης, για να χορηγηθεί υφόρον απόλυση. Και ναι μεν κατά την Ελληνική νομοθεσία, κατά τα άρθρα 83 και 84 του ΠΚ, όταν το δικαστήριο αναγνωρίζει ότι συντρέχει στο πρόσωπο του καταδικασθέντος κατηγορουμένου μία ελαφρυντική περίσταση, όπως εκείνη του προτέρου εντίμου βίου (84 παρ.2 α’ ), αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, που προβλέπεται για το τελεσθέν έγκλημα, επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, στα οποία και ο αιτών ζητεί να προσαρμοστεί η ποινή του της ισόβιας κάθειρξης, πλην στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την αληθή έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 1708/1987, δεν μπορεί να γίνει η αιτούμενη προσαρμογή, γιατί η φύση και η διάρκεια της επιβληθείσας και εκτιτέας ποινής συμβιβάζονται απόλυτα με την Ελληνική νομοθεσία και δεν υπάρχει μη αντιστοίχηση και πεδίο προσαρμογής, αφού η επιβληθείσα ποινή της ισόβιας κάθειρξης είναι ιδίας ακριβώς φύσης με αυτή που προβλέπει η Ελληνική νομοθεσία για ίδιο έγκλημα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σε ήρεμη κατάσταση (άρθρο 299 παρ.1 ΠΚ) και επομένως δεν υπάρχει έδαφος προσαρμογής και το Ελληνικό δικαστήριο δεσμεύεται από τη νομική φύση και τη διάρκεια της ποινής, όπως αυτή καθορίστηκε ως άνω από το Βρετανικό δικαστήριο, κατά το άρθρο 10 του ν. 1708/1987, το δε γεγονός ότι η ελαφρυντική περίσταση που δέχθηκε το Βρετανικό δικαστήριο, "του προηγούμενου καλού του χαρακτήρα και ότι δεν έχει καταδικαστεί για κάποιο παράπτωμα βιαιοπραγίας", ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται ότι η προηγούμενη συμπεριφορά του "όσον αφορά την εντιμότητα είναι αρκετά ελεεινή", λαμβάνεται υπόψη υπέρ του καταδικασθέντος κατά την επιμέτρηση, γιαυτό και ορίστηκε, κατά τη Βρετανική νομοθεσία, ότι η παραπάνω ποινή ισόβιας κάθειρξης θα πρέπει να εκτιθεί σε δύο μέρη, το πρώτο μέρος θα εκτιθεί σε φυλακή και το δεύτερο μέρος, αν και όταν η Επιτροπή Αναστολών αποφασίσει ότι είναι ασφαλής η άφεσή του μέσα στην κοινωνία, θα το εκτίσει με ειδική άδεια, που θα υπόκειται σε μία σειρά υπό όρους και με συνέπεια παράβασης κάποιου όρου την επαναφυλάκιση αυτού για το υπόλοιπο της ζωής του και ορίζεται ως ελάχιστη περίοδος των 20 ετών, που θα πρέπει ο κατάδικος νυν αιτών, να παραμείνει στη φυλακή, πριν να μπορεί να ζητήσει την αποφυλάκισή του με ειδική άδεια, από το προβλεπόμενο αρμόδιο Συμβούλιο Αναστολών, ενώ το ίδιο προβλέπεται και από την Ελληνική νομοθεσία, για την χορήγηση αναστολής έκτισης της ποινής υφόρον, όταν θα έρθει η ώρα και τότε μόνον θα εφαρμοστεί για την τυχόν υφόρον απόλυση η Ελληνική νομοθεσία, που προαναφέρθηκε και δεν μπορεί από τώρα να προσαρμοστεί και να μειωθεί η επιβληθείσα ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε 10-20 έτη, που ζητεί ο αιτών, διότι τούτο θα αποτελούσε μη επιτρεπόμενη από την ανωτέρω διεθνή σύμβαση προσαρμογή της ποινής. Σε κάθε δε περίπτωση προκύπτει ότι δεν έχει αναγνωριστεί από το Βρετανικό δικαστήριο η προβλεπόμενη από την Ελληνική νομοθεσία ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, αφού χαρακτηριστικά αναφέρεται στο αιτιολογικό της αποφάσεως ότι "όσον αφορά την εντιμότητα του καταδικασθέντος είναι αρκετά ελεεινή". Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, που έκρινε, όπως προαναφέρθηκε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του νόμου και της επικυρωθείσας διεθνούς σύμβασης του Στρασβούργου και ο συναφής μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 60/18-12-2014 αίτηση του Θ. Π. του Ε., για αναίρεση της με αρ. 51959/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προσαρμογή ποινής αλλοδ. Δικαστηρ. Για εκτέλεση σε Ελλάδα. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
2
Αριθμός 707/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ερνέστο - Δημήτριο Τσακαλία, για αναίρεση της υπ' αριθ. 404/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου. Mε συγκατηγορούμενο τον Π. Τ. του Χ.. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σάμου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1α, 4 και 5 του ν. 1650/1986 "προστασία του περιβάλλοντος", με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κατ εξουσιοδότηση του εκδιδομένων διαταγμάτων και υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων. Αν η ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος προέρχεται από τη δραστηριότητα νομικού προσώπου, το δικαστήριο κηρύσσει αστικώς υπεύθυνο εις ολόκληρον για την καταβολή της χρηματικής ποινής και το νομικό πρόσωπο. Οι πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, οι εντεταλμένοι ή διευθύνοντες σύμβουλοι ανώνυμων εταιρειών, οι διαχειριστές εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, ο πρόεδρος του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν την διοίκηση ή τη διαχείριση άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Για κάθε πράξη ή παράλειψη του νομικού προσώπου που εμπίπτει στην παρ.1 του άρθρου αυτού, τα πρόσωπα αυτά τιμωρούνται ως αυτουργοί ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ευθύνη άλλου φυσικού προσώπου και την αστική ευθύνη του νομικού προσώπου, εφόσον από πρόθεση ή από αμέλεια δεν τήρησαν την ιδιαίτερη νομική τους υποχρέωση να μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι βασικοί στόχοι αυτού είναι, μεταξύ άλλων, και η αποτροπή της ρυπάνσεως και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτό, προληπτικών μέτρων και η διασφάλιση της ανθρώπινης υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος και ειδικότερα από τη ρύπανση και τις οχλήσεις. Κατά δε το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως περιβάλλον νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Ρύπανση δε είναι η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα, ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Τέλος, ως υποβάθμιση νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρυπάνσεως ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικος λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως υπάρχει όχι μόνον όταν δεν περιέχονται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία, ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Ειδικότερα δε, για να έχει η καταδικαστική, για παράβαση του ανωτέρω άρθρου 28, απόφαση την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται, εκτός των άλλων, να αναφέρεται σ' αυτήν το είδος της υπαιτιότητας του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό, αν δηλαδή, αυτός τέλεσε την πράξη από δόλο ή από αμέλεια. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται, στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα ο να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.404/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του εγκλήματος της υποβαθμίσεως περιβάλλοντος (άρθρο 28 παρ. 1α του Ν. 1650/1986) και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξη (6) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά "Οι κατηγορούμενοι με την ως άνω ιδιότητά τους προκάλεσαν ρύπανση και υποβάθμισαν το περιβάλλον και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο οικισμό δεν προέβησαν σε εργασίες συντήρησης του αποχετευτικού δικτύου με αποτέλεσμα τα οικιακά λύματα τα οποία συγκεντρώνονταν σε στεγανή δεξαμενή, να μην μπορούν να προωθηθούν στον κεντρικό αγωγό, λόγω του γεγονότος ότι η αντλία η οποία τα προωθούσε υπέστη βλάβη, με αποτέλεσμα τα λύματα να υπερχειλίζουν και να λιμνάζουν σε ακτίνα 4 μέτρων, δημιουργώντας έντονη δυσοσμία μέσα σε κατοικημένη περιοχή και σε σπίτια που απέχουν 5 μέτρα από την δεξαμενή, όπως ειδικότερα η πράξη τους αυτή περιγράφεται στο διατακτικό της παρούσας. Τούτο προκύπτει από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του μάρτυρα του κατηγορητηρίου αλλά και από τους ίδιους τους κατηγορούμενους, οι οποίοι εμμέσως πλην σαφώς ομολόγησαν την ως άνω πράξη τους και φυσικά και από τα ως άνω αναγνωσθέντα έγγραφα και επομένως, πρέπει να κριθούν ένοχοι για την πράξη τους αυτή με την αναγνώριση όμως της ελαφρυντικής περίστασης της διάταξης του άρθρου 84 παρ.2 δ' του ΠΚ, καθώς όπως αποδείχθηκε προσπάθησαν να άρουν και-καν μειώσουν τις συνέπειες της πράξης τους με την επισκευή του δικτύου αποχέτευσης". Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον ήδη αιτούντα, καθώς και τον συγκατηγορούμενό του Π. Τ., του ότι προκάλεσαν ρύπανση και υποβάθμισαν το περιβάλλον και συγκεκριμένα στον οικισμό ... του Δήμου Αγ. Κηρύκου Ικαρίας δεν προέβησαν σε εργασίες συντήρησης του αποχετευτικού δικτύου με αποτέλεσμα τα οικιακά λύματα τα οποία συγκεντρώνονταν σε στεγανή δεξαμενή, να μην μπορούν να προωθηθούν στον κεντρικό αγωγό, λόγω του γεγονότος ότι η αντλία η οποία τα προωθούσε υπέστη βλάβη, με αποτέλεσμα τα λύματα να υπερχειλίζουν και να λιμνάζουν σε ακτίνα 4 μέτρων, δημιουργώντας έντονη δυσοσμία μέσα σε κατοικημένη περιοχή και σε σπίτια που απέχουν 5 μέτρα από την δεξαμενή, προκαλώντας ρύπανση του περιβάλλοντος και την δημιουργία ανθυγιεινών καταστάσεων για τους περίοικους και αυξάνοντας κατά πολύ τον κίνδυνο δημιουργίας εστιών συγκέντρωσης και ανάπτυξης βλαβερών οργανισμών, δυνάμενων να επηρεάσουν δυσμενώς την υγεία των περίοικων. Κατά τις ως άνω παραδοχές, ούτε στο αιτιολογικά, ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται αν ο ήδη αναιρεσείων τέλεσε το πιο πάνω πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια, ούτε γίνονται δεκτά πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η εκ δόλου ή αμέλειας τέλεση της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος. Η έλλειψη αυτή ανάγεται στη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω από το άρθρο 28 παρ. 1α και 2 του Ν. 1650/1986 προβλεπομένου πλημμελήματος, δηλαδή σε ουσιώδες στοιχείο του εγκλήματος αυτού, στοιχείο το οποίο, εκτός των άλλων, είναι κρίσιμο για την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου. Έτσι, λόγω αυτής της ελλείψεως, η απόφαση στερείται της κατά τα άνω απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νομίμου βάσεως, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 που εφαρμόσθηκε, δεν είναι εφικτός. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγων αναιρέσεως και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). Το αποτέλεσμα δε τούτο πρέπει, ενόψει του ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως δεν προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να επεκταθεί, κατ' άρθρο 469 ΚΠοινΔ και στον συναυτουργό Π. Τ., που δεν άσκησε αναίρεση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμό 404/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Επεκτείνει το αποτέλεσμα τούτο και ως προς τον συγκατηγορούμενο Π. Τ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προστασία περιβάλλοντος Αναιτιολογι απόφαση, δεν αναφέρει είδος υπαιτιότητος- Αναιρεί επεκτατικό αποτέλεσμα.
Επεκτατικό αποτέλεσμα
Επεκτατικό αποτέλεσμα.
0
Αριθμός 701/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Γεώργιο Αναστασάκο και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Α. Κ. του Χ., κατοίκου ... και 2) Π. Κ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκαν. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Αγροτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΠΑΝΑΝΟΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΣυνΠΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, εμφανίσθηκε για λογαριασμό των αναιρεσειόντων ο πληρεξούσιος δικηγόρος Σωτήριος Κοντονάσιος, ο οποίος υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, για τους λόγους που ανέπτυξε. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί το αίτημα αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προεδρεύοντος απέρριψε το αίτημα αναβολής, διότι έχει προηγηθεί άλλη αναβολή και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις δύο, από 6-7-2007 αγωγές των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 16/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4515/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι ήδη αναιρεσείοντες, με την από 21-12-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 22-2-2014 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Η. [...] (δυσανάγνωστη σφραγίδα) στο προσκομιζόμενο από τον αναιρεσίβλητο ακριβές αντίγραφο της από 21-12-2012 αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη καταθέσεως και την κάτω από αυτήν πρόσκληση των αναιρεσειόντων, υπογραφόμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών, Σωτήριο Κοντονάσιο, προς τον αναιρεσίβλητο για να παρασταθεί κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 25-11-2014, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή, η επίσπευση της συζήτησης γίνεται από τους αναιρεσείοντες. Επομένως, παρά την απουσία αυτών, που εμφανίσθηκαν μεν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το πινάκιο της ως άνω, μετ' αναβολή δικασίμου, αλλά υπέβαλαν αίτημα νέας αναβολής, που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο (ΚΠολΔ 280 παρ.2), οπότε δεν παραστάθηκαν και δεν πήραν μέρος στη συζήτηση, η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί σαν και αυτοί να ήσαν παρόντες (ΚΠολΔ 226 παρ. 4 εδ. 1, 3, 4, 568 παρ.4, 576 παρ.1). 2. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 216 παρ.1 και 219 παρ.1 ΚΠολΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία, οπότε, καμιά αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο, χωρίς να τηρηθεί προδικασία. Αν παρά ταύτα εισαχθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Για να έχει κύρος το δικόγραφο μιας αγωγής πρέπει, εκτός των άλλων (ΚΠολΔ 118), να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν το αίτημα στο νόμο και δικαιολογούν την άσκησή του από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη, κυρία βάση μιας αγωγής, μπορεί ο ενάγων να τη στηρίξει σε άλλη, επικουρική, για την οποία, όμως, πρέπει και πάλι να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, ήτοι να εκτίθενται σαφώς κάποια γεγονότα, τα οποία τη θεμελιώνουν στο νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Τότε το δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας την κυρία βάση, έχει την υποχρέωση να ερευνήσει την επικουρική. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 904 εδ. α' ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Κατά τη διάταξη αυτή, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του ενός και της μείωσης της περιουσίας ή της ζημίας του άλλου και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, κατ' αρχήν, επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα σε σχέση με εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικότητα) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής (ΑΠ 16/2008). Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς την, ακόμη και επικουρικώς, σωρευόμενη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η βάση αυτής από σύμβαση ή αδικοπραξία, ελέγχεται ως μη νόμιμη κατά τη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, συγκροτούν την ιστορική βάση και θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, κύριο ή επικουρικό. Εάν, όμως, η πρόταση τέτοιων ισχυρισμών έχει παραλειφθεί τελείως ή έχει γίνει ελλιπώς, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται και, τυχόν προτεινόμενος, είναι απαράδεκτος (ΚΠολΔ 562 παρ.2), διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει την υποχρέωση ούτε να λάβει υπ' όψη ούτε να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νομίμως προταθέντα. 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, με τις από 6-7-2007 δύο αυτοτελείς αγωγές (μία για τον καθένα), επικαλούνται ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο αγροτικό συνεταιρισμό και ζητούν την επιδίκαση στον καθένα από αυτούς, για το χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2006, των χρηματικών ποσών που αναλυτικά προσδιορίζονται στην αγωγή για διαφορές μεταξύ νομίμου και καταβαλλομένου μισθού μέχρι 30-4-2006, για δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Μαΐου έως Δεκεμβρίου 2006, για αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας και δώρα εορτών και για πρόσθετη αμοιβή νυκτερινής και υπερωριακής εργασίας. Στο τέλος εκάστης αγωγής αναφέρεται "άλλως και όλως επικουρικώς, ο εναγόμενος είναι υπόχρεος να καταβάλει τα [αιτούμενα] ποσά [...] σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού κατέστη πλουσιότερος [κατά τα ποσά αυτά] άνευ νομίμου αιτίας σε βάρος [των εναγόντων], από δε τη μη καταβολή [αυτών ωφελήθηκε] ο εναγόμενος, αφού το ισόποσο θα το κατέβαλε αναγκαίως σε άλλους υπαλλήλους με τα αυτά προσόντα και ικανότητες και κάτω από τις ίδιες συνθήκες, για την πραγματοποίηση της ίδιας εργασίας". Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 16/2010 οριστική απόφασή του, δέχθηκε τη λειτουργία συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου και επιδίκασε στον καθένα από τους ενάγοντες τα αιτηθέντα ποσά, για τις ως άνω αιτίες. Ύστερα από έφεση του εναγομένου συνεταιρισμού, ο οποίος εξ αρχής είχε αμφισβητήσει τη σχέση της εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτού και των εναγόντων, το Εφετείο Αθηνών, με την ήδη προσβαλλόμενη 4515/2012 απόφασή του, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες είναι ανεξάρτητοι πωλητές λαϊκών αγορών, ότι κατά τη συμφωνία, που είχαν καταρτίσει με τον εναγόμενο, επί μία δεκαετία περίπου, αγόραζαν από αυτόν οπωροκηπευτικά προϊόντα και τα μεταπωλούσαν, σε λαϊκές αγορές της Αττικής, όποτε οι ίδιοι ήθελαν και σε τιμές που αυτοί προσδιόριζαν, με κέρδος αποκλειστικά δικό τους και ότι, κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, δεν υπόκειντο σε κανενός είδους έλεγχο ή εποπτεία από τον εναγόμενο, για τον οποίο ήταν αρκετή η διοχέτευση των προϊόντων του στην αγορά, μέσω της πωλήσεώς τους προς τους ενάγοντες και της μεταπωλήσεώς τους από αυτούς. Και περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι το γεγονός ότι ο εναγόμενος συνεταιρισμός εμφάνιζε τους ενάγοντες ως υπαλλήλους τους, ότι με την ιδιότητα αυτή τους είχε εφοδιάσει με άδεια πωλητή σε λαϊκές αγορές και τους ασφάλιζε στο ΙΚΑ (όπου, όμως, οι ίδιοι πλήρωναν το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών) και ότι τους είχε παραχωρήσει κατά χρήση φορτηγό αυτοκίνητο (διαφορετικό στον καθένα, του οποίου την απόδοση ζήτησε δικαστικώς, μετά τη διατάραξη της μεταξύ των συνεργασίας) για τη διακίνηση των προϊόντων του, δεν απέκλειε τον ως άνω νομικό χαρακτηρισμό των ατομικών συμβάσεων εργασίας, αφού το κατά νόμον αναγκαίο στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη δεν είχε αποδειχθεί. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο απέρριψε και τις δύο αγωγές, η ουσιαστική βασιμότητα των οποίων προϋπέθετε την ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας. Ήδη, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας, μετά την απόρριψη των ενδίκων αγωγών ως προς την κυρία βάση αυτών, από τη σύμβαση εργασίας, θα έπρεπε να ερευνήσει την επικουρική βάση, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενέργεια την οποία παρέλειψε. Παρατηρείται, όμως, ότι η φερόμενη ως επικουρική βάση δεν περιείχε κανένα στοιχείο αυτοτέλειας ως προς τη δικαιολόγηση των επί μέρους αξιώσεων της αγωγής, πέραν του ότι είχε παρασχεθεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, εξαρτημένη εργασία. Μετά, όμως, τον κατ' ουσίαν αποκλεισμό της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής, η επικουρική βάση απέβαινε ανεπέρειστη ή, σε κάθε περίπτωση, αόριστη. Ως τοιαύτη δεν έχρηζε περαιτέρω ερεύνης από το δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ελέγχεται ως απαράδεκτος. 4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και "αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν". Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση όσων από αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην υπόθεση που κρίνεται, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, από "όλα ανεξαιρέτως" τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, σε συνδυασμό και με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, που προαναφέρθηκε συνοπτικώς, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, το οποίο συνίσταται στο ότι μεταξύ των διαδίκων δεν είχαν συναφθεί συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας, αλλά οι ιδιώνυμες συμβάσεις που περιγράφονται στις ως άνω παραδοχές του, έλαβε υπ' όψη και εκτίμησε, μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία και αυτά, τα οποία οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ως μη αξιολογηθέντα. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι η ως άνω κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι αντίθετη προς τις παραδοχές α) των αποφάσεων 25014/2008 του Μονομελούς και 73925/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ο νόμιμος εκπρόσωπος του εναγομένου συνεταιρισμού καταδικάσθηκε τελεσιδίκως για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών προς τους ενάγοντες, β) βεβαιώσεων του εναγομένου, αναγομένων σε προηγούμενα έτη, περί του ότι οι ενάγοντες ήσαν εργαζόμενοι στην επιχείρηση που ασκούσε και γ) των 395/2007 και 1957/2007 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, εκ των οποίων η πρώτη επικυρώθηκε με την 1961/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες αναφέρεται ότι οι ενάγοντες παρείχαν εξαρτημένη εργασία στον εναγόμενο. Παρατηρείται, όμως, ότι όλα αυτά τα έγγραφα, με αναφορά στο περιεχόμενό τους, αποτελούσαν μέρος των παραδοχών και της επιχειρηματολογίας της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, ως εκ τούτου, δεν διέλαθαν της προσοχής του Εφετείου, το οποίο κλήθηκε να διαγνώσει την ουσιαστική ορθότητα των παραδοχών αυτών. Το δε γεγονός ότι κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ουδόλως υποδηλώνει παράλειψή του να λάβει υπ' όψη τα εν λόγω έγγραφα, με το περιεχόμενο των οποίων, κατά την περί πραγμάτων, αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δεν συμφώνησε. Επομένως, και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21-12-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 4515/ 2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 26η Μαΐου 2015. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Θεωρείται μη εμφανισθείς ο διάδικος που ζητεί αναβολή μη χορηγηθείσα από το δικαστήριο και μετά ταύτα δεν μετέχει στη συζήτηση. Αναιρετικός λόγος ΚΠολΔ 559 αρ.8 δεν ιδρύεται, όταν η επικουρική βάση της αγωγής, την οποία δεν ερεύνησε το εφετείο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την απόρριψη της κυρία βάσεως, ήταν μη νόμιμη ή αόριστη. Πότε επί επικουρικής βάσεως από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ο αναιρετικός λόγος ΚΠολΔ 559 αρ.11 περ. γ’ προϋποθέτει τουλάχιστον αμφιβολία ως προς το αν αξιολογήθηκε το έγγραφο, του οποίου το περιεχόμενο φέρεται αγνοηθέν. Απορρίπτει την αίτηση.
Επικουρική βάση αγωγής
Εκπροσώπηση διαδίκου, Επικουρική βάση αγωγής.
0
Αριθμός 703/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Ζ. του Ι. και 2) Σ. Α. του Χ., συζ. Χ. Ζ., αμφοτέρων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 15/9/2014 δήλωσή του κατ’ άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι παραιτείται ως προς τους καλουμένους στη συζήτηση. Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Κ. Α., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σερέφα. Καλουμένων στην συζήτηση των προσθέτως στο Εφετείο (Υπέρ των αναιρεσειόντων) παρεμβάντων: 1)Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ..., 2)Β. Μ. του Κ., κατοίκου ..., 3)Μ. Μ. του Β., κατοίκου ..., 4) Δ. Μ. του Ν., κατοίκου ... 5) Ε. χήρας Χ. Λ., το γένος Ν. Μ., κατοίκου ..., 6) Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 7) Α. Κ. του Τ., κατοίκου ..., 8) Π. Κ. του Τ. ή Τ., 9) Μ. Κ. του Τ., 10)Α. Κ. του Τ., κατοίκων ... 11) Δ. Κ. του Τ., κατοίκου ..., 12) Δ. Χ. του Χ., 13) Ε. Χ. του Χ., χήρας Ζ. Π., κατοίκων ... 14) Σ. Κ. του Ν., 15) Κ. Κ. του Ν., κατοίκων ..., και 16) Π. χήρας Ν. Κ., το γένος Ν. Κ., κατοίκου ..., και 17) Η. Σ. του Μ., κατοίκου .... Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από την από 30/10/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, την από 10/12/2008 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση των ήδη αναιρεσειόντων και την από 20/10/2009 πρόσθετη παρέμβαση των καλουμένων στη συζήτηση, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24084/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 508/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 7/6/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 12/11/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ρουμπή, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη στο σύνολό της της από 7/6/2013 αίτησης των Χ. Ζ. και Σ. Α. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 508/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα (β. δ/μα της 29-10/6-12-1949) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και εκείνες των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ’ αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το Ίδιο δε πλάσμα ισχύει και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Ως "εγκατάσταση" νοείται, κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και των προϊσχυσάντων αυτού αγροτικών νόμων, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης. Την αυτή ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ’ επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχου, διότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης είχε σκοπό, να παράσχει και σ’ αυτούς την Ίδια με τον κληρούχο προστασία. Μετά όμως την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν τον κατέχει πραγματικά, με συνέπεια να είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για καθεμία εξ αυτών χρόνος από την ισχύ του ως άνω αναγκαστικού νόμου. Τούτο μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον έχει κυρωθεί όπως ορίζει ο νόμος η οριστική διανομή, αφού μόνον έκτοτε αποκτά την κυριότητα κλήρου που βρίσκεται σε μη παραμεθόρια περιοχή ο κληρούχος, ενώ μέχρι τότε η κυριότητα αυτού ανήκει στο Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2004, ΑΠ 150/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 787,980,984, επ., 994 του ΑΚ συνάγεται ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) προτού καταστήσει γνωστό στους άλλους συγκυρίους ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό πράγμα ολόκληρο ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από την μερίδα του αποκλειστικώς στο όνομα του, ως κύριος και περάσει από τη γνωστοποίηση αυτήν η προθεσμία της εν λόγω (αποσβεστικής ή κτητικής) παραγραφής. Μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συγκυρίων περιλαμβάνονται και οι συγκληρονόμοι (ΑΠ 1559/2001). Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται, όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, της αποφάσεως, που εκδήλωσε ο κοινωνός, ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό και ότι νέμεται εφεξής αυτό αποκλειστικά για τον εαυτό του. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του n αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ’ την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε μεταξύ άλλων και τα εξής: "Στην Μ. Κ. του Δ., γιαγιά της ενάγουσας, παραχωρήθηκε κατά κυριότητα, κατά το άρθρο 189 του Αγροτικού Κώδικα, γεωργικός κλήρος, που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή, του αγροκτήματος ... και αποτελείται, από τον ήδη επίδικο, υπ’ αριθμ ... αγρό, Β’ κατηγορίας, εμβαδού 4.000 τ.μ. και τον υπ’ αριθμ 38 αγρό, Ε’ κατηγορίας, εμβαδού 4.406 τ.μ. (μη επίδικο), όπως τα στοιχεία τους καθορίζονται στην οριστική διανομή του έτους 1932, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 378/28-1-1937 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ Β/317 ΦΕΚ, της 29-7-1937 και στο από 13-11-1947 επίσημο σχεδιάγραμμα της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, μετά δε, το θάνατο της παραπάνω κληρούχου, η οποία αποβίωσε στις 24-1-1944, εκδόθηκε στο όνομα της, ο υπ’ αριθμ ...23-12-1957 τίτλος κυριότητας, του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας, που μεταγράφηκε νόμιμα, στις 19-7-1958. Από το χρόνο δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, περί κύρωσης της παραπάνω οριστικής διανομής και δεδομένου, ότι ο Ν. Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκονται τα παραχωρηθέντα στην κληρούχο, ακίνητα, δεν ορίστηκε ως παραμεθόριος περιοχή, επί της οποίας έχει εφαρμογή, κατ’ άρθρο 4 αυτού, ο ΑΝ 1366/19... ενώ, ο ορισμός της περιφέρειας του, ως παραμεθορίου επαρχίας του Κράτους, που έγινε με το από 12 Ιουλίου 1926 Π.Δ/γμα, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 3250/1924 "Περί κυρώσεως του από 3 Σεπτεμβρίου 1924 νομ. Διατάγματος περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων", έχει σχέση με την απαγόρευση μόνο, της κτήσεως κυριότητας από αλλοδαπούς σε ακίνητα κείμενα σε παραμεθόριες περιοχές του Κράτους, αυτή (κληρούχος) κατέστη κυρία των προαναφερόμενων ακινήτων. Κατά το χρόνο παραχώρησης σ’ αυτήν των παραπάνω ακινήτων, η προαναφερόμενη κληρούχος, χήρα, όπως αποδείχθηκε, του Δ. Κ., ζούσε στην ..., με τον γιο της Α. Κ., πατέρα της ενάγουσας, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1918, ήταν ο μικρότερος σε ηλικία από τα πέντε (5) τέκνα της και ο μόνος άγαμος, ενώ, τα λοιπά τέκνα της Τ. (ή Τ.) Κ., Ε. συζ Χ. Χ., Σ. συζ Β. Μ. και Σ. (ή Σ.) συζ Ν. Μ., κληρονόμοι των οποίων, με βάση αντίστοιχες κληρονομικές διαδοχές, είναι οι εκκαλούντες-προσθέτως παρεμβάντες, υπέρ των εκκαλούντων-εναγόμενων, φερόμενων ως ειδικών διαδόχων τους, όπως στη συνέχεια θα λεχθεί, είχαν ήδη τελέσει γάμους και είχαν χωριστή εγκατάσταση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ ...2 3-5-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, των τέταρτου, πέμπτης και έκτης προσθέτως παρεμβάντων, τέκνων και εξ αδιαθέτου κληρονόμων, της θυγατέρας της κληρούχου Σ. χήρας Ν. Μ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μπάκου, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, αυτή γεννήθηκε το έτος 1900, όπως δε, ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι, ούτε οι προσθέτως παρεμβάντες ούτε άλλωστε, αμφισβητείται απ’ αυτούς, κατά την παρούσα συζήτηση, ο πατέρας της τέλεσε γάμο, μετά το θάνατο της κληρούχου, στις 12-5-1948, ενώ, η θυγατέρα της Σ. και τα λοιπά παραπάνω τέκνα της κληρούχου, που γεννήθηκαν πριν το έτος 1900, ήδη πριν το έτος 1930, είχαν δημιουργήσει δικές του οικογένειες και είχαν αποχωρήσει από την πατρική τους οικία. Με τις παρούσες δε, προτάσεις της, η ήδη εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις ενάγουσα επικαλείται συγκεκριμένα, ότι οι θυγατέρες της κληρούχου, Ε., Σ. και Σ., τέλεσαν τους γάμους τους, κατά τα έτη 1917, 1920 και 1921, ο δε γιος της Τ. το έτος 1924, περιστατικά που επίσης, δεν αμφισβητούνται από τους εκκαλούντες. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, κατά την ίδια οριστική διανομή, του παραπάνω αγροκτήματος, παραχωρήθηκαν στον γιο της κληρούχου Τ. Κ. και στον σύζυγο της θυγατέρας της Ε., Χ. Χ., γεωργικοί κλήροι, που βρίσκονται στην ίδια παραπάνω εποικισθείσα περιοχή, του αγροκτήματος ... και αποτελούνται, ο μεν κλήρος που παραχωρήθηκε στον Τ. Κ., από έξι (6) αγρούς, συνολικού εμβαδού 42.947 τ.μ., ο δε κλήρος που παραχωρήθηκε στον Χ. Χ., από επτά (7) αγρούς, συνολικού εμβαδού 52.749 τ.μ., εκδόθηκαν δε αντίστοιχα, στο όνομα του καθενός, συγχρόνως με την έκδοση του τίτλου της κληρούχου, οι υπ’ αριθμ ...27-12-1957 και ...23-12-1957 τίτλοι κυριότητας, του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας. Πρέπει να σημειωθεί, ότι οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, χωρίς να αμφισβητούν ειδικά, τα παραπάνω περιστατικά, δηλαδή τους χρόνους γέννησης των τέκνων της κληρούχου και της τέλεσης των γάμων τους, ισχυρίζονται, ότι όταν ο Α. Κ., ήταν δεκαοκτώ (18)ετών, δηλαδή, το έτος 1936, "η κληρούχος μεγάλωνε τα (πέντε) τέκνα της...ήτο εν ζωή οι γονείς του και μεγάλωναν όλα τα τέκνα μαζί", πέραν όμως, του όσων αναφέρονται σχετικά με την παραχώρηση ήδη, κατά την ίδια οριστική διανομή (του έτους 1932), γεωργικών κλήρων στον γιο της κληρούχου Τ. και στο σύζυγο της θυγατέρας της Ε. και του ότι η θυγατέρα της Σ. γεννήθηκε το έτος 1900, ήταν δηλαδή, τριάντα έξι (36)ετών, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι, το έτος 1936, όλα τα τέκνα της κληρούχου, εκτός του Α. Κ., ήταν έγγαμα και είχαν ήδη αποκτήσει και τέκνα, η ηλικία κάποιων από τα οποία απείχε λίγα έτη από την ηλικία του γιου της Α. Κ., η ίδια δε, η κληρούχος, στις αποδοχές κληρονομιάς, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια, αναφέρεται ως χήρα Δ. Κ.... η οριστική διανομή του αγροκτήματος όπου βρίσκονται τα παραχωρηθέντα στην κληρούχο Μ. χήρα Δ. Κ., ακίνητα, έγινε, όπως έχει ήδη λεχθεί και προκύπτει και από το επισυναπτόμενο, στο προσκομιζόμενο από τους εκκαλούντες- εναγόμενους φωτοαντίγραφο του υπ’ αριθμ ...23-12-1957 τίτλου της, απόσπασμα κτηματολογικού σχεδιαγράμματος (και "υπόμνημα"), το έτος 1932, έκτοτε δε, η παραπάνω κληρούχος κατείχε και καλλιεργούσε τα ακίνητα αυτά, όπως όλοι οι κληρούχοι της Ίδιας διανομής, στους οποίους παραδόθηκε η κατοχή των κληροτεμαχίων... ακολούθως δε, η κληρούχος, μεταβίβασε άτυπα, ως δωρεά, το επίδικο ακίνητο, το οποίο μόνο ενδιαφέρει εν προκειμένω, στον συνοικούντα, όπως ήδη έχει λεχθεί, μ’ αυτήν, γιο της Α. Κ., σε χρόνο, ο οποίος δεν προέκυψε συγκεκριμένα, συνάγεται όμως, ότι ήταν μεταξύ των ετών 1936-1940. Ειδικότερα, η ενάγουσα, προσδιορίζει ως χρόνο της άτυπης αυτής μεταβίβασης, το έτος 1936 και τον χρόνο αυτό ανάφεραν στην υπ’ αριθμ ...4-7-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, η ίδια, η μητέρα της Μ. Κ. και η αδερφή της Μ. Κ., η τελευταία και στην υπ’ αριθμ ...29-8-2006 διορθωτική δήλωση της, για την οποία θα γίνει επίσης, λόγος στη συνέχεια, ο μαρτυράς της δε, Ε. Ζ., φίλος της οικογένειας του Α. Κ. και καλλιεργητής γειτονικού, προς το επίδικο, υπ’ αριθμ ..., ακίνητο, αγρού, από το έτος 1968, εξεταζόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε, ότι γνωρίζει από τον ίδιο τον Α. Κ., ότι η κληρούχος μητέρα του, του μεταβίβασε άτυπα το ακίνητο αυτό, διότι οι αδερφοί του είχαν "πάρει από τον πατέρα τους περισσότερα χωράφια και επειδή δεν είχε καθόλου ο Κ. ο Θανάσης τα έδωσε, τα δώρισε (αναφερόμενος προφανώς και στο υπ’ αριθμ 38 ακίνητο, το οποίο όμως δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω) η μαμά (κληρούχος), για να ζουν μαζί", δεν θυμάται όμως, το χρόνο που έγινε η εν λόγω άτυπη μεταβίβαση, ενώ, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του, ο Γ. Π., φίλος του Α. Κ., καλλιεργητής επίσης, γειτονικού, προς τον επίδικο, αγρού και πρώην Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καρδίας, κατέθεσε, ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενόψει δε αυτών συνάγεται, ότι η εν λόγω μεταβίβαση έγινε μεταξύ των ετών 1936-1940. Σημειώνεται, ότι ο ισχυρισμός των εκκαλούντων- παρεμβαινόντων, ότι ο Α. Κ., κατά το έτος 1936 ήταν δεκαοκτώ 18) ετών, δηλαδή, ανήλικος, χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν μπορούσε να αποκτήσει τη νομή του επιδίκου ακινήτου, είναι αβάσιμος, καθόσον πέραν του ότι, όπως προαναφέρεται, η άτυπη μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου, αποδείχθηκε ότι έγινε μεταξύ των ετών 1936- 1940, χωρίς να προκύπτει ο ακριβής χρόνος της, κατά το έτος δε 1939, ο Α. Κ., είχε συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του και συνεπώς, είχε ενηλικιωθεί, με βάση το ισχύον τότε όριο ενηλικίωσης, σε κάθε περίπτωση και αν δηλαδή, κατά το χρόνο της άτυπης μεταβίβασης, ήταν μεταξύ 18-21 ετών, το γεγονός αυτό, δεν εμπόδιζε την κτήση απ’ αυτόν της νομής του παραπάνω ακινήτου, καθόσον, ο περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία ανήλικος, που, κατά το προϊσχύον (του ΑΚ) δίκαιο ήταν, όποιος συμπλήρωσε το έβδομο έτος της ηλικίας του όριο το οποίο αυξήθηκε με τον Αστικό Κώδικα, από επτά (7) σε δέκα (10) έτη (άρθρο 134 ΑΚ), μπορεί να αποκτήσει τη νομή και αυτοπροσώπως, αφού, με τη μεταβίβαση προς αυτόν της νομής, αποκτά απλώς και μόνο, έννομο όφελος, όπως και να ασκήσει αυτοπροσώπως τη νομή. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι από τη μεταβίβαση σ’ αυτόν του επιδίκου αγρού και μέχρι το θάνατο της κληρούχου μητέρας του, αλλά και μετά το θάνατο της και μέχρι τον θάνατο του, που συνέβη την 7-2-1992, ο Α. Κ. καλλιεργούσε το ακίνητο αυτό, ανενόχλητα, ως αποκλειστικός κύριος, κυρίως με σιτηρά και κρεμμύδια...Όπως δε, συνομολογείται, μόνον, όμως, όσον αφορά το μετά το θάνατο της κληρούχου, μετά δηλαδή, το έτος 1944, χρονικό διάστημα, από τους εκκαλούντες-παρεμβάντες, εμμέσως δε και από τους εκκαλούντες-εναγόμενους, οι οποίοι αναφέρουν, ότι "το έτερο ακίνητο το οποίο κληρονόμησε η αδερφή της αντιδίκου, αποτελεί ακριβώς ίδια περίπτωση με το επίδικο", ο Α. Κ., μετά το θάνατο της μητέρας του, κατείχε και καλλιεργούσε και τον άλλο, υπ’ αριθμ ... αγρό, που είχε παραχωρηθεί σ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, οι εκκαλούντες, συνομολογούν, κατά τα παραπάνω, το αναφερόμενο στην ένδικη αγωγή γεγονός, ότι, ο πατέρας της εφεσίβλητης-ενάγουσας καλλιεργούσε μέχρι το θάνατο του και τα δύο ακίνητα της κληρούχου, μόνον, για το, μετά το θάνατο της, χρονικό διάστημα, ισχυρίζονται όμως (όλοι), ότι η καλλιέργεια τους γινόταν απ’ αυτόν, κατόπιν σχετικής συμφωνίας, με τα λοιπά τέκνα της κληρούχου, ως συγκληρονόμους του, στο όνομα και για λογαριασμό και αυτών, ζήτημα για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Λίγες ημέρες πριν το θάνατο του, ο Α. Κ. συνέταξε, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, την από 2-2-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, με τα υπ’ αριθμ ...1-4-1994 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και κηρύχθηκε κυρία, με την υπ’ αριθμ ...1-4-1994 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του, την σύζυγο του Μ., την ενάγουσα θυγατέρα τους και την θυγατέρα τους Μ. Κ., ορίζοντας, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Είμαι ο Α. Κ. του Δ. και της Μ.. Έχο καλά τα μιαλά μου μόνο είμε στο νοσονομιο άροστος και κάνο τι διαθήκι μου. Στη γηνέκα μου Μ. Κ. αφήνο ένα χοράφι 6 στρέματα και 250 στα παλιάμπελα, στη θιγατέρα μου Μ. Κ. αφίνο ένα χοράφι 10 στρέματα στα παλιάμπελα, ένα χωράφι 4 στρέματα 500 μέτρα στον κάμπο, στη θιγατέρα μου Α. Α. ένα χοράφι αφινο στον κάμπο 5 στρέματα και 500 μέτρα, στον καρδάρα 1 χωράφι 4 στρέματα που τα έχω κληρονομιά από τη μάνα μου και ένα στα παλιάμπελα 1 στρέμα και 500. Α. Κ.". Τα αναφερόμενα στην παραπάνω διαθήκη ακίνητα, "χωράφι 4 στρέματα 500 μέτρα στον κάμπο" και "στον καρδάρα χωράφι 4 στρέματα", είναι όπως συνομολογείται, ο υπ’ αριθ. … αγρός και ο επίδικος, υπ’ αριθμ ..., αγρός, που βρίσκονται, ο πρώτος στη θέση "..." και ο δεύτερος στη θέση "..." και στους οποίους ο διαθέτης Α. Κ. εγκατέστησε κληρονόμους του αντίστοιχα, την θυγατέρα του Μ. και την ενάγουσα θυγατέρα του. Οι τελευταίες, από κοινού με τη μητέρα τους, με την υπ’ αριθμ ...4-7-1995 "Δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, βάσει διαθήκης", ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Μουτσέλου-Σαρβάνη, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του, δηλώνοντας, ότι τα ακίνητα αυτά (υπ’ αριθμ … και ...) απέκτησε κατά κυριότητα ο διαθέτης, "από άτυπη δωρεά από τη μητέρα του Μ. Κ. χήρα Δ., από το έτος 1936...και έκτοτε και μέχρι την ημέρα του θανάτου του.... είχε με διάνοια κυρίου στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, συνεχώς και αδιαλείπτως". Οι παραπάνω κληρονόμοι του Α. Κ. υπέβαλαν, στις 29-6-1995 και την προσκομιζόμενη σχετική δήλωση φόρου κληρονομιάς, από το χρόνο του θανάτου του δε και μέχρι την άσκηση της αγωγής της, η ενάγουσα συνέχισε να νέμεται, ως αποκλειστική κυρία, τον επίδικο, υπ’ αριθμ ... αγρό, καλλιεργώντας αυτόν, με τη βοήθεια της μητέρας της ή εκμισθώνοντας τον σε τρίτους, όπως στον Κ. Κ., τον Ε. Σ. και τον Χ. Α.. Για την εκμίσθωση του επιδίκου ακινήτου, μαζί με τον παραπάνω υπ’ αριθμ…αγρό και τον αγρό, εμβαδού 6,2 στρεμμάτων, στους οποίους εγκατέστησε αντίστοιχα, κληρονόμους του, ο Α. Κ., με τη διαθήκη του, την ενάγουσα, τη θυγατέρα του Μ. Κ., συζ Α. Κ. και τη σύζυγο του και μητέρα τους, Μ., υπογράφηκαν μεταξύ της τελευταίας, που ενεργούσε, ως προς τον επίδικο αγρό, για λογαριασμό της ενάγουσας (η οποία είναι δημόσιος υπάλληλος) και του παραπάνω μισθωτή Χ. Α. και τα προσκομιζόμενα με επίκληση, από την ενάγουσα, από 10-10-1996 και 10-10-2001 ιδιωτικά συμφωνητικά "μίσθωσης αγροτικού κτήματος", στα οποία επισυνάπτει και αιτήσεις-δηλώσεις του εν λόγω μισθωτή, προς τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης, ως κατόχου γεωργικής εκμετάλλευσης, "για την ενίσχυση εκτάσεων...στα πλαίσια του Καν.3508/92 του Συμβουλίου της ΕΟΚ", για τις περιόδους των ετών 2002 και 2005. Ενόψει αυτών, εφόσον ο Α. Κ., από το χρόνο της προς αυτόν άτυπης μεταβίβασης του επιδίκου, υπ’ αριθμ ... αγρού, κατείχε και νεμόταν αυτόν, συνεχώς, ως αποκλειστικός κύριος, μέχρι το θάνατο του, μέχρι δηλαδή, την 7-2-1992, κατέστη κύριος του ακινήτου αυτού, με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον, από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/1968, δηλαδή, από την 23-5-1968, οπότε κατέστη αυτό δεκτικό χρησικτησίας, δεδομένου και ότι, όπως έχει ήδη λεχθεί, προηγήθηκε η κύρωση της οριστικής διανομής και η κτήση της κυριότητας του από την κληρούχο μέχρι το χρόνο του θανάτου του, συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του, χρόνος μεγαλύτερος του απαιτούμενου, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εικοσαετούς χρόνου νομής, για την κτήση κυριότητας ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία. Δεν απαιτείτο δε, γνωστοποίηση απ’ αυτόν, προς τους αδερφούς του Τ. (ή Τ.) Κ., Ε. συζ Χ. Χ., Σ. συζ Β. Μ. και Σ. (ή Σ.) συζ Ν. Μ., οι οποίοι, μαζί μ’ αυτόν ήταν οι πλησιέστεροι συγγενείς της κληρούχου, κατά το χρόνο του θανάτου της, ότι νέμεται το επίδικο ακίνητο αποκλειστικά για τον εαυτό του, καθόσον, κατά την αρχή που συνάγεται τόσο από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ (ν. 3 κωδ 734, ν. 42 Παν 412, ν. 7 παρ. 5 Πανδ 10.3 και ν. 28 Πανδ 10.3) που εφαρμόζονται εν προκειμένω, ως προς το ζήτημα αυτό, εφόσον η Μ. χήρα Δ. Κ., αποβίωσε πριν την εισαγωγή του AK, δηλαδή, πριν την 23-2-1946, όπως και από τις διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 787, 980, 981, 983, 994, 1113), τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος από περισσότερα πρόσωπα, πριν το θάνατο του, μεταβίβασε κατά νομή ακίνητο της κυριότητας και νομής του, με άτυπη σύμβαση σε κάποιον από τους μέλλοντες κληρονόμους του, ο οποίος το νέμεται έκτοτε για δικό του λογαριασμό, δηλαδή, σε χρόνο που δεν υπήρχε ακόμη κοινωνία των κληρονόμων αυτού επί των κληρονομιαίων αντικειμένων, που αρχίζει να υπάρχει από το θάνατο του κληρονομουμένου, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προαναφέρεται, ο Α. Κ., κατά το χρόνο του θανάτου της κληρούχου μητέρας του, νεμόταν ήδη αυτό, δυνάμει προηγούμενης άτυπης μεταβίβασης του, απ’ αυτήν. Συνεπώς, εφόσον ο πατέρας της ενάγουσας, κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν ήδη κύριος του επιδίκου ακινήτου, αυτή, απέκτησε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου, επί του οποίου την εγκατέστησε κληρονόμο του, με τη διαθήκη του, με παράγωγο τρόπο, αποδεχόμενη την κληρονομιά αυτή, με την προαναφερόμενη δήλωση αποδοχής της, που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με προσμέτρηση στο χρόνο νομής της, του χρόνου νομής του πατέρα της (άρθρα 1045, 1051 ΑΚ), εφόσον, όπως προεκτίθεται και αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων της, Ε. Ζ. και Γ. Π., που ενισχύονται και από τα προαναφερόμενα έγγραφα, συνέχισε να νέμεται το ακίνητο αυτό, με διάνοια κυρίου, αττό το χρόνο του θανάτου του και μέχρι την άσκηση της αγωγής της. Η ενάγουσα, με την αγωγή της...επικαλέστηκε, ότι η άσκηση της νομής του επιδίκου ακινήτου, από τον πατέρα της, δυνάμει της άτυπης δωρεάς του, από την κληρούχο και μετά το θάνατο του από την ίδια, ήταν αδιατάρακτη, χωρίς καμία διεκδίκηση ή αμφισβήτηση από κανέναν, με τις από 5-1-2010 προτάσεις δε, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την πρόσθετη παρέμβαση, αποκρούοντας αυτήν και ειδικότερα στο κεφάλαιο των εν λόγω προτάσεων της, με τίτλο, "αιτιολογημένη απάντηση στους ισχυρισμούς των αντιδίκων μου", ανάφερε, ότι κατά το χρονικό διάστημα των εβδομήντα (70) περίπου, ετών, που μεσολάβησε από την άτυπη δωρεά, του επιδίκου ακινήτου, το έτος 1936, από την κληρούχο στον πατέρα της "και μέχρι σήμερα, με τις κατωτέρω περιγραφόμενες πράξεις και ενέργειες οι υπό στοιχείο Α αντίδικοι μου (προσθέτως παρεμβάντες) και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους έλαβαν γνώση της αποφάσεως του πατέρα μου να νέμεται ολόκληρο το ακίνητο, εφεξής, από της συστάσεως της άτυπης δωρεάς από την μητέρα του, αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό και ειδικότερα...". Η αναφορά αυτή, δεν συνιστά, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής της, όπως αντίθετα αβάσιμα, υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-παρεμβάντες, με την έφεση τους, ισχυριζόμενοι συγκεκριμένα, ότι "μεταβάλλει παντελώς την νομική και ιστορική βάση της αγωγής της, καθώς, από τη νομική βάση-κτήση κυριότητας με χρησικτησία και αποκλειστική νομή, από την άτυπη εν ζωή, δωρεά της αρχικής κληρούχου, το έτος 1936, μεταβαίνει στη νομική βάση - κτήση κυριότητας με χρησικτησία, σε σύννομη λόγω συγκυριότητας, από εξ αδιαθέτου κληρονομιά, μετά τον θάνατο της αρχικής κληρούχου - κληρονομουμένης", περιστατικά, τα οποία δεν επικαλείται η ενάγουσα, η οποία σε κανένα σημείο των προτάσεων της, δεν ισχυρίζεται ότι ο πατέρας της υπήρξε συννομέας του επιδίκου ακινήτου, με τους αδερφούς του, ως συγκληρονόμος της μητέρας τους, αλλά, όπως και με την αγωγή της, επικαλείται, όπως η σχετική αναφορά στις προτάσεις της, παρατίθεται κατά λέξη, παραπάνω, την άτυπη δωρεά του ακινήτου αυτού, από την κληρούχο, πολύ πριν το θάνατο της, στον πατέρα της, την οποία επικαλείται μάλιστα, κατ’ επανάληψη και σε άλλα σημεία των ίδιων προτάσεων της. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η επίκληση από τους εκκαλούντες και στις δύο εφέσεις, ότι ο Α. Κ., δεν προέβη σε αποδοχή της κληρονομιάς της μητέρας του, είναι προεχόντως αλυσιτελής, καθόσον, η ένδικη αγωγή δεν στηρίζεται σε κτήση της κυριότητας του επιδίκου απ’ αυτόν, ως συγκληρονόμου της κληρούχου, αλλά, σε κτήση της, με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμει της προαναφερόμενης άτυπης δωρεάς, εκ μέρους της, πριν το θάνατο της. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι, ο γιος της κληρούχου Τ. ή Τ. Κ., αποβίωσε στις 23-5-1968 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, από τους έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη και ενδέκατο εκκαλούντες- προσθέτως παρεμβάντες, τέκνα του, η θυγατέρα της Ε. συζ Χ. Χ., αποβίωσε στις 30-12-1968 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, από τους δωδέκατο και δέκατο τρίτο εκκαλούντες-παρεμβάντες, τέκνα της, τον γιο της Δ. Χ. και τον Ν. Κ., φυσικό τέκνο αυτής και του συζύγου της και από τον τελευταίο (Χ. Χ.), ο οποίος αποβίωσε στις 10-2-1976 και άφησε την υπ’ αριθμ. ...8-10-1973 δημόσια διαθήκη του, πλησιέστεροι δε, συγγενείς αυτού, κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν τα παραπάνω τέκνα τους, από τα οποία, ο Δ. Χ., αποβίωσε στις 31-12-1992 και κληρονομήθηκε, εξ αδιαθέτου, από τους λοιπούς παραπάνω αδερφούς του και τη σύζυγο του Κ., η οποία αποβίωσε το έτος 2005 και κληρονόμος της οποίας, δυνάμει της από 16-1-2005 ιδιόγραφης διαθήκης της, είναι ο δέκατος έβδομος εκκαλών-παρεμβάς και ο Ν. Κ. αποβίωσε στις 23-1-2007 και κληρονομήθηκε, εξ αδιαθέτου, από τους δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο εκκαλούντες-παρεμβάντες, τέκνα του και την δέκατη έκτη εκκαλούσα- παρεμβάσα, σύζυγο του. Η θυγατέρα της κληρούχου Σ. χήρα Β. Μ., αποβίωσε στις 12-11-1983 και κληρονομήθηκε, εξ αδιαθέτου, από τους πρώτη και δεύτερο εκκαλούντες-παρεμβάντες, εγγονούς της, τέκνα του προαποβιώσαντος γιου της Κ. και από την τρίτη εκκαλούσα-παρεμβάσα, θυγατέρα της και όπως έχει ήδη λεχθεί, οι τέταρτος, πέμπτη και έκτη εκκαλούντες- παρεμβάντες είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, της θυγατέρας της κληρούχου Σ.ς ή Σ. χήρας Ν. Μ., η οποία αποβίωσε στις 24-1-1993. Η τελευταία, με την υπ’ αριθμ ...9-3-1987 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευθυμίας Γερασιμίδου-Δεληγιώργη, που μεταγράφηκε νόμιμα, δηλώνοντας, ότι. το επίδικο, υπ’ αριθμ ..., ακίνητο, καθώς και το παραπάνω υπ’ αριθμ … κληροτεμάχιο της κληρούχου μητέρας της, περιήλθαν στην ίδια και στους αδερφούς της, Τ., Ε., Σ. και Α. (πατέρα της ενάγουσας), κατά ποσοστό 1/5, εξ αδιαιρέτου, στον καθένα, αποδέχθηκε την κληρονομιά αυτή, μετά δε, το θάνατο της, οι προαναφερόμενοι παρεμβάντες κληρονόμοι της, με την υπ’ αριθμ ...23-5-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μπάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα και αφορά μόνο, το επίδικο και το υπ’ αριθμ … ακίνητο, αποδέχθηκαν την κληρονομιά της, ως προς τα ακίνητα αυτά, κατά το κληρονομικό του μερίδιο, ο καθένας. Με την υπ’ αριθμ ...24-9-1998 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αγγελικής Σίμηνα Ιωαννίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι δωδέκατος και δέκατος τρίτη εκκαλούντες-παρεμβάντες, ο εν ζωή τότε γιος της θυγατέρας της κληρούχου Ε., Ν. Κ. και η εν ζωή τότε σύζυγος του ήδη αποβιώσαντος γιου της Δ. Χ., Κ. χήρα Δ. Χ., δηλώνοντας, ότι αυτή (Ε. συζ Χ. Χ.) ήταν συγκληρονόμος της κληρούχου, επί του επιδίκου και του υπ’ αριθμ … ακινήτου της, κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου, αποδέχθηκαν, κατά το κληρονομικό του μερίδιο, ο καθένας, την κληρονομιά αυτής και για λογαριασμό του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της Χ. Χ., την κληρονομιά του Δ. Χ., καθώς και την κληρονομιά του Χ. Χ., ως προς τα ακίνητα αυτά μόνο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, δηλώνοντας, όσον αφορά τον Χ. Χ., ότι αυτός άφησε μεν την παραπάνω, υπ’ αριθμ ...8-10-1973 δημόσια διαθήκη του, στην οποία όμως δεν περιέλαβε τα εν λόγω ακίνητα και έτσι, ως προς αυτά, χώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Με την υπ’ αριθμ ...9-5-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Απόστολου Μαργαριτόπουλου, οι πρώτη και δεύτερη εκκαλούντες-παρεμβάντες, εγγονοί της θυγατέρας της κληρούχου Σ.ς χήρας Β. Μ., τέκνα όπως έχει ήδη λεχθεί του προαποβιώσαντος γιου της τελευταίας Κ. Μ., δηλώνοντας, ότι αυτή ήταν συγκληρονόμος της κληρούχου, επί του επιδίκου και του υπ’ αρίθμ … ακινήτου της, κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου, αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτή, κατά το κληρονομικό του μερίδιο, ο καθένας, ενώ, η τρίτη εκκαλούσα- παρεμβάσα, θυγατέρα της (Σ.ς χήρας Β. Μ.), είκοσι τρία έτη, μετά το θάνατο της, αποδέχθηκε την κληρονομιά της, μόνο όσον αφορά το υπ’ αριθμ … κληροτεμάχιο της αρχικής κληρούχου, με την υπ’ αριθμ ...25-9-2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Γκουρίτσα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επίσης, με την υπ’ αριθμ ...3-8-2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελευθερίας Τραϊανού, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη και ενδέκατος εκκαλούντες- παρεμβάντες, κληρονόμοι του γιου της κληρούχου Τ. Κ., δηλώνοντας, ότι αυτός ήταν συγκληρονόμος της κληρούχου, επί του επιδίκου και του υπ’ αριθμ … ακινήτου της, κατά ποσοστό 1/5, εξ αδιαιρέτου, αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτή, κατά το κληρονομικό του μερίδιο, ο καθένας και με την υπ’ αριθμ ...4-8-2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Νέτσκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δέκατος έβδομος εκκαλών-παρεμβάς, αποδέχθηκε την κληρονομιά της αδερφής του Κ., χήρας του γιου της Ε. Χ., Δ. Χ., όσον αφορά μόνο το υπ’ αριθμ … κληροτεμάχιο της αρχικής κληρούχου. Στις 29-8-2006, η αδερφή της εφεσίβλητης ενάγουσας Μ. Κ., συζ Α. Κ., με την υπ’ αριθμ ...29-8-2006 "Διορθωτική δήλωση της υπ’ αριθμ ...1995 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Μουτσέλου-Σαρβάνη", που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ουρανίας Καβάση και μεταγράφηκε νόμιμα, προέβη σε διόρθωση της παραπάνω, υπ’ αριθμ ...4-7-1995, δήλωσης αποδοχής της κληρονομιάς του πατέρα τους (Α. Κ.), στην οποία, όπως έχει ήδη λεχθεί, είχαν προβεί αυτές, από κοινού με τη μητέρα τους Μ. χήρα Α. Κ. και με την οποία, είχαν αποδεχθεί την κληρονομιά του, με βάση την προαναφερόμενη διαθήκη του, η μεν ενάγουσα ως προς όλο το επίδικο, υπ’ αριθμ ... ακίνητο, η δε αδερφή της ως προς όλο το υπ’ αριθμ … ακίνητο, ως ανήκοντα στην κυριότητα του, με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμει άτυπης δωρεάς, το έτος 1936, από την κληρούχο μητέρα του Μ. χήρα Δ. Κ., δηλώνοντας, με την εν λόγω "Διορθωτική δήλωση", ότι το υπ’ αριθμ … ακίνητο, ανήκε στον πατέρα της, μόνο κατά ποσοστό 20%, εξ αδιαιρέτου, δήλωσε όμως και πάλι, ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην κυριότητα του (Α. Κ.), κατά το εν λόγω ποσοστό, "από άτυπη δωρεά, που έγινε το έτος 1936, από τη μητέρα του (κληρούχο) και έκτοτε, το κατείχε και το νεμόταν πάνω από είκοσι χρόνια και μέχρι το θάνατο του, συνεχώς και αδιαλείπτως, καλόπιστα και με διάνοια Κυρίου...". Ακολούθως, η αδερφή της εφεσίβλητης-ενάγουσας Μ. Κ. συζ Α. Κ., ως συγκυρία, κατά ποσοστό 20%, εξ αδιαιρέτου, του υπ’ αριθμ … κληροτεμαχίου, με βάση την παραπάνω διαθήκη του πατέρα της, όπως διόρθωσε την αρχική δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του, συμπράττοντας με τους πρώτη, δεύτερο, τρίτη, τέταρτο, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο έβδομο, εκκαλούντες-παρεμβάντες και τον εν ζωή τότε, σύζυγο της δέκατης έκτης και πατέρα των δέκατου τέταρτου και δέκατου πέμπτου εκκαλούντων- παρεμβάντων Ν. Κ., με το υπ’ αριθμ ...25-9-2006 συμβόλαιο πώλησης, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Γκουρίτσα, μεταβίβασαν, στους αναφερόμενους στο συμβόλαιο αυτό αγοραστές, το υπ’ αριθμ … ακίνητο, της αρχικής κληρούχου, του οποίου δήλωσαν ότι είναι συγκύριοι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο, ποσοστά, εξ αδιαιρέτου, ο καθένας, με βάση τις προαναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές. Τον Μάρτιο του 2008, με τις υπ’ αριθμ ...21-3-2008, ...21-3-2008, ...24-3-2008 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελευθερίας Τραϊανού, που μεταγράφηκαν νόμιμα, ο δέκατος έβδομος εκκαλών-παρεμβάς, ως κληρονόμος της προαναφερόμενης αδερφής του Κ., χήρας του εγγονού της κληρούχου (γιου της θυγατέρας της Ε.) Δ. Χ., οι δέκατος τέταρτος, δέκατος πέμπτος και δέκατη έκτη εκκαλούντες- παρεμβάντες, ως κληρονόμοι του εγγονού της κληρούχου (γιου της θυγατέρας της Ε.) Ν. Κ. και η τρίτη εκκαλούσα- παρεμβάσα, ως κληρονόμος της θυγατέρας της κληρούχου Σ. χήρας Β. Μ., αποδέχθηκαν τις κληρονομιές αυτές, ως προς το επίδικο, υπ’ αριθμ ..., ακίνητο, κατά το αναφερόμενο στις δηλώσεις αυτές, κληρονομικό του μερίδιο, ο καθένας. Στη συνέχεια δε, όλοι οι εκκαλούντες-παρεμβάντες, με το υπ’ αριθμ ...28-5-2008 συμβόλαιο "πώλησης ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου", που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Σοφία Μποζατσίδου- Αμπόνη και μεταγράφηκε νόμιμα, επικαλούμενοι τις προαναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές, πώλησαν, κατά το αναφερόμενο, για τον καθένα, στο συμβόλαιο αυτό, ποσοστό εξ αδιαιρέτου, συνολικό ποσοστό 80%, εξ αδιαιρέτου, του επιδίκου, υπ’ αριθμ ..., ακινήτου, στους εκκαλούντες- εναγόμενους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον καθένα. Με την πώληση όμως, αυτή, η κυριότητα του πωληθέντος ποσοστού 80%, εξ αδιαιρέτου, του επιδίκου ακινήτου, δεν μεταβιβάσθηκε στους εκκαλούντες-εναγόμενους αγοραστές, καθόσον οι εκκαλούντες - προσθέτως παρεμβάντες, υπέρ αυτών, πωλητές, δεν ήταν κύριοι των πωληθέντων, από τον καθένα, ιδανικών μεριδίων του εν λόγω ακινήτου, κύριος του οποίου, όπως αποδείχθηκε και προαναφέρεται, ήταν ο πατέρας της εφεσίβλητης - ενάγουσας και η κυριότητα του περιήλθε στην ίδια, ως κληρονόμο του, με τον ειδικότερα προεκτιθέμενο παράγωγο τρόπο, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία. Οι εκκαλούντες και στις δύο υπό κρίση εφέσεις, ισχυρίζονται ότι δεν έλαβε χώρα η άτυπη μεταβίβαση του ακινήτου αυτού, από την κληρούχο στον πατέρα της εφεσίβλητης-ενάγουσας, αλλά, ότι αυτός κατείχε και νεμόταν το εν λόγω ακίνητο, "στο όνομα και των λοιπών συγκυρίων-συγκληρονόμων του", δηλαδή των αδερφών του Τ.ος, Ε., Σ. και Σ., "με την ανοχή των λοιπών συγκυρίων- δικαιοπαρόχων μας και κατά παράκληση του", όπως, κατά λέξη, επικαλούνται οι εκκαλούντες-παρεμβάντες, στο δικόγραφο της παρέμβασης τους, με τον ισχυρισμό των οποίων εναρμονίσθηκαν και οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, με την προσθήκη- αντίκρουση, που κατέθεσαν, στις 5-2-2010, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (που έγινε στις 29-1-2010), ισχυριζόμενοι, ότι ο Α. Κ. καλλιεργούσε τον επίδικο αγρό "κατόπιν συμφωνίας όλων των κληρονόμων", εναρμονιζόμενοι και με την κατάθεση του μάρτυρα ίων εκκαλούντων- παρεμβάντων, Χ. Χ. του Δ., γιου του δωδέκατου εκκαλούντος-παρεμβάντος... με αυτό το περιεχόμενο η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα, η οποία δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν αντικρούει όλα τα λοιπά, προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που προεκτίθενται και με βάση τα οποία αποδεικνύεται, όπως έχει ήδη λεχθεί, ότι ο πατέρας της ενάγουσας, απέκτησε, με έκτακτη χρησικτησία, την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, το οποίο περιήλθε, μετά το θάνατο του στην ίδια... Σε αντίθετη, προς την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή κυρία του όλου επιδίκου ακινήτου, είναι η εφεσίβλητη- ενάγουσα, δεν οδηγεί, το γεγονός, ότι η αδερφή της, για άγνωστους λόγους, οι οποίοι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψαν, έντεκα (11) έτη, μετά την αρχική, υπ’ αριθμ ...4-7-1995, κοινή δήλωση τους, περί αποδοχής της κληρονομιάς του πατέρα τους, προέβη στην προαναφερόμενη, υπ’ αριθμ ...29-8-2006, διόρθωση της, αποδεχόμενη την κληρονομιά αυτή, ως προς το υπ’ αριθμ … ακίνητο, στο οποίο την εγκατέστησε κληρονόμο του, κατά ποσοστό 20%, εξ αδιαιρέτου, ενώ αρχικά, είχε αποδεχθεί αυτήν, ως προς όλο το ακίνητο και αμέσως μετά, στις 25-9-2006 συνέπραξε με τους εκκαλούντες- παρεμβάντες στην πώληση του ακινήτου αυτού (υπ’ αριθμ….), προς τρίτους, χωρίς μάλιστα, να διορθώσει την αρχική της δήλωση και ως προς τον τρόπο κτήσης του ακινήτου αυτού, από τον πατέρα τους, δηλώνοντας, όπως και με την αρχική της δήλωση, ότι περιήλθε σ’ αυτόν (κατά ποσοστό πλέον 20% εξ αδιαιρέτου και όχι ολόκληρο), όχι ως συγκληρονόμο της κληρούχου, με τους λοιπούς αδερφούς του, αλλά, "από άτυπη δωρεά που έγινε το έτος 1936 από τη μητέρα του (κληρούχο) και έκτοτε το κατείχε και το νεμόταν πάνω από 20 χρόνια και μέχρι το χρόνο του θανάτου του συνεχώς και αδιαλείπτως...". Όπως προαναφέρεται, ο Α. Κ., στη διαθήκη του, όπως το περιεχόμενο της προεκτίθεται, στο σημείο μόνο, που αναφέρεται στην εγκατάσταση της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ως κληρονόμου του, στο επίδικο ακίνητο, ορίζει κατά λέξη, ότι αφήνει σ’ αυτήν "στον καρδάρα 1 χωράφι 4 στρέματα που τα έχω κληρονομιά από τη μάνα μου", με την αναφορά όμως αυτή, την οποία δεν επανέλαβε και ως προς το υπ’ αριθμ … ακίνητο, της κληρούχου μητέρας του, στο οποίο εγκατέστησε κληρονόμο του τη θυγατέρα του και αδερφή της εφεσίβλητης- ενάγουσας, Μ. Κ., δεν υποδηλώνει, όπως αντίθετα αβάσιμα, υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, ότι ο διαθέτης, ως συγκληρονόμος της κληρούχου, με τους αδερφούς του, κατά ποσοστό 20%, εγκατέστησε την τελευταία, σε ποσοστό 20%, εξ αδιαιρέτου, του υπ’ αριθμ … ακινήτου και την εφεσίβλητη- ενάγουσα, σε ποσοστό 20%, εξ αδιαιρέτου, του επιδίκου ακινήτου, αλλά, κατά τις σαφείς σχετικές διατάξεις της διαθήκης του, εγκατέστησε αυτές αντίστοιχα, κληρονόμους του, σε ολόκληρα τα παραπάνω ακίνητα και η φράση "1 χωράφι 4 στρέματα που τα έχω κληρονομιά από τη μάνα μου", την οποία χρησιμοποίησε ο διαθέτης, ο οποίος όπως αποδείχθηκε ήταν αγράμματος, αναφέρεται απλώς, στην προέλευση του ακινήτου αυτού (επιδίκου), από τη μητέρα του. Επίσης, σε αντίθετη, προς την παραπάνω κρίση, περί της κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, από τον πατέρα της εφεσίβλητης- ενάγουσας, με έκτακτη χρησικτησία, δεν οδηγεί το γεγονός, ότι το έτος 1987, δηλαδή, σαράντα τρία (43)έτη, μετά το θάνατο της κληρούχου μητέρας της, η Σ. χήρα Ν. Μ., μητέρα των τέταρτου, πέμπτης και έκτης εκκαλούντων- παρεμβάντων, προέβη στην προαναφερόμενη, υπ’ αριθμ ...9-3-1987, δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς της, κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου, ως προς το επίδικο και το υπ’ αριθμ … κληροτεμάχιο, ως συγκληρονόμος αυτής, με τον εν ζωή τότε, πατέρα της εφεσίβλητης- ενάγουσας και τους λοιπούς, ήδη αποβιώσαντες, κατά το χρόνο της δήλωσης της, αδερφούς της, Ε., Τ.α και Σ., οι οποίοι δεν είχαν προβεί σε τέτοιες δηλώσεις, αλλά, μετά και το θάνατο του Α. Κ., οι ειδικότερα προαναφερόμενοι, διαδοχικά γενόμενοι κληρονόμοι, των λοιπών τέκνων της κληρούχου Ε., Τ. και Σ., οι οποίοι είχαν αποβιώσει, οι δύο πρώτοι, το έτος 1968 και η τρίτη το έτος 1983, προέβησαν στις προαναφερόμενες δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, ως προς τα παραπάνω ακίνητα, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1995- 2008, όπως ειδικότερα προεκτίθεται. Μάλιστα, όπως έχει ήδη λεχθεί και προκύπτει από την υπ’ αριθμ ...24-9-1998 κοινή δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, των δωδέκατου και δέκατης τρίτης εκκαλούντων- παρεμβάντων, του Ν. Κ. και της Κ. χήρας Δ. Χ., ο σύζυγος της θυγατέρας της κληρούχου Ε., Χ. Χ., ο οποίος αποβίωσε το έτος 1976 και ο οποίος άφησε διαθήκη και δεν κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, όπως αντίθετα επικαλούνται οι εκκαλούντες- εναγόμενοι και οι εκκαλούντες-παρεμβάντες και συγκεκριμένα, άφησε την υπ’ αριθμ ...8-10-1973 δημόσια διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, με τα υπ’ αριθμ 91/25-1-1977 πρακτικά του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στη διαθήκη του αυτή, δεν περιέλαβε, το επίδικο και το υπ’ αριθμ … ακίνητο της κληρούχου, όπως θα ήταν φυσικό, αν θεωρούσε, ότι η σύζυγος του, την οποία κληρονόμησε ήταν συγκυρία των ακινήτων αυτών, ως συγκληρονόμος της κληρούχου. Λόγω δε, του ότι ο Χ. Χ. δεν περιέλαβε τα εν λόγω ακίνητα στη διαθήκη του, οι δωδέκατος και δέκατη τρίτη εκκαλούντες- παρεμβάντες, ο Ν. Κ. και η Κ. χήρα Δ. Χ., στην παραπάνω, υπ’ αριθμ ...24-9-1998, δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, δήλωσαν, ότι αυτός κληρονόμησε τη σύζυγο του Ε., η οποία ήταν κυρία, κατά ποσοστό 1/5, εξ αδιαιρέτου, των εν λόγω ακινήτων, τα οποία απέκτησε από κληρονομιά της κληρούχου και ότι, ως προς την κληρονομιά του αυτή, χώρησε εξ αδιαθέτου διαδοχή. Σύμφωνα όμως, με όσα αποδείχθηκαν και προαναφέρονται, το επίδικο ακίνητο, δεν κατέστη στοιχείο της κληρονομιάς της κληρούχου, καθόσον πριν το θάνατο της, αυτή το είχε μεταβιβάσει άτυπα στον γιο της και πατέρα της εφεσίβλητης- ενάγουσας, Α. Κ., ο οποίος και κατέστη κύριος αυτού, με έκτακτη χρησικτησία, και μετά το θάνατο του, το ακίνητο αυτό, περιήλθε στην κυριότητα της ίδιας, ως κληρονόμο του, δυνάμει της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης αυτού, την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε και μετέγραφε τη σχετική δήλωση της, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με προσμέτρηση στο χρόνο νομής της, του χρόνου νομής του πατέρα της, όπως ειδικότερα προεκτίθεται...". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων - εναγομένων ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την ένδικη αναγνωριστική κυριότητα αγωγή της αναιρεσίβλητης. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης αποδίδουν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παράβασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων με το να δεχθεί το Εφετείο ότι το επίδικο ακίνητο δεν κατέστη στοιχείο της κληρονομίας της κληρούχου, καθ’ οσον πριν το θάνατο της, αυτή το είχε μεταβιβάσει άτυπα στον γιό της και πατέρα της αναιρεσίβλητης, ο οποίος και κατέστη κύριος με έκτακτη χρησικτησία και δεν ήταν αναγκαία να καταστήσει τους συγκληρονόμους της κληρούχους ....την πρόθεση και ότι νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του ενόψει της ανωτέρω άτυπης μεταβίβασης προς αυτόν, ενώ με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αφού εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα αναφέρονται στους λόγους αυτούς. Όμως οι ως άνω σχετικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις οποίες η κληρούχος Μ. Κ. μεταβίβασε άτυπα στο γιό της Α. Κ. το επίδικο κληροτεμάχιο μεταξύ των ετών 1936 - 1940 και έκτοτε αυτοί μέχρι το θάνατο της κληρούχου (24.1.1944) νεμήθηκε αυτό και δεν κατέστη στοιχείο της κληρονομίας της κληρούχου καθ’ οσον πριν το θάνατο της, αυτή το είχε μεταβιβάσει στο γιό της και δικαιοκάτοχο της αναιρεσίβλητης ενάγουσα, ελέγχονται εσφαλμένες, αφού σύμφωνα με το άρθρο 79 του Αγροτικού Κώδικα και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν.431/1968 (23.5.1968) η κληρούχος και στη συνέχεια μετά το θάνατο της οι κληρονόμοι της θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ως καλής πίστεως νομείς, πλην όμως δεν είχαν έννομη επιρροή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εν όψει των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης νεμήθηκε το επίδικο αγροτεμάχιο αποκλειστικά για τον εαυτό του από 23-5-1968 που κατέστη δυνατή η χρησικτησία αυτού σύμφωνα με τον α.ν.431/1968, μέχρι και το θάνατο του (7.2.1992) ήτοι επί χρόνο μείζονα των είκοσι ετών και έτσι έγινε κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ενώ γνωστοποίησε προς τους συγκληρονόμους του ότι νέμεται το κοινό πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτό του, δεν ήταν αναγκαία, αφού όταν άρχισε να νέμεται το επίδικο κληροτεμάχιο (23-5-1968) που σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου κατέστη δυνατή η κτήση της νομής από τρίτον με την εκδήλωση και του στοιχείου της διάνοιας κυρίου, αφού μέχρι τότε ήταν αποκλειστικά κάτοχος αυτού με την παραχώρηση της κατοχής του από την κληρούχο μητέρα του, είχαν λάβει γνώσει οι συγκληρονόμοι του γεγονός της ως άνω άτυπης παραχώρησης του επιδίκου κληροτεμαχίου. Κατά τα λοιπά το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα ότι ο δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης κατέστη κύριος του επιδίκου ακινήτου με άτακτη χρησικτησία που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και επομένως οι εξεταζόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7.6.2012 αίτηση των Χ. Ζ. κ.λπ. για αναίρεση της 508/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από 1 και 19
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 706/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Ζ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο - Αντώνιο Τατέο. Της αναιρεσίβλητης: Μ. συζ. Π. Μ., το γένος Κ. Ζ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Απόστολο Φανό και Σπυρίδωνα Φιλιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/4/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και του I. Ζ., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 680/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2132/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των δύο αυτών αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/12/2013 αίτησή του και τους από 8/9/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 8/10/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από το άρθρο 553 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και απορριφθεί κατ' ουσίαν ή αν γίνει δεκτή κατ' ουσίαν και εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, διότι με αυτήν περατώνεται οριστικά η δίκη (Ολ.ΑΠ 40/1996). Αντίθετα υπόκειται σε αναίρεση η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις οριστικές διατάξεις της (κεφάλαια) που δεν προβλήθηκαν με έφεση και ως προς αυτές που προσβλήθηκαν με έφεση απαράδεκτα, αλλά μόνο μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου για όλες τις διατάξεις κατά των οποίων ασκήθηκε παραδεκτώς έφεση. Η κρινομένη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της 680/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που η κατ' αυτής έφεση μετά την εξέταση της ουσίας απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ενώ κατά το μέρος που απευθύνεται κατά την ως άνω πρωτόδικη απόφαση ως προς τα κεφάλαια για τα οποία δεν ασκήθηκε έφεση είναι παραδεκτή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 και 556 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης ώστε να εξάγεται απ' αυτόν σε ποιον από τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα υπάγεται, αλλά και να καθορίζονται τα πραγματικά γεγονότα τα οποία κατά τον αναιρεσείοντα στοιχειοθετούν την πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με βάση τις παραδοχές της οι οποίες πρέπει επίσης να καθορίζονται στο αναιρετήριο. Συμπλήρωση τους με παραπομπή σε άλλο δικόγραφο ή την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπεται. Εξάλλου, εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στην § 1 του άρθρου 561 του ίδιου Κώδικα, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο ταυ Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης, τον πρώτο και δεύτερο λόγους του δικογράφου προσθέτων λόγων, υπό την επίκληση πλημμελειών από τους αριθ. 8, 10 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων (κακή εκτίμηση αυτών) και επομένως οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός πρέπει η παράβαση να αφορά κανόνα ουσιαστικού δικαίου δηλαδή κανόνα που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Η παράβαση των δικονομικών διατάξεων, δηλαδή όσων καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας δεν ελέγχεται με τον προκείμενο λόγο. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του κυρίου δικογράφου της αίτησης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ αφού δεν κάλεσε τους ενάγοντες να συμπληρώσουν την αγωγή τους κατά τη βάση της ακυρότητας της διαθήκης λόγω πλάνης και απάτης και την απέρριψε ως αόριστη είναι απαράδεκτος αφού η φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη είναι δικονομικού δικαίου, της οποίας η παράβαση δεν ιδρύει τον προκείμενο λόγο. Σημειωτέον κατά το μέρος τούτο δεν προσεβλήθη η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με λόγο έφεσης και επομένως παραδεκτά προτείνεται ο λόγος αυτός. Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Εξάλλου είναι απαράδεκτη στην κατ' έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το Εφετείο απορρίπτοντας λόγο έφεσης του αναιρεσείοντα παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την προσθήκη νέας βάσης της αγωγής με την οποία οι ενάγοντες ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης γονικής παροχής επειδή η υπογραφή στο σχετικό συμβόλαιο γονικής παροχής της παρέχουσας ήταν πλαστή. Ο λόγος αυτός (κατ' ορθή υπαγωγή) από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, αφού το Εφετείο ορθά απέρριψε τον ως άνω λόγο έφεσης και δεν υπέπεσε στην ως άνω πλημμέλεια. Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από ε-κείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη πρωτοβάθμια απόφαση η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη ως προς το κύριο κεφάλαιο της, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, λόγω πλάνης και απάτης, καθώς: α. δεν αναφέρεται σε τι συνίστατο η πλάνη της διαθέτιδος και ποια ήταν η αληθινή κατάσταση, την οποία αν εγνώριζε, δεν θα προέβαινε στη σύνταξη της συγκεκριμένης διαθήκης β. δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά δόλιας συμπεριφοράς της εναγομένης ή χρησιμοποίησης τεχνασμάτων, απατηλών ενεργειών ή παραστάσεων, που αιτιωδώς οδήγησαν την κληρονομουμένη στη σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης της με αυτό το περιεχόμενο. Ομοίως απορριπτέο, λόγω αοριστίας, κρίνεται συνολικά το επικουρικό κεφάλαιο της αγωγής, περί μέμψης άστοργης δωρεάς (όπου εντάσσονται, ως αναπόσπαστα συνδεδεμένα, τα αιτήματα περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης και υποχρέωσης καταβολής των αιτούμενων ποσών), καθώς δεν ζητείται η ανατροπή δωρεάς, αλλά γονικής παροχής και προκειμένου να εκτιμηθεί εάν και κατά πόσο αυτή αποτελούσε πράγματι δωρεά, υποκείμενη σε μέμψη και δυνάμενη να ανατραπεί εν όλω ή εν μέρει θα έπρεπε να εκτίθεται σαφώς το μέρος της, κατά το οποίο αποτελεί δωρεά, παροχή δηλαδή υπερβαίνουσα το μέτρο, το οποίο επέβαλλαν οι συγκεκριμένες περιστάσεις αναφέροντας μεταξύ άλλων, την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τις ανάγκες κάθε τέκνου, την οικονομική κατάσταση των εναγόντων σε σχέση με την εναγομένη κλπ, τέτοια στοιχεία όμως, ουδόλως μνημονεύονται στην αγωγή. Σημειωτέον ότι κατά το κεφάλαιο αυτό δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης η πρωτόδικη απόφαση και το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής με βάση τα οποία κατά τον αναιρεσείοντα ήταν ορισμένη η αγωγή, η δε παραπομπή στο αναιρετήριο σε αποδεικτικά μέσα προς συμπλήρωση της αγωγής στερείται εννόμου επιρροής, ενώ το Εφετείο αφού δε μεταβιβάστηκε σ' αυτό η υπόθεση με λόγο έφεσης ευλόγως δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό της αοριστίας και επομένως οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.12.2013 αίτηση και των από 8.9.2014 προσθέτων λόγων του Μ. Ζ. για αναίρεση των 2132/2013 και 680/2012 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από 8,10,11,14
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 683/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Τ. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κανελλόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2487/2014 αποφάσεως του Πταισματοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενες τις : 1)I. N. του S., 2)K. M. του S. και 3) M. F. του B. Το Πταισματοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 741/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης άλλως να γίνει δεκτή. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2734/1999 "εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα και άλλες διατάξεις", όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως (πριν, δηλαδή, από την προσθήκη στο εδ. β και άλλων κτιρίων με το άρθρο 49 του ν. 4238/2014): "Δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων σε διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια, καθώς και σε χώρους που δεν είναι κύριας χρήσεως και δεν πληρούν τους όρους του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Επίσης, δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση σε κτίρια που απέχουν, σε ακτίνα λιγότερο από 200 μέτρα, από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να αυξάνονται οι προαναφερόμενες αποστάσεις και να καθορίζονται και άλλα κτίρια, στα οποία δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, καθώς και οι αποστάσεις μεταξύ οικημάτων, στα οποία μπορούν τα εν λόγω πρόσωπα να εγκαθίστανται". Ο λόγος της θεσπίσεως του εδ. β της ως άνω παρ. 4 του αρθρ. 3 του ν. 2734/1999 είναι η προστασία, μεταξύ άλλων, των χρηστών ηθών και της παιδικής ηλικίας. Τα κτίρια και τα μέρη, όμως, τα οποία δεν μπορούν να γειτνιάζουν με οίκους ανοχής, ορίζονται στην ως άνω διάταξη περιοριστικώς και δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη, δια της ερμηνείας, και άλλων, μη περιλαμβανομένων ρητώς στα ως άνω. Δεν περιλαμβάνονται, λοιπόν, σ’ αυτά οι πολιτιστικοί σύλλογοι και τα μουσεία. Στην έννοια, όμως, των σχολείων περιλαμβάνονται τα κάθε είδους σχολεία, δηλαδή και εκείνα, στα οποία διδάσκεται μουσική ή χορός, κ.λπ., έστω και αν δεν ονομάζονται ρητώς "σχολεία", αλλά φέρουν άλλα ονόματα (ωδείο, σχολή χορού, χορευτικό εργαστήρι, κ.λπ.). Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2487/2014 απόφαση του, το Πταισματοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε ένοχο, μεταξύ άλλων, τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 2734/1999 και τον καταδίκασε σε ποινή προστίμου τρακοσίων (300) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Πταισματοδικείο δέχθηκε, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Στο ισόγειο της οδού ... στην Αθήνα, καταλήφθηκαν επ’ αυτοφώρω την 11-10-13 και ώρα 17.00 η πρώτη και η δεύτερη των κατηγορουμένων να έχουν εγκατασταθεί σε αυτό και να εκδίδονται με αμοιβή χωρίς να κατέχουν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ασκήσεως επαγγέλματος και χωρίς να υποβάλλονται στους σχετικούς ιατρικούς ελέγχους. Ο συγκεκριμένος οίκος ανοχής λειτουργούσε, χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια εγκατάστασης και χρήσης του από εκδιδόμενο με αμοιβή πρόσωπο σε ακίνητο (ισόγειο) το οποίο ο τρίτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων), ως νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρείας "P. ESTATE ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΕ" είχε εκμισθώσει στην τέταρτη κατηγορουμένη για να το χρησιμοποιήσει ως οίκο ανοχής, καίτοι αυτό δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Ν. 2734/1999, γιατί βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από πολιτιστικό σύλλογο, χορευτικό εργαστήρι και μουσείο, όπως προκύπτει από το από 12-5-11 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας του Δήμου. Σύμφωνα με το παραπάνω έγγραφο σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από το συγκεκριμένο οίκο ανοχής βρίσκεται εξωραϊστικός πολιτιστικός σύλλογος, χορευτικό εργαστήρι ... και μουσείο Αρχαίας Κ. Τέχνης. Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2734/1999 απαγορεύεται η εγκατάσταση εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων σε κτίρια που απέχουν σε ακτίνα λιγότερη από 200 μέτρα από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές. Ο περιορισμός αυτός, όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του νόμου, θεσπίστηκε ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της εν λόγο) δραστηριότητας για λόγους αναγόμενους στο δημόσιο και γενικότερα κοινωνικό συμφέρον, ειδικότερα δε στην προστασία, μεταξύ άλλων, των χρηστών ηθών και της παιδικής ηλικίας. Το χορευτικό εργαστήρι ..., που λειτουργεί σε ακτίνα μικρότερη των 200 μέτρων από τον οίκο ανοχής, εντάσσεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην έννοια του σχολείου - φροντιστηρίου, καθώς είναι χώρος για εκμάθηση συγκεκριμένου χορού και απευθύνεται, μεταξύ άλλων, σε παιδιά και εφήβους. Επίσης το υπάρχον σε απόσταση μικρότερη από 200 μέτρα από τον οίκο ανοχής μουσείο Αρχαίας Κ. Τέχνης εντάσσεται στην έννοια της βιβλιοθήκης, καθόσον είναι, όπως και η βιβλιοθήκη, χώρος πολιτισμού, γνώσης και μάθησης, που απευθύνεται πρωτίστως σε νέους και παιδιά. Συνεπώς εντάσσονται και τα δύο στις χρήσεις που απαγορεύονται... Για όλους τους ανώτερω λόγους πρέπει... να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις που τους αποδίδονται κατά το κατηγορητήριο ο τρίτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων)...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ορθά εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 2734/1999, αφού δέχθηκε ότι το χορευτικό εργαστήρι ... εντάσσεται στην έννοια του σχολείου - φροντιστηρίου και, συνεπώς, στα κτίρια, τα οποία δεν επιτρέπεται να γειτνιάζουν με οίκους ανοχής. Και ναι μεν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στα κτίρια αυτά δεν εντάσσονται και οι πολιτιστικοί σύλλογοι και τα μουσεία, όπως εσφαλμένως δέχθηκε το Πταισματοδικείο. Όμως, το σφάλμα αυτό δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον, για την εφαρμογή της διατάξεως, με βάση την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αρκεί ότι το οίκημα, το οποίο εκμίσθωσε αυτός για να χρησιμοποιηθεί ως οίκος ανοχής, βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη από 200 μέτρα μόνο από το χορευτικό εργαστήρι ..., το οποίο, όπως αναφέρθηκε, εντάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14 Ιουλίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 4755/2014) αίτηση (δήλωση) του Π. Τ. του Π., για αναίρεση της 2487/2014 αποφάσεως του Πταισματοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση πταισματοδικείου για παράβαση άρθ. 3 παρ. 4 ν. 2734/1999 του εκμισθωτή οικήματος, για να χρησιμοποιηθεί ως οίκος ανοχής, σε απόσταση μικρότερη από χορευτικό εργαστήρι, πολιτιστικό σύλλογο και μουσείο. Περιοριστικώς ορίζονται τα κτίρια, τα οποία δεν πρέπει να γειτνιάζουν με οίκους ανοχής. Σ' αυτά περιλαμβάνονται τα σχολεία, στην έννοια των οποίων εντάσσεται και το χορευτικό εργαστήρι, όχι, όμως, και οι πολιτιστικοί σύλλογοι και τα μουσεία. Ορθή εφαρμογή του νόμου ως προς το χορευτικό εργαστήρι. Αρκεί η γειτνίαση του οίκου ανοχής με αυτό για την εφαρμογή του νόμου και δέν ασκεί επιρροή το ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι και τα λοιπά κτίρια εντάσσονται. Απόρριψη αιτήσεως.
Πταισματοδικείο
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πταισματοδικείο.
0
Αριθμός 681/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κουρτίδη, για αναίρεση της υπ'αριθ.1197/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ. Ρ. του Μ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 889/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β του ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεδομένου, μάλιστα, ότι, με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1197/2013 απόφαση του και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ταυτάριθμη παρεμπίπτουσα απόφαση του, απέρριψε τον ισχυρισμό που πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, περί απαραδέκτου της εφέσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ξάνθης κατά της 365/2011 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης και δέχθηκε τυπικώς την έφεση αυτού, στη συνέχεια δε, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα ανθρωποκτονίας από αμέλεια της Κ. Χ. και σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή του Μ. Χ., με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, ανασταλείσα. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από την αρμόδια Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ξάνθης, με αριθμό 21/4.3.2011, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του κατωτέρω λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απαλλακτικής αποφάσεως γιατί: "... από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και την επ' ακροατηρίω διαδικασία προέκυψε ότι η κατηγορουμένη περί ώρα 18:45 της 25-10-2006 οδηγώντας το με αρ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο κινούνταν εντός του χωριού ... διανέμοντας άρτο σε τοπικά καταστήματα πώλησης άρτου. Η ανωτέρω έβαινε χωρίς σύνεση και διαρκώς εντεταμένη την προσοχή και δίχως να έχει ρυθμίσει την ταχύτητα της ενόψει των περιστάσεων (πολύ στενός δρόμος ορεινού οικισμού, έλλειψη πεζοδρομίου, συνεχώς ανωφέρειες και κατωφέρειες τόσο της οδού που κινούνταν όσο και ένθεν και ένθεν αυτής, ανεπαρκής ορατότητα λόγω σκότους και έλλειψης τεχνητού φωτισμού, μεγάλη θρησκευτική μουσουλμανική εορτή -μπαϊράμι) με αποτέλεσμα να παρασύρει και να θανατώσει την ανήλικη (γεν. 23-12-1996) Κ. Χ. η οποία κινούνταν πεζή από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του οχήματος αλλά και να τραυματίσει τον επίσης ανήλικο (γεν. 23-1-2000) αδελφό της Μ. Χ. που είχε την ίδια πορεία. Ειδικότερα ενόψει των συνθηκών που προανέφερα η ταχύτητα της έπρεπε να είναι μηδενική ή σχεδόν μηδενική, δεδομένου ότι σε τέτοιο οδικό δίκτυο (το οποίο η ανωτέρω καλώς γνώριζε αφού είναι κάτοικος της περιοχής) η ανάπτυξη λίγο μεγαλύτερης ταχύτητας οδηγεί μοιραία, σε περίπτωση αιφνίδιας εμφάνισης πεζού, σε τραγικά αποτελέσματα. Εάν λοιπόν η ταχύτητα της ήταν μηδενική ή σχεδόν μηδενική, η ρόδα του αυτοκινήτου που οδηγούσε δε θα περνούσε πάνω από το σώμα της ανήλικης προκαλώντας της πολλαπλές θλάσεις και ρήξεις του ήπατος και του δεξιού νεφρού, όπως τελικά υπέστη αλλά στη χειρότερη των περιπτώσεων θα υφίστατο κάποιες σωματικές βλάβες. Το ότι λοιπόν η ταχύτητα του οχήματος της δεν ήταν σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1 9 παρ. 2, 3 ν. 2696/1999 (και άρα υφίσταται εμφανώς εξωτερική αμέλεια τυποποιημένη σε κανόνα δικαίου) θεμελιώνει ακριβώς την υπαιτιότητα της στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος -θανάτου - τραυματισμού των ανηλίκων. Υπό τις άνω παραδοχές η προσβαλλόμενη δεν ερμήνευσε ορθά το αποδεικτικό υλικό της προκείμενης υπόθεσης και κακώς απάλλαξε την κατηγορουμένη για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και των σωματικών βλαβών από αμέλεια για τις οποίες έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη". Η έφεση αυτή, όπως διατυπώθηκε, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη προαναφερθείσα διάταξη, του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται σ' αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως ως προς τις πράξεις της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, οι οποίες αποδίδονται στην κατηγορούμενη, και προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένη, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, κρίση. Ειδικότερα, εκτίθεται σαφώς τι, κατά την κρίση του εκκαλούντος Εισαγγελέα, προέκυψε από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό και γιατί ο θάνατος και ο τραυματισμός, αντιστοίχως, των ανωτέρω ανηλίκων, οφειλόταν σε αμέλεια της αναιρεσείουσας και τι έπρεπε να είχε πράξει εκείνη για να προλάβει την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος. Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο, που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της κατηγορουμένης και προχώρησε, μετά ταύτα, στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη αυτής, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί αφ' ενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη ή παράλειψη του. Η αμέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, και σε ενσυνείδητη αμέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή. με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει & αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο η κατηγορουμένη οδηγούσε στερούμενη αδείας οδηγήσεως και της σχετικής προς τούτο εμπειρίας το με αριθμό κυκλοφορίας ... 1ΧΦ αυτοκίνητο και κινείτο σε ανώνυμη κοινοτική οδό εντός του οικισμού ... του Δήμου ..., με κατεύθυνση από θέρμες προς το κέντρο του ως άνω οικισμού. H πιο πάνω οδός δεν έχει σ' όλο το μήκος της το ίδιο πλάτος και ειδικότερα, στην κατεύθυνση στην οποία έβαινε η κατηγορούμενη, μετά το ύψος του παντοπωλείου όπου παρέδωσε ψωμιά, έχει πλάτος 4,25 μέτρα, στη συνέχεια το πλάτος αυτής φθάνει τα 5.30 μέτρα και ακολούθως μειώνεται στα 4,70 μέτρα, ενώ δεν υπάρχουν πεζοδρόμια ή ερείσματα εκατέρωθεν καθ' όλο το μήκος αυτής. Αριστερά, ως προς την πορεία της κατηγορουμένης υπάρχει ένα απότομο κατηφορικό χωμάτινο μονοπάτι, που χρησιμοποιείται μόνον από πεζούς, το οποίο έχει πλάτος 2,90 μέτρα. Αυτό το μονοπάτι καταλήγει στην κύρια οδό του οικισμού και ειδικότερα, η μια του πλευρά (η πρώτη, ως προς την κατεύθυνση της οδηγού), σε σημείο της οδού, όπου το πλάτος της είναι 4,25 μέτρα και η άλλη (δεύτερη) σε σημείο αυτής, όπου το πλάτος της είναι 5,30 μέτρα, δηλαδή η φορά του μονοπατιού είναι διαγώνια στο σημείο τομής του με την κύρια οδό. Η οδός στην οποία έβαινε η κατηγορουμένη ήταν διπλής κατεύθυνσης, ασφαλτοστρωμένη, δεν υπήρχε διαγράμμιση, το οδόστρωμα ήταν ξηρό, την ώρα εκείνη επικρατούσε νύχτα, ο τεχνητός φωτισμός της οδού ήταν επαρκής, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν αραιή, οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν αυτό που ορίζεται για τις κατοικημένες περιοχές, πλην όμως η ορατότητα της κατηγορουμένης, ως προς τους τυχόν κινούμενους στο από τα αριστερά σε σχέση με την πορεία της ευρισκόμενο κατηφορικό μονοπάτι περιοριζόταν, λόγω της ύπαρξης διώροφου κτίσματος στο πρώτο σημείο τομής αυτού με την κύρια οδό, ως προς την κατεύθυνση της κατηγορουμένης (όπου το πλάτος της οδού είναι 4.25 μέτρα). Ειδικότερα, για να αντιληφθεί η κατηγορούμενη τυχόν πεζούς που "κατέβαιναν" το μονοπάτι, προτού η ίδια εισέλθει στη "διασταύρωση" αυτού με την κύρια οδό, έπρεπε αυτοί να έχουν ήδη εισέλθει στην κύρια οδό και να κινούνται σε πλάτος της 1,05 μέτρο στην αριστερή της πλευρά, ως προς την πορεία της οδηγού, δεδομένης της διακύμανσης του πλάτους της οδού (5,30 -4,25μ ) και της διαγώνιας τομής του μονοπατιού μ' αυτή, σημειουμένου ότι η ορατότητα δυσχεραινόταν επιπλέον λόγω του μη φωτισμού του ως άνω μονοπατιού. II κατηγορουμένη αφού παρέδωσε τα ψωμιά στο παντοπωλείο, το οποίο απέχει από τη διασταύρωση της κύριας οδού με το μονοπάτι περί τα 25 μέτρα, ξεκίνησε την πορεία της προς το κέντρο του οικισμού (προς το Τέμενος), οδηγώντας εντός του ρεύματος πορείας της, με ταχύτητα περί τα 30 χ/ω, η οποία υπολειπόταν μεν της ανωτέρας επιτρεπομένης ταχύτητας, πλην όμως δεν ήταν ανάλογη των συνθηκών οδήγησης (οδήγηση κατά νυκτερινή ώρα εντός κατοικημένης περιοχής σε σημείο με λίαν περιορισμένη ορατότητα), ώστε η κατηγορουμένη να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματος της και να δύναται ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς ως και να ακινητοποιεί το όχημα της. Έτσι η κατηγορουμένη όταν εισήλθε στην παραπάνω διασταύρωση της οδού με το μονοπάτι και ενώ είχε διασχίσει μέρος αυτής, η ανήλικη Κ., ηλικίας 10 ετών περίπου, που έβαινε τρέχοντας στο πιο πάνω μονοπάτι μαζί με τον δίχρονο αδελφό της Μ., χωρίς επιτήρηση από τους γονείς τους, έχοντας αποκτήσει επιτάχυνση λόγω της έντονα κατηφορικής φύσης του μονοπατιού, εισήλθαν αιφνίδια με κατεύθυνση διαγώνια στην κύρια οδό του οικισμού, επέπεσαν επί του οχήματος και εν τέλει παρασύρθηκαν από το όχημα που οδηγούσε η κατηγορουμένη, η οποία καίτοι αντελήφθη την πρόσκρουση των ανηλίκων επί του οχήματος της, δεν κατάφερε να ακινητοποιήσει αυτό, λόγω της αυξημένης για τις περιστάσεις οδήγησης ταχύτητας που είχε, με αποτέλεσμα από την παράσυρση η μεν Κ. Χ. να υποστεί πολλαπλές θλάσεις και ρήξεις του ήπατος και του δεξιού νεφρού, σωματικές κακώσεις που είναι ιδιαίτερα βαριές εκ των οποίων και μόνον απεβίωσε, ο δε Μ. Χ. να υποστεί κάκωση κεφαλής. Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων υπαιτιότητα με τη μορφή της μη συνειδητής αμέλειας για την πρόκληση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος και της συνεπεία αυτού προκληθείσας ανθρωποκτονίας από αμέλεια και σωματικής βλάβης από αμέλεια, βαρύνει την κατηγορουμένη και τούτο ανεξάρτητα του μεγάλου βαθμού συνυπαιτιότητας των ανηλίκων δια των εποπτευόντων αυτών γονέων τους, καθόσον η κατηγορουμένη κατά την οδήγηση του οχήματος της δεν επέδειξε την κατ' αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, λόγω της ανεπιτηδειότητάς της ως προς την οδήγηση και οδηγούσε το όχημα της μη συμμορφούμενη προς τους νομικούς κανόνες οδήγησης, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων που της αποδίδονται ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1, 314 παρ. Ια, 315 παρ. 1 και 28 παρ. 1 του 1ΙΚ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά του ατυχήματος, προσδιορίζεται ο τόπος, όπου έγινε αυτό, και αιτιολογείται ότι η ταχύτητα, με την οποία έβαινε η αναιρεσείουσα, συνδεόταν αιτιωδώς με αυτό, με την παραδοχή ότι αυτή, λόγω της αυξημένης, για τις περιστάσεις, ταχύτητας της, δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο, όταν οι ανήλικοι επέπεσαν σ' αυτό. β) Τα τροχαία ατυχήματα, κατά τα οποία παρασύρονται πεζοί, είναι δυνατόν να οφείλονται σε συνυπαιτιότητα τόσο του οδηγού του αυτοκινήτου όσο και των πεζών, πράγμα που δεν απαλλάσσει τον δράστη οδηγό, όπως κρίθηκε και στην παρούσα περίπτωση, γ) Σαφώς προσδιορίζεται τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, και το είδος της αμέλειας (μη συνειδητή), που επέδειξε η κατηγορουμένη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος. Οι, εμπεριεχόμενες στο λόγο αυτό, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων αυτόπτη μάρτυρα Μ. Α., σχεδιαγράμματος Τροχαίας και λοιπών εγγράφων) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση καινά καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ αριθ. εκθ. 45/15 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση της Σ. Χ. του Μ., για αναίρεση της 1197/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως. Το τριμελές εφετείο ορθώς έκρινε αιτιολογημένη την έφεση και, στη συνέχεια, προχώρησε στην καταδίκη της αναιρεσείουσας, η οποία δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματος που οδηγούσε ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν, με αποτέλεσμα, από αμέλειά της να προκαλέσει το θανάσιμο τραυματισμό ανηλίκου και τον τραυματισμό ενός άλλου. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Έφεση Εισαγγελέα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 679/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Θ. Σ. του Ε., κατοίκου ... και 2) Γ. Η. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 7156/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2015 αίτησή τους και στους από 23 Απριλίου 2015 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 167/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α και β του ν. 3386/ 2005 , όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 48 παρ.4 ν. 3772/10-7-2009, "Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθηση τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα έως τριάντα χιλιάδων [10000-30000] Ευρώ, για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή τριάντα έως εξήντα χιλιάδων (30.000-60000) Ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημόσιου υπάλληλου ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορος ή αν δυο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού". Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ’ επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχουν προηγηθεί και καταδίκες, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εντεύθεν εισόδημα. Κατ’ επάγγελμα επίσης τέλεση συντρέχει και όταν μία φορά διαπράχθηκε η πράξη, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επιβαρυντική επίσης περίσταση συντρέχει όταν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, δηλαδή αποβλέπει στον πορισμό εισοδήματος. Ιδιαίτερη αιτιολογία για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου στην παράβαση της διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α και β του Ν. 3386/2005 δεν είναι αναγκαίο κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, απαιτείται όμως να διαλαμβάνεται σ’ αυτή το παράνομο της εισόδου των αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και η περί τούτου γνώση του υπαιτίου της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 7156/2014 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ’ έφεση Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην ... στις 31-7-2007 οι Ι. Σ. και β’ κατηγορούμενος, ως οδηγοί μεταφορικών μέσων προώθησαν από τα σημεία εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια, υπηκόους τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, ο δε α’ κατηγορούμενος και Ι. Η. διευκόλυναν τη μεταφορά και προώθηση στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος. Οι κατηγορούμενοι δε, τέλεσαν την ανωτέρω άδικη πράξη κατ’ επάγγελμα, καθόσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος. Συγκεκριμένα ο Ι. Σ. ως οδηγός του υπ’ αρ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου και ο 2ος εκκαλών ως οδηγός του υπ’ αρ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, προώθησαν στην Ελληνική Επικράτεια τους αλλοδαπούς T. A., A. J., R. B., M. Y. και H. S., υπηκόους Ιράκ, τους οποίους είχαν παραλάβει από την περιοχή των ελληνοτουρκικών συνόρων, προκειμένου να τους μεταφέρουν στην Αθήνα, τους οποίους μετέφερε με το όχημα του ο Ι. Σ., ενώ ο 2ος εκκαλών εκινείτο ως προπομπός, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής ενδεχόμενου ελέγχου, οι δε α’ κατηγορούμενος και Ι. Π. διευκόλυναν την ανωτέρω παράνομη μεταφορά και προώθηση στο εσωτερικό της χώρας των προαναφερομένων αλλοδαπών, επιβαίνοντας στο όχημα που οδηγούσε ο 2ος και συνοδεύοντας αυτούς, αν και όλοι γνώριζαν ότι οι αλλοδαποί αυτοί εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος, χωρίς να τηρήσουν τις νόμιμες διατυπώσεις, καθόσον στερούνταν των απαιτουμένων ταξιδιωτικών εγγράφων. Οι παρόντες κατηγορούμενοι μετά των λοιπών προαναφερθέντων συμφώνησαν να λάβουν ως αμοιβή από έκαστο αλλοδαπό το χρηματικό ποσό από 3.000 έως 45.000 δολάρια ΗΠΑ, τελώντας την ανωτέρω άδικη πράξη τους κατ’ επάγγελμα, με πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει και με σκοπό τον πορισμό αθέμιτου κέρδους από τις εισπραττόμενες αμοιβές. Ο β’ κατηγορούμενος ζητάει την μετατροπή της κατηγορίας από συναυτουργία στην παράβαση του Ν. 3386/2005 σε απλό συνεργό, αλλά όμως ο εν λόγω ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον ο β’ εκκαλών καίτοι μόνιμος κάτοικος ... βρέθηκε στη ... με τον 1ο κατηγορούμενο καθώς και τους ετέρους συγκατηγορουμένους του, διευκολύνοντας όλοι μαζί την μεταφορά και προώθηση στο εσωτερικό της χώρας πέντε (5) αλλοδαπών, ιρακινής υπηκοότητας χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο συζητώντας και μεθοδεύοντας την μεταφορά τους, συνεπώς ο β’ εκκαλών ενήργησε ως φυσικός αυτουργός, εξάλλου δεν επικαλείται αυτός περιστατικά για την υποστήριξη του ισχυρισμού του αυτού. Περαιτέρω ισχυρίζεται ο β’ εκκαλών ότι πρέπει να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α’ , ε’ ΠΚ, ενώ για τον α’ εκκαλούντα οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84, παρ. 2 ε’ του ΠΚ και οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, εφόσον δεν αποδείχθηκε καλή συμπεριφορά εκ μέρους των κατηγορουμένων για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους, αφού δεν αρκεί η παθητική καλή διαγωγή και μόνο η απουσία παραβατικότητας, εκ μέρους τους, αλλά απαιτείται και θετική συμπεριφορά που δεν προκύπτει. Εξάλλου το γεγονός ότι για τον β’ κατηγορούμενο η ποινική του κατάσταση είναι μηδενική, δεν οδηγεί στην αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ, αφού δεν επικαλέστηκε ούτε αποδείχθηκαν περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς του. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν όλοι οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και να κηρυχτούν της παράβασης του Ν. 3386/2005, τελεσθείσης κατ’ επάγγελμα που τους αποδίδεται". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τους κηρυχθέντες ενόχους δύο αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) ετών τον καθένα, για παράνομη προώθηση στην Ελλάδα και διευκόλυνση μεταφοράς και προώθησης αντίστοιχα πέντε αλλοδαπών, και δη του ότι: "Στη ... στις 31-7-2007 οι κατηγορούμενοι Θ. Σ., και Γ. Η.: ο μεν Γ. Η. ως οδηγός μεταφορικού μέσου, προώθησε από τα σημεία εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια, υπηκόους τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, ο δε Θ. Σ. διευκόλυνε την μεταφορά και προώθηση στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος. Οι κατηγορούμενοι δε, τέλεσαν την ανωτέρω άδικη πράξη κατ’ επάγγελμα, καθόσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτών προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος. Ο Γ. Η. ως οδηγός του υπ’ αρ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, προώθησε στην Ελληνική Επικράτεια τους αλλοδαπούς συγκατηγορούμενούς τους T. A., A. J., R. B., M. Y. και H. S., υπηκόους Ιράκ, τους οποίους είχαν παραλάβει από την περιοχή των ελληνοτουρκικών συνόρων, προκειμένου να τους μεταφέρουν στην Αθήνα, τους οποίους μετέφερε με το όχημά του ο Ι. Σ., ενώ ο Γ. Η. εκινείτο ως προπομπός, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής ενδεχομένου ελέγχου, ο δε Θ. Σ. διευκόλυνε την ανωτέρω παράνομη μεταφορά και προώθηση στο εσωτερικό της χώρας των προαναφερόμενων αλλοδαπών, επιβαίνοντας στο όχημα που οδηγούσε ο Γ. Η. και συνοδεύοντας αυτούς αν και όλοι γνώριζαν ότι οι ανωτέρω αλλοδαποί εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος, χωρίς να τηρήσουν τις νόμιμες διατυπώσεις, καθόσον στερούνταν των απαιτουμένων ταξιδιωτικών εγγράφων. Οι κατηγορούμενοι δε, συμφώνησαν να λάβουν ως αμοιβή από έκαστο αλλοδαπό το χρηματικό ποσό από 3.000 έως 4.500 δολάρια Η.Π.Α., τελώντας την ανωτέρω άδικη πράξη τους κατ’ επάγγελμα, με πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει και με σκοπό τον πορισμό αθέμιτου κέρδους από τις "εισπραττόμενες αμοιβές". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στο αιτιολογικό της σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν διατακτικό της, την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο και καταδικάστηκαν. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ, 26 παρ. 1, 27 παρ.1,, 47, 83, 84 του ΠΚ σε συνδ. με άρθρα 83 παρ.1 και 88 παρ. 1 α, β του ν. 3386/2005, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 48 παρ.4 ν. 3772/10-7-2009, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων, κύριους και πρόσθετους: α) στο αιτιολογικό, αναφέρονται εμπεριστατωμένα και επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, που υπέπεσαν οι δύο κατηγορούμενοι, υπό την ιδιότητά τους, του Γ. Η. ως οδηγού - προπομπού μεταφορικού μέσου (ΙΧΕ αυτοκινήτου) και μεταφορέα και του Θ. Σ. ως επιβαίνοντος του άνω οχήματος και επί πλέον ως συνοδού των πέντε αλλοδαπών, μεταφέροντας πέντε Ιρακινούς από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα στην Αθήνα, β) το αιτιολογικό δεν συνιστά αντιγραφή του κλητηρίου θεσπίσματος και του διατακτικού και περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το νόμο στοιχεία, ενώ δεν πρόκειται για παραπομπή στο διατακτικό, γ) υπό τις άνω παραδοχές του αιτιολογικού για τη συμμετοχή του καθενός κατηγορουμένου στην τέλεση της άνω παράβασης του ν. 3386/2005, ορθά ο Γ. Η. χαρακτηρίστηκε, ως φυσικός αυτουργός και όχι ως απλούς συνεργός του συγκατηγορουμένου του, μη αποδεχθέντος του δικαστηρίου της ουσίας ότι ήταν μόνον απλός προπομπός, απορριφθέντος αιτιολογημένα του προβληθέντος σχετικού ισχυρισμού μεταβολής της κατηγορίας, ενώ η αμοιβή αφορούσε ομού και τους δύο κατηγορούμενους που ενεργούσαν την προώθηση και μεταφορά των αλλοδαπών στην Αθήνα, δ) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ο δόλος των κατηγορουμένων και η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης τους, από την παρατιθέμενη υποδομή που είχαν διαμορφώσει και τις αθέμιτες αμοιβές που εισέπρατταν από τους αλλοδαπούς, που δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα εισόδου στην Ελλάδα και στερούντο νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων, γεγονός που γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, γιαυτό και ζητούσαν την παραπάνω μεγάλη αμοιβή, ε) δεν υπάρχει αντίφαση από την αναφορά στο αιτιολογικό ότι οι κατηγορούμενοι συμφώνησαν να λάβουν ως αμοιβή από έκαστο αλλοδαπό από 3.000 έως 45.000 δολλάρια, ενώ στο διατακτικό ομιλεί για αμοιβή από 3.000 έως 4.500 δολλάρια, (που είναι και το ορθόν), της άνω διαφοράς οφειλόμενης σε προφανή παραδρομή και στ) με επαρκή και ειδική αιτιολογία το δικαστήριο απάντησε και απέρριψε κατ’ ουσίαν τον υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικής περιστάσεως εκ του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ του ΠΚ. Κατά τα λοιπά, οι περαιτέρω, αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κύριοι και πρόσθετοι, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας κατά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί μεταβολής της κατηγορίας και περί αναγνωρίσεως συνδρομής της από το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α’ και ε’ του ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου(κατ’ εκτίμηση), με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, η κρινόμενη κοινή αίτηση αναίρεσης, μετά των από 23-04-2015 προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-01-2015 κοινή αίτηση των Θ. Σ. του Ε. και Γ. Η. του Κ., μετά των από 23-04-2015 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 7156/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, για καθένα αυτών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προώθηση Λαθρομεταναστών.Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης + Προσθ. Λόγους των 2 κατηγ/νων, ως αβάσιμη.Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απόρριψη, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 682/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νεράντζη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.872/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α του ΠΚ, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι" αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούληση του. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263Α του ίδιου Κώδικα, ως υπάλληλος δε θεωρείται και ο διευθυντής δημοτικού σχολείου. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ’ αυτόν ως υπάλληλο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, "υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Κατά δε τη διάταξη παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύτηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του υπό της δεύτερης παραγράφου προβλεπομένου εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263 Α του ΠΚ, β) να έγινε από αυτόν υπεξαγωγή εγγράφου, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη θέληση της υπεξαγωγής και στη γνώση ότι πρόκειται για έγγραφο εμπιστευμένο στο δράστη; ή προσιτό σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του. Ως υπεξαγωγή νοείται κάθε διαγωγή του δράστη, η οποία αφαιρεί από το δικαιούμενο, έστω και προσωρινώς, τη χρήση του εγγράφου, γενόμενη χωρίς πρόθεση ιδιοποιήσεως αυτού. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται και σκοπός βλάβης άλλου, ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της (απλής) υπεξαγωγής εγγράφων, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 222 του ΠΚ, εκτός αν πρόκειται για την κακουργηματική υπεξαγωγή, η οποία προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 242 του ΠΚ. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαγωγής, νοείται, κατά το αρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, καθώς και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ’ όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι’ αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων Αρχών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. II ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εντεύθεν και δεν αποτελεί λύγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 872/2014 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο που ήταν εμπιστευμένο σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής; "... αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, που ήταν αρμόδιος, ως διευθυντής του δημοτικού Σχολείου ... Λουτρακίου, για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της εκδρομής του σχολείου στην Ναύπακτο - Γαλαξίδι, έλαβε απ’ τους γονείς των μαθητών που συμμετείχαν σΛ αυτήν το ποσό των 15 ευρώ ανά άτομο. Στην εκδρομή αυτή συμμετείχαν 83 άτομα, απ’ τα οποία τα 79 ήταν μαθητές και γονείς τους και 5 άτομα ήταν οι δάσκαλοι που τους συνόδευαν και δεν πλήρωσαν εισιτήριο. Για την εκδρομή αυτή ο κατ/νος κατέβαλε στο τουριστικό γραφείο "H. T.", που διέθεσε δύο (2) λεωφορεία (... - βλ. τα με αρ. ... και ...1-6-2007 διπλότυπο δελτίο και δελτίο κίνησης τουριστικού λεωφορείου, αντίστοιχα), το συνολικό ποσό των 900 ευρώ (...), στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και το κόστος των διοδίων διέλευσης της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου. Ωστόσο, με βάση τον αριθμό των συμμετεχόντων, αυτός είχε εισπράξει το συνολικό ποσό των 1.170 ευρώ, δηλ. 270 ευρώ περισσότερα, τα οποία ουδόλως επέστρεψε στους γονείς ούτε πρόβαλε, προς τούτο, κάποια έκτακτη δαπάνη. Συνεπώς, υπεξαίρεσε το παραπάνω ποσό που έλαβε, με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του, του διευθυντή του σχολείου, αφού αυτός ήταν αρμόδιος για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της. Επίσης, μολονότι εισέπραξε στις 12-4-2007 το ποσό των 2.600 ευρώ, για τη συμμετοχή του σχολείου στο πρόγραμμα "Κ." (...), εν τούτοις δεν το διέθεσε για το σκοπό που προοριζόταν αλλά το κατακράτησε και το απέδωσε, όπως ο επ’ ακροατηρίω μάρτυρας υπεράσπισης του κατέθεσε, στις 8-8-2008 (...), αφού, μέχρι τότε η ειδική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας αναζητούσε το ποσό αυτό ή τις δαπάνες για την υλοποίηση του προγράμματος (...), δηλ. το απέδωσε μετά την εντολή (με αρ. 3/10-4-2008) του Δ/ντή Π.Ε.Ν. Κορινθίας για διενέργεια ένορκης διοικητικής του εξέτασης και της με αρ. 53/31-7-2008 κλήσης του διενεργούντος αυτήν προς τον κατ/νο για να απολογηθεί για την υπόθεση αυτή. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από την σύζυγο του, που εξετάστηκε ως μάρτυρας, ότι αυτός ήταν ασθενής και νοσηλευόταν ("έτρεχε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο..."), δεν αποδείχτηκε από κανένα έγγραφο. Τέλος, αποδείχτηκε ότι για την πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού, αναζήτησε και έλαβε απ’ τους γονείς των μαθητών που συμμετείχαν 15 ευρώ για κάθε γυναικεία φορεσιά και 7 ευρώ για κάθε ανδρική, μολονότι ζήτησε και έλαβε και απ’ την 3η Ενιαία Σχολική Επιτροπή το ποσό των 1.524 ευρώ, για τη δαπάνη αυτή, παρουσιάζοντας της το με αρ. ...20-12-2006 τιμολόγιο του Αθλητικού -Πολιτιστικού Συλλόγου "Ο Ό." στον οποίο, ο ίδιος, ήταν Πρόεδρος. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι εφόσον τα χρήματα που έλαβε απ" τους γονείς και τα οποία αντιστοιχούσαν στις δαπάνες των αθλητικών αμφιέσεων, ποσού 1.524 ευρώ, δεν τα διέθεσε γι’ αυτό το σκοπό, ούτε τα επέστρεψε σ’ αυτούς, τα υπεξαίρεσε. Επομένως, ο κατ/νος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Τέλος, αποδείχτηκε ότι μολονότι του ζητήθηκε να παραδώσει το βιβλίο ταμείου εσόδων -εξόδων, το οποίο αυτός κρατούσε ως διευθυντής του σχολείου και ταμίας της 3ης Ενιαίας Σχολικής Επιτροπής, εντούτοις δεν το επέστρεψε ποτέ μέχρι που παραιτήθηκε αλλά υποχρέωνε την επιτροπή να παραλαμβάνει το ταμείο, παρουσία του, τουλάχιστον από 20-6-2007 (...), ακολουθώντας τα δικαιολογητικά, όπως αναγράφονταν στον απολογισμό του οικονομικού έτους, που προσκόμιζε ο κατ/νος, και όχι βάσει του βιβλίου εσόδων -εξόδων, που έπρεπε να προσκομίζει, αυτό, δε, το ενήργησε με πρόθεση, ώστε να μην καταστεί δυνατός και ο έλεγχος των εσόδων. Κατόπιν τούτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της 2ης αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης, σύμφωνα και με τα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ" εξακολούθηση και υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο που ήταν εμπιστευμένο σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 258 περ. α, 98, 242 παρ. 2 - 1 και 263Α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, ως διευθυντής του σχολείου, και όχι ο Σύλλογος Γονέων ήταν αρμόδιος για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της εκδρομής, με την παραδοχή ότι αυτός κατέβαλε στο τουριστικό γραφείο το ποσό των 900 ευρώ, μνημονεύει δε ρητώς και τα σχετικά διπλότυπο δελτίο και δελτίο κινήσεως, τα οποία αξιολόγησε αποδεικτικώς. β) Γίνεται δεκτό, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του Δικαστηρίου, ότι στο άνω ποσό των 900 ευρώ περιλαμβανόταν και το κόστος των διοδίων της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου, γ) Ορθώς το Τριμελές Εφετείο δεν έκανε μνεία περί ενδεχόμενης συμμετοχής απόρων μαθητών δωρεάν, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε, αλλά, και αν είχε προβληθεί, θα ήταν αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν θα είχε υποχρέωση να απαντήσει. γ) Ορθώς ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος και για την υπεξαίρεση του ποσού των 2.600 ευρώ. καθόσον, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ενώ το εισέπραξε στις 12.4.2007, δεν το διέθεσε για το σκοπό που προοριζόταν, αλλά το απέδωσε 16 περίπου μήνες αργότερα (στις 8.8.2008), μετά την εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξετάσεως και ενώ η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου αναζητοι’ )σε αυτό ή τις δαπάνες για την υλοποίηση του προγράμματος "Κ.", δεν ήταν δε αναγκαία περαιτέρω αιτιολογία, ενόψει, μάλιστα, του ότι δεν απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση του δόλου του κατηγορουμένου να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσό. δ) Επαρκώς αιτιολογείται και η υπεξαίρεση του ποσού των 1.524 ευρώ για τις γυναικείες και ανδρικές φορεσιές, δεν ήταν δε αναγκαίο να αναγράφεται ο αριθμός των αγοριών και κοριτσιού που έλαβαν μέρος στη σχετική εκδήλωση, αρκεί το ότι αιτιολογείται ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε το ποσό αυτό από την 3η Ενιαία Σχολική Επιτροπή, παρουσιάζοντας της σχετικό τιμολόγιο. Σαφώς δε αναφέρεται ότι η δαπάνη αυτή αφορούσε την πραγματοποίηση του προγράμματος "Κ.", καμιά δε ασάφεια δεν γεννάται από το ότι το ως άνω τιμολόγιο εκδόθηκε στις 20.12.2006 (πριν από την, κατά τα ανωτέρω, είσπραξη των 2.600 ευρώ). ε) Επαρκώς αιτιολογείται και το έγκλημα της υπεξαγωγής του βιβλίου εσόδων -εξόδων. Η διαφορά του χρόνου που αναφέρεται στο σκεπτικό (τουλάχιστον από 20.6.2007) και στο διατακτικό (25.2.2008) δεν ασκεί, εν προκειμένω, έννομη επιρροή, γιατί δεν επηρεάζει την παραγραφή της πράξεως, δεδομένου ότι από τον προγενέστερο χρόνο (20.6.2007) μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (17.11.2014) δεν είχε παρέλθει οκταετία και, συνεπώς, δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 258 και 242 παρ. 2 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους άνω λόγους, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικοί μέσων (άνω δελτίων, λοιπών εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6 Φεβρουαρίου 2015 (με αριθ. πρωτ. 1238/2015) αίτηση (δήλωση) του Σ. Τ. του Α., για αναίρεση της 872/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσειοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων του διευθυντή δημοτικού σχολείου, που είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 263 Α ΠΚ, ο οποίος ιδιοποιήθηκε μέρος του ποσού που είχε εισπράξει για σχολική εκδρομή, καθώς και ποσό που είχε εισπράξει για τη συμμετοχή του σχολείου του σε σχολικό πρόγραμμα και για την αγορά αθλητικών αμφιέσεων, δεν παρέδωσε δε το βιβλίο εσόδων - εξόδων στον επόμενο ταμία της Σχολικής Επιτροπής, όπου ήταν ταμίας. Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπάλληλος, Υπεξαγωγή εγγράφων, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 674/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου R. S. S. του M., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2370/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1098/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου με αριθμό 57/13.5.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 507 τταρ.1 και 473 παρ.1 και 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, κατά τη συναγόμενη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά στην έκθεση ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 παρ 1 ΚΠΔ {Α.Π 139/2004, Α.Π 219/2014}. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται με άλλο έγγραφο και ειδικότερα με υπόμνημα, που υποβάλλεται μεταγενέστερα είναι απαράδεκτη {Α.Π 127/2014, Α.Π 2237/2009, Α.Π 1052/2007}. Στην προκειμένη περίπτωση όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων S. R. - S. του M., καταδικάστηκε με την 2370/26-6-2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σε ποινή κάθειρξης δέκα επτά (17) ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης από κοινού (κατοχής) ναρκωτικών ουσιών. Η ως άνω απόφαση εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 4-9-2014. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αναίρεση στις 8-10-2014, ήτοι εκπρόθεσμα, χωρίς να επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας που ενδεχομένως θα δικαιολογούσε την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Εξ αυτού του λόγου η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. II. Περαιτέρω ο αναιρεσείων, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης επί λέξη για το ότι "ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΜΟΥ (ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ) ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΑΞΑ". Το περιεχόμενο, όμως, αυτό είναι παντελώς αόριστο, χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένοι και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και χωρίς να προσδιορίζονται ποιες είναι οι τυχόν πλημμέλειες που υπάρχουν στην προσβαλλομένη απόφαση οι οποίες ιδρύουν κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης {Α.Π Ολ.19/2001, Α.Π Ολ.2/2002, Α.Π Ολ.3/1998, Α.Π 915/2011, Α.Π 1233/2009, Α.Π 360/2006}. Και εξ αυτού του λόγου η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Σύμφωνα με τις προηγούμενες αναπτύξεις, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας(άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α. Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η από 8-10-2014 αίτηση αναίρεσης του S. R.-S. του M., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Αλικαρνασσού, κατά της 2370/26-6-2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και Β. Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατ’ αποφάσεως είναι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, δεκαήμερη και αρχίζει από την έκδοση της όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοση της. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠοινΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι αν η απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής αρχίζει από την καταχώρηση της στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 2370/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δεκαεπτά (17) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε την 26 Ιουνίου 2014, με παρόντα τον αναιρεσείοντα. και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 4 Σεπτεμβρίου 2014, όπως αυτό προκύπτει από βεβαίωση της αρμοδίας Γραμματέως επί του σώματος της αποφάσεως, αλλά και από την από 3.11.2014 υπηρεσιακή βεβαίωση της Γραμματέως του Τμήματος Δημοσιεύσεως - Εκκαθαρίσεως -Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών. Όμως, ο αναιρέσεων άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κρατήσεως Ν. Αλικαρνασσού, στις 8 Οκτωβρίου 2014, μετά την πάροδο, δηλαδή, της ως άνω δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, χωρίς σ’ αυτή (δήλωση αναιρέσεως) να επικαλείται ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτη, προεχόντως, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος. κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1.583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθ. εκθ. 63/8 Οκτωβρίου 2014 αίτηση του R. S. S. του M., για αναίρεση της 2370/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία για την αναίρεση. Αν η απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, η προθεσμία αρχίζει από την καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο. Απόρριψη αναιρέσεως ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, γιατί αυτή ασκήθηκε μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας χωρίς να γίνεται επίκληση ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 675/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Ε. Π. του Σ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Χανίων που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 176, 180/2012,15,16,17,18,19,20/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Μ. χήρα Χ. Κ., κάτοικο ... και 2) Σ. Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1163/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από το από 29-10-2013 αποδεικτικό επιδόσεως του Ν. Π., γραμματέα στο ΑΚΚ Αγιάς, ο κρατούμενος αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στα χέρια του ιδίου, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 17/9/2014, που είχεν αρχικά προσδιορισθεί η κρινόμενη από 23/9/2013 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, η υπόθεση αναβλήθηκε με αίτημα του αναιρεσείοντος, λόγω κωλύματος του συνηγόρου του, με την με αρ. 922/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, για τη ρητή δικάσιμο της 10-12-2014, όταν και πάλιν με αίτημα δικηγόρου του αναιρεσείοντος, λόγω αποχής των δικηγόρων, με τη με αρ. 1290/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε για τη νέα ρητή δικάσιμο της 20-5-2015, πλην ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατά την τελευταία αυτή ορισθείσα δικάσιμο, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-9-2013 αίτηση του Ε. Π. του Σ. περί αναιρέσεως της με αρ. 176, 180/2012, 15,16,17,18,19,20/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 670/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3601/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) Δ. Γ. του Φ., κάτοικο ..., 2) Ε. Π. του Ι., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυριάκο Κουτρούλη και 3) Β. Π. του Α., κάτοικο ..., που παρέστη με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο και με πολιτικώς ενάγουσα Σ. Θ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 12/6-4-2015 αίτηση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 411/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των κατηγορουμένων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ.3 προστέθηκαν με το άρθρο 10 του ν. 4274/2014, και ορίζει ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής", προκύπτει ότι η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης της παρ. 3, όχι από τη δημοσίευσή της, αλλά από την καταχώρησή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο του Δικαστηρίου, ενώ αν ουδόλως καταχωρηθεί, η αναίρεση είναι πάντα εμπρόθεσμη. Συνεπώς η κρινόμενη με αρ. 12/6-4-2015 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της με αρ. 3601/2014 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει ότι δημοσιεύθηκε μεν στις 2-2-2015, πλην δεν έχει καταχωρηθεί στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο του άνω εκδόντος αυτήν Δικαστηρίου, που ασκήθηκε την 6-4-2015, είναι εμπρόθεσμη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, της υπερβάσεως εξουσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Απόλυτη ακυρότητα όμως επέρχεται και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Στο άνω άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση • εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως". Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ.ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και δεν απαιτείται για την επέλευση της διακοπής κατά τα παραπάνω της παραγραφής και επίδοση σχετικού δικογράφου προς τους κατηγορουμένους-εναγομένους. Η παραγραφή της πολιτικής αγωγής δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό και πρέπει να προβληθεί από τον κατηγορούμενο στο πρωτόδικο δικαστήριο, αν παρίσταται, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως, αν ήταν απών στον πρώτο βαθμό, πρέπει να προβάλλεται με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της ερήμην καταδικαστικής απόφασης. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ’ ένσταση του υπόχρεου. Εφόσον όμως, η ένσταση της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υποθέσεως, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Αν όμως, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν έχει παραγραφεί, λόγω διακοπής της πενταετούς παραγραφής και δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο και το δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως του κατηγορουμένου, αποβάλλει την πολιτική αγωγή, το Δικαστήριο υποπίπτει στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου της υπερβάσεως εξουσίας, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ και η απόφαση είναι εκ τούτου αναιρετέα. Στην κρινόμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 3601/2015 απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους Β. Π. του Α. και Δ. Γ. του Φ., των κατηγοριών της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφήμησης, και την κατηγορουμένη Ε. Π. του Ι., της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε ψευδείς καταμηνύσεις, ψευδορκίες μαρτύρων και συκοφαντικές δυσφημήσεις, πράξεις που φέρονταν ότι είχαν τελεσθεί από αυτούς στην Αθήνα την 13-7-2007, σε βάρος της Σ. Θ., κατοίκου .... Όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της αποφάσεως αυτής, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, εμφανίστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου η Σ. Θ., δικηγόρος, κάτοικος Αθηνών, και δήλωσε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά των κατηγορουμένων για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ σε βάρος καθενός κατηγορουμένου με επιφύλαξη, για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που φέρονται ότι έχουν τελέσει σε βάρος της. Κατά της δήλωσης αυτής οι κατηγορούμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις, ισχυριζόμενοι ότι η ασκούμενη δι’ αυτής αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τα αδικήματα που τους αποδίδονται, έχει υποπέσει σε παραγραφή και δεν δικαιούνται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, έκανε δεκτή την ένστασή αυτή και με την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέβαλε την Σ. Θ. από την πολιτική αγωγή, με το εξής αιτιολογικό: " Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 51ο παρ. ι στοιχ. Α Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992), μεταξύ των οποίων και εκείνη, που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή, εκτός αν ο κατηγορούμενος πρότεινε την σχετική ένσταση. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παρ.2 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από το δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα πρόσωπο (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση... εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμου παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 του Α.Κ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 101 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α1 74/20.03.2013, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Με έγερση αγωγής εξομοιώνεται κάθε επιθετική πράξη του δικαιούχου κατά του υπόχρεου, η οποία έχει ως σκοπό την με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο ικανοποίηση της επίδικης αξιώσεως, όπως είναι η ανταγωγή, η προσεπίκληση, η κυρία παρέμβαση και η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ. 153/2000, ΑΠ 80/2009), ενώ "διαδικαστική πράξη" κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 261 Α.Κ. είναι κάθε πράξη διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου του ή πληρεξουσίων των ή της δικαστικής Αρχής, η οποία περιέχει τα στοιχεία της δικαστικής ενεργείας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (ΑΠ 114/2010). Ομοίως, την παραγραφή διακόπτουν επίσης, κατ’ άρθρον 264 Α.Κ., 1) η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο, 2) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση, 3) η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό και 4) η υποβολή ενστάσεως συμψηφισμού της αξιώσεως (Α.Π. 343/ 2012). Τέτοια άσκηση αγωγής, που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. (Α.Π. 617/2010), νοούμενης αυτής ως δήλωσης, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ποινικού δικαστηρίου και όχι με την υποβολή της έγκλησης-μήνυσης πριν ακόμη αρχίσει η ποινική προδικασία, με την οποία (έγκληση-μήνυση) κοινοποιεί την βούλησή του να επιδιώξει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής δεν νοείται η διαλαμβανόμενη στην έγκληση-μήνυση δήλωση του εγκαλούντος αλλά η stricto sensu δήλωση, που γίνεται προφορικά ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου, καταχωρούμενη στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, έτσι ώστε να τύχει της ανάλογης δημοσιότητας, προκειμένου να λάβει γνώση και ο οφειλέτης, την οποία σε καμία περίπτωση δεν λαμβάνει κατά την υποβολή της έγκλησης-μήνυσης, με την οποία καταγγέλλει την σε βάρος του τέλεση της αξιόποινης πράξης, εξομοιούμενου ενός τέτοιου δικογράφου μόνο με την άσκηση αγωγής, οπότε αυτή εξομοιώνεται με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ενώπιον των Αστικών Δικαστηρίων της αγωγής, συντελούμενης της άσκησης αυτής με την επίδοση της αγωγής προς τον εναγόμενο, επέχουσα τη θέση διαδικαστικής πράξης. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπάγεται κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη διακοπή της παραγραφής θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. (Α.Π.74/2013). Η παραδοχή άλλωστε της αντίθετης άποψης θα επέφερε διάσπαση των lato sensu περιγραφόμενων διακοπτικών γεγονότων, που ορίζονται στο Νόμο, όπως η άσκηση αγωγής, η αναγγελία της απαίτησης, η από πλευράς του οφειλέτη αναγνώριση της απαίτησης κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποστηριχθεί η αντίθετη άποψη, που υποστηρίζεται και αυτή, ο δανειστής, στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία προβάλλεται από τον οφειλέτη η ένσταση παραγραφής και προς απόκρουση της, οφείλει, ως φέρων το προς τούτο δικονομικό βάρος διάδικος, να προσκομίσει την έκθεση επίδοσης, έτσι ώστε να αποδείξει ότι όντως συντελέστηκε η διακοπή της παραγραφής με τέτοιου είδους δικόγραφο, καθώς μόνη η υποβολή έγκλησης, ακόμη και αν θεωρηθεί ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, δεν αρκεί αλλά απαιτείται και η επίδοση στον οφειλέτη αντιγράφου αυτής, προκειμένου ο τελευταίος να λάβει γνώση της δήλωσης αυτής, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα λοιπά εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκαλούσα-μηνύτρια Σ. Θ. και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία υπέβαλε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, ήτοι, αξίωσε χρηματική ικανοποίηση λόγω της επικαλούμενης από την ίδια ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις, που τέλεσαν σε βάρος της οι κατηγορούμενοι, κατά τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας-μηνύτριας, δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Κατ’ αυτής της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, οι κατηγορούμενοι αντέλεξαν, προτείνοντας την ένσταση παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα. Η ένσταση αυτή, που προβλήθηκε παραδεκτά, είναι νόμιμη και πρέπει να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, διότι από το φερόμενο ως χρόνο τέλεσης της πράξης (13-11-2007) μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών χωρίς να συντελεστεί οποιοδήποτε διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, όπως άσκηση αγωγής κ.λ.π., με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένου ότι δεν αρκεί η υποβολή της έγκλησης- μήνυσης σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης της ποινικής διαδικασίας, συνεκτιμώμενης μάλιστα της παράλειψης της εγκαλούσας-μηνύτριας, ως φέρουσας το βάρος της απόδειξης διαδίκου να προσκομίσει αποδεικτικό ή έκθεση επίδοσης της κατά τα παραπάνω έγκλησης-μήνυσης στους κατηγορούμενους, έτσι ώστε οι τελευταίοι να λάβουν γνώση της επιδίωξής της για επιδίκαση του χρηματικού ποσού των 44,00 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της επικαλούμενης από αυτήν ηθικής βλάβης, εάν ήθελε κριθεί ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός η υποβολή έγκλησης-μήνυσης από την πλευρά της σε βάρος των κατηγορουμένων".Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις, στην συνέχεια δε αποβάλλοντας από την ποινική διαδικασία, τη δηλωθείσα πολιτική αγωγή της Σ. Θ., υπερέβη την εξουσία του, καθόσον σύμφωνα με αυτά που αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη και όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η αξίωση της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας, δεν είχεν υποκύψει σε πενταετή παραγραφή, καθόσον η αρχική της δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για αξιόποινες πλημμεληματικές πράξεις, που είχαν τελεσθεί την 13-11-2007, έγινε νόμιμα με την υποβολή της αρμοδίως και νομοτύπως κατατεθείσης από 25-9-2012 εγκλήσεώς της, δηλαδή πριν από την παρέλευση πενταετίας, αρκούσε δε η δήλωση αυτή για την διακοπή της παραγραφής, χωρίς να απαιτείται και επίδοση σχετικού δικογράφου στους εγκαλούμενους-κατηγορουμένους, η δε διακοπείσα και εκ νέου αρξαμένη παραγραφή, δεν συμπληρώθηκε μέχρι την 2-2-2015, (8ετία), οπότε επαναλήφθηκε αυτή, κατά τη συνεδρίαση του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, όπου δηλώθηκε εκ νέου η παράσταση πολιτικής αγωγής. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός συναφής λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 3601/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο το εκδόν Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αρ. 3601/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αφορά τους αθωωθέντες κατηγορούμενους Β. Π., Δ. Γ. και Ε. Π., Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η'του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για υπέρβαση εξουσίας, για μη νόμιμη αποβολή της πολιτικής αγωγής ως παράνομης παράστασης για δήθεν παραγραφή αυτή .
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αναιρέσεως παραδοχή, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 667/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Ρ. του Η., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Βλαδίκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 39371/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Β. Μ. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 223/2015. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 397 παρ. 1 και 3 του ΠΚ: "1. Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του βλάπτοντας, καταστρέφοντας η καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη μορφή σύμφωνα με άλλη διάταξη. 3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της καταδολιεύσεως δανειστών μπορεί να τελεστεί με τέσσερις τρόπους, ήτοι α) με βλάβη, καταστροφή ή εκμηδένιση της αξίας οπουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη. Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Μεταξύ δράστη και παθόντος πρέπει να υπάρχει σχέση δανειστή και οφειλέτη από κάποια νόμιμη αιτία (π.χ. αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα), αρκεί να είναι βάσιμη, αληθινή και δικαστικώς επιδιώξιμη, χωρίς να απαιτείται να είναι ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη, δικαστικά αναγνωρισμένη ή να έχει επιδοθεί στον οφειλέτη αγωγή περί αυτής. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση της υπάρξεως της απαιτήσεως του δανειστή από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση του δράστη να ματαιώσει ολικά ή μερικά την ικανοποίησή του με ένα από τους άνω τρόπους. Περαιτέρω, περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη νοούνται αυτά που υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση. Κατά δε τη διάταξη του αρθρ. 1166 του ΑΚ, η επικαρπία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη, η άσκησή της όμως μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρ. 1164 του ΑΚ, που δεν αφορά πάντως την παρούσα υπόθεση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η άσκηση της επικαρπίας, ως αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα, υπόκειται με τη μορφή του ειδικού περιουσιακού στοιχείου σε κατάσχεση κατά τις διατάξεις των αρθρ. 1022 επ. του ΚΠολΔ. Σε κατάσχεση, όμως, υπόκειται και η ίδια η επικαρπία ως εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας, έστω και αν πρόκειται για αμεταβίβαστη επικαρπία, όπως αυτό συνάγεται από το αρθρ. 992 του ΚΠολΔ, που δεν περιορίζει τα δυνάμενα να κατασχεθούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο, σε συνδυασμό με το αρθρ. 1259 ΑΚ, που ορίζει ότι η υποθήκη αποκτάται μόνο σε ακίνητα που μπορούν να εκποιηθούν, καθώς και στην επικαρπία τέτοιων ακινήτων, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί. Εφόσον δηλαδή η επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης, άρα και αναγκαστικής εκποιήσεως υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή, αποτελεί, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αντικείμενο κατασχέσεως από όλους τους δανειστές του επικαρπωτή και όχι μόνον από τους ενυπόθηκους. Αφού, λοιπόν, η επικαρπία υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών. Τέλος, η απαλλοτρίωση μπορεί να τελεσθεί και με την παραίτηση από μέρους του δράστη - οφειλέτη από την επικαρπία υπέρ του ψιλού κυρίου του ακινήτου. Χρόνος δε τελέσεως της πράξεως είναι ο χρόνος μεταγραφής του συμβολαίου που συντάχθηκε για την παραίτηση από την επικαρπία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΟλΑΠ 3/1998). Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Τέλος, η απόφαση επί εγκλήματος διωκομένου κατ’ έγκληση, εφόσον η τελευταία αυτή υποβλήθηκε μετά παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους αυτής. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύονται οι ως άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 39371/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα καταδολιεύσεως δανειστών σε βάρος της Β. Μ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Η πολιτικώς ενάγουσα Β. Μ. του Ν. είχε χρηματική απαίτηση έναντι του τέως συζύγου της, με τον οποίο βρίσκονται σε διάσταση από το 1994, και νυν κατηγορουμένου Α. Ρ. για συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η οποία αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την υπ' αριθ. 7087/4.10.2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο εκεί εναγόμενος και νυν κατηγορούμενος να καταβάλλει στην εκεί ενάγουσα και νυν πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των 47.337 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ο τελευταίος όμως προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της σε βάρος του απαίτησης της πολιτικώς ενάγουσας προέβη στις 14-3-2007, ήτοι μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 6245/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της νυν πολιτικώς ενάγουσας και ένα περίπου μήνα μετά τη συζήτηση στις 8.2.2007 των εφέσεων αυτού και της νυν πολιτικώς ενάγουσας κατά της με αριθμό 6245/2005 απόφασης, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ' αριθ. 7087/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στην απαλλοτρίωση των μοναδικών περιουσιακών του στοιχείων. Ειδικότερα δυνάμει του υπ' αριθ. .../14-3-2007 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταμάτη Κατατόδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Περιστεριού στον τόμο … και με αριθμό 336, ο κατηγορούμενος ελευθέρως, αβιάστως, οικειοθελώς και χωρίς κανένα αντάλλαγμα παραιτήθηκε ρητά και ανεπιφύλακτα από το δικαίωμα επικαρπίας που είχε επί δύο αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) πολυκατοικίας, επί της οδού ... και ... στο ... υπέρ της ψιλής κυρίας και θυγατέρας του από τον πρώτο γάμο του, Ν. Ρ. του Α. και της Ρ., η οποία κατέστη κατ' αυτόν τον τρόπο αποκλειστική κυρία αυτών. Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος επικαρπίας του κατηγορούμενου στις ως άνω δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι στην οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου (Α) υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, εμβαδού αυτής 86,50 τμ με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 33,75/100 εξ αδιαιρέτου και της οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου (Β') υπέρ το ισόγειο ορόφου της ιδίας πολυκατοικίας, εμβαδού αυτής 86,50 τμ με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 33,75/100 εξ αδιαιρέτου, ανερχόταν κατά το ως άνω συμβόλαιο σε 45.001,74 ευρώ. Σημειωτέον ότι η θυγατέρα του κατηγορούμενου ήταν ήδη από το έτος 1995 ψιλή κυρία των δύο ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών με γονική παροχή από τον κατηγορούμενο. Όταν η πολιτικώς ενάγουσα επέσπευσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση στις 7.1.2009 στον κατηγορούμενο αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθ. 7087/2007 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την κάτω από αυτό επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 121.423 ευρώ (ήτοι 47.337 ευρώ για κεφάλαιο, 65.396 ευρώ για τόκους κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής μέχρι 12.12.2008, 3000 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 4060 ευρώ για απόγραφο και απογραφόσημο, 1500 ευρώ για δικαιώματα σύνταξης της επιταγής, 50 ευρώ για αντίγραφο απογράφου και 80 ευρώ για παραγγελία προς επίδοση), διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει ουσιαστικά στην ως άνω θυγατέρα του τα εμπράγματα δικαιώματά του στα δύο μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία και ότι δεν είχε άλλη περιουσία προς ικανοποίηση της απαίτησής της. Μάλιστα η πολιτικώς ενάγουσα προσπάθησε να κάνει κατάσχεση εις χείρας τρίτων τραπεζών απαιτήσεων του κατηγορουμένου πλην όμως δεν βρέθηκαν καταθέσεις του κατηγορούμενου σε τράπεζες. Την ως άνω απαλλοτριωτική πράξη της εκ μέρους του κατηγορούμενου παραίτησης από το δικαίωμα επικαρπίας του υπέρ της θυγατέρας του, Ν. Ρ., ο κατηγορούμενος ενήργησε στις 14.3.2007 με πρόθεση καθώς γνώριζε τόσο την ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έναντι αυτού, η οποία είχε επιδικασθεί πρωτοδίκως για μεγαλύτερο ποσό με την υπ' αριθ. 6245/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αναμενόταν και η τελεσίδικη επιδίκασή της όσο και το ότι κατόπιν της ως άνω μεταβίβασης δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την αξίωση αυτή της πολιτικώς ενάγουσας δεδομένου ότι στερείτο παντελώς άλλων περιουσιακών στοιχείων τόσο κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης όσο και κατά τον χρόνο της επίσπευσης της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του από την πολιτικώς ενάγουσα, γεγονός που άπαντες οι μάρτυρες ακόμη και οι υπεράσπισης παραδέχθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ότι δηλαδή μετά την ως άνω παραίτηση από το δικαίωμα επικαρπίας δεν του απέμεινε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί την παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα επικαρπίας επί των ως άνω δύο διαμερισμάτων υπέρ της θυγατέρας του. Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο πείσθηκε απόλυτα ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε στις 14-3-2007 με πρόθεση προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της πολιτικώς ενάγουσας απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα περιουσιακά του στοιχεία και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σε αυτόν με το κατηγορητήριο πράξης". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η επικαρπία, και όχι μόνο η άσκησή της, υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση και, συνεπώς, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών. β) Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο θεώρησε, μεν, ως χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως το χρόνο συντάξεως του συμβολαίου, με το οποίο έγινε η παραίτηση από την επικαρπία, (14.3.2007) και όχι τον (μεταγενέστερο) χρόνο της μεταγραφής αυτού, τον οποίο δεν αναφέρει στην απόφασή του. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σφάλμα αυτό, δηλαδή η προς τα πίσω μετάθεση του χρόνου τελέσεως της πράξεως και η μη μνεία του χρόνου μεταγραφής, δεν ασκεί έννομη επιρροή, γιατί δεν επηρεάζει την παραγραφή, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (15.10.2014), δεδομένου ότι από τις 14.3.2007 μέχρι τότε δεν είχε παρέλθει οκταετία. γ) Το Δικαστήριο επαρκώς αιτιολογεί και το χρόνο, κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, με την παραδοχή, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, ότι διαπίστωσε αυτή την εν λόγω μεταβίβαση (παραίτηση από την επικαρπία) όταν επέσπευσε κατά του κατηγορουμένου αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση της από 7.1.2009 επιταγής. δ) Ακόμη, αιτιολογείται και ο δόλος του αναιρεσείοντος, ότι, δηλαδή, αυτός γνώριζε ότι η εγκαλούσα είχε απαίτηση εναντίον του, η οποία είχε επιδικασθεί πρωτοδίκως και αναμενόταν και η έκδοση της αποφάσεως του Εφετείου και ότι, μετά την παραίτηση από την επικαρπία, δεν του απέμενε, πλέον, κανένα περιουσιακό στοιχείο, ενόψει, μάλιστα, του ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι δικαστικώς επιδιώξιμη και σε περίπτωση διαστάσεως των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία έτη (άρθρο 1400 παρ. 2 ΑΚ) και όχι μόνο όταν ο γάμος λυθεί αμετάκλητα. Δεν απαιτείται δε, κατά τα προεκτεθέντα, να είναι εκκαθαρισμένη, δικαστικά αναγνωρισμένη ή να έχει επιδοθεί στον οφειλέτη αγωγή περί αυτής. Και βεβαίως ο χρόνος τελέσεως δεν μπορούσε να αναχθεί στο 1995, οπότε αυτός είχε μεταβιβάσει στην κόρη του μόνο την ψιλή κυριότητα των ιδιοκτησιών του και, επομένως, δεν είχε αποξενωθεί εντελώς από τα περιουσιακά του στοιχεία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1166 εδ. α του ΑΚ, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 397 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. β του ΚΠοινΔ, ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ένας λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως θα κριθεί βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει και ότι το αξιόποινο της πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε, έχει παραγραφεί, αφού από το φερόμενο χρόνο τελέσεώς της (14.3.2007) μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της οκταετίας (η οποία συμπληρώθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως) και, επομένως, πρέπει να παύσει οριστικά, γι’ αυτήν, η ποινική δίωξη. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, απαράδεκτος, γιατί κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν κρίνεται βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28 Ιανουαρίου 2015 (με αριθ. πρωτ. 916/2015) αίτηση (δήλωση) του Α. Ρ. του Η., για αναίρεση της 39371/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για καταδολίευση δανειστών του οφειλέτη, κατά του οποίου η σύζυγος του, με την οποία βρίσκεται σε διάσταση, έχει αξίωση στα αποκτήματα, που παραιτήθηκε από την επικαρπία επί ιδιοκτησιών του και δεν του απέμενε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Στοιχεία εγκλήματος. Η επικαρπία, έστω και αν είχε ορισθεί αμεταβίβαστη, υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση και μπορεί να είναι αντικείμενο καταδολιεύσεως. Χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος της μεταγραφής. Το ότι, όμως, το Δικαστήριο εξέλαβε ως χρόνο τελέσεως αυτόν, κατά τον οποίο καταρτίσθηκε το συμβόλαιο, δεν ασκεί επιρροή, γιατί δεν επηρεάζεται η παραγραφή της πράξεως. Επαρκώς αιτιολογείται ο χρόνος, κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, καθώς και ο δόλος του αναιρεσείοντος. Λόγος περί παραγραφής, γιατί μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και μέχρι το αμετάκλητο αυτής συμπληρώθηκε οκταετία, είναι απαράδεκτος, γιατί δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας λόγος αναιρέσεως (άρθρ. 511 εδ. β ΚΠΔ). Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Καταδολίευση δανειστών.
0
Αριθμός 666/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Π. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μίγγο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 755/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Δράμας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναίρεσης η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 161/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 19 του ν. 2523/1997 "διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" ορίζει στην παρ. 5, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 76 του ν. 3842/2010 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 3888/2010, ότι: "Επίσης, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13. ...". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 755/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Δράμας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 19§5 του ν. 2523/1997 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης τα οποία θεμελιώνουν τόσο την πράξη αυτή όσο και την υπαιτιότητα (δόλο) του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στη Δράμα, την 30η-6-2011, υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη ατομικής επιχείρησης με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση καταστήματος πώλησης ειδών εξοπλισμού καταστημάτων, ενώ πώλησε στον K. K., ένα σύστημα ηλιακού θερμοσίφωνα αντί συνολικού τιμήματος 720 ευρώ, εξέδωσε για τη συναλλαγή αυτή μία απόδειξη λιανικής πώλησης από την εγκατεστημένη Φ.Τ.Μ. του Ν. 1809/1988 με αριθμό μητρώου ... αξίας 150 ευρώ, δηλαδή απόδειξη λιανικής πώλησης με ανακριβές περιεχόμενο ως προς το ύψος του τιμήματος, με τη συνολική αποκρυβείσα αξία να ανέρχεται στο ποσό των 570 ευρώ. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε προηγηθεί η πώληση προς τον K. K. άλλου θερμοσίφωνα με χωρητικότητα 150 λίτρων, ότι ο αγοραστής επέστρεψε τον εν λόγω θερμοσίφωνα, όταν ανακάλυψε ένα χτύπημα που ναι μεν δεν επηρέαζε τη λειτουργικότητα, αλλά ήταν αντιαισθητικό και ότι επειδή δεν υπήρχε άλλος θερμοσίφωνας ίδιας χωρητικότητας συμφώνησαν στις 30.6.2011 την αγορά άλλου θερμοσίφωνα με χωρητικότητα 200 λίτρων. Ότι ως εκ τούτου η απόδειξη των 150 ευρώ ήταν η διαφορά των δύο συναλλαγών. Ο σχετικός ισχυρισμός αξιολογείται ως αναληθής. Ο K. K. που κατά τον υπερασπιστικό ισχυρισμό είναι επαγγελματίας του είδους αφού φέρεται ότι προόριζε τον θερμοσίφωνα για μεταπώληση δεν θα υποβαλλόταν στον κόπο και στη δαπάνη επιστροφής του (υποτιθέμενου) ελαττωματικού θερμοσίφωνα από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα για ένα (υποτιθέμενο) χτύπημα που αφορούσε (κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου πάντοτε) μόνον στην αισθητική και όχι στη λειτουργικότητα του θερμοσίφωνα και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση με τον πωλητή. Σημειώνεται ότι η συζήτηση για την επιστροφή (υποτίθεται κατά τους ισχυρισμούς πάντοτε της υπεράσπισης) ότι έγινε το πρώτον στο κατάστημα του κατηγορουμένου και μάλιστα με νοήματα. Η κατάθεση του μάρτυρα Π. Τ. αξιολογείται ως μη πειστική. Σημειώνεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι υπάλληλος του κατηγορουμένου και τελώντας σε υπαλληλική εξάρτηση καταθέτει τα αναληθή που του υπέδειξε ο κατηγορούμενος. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ούτε για τον υποτιθέμενο θάνατο του K. K., ο οποίος με κατάθεσή του θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τον υπερασπιστικό ισχυρισμό. Σημειώνεται ότι αν και ο κατηγορούμενος μεταβαίνει με ευχέρεια στη Βουλγαρία (αφού μετέβη - κατά τους ισχυρισμούς του - πέντε με έξι φορές, για να αναζητήσει τον αγοραστή) δεν επιμελήθηκε να προσκομίσει ληξιαρχική πράξη θανάτου του τελευταίου. Σημειώνεται ότι ο θάνατος του ανωτέρω δεν αποδεικνύεται από φωτοτυπία αγγελτηρίου θανάτου, το οποίο ευχερέστατα μπορεί να τυπωθεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο K. K. απεβίωσε όντως στις 29.3.2013, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι, όταν ρωτήθηκε σχετικά από τον υπάλληλο του Τελωνείου Εξοχής Κ. Μ., του απάντησε ότι - καίτοι έλαβε μόνον την απόδειξη των 150,00 ευρώ που είχε μαζί του - αγόρασε τον θερμοσίφωνα για το ποσό των 720,00 ευρώ, το οποίο είναι και το αληθές. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη". Με αυτά που δέχθηκε, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 19 παρ. 5 του ν. 2523/1997, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το σκεπτικό δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αλλά περιέχει, με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του και όχι μόνο από μερικά από αυτά. β) Δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως η ύπαρξη του δόλου, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ενυπάρχει αυτός στη θέληση παραγωγής και στην πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ενδίκου εγκλήματος. γ) Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι "είχε προηγηθεί η πώληση προς τον K. K. άλλου θερμοσίφωνα με χωρητικότητα 150 λίτρων, ότι ο αγοραστής επέστρεψε τον εν λόγω θερμοσίφωνα, ... ως εκ τούτου η απόδειξη των 150 ευρώ ήταν η διαφορά των δύο συναλλαγών" είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα, τον έκρινε αναληθή, αιτιολογώντας ειδικώς την κρίση του αυτή, με τη σκέψη ότι, για το λόγο που έχει αναφερθεί παραπάνω, ο αγοραστής δεν θα υποβαλλόταν στον κόπο και στη δαπάνη επιστροφής του από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. δ) Ορθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά που είχε αποκρυβεί ανερχόταν στο ποσό των 570 ευρώ (720 - 150) και δεν είχε δικαίωμα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, να αφαιρέσει από το ποσό αυτό τον φ.π.α. που αναλογούσε, ώστε να προκύπτει διαφορά μικρότερη. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 5 του ν. 2523/1997, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (αποδείξεων λιανικής πωλήσεως που είχε προσκομίσει ο αναιρεσείων, ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως τελωνειακού υπαλλήλου Π. Μ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19 Ιανουαρίου 2015 (με αριθ. πρωτ. 675/2015) αίτηση (δήλωση) του Κ. Π. του Π., για αναίρεση της 755/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παράβαση άρθρ. 19 παρ. 5 ν. 2523/1997 εμπόρου, ο οποίος, για πώληση ηλιακού θερμοσίφωνα, εξέδωσε απόδειξη με ανακριβές περιεχόμενο (μικρότερης αξίας από το τίμημα που εισπράχθηκε). Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 665/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Ρ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 4134/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "Τειρεσίας ΑΕ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευσταθία Τομπουλίδη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 67/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται ότι "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου του ΠΚ, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 1β του άρθρου 25 του ν. 4055/2012). Με την ίδια ποινή τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το νέο ποσό των 30.000 αναπροσαρμόστηκε με την παρ. 2α του άρθρου 25 του ιδίου ως άνω ν. 4055/2012). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του ΠΚ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠ Ολ 3/2008). Με τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ’ του ΠΚ, ορίζεται ότι "κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος", ενώ ‘ ‘ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως εγκλήματος κατ’ επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή, όμως, της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατά συνήθεια, απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Δεν συντρέχει, λοιπόν, κατά συνήθεια τέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικά χρήση πλαστού εγγράφου, όταν ο κατηγορούμενος καταστήσει προσιτό το πλαστό έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ’ αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει γνώση πράγματι ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αρ. 4134/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών , η αναιρεσείουσα δικηγόρος κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία (4-1), από κοινού με την συγκατηγορουμένη της αστυνομικό υπάλληλο Α. Κ., κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, με όφελος συνολικού ποσού 39.000 ευρώ και αντίστοιχη ζημία, ήτοι άνω των 30.000 ευρώ, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ. α’ του ΠΚ, και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών σε καθεμία, μετατραπείσα σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ την ημέρα. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της πλειοψηφούσας γνώμης του δικαστηρίου σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αρ. 4134/2013 αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υποθέσεως, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά πιστή μεταφορά τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα στο Δικαστήριο τούτο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της παρούσας κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εγκαλούσα και πολιτικώς ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Ανώνυμη Εταιρεία" και το διακριτικό τίτλο "Τειρεσίας " έχει ως σκοπό την προαγωγή και προστασία του θεσμού της πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών, επεξεργάζεται στοιχεία των συναλλαγών και της πιστοληπτικής ικανότητας των συναλλασσόμενων που καταχωρεί σε αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση μόνο τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εταιρίες διαχείρισης πιστωτικών καρτών και φορείς του Δημοσίου. Η δεύτερη κατηγορούμενη Α. Ρ., δικηγόρος Αθηνών, ευρισκόμενη κατά τους επίδικους χρόνους σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, επειδή είχε τεθεί σε προσωρινή παύση από το δικηγορικό λειτούργημα, κατέστρωσε και έθεσε σε εφαρμογή εγκληματικό σχέδιο παράνομου πλουτισμού. Ειδικότερα ασχολούμενη επαγγελματικά με τη διαγραφή δυσμενών οικονομικών στοιχείων, που διάφορα άτομα είχαν στην εταιρία με την επωνυμία "Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Ανώνυμη Εταιρεία" και το διακριτικό τίτλο " Τειρεσίας", και γνωρίζοντας πολύ καλά τη λειτουργία του συστήματος της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από 22 Αυγούστου 2001 έως 29 Σεπτεμβρίου 2003 υπέβαλε ως πληρεξούσια και για λογαριασμό των Α. Κ., Σ. Μ., Χ. Μ., Σ. Λ., Ζ. Σ., Α. Β. και Π. Μ., που ήσαν οφειλέτες από συναλλαγματικές, επιταγές και διαταγές πληρωμής, αιτήσεις αυτών, στις οποίες επισύναψε πλαστές υπεύθυνες δηλώσεις του νόμου 1599/1986, στις οποίες δηλώνονταν ανακριβώς και με πλαστογράφηση της υπογραφής των δανειστών ότι είχαν εξοφληθεί τα ως άνω αξιόγραφα και διαταγές πληρωμής, προκειμένου να επιτύχει τη διαγραφή των ως άνω οφειλετών από το σύστημα καταγραφής οφειλετών της εταιρίας " Τειρεσίας Α.Ε.". Την πλαστογραφία των ανωτέρω εγγράφων η κατηγορούμενη Α. Ρ. τέλεσε με πρόθεση και μετά από συναπόφαση από κοινού με την πρώτη κατηγορούμενη Α. Κ., αρχιφύλακα της ΕΛ.ΑΣ., η οποία υπηρετούσε ως αστυνομικός υπάλληλος στο Τμήμα Μεταγωγών Δικαστηρίων Πειραιά και η οποία προέβαινε στη "θεώρηση" του γνήσιου της υπογραφής των δανειστών. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενες με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, προκειμένου να επιτύχουν την παραπλάνηση των αρμόδιων υπαλλήλων της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας "Τ. Α.Ε.", ότι οι προαναφερόμενοι Α. Κ., Σ. Μ., Χ. Μ., Σ. Λ., Ζ. Σ., Α. Β. και Π. Μ., που όφειλαν διάφορα ποσά από αξιόγραφα και διαταγές πληρωμής, έχουν εξοφλήσει τις οφειλές τους προς τους δανειστές τους και ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή τους από το αρχείο των προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα, ώστε εφεξής στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο και τις τράπεζες να τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης όσον αφορά παντός είδους χρηματοδοτήσεις, λήψεις δανείων, χορηγήσεις κάθε είδους πιστώσεων, πιστωτικών καρτών, μπλοκ επιταγών κλπ, υπέβαλαν πλαστές υπεύθυνες δηλώσεις του νόμου 1599/1986, τις οποίες κατάρτιζαν από κοινού και στις οποίες οι δανειστές φέρεται να δηλώνουν ότι οι οφειλέτες τους έχουν εξοφλήσει τη συγκεκριμένη επιταγή ή συναλλαγματική ή διαταγή πληρωμής, κατά περίπτωση, στη θέση δε "ο δηλών" έθεταν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του δανειστή και ακολούθως προέβαιναν και σε "θεώρηση" της γνησιότητας της υπογραφής "του δηλούντος", χρησιμοποιώντας προς τούτο την τετράγωνη και στρογγυλή σφραγίδα του Τμήματος Μεταγωγών Δικαστηρίων Πειραιά της ΕΛ.ΑΣ. και υπό την ένδειξη "Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας", τις περισσότερες φορές ανέγραφαν "Κ. Ν., Ανθ/μος" και έθεταν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του, άλλες δε δύο φορές το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα της πρώτης των κατηγορουμένων "Α. Κ., Αρχιφύλακας" και υπέγραφε ακολούθως αυτή και με αυτόν τον τρόπο φέρεται ότι θεωρούσε το γνήσιο της υπογραφής των δανειστών που ποτέ δεν εμφανίστηκαν σ’ αυτήν. Σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο φθάνει στο ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων (39.000) ευρώ, το οποίο και αποκόμισαν, αφού για κάθε αίτηση που υπέβαλαν στην " Τειρεσίας Α.Ε." λάμβαναν από τους οφειλέτες τουλάχιστον το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, συνολικά δε για τις δέκα τρεις (13) περιπτώσεις, που αναφέρονται παρακάτω το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων (39.000) ευρώ [13 Χ 3.000 = 39.000]. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενες τελούν πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού διέπραξαν επανειλημμένα το έγκλημα της πλαστογραφίας, καθόσον πρόκειται για δεκατρείς (13) περιπτώσεις πλαστογραφιών, και προκύπτει σκοπός των κατηγορούμενων δραστών να πορισθούν εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του, όπως και πορίσθηκαν το ποσό των 39.000 ευρώ από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, διαπιστώθηκε δε περαιτέρω ότι οι εν λόγω κατηγορούμενες ενήργησαν όχι ευκαιριακά αλλά βάσει πολύ καλά καταστρωμένου και εφαρμοσθέντος σχεδίου δράσης και ότι είχαν αναπτύξει αξιόλογη υποδομή με γραφεία, έγγραφα, σφραγίδες, αγορές υπεύθυνων δηλώσεων, χρησιμοποίηση του ονοματεπώνυμου συναδέλφου της πρώτης κατηγορούμενης στο Τμήμα Μεταγωγών Δικαστηρίων Πειραιά, δηλαδή του ανθυπαστυνόμου Ν. Κ., είχαν οργανωμένη ετοιμότητα με όλα τα ανωτέρω μέσα για την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας, από την οποία (επανειλημμένη τέλεση) προκύπτει ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Επομένως πρέπει κατά την πλειοψηφούσα γνώμη να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός της υπεράσπισης των κατηγορουμένων περί παραγραφής και να κηρυχθούν οι κατηγορούμενες ένοχες του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια άνω των 15.000 ευρώ με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α’ του Ποινικού Κώδικα". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τις κατηγορούμενες έ ν ο χ ες του ότι: "(1) Οι κατηγορούμενες Α. Κ. και Α. Ρ., Δικηγόρος Αθηνών, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατάρτισαν πλαστά έγγραφα και έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Διαπράττουν δε πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα στην Αθήνα κατά τους παρακάτω χρόνους, κατάρτισαν, εξ υπαρχής τα κατωτέρω πλαστά έγγραφα, ήτοι υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν.1599/86, καθώς και άλλα έγγραφα με το εξής ψευδές περιεχόμενο : 1) κατά το αμέσως προηγούμενο της 23.6.2003 χρονικό διάστημα την από 18.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Ε. Δ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής των με αριθμό ... συναλλαγματικών ποσού 1467,35 ευρώ η κάθε μία και λήξεως την 8.3.2000, 10.3.2000, 20.3.2000 και 30.3.2000 αντίστοιχα, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο Α. Κ. φέρεται, ότι δηλώνει ότι ο τελευταίος εξόφλησε τις εν λόγω συναλλαγματικές και ουδεμία απαίτηση διατηρεί από την αιτία αυτή και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ε. Δ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. -ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του δηλούντος. 2) Κατά το αμέσως προηγούμενο της 23.6.2003 χρονικό διάστημα την από 18.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Ε. Δ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής της με αριθμό ... επιταγής πληρωτέας επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που εξέδωσε ο Α. Κ. στις 20.2.99 ποσού 1.000.000 δρχ. φέρεται ότι δηλώνει ότι ο Α. Κ. εξόφλησε την εν λόγω επιταγή και ουδεμία απαίτηση διατηρεί από την αιτία αυτή και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ε. Δ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. -ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 3) κατά το αμέσως προηγούμενο της 27.6.2003 χρονικό διάστημα την από 24.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Α. Κ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής της με αριθμό ... επιταγής πληρωτέας επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που εξέδωσε ο Α. Κ. την 6.2.99 ποσού 650.000 δρχ. φέρεται ότι δηλώνει ότι ο Α. Κ. εξόφλησε την εν λόγω επιταγή και ουδεμία απαίτηση διατηρεί και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Α. Κ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. - ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 4) κατά το αμέσως προηγούμενο της 31.7.2003 χρονικό διάστημα την χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση του Σ. Γ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής των με αριθμό ..., ... συναλλαγματικών ποσού 293,47 ευρώ η πρώτη και 586,94 ευρώ κάθε μία από τις λοιπές και λήξεως 30.8.2001, 30.1.2002, 30.3.2001, 30.4.2001, 30.12.2001, 30.11.2001 και 30.10.2001 αντίστοιχα, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο Α. Κ. ουδέν δηλώνει και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Σ. Γ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις. "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής ανέγραψαν "Κ. Ν. - Ανθ/μος" και έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, ο οποίος με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 5) κατά το αμέσως προηγούμενο της 29.9.2003 χρονικό διάστημα την χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση του Σ. Γ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής των προαναφερθέντων (υπό 4) με αριθμό ... ... και ... συναλλαγματικών ποσού 293,47 ευρώ η πρώτη και 586,94 ευρώ κάθε μία από τις λοιπές και λήξεως 30.8.2001, 30.1.2002, 30.12.2001, 30.11.2001 και 30.10.2001 αντίστοιχα, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο Α. Κ. φέρεται ότι δηλώνει ότι ο τελευταίος εξόφλησε τις εν λόγω συναλλαγματικές και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών και επιπλέον έθεσαν στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής ανέγραψαν "Κ. Ν. - Ανθ/μος" και έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, ο οποίος με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 6) Κατά το αμέσως προηγούμενο της 13.8.2003 χρονικό διάστημα την από 20.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Ν. Δ. με την οποία αυτός όντας τελευταίος κομιστής των με αριθμό ... και ...1 ποσού 2934,70 η κάθε μία και λήξεως 30.6.2000, 30.7.2000, 30.8.2000 και 30.9.2000 αντίστοιχα, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο Α. Κ. φέρεται ότι δηλώνει ότι ο τελευταίος εξόφλησε τις εν λόγω συναλλαγματικές και δεν υπάρχει καμμία απαίτηση και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή Ν. Δ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής ανέγραψαν "Κ. Ν. -Ανθ/μος" και έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, ο οποίος με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 7) κατά το αμέσως προηγούμενο της 3.7.2003 χρονικό διάστημα την από 1.7.2003 υπεύθυνη δήλωση του Ζ. Α. με την οποία αυτός φέρεται ότι δηλώνει ότι η Σ. Λ. εξόφλησε την απαίτησή του εναντίον της ύψους 765.000 δρχ. που απέρρεε από την 2/1999 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών και δεν υπάρχει καμμία απαίτηση και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ζ. Α. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη. θέση της υπογραφής τη σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. - ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 8) κατά το αμέσως προηγούμενο της 1.7.2003 χρονικό διάστημα την από 30.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Σ. Χ. με την οποία αυτός φέρεται ότι δηλώνει ότι εξοφλήθηκε από τον Χ. Μ. η απαίτηση ύψους 2.000.000, ήτοι 5.869,41 ευρώ απορρέουσα από την ...2001 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως του άνω δηλούντος ενεργούντος ως πληρεξουσίου δικηγόρου της ALPHA BANK AE και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Σ. Χ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής ανέγραψαν "Κ. Ν. - Ανθ/μος" και έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, ο οποίος με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 9) κατά το αμέσως προηγούμενο της 2.9.2003 χρονικό διάστημα την χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση του Α. Σ. με την οποία, αυτός όντας τελευταίος κομιστής της με αριθμό ... συναλλαγματικής ποσού 440,21 λήξεως 15.3.96 την οποία είχε αποδεχθεί ο Σ. Μ. φέρεται ότι δηλώνει ότι ο τελευταίος εξόφλησε την εν λόγω συναλλαγματική και ουδεμία απαίτηση διατηρεί εναντίον του ανωτέρω και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Σ. Χ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής ανέγραψαν "Κ. Ν. - Ανθ/μος" και έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, ο οποίος με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 10) κατά το αμέσως προηγούμενο της 8.8.2003 χρονικό διάστημα την χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση της Μ. Γ. με την οποία αυτή φέρεται ότι δηλώνει ότι εξοφλήθηκε στην ίδια η υπ’ αριθμ. ...93 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως της άνω δηλούσας ενεργούσας ως πληρεξούσιας δικηγόρου της CITIBANK Ν.Α. σε βάρος της Μ. Π. και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή της Μ. Γ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα, με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. - ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής της άνω δηλούσας. 11) κατά το αμέσως προηγούμενο της 22.8.2001 χρονικό διάστημα ανέγραψαν στην οπίσθια λευκή σελίδα φωτοαντιγράφου της ...1993 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ Ι. Μ. σε βάρος του Χ. Μ. για ποσό 17.696.047 δρχ. πλέον τόκων και εξόδων την φράση "Εξοφλήθηκε ολοσχερώς κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα" και κάτω από την παραπάνω ψευδή βεβαίωση περί εξόφλησης έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ι. Μ.. 12) κατά το αμέσως προηγούμενο της 23.6.2003 χρονικό διάστημα την από 5.6.2003 υπεύθυνη δήλωση της Ε. Θ., με την οποία αυτή φέρεται ότι δηλώνει ότι ο Σ. Ζ. εξόφλησε την απαίτηση της πρώτης εναντίον του τελευταίου που απέρρεε από την ...2001 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και δεν έχει καμμία απαίτηση από την εν λόγω διαταγή πληρωμής και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή της Ε. Θ. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΝΟΜΟΣ ΠΙΕΡΙΑΣ - ΔΗΜΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩ ΔΗΛΟΥΝΤΟΣ - ΚΑΤΕΡΙΝΗ -Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Β. Ε." και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. 13) κατά το αμέσως προηγούμενο της 15.6.2003 χρονικό διάστημα την από 15.6.2003 υπεύθυνη δήλωση του Ε. Ε., με την οποία αυτός φέρεται ότι δηλώνει ότι η Α. Β. εξόφλησε ολοσχερώς την απαίτηση του πρώτου εναντίον της που απέρρεε από την 15374/1993 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Ειρηνοδικείου Αθηνών και κάτω από την ένδειξη ο Δηλών έθεσαν κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ε. Ε. και επιπλέον τη στρογγυλή σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Δ/ΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ / ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ", καθώς και την σφραγίδα με τις ενδείξεις "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ -ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ -ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ" και κάτω από την σφραγίδα αυτή στη θέση της υπογραφής έθεσαν σφραγίδα με τα στοιχεία "Α. Κ. -ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ" και την υπογραφή της τελευταίας, η οποία με τον τρόπο αυτό φέρεται, ότι θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του άνω δηλούντος. Των παραπάνω πλαστών εγγράφων έκαναν χρήση, αφού τα υπέβαλαν κατά το χρονικό διάστημα 22.8.2001 - 29.9.2003 στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "Τειρεσίας Α.Ε.", η οποία στο πλαίσιο του σκοπού της συνιστάμενου στην προαγωγή και προστασία του θεσμού της πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών επεξεργάζεται στοιχεία των συναλλαγών και της πιστοληπτικής ικανότητας των συναλλασσομένων, τα οποία καταχωρεί σε αρχείο στο οποίο πρόσβαση έχουν μεταξύ άλλων οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ειδικότερα από κοινού οι ως άνω κατηγορούμενες υπέβαλαν στην εταιρεία "Τειρεσίας Α.Ε." στις 23.6.2003, 27.6.2003, 31.7,2003, 29.9.2003, 13.8.2003, .3.7.2003, 1.7.2003, 2.9.2003, 8.8.2003, 22.8.2001, 23.6.2003, 15.6.2003 αιτήσεις για λογαριασμό των άνω οφειλετών Κ. Α., Μ. Σ., Μ. Χ., Α. Σ., Σ. Ζ., Μ. Π., Α. Β., επισυνάπτοντας στην μεν υποβληθείσα την 13.6.2003 αίτηση τα ανωτέρω με αριθμό 1 και 2 πλαστά έγγραφα, σε κάθε μία δε από τις άνω λοιπές αιτήσεις τα ανωτέρω με αριθμό 3 και 13 πλαστά έγγραφα αντίστοιχα, προκειμένου να διαγραφούν οι άνω οφειλέτες από το τηρούμενο στην εν λόγω εταιρεία αρχείο των προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα. Με τις παραπάνω πράξεις τους σκόπευαν να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους της εταιρείας Τειρεσία Α.Ε., ότι οι άνω οφειλέτες - υποκείμενα του αρχείου της εταιρείας Τειρεσία Α.Ε. για λογαριασμό των οποίων υπέβαλαν τις παραπάνω αιτήσεις προς την εν λόγω εταιρεία εξόφλησαν τις οφειλές τους προς τους προαναφερθέντες δανειστές τους και ότι συνεπώς συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την διαγραφή τους από το αρχείο, ώστε στην συνέχεια καθένας από τους άνω οφειλέτες, μολονότι δεν διέθετε την πιστοληπτική ικανότητα, να λάβει από τους αποδέκτες του αρχείου, δηλαδή τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πίστωση άνω των 15.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό επεδίωκαν να προσπορίσουν περιουσιακό όφελος σε κάθε έναν από τους οφειλέτες άνω των 15.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του πιστοδότη (αποδέκτη του αρχείου), καθώς και περιουσιακό όφελος άνω των 15.000 ευρώ σ’ αυτές τις ίδιες, αφού για κάθε αίτηση λάμβαναν ως αμοιβή από τον άνω οφειλέτη, για λογαριασμό του οποίου της υπέβαλαν μαζί με τα επισυναπτόμενα σ’ αυτήν πλαστά δικαιολογητικά το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο και μοιραζόντουσαν". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στην προσβαλλόμενη με αρ. 4134/2013 απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα Α. Ρ., δικηγόρος, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 13γ, 14, 16, 17, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α , 45, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. β’ ΠΚ, όπως ισχύει μετά αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2α του ν. 4055/2012, τις οποίες ουσιαστικές διατάξεις ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επαρκώς αιτιολογεί και αναφέρει στο προπαρατεθέν αιτιολογικό του, συμπληρούμενο με το διατακτικό: α) την από κοινού με τη συγκατηγορουμένη της αστυνομικό υπάλληλο που θεωρούσε το γνήσιο της υπογραφής των δήθεν δηλούντων προσώπων, δανειστών, κατάρτιση πλαστών υπευθύνων δηλώσεων του άρ.8 του ν. 1599/1986, με θέση κατ’ απομίμηση των υπογραφών των δανειστών, στις οποίες και δήλωναν ότι οι οφειλέτες των δανειστών, που όφειλαν από διάφορα ποσά από αξιόγραφα και διαταγές πληρωμής, έχουν δήθεν εξοφλήσει τις οφειλές τους σε αυτούς και ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του νόμου για διαγραφή τους από το αρχείο των προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα "Τειρεσίας ", και συνακόλουθα αιτιολογεί το δόλο τους, που συνίστατο στην υποβολή αιτήσεων 13 περιπτώσεων πελατών τους - οφειλετών στην εταιρεία " Τειρεσίας ΑΕ " ομού με τις αντίστοιχες καταρτισθείσες πλαστές ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις για διαγραφή από τον οικείο κατάλογο, αποκομίζουσες παράνομο όφελος 3.000 ευρώ για κάθε περίπτωση αίτησης και συνολικό ποσό 39.000 ευρώ(3.000 χ 13), β) το σκοπό της κατηγορουμένης που ήταν, δια της παραπάνω χρήσης των πλαστών εγγράφων αυτών, η παραπλάνηση των υπαλλήλων της άνω πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας " Τειρεσίας ΑΕ ", ως προς την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα των αιτούντων οφειλετών- πελατών της, ώστε με τη διαγραφή τους από το αρχείο των προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα " Τειρεσίας ", να τυγχάνουν εφεξής στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο και τις τράπεζες ευνοϊκής μεταχείρισης, όσον αφορά παντός είδους χρηματοδοτήσεις, λήψεις δανείων, χορηγήσεις κάθε είδους πιστώσεων, πιστωτικών καρτών και μπλόκ επιταγών, γ) την κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της εν λόγω πλαστογραφίας με χρήση, κατ’ εξακολούθηση και ότι το συνολικό όφελος που σκόπευαν και απεκόμισαν ως εισόδημα από κοινού οι δύο συγκατηγορούμενες, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 39.000 ευρώ, ήτοι ότι ήταν ανώτερο του ποσού των 30.000 ευρώ, άρα είχε κακουργηματικό χαρακτήρα, δ) το αιτιολογικό αποτελεί ενιαίο σύνολο με το διατακτικό και το ένα συμπληρώνει το άλλο και δεν υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, όσον αφορά τις 13 περιπτώσεις πλαστογραφιών των 13 πλαστών υπευθύνων δηλώσεων και των αντίστοιχων αιτήσεών τους προς την εταιρεία " Τ. ΑΕ ", ούτε όσον αφορά το ανωτέρω προαναφερθέν όφελος των κατηγορουμένων (39.000 ευρώ) και το όφελος των αιτούντων οφειλετών να λάβουν από τους αποδέκτες του αρχείου Τειρεσίας, τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθένας, ποσό άνω των 15.000 ευρώ, ε) η διαφορά των περιπτώσεων πλαστών εγγράφων, αιτιολογικού (2) και διατακτικού (6), στα οποία φέρεται ότι θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής των δήθεν δηλούντων δανειστών, από τη συγκατηγορουμένη Α. Κ., Αρχιφύλακα, αντί του Ανθ/μου Ν. Κ., με απομίμηση της υπογραφής του τελευταίου, όπως και μικρές άλλες διαφορές στα στοιχεία οφειλών - συναλλαγματικών των πλαστών δηλώσεων, οφείλονται σε προφανή παραδρομή και δεν δημιουργούν καμία ασάφεια, αφού οι 13 αυτές περιπτώσεις πλαστών υπευθύνων δηλώσεων, φέρουν σε κάθε περίπτωση και πλαστές κατ’ απομίμηση υπογραφές των δηλούντων δανειστών για εξόφληση των απαιτήσεών τους από τους οφειλέτες- πελάτες των κατηγορουμένων, των οποίων ζητείτο η διαγραφή από τους καταλόγους προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα της εταιρείας " Τειρεσίας ΑΕ ". Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ συναφείς, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, ότι δηλαδή η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ότι υπάρχουν αντιφάσεις που στερούν την απόφαση νόμιμης βάσης, ότι η πράξη φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο και ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 63 εδ α’ του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Συνεπώς νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής οπωσδήποτε ο παθών, αλλά και κάθε άμεσα αδικηθείς και ζημιωθείς από το διωκόμενο σε βάρος συγκεκριμένου κατηγορουμένου αδίκημα, όχι όμως και ο έμμεσα αδικηθείς και ζημιωθείς. Δηλαδή πρέπει η εισαγόμενη πολιτική αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως να έχει άμεση σχέση και δη αιτιώδη συνάφεια με την κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος διώχθηκε και δικάζεται, τούτο δε κρίνεται κατά τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό, όπως διατυπώνονται στο κλητήριο θέσπισμα ή στην κλήση του κατηγορουμένου και σύμφωνα με το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτά επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 4134/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τα έγγραφα της δικογραφίας, για τον έλεγχο της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι παραδεκτά στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, δια του νομίμου εκπροσώπου της, όπως είχε πράξει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ανώνυμη εταιρεία "Τειρεσίας ΑΕ", αιτήσασα χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την κρινόμενη πράξη της πλαστογραφίας που διέπραξαν οι κατηγορούμενες, πολιτική αγωγή η οποία και έγινε δεκτή ως βάσιμη και επιδικάστηκαν ως χρηματική ικανοποίηση ποσό 44 ευρώ σε βάρος καθεμίας κατηγορουμένης. Η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία, σύμφωνα με την αξιόποινη πράξη της παραπάνω περιγραφόμενης πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, για την οποία και καταδικάστηκε η νυν αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, παραδεκτά και νόμιμα παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα στο εν λόγω ποινικό δικαστήριο, νομιμοποιούμενη ενεργητικά προς τούτο, ως αμέσως παθούσα από την πλαστογραφία αυτή, αφού κατά το αιτιολογικό και το διατακτικό, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη δικηγόρος με την συγκατηγορουμένη της αστυνομικό υπάλληλο, των 13 πλαστών υπευθύνων δηλώσεων του άρ. 8 του ν. 1599/1986, που κατήρτισαν οι ίδιες από κοινού, εμφανίζοντας τους δανειστές ότι έχουν δήθεν εξοφληθεί για απαιτήσεις τους από αξιόγραφα και διαταγές πληρωμές, έκαναν χρήση, υποβάλλοντες αυτές τις δηλώσεις με αντίστοιχες αιτήσεις οφειλετών, στην πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία " Τειρεσίας ΑΕ ". Η εταιρεία αυτή, η οποία στα πλαίσια του σκοπού της, συνισταμένου από το νόμο στην προαγωγή και την προστασία του θεσμού της πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών επεξεργάζεται στοιχεία των συναλλαγών και της πιστοληπτικής ικανότητας των συναλλασσομένων, τα οποία καταχωρεί σε αρχείο στο οποίο έχουν, μεταξύ άλλων, πρόσβαση οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τηρούν σχετικό κατάλογο προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα. Οι κατηγορούμενες παράνομα, με τη χρήση των πλαστών αυτών δηλώσεων πέτυχαν, βάσει καταστρωμένου σχεδίου τους, να παραπλανήσουν τους αρμόδιους υπαλλήλους της άνω εταιρείας και να διαγραφούν από τον άνω κατάλογο οι 13 οφειλέτες, χωρίς να έχουν εξοφλήσει τους δανειστές τους και έτσι να τυγχάνουν στο εξής ευνοϊκής μεταχείρισης στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο και τις τράπεζες, όσον αφορά παντός είδους χρηματοδοτήσεις, λήψεις δανείων, χορηγήσεις κάθε είδους πιστώσεων, πιστωτικών καρτών και μπλόκ επιταγών, έτσι όμως θίγεται άμεσα και είναι αμέσως από τις άνω πλαστογραφίες παθούσα, εκτός από τους δανειστές, και η άνω παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία " Τειρεσίας ΑΕ ", καθόσον η χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων και η παράνομη διαγραφή προσώπων από τον τηρούμενο υπ’ αυτής σχετικό κατάλογο προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα, πλήττουν το κύρος και την αξιοπιστία αυτής στην αγορά και της επέφεραν εκ τούτου ηθική βλάβη. Επομένως ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικώς ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-12-2014 αίτηση - δήλωση της Α. Ρ. του Β., για αναίρεση της με αρ. 4134//2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία με χρήση Κακ/κή κατ'εξακολ. - κατ'επαγγελμα+ συνήθεια. Απορρίπτει Αίτηση. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε'του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του κατ/νου για παραγραφή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικώς ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι είναι αμέσως από τις άνω πλαστογραφίες παθούσα, εκτός από τους δανειστές, και η άνω παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία « Τειρεσίας ΑΕ », καθόσον η χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων και η παράνομη διαγραφή προσώπων από τον τηρούμενο υπ'αυτής σχετικό κατάλογο προσώπων με μειωμένη φερεγγυότητα, πλήττουν το κύρος και την αξιοπιστία αυτής στην αγορά και της επέφεραν εκ τούτου ηθική βλάβη.
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου)
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 664/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου S. I. του M. S., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κέρκυρας, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο του Ιωάννη Παπουτσάκη, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 102/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 395, 396, 397/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Mε συγκατηγορούμενο τον K. S. του G.. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του αναίρεσης η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1167/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2172/1993, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα, επί ενδεχομένου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει, όμως, ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Απαιτείται, δηλαδή, πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή, ειδικότερα, του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη δε αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όταν, όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει, όπως αναφέρθηκε, να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της προβλέψεως του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του και δη ότι ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή της παραλείψεώς του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και, εντεύθεν, το επιδοκίμασε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Οφείλει, λοιπόν, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, το πόρισμά της εκτιμάται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Εάν δε το Δικαστήριο δεν απαντήσει καθόλου στον αυτοτελή ισχυρισμό, ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 395, 396, 397/2014 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (και το συγκατηγορούμενό του K. S.) ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συναυτουργία (του A. A.) και τον καταδίκασε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως, καθώς και σε διαρκή αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... από την αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικής αποδείξεως και την απολογία των κατηγορουμένων και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 2-11-2011 και περί ώρα 14.30 ο Α. Τ. συνιδιοκτήτης μιας οικίας ευρισκομένης στην … στη συμβολή των οδών ... και ..., επειδή ειδοποιήθηκε από τους γείτονες, οι οποίοι έβλεπαν έντονη κινητικότητα αλλοδαπών σε αυτή, μετέβη στην άνω κατοικία, προκειμένου να εξακριβώσει τι ακριβώς συμβαίνει, καθόσον κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στο παρελθόν είχαν εγκατασταθεί σ' αυτήν αλλοδαποί. Όταν μετέβη στην μονοκατοικία διαπίστωσε ότι πράγματι έμεναν εντός της αλλοδαποί, καθόσον υπήρχαν στα δωμάτια της διάφορα αντικείμενα, είδη ρουχισμού κλπ. Όταν δε εισήλθε στο χώρο του μπάνιου διαπίστωσε ότι η μπανιέρα ήταν καλυμμένη με κουβέρτα, ενώ στα τοιχώματα της υπήρχε αίμα. Αμέσως ειδοποίησε την υποδ/νση Ασφαλείας Νοτιοανατολικής Αττικής, οι άνδρες της οποίας διαπίστωσαν ότι εντός της μπανιέρας υπήρχε το πτώμα ενός νεαρού άνδρα καλυμμένο με σακούλες σκουπιδιών. Δακτυλοσκοπικά αλλά και από το με αριθ. 5401/1/6/116973 από 30-3-2011 υπηρεσιακό σημείωμα της Διεύθυνσης αλλοδαπών Αττικής τμήμα πολιτικού ασύλου το οποίο βρέθηκε στην εσωτερική αριστερή τσέπη του μπουφάν του διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον πακιστανό υπήκοο A. A.. Το πτώμα ήταν κανονικά ενδεδυμένο βρισκόταν δε εντός της μπανιέρας σε πλάγια θέση με δεμένα τα χέρα πισθάγκωνα και τα πόδια με σχοινί στο πίσω μέρος του σώματός του ενώ στο στόμα του υπήρχε τεμάχιο υφάσματος που κατέληγε σφικτά δεμένο στο πίσω μέρος της κεφαλής ήταν δε καλυμμένο με σακούλες σκουπιδιών. Διαπιστώθηκε επίσης ότι έφερε πολλαπλά τραύματα από αιχμηρό και τέμνον όργανο κυρίως στα άνω και κάτω άκρα και επίμηκες τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής καθώς και πολλαπλά τραύματα κυρίως στη δεξιά πλευρά του προσώπου, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στην έκθεση νεκροψίας νεκροτομής που διενεργήθηκε στις 3-11-2011. Εν συνεχεία η διενεργηθείσα νεκροτομή κατέδειξε ότι υπήρχαν στην μεν κεφαλή ... . Στον εγκέφαλο διαπιστώθηκε τραυματική υπαραχνοειδής αιμορραγία ... Στον θώρακα διαπιστώθηκε αιμορραγική διήθηση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα όπως και κάταγμα στέρνου κατά τη μεσότητα του ... Από τις εργαστηριακές εξετάσεις προέκυψε ότι ο θανών είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών οπιούχα και κάνναβη πριν το θάνατό του. Σύμφωνα με την ιατροδικαστή η οποία διενήργησε την αυτοψία του χώρου αλλά και τη νεκροψία νεκροτομή τα τραύματα που υπήρχαν στο σώμα του θανόντα κυρίως αυτά στα κάτω άκρα είχαν γίνει με αιχμηρό και ταυτοχρόνως τέμνον όργανο πιθανόν μεταλλικό κατσαβίδι ή παρόμοιο όργανο ενώ τα τραύματα της κεφαλής είχαν προκληθεί με την καταφορά πληγμάτων με θλων όργανο και ταυτόχρονα πλάγιο - πλάγιας συμπίεσης δεδομένου ότι η ανεύρεση του κατάγματος του τέταρτου αυχενικού σπονδύλου και η ρήξη της τραχείας συνηγορούν υπέρ της στρέψης και ταυτόχρονα κάμψης της κεφαλής ενώ επίσης ο θανών είχε πληγεί στο θώρακα με συνέπεια να σπάσει το στέρνο. Η ιατροδικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια με ιδιαίτερα σημαντικές κακώσεις που ήταν δύσκολο να έχουν προκληθεί από ένα άτομο η δε αιτία θανάτου περιγράφεται ως συνέπεια των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και κακώσεων αυχένος συμβατών με πλήξη από θλων όργανο ανθρωποκτονία. Στην ως άνω οικία κλήθηκε συνεργείο της ΔΕΕ. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία ανήκαν στους κατηγορούμενους και σε έτερα πρόσωπα. Κατά την προανάκριση διαπιστώθηκε ότι ο θανών με τον πρώτο κατηγορούμενο είχαν συλληφθεί στις 30-10-2011 για κλοπή από αστυνομικούς του ΤΑ Ελληνικού. Κατόπιν τούτου, η αστυνομία άρχισε να αναζητεί τον πρώτο κατηγορούμενο, υπήκοο Μπαγκλαντές. Αυτός εντοπίστηκε στις 9-11-2011 στον προαύλιο χώρο του καταστήματος LIDL που δούλευε στον …, εξυπηρετώντας τους πελάτες που στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους στο χώρο στάθμευσης του σούπερ μάρκετ αυτού. Απολογούμενος κατά την προανάκριση αποδέχθηκε ότι ο ίδιος και ο έτερος κατηγορούμενος σκότωσαν στις 2-11-2011 τον A. A. με τον οποίο διέμεναν στο ίδιο σπίτι στη συμβολή των οδών ... και ... στην ..., τους τρεις τελευταίους μήνες. Τον θανάτωσαν δε κτυπώντας τον στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματός του με σκουπόξυλο, σίδερα και άλλα αντικείμενα που βρήκαν μπροστά τους και αφού τον έδεσαν πισθάγκωνα, έβαλαν στο στόμα του ένα πανί, τον τοποθέτησαν στην μπανιέρα και τον σκέπασαν με μία κουβέρτα προκειμένου να μην ανακαλυφθεί, στην συνέχεια δε απομακρύνθηκαν από την ως άνω οικία και κατέφυγαν σε εγκαταλελειμμένο σπίτι στα ... επί της ..., όπου οι αστυνομικοί συνέλαβαν και τον δεύτερο κατηγορούμενο. ... Αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν έφυγαν απλώς από το χώρο του συμβάντος αλλά είχαν την πρόνοια και τη λογική πρόβλεψη και ψυχραιμία να δέσουν το θύμα κατά τρόπο που ακόμη και εάν δεν είχε δεχτεί κανένα χτύπημα και μάλιστα θανατηφόρο ήταν αδύνατο να απελευθερωθεί και να ζητήσει βοήθεια, ενώ κάλυψαν το θύμα με σακούλες σκουπιδιών και μία κουβέρτα επιθυμώντας, να αποτρέψουν την ανεύρεσή του την ίδια η μεταγενέστερη ημέρα και πέταξαν και το σίδερο με το οποίο τον κτύπησαν στα σκουπίδια, προκειμένου να μην ανακαλυφθούν. Επομένως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός για ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (άρθρο 36 ΠΚ) στηριζόμενη στο ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αυτό διότι η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι κατηγορούμενοι καταδεικνύει ότι είχαν τη νηφαλιότητα και την προνοητικότητα να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να μην ανακαλυφθεί το θύμα ενέργεια, στην οποία δεν θα προέβαινε τουλάχιστον ο πρώτος κατηγορούμενος εάν πράγματι λόγω της τοξικομανίας του είχε ελαττωμένο καταλογισμό. Η αιτία για την οποία κτύπησαν οι κατηγορούμενοι το θύμα ήταν η διαφορά μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του θύματος σχετικά με την πώληση του χαλκού που είχαν αφαιρέσει την προηγουμένη ημέρα και την διανομή του ποσού που θα αποκόμιζαν από την πώληση. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού προέβησαν στα άνω κτυπήματα σε βάρος του θύματος σε διάφορα σημεία του σώματός του από την πολλαπλότητα δε και την σφοδρότητα των οποίων σε όλο του σχεδόν το σώμα αποδεικνύεται ότι καίτοι γνώριζαν ότι ήταν ενδεχόμενο ως αποτέλεσμα αυτών των κτυπημάτων να επέλθει ο θάνατός του αυτοί το αποδέχθηκαν. Επομένως οι ισχυρισμοί ότι ... δεν σκόπευαν να σκοτώσουν το θύμα αλλά ήθελαν να του προκαλέσουν σωματικές βλάβες εκ των οποίων επήλθε ο θάνατός του είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. ... Κατόπιν τούτων οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ανθρωποκτονίας από κοινού κατά συναυτουργία με ενδεχόμενο δόλο, καθόσον από την πολλαπλότητα και τη σφοδρότητα των κτυπημάτων που επέφεραν στο θύμα προκύπτει ότι αυτοί αποδέχθηκαν ότι ήταν δυνατόν να επέλθει ο θάνατός του και το αποδέχθηκαν". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συρροή, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Η υπ’ αριθ. πρωτ. 2201 και 2211/23.11.2211 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Λέκτορα Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Π. αφορά, όπως από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση αυτής προκύπτει, τα βιολογικά υλικά του θύματος. Είναι δε βέβαιο ότι και αυτή λήφθηκε υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθόσον τα συμπεράσματα αυτής, ως προς την κατάσταση του θύματος, αντλήθηκαν και από την έκθεση αυτή, ανεξαρτήτως του ότι η έκθεση αυτή δεν ασκεί επιρροή ως προς τα αίτια του θανάτου του θύματος και ως προς την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του. β) Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι επεδίωκε αυτός να "ξυλοφορτώσει" το θύμα και όχι να προκαλέσει το θάνατό του και ότι, συνεπώς, η πράξη, την οποία τέλεσε, φέρει το χαρακτήρα της βαριάς σωματικής βλάβης που είχε επακόλουθο το θάνατο του θύματος (άρθρο 311 εδ. β ΠΚ) και όχι της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα, τον απέρριψε αιτιολογημένα με την παραδοχή ότι αυτός και ο συγκατηγορούμενός του γνώριζαν ότι από την πολλαπλότητα και τη σφοδρότητα των κτυπημάτων ήταν ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του θύματος και αυτοί το αποδέχθηκαν, κατόπιν δε αυτού, ο ισχυρισμός ότι δεν σκόπευαν να το φονεύσουν, αλλά απλώς να του προκαλέσουν σωματικές βλάβες, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Β του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη ακροάσεως ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 10/17 Νοεμβρίου 2014 αίτηση του S. I. του M. S., για αναίρεση της 395, 396, 397/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (με ενδεχόμενο δόλο). Πότε η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Τα συμπεράσματα της αποφάσεως αντλήθηκαν και από την πραγματογνωμοσύνη, της οποίας δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία, οπότε είναι βέβαιο ότι και αυτή λήφθηκε υπόψη. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος πρόθεση και ότι η κατηγορία έπρεπε να μετατραπεί σε θανατηφόρα σωματική βλάβη είναι όχι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο τον απέρριψε αιτιολογημένα. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Πραγματογνωμοσύνη, Ακροάσεως έλλειψη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 663/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Π. Π. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη και 2) Κ. Σ. του Λ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Λαζαρίδου, περί αναιρέσεως της 29237/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Νοεμβρίου 2014 και 7 Νοεμβρίου 2014, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναίρεσης, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1153/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία άλλες διατάξεις", υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου 19 του ν. 2523/1997, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Περαιτέρω, κατά τις παρ.1 α και 6 του άρθρου 20 του ίδιου ν. 2523/1997, "1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω ... 6. Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος". Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η’ του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, δηλαδή τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι αν αληθεύουν, συνεπάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη ή την απόσβεση του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη με αρ. 29237/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο της ουσίας, που κήρυξε ενόχους τους δύο αναιρεσείοντες κατηγορούμενους για έκδοση και αποδοχή αντίστοιχα εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε και τεσσάρων ετών αντίστοιχα, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Π., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 20-6-2002 έως 7-8-2003, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία C. MOBILE -ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΕ, εξέδωσε προς την επιχείρηση V. GOLD LTD τα υπό στοιχεία: ...20-12-2002 αξίας 1.216.400 ευρώ, ...20-12-202 αξίας 1.172.000 ευρώ, ...23-1-2003 αξίας 1.242.750 ευρώ και ...30-1-2003 αξίας 1.584.000 ευρώ τιμολόγια, καθώς και προς την εταιρεία με την επωνυμία G. ELECTRONIC SUPPLIES LTD τα υπό στοιχεία ...26-6-2002 αξίας ποσού ευρώ 457.000, ...28-6-2002 αξίας ποσού ευρώ 347.100, ...22-7-2002 αξίας ποσού ευρώ 605.550, ...22-7-2002 αξίας ποσού ευρώ 638.500, ...14-8-2002 αξίας ποσού ευρώ 593.850 και ...19-8-2002 αξίας ποσού ευρώ 842.650, τιμολόγια, τα οποία φορολογικά στοιχεία - τιμολόγια ήταν εικονικά, διότι εξεδόθησαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο εγνώριζε, τούτο δε έπραξε με σκοπό απόκρυψης της φορολογητέας ύλης. Επιπλέον, κατά το χρονικό διάστημα από 20-6-2002 έως 9-5-2003, με την αυτή ως άνω ιδιότητά του ζήτησε, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της ανωτέρω, υπ’ αυτού εκπροσωπουμένης εταιρείας τα ακόλουθα φορολογικά στοιχεία και δη Α) τα εκδόσεως από την εταιρεία με την επωνυμία Σ. Π. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ με αριθμό …20-6-2002 καθαρής αξίας ευρώ 448.600 και ΦΠΑ ευρώ 80.748, …25-6-2002 καθαρής αξίας ευρώ 340.250 και ΦΠΑ ευρώ 61.245, …12-7-2002 καθαρής αξίας ευρώ 387.500 και ΦΠΑ ευρώ 69.750, …18-7-2002 καθαρής αξίας ευρώ 382.000 και ΦΠΑ ευρώ 68.760, …20-7-2002 καθαρής αξίας ευρώ 454.000 και ΦΠΑ ευρώ 81.720, …12-8-2002 καθαρής αξίας ευρώ 641.300 και ΦΠΑ ευρώ 115.434, και …16-8-2002 καθαρής αξίας ευρώ 769.760 και ΦΠΑ ευρώ 138.556,80, φορολογικά στοιχεία - τιμολόγια, και Β) τα εκδόσεως από την εταιρεία με την επωνυμία Π. Π. -Α. Π. ΕΕ με αριθμό ... ...9-5-2003 αξίας 1.653.000 ευρώ ΦΠΑ 297.540 ευρώ, ... ...9-5-2003 αξίας εκ ποσού ευρώ 1.127.500 και ΦΠΑ εκ ποσού ευρώ 202.950, ... ...9-5-2003 αξίας εκ ποσού ευρώ 77.100 και ΦΠΑ αξίας 13.878 ευρώ, και ... ...9-5-2003 αξίας ποσού ευρώ 134.00 και ΦΠΑ 24.120 ευρώ φορολογικά στοιχεία, τα οποία ήταν εικονικά, διότι εξεδόθησαν για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο εγνώριζε ο ανωτέρω, κατηγορούμενος και παρά ταύτα απεδέχθη αυτά με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Σ., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 8-8-2003 έως 1-12-2003, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία C. MOBILE -ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΕ, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της ανωτέρω, υπ’ αυτού εκπροσωπουμένης εταιρείας, τα ακόλουθα φορολογικά στοιχεία και δη Α) τα εκδόσεως από την εταιρεία με την επωνυμία Σ. Π. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ με αριθμό ...1-12-2003 καθαρής αξίας ευρώ 719.350 και ΦΠΑ ευρώ 129.483, Β) τα εκδόσεως από την εταιρεία με την επωνυμία Σ. Σ. ΕΕ με αριθμό ...1-10-2003 αξίας ευρώ 458.100 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 82.458, ...15-10-2003 αξίας ευρώ 641.862,50 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 115.535,25, ...20-10-2003 αξίας ευρώ 483.000 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 86.940, ...31-10-2003 αξίας ευρώ 67.000 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 12.060, ...3-11-2003 αξίας ευρώ 629.125 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 113.242,50, ...4-11-2003 αξίας ευρώ 639.350 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 115.083, ...4-11-2003 αξίας ευρώ 274.570 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 49.422,60, ...1-12-2003 αξίας ευρώ 1.708.940,08 και ΦΠΑ αξίας ευρώ 307.609,22, και Γ) τα εκδόσεως από την εταιρεία με την επωνυμία Π. Π. - Α. Π. Ε.Ε. με αριθμό ... ...24-9-2003 αξίας 310.000 ευρώ και ΦΠΑ ευρώ 55.800, ... ...24-9-2003 αξίας 310.000 ευρώ και ΦΠΑ ευρώ 55.800, ... ...24-9-2003 αξίας 420.000 ευρώ και ΦΠΑ 75.600 ευρώ, ... ...24-9-2003 αξίας 180.000 ευρώ και ΦΠΑ 32.400 ευρώ, ... ...24-9-2003 αξίας 245.000 ευρώ και ΦΠΑ 44.100 ευρώ, ... ...24-9-2003 αξίας 380.000 ευρώ και ΦΠΑ 68.400 ευρώ, και ... ...25-9-2003 αξίας 260.000 ευρώ και ΦΠΑ 46.800 ευρώ, φορολογικά στοιχεία, τα οποία ήταν εικονικά, διότι εξεδόθησαν για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο εγνώριζε ο ανωτέρω κατηγορούμενος και παρά ταύτα απεδέχθη αυτά με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Στην κρίση του αυτή το παρόν Δικαστήριο άγεται από την αναγνωσθείσα από 5-11-2007 έκθεση ελέγχου από την οποία προέκυψε ότι η μεν βρετανική επιχείρηση με την επωνυμία V. LTD ήταν εξαφανισμένη επιχείρηση και είχε διακοπεί η ισχύς του ΑΦΜ της από 2-5-2002 ήτοι πριν την έκδοση των ανωτέρω τιμολογίων από την εταιρεία της οποίας ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, η δε βρετανική εταιρεία G. ELECTRONIC SUPPLIES LTD ήταν εξαφανισμένη εταιρεία και για το λόγο αυτό διεκόπη η ισχύς του ΑΦΜ της από 18-7-2002. 0 πρώτος κατηγορούμενος στον οποίο αφορά η κατηγορία της έκδοσης προς τις ανωτέρω δύο αλλοδαπές εταιρείες φορολογικών στοιχείων, για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της αποδιδόμενης κατηγορίας της έκδοσης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, προσεκόμισε σε απλή φωτοτυπία κίνηση τραπεζικού λογαριασμού της υπ’ αυτού εκπροσωπουμένης ανωτέρω εταιρείας που διαθέτει στην τράπεζα ALPHA BANK με καταθέσεις οι οποίες ως αιτιολογία φέρουν τα υπ’ αριθμ. ... και ... ανωτέρω τιμολόγια. Ειδικότερα, από τις εν λόγω αιτιολογίες φέρεται να έχουν κατατεθεί έναντι του τιμολογίου ... ποσό ευρώ 37.500 και να υπολείπεται ποσό ευρώ 419.500, έναντι του τιμολογίου ... να έχουν κατατεθεί ευρώ 427.000, έναντι του τιμολογίου ... να έχει κατατεθεί ποσό ευρώ 605.000 και να υπολείπεται ποσό ευρώ 550, να έχει εξοφληθεί όλο το ποσό του με αριθμό ... τιμολογίου εκ ποσού ευρώ 638.500, έναντι του τιμολογίου ... να έχει καταβληθεί ποσό ευρώ 593.000 και να οφείλεται ευρώ 850, έναντι του τιμολογίου ... να έχει καταβληθεί ποσό ευρώ 842.850 ήτοι επιπλέον ευρώ 200, έναντι του τιμολογίου ... να έχει καταβληθεί ποσό ευρώ 996.000 και να οφείλεται ευρώ 260.400 και έναντι του τιμολογίου ... να έχει καταβληθεί το ποσό των ευρώ 800.000 και να οφείλεται ευρώ 372.000, δίχως περαιτέρω να προκύπτει καταβολή για τα τιμολόγια ... και ... Εν τούτοις, παράλληλα προσκομίζεται μόνον το τιμολόγιο ... και οι φορτωτικές των τιμολογίων ..., ... και ... δίχως από αυτές να προκύπτει παραλαβή του εμπορεύματος. Δεδομένου δε και του γεγονότος ότι οι ανωτέρω λήπτριες εταιρείες των ανωτέρω τιμολογίων από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές φέρονται εξαφανισμένες κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2002 που φέρονται να έχουν γίνει οι αναφερόμενες στην προσκομισθείσα από τους κατηγορουμένους ανωτέρω κίνηση λογαριασμού, καταβολές, τα δε σχετικά έγγραφα καταβολής οι ανωτέρω κατηγορούμενοι δεν έθεσαν υπόψη της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι από τα ανωτέρω προσκομισθέντα στοιχεία προκύπτει ότι έλαβαν χώρα πράγματι οι ανωτέρω συναλλαγές. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από το διενεργηθέντα έλεγχο από την αρμόδια ΔΟΥ όσον αφορά στην εταιρεία με την επωνυμία Σ. Π. & ΣΙΑ ΟΕ: Η εν λόγω εταιρεία δήλωση έναρξη εργασιών στη ΔΟΥ Ν. Σμύρνης την 10-2-2002 με ημερομηνία έναρξης 30-1-2002 και δεν υπέβαλε ουδέποτε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ τα ομόρρυθμα μέλη της Π. Σ. και Α. Σ. δεν έχουν στοιχεία στη ΓΑΔΑ, δήλωσαν ως ΑΔΤ στο συμφωνητικό σύστασης της εταιρείας αριθμό ταυτότητος που ανήκει σε άλλο άτομο, η δηλωθείσα από τον Π. Σ. διεύθυνση ήταν ανύπαρκτη στη δε δηλωθείσα από τον Α. Σ. διεύθυνση δεν κατοίκησε ποτέ, τα δε πρόσωπα αυτά αν και αναζητήθηκαν δεν ανηυρέθησαν. Εξάλλου, κατά την ίδια έκθεση η μισθωθείσα από την ανωτέρω εταιρεία και δηλωθείσα στην φορολογική αρχή ουδέποτε λειτούργησε παρά μόνον τυπικά έως μηνός Οκτωβρίου 2002 παρά το γεγονός ότι έχει φορολογικά στοιχεία και το έτος 2003, η επιφάνεια δε της έδρας της δεν επαρκεί για να αποθηκεύσει και διακινήσει εμπορεύματα. Περαιτέρω όσον αφορά στην εταιρεία "Σ. Σ. ΕΕ" συστήθηκε αρχικά με επωνυμία Π. Π. ΕΕ την 23-7-2002 με εταίρους τον Π. και Α. Π. Την 17-10-2002 ο Π. Π. με ποσοστό συμμετοχής 97% στην ανωτέρω εταιρεία μεταβιβάζει το ποσοστό του στον Σ. Σ., οπότε και τροποποιείται και η επωνυμία της ανωτέρω εταιρείας, ο οποίος εν εντούτοις, όπως προέκυψε είχε αποβιώσει ήδη από 5-8-2002. Εξάλλου κατά την μετάβαση υπαλλήλου της αρμόδιας ΔΟΥ στην έδρα της ανωτέρω επιχείρησης δεν ανηύρε στοιχεία από τα οποία να προέκυπτε ύπαρξη επιχείρησης με την επωνυμία "Σ. Σ. ΕΕ" σε αυτή αλλά ανηυρέθη στο κουδούνι το όνομα του Π. Π. χωρίς να υπάρχει συμφωνητικό υπεκμίσθωσης. Τέλος, όσον αφορά στην επιχείρηση με την επωνυμία Π. Π. - Α. Π. Ε.Ε., διενεργήθηκε έλεγχος στην έδρα της ανωτέρω επιχείρησης την 17-4-2003 και 5-5-2003 οπότε διεπιστώθη ότι ήταν κλειστή ενώ δυνάμει της με αριθμό ...3-7-2003 είχε κηρυχθεί σε κατάσχεση πτώχευσης και παρά ταύτα συνέχιζε να εκδίδει τιμολόγια. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι κατά τα άνω. Το αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2α πρέπει να απορριφθεί διότι δεν απεδείχθη έως το χρόνο που έλαβε χώρα η ανωτέρω αξιόποινη πράξη οι κατηγορούμενοι με επέδειξαν θετική και επωφελή για την κοινωνία συμπεριφορά, αλλά ούτε αυτό της διατάξεως του άρθρου 84 παρ.2β ΠΚ διότι το επίδικο αδίκημα έγινε με σκοπό να αποκομίσουν οικονομικά ωφέλη οι κατηγορούμενοι χωρίς να τελούν σε κατάσταση ένδοιας, εξάλλου το αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ τυγχάνει απορριπτέο προεχόντως ως αόριστος διότι δεν διαλαμβάνονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι αναγκαία και δη πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα τους". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, είναι η απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και δη τιμολογίων που αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές αγοράς χρυσού στο σύνολό τους, κατ’ εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ, 19 παρ. 1, 4 και 21 παρ. 2,10 και 24 ν. 2523/1997, όπως αντικ. με το ν. 2753/1999 και όπως τροπ. το αρ. 21 με το αρ. 2 παρ.8 του ν. 2954/2001 και το αρ. 19 παρ.1β, όπως ίσχυε το 1999 και τροπ. με το άρ.40 παρ.1 του ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις αναφέρει στη σελ. 22 και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων: α). Αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της εκδόσεως και της αποδοχής αντίστοιχα εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και δη ότι αυτοί, ο πρώτος Π. Π., με την ιδιότητά του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου ημεδαπής ΑΕ, εξέδωσε κατ’ εξακολούθηση στις αναφερόμενες εταιρείες τα εκτιθέμενα φορολογικά εικονικά στοιχεία - τιμολόγια, που καταχώρησε στα βιβλία και αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός που γνώριζε, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Σ. με την ιδιότητά του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου ημεδαπής ΑΕ, αποδέχθηκε κατ’ εξακολούθηση από τις αναφερόμενες εταιρείες τα εκτιθέμενα φορολογικά εικονικά στοιχεία- τιμολόγια, που καταχώρησε στα βιβλία της εταιρείας και αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, β) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος των κατηγορουμένων, με την παραδοχή ότι αυτοί ενήργησαν την έκδοση και αποδοχή αντίστοιχα, σε γνώση τους ότι τα τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους και καταχώρησαν στα βιβλία των εταιρειών τους και σκοπό είχαν την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, γ) το εκτεθέν αιτιολογικό δεν εξαντλείται σε τυπική επανάληψη και αντιγραφή του διατακτικού της αποφάσεως, με το οποίο ταυτίζεται μεν σε πολλά σημεία, αλλ’ όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα ώστε να καθίσταται περιττή η οποιαδήποτε διαφοροποίηση του αιτιολογικού της αποφάσεως, δ) προκύπτει με βεβαιότητα η πράξη για την οποίαν κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι και επίσης προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί ότι μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, και δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα ή συσχέτιση και αξιολόγηση αυτών χωριστά και ατομικά και ε) με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ. α’ , β’ και ε’ του ΠΚ. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ (κατ’ εκτίμηση) του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, των ένδικων αιτήσεων, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποίο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώστηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώστηκε ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε και ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του εγγράφου και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών δημόσια στο ακροατήριο, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο και στο συνήγορό του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο κάθε αναγιγνωσκόμενου εγγράφου, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο και τον τίτλο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα κατ’ ιδίαν αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου προκύπτει (σελ.9 και 10 πρακτικών αποφάσεως), ότι έγινε στο ακροατήριο ανάγνωση της πρωτόδικης με αρ. 80989/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τα πρακτικά και τα έγγραφά της και αρκετά άλλα έγγραφα, που σημειώνονται στα πρακτικά και αναγνώσθηκαν με πρόταση του εισαγγελέα, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα και η ατομικότητα κάθε αναγνωσθέντος εγγράφου, για την ανάγνωση των οποίων δεν προβλήθηκε αντίρρηση από κανένα διάδικο, οι δε πληρεξούσιοι των δύο κατηγορουμένων που τους εκπροσώπησαν στο δικαστήριο, αφού ουδεμία αντίρρηση προέβαλαν, τόσο για την ανάγνωση αυτών, όσο και για την ταυτότητα και το περιεχόμενο αυτών, έπεται ότι έλαβαν πλήρως γνώση όλων των αναγνωσθέντων εγγράφων, τίτλου και περιεχομένου αυτών και έτσι είχαν κάθε δυνατότητα να αντικρούσουν αυτά και να προβούν σε δηλώσεις και παρατηρήσεις, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ και δεν στερήθηκαν οι κατηγορούμενοι των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Επομένως ο από το άρθρο 510 αρ. 1 στοιχ. Α’ και Β’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και έλλειψης ακροάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις για μη ανάγνωση, λόγω μη καθορισμού της ατομικότητας των αναγνωσθέντων εγγράφων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη κοινή αίτηση αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, α) την από 6-11-2014 αίτηση του Π. Π. του Α. και β) την από 7-11-2014 αίτηση του Κ. Σ. του Λ., περί αναιρέσεως της ιδίας με αρ. 29237/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους δύο αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση - Αποδοχή Εικονικών Φορολ. Στοιχείων, κατ'εξακ/ση.19 παρ. 1 εδ.α , β περ.α, 2,4, 21 ν. 2523/1997, όπως τροπ. με 40 παρ.1 ν. 3220/2004. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόφαση: 2. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β' ΚΠΔ, για ακυρότητα και έλλειψη ακρόασης, λόγω μη ατομικότητας των αναγνωσθέντων εγγράφων.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 659/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Θ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κοραντζόπουλο, περί αναιρέσεως της 635,636/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαρτίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά και μάλιστα κατ` επιλογήν. Εξάλλου, η αιτιολογία δεν δύναται να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ` αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Η γενική αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης περί λήψης υπόψη και συνεκτίμησης των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, δεν διαβεβαιώνει αναμφίβολα και τη λήψη υπόψη και συνεκτίμηση από το δικαστήριο των καταθέσεων των μαρτύρων υπερασπίσεως, εκτός αν με τρόπο αναμφισβήτητο συνάγεται από τη στάθμιση του όλου περιεχόμενου του σκεπτικού της απόφασης ότι οι συγκεκριμένες καταθέσεις λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ίδια προσβαλλόμενη με αρ. 635,636/2014 απόφαση, στο προοίμιο του αιτιολογικού της αναφέρεται ότι το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο Πατρών, που την εξέδωσε και καταδίκασε τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και νυν αναιρεσείοντα για δύο πλημμεληματικές πράξεις, (παράβ. άρ. 4 ΝΔ 420/1970 και 308,309 ΠΚ σε απόπειρα), αναφέρεται στη σελ. 4β των πρακτικών ότι οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση του για τον κατηγορούμενο, "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά , από την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη διαδικασία, αποδείχτηκαν τα παρακάτω.....". Όμως, ούτε από την περικοπή αυτή του αιτιολογικού στο προοίμιο, ούτε από το λοιπό περιεχόμενο του αιτιολογικού και της αποφάσεως προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά ως άνω αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριό του μάρτυρα υπεράσπισης Π. Κ., που έχει καταχωρηθεί στη σελ. 3 β των πρακτικών και που πρότεινε ο κατηγορούμενος, ο οποίος μάλιστα αμφισβητεί ότι αυτός είναι ο φυσικός αυτουργός της αποδιδόμενης παραβάσεως που έρριψε το δυναμίτη στη θάλασσα για ψάρια, παραδεχθείς στην απολογία του μόνον ότι απλά μάζευε ψάρια κτυπημένα από άλλον άγνωστο δράστη. Επομένως, αφού δεν προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, υπάρχει αβεβαιότητα αν συνεκτιμήθηκε και η εν λόγω κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας είναι βάσιμος. Η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως παρέλκει. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, παραγραφόμενη την 13-10-2015, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αρ. 635,636/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Παράνομη αλιεία με δυναμίτη. 2..Απόπ. Σωματ. βλάβης. Δεκτή Αίτηση. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας από τη μη αναφορά στο αιτιολογικό ότι συνεκτιμήθηκε και η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης και Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα.
0
Αριθμός 662/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Π. Τ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κορκόβελο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 627/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕΓΑ" που εδρεύει στη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2014 αίτηση αναίρεσης μετά των από 23 Απριλίου 2015 προσθέτων λόγων οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 723/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως, δηλαδή, επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα, δηλαδή, ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Δεν είναι δε απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 627/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ` εξακολούθηση και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη στη Λάρισα στις 20-8-2009, 20-9-2009 και 20-10-2009 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εν γνώσει της εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στους πληρωτές, διότι δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο, δηλαδή εξέδωσε 1) στις 20-8-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ, 2) στις 20-9-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ και 3) στις 20-10-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ, όλες σε διαταγή της ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ, πληρωτέες από τη GENIKI BANK, οι οποίες ενώ εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα στις 24-8-2009, 23-9- 2009 και 22-10-2009 αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντικρίσματος. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού περί μη ταπεινών αιτίων καθώς από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε κάτι σχετικό, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την ανωτέρω πράξη στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και στην προσπάθειά της να αποφύγει την ικανοποίηση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ" με την οποία συνεργαζόταν". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Δεν ήταν αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολογία της γνώσεως της αναιρεσείουσας ως προς τη μη ύπαρξη, κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής της ένδικης επιταγής, διαθεσίμων κεφαλαίων, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής υποκειμενικώς αρκεί ο απλός δόλος, ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που απαρτίζουν την αξιόποινη αυτή πράξη. β) Με τη φράση ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη "εξέδωσε" τις ένδικες επιταγές σαφώς υπονοείται ότι έγινε δεκτό ότι αυτή τις εξέδωσε ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος εταιρίας. Η παραδοχή αυτή δεν αντιφάσκει με αυτήν ότι τέλεσε αυτή την πράξη τις εκδόσεως των επιταγών στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, καθόσον από την τελευταία αυτή παραδοχή δεν μπορεί να συναχθεί ότι ενεργούσε αυτή ως εκπρόσωπος εταιρίας. γ) Το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δηλαδή και το λευκό χαρτί, επί του οποίου έθεσαν την υπογραφή τους η κατηγορουμένη και ο μάρτυρας υπερασπίσεως Κ. Σ. και το οποίο, κατά τα κατωτέρω, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ίδιου Κώδικα, μοναδικός, κατά το ένα σκέλος, λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 23.4.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (εγγράφων, καταθέσεως μάρτυρα υπερασπίσεως, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την ανάγνωση των εγγράφων και κατά τη διάρκεια της εξετάσεως του μάρτυρα υπερασπίσεως Κ. Σ., ο Πρόεδρος, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, ζήτησε από την κατηγορουμένη και τον ως άνω μάρτυρα να θέσουν, ενώπιον του Δικαστηρίου, την υπογραφή τους σε ένα λευκό χαρτί. Από το ότι οι υπογραφές τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται με βεβαιότητα ότι το έγγραφο αυτό αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Οπωσδήποτε δε δεν προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, ότι η κατηγορουμένη ή η συνήγορός της προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της υποτιθέμενης μη αναγνώσεως του εγγράφου αυτού και αυτό απέρριψε την προσφυγή ή δεν απάντησε. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, μοναδικός, κατά το άλλο σκέλος του, πρόσθετος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως από την μη ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3904/2010, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή είναι μικρότερη των τριών ετών, έχει υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως επί της ποινής, το Δικαστήριο "διάβασε το ποινικό μητρώο της καταδικασθείσας που υπάρχει στη δικογραφία σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο, ο οποίος αποσφραγίστηκε μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης, χωρίς το περιεχόμενο αυτού να καταστεί γνωστό στο ακροατήριο παρά μόνο στους παράγοντες της δίκης, από το οποίο προκύπτει ότι η κατηγορούμενη έχει καταδικασθεί αμετακλήτως μέχρι σήμερα για πλημμέλημα σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας μεγαλύτερη του ενός (1) έτους με μία μόνη απόφαση". Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως για τη μετατροπή της ποινής και αφού η συνήγορος της κατηγορουμένης ζήτησε "το ελάχιστο της μετατροπής", μετέτρεψε την ποινή των δύο (2) ετών, που επέβαλε στην κατηγορουμένη, σε χρηματική, την οποία καθόρισε σε δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως, με την αιτιολογία ότι: "Επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναστολής της ποινής κατ' άρθρ. 99 παρ. 1 ΠΚ. Επειδή από την έρευνα του χαρακτήρα της καταδικασθείσας και τις υπόλοιπες περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί για να αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μετατροπής της παραπάνω ποινής σε χρηματική και πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη και τους οικονομικούς όρους της καταδικασθείσας, η κάθε ημέρα φυλακίσεως να υπολογισθεί προς δέκα (10,00) ευρώ". Η αιτιολογία αυτή είναι η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ επιβαλλόμενη για την αιτιολόγηση ειδικώς της αρνητικής κρίσεως του Δικαστηρίου ως προς την αναστολή της μη υπερβαίνουσας τα τρία έτη ποινής φυλακίσεως, καθόσον αναφέρει, κατά τα ανωτέρω, ότι συνέτρεχαν πραγματικά γεγονότα, τα οποία απέκλειαν την αναστολή εκτελέσεως της ποινής αυτής, ότι, δηλαδή, προέκυπτε από το δελτίο ποινικού μητρώου της κατηγορουμένης ότι αυτή είχε προηγούμενη καταδίκη για άλλη πράξη σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους. Δεν ήταν δε αναγκαίο η διαπίστωση αυτή, της οποίας έγινε μνεία μετά την ανάγνωση του ποινικού μητρώου, να επαναληφθεί και στο ως άνω σκεπτικό. Με το να μετατρέψει, λοιπόν, την ποινή φυλακίσεως των 2 ετών, που επέβαλε στην κατηγορουμένη, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά του προσθέτου αυτής λόγου και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8 Ιουλίου 2014 αίτηση της Π. Τ. του Ε., μετά του από 23 Απριλίου 2015 προσθέτου λόγου αυτής, για αναίρεση της 627/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία η αιτιολογία της γνώσεως περί της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Πότε επέρχεται ακυρότητα από την έλλειψη ακροάσεως. Απόρριψη λόγου περί ελλείψεως ακροάσεως από τη μη ανάγνωση εγγράφου, το οποίο αναγνώσθηκε, αλλά και δεν προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν, ότι η κατηγορουμένη ή η συνήγορος της προσέφυγαν στο δικαστήριο κατά της ισχυριζόμενης μη αναγνώσεως από τον πρόεδρο. Αιτιολογημένη η μη αναστολή και η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως, που επιβλήθηκε, σε χρηματική (άρθρο 99 παρ. 1 εδ. α ΠΚ). Όχι υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Ακροάσεως έλλειψη, Ποινής μετατροπή.
0
Αριθμός 668/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 182/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με κατηγορούμενο τον S. S. του F., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα και συγκατηγορούμενο τον E. του M. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου 2015 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 255/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ.2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της αξιόποινης πράξεως και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Έλλειψη δε της απαιτούμενης ως άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αθωωτικής αποφάσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Ακόμη, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της αποφάσεως δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, η αιτιολογία δεν δύναται να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν είναι μια τέτοια αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Βεβαίως, το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποίο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε ή δεν πείστηκε τελικά το δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 182/2014 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης που την εξέδωσε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε με αυτή αθώο τον αλλοδαπό κατηγορούμενο S. S. για το σε βαθμό κακουργήματος έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια, της κατοχής και της μεταφοράς , από κοινού με συγκατηγορούμενό του, κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, από μη τοξικομανή, με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των επ’ ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, από όλα τα, δημοσίως επ’ ακροατηρίου, αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι συνήγοροι υπερασπίσεως των κατηγορουμένων, τα οποία επίσης αναγνώσθηκαν, ιδίως από την, από 2/5/2013, έκθεση εξέτασης της Χ.Υ. Αλεξανδρούπολης την, από 17-6-2013, έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ιατρών της ψυχιατρικής κλινικής ΕΣΥ του Δ.Π.Θ, Γ. Κ. και Α. Ε., την υπ’ αριθμ. Πρωτ.: …06-05-2013 Βεβαίωση της Υπηρεσίας Εθιστικής και Τοξικολογικής Κλινικής (έγγραφο μεταφρασμένο από την αλβανική στην ελληνική γλώσσα, τις, από 7-10-2013 και 10-10-2013, Γνωματεύσεις του Ιατρού Νευρολόγου Σ. Μ., την, από 22-11-2013, Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης της Ψυχιάτρου - Ψυχοθεραπεύτριας Α. Δ. Ν., την, από 20-11-2013, Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης του Νευρολόγου- Ψυχιάτρου Γ. Ε. Γ., σε συνδυασμό με τις απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο δεύτερος κατηγορούμενος Β. E. στο χώρο του Τελωνείου Κήπων Έβρου, την 1-5-2013, κατελήφθη να έχει εισάγει στη χώρα από την Τουρκία ηρωίνη συνολικού βάρους 8.245,10 γρ. με τη συσκευασία χωρισμένη σε δεκαπέντε (15) πακέτα βάρους 564,80, 548,50, 539,50, 545,60, 541,40, 552, 559,50, 556,20, 546,20, 548,20, 546,20, 564, 559, 533,40 και 540,60 γραμμαρίων, τα οποία επιμελώς απέκρυψε στο χώρο του ταμπλό του υπ’ αριθμ. (Αλβανικών Αρχών) ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, ... ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου S. S., το οποίο οδηγούσε ο τελευταίος και ο ίδιος επέβαινε ως συνοδηγός. Τις ως άνω ποσότητες αποδείχθηκε ότι κατείχε και μετέφερε κατά τον ως άνω τρόπο. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι από την ανωτέρω ποσότητα ηρωίνης ο δεύτερος κατηγορούμενος προσδοκούσε όφελος άνω των 75.000 ευρώ. Επομένως αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των ως άνω πράξεων (εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικής ουσίας ηρωίνης), χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Ο περί τοξικομανίας ισχυρισμός αυτού του κατηγορουμένου πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, διότι στην, από 17-6-2013, έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων Γ. Κ. και Α. Ε. δεν βεβαιώνει κάτι τέτοιο (τοξικομανία), αλλά, αντίθετα, στο πόρισμα αυτής εκτίθεται ότι κατά την κλινική εξέταση δεν παρατηρήθηκαν σημεία ενδεικτικά φλεβοκέντησης, ούτε συμπτώματα στερητικού συνδρόμου, το πόρισμα δε αυτό, κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται με πειστικές αιτιολογίες από τις αναγνωσθείσες ιδιωτικές γνωματεύσεις των ιατρών Γ. Γ., Α. Ν. και Σ. Μ.. Περαιτέρω όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, S. S., δεν αποδείχτηκε ότι αυτός, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης και οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, γνώριζε ότι η ηρωίνη ήταν κρυμμένη στο αυτοκίνητο του, πράξη της οποίας αναλαμβάνει αποκλειστικά την ευθύνη, ο δεύτερος κατηγορούμενος (βλ. απολογία αυτού), ο οποίος δεν είχε κανένα προς τούτο ιδιαίτερο λόγο, δηλαδή λόγο να καλύψει τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί αθώος" Με βάση τις παραδοχές αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ελλιπής, περιέχει ασάφειες και λογικά κενά και έτσι δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα, γίνεται επιλεκτική αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και της απολογίας του συγκατηγορουμένου που καταδικάστηκε, αφού, ενώ στο προοίμιο του αιτιολογικού γίνεται αναφορά γενικά στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, όσον αφορά το δόλο του συγκεκριμένου πρώτου κατηγορουμένου, για έλλειψη του οποίου αυτός αποκλειστικά αθωώθηκε και δη γιατί δεν αποδείχθηκε γνώση αυτού περί της ύπαρξης στο αυτοκίνητό του των μεταφερομένων και επιμελώς κρυμμένων μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, ουδόλως λήφθηκε πράγματι υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που συνέλαβε τους κατηγορουμένους και ανακάλυψε τα ναρκωτικά, του Α. Χ., Τελωνειακού υπαλλήλου, του οποίου η αξιοπιστία δεν αμφισβητήθηκε και ο οποίος εξεταζόμενος στο ακροατήριο μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι "...ανοίξαμε το πορτάκι του οδηγού και αφαιρέσαμε οκτώ δέματα, που όπως αποδείχθηκε είχαν ηρωίνη. Ρωτήσαμε τον πρώτο κατηγορούμενο (τον αθωωθέντα) εάν έχει και άλλα και είπε ότι έχει άλλα επτά από την πλευρά του συνοδηγού. Όλα τα δέματα ήταν συνολικά δεκαπέντε και βρέθηκαν κατά μήκος του ταμπλώ σε ειδική κρύπτη, τα επτά στη μία πλευρά και τα οκτώ στην άλλη πλευρά. Ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν μιλούσε ελληνικά. Δεν μπόρεσα να μιλήσω μαζί του. Ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ιδιοκτήτης και οδηγός του οχήματος και ο δεύτερος συνοδηγός". Και ενώ η πρόσβαλλόμενη απόφαση εκτιμά το περιεχόμενο των απολογιών και των δύο κατηγορουμένων, δεν αιτιολογεί ουδόλως γιατί δεν πείσθηκε από το περιεχόμενο της ως άνω σαφούς μαρτυρικής καταθέσεως του αρμοδίου οργάνου το οποίο περιεχόμενο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ότι ο πρώτος δήθεν από αυτούς αγνοούσε την ύπαρξη και την απόκρυψη των ναρκωτικών στο αυτοκίνητό του. Περαιτέρω στην απόφαση, δεν αιτιολογείται γιατί το δικαστήριο δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, και ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των ως άνω αδικημάτων που του αποδίδονται, δεδομένου ότι αυτή περιορίζεται να αναφέρει ότι "δεν αποδείχτηκε ότι ο S. S. ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης και οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, γνώριζε ότι η επίμαχη ηρωίνη ήταν κρυμμένη στο αυτοκίνητο του". Και ενώ η κατηγορία αφορούσε την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών με την μορφή της εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια, της κατοχής και της μεταφοράς, από κοινού, κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ από μη τοξικομανή, τίποτε δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση αναφορικά με την εισαγωγή και τη μεταφορά της ηρωίνης συνολικού βάρους 8.245,10 γραμμαρίων, αξιόποινες πράξεις για τις οποίες αθωώθηκε, μολονότι το ΙΧΕ αυτοκίνητο με το οποίο οι δύο κατηγορούμενοι εισήγαγαν στην Ελλάδα από την Τουρκία ηρωϊνη συνολικού βάρους 8.245,10 γραμμαρίων, σε δέματα, ήταν ιδιοκτησίας του και το οδηγούσε ο ίδιος και στο άνω αυτοκίνητο ήταν επιμελώς κρυμμένα τα ναρκωτικά σε ειδικές κρύπτες (πορτάκι οδηγού, ταμπλώ), που είχαν διαμορφωθεί, κατά τον άνω τελωνειακό μάρτυρα, με αφαίρεση κάποιων στοιχείων του ηχοσυστήματος, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος, όταν ανακαλύφθηκε η πρώτη κρύπτη, ερωτηθείς από τον ίδιο μάρτυρα "αν έχει και άλλα δέματα", απάντησε ότι "έχει άλλα επτά από την πλευρά του συνοδηγού", που πράγματι βρέθηκαν γεγονός που καταδεικνύει σαφώς ομολογία για την γνώση αυτού για την ύπαρξη των κρυπτών στο αυτοκίνητό του και την γνώση του για την εισαγωγή, τη μεταφορά και την εν γένει διακίνηση των κατασχεθεισών ναρκωτικών ουσιών. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία, του αθωωτικού σκέλους της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και υπό την ως άνω έννοια, διότι ουδόλως εκτίθενται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και απέκλεισαν την ύπαρξη των στοιχείων της νομοτυπικής υπόστασης των ως άνω εγκλημάτων και δια της υποκειμενικής υπόστασης, όσον αφορά τον αθωωθέντα κατηγορούμενο, με μόνη την τυπική αιτιολογία ότι "δεν αποδείχθηκε ότι αυτός γνώριζε ότι η ηρωϊνη ήταν κρυμμένη στο αυτοκίνητό του, πράξη της οποίας αναλαμβάνει αποκλειστικά την ευθύνη ο δεύτερος κατηγορούμενος", ο οποίος και καταδικάστηκε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η κρινόμενη αίτηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί εν μέρει η με αρ. 182/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θράκης και μόνο ως προς το μέρος αυτής, κατά το οποίο κηρύχθηκε αθώος ο S. S. του F. για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών με την μορφή της εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια, της κατοχής και της μεταφοράς, από κοινού, κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ από μη τοξικομανή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αρ. 182/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατά τις διατάξεις της που αφορούν τον αθωωθέντα κατηγορούμενο S. S. του F.. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 τταρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αναιρέσεως παραδοχή, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 648/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μ. Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Ν. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Δημητρούκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Ελένη Κωστάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/3/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 5801/2009 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1868/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 6583/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 10/11/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα επίσης με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική κατοχή πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία, γίνεται κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις όταν πρόκειται για αστικά ακίνητα είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η περιτοίχηση, η ανοικοδόμηση, η οίκηση στα επ’ αυτού κτίσματα, η οριοθέτηση, η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, η δήλωσή του στο κτηματολόγιο, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα κ.α. Εξ’ άλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ‘ Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου ή όταν η αιτιολογία είναι ενδοιαστική, δηλαδή όταν η κρίση του δικαστηρίου, ως προς την αλήθεια των περιστατικών που οδηγούν στο πόρισμα, είναι αμφίβολη και δεν στηρίζεται σε πλήρη δικανική πεποίθηση. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ. 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ως προς την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγή, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και δη κατά την κύρια από έκτακτη χρησικτησία βάση της αγωγής, ως προς την οποία και είχε αναιρεθεί η προεκδοθείσα υπ’ αριθμ. 5801/2009 απόφαση του Εφετείου, με την υπ’ αριθμ. 1868/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και είχε αναπεμφθεί προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο: "Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...18.10.1940 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ρήγα Γαρταγάνη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηναίων, η Κ. χήρα Π. Κ. πώλησε στη Μ. σύζυγο Γ. Κ., το γένος Σ. Κ., ένα οικόπεδο επιφανείας 742,62 τετραγωνικών μέτρων. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του συνοικισμού "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γλυφάδας Αττικής, στο 241° Ο.Τ., επί της ... αρ. ... Στην πρόσοψή του υπάρχει διώροφη οικοδομή, που αποτελείται από μία υπόγεια αποθήκη, επιφανείας 40 τ.μ., δύο ισόγεια καταστήματα, επιφανείας 81 και 20 τ.μ. αντίστοιχα, ισόγεια κατοικία, επιφανείας 75 τ.μ., διαμέρισμα πρώτο επάνω από τον ισόγειο όροφο, επιφανείας 75 τ.μ., στο δε ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου υπάρχουν βοηθητικά κτίσματα, που αποτελούνται από τρία δωμάτια και κουζίνα επιφανείας 50 τ.μ. Το όλο οικόπεδο συνορεύει νοτιοανατολικά με πλατεία Αγίου Νικολάου, νοτιοδυτικά με τον οδό Αρτέμιδος και βορειοδυτικά και βορειανατολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων. Ο Γ. Κ., σύζυγος της Μ. Κ., απεβίωσε την 11.1.1978, ενώ η τελευταία απεβίωσε την 14.1.1978, χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς στενούς συγγενείς, με επακόλουθο στην κληρονομιά της να κληθεί κατά την έκτη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ο ενάγων, τέκνο της αδελφής του Γ. Κ., με σκοπό να αποκτήσει παρά το νόμο την κινητή και ακίνητη περιουσία της αποβιωσάσης Μ. Κ., συνέταξε την από 10.6.1977 πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη της κληρονομουμένης, με την οποία η τελευταία φερόταν να εγκαθιστά αυτόν μοναδικό κληρονόμο της σε ολόκληρη την περιουσία της. Κατόπιν αιτήσεως που άσκησε ο ίδιος, η παραπάνω διαθήκη δημοσιεύθηκε βάσει των υπ’ αριθ. 821/23.3.1978 πρακτικών συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 305/23.3.1978 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου. Επίσης, κατόπιν της από 15.5.1978 αιτήσεως του ενάγοντος εκδόθηκε - δυνάμει της υπ’ αριθ. 4756/1978 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - το υπ’ αριθ. 1318/28.6.1978 πιστοποιητικό του Γραμματέα του παραπάνω Δικαστηρίου, με το οποίο πιστοποιείτο ότι αυτός είναι μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της Μ. Κ.. Παράλληλα με τις ως άνω ενέργειες του, ο ενάγων, δυνάμει της υπ’ αριθ. ...15.4.1 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Επαμεινώνδα Ν. Δούρου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε την κληρονομιά της θανούσης, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο με την υφιστάμενη σε αυτό διώροφη οικία και τα καταστήματα που είχαν ανεγερθεί με δαπάνες της κληρονομουμένης, για την αιτία δε αυτή υποβλήθηκε και στην καταβολή φόρου κληρονομιάς ύψους 3.200.000 δραχμών. Ακολούθως, με τις υπ’ αριθ. 304/8.4.1983 και 278/7.12.1983 αποφάσεις του Πενταμελούς και Επταμελούς Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, ο ενάγων κρίθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης) και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθ. 1378/2.5.1984 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε σχετική αίτηση αναιρέσεως του ενάγοντος κατά της ως άνω καταδικαστικής αποφάσεως, ενώ όπως ο ενάγων ιστορεί στην αγωγή του, υπέβαλε επανειλημμένως αιτήσεις επανάληψης της ποινικής διαδικασίας, οι οποίες απερρίφθησαν με πέντε ισάριθμες αποφάσεις του αρμοδίου Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, με τελευταία την υπ’ αριθ. 1416/2006. Μετά την πιο πάνω αμετάκλητη καταδίκη του ενάγοντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως, μετά από σχετική αίτηση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου εκδόθηκε η με αριθμό 1204/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε ανίσχυρο το κληρονομητήριο που είχε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος και διέταξε την αφαίρεσή του. Παράλληλα, μετά από αίτηση του εναγομένου Ελληνικού-Δημοσίου, εκδόθηκε η με αριθμό 4204/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που διέταξε τη χορήγηση κληρονομητηρίου στο αιτούν και σε εκτέλεση αυτής εκδόθηκαν τα υπ’ αριθ. ...1985 και ...1986 πιστοποιητικά κληρονομητηρίου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, εκ των οποίων το δεύτερο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαιού Φαλήρου στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό ..., ενώ αίτηση του ενάγοντος για αφαίρεση του υπ’ αριθ. ...1985 κληρονομητηρίου απερρίφθη ως κατ’ ουσία αβάσιμη με την υπ’ αριθ. 545/1983 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, με την υπ’ αριθ. 2255/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, βεβαιώθηκε η μη ύπαρξη άλλου κληρονόμου της Μ. χήρας Γ. Κ., πλην του εναγομένου. Κατόπιν αυτών, το επίδικο ακίνητο καταγράφηκε στο γενικό βιβλίο καταγραφής της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών (με αύξοντα αριθμό ...) και εκδόθηκε το υπ’ αριθ. .. 19.4.1988 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων της Νομαρχίας Αθηνών, με το οποίο ο ενάγων αποβλήθηκε από το εν λόγω ακίνητο, την επ’ αυτού διώροφη οικία, τα δύο ισόγεια καταστήματα, το υπόγειο κατάστημα και τους βοηθητικούς χώρους. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού, ο ενάγων άσκησε την από 14.6.1988 ανακοπή, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 87/10.1.1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, λόγω μη συνδρομής της προϋποθέσεως της αυτογνώμονης καταλήψεως του ακινήτου από τον ενάγοντα. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε έφεση το εναγόμενο, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 244/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά παραδοχήν της εφέσεως του εναγομένου, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 87/1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και δικάζοντας επί της ουσίας απέρριψε την ανακοπή του ενάγοντος και επικύρωσε το υπ’ αριθ. …19.4.1988 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής του Οικονομικού Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών, σε εκτέλεση του οποίου ο ενάγων αποβλήθηκε από το επίδικο ακίνητο τελικά δυνάμει της υπ’ αριθ. ...3.7.2008 εκθέσεως βίαιης αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Π., ενώ ανακοπή που άσκησε ο ίδιος κατά της εν λόγω έκθεσης απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 3562/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παράλληλα, κατά του ενάγοντος εκδόθηκαν τα με αριθμούς ... και ...15.12.1987 Πρωτόκολλα Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης Δημοσίου Κτήματος του Οικονομικού Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών, κατά των οποίων (τριών τελευταίων) ο ενάγων άσκησε ισάριθμες ανακοπές, οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες με τις υπ’ αριθ. 7587/1989, 7588/1989 και 7585/1989 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά από την ταμειακή βεβαίωση των ποσών που επιβλήθηκαν με τα παραπάνω πρωτόκολλα αποζημίωσης, ο ενάγων άσκησε ανακοπές για την ακύρωσή τους, οι οποίες με τις υπ’ αριθ. 2232/1993, 8619/1994 και 8620/1994 αποφάσεις του Μονομελούς (η πρώτη) και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (οι άλλες δύο) απορρίφθηκαν. Σημειώνεται δε ότι ο ενάγων, εκτός των άλλων ενεργειών στις οποίες έχει προβεί μέχρι σήμερα, με την από 16.2.1988 αίτησή του προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Επί της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 196/2.10.1991 γνωμοδότηση, με την οποία το Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της απόρριψης της αιτήσεως, με την αιτιολογία ότι "δεν απεδείχθη ότι ο αιτών παρέλαβε την νομή του ακινήτου από την ιδιοκτήτρια αυτού κατά το έτος 1950 και ότι έκτοτε ασκούσε πράξεις νομής επ’ αυτού μέχρι την υποβολή της αιτήσεως ή εν πάσει περιπτώσει επί μίαν εικοσαετίαν, ούτως ώστε να καταστεί κύριος δια χρησικτησίας". Η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ’ αριθ. πρωτ. 1004715/252/Α0010/6.2.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1130555/23.3.1992 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά. Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, ισχυρίζεται ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ειδικότερα ότι α) η κυρία του εν λόγω ακινήτου, Μ. Κ., του παραχώρησε το έτος 1950 ατύπως τη νομή και έκτοτε το νέμεται διανοία κυρίου πέραν της εικοσαετίας, β) ο ίδιος ανήγειρε, με δικές του δαπάνες, τα υπάρχοντα επί του οικοπέδου κτίσματα, κατοικία και καταστήματα από το έτος 1956 μέχρι το έτος 1962, γ) εισέπραττε μισθώματα από την εκμίσθωση των παραπάνω καταστημάτων σε τρίτους και δ) εγκαταστάθηκε και διέμεινε στο επίδικο ακίνητο με την οικογένειά του από το έτος 1957 και εφεξής επί εικοσαετία. Περαιτέρω, όμως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου. Και τούτο διότι, αν αυτός πράγματι νεμόταν το εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου επί μία εικοσαετία, δεν θα κατάρτιζε κατά τη χρονική περίοδο από Ιούνιο 1977 μέχρι και μέσα Ιανουαρίου 1978, οπότε θα είχε ήδη συμπληρωθεί ο αναγκαίος κατά το νόμο χρόνος για την κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη της Μ. Κ.. Από τα πρακτικά των υπ’ αριθ. 304/1983 και 278/1983 ποινικών αποφάσεων του Πενταμελούς και Επταμελούς Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα (το δεδικασμένο των οποίων δεν δεσμεύει μεν το παρόν Δικαστήριο, πλην όμως αυτές συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, βλ. ΑΠ 359/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1236/1998 Δίκη 1999.351, ΕφΑΘ 2949/2005 Δίκη 2005.968, ΕφΘεσ/κης 229/2004 Αρμ 2004.568, ΕφΘεσ/κης 112/2003 Αρμ 2003.398) προκύπτει ότι η πρώτη σύζυγος του ενάγοντος, την οποία ο τελευταίος διαζεύχθηκε το έτος 1971, κατέθεσε ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους (1957 - 1971) δεν είχε γνωρίσει το ζεύγος Κ., στην οικία του οποίου ο ενάγων "δεν είχε πατήσει το πόδι του. Μόνο περνούσαμε απέξω και δεν με πήγαινε επάνω". Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω πρακτικά και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων Κ. Σ., Τ. Τ. και Φ. Σ., που περιλαμβάνονται σε αυτά, αναφέρεται ότι μετά το θάνατο της Μ. Κ. τρίτοι προέβησαν αφενός μεν σε σφράγιση, αφετέρου δε σε έρευνα της οικίας της ως άνω αποβιωσάσης προς ανεύρεση διαθήκης. Όμως, είναι πρόδηλο ότι ενέργειες αυτού του χαρακτήρα δεν θα ήταν ανεκτές ή επιτρεπτές, αν ο ενάγων κατοικούσε, όπως αυτός ισχυρίζεται, στο επίμαχο ακίνητο από το έτος 1957 και συνακόλουθα είχε τη νομή και την κυριότητά του. Εξάλλου, και έτερος μάρτυρας στην ίδια δίκη, ο συνάδελφος του Ν. Κ., καταθέτει ρητά ότι την περίοδο κατά την οποία απεβίωσε τόσο ο Γ. Κ. (11.1.1978) όσο και η Μ. Κ. (14.1.1978), ο ενάγων διέμενε με τη μητέρα του και όχι στο επίδικο ακίνητο. Όμως, και ο ίδιος (ενάγων) στην υπ’ αριθ. ...15.4.1978 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Επαμεινώνδα Δούρου, καθώς και στην αίτηση για την έκδοση του κληρονομητηρίου, δηλαδή προτού αυτός εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες εξαιτίας του επίμαχου ακινήτου, δήλωνε ότι είναι κάτοικος Ν. Σμύρνης Αττικής (επί της οδού ... αρ….), γεγονός από το οποίο συνάγεται ευχερώς ότι δεν διέμενε με την οικογένειά του στο επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη Γλυφάδα (επί της ... αρ….) από το έτος 1957, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Εξάλλου, στην ίδια ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ο ενάγων δήλωσε ότι η διώροφη οικία με τα καταστήματα ανεγέρθηκαν με δαπάνες της αποβιωσάσης Μ. Κ., ενώ αν ο ίδιος είχε ανεγείρει αυτά από το έτος 1956 έως και 1962, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε να δηλώσει το γεγονός αυτό, πλην όμως δεν συνέβη έτσι και ως εκ τούτου πρόδηλη είναι η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δέχθηκε και η με αριθμό 196/2.10.1991 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία απέρριψε σχετική αίτηση του ενάγοντος, με την οποία αυτός ζητούσε να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα, στην ως άνω γνωμοδότηση αναφέρεται επιπρόσθετα ότι τα ίδια ως άνω πραγματικά γεγονότα προέκυψαν και από την έρευνα στην οποία προέβη ο προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομιάς, Ι. Φ., ο οποίος συνέλεξε πληροφορίες και εξέτασε σχετικά με το επίμαχο ζήτημα και τους προταθέντες από τον ενάγοντα μάρτυρες, Ν. Α. και Δ. Κ.. Ο μεν πρώτος, όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση, δήλωσε αρχικά ότι δεν θυμάται πότε και από ποιόν ανεγέρθηκαν τα κτίσματα, στη συνέχεια δε ότι αυτά ανεγέρθηκαν το έτος 1953 - 1954, όταν δηλαδή ο ενάγων εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ενώ η κατάθεση του άλλου μάρτυρος κρίθηκε αναξιόπιστη λόγω των σημαντικών διαφορών και των αντιθέσεων που είχε σε σχέση με τα ιστορούμενα από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων εκμίσθωνε για λογαριασμό του τα ακίνητα και εισέπραττε τα μισθώματα, αφού και κατά την αυτοψία που διενήργησε στο ακίνητο η ελεγκτής της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων, Α. Τ., την 1η Δεκεμβρίου 1987, η σύζυγος του ενάγοντος Α. Ν., ερωτηθείσα από την ελεγκτή αν γνωρίζει κάτι σχετικό με τη μίσθωση των ακινήτων απάντησε αρνητικά (βλ. σελ. 3, στιχ. 17-20, της από 9.12.1987 έκθεσης ελέγχου της παραπάνω δημόσιας υπηρεσίας). Τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αντικρούονται από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Χ. Ν., η οποία δεν κρίνεται πειστική, αφού ο εν λόγω μάρτυρας αντιφάσκει αναφορικά με όλα τα επίμαχα ζητήματα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτός αρχικά καταθέτει ότι "το μαγαζάκι στο ακίνητο το έφτιαξε, το είχε ο γέρος ο Κ.... μαζί με τη γυναίκα του" (σελ. 5, στιχ. 21-27), στη συνέχεια ότι "τα ακίνητα τα έφτιαξε ο ενάγων με εντολή του ζεύγους Κ...." (σελ. 6, στιχ. 5-9) και στη συνέχεια (μετά από ερώτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος αν τα κτίσματα τα έκανε ο ενάγων με δικά του χρήματα ή χρήματα των "...") ότι "...στο οικονομικό τους δεν είχα μπει, αλλά πάντως έχει βάλει λεφτά ο άνθρωπος" (σελ. 9, στιχ. 2-6) και στη συνέχεια ότι "δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όλα τα κτίσματα που είναι στο οικόπεδο τα έχτισε ο ενάγων" (σελ. 9, στιχ. 28- 30). Αλλά και αναφορικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός διέμενε με την οικογένειά του στο επίδικο από το έτος 1957, ο ίδιος μάρτυρας άλλοτε καταθέτει ότι "ο ενάγων διαμένει στο ακίνητο από το 1950 μέχρι σήμερα" (σελ. 10, στιχ. 34-38) και άλλοτε ότι "μονίμως διέμενε σε αυτό με την οικογένειά του από το έτος 1979...το ‘ 50 δεν ξέρω εγώ τι έκανε...τον γνώρισα το ‘ 56...δεν ξέρω πότε διέμενε" (σελ. 11, στιχ. 1-15). Επίσης, και αναφορικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός εισέπραττε τα μισθώματα από την εκμίσθωση των καταστημάτων σε τρίτους, ο εν λόγω μάρτυρας όλως αντιφατικά και αόριστα άλλοτε καταθέτει ότι "τα καταστήματα τα νοίκιαζε ο Ν." (σελ. 12, στιχ. 44-48) και άλλοτε ότι "δεν ήμουν μπροστά όταν εισέπραττε μισθώματα, ο ενάγων μου το έλεγε..." (σελ. 13, στιχ. 12-13). Εξάλλου, τα παραπάνω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται ούτε από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος, Ι. Ν., η οποία μάλιστα είναι η μόνη που εναρμονίζεται με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, πλην όμως αυτή δεν κρίνεται αξιόπιστη, αφού έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και δεν επιρρωνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ούτε και από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος στην παρούσα, αλλά και στην ποινική δίκη που προηγήθηκε". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που, με αντικατασταθείσες κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔικ αιτιολογίες, είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό του διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον δεν αποδείχθηκε η διενέργεια από αυτόν των επικαλουμένων από το 1950 πράξεων νομής και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο του παραχωρήθηκε από το 1950 άτυπα από την έως τότε ιδιοκτήτριά του Μ. Κ. και ότι έκτοτε αυτός το νέμεται με διάνοια κυρίου, διενεργώντας σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του, ως αστικού ακινήτου, πράξεις νομής και δη ότι από το 1956 μέχρι το 1962 ανήγειρε, με δικές του δαπάνες, τα επί του οικοπέδου κτίσματα, κατοικία και καταστήματα, ότι εισέπραττε τα μισθώματα από την εκμίσθωση των παραπάνω καταστημάτων και ότι από το 1957 και επέκεινα εγκαταστάθηκε και διαμένει με την οικογένειά του στο επίδικο. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των οικείων περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο δεν απαντά στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι τα αποδιδόμενα εις βάρος του έχουν γίνει εν αγνοία του και ότι δεν αιτιολογεί γιατί αυτός πλήρωσε ως φόρο κληρονομίας το 1978 το ποσό των 3.200.00 δραχμών, είναι απαράδεκτες γιατί δεν αφορούν σε ζητήματα, ήτοι σε ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν στη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος και συνακόλουθα η μη αιτιολόγησή τους δεν στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση. Επίσης απαράδεκτες είναι οι αιτιάσεις κατά τις οποίες οι αιτιολογίες της αποφάσεως ως περιέχουσες πολλά "εάν" είναι ενδοιαστικές και δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το εξαχθέν πόρισμα, καθόσον οι επικαλούμενες παραδοχές "αν κατοικούσε ... έπρεπε να είχε" "είναι πρόδηλο ... αν κατοικούσε", "αν ο ενάγων πράγματι νεμόταν ... δεν είχε λόγο", αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστούν "αιτιολογίες" με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, ώστε να επιδέχονται, στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μομφή για ασάφεια. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔικ. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕιΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του Ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.11.2014 αίτηση του Α. Κ. Ν. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6583/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας. 559 αρ 19 Τι νοούνται ως ζητήματα τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα δεν συνιστούν αιτιολογίες
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσιο , Χρησικτησία.
0
Αριθμός 649/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σακκαλή. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Στο σημείο ο δικηγόρος Πέτρος Σαμπράκος δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 13/9/2013 και κληρονομήθηκε από τους γιούς του α) Δ. Σ. του Π. και β) Μ. Σ. του Π., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και παρίστανται με τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/10/2005 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/2007 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρίπολης λόγω αρμοδιότητας, 78/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης και 265/2012 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/9/2013 αίτησή του και τους από 31/3/2015 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε τις από 3/12/2014 και 24/4/2015 εκθέσεις του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Ερωτόκριτου Καλούδη, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αντίστοιχα. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 ΚΠολΔ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.ΑΠ 40/1996). Μόνο εάν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, οπότε και απαιτείται η κατά το άρθρο 566 παρ.2 ΚΠολΔ κατάθεση της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ’ αριθμ.78/2010 αποφάσεως του σε πρώτο βαθμό δικούσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, όσο και κατά της υπ’ αριθμ.265/2012 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά του ενάγοντος και αρχικά αναιρεσιβλήτου (στη θέση του οποίου υπεισήλθαν λόγω θανάτου του οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του) κατά της άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως, την απέρριψε κατ’ ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην ως άνω απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ). Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 569 παρ.2 ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα, πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, με σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως, ενώ αντίγραφό του επιδίδεται, πριν από την ίδια προθεσμία, στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔ, οι οποίες προβλέπουν τον προσδιορισμό δικασίμου σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για επίδοση και προπαρασκευή της υπόθεσης, ως και τη σύνταξη εκθέσεως από τον οριζόμενο εισηγητή, προκύπτει ότι ως ημέρα συζήτησης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και επίδοσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων νοείται η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος, κατά το άρθρο 568 παρ.2, όχι δε και η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ’ αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης. Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της κοινοποιήσεώς τους πριν από την 30ήμερη αυτή προθεσμία σε όλους τους διαδίκους, επάγεται το απαράδεκτο αυτών, λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Προς τούτο το δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της ασκήσεως των προσθέτων λόγων. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 27-9-2014 αίτηση του Κ. Γ. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.265/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου, αρχική δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 17-12-2014 και μετά από αναβολή η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος της 6-5-2015. Ο αναιρεσείων, ενόψει της συζητήσεως της αναιρέσεως κατά την προαναφερθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο της 6-5-2015, κατέθεσε στις 31.3.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως προκύπτει από την κάτω από αυτό υπ’ αριθμ.43/31.3.2015 πράξη κατάθεσης της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Αικατερίνης Φωτοπούλου. Πλήν όμως οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, κατά τα προεκτεθέντα, έχουν ασκηθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της αρχικά ορισθείσας δικασίμου, ήτοι εκπροθέσμως και γι’ αυτό πρέπει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη να απορριφθούν αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά το βάσιμο ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτοι (αρθρ.577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα του νομέα, εάν συντρέχει λόγος, να συνυπολογίσει τον δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω στο πράγμα πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, εφόσον πρόκειται για αστικό ακίνητο είναι μεταξύ άλλων η επισκευή, η οίκηση, η περιτοίχηση, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η δήλωσή του στο Εθνικό Κτηματολόγιο, η σύνδεσή του με τις παροχές (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), η τηλεφωνική σύνδεση, και η πληρωμή των οικείων λογαριασμών, καθώς και η καταβολή των οικείων φόρων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του ή εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από χρησικτησία για να μη στερείται νόμιμης βάσης και να δημιουργείται έτσι ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της, μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα και αν απαιτείται και του δικαιοπαρόχου του, του οποίου το χρόνο χρησικτησίας προσμετράει στον δικό του. Τέλος ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων οι οποίοι τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου, με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Ο από το εδ.β του αριθμού αυτού λόγος για το ότι δεν λήφθηκαν υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ 25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την αναγνωριστική κυριότητας, από έκτακτη χρησικτησία, αγωγή του αρχικά αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος: To επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, εμβαδού 686,52 τμ, μετά της εντός αυτού ισόγειας οικίας μετά του υπογείου της, εμβαδού του μεν ισογείου 88,69 τμ, του δε υπογείου 72,53 τμ, και των δύο παλαιών ισόγειων αποθηκών, συνολικού εμβαδού 20,32 τμ, το οποίο (επίδικο ακίνητο) βρίσκεται στο Δ.Δ. ... του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας, αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα, που συντάχθηκε κατά τον Ιούλιο του έτους 1991 από τον Πολιτικό Μηχανικό Ε. Κ., με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Χ-Α και συνορεύει ανατολικά με ακίνητο πρώην Ι. Γ. και με κοινοτική οδό και πλατεία, δυτικά με ακίνητο Μ., βόρεια με ακίνητο Τ. και ακίνητο του εφεσίβλητου και νότια με ακίνητο αλαμούτσου. Το ακίνητο αυτό ανήκε στον Ι. Γ., ο οποίος αποβίωσε στις 12.5.1968. Ο Ι. Γ. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από το γιο του Δ. Γ.. Ο τελευταίος, που ήταν νυμφευμένος με τη Ι. Κ., και δεν είχε αποκτήσει τέκνα, αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα του Ι. Γ. με δήλωση του, η οποία περιέχεται στη σχετική πράξη ...26.7.1983, η οποία συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Τρίπολης Χριστίνα Πλατανίτου και μεταγράφηκε νόμιμα. Περαιτέρω, ο Δ. Γ. διέμενε με τη σύζυγο του Ι. Κ. στην όμορη οικία, η οποία έχει κοινή αυλή και κοινή είσοδο με την πιο πάνω αναφερόμενη οικία και διαχωρίζεται από εκείνη με μεσότοιχο. Την οικία αυτή, στην οποία διέμενε, μαζί με το οικόπεδο της, είχε αποκτήσει ο Δ. Γ. κατά το έτος 1942 με το συμβόλαιο πώλησης ...30.6.1942 του τότε Συμβολαιογράφου Πάρνωνα Χαράλαμπου Χελδώνη. Περαιτέρω, λόγω του ότι ο Δ. Γ. και η Ι. Κ. δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, όπως προαναφέρθηκε, τη φροντίδα και την περιποίηση αυτών, όσο ζούσαν στον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας, είχε αναλάβει ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ανεψιός του Δ. Γ.. Λόγω του γεγονότος αυτού και του ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε δική του αποκλειστικά οικία στον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας, αφού η πατρική οικία αυτού είχε παραχωρηθεί στις αδελφές του, ο Δ. Γ., κατά το έτος 1979, παραχώρησε στον εφεσίβλητο ανεψιό του ατύπως, λόγω δωρεάς, το επίδικο ακίνητο και του παρέδωσε τα κλειδιά της οικίας, με την βούληση να νέμεται αυτό για δικό του λογαριασμό. Έτσι, η νομή του επίδικου ακινήτου, η οποία είχε περιέλθει στο Δ. Γ. από το χρόνο της επαγωγής σ’ αυτόν της κληρονομιάς του πατέρα του Ι. Γ.υ, δηλαδή από τις 12.5.1968, οπότε είχε αποβιώσει ο Ι. Γ., περιήλθε στον εφεσίβλητο, ο οποίος άρχισε να νέμεται το ακίνητο αυτό ασκώντας επί αυτού όλες τις προσήκουσες στη φύση και στο χαρακτήρα του ακινήτου πράξεις νομής διανοία κυρίου και ειδικότερα έχοντας τα κλειδιά της οικίας και κατοικώντας σ’ αυτή κατά τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες με την οικογένεια του, προβαίνοντας σε επισκευές των πατωμάτων και της στέγης και σε τοποθέτηση υδραυλικών και σόμπας θέρμανσης, στρώνοντας στον εξωτερικό χώρο αυτού πλάκες Καρύστου, μεριμνώντας για την ορθή παροχέτευση των υδάτων έξω από την οικία, εγκαθιστώντας τηλεφωνική σύνδεση και ξεχωριστό υδρομετρητή, πληρώνοντας τους σχετικούς λογαριασμούς (ΟΤΕ, ΔΕΗ και ύδρευσης), οι οποίοι, ύστερα από αίτημα τους προς τους οικείους οργανισμούς, αποστέλλονταν στην Αθήνα, όπου ο ίδιος διέμενε, προκειμένου να εξοφλούνται αυτοί στον τόπο της διαμονής του. Έτσι, ο εφεσίβλητος άρχισε να χρησιδεσπόζει το επίδικο ακίνητο. Περαιτέρω, ο Δ. Γ. αποβίωσε στις 16.10.1989. Μετά το θάνατο του συζύγου της Δ. Γ., η Ι. Κ. έφυγε από τον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας και εγκαταστάθηκε στην Ιτέα της Φωκίδας, από όπου καταγόταν και όπου βρίσκονταν συγγενικά της πρόσωπα, όπως ο εκκαλών (ανεψιός της), ο οποίος τη φρόντιζε μέχρι την ημέρα του θανάτου της. Μετά την εγκατάσταση της στην Ιτέα, η Ι. Κ. επανερχόταν κατ’ αραιά διαστήματα στον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας κυρίως για τη ρύθμιση των θεμάτων που αφορούσαν τα περιουσιακά της στοιχεία. Με δήλωση της, η οποία περιέχεται στη σχετική πράξη ...9.3.1990, η οποία συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Ιτέας Αγγελική Αργυροπούλου και μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πάρνωνα με αύξοντα αριθμό 17, η Ι. Κ. αποδέχθηκε την κληρονομιά, την οποία άφησε σ’ αυτή ο σύζυγος της Δ. Γ. με την από 15.1.1963 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το πρακτικό 117/1989 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης. Με τη διαθήκη, όμως, αυτή, δεv είχε καταλειφθεί στην Ι. Κ. το επίδικο ακίνητο, αφού αυτή (διαθήκη) αφορά τα ακίνητα τα οποία είχαν περιέλθει στο διαθέτη Δ. Γ. με το συμβόλαιο ...24.3.1947 του Δημητρίου Ιατρίδη, Παρέδρου του Ειρηνοδικείου Πάρνωνα, ο οποίος ασκούσε καθήκοντα Συμβολαιογράφου, καθώς και με το συμβόλαιο ...14.6.1961 του Συμβολαιογράφου Άμφισσας, τα οποία είχαν μεταγραφεί νόμιμα, ενώ το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο διαθέτη με κληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή του πατέρα του Ι. Γ.υ, όπως προαναφέρθηκε. Το γεγονός ότι ο Δ. Γ. αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα του Ι. Γ., στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο, κατά το έτος 1983, όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο από την άτυπη παραχώρηση του επίδικου ακινήτου στον εφεσίβλητο κατά το έτος 1979, δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του εφεσίβλητου, αφού η’ έναρξη της χρησικτησίας στο πρόσωπο του τελευταίου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη του δικαιώματος της κυριότητας (του παραχωρήσαντος) επί του επίδικου ακινήτου κατά το χρόνο της μεταβίβασης της νομής. Παρόλα αυτά, η Ι. Κ., με την από 3.12.1993 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με το σχετικό πρακτικό 20/2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, κατέλιπε στον εκκαλούντα το επίδικο ακίνητο. Κατά συνέπεια, η αποδοχή από την Ι. Κ. της κληρονομιάς την οποία κατέλιπε σ’ αυτή, με την πιο πάνω αναφερόμενη διαθήκη, ο σύζυγος της Δ. Γ. δεν προσπόρισε σ’ αυτή κανένα δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι για την υλοποίηση της απόφασης της να μεταβιβάσει τα περιουσιακά της στοιχεία που βρίσκονταν στην Αρκαδία, η Ι. Κ., πριν από την κατάρτιση της προαναφερόμενης διαθήκης της και συγκεκριμένα την 2.12.1991, με το συμβόλαιο ...2.12.1991, το οποίο καταρτίστηκε στην Ιτέα από τη Συμβολαιογράφο Ιτέας Αγγελική Αργυροπούλου και μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 95 των προαναφερόμενων βιβλίων μεταγραφών με αύξοντα αριθμό …, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον εφεσίβλητο το πιο πάνω αναφερόμενο όμορο, προς το επίδικο, ακίνητο (οικόπεδο εμβαδού 625,28 τμ με ημιανώγεια οικία, αποτελούμενη από υπόγειο εμβαδού 54.80 τμ, τον όροφο εμβαδού 75,55 τμ και τους βοηθητικούς χώρους), στο οποίο (ακίνητο) διέμενε με το σύζυγο της Δ. Γ.. Περαιτέρω, η Ι. Κ. αποβίωσε στην Ιτέα στις 9.12.2001. Με δήλωση του, η οποία περιέχεται στη σχετική πράξη ...22.4.2002, που συντάχθηκε από την ίδια Συμβολαιογράφο και μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 103 των προαναφερόμενων βιβλίων μεταγραφών με αύξοντα αριθμό …, ο εκκαλών αποδέχθηκε την κληρονομιά, την οποία η Ι. Κ. κατέλειπε σ’ αυτόν με την προαναφερόμενη από 3.12.1993 ιδιόγραφη διαθήκη της, δηλαδή το επίδικο ακίνητο. Όμως, εφόσον η διαθέτιδα δεν είχε καταστεί κυρία του επίδικου ακινήτου με την αποδοχή της κληρονομιάς του συζύγου της Δ. Γ. και τη μεταγραφή της προαναφερόμενης σχετικής πράξης ...9.3.1990 της ίδιας Συμβολαιογράφου, η αποδοχή από τον εκκαλούντα της κληρονομιάς της Ι. Κ. και η μεταγραφή της σχετικής πράξης δεν προσπόρισαν σ’ αυτόν το δικαίωμα της κυριότητας του επίδικου ακινήτου. Κατά συνέπεια, ο εφεσίβλητος που συνέχισε να νέμεται το επίδικο ακίνητο ασκώντας επί αυτού όλες τις προσήκουσες στη φύση και στο χαρακτήρα του ακινήτου πράξεις νομής διάνοια κυρίου και ειδικότερα έχοντας τα κλειδιά της οικίας και κατοικώντας σ’ αυτή κατά τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες με την οικογένεια του, προβαίνοντας σε διάφορες επισκευές, επιβλέποντας αυτό, πληρώνοντας τους σχετικούς λογαριασμούς (ΟΤΕ, ΔΕΗ και ύδρευσης), οι οποίοι, ύστερα από αίτημα τους προς τους οικείους οργανισμούς, συνέχισαν να αποστέλλονται στην Αθήνα, όπου ο ίδιος διέμενε, προκειμένου να εξοφλούνται αυτοί στον τόπο της διαμονής του, κατέστη κύριος αυτού (επίδικου ακινήτου) με έκτακτη χρησικτησία κατά το έτος 1999, οπότε συμπληρώθηκε εικοσαετία στην άσκηση της νομής επί του ακινήτου αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με ανάλογες σκέψεις κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν σ’ αυτό και, συνεπώς, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος, ο έβδομος και ο όγδοος από τους λόγους της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επίσης, είναι απορριπτέο το αίτημα του εκκαλούντος για επίδειξη από τον εφεσίβλητο των εντύπων Ε9 της αρμόδιας ΔΟΥ, με τα οποία ο εφεσίβλητος δήλωσε το επίδικο ακίνητο ως περιουσιακό του στοιχείο, αφού στερείται αντικειμένου, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος έχει προσκομίσει τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, με την απόφαση 325/2006 του Δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε η από 23.12.2003 έφεση του νυν εφεσίβλητου κατά της απόφασης 118/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης, η οποία εκδόθηκε επί της από 15.12.2002 αγωγής του νυν εκκαλούντος κατά του νυν εφεσίβλητου περί προστασίας της νομής του επίδικου ακινήτου και με την οποία έγινε δεκτό ότι νομέας του επίδικου ακινήτου από το έτος 1979 δεν ήταν ο νυν εφεσίβλητος, αλλά ο νυν εκκαλών. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο εκκαλών, ως εναγόμενος προέβαλε την ένσταση δεδικασμένου, πηγάζοντος, κατά τους ισχυρισμούς του, από την προαναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση 118/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης. Η ένσταση αυτή ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι αντικείμενο της από 15.12.2002 αγωγής ήταν η νομή επί του επίδικου ακινήτου κατά το τελευταίο έτος πριν από την άσκηση της, δηλαδή κατά το έτος 2002, οι δε πλεοναστικές αιτιολογίες, τις οποίες διέλαβε η απόφαση αυτή και σύμφωνα με τις οποίες ο τότε εκκαλών και νυν εφεσίβλητος δεν είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου από το έτος 1979, δεν αποτέλεσαν διαγνωστικό αντικείμενο της αγωγής εκείνης και επομένως δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο, αφού η κρίση αυτή δεν ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη διάγνωση του τότε επιδίκου δικαιώματος". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των, ανελέγκτως, γενομένων δεκτών ως αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Προσέτι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αρχικό αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντος τούτο (επίδικο) με διάνοια κυρίου και με τις περιγραφόμενες πράξεις νομής επί εικοσαετία και ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου παραγώγως και δη από εκ διαθήκης κληρονομιά, αφού η κληρονομουμένη από αυτόν θεία του Ι. Κ., δεν ήταν κατά το χρόνο του θανάτου της κυρία του επιδίκου. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της επικαλουμένης από τον αναιρεσείοντα και μνημονευομένης στη νομική σκέψη διατάξεως του άρθρου 1045 ΑΚ. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά ταύτα και η περιλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αναιρέσεως αιτίαση από τον αριθμό 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - εναγομένου περί ιδίας κυριότητας καθώς και περί υπάρξεως δεδικασμένου από προεκδοθείσα περί νομής απόφαση του Ειρηνοδικείου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το Εφετείο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τους προβληθέντες ισχυρισμούς με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τους συγκροτούν. Στη συνέχει με αιτιάσεις του ίδιου μοναδικού λόγου της αναίρεσης και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί απόρριψης των ως άνω ισχυρισμών του ήδη αναιρεσείοντος - εναγομένου και στην παραδοχή, εν τέλει, της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής του αρχικά αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος, ως νεμηθέντος το επίδικο ακίνητο για μία εικοσαετία (η οποία άρχισε το έτος 1979 και συμπληρώθηκε το έτος 1999), παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη εξώδικη ομολογία του αρχικά αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος, που περιεχόταν στο υπ’ αριθμ....2.12.1991 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Ιτέας Αγγελικής Αργυροπούλου και ειδικότερα στο προσαρτώμενο στο συμβόλαιο αυτό σχέδιο του πολιτικού μηχανικού Ε. Κ., στο οποίο απεικονίζεται το πωλούμενο τμήμα ακινήτου εμβαδού 625,28 τ.μ. - το οποίο ήταν συνεχόμενο με το επίδικο ακίνητο των 686,52 τ.μ. - ότι και των δύο αυτών τμημάτων ακινήτου αναγνωρίζει "εν έτει 1991" ως κυρία και ιδιοκτήτρια την Ιφιγένεια Γύφτου και μάλιστα ότι αυτή τα απέκτησε από κληρονομιά του συζύγου της Δ. Γ. με την ιδιόγραφη πιο πάνω - από 15.1.1963 - διαθήκη του. Οι αιτιάσεις αυτές πρέπει προεχόντως να απορριφθούν ως αόριστες εφόσον δεν γίνεται στο αναιρετήριο μνεία της επίκλησης στο Εφετείο από τον αναιρεσείοντα τέτοιας ομολογίας, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει καμιά από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ. Ανεξάρτητα όμως από αυτό όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης το Εφετείο αφού εκτίμησε - ανελέγκτως (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) - το περιεχόμενο του πιο πάνω - ...2.12.1991 συμβολαίου - έκρινε ότι η Ι. Κ. μεταβίβασε λόγω πώλησης με το συμβόλαιο αυτό στον αρχικά αναιρεσίβλητο - ενάγοντα το όμορο προς το επίδικο πιο πάνω ακίνητο, εμβαδού 625,28 τ.μ. και ότι - όσον αφορά το επίδικο ακίνητο - κατέλιπε αυτό με την από 3.12.1991 ιδιόγραφη διαθήκη της στον ήδη αναιρεσείοντα - εναγόμενο, χωρίς όμως να προσπορίσει σ’ αυτόν την κυριότητά του, αφού αυτή δεν είχε καταστεί κυρία του επιδίκου ακινήτου από κληρονομιά του συζύγου της Δ. Γ., γιατί ο τελευταίος δεν κατέλειπε σ’ αυτήν με την από 15.1.1963 ιδιόγραφη διαθήκη του το επίδικο ακίνητο, και κατά συνέπεια, ο ίδιος αναιρετικός λόγος, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την προεκτεθείσα εξώδικη ομολογία του αρχικά αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος, η οποία, κατά τον αναιρετικό αυτό λόγο, περιέχεται στο προεκτεθέν - ...2.12.1991 - συμβόλαιο - περάν της αοριστίας του - είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί αφού κατ’ ανέλεγκτη εκτίμηση του περιεχομένου του επίμαχου αποδεικτικού μέσου (συμβολαίου) δεν προέκυψε εξώδικη ομολογία, που άλλωστε θα εκτιμάτο ελευθέρως. Εξάλλου, εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το συμβόλαιο αυτό λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη κατά τα άνω κρίση του, προς έμμεση απόδειξη (συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), ως μη παρέχον όσον αφορά το αποδεικτέο θέμα της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου άμεση απόδειξη, κατά τα άρθρα 438, 440 και 441 ΚΠολΔ, δεν θεμελιώνεται η από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια για παραβίαση της αποδεικτικής δύναμης του συμβολαίου αυτού ως δημοσίου εγγράφου και επομένως η συναφής αιτίαση, που περιλαμβάνεται στον ίδιο αναιρετικό λόγο, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Εξ ετέρου η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου του από Ιουλίου 1991 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Ε. Κ., που προσκομίστηκε νόμιμα από τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, εφόσον έγγραφα κατά την έννοια του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως είναι τα από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ προβλεπόμενα έγγραφα που παρέχουν άμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου του επικαλουμένου και προσκομίζοντος αυτά, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται τα τοπογραφικά διαγράμματα που συντάσσονται μετά από αίτηση διαδίκου και φέρουν τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεων του άρθρου 390 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμά ανελέγκτως και ελευθέρως το δικαστήριο της ουσίας. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος μοναδικός λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των υπεισελθόντων στη θέση του αρχικά αναιρεσίβλητου εκ διαθήκης κληρονόμων του (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.9.2013 αίτηση και τους από 31.3.2015 πρόσθετους λόγους του Κ. Γ. του Γ. κατά των επεισελθόντων στη θέση του αρχικά αναιρεσιβλήτου Π. Σ. του Δ. εκ διαθήκης κληρονόμων του Δ. Σ. του Π. και Μ. Σ. του Π., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.265/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου και της υπ’ αριθμ.78/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις νομής επί αστικού ακινήτου 559 αρ1 και 19 ΚΠολΔ. Προϋποθέσεις559 αρ11Ο περί ομολογίας ισχυρισμός απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον στον Άρειο Πάγο. Δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ8εδβ αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν προσβάλλονται τα τοπογραφικά διαγράμματα, γιατί δεν είναι έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 432 ΚΠολΔ χρησιμοποιούμενα για άμεση απόδειξη, αλλά έγγραφα ιδιαζούσης κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ αποδεικτικής δύναμης που χρησιμεύουν για έμμεση απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εκτίμηση του περιεχομένου συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κληρονομία , Χρησικτησία.
2
Αριθμός 650/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δήμου Πάτμου, που εδρεύει στη νήσο Πάτμο και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μάρθα Μαρτσούκα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Γ. του Θ., 2) Φ. Γ. του Θ., συζ. Ε. Χ., κατοίκων ..., 3) Α. Γ. του Θ., συζ. Μ. Σ., κατοίκου ..., 4) Ο. Γ. του Θ., συζ. Μ. Σ., κατοίκου ..., 5) Ν. Γ. του Θ., κατοίκου ..., 6) Δ. Γ. του Θ., 7) Γ. Γ. του Θ., κατοίκων ..., 8) Π. Γ. του Θ., συζ. Ε. Γ., 9) Μ. Γ. του Θ., συζ. Π. Κ., 10) Μ. Γ. του Θ., κατοίκων ..., και 11) Δ. Γ. του Θ., συζ. Ι. Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Μάλλιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/12/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω. Εκδόθηκε η 189/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 24/5/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τα άρθρα 58 παρ.1 εδ.α και 72 παρ.1 εδ. γ και 2 του Ν. 3852/7.6.2010 περί "Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης", που κατά το άρθρο 286 αυτού, ισχύουν από 1.1.2011 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση "ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή-άρθρο 58 παρ.1 εδ α'". "Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της Οικονομικής λειτουργίας του Δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες ... ιγ.) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων-άρθρο 72 παρ.1 εδ. ιγ'". "Για τις περιπτώσεις ... ιγ' της προηγούμενης παραγράφου, η απόφαση λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής αποφάσεως-άρθρο 72 παρ.2-". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι για το τυπικά παραδεκτό, εκτός άλλων και του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως, από το Δήμαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της αδείας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δήμαρχου, για τη διεξαγωγή της δίκης ως αντιπροσώπου του Δήμου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι για το παραδεκτό της από 24.5.2013 αιτήσεως του εναγόμενου "Δήμου Πάτμου", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 189/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, η οποία υπόκειται σε αναίρεση (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔικ) εφόσον κατέστη τελεσίδικη λόγω άπρακτης παρέλευσης της κατ' αυτής προς άσκηση εφέσεως 30ήμερης, από της επιδόσεώς της, προθεσμίας, η οποία (επίδοση) έλαβε χώρα στις 27-3-2013 με επιμέλεια των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, ως προς τους οποίους τρέχει η αρξαμένη με την επίδοση αυτή προθεσμία (άρθρ. 144 παρ.2, 151 και 518 παρ.1 ΚΠολΔικ-βλ. των από 27.3.2013 έκθεση επιδόσεως του υπ/κα του Αστυνομικού Σταθμού Πάτμου Κων... άρθρ. 122 παρ.3 ΚΠολΔικ-) ο αναιρεσείων Δήμος προσκομίζει την υπ' 57/8-5-2013 απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής, η οποία λήφθηκε πριν την άσκηση στις 27.5.2013 της αναιρέσεως (βλ. πράξη κατάθεσης) και ύστερα από την από 7.5.2013 γνωμοδότηση της δικηγόρου του Δήμου. Εξάλλου για την συζήτηση στο ακροατήριο έχει εκδοθεί η τροποποιητική της παραπάνω αποφάσεως υπ αριθμ. 1/9.1.2015 απόφαση της ίδιας Επιτροπής ως προς τον ορισθέντα προς εκπροσώπηση του Δήμου στο ακροατήριο δικηγόρο. Επομένως η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, απορριπτομένου του, περί του αντιθέτου, ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, ενώ ως εκ περισσού έχει κατατεθεί το για το παραδεκτό της ασκήσεως της αναιρέσεως οριζόμενο κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔικ παράβολο, καθόσον τούτο δεν απαιτείται για τους ΟΤΑ, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο σ' αυτούς άρθρο 19 παρ.1 του από 26.6/10.7.1944 ν.δ "περί κώδικος νόμων και δικών του Δημοσίου". Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Περαιτέρω επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής ακινήτου αγωγής, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων η συνδρομή είναι αναγκαία, κατά το πραγματικό του οικείου κανόνα, για τη γέννηση ή μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας στο πρόσωπο του ενάγοντος. Αν το δικαίωμα περιήλθε στον ενάγοντα κατά τρόπο παράγωγο, δηλαδή με μεταβίβαση εν ζωή ή αιτία θανάτου, αρκεί η παράθεση στην αγωγή των μεταβιβαστικών της κυριότητας περιστατικών. Ακόμη ο ενάγων οφείλει να περιγράψει το επίδικο ακίνητο, εκθέτοντας με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, την ιδιότητα του ως οικοπέδου, αγρού κλπ, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα του, η δε περιγραφή μπορεί να γίνει και με παραπομπή σε προσαρτημένο, στο αγωγικό δικόγραφο τοπογραφικό διάγραμμα. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικουμένου αυτού τμήματος να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Εξάλλου το κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔικ έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, που πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη έννομη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν, οπότε επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας του ακινήτου έναντι του συγκεκριμένου εναγόμενου, πρέπει να προσδιορίζεται η από τον τελευταίο προσβολή ή αμφισβήτηση του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε με αποβολή και κατάληψη του επιδίκου, είτε με άλλη πράξη ή παράληψη οφειλομένης ενέργειας, είτε ακόμη και με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτή δημιουργείται σύγχυση και αμφιβολία, την οποία έχει ο ενάγων έννομο συμφέρον να άρει. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το δικαστήριο, στο οποίο είχε υποβληθεί ο οικείος ισχυρισμός, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων έκρινε την αγωγή ορισμένη, αφού ούτε το έννομο συμφέρον των εναγόντων για την άσκηση της προσδιοριζόταν, ούτε η ακριβής θέση του επιδίκου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο αναφερόταν, ούτε το μεγαλύτερο ακίνητο κατά θέση έκταση και όρια προσδιοριζόταν, η δε περιγραφή του επιδίκου περιοριζόταν στην αναφορά των πλευρικών και μόνο διαστάσεων του. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αγωγής και των προτάσεων των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, στο δικαστήριο της ουσίας (αρθρ 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου καθώς και το μεγαλύτερο τούτο ακίνητο περιγράφεται λεπτομερώς κατά θέση έκταση και όρια στα προσαρτημένα και αποτελούντα περιεχόμενο της αγωγής τοπογραφικά και δη το από Ιουνίου 2010 διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Α. Τ., και το τοπογραφικό διάγραμμα του πρώτου Κτηματολογίου και σχεδιασμού ώστε για την ταυτότητα τους δεν γεννιέται καμμιά αμφιβολία, ενώ το έννομο συμφέρον των εναγόντων για άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής, κατά του εναγομένου Δήμου αγωγής, επαρκώς προσδιορίζεται από το ότι το επίδικο γράφτηκε στο όνομα του εναγομένου, δημιουργουμένης από την εγγραφή αυτή αμφισβήτησης ως προς την κυριότητά του. Ενόψει τούτον, ορθά με την προσβαλλομένη απόφαση, η αγωγή κρίθηκε ορισμένη, ως περιέχουσα τα αναγκαία και προσδιοριζόμενα στα τοπογραφικά για την περιγραφή του επιδίκου στοιχεία και παραδεκτή ενόψει του θεμελιωμένου εννόμου συμφέροντος στην ανακριβή, κατά την αγωγή, εγγραφή του επιδίκου στο κτηματολόγιο και την από την εγγραφή αυτή αμφισβήτηση του ενδίκου δικαιώματος, κυριότητας των εναγόντων. Πρέπει λοιπόν ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του Ν. 2664/1998 "περί Εθνικού Κτηματολογίου", όπως η παρ. 2 ίσχυε (κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής) μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 5 του Ν. 3559/2007 και πριν την αντικατάσταση της παρ.2 με το άρθρο 24 του Ν. 3893/2011, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ' ύλην και κατά τόπο Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών... Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγρ. αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ.3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης στον Προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα, για κάποια νομική αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για την μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως κυριότητας επί ακινήτου, αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφτηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια διατάξεως αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από της παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση αναφορικά με την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος για αναγνώριση της από κληρονομική διαδοχή συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής του στα κτηματολογικά βιβλία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο αποβιώσας την 18η Απριλίου 1991 πατέρας των εναγόντων Θ. Γ. του Δ., ήτο κύριος των εξής ακινήτων:1) Ενός αγρού εκτάσεως ή εμβαδού 9.584 τμ. ο οποίος κείται στη θέση "..." περιοχής ... του Δήμου Πάτμου που συνορεύει γύρωθεν προς βορράν με δημόσια οδό, πέραν της οποίας υπάρχουν δημοτικές εκτάσεις (βοσκότοποι), προς νότον με το υπ' αριθμόν 2 (δύο) κατωτέρο περιγραφόμενο ακίνητο, ανατολικώς με δημοσίαν οδόν πέραν της οποίας είναι ιδιοκτησία του Ι. Ν., εν μέρει δε και δημοτική έκταση και δυτικά με δημοσία επίσης οδό πέραν της οποίας υπάρχει ωσαύτως δημοτική έκταση. 2) Ενός ετέρου αγρού συνεχόμενου του πρώτου εμβαδού τμ. 1.248 κειμένου στην αυτήν ως άνω θέση "..." περιοχής ... του Δήμου Πάτμου και συνορευομένου γύρωθεν προς βορράν με το υπ' αριθμόν 1 ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο, προς νότον με δημοτικές εκτάσεις (βοσκότοπους) και προς ανατολάς με δημοτικές ωσαύτως εκτάσεις. Τα παραπάνω δύο ακίνητα απέκτησε με πώληση ο πατέρας των εναγόντων Θ. Γ. του Δ., δυνάμει του υπ' αριθμόν .../1970 Πωλητηρίου Συμβολαίου του τέως Συμβολαιογράφου Πάτμου Ιωάννου Αθανασίου ΚΑΡΑΠΙΣΤΟΛΗ, το οποίο μετεγράφη νομίμως στα τότε Υποθηκικά βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πάτμου. Πωλητής δικαιοπάροχος του πατέρα των εναγόντων υπήρξε ο εναγόμενος Δήμος, ο οποίος δια του νομίμου τότε εκπροσώπου του Ν. Κ. του Ι., Δημάρχου τότε του Δήμου Πάτμου και αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διοικητικές προδικασίες, προέβη στη σύναψη της πωλήσεως κατά τα προαναφερθέντα. Δυνάμει της υπ' αριθμ. .../2.11.2007 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Λέρου Φροσύνης Αποστόλου Τζανουδάκη οι ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα επί των δύο ως άνω ακινήτων κατά ποσοστό 1/11 -εξ αδιαιρέτου έκαστος λόγο κληρονομίας από τον πατέρα τους. Περαιτέρω, προέκυψε ότι με Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων η περιοχή του Δήμου Πάτμου κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια της διαδικασίας για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, κατά το Ν. 2308/1995. Κατά το άρθρο 2 τού νόμου αυτού κλήθηκαν όσοι έχουν εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολόγια βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της συγκεκριμένης υπό κτηματογράφηση περιοχής να υποβάλλουν σχετική δήλωση με περιγραφή του δικαιώματος τους και αναφορά στην αιτία κτήσης του και να προσκομίσουν τους τίτλους κτήσης. Οι ενάγοντες υπέβαλαν δήλωση δικαιώματος για τα παραπάνω ακίνητα και στις δύο αναρτήσεις. Κατά την διάρκεια της κτηματογραφήσεως του Δήμου Πάτμου με δηλώσεις τους έγγραφες, δηλώσαν τα ακίνητα στο Εθνικό Κτηματολόγιο ως ακίνητα ανήκοντα στον πάτερα τους Θ. Γ. του Δ. και κατά κληρονομιά σε αυτούς. Παρ' όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι προσκομίσαν τον τίτλο κτήσεως του πατέρα τους, δηλαδή το υπ' αριθμόν .../1970 Πωλητήριο Συμβόλαιο του τέως Συμβολαιογράφου Πάτμου Ιωάννου ΚΑΡΑΠΙΣΤΟΛΗ, εντούτοις κατά την κτηματογράφηση της περιοχής τα άνω ακίνητα τους δεν καταχωρήθηκαν στο όνομα του πατέρα τους και λόγω κληρονομίας σ' αυτούς και δεν συμπεριλήφθηκαν στην όμορη προς βορράν ετέρα ιδιοκτησία του για την οποία συνετάγη το ΚΑΕΚ ... παρά το γεγονός ότι στον υπάρχον σχεδιασμό του Κτηματολογίου τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη ανάρτηση, του σχετικού Κτηματολογικού πίνακα, περιλαμβάνοντο και τα ακίνητα του άνω συμβολαίου. Ειδικότερα: Κατά την αρχική κτηματολογική τοπογράφηση συνετάγη το ΚΑΕΚ ... στο οποίο περιλαμβάνετο έκταση τ.μ.16.735 η οποία ανήκε εξ ολοκλήρου στον πατέρα των αιτούντων, αφού άλλωστε η έκταση αυτή, το μεν εκαλύπτετο από νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, το δε αποτελούσε ένα σύνολο αυτόνομο και αυτοτελές, αυστηρά προσδιορισμένο στην πράξη με περιτοίχιση. Το τοπογραφικό διάγραμμα του πρώτου Κτηματολογικού σχεδιασμού προσαρτάται στην αγωγή και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Ωσαύτως και κατά την δεύτερη ανάρτηση, συμπεριλαμβανόταν στο ΚΑΕΚ ... το επίδικο τμήμα, όπως προκύπτει από το προσαρτώμενο στην αγωγή απόσπασμα μετά του σχετικού κτηματολογικού διαγράμματος δεύτερης ανάρτησης. Ακολούθως όμως απεσπάσθη ένα τμήμα από το αρχικό ΚΑΕΚ ... εμβαδού τ.μ. 8.158,16 το οποίο και ενέταξαν στο ΚΑΕΚ ..., στο οποίο περιλαμβάνεται Δημοτική ιδιοκτησία. Το αποσπασθέν τμήμα έχει-εμβαδόν τ.μ. 8.158,16, ορίζεται με τα στοιχεία 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12,13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65,66,1 στο από Ιούνιο 2010 τοπογραφικό διάγραμμα της Πολιτικού Μηχανικού Α. Τ. το οποίο προσαρτάται στην αγωγή και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής και αναφορικά με το άνω διάγραμμα συνορεύεται Προς βορράν και επί πλευρών 41-42, 42-43, 43-44 μήκους μέτρων 8.36, 20.02, 16.45 αντίστοιχα με ΚΑΕΚ ..., επί πλευρών 46-47, 47-48 μήκους μέτρων 10.81, 6.59 με ΚΑΕΚ ..., επί, πλευρών 50-51, 51-52, 52-53 μήκους μέτρων 32.44, 14.91 και 22.27 αντίστοιχα με ΚΑΕΚ ..., προς ανατολάς και επί πλευρών 53-54, 54-55, 55-56, 56-57, 57-58, 58-59, 59-60, 60-61, 61-62, 62-63, 63-64 μήκους μέτρων 3.18, 4.97, 18.65, 5.46, 11.60, 7.44, 6.15, 3.54, 1.57, 3.55, 5.24 και επί πλευρών 9-10 και 10-11 μήκους μέτρων 6.05, 3.08, αντίστοιχα με ΚΑΕΚ ..., προς νότον και επί πλευρών 64-65, 65-66, 66-1, 1-2, 2-3, 3-4, 4-5, 5-6, 6-7, 7-8, 8-9, 11-12.μήκους μέτρων 7.62, 11.92, 15.31, 13.11, 4.70, 0.26, 0.29, 0.38, 2.78, 5.01, 11.74, 15.79 με ΚΑΕΚ ... και προς δυσμάς και επί πλευρών 12-13, 13-14, 14-15, 15-16, 16-17, 17-18, 18-19, 19-20, 20-21, 21-22, 22-23, 23-24, 24-25, 25-26, 26-27, 27-28, 28-29, 29-30, 30-31, 31-32, 32-33, 33-34, 34-35, 35-36, 36-37, 37-38, 38-39, 39-40, 40-41 μήκους μέτρων 2.39, 2.78, 4.69, 4.48, 3.42, 3.96, 3.87, 2.17, 6.32, 3.71, 1.52, 2.27, 0.88, 0.72, 2.42, 12.49, 12.73, 2.47, 6.36, 2.13, 6.85, 3.02, 5.17, 5.15, 3.26, 1.92, 2.56, 3.98, 1.89 με ΚΑΕΚ ... και επί πλευράς 45-46 μήκους 5.77 με ΚΑΕΚ .... Τα παραπάνω κατατέθηκαν με σαφήνεια και ακρίβεια, αλλά και από ιδία κυρίως αντίληψη της μάρτυρος των εναγόντων, της οποίας η κατάθεση ενισχύεται και απ' όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, χωρίς να παραλείπεται κανένα απολύτως απ' αυτά. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά 1/11 εξ αδιαιρέτου, έκαστος στο επίδικο τμήμα, καθώς και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Δήμου Πάτμου, ώστε στα ακίνητα αυτά να καταχωρισθούν συγκύριοι κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου οι ενάγοντες και με τίτλους κτήσης τους προαναφερθέντες, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας".Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες που δημιουργούν αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκαν οι προπαρατεθείσες περί απαιτήσεως κυριότητας, από κληρονομική διαδοχή, διατάξεις. Ειδικότερα κατά τις παραδοχές της αποφάσεως το επιφανείας 8158,16 τμ. επίδικο αποσπάστηκε από ΚΑΕΚ εκδοθέν στο όνομα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων επιφανείας 16735 τμ., ενώ ο επικαλούμενος τίτλος καλύπτει 10832 τμ.(9584+1248), ήτοι 5903 τμ. εκτός του τίτλου, των οποίων η απόκτηση δεν καλύπτεται από την αναφορά "ότι, αποτελούν μετά του επιδίκου ένα σύνολο αυτοτελές και αυτόνομο αυστηρά προσδιορισμένο" ούτε αναφέρεται ότι το επίδικο είναι τμήμα της καλυπτομένης από τίτλο εκτάσεως των 10832 τμ. Οι αιτιολογίες αυτές δεν καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων, τις οποίες το δικαστήριο εκ πλαγίου παραβίασε και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, ενώ η επίκληση στο αναιρετήριο, ως προς το λόγο αυτό της διατάξεως του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου οφείλεται, προφανώς, σε παραδρομή. Συνακόλουθα η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα Δήμο του ως εκ περισσού κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176,180 παρ.1και 183 ΚΠολΔικ), μειωμένη όμως κατά το άρθρο 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 189/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κώ. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κώ, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει να επιστραφεί στον αναιρεσείοντα το κατατεθέν από αυτόν παράβολο. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την άσκηση από Δήμο αναιρέσεως πρέπει να προσκομίζεται απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής(ν 3852/2010 αρθ58 παρ1εδα και 72 παρ1εδγ)Σε αναίρεση υπόκεινται οι τελεσίδικες αποφάσεις, όπως είναι και εκείνες ως προς τις οποίες παρήλθε άπρακτη η προς άσκηση εφέσεως προθεσμία , η οποία τρέχει και εις βάρος εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση. Ορισμένο διεκδικητής ή αναγνωριστικής αγωγής. Η περιγραφή μπορεί να γίνει και με παραπομπή σε προσαρτώμενο στην αγωγή σχεδιάγραμμα. Έννομο συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής. Ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία. Με- ταβίβαση κυριότητας ακινήτου με κληρονομική διαδοχή, απαιτείται κυριότητα του κληρονομουμένου, αποδοχή και μεταγραφή 559 αρ 19 στοιχεία
Κληρονομία
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Δήμοι, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κληρονομία .
2
Αριθμός 637/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Θ. Τ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Κεσσέ, για αναίρεση της υπ'αριθ. 29212/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 901/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως, ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και, στη συνέχεια, με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/1.1.2004, και πριν από την αντικατάστασή του από τις (δυσμενέστερες στη συγκεκριμένη περίπτωση) διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011 και του άρθρου 20 του ν. 4321/2015, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ, και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 εδ. β του άρθρου 25 παρ. l του Ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται, προκειμένου για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο ελλείψεώς τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρίας χωρίς να είναι γνωστό στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στο τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα το χρέη πού ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 29212/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και των μη ταπεινών αιτίων, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 29-8-2006 έως 1-3-2008 ως διαχειριστής της εταιρίας "Τ. Χ. - Θ. ΕΠΕ" δεν κατέβαλε τα ακόλουθα χρέη εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τότε που όφειλε να τα καταβάλει και δη: [Ακολουθεί πίνακας χρεών με αύξ. αριθ. αυτών 1 - 18 και 24 - 25 και με συνολικό ποσό 118.963, 84 ευρώ, μετά την αφαίρεση 6.967,70 ευρώ, στο οποίο ποσό ανέρχονται τα υπ` αριθ. 19 - 23 χρέη, για τα οποία τον κήρυξε αθώο]". Κατά δε το διατακτικό της αποφάσεως, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίστατο στο ότι, αυτός: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 29.8.2006 έως 1.3.2008, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "Τ. Χ. - Θ. ΕΠΕ", που εδρεύει στην Αθήνα, της οποίας ο εν λόγω κατηγορούμενος τυγχάνει διαχειριστής, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ΔΟΥ Δ' Αθηνών, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω ΔΟΥ (αρ. ειδ. βιβλίου 14/2009) με αύξοντα αριθμό από 1 έως 18 και από 24 έως 25 και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω ΔΟΥ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 118.963,84 που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο, τα οποία έχουν ως ακολούθως: [ακολουθεί ο πίνακας των χρεών]". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 περ. β του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/1.1.2004, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: Σαφώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, μετά την αθώωση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για ορισμένα χρέη, το συνολικό χρέος, για το οποίο τον καταδίκασε, δεν υπερέβαινε τα 120.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 118.963,84 ευρώ. Το ποσό αυτό αναγράφεται, αριθμητικώς, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, η μη διαγραφή δε από τους συνημμένους πίνακες στο σκεπτικό (ενώ στο διατακτικό έχει διαγραφεί) του ολογράφως αναγραφομένου "σύνολο: εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες εννιακόσια τριάντα ένα ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά" και στο έντυπο τμήμα του διατακτικού της φράσεως "υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ" και η μη αντικατάσταση αυτής με τη φράση "υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ", καθώς και η μη αντικατάσταση, στο σκεπτικό επί της επιβλητέας ποινής, της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με την περ. β οφείλεται σε φανερή παραδρομή και δεν ασκεί έννομη επιρροή. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 79 του ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Τέλος, η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξεως, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας (ΟλΑΠ 14/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τα αίτια που τον ώθησαν να τελέσει την πράξη, το χαρακτήρα του και το βαθμό της αναπτύξεώς του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον πρότερο βίο του. Έλαβε, δηλαδή, υπόψη όχι μόνο ότι η ένδικη πράξη δεν τελέστηκε κατ` εξακολούθηση, όπως είχε εισαχθεί, αλλά και το ότι αναγνωρίστηκαν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α (πρότερος έντιμος βίος) και β (όχι ταπεινά αίτια). Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν ήταν αναγκαία. Ακόμη, η ποινή φυλακίσεως των οκτώ (8) μηνών που επιβλήθηκε, έστω και με την αναγνώριση των ελαφρυντικών, δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνεται, κατά τα ανωτέρω, από την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα, δεν είναι, δηλαδή, δυσανάλογη με την πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ενόψει του ότι το πλαίσιο ποινής φυλακίσεως για την περ. β της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, είναι από έξι (6) μήνες μέχρι πέντε (5) έτη, ενώ, με την πρωτόδικη 64936/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών του είχε επιβληθεί για παράβαση της περ. γ (για χρέη ποσού 125.931,54 ευρώ) ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μείωσε, ενόψει της απαλλαγής για μέρος του χρέους και της εντεύθεν υπαγωγής στην περ. β, καθώς και της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών, κατά τέσσερις (4) μήνες. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 του ΠΚ, καθώς και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 5893/2014) αίτηση (δήλωση) του Τ. Θ. του Ε., για αναίρεση της 29212/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία δεν υπερέβαιναν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρ. 25 παρ. Ιπερ. β ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την αντικ. του με το άρθρ. 34 παρ. 1 ν. 3220/2014). Η μη διαγραφή από το έντυπο τμήμα του διατακτικού της φράσεως «υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ» οφείλεται σε παραδρομή. Επαρκής αιτιολογία και ως προς την επιμέτρηση της ποινής (άρθρ. 79 ΠΚ). Η ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, που αναγνωρίζεται από την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Αναλογικότητας αρχή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 636/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Δ. Β. του Ε., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2) Θ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βίκτωρα - Ιωσήφ Γεκιλή, περί αναιρέσεως της 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης και στην από 6 Απριλίου 2015 συμπληρωματική αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος καθώς επίσης και στην από 3 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης μετά των από 14 Απριλίου 2015 προσθέτων λόγων αυτής του δευτέρου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 204/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παρασταθέντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε: α) να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις ως ανυποστήρικτες του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων αυτής του δευτέρου αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά δε το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 3-3-2015 αποδεικτικό επιδόσεως της Σ. Κ., γραμματέως του Κ.Κ. Λάρισας, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στα χέρια του, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 6/5/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 9/2/2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού, όπως και η από 6-4-2015 αναφερόμενη υπ’ αυτού ως συμπληρωματική έκθεση αναιρέσεως, απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη μεν, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει από σχετική βεβαίωση ότι καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο του Εφετείου Αθηνών στις 21-1-2015, και αν ήθελεν εκτιμηθεί ως πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πάλι και αυτοί πρέπει να απορριφθούν, ομού ως παραπάνω μετά της αιτήσεως, ως ανυποστήρικτοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). Β. Από τη διάταξη του άρθρου 225 του ΠΚ, περί ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, ορίζεται ότι τιμωρείται "1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους: α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, β) όποιος δηλώνει πως είναι έτοιμος να δώσει στο δικαστήριο ψευδή όρκο, που όμως δεν έδωσε, γιατί ο αντίδικος τον δέχτηκε σαν δοσμένο.2. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον κάποιας αρχής και αρνείται επίμονα να δώσει τη μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι διαπράττει ψευδή ανώμοτη κατάθεση εκείνος, που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ και ότι τα ενόρκως ή χωρίς όρκο κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή. Η ύπαρξη δε τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι υπαίτιος της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση της άνω αξιόποινης πράξης απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητας ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Γ ια την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 8199/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων Θ. Σ. καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα για τρία έτη. το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογικό του ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά κατά πιστή αντιγραφή: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Δ. Β., εκπρόσωπος του πολιτικού κόμματος " Ε. Ο.", αγόρασε τμηματικά το έτος 1991 μία έκταση συνολικού εμβαδού 44.000 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." ... Αττικής, για την οποία έχει ανακύψει μακροχρόνια δικαστική διαμάχη μεταξύ αυτού και του Ελληνικού Δημοσίου και ειδικότερα με την αρμόδια υπηρεσία του Δασαρχείου ... Αττικής, στο οποίο υπάγεται, καθόσον, από τα έγγραφα της υπηρεσίας αυτής προκύπτει, ότι το δάσος ..., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ως άνω έκταση, έχει κτηματογραφηθεί και χαρακτηρισθεί ως δημόσιο διακατεχόμενο δάσος. Στη δικαστική διαμάχη έχει εμπλακεί και η Ε.Υ.Δ.Α.Π., δεδομένου ότι τμήμα της επίμαχης έκτασης φαίνεται να ανήκει στην ίδια, αφού αποτελούσε τμήμα της απαλλοτριωθείσας έκτασης για τη δημιουργία από την τότε ΟΥΛΕΝ του φράγματος της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνος. Ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ., στο Μαραθώνα Αττικής, στις 29.3.2007, κατέθεσε στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα το από 27.3.2007 υπόμνημα αναφορά, στο οποίο ανέφερε καταρχήν, ότι από το έτος 1992 και εντεύθεν είναι μόνιμος φύλακας-κηπουρός της ως άνω έκτασης που τη χαρακτηρίζει ως "οικολογικό πάρκο", στην οποία περιλαμβάνονται δύο δεξαμενές νερού και προϋφιστάμενος οικίσκος, τον οποίο "οι Ο. χρησιμοποιούν και ως Γραφείο του Ο. Πάρκου", με την προσθήκη σ’ αυτόν τουαλέτας και αποθήκης αγροτικών προϊόντων. Στην συνέχεια δε ανέφερε, ότι η εγκαλούσα Δ. Κ. - Γ., υπάλληλος ΕΥΔΑΠ, παρήγγειλε με την από 24.3.2005 παραγγελία της, τη σύνταξη της από 4.10.2005 έκθεσης αυτοψίας των υπαλλήλων του Δασονομείου ... Αττικής, Γ. Π., η οποία είναι κατά περιεχόμενο ψευδής και έχει προσαρτηθεί στο ...4.10.2005 έγγραφο, που εξέδωσε ο Διευθυντής Δασών Ανατολικής Αττικής, Α. Κ., χρήση δε αυτής έκανε ο Προϊστάμενος του Δασαρχείου Αττικής, Δ. Ν., εκδίδοντας τα ... και ...15.10.2005 πληροφοριακά έγγραφα, με σκοπό την παραπλάνηση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον συγκατηγορούμενό του Δ. Β.. Αφορμή για την υποβολή του ως άνω υπομνήματος αναφοράς, αποτέλεσε το γεγονός, ότι, πράγματι, η εγκαλούσα Δ. Κ. - Γ., με την ιδιότητα της υπαλλήλου της Ε.Υ.Δ.Α.Π., ως προϊσταμένη στο τμήμα περιουσίας αυτής και αρμόδια για την αλληλογραφία με το δασαρχείο, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος, ενόψει της αντιδικίας που υπήρχε μεταξύ του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. και του Δημοσίου, αλλά και της Ε.Υ.Δ.Α.Π., σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης έκτασης, δεν επέτρεπε στους αρμοδίους υπαλλήλους της Ε.Υ.Δ.Α.Π. να έχουν πρόσβαση στην ως εν λόγω έκταση και να προβαίνουν στη συντήρηση των δύο δεξαμενών που χρησιμοποιούνται για λόγους πυρόσβεσης, προέβη στην ως άνω παραγγελία προς το Δασονομείο ... Αττικής, προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος στο συγκεκριμένο τμήμα του ακινήτου που φαίνεται ότι ανήκει στην Ε.Υ.Δ.Α.Π., για να διαπιστωθεί αν αυτό αποτελεί δασική ή μη έκταση, αφού ο χαρακτήρας της ευρύτερης έκτασης, στην οποία, κατά τα προαναφερόμενα, περιλαμβάνεται και το εν λόγω τμήμα, ως δασικής ή μη δασικής, αποτελεί το εριστό σημείο μεταξύ των αντιδίκων μερών αποφασιστικής σημασίας για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Η εγκαλούσα προέβη στην ως άνω ενέργεια κατόπιν εντολής των προϊσταμένων της και σε εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, κατόπιν δε της ως άνω παραγγελίας, ο Γ. Π., που υπηρετούσε ως δασοφύλακας στο δασονομείο ..., διενήργησε έλεγχο στο εν λόγω ακίνητο, στις 14.9.2005 και κατέθεσε μήνυση κατά αμφοτέρων των κατηγορουμένων Θ. Σ. και Δ. Β. για κατάληψη δημόσιας διακατεχόμενης δασικής έκτασης 200 τ.μ. περίπου και στις 30.9.2005 διενεργήθηκε, με τη σύμπραξή του, αυτοψία από τη Δασονόμο της ίδιας υπηρεσίας Β. Σ., η οποία και συνέταξε την από 4.10.2005 επίμαχη έκθεση, ενώ στη συνέχεια ο Δασάρχης ..., Δ. Ν., εξέδωσε την ...15.11.2005 πρόσκληση για κατεδάφιση αυθαιρέτου κατασκευής και την ...15.11.2005 κλήτευση προηγούμενης ακρόασης, απευθυνόμενες σε αμφοτέρους τους κατηγορουμένους. Η αρνητική αυτή εξέλιξη της συγκεκριμένης υποθέσεως δυσαρέστησε τον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Β., ο οποίος ήδη είχε ασκήσει την από 30.4.1999 αναγνωριστική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αιτούμενος να αναγνωρισθεί κύριος ακινήτων που βρίσκονται στην ως άνω περιοχή ... στην ευρύτερη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αττικής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίμαχη έκταση μετά των υφισταμένων σ’ αυτήν οικίσκου και ποιμνιοστασίου. Έτσι άρχισε να υποβάλλει σειρά εγκλήσεων κατά των προαναφερομένων υπαλλήλων, αλλά και του Α. Κ., διευθυντή Δασών Ανατολικής Αττικής, της Κ. Τ. και Ε. Σ., υπαλλήλων του Δασαρχείου ... και κατά της εγκαλούσας, για τις υπηρεσιακές τους ενέργειες, που είχαν οδηγήσει στο ως άνω αποτέλεσμα της υποβολής εναντίον του και εναντίον του συγκατηγορουμένου του Θ. Σ., μήνυσης για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης, εκχέρσωση και καλλιέργεια αυτής με σκοπό να μεταβάλλουν την κατά προορισμό δασική χρήση της σε οικοπεδική. Οι εγκλήσεις αυτές του δευτέρου κατηγορουμένου τέθηκαν οριστικά στο αρχείο κατ’ άρθρο 47 Κ.Π.Δ. μετά και την απόρριψη των σχετικών προσφυγών που άσκησε ο δεύτερος κατηγορούμενος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, με εξαίρεση την ABM Β04/4197 έγκληση επί της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των άνω Α. Κ., Ε. Σ. και της νυν εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., πλην όμως με την 6952/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έπαυσε οριστικά η δίωξη για την πράξη αυτή. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις των αλλεπάλληλων εγκλήσεων του δευτέρου κατηγορουμένου, οι οποίες είχαν περίπου το ίδιο περιεχόμενο, κρίθηκε ότι όλοι οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι που μηνύθηκαν από τον δεύτερο κατηγορούμενο ενήργησαν κάθε φορά σε εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Σε όλες αυτές δε, ο δεύτερος κατηγορούμενος στρεφόταν κυρίως κατά του Δασάρχη ... Α. Κ., ο οποίος, με την προαναφερόμενη ιδιότητά του και με βάση την από 18.10.2000 εισήγηση των δασολόγων Ε. Σ. και Κ. Τ., είχε εκδώσει την 7912/19.10.2000 πράξη χαρακτηρισμού ως δασικής της έκτασης των 44.000 περίπου στρεμμάτων, της οποίας φερόταν ως ιδιοκτήτης ο δεύτερος κατηγορούμενος, αναφέροντας, ότι ο εν λόγω Δασάρχης είχε εκδώσει ανακριβή σημειώματα εναντίον του, είχε παραποιήσει το χάρτη ΓΥΣ στην περιοχή και γενικά του είχε δημιουργήσει τέτοια προβλήματα που τον ανάγκασαν να εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες για την αναγνώριση της κυριότητας του στην ως άνω έκταση. Στρεφόταν όμως και εναντίον άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων πάντοτε και κατά της εγκαλούσας, τα οποία πρόσωπα θεωρούσε ως συνεργούς του Δασάρχη Α. Κ., μάλιστα είχε στραφεί και κατά της δικηγόρου της ΕΥΔΑΠ, μόνο και μόνο λόγω της προκειμένης ιδιότητάς της. Συμπράττοντας απολύτως με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ., εναντίον και του οποίου είχε υποβληθεί η ως άνω μηνυτήρια αναφορά για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης κλπ., από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, υπέβαλε το από 23.7.2007 υπόμνημα - αναφορά στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα με το προαναφερόμενο περιεχόμενο. Αρχικά, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε υποβάλλει εναντίον των προαναφερομένων Γ. Π., Α. Κ., Δ. Ν., Κ. Τ., Ε. Σ. και της εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., την από 3.10.2005 μήνυσή του, στην οποία ανέφερε ότι ο υπάλληλος του Δασονομείου Αττικής, Γ. Π., εισήλθε την ίδια ημερομηνία (3.10.2005) στο αγρόκτημα των Ελλήνων Ο. που βρίσκεται στη θέση "...", της περιοχής Αγ. ... Αττικής και αυθαίρετα άρχισε να μετρά το παρακείμενο του υπάρχοντος οικίσκου περιβόλι, κατ’ εντολή του Δασάρχη ..., όπως δήλωσε, παρόλο που το συγκεκριμένο ακίνητο δεν είναι δασική έκταση και δεν υπάγεται στις απαγορευτικές διατάξεις του δασικού κώδικα, ενώ κατήγγειλε και ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο άγνωστοι προέβησαν στην περίφραξη τμήματος του αγροκτήματος έκτασης 2,5 στρεμμάτων και όργωσαν ένα τμήμα του. Στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης για την εξέταση των καταγγελλομένων με την ως άνω από 3.10.2005 μήνυση του πρώτου κατηγορουμένου, του ζητήθηκε να περιγράψει με σαφήνεια και πληρότητα την αξιόποινη πράξη που, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της εν λόγω μήνυσης, φερόταν να διαπράχθηκε από υπαλλήλους της Ε.Υ.Δ.Α.Π. και τότε ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη στην υποβολή του προκειμένου από 27.3.2007 εγγράφου υπομνήματος - αναφοράς με την οποία αναφέρονται ακριβώς τα εξής: " Άπαντα τα αναφερόμενα στην έκθεση αυτοψίας του Γ. Π., της από 4/10/05 που προσαρτάται στο υπ’ αρ. ...4.10.05 έγγραφο της Διευθύνσεως Περιφερείας Δασών Αν. Αττικής... το οποίο εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο Δνσης Δασών σήμερα Α. Κ., ο οποίος και έχει δικαστική διαμάχη από συνεχομένων ετών 1992, κατά του Δ. Β., καθώς όπως προκύπτει και από την προσωπική πληροφορία φίλου μου εργαζόμενου στην εταιρεία ΕΥΔΑΠ από 18.20.01 εκδόθηκε κατόπιν παραγγελίας της κ. Δ. Κ. Γ., η οποία από κοινού με τον προαναφερόμενο σημερινό Δ/ντή Διεύθυνσης Δασών κ. Κ., ενήργησαν και ενεργούν εις βάρος του Δ. Β. καθώς και του Πολιτικού Κόμματος, όπως προκύπτει και από τις παλαιότερες και τωρινές καταθέσεις της .... Η έκθεση του Γ. Π. είναι αναληθής των πραγματικών δεδομένων, ψευδής σε όλο το περιεχόμενο της, την οποία δε έκθεση έκανε χρήση και ο νέος Δασάρχης ..., όπως προκύπτει με τα υπ’ αριθμ. ... και ...15.10.05 πληροφοριακά έγγραφα του, τα οποία και εκδόθηκαν όσο της εκθέσεως Π., όσο και των πληροφοριακών εγγράφων του Δασάρχη ..., με την από 24/3/05 παραγγελία της κ. Δ. Κ. - Γ. τα οποία και εκδόθηκαν με πλάνη και με τον σκοπό την παραπλάνηση του Ποινικού Δικαστηρίου ..." Στο τέλος δε του εν λόγω υπομνήματος - αναφοράς ζητεί την ποινική δίωξη όλων των προαναφερομένων προσώπων δηλαδή των Α. Κ., Δ. Ν., των υπαλλήλων του Δασαρχείου ..., Κ. Τ. και Ε. Σ., καθώς και της εγκαλούσας, υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ, Δ. Κ. - Γ., με την αναφορά ότι αυτοί: "συνεργούσαν εις βάρος του Προέδρου μου Δ. Β. καθώς και του Πολιτικού Κόμματος του οποίου είμαι και τακτικό μέλος, κάνοντας χρήση της ως άνω προαναφερόμενης έκθεσης του Γ. Π.... στο Ποινικό Δικαστήριο". Από το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος - αναφοράς, με βάση το οποίο συντάχθηκε και το κατηγορητήριο με τις αποδιδόμενες στον πρώτο κατηγορούμενο πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, καθίσταται σαφές, ότι αυτός, καταγγέλλοντας τη σύνταξη ψευδούς κατά περιεχόμενο έκθεσης αυτοψίας που εκδόθηκε ύστερα από σχετική παραγγελία της εγκαλούσας, δεν αναφέρεται σε αληθές γεγονός, δηλαδή στο ότι πράγματι η τελευταία είχε προβεί στη σχετική παραγγελία, υπό την ιδιότητά της ως υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ, για τη διενέργεια αυτοψίας, αλλά ουσιαστικά, με τον επαναλαμβανόμενο όρο παραγγελία, αποδίδει στην εγκαλούσα, ότι αυτή έδωσε εντολή προς τον συντάξαντα την εν λόγω έκθεση αυτοψίας, Γ. Π., να προβεί στην ενέργεια της σύνταξής της με ψευδές περιεχόμενο, συμπράττοντας με τον ίδιο, αλλά και με τον Α. Κ. και με τους άλλους εγκαλουμένους εις βάρος του συγκατηγορουμένου του Δ. Β., με σκοπό όλων των μηνυομένων, περιλαμβανομένης και της εγκαλούσας, στην οποία και αναφέρεται επανειλημμένα ονομαστικά, την παραπλάνηση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον συγκατηγορούμενό του Α. Β.. Το ως άνω από 27.3.2007 έγγραφο υπόμνημα - αναφορά του πρώτου κατηγορουμένου κατά των προαναφερομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, τέθηκε στο αρχείο με την ΕΓ 58-06/176/31.7.2006 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εγκρίθηκε με την 10306/22.12.2008 Πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, καθόσον κρίθηκε, ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των μηνυομένων από τον πρώτο κατηγορούμενο. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε, ότι τα όσα ανέφερε στο ως άνω υπόμνημα - αναφορά ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και των λοιπών μηνυομένων προσώπων, το οποίο και εγχείρησε στον Πταισματοδίκη Μαραθώνα, ήσαν ψευδή, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά. Τούτο δε διότι : α) της επίμαχης από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας για παράνομη κατάληψη δημόσιας διακατεχόμενης δασικής έκτασης που διενεργήθηκε από τη Δασονόμο Αγ. ... Β. Σ., με τη σύμπραξη του δασοφύλακα Γ. Π., είχε προηγηθεί το ...16.9.2005 πρωτόκολλο μηνύσεως του τελευταίου, οι ενέργειες δε αυτές δεν έγιναν κατόπιν παραγγελίας της εγκαλούσας Δ. Κ. - Γ., με την προαναφερόμενη έννοια που αποδίδει στη λέξη "παραγγελία" ο πρώτος κατηγορούμενος, β) το περιεχόμενο της ως άνω εκθέσεως δεν ήταν ψευδές, αλλά απολύτως αληθές, και για το λόγο αυτό αμφότεροι οι κατηγορούμενοι με την 17616, 19462, 23281, 27.374 και 28.276/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν αμετάκλητα για τις αναφερόμενες στην ως άνω έκθεση αυτοψίας πράξεις της καταπάτησης δημόσιας δασικής έκτασης, που έχει εξαιρετική σημασία από τη θέση και τη σύστασή της, με σκοπό να δημιουργήσουν ανύπαρκτα δικαιώματα κατά τρόπο που να εμφανίζονται νόμιμες αξιώσεις καταφανώς αθέμιτες και της εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης και την καλλιέργειά της στη συνέχεια, καταστρέφοντας την εκεί υπάρχουσα φυόμενη δασική έκταση από πεύκα, με σκοπό τη μετατροπή της σε οικοπεδική, δηλαδή για παράβαση των άρθρων 280 παρ. 1 ν.δ. 86/69, 71 παρ. 1 και 3 ν. 998/79. γ) η σύνταξη της ως άνω εκθέσεως δεν έγινε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως του δευτέρου κατηγορουμένου, Δ. Β., κατά της 425/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε κάθειρξη έξι (6) ετών για απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με προξενηθείσα ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών. Στην εν λόγω κατ’ έφεση δίκη, εκδόθηκε η 1813/2005 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της αποδιδομένης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξεως κατά πλειοψηφία. Την απόφαση αυτή μνημονεύει ο πρώτος κατηγορούμενος στο ως άνω υπόμνημα- αναφορά του το οποίο εγχείρισε του Πταισματοδίκη Μαραθώνα, επιχειρώντας να καταδείξει ότι παρά το σκοπό που είχαν οι ως άνω εγκαλούμενοι από αυτόν, μεταξύ των οποίων και η νυν εγκαλούσα, να χρησιμοποιήσουν την προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας του Γ. Π. στο ποινικό δικαστήριο, σε βάρος του δεύτερου κατηγορουμένου, ο τελευταίος αθωώθηκε. Το γεγονός όμως της αθώωσης του δευτέρου κατηγορουμένου για την ως άνω αποδιδόμενη σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη, ουδόλως επηρεάζει τη κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι, μεταξύ άλλων, σκοπός της εγκαλούσας με τις ενέργειες που της αποδίδει ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι οποίες αποδείχθηκαν ψευδείς κατά τα προαναφερόμενα, ήταν η ποινική καταδίκη του δευτέρου κατηγορουμένου. Τούτο δε διότι, αφενός μεν η από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας του Γ. Π. δεν περιλαμβανόταν στα αναγνωστέα στο ως άνω Δικαστήριο έγγραφα, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη, ήδη αμετάκλητη απόφαση, αφετέρου δε αυτή, δεν εκδόθηκε ομόφωνα, αλλά κατά πλειοψηφία, με ισχυρή μειοψηφία ( 3-2), η οποία έκρινε, ότι ο Δ. Β. έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, ενώ, και η απαλλαγή του κατηγορουμένου έγινε, επειδή κρίθηκε, σύμφωνα με την πλειοψηφούσα γνώμη, ότι δεν προέκυψε δόλος τούτου και όχι επειδή επιβεβαιώθηκε το με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της αμφισβητούμενης έκτασης, ως ανήκουσας στον ως άνω κατηγορούμενο και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, στο σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως γίνεται σαφής μνεία ότι " Για το ζήτημα πάντως της κυριότητας του επιδίκου θα αποφανθούν εν τέλει τα πολιτικά δικαστήρια στα οποία το ζήτημα αυτό και εκκρεμεί". Σε σχέση δε με τα ως άνω ψευδή περιστατικά που ανέφερε ο δεύτερος κατηγορούμενος στο εν λόγω από 27.3.2007 υπόμνημα - αναφορά, με το οποίο αυτός συμπλήρωσε την από 3.10.2005 μήνυσή του, η αλήθεια ήταν ότι η εγκαλούσα ενήργησε κατόπιν εντολής των προϊσταμένων της και σε εκτέλεση του υπηρεσιακού της καθήκοντος, χωρίς ουδεμία σύμπραξη με τον συντάξαντα την από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας Γ. Π., της οποίας το περιεχόμενο ήταν αληθές, και χωρίς κανένα σκοπό να την προσκομίσει στο ποινικό δικαστήριο σε βάρος του Δ. Β.. Η γνώση του δευτέρου κατηγορουμένου ότι τα όσα παραπάνω ανέφερε σε βάρος της εγκαλούσας, ήταν ψευδή, αποδεικνύεται πλήρως εκ του γεγονότος, ότι αυτός, όντας από το έτος 1992, "φύλακας" της επίδικης εκτάσεως, όπως ο ίδιος αναφέρει, και τακτικό μέλος του κόμματος Ο., είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Πρόεδρο τούτου δεύτερο κατηγορούμενο, Δ. Β., με τις απόψεις του οποίου ταυτίζονταν μόνιμα, επικουρώντας τον τελευταίο, εξεταζόμενος ως μάρτυρας στα δικαστήρια τούτου. Έτσι, είχε άμεση γνώση, ότι οι αλλεπάλληλες εγκλήσεις που είχε υποβάλλει ο συγκατηγορούμενός του κατά των ως άνω προσώπων, υπαλλήλων δασαρχείου, Ε.Υ.Δ.Α.Π. κλπ., μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, για ενέργειες, παρόμοιες μ’ εκείνες που τους απέδωσε και ο ίδιος με την από 3.10.2005 μήνυσή του, και το από 27.3.2007, συμπληρωματικό αυτής, υπόμνημα - αναφορά, ουδέποτε οδήγησαν σε ποινικές καταδίκες τούτων, αντίθετα μάλιστα, τέθηκαν στο αρχείο με τις σχετικές εισαγγελικές διατάξεις, όποιες δε προσφυγές κατ’ αυτών άσκησε ο κατηγορούμενος απορρίφθηκαν. Επί πλέον, παρόλο που είχε εκδοθεί επί της προαναφερόμενης αγωγής του δευτέρου κατηγορουμένου, η 3219/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία τον αναγνώριζε ως κύριο της επίδικης έκτασης, για το χαρακτήρα αυτής ως δασικής, συνέχισαν να εκκρεμούν αντιρρήσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά του με αριθμό 853/1994 εγγράφου του Δασάρχη ... ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ανατολικής Αττικής, με το οποίο η επίδικη έκταση είχε χαρακτηρισθεί ως μη δασική. Παράλληλα δε, είχαν ήδη εκδοθεί το 10503/15.11.2005 έγγραφο του Δασάρχη ..., με το οποίο προτείνεται η κήρυξη ως αναδασωτέας της έκτασης, για την οποία υποβλήθηκε η μήνυση κατά αμφοτέρων των κατηγορουμένων από τον υπάλληλο του Δασονομείου Αγ. ... Γ. Π., κατά τα προαναφερόμενα, η από 29.3.2006 αναφορά της υπαλλήλου του Δασαρχείου ... Μ. Π., 1810/9.6.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για την κήρυξη της ανωτέρω έκτασης ως αναδασωτέας και η ...19/27.6.2006 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Δασάρχη .... Όλα τα παραπάνω ήταν σε γνώση του πρώτου κατηγορουμένου, όπως ήταν και σε γνώση του ότι οι εμπλεκόμενοι με τις εν λόγω υποθέσεις αρμόδιοι υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα, απλώς ενεργούσαν με τον τρόπο που όφειλαν να ενεργήσουν, όπως τους επέβαλε το υπηρεσιακό τους καθήκον, παρόλα αυτά όμως ο ίδιος συνέχισε να στρέφεται εναντίον τους, και απέδωσε ψευδώς στην εγκαλούσα τα προαναφερόμενα περιστατικά με προφανή σκοπό να προκαλέσει την ποινική της καταδίωξη, πράγμα που άλλωστε αιτήθηκε με το ως άνω υπόμνημα - αναφορά του, όπως ήδη εκτέθηκε. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης που του αποδίδονται, απορριπτομένων ως αβασίμων των αυτοτελών ισχυρισμών, τους οποίους προσκόμισε ο ίδιος εγγράφως στο Δικαστήριο, οι οποίοι κυρίως αποτελούν ισχυρισμούς αρνητικούς της κατηγορίας. Ειδικότερα, επί των ισχυρισμών αυτών, εκτός των όσων ήδη εκτέθηκαν επισημαίνονται και τα ακόλουθα: Ο πρώτος κατηγορούμενος επικαλείται την έλλειψη δόλου του στις ως άνω αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, ισχυριζόμενος, ότι η επίδικη έκταση ήταν χαρακτηρισμένη ως μη δασική, με το προαναφερόμενο 853/18.12.1994 έγγραφο του Δασάρχη και σύμφωνα με σχετική νομολογία του ΣτΕ, ο επόμενος Δασάρχης, πολύ δε περισσότερο οποιοσδήποτε δασικός υπάλληλος, δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει την ως άνω πράξη χαρακτηρισμού, χωρίς αιτιολογία, και έτσι η προαναφερόμενη ανάκληση με την 1505/2001 απόφαση του ΣτΕ ακυρώθηκε, με αποτέλεσμα να ισχύει ο αρχικός χαρακτηρισμός της ως μη δασικής κατά το χρόνο συντάξεως της ως άνω από 4.10.2005 έκθεση αυτοψίας του ως άνω Γ. Π., την οποία χαρακτηρίζει ως μη νόμιμη, διότι η επίδικη έκταση δεν ήταν δασική, ούτε δημόσια, το δε Δασαρχείο ... ήταν αναρμόδιο κατά τόπο για να επιληφθεί της υποθέσεως και επί πλέον αυτή στρεφόταν και κατά του ίδιου που ήταν "απλά ο κηπουρός του κτήματος", ενώ σ’ αυτό υπήρχαν ταμπέλλες που την προσδιόριζαν ως "ιδιοκτησία κόμματος Ο.. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός βάλλει κατά της εγκυρότητας της εκδόσεως της επίμαχης έκθεσης Γ. Π., για λόγους που αφορούν τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία και θα ήταν αρμόδια για την τυχόν ακύρωσή της, συντρεχουσών των αναγκαίων προϋποθέσεων, ήδη δε εκτέθηκε ότι κατά του ως άνω 853/18.12.1994 εγγράφου του Δασάρχη ..., και μετά την έκδοση της 1505/2001 αποφάσεως του ΣτΕ εκκρεμούν αρμοδίως αντιρρήσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για το χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως δασικής. Επίσης, με την αναφορά του ότι ήταν απλός κηπουρός του κτήματος, ο πρώτος κατηγορούμενος βάλλει κατά της παραπομπής και του ίδιου στα ποινικά δικαστήρια για καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης, εκχέρσωσης και μετατροπής αυτής σε οικοπεδική έκταση, ζητήματα που έχουν κριθεί αμετάκλητα από τα ποινικά δικαστήρια, με την καταδίκη αμφοτέρων των κατηγορουμένων για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και δεν αφορούν το παρόν Δικαστήριο. Επικαλείται επί πλέον ο πρώτος κατηγορούμενος, ότι η πράξη για την οποία κατήγγειλε την εγκαλούσα, "δεν αποτελεί αντικειμενικά αξιόποινη πράξη", ισχυρισμός που εκτιμάται ότι κατατείνει στην προσπάθεια του να αποδείξει, ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως το οποίο του αποδόθηκε, αφού η μη αξιόποινη πράξη δεν είναι δυνατό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Στα πλαίσια του ισχυρισμού του αυτού, ο κατηγορούμενος αναφέρει, ότι το να ζητήσει οποιοσδήποτε πολίτης, που δεν είναι υπάλληλος του δασαρχείου να κριθεί αν μια έκταση είναι δασική ή μη, είναι θεμιτή και ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως δασικής από αναρμόδιο πρόσωπο, δηλαδή από μη δασικό υπάλληλο, αποτελεί απλώς μη διωκόμενη αξιολογική κρίση. Λησμονεί όμως ο κατηγορούμενος ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την μήνυση και αναφορά - υπόμνημά του, δεν έκανε λόγο για έλλειψη νομιμότητας της ως άνω εκθέσεως αυτοψίας, ούτε ανέφερε ότι η εγκαλούσα είχε δικαίωμα να ζητήσει τη διενέργεια αυτοψίας σε έκταση που η ίδια θεωρούσε δασική, αλλά απέδωσε, μεταξύ άλλων, στην εγκαλούσα, ότι συνεργώντας τόσο με τον συντάξαντα αυτήν, όσο και με τους λοιπούς εγκαλουμένους από τον ίδιο, παρήγγειλε την έκδοση ψευδούς εκθέσεως αυτοψίας, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει σε βάρος του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. στα ποινικά δικαστήρια, δηλαδή, ανέφερε περιστατικά σε βάρος της εγκαλούσας, τα οποία είχαν πλήρως τη δυνατότητα να οδηγήσουν στην ποινική της καταδίωξη, πράγμα που επεδίωκε κατά τα προεκτιθέμενα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος, με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, συνεχίζει ουσιαστικά να υποστηρίζει την αλήθεια των όσων κατήγγειλε σε βάρος της εγκαλούσας με τη μήνυση και το συμπληρωματικό αυτής υπόμνημα - αναφορά του, παρότι αυτά τέθηκαν στο αρχείο με την προαναφερόμενη εισαγγελική διάταξη, και ενώ κάνει μνεία για το δικαίωμα κάθε πολίτη να ζητήσει από το Δασαρχείο να προβεί σε αυτοψία για να κριθεί αν κάποιο ακίνητο είναι δασικό ή μη, αναφερόμενος στην εγκαλούσα, εξακολουθεί να ομιλεί περί δικαιώματος αυτής να "παρακινήσει το Δασαρχείο να ασχοληθεί με το επίμαχο κτήμα" και ότι αυτός την κατήγγειλε για, κατά τον ίδιο, μη αξιόποινη πράξη, δηλαδή "για την παρακίνηση του Δασαρχείου σε αυτοψία". Στη συνέχεια εξακολουθεί να βάλλει κατά της καταθέσεως της εγκαλούσας ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδίδοντάς της ψευδή κατάθεση σχετικά με τα ζητήματα του αν η επίδικη έκταση ανήκε στην ΕΥΔΑΠ, συνεχίζοντας να επιχειρεί να αποδείξει ότι αυτό δεν συμβαίνει και ότι ουδέποτε η έκταση αυτή των 238 τ.μ. απαλλοτριώθηκε υπέρ της ΕΥΔΑΠ. Αναφέρεται δε και σε οικία που βρίσκεται μέσα στην επίδικη έκταση, ισχυριζόμενος ότι αυτή αποτελεί το πατρικό του σπίτι, επικαλούμενος πρόθεση να το διεκδικήσει μαζί με τα αδέλφια του, περιστατικά, τα οποία, ανεξάρτητα από τη μη απόδειξη της βασιμότητάς τους, δικαιολογούν το προσωπικό του ενδιαφέρον για το χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης έκτασης ως δασικής και δημόσιας ή μη και την καταγγελία από τον ίδιο όλων των αρμοδίων υπαλλήλων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τέλος, αφού σημειωθεί, ότι και με το έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών του, ο πρώτος κατηγορούμενος συνεχίσει να ανακυκλώνει περιστατικά που έχουν πλειστάκις κριθεί, καταφερόμενος εκ νέου κατά της εγκαλούσας, παράλληλα υποστηρίζει, ότι το έγγραφο της αναφοράς - υπομνήματός του το κατάθεσε ως εξηγήσεις της μήνυσης που είχε υποβάλλει εναντίον του το δασαρχείο και επομένως αποτελούσε άμυνα και όχι αδικαιολόγητη επιθετική ενέργεια, λησμονώντας και πάλι, ότι το επίμαχο έγγραφο κατατέθηκε όχι για τους λόγους που αναφέρει, αλλά όταν ζητήθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις της μήνυσης που είχε υποβάλλει ο ίδιος κατά της εγκαλούσας και των λοιπών προαναφερομένων προσώπων, ουδόλως δε αποτελούσε άμυνά του, αλλά σαφή έκθεση αποδιδόμενων ψευδών περιστατικών σε βάρος των υπ’ αυτού εγκαλουμένων, με άμεση επιδίωξη την ποινική καταδίωξη τούτων, μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, η οποία απλώς ενεργούσε με βάση το υπηρεσιακό της καθήκον και τις εντολές των προϊσταμένων της. Όσον αφορά το δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Β., από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι αυτός, στην Αθήνα, στις 3.5.2007, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας αρχής να ενεργεί ένορκη εξέταση, δηλαδή ενώπιον της Πταισματοδίκη του 11ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών, ανέφερε μεταξύ άλλων επί λέξει τα εξής : " Στην εναντίον μου ποινική δίκη που θα διεξαγόταν στην 7.10.2005, ενώπιον του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ο μηνυόμενος Π., από κοινού με το νέο Δασάρχη ..., Ν., εξέδωσαν στις 4.10.2005 ψευδή έκθεση αυτοψίας του ως άνω ακινήτου, μη αναφέροντας τα πραγματικά δεδομένα. Της έκθεσης αυτής έκαναν χρήση δολίως ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, το οποίο και δεν την έλαβε υπόψη του, δυνάμει της 1813/11.10.2005 αθωωτικής για εμένα απόφασής του. Η ανωτέρω παράνομη έκθεση προσαρτήθηκε στο Πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής με το αρ. ...10.4.2006 από το Δασάρχη ..., το οποίο και ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 67/14.3.2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μαραθώνα, μετά την άσκηση σχετικής ανακοπής κατ’ αυτού του Πρωτοκόλλου από εμένα και το μηνυτή... Κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά του ως άνω Πρωτοκόλλου, ερώτησα τον κο Π. εάν εγνώριζε την ύπαρξη προϋφισταμένου του έτους 1940 οικίσκου και του περιβολιού και του ζήτησα να δηλώσει ποιος του υπέδειξε να συντάξει την εν λόγω έκθεση αυτοψίας. Εκείνος μου απάντησε ότι έλαβε άνωθεν τηλεφώνημα και πιθανολογώ ότι έγινε εκ μέρους του απελθόντος Δασάρχη, με τον οποίο είχαμε αντιδικία από το έτος 1992 και αυτός επεδίωξε τη δίωξή μου από τις αρχές για λόγους εμπάθειας, συντάσσοντας και νέες πράξεις χαρακτηρισμού εις βάρος της ιδιοκτησίας μου, μετά πολλαπλών πληροφοριακών ψευδών εγγράφων, κοινοποιηθέντων στην υπηρεσία μου, τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη από τα πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια...". Η ένορκη αυτή μαρτυρική κατάθεση του δευτέρου κατηγορουμένου στον ως άνω τόπο και χρόνο, έγινε στα πλαίσια της υποστήριξης της ως άνω από 3.10.2005 μήνυσης που είχε υποβάλλει ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε με το από 27.3.2007 υπόμνημα - αναφορά του ίδιου. Τα παραπάνω δε περιστατικά που ανέφερε σε βάρος των εγκαλουμένων από τον πρώτο κατηγορούμενο προσώπων, ήσαν ψευδή, πράγμα το οποίο γνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος, για τους λόγους που εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω, στα πλαίσια της έρευνας της κατηγορίας, που αποδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, στους οποίους και αναφέρεται το Δικαστήριο, καθώς η ως άνω έκθεση αυτοψίας δεν ήταν ψευδής, ούτε προϊόν συνέργειας μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων με σκοπό να βλάψουν τον δεύτερο κατηγορούμενο, δεν προσκομίσθηκε στο Α’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, η κατά πλειοψηφία αθωωτική απόφαση που εκδόθηκε για τον ίδιο, αφορούσε μόνο την έλλειψη δόλου του και δεν απέλυε το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ούτε το χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως δασικής ή μη, και όλες οι σχετικές αναφερόμενες ενέργειες των εν λόγω υπαλλήλων, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, έγιναν από αυτούς στα πλαίσια των καθηκόντων τους, χωρίς εμπάθεια σε βάρος του δευτέρου κατηγορουμένων, εναντίον των οποίων άλλωστε ο τελευταίος είχε στραφεί πλειστάκις στο παρελθόν με μηνύσεις και αναφορές, που τέθηκαν στο αρχείο, κατά τα προαναφερόμενα. Συνεπώς και ο δεύτερος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα που του αποδίδεται, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 8199/2014 απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Θ. Σ., τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 , 94, 225 και 229 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, κύριους και πρόσθετους, του αναιρεσείοντος: α) στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθεται τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο αιτιολογικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση αυτού, με την έννοια της βεβαιότητας, για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Μαραθώνα Αττικής ψευδώς καταμήνυσε με το από 27-3-2007 κατατεθέν υπόμνημά του- αναφορά, σχετικά με την έκθεση αυτοψίας του δασικού υπαλλήλου Δασονομίου ... Γ. Π., ότι είναι δήθεν κατά περιεχόμενο ψευδές, στρεφόμενος σε βάρος της εγκαλούσας Δ. Κ., υπαλλήλου της ΕΥΔΑΠ και λοιπών δασικών υπαλλήλων, που ενεργούσαν νόμιμα στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και ενήργησαν αυτοψία σε διαφιλονικούμενη δημόσια δασική έκταση, για να επιτύχει να διωχθούν αυτοί για παράβαση καθήκοντος ή για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, αναφορά που είχε σκοπό να παραπλανήσει το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, σε εκκρεμούσα ποινική κακουργηματική κατηγορία σε βάρος αυτού (αναιρεσείοντος) και του συγκατηγορουμένου του Δ. Β. και η οποία αναφορά τέθηκε αρμοδίως από τις εισαγγελικές αρχές στο αρχείο, ενώ αυτός και ο συγκατηγορούμενός του Δ. Β. καταδικάστηκαν αμετάκλητα για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις καταπάτησης δημόσιας δασικής έκτασης, β) αιτιολογείται επαρκώς ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε από δόλο και όχι προς άμυνά του ως κατηγορούμενου και προς προστασία ιδίου ιδιοκτησιακού δικαιώματος, όπως αιτιολογείται και η γνώση του κατηγορουμένου ότι ήταν εντελώς ψευδή όσα διέδωσε και κατέθεσε για τους εγκαλούντες σε βάρος τους, με την υποβολή της άνω ψευδούς αναφοράς- μηνύσεώς του, και ότι γνώριζε ότι μπορούσε, όπως και είχε σκοπό, να προκαλέσει την ποινική τους καταδίωξη, παραθέτοντας αρκετά πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση του αυτή(βλ. σελ. 22 γ έως 23 α αιτιολογικού), ενόψει και του ότι τα ψευδώς καταγγελθέντα αφορούσαν γεγονότα συμβάντα, ικανά να εμπλέξουν ποινικά την εγκαλούσα και τους αρμόδιους δασικούς υπαλλήλους και τα καταγγελλόμενα ήταν ικανά να προκαλέσουν την ποινική δίωξη της εγκαλούσας Δ. Κ., γ) η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών και οι αιτιάσεις και ισχυρισμοί ότι δεν είχε δόλο, ότι η από 4-10-2005 έκθεση του δασολόγου Π. που κρίνει το κτήμα δασικό είναι ψευδής, ότι η επίδικη έκταση ήταν χαρακτηρισμένη μη δασική, ότι δεν κρίθηκε η υπόθεσή του ορθά και αντικειμενικά και ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι αναγνωσθείσες συναφείς δικαστικές αποφάσεις των λοιπών ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων και ότι η επίδικη έκταση δεν ανήκει στην ΕΥΔΑΠ Παγίων, μη συντελεσθείσας της απαλλοτρίωσης, αλλά ανήκει στην ιδιοκτησία του κόμματος των Ο. και ότι με την αναφορά του απλώς παρακινούσε το Δασαρχείο να προβεί σε αυτοψία και δε μπορούσε αντικειμενικά να διωχθεί ποινικά η εγκαλούσα Δ. Κ. ή οι άλλοι δασικοί υπάλληλοι, συνιστούν άρνηση των κατηγοριών και ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, δ) αιτιολογείται επαρκώς, ότι με την παραπάνω αναφορά - υπόμνημά του, που δε συνιστά απλώς μη διωκόμενη αξιολογική κρίση και αίτημα να κριθεί απλώς μία έκταση αν είναι δασική ή όχι, ο κατηγορούμενος σκόπευε, αλλά και ήταν δυνατόν να προκληθεί η ποινική δίωξη της εγκαλούσας υπαλλήλου( για παράβαση καθήκοντος), αφού σαφώς και κατηγορηματικά απέδιδε στην εγκαλούσα δόλο με την παραγγελία της για έκδοση ψευδούς βεβαίωσης στην διενεργούμενη έκθεση αυτοψίας του αρμόδιου δασικού υπαλλήλου του Δασαρχείου ..., ε) από τα επισκοπούμενα πρακτικά προκύπτει ότι όλοι οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, που παραστάθηκε αυτοπρόσωπα χωρίς συνήγορο, ισχυρισμοί, αναφερόμενοι παραπάνω υπό στοιχ. γ’ , χαρακτηριζόμενοι από τον ίδιο ως αυτοτελείς( βλ. σελ. 3,4,5,6,7,8,9,10,11, 12,13,14 και 15 πρακτικών προσβαλλόμενης αποφάσεως), δεν συνιστούν νομίμους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και υπερασπιστικά επιχειρήματα και απαντώνται από το Δικαστήριο επί της ουσίας με τις άνω παραδοχές της ενοχής των δύο συγκατηγορουμένων, στ) η αιτίαση και πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο δεν τον άφησε να αναπτύξει ελεύθερα και δεν έλαβε υπόψη του τους άνω προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του και τα κατατεθέντα τρία υπομνήματά του με τα συνημμένα σε αυτά δημόσια έγγραφα και ότι η διευθύνουσα τη δίκη Εφέτης δεν τον άφησε να απολογηθεί ελεύθερα και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς, παραβιάζοντας τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν έχει καταχωρηθεί, κατ’ άρθρο 333 και 335 ΚΠΔ, κάποια δήλωση ή σχετική διαμαρτυρία αυτού ή προσφυγή αυτού στο δικαστήριο, για αντιδικονομική συμπεριφορά της προεδρεύουσας Εφέτη, ενώ προκύπτει ότι ο κατηγορούμμενος απολογήθηκε κανονικά και εκτενώς(βλ. σελ. 20 πρακτικών). Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, από τα άρθρα 171, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, 6 παρ..1,3 ΕΣΔΑ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, έλλειψη ακρόασης, παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μη δίκαιη δίκη, ελλιπής, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μη ορθή εφαρμογή του άρ. 14 του Ν. 998/1979, μη απάντηση και αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Η γενόμενη εκ μέρους του αναιρεσείοντος προσβολή των πρακτικών του δικαστηρίου της ουσίας (σελ. 19, 20), που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως πλαστών, για κάποιες ανακριβείς σε βάρος του καταχωρήσεις σε αυτά, που κατ’ αυτόν ουδέποτε συνέβησαν ή ειπώθηκαν και καταχωρήθηκαν αντίθετα,(στην απολογία του και στην κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης για την δασική ή μη δασική ιδιότητα της επίδικης έκτασης), χωρίς να έχει ζητήσει νομίμως και εμπροθέσμως, κατά τη προβλεπόμενη διαδικασία των άρθρων 145 επ. ΚΠΔ τη διόρθωση των πρακτικών αυτών, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον ο αναιρεσείων δεν κατονομάζει ευθέως τον πλαστογράφο, δηλώνει ότι δεν καταλογίζει δόλο στον γραμματέα της έδρας και δεν επικαλείται αποδεικτικά μέσα και στοιχεία για την πλαστότητα αυτή. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη κρίση για την έκταση σε βάρος του δεδικασμένου, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου διότι έκρινε ανυπόστατη διοικητική πράξη την επίμαχη έκθεση αυτοψίας σαν αληθή, είναι απορριπτέος ως παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον δεν γίνεται επίκληση αμετάκλητης ποινικής αποφάσεως και δεν αναφέρονται σαφή πραγματικά περιστατικά μη ύπαρξης δεδικασμένου από ανυπόστατη διοικητική πράξη, που δήθεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 57 επόμ. του ΚΠΔ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 62 ΚΠΔ, ορίζεται ότι απόφαση πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως γι’ αυτόν στοιχείο που το εκτιμά ελεύθερα μαζί με άλλες αποδείξεις , κατά τα άρθρα 177 και 178. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως, κύριους και πρόσθετους, αιτιάσεις και λόγοι, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, τις ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου, ήτοι την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη από 3-2-2015 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 14-4-2015 προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα .(άρθρο 583 παρ.1 ΚΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α. Απορρίπτει την από 9 - 2 - 2015 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως και τη συμπληρωματική από 6-4-2015 αίτηση αναίρεσης του Δ. Β. του Ε. περί αναιρέσεως της με αρ. 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ Β. Απορρίπτει την από 3-2-2015 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Θ. Σ. του Κ., μετά των από 14-4-2015 προσθέτων λόγων αυτής, περί αναιρέσεως της με αρ. 8199/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής Ανώμοτη Κατάθεση- Ψευδής Καταμήνυση. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης 1ου Κατηγ/νου Δημ. Βεργή, κύρια και συμπληρωματική, ως ανυποστήρικτη , λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, του 2ου αναιρεσείοντος Θεοδ. Στάμου για έλλειψη ακρόασης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Ψευδής καταμήνυση
Ψευδής καταμήνυση, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
0
Αριθμός 633/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χ. Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστομένη Τζανετή, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 99/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ. Χ. του Π.. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 719/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 242 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που αποτελεί έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτούνται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263α του ίδιου Κώδικα, και τέτοιος θεωρείται και ο υπάλληλος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, β) ο υπάλληλος αυτός να είναι αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, γ) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ, και δη δημόσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, ήτοι έγγραφο που συντάσσεται από αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται μ’ αυτό, έναντι πάντων, δ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης, δημόσιας ή ιδιωτικής, σχέσεως ή καταστάσεως, ψευδές δε είναι το περιστατικό όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθές ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθές που έπρεπε να αναφερθεί, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε νομική υποχρέωση να βεβαιώσει τούτο ο υπάλληλος και τούτο υπέπεσε στην αντίληψή του και ε) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εκ προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού. Για τη συγκρότηση της έννοιας αυτής της πράξεως, δεν αποτελεί προϋπόθεση η εγκυρότητα του εγγράφου, το οποίο μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με το νόμο, ούτε η καθ` ολοκληρία συμπλήρωση και αποπεράτωσή του. Το έγκλημα πραγματώνεται και στην περίπτωση που προσαπαιτείται για την ολοκλήρωση του εγγράφου η προσυπογραφή του από άλλα πρόσωπα εκτός του υπαλλήλου που το εξέδωσε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, ο οποίος υπάρχει όταν ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Συναυτουργία είναι δυνατή και στην ψευδή βεβαίωση, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επί μέρους ενεργειών καθενός εκ των συναυτουργών, αλλά αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 99/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (και το συγκατηγορούμενό του Χ. Χ.) ψευδούς βεβαιώσεως κατά συναυτουργία, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Κατόπιν αιτήσεως του Α. Μ., κατοίκου ..., εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Δράμας η υπ’ αριθμ. ....2005 οικοδομική άδεια ανέγερσης ισόγειας οικίας με υπόγειο σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του, εντός του με αριθμό ... Ο.Τ. του εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδίου .... Η άδεια εξεδόθη σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Α. Μ., μηχανικός ΕΔΕ Τ.Ε., σύζυγος του κατηγορούμενου Χ., η οποία ανέλαβε κατά τα αναγραφόμενα στην άδεια και την επίβλεψη του έργου ενώ την κατασκευή του έργου την ανέλαβε η Γ. Α., σύζυγος του κατηγορούμενου Ν. Ρ., των οποίων τα επαγγελματικά γραφεία κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα συστεγάζονταν. Πριν από την έναρξη των εργασιών ο Α. Μ. άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να οικοδομήσει την οικία του σε άλλο γήπεδο, ιδιοκτησίας του, εκτός σχεδίου και συγκεκριμένα στο υπ’ αριθμ. ... αγροτεμάχιο της διανομής έτους 1937 του αγροκτήματος .... Μετά από αίτησή του αναθεωρήθηκε από την ανωτέρω Υπηρεσία στις ....2006 η οικοδομική άδεια ως προς τη νέα θέση και ο χώρος ανέγερσης επαναπροσδιορίσθηκε στο προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. ... αγροτεμάχιο του αγροκτήματος ..., σε περιοχή δηλ. εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης του άρθρου 14 του Ν.Δ. 17.7/16.8.1923, εντός της ζώνης (των 500 μέτρων) πέριξ αυτού. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρ. 1 του Π.Δ. 24/31.5.1985 όταν ανεγείρονται κτίρια σε γήπεδα που περιλαμβάνονται στη ζώνη που ορίζεται στο αρθρ. 14 του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 δεν επιτρέπεται τα ανεγειρόμενα κτίρια να τοποθετούνται εντός του πλάτους των ιδεατών επεκτάσεων των εγκεκριμένων οδών του οικισμού. Ωστόσο, το τοπογραφικό διάγραμμα που συντάχθηκε και υποβλήθηκε από την Α. Μ. στην Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας, τη σύνταξη του οποίου ζήτησε από αυτήν κατά τη διαδικασία της πρώτης αναθεώρησης ο επιληφθείς υπάλληλος αυτής (Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας), Γ. Π., το οποίο και συνοδεύει την Α’ αναθεώρηση, απεικόνιζε τη θέση της προς ανέγερση κατοικίας εκτός των νοητών επεκτάσεων των εγκεκριμένων οδών του οικισμού, οι οποίες θα έπρεπε (όπως επιβάλλεται από τις ανωτέρω διατάξεις) να ληφθούν υπόψη από την μηχανικό, που εκπόνησε τη μελέτη, ενώ στην πραγματικότητα η υπό ανέγερση οικία, στη θέση που απεικονίστηκε στο τοπογραφικό διάγραμμα, βρισκόταν εν μέρει (κατά το νοτιότερο τμήμα της) εντός του πλάτους της (μη απεικονισθείσας) ιδεατής επέκτασης μίας εγκεκριμένης οδού του οικισμού. Ο Α. Μ. μετά την έκδοση της ως άνω α’ αναθεώρησης της οικοδομικής του άδειας, ξεκίνησε την κατασκευή του κτίσματος εντός του γηπέδου της ιδιοκτησίας του. Το καλοκαίρι του 2006 η Α. Τ., σύζυγος του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας που εξετάσθηκε εν προκειμένω, άρχισε να κατασκευάζει πλησίον (δυτικότερα) της ιδιοκτησίας του Α. Μ., στο υπ’ αριθμ. ... αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας της τη δική της οικία. Ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός της υπό ανέγερση οικίας της Α. Τ., Α. Κ. αντιλήφθηκε ότι εντός του ακινήτου του Α. Μ. γίνονταν οικοδομικές εργασίες εντός της νοητής επέκτασης εγκεκριμένης οδού και ενημέρωσε σχετικά την εντολέα του. Στις ...2005 ο σύζυγός της Α. Τ. υπέβαλε σχετική αναφορά - καταγγελία προς τη Διεύθυνση της Πολεοδομίας & Περιβάλλοντος Δράμας δια του Αστυνομικού Τμήματος Δράμας, θεωρώντας ότι θίγεται, διότι εκτίμησε ότι η οικοδόμηση της οικίας του Μ. θα αποτελούσε εμπόδιο για την επέκταση των οδών του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου στις ιδεατές επεκτάσεις τους δια του ακινήτου του (Μ. Α.). Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι, όπως προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, η οικία Τ. εξυπηρετείται για την πρόσβαση στο εγκεκριμένο οδικό δίκτυο ... από αγροτικές οδούς, ότι μία ιδεατή επέκταση εγκεκριμένης οδού διέρχεται δια της ιδιοκτησίας Μ. και ακολούθως εκτεινόμενη προς τα δυτικά διέρχεται πλησίον (στα νότια) του ακινήτου Τ., το οποίο τέμνει στη νοτιοδυτική του γωνία και μία δεύτερη ιδεατή επέκταση (που σχηματίζει γωνία με την προηγούμενη) διέρχεται ομοίως δια της ιδιοκτησίας Μ. και ακολούθως εκτεινόμενη προς τα βορειοδυτικά διέρχεται πλησίον (στα βορειοανατολικά) του ακινήτου Τ., το οποίο τέμνει στη βορειοανατολική του γωνία. Ο Α. Τ. θεωρώντας ότι με την αποπεράτωση της οικίας Μ. θα μετακινιόταν κατά τη μελλοντική επέκταση του πολεοδομικού σχεδίου η δυνατότητα επέκτασης της μίας τουλάχιστον εκ των ανωτέρω οδών πλησίον της κατοικίας τους, γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς του, θα έβλαπτε την αξία της οικίας της συζύγου του, έκανε σχετική καταγγελία και στις 12.7.2006 διατάχθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Δράμας η διακοπή των εργασιών στο γήπεδο του Μ., λόγω υπέρβασης της οικοδομικής αδείας ως προς το εμβαδόν και τη θέση του κτιρίου, ενώ είχε ήδη κατασκευαστεί ο φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυρόδεμα (...).Ακολούθως, στις ...2007 συντάχθηκε από τον ως άνω Γ. Π., υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας, η υπ’ αριθμ. 10/2-2-2007 έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής, με την οποία επισημάνθηκαν τα τμήματα της κατασκευής που βρίσκονταν εντός της νοητής επέκτασης της οδού, ήτοι: ... Εξάλλου, προέκυψε ότι μετά την ως άνω αναφερόμενη διακοπή των οικοδομικών εργασιών ο Μ. Α. υπέβαλε - ... - την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5381/9.11.2006 αίτηση, με συνημμένα δικαιολογητικά για την εξαίρεση από την κατεδάφιση του τμήματος του κτιρίου εντός της ιδεατής επέκτασης της οδού και ζήτησε τη νομιμοποίηση ως προς τη θέση στο αγροτεμάχιο και το εμβαδόν του υπόλοιπου κτιρίου που μπορούσε να νομιμοποιηθεί. Στις 13.2.2007 το Συμβούλιο Περιβάλλοντος και Χωροταξίας του Νομού Δράμας με την υπ’ αριθμ. 13/2007 απόφαση του γνωμοδότησε ομόφωνα προς τον τότε Νομάρχη Δράμας, Κ. Ε. και έκανε δεκτή την ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. 5381/9-11-2006 αίτηση του Α. Μ.. Ακολούθως στις 15.2.2007 ο τότε Νομάρχης Δράμας, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. πρωτ. ΔΠ-Π ...15.2.2007 απόφαση περί εξαίρεσης από την κατεδάφιση του αυθαίρετου κτίσματος του Μ. και έγκρισης αποπεράτωσης αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 13/2007 γνωμοδότηση του Συμβουλίου ΠΕΧΩΔΕ και ενέκρινε την αποπεράτωσή τους κατά τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση υπ’ αριθμ. 23.../3626/15.3.1985 Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Κατόπιν, στις 27.2.2007 έλαβε χώρα η δεύτερη αναθεώρηση της υπ’ αριθμ. ...2005 οικοδομικής αδείας του Μ. Α. ως προς το εξαιρούμενο της κατεδάφισης τμήμα του κτιρίου και ως προς το εμβαδόν του. Την ως άνω δεύτερη αναθεώρηση της 27.2.2007 συνόδευε το προαναφερόμενο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα αυτής, που αποτελεί επανεκτύπωση του τοπογραφικού διαγράμματος, που συνόδευε την πρώτη αναθεώρηση με την προσθήκη μιας νοητής επέκτασης οδού του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου .... Στη συνέχεια ο Α. Μ. αποπεράτωσε πλήρως την κατασκευή της κατοικίας του, τον ισόγειο όροφο της οποίας (...), χρησιμοποιεί ως αποθήκη και στον πρώτο όροφο κατοικεί. ... Στις 23.12.2008 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΔΠ - Π 1035/2008 απόφαση του Νομάρχη Δράμας, με την οποία επιβλήθηκε τελικά στον Α. Μ. εφάπαξ πρόστιμο ίσο με το οριστικά καθορισμένο πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου για τις υπερβάσεις της υπ’ αριθμ. ...2005 οικοδομικής αδείας που εξαιρέθηκαν από την κατεδάφιση δυνάμει της ως άνω αναφερόμενης υπ’ αριθμ. ...15.2.2007 απόφασης. Εν τέλει, η οικοδομική άδεια της οικίας του Μ. ανακλήθηκε τον Απρίλιο του 2011 από την Πολεοδομία Δράμας και ήδη περί τα τέλη του έτους 2011 τακτοποιήθηκε το ακίνητο ως διώροφη οικοδομή, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4014/2011, σε συνδυασμό με αυτές του νόμου 3843/2010. Πέρα από αυτά, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικό στοιχεία αποδείχθηκε ότι η προαναφερόμενη οικία του Μ. θα μπορούσε νομίμως να οικοδομηθεί στο ίδιο γήπεδο σε άλλη θέση, είτε νοτιότερα, είτε βορειότερα των ιδεατών επεκτάσεων των εγκεκριμένων οδών όχι όμως στο προαναφερόμενο σημείο όπου ανεγέρθηκε. Ειδικότερα, το υπ’ αριθμ. ... αγροτεμάχιο του Α. Μ. έχει έκταση 5.190 τ.μ. ενώ το κτίριο, όπως προβλεπόταν στην αρχική οικοδομική άδεια, καθώς και στην Α’ αναθεώρηση απαρτιζόταν από ένα ισόγειο επιφάνειας 165,46 τ.μ. και ένα υπόγειο επιφάνειας 165,46 τ.μ. Ο χώρος που απέμενε εκτός του πλάτους των ιδεατών επεκτάσεων των εγκεκριμένων οδών ήταν επαρκής για την κατασκευή του ίδιου κτιρίου ή και ακόμη μεγαλύτερου οικοδομήματος με ισόγειο μέχρι 223 τ.μ. και υπόγειο ομοίως μέχρι 223 τ.μ. σε διάφορες θέσεις του γηπέδου, χωρίς την παραβίαση πολεοδομικών κανόνων. Επίσης αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η Α. Μ., μηχανικός ΕΔΕ Τ.Ε., η οποία ανέλαβε κατά τα αναγραφόμενα στην άδεια και την επίβλεψη του έργου του Μ., είναι σύζυγος του κατηγορουμένου Χ. Χ., ενώ η Γ. Α. που ανέλαβε τυπικά εργολαβικά την κατασκευή του εν λόγω έργου είναι σύζυγος του άλλου κατηγορουμένου Ν. Ρ., ο οποίος σύμφωνα με τις καταθέσεις μαρτύρων και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι εν τοις πράγμασι ο εργολάβος του έργου και των οποίων τα γραφεία κατά το επίμαχο διάστημα συστεγάζονταν. Όταν προέκυψαν τα παραπάνω προβλήματα οι εν λόγω κατηγορούμενοι επωφελούμενοι από το γεγονός ότι το καλοκαίρι του έτους 2006 ο τότε Δήμαρχος ..., αποφάσισε να θέσει προς συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου πρόταση για να κινηθεί η διαδικασία για την κατασκευή ενός κόμβου [πλατείας] στην διασταύρωση της περιφερειακής οδού ..., που κείται πλησίον του ακινήτου του Μ., ώστε να μειώνουν υποχρεωτικά την ταχύτητά τους τα κινούμενα επ’ αυτής οχήματα και έτσι να ελαχιστοποιηθούν μελλοντικά τροχαία ατυχήματα, που μέχρι τότε συνέβαιναν αρκετά συχνά στην αμέσως επόμενη διασταύρωση, όπου η κυκλοφορία τροχοφόρων ήταν μεγάλη, προέβησαν στην από κοινού σύνταξη ψευδούς βεβαίωσης και συγκεκριμένα του αναφερόμενου παρακάτω τοπογραφικού διαγράμματος με το οποίο πέραν των άλλων θα θεωρείτο νόμιμη η ανέγερση της οικοδομής του Μ. στο σημείο του οικοπέδου του, όπου και κατασκευάσθηκε αυτή, καθόσον χωρίς το συγκεκριμένο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα δεν θα μπορούσε να εγκριθεί η άδεια για ανέγερσή της στο σημείο που ανεγέρθηκε, οι ενέργειές τους δε αυτές που είχαν ως έννομες συνέπειες μεταξύ των άλλων και τη νομιμοποίηση της οικοδομής του Μ. στο σημείο που αυτή κατασκευάστηκε, αποσκοπούσαν και στο να προσπορίσουν στον Μ. αθέμιτο όφελος, που ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το κόστος κατασκευής του κτίσματος της ιδιοκτησίας του. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, Ν. Ρ., που ήταν υπάλληλος του Δήμου ... και συγκεκριμένα ο Διευθυντής και Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών αυτού, ζήτησε από τον κατηγορούμενο Χ. Χ., υπάλληλο της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου ... με την ειδικότητα του Τεχνολόγου Μηχανικού, την εκπόνηση ενός τοπογραφικού διαγράμματος. Ο τελευταίος εντός του πρώτου πενθημέρου του μηνός Σεπτεμβρίου 2006 συνέταξε το τοπογραφικό διάγραμμα "εφαρμογή στο ρυμοτομικό σχέδιο έδρας Δήμου ..." έτους 2006, το οποίο θεωρήθηκε από τον Ν. Ρ.. Δια του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος παρουσίασαν αμφότεροι εφαρμογή επί του από 18-1-1993 και σύμφωνα με την ΤΠΠΕ 4333 απόφαση Νομάρχη εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ... Δράμας με τη δημιουργία πλατείας μεταξύ των οικοδομικών τετραγώνων Ο.Τ 45, Ο.Τ 47 και Ο.Τ 51 και νέους νοητούς άξονες των επεκτεινόμενων οδών, χωρίς, όμως, αυτό το τοπογραφικό διάγραμμα να είναι εξαρτημένο από κανένα δίκτυο συντεταγμένων, ενώ εμφαίνονται σ’ αυτό οι όροι δόμησης ... και ένα κείμενο της Νομαρχίας Δράμας ΤΠ - Π υπογεγραμμένο από τη Διευθύντρια του ΤΠ-Π με ημερομηνία 18-1-1993, στοιχεία τα οποία προέρχονται από τις εγκεκριμένες πινακίδες του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου (απόφαση Νομάρχη ΤΠΠΕ 4333/18-1-1993) και δεν θα έπρεπε προς αποφυγή παρανοήσεων να βρίσκονται στο σχέδιο πρότασης αναθεώρησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου .... Στο ως άνω τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, που συνέταξε ο κατηγορούμενος Χ. Χ. και θεώρησε ο κατηγορούμενος Ν. Ρ. εντός του πρώτου πενθημέρου του μηνός Σεπτεμβρίου 2006, αυτοί εμφάνισαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι το σχεδιάγραμμα αυτό είναι ίδιο με το υφιστάμενο ρυμοτομικό σχέδιο ... και ότι διαφοροποιείται μόνο ως προς την ένδειξη μιας πλατείας - της οποίας η κατασκευή, σύμφωνα με τη γνώμη του τότε Δημάρχου ..., είναι απαραίτητη για λόγους ομαλής κυκλοφορίας των οχημάτων - και ότι οι νοητοί άξονες των δρόμων που ενώνουν τα Ο.Τ. ... θα ακολουθήσουν την πορεία του ήδη υπάρχοντος διαμορφωμένου δρόμου που διέρχεται από τα αγροτεμάχια 4093 και 4097β και όχι τις νοητές επεκτάσεις τους. Το αληθές είναι ότι το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα αποτελεί συρραφή αποσπάσματος του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ... και αποσπάσματος του πλησίον αγροκτήματος ..., που είναι εκτός σχεδίου, ενώ η ως άνω αναφερόμενη βεβαίωση της Προϊσταμένης Τ.Π.Π.Ε., η οποία στην πραγματικότητα αναφέρεται μόνο στο εντός ρυμοτομικού σχεδίου τμήμα, φέρεται να καλύπτει και το εκτός ρυμοτομικού σχεδίου τμήμα. Δια του ως άνω τοπογραφικού σχεδιαγράμματος οι εν λόγω κατηγορούμενοι παρουσίαζαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι αυτό συντάχθηκε λαμβανομένων υπ’ όψιν των συντεταγμένων, των ορίων και των ιδεατών επεκτάσεων των οδών του από 18-1-1993 και σύμφωνα με την ΤΠΠΕ απόφαση Νομάρχη εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου ..., ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι εξαρτημένο από κανένα δίκτυο συντεταγμένων και η τοπογραφική του ακρίβεια είναι αμελητέα. Ακολούθως στις 13.9.2006 το Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου ... έλαβε την με αριθμό ...2006 απόφαση σχετική με τις νοητές επεκτάσεις των οδών, που διέρχονται από την ιδιοκτησία του Αν. Μ.. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της υπ’ αριθμ, 10/2006 συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., ο Ι. Ο., που προήδρευε αυτού, εισηγήθηκε ότι "...στο ανατολικό (εννοώντας από παραδρομή στο δυτικό) τμήμα της ... και ειδικότερα στο σημείο τομής του δυτικού περιφερειακού δρόμου και των δρόμων που ενώνουν τα Ο.Τ ..., καθώς και ενός αγροτικού δρόμου, που διέρχεται από τα αγροτεμάχια 4093 και 4097β’ θα πρέπει να δημιουργηθεί μία πλατεία λόγω της επικινδυνότητας του σημείου αυτού, για να γίνει κυκλική και πλέον ομαλή η κυκλοφορία των οχημάτων στο σημείο αυτό για την αποφυγή τροχαίων ατυχημάτων. Επίσης οι νοητοί άξονες των παραπάνω δρόμων που ενώνουν τα Ο.Τ ... θα ακολουθήσουν την πορεία του ήδη υπάρχοντας αγροτικού δρόμου, που διέρχεται από τα αγροτεμάχια 4093 και 4097β’ και όχι τις νοητές επεκτάσεις τους...". Στο ίδιο πρακτικό αναφέρεται ακόμη ότι "...το Δ.Σ., αφού άκουσε την εισήγηση του Προέδρου και εξέτασε το συνταχθέν από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου σχέδιο και μετά από διαλογική συζήτηση αποφάσισε: α) τη δημιουργία πλατείας στο σημείο τομής των ανωτέρω δρόμων σύμφωνα με τα σχέδια της υπηρεσίας και β) ότι οι νοητοί άξονες των παραπάνω δρόμων που ενώνουν τα Ο.Τ ... θα ακολουθήσουν την πορεία του ήδη υπάρχοντος διαμορφωμένου αγροτικού δρόμου, που διέρχεται από τα αγροτεμάχια 4093 και 4097β" και όχι τις νοητές επεκτάσεις τους" (...). Ουσιαστικά με την ανωτέρω απόφαση προτάθηκε η συνέχιση του εγκεκριμένου οδικού δικτύου σε μελλοντική επέκταση του πολεοδομικού σχεδίου όχι δια των νοητών επεκτάσεων, που πλαισιώνουν κατά τα ανωτέρω την ιδιοκτησία Τ., αλλά νοτιότερα, στο ύψος της αγροτικής οδού, που κείται νοτίως της ιδιοκτησίας Μ.. Η λήψη της εν λόγω απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ... (υπ’ αριθμ. ...2006), η οποία δεν αποτελεί τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου της ..., διότι δεν εγκρίθηκε από το ΤΠ-Π της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, αλλά αποτελεί μόνο πρόταση τροποποίησης, σύμφωνα με το Νομοθετικό Διάταγμα 17.7./16.8.1923 (ΦΕΚ 228 Α’ 1923) και ως εκ τούτου εξακολουθεί να ισχύει το με ημερομηνία από 18.1.1993 εγκεκριμένο με την ΤΠΠΕ 4333 απόφαση του Νομάρχη Δράμας ρυμοτομικό σχέδιο ..., έγινε από αυτούς μετά από συζήτηση, αφού έλαβαν υπόψη το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, μόνο για να δουν οι σύμβουλοι το σημείο στο οποίο έπρεπε να γίνει ο κόμβος - πλατεία, ώστε να ελαχιστοποιηθούν μελλοντικά τροχαία ατυχήματα, που μέχρι τότε συνέβαιναν αρκετά συχνά στην αμέσως επόμενη διασταύρωση της περιφερειακής οδού με αγροτική. Με βάση δε το εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα θεωρήθηκε νόμιμη, όπως προαναφέρθηκε, η ανέγερση της οικοδομής του Μ. στο σημείο του οικοπέδου του, όπου και κατασκευάσθηκε αυτή, ενώ στην αντίθετη περίπτωση δεν θα επιτρεπόταν η κατασκευή της στη συγκεκριμένη θέση, όταν δε έγινε γνωστό το παράνομο της προαναφερόμενης πράξης των κατηγορουμένων ανακλήθηκε η άδεια ανέγερσης της οικοδομής του Μ. λόγω παραβίασης των διατάξεων του Πολεοδομικού κανονισμού, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Οι παραπάνω ενέργειες των κατηγορουμένων, όπως επίσης προαναφέρθηκε, που είχαν ως έννομη συνέπεια και την νομιμοποίηση της παρανόμως κατασκευασθείσας στο σημείο που ανεγέρθηκε οικοδομής του Μ., αποσκοπούσαν μεταξύ των άλλων να προσπορίσουν στον Μ. αθέμιτο όφελος, κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα, που ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το κόστος κατασκευής του κτίσματος της ιδιοκτησίας του, για το οποίο χωρίς το συγκεκριμένο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα δεν θα μπορούσε να εγκριθεί η άδεια ανέγερσης της οικοδομής στο σημείο που ανεγέρθηκε. Το ότι το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα αποτελεί συρραφή αποσπάσματος του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ... και αποσπάσματος του πλησίον αγροκτήματος ..., που είναι εκτός σχεδίου, και ότι αυτό δεν συντάχθηκε λαμβανομένων υπ’ όψιν των συντεταγμένων, των ορίων και των ιδεατών επεκτάσεων των οδών του από 18-1-1993 και σύμφωνα με την ΤΠΠΕ απόφαση Νομάρχη εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου ..., ενώ η ως άνω αναφερόμενη βεβαίωση της Προϊσταμένης Τ.Π.Π.Ε., η οποία στην πραγματικότητα αναφέρεται μόνο στο εντός ρυμοτομικού σχεδίου τμήμα, φέρεται να καλύπτει και το εκτός ρυμοτομικού σχεδίου τμήμα. Δια του ως άνω τοπογραφικού σχεδιαγράμματος οι εν λόγω κατηγορούμενοι παρουσίαζαν εν γνώσει τους ψευδώς και δεν είναι εξαρτημένο από κανένα δίκτυο συντεταγμένων και η τοπογραφική του ακρίβεια είναι αμελητέα αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα επί πλέον δε το ομολογούν εμμέσως πλην σαφώς και οι κατηγορούμενοι και κατά την απολογία τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, με βάση τα παραπάνω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι εν λόγω κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης της από κοινού ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 242 παρ. 1 ΠΚ), που διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, ..., αφού με την προαναφερόμενη ψευδή βεβαίωση των περιστατικών που είχε έννομες συνέπειες, η σκοπούμενη προσπόριση σε άλλον αθέμιτου οφέλους, κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα, ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, ... όπως άλλωστε δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως κατά συναυτουργία, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 242 παρ. 1 και 45 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Χ. Χ. ενέργησαν από κοινού, δηλ. εκ συμφώνου και με κοινό δόλο, η ενέργεια δε του αναιρεσείοντος, ως Προϊσταμένου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, συνίστατο στη θεώρηση του τοπογραφικού διαγράμματος, δεν ήταν δε αναγκαία περαιτέρω αιτιολογία. β) Σαφώς γίνεται δεκτό ότι χωρίς τις ενέργειες των κατηγορουμένων, δηλ. και τη θεώρηση από τον αναιρεσείοντα, δεν θα μπορούσε να εγκριθεί η άδεια για την ανέγερση της ένδικης οικοδομής στο σημείο που ανεγέρθηκε, οι ενέργειές τους δε αυτές αποσκοπούσαν στην προσπόριση στον Μ. αθεμίτου οφέλους. Δέχθηκε, δηλαδή, το Πενταμελές Εφετείο ότι ναι μεν το τοπογραφικό διάγραμμα συντάχθηκε από τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, όμως, χωρίς τη θεώρησή του από τον τελευταίο, αυτό δεν θα είχε καμιά ισχύ και δεν θα επέφερε την ως άνω έννομη συνέπεια. γ) Το Δικαστήριο δέχθηκε μεν ότι το επίμαχο έγγραφο χρησιμοποιήθηκε κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά την οποία λήφθηκε η υπ` αριθ. ...2006 απόφαση. Δεν δέχθηκε, όμως, ότι αφορούσε απλώς την εσωτερική υπηρεσία, αλλά ότι είχε και εξωτερική έννομη συνέπεια, συνισταμένη στο ότι, κατά τα ανωτέρω, παρέσχε δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να νομιμοποιήσει οικοδομή που είχε κατασκευάσει παράνομα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει και όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια χειροτέρευση όταν το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, προβαίνει σε ακριβέστερο προσδιορισμό των πρωτοδίκως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, δια διευκρινίσεως και συμπληρώσεως αυτών κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος επί το βαρύτερο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της πρωτόδικης 42/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκείνο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι: "Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι προέβησαν στα ανωτέρω με σκοπό α) την κίνηση της διαδικασίας τροποποίησης του πολεοδομικού σχεδίου για να καταστεί εφικτή η πολεοδομική τακτοποίηση - νομιμοποίηση της οικίας Μ. και β) την χρησιμοποίηση της απόφασης ως αποδεικτικού μέσου για το ότι η εξαίρεση από την κατεδάφιση του επί της ιδεατής επέκτασης τμήματος της οικίας Μ. δεν θα βλάψει την πόλη της .... Επί πλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ... παραπλανήθηκαν αμέσως και τα μέλη του ΣΧΟΠ της Νομαρχίας Δράμας, τα οποία εξέδωσαν ομόφωνα - παραπλανηθέντα ως προς τον τρόπο λήψης της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου - την υπ’ αριθμ. 13/13-2-2007 θετική γνωμοδότηση περί εξαίρεσης από την κατεδάφιση, του τμήματος του κτίσματος που είχε οικοδομηθεί εντός ιδεατής επέκτασης εγκεκριμένης οδού, με βάση την οποία εκδόθηκε ακολούθως η υπ’ αριθμ. ...15-2-2007 απόφαση του Νομάρχη Δράμας, παραπλανήθηκαν εμμέσως". Το δε Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι οι ενέργειες των κατηγορουμένων "που είχαν ως έννομη συνέπεια και τη νομιμοποίηση της παρανόμως κατασκευασθείσας στο σημείο που ανεγέρθηκε οικοδομής του Μ., αποσκοπούσαν, μεταξύ των άλλων, να προσπορίσουν στον Μ. αθέμιτο όφελος". Όμως, η διαφοροποίηση των περιστατικών αυτών δεν συνιστά χειροτέρευση της θέσεως του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και το Πενταμελές Εφετείο, με το να δεχθεί τα ανωτέρω, δεν υπερέβη την εξουσία του, καθόσον απλώς διευκρίνισε τις έννομες συνέπειες της ένδικης αξιόποινης πράξεως, όπως αυτές προέκυψαν από τις αποδείξεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε άλλο σημείο του σκεπτικού του, δέχθηκε, όπως και το δευτεροβάθμιο, ότι "η σκοπούμενη προσπόριση σε άλλον αθέμιτου οφέλους, κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα, ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το κόστος κατασκευής του κτίσματος της ιδιοκτησίας του τέταρτου κατηγορουμένου (Α. Μ.)". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 42/14 Ιουλίου 2014 αίτηση του Ν. Ρ. του Κ., για αναίρεση της 99/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για ψευδή βεβαίωση κατά συναυτουργία του Προϊσταμένου των Τεχνικών Υπηρεσιών Δήμου, ο οποίος θεώρησε τοπογραφικό διάγραμμα, που περιείχε ψευδείς βεβαιώσεις, το οποίο συνέταξε ο συγκατηγορούμενός του υπάλληλος. Στοιχεία εγκλήματος. Έννοια συναυτουργίας (από κοινού). Δεν υπάρχει χειροτέρευση θέσεως όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβαίνει σε ακριβέστερο προσδιορισμό των πρωτοδίκως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος επί το βαρύτερο. Όχι υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Συναυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 632/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Α. Χ. του Σ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 4948/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 106/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από τα από 2-4-2015 και 2-4-2015 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ι. Γ. της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, ο αναιρεσείων και ο αντίκλητος δικηγόρος του Κωνσταντίνος Ντάλτας κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 6/5/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 15/12/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 - 12 - 2014 αίτηση - δήλωση του Α. Χ. του Σ. περί αναιρέσεως της με αρ. 4948/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη , λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
2
Αριθμός 631/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Θ. Π. του Β., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 200/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας και με πολιτικώς ενάγουσα την Λ. Β. του Χ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 720/2014. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο εμφανίστηκε στο δικαστήριο αυτοπρόσωπα χωρίς συνήγορο ο αναιρεσείων και ζήτησε αναβολή της συζήτησης για το λόγο ότι από οικονομική αδυναμία δεν διόρισε συνήγορο και για να καταθέσει στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου αίτηση διορισμού συνηγόρου του. Το παραπάνω αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είχε αρχικά προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 19-11-2014, ότε και αναβλήθηκε λόγω αποχής των δικηγόρων για τη ρητή σημερινή δικάσιμο, πλην από 19-11-2014 μέχρι σήμερα ο αναιρεσείων είχε τον αναγκαίο εύλογο χρόνο για να πράξει αυτό που δηλώνει ότι θα πράξει τώρα, ήτοι ικανό χρόνο να ζητήσει, αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, τον διορισμό συνηγόρου του, λόγω οικονομικής αδυναμίας του, πράγμα που όμως δεν έπραξε. Περαιτέρω, μετά την άνω απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού δεν παραστάθηκε ο αναιρεσείων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να ερευνηθεί ερήμην του αναιρεσείοντος. Όπως προκύπτει από τα από 13-8-2014 και από 13-8- 2014 αποδεικτικά επιδόσεως του ιδίου δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας Ν. Β., ο αναιρεσείων (με επίδοση στη σύνοικο μητέρα του) και ο αντίκλητος δικηγόρος του Γεώργιος Παπαδημητρίου (με νόμιμη θυροκόλληση), κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 19-11-2014, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη με αρ. εκθ. 11/14-7-2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, ζήτησε και με τη με αρ. 1176/19-11-2014 απόφαση του Αρείου Πάγου έλαβε αναβολή για τη σημερινή ρητή δικάσιμο της 6-5-2015, λόγω αποχής του συνηγόρου του συνεπεία απεργίας των Δικηγόρων, αλλά και κατά τη δικάσιμο αυτή, μετά την απόρριψη του άνω αιτήματός του για αναβολή, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα αναβολής. Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 11/14-7-2014 αίτηση του Θ. Π. του Β. περί αναιρέσεως της με αρ. 200/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου ( Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος, μετά από απόρριψη αιτήματος αναβολής.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
1
Αριθμός 624/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλάνη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 50240/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 125/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 61 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων" ορίζει στις παρ. 1 και 4, όπως αντικαταστάθηκαν αυτές με το άρθρο 7 παρ.8 α' και γ` του ν. 4205/2013, ότι: "1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ... υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, ... 4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Επίσης, για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράσταση του δεν γίνεται δεκτή. Δεν υπάρχει υποχρέωση της προκαταβολής της παραγράφου 1 σε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης, τυχόν δε καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτήν, άλλως αυτή ισχύει για τη νέα συζήτηση". Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι αν ο δικηγόρος που παρίσταται κατά τη συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως του εντολέα του, δεν έχει καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο, η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή και ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν έχει εμφανιστεί και η αίτησή του απορρίπτεται κατ` άρθρο 514 εδ. α' του ΚΠοινΔ, εφόσον έχει κλητευθεί νομότυπα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό χρονολογίες 20 Φεβρουαρίου 2015 και 3 Μαρτίου 2015 αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση κλήσεως προς αυτόν με θυροκόλληση στην δηλωθείσα στην έκθεση αναιρέσεως διεύθυνση της κατοικίας του επί της οδού ..., στο ..., και στον αντίκλητό του Σπυρίδωνα Γαλάνη, δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών (...), επίσης με θυροκόλληση, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως. Κατά τη συζήτηση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος, όμως, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, παρά την τηλεφωνική, αλλά και προσωπική όχληση από το Γραμματέα, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση αυτού επί του φακέλου της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 5/19 Ιανουαρίου 2015 αίτηση του Β. Π. του Κ., για αναίρεση της 50240/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η άναίρεση ως ανυποστήρικτη, γιατί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, που τον εκπροσώπησε, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο (άρθρο 61 παρ. 4 Κώδικα Δικηγόρων - ν. 4194/2013).
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
1
Αριθμός 625/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεμιστοκλή Μερσίνη με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Α. Β. του Ν. κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2007 αγωγή της αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3120/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 4971/2010 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-4-2011 αίτησή της, την οποία επανέφερε προς συζήτηση με τις από 19-8-2013 και 14-3-2014 κλήσεις της, μετά από ματαίωση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 15-11-2010 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μουστάκα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4971/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 498§1, 568§§1, 2, 4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως επισπεύδει ο αναιρεσείων απαιτείται επίδοση στον αναιρεσίβλητο αφ` ενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της αιτήσεως που έχει κατατεθεί και αφ’ ετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε αντίθετη περίπτωση και ειδικότερα αν δεν έχει επιδοθεί στον αναιρεσίβλητο και αντίγραφο του δικογράφου της αναιρέσεως η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου δεν είναι νόμιμη, και αν ο τελευταίος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1308/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι η κρινόμενη, από 8.4.2011, αίτηση αναιρέσεως προσδιορίσθηκε, αρχικά, στη δικάσιμο της 27.11.2012, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε. Με την από 19.8.2013 κλήση της αναιρεσείουσας, η συζήτηση για την αίτηση αυτή ορίστηκε στη δικάσιμο της 28.1.2014, που και πάλι όμως ματαιώθηκε. Τέλος, με την από 14.3.2014 νέα κλήση της αναιρεσείουσας, δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης αυτής ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά την δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε, από τη σειρά της στο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ, από πληρεξούσιο δικηγόρο, η αναιρεσίβλητη. Από την υπ` αριθ. 8450/15.4.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Κ., την οποία προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, που επισπεύδει τη συζήτηση, προκύπτει ότι αντίγραφο της κλήσης αυτής, για να παραστεί στη συζήτηση της αίτησης στη παρούσα δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην απολειπόμενη αναιρεσίβλητη. Από τα λοιπά όμως στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε η αναιρεσείουσα το επικαλείται, ότι αυτή (αναιρεσείουσα), που επισπεύδει τη συζήτηση, έχει επιδώσει στην αναιρεσίβλητη και αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως εφόσον, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη δεν υπάρχει εν προκειμένω νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 8.4.2011 αιτήσεως της Τράπεζα της Ελλάδος κατά της Α. Β., για αναίρεση της υπ` αριθ. 4971/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προαγωγές υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας ο κανονισμός έχει συμβατική ισχύ, επομένως η προαγωγή αποτελεί δικαιοπραξία με αναβλητική αίρεση, στην οποία εφαρμόζεται η διάταξη του αρ. 207 παρ. 1 του Α.Κ. , βάσει της οποίας η προαγωγή του μισθωτού τελείται εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, που διαπιστώνει ο εργοδότης και θεωρείται τελεσθείσα από το χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων (της αίρεσης δηλ.) ακόμη κι αν ο εργοδότης κρίνει αντίθετα στην καλή πίστη ότι ο μισθωτός δεν συγκεντρώνει αυτές. Συγκριτική επισκόπηση όλων των προσόντων των προαχθέντων υπαλλήλων από οποίους ισχυρίζεται ο μη προαχθείς ενάγων ότι υπερείχε καταφανώς και εκείνων, από τους παραλειφθέντες που πρότεινε η Τράπεζα ως απλώς υπερέχοντες του ενάγοντος. Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ο οποίος προσβλήθηκε υπαίτια στην προσωπικότητά του, με την αντίθετα προς την καλή πίστη παράλειψή του. Ορθή η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων έπρεπε να προαχθεί (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ 4971/2010 απόφασης Εφ. Αθηνών).
Παράλειψη προαγωγής
Παράλειψη προαγωγής.
0
Αριθμός 628/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Δ. Τ. του Β., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 38700/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγουσα την Α. συζ. Χ. Μ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 290/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από το από 6-4-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Λ. Χ. της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επίδοση στην ενήλικη σύνοικο μητέρα του από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 13/5/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 20/11/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αρ. εκθ. 18/2 - 3 - 2015 αίτηση του Δ. Τ. του Β. περί αναιρέσεως της με αρ. 38700/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 634/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Χ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 5567/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 937/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία της αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5567/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε βάρος του Τ. Ε. και παραβάσεως του π.δ. 305/1996 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για την πρώτη πράξη και τεσσάρων (4) μηνών για τη δεύτερη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι στην Άσσηρο Θεσσαλονίκης, την 24.1.2008, από αμέλειά του προξένησε σωματική βλάβη στον Τ. Ε. του Χ., κάτοικο ... κατά τον εξής τρόπο: Ενώ ήταν εργοδότης και ειδικότερα ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στα ... εταιρίας με την επωνυμία "Π… Α. Μ. & ΣΙΑ ΟΕ", η οποία είχε αναλάβει υπεργολαβικά από την τεχνική εταιρία με την επωνυμία "ALPINE MAYREDER BAU GmbH" με το από 31.7.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής ξυλοτύπων μετά της έγχυσης, διάστρωσης και δόνησης του σκυροδέματος των τεχνικών Κ/Δ, Α/Δ ΓΕΦΥΡΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ, συνδεόμενος με σχέση εργασίας με τον παραπάνω παθόντα, εργαζόμενο στην εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο εταιρία, με τη ειδικότητα του εργάτη - οικοδόμου και υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του αυτού να καταβάλλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει και έτσι δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο και με την παραπάνω ιδιότητά του δεν φρόντισε ώστε η ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, που συνέδεε το έδαφος με την επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας και βρισκόταν σε ύψος μεγαλύτερο των 0,75 εκατοστών του μέτρου από το δάπεδο και δη σε ύψος 2 μέτρων και 20 εκατοστών από το έδαφος, να έχει, προς προστασία κατά της πτώσης ανθρώπων ασφαλές στηθαίο, ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου μετά χειρολισθήρος (κουπαστής) σανίδος μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί) επιπλέον, δεν μερίμνησε ώστε να προλαμβάνεται η πτώση από ύψος μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο. Αντίθετα, η ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, που συνέδεε το έδαφος με τη επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας, στην οποία βρισκόταν ο παθών Τ. Ε. δίνοντας ξυλεία στον Τ. Σ. έφερε κουπαστή μόνον από τη μια πλευρά της. Έτσι από τις παραπάνω παραλείψεις του κατηγορουμένου, τη στιγμή που ο παθών έδινε στον Τ. Σ. την ξυλεία που ο τελευταίος χρησιμοποιούσε έχασε την ισορροπία του και χωρίς να προλάβει να συγκρατηθεί έπεσε στο έδαφος από την πεζογέφυρα που βρισκόταν από ύψος δύο μέτρων περίπου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να υποστεί κάταγμα σπονδυλικής στήλης. Επίσης, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του με πρόθεση δεν φρόντισε ώστε να προλαμβάνεται η πτώση από τη ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα που συνέδεε το έδαφος με την επάνω πλευρά του ξυλοτύπου της γέφυρας και βρισκόταν σε ύψος μεγαλύτερο των 0,75 εκατοστών του μέτρου από το δάπεδο και δη σε ύψος 2 μέτρων και 20 εκατοστών από το έδαφος μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο, καθώς η πεζογέφυρα αυτή, στην οποία βρισκόταν ο παθών, Τ. Ε., δίνοντας ξυλεία στον Τ. Σ., έφερε κουπαστή μόνο από τη μια πλευρά της. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, όσον αφορά τη σωματική βλάβη από αμέλεια, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α και 28 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Επαρκώς προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, επισημαίνεται δε η ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρίας. β) Αιτιολογείται και ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας πήγαζε τόσο από τα καθήκοντά του ως εργοδότη, όσο και από κανόνα δικαίου και δη από τη διάταξη του άρθρου 12 Παράρτημα IV Μέρος Β Τμήμα ΙΙ, Παρ. 5.1 του π.δ. 305/1996, κατά την οποία η πτώση έπρεπε να προλαμβάνεται μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που να διαθέτει τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο ή άλλο ισοδύναμο μέσο, ενώ η πεζογέφυρα, στην οποία βρισκόταν ο παθών, έφερε κουπαστή μόνο από τη μια πλευρά της. γ) Εκτίθεται και ότι ο αναιρεσείων, λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και, έτσι, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε, δεν ήταν δε αναγκαία, επί του ζητήματος αυτού, περαιτέρω αιτιολογία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις, που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4 του ν. 4198/11-10-2013 "πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11.10.2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παρ. 3, 372, 382 και 390 του ΠΚ, καθώς και αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 2168/1993, του άρθρου 6 του ν. 456/1976, της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του άρθρου 41 ΣΤ' του ν. 2725/1999. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν συνεπιμετρηθεί στη συνολική ποινή, αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της πρωτόδικης 4089/30.1.2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στον αναιρεσείοντα είχε επιβληθεί, για την παράβαση του π.δ. 305/1996, ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, λοιπόν, έπρεπε, αφού η ως άνω απόφαση μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4198/2013 δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, η ποινή δεν είχε εκτιθεί και η περίπτωση δεν υπαγόταν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν, να παραπέμψει την υπόθεση, ως προς την εν λόγω πράξη, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, για να τεθεί αυτή στο αρχείο. Αφού δε δεν έπραξε τούτο, αλλά προχώρησε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και για την πράξη αυτή, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, όπως βάσιμα προβάλει αυτός με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, τέταρτο λόγο αναιρέσεως. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική για την παράβαση του π.δ. 305/1996 διάταξή της, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή και τον καθορισμό συνολικής ποινής, δεδομένου δε ότι η υπόθεση, όσον αφορά την εν λόγω πράξη, πρέπει να τεθεί στο αρχείο, αντί να παραπεμφθεί αυτή για νέα συζήτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ` αρθρ. 519 του ΚΠοινΔ, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο) Θεσσαλονίκης, για τις δικές του ενέργειες, να απαλειφθούν οι διατάξεις που αφορούν στην ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή και την από αυτήν προελθούσα συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών με την επαύξηση της ποινής φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών που επιβλήθηκε για το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά δύο (2) μήνες, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή φυλακίσεως των οκτώ (8) μηνών για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, κατά τα λοιπά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 5567/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και δη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν α. την καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την πράξη της παραβάσεως του π.δ. 305/1996, β. την επιβολή ποινής για την πράξη αυτή και γ. τον καθορισμό συνολικής ποινής. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, ως προς την ως άνω πράξη, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ τις διατάξεις για την επιβολή ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για την ανωτέρω πράξη (της παραβάσεως του π.δ. 305/1996), καθώς και για την επαύξηση της συντρέχουσας ποινής των οκτώ (8) μηνών για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά δύο (2) μήνες, διατηρουμένης της ποινής φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών (η οποία έχει ανασταλεί) που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την τελευταία πράξη. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 18 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6108/2014) αίτηση (δήλωση) του Κ. Χ. Σ. του Ι., για αναίρεση της 5567/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο του νομίμου εκπροσώπου εργολάβου ομόρρυθμης εταιρίας, ο οποίος δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα προστασίας από την πτώση από ξύλινη κεκλιμένη πεζογέφυρα, με αποτέλεσμα να πέσει εργαζόμενος και να τραυματισθεί. Στοιχεία εγκλήματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από κανόνα δικαίου και από τα καθήκοντα του δράστη ως εργοδότη. Η υπόθεση, ως προς την παράβαση του π.δ. 305/1996, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, έπρεπε να τεθεί στο αρχείο λόγω παραγραφής υφ’ όρο, κατ' άρθρο 8 παρ. 4 ν. 4198/2013. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου και για την πράξη αυτή υπερέβη την εξουσία του. Αναίρεση, ως προς τις διατάξεις που αφορούν την πράξη αυτή, και παραπομπή στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Απάλειψη της ποινής που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή και της επαυξήσεως της ποινής της σωματικής βλάβης. Απόρριψη της αιτήσεως κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Παραγραφή υφ' όρο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 635/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Β. S. του S., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Ανδρέα Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 87/27-4-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 3383/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 98/2015. Αφού άκουσε Τον δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Επίσης, η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μία φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ.2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α και ε, ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά, ήτοι πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να εκδηλώνεται με θετική συμπεριφορά, η οποία να ανάγεται σε όλες τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ μορφές. Για να αναγνωρισθεί δε η έτερη ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη και απαιτείται, επί πλέον, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη εντός ή εκτός φυλακής. Ως καλή συμπεριφορά δε, δεν εννοείται η παθητικά καλή διαγωγή, ή μόνον η απουσία παραβατικότητας ή το σύνηθες συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τις ανάγκες και πάλι του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ , και ε’ του ΠΚ, με το παρακάτω περιεχόμενο: "ΣΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΕΙ ΤΟ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ (αρ. 84§2 περ. α’ ΠΚ) Στον κατηγορούμενο S. B. πρέπει να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση ότι μέχρι την τέλεση της πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Ήλθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά πριν από είκοσι περίπου χρόνια, είναι δε νόμιμος στην χώρα, τόσον ο ίδιος, όσον και η σύζυγος του P. και τα τέκνα του S., ηλικίας 4 ετών και F., ηλικίας δέκα ετών (βλ. σχ. αντίγραφο πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης με συνημμένη τη νόμιμη μετάφραση του, αντίγραφο του πιστοποιητικού Γάμου Αλβανικών Αρχών με συνημμένη τη νόμιμη μετάφραση του, την από 27/7/04 ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και το από 13/10/13 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως και βαπτίσεως, την από 20/6/12 ειδική βεβαίωση νόμιμης διαμονής, και τις από 19/1/12 και 2/9/12 Βεβαιώσεις κατάθεσης Αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που αφορούν στα τέκνα του S. και F., την από 21/10/09 βεβαίωση μεταβολής ατομικών στοιχείων φυσικού προσώπου και την από 4/3/2010 βεβαίωση AM ΚΑ, ήδη εν τη δικογραφία). Καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα εργαζόταν, ως εργάτης και ουδέποτε απασχόλησε την δικαιοσύνη της Χώρας ή της Πατρίδας του, της Αλβανίας, διαθέτων λευκό ποινικό μητρώο και λευκό δελτίο προσημάνσεων (βλ. σχ. από 28/2/13 αντίγραφο βεβαίωσης ποινικού μητρώου Αλβανικών Αρχών με συνημμένη τη νόμιμη μετάφραση του) Συνεπώς πρέπει το Δικαστήριο Σας να του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό του άρ. 84§2α ΠK, ότι δηλαδή έζησε ως το χρόvo που έγινε το αδίκημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Γ. ΣΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΕΙ ΟΤΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ (άρ. 84§2στοιχ. ε’ ΠK) Ο κατηγορούμενος από την τέλεση της πράξης του -Σεπτέμβριος 2012-μέχρι σήμερα συμπεριφέρθηκε άριστα. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια Της κράτησης του τιμωρήθηκε πειθαρχικά, επιδεικνύει πολύ καλή διαγωγή και εργάζεται, παρότι οι συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της "μικροδιαφωνίας" της φυλακής ευνοούν την αποκλίνουσα συμπεριφορά των κρατουμένων, οι οποίοι συχνά καταφεύγουν σε δραστηριότητες πειθαρχικά κολάσιμες. Επίσης, έχει λάβει δύο τακτικές άδειες, τους όρους των οποίων τήρησε επακριβώς (βλ. την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα υπηρεσιακή βεβαίωση του Καταστήματος Κράτησης). Επιπλέον, εντός της φυλακής, παρακολουθεί το εγκεκριμένο κατά νόμον πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ, που λειτουργεί εντός των Φυλακών (Βλ. σχ. προσκομιζόμενη, από 13/10/14 βεβαίωση-πιστοποίηση συμμετοχής του ΚΕΘΕΑ.) για να καταπολεμήσει οριστικά την εξάρτηση του από τα ναρκωτικά, τη γενεσιουργό αιτία δηλαδή, της μεμονωμένης και συμπτωματικής εμπλοκής του με την Δικαιοσύνη. Θα ήταν πράγματι ερμηνευτικό σφάλμα να θεωρηθεί πως η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση μπορεί να αναγνωρισθεί μόνον εις όσους μετά την πράξη των δεν κρατήθηκαν έγκλειστοι εν ταις φυλακαίς. Και τούτο διότι ούτε ο Νομοθέτης κατέφυγε σε μία τέτοια διάκριση μεταξύ κρατηθέντων - ελευθέρων αλλά και γιατί πλείστοι όσοι κρατούμενοι, έχουν κατά τη διάρκεια της κράτησης των διαπράξει όχι μόνον πειθαρχικά, αλλά και ποινικό αδικήματα, μερικά εξ αυτών μάλιστα σοβαρότατα, όπως ανθρωποκτονίες, ληστείες, βιασμούς, κλπ εις βάρος συγκρατουμένων τους, ή κατά την έξοδο τους με άδεια -για να μη μνημονευθούν περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών εντός της φυλακής, ή με τηλεφωνικό συντονισμό στον οποίο μετέχει ευχερώς κάποιος κρατούμενος!! Επομένως ΟΥΔΟΛΩΣ "υποχρεωτική" ή "αυτονόητη" είναι η καλή συμπεριφορά του κρατουμένου εv σχέσει με αυτήν του ελεύθερου ατόμου. Τουναντίον, επειδή ο κρατούμενος ελέγχεται διεξοδικότερα για τη συμπεριφορά του, η πιστοποίηση μιας καλής συμπεριφοράς από τους επιφορτισμένους με τη φύλαξη του δημόσιους υπαλλήλους, τυγχάνει περισσότερο αξιόπιστη από τους όποιους μάρτυρες υπεράσπισης. Τέλος, ας σημειωθεί πως ο Νόμος απαιτεί απλώς καλή συμπεριφορά -ουχί εξαιρετική ή διακεκριμένη. Τυχόν στέρηση από τον κρατούμενο του ελαφρυντικού αυτού (ΠΚ 84§2 εδ. ε’ ) in abstractο, θα σήμαινε αφαίρεση από αυτόν του κινήτρου να βελτιωθεί και να γίνει καλύτερος, κάτι που θα έπληττε τον ίδιο το σκοπό της στέρησης της ανθρώπινης ελευθερίας την ηθική ανάταση του αδικήσαντος". Όπως δε προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 3383/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, απέρριψε ως αβάσιμους τους παραπάνω δύο αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ , και ε’ του ΠΚ, και κήρυξε ένοχο αυτόν κακουργηματικής παραβάσεως διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ως τοξικομανή και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών και σε χρηματική ποινή 30.00 ευρώ. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε του Π.Κ. Ο ισχυρισμός του αυτός πρέπει να απορριφθεί καθόσον ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η καλή διαγωγή στη φυλακή και η εργασία του σε αυτήν αποδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος έως του χρόνου που τελέστηκε η πράξη έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Δεν γίνεται άλλωστε επίκληση συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του κατηγορουμένου (ΑΠ 2/2012 Τρ. Αυτ Πλ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1570/2009 ΠΧρ 2010, 515, ΑΠ 1358/2008 ΠοινΧρ 2009, 1178), ενώ η καλή συμπεριφορά εντός του σωφρονιστικού καταστήματος κρίνεται κυρίως και προεχόντως ως αποτέλεσμα υποχρεωτικής συμμόρφωσης στους κανονισμούς της Φυλακής (ΑΠ 1897/2008 ΠοινΔ 2009,686, ΑΠ 131/2008 ΠοινΔικ 2008, 948) και όχι εκδήλωση οικειοθελούς συμμόρφωσης, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ο χρόνος κράτησής του δεν είναι ικανός ώστε να πληρούται η προϋπόθεση της περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, πέραν του ιδίου αιτιολογικού ενοχής, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 3383/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δη αιτιολογείται όχι τυπικά, αλλά επαρκώς και εμπεριστατωμένα η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των παραπάνω προταθεισών υπ’ αυτού δύο ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ , και ε’ του ΠΚ, με αναφορά στα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά και με επαρκή αναφορά ότι δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις του νόμου για αναγνώριση των ελαφρυντικών αυτών περιστάσεων. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο ειδικότερα προβάλλεται, ελλιπής και ασαφής αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την απόρριψη των προβληθέντων όπως παραπάνω αυτοτελών ισχυρισμών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-1-2015 αίτηση - δήλωση του B. S. του S. και της T., για αναίρεση της με αρ. 3383/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παρ. Ν. Ναρκωτικών- Ελαφρυντικά .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε'του ΠΚ..
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 638/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Σ. κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Εξαρχουλάκου και κατέθεσε προτάσεις Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Κ. Α. ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΠΑΛΑΙΑ ΣΙΔΕΡΑ (ΣΚΡΑΠ) ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ-ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με το διακριτικό τίτλο "Κ. Α. ΑΒΕΕ"που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου Α. Ν. ο οποίος και διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αρκουμάνη Γεώργιο και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2008 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 919/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3392/2011 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-4-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 2-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ ιδρύονται, λόγοι αναιρέσεως αν το δικαστήριο έλαβε υπόψιν αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψιν αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψιν αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Κατά την αληθή, έννοια της διάταξης αυτής που προκύπτει από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ.β, 346 και 453 παρ.1 του ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του αντιδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση των αποδείξεων, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά τους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στις εργατικές διαφορές, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Την τήρηση της αναγκαίας αυτής προϋπόθεσης έχει υποχρέωση το δικαστήριο να ερευνήσει, και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, με βάση το προσκομιζόμενο από το διάδικο αποδεικτικό επιδόσεως της κλήσης προς τον αντίδικο, το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και χωρίς επίκληση, η οποία δεν είναι αναγκαία αφού, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα της τήρησης της ως άνω προϋπόθεσης γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1413/2011). Η επίκληση και προσκομιδή του αποδεικτικού επιδόσεως δεν είναι αναγκαία, όταν ο αντίδικος του επικαλουμένου την ένορκη βεβαίωση, ομολογεί με τις προτάσεις του τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του για να παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτός, προς απόδειξη των λόγων της εφέσεώς του για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που είχε απορρίψει την αγωγή του και των αγωγικών του ακολούθως ισχυρισμών, επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων και αντίγραφο της υπ' αριθ. ...2011 ένορκης βεβαίωσης του Σ. Κ. Ψ., που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί απορρίψεως κατ' ουσίαν της εφέσεως την εν λόγω ένορκη βεβαίωση με την αιτιολογία, ότι ο εκκαλών "δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης της αντιδίκου του για να παραστεί, ώστε να κριθεί η κατ' άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αφού δεν παρέστη εκείνη κατά τη σύνταξη αυτής". Από την επισκόπηση όμως των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου κατά την ίδια συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει πως αυτή ομολογεί ότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά τη σύνταξη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης και συνεπώς δεν απαιτείτο η επίκληση και προσκομιδή της εκθέσεως επιδόσεως της κλήσεώς της για να παραστεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά τη σύνταξη της ένορκης αυτής βεβαίωσης. Επομένως το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη του την ένορκη αυτή βεβαίωση, υπέπεσε στην από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ` ακολουθίαν, πρέπει, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, με σύνθεση άλλη από εκείνη που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), να καταδικασθεί δε η αναιρεσίβλητη, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 3392/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πολιτική δικονομία. Διαδικασία εργατικών διαφορών Αποδεικτικά μέσα και οι ένορκες βεβαιώσεις. Έννοια σαφούς και ορισμένης επικλήσεώς τους. Η κλήτευση του αντιδίκου για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ελέγχεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως και σε περίπτωση που λείπει δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη, διότι είναι ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο. Πότε δεν απαιτείται επίκληση και προσκομιδή του αποδεικτικού επιδόσεως της σχετικής κλήσης του αντιδίκου. (Αναιρεί την υπ’ αριθ 179/2013 Απόφαση ΕφΑθ.)
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Αποδοχές υπερημερίας.
0
Αριθμός 639/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Α. του Π. κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σωτηρακόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Αντωνοπούλου-Αϊδίνη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-2003 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 189/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3391/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-6-2012 αίτησή του και τους από 18-7-2014 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 11-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν ο πρώτος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του και ο δεύτερος λόγος της από 7-6-2012 αίτησης του Π. Α. κατά του ΝΠΙΔ "Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών" περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ 3391/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών καθώς και όλοι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αυτής κατά το πρώτο σκέλος του και να αναιρεθεί η ως άνω απόφαση κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσείοντος για αμοιβή και αποζημίωση από υπερωρίες. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 435/1976, οι μισθωτοί οι οποίοι πριν από την 1.4.2001, που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, απασχολήθηκαν νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που έχουν παράσχει μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Με το άρθρο 6 της από 24.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύτηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ’ αριθ. 11770/20.3.1984 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β. 81) η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε αυτό 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976 λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερησία εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερησίας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ιδίας εβδομαδιαίας περιόδου. (ΑΠ 441/2014, 1467/2012, 457/2012). Περαιτέρω κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ΝΔ 4020/1959 η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το Ν. 435/1976 και έχει σκοπό να προστατεύσει τον εργαζόμενο από ένα αδιαφανές σύστημα υπολογισμού των αποδοχών, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στο αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να μη λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέπει ο νόμος για τις νόμιμες και παράνομες υπερωρίες, είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμες και παράνομες υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Σαφώς από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί καταλογισμού πάσης λόγω μισθού παροχής στις οφειλές του εργοδότη από υπερωρίες. Από την ίδια παραπάνω διάταξη προκύπτει ακόμη, ότι όχι μόνο απαγορεύεται ο συμψηφισμός των αποζημιώσεων και προσαυξήσεων που δικαιούται ο εργαζόμενος για νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες με τις καταβαλλόμενες, τυχόν υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, αλλά και, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ενδεικτικά: ΑΠ 534/2014, 457/2012), δεν χωρεί συμψηφισμός της επί πλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας, εντός της αυτής ή και άλλης εβδομάδος, με την επιφύλαξη όσων έχουν ήδη προβλεφθεί για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (όπου και πάλι, όμως, τίθεται ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας, ακόμη και για τη χρονική περίοδο της λεγόμενης "αυξημένης απασχόλησης", βλ. άρθρο 41 του ν. 1892/ 1990, όπως αντικαταστάθηκε, για το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω, με το άρθρο 3 του ν. 2639/1998). Αντιθέτως, θεωρείται έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στον εργαζόμενο ορισμένο χρηματικό ποσό, επί πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία αυτού, η οποία πρόκειται να παρασχεθεί στο μέλλον (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010) και στο μέτρο που οι εξ αυτής αξιώσεις καλύπτονται από το επί πλέον ποσό. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν πρόκειται για συμψηφισμό περισσότερων και ολιγότερων ωρών εργασίας διαφορετικών ημερών, όταν ο εργοδότης, σε αντάλλαγμα των όσων οφείλει στον εργαζόμενο για αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις υπερωριακής εργασίας, καταβάλλει σ’ αυτόν τη συμφωνημένη αμοιβή για ημέρες, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δεν εργάζεται, διότι με ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ των δύο οι εν λόγω ημέρες διατίθενται ως ημέρες προσθέτου αναπαύσεως, επί πλέον των νομίμως οφειλομένων ημερών εβδομαδιαίας αναπαύσεως. Στην περίπτωση αυτή, αληθώς, πρόκειται για επιτρεπτή καταβολή πρόσθετου χρηματικού ποσού (ήτοι, των αποδοχών που λαμβάνει ο εργαζόμενος για ημέρες κατά τις οποίες δεν εργάζεται), με την οποία επέρχεται απόσβεση (ΑΚ 416) των αξιώσεων για συγκεκριμένες ώρες υπερωριακής απασχόλησης, κατά το μέρος που με αυτήν καλύπτονται οι εν λόγω αξιώσεις (ΑΠ 180/2015). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (oλ. ΑΠ 36/1988, 7/2006, 2/2013, ΑΠ 129/2014). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 625/2008, 38/2008). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, κρίνοντας επί της ουσίας της υποθέσεως, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ενδιαφέρουν εδώ: "Με την από 22.2.1993 έγγραφη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ο ενάγων προσλήφθηκε από τον εναγόμενο Οργανισμό ως προϊστάμενος των χώρων κοινού του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για ένα έτος. Στη συνέχεια η σύμβαση αυτή παρατάθηκε προφορικά και μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ο ενάγων δε απασχολήθηκε με την ιδιότητά του αυτή στον εναγόμενο, μέχρι που ο τελευταίος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στις 15.3.2001, καταβάλλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωση εκ 3.235.554 δρχ. Αυτός (ενάγων) είχε ως καθήκον να επιβλέπει τους χώρους κοινού του κτιρίου (αίθουσες παράστασης, κυλικεία, εστιατόρια, κλπ), συνεργαζόμενος προς τούτο και με τους άλλους επικεφαλής, προς επίτευξη άνετου, ευχάριστου και ασφαλούς για το κοινό περιβάλλοντος για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του Μεγάρου. Το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε σε οκτώ ώρες ημερησίως, επί πενθήμερο ανά εβδομάδα, με κυλιόμενο ωράριο, με περαιτέρω προφορική συμφωνία να εργάζεται και κατά τις Κυριακές και αργίες και πέραν του συμφωνημένου ωραρίου, όταν αυτό επιβαλλόταν από τις ανάγκες των υπηρεσιών του εναγομένου. O μηνιαίος μισθός του συμφωνήθηκε σε 300.000 δρχ., αναπροσαρμοζόμενος κατά διαστήματα, ποσό στο οποίο συμφωνήθηκε να συμπεριλαμβάνονται οι πάσης φύσεως και είδους κάθε φορά νόμιμες αποδοχές, επιδόματα ή προσαυξήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πρόσθετων αμοιβών του (αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις) για την εργασία του τις Κυριακές - αργίες, τις νύχτες και για την υπερεργασιακή και υπερωριακή του απασχόληση. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η συμφωνία καταλογισμού (συμψηφισμού) στις καταβαλλόμενες αποδοχές του, των αξιώσεών του για προσαύξηση αμοιβής λόγω υπερεργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες εορτές και κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι νόμιμη, εφόσον οι καταβαλλόμενες αυτές αποδοχές είναι υπέρτερες των νομίμων ώστε να καλύπτουν και τις προσαυξήσεις αυτές. Αντίθετα, δεν συμψηφίζονται στις μεγαλύτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές οι αξιώσεις του για αμοιβή ή αποζημίωση από την παροχή νόμιμης και παράνομης υπερωριακής εργασίας και η συμφωνία για το συμψηφισμό των αξιώσεων αυτών είναι άκυρη. Στη συνέχεια, από της μονιμοποίησης του ενάγοντος, μετά πρόταση αυτού, συμφωνήθηκε επίσης προφορικά, ότι για τις υπερωρίες που έκανε οσάκις απαιτείτο, αντί αμοιβής ή αποζημίωσης για το ωρομίσθιο και τις προσαυξήσεις που δικαιούτο νομίμως, θα λάμβανε, ανάλογα με τις ώρες που απασχολήθηκε (υπερωριακά) και το ύψος της αξίωσης του, πρόσθετες ημέρες ανάπαυσης (ρεπό), κατά κανόνα συνεχόμενες, χωρίς περικοπή του μισθού του. Η συμφωνία αυτή είναι νόμιμη, αφού κατά τα προεκτεθέντα, η χορήγηση των πρόσθετων ισότιμων ρεπό αντί της πληρωμής των πραγματοποιηθεισών υπερωριών, αποτελεί καταβολή. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.3.1997 έως 30.9.2000, ο μηνιαίος μισθός τον οποίο, κατά τα άνω συμφωνημένα, λάμβανε ο ενάγων, ανερχόταν, από τον Μάρτιο 1997 σε 393.636 δρχ., από τον Σεπτέμβριο 1997 σε 433.944 δρχ., από τον Δεκέμβριο 1997 σε 465.168 δρχ., από τον Μάιο 1998 σε 445.682 δρχ., από τον Ιούλιο 1998 σε 454.595 δρχ., από τον Ιούνιο 1999 σε 476.243 δρχ., από τον Σεπτέμβριο 1999 σε 493.054 δρχ. και το Σεπτέμβριο 2000 σε 513.962 δρχ. Ενώ ο νόμιμος μισθός του κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ανά εξάμηνο, ανερχόταν σε 191.487 δρχ., 197.682 δρχ., 205.067 δρχ., 215.110 δρχ., 218.560 δρχ., 222.300 δρχ. και 228.980 δρχ. αντίστοιχα. Ήτοι λάμβανε μηνιαίως μισθό υπερδιπλάσιο του νομίμου. Επιπροσθέτως αυτός είχε και παροχές σε είδος από την εργασία του, όπως παροχή δωρεάν ροφημάτων, εισιτηρίων, επιδοτούμενο σε χαμηλές τιμές φαγητό, ενώ συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού του Μεγάρου Μουσικής που είχε το εναγόμενο για το προσωπικό του, από το οποίο έλαβε ποσό 2.624.610 δρχ., μετά την αποχώρησή του από την εργασία του στις 15.3.2001. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ο ενάγων απασχολείτο με την άνω ιδιότητά του, επί 5 ημέρες την εβδομάδα και 8 ώρες ημερησίως, σε κυλιόμενο ωράριο με βάρδιες, η πρωινή τις ώρες 09.00’ - 17.00’ , η απογευματινή τις ώρες 12.00’ - 20.00’ και η νυχτερινή τις ώρες 15.00’ - 23.00’ . Επιπλέον όταν υπήρχαν εκδηλώσεις (συναυλίες, δεξιώσεις), απασχολείτο και τις Κυριακές - αργίες, 2 κατά μέσο όρο μηνιαίως και πραγματοποιούσε μέχρι 3 ώρες ημερησίως πρόσθετη εργασία, γεγονός που συνέβαινε κατά μέσο όρο επί 10 ημέρες το μήνα (οι 2 Κυριακές - αργίες), εκ των οποίων οι 5 συνέπιπταν στη βραδινή του βάρδια. Έτσι ο ενάγων πραγματοποιούσε κατά μέσο όρο μηνιαίως, τις εργάσιμες ημέρες, 8 ώρες υπερεργασία εκ των οποίων οι 5 νυχτερινές, 8 ώρες νόμιμης υπερωρίας εκ των οποίων οι 3 νυχτερινές και 8 ώρες παράνομης υπερωρίας εκ των οποίων οι 7 νυχτερινές, τις Κυριακές -αργίες 20 ώρες εργασία εκ των οποίων 4 παράνομης υπερωρίας εκ των οποίων οι 2 νυχτερινές, καθώς και 5 ώρες κανονική νυχτερινή εργασία. Ενόψει του ότι νομίμως, η υπερεργασία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρ. 3 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ), η εργασία την Κυριακή αμείβεται, αν δεν αποτελεί εργάσιμη ημέρα, ως αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία είναι για κάθε 8ωρο Κυριακής το 1/25 του νόμιμου μισθού προσαυξημένο για κάθε Κυριακή κατά 75%, ενώ η εργασία κατά τη διάρκεια της νύχτας (που είναι από ώρα 22.00’ έως 06.00’ ) αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (ΥΑ 18310/1946), σύμφωνα με τον άνω μισθό που λάμβανε ο ενάγων και το (άνω) νόμιμο μισθό που δικαιούταν, οι αξιώσεις του για την πρόσθετη αυτή απασχόλησή του (υπερεργασία, Κυριακές-αργίες, νυχτερινά), υπερκαλύπτονται συνολικά από το υπέρτερο του νομίμου μισθό του. Επομένως δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, γενομένης δεκτής και ως ουσία βάσιμης της περί συμψηφισμού ένστασης που προβάλλει παραδεκτά κατά την παρούσα δίκη, ενόψει της ερημοδικίας του πρωτοβαθμίως, ο εναγόμενος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε εφαρμογή της άνω συμφωνίας του με τον εναγόμενο αντί της καταβολής του χρηματικού ποσού των πραγματοποιηθεισών απ’ αυτόν υπερωριών θα λαμβάνει, χωρίς ανάλογη περικοπή του μισθού του, πρόσθετες ημέρες ανάπαυσης (ρεπό), οι οποίες καλύπτουν σε αξία την αξίωση υπερωριακής αμοιβής του (αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις), λάμβανε με δικές του αιτήσεις, προφορικές ή έγγραφες, προς το ιεραρχικώς ανώτερο όργανο του εναγομένου ήτοι προς τον Διευθυντή χώρων κοινού Μ. Λ. και βάσει των μηνιαίων προγραμμάτων εργασίας που κατήρτιζε ο ίδιος (ο ενάγων), περί τις 13 έως 17 ημέρες ανάπαυσης μηνιαίως, αντί των 8 ημερών που δικαιούτο νομίμως (και συμβατικά), χωρίς αντίστοιχη περικοπή του μισθού του, ως αποτίμηση σε αντίστοιχα ημερομίσθια της πραγματοποιηθείσας μέχρι τότε υπερωριακής του εργασίας. Πράγματι δε τα αντίστοιχα ημερομίσθια του από τα πρόσθετα αυτά ρεπό (1/25 του μισθού το καθένα), καλύπτουν σε αξία την αξίωση αμοιβής του για την άνω νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε μηνιαίως (αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις), η οποία σημειωτέον αμείβεται, η μεν νόμιμη με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για τις πρώτες 60 ώρες του έτους, 50% μέχρι τις 120 ώρες και 75% για τις υπόλοιπες και η παράνομη, ως αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (άρθρ.1 ν. 435/1976) .... Κατ’ ακολουθίαν ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβής υπερωριών και πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη η περί εξοφλήσεως αυτών ένσταση που προβάλλει παραδεκτά κατά την παρούσα δίκη, ενόψει της ερημοδικίας του πρωτοβαθμίως ο εναγόμενος". Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη στο σύνολό της. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, όσον αφορά τις υπερωρίες, κεφάλαιο κατά το οποίο και μόνο προσβάλλεται η απόφασή του με την αίτηση αναίρεσης, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959, με τη μη εφαρμογή της στην ένδικη περίπτωση, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, κατά τις οποίες, η οφειλόμενη στον αναιρεσείοντα αμοιβή για τις υπερωρίες που πραγματοποίησε, θεωρήθηκε, κατά τη μεταξύ των διαδίκων σχετική συμφωνία, εξοφληθείσα με τα καταβληθέντα ημερομίσθια των ημερών που δεν εργάσθηκε, τα οποία υπερκαλύπτουν την δικαιούμενη για τις υπερωρίες, νόμιμες και παράνομες, αμοιβή, συνυπολογιζομένων και των προσαυξήσεων λόγω πραγματοποιήσεως των υπερωριών κατά τη νύκτα ή κατά ημέρα Κυριακή. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος του αναιρετηρίου και οι πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι, κατά το σκέλος τους με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλομένη απόφαση η παραβίαση του ως άνω νόμου ως προς το προσβαλλόμενο κεφάλαιο των υπερωριών, σκέλος στο οποίο περιλαμβάνεται και η αιτίαση, περί μη απορρίψεως ως μη νόμιμης της ένστασης συμψηφισμού των οφειλομένων, προς χορηγηθείσες πρόσθετες ημέρες αναπαύσεως, είναι απορριπτέοι ως βάσιμοι. Ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά το μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη την αιτίαση, ότι αντίθετα με τα υπ’ αυτής δεκτά γενόμενα "δεν είχε λάβει χώρα συμφωνία και μάλιστα προφορική κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, αλλά ούτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμβάσεως, και του επίδικου χρονικού διαστήματος περί συμψηφισμού των ένδικων αξιώσεών του για την καταβολή αποζημίωσης παρεχόμενης υπερωριακής του εργασίας, με την χορήγηση αντίστοιχων ημερών ρεπό, οι αξιώσεις του δε αυτές ουδέποτε του καταβλήθηκαν είτε σε χρήμα είτε μέσω της χορήγησης σε αυτόν ημερών ρεπό, εκτός από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 1997 που αυτές του χορηγήθηκαν σε χρήμα και εκδόθηκαν σχετικές αποδείξεις", υπό την επίφαση της επικαλουμένης παραβιάσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, στην πραγματικότητα πλήττει ανεπιτρέπτως κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών και επομένως είναι προεχόντως απαράδεκτος. Επίσης o τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια ότι παρά το ότι στην αγωγή του αλλά και στις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, ως εφεσίβλητος, ισχυρίσθηκε για το σύνολο των υπερωριών που πραγματοποίησε καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, πως ο αντίδικος δεν είχε λάβει έγκριση από την επιθεώρηση εργασίας και δεν είχε εν γένει τηρήσει τους κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και συνεπώς οι πραγματοποιηθείσες από αυτόν υπερωρίες ήταν για το λόγο αυτό παράνομες, έκρινε ότι πραγματοποιούσε κατά μέσο όρο μηνιαίως 8 ώρες νόμιμες υπερωρίες και 8 ώρες παράνομες υπερωρίες, συγκεκριμένα δε δέχθηκε ότι "...Έτσι ο ενάγων πραγματοποιούσε κατά μέσο όρο μηνιαίως, τις εργάσιμες ημέρες, 8 ώρες υπερεργασία εκ των οποίων οι 5 νυχτερινές, 8 ώρες νόμιμες υπερωρίες εκ των οποίων οι 3 νυχτερινές, 8 ώρες παράνομες υπερωρίες εκ των οποίων οι 7 νυχτερινές....και η ως άνω νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε μηνιαίως, αμείβεται, η μεν νόμιμη με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για τις πρώτες 60 ώρες του έτους, 50% μέχρι τις 120 ώρες και 75% για τις υπόλοιπες και η παράνομη, ως αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%..", ενώ εάν δεχόταν ότι όλες οι υπερωρίες ήταν παράνομες, οι αμοιβές που θα δικαιούτο θα ήταν σε ύψος πολύ μεγαλύτερες από αυτές που δέχθηκε, ανεξαρτήτως της επικαλουμένης υπ’ αυτού παραβιάσεως του άρθρου 559 αριθ., 8 ΚΠολΔ, της μη λήψης δηλαδή υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας του νομίμως προταθέντος αγωγικού ισχυρισμού του περί του ότι όλες οι υπερωρίες που πραγματοποίησε ήταν παράνομες, στην πραγματικότητα πλήττει ανεπιτρέπτως κατ’ άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών και επομένως είναι προεχόντως απαράδεκτος. Ο πρώτος πρόσθετος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση παραβίαση τη διατάξεως του άρθρου 421 ΑΚ και της αναλογικά, κατά τον ίδιο λόγο, εφαρμοζόμενης στην περίπτωση αυτή διατάξεως του άρθρου 437 του ΑΚ, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο, δέχθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία έχει τη μορφή της υποσχέσεως αντί ή χάριν καταβολής, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αυτό δέχθηκε ότι με τη σύμβαση αυτή μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε οι απαιτήσεις του αναιρεσείοντος λόγω υπερωριών να εξοφλούνται και εξοφλήθηκαν πράγματι με τα καταβληθέντα σ’ αυτόν ημερομίσθια των ημερών που δεν εργάσθηκε, τα οποία υπερκάλυπταν τις απαιτήσεις του αυτές. Ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί εξοφλήσεως των απαιτήσεων του αναιρεσείοντος από υπερωρίες κατά τον ανωτέρω τρόπο, "παρά την προσκόμιση από μέρους του πληθώρας εγγράφων, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, που ουδόλως λήφθηκαν υπόψη", αποδίδει δηλαδή πλημμέλεια εκ του αριθ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι προπαντός απαράδεκτος ως αόριστος, αφού αφενός μεν δεν γίνεται προσδιορισμός των εγγράφων που προσκομίσθηκαν, αφετέρου δε δεν αναφέρεται ότι έγινε επίκληση των εγγράφων αυτών ενώπιον του Εφετείου. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε ακυρότητα, δικαίωμα ή απαράδεκτο από το δικονομικό δίκαιο. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η παράβαση του ως άνω άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, για το λόγο ότι δεν απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) των οφειλομένων για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες αμοιβών και αποζημιώσεων του αναιρεσείοντος, προς τις χορηγηθείσες επί πλέον, σ’ αυτόν ημέρες αναπαύσεως και των καταβληθέντων για τις ημέρες αυτές ημερομισθίων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι οι φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις των άρθρων 440 και 664 του ΑΚ, αλλά και η, υπό το χαρακτηρισμό του συμψηφισμού πράγματι φερομένη ως παραβιασθείσα διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959 είναι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Υπό την εκδοχή ότι υπονοείται απαράδεκτο του εν λόγω ισχυρισμού, προβληθέντος για πρώτη φορά στο εφετείο, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού πρόκειται περί εφέσεως που άσκησε διάδικος (αναιρεσίβλητος), ο οποίος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο, προκύπτει δε και από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ επιτρέπεται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, με την οποία προβάλλεται άρνηση της αγωγής, η προβολή κάθε ισχυρισμού, που μπορούσε να προβληθεί πρωτοδίκως, υπό του εκκαλούντος. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται ειδικότερα η έλλειψη νόμιμης βάσης, ποιες αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και για ποιο λόγο είναι ανεπαρκείς ή αντιφατικές, ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και μάλιστα σε πληρότητα και όχι αποσπασματικά και επιλεκτικά καθώς και τα συγκεκριμένα "ουσιώδη" ζητήματα, ως προς τα οποία κατά τον αναιρεσείοντα υπάρχουν ελλείψεις (ΑΠ 1776/2013, 1581/2012, 1363/2011, 1680/2008). Ως αιτιολογίες όμως νοούνται στη διάταξη αυτή μόνον οι επί των αποδεικνυομένων ή μη πραγματικών γεγονότων ουσιαστικές παραδοχές, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του ουσιαστικού νόμου και όχι αυτές των οποίων η ανεπάρκεια ή αντίφαση αφορά την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων (ΑΠ 1680/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με την επίκληση τεσσάρων μόνον αποσπασματικών και επιλεκτικών παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) Με την παράθεση αποσπασματικά και επιλεκτικά της παραδοχής του Εφετείου κατά την οποία "...Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε εφαρμογή της άνω συμφωνίας του με τον εναγόμενο αντί της καταβολής του χρηματικού ποσού των πραγματοποιηθεισών απ’ αυτόν υπερωριών θα λαμβάνει, χωρίς ανάλογη περικοπή του μισθού του, πρόσθετες ημέρες ανάπαυσης (ρεπό), οι οποίες καλύπτουν σε αξία την αξίωση υπερωριακής αμοιβής του (αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις), λάμβανε με δικές του αιτήσεις, προφορικές ή έγγραφες, προς το ιεραρχικώς ανώτερο όργανο του εναγομένου ήτοι προς τον Διευθυντή χώρων κοινού Μ. Λ. και βάσει των μηνιαίων προγραμμάτων εργασίας που κατήρτιζε ο ίδιος (ο ενάγων), περί τις 13 έως 17 ημέρες ανάπαυσης μηνιαίως, αντί των 8 ημερών που δικαιούτο νομίμως (και συμβατικά), χωρίς αντίστοιχη περικοπή του μισθού του, ως αποτίμηση σε αντίστοιχα ημερομίσθια της πραγματοποιηθείσας μέχρι τότε υπερωριακής του εργασίας. Πράγματι δε τα αντίστοιχα ημερομίσθιά του από τα πρόσθετα αυτά ρεπό (1/25 του μισθού το καθένα), καλύπτουν σε αξία την αξίωση αμοιβής του για την άνω νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε μηνιαίως (αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις), η οποία σημειωτέον αμείβεται, η μεν νόμιμη με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25 % για τις πρώτες 60 ώρες του έτους, 50% μέχρι τις 120 ώρες και 75% για τις υπόλοιπες και η παράνομη, ως αποζημίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (άρθρ. 1 Ν 435/1976). Για τα παραπάνω καταθέτει σαφώς και μετά λόγου γνώσεως ο μάρτυρας της εναγομένης άνω Διευθυντής του ενάγοντος Μ. Λ., προκύπτουν δε και από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη μηνιαία προγράμματα εργασίας, από τα οποία εμφαίνονται τα ρεπό που λάμβανε μηνιαίως ο ενάγων. Εξάλλου και οι μάρτυρες του ενάγοντος καταθέτουν για το υπαρκτό της άνω συμφωνίας των διαδίκων, περί πληρωμής των υπερωριών με πρόσθετα ρεπό και επομένως η άρνηση του ενάγοντος δεν είναι βάσιμη. Κατ’ ακολουθίαν ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβής υπερωριών και πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη η περί εξοφλήσεως αυτών ένσταση που προβάλλει παραδεκτά κατά την παρούσα δίκη, ενόψει της ερημοδικίας του πρωτοδίκως ο εναγόμενος. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη...", αποδίδονται στην προσβαλλομένη ανεπαρκείς και ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εξόφλησης της ένδικης αξίωσής του αναιρεσείοντος για την καταβολή αποζημίωσης (προσαυξημένης κατά 100%) λόγω πραγματοποίησης κατά το ένδικο χρονικό διάστημα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στην υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου. Συγκεκριμένα αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι με τις προαναφερόμενες παραδοχές της διέλαβε ελλιπείς αιτιολογίες ως προς την κρίση της ότι δήθεν το σύνολο των αγωγικών του αναιρεσείοντος αξιώσεων για την επιδίκαση αποζημίωσης για την παράνομη υπερωριακή απασχόλησή του κατά το ένδικο χρονικό διάστημα έχουν εξοφληθεί πλήρως υπό του αναιρεσιβλήτου δια της αντίστοιχης χορήγησης 13 έως 17 κατά μέσο όρο ημερών ανάπαυσης (ρεπό) μηνιαίως (ενώ δικαιούτο κατά το ίδιο διάστημα 8 ημέρες ρεπό μηνιαίως), κατά το αυτό διάστημα από 1.3.1997 έως 30.9.2000, διότι ουδόλως αναφέρεται ειδικά και συγκεκριμένα στο αιτιολογικό της ο ακριβής αριθμός των ημερών αναπαύσεως (και μάλιστα αναλυτικά κατά μήνα απασχόλησης) που έλαβε ο αναιρεσείων κατά το διάστημα από 1.3.1997 έως 30.9.2000, δεν αναφέρεται ο χρόνος που κατά περίπτωση του χορηγήθηκαν συνεχόμενα ανά μήνα από τον εργοδότη του ημέρες ανάπαυσης ώστε να κριθεί ποιες αντίστοιχες ληξιπρόθεσμες και απαιτητές αξιώσεις του ιδίου χρονικού διαστήματος εξοφλήθηκαν με τις χορηγήσεις αντίστοιχων ημερών ανάπαυσης αποτιμητών, με το ποσό του ημερομισθίου που δικαιούτο και είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει για κάθε μία, ουδόλως αναφέρεται το ακριβές σύνολο των ένδικων αξιώσεών του για την καταβολή αμοιβής της πραγματοποιηθείσας κατά μήνα παράνομης υπερωριακής εργασίας, που δέχεται η προσβαλλομένη ως καταρχήν νόμω και ουσία βάσιμες, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί εάν έχουν εξοφληθεί κατά ένα μέρος ή στο σύνολο τους τα διεκδικούμενα με την ένδικη αγωγή ποσά αμοιβής για παράνομη υπερωριακή εργασία, περαιτέρω αναφέρεται μεν ότι έλαβε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από (13) έως (17) ρεπό μηνιαίως, δίχως να εξειδικεύεται πόσα ακριβώς ρεπό έλαβε τον κάθε μήνα του διαστήματος αυτού προς συμψηφισμό αντίστοιχου αριθμού ωρών παράνομης υπερωριακής εργασίας, το ποσό αποτίμησης αυτών σε χρήμα και ο αριθμός των αντίστοιχων κατά μήνα ωρών παράνομης υπερωρίας που εξοφλούνται κάθε φορά με τον ανωτέρω τρόπο και έτσι δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο το ύψος των καταβολών που έγιναν, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί εάν καλύφθηκε τελικώς το σύνολo ή μόνο μέρος των ένδικων αξιώσεων για τις υπερωρίες. β) Με την παράθεση επίσης αποσπασματικά και επιλεκτικά των παραδοχών του Εφετείου κατά τις οποίες τούτο δέχεται στη μείζονα σκέψη ότι "...Αντίθετα δεν συμψηφίζονται στις μεγαλύτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές οι αξιώσεις του για αμοιβή ή αποζημίωση από την παροχή νόμιμης και παράνομης υπερωριακής εργασίας και η συμφωνία για τον συμψηφισμό των αξιώσεων αυτών είναι άκυρη....", στην δε ελάσσονα ακολούθως πρόταση ότι: "...Στη συνέχεια, από της μονιμοποίησης του ενάγοντος, μετά πρόταση αυτού, συμφωνήθηκε επίσης προφορικά, ότι για τις υπερωρίες που θα έκανε οσάκις απαιτείτο..., θα λάμβανε, ανάλογα με τις ώρες που απασχολήθηκε... πρόσθετες ημέρες ανάπαυσης... Η συμφωνία αυτή είναι νόμιμη, αφού κατά τα προεκτεθέντα η χορήγηση των πρόσθετων ισότιμων ρεπό αντί της πληρωμής των πραγματοποιηθεισών υπερωριών, αποτελεί καταβολή" και στη συνέχεια "...Επομένως δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, γενομένης δεκτής και ως ουσία βάσιμης της περί συμψηφισμού ένστασης που προβάλλει παραδεκτά κατά την παρούσα δίκη, ενόψει της ερημοδικίας του πρωτοβαθμίως ο εναγόμενος.." αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι με τις κρίσεις της αυτές διέλαβε στο αιτιολογικό αυτής αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα (ουσιώδη ισχυρισμό εξόφλησης- συμψηφισμού που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος οργανισμός στο Εφετείο κατόπιν της ερημοδικίας του στον πρώτο βαθμό) του αν καταρτίσθηκε μεταξύ αναιρεσείοντος και του αντιδίκου του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα προφορική συμφωνία καταλογισμού των οφειλόμενων από υπερωρίες αμοιβών στα υπέρτερα των νομίμων χορηγούμενα ρεπό και αν ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση συμψηφισμού ή εάν τελικώς η εν λόγω ένσταση του αντιδίκου δεν συνιστά κατ’ ορθό χαρακτηρισμό ένσταση συμψηφισμού αλλά ένσταση εξόφλησης λόγω αντίστοιχων πραγματοποιηθεισών καταβολών με την μορφή χορήγησης στον αναιρεσείοντα πρόσθετων (εκτός των δικαιούμενων) ημερών ανάπαυσης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, ως προς μεν την υπό στοιχείο α’ αιτίαση λόγω της αοριστίας του, διότι αναφέρεται αποσπασματική και επιλεκτική μόνο περικοπή των ουσιαστικών παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας και όχι οι πλήρεις σχετικές αιτιολογίες, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο με βάση τα οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος περί αμοιβής του για παράνομες υπερωρίες, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, αφού με τις ανωτέρω σε προηγούμενη σκέψη παρατιθέμενες παραδοχές της η προσβαλλομένη απόφαση, με την αναφορά των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, που πραγματοποιήθηκαν κατά μήνα συνολικά, αλλά και το μέρος αυτών που πραγματοποιήθηκε κατά τις Κυριακές και κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθώς και του νομίμου αλλά και του καταβαλλόμενου ανά μήνα μισθού, περιέχει συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, δεδομένου ότι με απλούς και μόνο μαθηματικούς υπολογισμούς καταδεικνύεται ότι τα καταβαλλόμενα ημερομίσθια, για τον ελάχιστο αριθμό των πέντε ημερών αναπαύσεως που λάμβανε πέραν των οκτώ νομίμων που εδικαιούτο, υπερκάλυπταν τις αμοιβές που εδικαιούτο για τις υπερωρίες κάθε μήνα, ως προς δε την υπό στοιχείο β’ αιτίαση, διότι η ασάφεια αναφέρεται στις νομικές διατάξεις που εφάρμοσε το Εφετείο για να καταλήξει στο σαφώς διατυπούμενο όμως αποδεικτικό του πόρισμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7.6.2012 αίτηση του Α. Π. του Π. κατά του ΝΠΙΔ "Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών", περί αναίρεσης της υπ’ αριθ. 3391/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαγορεύεται ο συμψηφισμός των αποζημιώσεων και προσαυξήσεων που δικαιούται ο εργαζόμενος για νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες με τις καταβαλλόμενες, τυχόν υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Επίσης δε χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας, εντός της αυτής ή της άλλης εβδομάδος. Αντιθέτως, θεωρείται έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στον εργαζόμενο ορισμένο χρηματικό ποσό, επιπλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για συγκεκριμένη , νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία αυτού, η οποία πρόκειται να παρασχεθεί στο μέλλον, και στο μέτρο που οι εξ αυτής αξιώσεις καλύπτονται από το επιπλέον ποσό. Γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για συμψηφισμό περισσότερων και ολιγότερων ωρών εργασίας διαφορετικών ημερών, όταν ο εργοδότης, σε αντάλλαγμα των όσων οφείλει στον εργαζόμενο για αποζημιώσεις ή προασαυξήσεις υπερωριακής εργασίας, καταβάλλει σ’ αυτόν τη συμφωνημένη αμοιβή για ημέρες, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δεν εργάζεται, εφόσον τα καταβαλλόμενα υπερκαλύπτουν τις οφειλόμενες αμοιβές για υπερωρίες. Ορθή κρίση του Δικαστηρίου ότι πρόκειται περί εξόφλησης(Απορρίπτει ανα
Υπερωριακή απασχόληση
Αποζημίωση, Υπερωριακή απασχόληση.
0
Αριθμός 640/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ΑΕ με την επωνυμία " Βιομηχανικαί-Εμπορικαί Επιχειρήσεις Πλαστικών Πλαστικών Ειδών-Γ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Σταμκόπουλο και κατέθεσε προτάσεις Του αναιρεσίβλητου: Κ. Γ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νάκη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-4-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8562/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1223/2014 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-10-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 13-2-2015 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθ. 556 παρ.2 και 578 ΚΠολΔ αναίρεση μπορεί ν' ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλομένη απόφαση κατά την γενική διάταξη του άρθ. 68 ΚΠολΔ και απαιτείται όχι μόνο γενικά για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικά για κάθε λόγο αυτής, η έλλειψη δε αυτού, που ερευνάται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης, κατ' άρθ. 73 ΚΠολΔ, συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης. Έννομο συμφέρον μπορεί να υφίσταται και στην περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από τις αιτιολογίες της απόφασης, από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του για άλλη δίκη, όταν δηλ. η αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται σε στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στην δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, στην περίπτωση δε αυτή ο νικήσας διάδικος δικαιούται να ζητήσει την αναίρεσή της μόνο κατά την μη ορθή αιτιολογία της (ΑΠ 382/2011, 539/2011, 653/2010, 525/2008). Δεν δημιουργείται όμως δεδικασμένο κατά τις διατάξεις των άρθρων 321 και επ. ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε σ' αυτήν αιτιολογίες που δεν ήταν αναγκαίες για την κρίση της διαφοράς, δηλαδή αιτιολογίες που εκφέρθηκαν εκ περισσού, και ως εκ τούτου στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο με την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ακόμη και ως προς την τυχόν εσφαλμένη σχετική αιτιολογία της και κατά συνέπεια δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως (για να αποτραπεί δεδικασμένο), κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ (ΑΠ 77/2009, 525/2008). Στην ένδικη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 14316/8.4.2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε ότι με το υπ' αριθ. ...24.3.1981 συμβόλαιο του τέως συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Μουρατίδη που δημοσιεύθηκε νόμιμα συνεστήθη, με ιδρυτικά μέλη τον ίδιο και τα αδέρφια του Δ. και Α., η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία παντός είδους πλαστικών ειδών. Ότι κάτοχος κατά 49% του μετοχικού της κεφαλαίου ήταν αυτός ενώ ο αδερφός του Δ. του υπολοίπου 51%, μέχρι δε την 30.6.2007 ήταν ο ίδιος μέλος του Δ. Σ. της εναγομένης ενώ ο ανωτέρω αδελφός του Δ/νων Σύμβουλος. Ότι από της συστάσεως της, ήτοι την 17.4.1981, προσλήφθηκε από την εναγομένη με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί στην άνω επιχείρησή της, σε εκτέλεση δε της συμβάσεως αυτής προσέφερε συνεχώς τις υπηρεσίες του ως υπεύθυνος της παραγωγικής διαδικασίας του τμήματος πλαστικών σακουλών της, μέχρι την 13.2.2009 οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβασή του. Ότι για την εργασία του αυτή οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ανέρχονταν κατά τη σύμβαση στο ποσό των 2.500 ευρώ πλέον των 550 ευρώ για τις εισφορές στον ασφαλιστικό του φορέα, που ήταν το Τ.Ε.Β.Ε. και 200 ευρώ για έξοδα μετακίνησής του (καύσιμα) με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του, ήτοι συνολικά στο ποσό των 3.250 ευρώ. Ότι η εναγομένη κατά το χρόνο της απόλυσης του δεν κατέβαλε την εξ 91.000 ευρώ αποζημίωση απόλυσης που δικαιούτο ενώ ακόμη δεν του κατέβαλε. α) τις δεδουλευμένες αποδοχές του, του χρονικού διαστήματος από 13.1.2009 έως 13.2.2009 ύψους 3.250 ευρώ, β) την ως άνω τακτική παροχή των 550 ευρώ για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2007 έως την 10.2.2009 ύψους 13.829,36 ευρώ συνολικά, γ) τα επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2004 έως 2009 συνολικού ύψους 36.345 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονταν αυτά στην αγωγή κατ' έτος. Τέλος ιστορούσε, ότι η εναγομένη, παρά τις οχλήσεις του, δεν του χορήγησε πλήρη την άδεια αναψυχής για τα έτη 2004 έως 2008, με συνέπεια να δικαιούται για την αιτία αυτή τις αποδοχές των ημερών άδειας αναψυχής κατ' έτος, που δεν του είχαν χορηγηθεί, προσαυξημένες κατά 100% ήτοι συνολικά το ποσό των 19.500 ευρώ, όπως ειδικότερα το κονδύλιο αυτό αναλυόταν στην αγωγή, ενώ ακόμη κατά την ημέρα της απόλυσής του δεν του κατέβαλε την αναλογία των αποδοχών αδείας αναψυχής του έτους 2009, ύψους 780 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, να του καταβάλει κυρίως από τη σύμβαση και επικουρικά εφόσον ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 164.704,36 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την απόφασή του έκρινε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αλλά της εταιρίας και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Το Εφετείο, κατόπι εφέσεως που άσκησε ο αναιρεσίβλητος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, αλλά της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και αφού αντικατέστησε εν μέρει τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Προδικαστικό ζήτημα για τις επιμέρους αγωγικές αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου, είναι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, άλλως η απλή σχέση εργασίας, για την ανυπαρξία της οποίας και παράγεται, σύμφωνα με το άρθρο 331 ΚΠολΔ, δεδικασμένο, από τη προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου, η κρίση του οποίου, ως προς το αβάσιμο κατ' ουσίαν της σχέσεως αυτής μεταξύ των διαδίκων και στηρίζει το διατακτικό της. Η περαιτέρω παραδοχή του Εφετείου, ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση έχει τη μορφή της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία έγινε χωρίς ανάγκη και ως εκ περισσού δεν δημιουργεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε άλλες δίκες μεταξύ αυτών και συνακόλουθα δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για απάλειψή της, αφού η αξίωση του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στην ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, άλλως απλής σχέσεως εργασίας. Οι λόγοι αναιρέσεως πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γι' αυτήν την αιτιολογία της. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι η μεταξύ των διαδίκων ένδικη σχέση ήταν αυτή της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι της εταιρίας παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 741, 742 παρ.1, 361 και 648 του ΑΚ. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το καταστατικό της και συγκεκριμένα το άρθρο 20 αυτού, στο οποίο στήριξε κυρίως την κρίση της περί υπάρξεως μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Με τον τρίτο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Όλοι αυτοί οι λόγοι της αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτοι, ο δεύτερος δε και ανεξαρτήτως της αοριστίας του, επειδή δεν εκτίθεται το περιεχόμενο του παραμορφωθέντος εγγράφου αυτολεξεί, ώστε από τη σχετική σύγκριση αυτού με αυτό που δέχθηκε το Εφετείο ως περιεχόμενό του να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα του, διότι προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον. Για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτη και η ίδια η αίτηση αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείoυσα ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7.10.2014, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 206/15.10.2014, αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Βιομηχανικαί-Εμπορικαί Επιχειρήσεις Πλαστικών Ειδών - Γ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" κατά του Κ. Γ., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 1223/2014αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πολιτική δικονομία. Έννομο συμφέρον προς άσκηση αναίρεσης εκ μέρους του νικήσαντος διαδίκου. Αξιώσεις από σύμβαση εξηρτημένης εργασίας. Απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίας αβάσιμης, διότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν ήταν αυτή της εξηρτημένης εργασίας. Δε δημιουργείται δεδικασμένο από την κρίση ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση ήταν σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και δεν θεμελιώνεται γι’ αυτό έννομο συμφέρον για άσκηση αναιρέσεως από τον νικήσαντα εναγόμενο(Απορρίπτει αναίρεση της 1223/2014 ΜονΕφΘεσσ)
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Αποδοχές μισθωτού, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 623/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλάνη, για αναίρεση της υπ'αριθ.50239/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 124/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 61 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων" ορίζει στις παρ. 1 και 4, όπως αντικαταστάθηκαν αυτές με το άρθρο 7 παρ.8 α' και γ` του ν. 4205/2013, ότι: "1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ... υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, ... 4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Επίσης, για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράσταση του δεν γίνεται δεκτή. Δεν υπάρχει υποχρέωση της προκαταβολής της παραγράφου 1 σε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης, τυχόν δε καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτήν, άλλως αυτή ισχύει για τη νέα συζήτηση". Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι αν ο δικηγόρος που παρίσταται κατά τη συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως του εντολέα του, δεν έχει καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο, η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή και ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν έχει εμφανιστεί και η αίτησή του απορρίπτεται κατ` άρθρο 514 εδ. α' του ΚΠοινΔ, εφόσον έχει κλητευθεί νομότυπα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό χρονολογίες 20 Φεβρουαρίου 2015 και 3 Μαρτίου 2015 αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση κλήσεως προς αυτόν με θυροκόλληση στην δηλωθείσα στην έκθεση αναιρέσεως διεύθυνση της κατοικίας του επί της ..., στο ..., και στον αντίκλητό του Σπυρίδωνα Γαλάνη, δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών (...), επίσης με θυροκόλληση, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως. Κατά τη συζήτηση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος, όμως, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, παρά την τηλεφωνική, αλλά και προσωπική όχληση από το Γραμματέα, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση αυτού επί του φακέλου της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 4/19 Ιανουαρίου 2015 αίτηση του Β. Π. του Κ., για αναίρεση της 50239/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αναίρεση ως ανυποστήρικτη, γιατί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, που τον εκπροσώπησε, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο (άρθρο 61 παρ. 4 Κώδικα Δικηγόρων - ν. 4194/2013).
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
2
Αριθμός 622/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας ) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλάνη, για αναίρεση της υπ'αριθ.50241/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 123/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 61 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων" ορίζει στις παρ. 1 και 4, όπως αντικαταστάθηκαν αυτές με το άρθρο 7 παρ.8 α' και γ’ του ν. 4205/2013, ότι: "1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ... υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, ... 4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Επίσης, για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράσταση του δεν γίνεται δεκτή. Δεν υπάρχει υποχρέωση της προκαταβολής της παραγράφου 1 σε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης, τυχόν δε καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτήν, άλλως αυτή ισχύει για τη νέα συζήτηση". Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι αν ο δικηγόρος που παρίσταται κατά τη συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως του εντολέα του, δεν έχει καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο, η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή και ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν έχει εμφανιστεί και η αίτησή του απορρίπτεται κατ’ άρθρο 514 εδ. α' του ΚΠοινΔ, εφόσον έχει κλητευθεί νομότυπα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό χρονολογίες 20 Φεβρουαρίου 2015 και 3 Μαρτίου 2015 αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση κλήσεως προς αυτόν με θυροκόλληση στην δηλωθείσα στην έκθεση αναιρέσεως διεύθυνση της κατοικίας του επί της οδού ..., στο ..., και στον αντίκλητό του Σπυρίδωνα Γαλάνη, δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών (...), επίσης με θυροκόλληση, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως. Κατά τη συζήτηση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος, όμως, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, παρά την τηλεφωνική, αλλά και προσωπική όχληση από το Γραμματέα, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση αυτού επί του φακέλου της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 6/19 Ιανουαρίου 2015 αίτηση του Β. Π. του Κ., για αναίρεση της 50241/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αναίρεση ως ανυποστήρικτη, γιατί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, που τον εκπροσώπησε, δεν κατέθεσε το σχετικό γραμμάτιο (άρθρο 61 παρ. 4 Κώδικα Δικηγόρων - ν. 4194/2013).
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
1
Αριθμός 621/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλάνη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 122/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 128 του ΚΠοινΔ ορίζει στις παρ. 1 και 2 ότι: "1. Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. 2. Όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση". Συναφή δε εγκλήματα θεωρούνται, κατ’ άρθρο 129 περ. α του ίδιου Κώδικα, μεταξύ άλλων, και όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι όταν περισσότερα του ενός εγκλήματα έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο, αλλά έχουν δικασθεί αυτά ξεχωριστά και στο δεύτερο βαθμό και έχουν εκδοθεί, για το καθένα από αυτά, διαφορετικές αποφάσεις, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί από τον καταδικασθέντα αιτήσεις αναιρέσεως, δεν μπορούν αυτά να συνεκδικασθούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά για κάθε υπόθεση θα εκδοθεί χωριστή απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με αίτημά του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της παρούσας αποφάσεως, ζήτησε να συνδικαστεί η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις υπ’ αριθ. πιν. 12, 13 και 14 υποθέσεις που αφορούν αιτήσεις του ιδίου αναιρεσείοντος κατά των 50241/2014, 50239/2014 και 50240/2014, αντιστοίχως, αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, συνεκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως του ιδίου κατηγορουμένου κατά διαφορετικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της εφέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, κατά της σχετικής δε αποφάσεως επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως ως απαραδέκτου. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης αποφάσεως (αν απαγγέλθηκε με την απουσία αυτού), ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΟλΑΠ 4/1995, 6/1994), εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία παρακωλύθηκε ο εκκαλών για την εντός της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ άσκησή της. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Αν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε η πιο πάνω προθεσμία, πρέπει η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση (στην οποία πρέπει να μνημονεύονται υποχρεωτικώς οι λόγοι αυτοί), να επεκτείνεται και στα πιο πάνω ζητήματα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι’ αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που, κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, καθίσταται επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, αν ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως από τέτοιο λόγο, εφόσον αυτά τα γνώριζε όταν άσκησε την έφεση, στη συντασσόμενη δε για το ένδικο αυτό μέσο έκθεση πρέπει να επικαλείται, εκτός από την αναφορά των σχετικών πραγματικών περιστατικών, και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν. Σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητείται ο τόπος της φερομένης ως τελευταίας γνωστής κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 50242/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 7465/15.7.2014 του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, που είχε εκπροσωπηθεί στη δίκη από το συνήγορό του Σπυρίδωνα Γαλάνη, δικηγόρο Αθηνών, κατά της 26074/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, για υπεξαίρεση, σε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι "την παρούσα έφεση ασκεί εκπροθέσμως, διότι έλαβε γνώση την 14.7.2014". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 12-3-2010, ως αγνώστου διαμονής αφού αναζητήθηκε στην ..., η οποία ήταν η μόνη κατά τον ως άνω χρόνο γνωστή στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή διεύθυνση διαμονής του εκκαλούντος και αφού δεν ανευρέθηκε εκεί, εχώρησε η ανωτέρω επίδοση ως αγνώστου διαμονής (βλ. το από 12-3-2010 αποδεικτικό επίδοσης του αρχ/κα στο Α.Τ. Καλλιθέας Ν. Ν.) ενώ δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών γνωστοποίησε μέχρι τις 12-3-2010 στην ανωτέρω Αρχή μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας του και δη στην ... στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι σήμερα ο εκκαλών, ο δε εκκαλών είχε τέτοια υποχρέωση, διότι γνώριζε από τις 2.10.2004 - οπότε φέρεται ότι διέπραξε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης για την οποία καταδικάστηκε με την εκκαλουμένη - ότι εκκρεμούσε σε βάρος του η υπόθεση αυτή. Συνεπώς, εφόσον η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 15.7.2014 ήτοι μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας από την ως άνω επίδοση κατ’ άρθρο 473§1 του Κ.Π.Δ., πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της...". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτουμένη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους κατέληξε στην κρίση του ότι νομίμως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής, αφού αναζητήθηκε αυτός στην τελευταία γνωστή διαμονή του στην ..., και παραθέτει το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, αφού ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε ως λόγο εφέσεως ότι είχε κατά την επίδοση της εκκαλουμένης άλλη διεύθυνση κατοικίας του και ποία ήταν αυτή ούτε και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει τούτο, ώστε ο ισχυρισμός του αυτός να αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως. Στο αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην εκκαλουμένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτού, αναγράφεται ότι αναζητήθηκε στην άνω διεύθυνση, καθώς και ότι δεν βρέθηκε εκεί ούτε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ούτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 του ΚΠοινΔ πρόσωπα. Στη συνέχεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθά απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη, αφού η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε, κατά τα ανωτέρω, στις 12.3.2010, ενώ η έφεση ασκήθηκε στις 15.7.2014 (δηλ. μετά τη λήξη της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως). Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, οι οποίες προβλέπονται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, γιατί ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε, κατά τα ανωτέρω, ως λόγο εφέσεως ότι είχε κατά την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως άλλη διεύθυνση κατοικίας του και ποία και τα αποδεικτικά περί τούτου μέσα, δεν αρκεί δε ότι, κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προσκόμισε αποδεικτικά μέσα περί της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατοικίας του στην .... Η νομιμότητα και εγκυρότητα της γενομένης επιδόσεως της άνω εκκαλουμένης αποφάσεως δεν αμφισβητήθηκε με το εφετήριο, η δε επίκληση στην υπ’ αριθ. 7465/2014 έκθεση εφέσεως κατά της 26074/2009 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος "το πρώτο έλαβε γνώση αυτής (της εκκαλούμενης) την 14-7-2014" για δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως ήταν αόριστη κατά τα προδιαληφθέντα και συνεπώς αρκεί, για την απόρριψη της εφέσεως, η άνω αιτιολογία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που με την προσβαλλόμενη 50242/2014 απόφασή του έκρινε την έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και, εντεύθεν, την απέρριψε ως απαράδεκτη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 7/19.1.2015 αίτηση του Β. Π. του Κ., για αναίρεση της 50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του κατηγορουμένου ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως. Επίδοση της εκκαλουμένης ως άγνωστης διαμονής. Πότε είναι άκυρη η επίδοση. Ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε, με λόγο εφέσεως, ότι, κατά το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης, είχε άλλη διεύθυνση κατοικίας και ποια ήταν αυτή, ώστε ο ισχυρισμός αυτός να αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως. Δεν αρκεί η απλή επίκληση ότι «έλαβε γνώση» την τάδε ημερομηνία, χωρίς καμιά μνεία περί της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατοικίας του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη δεν παραβίασε τις αρχές τις δίκαιης δίκης που προβλέπονται από την ΕΣΔΑ. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα επιδόσεως
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
Αριθμός 594/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης-Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Γεωργόπουλο και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Χ. Α. του Σ. κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ευαγγελίας Κουβέλη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-3-2006 αγωγή του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ηγουμενίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 44/2013 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-10-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 31-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 15-10-2013 αίτηση του νπιδ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης-Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας", κατά του Χ. Α. περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 44/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών κ.λπ., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Όπως προκύπτει από την σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικά σ’ αυτές, οι οποίες είναι ειδικές, ως προς τους επιτρεπομένους λόγους αναίρεσης κατά των αναφερομένων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθ. 559 ΚΠολΔ, που αναφέρονται στους λόγους αναίρεσης των αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων (ολΑΠ 45/1987). Στην προκείμενη περίπτωση, στην ένδικη, από 6.3.2006 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ηγουμενίτσας, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ιστορούσε ότι δυνάμει σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, παρείχε από 16.9.2005 υπηρεσίες χειριστή μηχανημάτων έργων στο εναγόμενο νπιδ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης- Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας" κατά τους ειδικότερους όρους της εν λόγω σύμβασης, την οποία κατήγγειλε το τελευταίο με την από 6.12.2005 καταγγελία, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτόν την 15.12.2005. Ότι η καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική γιατί έγινε από λόγους εκδίκησης για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα που ανέπτυξε, ως πρόεδρος του σωματείου "χειριστών και βοηθών μηχανημάτων έργου Νομού Θεσπρωτίας". Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε: Κυρίως μεν α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με τους ίδιους όρους όπως πριν την καταγγελία, με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 50 ευρώ ανά ημέρα και προσωπικής κράτησης διάρκειας έξι (6) μηνών κατά του νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 7.626,64 ευρώ για μισθούς υπερημερίας από 6.12.2005 έως και 20.6.2006, δώρο Χριστουγέννων 2005 και αναλογία αποζημίωσης άδειας και επιδόματος άδειας 2005 με βάση τις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, άλλως αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει: α) 239,60 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, β) 239,60 ευρώ ως αναλογία αποζημίωσης άδειας 2005 και γ) 119,80 ευρώ ως αναλογία επιδόματος άδειας 2005. Με την 58/2007 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, το Ειρηνοδικείο Ηγουμενίτσας, αφού απέρριψε σχετική ένσταση του εναγομένου περί ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, λόγω συμφωνίας περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία και αφού δέχθηκε περαιτέρω ότι η μεταξύ των κυρίων διαδίκων σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου και ότι η καταγγελία της έγινε για σπουδαίο λόγο και συγκεκριμένα λόγω αδικαιολόγητης απουσίας του ενάγοντος από την εργασία του και αρνήσεώς του να δώσει εξηγήσεις για την παράλειψή του αυτή, όταν κλήθηκε προς τούτο από το εναγόμενο, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο ενάγων άσκησε την από την από 15.7.2008, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 40/16.7.2008 έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Το τελευταίο με την 44/20013 οριστική απόφασή του έκρινε ότι η συνδέουσα τους διαδίκους σχέση είναι σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, η καταγγελία της οποίας από πλευράς εναγομένου είναι άκυρη, διότι έγινε χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δικάζοντας ακολούθως την αγωγή δέχθηκε εν μέρει αυτήν και συγκεκριμένα αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας και καταδίκασε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος των αιτουμένων αποδοχών. Κατά της αποφάσεως αυτής του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου άσκησε το εφεσίβλητο εναγόμενο την υπό κρίση, από 15.10.2013 και με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 7/2013 αίτηση αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, η πλημμέλεια από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη των ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συμφωνίας για υπαγωγή της επίδικης διαφοράς στην διαιτησία, ενώ με τον ίδιο λόγο κατά το τρίτο μέρος του η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον ανωτέρω ισχυρισμό. Με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κατά το ένα μέρος του λόγους κατά τους οποίους η προσβαλλομένη δέχθηκε τον ισχυρισμό, ότι ο εναγόμενος απουσίαζε από την εργασία του για λόγους ασθενείας, που δεν προβλήθηκε με την αγωγή, αλλά απαραδέκτως για πρώτη φορά με την έφεση, αποδίδεται αληθώς μόνο η πλημμέλεια εκ του αριθ. 8 και όχι και του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και με τον τέταρτο λόγο κατά το έτερο μέρος του, κατά το οποίο η προσβαλλομένη δέχθηκε αποδεικτικό μέσο (ενάριθμο πιστοποιητικό του Κέντρου Υγείας Ηγουμενίτσας), που δεν προσήχθη παραδεκτώς, αποδίδεται η πλημμέλεια του αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί πρέπει ν’ απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού δεν συγχωρείται η προβολή τους, κατά της πληττομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 560 ΚΠολΔ. Κατά δε τη διάταξη του αριθ. 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί η υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διάταξη αυτή νοείται υπό την έννοια που νοείται στον από τον αριθ. 4 του άρθρου 559 λόγο αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του αριθμού 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τα πλαίσια της δικαιοδοσίας αυτής, δηλαδή της από το νόμο οριοθετημένης εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, καθορίζονται από τα άρθρα 1 ΚΠολΔ και 94 παρ.3 του Συντάγματος, υπάγονται δε σ’ αυτήν όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές και συνακόλουθα το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεις ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει στις περιπτώσεις που τακτικό πολιτικό δικαστήριο, επιλήφθηκε υποθέσεως, που κατά νόμο ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών (ολ.ΑΠ 5/1995) ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου ή για την οποία συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΕΔ 6/2002, ολ.ΑΠ 11/2000) ή όταν η υπόθεση είχε υπαχθεί έγκυρα στη διαιτησία (ολ.ΑΠ 16/2002). Περαιτέρω ο λόγος αυτός αναίρεσης αφορά τη δημόσια τάξη και γι’ αυτό, κατ’ άρθρο 562 παρ.2γ ΚΠολΔ, μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο (ολ.ΑΠ 20/2008). Εξ άλλου στο στοιχείο Δ’ παρ. 1 του άρθρου μόνου της ΚΥΑ 32191/2005 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών - Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β’ 49) "περί κατάρτισης προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και επιχορήγησης επιχειρήσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον τομέα του Φυσικού Περιβάλλοντος", στα πλαίσια του οποίου απασχολήθηκε ο αναιρεσίβλητος από το αναιρεσείον με την ένδικη σύμβαση εργασίας, με τίτλο "επίλυση διαφορών" ορίζεται σχετικά με τους μετέχοντες του προγράμματος αυτού τα εξής: "Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ των ασκούμενων ή των επιχορηγούμενων επιχειρήσεων, και των Υπηρεσιών του ΟΑΕΔ, θα επιλύεται με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ ή του οργάνου που θα ορίσει αυτό, ύστερα από ένσταση που θα υποβάλει ο ενδιαφερόμενος. Η ένσταση θα υποβάλλεται στην Υπηρεσία στην αρμοδιότητα της οποίας θα υπάγεται η επιχείρηση, μέσα σε τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την κοινοποίηση της απόρριψης του αιτήματος ή της απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο". Από το κείμενο της εν λόγω διατάξεως σαφώς προκύπτει ότι με αυτή καθιερώνεται ειδική διαδικασία για την επίλυση των διαφορών μεταξύ ασκούμενων (εργαζομένων) ή των επιχορηγούμενων επιχειρήσεων και των Υπηρεσιών του ΟΑΕΔ και όχι για την επίλυση διαφορών μεταξύ εργαζομένων και των εργοδοτριών επιχειρήσεων. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του και κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται αληθώς στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθ. 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, της υπέρβασης δηλαδή δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, επειδή η ένδικη διαφορά, που αφορά το κύρος καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και την καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας και οφειλομένων αποδοχών άδειας καθώς και επιδομάτων άδειας και δώρου Χριστουγένων υπάγεται στη διαιτησία του ΔΣ του ΟΑΕΔ σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη της ΚΥΑ 32191/2005 πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Kατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του (ολ.ΑΠ 36/1988, ολ.ΑΠ 7/2006, ολΑΠ 2/2013). Οι κανόνες δικονομικού δικαίου, δεν αποτελούν αντικείμενο παραβίασης νόμου, ευθείας ή εκ πλαγίου, δημιουργικής λόγου αναίρεσης, από τον αριθµό 1 του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τέτοιος κανόνας είναι και η ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη της ΚΥΑ 32191/2005. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του και κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται αληθώς στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, της παραβίασης δηλαδή της ως άνω διατάξεως με τη μη εφαρμογή της, ενώ έπρεπε αυτή να εφαρμοστεί, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον ως ηττηθέν, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15.10.2013, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7/16.10.2013 αίτηση του ν.π.ι.δ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης- Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας" κατά του Χ. Α. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 44/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου ή Πρωτοδικείου που αποφαίνεται επί εφέσεως κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου. Απαράδεκτοι λόγοι από τους αριθμούς 8, 11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος δεν προτείνεται επί παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων. Παραβίαση του αριθμού 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ , όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιληφθούν διαφοράς που έχει υπαχθεί στη διαιτησία. (Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά της 44/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας).
Επίδομα εορτών
Αποδοχές υπερημερίας, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.
2
Αριθμός 591/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δημόσιας Επιχείρησης Πολεοδομίας και Στέγασης Α.Ε."(ΔΕΠΟΣ ΑΕ) που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές αυτής καθόσον τελεί σε λύση και εκκαθάριση δυνάμει του άρθρου 2 Ν 3895/2010, (ΦΕΚ 206Α/8.12.2010), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αντζελίνα Κουτσούγερα. Του αναιρεσίβλητου: Γ. Κ. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Ζήση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-3-2008 αγωγή του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 257/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4660/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-12-2012 αίτησή της. Με την από 26-7-2013 αίτησή της ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 12-5-2014 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Νικολάου Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή των αιτήσεών της, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/1967 "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους, η υπό του Ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το ανώτατο αυτό όριο αποζημιώσεως αυξήθηκε διαδοχικά και με το άρθρο 21 παρ. 13 του ισχύοντος Ν. 3144/2003 προσδιορίσθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΝΔ 618/1970 "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του ΑΝ 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν διά πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτών συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου". Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θεσπίσεώς τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερόμενων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα συνεστήθη με το Ν. 446/1976, σύμφωνα με το άρθρο 1 του οποίου, συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπό την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομήσεως Οικισμού και Στεγάσεως" (ΔΕΠΟΣ), το οποίο αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργούσα χάριν του δημοσίου συμφέροντος, διεπόμενη από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούσα δε υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο παρέχει στη ΔΕΠΟΣ την πλήρη συμπαράσταση και εγγύηση αυτού για την επιτυχία των σκοπών της. Με το άρθρο 3 του ως άνω Ν. 446/1976 ορίζεται ότι σκοπός της ΔΕΠΟΣ είναι η οργανωμένη κατασκευή και προσφορά κατοικίας, σε στάθμη οικησιμότητας και σε προσιτές τιμές, ως αυτοτελούς οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, σε όλη την Επικράτεια, τόσο για αστική όσο και για αγροτική στέγαση, σε πρόσωπα μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, καθώς και η εκτέλεση των απαιτουμένων, για την εξασφάλιση κατάλληλου πολεοδομικού περιβάλλοντος, πάσης φύσεως έργων, που συναρτώνται με την κατασκευή ολοκληρωμένων πολεοδομικών μονάδων. Ο Ν. 947/1979 "περί οικιστικών περιοχών", με τις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 56 όρισε ότι, με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί εντός έξι (6) μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού, μετά από πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, θέλει τροποποιηθεί, συμπληρωθεί και διαμορφωθεί σε ενιαίο κείμενο η περί ΔΕΠΟΣ, μετονομαζομένη σε "Δημοσία Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στεγάσεως", υφιστάμενη νομοθεσία, επί τω τέλει όπως διευρυνθεί ο σκοπός αυτής (παρ. 1) και με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας, θέλουν καθορισθεί τα των πόρων και της οικονομικής διαχειρίσεως, καθώς και τα προνόμια και οι απαλλαγές της ΔΕΠΟΣ (παρ. 6). Σε εκτέλεση της μεν διατάξεως της παραγράφου 6 του παραπάνω άρθρου 56 του Ν. 947/1979, εκδόθηκε το ΠΔ 56/1980, με το άρθρο 4 του οποίου επαναλαμβάνεται το άρθρο 14 του άνω Ν. 446/1976, δηλαδή ότι η ΔΕΠΟΣ απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και πάντων των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο, σε εκτέλεση δε της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 56 του Ν. 947/1979 εκδόθηκε το ΠΔ 811/1980 "Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και διαμορφώσεως εις ενιαίον κείμενον της περί ΔΕΠΟΣ υφισταμένης νομοθεσίας", στο άρθρο 2 παρ. 2 του οποίου ενσωματώθηκε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 446/1976, σύμφωνα με το οποίο, κατά τα άνω, η ΔΕΠΟΣ αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργούσα χάριν του Δημοσίου συμφέροντος, διεπόμενη από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούσα δε υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο παρέχει στην ΔΕΠΟΣ την πλήρη συμπαράσταση και εγγύηση αυτού, για την επιτυχία των σκοπών της, που είναι, κατά το άρθρο 4 του εν λόγω ΠΔ 811/1980 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο μόνο παρ. 2 του ΠΔ 12/1981), η προσφορά κατοικίας και εν γένει η δημιουργία δυνατοτήτων στεγάσεως σε προσιτές τιμές και σε ικανοποιητική στάθμη οικιστικού περιβάλλοντος σε όλη την Επικράτεια, τόσο για αστική όσο και για αγροτική στέγαση, σε πρόσωπα μικρής και μεσαίας περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως, και γενικότερα η δημιουργία ικανοποιητικών πολεοδομικών και οικιστικών συνθηκών, στα πλαίσια της ασκούμενης οικιστικής, χωροταξικής και κοινωνικής πολιτικής του Κράτους. Στο άρθρο 17 του ίδιου ΠΔ 811/1980 ορίζεται ότι, περί των προνομίων και απαλλαγών της ΔΕΠΟΣ ισχύουν οι διατάξεις του ως άνω υπ` αριθμ. 56/1980 ΠΔ. Ακολούθως, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 2414/1996 "για τον εκσυγχρονισμό των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις", εκδόθηκε το ΠΔ 158/1997, με το οποίο η ΔΕΠΟΣ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που συνεστήθη με το Ν. 446/1979, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.)" και εγκρίθηκε το Καταστατικό της. Με το άρθρο 1 του άνω ΠΔ 158/1997 ορίζεται, ότι η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος και για την κοινή ωφέλεια κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και τελεί υπό την εποπτεία του Κράτους, ασκουμένη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2414/1996. Κατά το άρθρο 2 του ίδιου ΠΔ, σκοποί της ΔΕΠΟΣ Α.Ε., μεταξύ άλλων, είναι η εφαρμογή της πολεοδομικής, χωροταξικής και στεγαστικής πολιτικής του Κράτους σχετικά με την αναβάθμιση των πόλεων από πολεοδομικής και περιβαλλοντικής απόψεως, η ανάπλαση υποβαθμισμένων περιοχών, η ανάπτυξη οργανωμένων οικιστικών ενοτήτων, η ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομιάς και γενικά πολεοδομικές, οικιστικές και κτιριακές παρεμβάσεις. Η συμβολή στη δημιουργία κατάλληλης στέγασης με προσιτό κόστος και ικανοποιητικό οικιστικό περιβάλλον για άτομα χαμηλής και μεσαίας περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως, καθώς και η συμβολή στη δημιουργία ικανοποιητικών πολεοδομικών και οικιστικών συνθηκών στο πλαίσιο της ασκουμένης οικιστικής, χωροταξικής και κοινωνικής πολιτικής του Κράτους. Η μελέτη, κατασκευή, οργάνωση και διαχείριση έργων εξυγιάνσεως και αναπλάσεως περιοχών, που παρουσιάζουν δυσμενείς πολεοδομικές ή στεγαστικές συνθήκες ή δυσμενές αστικό περιβάλλον ή περιοχών που χρήζουν ειδικής προστασίας. Η σύνταξη, διαχείριση και υλοποίηση προγραμμάτων και έργων για την στέγαση και εξυπηρέτηση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων που χρήζουν ιδιαίτερης μέριμνας ή που έχει αναλάβει το Κράτος την υποχρέωση να τους παράσχει στέγη με σκοπό την κοινωνική τους επανένταξη, σε συνδυασμό, όπου αυτό επιβάλλεται, με ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά προγράμματα κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης. Η παροχή πιστώσεων από τα κεφάλαια της ΔΕΠΟΣ προς χορήγηση εντόκων ή ατόκων οικοδομικών ή στεγαστικών δανείων σε δικαιούχους στέγης, ομάδες ή άτομα, για την απόκτηση κατοικίας ή οικοπέδου, που βρίσκεται μέσα σε περιοχή οικιστικού προγράμματος της ΔΕΠΟΣ. Με το άρθρο 9 του άνω ΠΔ 158/1997 ορίζεται, ότι η Γενική Συνέλευση της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. αποτελείται από τον μοναδικό μέτοχο που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών. Με το άρθρο 25 του ίδιου ΠΔ ρυθμίζονται θέματα του Προσωπικού της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. και ορίζεται, στη παράγραφο 5 περ. στ' του άρθρου αυτού, ότι η σύμβαση εργασίας του τακτικού προσωπικού της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. λύεται για τους παρακάτω λόγους και σύμφωνα με τη διαδικασία που θα προβλεφθεί από τον Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού: 1. Με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 χρόνων. 2. Μετά εξάμηνο από την κατάργηση της οργανικής θέσης στην οποία υπηρετούσε, εκτός αν υπάρχει αντίστοιχη κενή θέση ή μετά τη συμπλήρωση συνολικής 35ετούς απασχολήσεως. 3. Εάν ο μισθωτός παραιτηθεί. 4. Εάν ο μισθωτός κηρυχθεί ανίκανος προς εργασία. 5. Εάν κριθεί από αρμόδιο Συμβούλιο απολυτέος για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή για ακαταλληλότητα. 6. Εάν του επιβληθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και 7. Με εθελουσία έξοδο και αποζημίωση κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται από την Γενική Συνέλευση. Τέλος, κατά το άρθρο 29 του εν λόγω ΠΔ 158/1997, η ΔΕΠΟΣ Α.Ε. απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων σαν να είναι αυτή το Δημόσιο. Ήδη με το άρθρο 2 του Ν. 3895/2010 η ΔΕΠΟΣ Α.Ε. λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσείουσα υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την, κατά τα άνω, λύση της, ενόψει της φύσεως των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας (βλ. και άρθρο 1 του ΠΔ 158/1997), υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003. Συνέπεια αυτού είναι η αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση, μεγαλύτερη από το ως άνω όριο των 15.000 ευρώ, να είναι κατά το υπερβάλλον μη νόμιμη. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως αναφέρονται στα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, στην ειδική δε διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκούνται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 591 παρ. 1 και 674 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., και με τις προτάσεις. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001). Μέσω του παραπάνω, από το αρθ.559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγου ελέγχεται πλην άλλων και το παραδεκτό των προσθέτων λόγων έφεσης. Στην προκείμενη υπόθεση, στην ένδικη από 17.3.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 55534/1308/2008 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσίβλητος εξέθετε, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα δημόσια επιχείρηση, που έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ Α.Ε." (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.) την 1.4.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος και ειδικότερα υπό την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού της διεύθυνσης κατασκευών. Ότι στις 2.1.2006 υπέβαλε προς την εναγομένη αίτηση για λύση της συμβάσεως εργασίας που τον συνέδεε με αυτήν, λόγω συμπληρώσεως στο πρόσωπο του των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος. Ότι η εναγομένη με την υπ' αριθμ. 17/37/10.5.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της αποφάσισε τη λύση της εργασιακής του σύμβασης και ενέκρινε την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης του. Ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκε το με ημερομηνία 30. 8.2007 συμφωνητικό, στο οποίο προβλέφθηκε ως χρόνος αποχώρησης από την εναγομένη η 30.9.2007 και η καταβολή του ποσού των 55.264,70 ευρώ ως νόμιμης αποζημίωσής του από την υπηρεσία, εκ του οποίου (ποσού) του καταβλήθηκε το καθαρό ποσό των 35.000 ευρώ, λόγω οικονομικών δυσχερειών της εναγομένης, το δε υπόλοιπο (καθαρό) ποσό των 20.264,70 ευρώ (ή μικτό ποσό των 29.080,86 ευρώ) συμφωνήθηκε να του καταβληθεί, όπως ειδικότερα προβλεπόταν στο συμφωνητικό, μέχρι 31.12.2007 και ότι, παρά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος και παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των αρμοδίων εκπροσώπων της εναγομένης, ότι θα του καταβληθεί το υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσής του, η τελευταία δεν έχει προβεί στην εν λόγω καταβολή. Με την επίκληση των ανωτέρω περιστατικών ζήτησε, κυρίως μεν από τη σύμβαση εργασίας του σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ν. 3198/1995, επικουρικά δε λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της εναγομένης (άρθρο 281 ΑΚ) , να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το μικτό ποσό των 29.080,86 ευρώ (ή το καθαρό ποσό των 20.264,70 ευρώ), ως υπόλοιπο αποζημίωσης λόγω αποχώρησής του από την υπηρεσία, νομιμοτόκως από 30. 9.2007, άλλως και επικουρικώς από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 257/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε την εν λόγω αγωγή, κατά την κύρια βάση, ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 29.080,86 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα, παραπονούμενη για την επιδίκαση στον εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) του άνω ακαθαρίστου ποσού ως υπολοίπου της αποζημιώσεως και όχι του καθαρού υπολοίπου των 20.264,70 ευρώ και αντέφεση με τις προτάσεις ο ενάγων παραπονούμενος για το χρόνο ενάρξεως της τοκοδοσίας. Με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, η αναιρεσείουσα άσκησε πρόσθετο λόγο εφέσεως, παραπονούμενη για την παραδοχή υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως της αγωγής ως νόμω βάσιμης κατά την κυρία βάση της, ισχυριζόμενη ότι αυτή έπρεπε ν' απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι είχε ήδη καταβληθεί στον ενάγοντα, ως αποζημίωση απόλυσης, λόγω συνταξιοδότησης, ποσό μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ, που προβλέπει, ως ανώτατο όριο αυτής, το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967, δεδομένου ότι αυτή (ΔΕΠΟΣ) έχει από της ιδρύσεώς της αμιγώς κοινωφελή σκοπό. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του τον πρόσθετο αυτό λόγο εφέσεως, απέρριψε ως απαράδεκτο, με την αιτιολογία ότι με αυτόν προσβαλλόταν διαφορετικό κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης από εκείνο που προσβαλλόταν με την έφεση. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο , κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού ο εν λόγω πρόσθετος λόγος εφέσεως, προσβάλλοντας το ίδιο κεφάλαιο που προσβαλλόταν με τους λόγους του δικογράφου της εφέσεως, δηλαδή της αιτουμένης υπό του ενάγοντος, με την αγωγή, αποζημιώσεως απολύσεως, μη υποκείμενος δε στους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, δεδομένου, ότι, ως αναφερόμενος στο νόμω βάσιμο της αγωγής, ήταν αρνητικός αυτής (αγωγής) ισχυρισμός και όχι αυτοτελής υπό την έννοια των εν λόγω διατάξεων, ήταν παραδεκτός. Επομένως, οι πρώτος και τέταρτος λόγοι της αναιρέσεως, κρινόμενοι ενιαίως, ως αποδίδοντες αληθώς μόνο την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της κηρύξεως παρά το νόμο απαραδέκτου του προσθέτου λόγου της εφέσεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης, μετά ταύτα, της έρευνας των λοιπών λόγων της αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Κατά την διάταξη του άρθ. 579 § 2 ΚΠολΔ, εάν αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η οποία με την επικύρωσή της από το Εφετείο θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (ολΑΠ 11/2007, 22/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με αυτοτελές δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, κατά την επ` αυτού σημείωση του αρμόδιου γραμματέα, την 5.8.2013, δηλαδή δεκατέσσερις και πλέον μήνες προ της μετ` αναβολή ορισθείσης συζήτησης της υπόθεσης, υπέβαλε παραδεκτά αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ζητώντας να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος σε επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σ` αυτόν, σε εκούσια εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης και της ενσωματωθείσας σ' αυτή 257/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα και την ομολογία του αναιρεσιβλήτου αποδεικνύεται ότι: α) με την 257/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αναιρεσείουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο για την παραπάνω αιτία το ποσό των 29.080,87 ευρώ, νομιμότοκα, καθώς και ποσό 1343 ευρώ ως δικαστική της δαπάνη για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Στην συνέχεια με την αναιρουμένη 4660/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η έφεση της αναιρεσείουσας (και η αντέφεση του αναιρεσιβλήτου) κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο επιδικάσθηκε το ανωτέρω ποσό, η οποία, επομένως, επικυρωθείσα από το Εφετείο ενσωματώθηκε κατά τη διάταξή της αυτή στην αναιρουμένη απόφαση του Εφετείου, ενώ έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση κατά το μέρος της με το οποίο προσέβαλε το παρεπόμενο κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης περί τοκοδοσίας και ακολούθως δικαζομένης της αγωγής κατά το κεφάλαιό της αυτό έγινε αυτή δεκτή και καθορίσθηκε το ποσοστό του τόκου, για το επιδικασθέν με την πρωτόδικη απόφαση ως άνω ποσό, σε 6% ετησίως από της επιδόσεως της αγωγής, καταδικάσθηκε δε ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας για την δευτεροβάθμια δίκη ύψους 500 ευρώ. β) Η αναιρεσείουσα σε εκούσια εκτέλεση της αναιρουμένης απόφασης, στην οποία ενσωματώθηκε και η πρωτόδικη, κατέβαλε την 12.12.2012 στον αναιρεσίβλητο: 1) ποσό 28.672,78 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2) ποσό 6.601,83 ευρώ για τόκους υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι της ως άνω καταβολής και 3) ποσό 843 ευρώ για επιδικασθείσα (μετά συμψηφισμό μεταξύ επιδικασθείσας από το Πρωτοδικείο στον αναιρεσίβλητο και επιδικασθείσας από το Εφετείο στην αναιρεσείουσα) δικαστική δαπάνη, συνολικά δηλ. ποσό 36.117,61 ευρώ. Το ποσό αυτό και όχι τα επί πλέον ποσά, που, ως παρακρατηθέντες φόροι επί του κεφαλαίου και των τόκων, αποδόθηκαν από την αναιρεσείουσα στο δημόσιο (ολ ΑΠ 31/2009), πρέπει ο αναιρεσίβλητος να υποχρεωθεί να επιστρέψει κατά παραδοχή της αίτησης αυτής της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά βάσιμης, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της απόφασης αυτής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4660/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των τριάντα έξη χιλιάδων εκατόν δέκα επτά ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (36.117,61), με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αποφάσεως αυτής. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανώτατο όριο αποζημίωσης αποχωρήσεως των εργαζομένων σε φορείς του δημοσίου τομέα. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής. Ποιες επιχειρήσεις καλύπτει. Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομήσεως Οικισμού και Στεγάσεως (ΔΕΠΟΣ). Αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, η οποία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, λειτουργούσα και πάλι όμως χάριν δημοσίου συμφέροντος για την κοινή ωφέλεια. Ήδη με το άρθ. 2 του Ν. 3895/2010 η ΔΕΠΟΣ Α.Ε. λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, όμως υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την λύση της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας, υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970). Όταν προσβάλλεται με την έφεση η πρωτόδικη απόφαση για το ύψος της αποζημίωσης, παραδεκτός ο πρόσθετος λόγος με τον οποίο αμφισβητείται η νομική βασιμότητα της αγωγής. Προσβάλλει το ίδιο με την έφεση κεφάλαιο. Τέτοιος λόγος έφεσης, ως αρνητικός της νομικής βασιμότητας της αγωγής, δεν υπόκειται στους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ. Αίτηση επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση κατ' άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επιστρέφεται ότι καταβλήθηκε, εκούσια ή με αναγκαστική εκτέλεση της αναιρεθείσας, στον αντίδικο και όχι οι παρακρατηθέντες από τον αιτούντα φόροι που αποδόθηκαν στο δημόσιο. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4660/2012 απόφαση Εφ Αθηνών).
Συνταξιοδότηση
Αποζημίωση, Συνταξιοδότηση.
0
Αριθμός 572/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο , Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ. Χ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Πετρωτό, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 941/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 119/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 941/2014 απόφασή του, καταδίκασε την αναιρεσείουσα σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, με τριετή αναστολή, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και δη τριών επί μέρους χρεών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε η αναιρεσείουσα νομοτύπως και εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως η οποία πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή, αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διαπράξεως του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Στη συνεχεία η ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε εκ νέου με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 (έναρξη ισχύος από 31.3.2011), που έχει ως εξής: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα μήνα, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από τον επισκοπούμενο Πίνακα Χρεών, αποδεικνύεται, τα χρέη της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης βεβαιώθηκαν στην Β’ Δ.Ο.Υ. Λάρισας την 4η-6-2008 για το υπ’ αριθμ.1 ποσού των 116.760,68 ευρώ και την 3η-12-2010 για τα υπ’ αριθμ. 2 και 3 χρέη ποσών των 46.879,57 ευρώ και 52.810,73 ευρώ αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις του Ν. 3220/2004, δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επί μέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου, και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους (δηλαδή πριν την 1/1/2004), εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν μετά από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, των 50.000 ευρώ και των 120.000 ευρώ αντίστοιχα, είναι ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, από εκείνες του άρθρου 3 παρ.1 του νέου Ν. 3943/2011 και δεν τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, οι τελευταίες του ν Ν. 3943/2011, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη, ενώ συγχρόνως διαφοροποιούνται και αυξάνονται και τα όρια του συνολικού χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Συνεπώς, για τα χρέη που ο χρόνος καταβολής τους έπεται της 1/1/2004, εφαρμοστέες είναι οι ως άνω ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις του Ν. 3220/2004, ενώ για πρόσθετα χρέη, ο χρόνος καταβολής των οποίων έπεται της 1/1/2004 και το δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδικάσεως της υποθέσεως μετά το άνω χρονικό διάστημα θα εφαρμοσθούν ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης, αλλά και περί επιβλητέας ποινής, και πάλιν οι ευνοϊκότερες σε κάθε περίπτωση διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, όπως αντικ. δια του άρθρου 34 παρ.1 περ.γ’ του Ν. 3220/2004 που προβλέπει ποινή φυλακίσεως ενός τουλάχιστον έτους, όταν το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ και όχι οι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις του άνω άρθρου, όπως αντικ. δια του προεκτεθέντος άρθρου 3 παρ.1 του Ν. 3943/31-3-2011, που προβλέπει αυστηρότερη ποινή φυλακίσεως ενός τουλάχιστον έτους, όταν το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσόν των 50.000 ευρώ και τουλάχιστον τριών ετών, όταν το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ. Τούτο δε διότι, σε περίπτωση συνδρομής χρεών βεβαιωθέντων, όπως στην προκειμένη περίπτωση ενός χρέους του 2008 και δύο χρεών της 1-11-2011, πριν και μετά την τροποποίηση του άρ. 25 εδ.γ’ του ν. 1882/1990 με το άρ. 3 παρ.1 του νέου ν. 3943/31-3-2011, ως προς τις προβλεπόμενες ποινές, ανάλογα των ποσών χρέους, ορθότερο κρίνεται να γίνεται υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο προϊσχύσαν ευμενέστερο δίκαιο(Ν. 3220/2004), σύμφωνα με το άρ. 2 ΠΚ και 7 παρ.1 β’ του Συντάγματος, το Δικαστήριο δε οφείλει να εφαρμόσει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις με τιμώρηση επιεικέστερη για ένα ενιαίο αδίκημα μη καταβολής του συνόλου των χρεών και δεν πρέπει να γίνει διάσπαση των χρεών, γιατί τότε θα είχαμε δύο συρρέοντα αδικήματα. Επομένως, αφού από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε την κατηγορουμένη ένοχη, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β’ του ΠΚ, για μη καταβολή τριών χρεών της προς το Δημόσιο, όχι κατ’ εξακολούθηση, και της επέβαλε για τα παραπάνω τρία χρέη, με χρόνους τελέσεως 1-12-2008 και 1-6-2011και 1-6-2011 αντίστοιχα, μία ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, με αναφορά στη σελ. 29 και εφαρμογή ενιαία και του προαναφερθέντος άρθρου 3 παρ.1 του νεότερου Ν. 3943/2011, που προβλέπει αυστηρότερο πλαίσιο ποινής φυλακίσεως, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και απέρριψε προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό της κατηγορουμένης και είναι βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Ήτοι πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει κατά τις διατάξεις της που αφορούν την επιβληθείσα ποινή. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αρ. αριθμ. 941/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, κατά τις διατάξεις της που αφορούν την επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα Χ. Χ. του Δ. ποινή. Και. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρέη προς το Δημόσιο. Δεκτή Αίτηση. Αναιρεί για διάταξη ποινής και Παραπέμπει. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικής διάταξης.
Παραπομπής Δικαστήριο
Αναιρέσεως παραδοχή, Αναίρεση μερική, Παραπομπής Δικαστήριο.
0
Αριθμός 571/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Χ. του Κ. και 2) Κ. Χ. του Γ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βρούχο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 61/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη Εταιρεία με την επωνυμία "Ο. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΕ", που εδρεύει στην Χαλκίδα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Δεκεμβρίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 81/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασµό των διατάξεων του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠΔ και των άρθρων 63, 64 και 68 του ιδίου Κώδικα, παράνοµη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νοµιµοποίηση του δικαιούχου, όχι δε και για πληµµέλειες της εκπροσώπησης ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά µε τον τρόπο και το χρόνο άσκησης και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ. Ήτοι παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής υπάρχει όταν ο πολιτικώς ενάγων δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ή αν δεν αποδεικνύει ότι νομιμοποιείται από τα προσαγόμενα υπ' αυτού έγγραφα νομιμοποίησης. Από την ως άνω απόλυτη ακυρότητα ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από τη µη προβολή αντίρρησης κατά της παράνοµης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος, αν από την ίδια τη διαδικασία προκύπτει έλλειψη νοµιµοποιήσεως, η οποία και ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Ειδικότερα κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για την αποζηµίωση και την αποκατάσταση από το έγκληµα ή και για την χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, µπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούµενους σύµφωνα µε τον Αστικό Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζηµίωση για την περιουσιακή ζηµία και το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Δικαιούχος της χρηµατικής αυτής ικανοποίησης είναι µόνο ο φορέας του δικαιώµατος ή εννόµου συµφέροντος που έχει προσβληθεί, ήτοι ο αμέσως παθών. Δικαίωµα παράστασης πολιτικής αγωγής έχουν και τα νοµικά πρόσωπα για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αφορά την πίστη και το κύρος του νοµικού προσώπου έναντι τρίτων. Η δήλωση παράστασης πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ να γίνεται από το νόµιµο εκπρόσωπο και να περιλαµβάνει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζηµία ή χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση δε νόμιμης μετατροπής και διαδοχής της παθούσας εταιρείας, σύμφωνα όμως με τις διατάξεις του νόμου(άρθρα 51 , 53 ν. 3190/1955 και 67 του ν. 2190/1920), που απαιτούν συμβολαιογραφικό τύπο και δημοσιότητα στο ΦΕΚ/ΑΕ και ΕΠΕ, γίνεται υπεισέλευση στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα και δικαιούχος παράστασης πολιτικής αγωγής είναι η διάδοχος της παθούσας εταιρεία. Στην προκειμένη περίπτωση προβάλλεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ανώνυμης εταιρείας "Ε… Ανώνυμη Εταιρεία Χαλυβουργικών Προϊόντων", απορριφθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου ως αβασίμου, της προβληθείσας από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους σχετικής ενστάσεως περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως ενεργητικά ανομιμοποίητης. Από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτά επισκοπούνται για διερεύνηση του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως προκύπτουν τα παρακάτω. Κατ'αρχήν, όπως δεν αμφισβητείται οι κατηγορούμενοι και κατά το κατηγορητήριο, συμβλήθηκαν με την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Ο. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΕ", με την από 27-12-2004 σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσώπευσης σε πώληση εμπορευμάτων αυτής και είσπραξη τιμημάτων από πελάτες, ως εντολοδόχοι και διαχειριστές, από την οποία και ανέκυψε η αποδιδόμενη σε αυτούς κακουργηματική υπεξαίρεση εισπραχθέντος συνολικού ποσού 81.960,67 ευρώ, κατ'εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 27-12-2004 μέχρι 27-9-2005, πράξη για την οποία και καταδικάστηκαν, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 δ' ΠΚ, σε φυλάκιση τεσσάρων ετών ο καθένας κατηγορούμενος, τη δε από 17-11-2005 μήνυση υπέβαλε αρμοδίως Α. Ο., ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της παραπάνω παθούσας Ο.Ε.. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, για την εν λόγω υπεξαίρεση δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής η άνω μηνύτρια, ως νόμιμη εκπρόσωπος όμως της εταιρείας με την επωνυμία Ε. Εμπορική ΑΕ", χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από πλευράς κατηγορουμένων και επιδικάστηκε η αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση στην άνω ΑΕ, ενώ στο δευτεροβάθμιο Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, που επαναλήφθηκε η ίδια δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και υποβλήθηκε ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, το άνω Εφετείο, απέρριψε την ένσταση αυτή ως αβάσιμη, με αιτιολογία ότι από τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει ότι η παθούσα εταιρεία με την επωνυμία "Ο. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΕ", μετετράπη νόμιμα σε ΑΕ με την επωνυμία Ε. Εμπορική ΑΕ", η οποία και κατήλθε νόμιμα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της άνω ΟΕ και έτσι νομιμοποιείται ενεργητικά σε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά των κατηγορουμένων. Όμως από τα προσκομιζόμενα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και δη από με αρ. 4727/14-6-2007 ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ, προκύπτει ότι απλώς καταχωρείται στο οικείο Μητρώο ΑΕ/ΕΠΕ ως το πρώτον ιδρυόμενη η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Ε. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σ. και Σ.", με δ.τ. Ε. ΑΕΕ" και όχι ως προερχόμενη από μετατροπή σε ΑΕ της παραπάνω ΟΕ. Με το με αρ. 12995/2012 ΑΕ/ΕΠΕ, η ανωτέρω ΑΕ, τίθεται υπό εκκαθάριση. Από το επικληθέν από την πολιτικώς ενάγουσα από 31-12-2012 πρακτικό συνεδρίασης των εκκαθαριστών της εταιρείας Ε. Εμπορική ΑΕ", με το οποίο εξουσιοδοτείται η ανωτέρω μηνύτρια, ως εκκαθαρίστρια, να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, ως πολιτικώς ενάγουσα και από το από 31-5-2013 Πρακτικό ΔΣ της εταιρείας Ε. Εμπορική ΑΕ", προκύπτει ότι αναφέρεται μεν ότι η εταιρεία Ε. Εμπορική ΑΕ", αποτελεί διάδοχο λόγω μετατροπής και μετονομασίας της εταιρείας με την επωνυμία "Ο. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΕ", πλην από τα παραπάνω επίσημα έγγραφα, τα ΦΕΚ ΑΕ/ΕΠΕ, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε η πολιτικώς ενάγουσα δεν προκύπτει ότι έγινε νομότυπα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις περί εταιρειών, η άνω μετατροπή της αρχικά παθούσας εταιρείας με την επωνυμία "Ο. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΕ" και η διαδοχή της εταιρείας αυτής από την εταιρεία Ε. Εμπορική ΑΕ", που παραστάθηκε στο ποινικό δικαστήριο. Επομένως, η στο ποινικό δικαστήριο δηλώσασα παράσταση πολιτικής αγωγής εταιρεία Ε. Εμπορική ΑΕ", δε νομιμοποιείται ενεργητικά σε παράσταση πολιτικής αγωγής, ως μη αμέσως παθούσα από τη δικαζόμενη υπεξαίρεση και μη προκύπτουσας νομότυπα μετατροπής και διαδοχής. Το ζήτημα δε αυτό ερευνάται όπως προεκτέθηκε και έπρεπε να ερευνηθεί και αυτεπάγγελτα από το ποινικό δικαστήριο, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι δεν προβλήθηκε αντίρρηση παράστασης στον πρώτο βαθμό και συνεπώς επήλθε από την εν λόγω παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το βάσιμο συναφή ταυτόσημο πρώτο λόγο αναιρέσεως και των δύο κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως. Μετά ταύτα, παρέλκουσας της εξέτασης των λοιπών λόγων αναιρέσεως, οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτές ως βάσιμες, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τον ανωτέρω λόγο στο σύνολό της και ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμό 61/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή.
0
Αριθμός 571/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Χ. (Χ.) Π. του Β., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Στεργιόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Φ. του Α., κατοίκου ..., 2) Π. Φ. του Α. και 3) Ν. Ζ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αφροδίτη Βαρδουνιώτου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/10/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείου .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 127/2009 μη οριστική, 119/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 353/2014 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/12/2014 αίτησή της και τους από 9/2/2015 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 966 και 967 ΑΚ προκύπτει ότι πράγματα κοινής χρήσεως είναι όσα, ύστερα από την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, έλαβαν τον προορισμό αυτό. Οι οδοί, σύμφωνα με την ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 967 ΑΚ περιλαμβάνονται μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων. Εξάλλου η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3155/1955 "περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών" εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας και δημιουργείται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών, αποκτά δε την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εκτός άλλων και από το νόμο, με πράξη της διοίκησης για ρυμοτομία και με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα ο τρόπος αυτός προβλεπόταν στο παλαιό και εφαρμοζόμενο στην ένδικη περίπτωση πολεοδομικό καθεστώς του Ν.Δ. της 17.7.1923 "περί σχεδίων πόλεων κλπ", σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του οποίου "... τα ρυμοτομικά σχέδια καθορίζουν, ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες: α) τας οδούς και πλατείας ... και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαιούντας κοινόχρηστους χώρους ...". Το περιεχόμενο του ρυμοτομικού σχεδίου του παλαιού πολεοδομικού καθεστώτος του εν λόγω ΝΔ ήταν απλοϊκό και περιορισμένο και περιελάμβανε τους οικοδομήσιμους χώρους (ιδιωτικούς και κοινωφελείς) και τους κοινόχρηστους χώρους και δη οδούς και πλατείες, καθώς και πάρκα και άλση. Συνήθως από το κείμενο του ΠΔ που εγκρίνει το ρυμοτομικό σχέδιο ή το ρυμοτομικό διάγραμμα που συνδημοσιεύεται με το ρυμοτομικό διάταγμα αυτό, προκύπτει, όχι μόνο ο κοινόχρηστος ή μη χαρακτήρας της συγκεκριμένης έκτασης που εντάσσεται στο σχέδιο, αλλά και η περαιτέρω χρήση του κοινόχρηστου χώρου, δηλαδή ενός από τους ως άνω ενδεικτικά αναφερόμενους. Για την απόκτηση του χώρου (οδού, πλατείας, πάρκου κλπ) δεν αρκεί η κήρυξη της απαλλοτρίωσης, με την οποία ισοδυναμεί η έγκριση του σχεδίου με την οικεία διοικητική πράξη, αλλά απαιτείται και συντέλεση της απαλλοτρίωσης προκειμένου ο κοινόχρηστος χώρος (ρυμοτομούμενος) να δοθεί στην κοινή χρήση, θεωρείται δε συντελεσθείσα η απαλλοτρίωση αυτή και στην περίπτωση που ο επισπεύσας την έγκριση του σχεδίου που ήταν ιδιοκτήτης των ορισθέντων ως κοινοχρήστων χώρων, παραιτείται από την κυριότητα νομή και κατοχή και από οποιοδήποτε δικαίωμα επί των εδαφικών εκτάσεων που οι χώροι αυτοί καταλαμβάνουν, ώστε να επιτύχει με την εφαρμογή του σχεδίου την διαίρεση των υπολοίπων εκτάσεών τους. Στην περίπτωση αυτή, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1 § 1, 4, 6 και 8 του Ν. 690/48, οι εδαφικές αυτές εκτάσεις, τις οποίες το σχέδιο της ρυμοτομίας καθόρισε ως κοινόχρηστους χώρους θεωρείται ότι περιήλθαν στην προβλεπόμενη από το σχέδιο ρυμοτομίας κοινή χρήση, αφότου αυτό εγκρίθηκε. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 70 του παραπάνω ΝΔ τα ρυμοτομικά σχέδια ή οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η πράξη αυτή κατά το μέρος που αφορά στον καθορισμό μιας περιοχής ως οικιστικής, τον παρεπόμενο ορισμό των οικοδομήσιμων και των κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων και τις συναφείς ρυμοτομικού χαρακτήρα διαρρυθμίσεις, αποτελεί γενική ατομική διοικητική πράξη. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, που πρέπει να ερμηνευθούν ενόψει της σημασίας των ρυμοτομικών σχεδίων, των επιπτώσεών τους τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των πληττομένων ιδιοκτητών, δεν αρκεί για την κατάλυση μιας ρυμοτομικής ρύθμισης μόνη η συνδρομή των λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την άρση της, αλλά χρειάζεται, σύμφωνα άλλωστε και με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η έκδοση αντίθετης διοικητικής πράξης από την αρμόδια αρχή. Εξάλλου με την καθιέρωση του πράγματος ως κοινοχρήστου αποκτάται η εξουσία του κοινού να το χρησιμοποιεί. Με τη χρήση αυτή δεν αποκτάται η νομή και κατοχή του πράγματος, γιατί δεν προσπορίζεται άμεση εξουσία επί του κοινοχρήστου, αλλά ένα ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του χρήστη, το οποίο προσβάλλεται σε περίπτωση παρεμποδίσεως της εν λόγω χρήσεως, και είναι προστατευτέο από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α του ΑΚ, κατά το οποίο "όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναλειφθεί στο μέλλον". Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου ή ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται δηλαδή, για να καταστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, η δε με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ'ανάγκη και αφόρητων συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον, που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για τον δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 § 1 του ΚΠολΔικ. αναίρεση κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ'αυτό αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την ενώπιον του Ειρηνοδικείου ... ασκηθείσα αγωγή των αναιρεσιβλήτων και κατά τη σωρευθείσα και αφορώσα την ένδικη αναίρεση βάση της, περί προσβολής της προσωπικότητάς τους λόγω της στερήσεως χρήσεως κοινοχρήστου δημοτικού δρόμου. "Οι εφεσίβλητοι τυγχάνουν εφεσίβλητοι τυγχάνουν συγκύριοι, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο 1ος και σε ποσοστό 25% ο καθένας από τους λοιπούς, του υπ' αριθμ 74 οικοπέδου, επιφανείας 1046,26 τμ, κείμενου εντός του εγκεκριμένου με την υπ' αριθμ 31546/7-10-1970 απόφαση του Νομάρχη Κορινθίας (ΦΕΚ Δ' 246/22-10-1970) ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας ... του τ. Δήμου ... στη θέση "..." και στο ΟΤ … . Οι εφεσίβλητοι απέκτησαν το ακίνητο αυτό κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά δυνάμει του υπ' αριθμόν .../2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας-Κλεοπάτρας Παπαρρηγοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... (τ. ... αρ. 123), από τον Σ. Ξ.. Εξάλλου, η εκκαλούσα έχει στην κυριότητα της το υπ'αρ. 86 οικόπεδο του όμορου ΟΤ …, εκτάσεως 1014,35 τμ., το οποίο περιήλθε σε αυτήν δυνάμει του υπ' αριθμόν .../1976 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Αλεξανδρόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Αμφότερες οι ιδιοκτησίες αποτελούν τμήματα μείζονος έκτασης 451.919 τμ που ανήκε στον "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΔΕΗ" και αποτυπώνεται στο από 10-6-1975 διάγραμμα εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδίου του τοπογράφου μηχανικού Ι.Α., ο οποίος (Συνεταιρισμός) υπήγαγε την έκταση αυτή στο ανωτέρω ρυμοτομικό σχέδιο διαμορφούμενων 56 οικοδομικών τετραγώνων και 241 οικοπέδων, ελαχίστου εμβαδού 1000 τμ, καθώς και κοινόχρηστων χώρων (οδών, πλατειών κλπ) .Μεταξύ των ιδιοκτησιών των διαδίκων και ειδικότερα βορειοανατολικά του ακινήτου των εφεσιβλήτων και νοτιοδυτικά του ακινήτου της εκκαλούσας παρεμβάλλεται η δημοτική οδός "...", πλάτους 8μ., η οποία απέκτησε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της από της εγκρίσεως κατά το έτος 1970 -κατά τα ανωτέρω- του ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας ... . Επίδικα είναι τα εξής δύο τμήματα: α) Τμήμα της ως άνω οδού εμβαδού 442,67 τμ, το οποίο αποτυπώνεται στο από Σεπτεμβρίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Χ.Κ. με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-γ-β-α-Ρ-Σ-Τα-Α και β) τμήμα του ακινήτου των εφεσιβλήτων εμβαδού 7,65 τμ ,όπως αυτό εμφαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία γ-β-α-ε-δ-γ ,τα οποία η εκκαλούσα έχει συμπεριλάβει στον αύλειο χώρο της ιδιοκτησίας της κατά την οριοθέτηση και περιτοίχιση αυτής, όταν προέβη στην ανοικοδόμηση του ακινήτου της και περί το έτος 1993. Διατείνεται περαιτέρω η εκκαλούσα ότι τα ανωτέρω τμήματα της ανήκουν κατά κυριότητα και προβάλλει περαιτέρω την σχετική ένσταση ιδίας κυριότητας επ' αυτών. Η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού όμως δεν αποδείχθηκε. Και τούτο, διότι αφενός τα επίδικα τμήματα δεν περιλαμβάνονται στον ως άνω τίτλο ιδιοκτησίας της εκκαλούσας, αφετέρου διότι η ανωτέρω δημοτική απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου με πράξη της διοικήσεως για ρυμοτομία και τη συντέλεσή της σύμφωνα με το νόμο περί σχεδίων πόλεων και ως τέτοια υφίσταται από την εγκρίσεως του διαγράμματος εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας ... του τ. Δήμου ... με την υπ' αριθμ 31546/7-10-1970 απόφαση του Νομάρχη Κορινθίας που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Δ'246 στις 22-10-1970 και μόνο με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να απολέσει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της με νεώτερη τροποποίηση αυτού κλπ. Επομένως, η εκκαλούσα, η οποία έχει ενσωματώσει στην ιδιοκτησία της τα ανωτέρω επίδικα τμήματα, τα οποία αποτελούν μέρος της κοινόχρηστης οδού "..." (το πρώτο) και του ακινήτου των εφεσιβλήτων (το δεύτερο), επεκτείνοντας αντίστοιχα την ιδιοκτησία της, δεν κατέστη ποτέ κυρία των επιδίκων εδαφικών αυτών λωρίδων ούτε με παράγωγο ούτε με πρωτότυπο τρόπο. Ισχυρίζεται ακόμα η εκκαλούσα ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων ασκήθηκε με την αγωγή κατά κατάχρηση δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, επειδή, όπως ρητώς αναφέρεται στο υπ' αρ. .../2003 συμβόλαιο με το οποίο κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου τους, παρέλαβαν αυτό ανεπιφύλακτα, αφού εξέτασαν την πραγματική του κατάσταση και το βρήκαν της απολύτου αρεσκείας τους και επομένως αποδέχθηκαν τυχόν ελαττώματα αυτού. Ο ισχυρισμός της αυτός κρίνεται απορριπτέος καθόσον κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, πρέπει να προκύπτει είτε από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, περιστάσεις που δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Αντίθετα, εν προκειμένω η με την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε με υπαιτιότητα της εκκαλούσας, που δεν εφάρμοσε ορθά τον τίτλο ιδιοκτησίας της σε βάρος κοινοχρήστου χώρου και όμορης ιδιοκτησίας μετά και από αντιστάθμισή της προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί και η οποία (ανατροπή) άλλωστε δεν συνεπάγεται για την εκκαλούσα επαχθείς συνέπειες, καθότι το συνολικώς καταληφθέν τμήμα είναι ελεύθερο -μη οικοδομημένο, κρίνεται, επιβεβλημένη και ουδόλως καταχρηστική". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε ομοίως κρίνει ως ουσιαστικά βάσιμη τη συρρέουσα περί προσβολής της προσωπικότητας λόγω της στερήσεως χρήσεως κοινοχρήστου δημοτικού δρόμου βάση της αγωγής, που αποτελεί και αντικείμενο της αναιρέσεως, καθόσον η άλλη αγωγική βάση περί διεκδικήσεως εδαφοτεμαχίου 7,65 τμ, που ομοίως γίνεται δεκτή δεν πλήττεται αναιρετικά, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις περί σχεδίου πόλεως και ρυμοτομίας του ΝΔ της 17-7/16.8.1923 και του ΝΔ 690/1948, καθώς και των άρθρων 57 και 281 ΑΚ, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού. Ειδικότερα, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, ο επίδικο δρόμος απέκτησε την ιδιότητά του ως κοινοχρήστου με πράξη της διοικήσεως για ρυμοτομία και ως κοινόχρηστος δρόμος υφίσταται από της εγκρίσεως του διαγράμματος του ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας ... του τέως Δήμου ..., με την υπ' αριθμ. 31546/7.10.1970 απόφαση του Νομάρχη Κορινθίας (παραιτηθέντος νομότυπα του Οικοδομικού Συνεταιρισμού και υπέρ της Κοινότητας της κυριότητας των κοινοχρήστων χώρων) και μόνο με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να απωλέσει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του, ήτοι με νεώτερη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και με την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία και όχι με την εκ των πραγμάτων διαμορφωθείσα διαφορετική κατάσταση, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, εκτός εάν και πάλι με βάση την πραγματική αυτή κατάσταση γινόταν τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο σχηματισμός δρόμου διαφορετικού από εκείνον που ορίζει το ρυμοτομικό σχέδιο, οδηγεί στον σχηματισμό εντός του σχεδίου πόλεως κοινόχρηστου χώρου από ιδιωτική βούληση, πράγμα το οποίο, κατά το άρθρο 20 του ΝΔ της 17.7/16.8.1923 απαγορεύεται, εκτός αν πρόκειται για δρόμο υφιστάμενο πριν από την έναρξη του νόμου αυτού (ΑΠ 913/2014). Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι από τη στέρηση της χρήσεως του κοινοχρήστου αυτού δρόμου προσβάλλεται η προσωπικότητα των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, η άσκηση του δικαιώματος των οποίων δεν υπερβαίνει τα όρια του 281 ΑΚ. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ δύο λόγοι της αναιρέσεως καθώς και ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ.β του άρθρου 560 ΚΠολΔικ λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα εναγομένη κατέλαβε τον επίδικο δρόμο, ενώ καμία κατάληψη του εκ των πραγμάτων διαμορφωθέντος δρόμου δεν έχει γίνει και οι αναφορές της από Μαρτίου 2010 πραγ/νης της τοπογράφου Α. Π. που υιοθετήθηκαν αφορούν σε δρόμο που είναι αποτυπωμένος στο ρυμοτομικό σχέδιο, το οποίο δεν έχει εφαρμοσθεί, ενώ ο εκ των πραγμάτων διαμορφωθείς δρόμος υφίστατο πριν από το 1980 και προτού αυτή να ανοικοδομήσει στο οικόπεδό της. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του ούτε σε διδάγματα κοινής πείρας αφορούν, αλλά ούτε και σε κανόνα δικαίου που με βάση αυτά πρέπει να ερμηνευθεί ή σε πραγματικά περιστατικά που πρέπει να υπαχθούν στον, κατ' αυτόν τον τρόπο, ερμηνευθέντα κανόνα. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔικ. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.12.2014 και τους από 9.2.2015 προσθέτους λόγους της Χ. (Χ.) Π. του Β. κατά των Α. Φ. του Α., Π. Φ. του Α. και Ν. Ζ. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 353/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι οδοί περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 967 ΑΚ κοινόχρηστα πράγματα, δημοτική δε ή κοινοτική οδός, σύμφωνα με το αρθ 4 του ν.3155/1955 «περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών» χαρακτηρίζεται εκείνη που δημιουργείται μέσα στα διοικητικά όρια του δήμου ή της κοινότητας. Ο δρόμος αποκτά την ιδιότητα του κοινοχρήστου και με πράξη της διοικήσεως για ρυμοτομία και τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως. 2 παρ 1 ΝΔ της 17.7.1923. Συντελείται η απαλλοτρ και όταν ο επισπεύσας την έγκριση του σχεδίου, που ήταν ιδιοκτήτης των ορισθέντων ως κοινοχρήστων χώρων παραιτείται από οποιοδήποτε δικαίωμα επί των εκτάσεων αυτών οπότε κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1 Ν 690/48θεωρείται ότι περιήλθαν στην κοινή χρήση από της εγκρίσεως του σχεδίου. Τα ρυμοτομικά σχέδια εγκρίνονται με ατομική διοικητική πράξη και μόνο με τον ίδιο τρόπο ανακαλούνται. Με την καθιέρωση του πράγματος ως κοινοχρήστου αποκτάται η εξουσία του κοινού να το χρησιμοποιεί. Δεν αποκτάται δε με τη χρήση αυτή η νομή και κατοχή, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα προστατευτέο κατά 57 ΑΚ. 281 Κατάχρηση δικαιώματος. Διδάγματα κοινής πείρας. Πότε δημιουργείται αναιρετικός λόγος.
Προσβολή προσωπικότητας
Πράγματα κοινόχρηστα, Προσβολή προσωπικότητας.
2
Αριθμός 572/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/3/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Φιλιατών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 28/4/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη σημερινή συζήτηση της υποθέσεως και κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, από δε την υπ’ αριθμ. ...26-1-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Θ. Ρ., που αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας, προκύπτει ότι επισπεύδων τη συζήτηση είναι αυτός (απολιπόμενος αναιρεσίβλητος), με επιμέλεια του οποίου επιδόθηκε στο παριστάμενο αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο κλήση για συζήτηση για την σημερινή δικάσιμο, μάλιστα δε ως εκ περισσού και αντίγραφο του δικογράφου της αναιρέσεως (άρθρ. 568 παρ. 4 εδ. 2 ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η συζήτηση θα προχωρήσει ως να ήταν και αυτός (αναιρεσίβλητος) παρών. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1069 ΑΚ, το έδαφος που προστίθεται από τον ποταμό λίγο-λίγο και ανεπαίσθητα σε παραποτάμιο κτήμα (πρόσχωση), ανήκει στον κύριο του κτήματος. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει την περίπτωση κτήσης κυριότητας από ιδιοκτήτη παραποτάμιου κτήματος, δηλαδή κτήματος που βρίσκεται σε επαφή με ποταμό, πλεύσιμο ή όχι, στις περιπτώσεις μεταβολής του ποταμού. Η προσθήκη του εδάφους πρέπει να γίνεται εξακολουθητικά, βαθμιαία και ανεπαίσθητα. Η κτήση της κυριότητας είναι πρωτότυπη και επέρχεται αυτοδίκαια, δηλαδή, με μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, χωρίς να χρειάζεται κάποια πράξη της πολιτείας ή καταβολή αποζημίωσης από αυτόν που αποκτά την κυριότητα Δικαιολογητικός λόγος της ρυθμίσεως είναι η αντιστάθμιση της ζημιάς του παράχθιου ιδιοκτήτη από τη ροή του ποταμού δίπλα στο κτήμα του και το ότι, ούτως ή άλλως, δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί από ποιό κτήμα προέρχονται τα υλικά, με τα οποία γίνεται η πρόσχωση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτά, να τα διεκδικήσει συγκεκριμένος κύριος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 παρ. 1 του ΑΚ, η κοίτη ποταμού μη πλευσίμου που εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες παραποτάμιων κτημάτων γίνονται κύριοι του εδάφους της κοίτης μη πλευσίμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε οριστικά, είτε από φυσικά αίτια, είτε, προ του ν. 116/1975, ο οποίος με το άρθρο 1 αυτού τροποποίησε σιωπηρά την εν λόγω διάταξη του 1072 παρ. 1 ΑΚ, από τεχνικά έργα του Δημοσίου (Ολ. ΑΠ ...1990). Περαιτέρω από την προπαρατιθέμενη διάταξη (ΑΚ 1072 παρ. 1), σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι ο μη πλεύσιμος ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή και το καταλαμβανόμενο από την κοίτη του έδαφος είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα που ανήκαν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και ότι προϋπόθεση της εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως, είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων, τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη" της κοίτης του ποταμού, κατά την αληθινή έννοια της εν λόγω διατάξεως, νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της παλαιάς κοίτης αυτού, με τον σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, που συχνά δεν έχει διάρκεια. Συνεπώς αν η κοίτη μη πλευσίμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσας κοίτης του ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1072 παρ. 1 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 24/2001). Η απόκτηση της κυριότητας της εγκαταλειφθείσας κοίτης γίνεται όπως και στην περίπτωση του 1069 ΑΚ αυτοδίκαια και επομένως εσφαλμένα χρησιμοποιείται ο όρος "προσκύρωση" αφού η τελευταία προϋποθέτει πράξη της πολιτείας. Τέλος από τη διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, η οποία ευθεία παράβαση υπάρχει αν αυτός εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ θα έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που, ανελέγκτως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του αναιρεσιβλήτου λόγω προσχώσεως σε παρακείμενο παραποτάμιο κτήμα του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων είναι κύριος ενός ακινήτου εμβαδού 5.320 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιφέρειας του ΔΔ ... του Δήμου Φιλιατών και συνορεύει βόρεια με αγροτικό δρόμο και αρδευτικό αυλάκι, ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Λ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Π. και νότια με το επίδικο ακίνητο. Το ακίνητο αυτό, όπως αποτυπώνεται στο από 24-6-1971 σχεδιάγραμμα της Δ/νσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπ. Γεωργίας με αριθμό…, παραχωρήθηκε ως κλήρος στον πατέρα του ενάγοντος, Η. Κ. ή Κ., δυνάμει του με αριθμό ...16-4-1981 τίτλου της: Δ/νσης: Γεωργίας Θεσπρωτίας, ύστερα από αναδασμό που πραγματοποιήθηκε στην εποικιστική περιοχή του αγροκτήματος ..., αντί του υπ’αριθμόν ... αγροτεμαχίου διανομής έτους 1957, εμβαδού 5.700 τ.μ., που του είχε παραχωρηθεί βάσει του με αριθμό ...1962 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Ειρηνοδικείου Φιλιατών. Ο Η. Κ. ή Κ. απεβίωσε στις 8-3-1972 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλειπε ως μοναδικούς κληρονόμους του τα τέκνα του Ν., Μ., Ε. και τον ενάγοντα, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’αυτούς κληρονομιά δυνάμει της με αριθμό ...13-7-1989 πράξης της συμβ/φου Φιλιατών Χρυσάνθης Στάθη, οι 3 πρώτοι και δυνάμει της με αριθμό ...1996 πράξη της ίδιας συμβ/φου, ο ενάγων, η οποία πράξη μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φιλιατών, στον τόμο … και με αυξ. Αριθμό…, με αποτέλεσμα να καταστούν κύριοι του ακινήτου σε ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Στη συνέχεια οι Ν. Κ., Μ. Κ. και -Ε. Κ., δυνάμει του με αριθμό ...14-10-1996 συμβολαίου της προαναφερόμενης συμβ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φιλιατών στον τόμο … και με αριθμό … μεταβίβασαν στον ενάγοντα λόγω δωρεάς τα προαναφερόμενα ποσοστά τους, με αποτέλεσμα να καταστεί ο τελευταίος αποκλειστικός κύριος του ακινήτου. Το επίδικο ακίνητο εμβαδού 1035 τμ (1065 τμ κατά τον ενάγοντα) βρίσκεται, στην παραπάνω θέση και συνορεύει βόρεια με το προπεριγραφόμενο ακίνητο του ενάγοντος, νότια και δυτικά με τον μη πλεύσιμο ποταμό ... και ανατολικά με ιδιοκτησία Λ., όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Δεκέμβριο 2002 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού Α. Κ. με τα στοιχεία ΑΒΓΔΖΗΘΑ, που συνοδεύει την με ίδια ημερομηνία τεχνική έκθεση της ιδίας. Τμήμα του προπεριγραφόμενου επιδίκου, εμβαδού 835 τμ. με τα στοιχεία ΑΒΕΖΗΘΑ του ως άνω τοπογραφικού, το Γραφείο της Δ/νσης Αγροτικής Ανάπτυξης Ν. Α Θεσπρωτίας χαρακτηρίζει ως χερσαία έκταση αγνώστου ιδιοκτήτη. Από το τμήμα αυτό, έκταση 534,60 τμ με τα στοιχεία ΑΒΕΖΑΜΑ ανήκει,, σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση, σε άγνωστο ιδιοκτήτη, και δημιουργήθηκε, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το περιεχόμενο των προτάσεων του εναγόμενου, από προσχώσεις του προαναφερόμενου ποταμού και συνεπώς ανήκει στον ενάγοντα ο οποίος είναι ιδιοκτήτης του παρόχθιου ακινήτου (άρθρο 1069 ΑΚ). Η δε υπόλοιπη έκταση των 300,40 τ.μ. με τα στοιχεία ΛΗΘΜΑ, αποτελεί, σύμφωνα με την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση, εγκαταληφθείσα κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού ..., ήτοι κοιλότητα της επιφάνειας του εδάφους στην οποία έρρεαν τα νερά του προαναφερόμενου ποταμού μέχρι το έτος 1964 όταν συνεπεία νομίμων τεχνικών έργων που έγιναν από το Ελληνικό Δημόσιο για μετατόπιση της κοίτης, τα νερά εγκατέλειψαν την μέχρι τότε κοίτη και βρήκαν άλλη με αποτέλεσμα σήμερα η νέα κοίτη να βρίσκεται μεταξύ της νέας κοίτης και του προαναφερόμενου παραποτάμιου κτήματος του ενάγοντος. Επομένως, αποδεικνύεται ότι εν προκειμένω, πρόκειται για πλήρη και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της παλαιάς κοίτης που έχει προοπτική σταθερότητας και διάρκειας. Η παλαιά αυτή κοίτη αποτελεί το επίδικο τμήμα των 300,54 τ. μ. και κατά συνέπεια ανήκει στον ιδιοκτήτη του παρόχθιου κτήματος, ήτοι τον ενάγοντα (άρθρο 1072 ΑΚ) καθώς περιλαμβάνεται μεταξύ των γραμμών που αρχίζουν από κάθε άκρη της πλευράς του ως άνω παραποτάμιου ακινήτου του ενάγοντος και καταλήγουν στην ανωτέρω νέα κοίτη του μνησθέντος ποταμού ..., των φερομένων (γραμμών) όμως καθέτως προς τη νοητή γραμμή αγομένη κατά μήκος και στο μέσο της εγκαταληφθείσας παλαιάς κοίτης (επιδίκου) του διαληφθέντος ποταμού (βλ. Μπαλή, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ. 84, σελ. 209). Η παραπάνω έκταση των 835 τ.μ. δεν υπήρξε ποτέ εγκαταλελειμμένη ή αδέσποτη, αλλά κατέχονταν από το έτος 1962 από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος και στη συνέχεια, μετά το θάνατό του, από τον ενάγοντα, οι οποίοι ασκούσαν σ’ αυτή όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της πράξεις νομής και κατοχής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα και συγκεκριμένα την καθάριζαν και την καλλιεργούσαν με καλαμπόκι και τριφύλλι. Εξάλλου, από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι τμήμα του επιδίκου, εμβαδού 130 τ.μ., με τα στοιχεία ΒΓΔΕΒ, είναι η απόληξη κοινοχρήστου αγροτικού δρόμου που κατασκευάστηκε με τον αναδασμό του 1968, ενώ ένα ακόμη τμήμα του εμβαδού 70 τ.μ., με τα στοιχεία ΔΕΖΔ και αριθμό τεμ. ... αποτελεί τμήμα ρέματος που ανήκει στην Κοινότητα ..., σύμφωνα με την ...6-3-1992 απόφαση Νομάρχη. Τα δύο (2) αυτά τμήματα, συνολικού εμβαδού 200 τ.μ., πέραν των 835 τμ που προαναφέρθηκαν και ανήκουν στον ενάγοντα, βρίσκονται εντός Αγροκτήματος ... και διαχειρίζονται από τη Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης Ν.Α Θεσπρωτίας. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, όμορου ιδιοκτήτη του επιδίκου, που μετά βεβαιότητος καταθέτει για πράξεις νομής στο επίδικο και ενισχύονται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης ο οποίος καταθέτει ότι: " Το επίδικο συνορεύει με το ποτάμι, η έκταση αυτή δημιουργήθηκε από προσχώσεις του ποταμού ... και ο Κ. κάθε πρόσχωση που γινόταν την καλλιεργούσε με καλαμπόκι..." αλλά και από την από Δεκεμβρίου 2002 τεχνική έκθεση, το σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα της Α. Κ. και τις με αριθμούς ...1982 και ...1983 αποφάσεις του Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, αντίστοιχα, που εν προκειμένω λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 1 ν. 116/75, που τροποποιεί σιωπηρά το άρθρο 1072 ΑΚ, κατά το οποίο η συνεπεία τεχνικών έργων αποκαληφθείσα ή εγκαταληφθείσα κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου ανήκει στο Δημόσιο (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’άρθρο ερμηνεία, άρθρο 1072, σελ. 537) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω καθώς μια τέτοια αναδρομική εφαρμογή θα επέφερε στέρηση ιδιοκτησίας ακινήτου άνευ αποζημιώσεως (Εφ.ΑΘ. 5617/1978 ΝοΒ 28, 304). Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, ο ενάγων έχει καταστεί με πρωτότυπο τρόπο κύριος τμήματος του επιδίκου, εμβαδού 835 τ.μ.". Ακολούθως το Εφετείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος που είχε εκκληθεί, απορρίπτοντας, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την έφεση του, εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως, εναγομένου αναιρεσείοντος Δημοσίου. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί πρωτοτύπου και αυτοδίκαιου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεις των άρθρων 1069 και 1072 παρ. 1 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο ενάγων είναι κύριος παραποτάμιου κτήματος επιφανείας 5320 τμ του οποίου η δυτική και νότια πλευρά ήδη συνορεύει με το αποτελέσαν αντικείμενο της εφέσεως επίδικο επιφανείας 835 τμ, τμήμα του οποίου επιφανείας 534,60 τμ έχει προέλθει από προσχώσεις του ποταμού ... που ήταν το αρχικό όριο του μεγαλυτέρου ακινήτου και τμήμα 300,40 τμ από την εγκαταλειφθείσα κοίτη του ίδιου ποταμού που το 1964 λόγω τεχνικών έργων του Δημοσίου προγενέστερα της ισχύος του ν.116/1975 μετατοπίστηκε και δημιουργήθηκε νέα, η δε εγκατάλειψη αυτή (της παλαιάς κοίτης) είναι πλήρως και ολοκληρωτική, με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔικ τρείς λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο παραβίασε την ορίζουσα τα κοινόχρηστα πράγματα διάταξη του άρθρου 967 ΑΚ με το να δεχθεί ότι ο επίμαχος ποταμός είναι μη πλεύσιμος, ενώ στο σημείο που είναι το επίδικο αυτός είναι πλεύσιμος, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ...29-5-2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της ΝΑ Θεσπρωτίας, είναι απαράδεκτες γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως της επικαλουμένης διατάξεων αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ιδιαίτερα του περιεχομένου του επικαλουμένου εγγράφου και συνακόλουθα πλήττουν την ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία κατά την αναφερομένη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Το ίδιο ισχύει και ως προς τις αιτιάσεις του δεύτερου λόγου κατά τις οποίες το επίδικο, παρά τα αντιθέτως δεκτά γενόμενα, ήταν εγκαταλελειμμένο ή αδέσποτο, καθώς και του τρίτου κατά τις οποίες το προς βορράν του επιδίκου μεγαλύτερο ακίνητο του ενάγοντος δεν ήταν παραποτάμιο. Ενόψει τούτων και οι τρεις λόγοι, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-4-2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Ε. Κ. του Η., για αναίρεση της υπ’αριθμ. 22/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1069 και 1072 ΑΚ. Το έδαφος ου προέρχεται από πρόσχωση ανήκει στον κύριο του παραποτάμιου κτήματος. Η κτήση της κυριότητας είναι πρωτότυπη και επέρχεται αυτοδίκαια. Η εγκαταλειφθείσα κοίτη μη πλευσίμου ποταμού, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων Η εγκατάλειψη πρέπει να είναι οριστική και μόνιμη και μπορεί να έγινε είτε από φυσικά αίτια ή προ του ν. 116/1975 από τεχνικά. 560 παρ 1α. Οι λόγοι που υπό την επίφαση της παραβιάσεως κανόνα ουσιαστικού δικαίου πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου απορρίπτονται ως απαράδεκτοι.
Αγωγή αναγνωριστική
Αγωγή αναγνωριστική.
1
Αριθμός 573/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμος Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λατομείων Μαρμάρου Δ. Π. και Τεχνικών Ξενοδοχειακών Γεωργικών Μεταφορικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων και Αντιπροσωπειών", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γκούμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2976/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 3542/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 31/10/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με δε την πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία, με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξη της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφίων, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.) γιατί αυτά περιερχόντουσαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17.11.1836 Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης [(που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 ΒΔ (ΦΕΚ 15/1838),] του από 4/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της υπ’ αριθμ.... της 1/13.11.1835 διαταγής των επί του Βασ. Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικίων, από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του Β Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836,με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτης σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Αλλά και οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής, που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του ανωτέρω Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικρατείας και από τον Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (Ολ. ΣτΕ 1251,1252/1975). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ.(7.39), 9 παρ.1 Πανδ.(50.14), 2 παρ.20 Πανδ.(41.4) 6 Πανδ.(44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ.(23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιόγονα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν.27 πανδ.(18.1), 10,15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ.(41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ.(51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Εξ ετέρου η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από χρησικτησία για να μη στερείται νόμιμης βάσης και να δημιουργείται έτσι ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγους αναίρεσης, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή των δικαιοπαρόχων του, των οποίων το χρόνο χρησικτησίας προσμετράει στο δικό του, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ούτε των επί μέρους πράξεων που ο κάθε δικαιοπάροχος διενήργησε μέσα στο χρόνο αυτό, αλλά ούτε και η ιδιαίτερη αναφορά στο πρόσωπο του καθενός από τους δικαιοπαρόχους αυτούς του στοιχείου της καλής πίστης (για τον χρόνο που αυτή χρειαζόταν). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης επί των 9/10 εξ αδιαιρέτου τριών δασοτεμαχίων, εκτάσεως 2270,1700 και 590 στεμμάτων, που αποτελούν τμήματα μεγαλυτέρου ακινήτου, επιφανείας 50.900 στρεμμάτων, η οποία (αγωγή) και μετά από επικύρωση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή από την προσβαλλομένη απόφαση, τόσο κατά την κύρια, από παράγωγο, όσο και από την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία κτήση της κυριότητας, βάσεις της. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι τα επίδικα είναι τρία δασοτεμάχια με την προαναφερθείσα επιφάνεια, που αποτελούν τμήματα του έχοντος συνολική επιφάνεια 50.900 στρεμμάτων δασοκτήματος "...", τα οποία (δασοτεμάχια) η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και κατά ποσοστό 9/10 εξ αδιαιρέτου, απέκτησε με παράγωγο τρόπο, στηριζόμενο σε συνεχή σειρά αλλεπαλλήλων διαδοχών, με νόμιμα ματαγεγραμμένους τίτλους, μέχρι τον Α. Η. που απέκτησε το εμπεριέχον και τα επίδικα μεγαλύτερο ακίνητο το 1883 και τα παιδιά του Θ. και Η. Η. που το απέκτησαν το 1903, οι οποίοι προσέτι κατέστησαν κύριοι και με έκτακτη χρησικτησία υπό τους όρους του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθόσον νεμήθηκαν το ακίνητο αυτό από τους προαναφερθέντες χρόνους, και μέχρι το 1903 ο πρώτος και το 1935 και 1964 αντίστοιχα οι λοιποί, ενώ και αν ακόμη το ακίνητο αυτό ήταν δημόσιο κτήμα, η τυχόν κυριότητα του Δημοσίου είχε καταλυθεί λόγω συμπληρώσεως της απαιτούμενης 30ετούς καλόπιστης νομής στις 11.9.1915, η οποία καλόπιστη νομή (και για όσο χρόνο αυτή χρειαζόταν) εδικαιολογείτο από το ότι στις κηρυχθείσες εκτελεστές υπ’ αριθμ. ...13.2.1842 και ...11.12.1836 αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής (που συστήθηκε με την από 27-6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως) με τις οποίες εγκρίθηκαν οι γενόμενες, με χοτζέτια, πωλήσεις των δύο ομόρων ακινήτων που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο δασόκτημα των 50.900 στρεμμάτων από τους αποχωρούντες Οθωμανούς προς τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας Κ. Ζ. και Ι. Π., αναφερόταν ότι επί των εν λόγω ομόρων δασοκτημάτων δεν υπάρχουν δικαιώματα του Δημοσίου. Ότι επικουρικά η εφεσίβλητη απέκτησε την κατά τα 9/10 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, η οποία επιτρεπόταν, εφόσον τα επίδικα δεν ήταν δημόσια κτήματα ή και αν ακόμη ήταν είχαν εκφύγει της κυριότητας του Δημοσίου λόγω συμπληρώσεως μέχρι της 11.9.1915 της απαιτουμένης κατά τους όρους του ΒΡΔ έκτακτης χρησικτησίας και ότι συνακόλουθα η αναιρεσίβλητη, που είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής εικοσαετή κατά του ΑΚ νομή με την προσμέτρηση όπου απαιτείτο και της νομής των δικαιοπαρόχων της, είχε καταστεί κυρία και με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο".Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως της κυριότητας, επί ακινήτου, διατάξεις, του ισχύοντος και προϊσχύσαντος δικαίου, αφού διέλαβε σ αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα, τα οποία ήταν ικανά να προσπορίσουν στην ενάγουσα-αναιρεσίβλητη την κυριότητα των επιδίκων, με παράγωγο τρόπο και δη με αδιάλειπτη σειρά μεταβιβαστικών τίτλων από το 1991 και το 1992 μέχρι το 1883, που καταρτίστηκαν με δικαιοπαρόχους που είχαν καταστεί κύριοι και με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντες τα επίδικα με καλή πίστη κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ επί 30 έτη πριν από την ισχύ του ΑΚ και πριν τις 11.9.1915 και των οποίων η καλή πίστη δικαιολογείται από το ότι στις αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής του 1842 και του 1836 που ενέκρινε τις γενόμενες με χοτζέτια αγορές των δύο ομόρων ακινήτων, που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο δασόκτημα από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας Κ. Ζ. και Ι. Π., αναφέρεται ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα επί του περιλαμβάνοντος και τα επίδικα μεγαλυτέρου δάσους. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που πλήττει την από παράγωγο τρόπο απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων βάση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα της αποκτήσεως κυριότητας επί των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και για την πριν από τις 11.9.1915 τριακονταετία, γιατί αναφέρεται σε πράξεις νομής που έγιναν στο περιλαμβάνον και τα επίδικα μεγαλύτερο δάσος, είναι αβάσιμες αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη για την πληρότητα της αποφάσεως δεν απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ενώ "εν τω μείζον εμπεριέχεται και το ελαττον" και συνακόλουθα ο προσδιορισμός των πράξεων νομής στο μεγαλύτερο ακίνητο προσδιορίζει επαρκώς και τις πράξεις νομής στα περιλαμβανόμενα σ αυτό επίδικα. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η προαναφερθείσα νομή των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας δεν ήταν καλόπιστη, αφού η καλή πίστη συνήχθη από την αναφορά περί ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου στο μεγαλύτερο ακίνητο στις υπ’ αριθμ. ...13.2.1834 και ...11.12.1836 αποφάσεις της προαναφερθείσας Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία ήταν αναρμόδιο όργανο για τη βεβαίωση των δικαιωμάτων του Δημοσίου είναι απαράδεκτες, γιατί αφενός μεν πλήττουν τη ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων, που εκτιμήθηκαν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφετέρου δε γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι στις αποφάσεις της εν λόγω Εξεταστικής Επιτροπής αποδόθηκε από την εκκαλουμένη η αρμοδιότητα της Επιτροπής του Β Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ήταν η μόνη αρμόδια να κρίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 3 περί της κυριότητας ιδιώτη σε δάσος, ενώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο, η δε επίμαχη αναφορά περί μη δικαιωμάτων του Δημοσίου εκτιμήθηκε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το μέρος που περιέχει αιτιάσεις από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του είναι απορριπτέος και ως αλυσιτελής, αφού το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες (απόκτηση κυριότητας παραγώγως και πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία λόγω 20ετούς κατά τον ΑΚ νομής-1045 και 1051-), με την δε αναίρεση δεν πλήττεται η μία από αυτές, με επακόλουθο, ο ερευνώμενος λόγος, που πλήττει την άλλη επάλληλη αιτιολογία να καθίσταται αλυσιτελώς, αφού τυχόν αποδοχή του δεν επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης, που στηρίζεται αυτοτελώς, στην μη πληττόμενη επάλληλη αιτιολογία ως προς τον πρωτότυπο με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, τρόπο κτήσεως της κυριότητας της αναιρεσίβλητης, (Ολ ΑΠ 25/2003). Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν απάντησε στους οικείους λόγους εφέσεως με τους οποίους οι παραπάνω αιτιάσεις αποδιδόντουσαν στην εκκαλουμένη απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του εφετηρίου και της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αιτιάσεις αυτές που αποτέλεσαν περιεχόμενο των δύο πρώτων λόγων της έφεσης, λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται η επικαλούμενη πλημμέλεια. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση "οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι στην εκκαλουμένη απόφαση δεν αναφέρονται πράξεις νομής επί των επιδίκων δασοτεμαχίων, αλλά μόνον επί του μείζονος δασοκτήματος "..." και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της εφεσίβλητης λόγω της ύπαρξης των αποφάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, αφού αυτοί δεν είχαν τηρήσει τη διαδικασία του ΒΔ της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", πρέπει να απορριφθούν......". Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγους αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην αναγνώση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων παραπάνω, στον πρώτο αναιρετικό λόγο, υπ’ αριθμ. ...13.2.1842 και ...11.12.1836 αποφάσεων της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Εξεταστικής Επιτροπής, με το να δεχθεί ότι από την αναφορά στις αποφάσεις αυτές, ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα στο περιλαμβάνον και τα επίδικα δασοτεμάχια μεγαλύτερο δάσος, των 50.900 στρεμμάτων, συνάγεται καλή πίστη των πριν από τις 11.9.1915 δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, είναι απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ως δικαστικό τεκμήριο, την καλή πίστη των απώτατων δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περγ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335,338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βαρύτητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό (Ολ ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του (Ολ ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ Πολ Δικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως επαναφερθέντα σ αυτό έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε το αβάσιμο των ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, περί διενεργείας στα επίδικα πράξεων νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της. Ότι τα έγγραφα αυτά είναι 1) απόσπασμα από την "έκθεση έρευνας ιδιοκτησιακού ζητήματος δασών ... και ..." του δασολόγου Ε. Φ., 2) το υπ’ αριθμ. ...1981 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Δασκαλόπουλου, 3) το υπ’ αριθμ. ...1840 συμβόλαιο του συμβ/φου Ν. Κοκκίδου, 4) την υπ’ αριθμ. ...1860 απόφαση του Δικαστηρίου της μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής, 5) τα υπ’ αριθμ. ... και ...1852 συμβόλαια του συμβ/φου Κων. Πιττάρη, 6) την πιστοποίηση μεταγραφής του ...1887 συμβολαίου, 7) την από 28.12/1987 βεβαίωση του υποθηκοφύλακα Μαραθώνα, 8) τις υπ’ αριθμ. 289/1878 και 539/1878 αποφάσεις του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, 9) την υπ’ αριθμ. 113917/1899 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών, 10) το υπ’ αριθμ. .../1899 έγγραφο περί μη θεωρήσεως των πινάκων υλοτομίας του Α. Η., 11) το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου του Ι. Μ. και 12) το υπ' αριθμ. πρωτ. ......30.6.2005 έγγραφο της Δ/νσης Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος με τις συνημμένες σ αυτό από 22.2.2005 και 21.6.2005 αναφορές του δασολόγου Ε. Φ.. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα "τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει το αναιρεσείον, η δε αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τους επίμαχους ισχυρισμούς είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ εξάλλου πρέπει να λεχθεί ότι τα υπό στοιχ. 2 έως και 5 αποδεικτικά μέσα που αφορούν σε απόδειξη πράξεων νομής για χρόνο προγενέστερο του 1885 δεν αφορούν σε ισχυρισμό που ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού για απόδειξη χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος δεν υφίσταται υποχρέωση του διαδίκου για χρόνο προγενέστερο της πριν τις 11.9.1915 τριακονταετίας. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρα 183 και 176 Κ Πολ Δικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1997, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ αριθμ. 134423/1982 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31.10.1014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της "Α.Ε.Β.Ε Λατομείων Μαρμάρου Δ. Π. και Τεχνικών Ξενοδοχειακών Γεωργικών Μεταφορικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων και Αντιπροσωπειών", για αναίρεση της υπ αριθμ. 3542/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με τη συνθήκη της Κων/λεως της 27ης Ιουνίου (6 Ιουλίου) 1832 προβλέφθηκε η σύσταση ειδικής Επιτροπής, η οποία θα εξέταζε τις πωλήσεις των Οθωμανικών κτημάτων προς τους Έλληνες και είναι διαφορετική από την Επιτροπή που συστήθηκε κατά το διάταγμα της 17-11-1836 περί ιδιωτικών Δασών. Η κρίση της εν λόγω Επιτροπής περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο ΒΡΔ Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας εκ δημοσίων και μη κτημάτων 559 αρ 19 Για την πληρότητα των αιτιολογιών πρέπει να αναφέρονται οι πράξεις νομής χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός, ούτε οι επιμέρους πράξεις κάθε δικαιοπαρόχου 559 αρ 20 και αρ 11περ γ,8εδ β Αλυσιτελής ο λόγος που πλήττει την μια από τις δυο επάλληλες και στηρίζουσες αυτοτελώς το διατακτικό αιτιολογίες , αφού τυχόν αποδοχή του δεν επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσια κτήματα, Δημόσιο , Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
2
Αριθμός 570/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου R. - B. E. - E. του E.- H., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Ελεώνα Θηβών, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Νικόλαο Παπαζαφειρόπουλο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθμ.74/15-4-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2386/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 978/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως ή κατά αποφάσεως που δέχθηκε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ.ΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αρ. 2778/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος , α) για την πράξη διακίνησης και δη της αγοράς, κατοχής και πώλησης κατ’ εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία, κατ’ επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, ενώ έγινε δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τοξικομανία, με την σε αυτή αιτιολογία και β) για παράνομη είσοδο στη Χώρα, στερούμενος ταξιδιωτικών εγγράφων, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δέκα ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως αυτής άσκησε εμπρόθεσμα έφεση ο κατηγορούμενος, όσον και ο εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, ασκήσας την με αρ. εκθ. 794/27-5-2013 έφεση, εκθέτων ο τελευταίος ότι εσφαλμένα έγινε δεκτός ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τοξικομανία αυτού και για επιβολή μεγαλύτερης ποινής, την οποίαν έφεση του εισαγγελέα, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη με αρ. 2386/2014 απόφασή του, δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια, μετά τυπική παραδοχή και της εφέσεως του κατηγορουμένου, αφού εξέτασε εκ νέου την ουσία της υποθέσεως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε’ του ΠΚ , για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση ,με προσδοκώμενο όφελος ποσού άνω των 75.000 ευρώ, μη όντας εξαρτημένο άτομο και επέβαλε σε αυτόν ποινή καθείρξεως δώδεκα ετών. Στην οικεία έκθεση του εισαγγελέα Εφετών, που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από την αρμόδια γραμματέα του Εφετείο Αθηνών, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο συναφούς λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ του ΚΠΔ, αναφέρεται ότι ο εν λόγω εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ασκεί έφεση κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως, αναφέροντας κατά πιστή αντιγραφή τα ακόλουθα: "Στην Αθήνα και στο Κατάστημα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών μετά από πρόσκληση ήλθα σήμερα την 27 του μήνα Μαΐου έτους 2013, ημέρα της εβδομάδος Δευτέρα και ώρα 10.30 πμ ενώπιον εμού της Δικαστικής Γραμματέως του Εφετείου της Αθήνας Βασιλικής Κονδύλη εμφανίσθηκε ο Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, Ανδρέας Καραφλός, και ζήτησε τη σύνταξη της παρούσας έκθεσης δηλώνοντας ότι ασκεί έφεση, σύμφωνα με το άρθρα 489 παρ. 1 περ. στ, 490 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρα 474 και 498 ΚΠΔ, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακ/των της Αθήνας, κατά της υπ’ αρ. 2778/24-5-2013 απόφασης του Β Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, κατά το μέρος που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, E.-E. R.-B. του E.-H. και S., γεν. το έτος 1985, κατοίκου ..., επί της οδού ..., κρατούμενος στο κατάστημα κράτησης Κορυδαλλού, για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα, με προσδοκώμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, από δράστη τοξικομανή ( παρ. αρθρ. 1, 5, 12, 13στ, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 51, 52, 57, 60, 63, 79, 98 ΠΚ και άρθρα 1, 20, 23 παρ. 2 περ. α, υποπ. β, 30 παρ. 4, 30 του Ν. 4139/2013, σε συνδ. με αρθρ. 23 και 30 παρ. 4 περ. γ του Ν. 3459/2006 ), που φέρεται να τέλεσε στην περιοχή της Αττικής, την 16.04.2012, και πριν, σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, αιτούμενος την παραδοχή της παρούσας έφεσης, την εξαφάνιση της ως άνω απόφασης, κατά το παραπάνω μέρος, κατά το οποίο ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτής, την κήρυξη του ως άνω κατηγορουμένου ένοχου, της ανωτέρω πράξης, από δράστη, όμως, μη τοξικομανή και την καταδίκη αυτού, σε κάθε περίπτωση, σε μεγαλύτερη και ανάλογη ποινή, γιατί δεν έγινε ορθή εκτίμηση από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, όπως αυτά προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, κυρίως, σε σχέση με το γεγονός της ύπαρξης η μη τοξικομανίας, του ως άνω κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, η σχετικώς υπάρχουσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη, για τον ως άνω κατηγορούμενο, κρίνεται από εμάς, τελείως αναξιόπιστη, δεδομένου και του γεγονότος ότι δεν έχει συνταχθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (βλ. εισαγγελική πρόταση στο υπ’ αριθμ. 811/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκρινε σχετικά με την παράταση της κράτησης του ως άνω κατηγορουμένου, στην οποία και πλήρως αναφερόμαστε). Τα προσκομισθέντα δε έγγραφα, από τον ως άνω κατηγορούμενο στο ακροατήριο, δεν απέδειξαν κάτι διαφορετικό. Η δε εμφάνιση του τελευταίου, στο ακροατήριο, επ’ ουδενί, δεν παρέπεμπε σε τοξικομανή, αλλά αντίθετα σε απολύτως υγιές άτομο". Κατόπιν των ανωτέρω ο Εισαγγελέας ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω έφεσή του, να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση και να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, ως μη τοξικομανής και σε βαρύτερη ποινή. Υπό το άνω περιεχόμενο η εισαγγελική έφεση περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 486 παρ.3 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι εκτίθενται σ’ αυτή συγκεκριμένες πλημμέλειες του αιτιολογικού της εκκαλούμενης αποφάσεως, που οδηγούν στην ενοχή του κατηγορουμένου και στην απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί τοξικομανίας αυτού. Επομένως, ο συναφής λόγος αναιρέσεως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν ως αιτιολογημένη την εισαγγελική έφεση, υπερέβη θετικά την εξουσία του και, συνεπώς, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. 2. Το άρθρο 20 παρ. 1 περ. β, ζ του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993 και κωδικοποιήθηκε σε νέο άρθρο 20 με το ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), ορίζει ότι τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος, πλην άλλων περιπτώσεων, πωλεί σε τρίτους, αγοράζει ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 23 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε σε νέο άρθρο 23 δια του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), με τίτλο "επιβαρυντικές περιστάσεις", τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους ή κ.λπ. Όμως, κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (14.6.2013), είχε ήδη εκδοθεί ο νέος νόμος περί ναρκωτικών 4139/20-3-2013, με το άρθρο 100 του οποίου ορίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013) καταργείται ο ανωτέρω ν. 3459/2006 (εκτός από τα άρθρα 1 παρ.1, 58 και 61 αυτού) και ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις και ειδικότερα διατηρούνται τα ενδιαφέροντα τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς και τίθενται, όπως παρακάτω: "Άρθρο 20. Διακίνηση ναρκωτικών. 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, ...η πώληση, η αγορά, ..., η κατοχή, ..., η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, ... 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία ... . Άρθρο 23 παρ. 2: Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ". Από την αντιπαραβολή και σύγκριση των όρων των διατάξεων διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα των δύο νόμων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, ενόψει της εκδόσεως της Αποφάσεως - Πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ, που προτείνει ποινικές κυρώσεις για τα βασικά εγκλήματα διακινήσεως ναρκωτικών αισθητά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της ελληνικής νομοθεσίας, θέλοντας να περιορίσει τον μεγάλο αριθμό ισοβιτών στην Ελλάδα και επισημαίνοντας στην αιτιολογική έκθεση του νέου ν. 4139/2013 ότι το ποσοστό κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές με καταδίκες για ναρκωτικά ανέρχεται σε 40% περίπου και συνιστά κύριο αίτιο υπερφορτώσεως των ελληνικών φυλακών, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ (βλ. εισηγητική έκθεση νέου νόμου 4139/2013), με το άρθρο 23 του νέου ν. 4139/2013 για τη διακεκριμένη περίπτωση διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα, που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, όπως και με το ν. 3459/2006 (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ), προβλέπει στο νέο νόμο αυστηρότερη μεν ως άνω χρηματική ποινή, πλην εισάγει τη νέα αυτή διάταξη, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί, πλην της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως πράξεων διακινήσεως ναρκωτικών που υπήρχε και στην προηγούμενη διάταξη, εισάγει για την παραπάνω αυστηρότερη τιμώρηση (με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ) και πρόσθετο στοιχείο, ως νέα αναγκαία πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση και όχι ως στοιχείο αντικειμενικής υποστάσεως, "το προσδοκώμενο όφελος (του κατ’ επάγγελμα διακινητή δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις) να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ", διάταξη σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού απαιτεί για την επιβολή της εσχάτης των ποινών της ισόβιας καθείρξεως συνδρομή επί πλέον της κατ’ επάγγελμα τελέσεως, σωρευτικά, και επιβαρυντικής περιστάσεως, όχι μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών (άρθρο 23 Α ν. 3459/2006, που καταργεί), που κατά την εισηγητική έκθεση κρίνεται ως αόριστη έννοια, αλλά προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, ενώ απαλείφει τις διαζευκτικά προβλεπόμενες στο παλαιότερο άρθρο 23 περιστάσεις υπότροπου ή ενέργειας κατά συνήθεια ή ενέργειας με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους. Από τη σύγκριση των όρων των προπαρατεθεισών διατάξεων διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα, των ανωτέρω δύο νόμων, συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, αν μετά από έφεση του καταδικασθέντος, υπό την ισχύ του παλαιού άρθρου 23 ν. 3459/2006, η υπόθεση εκδικάζεται χρονικά σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό υπό την ισχύ του νέου ν. 4139/2013, εφαρμόζοντας τη νέα αυτή διάταξη του άρθρου 23 ν. 4139/2013, για κακουργηματική πράξη διακινήσεως ναρκωτικών κατ’ επάγγελμα, διαπραχθείσα προ της ισχύος του νέου νόμου (προ της 20-3-2013), μπορεί και οφείλει να ερευνήσει και τη συνδρομή ή μη αυτής της νέας περιστάσεως και μπορεί να προσθέσει αυτήν στο διατακτικό, όταν συντρέχει, ορθά εφαρμόζοντας τον παραπάνω νέο ν. 4139/2013, ως επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο, και δεν υπερβαίνει την εξουσία του, αρκεί να μην επιβάλλει μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ως προς την οποία και μόνον είναι αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο η άνω διάταξη του νέου άρθρου 23 του ν. 4139/2013, διότι, στην περίπτωση αυτή, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για προσθήκη της νέας επιβαρυντικής περιστάσεως του προσδοκώμενου οφέλους, αλλά για προσδιορισμό της αξίας και του προσδοκώμενου από το δράστη οφέλους της ποσότητας αυτής, και μπορεί, επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφαρμόζοντας το επιεικέστερο αυτό νέο άρθρο 23 του ν. 4139/2013, να ερευνήσει και να ορίσει ότι από την ποσότητα ναρκωτικών που διακινήθηκε από τον κατηγορούμενο, το προσδοκώμενο όφελος αυτού υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, χωρίς να καθιστά χειρότερη τη θέση του ως εκκαλούντος, αφού το Εφετείο δεν εισάγει κάτι νέο επιβαρυντικό, νέα επιβαρυντική περίσταση σε βάρος του, αλλά απλώς διευκρινίζει το προσδοκώμενο, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, όφελος, κατά την επιταγή του νέου νόμου, με την ως άνω ευμενέστερη διάταξη αυτού. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε αυτόματα στην απάλειψη της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα διακινήσεως μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, πράγμα που δεν στοχεύει ο νομοθέτης, θέλοντας απλώς να διαχωρίσει τους μικροδιακινητές που δρουν κατ’ επάγγελμα, που έχουν μικρό όφελος και, με το προγενέστερο καθεστώς, υπήρχε κίνδυνος να τιμωρούνται και αυτοί με ποινή ισόβιας καθείρξεως, με ποινή, δηλαδή, υπερβολική και δυσανάλογη προς την απαξία της πράξεώς τους (βλ. εισηγητική έκθεση επί άρθρου 23 ν. 4139/2013). Τέλος, η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για το απαιτούμενο από τη νέα διάταξη σωρευτικά ύψος του προσδοκώμενου οφέλους, το οποίο πρέπει να είναι ανώτερο του ποσού των 75.000 ευρώ, δεν μπορεί να ελεγχθεί μεν αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο, πλην η κρίση αυτή πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Δεν αρκεί, δηλαδή, να εκτιμάται από το δικαστήριο ότι το προσδοκώμενο όφελος του δράστη από τη διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει απλώς το άνω ποσό των 75.000 ευρώ, αλλά για την εξεύρεση του ύψους του προσδοκώμενου οφέλους του διακινητή ναρκωτικών ουσιών, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά, αναλόγως της περιπτώσεως, το προσδοκώμενο, ήτοι το επιδιωκόμενο και αναμενόμενο όφελος, κέρδος ή αμοιβή, που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στο συγκεκριμένο δράστη από τη διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας και είδους ναρκωτικών, ανάλογα με το ρόλο που έχει στη διακίνηση, γιατί το προσδοκώμενο όφελος διαφέρει κατά περίπτωση διαμεσολαβήσεως στην όλη διαδικασία της διακινήσεως των ναρκωτικών, και δη πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να παραθέσει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το προσδοκώμενο όφελος κάθε καταδικασθέντος από τη συγκεκριμένη διακίνηση, πρέπει να αναφέρει την τιμή κτήσεως των συγκεκριμένων ποσοτήτων ναρκωτικών και την συμφωνηθείσα (και όχι την τρέχουσα στην αγορά) τιμή πωλήσεως αυτών ή την αναμενόμενη τιμή πωλήσεως αυτών στην αγορά στο συγκεκριμένο χρόνο όταν δεν έχει συμφωνηθεί ή πωληθεί ακόμα, αφού είναι δυνατόν να μην έχουν πωληθεί ακόμα τα ναρκωτικά ή οι τιμές τους να κυμαίνονται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός τοξικομανίας του δράστη, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών ουσιών, την οποία δε μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 1729/1987 και ήδη 30 του ΚΝΝ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2386/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, με προσδοκώμενο όφελος αυτού που υπερέβαινε το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ, με ελαφρυντικό. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις εκθέσεις, που νόμιμα αναγνώστηκαν, και λήφθηκαν όλα υπόψη σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Είχε περιέλθει στην αστυνομία η πληροφορία, ότι ομάδα Αλβανών, που αποτελείται από τουλάχιστον 3 άτομα, τα οποία χρησιμοποιούν ισόγειο διαμέρισμα επί της οδού ... στο Περιστέρι, κατέχουν και διακινούν ποσότητες ναρκωτικών ουσιών. Αμέσως συστήθηκε ομάδα με επικεφαλής αξιωματικό και μετέβησαν στην ανωτέρω οδό όπου και κατάφεραν να εντοπίσουν τρία άτομο τα οποία εισέρχονταν στο εν λόγω διαμέρισμα, λαμβάνοντας πολλές προφυλάξεις και τα οποία χρησιμοποιούσαν δύο αυτοκίνητα για τις μετακινήσεις τους, ένα MAZDA .. με αριθμό κυκλοφορίας ..., μαύρου χρώματος και ένα HYUNDAI GETZ λευκού χρώματος με αριθμό κυκλοφορίας .... Τέθηκε υπό διακριτική επιτήρηση., κατά τη διάρκεια της οποίας διαπίστωσε ότι το ένα άτομο, το οποίο όπως εξακριβώθηκε αργότερα ονομάζεται R. B. ( E. E. του E. H. και S., χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα αυτό ως μόνιμη οικία του και χρησιμοποιούσε το MAZDA για τις μετακινήσεις του. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα αυτά ασχολούνταν με τη διακίνηση των ναρκωτικών. Διαπιστώθηκε δε ειδικότερα ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος: Α) Διακινούσε ναρκωτικές ουσίες στην περιοχή της Αττικής σε χρόνο τουλάχιστον εντός του τελευταίου μήνα πριν τη από τη σύλληψη του την 16-4-2012. Ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο αγόρασε απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία εντός του τελευταίου μήνα πριν τη σύλληψη του κατά την 16-4-2012, στον ως άνω τόπο, ενεργώντας κατά μόνας και για δικό του λογαριασμό, αγόρασε με σκοπό την εμπορία, από άγνωστα άτομα, αντί άγνωστου τιμήματος, μη εξακριβωθείσες ποσότητες κάνναβης, μέρος της οποίας αποτελεί η κατασχεθείσα ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, σε εβδομήντα πέντε (75) αυτοσχέδιες νάιλον συσκευασίες, συνολικού μικτού βάρους (79.000) γραμμαρίων. Β) Στο Περιστέρι Αττικής κατά την 16.04.2012, ενεργώντας με ατομικό αποκλειστικά δόλο, κατείχε με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της δυνατότητας να διαπιστώνει ανά πάσα στιγμή την ύπαρξη και να διαθέτει κατά τη βούληση του, με σκοπό την εμπορία, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα: α) στον ως άνω χρόνο και δη περί ώρα 20.00’ , στον ως άνω τόπο και δη στη συμβολή των οδών ... και ... κατελήφθη εποχούμενος στο υπ’ αριθμ. Κυκλ. ... αυτοκίνητο να κατέχει με σκοπό την εμπορία, ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης σε μία (1) αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, μικτού βάρους (1.050) γραμμαρίων και β) στον ως άνω χρόνο και δη περί ώρα 20.40’ . στον ως άνω τόπο και δη εντός της επί της οδού ... οικίας, την οποία χρησιμοποιούσε ως χώρο διαμονής και ως χώρο φύλαξης απόκρυψης ναρκωτικών ουσιών, κατελήφθη να κατέχει με σκοπό την εμπορία, ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης σε εβδομήντα τέσσερις (74) αυτοσχέδιες νάιλον συσκευασίες, συνολικού μικτού βάρους (77.950) γραμμαρίων. Γ) Διακινούσε ναρκωτικές ουσίες στην περιοχή της Αττικής σε άγνωστους συγκεκριμένα χρόνους, σε κάθε δε περίπτωση τουλάχιστον εντός του τελευταίου μήνα πριν τη από τη σύλληψη του την 16-4-2012, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από μόνος του με ίδιον δόλο, πώλησε σε άγνωστα άτομα μη εξακριβωθείσες συνολικά μέχρι τώρα ποσότητες κάνναβης, εισπράττοντας άγνωστα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα, τουλάχιστον δε το ποσό των (2.200) ευρώ, που βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε. Όλες δε τις ανωτέρω υπό (Α,Β,Γ) πράξεις διακίνησης ο κατηγορούμενος ετέλεσε κατ’ επάγγελμα επειδή από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των παραπάνω πράξεων σε συνδυασμό με τον ως άνω δόλο και ιδίως : α) είχε διασυνδέσεις με εμπόρους ναρκωτικών, από τους οποίους αγόραζε μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών όπως τις κατασχεθείσες, με σκοπό την περαιτέρω πώληση τους σε τρίτους, β) είχε μετατρέψει την ευρισκομένη επί της οδού ... - Περιστέρι Αττικής οικία του σε χώρο φύλαξης-απόκρυψης και επανασυσκευασίας ναρκωτικών ουσιών, στον οποίο κατείχε μεγάλες ποσότητες αυτοσχέδιων συσκευασιών - ναρκωτικών ουσιών - ακατέργαστης κάνναβης και γ) χρησιμοποιούσε ΙΧΕ αυτοκίνητο για τη μεταφορά και παράδοση στους αγοραστές των εκάστοτε πωλούμενων σ’ αυτούς ποσοτήτων ναρκωτικών, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, αυτός ενεργούσε κατά συνήθεια επειδή από την επανειλημμένη τέλεση των ίδιων πράξεων προκύπτει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε έντονο βαθμό εγκληματικής διάθεσης έχοντας πλήρη αδιαφορία για την υπόσταση αορίστου αριθμού ανθρώπων, οι οποίοι θα κινδύνευαν από την χρήση των ουσιών αυτών, που αποδεικνύει περιφρόνηση για τα έννομα αγαθά της υγείας και της ζωής και μαρτυρεί εμπορική δε η ενασχόληση του με ναρκωτικά δεν είναι μεμονωμένη και συμπτωματική, Η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών (κάνναβης), την οποία διακινούσε με σκοπό την εμπορία, σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις είναι μεγάλη, κατά την έννοια του άρθρου 23 παρ.2α του. 4139/2013. δεδομένου ότι το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, η ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί στην την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 23 παρ.2α του Ν. 4139/2013, δηλαδή της διακίνησης μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών κατ’ εξακολούθηση από δράστη μη τοξικομανή που ενεργεί κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος, ενόψει της ως άνω μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών ουσιών, που υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ. Ση μειώνεται εδώ ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν ,η συμπεριφορά των κατηγορουμένου, λαμβανομένης υπόψη της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των εγκλημάτων και του ύψους του προσδοκώμενου οφέλους, ενόψει της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών, δεν υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013, αλλά σε εκείνη του άρθρου 23 παρ.2α του Ν. 4139/2013. Ο νομοθέτης με την θέσπιση του ν. 4139/2013 δεν θέλησε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων, που τελέσθηκαν με επιβαρυντικές περιστάσεις (όπως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών και ιδιαίτερη επικινδυνότητα). Ούτε προκύπτει η θέληση του νομοθέτη να καταργήσει αναδρομικά τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, που έχει επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως οι προεκτεθείσες. Ειδικότερα δε ως προς την μεγάλη ποσότητα, ο νομοθέτης επιδίωξε να διευκρινισθεί αυτή από το ύψος του οικονομικού οφέλους (75.000 ευρώ), που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στο δράστη από τη διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας των ναρκωτικών. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο η από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, διακρινόμενο των εγγράφων, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως. Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 183 Κ.Π.Δ, συνάγεται ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι δε δεσμεύεται το δικαστήριο από τις γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποκλείουν όσα οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Στη προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος προέβαλε τον ισχυρισμό ότι κατά το χρόνο που έλαβε χωρά η διακίνηση ήταν τοξικομανής και ότι έτσι διενεργήθηκε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι αυτός πληροί 4 από τα κριτήρια, που απαιτεί το άρθρο 2 της Υ Α Α2β/3982/1987 για το χαρακτηρισμό του ως τοξικομανούς. Από το ολόκληρο ως άνω αναφερόμενο και υφιστάμενο στη διάθεση του Δικαστηρίου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδεικνύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Η ιατροδικαστική έκθεση του πραγματογνώμονα Ε. Μ. δεν αναφέρει, α) αν έγινε εργαστηριακός έλεγχος, δηλαδή, τοξικολογική ανάλυση σωματικών υγρών του εκκαλούντος - κατηγορουμένου (ορός, αίμα), σε χρόνο μικρότερο από 98 - 72 ώρες από την λήψη της ναρκωτικής ουσίας. Το περιεχόμενο της εκθέσεως ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν στοιχείται προς τα κριτήρια της ως άνω αποφάσεως καθόσον αποφαίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί εργαστηριακός έλεγχος (αφού δεν έγινε τοξικολογική ανάλυση των σωματικών υγρών του κατηγορουμένου), δεν αιτιολογείται ειδικώς και επακριβώς η αδυναμία αποβολής της έξης με τις ίδιες του δυνάμεις, δεν καθορίζεται ο βαθμός της εξάρτησης και ο πραγματογνώμονας βασίζει τις διαπιστώσεις του κυρίως στις αναφορές του ιδίου του κατηγορουμένου. Επίσης, περιορίζεται στην αναγραφή των λέξεων "ΝΑΙ" στα κριτήρια που θέτει ο νόμος χωρίς να αναγράφει κανένα πραγματικό περιστατικό, από το οποίο θα προέκυπτε η συνδρομή τους, πλην του κριτηρίου -8- στο οποίο όμως και πάλι ουδέν πραγματικό περιστατικό αναφέρει σχετικά λ.χ. με την δυσφορική διάθεση. Επομένως δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, με την έννοια ότι αυτός να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μην μπορεί να την αποβάλλει με δικές του δυνάμεις. Ενόψει αυτών, ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία, η έφεση του εισαγγελέα εφετών, με την οποία αυτός παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ο κατηγορούμενος κρίθηκε τοξικομανής, είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν" Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 2386/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά την ενοχή, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους και ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 2, 23 παρ. 2 εδ. α του ν. 4139/2013, 13 περ. στ’ και 98 του ΠΚ. Όσον αφορά τις ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και δη αγορά από άγνωστο πρόσωπο, του οποίου δεν εξακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας και πώληση σε αγνώστους αντί αδιακρίβωτου τιμήματος, και η πώληση από αυτές τις αγορασθείσες ποσότητες σε περισσότερα άτομα, κατ’ εξακολούθηση, των οποίων αγοραστών τα στοιχεία δεν κατέστησαν γνωστά, ενώ για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται δεν είναι αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός της διακινηθείσας ποσότητας, του τόπου και του χρόνου των κατ’ ιδίαν πωλήσεων( με την επιφύλαξη του χρόνου παραγραφής αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής των πράξεων τούτων), της ταυτότητας του πωλητή ή αγοραστή των ως άνω ναρκωτικών ουσιών ούτε του ύψους του κάθε τιμήματος, των καταβληθέντων για την αγορά και πώληση χρημάτων, του τρόπου παράδοσης των ναρκωτικών και του τρόπου καταβολής του επί μέρους τιμήματος κάθε διακινούμενης ποσότητας, γιατί οι νομικοί όροι αγορά και πώληση είναι τόσο εύχρηστοι στην πράξη και έχουν ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια που οπωσδήποτε θεμελιώνει και συνομολόγηση τιμήματος, ενώ ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, β) αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κατ’ επάγγελμα, λόγω της αναφερόμενης αναλυτικά υποδομής που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος, και κατ’ εξακολούθηση και ότι το προσδωκόμενο υπ’ αυτού όφελος από τη διακίνηση 79.000 γραμμαρίων ανέρχεται στο ποσό των 79.000 ευρώ, ήτοι ανώτερο των 75.000 ευρώ, αναφέροντας τιμή αγοράς και τιμή πώλησης στην αγορά των ναρκωτικών, γ) το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να ερευνήσει και τη συνδρομή ή μη αυτής της νέας περιστάσεως και μπορούσε να την προσθέσει στο διατακτικό της αποφάσεώς του, δεδομένου ότι, κατά τις παραδοχές του, συνέτρεχε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων και, συγκεκριμένα, το προσδοκώμενο κέρδος αυτών ανερχόταν στο ποσό των 79.000 ευρώ. δ) με την προσθήκη του ως άνω προσδοκώμενου οφέλους τόσον από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν μεταβλήθηκε ανεπιτρέπτως η κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος και δεν κατέστη χείρονα η θέση αυτού, με τη μη απάλειψη της περίστασης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, που κατήργησε ο άνω νεότερος και επιεικέστερος ν. 4139/2013, αφού η δίωξη είχεν ασκηθεί αρχικά προ της ισχύος του άνω επιεικέστερου ν. 4139/2013, για διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό το πορισμό εισοδήματος και το δικαστήριο κατά τα προεκτεθέντα, δεν εισάγει κάτι νέο επιβαρυντικό, νέα επιβαρυντική περίσταση σε βάρος του κατηγορουμένου, απλώς διευκρινίζει την προϋπάρχουσα επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 23, κατά την επιταγή του νέου νόμου, με την ως άνω ευμενέστερη διάταξη αυτού και παραδεκτά προσέθεσε ως επιβαρυντική περίσταση ότι το προσδωκόμενο υπό του κατηγορουμένου όφελος από τη διακίνηση 79.000 γραμμαρίων ναρκωτικών ανέρχεται σε ποσό ανώτερο των 75.000 ευρώ. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , Ε’ και Η ‘ του ΚΠΔ, συναφείς λόγοι της αιτήσεως του αναιρεσείοντος με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Όμως, η εκτιθέμενη στη σελ. 46 της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογία απόρριψης του παραδεκτά και νομίμως προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α’ του ΠΚ, με παράθεση αρκετών πραγματικών περιστατικών πρότερου έντιμου βίου(βλ. σελ. 27,28 προσβαλλόμενης), και δη ότι "από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α’ του ΠΚ", δεν είναι επαρκής και είναι βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως του αναιρεσείοντος και η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετέα κατά τούτο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) και ήδη 30 παρ. 1, 2 και 3 του νέου ν. 4139/2013: "1. Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής. ... Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια...". Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής αποδείξεως, εκ του άρθρου 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστού, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτιμήσεως των ανωτέρω στην παρ. 3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθεμένων "στοιχείων", δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα. Αν δε η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά για την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταγείσες σε απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά , υπό τον ανωτέρω νέο νόμο, το δικαστήριο πλέον οφείλει να συνεκτιμά, εκτός από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη και τυχόν πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός συνδρομής τοξικομανίας του κατηγορουμένου δράστη, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 1729/1987, 30 ΚΝΝ και ήδη προαναφερθέν άρθρο 30 παρ.1, 2, 3 του ν. 4139/2013. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με αρ. 2386/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών αναιρεσείων κατηγορούμενος πρόβαλε και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι είναι τοξικομανής, ότι δηλαδή, κατά την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4139/2013, είχε κατά τον χρόνο της πράξεως αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, που έχει ως συνέπεια την ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη, για την απόδειξη δε του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του επικαλέστηκε σαφή πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά. Όπως προκύπτει από τη με αρ. 2386/2014 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ’ έφεση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπάνω νόμιμο αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού δέχθηκε στο προπαρατεθέν αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, πλέον εκείνων που αναφέρονται και στηρίζουν την ενοχή του κατηγορουμένου, επί του προβληθέντος ως παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού τοξικομανίας, αντικρούοντας ως αόριστο και αναιτιολόγητο το αντίθετο πόρισμα της αναγνωσθείσας από 7-5-2012 δικαστικής ιατροδικαστικής εκθέσεως του πραγματογνώμονα Ε. Μ. με αιτιάσεις κατά του τρόπου και του χρόνου της ιατροδικαστικής εξετάσεως, για τα οποία όμως δεν ευθύνεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατ’ εκείνο τον χρόνο ήταν προσωρινά κρατούμενος, αγνοώντας μάλιστα την εξέταση ΩΡΛ, στην οποία αναφέρεται η σχετική έκθεση, αφετέρου δε το δικαστήριο αγνόησε και δε συνεκτίμησε ουδόλως αποδεικτικά στοιχεία, που συνηγορούσαν υπέρ της τοξικομανίας, όπως της κατάθεσης της ψυχολόγου Ρ. Κ., θεραπεύτριας του κατηγορουμένου στο ΚΕΘΕΑ κατά τα έτη 2012-2013, όπου αυτός παρακολουθούσε αρχικά συμβουλευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης και ήδη το έτος 2014 θεραπευτικό κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης στον Ελαιώνα Θηβών. Επίσης το δικαστήριο αγνόησε και δε συνεκτίμησε ουδόλως, μη αναφέροντας , ούτε αντικρούοντας αυτά, τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο αποδεικτικά έγγραφα, που συμπλέουν με το θετικό συμπέρασμα της άνω ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης και συγκεκριμένα την από 22-5-2013 βεβαίωση του ΚΕΘΕΑ, την από 22-5-2013 βεβαίωση- πιστοποίηση αποδοχής μέλους του κατηγορουμένου στο Κέντρο Υποδοχής ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ, την από 21-1-2013 βεβαίωση του ΚΕΘΕΑ, το από 25-4-2012 Δελτίο Υγείας Ψ.Κ. Κορυδαλλού και την με αρ. πρωτ. ...2014 βεβαίωση του Κέντρου Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων Ελαιώνα Θηβών και έτσι δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι συνεκτίμησε και αυτά τα ουσιώδη έγγραφα. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ προβαλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως, για αναιτιολόγητη απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί τοξικομανίας αυτού, είναι βάσιμος. Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά τις διατάξεις της που αφορούν την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί τοξικομανίας και περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ και ακολούθως κατά τις διατάξεις που αφορούν την επιβληθείσα ποινή, απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά. Περαιτέρω, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 2386/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που αφορούν την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί τοξικομανίας και περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ και κατά τις διατάξεις που αφορούν την επιβληθείσα ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το άνω μόνον αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 17-9-2014 αίτηση - δήλωση του R. B. E.- E. του E.-H., για αναίρεση της με αρ. 2386/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση ν. Ναρκωτικών. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για μη επαρκή αιτιολόγηση της απόρριψης των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί τοξικομανίας και περί αναγνώρισης του ελαφρ. του άρ. 84 παρ.2 α'του ΠΚ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 569/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Σ. του Ε., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κίμωνα Ευαγγελάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 310 του ΠΚ ορίζει ότι: "1. Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε ως επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 2. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. 3. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα, που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 308 του ίδιου Κώδικα, το οποίο προβλέπει και τιμωρεί την απλή σωματική βλάβη, προκύπτει ότι το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης είναι έγκλημα ευθύνης από το αποτέλεσμα και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται α) ο υπαίτιος να προξένησε με πρόθεση σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, β) να είχε αυτή ως επακόλουθο βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του άλλου, όπως ενδεικτικώς προσδιορίζεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, γ) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση και της βαριάς που επακολούθησε. Επί πλέον για την κακουργηματική μορφή της βαριάς σωματικής βλάβης απαιτείται ο δράστης να επεδίωκε το επακόλουθο αυτό, δηλαδή να είχε άμεσο δόλο ως προς την επέλευση του βαρύτερου αυτού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ο άμεσος, λοιπόν, δόλος ως προς την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος της προκλήσεως βαριάς σωματικής βλάβης, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγματώσεως του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά η αυτοψία, η οποία διενεργείται κατά το άρθρο 180 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο, μάλιστα, μνημονεύεται και στη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠοινΔ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, χωρίς να αρκεί η αναφορά στα έγγραφα, και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Σε περίπτωση, όμως, που η αυτοψία διενεργήθηκε κατά την αστυνομική προανάκριση και κατά το χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, τότε δεν αποτελεί ξεχωριστό αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να απαιτείται η ειδική αναφορά του στο αιτιολογικό της αποφάσεως, για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του. Μεταξύ δε των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης σε βάρος του Χ. Κ. και οπλοχρησίας, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών και πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Ι. Σ. υπηρετεί στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας από τις 16-9-1995 και στις ...2006 υπηρετούσε στο Αστυνομικό Τμήμα ..., διαμένων σε διαμέρισμα κατοικιών στο ... και συγκεκριμένα στο μεσαίο από τα τρία διαμερίσματα του πρώτου ορόφου της οικοδομής, στον οποίο υπάρχουν άλλα δύο διαμερίσματα, στο ένα από τα οποία διέμενε ο μάρτυρας ιδιώτης Ε. Φ. και στο άλλο ο παθών Χ. Κ. του Α., ο οποίος υπηρετούσε, ως υπαξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας (αρχισμηνίας), στην … Σμηναρχία Μάχης. Στα διαμερίσματα αυτά οδηγεί εξωτερική της οικοδομής σκάλα και στη συνέχεια, εξωτερικός διάδρομος. Ανεβαίνοντας από την εξωτερική αυτή σκάλα, πρώτο είναι το διαμέρισμα του μάρτυρα Φ., στη μέση του κατηγορουμένου και τελευταίο το διαμέρισμα του παθόντα X. Κ.. Ο κατηγορούμενος διατηρούσε στο διαμέρισμά του ένα σκύλο, ράτσας μπουλ - τεργιέ, ιδιοκτησίας του επιχειρηματία Μ. Κ., τον οποίο άφηνε αρκετές ώρες της ημέρας στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του, το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη από τον εξωτερικό διάδρομο της οικοδομής πλευρά και δίπλα στα μπαλκόνια των λοιπών διαμερισμάτων. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, περί τις αρχές Σεπτέμβριου 2006, παρατήρησε ότι ο σκύλος του ήταν νευρικός και έβρισκε στο μπαλκόνι του διάφορα αντικείμενα (μπουκάλια, πέτρες, νερά) συμπεραίνοντας ότι κάποιος από τους δύο ενοίκους των άλλων διαμερισμάτων (Εμ. Φ. ή Χ. Κ.), ενοχλούσε τον σκύλο του, στους οποίους και απευθύνθηκε χωρίς όμως οι τελευταίοι να του αναφέρουν ο,τιδήποτε σχετικό. Ωστόσο στις 25-9-2006 ο Εμ. Φ.ς του ανέφερε ότι είδε τον X. Κ. να χτυπά τον σκύλο από τη βεράντα του διαμερίσματός του, ενώ μετά παρέλευση τριών ημερών ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατέλαβε τον X. Κ. να ρίχνει νερό στο σκύλο με ένα κουβά και, στις 13-10-2006, να τον χτυπά με ένα ξύλο, οπότε δημιουργήθηκε μεταξύ του κατηγορουμένου και του X. Κ. φραστικό επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου αντήλλαξαν εξυβριστικές φράσεις. Στις ...2006 και περί ώρα 07:15’ , ο X. Κ. επέστρεφε από την υπηρεσία του (και γι’ αυτό φορούσε φόρμα παραλλαγής), κρατώντας στο ένα χέρι το φορητό υπολογιστή του και στο άλλο τα κλειδιά του. Όταν ανέβηκε από την εξωτερική σκάλα στον ως άνω εξωτερικό διάδρομο, που οδηγεί στο διαμέρισμά του, συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε βγάλει το σκύλο βόλτα. Τότε ο κατηγορούμενος, αφού έβαλε το σκύλο στο διαμέρισμά του, απευθύνθηκε στον X. Κ. παρατηρώντας τον, με έντονο ύφος, για τη συμπεριφορά του προς το σκύλο, με αποτέλεσμα να προκληθεί νέα λογομαχία η οποία εξετράπη σε επεισόδιο και μεταξύ τους συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στον X. Κ. με τα χέρια και το κεφάλι του, χτυπώντας τον στο πρόσωπο, στην περιοχή της μύτης, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει απαρεκτόπιστο κάταγμα ρινικών οστών, εκχυμωτικό μώλωπα κάτωθεν αμφοτέρων των οφθαλμών και εκδορές στην αριστερή μετωποκροταφική χώρα (...), ενώ ο X. Κ., λόγω των χτυπημάτων που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από τη σκάλα στον ισόγειο προαύλιο χώρο της οικοδομής, μαζί με τον υπολογιστή που κρατούσε. Κατόπιν, σηκώθηκε ζαλισμένος και αιμορραγών, συνεπεία των παραπάνω τραυμάτων του, χωρίς δε να πάρει τον υπολογιστή του, ανέβηκε τη σκάλα, προκειμένου να κατευθυνθεί προς το διαμέρισμά του. Περνώντας μπροστά από την πόρτα εισόδου του διαμερίσματος του κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι αυτή ήταν μισάνοικτη (όπως άλλωστε καταθέτει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος) και ο σκύλος ήταν λυτός και, μάλιστα, του επιτέθηκε, δαγκώνοντας το παντελόνι της φόρμας του, καθηλώνοντάς τον έξω από το διαμέρισμα. Ο X. Κ. αντιδρώντας στην επίθεση του σκύλου προσπάθησε να αποσπάσει από το πόδι του τον σκύλο και να τον απομακρύνει σκύβοντας προς το μέρος του. Τότε ο κατηγορούμενος, που είχε πλήρη εικόνα από την ανοικτή πόρτα του διαμερίσματός του πήρε το υπηρεσιακό του περίστροφο (ημιαυτόματο πιστόλι), μάρκας GLOCK, mod G19, διαμετρήματος (c.al) 9mm, το οποίο ήταν πλήρες φυσιγγίων και έτοιμο για βολές, και πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση η οποία δεν προσδιορίστηκε επακριβώς (σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση "δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός αποστάσεως και κατεύθυνσης της βολής λόγω των ιατρικών χειρισμών που έχουν μεσολαβήσει", κατά τον παθόντα η απόσταση είναι περίπου τρία μέτρα, κατά τον κατηγορούμενο η απόσταση είναι 60 εκατοστά, ενώ κατά τους μάρτυρες υπεράσπισης Γ. Ρ. και Κ. η απόσταση είναι 90 εκατοστά και 45 εκατοστά, αντίστοιχα). Η βολίδα που έπληξε το δεξιό χέρι του παθόντος είχε κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά, όπως προκύπτει από την 3022/12/752-γ/12-2-2007 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης των πειστηρίων (ενδυμάτων που έφερε ο X. Κ. την στιγμή του τραυματισμού του) της ΔΕΕ, η δε είσοδος του βλήματος, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, ήταν στο εμπρόσθιο μέρος, στο δεξιό στήθος του μπουφάν του παθόντος κι αφού διαπέρασε το αναδιπλωμένο ύφασμα σε τρία ακόμη σημεία στο δεξιό μέρος του στήθους, στο σημείο της ένωσης με το μανίκι, εισήλθε στο εμπρόσθιο μέρος του δεξιού μανικιού του σακακιού της φόρμας παραλλαγής, συνέχισε στο εμπρόσθιο τμήμα του μανικιού της κοντομάνικης μπλούζας παραλλαγής και αφού διέσχισε το βραχίονα του τραυματισθέντος, προσκολλήθηκε στο οπίσθιο μέρος του μανικιού της μπλούζας αυτής και τρύπησε και το πίσω μέρος του μανικιού της φόρμας παραλλαγής (...). Ο πυροβολισμός από κοντινή απόσταση στο δεξιό βραχίονα του παθόντα X. Κ. είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί στον τελευταίο διαμπερές τραύμα στο δεξιό βραχιόνιο και εξ αυτού επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα διάφυσης (ΔΕ) βραχιονίου οστού με συνοδό πάρεση του κερκιδικού νεύρου. Αμέσως μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε ο παθών έπεσε στα γόνατα, καλώντας σε βοήθεια και, κατόπιν, έπεσε ανάσκελα, ημιλιπόθυμος. Στο μεταξύ, βγήκε από το διαμέρισμά του ο μάρτυρας Ε. Φ., ο οποίος κατέθεσε ότι όταν βρισκόταν στο διαμέρισμά του άκουσε συνομιλίες, προερχόμενες από το διαμέρισμα του κατ/νου και, κάποια στιγμή, άκουσε τον κατηγορούμενο να φωνάζει δύο φορές "άσε το λοστό" και, κατόπιν, άκουσε τον πυροβολισμό. Επίσης, κατέθεσε ότι βγαίνοντας από το διαμέρισμά του στον εξωτερικό διάδρομο είδε ένα αντικείμενο να πέφτει κάτω, υπονοώντας ότι είδε το μπουλονόκλειδο, με το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο X. Κ. έπληξε τον κατ/νο, και, επίσης, είδε τον παθόντα να είναι πεσμένος στα γόνατα. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο παθών X. Κ. έπληξε τον κατ/νο με το μεταλλικό εργαλείο σύσφιξης μπουλονιών τροχών αυτοκινήτου (μπουλονόκλειδο) που βρέθηκε στον προαύλιο χώρο της οικοδομής (το οποίο μάλιστα ο ίδιος ο κατηγορούμενος περιμάζεψε ...) καθόσον αν τον είχε πλήξει με το μπουλονόκλειδο (και μάλιστα δύο φορές όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος) θα του είχε επιφέρει σοβαρότατο τραυματισμό και, ίσως, και το θάνατό του και όχι εκχύμωση - εκδορά (ΑΡ) μετωπιαίας χώρας και επιφανειακό τραύμα (ΔΕ) πρόσθιας μετωπιαίας χώρας, όπως διαπιστώθηκε από την εξέτασή του στο εξωτερικό ιατρείο του Κέντρου Υγείας ... (...), αναφέροντας ξυλοδαρμό, κάκωση κρανίου από μεταλλικό αντικείμενο, κεφαλαλγία, ζάλη και τάση για έμετο, ήτοι όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από τη συμπλοκή του κατηγορουμένου με τον X. Κ., όταν ο πρώτος κατάφερε χτυπήματα στο πρόσωπο του δεύτερου με το κεφάλι του, όπως προαναφέρθηκε, τα οποία τραύματα συμφωνούν και με τη διαπίστωση του μάρτυρα Φ. ότι ο κατηγορούμενος "είχε ένα χτύπημα στο μέτωπο και έτρεχε αίμα". Επιπλέον, σύμφωνα με την από ….2006 ιατρική γνωμάτευση του Γ.Ν.-Κ.Υ. Νάξου ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε από το Κ.Υ. ... και εισήχθη στο Ορθοπεδικό τμήμα του Νοσοκομείου μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό με βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, μετά δε τον κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο παρουσιάζει κάκωση μοίρας σπονδυλικής στήλης με ευθιασμό και μυϊκή θλάση, κάκωση μετωπιαίας χώρας με εκδορές και μώλωπες με κεφαλαλγία, κάκωση δεξιού ημιθωρακίου με θλάση μείζονος θωρακικού μυός, λόγω των οποίων παρουσιάζει αύξηση ενζύμων στο αίμα και χρήζει παραμονής στο Νοσοκομείο για 10 ημέρες για παρακολούθηση των άνω συμπτωμάτων, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε σωματική κάκωση που προκλήθηκε από βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, ενώ από τον συνδυασμό των πορισμάτων αμφοτέρων των ιατρικών γνωματεύσεων καθίσταται σαφές ότι εάν ο κατηγορούμενος είχε πράγματι δεχθεί δύο διαδοχικά χτυπήματα στο κεφάλι από βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, όπως το μπουλονόκλειδο και από χειροδύναμο άνδρα όπως ήταν ο παθών ασφαλώς και οι προκληθείσες σε αυτόν σωματικές κακώσεις θα ήταν βαρύτατες και δεν θα περιορίζονταν στις αναφερόμενες στις ως άνω ιατρικές γνωματεύσεις (εκχύμωση, εκδορά, επιφανειακό τραύμα, κάκωση μετωπιαίας χώρας με εκδορές και μώλωπες, κάκωση δεξιού ημιθωρακίου). Η ανωτέρω εκτίμηση ενισχύεται και από την από ...2006 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Α. Δ., που κατοικεί πλησίον του συγκροτήματος κατοικιών που έλαβε χώρα το περιστατικό στην οποία αναφέρει ότι άκουσε κάποια ανδρική φωνή να φωνάζει "βοήθεια άνθρωποι με πυροβόλησε" και ότι αμέσως βγήκε από την οικία της και είδε το Γ. τον αστυνομικό να είναι στην αυλή του συγκροτήματος των κατοικιών με σκισμένο πουκάμισο γεμάτο αίματα φέροντας στο μέτωπο λίγο αίμα και φώναζε "να τα βάλει με μένα εγώ είμαι ο αστραπόγιαννος" και ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Η ανωτέρω κατάθεση ανατρέπει και τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι "κούτσαινε" από ενεργοποίηση παλαιού τραύματος του ποδιού του, προκληθείσα δήθεν από κτύπημα του παθόντος. Εξάλλου, από την ...2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ, προκύπτει ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα του παθόντος επί του μπουλονόκλειδου, αλλά καστανέρυθρες κηλίδες, οι οποίες αποτελούν βιολογικό υλικό του παθόντος, γεγονός που συνηγορεί στη θέση του παθόντος ότι ο κατ/νος, μετά τον πυροβολισμό, προσπάθησε να του βάλει το μπουλονόκλειδο στο χέρι, ώστε να ενοχοποιήσει τον παθόντα ότι τον χτύπησε με αυτό. Περαιτέρω, πρέπει να αναφερθεί ότι, ενώ ο ως άνω μάρτυρας Φ. καταθέτει ότι, όταν βγήκε από το διαμέρισμά του, είδε ένα αντικείμενο να πέφτει κάτω (χωρίς να προσδιορίζει ότι αυτό ήταν μπουλονόκλειδο) και τον παθόντα να είναι στα γόνατα, αντιφατικά ο μάρτυρας Π. B. κατέθεσε ότι ο παθών, μετά τον πυροβολισμό, βρισκόταν στη βεράντα, έκανε βήματα προς τα πίσω και (όρθιος) πέταξε ένα γυαλιστερό σίδερο. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι βρέθηκε ένα μπουλονόκλειδο μέσα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του παθόντος (το οποίο ήταν σταθμευμένο σε απόσταση 10-15 περίπου μ. από το σημείο που έπεσε ο παθών), και, επομένως δεν μπορεί το ανευρεθέν μπουλονόκλειδο να ήταν του παθόντος. Άλλωστε, λόγω βλάβης της πόρτας του πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, αυτή ήταν δεμένη με σχοινί και δεν βρέθηκε ανοιχτή. Για να πάρει δε κάποιο εργαλείο από το πορτ μπαγκάζ ο παθών, θα έπρεπε να σηκώσει τα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου του, πράγμα που θεωρείται απίθανο να έπραξε, καθόσον είχε πέσει από τη σκάλα (από τον α’ όροφο στο ισόγειο), αφού είχε χτυπηθεί από τον κατ/νο στο πρόσωπο και αιμορραγούσε. Μάλιστα, δεν βρέθηκαν αίματα μέσα στο αυτοκίνητο ή στο πορτ μπαγκάζ, ούτε στη διαδρομή από το σημείο που έπεσε ο Κ. μέχρι το σταθμευμένο αυτοκίνητό του (απόσταση περίπου 15 μέτρων). Επίσης, δεν βρέθηκαν αίματα μέσα στο διαμέρισμα του κατ/νου, αλλά μόνο στον εξωτερικό διάδρομο, στο δάπεδο της κεντρικής εισόδου και στη βεράντα, γεγονός που μαρτυρά ότι ο παθών δεν εισήλθε στο διαμέρισμα του κατ/νου και δεν τον έπληξε με οποιοδήποτε αντικείμενο και δη λοστό, όπως διατείνεται ο κατ/νος, ισχυρισμό τον οποίο προσπαθεί να επιστηρίξει ο Εμ. Φ.. Εξάλλου η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο παθών πυροβολήθηκε από τον κατηγορούμενο ενώ βρισκόταν στον κοινόχρηστο διάδρομο και κοντά στην εξωτερική πόρτα του διαμερίσματος του κατηγορουμένου, από τον τελευταίο, ο οποίος στεκόταν στην είσοδο αυτού, επιρρωνύεται τόσο από το γεγονός ότι ο παθών βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα στο αριστερό μέρος της κεντρικής εισόδου του ανωτέρω διαμερίσματος και σε απόσταση 1.70 μέτρων από το δικό του, όσο και από το ότι ο κάλυκας βρέθηκε 30 εκατοστά μέσα από την είσοδο. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο παθών εισήλθε στο διαμέρισμά του κρατώντας το μπουλονόκλειδο με το οποίο τον έπληξε στο κεφάλι δύο φορές και ετοιμαζόταν να τον ξαναχτυπήσει και ότι ο ίδιος βρισκόταν σε άμυνα όταν πυροβόλησε είναι αβάσιμος κι απορριπτέος.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά τον προαναφερόμενο τραυματισμό του ο X. Κ. διακομίστηκε αρχικά στο κέντρο Υγείας ... και στη συνέχεια στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας (Γ.Π.Α.) όπου υποβλήθηκε αυθημερόν(...2006) σε έκτακτη χειρουργική επέμβαση κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε σταθεροποίηση του κατάγματος του δεξιού βραχιονίου με σύστημα εξωτερικής οστεοσύνθεσης, η άμεση μετεγχειρητική πορεία ήταν ομαλή, χωρίς να καθορίζεται ο τελικός χρόνος αποθεραπείας και ο βαθμός τελικής λειτουργικότητας του ΔΕ άνω άκρου και δεν δύναται να αποκλεισθεί η πιθανότητα πολλαπλών επανορθωτικών επεμβάσεων στο μέλλον (...). Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο (ημιαυτόματο όπλο) εναντίον του παθόντα X. Κ. επιδιώκοντας την πρόκληση βαριάς σωματικής πάθησης αυτού δοθέντος ότι η σφαίρα κατευθύνθηκε στο ιδιαιτέρως ευαίσθητο τμήμα του δεξιού βραχιονίου, ενώ η πράξη του αυτή εμπόδισε σημαντικά τον παθόντα για αρκετό χρονικό διάστημα να χρησιμοποιεί το σώμα του και συγκεκριμένα το δεξιό του χέρι, αφού σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις αυτός υπέστη επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα διάφυσης (ΔΕ) βραχιονίου οστού με συνοδό πάρεση του κερκιδικού νεύρου, που αντιμετωπίστηκε χειρουργικά με τοποθέτηση εξωτερικής οστεοσύνθεσης και δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ο τελικός χρόνος αποθεραπείας και ο βαθμός τελικής λειτουργικότητα του (ΔΕ) άνω άκρου, συνεπεία της βαρύτητας της κάκωσης και δεν δύναται να αποκλεισθεί η πιθανότητα πολλαπλών επανορθωτικών επεμβάσεων, όπως προαναφέρθηκε. Επιπροσθέτως το στοιχείο του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης συνάγεται από το ότι ο πυροβολισμός κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την ...2006 ιατροδικαστική έκθεση της Ι.Υ.Α., η πύλη εισόδου του διαμπερούς τραύματος που έφερε ο παθών βρίσκεται στην πρόσθια άνω επιφάνεια και η πύλη εξόδου στην οπίσθια κάτω επιφάνεια, ήτοι ο πυροβολισμός ερρίφθη σε χρόνο που το δεξιό χέρι του X. Κ. δεν ήταν τεταμένο ούτε υψωμένο αλλά κατεβασμένο, καθώς βρισκόταν σκυμμένος, προσπαθώντας να απεμπλακεί από τον εξαγριωμένο σκύλο του κατηγορουμένου που του είχε δαγκώσει το δεξιό μέρος του παντελονιού της φόρμας του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και της σχετικής εκπαιδεύσεως που είχε λάβει, βαθμολογηθείς μάλιστα για την επίδοσή του με "λίαν καλώς" ασφαλώς γνώριζε τα ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει τυχόν πυροβολισμός σ’ αυτά και δη στα άνω άκρα, με λογικό επακόλουθο να συνάγεται ότι η κατεύθυνση του βλήματος στο συγκεκριμένο τρωθέν σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος, ήταν απότοκος της επιδιώξεώς του. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, ..., και της οπλοχρησίας, καθόσον αποδείχθηκε ότι χρησιμοποίησε το παραπάνω όπλο και διέπραξε την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, η οποία διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και για την οποία κηρύχθηκε ήδη ένοχος, κατά τα ειδικά διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 3 σε συνδυασμό με 308 παρ. 1α και 310 παρ. 1, 2 του ΠΚ και 1 παρ. 1α, 4β, 14 και 16 του ν. 2168/1993. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Η από 15.10.2006 έκθεση αυτοψίας, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. 6, δεν ήταν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθόσον, όπως από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής προκύπτει, η αυτοψία διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως των ενδίκων εγκλημάτων, χωρίς να έχει διαταχθεί από το δικαστήριο. β) Η υπ` αριθ. πρωτ. ...2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. .., πράγματι δεν μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, στο προοίμιο ή σε άλλο σημείο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όσα, όμως, βεβαιώνονται σ` αυτήν ως προς το όπλο που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος έγιναν δεκτά, αντληθέντα από τα πορίσματα της εκθέσεως αυτής, έτσι ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο. γ) Στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, δεν υπάρχει έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης με αριθ. πρωτ. ...2006. Και δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει, γιατί οι ένδικες πράξεις τελέσθηκαν 9 μήνες αργότερα (στις ...2006). Αναγνώσθηκε, όμως, η έκθεση με αριθ. πρωτ. ...2006 (με αύξ. αριθ…), η οποία μνημονεύεται στο σκεπτικό της αποφάσεως (σελ. ..), δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρεται και στο προοίμιο αυτού. δ) Αιτιολογείται πλήρως και ο σκοπός του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη με την παραδοχή ότι ο πυροβολισμός κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος και ότι γνώριζε αυτός τα ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει τυχόν πυροβολισμός στα άνω άκρα, από το οποίο γεγονός συνάγεται ότι η κατεύθυνση του βλήματος στο συγκεκριμένο τρωθέν σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος ήταν απότοκος της επιδιώξεώς του. ε) Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζει ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, το ότι δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσία της κατηγορίας, είναι αβάσιμος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Kατά το άρθρο 22 του ΠΚ: "1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βάθρο επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που αποτελούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις". Κατά δε το άρθρο 23 του ΠΚ: "Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε από πρόθεση με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ` αυτόν τον τρόπο εξ αιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση". Κατά την έννοια των άνω διατάξεων, άμυνα υφίσταται όταν συντρέχει άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη εμβάλλουσα σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκουσα αντικειμενικώς προς το δίκαιο, εφ` όσον είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο εκ της επιθετικής ενεργείας κίνδυνος του εννόμου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή όταν δεν άρχισε μεν επίκειται όμως αμέσως που συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβείται άμεση έναρξη της επιθετικής ενεργείας. Συντρεχόντων δε των ανωτέρω όρων της καταστάσεως αμύνης, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται προς απόκρουση αυτής να προσβάλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθεμένου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμα και την ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επιθέσεως να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα υπό της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 οριζόμενα όρια. Υπέρβαση δε άμυνας, η οποία έχει τις παραπάνω έννομες συνέπειες, είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην ειδική περίπτωση μέτρο προσβολής των δικαιωμάτων του επιτιθεμένου. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο κρίνεται αντικειμενικά, όχι μόνο από τα τρία πρώτα πιο πάνω στοιχεία που ενδεικτικώς αναφέρει η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ΠΚ, αλλά, όπως στη συνέχεια η ίδια διάταξη αναφέρει, και από τις λοιπές περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΠΚ, "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι νομική πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ’ αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται, όμως, να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις που βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως (ΟλΑΠ 1179/1986). Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Αν δε το Δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Πρέπει, όμως, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και οι από τα άρθρα 22, 23 εδ. β και 31 παρ. 2 του ΠΚ, ότι, δηλαδή, ο δράστης, κατά την τέλεση της πράξεως, βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα ή ότι υπερέβη τα όρια της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση του παθόντος ή ότι τέλεσε την πράξη ευρισκόμενος σε συγγνωστή νομική πλάνη, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στον αποκλεισμό του αδίκου ή στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ότι ο αναιρεσείων: α) Έπληξε τον παθόντα στο οπλισμένο με σιδερένιο αντικείμενο χέρι του, προσπαθώντας να αποκρούσει την άδικη επίθεση αυτού εναντίον του, β) ήταν σε φόβο, ταραχή και αγωνία από τα κτυπήματα που είχε ήδη δεχθεί στο κεφάλι από τον παθόντα και τυχόν υπέρβαση των ορίων άμυνας πρέπει να μείνει ατιμώρητη και γ) πίστευε, έστω από πλάνη, ότι είχε δικαίωμα να ενεργήσει όπως ενέργησε, και μάλιστα υπό το κράτος ισχυρών πόνων στο μέτωπο και ζάλης, η δε πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό περί άμυνας με τις παραδοχές, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο παθών κρατούσε στα χέρια του ένα μπουλουνόκλειδο και ότι με αυτό έπληξε τον κατηγορούμενο στο κεφάλι δύο φορές και ετοιμαζόταν να τον ξανακτυπήσει και ότι ο τελευταίος βρισκόταν σε άμυνα όταν πυροβόλησε. Εξηγεί δε, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί δεν πείσθηκε ότι ο παθών κρατούσε το μπουλουνόκλειδο. Στην κρίση δε αυτή εμπεριέχεται και απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί υπερβάσεως των ορίων της άμυνας συνεπεία φόβου και ταραχής, καθόσον, όταν δεν υπάρχει άμυνα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπέρβαση των ορίων αυτής. Ο δε ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης, όπως προβλήθηκε, ήταν αόριστος, αφού ο αναιρεσείων δεν ανέφερε τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία του δημιούργησαν την πεπλανημένη εντύπωση ότι είχε δικαίωμα να τελέσει τις πράξεις, με ειδική αναφορά ότι, υπό τις συνθήκες που ενήργησε, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων, η πλάνη του ήταν συγγνωστή γιατί δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο των πράξεών του. Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού κρίση του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας, καθώς και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο απέρριψε σιγή, άλλως με ανεπαρκή αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί υπερβάσεως των ορίων της άμυνας συνεπεία φόβου και ταραχής και περί συγγνωστής νομικής πλάνης, είναι αβάσιμοι. Το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ορίζει ότι: "1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3.Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή ...". Σύμφωνα δε με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής ή διακοπής της δίκης λόγους ανώτερης βίας ή περί αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Ελευθέριος Κίκιλης, μετά την έναρξη της συνεδριάσεως κατά τη δικάσιμο της ...2014, ζήτησε τη διακοπή της δίκης για την επόμενη ημέρα, για να προσέλθει ο συνήγορος του κατηγορουμένου Διονύσιος Βέρρας, ο οποίος είχε μελετήσει τη δικογραφία και είχε στα χέρια του τα σχετικά έγγραφα, αλλά την ημέρα εκείνη υπερασπιζόταν άλλο εντολέα του, προσωρινά κρατούμενο, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης. Τα αυτά δήλωσε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι: "...Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε δια του συνηγόρου του Ελευθερίου Κίκιλη, περί διακοπής της δίκης για να προσέλθει στη δίκη ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Διονύσιος Βέρας πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η κρινόμενη υπόθεση έχει ήδη αναβληθεί (στις ... 2013) μία φορά για τη σημερινή δικάσιμο, μετά από σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου του Διονυσίου Βέρα, ο οποίος υπερασπιζόταν άλλους εντολείς του ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, ο λόγος που επικαλείται ο κατηγορούμενος για διακοπή της δίκης (υπεράσπιση άλλου κατηγορουμένου στο τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης από τον συνήγορο υπεράσπισης Δ. Βέρα) δεν συνιστά σημαντικό αίτιο κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ενώ ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται και από τον συνήγορό του Ελευθέριο Κίκιλη, ο οποίος από την Πέμπτη που του ανατέθηκε η υπόθεση (όπως ο ίδιος δήλωσε) μέχρι σήμερα είχε στη διάθεσή του πέντε ημέρες για να προετοιμαστεί και να μελετήσει τη δικογραφία προκειμένου να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο στη σημερινή δίκη". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για διακοπή της δίκης, είναι επαρκής, αφού εκτίθενται οι λόγοι, για τους οποίους το Δικαστήριο δεν θεώρησε την απουσία του ως άνω δικηγόρου (ο οποίος, πάντως, προσήλθε αυθημερόν μετά το πέρας της εξετάσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως) λόγο ανώτερης βίας, για τον οποίο έπρεπε να διακοπεί η δίκη. Ούτε, από την απόρριψη του αιτήματος αυτού, προσβλήθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι είχε ορίσει, ως συνήγορό του, και τον υποβαλόντα το αίτημα Ε. Κίκιλη, είχε, δηλαδή, δικηγόρο της επιλογής του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για προσβολή του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για δίκαιη δίκη, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, μετά την εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Διον. Βέρρας, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, είχε εν τω μεταξύ προσέλθει, ζήτησε την αναβολή ή διακοπή τις δίκης για κρείσσονες αποδείξεις "για να προσέλθει και να καταθέσει ο ιατροδικαστής Ν. Κ., γιατί υπάρχουν ασάφειες και σημεία, τα οποία χρήζουν διευκρινίσεως, π.χ. η μορφή των τραυμάτων, διότι έτσι θα φωτίσει τη διαδικασία". Μετά δε την απολογία του κατηγορουμένου, ζήτησε "να κλητευθεί ο συντάξας την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Μ. Κ. Υπαστυνόμος Α’ - Βιολόγος, για να δώσει διευκρινίσεις". Τα αιτήματα αυτά, όπως υποβλήθηκαν, ήταν αόριστα, καθόσον δεν διευκρινιζόταν επί ποίων ακριβώς σημείων οι ως άνω μάρτυρες θα έπρεπε να καταθέσουν και ποιες ασάφειες υπήρχαν στις εκθέσεις τους. Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Παρά ταύτα, αυτό, αποτελούμενο από τους Τακτικούς Δικαστές, τα απέρριψε με ειδική αιτιολογία και συγκεκριμένα: Το πρώτο γιατί "η με αριθμό πρωτ. ...2006 με αριθμό ... ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Ν. Κ., που αναγνώστηκε, είναι πλήρης, σαφής και ορισμένη και δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων". Και το δεύτερο, γιατί "η από 28-11-2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Υπαστυνόμου Α’ - Βιολόγου Κ. Μ. που αναγνώστηκε, είναι πλήρης, σαφής και ορισμένη και δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο, με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, είναι αβάσιμος. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία γ’ και ε’ , ήτοι το ότι ο υπαίτιος γ) ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, λ.χ. προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. συμπεριφορά, πρέπει δε να προκύπτει ότι ο δράστης, χωρίς αυτήν, δεν θα ενεργούσε. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα. Για το ορισμένο δε του άνω ισχυρισμού του δράστη δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων ζήτησε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν (και) τα ελαφρυντικά του ότι ωθήθηκε στις πράξεις του από την προηγηθείσα ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο. Για τη θεμελίωσή τους επικαλέστηκε τα εξής: α) Για το πρώτο: Ότι "στην πράξη του ωθήθηκε από παράνομη, βίαιη, προσβλητική ενέργεια του παθόντα, που βασάνιζε το σκύλο του και στις αιτιάσεις του τον προσέβαλε, τον έθιξε, τον εξύβρισε και του επιτέθηκε, τραυματίζοντάς τον και σχίζοντας τα ενδύματά του". Και β) για το δεύτερο: Ότι "επί μακρύ χρονικό διάστημα μετά την κατηγορούμενη πράξη, παρέμεινε και παραμένει στις τάξεις της Αστυνομίας, συνεπώς εκτελώντας τα καθήκοντά του με ζήλο, σύνεση και επαγγελματισμό, την 23.9.2009 του απονεμήθηκε "Εύφημη Μνεία" για τη συμμετοχή του σε εξιχνίαση υπόθεσης ανθρωποκτονίας κ.λπ., επιδείξας άριστη κοινωνική και επαγγελματική διαγωγή". Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία ότι: "Επίσης ο ισχυρισμός του ότι ωθήθηκε στην πράξη του από προσβλητική ενέργεια του παθόντος (άρθρο 84 παρ. 2 περ. γ’ Π.Κ.), ο οποίος βασάνιζε το σκύλο του, και λόγω του ότι του επιτέθηκε, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι ο παθών την ημέρα του συμβάντος δεν ασχολήθηκε καθόλου με το σκύλο του κατ/νου ούτε μίλησε στον ίδιο, αντίθετα, ο κατ/νος ήταν αυτός που προκάλεσε συζήτηση με τον παθόντα... Περαιτέρω από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε μετά την πράξη του καλή συμπεριφορά, το γεγονός δε ότι παραμένει στην Αστυνομία εργαζόμενος ως αστυνομικός και τιμήθηκε με εύφημη μνεία στην υπηρεσία του δεν αρκεί για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ. Ωσαύτως δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του εξαιτίας προγενέστερης άδικης συμπεριφοράς του παθόντος καθόσον ουδεμία τέτοια συμπεριφορά που να βρίσκεται μάλιστα σε χρονική εγγύτητα της τέλεσης της πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχος αποδείχθηκε". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία δεν προέκυπτε ότι ωθήθηκε αυτός στις πράξεις του, οι οποίες τελέσθηκαν με τον τρόπο που έχει ήδη εκτεθεί, από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος, ενώ το γεγονός ότι παρέμενε στην Αστυνομία και είχε τιμηθεί με εύφημη μνεία δεν αρκούσε για την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των άνω ελαφρυντικών, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Δεκεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 8394/2014) αίτηση (δήλωση) του Ι. Σ. του Ε., για αναίρεση της 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη του κατηγορουμένου, ο οποίος πυροβόλησε τον παθόντα σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του. Στοιχεία εγκλήματος. Ο άμεσος δόλος ως προς την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Πότε η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Ορθώς δεν μνημονεύεται η έκθεση αυτοψίας ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, γιατί διενεργήθηκε κατά το χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως των εγκλημάτων που τελέστηκαν. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως, που δεν μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, λήφθηκε υπόψη, γιατί όσα έγιναν δεκτά αντλήθηκαν από τα πορίσματα αυτής. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας. Στη σχετική κρίση περιλαμβάνεται και απόρριψη ισχυρισμού περί υπερβάσεως ορίων άμυνας συνεπεία φόβου ή ταραχής. Ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης προβλήθηκε αορίστως και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτημάτων διακοπής δίκης για λόγους ανώτερης βίας που αφορούσαν τον ένα από τους δύο συνηγόρους υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (κλήση μαρτύρων - πραγματογνωμόνων). Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. γ και ε ΠΚ. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αυτοψίας έκθεση, Πραγματογνωμοσύνη, Αναβολής αίτημα, Άμυνα, Πλάνη νομική, Σωματική βλάβη βαριά.
2
Αριθμός 569/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Λ. συζ. Α. Λ., το γένος Θ. Ρ., κατοίκου ..., και 2) Κ. συζ. Ν. Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Τσόνογλου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. συζ. Η. Κ., το γένος Θ. Ρ., 2) Σ. Η. Κ. και 3) Θ. Η. Κ., κατοίκων όλων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαναγιώτου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-8-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λιβαδειάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 233/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 101/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20-5-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ενώ κατά το άρθρο 1051 ΑΚ εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διάδοχη μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Κατά δε το άρθρο 974 του αυτού κώδικος, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κάτοχος) είναι νομέας του αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής, η οποία κατά το άρθρο 983 του ίδιου κώδικος μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέως, επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βουλήσεως του νομέως να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον, κατά τη βούληση του νομέως, προορισμό του πράγματος. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το δίκασαν ως Εφετείο Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής: Το επίδικο είναι οικόπεδο, έκτασης 48,79 τ.μ., κείμενο εντός των ορίων του οικισμού ... του Δήμου Αλιάρτου Ν. Βοιωτίας, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου Μηχανικού Γ. Λ. Π. με τα στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α14, Α1, οριοθετούμενο βόρεια με ιδιοκτησία εναγουσών, νότια με ιδιοκτησία των εναγομένων, δυτικά με δημοτικό οχετό και ανατολικά με δημοτική οδό. Το ως άνω επίδικο αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, κείμενο στην βόρεια πλευρά αυτού (μείζονος ακινήτου), το οποίο βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση, συνολικής έκτασης 103,47 τ.μ., εντός του οποίου βρίσκονται δύο αποθήκες, 20,82 τ.μ. η μια και 26,81 τ.μ. η άλλη, όριο θετού μενού νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία Κ. Γ., βορειοανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία Κ. Γ. και εν μέρει με δημοτική οδό, βορειοδυτικά εν μέρει με δημοτική οδό και εν μέρει με ιδιοκτησία των εναγουσών και νοτιοδυτικά με δημοτικό οχετό, όπως αυτό αποτυπώνεται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α9, Α10, Α11, Α12, Α13, Α14, Α1. Το ως άνω ακίνητο αποτελούσε τμήμα ακόμη μεγαλύτερου ακινήτου κείμενου στην ίδια θέση, εκτάσεως 300 τ.μ. περίπου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Μαΐου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Α. Κ. με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΗ' ΘΙΚΛΜΝ Ν' Ξ Ο ΠΑ, οριοθετούμενου βόρεια με δημοτική οδό, νότια με ιδιοκτησία Γ. Κ., ανατολικά με δημοτική οδό και δυτικά με δημοτικό οχετό. Κύριος του όλου ως άνω ακινήτου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται, ήταν ο Κ. Ρ., ο οποίος το έτος 1936 μοίρασε άτυπα αυτό στα δύο τέκνα του, τον Θ. Ρ., πατέρα των εναγουσών και της πρώτης των εναγομένων και στον Α. Ρ., δικαιοπάροχο της πρώτης των εναγομένων (θείο των εναγουσών και της πρώτης των εναγομένων). Το γεγονός αυτό βεβαιώνει και η μάρτυρας των εναγουσών, η οποία καταθέτει στο ακροατήριο επί λέξει "... ο πεθερός μου άφησε το μισό στον άνδρα μου ...". Έκτοτε, ο Α. Ρ., δικαιοπάροχος της πρώτης των εναγομένων, ασκούσε επί του προαναφερόμενου ακινήτου με τα στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α9, Α10, Α11, Α12, Α13, Α14, Α1 όπως αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου Μηχανικού Γ. Λ. Π., συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι από το έτος 1936 έως και σήμερα, τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, αδιάλειπτα, διανοία κυρίου, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από τρίτους και ειδικότερα, επισκέπτονταν το ακίνητο, επέβλεπε τα όρια του και χρησιμοποιούσε τις αποθήκες, η μία εκ των οποίων είχε μοναδική είσοδο από το επίδικο τμήμα. Το έτος 1984 πώλησε άτυπα το επίδικο τμήμα μαζί με τις αποθήκες στην πρώτη των εναγομένων και έλαβε για το λόγο αυτό το ποσό των 60.000 δραχμών, όπως αυτό προκύπτει σαφώς από την από 3-11-1984 χειρόγραφη απόδειξη που υπογράφουν η πρώτη των εναγομένων και ο Α. Ρ., απορριπτόμενου στο σημείο αυτό ως απαραδέκτως προβαλλόμενου του σχετικού ισχυρισμού των εναγουσών-εκκαλουσών περί πλαστότητας του ως άνω εγγράφου, δοθέντος ότι αφενός δεν υπάρχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα της πληρεξούσιας δικηγόρου τους σύμφωνα με το άρθρο 98 του Κ.Πολ.Δ, αφετέρου δεν προκύπτει από οποιοδήποτε έγγραφο ότι οι τελευταίες έχουν υποβάλλει σχετική μήνυση στο ποινικό δικαστήριο εναντίον των εφεσίβλητων στους οποίους αποδίδουν την πλαστογραφία (Βαθρακοκοίλης ΕΡΜ.Κ.ΠΟΛ.Δ. άρθρο 98 αρ. 7). Σε κάθε περίπτωση, αν ο Α. Ρ. είχε πωλήσει στην πρώτη των εναγομένων μόνο τις αποθήκες τότε δεν υπήρχε λόγος να αναγράφει στην προαναφερόμενη απόδειξη "... δια το οικόπεδο ..." και μάλιστα 2 φορές. Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, ήτοι για χρόνο μεγαλύτερο των 20 ετών, η πρώτη των εναγομένων συνέχισε να ασκεί τις ίδιες με τον ως άνω δικαιοπάροχο της πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από τρίτους, εν συνεχεία δε μεταβίβασε αυτό τα τέκνα της, δεύτερο και τρίτη των εναγομένων δυνάμει του υπ' αριθμ. .../5-2-2008 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Ελένης Σαράντη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Λιβαδειάς στο τόμο 766 και αριθμό ... . Αντιθέτως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι τόσο ο δικαιοπάροχος των εναγουσών Θ. Ρ. όσο και οι ίδιες ασκούσαν οποιεσδήποτε πράξεις νομής επί του επίδικου ακινήτου. Όπως άλλωστε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, το επίδικο τμήμα είναι περιφραγμένο με ξεχωριστή πόρτα που βλέπει στη δημοτική οδό και από το ακίνητο των εναγουσών δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτό, απορριπτόμενου και του σχετικού ισχυρισμού των εναγουσών ότι το επίδικο τμήμα το χρησιμοποιούσαν ως αυλή. Ακολούθως το δικάσαν ως Εφετείο Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειουσών ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε απορρίψει την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το δικάσαν ως Εφετείο Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως οι περί του αντιθέτου δύο λόγοι αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Οι περιεχόμενες στους ίδιους λόγους αιτιάσεις που πλήττουν την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απαράδεκτες κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.5.2014 αίτηση των Λ. συζ. Α. Λ. κλπ. για αναίρεση της 101/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από αρ. 1του άρθρου 560 ΚΠολΔ
Ειρηνοδικείο
Ειρηνοδικείο.
0
Αριθμός 566/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύoντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ι. Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Β. Μ. του Χ., και 2)Κ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Λιούλα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Θ. Α. του Ε., κατοίκου ..., 2)Π. Γ. του Η., κατοίκου ... 3)Β. Γ. του Η., κατοίκου ..., 4)Α. Γ. του Η., κατοίκου ... των τριών τελευταίων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Α. χας Η. Γ., το γένος Ε. Α., 5)Ε. Λ. του Ν., κατοίκου ... 6)Β. Γ. του Η., κατοίκου ..., 7)Α. Γ. του Η., κατοίκου ... 8)Κ. Τ. του Κ., κατοίκου ... και 9)Δ. Α. του Α., συζ. Κ. Τ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/7/2007 αγωγή των ήδη 1ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου και 9ης των αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Α. Γ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 195/2009 του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας, λόγω αρμοδιότητας, 27/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας συνεκδικάζοντας α)την ως άνω αγωγή, και β)την από 24/11/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, και 277/2013 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/1/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τους πέντε πρώτους των αναιρεσιβλήτων και ως προς τους έκτο και έβδομο να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τρίτος λόγος από τους λόγους της αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. .../14.10.2014, .../14.10.2014, .../14.10.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Θ. Γ., καθώς και τις υπ’ αριθμ..../7.10.2014, .../7.10.2014, .../7.10.2014, .../6.10.2014, .../6.10.2014 και .../7.10.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Άρτας Α. Τ. (στην πρώτη, δεύτερη και έκτη από τις οποίες είναι προσαρτημένη βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής - αρθρ. 128 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ -) ακριβές αντίγραφο της ένδικης αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση για την δικάσιμο της 17.12.2014, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους. Νέα κλήτευση για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθρ. 575 και 226 παρ.4 εδ.γ’ ΚΠολΔ). Εφόσον όμως οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (αρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατ’ εκείνων, που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος, οι οποίοι και νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι λοιπόν δεν μπορεί να στραφεί η αναίρεση κατ’ εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος των οποίων αγωγή έχει απορριφθεί, όταν με κανένα λόγο δεν προσβάλλεται η απόρριψη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ’ έφεση δίκη τριών τελευταίων αναιρεσιβλήτων (5ου, 6ου και 7ης) όσων και κατά των λοιπών, ως προς τους οποίους η αγωγή τους έχει απορριφθεί ως ενεργητικά ανομιμοποίητη και συνακόλουθα είναι ηττηθέντες διάδικοι και οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης, του επίσης ηττηθέντος αντιδίκου τους, δεν τους αφορούν. Ενόψει τούτων η αναίρεση ως προς τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή, κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος κατά τα άρθρα 999 και 1000 δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Όμως κατά τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου, το ως άνω δικαίωμα δεν παρέχεται στον κύριο του πράγματος, όταν εκείνος που προσβάλλει την κυριότητα ενεργεί ασκώντας δικαίωμα, το οποίο του παρέχει την εξουσία να παρεμβαίνει στην ιδιοκτησία του άλλου, οπότε και σε περίπτωση αποδείξεώς του καταλύεται η αρνητική αγωγή. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει ως προϋπόθεση ότι τούτο πηγάζει από έννομη σχέση, η οποία δεσμεύει και τον ενάγοντα και όχι από προσωπική σχέση που συνδέει τον εναγόμενο με τρίτο. Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι και η πραγματική δουλεία, με βάση την οποία αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα, σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όπως είναι και η δουλεία οδού, η οποία συνιστάται όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 ΑΚ και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζομένες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου κώδικα επί του δουλεύοντος ακινήτου, ασκήθηκε υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία, μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μία ή περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας, με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι και η οιονεί νομή δουλείας οδού, που είναι ιδιόμορφο δικαίωμα, διάφορο των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρο 973 του ΑΚ εμπραγμάτων δικαιωμάτων, εφόσον για τη σύστασή της γίνεται επίκληση ενοχής π.χ. ο οινεί νομέας δεν έχει μεν δουλεία οδού, αλλά έχει την προηγούμενη άδεια - παραχώρηση - ανοχή προς το διαβαίνειν. Τέτοιο ενοχικό δικαίωμα προς επέμβαση στην κυριότητα του ενάγοντος δυνατόν να στηρίζεται στις περί περιορισμών της κυριότητας διατάξεις (π.χ. ΑΚ 1003) δυνατόν επίσης να στηρίζεται σε διατάξεις του δημοσίου δικαίου (π.χ. εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων πυροβολικού πάνω από το ακίνητο). Ο χωρίς τη συμφωνία ή τη θέληση του κυρίου - ενάγοντος της αρνητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου αγωγής αποκτήσας και ασκών την οιονεί νομή εναγόμενος δεν μπορεί να προβάλει την παραπάνω ένσταση ή την επί διεκδικητικής αγωγής αντίστοιχη του 1095 ΑΚ αν δεν έχει καταστεί δικαιούχος πραγματικής δουλείας οδού και απλώς ασκεί οιονεί νομή την οποία απέκτησε χωρίς τη βούληση του κυρίου του δουλεύοντος, ή χωρίς συμφωνία και μεταβίβαση από αυτόν με κάποιον από τους προβλεπόμενους από το νόμο τρόπους μεταβίβαση της. Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 975 ΑΚ τις κατά των τρίτων αγωγές της νομής τις έχει και ο οιονεί νομέας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 10/2011). Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της ή όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, ώστε το πόρισμα να μην είναι αναμφίβολο και να δημιουργεί αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιον του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνεκδικασθείσες αγωγές των διαδίκων και δή ως προς τις σωρευόμενες στην αγωγή των αναιρεσειόντων - εκκαλούντων (μαζί με αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή, η επί της οποίας απόφαση δεν αποτέλεσε αντικείμενο της εφέσεως) αρνητική κυριότητας αγωγή και αρνητική αναγνωριστική ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού αγωγή και ως προς την περί αναγνωρίσεως και προστασίας πραγματικής δουλείας οδού αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα κεφάλαια που ως εκ περισσού έκρινε ότι στην αγωγή των αναιρεσειόντων σωρεύεται και αγωγή περί διαταράξεως της νομής (ΑΚ 975 και 997) και ότι στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων εκτός του μισθωτή σωρεύεται και αγωγή περί αποβολής από την οιονεί νομή δεν αποτέλεσε αντικείμενο εφέσεως. "Οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί ενός ασκεπούς αγρού και ήδη οικοπέδου επιφάνειας 5762,57 τ.μ., κατά δε το Εθνικό Κτηματολόγιο 5673 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ... Νομού Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311034 και αποτυπώνεται στο από Φεβρουαρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ..... Το εν λόγω ακίνητο προέκυψε από την συνένωση όμορων ασκεπών αγρών των εναγόντων, που έγινε με την υπ’ αριθμ. ...27-2-2006 πράξη ενοποιήσεως συνεχόμενων ακινήτων της συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, η οποία νομίμως καταχωρήθηκε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311034/0/0. Ειδικότερα προέκυψε από την συνένωση των εξής ακινήτων 1.....Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων στην πρώτη και εναγόντων στην δεύτερη αγωγή είχαν στην κυριότητα τους ο καθένας εξ αυτών τα κατωτέρα τρία (3) συνεχόμενα ακίνητα και συγκεκριμένα: 1. οι δύο πρώτοι των εναγομένων ήταν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά 1/2 εξ αδιαίρετου έκαστος ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 5000 τ.μ., κατά δε το κτηματολόγιο 5060 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δ. Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει τον αριθμό ΚΑΕΚ 040630311017/0/0 και συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής και με ιδιοκτησίες Θ. Κ., Π. Β., Γ. Ρ., Β. Σ., Θ. Κ. και Ι. Β.. Το αγροτικό αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα, νομή και κατοχή των ανωτέρω και κατά τα άνω ποσοστά 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα ως εξής: α. σε ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά του κατά την 3-7-1962 αποβιώσαντος και καταλιπόντος διαθήκη πατρός τους Ε. Α. του Θ. και της Γ. ή Γ., που ήταν αληθής κύριος αυτού, β. σε ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της κατά την 9-7-1978 αποβιωσάσης και μη καταλιπούσης διαθήκη μητρός τους Α. χήρας Θ. Α. και γ. σε ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του κατά την 17-7-1986 αποβιώσαντος και μη καταλιπόντος διαθήκη αδερφού τους Ν. Ε. Α., τις κληρονομιές των οποίων αποδέχθηκαν νόμιμα με την υπ’ αριθμ. .../5-7-1999 αποδοχή κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Άρτας Ευαγγελίτσας Κιτσαντά, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 0406303110171010, 2. ο τρίτος ενάγων στη δεύτερη και εναγόμενος στην πρώτη αγωγή ήταν αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτικού ακινήτου, εκτάσεως (κατά τον τίτλο κτήσης) 1250 τ.μ., κατά το κτηματολόγιο δε 1272 τ.μ. και σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση 1340,82 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311321010 και περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../30-11-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου- Μπόκου που μεταγράφηκε στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311032/0/0 και 3. ο τέταρτος των εναγομένων στην πρώτη και εναγόντων στην δεύτερη αγωγή ήταν αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 1250 τ.μ., κατά το κτηματολόγιο δε 1280 τ.μ. και σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση 1350,14 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." στη περιοχή ..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311033/0/0 και περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../30-11-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου- Μπόκου, που μεταγράφηκε στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311033/0/0. Στη συνέχεια οι ανωτέρω ενάγοντες με τα υπ’ αριθμ. ..., ... και .../11-7-2007 πωλητήρια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Άρτας Άννας Σόλωνος Κωστοπούλου - Λάππα, που έχουν καταχωρηθεί νόμιμα στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Άρτας μεταβίβασαν τα ως άνω ακίνητα στον έκτο και έβδομη των εναγόντων της δεύτερης αγωγής και δη κατά ψιλή κυριότητα στον έκτο και κατ’ επικαρπία στην έβδομη. Ήδη τα παραπάνω ακίνητα αποτελούν ενιαίο ακίνητο με συνολική έκταση 7751,24 τ. μ., όπως αυτό περιγράφεται και εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 2007 Τοπογραφικό Διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Χ. Μ.. Από το έτος 1962 οι δύο πρώτοι των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής καθώς και η δικαιοπάροχος μητέρα του τρίτου και τετάρτου εξ αυτών ασκούσαν επί των άνω τμημάτων του ήδη ενιαίου ακινήτου διάνοια κυρίου όλες τις διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση τους, όπως περίφραξη, καλλιέργεια, μίσθωση κ.λ.π. Αλλά και μετά την κατά τα ανωτέρω περιέλευση των ως άνω ακινήτων στον τρίτο και τέταρτο οι ανωτέρω συνέχισαν στην άσκηση διακατοχικών πράξεων, που ταίριαζαν στη φύση των αρχικά χωριστών ακινήτων και μετέπειτα του ενιαίου ακινήτου με διάνοια κυρίου προβαίνοντες σε επιμέτρηση τους και συντάσσοντες τοπογραφικά διαγράμματα, μισθώνοντας και εν γένει προστατεύοντας αυτά έναντι παντός τρίτου. Συνακόλουθα οι ανωτέρω ασκώντας διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου επί των ως άνω ακινήτων για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας καθώς προσμετράτε στο χρόνο τους και ο χρόνος της δικαιοπαρόχου του τρίτου και τετάρτου των εναγόντων στην δεύτερη αγωγή κατ’ άρθρο 1051 Α.Κ έγιναν κύριοι των ακινήτων αυτών και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την επικοινωνία των προαναφερθέντων αγροτικών ακινήτων, που συνενώθηκαν ήδη, όπως προαναφέρθηκε, σε ένα ενιαίο αγροτικό ακίνητο, με την διερχόμενη στο σημείο εκείνο Εθνική Οδό Ιωαννίνων - Αντιρρίου, χρησιμοποιούσαν συνεχώς οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής και προ αυτών οι δικαιοπάροχοι τους επί σειρά ετών και τουλάχιστον από το έτος 1962 μια δίοδο, η οποία άρχιζε από την Εθνική Οδό, εφάπτεται με την ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής κατά τη Νότια πλευρά της και από νότο προς βορρά διέρχεται ανάμεσα κατά μήκος και παράλληλα στην ιδιοκτησία των ανωτέρω εναγόντων και ειδικότερα από την ανατολική πλευρά της σε μήκος 77,97 μ. και την δυτική πλευρά των ιδιοκτησιών Α. Γ. σε μήκος 64,28 μ. και Ι. Β. σε μήκος 14 μ., έχει πλάτος πέντε (5) μέτρων και ύστερα από διάδρομο 78,28 μ καταλήγει στο νοτιανατολικό άκρο της ιδιοκτησίας των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής. Η οδός αυτή αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία ΑΙ, Α2, Μ3, Μ2, Μ2α, Μία, ΜΙ, Μ5, Μ, Μ4, ΑΙ στο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Χ. Μ. και συνορεύει γύρωθεν με την ιδιοκτησία του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων της πρώτης αγωγής από την πλευρά Α1-Μ4-Α2 μήκους 4,85 μ, με την ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης αγωγής από τις πλευρές Α2-Μ3 μήκους 51,69 μ., Μ3-Μ2 μήκους 6,99μ και Μ2-Μ2α μήκους 3,90 μ. με την ΕΟ ... από την πλευρά Μ2α-Μ1α μήκους 4,96μ., με ιδιοκτησία Α. Γ. από τις πλευρές (Μ1α-Μ1) μήκους (3,90μ.) και με αύλακα και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Α. Γ. από τις πλευρές Μ1-Μ5 μήκους 7,49 μ. και Μ5-Μ μήκους 37,50 μ. και με αύλακα και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Ι. και Γ. Β. από τη πλευρά (Μ-Μ4-Α1) μήκους (14μ.), συνολικού εμβαδού 310,04 τ.μ.. Η εν λόγω οδός ήταν πάντοτε διαμορφωμένη και οριοθετημένη από τις προαναφερθείσες ιδιοκτησίες, τόσο των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής, όσο και των Α. Γ. και Ι. Β.. Από την δίοδο αυτή και μόνον περνούσαν πάντοτε οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής, καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους, αλλά και οι μισθωτές των άνω ακινήτων τους και δη πλέον των είκοσι ετών και τουλάχιστον από το 1962 πεζοί, είτε με ζώα, είτε αργότερα με γεωργικούς ελκυστήρες και άλλα μηχανικά μέσα. Τούτο δε γινόταν με διάνοια δικαιούχων πραγματικής δουλείας διόδου χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Τον ίδιο άλλωστε δρόμο χρησιμοποιούσαν και οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής, καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους για να καλύψουν τις εν γένει ανάγκες των ακινήτων τους. Τα παραπάνω περιστατικά αποδεικνύονται κυρίως από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής Λ. Μ. και την υπ’ αριθμ .../2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άρτας των Α. Γ. και Λ. Μ. και από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται περαιτέρω από 1. την υπ’ αριθμ. 113/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άρτας που δίκασε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οιονεί νομής δουλείας διόδου των πρώτου, δευτέρας και πέμπτου των εναγομένων της πρώτης αγωγής κατά των εναγόντων της ίδιας ως άνω αγωγής, με την οποία οι ανωτέρω εναγόμενοι αναγνωρίστηκαν προσωρινά οιονεί νομείς και κάτοχοι δουλείας διόδου και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής να τους αποδώσουν την οιονεί νομή και κατοχή της επίδικης δουλείας διόδου. Οι καθών η αίτηση άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσία με την υπ’ αριθμ. 23/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, 2. τους συμβολαιογραφικούς τίτλους κτήσης των επιμέρους ακινήτων των εναγόντων της πρώτης αγωγής από τους ίδιους, αλλά και τους δικαιοπαρόχους τους και ειδικότερα α. το υπ’ αριθμ. .../7-1-2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, με το οποίο οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής απέκτησαν την κυριότητα του εφαπτόμενου στο ακίνητο των εναγομένων της πρώτης αγωγής ασκεπούς αγρού των 1999,68 τ.μ. από τους Α. και Μ. συζ. Α. Γ., β. το υπ’ αριθμ. .../14-11-1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Άρτας Άννας Μπουραντά Μάντζιου, δυνάμει του οποίου οι ,ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων της πρώτης αγωγής απέκτησαν τον ανωτέρω αγρό από τον Χ. Μ., γ. το υπ’ αριθμ. .../29-9-1983 συμβόλαιο αγοράς του Συμβολαιογράφου Άρτας Κωνσταντίνου Παπαβασιλείου δυνάμει του οποίου ο Χ. Μ. απέκτησε την κυριότητα του πιο πάνω ακινήτου από τον Β. Γ., στον οποίο ο αγρός αυτός είχε περιέλθει εν μέρει με το υπ’ αριθμ. .../2-3-1968 συμβόλαιο αγοράς του Συμβολαιογράφου Άρτας Δημητρίου Τράμπα από την Ε. συζ. Ε. Κ. και εν μέρει με το υπ’ αριθμ. .../2-3-1968 συμβόλαιο αγοράς του ίδιου Συμβολαιογράφου από τον Παναγιώτη Φώτη, δ. το υπ’ αριθμ. .../19-5-2004 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου-Μπάκου, δυνάμει του οποίου οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής απέκτησαν την κυριότητα του αγρού των 2163,79 τ.μ., ο οποίος εφάπτεται του αμέσως ανωτέρου ακινήτου τους από την Λ. συζ. Ε. Κ. και ε. το υπ’ αριθμ. .../13-7-1974 προικοσυμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Άρτας Κωνσταντίνου Παπαβασιλείου με το οποίο η Λ. Κ. απέκτησε την κυριότητα του ανωτέρω αγρού από την μητέρα της Ε. συζ. Ε. Κ.. Από τα ανωτέρω συμβολαιογραφικά έγγραφα και τα συνημμένα σε αυτά τοπογραφικά διαγράμματα στα οποία αναφέρεται η επίδικη δίοδος προκύπτει ότι στην ανατολική πλευρά του ενιαίου πλέον ακινήτου των εναγόντων της πρώτης αγωγής είχε διαμορφωθεί δίοδος, πλάτους 5 μέτρων περίπου, τα όρια της οποίας ταυτίζονται με αυτά της επίδικης διόδου και 3. την επισκόπηση των προσαγομένων με επίκληση εκατέρωθεν φωτογραφιών, όπου φαίνεται η διαμορφωμένη δίοδος. Η ως άνω κρίση δε του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων στην πρώτη και εναγομένων στη δεύτερη αγωγή ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε από τις περιεχόμενες στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες της πρώτης και εναγομένους της δεύτερης αγωγής υπ’ αριθμ. .../19-4-2010, ... και .../10-4-2010 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άρτας και της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, αντίστοιχα, καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές, καθώς έρχονται σε αντίθεση με τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Ακόμη δεν αναιρείται από τα συμπεράσματα τόσο της επικαλούμενης και συνταχθείσας με επιμέλεια των εναγόντων από Ιανουάριο 2008 φωτοερμηνευτικής έρευνας του Γραφείου Τοπογραφικών Φωτοερμηνευτικών Μελετών των τοπογράφων μηχανικών Σ. Κ.- Δ. Μ., ήτοι της ύπαρξης έντονα δενδρώδους βλάστησης στο νοτιανατολικό όριο και ανυπαρξίας "διόδου πρόσβασης" από την Εθνική Οδό στην ιδιοκτησία Θ. Α. μέσω της ιδιοκτησίας ..., όσο και των προσκομιζόμενων από αυτούς φωτογραφιών των ετών 2005 και 2007 δεδομένου ότι το ως άνω συμπέρασμα ανατρέπεται από την υπ’ αριθμ. 569/1-7-2009 έκθεση αυτοψίας της Ειρηνοδίκου Φιλιππιάδος η οποία διενεργήθηκε στις 24-6-2009. Επίσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από το υπ’ αριθμ. .../22-6-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροφυλακής Αρτας στο οποίο αναφέρεται ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί ιδιωτική οδό χρησιμοποιούμενη αποκλειστικά και μόνο από την δικαιοπάροχο των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής και τούτο γιατί αντικρούεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που προαναφέρθηκαν, αλλά και για το λόγο ότι η εν λόγω υπηρεσία στηρίχθηκε σε ελλειπή στοιχεία, όπως τούτο επιβεβαιώνεται στο ίδιο. Ο ισχυρισμός των εναγόντων στην πρώτη και των εναγομένων στην δεύτερη αγωγή ότι οι εναγόμενοι της πρώτης και ενάγοντες της δεύτερης αγωγής έχουν άλλη δίοδο πρόσφορη για να επικοινωνούν με το ακίνητο τους δεν ευσταθεί, καθόσον εκτός από το ότι αναιρείται από τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν ενισχύεται με πειστικότητα από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις. Αντίθετα, από την ως άνω έκθεση αυτοψίας της Ειρηνοδίκου Φιλιππιάδος αποδεικνύεται η ανυπαρξία άλλης πρόσφορης διόδου επικοινωνίας των ενάγοντων της δεύτερης αγωγής με το ακίνητο τους. Επίσης ο ισχυρισμός των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής ότι οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής δεν απέκτησαν πραγματική δουλεία οδού στο ως άνω δουλεύον ακίνητο τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από τον χρόνο κτήσεως της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου μέχρι σήμερα δεν έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπο των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής ο απαιτούμενος χρόνος των είκοσι ετών για την κτήση εκ μέρους τους με χρησικτησία δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου επί της παραπάνω εκτάσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής διότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου, αλλά για δικαίωμα οιονεί νομής δουλείας διόδου των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής επί της παραπάνω εκτάσεως, το οποίο, κατ’ άρθρα 975, 996 Α.Κ προστατεύεται αυτοτελώς (ΑΠ 1484/1988 Ελλ. Δνη 31. 306). Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι της πρώτης και ενάγοντες της δεύτερης αγωγής καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους διερχόταν από την επίδικη δίοδο τουλάχιστον από το έτος 1962 και μετά αδιάκοπα με διάνοια δικαιούχων δουλείας διόδου, χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Έτσι, εφόσον οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής, αλλά και οι μεταγενέστερα καταστάντες διάδοχοι αυτών (έκτος και έβδομη των εναγόντων- εφεσίβλητων), καθώς και ο πέμπτος αυτών ως μισθωτής χρησιμοποιούσαν την επίδικη δίοδο με διάνοια δικαιούχων, χωρίς να ενοχληθούν από κάποιον μέχρι το 2007 απέκτησαν οι ανωτέρω δικαίωμα οιονεί νομής και κατοχής δουλείας διόδου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες της πρώτης και εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής στις 1-3-2007 προέβησαν παράνομα χωρίς δηλαδή δικαίωμα και χωρίς τη θέληση των εναγόντων της δεύτερης αγωγής στην επιχωμάτωση της επιδίκου διόδου και συγκεκριμένα τοποθέτησαν μπάζα, αμμοχάλικο και χώμα επ’ αυτής καθιστώντας έτσι ανέφικτη τη χρήση της στους ενάγοντες της δεύτερης αγωγής και εναγομένους της πρώτης αγωγής, ότι με την ενέργεια αυτή των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής αποβλήθηκαν οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής από την οιονεί νομή και κατοχή που σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ασκούσαν στο παραπάνω τμήμα του ακινήτου των αντιδίκων τους. Ακολούθως εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής οι πρώτος, δεύτερη και πέμπτος των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής, άσκησαν όπως προαναφέρθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Άρτας εναντίον τους την από 27-3-2007 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Το εν λόγω Δικαστήριο με την 113/5-7-2007 απόφαση του δέχθηκε την παραπάνω αίτηση, αναγνώρισε προσωρινά τους ανωτέρω ενάγοντες της δεύτερης αγωγής οιονεί νομείς και κατόχους δουλείας διελεύσεως μέσω της προαναφερθείσας επίδικης διόδου. Οι ενάγοντες της πρώτης και εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής ακόμη και μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης δεν συμμορφώθηκαν. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι σωρευμένες στο από 24-11-2008 δικόγραφο αρνητική αγωγή και αναγνωριστική αρνητική αγωγή ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού κατ’ ουσίαν αβάσιμες, κατ’ αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης των εναγομένων της πρώτης αγωγής περί δικαιώματος οιονεί νομής και κατοχής στο δουλεύον ακίνητο των εναγόντων της πρώτης αγωγής. Αντίθετα να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η από 23-7-2007 αγωγή ως προς τον πέμπτο, έκτο και έβδομη των εναγόντων της δεύτερης αγωγής, απορρίπτει όμως αυτή και δη ως ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους πρώτο, δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των εφεσιβλήτων - εναγόντων της δεύτερης αγωγής, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχτηκε οι τελευταίοι υπήρξαν μεν κύριοι του δεσπόζοντος ακινήτου, κατά το χρόνο ωστόσο της άσκησης της αγωγής αυτοί είχαν ήδη μεταβιβάσει το δεσπόζον ακίνητο στους έκτο και έβδομη των εναγόντων - εφεσιβλήτων". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους τέσσερεις πρώτους ενάγοντες - αναιρεσιβλητους της δεύτερης από 23.7.2007 αγωγής και αφού εξαφάνισε ως προς αυτούς την εκκαλουμένη που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου ως προς αυτούς την αγωγή και την απέρριψε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη, ενώ κατά τα λοιπά επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1108 παρ.2, 1120, 1121, 1045, 1051, 999, 1000, 975 και 997 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά και υπήχθησαν στη παραπάνω περί αποκτήσεως με έκτακτη χρησικτησία του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας διατάξεις, [η επίκληση του οποίου (δικαιώματος) καταλύει την αρνητική αγωγή του αντιδίκου] και περί προστασίας του δικαιώματος αυτού και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Περαιτέρω έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νομική βάση αφού διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα αφορώντα τις συνεκδικασθείσες αγωγές ζητήματα α)της διελεύσεως από τους δύο τελευταίους αναιρεσιβλήτους από την επίδικη οδό με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας, που αποκτήθηκε με υπηρεικοσαετή με διάνοια δικαιούχου διέλευση τουλάχιστον από το 1960 από την επίδικη οδό τόσο των ίδιων, όσων και των δικαιοπαρόχων τους, από τους οποίους απέκτησαν το δεσπόζον ακίνητο, του οποίου την κυριότητα είχαν οι τελευταίοι, όσο και οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι αποκτήσει τόσο παραγώγως όσο και πρωτοτύπως β)του δικαιώματος της οιονεί κατοχής διελεύσεως από επίδικη οδό του μισθωτή πέμπτου αναιρεσίβλητου και γ)της καταλύσεως της αρνητικής αγωγής των αναιρεσειόντων λόγω του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας οδού των αναιρεσιβλήτων εις βάρος του ακινήτου των πρώτων, η απόδειξη του οποίου (δικαιώματος) καθιστά ουσιαστικά αβάσιμη την σωρευομένη αρνητική αναγνωριστική αγωγή ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού των αναιρεσειόντων. Με την εκκαλουμένη επιδικάσθηκε στους δύο τελευταίους αναιρεσίβλητους λιγότερο του από αύτους αιτηθέντος, καθόσον αναγνωρίστηκαν οινεί νομείς δουλείας διόδου η οποία και τους αποδόθηκε και όχι δικαιούχοι πραγματικής δουλείας οδού, όπως είχαν ζητήσει, που μάλιστα στο ιστορικό της εκκαλουμένης αναφέρεται με τον ορισμό του προϊσχύσαντος δικαίου, ήτοι εκείνον της "ομολογήσεως δουλείας". Πλήν όμως κατά τούτο δεν εξεκκλήθη από τους εν λόγω αναιρεσίβλητους η πρωτόδικη απόφαση, η οποία ως εκ τούτου δημιουργεί δεδικασμένο για το κριθέν δικαίωμα της οιονεί νομής, αφού τούτο (δεδικασμένο) κρίνεται από την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τους οποίους η οιονεί νομή διελεύσεως διόδου των αναιρεσιβλήτων δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, ούτε ασκείται δικαιωματικά έναντι των αναιρεσειόντων λόγω παραχωρήσεώς του και ότι συνακόλουθα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1108 παρ.2 και 1095 ΑΚ, ώστε να καταλύεται η αρνητική αγωγή, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι περί ού ο λόγος αναιρεσίβλητοι αντέκρουσαν την αρνητική αγωγή των αναιρεσειόντων με ένσταση περί οιονεί νομής δουλείας διόδου, ενώ δεν συνέβη τούτο, αφού αυτοί ισχυρίστηκαν, αλλά και έγινε δεκτό ότι οι ίδιοι και οι δικαιοπάροχοι τους για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας (τουλάχιστον από το 1960) διήρχοντο με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή) από την επίδικη οδό και ότι συνακόλουθα έχουν απαιτήσει δικαίωμα πραγματικής δουλείας σ’ αυτήν, προσθέτοντας στον δικό τους χρόνο οιονεί νομής και εκείνου των δικαιοπαρόχων τους. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται, οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση, ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν ή καταλύουν το αίτημα της αγωγής - ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ.ΑΠ 14/2004). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη, χωρίς τούτο να έχει προταθεί από τους αναιρεσίβλητους, απορρίπτοντας τους δύο πρώτους λόγους της εφέσεως, την από το άρθρο 1108 παρ.2 ΑΚ καταλυτική ένσταση, κατά την οποία οι εναγόμενοι διερχόντουσαν από την επίδικη δίοδο δυνάμει δικαιώματος και ότι συνακόλουθα το επί του δουλεύοντος ακινήτου δικαίωμα κυριότητας των αναιρεσειόντων δεν προσεβλήθη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας αλλά και έχει ήδη αναφερθεί στους προερευνηθέντες λόγους οι αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι προέτειναν την παραπάνω ένσταση του άρθρου 1108 παρ.2 ΑΚ τόσο με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, όσο και με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ενώ το περί αναγνωρίσεως και προστασίας οικείο, περί πραγματικής δουλείας δικαίωμά τους υπήρξε το αντικείμενο της συνεκδικασθείσας αγωγής τους, ως προς την οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, επιδικάσθηκε λιγότερο του αιτηθέντος. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος, ο οποίος, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.1.2014 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ.277/2013 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων των Β. Μ. του Χ. και Κ. M. του Χ. κατά των 1.Θ. Α. του Ε., 2.Π. Γ. του Η., Β. Γ. του Η., Α. Γ. του Η. 3.Ε. Λ. του Ν. κ.λπ. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά τα άρθρα 68, 556 και 558 ΚΠολΔ η αναίρεση στρέφεται κατά των αντιδίκων του αναιρεσείοντος που νίκησαν, δεν στρέφεται δε αναγκαία κατά όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Έτσι δε μπορεί να στραφεί κατά των αντιδίκων του αναιρεσείοντος των οποίων η αγωγή έχει απορριφθεί, όταν με κανένα λόγο δεν προσβάλλεται η απόρριψη αυτή 1108 ΑΚ Προϋποθέσεις αρνητικής αγωγής. Τι συνιστά διατάραξη. Αν η ενέργεια γίνεται δυνάμει δικαιώματος καταλύεται η αρνητική αγωγή. Πραγματική δουλεία. Αποκτάται και με έκτακτη χρησικτησία. (1118,1119,1120 και 1121 ΑΚ) 559 αρ 1 και 19 προστασία δουλειούχου και οιονεί νομέα δουλείας
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 567/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Τ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παλαιολόγο Παλαιολόγο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 33/5-2-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2424/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1123/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ’ ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενου λόγου αναιρέσεως για "έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα", πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές αιτιολογίες κ.λπ. (Ολ ΑΠ 19/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η 2424/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για ληστεία, παράνομη κατοχή όπλου και παράνομη οπλοφορία σε συνολική ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών και σε συνολική χρηματική ποινή οκτακοσίων (800) ευρώ. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του ίδιου του αναιρεσείοντος στο Διευθυντή του Κ. Κ. Ν. Αλικαρνασσού. Στην εν λόγω αίτηση διαλαμβάνονται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "...κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της ...για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει. Διότι αδίκως δικάστηκα, αφού δεν είχα καμιά σχέση με την παραπάνω υπόθεση όπως είχα δηλώσει εξαρχής και δικάστηκα βάσει φωτογραφιών που δεν έχουν καμιά βάση και μιας μαρτυρίας που θεωρώ εντελώς ανυπόστατη. Υποβάλλω και σχετικό υπόμνημα". Στο σε συνημμένο υπόμνημα, το οποίο αποτελεί με την ως άνω δήλωση ενιαίο σύνολο, αναγράφει ότι: "Παρακαλώ όπως κάνετε δεκτή την αίτησή μου για επανάληψη της δίκης μου για ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους που αναφέρονται κατωτέρω. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσ/νίκης δεν ελήφθησαν υπόψη τα στοιχεία που επικαλούμαι κατωτέρω με αποτέλεσμα να είμαι κρατούμενος αν και είμαι αθώος. Κατά την διάρκεια της δίκης απεκαλύφθη ότι υπάρχουν και έχουν κατασχεθεί έξι DVD από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης που υπάρχει στο κατάστημα όπου έγινε η ληστεία τα οποία είχε η αστυνομία τα οποία δεν εμφανίστηκαν ούτε Α ούτε στη Β’ βαθμό. Αντίθετα εμφανίστηκαν 8 φωτογραφίες σε φωτοτυπία οι οποίες είναι κατάμαυρες και δεν είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς οτιδήποτε. Είχα ζητήσει και από το Α. Τ. Δωδεκανήσου που είχε κάνει την προανάκριση και από τον αρμόδιο Εισαγγελέα να προσκομίσουν τα ανωτέρω DVD και η απάντηση ήταν και από τις δύο αρχές ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο και για να γίνει αυτό απαιτείται δικαστική εντολή. Κατά την διάρκεια της δίκης στο Τριμελές Εφετείο ζήτησα από τον Πρόεδρο της έδρας να κατατεθούν οι πρωτότυπες φωτογραφίες οι οποίες δείχνουν την απόπειρα ληστείας για την οποία κατηγορούμαι αλλά και πάλι έλαβα αρνητική απάντηση αφού ο Πρόεδρος δήλωσε ότι οι ανωτέρω φωτογραφίες είναι αρκετά καθαρές και ότι μπορεί και με τις φωτοτυπίες να βγάλει τα συμπεράσματά του. Στην αρχική κατάθεσή του το θύμα στο Α. Τ. και στον αρμόδιο ανακριτή είχε δηλώσει ότι: Ο ληστής ήταν 1.70 περίπου ψηλός, ήταν μελαχρινός, αλλοδαπός και μιλούσε με σπαστά ελληνικά. Εγώ έχω ύψος 1.93 μ., δεν είμαι μελαχρινός, δεν είμαι αλλοδαπός και μιλώ ελληνικά καλά γιατί είμαι Έλληνας και ζω στην Ελλάδα. Επίσης ενώ το θύμα είχε αναφέρει ότι ο δράστης δεν φορούσε γάντια κατά το διάστημα της ληστείας και ενώ ο δράστης είχε πιάσει με γυμνά χέρια την ταμειακή μηχανή του καταστήματος, ότι κατά την διάρκεια του συμβάντος στην προσπάθειά του να βγάλει ένα πιστόλι από μια πλαστική σακούλα που κρατούσε του έπεσε ένα πακέτο τσιγάρα μάρκας BEST τα οποία περισυνέλλεξε το θύμα και τα παρέδωσε στην Αστυνομία, η Αστυνομία ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν αποτυπώματα και φυσικά ούτε και δικά μου αφού ήμουν απών. Τέλος σας αναφέρω ότι μετά το πέρας της διαδικασίας της δίκης σε Β’ βαθμό όταν ρωτήθηκε το θύμα από συγγενικό μου πρόσωπο γιατί ενώ ήταν σίγουρη ότι δεν ήμουν ο δράστης στο δικαστήριο ισχυρίστηκε - ψευδώς - ότι ήμουν εγώ απάντησε ότι φοβήθηκε να πει την αλήθεια γιατί είναι αλλοδαπή και φοβήθηκε μήπως της πάρουν την άδεια λειτουργίας του καταστήματός της με αποτέλεσμα να έχει δηλώσει άλλα στην Α’ βαθμού δίκη και άλλα στην Β’ βαθμού διαδικασία. Συνημμένα σας υποβάλλω...". Έτσι, όμως, διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται στην ειρημένη έκθεση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, όλα όσα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων αφορούν την κρίση του Τριμελούς Εφετείου επί της ουσίας της υποθέσεως, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Τέλος, απαραδέκτως προτείνεται, ως έλλειψη ακροάσεως, και η αιτίαση ότι ο αναιρεσείων ζήτησε να κατατεθούν οι πρωτότυπες φωτογραφίες και ο Πρόεδρος αρνήθηκε, γιατί, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 6/28 Ιανουαρίου 2014 αίτηση του Α. Τ. του Μ., για αναίρεση της 2424/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης, γιατί δεν περιέχει κανένα ορισμένο λόγο από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ. Τι πρέπει να περιέχει ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας για να είναι ορισμένος.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 564/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. - Κ. χας Φ. Φ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Μοσχοβάκη. Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζ. Μ. Χ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Βιλλαντζάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 4-12-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 45/2014 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάει η αναιρεσείουσα με την από 7-10-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23-3-2014 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Μαρίας Βαρελά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033,1194, 1198, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5 έως 7, 10, 13, 14 του Ν. 3721/1929, "περί ιδιοκτησίας κατ’ όροφον", που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή διαμέρισμα, μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκειμένη σε μεταγραφή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Με τη σύμβαση αυτή, ο προς ον η μεταβίβαση αποκτά αυτοδίκαια από το νόμο ιδιαίτερο αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινών μερών της όλης οικοδομής, που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή έχει οικοδομηθεί κατά το ιδανικό μερίδιο που του έχει μεταβιβασθεί, εάν δε τούτο δεν έχει καθορισθεί από τα μέρη ή με την διάταξη τελευταίας βουλήσεως, προσδιορίζεται από το δικαστήριο, κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος, στο οποίο αντιστοιχεί. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι’ αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του "ορόφου" και "διαμερίσματος ορόφου". Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους, συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου, είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους, υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρ. 1002 εδ. β ΑΚ και 1 παρ. 2 Ν.3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με το άρθρο 1002 ΑΚ και 1 του Ν.3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα, επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα "superficies solo cedit", που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι’ αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του παραπάνω ν. 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από την εν λόγω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση κριτήριο για τον χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινοκτήτου και κοινοχρήστου είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία επί του ίδιου οικοδομήματος έχει συσταθεί διαιρεμένη κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών, ιδιοκτησία, αν ορισμένη οριζόντια ιδιοκτησία έχει αποκλειστική είσοδο, η οποία εξυπηρετεί μόνο την ιδιοκτησία αυτή, η εν λόγω είσοδος συνιστά συστατικό μέρος της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας. Αν η οριζόντια αυτή ιδιοκτησία βρίσκεται πάνω από το ισόγειο της οικοδομής, συστατικό μέρος της αποτελεί και η προς αυτό σκάλα ανόδου. Ειδικότερα, στις αμέσως πιο πάνω περιπτώσεις και η αποκλειστική είσοδος στην οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά και η προς αυτή σκάλα ανόδου αποτελούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτήν, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά ακόμη περισσότερο καθίσταται, ενδεχομένως, ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή με αλλοίωση της ουσίας και του προσδιορισμού της. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα, η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 20/2011). Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί παράβαση του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις σωρευόμενες, στην από 31-7-2006 αγωγή της αναιρεσίβλητης, βάσεις περί αναγνωρίσεως κυριότητας και συγκυριότητας ακινήτου και περί διεκδικήσεως και αποδόσεως εδαφικού τμήματος της κυριότητάς της, από το οποίο έχει αποβληθεί. "Δυνάμει του με αριθμ. ...1964 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σάμου Α. Γιοκαρίνη, νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, στο τ. Γ και με α/α ..., η Β. Σ., το γένος Μ. Σ. και η θυγατέρα της Μ. Σ., συζ. Σ. Α., οι οποίες είχαν στην αποκλειστική κυριότητά τους, νομή και κατοχή τους (κατά πιστή αντιγραφή του συμβολαίου), "μίαν οικία διώροφο μετ’ αυλής και συναπτού οικοπέδου 150 περίπου τετρ. μέτρων, κειμένη εντός της Kοινότητος Βαθέος κατά την συνοικία ..., συνορευομένην με δημόσιον δρόμο, με Α. Μ. Σ., με οικόπεδο αγνώστου, με δημόσιο βουνό και με Γ. Χ. Γ." μεταβίβασαν, λόγω πωλήσεως δια του Σ. Σ. του Π., ενεργώντας ως διαχειριστή των προικώων της συζύγου του Β. Σ. και ως πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος της θυγατέρας του Μ. Σ., συζ. Σ. Α., διαιρετώς το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητό τους και συγκεκριμένα: 1) στους γονείς των διαδίκων και δικαιοπαρόχους της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης ( Ε. -Κ. Φ.), Κ. Κ. και Ε. Κ., εξ αδιαιρέτου και κατά ίσα μέρη στον καθένα από αυτούς, την αποκλειστική κυριότητα "του πρώτου (1ου) ορόφου της οικίας αυτής, συνισταμένου εκ δύο δωματίων και αποθήκης" και στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ., την αποκλειστική κυριότητα "του άνω δευτέρου ορόφου, μετά της εξωτερικής κλίμακας, της αυλής, και του οικοπέδου, συνισταμένου εκ τριών δωματίων και κουζίνας ". Η ως άνω διώροφη οικία, η αυλή και το εφαπτόμενο ( συναπτό) σε αυτήν οικόπεδο των 150 τμ., όπως ακριβώς αναφέρονται στο εν λόγω συμβόλαιο, - απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης- εκκαλούσας περί του ότι δεν αναφέρεται στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το συναπτό οικόπεδο 150 τμ. -, βρίσκονται, όπως προαναφέρθηκε, στη συνοικία "..." του Δήμου Βαθέος Σάμου και συνορεύουν συνολικά, σύμφωνα με τον ανωτέρω τίτλο, με δημόσιο δρόμο, με ιδιοκτησία Α. Σ., με ιδιοκτησία αγνώστου, με βουνό και με ιδιοκτησία Γ.. Σύμφωνα δε, με όσα ρητά αναφέρονται στον ανωτέρω τίτλο, ο πρώτος όροφος της εν λόγω διώροφης οικίας, η αυλή, η οποία συνορεύει πλέον, βόρεια με την οικία, ανατολικά με κλίμακα ανόδου, νότια με το οικόπεδο (150 τ.μ.) και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., καθώς και το οικόπεδο των 150 τ.μ., το οποίο συνορεύει πλέον, βόρεια με την αυλή και την κλίμακα ανόδου, ανατολικά με δημόσιο δρόμο, νότια με ιδιοκτησία Τ. και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., μεταβιβάστηκαν στην ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα E. Χ., κατ’ αποκλειστική κυριότητα, ως χωριστές ιδιοκτησίες. Με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο οι ως άνω δικαιοπάροχες των διαδίκων, Β. Σ., το γένος Μ. Σ. και Μ. Σ., συζ. Σ. Α., σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη, συνέστησαν οριζόντιες ιδιοκτησίες μόνο επί της διώροφης οικίας, εγκαθιστώντας τους διαδίκους (ενάγουσα -εκκαλούσα και δικαιοπαρόχους εναγομένης - εκκαλούσας), κατά τα ανωτέρω, χωριστά, σε καθένα από τους δύο ορόφους της οικίας αυτής, δημιουργώντας έτσι αυτομάτως οριζόντιες ιδιοκτησίες, χωρίς να απαιτείται για τη σύσταση αυτή (οριζόντια ιδιοκτησία) η κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης και μεταγραφή αυτής, σύμφωνα με την οποία, χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, εκποιεί διακεκριμένα τμήματα αυτής, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι’ αυτήν και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Κατά συνέπεια το αναλογούν κατά νόμο, ποσοστό αναγκαίας συγκυριότητας της κυρίας κάθε ορόφου της διώροφης οικίας,- στην οποία εφάπτεται η αυλή 39 τμ. και το εν λόγω ξεχωριστό οικόπεδο των 150 τμ., που μεταβιβάστηκαν χωριστά αποκλειστικά στην ενάγουσα της πρώτης αγωγής και ήδη εκκαλούσα Ε. Χ. -, περιορίζεται μόνο στο έδαφος το καλυπτόμενο από αυτή (οικία), εμβαδού 72,77 τμ. και στα κοινόχρηστα μέρη της διώροφης οικίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα οποία είναι τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, το μεσοπάτωμα, οι καπνοδόχοι, και η επί της πρόσοψης της διώροφης οικίας προς την δημόσια οδό ..., αυλή της διώροφης οικίας, επιφανείας 19 τμ περίπου ( 9,50X2 ), που είναι η είσοδος για την εν λόγω οικία ( διώροφη ) από την δημόσια παραπάνω οδό, διάφορη της αυλής εμβαδού 39 τ.μ., που μεταβιβάστηκε, κατά τα παραπάνω χωριστά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ. και βρίσκεται σε επαφή με το νότιο τοίχο της εν παραπάνω οικίας της. Εξάλλου η αυλή αυτή, εκτάσεως 39 τ.μ., σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινόχρηστο μέρος της διώροφης οικίας, όπως και η εξωτερική κλίμακα αυτής, και τούτο διότι, εκτός του ότι αυτές, όπως και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ. ως άνω οικόπεδο 150 τμ. μεταβιβάστηκαν αποκλειστικά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτές (αυλή (39 τμ.) και εξωτερική κλίμακα) εξυπηρετούν αποκλειστικά την πρόσβαση στον δεύτερο όροφο αυτής (ιδιοκτησία ενάγουσας πρώτης αγωγής - εκκαλούσας) και συνεπώς συνιστούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτήν, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά, ακόμη περισσότερο, καθίσταται, ενδεχομένως ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή, με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας και επομένως δεν χρησιμεύουν προς κοινή χρήση. Τούτο δε αποδεικνύεται, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων και από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα - εκκαλούσα φωτογραφίες. Επομένως, εφόσον τόσο η αυλή αυτή (39 τμ.), η οποία συνορεύει βόρεια με την οικία, η εξωτερική κλίμακα, όσο και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ. ως άνω οικόπεδο 150 τμ., μεταβιβάστηκαν χωριστά και αποκλειστικά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτά {αυλή (39 τμ.), εξωτερική κλίμακα και εφαπτόμενο στην αυλή οικόπεδο}, δεν αποτελούν κοινόχρηστα μέρη της συσταθείσας επί της διώροφης οικίας οριζόντιας ιδιοκτησίας και ανεπίτρεπτη κατάτμηση του όλου ακινήτου (διώροφης οικίας αυλής και συναπτού οικοπέδου), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη και γιαυτό οι σχετικοί λόγοι έφεσης και προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος ..., η ενάγουσα- -εφεσίβλητη - εκκαλούσα, Ε. Χ., παραχώρησε στους γονείς της και δικαιοπαρόχους της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ., που όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσαν (γονείς) στον πρώτο όροφο της ως άνω διώροφης οικίας από τον χρόνο της αγοράς του, την χρήση τμήματος, επιφανείας 30 τ.μ. του ανωτέρω οικοπέδου της (των 150 τ.μ.), όπου αυτοί κατασκεύασαν εκεί μία αποθήκη. Το ίδιο δε έτος, οι τελευταίοι, δυνάμει του υπ’ αριθ. ...... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σάμου, Δ. Γεωργιάδη, νομίμως μετεγγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, στον τ. …και με α/α ..., μεταβίβασαν λόγω δωρεάς εν ζωή, στην εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη, θυγατέρα τους Ε. Κ. Φ., την ψιλή κυριότητα των ακολούθων ακινήτων : 1) " τον πρώτο ( 1ον ) όροφο (κάτω) μιας διωρόφου οικίας μετά της αυλής και του αναλογούντος κατά νόμο εις αυτόν οικοπέδου", που βρίσκεται εντός της Κοινότητας Βαθέος και στην συνοικία "..." και η οποία ορίζεται, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, "γύρωθεν ολοκλήρου με δημόσιο δρόμο, με Α. Μ. Σ., με οικόπεδο αγνώστου ιδιοκτήτη και με ιδιοκτησία Ε. Χ. (ενάγουσα)" και 2) " ένα οικόπεδο εκτάσεως 30 τ.μ. περίπου μετά της εντός αυτού αποθήκης", που βρίσκεται εντός της Κοινότητας Βαθέος και στην συνοικία "... " και το οποίο ορίζεται, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, "γύρωθεν εν τω συνόλω, με ιδιοκτησία Ε. Χ., με βουνό εκ δύο μερών και με αποθήκη Α. Σ..". Ωστόσο, κατά το χρόνο της εν λόγω μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων (...)στην εναγομένη, οι δωρεοδόχοι δεν ήταν κύριοι του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ. που της μεταβίβασαν, καθότι το όλο οικόπεδο επιφανείας 150 τμ., εντός του οποίου είχε ανεγερθεί, σε τμήμα του επιφανείας 30 τμ., η παραπάνω αποθήκη, είχε μεταβιβασθεί κατ’ αποκλειστική κυριότητα με το προαναφερόμενο συμβόλαιο με αριθμό ...8-8-1964, από τους κυρίους αυτού, στην ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ., όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο τμήμα αυτού των 30 τμ., στο οποίο και ανήγειραν την αποθήκη, τους είχε παραχωρηθεί από την τελευταία (κυρία του ακινήτου), μόνο το δικαίωμα χρήσης αυτού και επομένως η εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ., κατέστη ψιλή κυρία, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, μόνο του πρώτου ορόφου της διώροφης οικίας μετά του αναλογούντος ποσοστού συγκυριότητας στο έδαφος που καλύπτεται από αυτήν και στα κοινόχρηστα μέρη, όπως περιγράφονται αναλυτικά ανωτέρω. Συνεπώς, η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης, λόγω κτήσης αυτής (της κυριότητας) με παράγωγο τρόπο, όσον αφορά το τμήμα του οικοπέδου των 30 τ.μ. μετά της αποθήκης, που επαναφέρει και ως λόγο έφεσης ,θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη, δεδομένου ότι η εναγομένη απέκτησε παρά μη κυρίων, και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, για να επέλθει μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, αυτός που μεταβιβάζει κατά το χρόνο της μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου, πρέπει να είναι κύριος αυτού και στην προκειμένη περίπτωση οι δωρεοδόχοι γονείς δεν ήταν κύριοι του εν λόγω εδαφικού τμήματος των 30 τμ. με την επ’ αυτού αποθήκη κατά το χρόνο της μεταγραφής του ως άνω μεταβιβαστικού συμβολαίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στο εν λόγω μεταβιβαστικό συμβόλαιο (...67) αναφέρεται ως τρόπος κτήσης της κυριότητας των δωρεοδόχων για το επίδικο αυτό εδαφικό τμήμα, η αγορά αυτού, δυνάμει του με αριθμό ...64 συμβολαίου, που όπως προαναφέρθηκε δεν περιλαμβανόταν. Σημειωτέον δε, ότι οι ανωτέρω τίτλοι που προσκομίζονται από αμφότερους τους διαδίκους, δεν ταυτίζονται κατ’ έκταση και όρια με τα περιγραφόμενα στις προτάσεις της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης εδαφικά τμήματα. Ωστόσο από το έτος 1967, μέχρι και σήμερα τη νομή του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ., που αποτελεί τμήμα του μεγαλύτερου οικοπέδου των 150 τ.μ., το οποίο ανήκει κατά κυριότητα, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, στην ενάγουσα - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. Χ., ασκούσαν συνεχώς και με διανοία κυρίου, αρχικά οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ. και μετά το θάνατο τους η ίδια, έχοντας μάλιστα η τελευταία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ως νόμιμο τίτλο, το ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης γονείς της, έχτισαν εντός των 30 τ.μ., μία αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι και την οποία (αποθήκη) το έτος 1992-1993, η εναγομένη διαμόρφωσε σε κατοικία, όπου διέμενε τα καλοκαίρια που επισκεπτόταν το νησί της Σάμου, καθότι είναι μόνιμος κάτοικος Αττικής. Από τον χρόνο θανάτου των δικαιοπαρόχων της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης και συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 1995, που απεβίωσε ο πατέρας της και από τον Φεβρουάριο 1996 που απεβίωσε η μητέρα της, η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ., ασκεί η ίδια τη νομή του επιδίκου αυτού ακινήτου, πλην όμως αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης, δεν ήταν καλόπιστοι κατά το χρόνο κτήσης της νομής του επιδίκου εδαφικού τμήματος των 30 τμ., καθότι γνώριζαν ότι δεν ήταν κύριοι αυτού και ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα θυγατέρα τους, τους είχε παραχωρήσει μόνο τη χρήση αυτού προκειμένου να κατασκευάσουν την αποθήκη, που δεν είχε η οικία τους, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη πεποίθηση τους οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ενώ και η δωρεοδόχος εναγομένη κατά τον χρόνο απόκτησης της νομής αυτού δεν ήταν καλόπιστη, καθόσον γνώριζε ότι οι δωρεοδόχοι γονείς της δεν ήταν κύριοι του εν λόγω ακινήτου κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη - εκκαλούσα -εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου τμήματος του οικοπέδου, καθόσον τόσο η ίδια όσο και οι δικαιοπάροχοι γονείς της δεν ήταν καλόπιστοι, στοιχείο αναγκαίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη για την κτίση της κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. -Κ. Φ. κατέστη κυρία του επιδίκου τμήματος ακινήτου, επιφανείας 30 τμ. μετά του επ’ αυτού κτίσματος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, εφόσον από το έτος ... μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2006) άσκησε τη νομή της, με διάνοια κυρίου επί μια εικοσαετία συνεχώς, προς συμπλήρωση της οποίας, προσμετράται στο χρόνο της δικής της νομής και ο χρόνος της νομής που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι γονείς της, ανεξαρτήτως καλής πίστης αυτών, ενεργώντας σ’ αυτό όλες τις εμφανείς υλικές πράξεις νομείς, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου και μάλιστα κατά τρόπο φανερό και ανεμπόδιστο με τις οποίες εκδηλωνόταν η περί εξουσιάσεως βούληση τους. Ειδικότερα, από το έτος ..., που παραχώρησε την χρήση του εν λόγω εδαφικού τμήματος η ενάγουσα - εφεσίβλητη -εκκαλούσα Ε. Χ., στους γονείς της, αυτοί κατασκεύασαν σ’ αυτό μία αποθήκη την οποία χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για τις ανάγκες της οικίας τους μέχρι τον επισυμβάντα θάνατό τους, τον Δεκέμβριο του 1995 ο πατέρας και τον Φεβρουάριο του 1996 η μητέρα της και στη συνέχεια η εναγομένη -εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ. μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2006). Συγκεκριμένα αυτή το έτος 1992-1993 μετέτρεψε την αποθήκη σε οικία με δικές της δαπάνες, στην οποία και διέμενε μόνο αυτή με την οικογένειά της, όταν επισκεπτόταν την Σάμο, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μόνιμος κάτοικος Αττικής, χωρίς ποτέ η ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα, να διαμαρτυρηθεί γιαυτό. Αντιθέτως, όπως και η ίδια δέχθηκε, δεν έφερε καμία αντίρρηση, γιατί ήθελε να είναι όλοι μαζί, θέληση την οποία εξέφρασε και στην με αριθμό ...25-8-1989 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καρλοβασίου. Συνεπώς, η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ., λόγω κτήσης αυτής (της κυριότητας), όσον αφορά το εδαφικό τμήμα των 30 τ.μ. μετά της αποθήκης, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη ως προς τη βάση της τακτικής χρησικτησίας και να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς τη βάση της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. -Κ. Φ. κατέστη κυρία του λοιπού ως άνω οικοπέδου καθώς και της αυλής των 39 τμ. με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον δεν αποδείχθηκε ουδεμία πράξη νομής αυτής και των δικαιοπαρόχων της στα εν λόγω ακίνητα. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα -εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ. ασκούσε σ’ αυτά όλες τις πράξεις νομής, καθόσον όσον αφορά την αυλή, αυτή ήταν η αυλή της οικίας της στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσε με την οικογένειά της όλο το χρονικό διάστημα από την αγορά το 1964 και εφεξής, καθάριζε και φρόντιζε αυτή, όπως και το οικόπεδο, πλην του τμήματος των 30 τμ. που είχε παραχωρήσει στους γονείς της, όπως προαναφέρθηκε, το υπόλοιπο τμήμα φρόντιζε με τον σύζυγό της, είχε φυτέψει δένδρα, τα οποία φρόντιζε και περιποιείτο. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. με έκτακτη χρησικτησία, όσον αφορά το υπόλοιπο οικόπεδο και την επίδικη αυλή των 39 τμ............................. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, έπρεπε η από 31-7-2006 (αριθ. καταθ. 66ΤΜ/2006) αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι α) οι διάδικοι τυγχάνουν συγκυρίες σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμιά, επί του εδάφους, εμβαδού 72,77 τμ, που καλύπτεται από τη διώροφη οικία και των κοινόχρηστων χώρων αυτής, ήτοι των θεμελίων, των πρωτότοιχων, της στέγης, του μεσοπατώματος, των καπνοδόχων και της έμπροσθεν της προς πρόσοψης προς το δημόσιο δρόμο ... αυλής 19 τμ. και β) η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ. είναι, με παράγωγο τρόπο, αποκλειστική κυρία της αυλής, εμβαδού 39 τ.μ., η οποία συνορεύει βόρεια με την οικία, ανατολικά με κλίμακα ανόδου, νότια με το οικόπεδο (150 τ.μ.) και δυτικά ιδιοκτησία Μ. Σ. και του οικοπέδου το οποίο συνορεύει βόρεια με την αυλή και την κλίμακα ανόδου, ανατολικά με δημόσιο δρόμο, νότια με ιδιοκτησία Τ. και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., πλην του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ. μετά της εντός αυτού αποθήκης, το οποίο ορίζεται γύρωθεν με ιδιοκτησία Ε. Χ., με βουνό και με αποθήκη Α. Σ., του οποίου κατέστη κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας η εναγομένη - εκκαλούσα -εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ.". Ακολούθως το Εφετείο αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις συνεκδικασθείσες εφέσεις των διαδίκων και τους προσθέτους λόγους της αναιρεσείουσας, επικύρωσε, μετά από συμπλήρωση των αιτιολογιών της (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ), την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων (άμεσος της αναιρεσίβλητης και απώτερος της αναιρεσείουσας) με την ξεχωριστή μεταβίβαση των ορόφων της διόροφης οικίας τους και την εγκατάσταση των αγοραστών χωριστά σε καθένα από τους δύο ορόφους της οικίας αυτής, δημιούργησαν αυτόματα οριζόντιες ιδιοκτησίες, που δημιουργούνται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και όταν ο ιδιοκτήτης εκποιεί διακεκριμένα τμήματα της οικοδομής, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη σύμβαση για τη σύσταση αυτή και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Η εξωτερική κλίματα του δευτέρου ορόφου μεταβιβάστηκε μαζί με αυτόν στην αποκλειστική κυριότητα της αναιρεσίβλητης, καθώς και η εξυπηρετούσα τον όροφο αυτό αυλή των 39 τμ και το οικόπεδο των 150 τμ, όπως σαφώς αναφέρεται στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας επί της διόροφης οικοδομής και της συγκυριότητας των διαδίκων κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της καθεμιάς επί του εδάφους που καλύπτεται από την διώροφη οικία και των κοινόχρηστων χώρων αυτής, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η μεταβιβασθείσα στην αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας αναιρεσίβλητης εξωτερική κλίμακα του ορόφου της που της μεταβιβάστηκε μαζί με τον όροφο αυτό, καθώς και η αυλή των 39 τμ. και το οικόπεδο των 150 τμ. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ενώ η επίκληση των περί καθέτου ιδιοκτησίας (ΝΔ 1024/71) και των περί διανομής διατάξεων οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, αφού η ένδικη διαφορά δεν αφορά σε ανοικοδόμηση ξεχωριστών οικοδομημάτων σε ενιαίο οικόπεδο. Περαιτέρω η εκ παραδρομής γραφείσα έκφραση ότι η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως "κατ’ ουσίαν αβάσιμη" καμμιά αμφιβολία ως προς την αποδοχή της αγωγής δεν δημιουργεί, αφού είναι εμφανής η παραδρομή, καθόσον η αγωγή γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ όταν κρίνεται αβάσιμη απορρίπτεται. Ενόψει τούτων οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, τέταρτος, δεύτερος και έβδομος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνεία στους, παραλείπει να προσφύγει για την συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (Ολ. ΑΠ 26/2004). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο αν και διαπίστωσε κενό και ασάφεια στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ως προς την αυλή των 39 τμ και την κλίμακα που οδηγούν στον αγορασθέντα από την αναιρεσίβλητη δεύτερο όροφο της οικοδομής, επί της οποίας συστήθηκε οριζόντια ιδιοκτησία και του προς βορράν της αυλής οικοπέδου των 150 τμ, εν τούτοις δεν κατέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως το Εφετείο δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των συμβληθέντων στο μεταβιβαστικό των ενδίκων ιδιοκτησιών υπ’ αριθμ. ...1964 συμβόλαιο του συμ/φου Σάμου Α. Γιοκαρίνη και συνακόλουθα δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής σε ερμηνεία των δηλώσεων αυτών. Η αιτιολογία της αποφάσεως κατά την οποία "η αυλή εκτάσεως 39 τμ, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινόχρηστο μέρος της διώροφης οικίας, όπως και η εξωτερική κλίμακα αυτής και τούτο διότι, εκτός του ότι αυτές, όπως και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ ως άνω οικόπεδο, μεταβιβάστηκαν αποκλειστικά στην ενάγουσας - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτές (αυλή - 39 τμ 0 και εξωτερική κλίμακα) εξυπηρετούν αποκλειστικά την πρόσβαση στον δεύτερο όροφο αυτής (ιδιοκτησία ενάγουσας πρώτης αγωγής - εκκαλούσας) και συνεπώς συνιστούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτή, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά ακόμη περισσότερο, καθίσταται, ενδεχομένως ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή, με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας και επομένως δεν χρησιμεύουν προς κοινή χρήση" αφορά σε επιχείρημα του δικαστηρίου, προς υποστήριξη της ορθότητας των όρων του μεταβιβαστικού συμβολαίου και ότι σε ερμηνεία του. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (πρώτος) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ μετά την απόρριψη του λόγου αυτού, πρέπει προσέτι να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ο έκτος λόγος της αναιρέσεως κατά τον οποίο, με τις προεκτεθείσες παραδοχές παραβιάστηκαν κατά την ερμηνεία των όρων του προαναφερθέντος συμβολαίου τα διδάγματα της λογικής, καθόσον ανεξάρτητα από το ότι η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ ΑΠ 8/2005), η έρευνα του λόγου αυτού έχει ως προαπαιτούμενο την ερμηνεία των όρων του μεταβιβαστικού συμβολαίου, πράγμα το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, δεν συνέτρεξε. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. α του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. α ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφανση της αρχής της διαθέσεως. Ο όρος επιδίκαση νοείται υπό ευρεία έννοια, δηλαδή και της αναγνωρίσεως. Υπάρχει επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος όταν το δικαστήριο παρά το νόμο επιδίκασε αίτημα που δεν προβλήθηκε, ήτοι αίτημα αφορών ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, ήτοι αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 25/2003). ‘ Έτσι δεν νοείται "αίτηση" εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα", με την έννοια του αριθμού 8. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η αναιρεσίβλητη είναι αποκλειστική κυρία της εξωτερικής κλίμακας του ανήκοντος σ’ αυτήν δευτέρου ορόφου του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον η επίμαχη κλίμακα αναφέρεται στην αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά την περιγραφή του αγορασθέντος από αυτήν ορόφου. Ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή ότι η αναιρεσίβλητη αγόρασε "τον δεύτερο όροφο μετά της εξωτερικής κλίμακας, της αυλής και του οικοπέδου". Συνακόλουθα η περιγραφή αυτή αφορά στο ιστορικό της αγωγής και όχι σε ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση του καταταχθέντος σε δίκη δικαιώματος και επομένως δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια. Επίσης απορριπτέος είναι ο ίδιος τρίτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 9 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά την οποία το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη, χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί την κυριότητα της προαναφερθείσας κλίμακας, καθόσον η κλίμακα αυτή δεν αποτέλεσε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης, αλλά ούτε και επιδικάσθηκε, όπως τούτο προκύπτει από το διατακτικό της επικυρωθείσας με την προσβαλλομένη πρωτόδικης απόφασης, αναφερομένου διηγηματικά ότι η εν λόγω κλίμακα μεταβιβάστηκε μαζί με τον δεύτερο όροφο, την αυλή των 39 τμ και το οικόπεδο των 150 τμ στην αποκλειστική κυριότητα της αναιρεσίβλητης και ότι συνακόλουθα δεν ανήκει στα κοινόκτητα τμήματα της συσταθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου στη διαδικασία του Μονομελούς κατά το άρθρο 270 του ΚΠολΔικ, όπως τούτο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 του Ν.1478/1984 και ήδη και του Πολυμελούς μετά την τροποποίηση του παραπάνω άρθρου με τον Ν. 2915/2001 (αλλά και το Ν.3994/2011), το οποίο άρθρο (270) εφαρμόζεται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ.α ΚΠολΔικ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Ένορκη βεβαίωση για την οποία δεν τηρήθηκε η προαναφερθείσα προδικασία είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, για δε το παραδεκτό του οικείου αναιρετικού λόγου πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός περί μη τηρήσεως της παραπάνω προδικασίας κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσης του "ως προς την αλήθεια ή αναλήθεια, κατά περίπτωση, των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών" έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα σ’ αυτό από την αναιρεσίβλητη υπ’ αριθμ. ...2-10-2008 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της Ι. Σ., που λήφθηκε ενώπιον του συμβ/φου Σάμου Θεμιστοκλή Δημόπουλου, χωρίς προηγούμενη νόμιμη της αναιρεσείουσας και ειδικότερα με επίδοση προς τον αντίκλητο δικηγόρο της Α. Γ., ως προς τον οποίο δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, αλλά ούτε και από την επισκόπηση των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε στο Εφετείο και συνακόλουθα δεν μπορεί το πρώτον να προταθεί στον Άρειο Πάγο (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (πέμπτος) καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-10-2014 αίτηση της Ε. Κ. χας Φ. Φ., το γένος Κ. Κ. κατά της Ε. συζ. Μ. Χ., το γένος Κ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οριζόντια ιδιοκτησία Δημιουργείται αυτοδίκαια από το νόμο αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινοκτήτων μερών του ακινήτου. Δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη σύμβαση ή διπλή μεταγραφή 559 αρ 1 και 19 προϋποθέσεις. Ερμηνεία συμβάσεων κατά 173 και 200 ΑΚ. Πότε δημιουργείται λόγος αναίρεσης Η παραβίαση των διδαγμάτων της λογικής δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης 559 αρ 8εδα και 9εδα Τι είναι πράγμα και τι είναι αίτηση. 559 αρ 11γ Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του νομότυπου της λήψεως της ένορκης βεβαίωσης είναι κρίση περί τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ορισμένο λόγου
Οριζόντια ιδιοκτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Οριζόντια ιδιοκτησία.
0
Αριθμός 567/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Δ. του Ι., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της μητρός του Α. Δ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πρίλη. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ι. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Αναλυτή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23/2007 μη οριστική, 95/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3/2014 του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάει ο αναιρεσείων με την από 22/7/2014 αίτησή του και με τους από 11/11/2014 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 9-12-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική του δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο αν και δέχτηκε την έκθεση του τεχνικού συμβούλου του αναιρεσείοντος ως δικαστικό τεκμήριο, απέρριψε όμως τους προσθέτους λόγους έφεσης του με τους οποίους παραπονούταν επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την έκθεση αυτή. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο εκτίμησε ελεύθερα, όπως έπρεπε, τις προσκομισθείσες δύο τεχνικές εκθέσεις από τον αναιρεσείοντα σύμφωνα με το άρθρο 390 ΚΠολΔ, και απέρριψε σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντα με τον οποίο αυτός παραπονούταν για τη μη λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των ως άνω τεχνικών εκθέσεων ως αλυσιτελή, αφού το Εφετείο λαμβάνοντας υπόψη του τις εκθέσεις αυτές δεν άγεται σε διαφορετική κρίση για την ουσία της υπόθεσης. Με το δεύτερο λόγο και τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού όπως αποδεικνύεται από τις προτάσεις των διαδίκων και τα προσκομισθέντα με αυτές μετ' επικλήσεως έγγραφα, τις τεχνικές εκθέσεις και τον πίνακα κατανομής ποσοστών, ήταν δυνατή στη συγκεκριμένη περίπτωση η σύσταση χωριστών οριζόντιων ιδιοκτησιών σε μέρη ορόφων του επιδίκου ακινήτου, και το δίκασαν εφετείο προέκρινε την λύση του πλειστηριασμού και όχι αυτήν που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 800 Αστικού Κώδικα και 480 Α παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι οποίες με βάση τα ανωτέρω έγγραφα τυχαίνει να είναι άμεσα εφαρμοστέες στην περίπτωση της διανομής του συγκεκριμένου επιδίκου ακινήτου, κατέστησε την απόφαση του αναιρετέα αφού παραβίασε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα με την περίπτωση 1 του άρθρου 559 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώ το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες απέφυγε να δεχτεί την τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου του αναιρεσείοντος η οποία καταδεικνύει την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τα του άρθρου 480 Α ΚΠολΔ. Οι εξεταζόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι με αυτούς πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22.7.2014 αίτηση και τους από 11.11.2014 πρόσθετους λόγους του Α. Δ. για αναίρεση της 3/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από αρ. 1,19 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ
Δικαστική διανομή
Δικαστική διανομή.
2
Αριθμός 570/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης ελληνικής εταιρίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "REVOIL AEEΠ" που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Ανδρουτσόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/10/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 144/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 110/2012 του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 14/1/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 7389Γ/12.11.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελητού Αγρινίου Α. Κ. Γ., κλήση για συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 4.2.2015, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερoμένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσίβλητη προς τον αναιρεσείοντα, επιδοθέντος σ' αυτόν ως εκ περισσού και αντιγράφου της αναιρέσεως (άρθρ. 568 παρ.4 εδ.1 Κ.Πολ.Δικ.). Νέα κλήτευση για την μετ' αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 226 παρ.4 εδ. γ Κ.Πολ.Δικ.). Εφόσον, όμως η αναιρεσείουσα δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτής (άρθρ. 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.). Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 175 εδ.α ΑΚ η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Με δικαιοπρακτική διάθεση εξομειώνεται και αυτή που πραγματοποιείται από το δανειστή με αναγκαστική κατάσχεση και πλειστηριασμό, που όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 199 ΑΚ και 1005 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. είναι μια ιδιόρρυθμη σύμβαση εξομοιούμενη με πώληση, η οποία διενεργείται υπό το κύρος και τη συμμετοχή της αρχής, τελειώνεται με την κατακύρωση και επιφέρει μετάθεση της κυριότητας. Περαιτέρω με τα άρθρα 1,4 παρ.1α και 6 παρ.2 του Ν. 1138/1972 "περί αναπροσαρμογής και βελτιώσεως των στεγαστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας" ορίζεται ότι η στεγαστική συνδρομή με τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνει και τη χορήγηση δανείου προς ανέγερση ή επισκευή κατοικίας και ότι για τη χορήγηση των δανείων αυτών εγγράφεται υπέρ της στο άρθρο 8 αυτού αναφερομένης διαχειρίστριας Τράπεζας ή Οργανισμού πρώτη υποθήκη επί του αποκτωμένου με δάνειο ακινήτου. Εξάλλου στο άρθρο 1 του Ν. 1641/1986 για "Μικτά δανειοδοτικά στεγαστικά προγράμματα του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και άλλες διατάξεις" ορίζεται ότι η στεγαστική συνδρομή που παρέχεται με τις διατάξεις του νόμου αυτού στους δικαιούχους σύμφωνα με τον εκάστοτε κανονισμό του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) περιλαμβάνει α) δάνειο για την ανέγερση κατοικίας σε ιδιόκτητο οικόπεδο ή οικόπεδο που παραχωρεί οποιοσδήποτε στεγαστικός φορέας, β)δάνειο για αγορά κατοικίας από το δικαιούχο και γ) δάνειο για αποπεράτωση ιδιόκτητης κατοικίας του δικαιούχου. Με το άρθρο 3 παρ.4 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι για την εξασφάλιση των χορηγουμένων δανείων (έντοκο και άτοκο μέρος) εγγράφεται υπέρ των πιστωτικών οργανισμών του άρθρου 11 και με φροντίδα τους πρώτη υποθήκη στο αποκτώμενο ή οικοδομούμενο με δάνειο ακίνητο. Αν ο δικαιούχος παίρνει μόνο το άτοκο ποσό του δανείου, εγγράφεται ισόποση υποθήκη μόνο υπέρ του ΟΕΚ. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζεται, σχετικά με τη στεγαστική συνδρομή, που παρέχεται με τις διατάξεις του νόμου αυτού στους δικαιούχους, ότι πριν από την εξόφληση του δάνειου και επί δεκαετία από τη λήψη του, απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε δικαιοπραξία ή προσύμφωνο διάθεσης του ακινήτου που αποκτάται με δάνειο ή σύσταση οποιουδήποτε εμπράγματου βάρους ή επιβολή κατάσχεσής του επιτρέπεται η μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων που αγοράζονται ή ανεγείρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και προ της παρόδου δεκαετίας, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, κρίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΟΕΚ. Η παραπάνω μεταβίβαση τελεί υπό την προϋπόθεση της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δανείου. Από το συνδυασμό της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 1641/1986, με εκείνη της παρ. 13 του άρθρου 6 του Ν.Δ 775/1964 "περί κωδικοποιήσεως διατάξεων περί λαϊκής κατοικίας", η οποία ορίζει ότι "υφισταμένης υποθήκης πάσα απαλλοτρίωσις του ακινήτου είναι άκυρος, επιτρεπομένης μόνο της μεταβιβάσεως λόγω προικός υπέρ κατιόντων ή αδελφών", προκύπτει ότι με αυτή θεσπίζεται, για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, απαγόρευση διάθεσης και με αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου που αγοράστηκε ή αναγέρθηκε, κατά τις διατάξεις του Ν. 1641/1986, με χρήματα του ως άνω δάνειου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 αυτού, η δε παρά τις προϋποθέσεις αυτές γενομένη διάθεση είναι απολύτως άκυρη. Η απαγόρευση της κατασχέσεως, η οποία αν επιβληθεί είναι άκυρη, ισχύει αθροιστικώς, μέχρι την πλήρη εξόφληση του δανείου, αλλά και σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και αν έχει εξοφληθεί το δάνειο και επί μία δεκαετία από τη λήψη του δανείου. Επομένως για τη δυνατότητα της κατασχέσεως απαιτείται η πλήρης εξόφληση του δανείου και η πάροδος δεκαετίας από τη λήψη του δανείου, με συνέπεια η έλλειψη της μιας από τις ανωτέρω προϋποθέσεις να αποκλείει την κατάσχεση. Έτσι σε περίπτωση διαθέσεως του ακινήτου με αναγκαστικό πλειστηριασμό και αν ακόμη αυτός παραμείνει έγκυρος, ως διαδικαστική πράξη, αφού είναι ανίσχυρος και ανενεργής ως δικαιοπραξία διαθέσεως του ουσιαστικού δικαίου δεν επιφέρει μεταβίβαση της κυριότητας επί του πλειστηριασθέντος στον υπερθεματιστή (ΟλΑΠ 1688/1983). Περαιτέρω με το άρθρο 2 του Ν.1849/1989, που συμπληρώνει το ν. 1641/1986, θεσπίζεται η χορήγηση δανείων αποκλειστικά από κεφάλαια του ΟΕΚ (δάνεια ΕΣΑΚ-Ειδικού Στεγαστικού Ανακυκλούμενου Κεφαλαίου), ενώ, κατά της διατάξεις του άρθρου 37 του Ν. 2224/1994, που συμπληρώνει το άρθρο 10 του ΝΔ 2963/1954 (ιδρυτικού νόμου του ΟΕΚ), η στεγαστική συνδρομή του ΟΕΚ προς τους δικαιούχους του παρέχεται, εκτός των άλλων και με επιδότηση του επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται σ' αυτούς από Τράπεζες για την αγορά ή την ανέγερση κατοικίας, υπέρ των οποίων εγγράφεται και η αντίστοιχη εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση ή υποθήκη), ο δε ΟΕΚ απλώς επιδοτεί το επιτόκιο με ορισμένο ποσοστό. Στην περίπτωση αυτή η διαμεσολάβηση της Τράπεζας στη χορήγηση των δανείων είναι αυτοτελής, αφού τα δάνεια αυτής της κατηγορίας χορηγούνται από ίδια κεφάλαια της εκάστοτε Τράπεζας, χωρίς κανέναν έλεγχο ή επηρεασμό εκ μέρους του ΟΕΚ. Οι Τράπεζες, ακολουθώντας τους τραπεζικούς στόχους τους, χορηγούν δάνεια στους καταγεγραμμένους από τον ΟΕΚ δικαιούχους, σύμφωνα με τον κανονισμό του, με τους όρους που αυτές θέτουν στις στεγαστικές τους παροχές μέσω της νομοθεσίας και των εγκυκλίων τους και με την καθιερωμένη τακτική τους. Γίνεται δηλαδή, σ' αυτήν τη μορφή των δανείων μια τοποθέτηση κεφαλαίων της Τράπεζας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 4 του Ν. 1641/1986 ισχύουν για τα δάνεια που προβλέπονται από το νόμο αυτό και όχι για τις περιπτώσεις ακινήτων που αγοράστηκαν με χορήγηση δάνειου από Τράπεζα και επιδότηση επιτοκίου από τον ΟΕΚ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγον εφέσεως και επιδρούν στο διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 14/2004). Εξ ετέρου από το άρθρο 559 αρ. 11περ. γ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 335 και 338 έως 340 και 346 του Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη πραγματικών ισχυρισμών τους, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, γιατί αντικείμενο αποδείξεως είναι μόνο πραγματικά γεγονότα που έχουν αυτή την επίδραση στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.) προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή του αναιρεσείοντος περί κηρύξεως της ένδικης κατακυρωτικής εκθέσεως και της περιλήψεως της ως ανενεργών και μη επιφερουσών της έννομες συνέπειές τους: "Με επίσπευση της εναγομένης δανείστριας ανώνυμης εταιρίας σε βάρος του ενάγοντος οφειλέτη της και δυνάμει της 1605/11-5-2009 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αγρινίου Α. Γ., εκπλειστηριάστηκε την 24-6-2009, μεταξύ άλλων και το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ισογείου διαμερίσματος που βρίσκεται σε οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και τον πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο, που κτίστηκε σε οικόπεδο εμβαδού 495 τμ εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Νεάπολης Αιτ/νίας, μεταξύ των 9 και 10 Ο.Τ., όπως τούτο περιγράφεται στην .../9-4-2002 σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας του Συμβ/φου Αγρινίου Σπ.Γκάτση. Το παραπάνω ακίνητο κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα-εναγομένη, συνταχθείσας προς τούτο της .../24-6-2009 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβ/φου Αγρινίου Άννας Παπαχρήστου-Αραβαντινού, η δε .../28-7-2009 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ιδίας ως άνω Συμβ/φου, μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και αριθμό 544 των βιβλίων μεταγραφών του Α' Υποθηκοφυλακείου Αγρινίου. Για την ανέγερση της πιο πάνω οικοδομής (πρώτης κατοικίας) ο ενάγων έλαβε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο ποσού 17.000.000 δραχμών (49.889,95 ευρώ) με την 759/7-6-2001 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Η δανείστρια τράπεζα δε δυνάμει της 564/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ενέγραψε προσημείωση υποθήκης επί του ισογείου της άνω οικοδομής προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της κατά του ενάγοντος, προερχομένη από την παραπάνω δανειακή σύμβαση. Από την επισκόπηση της τελευταίας (δανειακής σύμβασης) προκύπτει ότι αυτή καταρτίσθηκε με βάση τους συνηθισμένους όρους που η ΕΤΕ θέτει στις στεγαστικές της παροχές προς τρίτους μέσω των σχετικών υπουργικών αποφάσεων (των οποίων γίνεται μνεία στην επίδικη σύμβαση) και με την καθιερωμένη τακτική της. Με τη συγκεκριμένη βέβαια σύμβαση συμφωνήθηκε (με βάση τις από 13-10-1994 και 30-12-1996 συμβάσεις μεταξύ δανείστριας τράπεζας και ΟΕΚ, των οποίων σημειωτέον γίνεται μνεία στην επίδικη δανειακή σύμβαση) η επιδότηση του επιτοκίου του δανείου κατά ποσοστό 36% από το Ελληνικό Δημόσιο και κατά ποσοστό 31% από τον ΟΕΚ. Ειδικότερα από την άνω δανειακή σύμβαση προκύπτει ότι η διάρκεια του δανείου συμφωνήθηκε 15ετής και το επιτόκιο κυμαινόμενο προς 6,37% ετησίως, επιδοτούμενο κατά τα άνω από το Ελληνικό Δημόσιο και τον ΟΕΚ για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχής γενομένης από την πρώτη δόση της εξυπηρέτησης του. Από τη λήξη της ως άνω περιόδου επιδότησης και εφεξής καθόλη την υπόλοιπη συμβατική διάρκεια του δανείου ο οφειλέτης, ήτοι ο ενάγων υποχρεούται να καταβάλει στη δανείστρια τους τόκους που θα υπολογίζονται με ολόκληρο το επιτόκιο του δανείου, το οποίο θα βαρύνει εξ ολοκλήρου αποκλειστικά αυτόν (άρθρο 18.2 της δανειακής σύμβασης). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το δάνειο με το οποίο ανηγέρθη το εκπλειστηριασθέν ακίνητο χορηγήθηκε στον ενάγοντα από ίδια κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας και ότι η διαμεσολάβηση αυτής στη χορήγηση του δανείου υπήρξε αυτοτελής, χωρίς κανέναν έλεγχο ή επηρεασμό από τον ΟΕΚ. Επομένως, σύμφωνα και με όσα στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτέθηκαν, οι απαγορεύσεις του άρθρου 4 του Ν. 1641/1986 δεν ισχύουν για το εν λόγω δάνειο (σημειωτέον ότι στη δανειακή σύμβαση δεν γίνεται μνεία των διατάξεων του νόμου αυτού) και ουδείς νόμιμος λόγος απαγορεύσεως της διαθέσεως του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου υφίσταται, όπως αβάσιμα ο ενάγων ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή, η οποία ως εκ τούτου είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο και μετά από επικύρωση της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης δέχτηκε ότι το δάνειο με το οποίο ανεγέρθηκε το εκπλειστηριασθέν ακίνητο χορηγήθηκε στον ενάγοντα από ίδια κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας, της οποίας η διαμεσολάβηση στη χορήγηση του δανείου υπήρξε αυτοτελής, χωρίς κανένα έλεγχο ή επηρεασμό από τον ΟΕΚ που συμμετείχε στην επιδότηση του επιτοκίου, η οποία όμως συμμετοχή και μόνο δεν υπαγάγει το δάνειο στις απαγορεύσεις του άρθρου 4 του Ν. 16461/1986. Με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδβ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος-ενάγοντος ότι αυτός ήταν ενταγμένος στο Πρόγραμμα του Ειδικού Στεγαστικού Ανακυκλούμενου Κεφαλαίου (ΕΣΑΚ) του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), πράγμα το οποίο προέκυπτε και από το υπ' αριθμ. 135/12.10.2000 έγγραφο του ΟΕΚ Αγρινίου και ότι συνακόλουθα ετύγχανε προστασίας από τη διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του ακινήτου του (που είχε αποκτήσει με δάνειο που είχε λάβει από την Εθνική Τράπεζα). Η αιτίαση αυτή δεν ιδρύει τον επικαλούμενο από την παραπάνω διάταξη αναιρετικό λόγο, καθόσον δεν αφορά σε "πράγμα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια ήτοι σε ισχυρισμό που τείνει σε θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος καθόσον μόνη η ένταξη του ενάγοντα-αναιρεσείοντα στο ΕΣΑΚ του ΟΕΚ δεν υπαγάγει το δάνειό του στις οικείες περί απαγορεύσεως διαθέσεως διατάξεις του ΟΕΚ, αλλά απαιτείται προσέτι και το δάνειο να λήφθηκε από τον ΕΣΑΚ, πράγμα το οποίο δεν συνέβη αφού τούτο λήφθηκε από την Εθνική Τράπεζα και από ίδια κεφάλαια αυτής χωρίς κανένα έλεγχο ή επηρεασμό από τον ΟΕΚ, του οποίου η συμμετοχή στην επιδότηση του επιτοκίου και μόνο δεν καθιστά τον δανειολήπτη δικαιούχο της προστασίας από την διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του ακινήτου του. Περαιτέρω η αιτίαση αυτή, που αναφέρεται και σε αποδεικτικό στοιχείο, που το πρώτον κατά το άρθρο 529 Κ.Πολ.Δικ. προσκομίσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να αποκρουσθεί ως απαράδεκτο κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ήτοι το υπ' αριθμ. 135/12.10.2000 έγγραφο του ΟΕΚ Αγρινίου, που κατά τον αναιρεσείοντα δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε τον αναιρετικό λόγο της διατάξεως του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύει, αφού το έγγραφο αυτό, ως αποδεικτικό μέσο, αφορούσε σε απόδειξη ισχυρισμού, που κατά τα προαναφερθέντα δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ενόψει τούτων ο μοναδικός αυτός λόγος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ.4 Κ.Πολ.Δικ.). Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.2.2013 αίτηση του Ν. Κ. του Ε. κατά της ανώνυμης εταιρείας "REVOIL AEEΠ", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 110/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η μεταβίβαση με πλειστηρ αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση εξομοιούμενη με πώληση. Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας και ισχύουσες διατάξεις Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές απαγορεύσεις διαθέσεως αφορούν στα δάνεια που είχαν χορηγηθεί από τον ΟΕΚ Αν το δάνειο έχει χορηγηθεί από Τράπεζα με τυχόν επιδότηση επιτοκίου από τον ΟΕΚ δεν εφαρμόζονται οι απαγορεύσεις του αρθρ 4 του ν 1641/1986
Πλειστηριασμός
Δάνειο, Πλειστηριασμός .
0
Αριθμός 546/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Χ. του Ι., κατοίκου ... και 2) Μ. Χ. του Π., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ανδριάνα Νάκκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 120/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1044/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να συμπληρωθεί η απόφαση όσον αφορά την τύχη των κατασχεθέντων κινητών τηλεφώνων και χρημάτων, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το όρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, γιατί στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητος για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής ,υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός είναι αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του. Αν, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σ' αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠοινΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικος. Εξ άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλομένη με αριθμό 120/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, αλλά και καθόσον αφορά την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών που ορισμένως υπέβαλε ο δεύτερος, για να αναγνωρισθεί σ' αυτόν το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2δ Π.Κ, καθώς και ότι είναι τοξικομανής. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος τους αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: Αξιοποιώντας πληροφορίες, αναφορικά με την αγορά και κατοχή απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών από τους κατηγορουμένους, αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ρόδου μετέβησαν στις 10.11.2011 στην οικία του Χ. (δεύτερου κατηγορουμένου), η οποία βρίσκεται στον ... και διενήργησαν νομότυπη έρευνα, παρουσία της μητέρας του Α. Χ. (πρώτης κατηγορουμένης) και του αδελφού του Ι. Χ. (συγκατηγορουμένου τους στην πρωτόδικη δίκη). Πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη κατηγορουμένη ήταν η μόνη που είχε πρόσβαση, έχοντας κλειδιά, στην οικία αυτή, από τότε που ο γιος της (2ος κατηγορούμενος) εκρατείτο στις φυλακές Τρικάλων για υπόθεση ναρκωτικών. Κατά την αστυνομική έρευνα που διενεργήθηκε ανευρέθηκε και κατασχέθηκε ηρωίνη, συνολικού βάρους 741,9 γραμμαρίων, 010 γραμμάρια της οποίας ανευρέθηκαν, σε δύο συσκευασίες, κρυμμένα στην ψευδοροφή του μπάνιου, 139,9 γραμμάρια δε ανευρέθηκαν, σε τέσσερις συσκευασίες, κρυμμένα σε εικονική πρίζα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη των ναρκωτικών στην οικία που διέμενε, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος -ο οποίος σημειωτέον είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι είναι τοξικομανής- ισχυρίζεται ότι η ως άνω κατασχεθείσα στην οικία του ποσότητα ηρωίνης ήταν δικιά του, ότι ανήκε σε προηγούμενη ποσότητα ναρκωτικών, για την οποία έχει ήδη καταδικαστεί και ότι την είχε κρύψει πριν από τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δεν κρίνονται πειστικοί, γιατί αναιρούνται από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών που κατέθεσαν ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ο μεν μάρτυρας Α. Τ. κατέθεσε μεταξύ άλλον, ότι "... Τα σημεία στα οποία αυτή τη φορά βρέθηκαν τα ναρκωτικά είναι διαφορετικά, όμως βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Την 1n φορά τον Ιούλιο του 2010 βρέθηκαν κάτω από το νιπτήρα. Τώρα το 2011 βρέθηκε μέρος ποσότητας μέσα στη ψευδοροφή του μπάνιου και άλλο μέρος μέσα σε κρύπτη πίσω από εικονική πρίζα. Πάντοτε ψάχνουμε σε όλους τους χώρους", ο δε πρωτοδίκως εξετασθείς μάρτυρας Ν. Δ. κατέθεσε ότι "... Πάντοτε ψάχνουμε στις ψευδοροφές. Τις πρίζες επίσης τις ψάχνουμε πάντα. Τις ανοίγουμε πάντοτε με κατσαβίδι". Η πρώτη κατηγορουμένη αγόρασε την ως άνω κατασχεθείσα ποσότητα ηρωίνης, εντός του τελευταίου μήνα πριν από την έρευνα, αντί αγνώστου τιμήματος, την απόφαση δε αυτή της αγοράς προκάλεσε, μετά από προτροπή, πειθώ και φορτικότητα, ο γιος της (δεύτερος κατηγορούμενος), ο οποίος ήταν μεν έγκλειστος στις φυλακές Τρικάλων, αλλά διατηρούσε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία με τη μητέρα του. Από τα ανωτέρω και ειδικότερα από την ύπαρξη των ειδικών κρυπτών στην ψευδοροφή και στην εικονική μπρίζα της οικίας, σε συνδυασμό με τις σχετικά ισοβαρείς συσκευασίες που ήταν μοιρασμένη η κατασχεθείσα ηρωίνη, συνάγεται ότι η πρώτη και ο τρίτος των κατηγορουμένων έχουν υποδομή προς επανειλημμένη τέλεση εγκλημάτων παραβάσεως του νόμου περί ναρκωτικών ουσιών με σκοπό πορισμού εισοδήματος μέσω της μελλοντικής διάθεσης της ηρωίνης σε τρίτα πρόσωπα για χρήση, καθώς και σταθερή ροπή προς διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, η πρώτη με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, διότι μέχρι το χρόνο που διέπραξε την ως άνω πράξη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Ακολούθως, κήρυξε: την 1η κατηγορουμένου (Α. Χ.): ΕΝΟΧΗ του ότι στους παρακάτω τόπους και χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε τα παρακάτω περισσότερα από ένα εγκλήματα, ενώ είναι πρόσωπο που προβαίνει στην αγορά και την κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα: (Α) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο από πρόθεση και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και να μην μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές της δυνάμεις αγόρασε ποσότητα ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα στην ..., εντός του τελευταίου μήνα πριν από την 10.11.2011, αγόρασε ναρκωτικά και συγκεκριμένα ηρωίνη, συνολικού βάρους 741,9 γραμμαρίων, έναντι άγνωστου ποσού ή ανταλλάγματος. (Β) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο από πρόθεση και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και να μην μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές της δυνάμεις κατείχε ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, και ειδικότερα στην ... στις 10.11.2011, κατείχε, εντός της οικίας της, ηρωίνη, συνολικού βάρους 741,9 γραμμαρίων, ήτοι σε ειδική κρύπτη εντός ψευδοροφής του λουτρού δύο αυτοσχέδιες πλαστικές συσκευασίες, περιέχουσες ηρωίνη, συνολικού μεικτού βάρους 610 γραμμαρίων (2 Χ 305) και σε έτερη κρύπτη εντός εικονικού ρευματοδότη τέσσερις πλαστικές συσκευασίες, περιέχουσες ηρωίνη, συνολικού μεικτού βάρους 131,9 γραμμαρίων (1 Χ 69,4, 2 Χ 20,9 και 1 Χ 20,7). [ΙΔΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ]. Τον 2ο κατηγορούμενο (Μ. Χ.): ENΟXO του ότι στον παρακάτω τόπο και χρόνο από πρόθεση και χωρίς να έχει απόκτησει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και να μην μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, ήτοι με πρόθεση προκάλεσε στην συγκατηγορουμένη του Α. Χ., η οποία τυγχάνει μητέρα του, του την απόφαση να αγοράσει ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα όντας έγκλειστος στις φυλακές Τρικάλων και επικοινωνώντας με αυτήν, με πρόθεση προκάλεσε σ' αυτήν την απόφαση ώστε στον ..., τον τελευταίο μήνα πριν την 10.11.2011, να αγοράσει ναρκωτικά και συγκεκριμένα ηρωίνη, συνολικού βάρους 741,9 γραμμαρίων, έναντι άγνωστου ποσού ή ανταλλάγματος. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος παραβάσεως του ν. περί ναρκωτικών ουσιών σε βάρος των ήδη αναιρεσείοντων, για το οποίο αυτοί καταδικάσθηκαν. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Οι ειδικότερες αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, διότι, υπό την επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω, το δικαστήριο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τους προαναφερθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του ήδη αναιρεσείοντος που υποβλήθηκαν ορισμένως, ειδικότερα δε δέχθηκε [σ. 19] ότι "οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν, διότι, όσον αφορά την τοξικομανία, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο που διέπραξε την πράξη ήταν τοξικομανής. Περαιτέρω δε η επικαλούμενη απ'αυτόν ιατρική βεβαίωση από 21-7-2010 είναι ασαφής και αόριστη, διότι ο βέβαιων ιατρός δεν αναφέρει από ποια στοιχεία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών από 15ετίας, όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην απολογία του στο ακροατήριο δεν ισχυρίσθηκε ότι είναι τοξικομανής, αλλά χρήστης, χωρίς να αναφέρει από πότε κάνει χρήση. Επίσης, η από 1-10-2013 βεβαίωση του ΚΕΘΕΑ αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος προσήλθε εθελοντικά την 1-9-2011 και παρακολουθεί τις διαδικασίες ενημέρωσης μέχρι την 1-10-2013 και ότι η βεβαίωση αυτή δεν έχει θέση πραγματογνωμοσύνης. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιας, καθόσον εξ ουδενός στοιχείου της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτός επέδειξε τέτοια μεταμέλεια'', λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι ο προβληθείς, ως αυτοτελής ισχυρισμός της ήδη αναιρεσείουσας [περί της προσωπικότητας της], συνιστά άρνηση της κατηγορίας, για την οποία, όπως προεκτέθηκε, δεν απαιτείται αιτιολογία. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως [άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ], πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, δεν αναγνώρισε ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, την οποία αναγνώρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η οποία ελαφρυντική περίσταση συνιστά λόγο μειώσεως της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, έστω και αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε την ίδια ή ακόμη και μικρότερη ποινή, από εκείνη που επιβλήθηκε πρωτοδίκως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης [με αριθμό 81/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου] και της προσβαλλομένης αποφάσεως, [η οποία γίνεται παραδεκτώς, για τον αναιρετικό έλεγχο] και τα δυο δικαστήρια αναγνώρισαν στο σκεπτικό τους ότι συντρέχει στο πρόσωπο της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ, πλην όμως [και] το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, την κήρυξε ένοχη, χωρίς να δεχθεί [στο διατακτικό του]την ως άνω ελαφρυντική περίσταση. Έτσι όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, έστω και αν τελικά επέβαλε στην ανωτέρω ήδη αναιρεσείουσα κατηγορούμενη μικρότερη ποινή, από εκείνη που είχε επιβάλει το πρωτοβάθμιο. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως αναφερόμενος στην ανωτέρω πλημμέλεια (αρνητική υπέρβαση εξουσίας)που στηρίζεται στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ,ως εκ τούτου δε η απόφαση είναι αναιρετέα εν μέρει, ως προς την διάταξη που αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητος του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξεως μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδικάσεως της υποθέσεως, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται όχι μόνον εκείνος που προσδιορίζει το είδος και το μέτρο της ποινής αλλά και εκείνος που μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά την τύχη του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 35/1994). Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ' αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 περ.α, β και ζ του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), ορίζεται ότι "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων(290.000) Ευρώ, όποιος, πλην άλλων περιπτώσεων, εισάγει στην επικράτεια, αγοράζει, πωλεί σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά", ενώ με τις διατάξεις των άρθρων 23 και 23 Α του ίδιου ως άνω νόμου, όπως το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3727/2008, με τίτλο "Επιβαρυντικές περιστάσεις", ορίζεται αντίστοιχα, ότι "τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 Ευρώ ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και "οι προβλεπόμενες για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 23 ποινές επιβάλλονται και όταν η πράξη αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών". Όμως, με το νέο νόμο περί ναρκωτικών 4139/20-3-2013, (με το άρθρο 100 του οποίου καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013), ο ανωτέρω ν.3459/2006,εκτός από τα άρθρα 1 παρ.1, 58 και 61 αυτού) ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακινήσεως ναρκωτικών με νέες διατάξεις και ειδικότερα διατηρούνται τα ενδιαφέροντα τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς. Έτσι, με το άρθρο 20 παρ. 1 του νέου αυτού νόμου, τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως τοιαύτης νοούμενης, κατά την παράγραφο 2, κάθε πράξεως με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 αυτού, χαρακτηρίζεται ως κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ ετών και με χρηματική ποινή μέχρι 300.000 Ευρώ, ενώ με την παράγραφο 2 καθορίσθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τελέσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εισαγωγή, αγορά, κατοχή, μεταφορά και πώληση. Επίσης, με το άρθρο 23 αυτού, τυποποιούνται ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακινήσεως ναρκωτικών και με την παράγραφο 2α του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) Ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) Ευρώ, ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22, όταν κατ' επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξεως διακινήσεως ή κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις περιπτώσεις αυτές υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) Ευρώ. Κατά την έννοια, αλλά και από την αντιπαραβολή και σύγκριση των όρων των παραπάνω διατάξεων διακινήσεως μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, των ανωτέρω δύο νόμων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, με το άρθρο 23 του νέου ν. 4139/2013,για τη διακεκριμένη περίπτωση διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, που τιμωρείται με ισόβια, όπως και με το ν. 3459/2006 (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 Ευρώ), προβλέπει στο νέο νόμο αυστηρότερη μεν χρηματική ποινή, πλην εισάγει τη νέα αυτή διάταξη, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί, πλην της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως πράξεων διακινήσεως ναρκωτικών που υπήρχε και στην προηγούμενη διάταξη, εισάγει για την παραπάνω αυστηρότερη τιμωρία (ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ μέχρι 1.000.000 Ευρώ) και πρόσθετο στοιχείο, ως νέα αναγκαία σωρευτικά απαιτούμενη πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση (και όχι ως στοιχείο αντικειμενικής υποστάσεως), "το προσδοκώμενο όφελος (του κατ' επάγγελμα διακινητή δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις) να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) Ευρώ", διάταξη σαφώς ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού απαιτεί για την επιβολή της εσχάτης των ποινών της ισόβιας καθείρξεως, για μεγάλους πλέον διακινητές, συνδρομή επί πλέον της κατ' επάγγελμα τελέσεως [σωρευτικά] και επιβαρυντικής περιστάσεως, όχι μεγάλης ποσότητος ναρκωτικών (άρθρο 23Α ν. 3459/2006 που καταργεί) αλλά προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ, ενώ απαλείφει τις διαζευκτικά προβλεπόμενες στο παλαιότερο άρθρο 23 περιστάσεις υπότροπου ή ενέργειας κατά συνήθεια. Από τα προαναφερθέντα συνάγονται τα ακόλουθα: Με βάση την ανωτέρω αρχή που θεσπίζεται στο άρθρο 2 ΠΚ, για τους τρόπους τελέσεως που έχουν απαλειφθεί εντελώς από τις διατάξεις του ν. 4139/2013 και δεν είναι πλέον αξιόποινοι, η δικαστική κρίση ακόμη και κατά τον αναιρετικό έλεγχο πρέπει να είναι απαλλακτική Η παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων, δεν μεταβάλλει την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και είναι επιτρεπτή, εκτός αν προστίθεται για πρώτη φορά σε απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μετά από έφεση του καταδικασθέντος ή υπέρ αυτού κατά καταδικαστικής αποφάσεως, είτε σε κάθε άλλη περίπτωση που ισχύει η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορούμενου. Έτσι, αν ο κατηγορούμενος δικάσθηκε σε πρώτο βαθμό με τον παλαιότερο νόμο δηλαδή με τον ν. 3459/2006 και κατόπιν εφέσεως του δικάζεται σε δεύτερο βαθμό υπό την ισχύ του νεότερου νόμου 4139/2013, που απαιτεί σωρευτικά την νέα επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 470 του ΚΠοινΔ, που απαγορεύει τη χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος καταδικασθέντος κατηγορουμένου, στους διωχθέντες και καταδικασθέντες υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 23 του ν. 3459/2006 (όχι όμως και του άρθρου 23Α του ν.3459/2006 για μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών), δεν είναι δυνατή η πρόσθεση στο διατακτικό και της νέας προϋποθέσεως της σωρευτικά πλέον απαιτούμενης με το νεότερο νόμο 4139/2013 νέας επιβαρυντικής περιστάσεως του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ και ο εκκαλών κατηγορούμενος, δεν μπορεί πλέον να τιμωρηθεί με πλαίσιο ποινής σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 4139/2013 που προβλέπει μάλιστα και μεγαλύτερη χρηματική ποινή, ούτε με το προϊσχύσαν άρθρο 23 του ν. 3459/ 2006 με το οποίο καταδικάσθηκε πρωτοδίκως με μόνη την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα (ή και κατά συνήθεια) τελέσεως, αφού ο νομοθέτης, αφ' ενός μεν απάλειψε την επιβαρυντική περίσταση της κατά συνήθεια τελέσεως, αφ' ετέρου δε θέλησε πλέον να τιμωρείται βαρύτερα η κατ' επάγγελμα διακίνηση ναρκωτικών μόνον όταν συντρέχει σωρευτικά και η νέα επιβαρυντική περίσταση του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 Ευρώ, αλλά θα τιμωρηθεί με το ευμενέστερο πλαίσιο ποινής του άρθρου 20 του ν. 4139/2013 ως επιεικέστερης για τον κατηγορούμενο ρυθμίσεως (εκτός αν έχει τιμωρηθεί με το άρθρο 23 και 23 Α του ν. 3459/ 2006, όπως το τελευταίο προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3727/2008, οπότε θα τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν.4139/2013).Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 511 εδαφ.γ' του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι αν η αναίρεση κριθεί παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει τον επιεικέστερο ποινικό νόμο που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 120/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, για τις πράξεις: Α)η πρώτη, της αγοράς και κατοχής ναρκωτικής ουσίας [ηρωίνης], υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των πράξεων, Β]ο δεύτερος, για ηθική αυτουργία στη τέλεση των ως άνω πράξεων. Για τις πράξεις αυτές, οι ήδη αναιρεσείοντες διώχθηκαν και καταδικάσθηκαν πρωτοβαθμίως και στο δεύτερο βαθμό σύμφωνα με υπό τον ν. 3459/2006 και τους επιβλήθηκαν οι ποινές της καθείρξεως οκτώ ετών και χρηματικής ποινή 30.000 Ευρώ στη πρώτη και της καθείρξεως δώδεκα ετών και χρηματικής ποινής 30000 Ευρώ, στο δεύτερο. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο μετά τη δημοσίευση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως ισχύσας νεώτερος νόμος 4139/2013, κατά το μέρος που αφορά και ρυθμίζει το ίδιο θέμα, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες, είναι επιεικέστερος του προϊσχύσαντος ν. 3459/2006, δεδομένου ότι απαιτεί συνδρομή και της νέας επιβαρυντικής περιστάσεως του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 Ευρώ, η οποία καθιστά τις συγκεκριμένες πράξεις διακινήσεως των ναρκωτικών ιδιαίτερα διακεκριμένες, συνδρομή η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, ενώ δεν αρκεί πλέον για τον χαρακτηρισμό της ως άνω πράξεως διακινήσεως ναρκωτικών ως διακεκριμένης, μόνη η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως, η δε τοιαύτη της κατά συνήθεια τελέσεως δεν είναι πλέον αξιόποινη. Ως εκ τούτου, οι ως άνω πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες, τιμωρούνται πλέον με την ποινή του (επιεικέστερου) βασικού εγκλήματος διακινήσεως ναρκωτικών του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013, όπως ορθά επισημάνθηκε από την κατηγορουμένη, με σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό που υπέβαλε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο συνήγορος της. Επομένως, ο αναιρετικός λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες επικαλούνται την εσφαλμένη εφαρμογή στο πρόσωπο τους, του, μετά τη δημοσίευση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης δευτεροβάθμιας αποφάσεως, ισχύσαντος επιεικέστερου νόμου 4139/2013, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω [μεταξύ των οποίων και της παραλείψεως του δικαστηρίου να αναφέρει στο διατακτικό της αποφάσεως του ότι στο πρόσωπο της κατηγορουμένης συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ.], πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος της α) περί αποδοχής της συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων "κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια" κατά την τέλεση των προαναφερόμενων πράξεων διακινήσεως ναρκωτικών, απαλειφομένης της σχετικής αναφοράς, τόσο από το σκεπτικό, όσο και από το διατακτικό της προσβαλλόμενης, β) ως προς την επιβληθείσα για τις πράξεις αυτές ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 4139/2013, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ), επισημαινομένου ότι το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί και ως προς την τύχη των κατασχεθέντων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση παράλειψε να πράξει τούτο, απορριπτομένης δεν κατά τα λοιπά της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 120/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου και συγκεκριμένα κατά το μέρος της περί αποδοχής της συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων "κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια", υπό τις οποίες τελέσθηκαν οι συνιστώσες την διακίνηση ναρκωτικών πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, καθώς και ως προς την διάταξη της για την επιβληθείσα γι' αυτές ποινή. Απαλείφει από το σκεπτικό και από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως την αναφορά ότι οι ανωτέρω πράξεις διακινήσεως ναρκωτικών τελέσθηκαν με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της "κατ' επάγγελμα και της κατά συνήθεια" τελέσεως. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, ως προς την επιβληθείσα στους κατηγορουμένους για τις παραπάνω πράξεις διακινήσεως ναρκωτικών ποινή και για να αποφανθεί ως προς την τύχη των καταχεθέντων στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την κρινόμενη από 29-9-2014 αίτηση των Α. Χ. του Ι. και Μ. Χ. του Π., για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένων-Αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Εφαρμογή διατάξεων επιεικέστερου νόμου Ν.4139/2013 Απαλείφει διάταξη –Παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Νόμος επιεικέστερος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 537/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την δικογραφία με αριθμό πινακίου 256/2015, για διόρθωση της υπ' αριθμ. 51/2015 αποφάσεως του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, με κατηγορούμενο τον Σ. Π. του Α., κάτοικο ... και ήδη κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που παρέστη με τον δικηγόρο του Γεώργιο Μιχαλόπουλο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 82/22-4-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 25/6-3-2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με το άρθρο 145 του ΚΠΔ, την συνημμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα : II. Σύμφωνα με το άρθρο 145 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, ο δικαστής που την εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους την διόρθωση ή την συμπλήρωσή της, αν δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τη συμπλήρωση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει κενά. Τέτοιο κενό που μπορεί να συμπληρωθεί υπάρχει και όταν το δικαστήριο του Αρείου Πάγου αποδέχεται αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου αλλά παραλείπει να διατάξει την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο ομοιόβαθμο δικαστήριο για επανάληψη της συζήτησης όπως ορίζει το άρθρο 528 παρ. 1 εδαφ. β' του ΚΠΔ (445/2009, ΑΠ 788/2008, ΑΠ 1703/2005, Δαλακούρας Επανάληψη διαδικασίας σελ. 365 και επ.). III. Το Δικαστήριό Σας με την 51/2015 απόφασή του σε Συμβούλιο στο διατακτικό του αναφέρει ότι : "Δέχεται εν μέρει την από 4-7-2014 αίτηση του Σ. Π. του Α. περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή και κατά τις διατάξεις που επέβαλε ποινές για τις άνω ακυρούμενες πράξεις και συνολική ποινή. Επεκτείνει το άνω ακυρωτικό αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω μόνον αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ. και ακυρώνει την απόφαση και κατά τις ανωτέρω μόνον πράξεις και ως προς αυτούς". Όμως αυτό παρέλειψε να παραπέμψει την υπόθεση αυτή σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο για νέα κρίση όπως ορίζει το άρθρο 528 παρ. 1 εδαφ. β' του ΚΠΔ. Η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών να μη την προσδιορίσει για νέα εκδίκαση αλλά να μας την επιστρέψει με το 9237/24-2-2015 έγγραφό του. Ύστερα από αυτά, και σύμφωνα με όσα παραπάνω (II) εκθέτουμε, πρέπει να συμπληρωθεί η παραπάνω απόφασή Σας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για επανάληψη της συζήτησης στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε δηλαδή το ΜΟΕ Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να συμπληρωθεί το διατακτικό της 51/2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας σε Συμβούλιο και να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως για επανάληψη της συζήτησης στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε δηλαδή το ΜΟΕ Αθηνών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον δικηγόρο του κατηγορουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του αρθρ. 145 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη και παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση τους, αν δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο (παρ.1). Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη ύστερα από κλήτευση των διαδίκων που εμφανίστηκαν ... (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες περί ενδίκων μέσων, σαφώς συνάγεται ότι ως διόρθωση της απόφασης εννοείται η αποκατάσταση της πραγματικής βούλησης του δικαστηρίου, με την αποβολή στοιχείων ξένων προς αυτήν που παρεισέφρησαν στο κείμενό της ή με την παράθεση σ' αυτό στοιχείων αναγκαίων που παραλείφθηκαν από αυτό, από παραδρομή ή αβλεψία ή από άλλη παρόμοια αιτία και όχι η άρση των σφαλμάτων που δημιουργούν ακυρότητα ή των ουσιαστικών σφαλμάτων, τα οποία είναι αντικείμενο της κρίσης του ανώτερου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά από άσκηση ένδικου μέσου. Έτσι, απαραίτητη προϋπόθεση της διόρθωσης ή της συμπλήρωσης είναι η ύπαρξη ή παράλειψη τέτοιου στοιχείου και η αιτία στην οποία οφείλεται αυτό. Τέτοιο κενό που μπορεί να συμπληρωθεί υπάρχει και όταν το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αποδέχεται αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας και ακυρώνει, κατ'άρθρο 528 ΚΠΔ, την ποινική απόφαση, αλλά παραλείψει να διατάξει την παραπομπή της υποθέσεως αυτής, όταν δεν έχει παραγραφεί το αδίκημα, σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο για να δικάσει εκ νέου την υπόθεση αυτή, όπως ορίζει ρητά το άνω άρθρο 528 στην παρ. 1 εδαφ. β' αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτά, κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ, φέρεται ενώπιον του παρόντος συμβουλίου προς συζήτηση με την από 6-3-2015 πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήσεως του παρασταθέντος αιτούντος Σ. Π., η προκειμένη υπόθεση. Με την πράξη αυτή ζητείται η συμπλήρωση του διατακτικού της με αρ.51/2015 απόφασης του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, γιατί ενώ δέχθηκε αίτηση για επανάληψη διαδικασίας του αμετάκλητα καταδικασθέντος Σ. Π. και προέβη σε εν μέρει ακύρωση της με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε τον εν λόγω αιτούντα- κατηγορούμενο ένοχο για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας ανθρωποκτονίας και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή, με επεκτατικό μάλιστα αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ., στο διατακτικό, από παραδρομή δεν περιέλαβε ρητά διάταξη παραπομπής της υπόθεσης αυτής, κατά το ακυρωθέν μέρος, σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο, κατ'άρθρο 528 παρ.1 εδάφ, β ΚΠΔ. Η αίτηση αυτή συμπληρώσεως του διατακτικού, αρμοδίως εισάγεται για εκδίκαση ενώπιον του παρόντος συμβουλίου του Δικαστηρίου τούτου, είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ'ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, πράγματι, η με αρ. 51/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ενώ δέχθηκε την από 4-7-2014 αίτηση για επανάληψη διαδικασίας του αμετάκλητα καταδικασθέντος Σ. Π. και προέβη σε εν μέρει ακύρωση της με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε τον εν λόγω αιτούντα- κατηγορούμενο ένοχο για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας ανθρωποκτονίας και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή, με επεκτατικό μάλιστα αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ., στο διατακτικό, από παραδρομή δεν περιέλαβε ρητά διάταξη παραπομπής της υπόθεσης αυτής, κατά το ακυρωθέν μέρος, για νέα συζήτηση σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο, κατ'άρθρο 528 παρ.1 εδάφ. β ΚΠΔ. Συνεπώς, κατά το σημείο αυτό πρέπει να συμπληρωθεί το διατακτικό της παραπάνω αποφάσεως που ακύρωσε εν μέρει τη με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, για παραπομπή της υποθέσεως, κατά το ακυρωθέν μέρος της, για επανάληψη της συζήτησης για τα εκκρεμή και μη παραγραφέντα εγκλήματα, όχι στο εκδόν, αλλά σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 528 παρ.1 εδάφ. β ΚΠΔ και δη στο ΜΟΕ Πειραιώς, όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει τη συμπλήρωση της με αρ. 51/2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο, και δη του διατακτικού της, το οποίο διαμορφώνεται συνολικά ως ακολούθως: "Δέχεται εν μέρει την από 4-7-2014 αίτηση του Σ. Π. του Α. περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή και κατά τις διατάξεις που επέβαλε ποινές για τις άνω ακυρούμενες πράξεις και συνολική ποινή. Ακυρώνει εν μέρει τη με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα Σ. Π., για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή και κατά τις διατάξεις που επέβαλε ποινές για τις άνω ακυρούμενες πράξεις και συνολική ποινή. Επεκτείνει το άνω ακυρωτικό αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω μόνον αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ. και ακυρώνει την απόφαση και κατά τις ανωτέρω μόνον πράξεις και ως προς αυτούς. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω ακυρούμενο μέρος της, όσον αφορά τον αιτούντα Σ. Π. και τους ωφελούμενους ως παραπάνω φυσικούς αυτουργούς για επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς". Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συμπλήρωση διατακτικού απόφασης, στο οποίο υπάρχει κενό από παραδρομή, κατ'άρθρο 145 ΚΠΔ.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 532/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Τ. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σούφη, για αναίρεση της υπ'αριθ.38/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Μ. χήρα Α. Κ., κάτοικο ... και 2)Α. Σ. του Δ., κάτοικο ... και 3)Κ. Σ. του Δ., κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως μετά των από 24 Νοεμβρίου 2014 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 336/2014. Αφού άκουσε Τον αναιρεσείοντα καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως της υπεξαιρέσεως, απαιτείται: (α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι, ολικά ή μερικά, ξένο, υπό την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, (β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, (γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του ή χωρίς να υφίσταται άλλο νόμιμο δικαίωμα του δράστη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα ο,τιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που αποκτά για την εκτέλεση της εντολής, γι' αυτό σε περίπτωση μη αποδόσεως αυτών στον εντολέα και παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε για την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει υπεξαίρεση. Υποκειμενικά, προς θεμελίωση της ποινικά αξιόποινης αυτής πράξεως, απαιτείται δόλος του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε, κατ' άρθρ. 719 ΑΚ. Υπό την έννοια αυτή, ο δικηγόρος, ο οποίος, ως εντολοδόχος, εισπράττει κατ` εντολή και για λογαριασμό του εντολέα του από ασφαλιστική εταιρία χρηματικό ποσό και δεν του το αποδίδει, αλλά το ιδιοποιείται, διαπράττει υπεξαίρεση. Τέλος, ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως, από τον οποίο αρχίζει η παραγραφή της πράξεως, θεωρείται, κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος, κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του με συγκεκριμένη ενέργεια να ενσωματώσει το κινητό πράγμα στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί παραγραφής της πράξεως, αφού η παραδοχή του άγει στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 38/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα δικηγόρο υπεξαιρέσεως σε βάρος των Α. Ν. και Μ. Ν. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Στις 29-1-2001 απεβίωσε συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, που έλαβε χώρα στην Ε.Ο Αθηνών - Πατρών ο πεζή διερχόμενος αδελφός των μηνυτριών Α. Ν., παρασυρθείς από το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτ/το, οδηγούμενο από τον Π. Ν. Κ.. Οι αρχικές μηνύτριες Α. συζ. Δ. Σ. θυγ. Κ. Ν. και Μ. χήρα Α. Κ. το γένος Κ. Ν., ως αδελφές του θανόντος, αφού επιμελήθηκαν της κηδείας του, δεδομένου ότι στερείτο συζύγου και τέκνων, ήλθαν σε επαφή με τον κατ/νο, που υπηρετεί ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Κορίνθου και έδωσαν σ' αυτόν την εντολή, (του ανέθεσαν), όπως προβεί στις αναγκαίες ενέργειες αφενός μεν για την ποινική καταδίωξη και καταδίκη του ως άνω οδηγού του ζημιογόνου αυτ/του, αφετέρου δε όπως διεκδικήσει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων τις αστικές αξιώσεις τους (χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κλπ). Ο ως άνω οδηγός παραπεμφθείς στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου αθωώθηκε. Εν τούτοις, κατόπιν ασκηθείσης από τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου εφέσεως καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας από το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Ναυπλίου. Για τις εν λόγω δικηγορικές του υπηρεσίες ο κατ/νος δικηγόρος έλαβε από τις εντολείς του με επί μέρους εμβάσματα και καταβολές το συνολικό ποσό των 6.200 Ευρώ. Κατά μήνα Μάρτιο 2006 και ενώ ανέμεναν να συντάξει και καταθέσει αγωγή αποζημιώσεως στα αστικά δικαστήρια, τους ειδοποίησε ότι έχει έλθει σε επαφή με την ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο ΙΧΕ αυτ/το με την επωνυμία *ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ* και η εταιρεία προτίθετο συμβιβαστικά να καταβάλλει σ' αυτές το ποσό των 30.000 Ευρώ. Τους ζήτησε δε, εφόσον συμφωνούν να του αποστείλουν συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, με τα οποία θα παρείχαν σ' αυτόν την εντολή και πληρεξουσιότητα να λάβει συμβιβαστικά το ποσό αυτό. Ωστόσο τους επέστησε την προσοχή ότι στα πληρεξούσια αυτά, θα ανέγραφαν ότι το ελάχιστο ποσό που θα μπορούσε να εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό τους να ήταν 18.000 Ευρώ. Στην εύλογη ερώτησή τους, γιατί να γράψουν το ποσό αυτό και όχι το ποσό των 30.000 Ευρώ, με το οποίο συμβιβάστηκαν, απάντησε ότι τα πληρεξούσια αυτά αφορούν την πρώτη δόση της ασφαλιστικής εταιρείας. Πράγματι οι μηνύτριες μετέβησαν σε συμβολαιογράφο και υπέγραψαν τα αιτηθέντα πληρεξούσια (...), με τα οποία του παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα να εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό τους το ως άνω συμβιβαστικά καθορισθέν ποσό. Ο κατ/νος εντολοδόχος δικηγόρος, όχι μόνο δεν ενημέρωσε τις εντολείς μηνύτριες για την εξέλιξη, όπως είχε υποχρέωση, αλλά ουσιαστικά *εξαφανίστηκε*, αφού δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά τους, όταν δε κάποια στιγμή μπόρεσαν να τον βρουν στο τηλέφωνο προφασίστηκε άλλοτε ασθένεια, άλλοτε επαγγελματικό φόρτο κλπ και αρνήθηκε ότι έχει εισπράξει την αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία. Το Ιούλιο 2006 και αφού κατά το προηγηθέν χρονικό διάστημα ηρνείτο κατά τον ίδιο τρόπο να απαντήσει στις συνεχείς τηλεφωνικές κλήσεις τους, όταν τον *απείλησαν* ότι θα προσφύγουν οι ίδιες στην ασφαλιστική εταιρεία για να ενημερωθούν, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι έχει εισπράξει ολόκληρο το κατόπιν συμβιβασμού ορισθέν ποσό των 30.000 Ευρώ, υποσχέθηκε δε ότι θα τους καταβάλλει κατ' ισομοιρία σύντομα, πλην όμως με διάφορες δικαιολογίες μετέθετε την ημερομηνία καταβολής. Μετά από επίμονες οχλήσεις τους αναγκάστηκε στις 4-9-2006 να συναντηθεί μαζί τους στο Λουτράκι Κορινθίας παρουσία του γιού της πρώτης Κ. Σ. και του γαμβρού της δεύτερης Π. Δ.. Εκεί τους είπε ότι την ημέρα εκείνη δεν έχει χρήματα για να τους αποδώσει το ληφθέν από την ασφαλιστική εταιρεία ποσό των 30.000 Ευρώ, γι` αυτό προσεφέρθη να αποδεχθεί αντίστοιχες συναλλαγματικές εκδόσεώς τους, με σύντομη ημερομηνία λήξεως. Μπροστά στην αιφνίδια αυτή κατάσταση οι μηνύτριες αναγκάστηκαν να δεχθούν και έκαστη εξ αυτών παρέλαβε μία συναλλαγματική ποσού 15.000 Ευρώ λήξεως την 13-9-2006, την οποία αμέσως απεδέχθη ο κατ/νος υπογράφοντας παρουσία τους. Ωστόσο οι ως άνω συναλλαγματικές, αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα δεν πληρώθηκαν. Την ίδια τύχη είχαν και οι με βάση τις εν λόγω συναλλαγματικές εκδοθείσες διαταγές πληρωμής, αφού δεν βρέθηκε περιουσία για υλοποίηση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Από τα περιστατικά που προεκτέθηκαν, με σαφήνεια προκύπτει ότι ο κατ/νος, όντας εντολοδόχος και έχοντας ως εκ τούτου υποχρέωση να αποδώσει στους μηνύτριες εντολείς του οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής και εν προκειμένω το ποσό των 30.000 Ευρώ που είχε περιέλθει στην κατοχή του από την εκτέλεση της εντολής και επομένως δεν είχε την κυριότητά του, εν τούτοις ιδιοποιήθηκε το εν λόγω κινητό πράγμα (χρηματικό ποσό) παράνομα, χωρίς δηλαδή τη συναίνεση των ιδιοκτητριών μηνυτριών - εντολέων του και χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα.. Ο εντολοδόχος κατ/νος ενήργησε με δόλο, που εκδηλώθηκε την 13-9-2006, όταν εξωτερίκευσε την θέλησή του να μην αποδώσει στις μηνύτριες εντολείς του το ληφθέν για λογαριασμό τους από την ασφαλιστική εταιρεία χρηματικό ποσό των 30.000 Ευρώ και να το ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στη δική του περιουσία. Επομένως ο περί παραγραφής του αξιοποίνου της εν λόγω πράξεως ισχυρισμός του κατ/νου είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον από τις 13-9-2006 που τέλεσε την πράξη και μέχρι τις 3-5-2011 που επιδόθηκε σ' αυτόν το κλητήριο θέσπισμα (...), δεν παρήλθε χρονικό διάστημα και έκτοτε καθ' ον χρόνο διαρκεί η αναστολή της κύριας διαδικασίας (άρθρα 111 και 113 ΠΚ) δεν παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της τριετίας και συνολικά 8ετίας από τις 13-9-2006. Ο κατ/νος, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διενέξεως δεν τήρησε μία σταθερή θέση απέναντι στην κατηγορία, ισχυριζόμενος, άλλοτε μεν ότι, μετά την αθώωση του κατ/νου οδηγού από το τριμελές πλημ/κείο Κορίνθου, οι μηνύτριες απογοητεύτηκαν και του δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν την συνέχεια της δικαστικής διενέξεως, αν δε επιθυμεί ο ίδιος να την συνεχίσει, ας το πράξει με δικές του δαπάνες και ό,τι *κερδίσει*, του ανήκει και επομένως ουδεμία υποχρέωση είχε να τους αποδώσει το ληφθέν από την ασφαλιστική εταιρεία ποσό, άλλοτε ότι οι αμοιβή τους για τις δικηγορικές υπηρεσίες του ξεπερνά το ποσό των 30.000 Ευρώ, άλλοτε ότι δεν έλαβε 30.000 Ευρώ, αλλά μόνο 18.000 Ευρώ και άλλοτε ότι τους επέστρεψε ένα μέρος από αυτό το ποσό, χωρίς να προσκομίζει κάποια απόδειξη. Μάλιστα προσκόμισε την από 15-1-2013 βεβαίωση της ασφαλιστικής εταιρείας *ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ Α.Α.Ε.*, σύμφωνα με την οποία ο κατ/νος, κατόπιν συμβιβασμού έλαβε το ποσό των 18.000 Ευρώ. Στην εύλογη ερώτηση γιατί στις 4-9-2006 αποδέχτηκε τις δύο συναλλαγματικές ποσού 15.000 Ευρώ εκάστη, αφού κατά τους ισχυρισμούς του ουδεμία υποχρέωση απόδοσης είχε και πάντως δεν είχε υποχρέωση απόδοσης ποσού 30.000 Ευρώ, αλλά 18,000 Ευρώ, απάντησε ότι εκβιάστηκε από τις ηλικιωμένες (διαμένουσες στην Αθήνα και στην Ορεστιάδα) μηνύτριες και υπέκυψε στον εκβιασμό τους, εκδοχή που εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε. Εξάλλου η εν λόγω βεβαίωση εκδοθείσα επτά σχεδόν έτη μετά την καταβολή του εν λόγω ποσού δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη και. θεωρείται ότι συνετάγη για τις ανάγκες αυτής της δίκης. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο κατ/νος εντολοδόχος, αν και γνώριζε ότι το ως άνω χρηματικό ποσό δεν του ανήκε αλλά όφειλε να το αποδώσει στις μηνύτριες ισομερώς, εν τούτοις με πρόθεση το ενσωμάτωσε στην ιδιοκτησία του αρνούμενος παρά τις οχλήσεις τους να τους το αποδώσει. Ακόμη και κατά την απολογία του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ακολούθησε την ίδια καταχρηστική και παρελκυστική συμπεριφορά, διατυπώνοντας νέο αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις και συγκεκριμένα προκειμένου *να κληθεί ο υπεύθυνος της διεύθυνσης της ασφαλιστικής εταιρείας για να καταθέσει αν έγινε δοσοληψία*. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο, προεχόντως μεν ως διατυπούμενο ασαφώς και αορίστως, σε κάθε δε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμο για τους ίδιους ακριβώς λόγους που προαναφέρθηκαν σε προηγούμενη σκέψη της παρούσης για την απόρριψη ομοίου αιτήματος αναβολής. Πρέπει ως εκ τούτου να κηρυχθεί ένοχος ο κατ/νος για την πράξη της υπεξαίρεσης που του αποδόθηκε". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Αιτιολογημένα δε απέρριψε και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής της πράξεως. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο σαφώς δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του και ερμηνεύοντας ορθώς το άρθρο 17 του ΠΚ, ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της υπεξαιρέσεως ήταν όχι αυτός, κατά τον οποίο υπογράφηκαν τα πληρεξούσια (14.3.2006), αλλά εκείνος, κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος εξωτερίκευσε τη θέλησή του να μη αποδώσει στις παθούσες το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι εκείνος, κατά τον οποίο αποδέχθηκε αυτός τις συναλλαγματικές (13.9.2006), από τον οποίο μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (3.5.2011) δεν παρήλθε πενταετία. Ακολούθως, με την ορθή αυτή αιτιολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραγραφής της πράξεως, δεδομένου ότι, μέχρι την ημέρα της εκδικάσεως της υποθέσεως ενώπιόν του (6.2.2014), δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία. β) Αιτιολογείται ειδικώς, καίτοι δεν ήταν τούτο αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας, γιατί δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη η από 15.1.2013 βεβαίωση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, την οποία προσκόμισε ο κατηγορούμενος. γ) Ως εκ περισσού απορρίφθηκε, αιτιολογημένα, και ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος αποδέχθηκε συναλλαγματικές για 30.000 ευρώ γιατί εκβιάστηκε από τις παθούσες. δ) Το Πενταμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δηλαδή και τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο κατηγορούμενος. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και πρώτος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των, παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως), προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 24.11.2014) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως τόσο επί της ουσίας της κατηγορίας όσο και επί της απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους ανωτέρω λόγους, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, αποδείξεων ασφαλιστικής εταιρίας, από 15.1.2013 βεβαιώσεως Περιφερειακού Διευθυντή Πελοποννήσου της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΩΣΕΩΣ Α.Ε., από 21.7.2006 αποδείξεως καταθέσεως της ΑΛΦΑ ΒΑΝΚ) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τούς το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, που ορίζει ότι ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, συνάγεται ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος υπέβαλε, κατά την αγόρευσή του, το αίτημα να αναβληθεί η υπόθεση για να κληθεί ο υπεύθυνος της διευθύνσεως της ασφαλιστικής εταιρίας για να καταθέσει αν έγινε δοσοληψία. Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε, κατά τα ανωτέρω, το αίτημα αυτό, χωρίς, όμως, επ` αυτού να προτείνει ο Εισαγγελέας της Έδρας. Πλην, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, την έλλειψη αυτή δεν νομιμοποιείται να προτείνει ο κατηγορούμενος και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα επί του ως άνω αιτήματος, είναι απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠοινΔ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. ε' του ΚΠοινΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις εξετάζεται από το εφετείο και εάν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο, κρίνεται δε η πολιτική αγωγή στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υπόχρεου. Εφόσον, όμως, η ένσταση της παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών του. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου εμφανίσθηκε, κατά τη δικάσιμο της 20.3.2012, για την οποία είχε αναβληθεί η συζήτηση, κατ` άρθρο 349 ΚΠοινΔ, από τη δικάσιμο της 28.11.2011, ο δικηγόρος Πειραιά Χ. Π. και δήλωσε ότι εκπροσωπεί τη Μ. χήρα Α. Κ., θυγ. Κ. Ν. και τους Δ. Σ. του Κ. και Α. θυγ. Δ. Σ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους της Α. συζ. Δ. Σ., θυγ. Κ. Ν., οι οποίοι δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ένδικη πράξη για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη διεκδικήσεως μεγαλύτερου ποσού ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως, η συζήτηση αναβλήθηκε και πάλι, κατ` άρθρο 349 ΚΠοινΔ, για τη δικάσιμο της 16.10.2012. Κατά την τελευταία δικάσιμο, δηλώθηκε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής, πλην ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων προέβαλε, δια του συνηγόρου του, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, για το λόγο, μεταξύ άλλων, ότι η αξίωση των πολιτικώς εναγόντων έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, γιατί οι (αρχικές) δύο μηνύτριες, κατά την υποβολή της από 31.10.2007 μηνύσεώς τους, δήλωσαν μεν παράσταση πολιτικής αγωγής, χωρίς, όμως, να αναφέρουν ποσό, οπότε η αγωγή τους ήταν αόριστη. Και ναι μεν το ποσό συμπληρώθηκε κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην αυτό έγινε μετά την πάροδο πενταετίας από την τέλεση της ένδικης πράξεως (13.9.2006), ήτοι κατά τη δικάσιμο της 20.3.2012. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την 939/16.10.2012 απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση και διέταξε, κατ` άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου για τη δικάσιμο της 22.1.2013. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, επαναλήφθηκε και πάλι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής και αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο της 9.4.2013 για να προσέλθει απολιπόμενος μάρτυρας. Όμως, και πάλι αναβλήθηκε, κατ` άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση για τη δικάσιμο της 28.5.2013, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη καταδικαστική 568, 569/2013 απόφαση. Κατά την τελευταία δικάσιμο, επαναλήφθηκε η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, καθώς και η ένσταση αποβολής της (που, όπως αναφέρθηκε, είχε προταθεί το πρώτον κατά τη δικάσιμο της 16.10.2012). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 568/2013 (παρεμπίπτουσα) απόφασή του και με την αιτιολογία που εκτίθεται σ` αυτή (η οποία δεν αναφέρεται καθόλου στο ζήτημα της παραγραφής των πολιτικών αξιώσεων των πολιτικώς εναγόντων), απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής. Κατά της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος άσκησε την υπ` αριθ. εκθ. 158/28.5.2013 έφεση, με την οποία επικαλέστηκε μόνο εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και δεν περιέλαβε σ` αυτήν λόγο για την απόρριψη της ενστάσεώς του για αποβολή της πολιτικής αγωγής συνεπεία παραγραφής των αστικών αξιώσεων. Επανέφερε δε την ένσταση αυτή με ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως, το οποίο, όμως, δεν μπορούσε να ερευνηθεί, γιατί ήταν απαράδεκτο και, ως τέτοιο, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο δε ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όπου έγινε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο για τη Μ. χήρα Α. Κ. (χωρίς να γίνει παραίτηση ως προς τους λοιπούς που είχαν παραστεί πρωτοδίκως) ζήτησε, μόνο προφορικά και εντελώς αορίστως, κατά την αγόρευσή του, την αποβολή της πολιτικής αγωγής, γιατί είχε παρέλθει πενταετία. Το Πενταμελές, λοιπόν, Εφετείο δεν είχε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ούτε υποχρέωση ούτε δικαίωμα να επιληφθεί της ενστάσεως αυτής, η οποία δεν είχε έλθει ενώπιόν του με λόγο εφέσεως και, επομένως, απαραδέκτως προβλήθηκε ενώπιόν του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, την απέρριψε με την αιτιολογία, συνοπτικά, ότι η παραγραφή διακόπηκε με την δήλωση παραστάσεως κατά την υποβολή της μηνύσεως, και δεν συμπληρώθηκε πενταετία, λόγω νέων διακοπών με την επανάληψη της δηλώσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή όχι της ως άνω αιτιολογίας, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, όπως αυτός συμπληρώνεται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την παρά το νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής, γιατί η σχετική αξίωση έχει παραγραφεί, είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά των προσθέτων αυτής λόγων και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Μαρτίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 1875/2014) αίτηση του Ν. Τ. του Π. μετά των από 24 Νοεμβρίου 2014 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της 38/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση δικηγόρου, ο οποίος εισέπραξε, για λογαριασμό των εντολέων του, από ασφαλιστική εταιρία χρηματικό ποσό και δεν τους το απέδωσε, αλλά το ιδιοποιήθηκε. Στοιχεία εγκλήματος. Χρόνος τελέσεως είναι εκείνος, κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε, με συγκεκριμένη ενέργεια, την πρόθεσή του να ενσωματώσει το κινητό πράγμα στην περιουσία του. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής. Την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα επί αιτήματος που υποβλήθηκε και απορρίφθηκε δεν νομιμοποιείται να προτείνει ο κατηγορούμενος. Ένσταση περί αποβολής πολιτικής αγωγής συνεπεία παραγραφής αστικών αξιώσεων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε, μπορεί να ερευνηθεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μόνο εφόσον έχει προταθεί με λόγο εφέσεως. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη τέτοιας ενστάσεως που δεν είχε προταθεί με λόγο εφέσεως. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραγραφής έναρξη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Χρόνος τέλεσης πράξης, Εισαγγελέας Εφετών, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή, Ακροάσεως έλλειψη, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Έφεση.
0
Αριθμός 520/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Κ. Δ. του Κ., 2. Π. Σ. του Κ., 3. Π. Μ. του Ν., 4. Τ. Α. του Π., 5. Β. Π. του Β., 6. Λ. Δ. του Θ., 7. Κ. Ι. του Α., κατοίκων ..., 8. Γ. Β. του Κ., 9. Α. Ε. του Κ., κατοίκων ..., 10. Σ. Κ. του ʼ., κατοίκου ..., 11. Π. Β. του Γ., κατοίκου ..., 12. Κ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., 13. Ε. Ε. του Α., κατοίκου ... 14. Α. Α. του Ν., 15. Κ.-Σ. Α. του Θ. κατοίκων ..., οι οποίοι άπαντες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βερβεσού και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Δήμος Νέας Ιωνίας" που εδρεύει στη Ν Ιωνία και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Κουράντη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-11-2007 αγωγή των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 741/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4973/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24-1-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 2-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 24-1-2014 με αριθμ εκθέσεως καταθέσεως 74/29-1-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Κ. κλπ. κατά του δήμου Ν Ιωνίας, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ 4973/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την υπ' αριθ. 18310|1946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, "στους πάσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών γενικά, συνεχούς ή μη λειτουργίας, εάν απασχολούνται κατά τις νυχτερινές ώρες - ήτοι από την 10η βραδινή μέχρι την 6η πρωινή - καταβάλλονται οι εκάστοτε κανονικές αποδοχές, αυξημένες κατά 25%". Η προσαύξηση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους κατά τις νυχτερινές ώρες, άσχετα αν η εργασία τους παρέχεται καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νύχτας ή μόνο σε μέρος αυτού, υπολογίζεται δε επί του νομίμου μισθού, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους επιδόματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 8900/1946 απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, του άρθρου 2 του ΝΔ 3755/1957 και ΒΔ 748/1966, "στο προσωπικό γενικά όλων των εργασιών και επιχειρήσεων της χώρας, το οποίο, λόγω της φύσεως της εργασίας του απασχολείται κατά τις Κυριακές και τις καθιερωμένες από το νόμο σαν εξαιρέσιμες εορτές, καταβάλλεται για τις ημέρες αυτές το κανονισμένο εκάστοτε ημερομίσθιο, αυξημένο κατά 75%". Περαιτέρω, για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, που έχει ως αίτημα, πλην άλλων και την καταβολή αμοιβής για εργασία που παρασχέθηκε κατά Κυριακές ή αργίες, αρκεί ν' αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας και τις Κυριακές ή αργίες, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές (δηλαδή οι Κυριακές ή αργίες) προκύπτουν από το ημερολόγιο. Επίσης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από νυκτερινή εργασία, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο αριθμός των ωρών νυκτερινής εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες, κατά τις οποίες παρασχέθηκε η εργασία αυτή και ο αριθμός αυτών. Τέλος, κατά το άρθρο 559, αριθ. 14 του ΚΠολΔ, η απόφαση είναι αναιρετέα, "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Με τον λόγο αυτό ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ως προς το εάν ορθά έκρινε την αγωγή ως ορισμένη ή αόριστη. Στην προκειμένη περίπτωση, στην αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, οι αναιρεσείοντες, ιστορούν μεταξύ άλλων, ότι, στα πλαίσια προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και απασχόλησης ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, κατάρτισαν με τον αναιρεσίβλητο δήμο διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει των οποίων εργάστηκαν, σε εναλλασσόμενες οκτάωρες βάρδιες του εικοσιτετραώρου ως σχολικοί φύλακες, κατά τη διάρκεια των ετών 2004, 2005 και 2006, σε σχολικές μονάδες εντός των διοικητικών ορίων του, ότι κατά τη διάρκεια της πιο πάνω απασχόλησής τους, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πρόσφεραν και εργασία κατά τη νύκτα καθώς και κατά Κυριακές και αργίες, εργασία για την οποία ο αναιρεσίβλητος δεν τους έχει καταβάλει αμοιβή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν από το δικαστήριο της ουσίας να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος δήμος να τους καταβάλει, πλην άλλων και την αμοιβή τους για την εργασία τους αυτή κατά τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες. Ειδικότερα εκθέτουν στην αγωγή, αφού προσδιορίζουν το νόμιμο μισθό τους για κάθε περίοδο, ότι ο καθένας τους εργάσθηκε τις ακόλουθες ώρες κατά τη νύκτα και τις προσδιοριζόμενες αριθμητικά ανά περίοδο Κυριακές και αργίες, επί οκτάωρο, κάθε Κυριακή ή αργία. Συγκεκριμένα εκθέτουν ότι: 1) Ο πρώτος: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 748,46 ευρώ, πραγματοποίησε 465 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 22 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 767,17 ευρώ, πραγματοποίησε 208 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 12 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 784,05 ευρώ, πραγματοποίησε 308 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 811,49 ευρώ, πραγματοποίησε 173 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 835,83 ευρώ, πραγματοποίησε 242 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 16 Κυριακές και αργίες. 2) Η δεύτερη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 748,46 ευρώ, πραγματοποίησε 269 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 767,17 ευρώ, πραγματοποίησε 149 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 15 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 784,05 ευρώ, πραγματοποίησε 218 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 811,49 ευρώ πραγματοποίησε 163 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 19 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 835,83 ευρώ, πραγματοποίησε 219 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 29 Κυριακές και αργίες. 3) Η τρίτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 845 ευρώ, πραγματοποίησε 451 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 304 ώρες κατά τις Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 872 ευρώ, πραγματοποίησε 307 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 344 ώρες κατά τις Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 31.12.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 895 ευρώ, πραγματοποίησε 175 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 176 ώρες κατά τις Κυριακές και αργίες. 4) Η τέταρτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 748,46 ευρώ, πραγματοποίησε 178 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 22 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 767,17 ευρώ, πραγματοποίησε 140 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 12 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 784,05 ευρώ, πραγματοποίησε 196 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 811,49 ευρώ, πραγματοποίησε 94 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 19 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 835,83 ευρώ, πραγματοποίησε 66 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 29 Κυριακές και αργίες. 5) Ο πέμπτος: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 823,31 ευρώ πραγματοποίησε 285 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 16 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 843,89 ευρώ, πραγματοποίησε 152 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 10 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 862,46 ευρώ, πραγματοποίησε 207 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 14 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 892,64 ευρώ, πραγματοποίησε 147 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 15 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 919,41 ευρώ, πραγματοποίησε 175 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 19 Κυριακές και αργίες. 6) Η έκτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 823,31 ευρώ, πραγματοποίησε 233 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 843,89 ευρώ, πραγματοποίησε 114 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 15 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 862,46 ευρώ, πραγματοποίησε 144 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 21 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 892,64 ευρώ, πραγματοποίησε 112 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 21 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 919,41 ευρώ, πραγματοποίησε 138 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 25 Κυριακές και αργίες. 7) Ο έβδομος: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 823,31 ευρώ, πραγματοποίησε 367 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 32 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 843,89 ευρώ, πραγματοποίησε 168 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 16 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 862,46 ευρώ, πραγματοποίησε 308 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 892,64 ευρώ, πραγματοποίησε 208 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 25 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 919,41 ευρώ, πραγματοποίησε 316 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 30 Κυριακές και αργίες. 8) Η όγδοη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 860,73 ευρώ, πραγματοποίησε 260 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 23 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 882,25 ευρώ, πραγματοποίησε 237 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 13 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 901,66 ευρώ, πραγματοποίησε 333 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 933,21 ευρώ, πραγματοποίησε 158 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 961,20 ευρώ, πραγματοποίησε 246 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 15 Κυριακές και αργίες. 9) Ο ένατος: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 860,73 ευρώ, πραγματοποίησε 287 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 882,25 ευρώ, πραγματοποίησε 111 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 16 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 901,66 ευρώ, πραγματοποίησε 162 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 23 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 933,21 ευρώ, πραγματοποίησε 136 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 961,20 ευρώ, πραγματοποίησε 152 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. 10) Ο δέκατος: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 898,15 ευρώ, πραγματοποίησε 291 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 25 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 920,61 ευρώ, πραγματοποίησε 200 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 940,86 ευρώ, πραγματοποίησε 391 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 19 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 973,78 ευρώ, πραγματοποίησε 225 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 20 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.002,99 ευρώ, πραγματοποίησε 239 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 26 Κυριακές και αργίες. 11) Η ενδέκατη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 898,15 ευρώ, πραγματοποίησε 198 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 14 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 920,61 ευρώ, πραγματοποίησε 146 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 8 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 940,86 ευρώ, πραγματοποίησε 182 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 14 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 973,78 ευρώ, πραγματοποίησε 148 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 14 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.002,99 ευρώ, πραγματοποίησε 155 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 20 Κυριακές και αργίες. 12) Η δωδέκατη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 898,15 ευρώ, πραγματοποίησε 328 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 21 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 920,61 ευρώ, πραγματοποίησε 155 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 12 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 940,86 ευρώ, πραγματοποίησε 185 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 19 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 973,78 ευρώ, πραγματοποίησε 125 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 20 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.002,99 ευρώ, πραγματοποίησε 159 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 29 Κυριακές και αργίες. 13) Η δέκατη τρίτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 935,57 ευρώ, πραγματοποίησε 188 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 21 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 958,97 ευρώ, πραγματοποίησε 188 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 12 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 980,06 ευρώ, πραγματοποίησε 235 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 20 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.014,35 ευρώ, πραγματοποίησε 164 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 20 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.044,78 ευρώ, πραγματοποίησε 164 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 32 Κυριακές και αργίες. 14) Η δέκατη τέταρτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 935,57 ευρώ, πραγματοποίησε 253 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 25 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 958,97 ευρώ, πραγματοποίησε 110 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 980,06 ευρώ, πραγματοποίησε 180 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.014,35 ευρώ, πραγματοποίησε 130 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 24 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.044,78 ευρώ, πραγματοποίησε 154 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 25 Κυριακές και αργίες. 15) Η δέκατη πέμπτη: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.8.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 935,57 ευρώ, πραγματοποίησε 209 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 35 Κυριακές και αργίες. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2004 έως 31.12.2004, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 958,97 ευρώ, πραγματοποίησε 143 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 980,06 ευρώ, πραγματοποίησε 196 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 17 Κυριακές και αργίες. δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2005 έως 31.12.2005, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.014,35 ευρώ, πραγματοποίησε 93 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 30.6.2006, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 1.044,78 ευρώ, πραγματοποίησε 95 ώρες νυκτερινής εργασίας και εργάσθηκε 18 Κυριακές και αργίες. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν ως αμοιβή για τις αιτίες αυτές και για τα αντίστοιχα διαστήματα: 1) Ο πρώτος: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 522,05 και 493,98 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 239,36 και 276,18 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 362,23 και 399,87 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, με νόμιμο μηνιαίο μισθό 811,49 ευρώ, 210,58 και 438,20 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 303,41 και 401,20 ευρώ αντίστοιχα. 2) Η δεύτερη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 302 και 538,89 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 171,46 και 345,23 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 256,38 και 423,39 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 198,41 και 462,55 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 274,57 και 727,17 ευρώ αντίστοιχα. 3) Η τρίτη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 253,35 και 341,54 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.1.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 178,67 και 400,42 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2006 έως 31.12.2006 χρονικό διάστημα, 104,87 και 210,94 ευρώ αντίστοιχα. 4) Η τέταρτη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 302 και 538,89 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 171,46 και 345,23 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 256,38 και 423,39 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 198,41 και 462,55 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 274,57 και 727,17 ευρώ αντίστοιχα. 5) Ο πέμπτος: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 351,97 και 395,19 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 192,41 και 253,17 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 267,79 και 362,23 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 196,83 και 401,69 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 241,35 και 524,06 ευρώ αντίστοιχα. 6) Η έκτη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 287,75 και 592,78 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 144,31 και 379,75 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 186,29 και 543,35 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 149,96 και 562,36 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 190,32 και 689,56 ευρώ αντίστοιχα. 7) Ο έβδομος: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 453,23 και 790,38 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 212,66 και 405,07 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 398,46 και 620,97 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 278,50 και 669,48 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 435,80 και 827,47 ευρώ αντίστοιχα. 8) Η όγδοη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 335,68 και 593,90 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 313,64 και 344,08 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 450,38 και 459,85 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 221,17 και 475,94 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 354,68 και 432,54 ευρώ αντίστοιχα. 9) Ο ένατος: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 370,54 και 619,73 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 146,89 και 423,48 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 219,10 και 622,15 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 190,37 και 671,91 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 219,15 και 692.06 ευρώ αντίστοιχα. 10) Ο δέκατος: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 392,04 και 673,61 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 276,18 και 469,51 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 551,81 και 536,29 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 328,65 και 584,27 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 359,57 και 782,33 ευρώ αντίστοιχα. 11) Η ενδέκατη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 266,75 και 377,22 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 201,61 και 220,95 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 256,85 και 395,16 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 216,18 και 408,99 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 233,20 και 601,79 ευρώ αντίστοιχα. 12) Η δωδέκατη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 441,89 και 565,83 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 214,04 και 331,42 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 261,09 και 536,29 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 182,58 και 584,27 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 239,21 και 872,60 ευρώ αντίστοιχα. 13) Η δεκάτη τρίτη α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 263,83 και 589,41 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 270,43 και 345,23 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 345,47 και 588,04 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 249,53 και 608,61 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 257,02 και 1.002,99 ευρώ αντίστοιχα. 14) Η δεκάτη τετάρτη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 355,05 και 701,68 ευρώ αντίστοιχα . β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 158,23 και 489,07 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 264,62 και 705,64 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 197,80 και 730,33 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 241,34 και 783,59 ευρώ αντίστοιχα. 15) Η δεκάτη πέμπτη: α) Για το από 1.1.2004 έως 31.8.2004 χρονικό διάστημα, 293,30 και 982,35 ευρώ αντίστοιχα. β) Για το από 1.9.2004 έως 31.12.2004 χρονικό διάστημα, 205,70 και 517,84 ευρώ αντίστοιχα. γ) Για το από 1.1.2005 έως 30.6.2005 χρονικό διάστημα, 288,14 και 499,83 ευρώ αντίστοιχα. δ) Για το από 1.7.2005 έως 31.12.2005 χρονικό διάστημα, 141,50 και 547,75 ευρώ αντίστοιχα. ε) Για το από 1.1.2006 έως 30.6.2006 χρονικό διάστημα, 148,88 και 564,18 ευρώ αντίστοιχα. Το εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς τα κεφάλαιά της αυτά. Ειδικότερα ως προς μεν την αιτούμενη από τους αναιρεσείοντες αμοιβή για νυκτερινή εργασία, απέρριψε την αγωγή, "...διότι δεν προσδιορίζουν τη νυκτερινή εργασία ημερησίως ή εβδομαδιαίως ή κατά μηνιαίο μέσο όρο αλλά, την προσδιορίζουν σε συνολικές ώρες ανά εξάμηνο, σε τρόπο ώστε δεν παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά νόμο, και κατ' ουσία της αγωγής ...", ως προς δε τις αιτούμενες προσαυξήσεις για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, απέρριψε την αγωγή, "... διότι οι ενάγοντες, εργαζόμενοι σε βάρδιες, δεν προσδιορίζουν πόσες Κυριακές ή αργίες εργάστηκαν επί 8ωρο, 7ωρο ή 1 ώρα αντιστοίχως, αλλά αθροίζουν συνολικά τον αριθμό των Κυριακών ανά εξάμηνο και ζητούν προσαύξηση 75% συνολικά επί του συνολικού αριθμού των ανά εξάμηνο αναφερόμενων στην αγωγή Κυριακών, χωρίς ωστόσο να καθίσταται σαφές ποιες από τις προσδιοριζόμενες συνολικά στην αγωγή ανά εξάμηνο Κυριακές εργάστηκαν επί 8ωρο, ποιες επί 7ωρο και ποιες επί μία μόνο ώρα, ούτε (να καθίσταται σαφές) εάν ο ανά εξάμηνο αριθμός των Κυριακών αφορά πλασματικό αριθμό αθροισθέντων 8ωρων (αποτελούμενων από επί μέρους 8ωρη βάρδια κατά Κυριακή, 7ωρη βάρδια κατά Κυριακή, και 1 ώρα βάρδιας κατά Κυριακή). Έτσι όμως δεν παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, ούτε στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά νόμο, και κατ' ουσία της αγωγής, σε σχέση με τα κονδύλια αυτά, εν όψει και του ότι από τις διατάξεις των υπ' αριθ. 8900/1946 και 25825/1946 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύθηκαν και συμπληρώθηκαν με την υπ' αριθ. ΥΑ 25825/1951, όμοια και το άρθρο 2 του Ν. 435/1976, προκύπτει ότι στους εργαζομένους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, προσαύξηση του ημερομισθίου κατά ποσοστό 75% του 1/25 του μηνιαίου μισθού του ή 75% του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί νομίμου μισθού του ή του νομίμου ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο, εάν όμως υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και εάν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα ...". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο έσφαλε, όσον μεν αφορά την εργασία κατά τη νύκτα, διότι δεν ήταν αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται ο αριθμός των ωρών εργασίας κατ' αυτή (νύκτα) ημερησίως ή εβδομαδιαίως ή κατά μηνιαίο μέσο όρο, αφού και ο κατά εξάμηνο προσδιορισμός του ύψους αυτών παρείχε την ευχέρεια στο δικαστήριο να ερευνήσει την υπόθεση ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, ενόψει μάλιστα, του γεγονότος ότι οι ενάγοντες αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, όσον δε αφορά την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, διότι από τον περιεχόμενο στην αγωγή πίνακα "2", όπου προσδιορίζεται η εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες σε ώρες ετησίως, πέραν του προσδιορισμού της εργασίας κατ' αυτές (Κυριακές και αργίες) στον επίσης περιεχόμενο στην αγωγή πίνακα "1", με βάση τον αριθμό αυτών (Κυριακών και αργιών) που εργάσθηκε κατά τα προσδιοριζόμενα, κατά τα ανωτέρω, στην αγωγή χρονικά διαστήματα, είναι πρόδηλο ότι ζητείται αμοιβή για εργασία κατά τις προσδιοριζόμενες Κυριακές και αργίες σε πλήρες οκτάωρο για την κάθε μια και συνεπώς δεν απαιτείτο επιπλέον ο προσδιορισμός των καθ' εκάστη Κυριακή ή αργία ωρών απασχόλησης. Επομένως ο μοναδικός, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Μονομελές Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσιβλήτου μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4973/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε επτακόσια πενήντα (750) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και κατά τη νύκτα. Στοιχεία αγωγής κατά το άρθρο 216 παρ 1 ΚΠολΔ. Αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας και τις Κυριακές ή αργίες, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές(δηλαδή οι Κυριακές ή αργίες) προκύπτουν από το ημερολόγιο. Επίσης, για την νυκτερινή εργασία, αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο αριθμός των ωρών νυκτερινής εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες, κατά τις οποίες παρασχέθηκε η εργασία αυτή και ο αριθμός αυτών.(Αναιρεί την 4973/2013απόφαση του Μ.Εφ. Αθ.)
Επίδομα εορτών
Αποδοχές μισθωτού, Επίδομα εορτών.
2
Αριθμός 519/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Χαϊδαρίου" που εδρεύει στο Χαϊδάρι και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσίβλητου: Κ. Π. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ρουπακιώτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. . Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 29-12-2008 αγωγές του αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 106/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2725/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-2-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 2-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 21-2-2014 με αριθμ εκθέσεως καταθέσεως 133/25-2-2014 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου Χαϊδαρίου κατά του Κ. Π., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ 2725/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 10258Β'/27.10.2014 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ..., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο παριστάμενος αναιρεσίβλητος, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 21.2.2014 αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2725/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την κάτω από την αίτηση αυτή πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (13.1.2015) του δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσιβλήτου που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, στον αναιρεσείοντα νομίμως και εμπροθέσμως. Επομένως, αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε για συζήτηση η υπόθεση με τη σειρά από το πινάκιο, ούτε έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση σαν ήσαν παρόντες οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή προσαυξήσεων για εργασία που παρασχέθηκε τις Κυριακές και αργίες (ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 και 25825/1951), καθώς και για νυκτερινή απασχόληση (ΥΑ. Οικονομικών και Εργασίας 18310/1946), αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών, καθώς και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται και η αναφορά των ωρών νυκτερινής εργασίας. Επίσης, για την καταβολή των επιδομάτων εορτών (άρθρο 1 ν. 1082/1980 και ΥΑ 19040/81 και 12921/81), του επιδόματος αδείας και των αποδοχών της ετήσιας αδείας ανάπαυσης (άρθρα 3 παρ. 1 α.ν 539/1945, 1 παρ. 2 του ν.δ. 4547/66 και 3 παρ. 6 του ν. 4506/66) αρκεί να αναγράφεται το χρονικό διάστημα παροχής της εργασίας. Εξάλλου, εργοδότης είναι αυτός, που συνάπτει τη σύμβαση εργασίας με το μισθωτό, δέχεται την εργασία του, ασκώντας επ' αυτού το διευθυντικό δικαίωμα και καταβάλει την αμοιβή του. Δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή εκείνος, που έχει εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση, προς καταβολή της αμοιβής του μισθωτού από τρίτο πρόσωπο, στα πλαίσια συμφωνίας του με τον τελευταίο, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, με βάση μια τέτοια συμφωνία, το μισθό έχει αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει απ’ ευθείας στο μισθωτό κάποιος τρίτος. Τέλος, κατά το άρθρο 559, αριθ. 14 του ΚΠολΔ, η απόφαση είναι αναιρετέα, "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Με τον λόγο αυτό ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ως προς το εάν ορθά έκρινε την αγωγή ως ορισμένη ή αόριστη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 235771/6211/2008) ο ενάγων - αναιρεσίβλητος ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα (από 1.3.2004 έως 30.11.2006), στα πλαίσια προγράμματος απασχόλησης ανέργων στον τομέα φύλαξης κτιρίων, εργάσθηκε ως φύλακας σχολικών συγκροτημάτων με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι κατά το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα απασχολήθηκε Κυριακές και αργίες και πραγματοποίησε νυκτερινή εργασία, ζητάει να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος - αναιρεσείων να του καταβάλει τα αναφερθέντα στην αγωγή του ποσά, που αντιστοιχούν στις προβλεπόμενες από το νόμο προσαυξήσεις, 75% και 25% αντίστοιχα για την εν λόγω εργασία του, καθώς και στα επιδόματα εορτών και αδείας και στις αποδοχές αδείας, που αρνείται να του καταβάλει. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται με ακρίβεια το επίδικο χρονικό διάστημα και η απασχόληση του ενάγοντα επί είκοσι δύο (22) ημέρες μηνιαίως, το ωράριο εργασίας του σε τρεις βάρδιες ημερησίως των οκτώ ωρών η καθεμία, εκ των οποίων η πρώτη βάρδια (πρωινή) ήταν από 07.00' έως 15.00' ώρα, η δεύτερη βάρδια (απογευματινή) ήταν από 15.00' έως 23.00' ώρα και η τρίτη βάρδια (νυκτερινή) ήταν από 23.00' μέχρι 07.00' ώρα, ενώ στη συνέχεια αναγράφονται αναλυτικά οι ώρες νυκτερινής εργασίας, που πραγματοποίησε κάθε μήνα, ανάλογα με τις βάρδιες που του είχαν ανατεθεί. Επίσης, αναγράφονται αναλυτικά οι ώρες που ο ενάγων εργάστηκε κατά τη διάρκεια Κυριακής ή αργίας, ενώ εκτίθενται ακόμη ότι η πρώτη από τις διαδοχικές συμβάσεις, καταρτίσθηκε την 27.2.2001 με διάρκεια μέχρι 30.6.2002, ακολούθησαν δε δεύτερη σύμβαση με διάρκεια από 1.7.2002 μέχρι 18.2.2003, τρίτη με διάρκεια από 17.7.2003 μέχρι 31.12.2003 και ακολούθως οι του επιδίκου χρόνου, δηλαδή: α) η από 1ης Απριλίου 2004, διάρκειας από 1.1.2004 έως 30.6.2004, β) η από 2ας Αυγούστου 2004, διάρκειας από 1.7.2004 έως 31-12-2004, γ) η από 4ης Φεβρουαρίου 2005, διάρκειας από 1.1. 2005 έως 31.3.2005, δ) η από 28ης Απριλίου 2005, διάρκειας, από 1.4.2005 έως 31.5.2005, ε) η από 12ης Ιουλίου 2005, διάρκειας από 1.6.2005 έως 31.8.2005, στ) η από 27ης Οκτωβρίου 2005, διάρκειας από 1.9.2005 έως 31.12.2005, ζ) η από 16ης Ιανουαρίου 2006, διάρκειας από 1.1.2006 έως 31.3.2006, η) η από 19ης Απριλίου 2006, διάρκειας από 1.4.2006 έως την 30.6.2006 και θ) η από 13ης Ιουλίου 2006, διάρκειας από 1.7.2006 έως 30.11.2006. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία, ειδικότερα δε όσον αφορά τις αποδοχές και τα επιδόματα άδειας του ενδίκου χρονικού διαστήματος, σαφώς εκτίθεται σ' αυτήν ότι είχε προηγηθεί του χρόνου για τον οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγομένου, απασχόληση στον τελευταίο ως εργοδότη, διάρκειας μεγαλύτερης του έτους και ως εκ τούτου το Εφετείο το οποίο απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφασή του τον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη δεν παρέλειψε να κηρύξει ακυρότητα παρά το νόμο και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως αληθώς από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την αοριστία του, είναι αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ’ εκείνων μόνο των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς αυτού που επικαλείται άμεσο έννομο συμφέρον αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης. Εξάλλου το άρθρο 70 ΚΠολΔ ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Έτσι, αφού η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ.1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ’ ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ’ ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Την έννοια των όρων "εργοδότης" και "μισθωτός" απέδωσε το άρθρο 1 του ν. 3239/1955 "περί συλλογικών διαπραγματεύσεων" κατά το οποίο " εργοδότης μεν θεωρείται παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπερ χρησιμοποιεί την εργασίαν άλλων φυσικών προσώπων, δυνάμει σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μισθωτός δε ο παρέχων εις εργοδότην εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, υπολογιζομένης, είτε κατά χρονικήν διάρκειαν, είτε κατά μονάδα ή κατ’ αποκοπήν ή ποσοστά". Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: "Με τη με αριθμό 34100/1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 2131 Β/99), που εκδόθηκε μετά τη με αριθμό 2701/16.11.1999 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. και σε εφαρμογή των όσων προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, καταρτίστηκε πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στη φύλαξη σχολείων, 2.700 ανέργων, απόφοιτων Λυκείου, ηλικίας 25 έως 64 ετών. Η διάρκεια του προγράμματος, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 4 και 10 της ως άνω Υ.Α. ήταν είκοσι τέσσερις (24) μήνες, διαιρούμενο σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ήταν διάρκειας έντεκα (11) μηνών, από τους οποίους (μήνες) ο ένας μπορούσε να αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση, ενώ οι υπόλοιποι αφορούσαν στην τοποθέτηση σε θέσεις για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Κατά τη φάση αυτή η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από τον Ο.Α.Ε.Δ. Η δεύτερη φάση ήταν διάρκειας δεκατριών (13) μηνών και είχε αντικείμενο την απασχόληση των καταρτισθέντων στη φύλαξη των σχολικών κτιρίων. Κατά τη φάση αυτή η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από το Υπουργείο Εσωτερικών. Δικαιούχοι φορείς του παραπάνω προγράμματος ήσαν οι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, των πρωτευουσών Νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. Στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση ορίσθηκαν μεταξύ των άλλων και τα εξής: α) Το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί με τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών- Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Δημόσιας Τάξης, του Ο.Α.Ε.Δ., της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρίας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ ΑΕ), οι οποίοι θα συμβληθούν με προγραμματική σύμβαση, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την υλοποίηση του προγράμματος, αφενός για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία, με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και κοινόχρηστων χώρων στους ΟΤΑ, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η φύλαξη των σχολικών κτιρίων και αφετέρου για την επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος, όπως αυτού της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών (άρθρο 5). β) Το αντικείμενο του έργου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους ΟΤΑ και επιλογή των ΟΤΑ που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, καθώς και τη συνεχή υποστήριξη και παρακολούθηση του έργου των ΟΤΑ, που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα (άρθρο 6). γ) Ο συντονισμός όλων των ενεργειών, πού απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος, ανατίθεται στην Επιτροπή Παρακολούθησης που θα αποτελείται από ένα εκπρόσωπο καθενός των ανωτέρω επτά αναφερομένων εμπλεκομένων φορέων, η οποία θα αποφασίζει για τα ειδικά κριτήρια επιλογής των ανέργων, τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την επιλογή και για κάθε αναγκαία ενέργεια, η οποία κρίνεται απαραίτητη για την ορθή υλοποίηση του προγράμματος και θα συντάσσει εκθέσεις ελέγχου της προόδου του έργου και της καλής εκτέλεσης αυτού, και δ) οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα καθενός από τους συνεργαζόμενους φορείς για την υλοποίηση του έργου. Ειδικότερα η ΕΕΤΑΑ ΑΕ και οι Ο.Τ.Α., εκτός των κοινών με τους λοιπούς φορείς αρμοδιοτήτων, δηλαδή της παρακολούθησης του έργου και της συμμετοχής στην Επιτροπή του άρθρου 9 της ΥΑ, είχαν και τις αρμοδιότητες η μεν ΕΕΤΑΑ ΑΕ 1) της οικονομικής διαχείρισης του προγράμματος, 2) της εκπαίδευσης των επιλεγέντων ατόμων για την υλοποίηση του έργου, 3) της δημιουργίας και εφαρμογής πληροφοριακού συστήματος παρακολούθησης του έργου για την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και για την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων, 4) της παροχής τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στα επιλεγέντα νομικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, 5) της παραγωγής υλικού με πλήρη περιγραφή υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, 6) της παρακολούθησης των φυλάκων, 7) της διοργάνωσης ενημερωτικών συζητήσεων για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος, και 8) της παράδοσης τελικής έκθεσης αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης, με την ολοκλήρωση του έργου (άρθρο 7ζ), οι δε ΟΤΑ της υποστήριξης για το σχεδιασμό του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας φύλαξης σχολικών κτιρίων (άρθρο 7ε). Στο πλαίσιο της προαναφερομένης Υ.Α., καταρτίστηκαν η από 9.12.1999 "προγραμματική σύμβαση" και στη συνέχεια η από 5.1.2000 τροποποιητική όμοιά της, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΑΕΔ, της ΚΕΔΚΕ και της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, με τις οποίες συμφωνήθηκε η υλοποίηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και απασχόλησης συνολικά 3.300 ανέργων για τη φύλαξη σχολικών κτιρίων. Επιπλέον, και στις δύο προγραμματικές συμβάσεις προσδιορίστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός των εμπλεκομένων φορέων, καθώς και των απασχολουμένων στο πρόγραμμα. Ακολούθως, οι ίδιοι ως άνω φορείς εκπόνησαν κανονιστικό πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος, στο οποίο μεταξύ άλλων, όρισαν α) ότι στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων τα συμβαλλόμενα μέρη συγκρότησαν Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων του εταιρικού σχήματος και ότι αυτή (δηλ. η Επιτροπή) έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση του έργου και τη λήψη αποφάσεων εντός των ορίων που ορίζονται από τις προγραμματικές συμβάσεις για την εύρυθμη και άρτια υλοποίησή του και την επίλυση τυχόν προβλημάτων, που θα ανακύψουν από τη διαδικασία αυτή (άρθρο 31 του Κανονισμού Πλαισίου) και β) ότι τα σχολεία, πού θα επιλέξουν οι δικαιούχοι ΟΤΑ, πρέπει να είναι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και η φύλαξη των σχολείων θα γίνεται σε εικοσιτετράωρη βάση σε τρεις βάρδιες και Σαββατοκύριακα και αργίες, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι η πρώτη βάρδια θα διαρκεί από 7.00 έως 15.00 ώρα, η δεύτερη βάρδια από 15.00 έως 23.00 ώρα και η τρίτη βάρδια από 23.00 μέχρι 7.00 ώρα, ο κάθε δε ασκούμενος είναι υποχρεωμένος σε καθημερινή οκτάωρη παρουσία στο σχολικό κτίριο, στο οποίο έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα του δοθεί από τον οικείο ΟΤΑ. Παράλληλα προβλέφθηκε, όπως και στην άνω Υ.Α. το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης των δικαιούχων ανέργων, οι οποίοι θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα και η καταβολή της για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα. Μετά από αυτά, αφού επιλέχθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 5 των προγραμματικών συμβάσεων, οι εκατόν σαράντα πέντε (145) δικαιούχοι ΟΤΑ, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος Δήμος Χαϊδαρίου και οι δικαιούχοι άνεργοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ενάγων, καταρτίστηκε μεταξύ της ΕΕΤΑΑ και του εναγομένου αφενός και του ενάγοντος αφετέρου, στις 27.2.2001 σύμβαση συνεργασίας, διάρκειας έντεκα (11) μηνών. Με τη σύμβαση αυτή ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρακολουθήσει μία επιμορφωτική συνάντηση για θέματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και στη συνέχεια να αποκτήσει εργασιακή εμπειρία, απασχολούμενος ως φύλακας σε βάρδιες, οκτώ (8) ώρες την ημέρα και για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα, που μπορεί να εμπίπτουν σε αργίες και Σαββατοκύριακα. Επιπλέον, ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση: 1) Να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων, στο πλαίσιο του προγράμματος, να ενημερώσει εγγράφως την ΕΕΤΑΑ ΑΕ και να κατανείμει τους ασκουμένους σ' αυτά, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το πρόγραμμα, 2) να προμηθευτεί τον αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που τέθηκαν από την Επιτροπή Παρακολούθησης του προγράμματος και να τον διαθέσει στους ασκούμενους φύλακες, 3) να διενεργεί τακτικούς ελέγχους για να διαπιστώνεται η παρουσία των ασκουμένων κατά τις ημέρες και ώρες που τελούνται οι βάρδιες στο πλαίσιο του προγράμματος, 4) να ορίσει ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, που θα έχουν την ευθύνη παρακολούθησης του προγράμματος. Ειδικότερα το μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου ανέλαβε την υποχρέωση να παρακολουθεί την εφαρμογή του προγράμματος στα διοικητικό όρια αυτού και να ενημερώνει τον εναγόμενο και το στέλεχός του ανέλαβε την υποχρέωση να συντονίζει και να οργανώνει τις προγραμματισμένες ενημερωτικές συναντήσεις στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, να αποστείλει σ' αυτή αρχικά πίνακα με τα στοιχεία των ασκουμένων φυλάκων και στη συνέχεια, ανά δίμηνο, πρόγραμμα σχετικά με τις βάρδιες, που θα ακολουθούνται σε κάθε σχολικό κτίριο, όπου θα αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των φυλάκων και οι βάρδιες, τις οποίες είναι υποχρεωμένοι αυτοί να τηρήσουν και να συντάσσει καθημερινά τα "ημερήσια δελτία παρουσιών", τα οποία θα συμπληρώνουν οι ασκούμενοι, καθώς και το μηνιαίο δελτίο παρουσίας ασκουμένων, το οποίο θα αποστέλλει εντός πέντε ημερών από τη λήξη κάθε διμήνου στην ΕΕΤΑΑ ΑΕ, να έχει τακτική επικοινωνία με τους Διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος και συνεχή συνεργασία με τους ασκούμενους φύλακες για την επίλυση τυχόν προβλημάτων κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, 5) να αναπτύξει και εφαρμόσει ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των εμπλεκομένων φορέων και των κοινωνικών ομάδων, που ωφελούνται από το πρόγραμμα, το δε πρόγραμμα δράσης των συγκεκριμένων ενεργειών θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην ΕΕΤΑΑ ΑΕ. Μετά τη λήξη της παραπάνω σύμβασης, συνήφθησαν, μεταξύ των διαδίκων και της ΕΕΤΑΑ ΑΕ, διαρκώς ανανεούμενα "συμφωνητικά συνεργασίας" διάρκειας επίσης ορισμένου χρόνου και ειδικότερα τα από 27.2.2001, 8.2.2002, 1.7.2002, 17.7.2003, 1.4.2004, 2.8.2004, 4.2.2005, 28.4.2005, 12.7.2005, 27.10.2005, 16.1.2006,19.4.2006 και 13.7.2006 συμφωνητικά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά την υπ' αριθ. 6/2005 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΣΕΠ, που αποφάνθηκε ότι οι σχολικοί φύλακες που είχαν προσληφθεί με την προαναφερθείσα διαδικασία, παρείχαν εξηρτημένη εργασία έναντι αμοιβής και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ΟΤΑ, ο ενάγων, μετά την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, κατετάγη από τον εναγόμενο σε θέση προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 11.9.2006 με την υπ' αριθ. 362/11.9.2006 απόφαση του εναγομένου και αυθημερόν εγκαταστάθηκε και ανέλαβε υπηρεσία με τη νέα σύμβαση. Με το από 23.9.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως συμφωνητικού συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, οι συμβαλλόμενοι υπογράφοντες αυτό ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ, ο εναγόμενος ΔΗΜΟΣ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ ο ενάγων και άλλοι φύλακες, συμφώνησαν τη λύση του μεταξύ τους συναφθέντος από 17.7.2003 συμφωνητικού συνεργασίας, από την ημερομηνία ένταξης καθενός από τους φύλακες στις σχετικές οργανικές θέσεις και ότι εφεξής κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει ούτε διατηρεί ουδεμία αξίωση κατά του άλλου. Καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των ετών από 27.2.2001 έως 11.9.2006, οπότε εντάχθηκε στην οργανική του θέση, ο ενάγων παρείχε, βάσει των προαναφερθεισών συμβάσεων, τακτικά και αδιάλειπτα τις υπηρεσίες του στο σχολείο (3° Λύκειο) του εναγομένου, που είχε τοποθετηθεί, συμπεριλαμβανομένων μάλιστα και των Σαββατοκύριακων και των αργιών, ενταγμένος σε τρεις (3) οκτάωρες βάρδιες (από 07.00 έως 15.00 η πρώτη, από 15.00 έως 23.00 η δεύτερη και από 23.00 έως 07.00 της επομένης ημέρας η τρίτη), με ημερομίσθιο 35,22 ευρώ (άρθρο 4 της σύμβασης). Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ως φορέας της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος, στο πλαίσιο εφαρμογής του συγκεκριμένου προγράμματος, νοείται ο εναγόμενος Δήμος Χαϊδαρίου, ο οποίος και αποτελεί αντισυμβαλλόμενο του ενάγοντα-φύλακα, τόσο κατά την κατάρτιση, όσο και κατά τη λειτουργία των συμβάσεων εργασίας του. Επομένως, σύμφωνα και με τις νομικές διατάξεις, οι οποίες αναλυτικά προεκτέθηκαν, ο εναγόμενος είναι ο εργοδότης του ενάγοντος κατά την έννοια του νόμου, αφού σε αυτόν προσέφερε τις υπηρεσίες του ο ενάγων, καθ' όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του και μέχρι την κατάταξή του στις 11.9.2006 από τον εναγόμενο σε θέση προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως φύλακας στο ως άνω σχολικό κτίριο, στο οποίο τοποθετήθηκε, απασχολούμενος επί οκτώ (8) ώρες σε μία από τις τρεις βάρδιες κάθε ημέρα, υπό τις εντολές και την εποπτεία των ορισθέντων από τον εναγόμενο οργάνων του για το συντονισμό και την παρακολούθηση της εργασία του και στα όργανα αυτά ο ενάγων αναφερόταν για οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε, τελώντας, έτσι, υπό την άμεση εξάρτηση και εποπτεία του εναγομένου ως προς την τακτική και αδιάλειπτη παρεχόμενη εργασία του. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο οποιαδήποτε άλλη σχέση εξαρτήσεως του ενάγοντος με την εταιρεία ΕΕΤΑΑ ΑΕ, που συμμετείχε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά ούτε και με το Ελληνικό Δημόσιο, την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), που επίσης συμμετείχαν στο πρόγραμμα, δεδομένου ότι αυτοί δεν χρησιμοποίησαν με αμοιβή την εργασία του ενάγοντος, ούτε άσκησαν σε αυτόν διευθυντικό δικαίωμα. Επομένως, δεν συντρέχει κανένα στοιχείο για να μπορούν να χαρακτηριστούν ως εργοδότες. Η συμβολή των λοιπών φορέων στην παραπάνω σχέση περιοριζόταν απλώς στη συμβολή τους στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την υλοποίηση του προαναφερθέντος προγράμματος, η οποία, όμως, συμμετοχή τους δεν μπορεί να ασκήσει έννομη επιρροή στην παρούσα περίπτωση, ούτε να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό αυτών ως εργοδοτών. Ειδικότερα, όσον αφορά την ΕΕΤΑΑ ΑΕ, η συμμετοχή αυτής στη ένδικη σύμβαση περιοριζόταν μόνο στη χρηματοδότηση του συγκεκριμένου προγράμματος, στα πλαίσια της δέσμευσής της από τα οριζόμενα στη με αριθμό 34100/1999 ΥΑ, δηλαδή, είχε μόνο τη χρηματοδότηση του σχετικού προγράμματος ως προς την οικονομική του πλευρά, χωρίς καμία απολύτως ωφέλεια από την παροχή της εργασίας του ενάγοντος και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εργοδότης του τελευταίου. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα παραπάνω, κατά τα επίδικα έτη από 27.2.2001 έως 11.9.2006, οπότε εντάχθηκε στο προσωπικό του εναγομένου, ο ενάγων συνδεόταν με τον εναγόμενο Δήμο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, διότι προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αυτόν έναντι αμοιβής (μισθού) και υπόκειτο σε προσωπική εξάρτηση από αυτόν, που εκδηλωνόταν με το δικαίωμά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία του και να του δίνει δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της, ήταν δε αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος στις σχετικές συμβάσεις, καθώς και στη λύση της σύμβασης. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τον δεύτερο, αλλά και τον πρώτο κατά το αντίστοιχο σκέλος του, λόγους εφέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων προέβαλε έλλειψη της παθητικής του νομιμοποίησης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ορθώς απέρριψε την ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσείοντος, αφού, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αυτός (αναιρεσείων) δια του νομίμου αντιπροσώπου του συμβλήθηκε με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και επόπτευε την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελούσε η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Επομένως το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του KΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί o αναιρεσείων ως ηττηθείς , στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21.2.2014, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 133/25.2.2014 αίτηση του δήμου Χαϊδαρίου Αττικής κατά του Κ. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2725/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των εννιακοσίων (900) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συμβάσεις εργασίας σχολικών φυλάκων στο πλαίσιο προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών, Εργασίας, Εθνικής Παιδείας, Δημόσια Τάξης, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.) οι οποίοι θα συμβληθούν με προγραμματική σύμβαση στα πλαίσια της υπ’ αριθμ 34100/1999 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κρίση ότι μόνος εργοδότης των ανωτέρω σχολικών φυλάκων είναι ο Δήμος, ο οποίος άλλωστε έχει και τα οφέλη της εργασίας αυτών. Ορισμένη η αγωγή με την οποία ζητείται αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύχτα όταν αναφέρονται σε αυτή η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών, καθώς και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται και η αναφορά των ωρών νυκτερινής εργασίας.(Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά της 2725/2013 αποφ. Μ.Εφ.Αθ)
Επίδομα εορτών
Αποδοχές μισθωτού, Επίδομα εορτών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 516/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ι. Π. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Νικόλαο Ανδρουλάκη και Κωνσταντίνο Παπασαράντου και 2) Α.-Η. Γ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ανδρέα Αναγνωστάκη και Ανδρέα-Αλέξιο Αναγνωστάκη, περί αναιρέσεως της 214, 215/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας και με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Ο. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Ιανουαρίου 2015 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναίρεσης και στους από 13 Μαρτίου 2015 και 16 Μαρτίου 2015 προσθέτους λόγους αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 69/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι 1) η από 7.1.2015 (με αριθ. πρωτ. 146/2015) του Α. - Η. Γ. του Α. μετά των από 16.3.2015 προσθέτων αυτής λόγων και 2) η από 7.1.2015 (με αριθ. πρωτ. 160/2015) του Ι. Π. του Β. μετά των από 13.3.2015 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της 214, 215/2014 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του τελεσθέντος εγκλήματος. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικώς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμελείας του. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ευσυνείδητη αμέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Περαιτέρω, η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδους αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου κατά το νόμο, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρεώσεως παροχής προστασίας (από σύμβαση ή και σιωπηρώς) ή από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου, που δημιούργησε άμεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έχει και εκείνος που, κατά τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου, παραβίασε από αμέλεια τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της οικοδομικής. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφ' όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Τούτο δε γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 214, 215/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες ανθρωποκτονίας της Ε. Π. από αμέλεια (δια παραλείψεως), με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις 10-06-2006 και περί την 16:55 μ.μ. ο Α. Ο. (πολιτικώς ενάγων) οδηγώντας το με αριθμό ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, στο οποίο συνεπιβάτες ήταν η σύζυγός του Ε. Π. και το ανήλικο, ηλικίας 20 μηνών τέκνο τους, κινείτο επί της Ε.Ο. Χαλκίδας - Σχηματαρίου με κατεύθυνση προς Χαλκίδα. Σημειωτέον ότι η εν λόγω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,50μ. Στο 11° χιλιόμετρο της οδού αυτής υπήρχε υπερκείμενη καθόλο το πλάτος της (οδού), μεταλλική γέφυρα (αερογέφυρα), με δύο πινακίδες προειδοποίησης κατεύθυνσης, βάρους περί τα 1.420 κιλά. Διανύοντας ο πολιτικώς ενάγων (Α. Ο.) το ως άνω σημείο, οι πνέοντες άνεμοι ήταν περίπου 6-7 μποφόρ και υπό αυτές τις συνθήκες η ως άνω μεταλλική γέφυρα αποκολλήθηκε από τις τσιμεντένιες βάσεις εδράσεώς της, ταλαντώθηκε και ακολούθως ανατράπηκε, με την ως άνω δε ανατροπή, καταπλάκωσε το ως άνω αυτοκίνητο, ιδίως το εμπρόσθιο μέρος αυτού, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό της συνεπιβαίνουσας στο ως άνω αυτοκίνητο, Ε. Π. (βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις - αυχένος) και το σοβαρό τραυματισμό του πολιτικώς ενάγοντος και ελαφρότερο τραυματισμό του ανηλίκου. Η ως άνω γέφυρα - πινακίδα σήμανσης κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε το έτος 1985 στα πλαίσια του ευρύτερου έργου "Γέφυρα Στενού Ευρίπου και Παράκαμψη Χαλκίδας - Τμήμα Γέφυρας Στενού - Ευρίπου και Βοιωτική Προσπέλαση", από την αναλαβούσα την κατασκευή της, με την από 16-05-1985 σύμβαση, ανάδοχο εργογοληπτική εταιρεία με την επωνυμία "Τεχνική Εταιρεία Βόλου Α.Ε.", η οποία αφού ολοκλήρωσε το ως άνω αναληφθέν από αυτήν έργο, το παρέδωσε προς χρήση το 1993. Η ως άνω εταιρεία, απορροφήθηκε από την εταιρεία "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε." το 2002 (...). Η ως άνω μεταλλική γέφυρα είχε οριζόντιο μέτωπο 13,30 μ., ύψος λοξών υποστυλωμάτων - ποδαρικών (ορθοστατών) 6,90 μ., έφερε δύο πληροφοριακές πινακίδες διαστάσεων 1,25 μ. X 2,80 μ., ήταν κατασκευασμένη από κοιλοδοκούς πάχους 6 χιλιοστών, διαστάσεων 100 χιλιοστών X 100 χιλιοστών και 100 χιλιοστών X 200 χιλιοστών και με 40 χιλιοστών X 40 χιλιοστών. Στηριζόταν σε τέσσερα κεκλιμένα υποστυλώματα - ποδαρικά (ανά δύο σε κάθε πλευρά της οδού υπό γωνία), τα οποία, απολήγοντα σε τέσσερις μεταλλικές πλάκες - πέλματα εδράσεως 31 εκ. X 31 εκ. και πάχους 9 χιλιοστών, ήταν πακτωμένα (στερεωμένα - αγκυρωμένα) δια τεσσάρων (ανά πέλμα) μεταλλικών βιδών (χαλύβδινων ούπα με πτερύγια συσφίξεως), μήκους 8 εκατοστών και πάχους 12 χιλιοστών, επί ισαρίθμων (μη οπλισμένων) τσιμεντένιων βάσεων - δαπέδων, ύψους 40-50 εκ. περίπου πάνω από το επίπεδο του δρόμου και πλάτους 40 εκ. Αυτή η μεταλλική κατασκευή είχε τοποθετηθεί για την ανάρτηση εργοταξιακής πινακίδας κατά το χρόνο υλοποίησης του ως άνω προαναφερόμενου ευρύτερου έργου της κατασκευής της γέφυρας του Στενού Ευρίπου. Όμως, μετά την παράδοση του έργου σε χρήση, το έτος 1993, έλαβε μόνιμο χαρακτήρα η κατασκευή αυτή, με την τοποθέτηση των ως άνω (πινακίδων σήμανσης). Για την κατασκευή και την τοποθέτηση της πιο πάνω μεταλλικής κατασκευής δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε (εγκεκριμένη από την εποπτεύουσα δημόσια αρχή) στατική μελέτη υπολογισμού, τόσο του μεταλλικού φορέα, όσο και της θεμελίωσής της, αν και τούτο ρητά προβλεπόταν από τους όρους της συνοδεύουσας την σύμβαση ανάθεσης ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων (ΕΣΥ 12.11, 15.6, 15.8), αφού δεν ανευρέθηκαν τα κατασκευαστικά σχέδια στα αρχεία τόσο του φακέλου του έργου στην διευθύνουσα δημόσια υπηρεσία, όσο και στην ανάδοχο εταιρεία (...). Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί του ότι υπήρχε (εγκεκριμένη) μελέτη, η οποία απωλέσθηκε και είναι αδύνατη η ανεύρεσή της, διότι αφενός τα αρχεία της εποπτεύουσας αρχής είχαν μετακινηθεί, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η αναζήτηση και η ανεύρεσή της, αφετέρου, καταστράφηκε το αρχείο της αναδόχου εταιρείας λόγω πυρκαγιάς που έλαβε χώρα στο εργοτάξιο κατασκευής (της υψηλής γέφυρας), δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου, από την απολογία του κατηγορουμένου Ι. Π., επιβεβαιώνεται ότι δεν συντάχθηκε και δεν εγκρίθηκε μελέτη, όπως προβλέπεται από την Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων (αρ. 15§5 ΕΣΥ), δηλαδή από την αρμόδια υπηρεσία Δ/νση Μελετών Έργων Οδοποιίας (ΔΜΕΟ), (...), αλλά η μεταλλική αυτή κατασκευή, κατασκευάσθηκε με βάση μελέτη του ιδίου του κατασκευαστή της εν λόγω γέφυρας, κάποιου ονόματι Κ., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση μεταλλικών κατασκευών στην Παιανία. Έτσι χωρίς να υπάρχει μελέτη εγκεκριμένη από την αρμόδια υπηρεσία που θα προσδιόριζε την ενδεδειγμένη θεμελίωση, με βάση τις ανάγκες του έργου και τις ισχύουσες στην περιοχή ειδικότερες συνθήκες και χωρίς αυτή (ενδεδειγμένη θεμελίωση), κατασκευάστηκε η γέφυρα αυτή. Ειδικότερα δε, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερθείσες μεταλλικές βίδες που χρησιμοποιήθηκαν για την στερέωση, επί των τεσσάρων πελμάτων (τέσσερις βίδες ανά πέλμα) των αντίστοιχων τεσσάρων υποστυλωμάτων της μεταλλικής γέφυρας ήταν ανεπαρκείς και ακατάλληλες να εξασφαλίσουν την ασφαλή και αποτελεσματική στερέωση του μεταλλικού αυτού πλαισίου, που είχε να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς ανέμους της περιοχής, σε συνδυασμό με τα φορτία και τις καταπονήσεις από (πιθανή) πτώση και πρόσκρουση διερχομένων αυτοκινήτων, στα οποία και όφειλε να ανταποκριθεί η αντοχή της. Στην κρίση αυτή, δηλαδή περί της ακαταλληλότητας των ως άνω βιδών, που χρησιμοποιήθηκαν για τη στερέωση - βίδωμα, των τεσσάρων υποστυλωμάτων της μεταλλικής γέφυρας στα αντίστοιχα πέλματα αυτής (μεταλλικής γέφυρας), καταλήγει το πόρισμα των πραγματογνωμόνων Π. Σ. και Χ. Κ., οι οποίοι στην από 13-09-2006 πραγματογνωμοσύνη τους αναφέρουν ότι "οι χρησιμοποιηθείσες ως άνω μεταλλικές βίδες διαστάσεων 8 εκ. μήκους και πάχους 12 χιλιοστών ήταν εντελώς ακατάλληλες και απαράδεκτες για ένα τέτοιο σοβαρό έργο", ενώ αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι "σε παρόμοια έργα στήριξης ιστών φωτισμού, πινακίδων κ.λπ. χρησιμοποιούνται μεταλλικά αγκύρια σχήματος "J" μήκους τουλάχιστον 1 μέτρου και πάχους 24 χιλιοστών, που δημιουργούν ισχυρή συνάφεια με το σκυρόδεμα (βάσεις)" και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα αίτια που προκάλεσαν την ανατροπή της μεταλλικής γέφυρας σήμανσης πρέπει να αποδοθούν πρωτίστως στις ακατάλληλες χρησιμοποιηθείσες μεταλλικές βίδες πακτώσεως. Περί του ότι ο ως άνω τύπος αγκυρίων "J" χρησιμοποιούνται σε ανάλογες κατασκευές, καταλήγει και ο πραγματογνώμονας Σ. Β., με την από 04-07-2006 τεχνική έκθεση. Για την ακαταλληλότητα των ως άνω βιδών για την προαναφερόμενη βαριά και αυξημένων απαιτήσεων στερέωση, βεβαιώνει ο υπεύθυνος της εταιρείας Hilti Hellas Α.Ε.Ε. Α. Π., με το από 08-05-2012 έγγραφο. Ακόμη, στο συμπέρασμα της από Οκτωβρίου 2006 πραγματογνωμοσύνης των διορισθέντων από το ΤΕΕ πραγματογνωμόνων Ι. Ε. και Π. Π. αναφέρεται ότι "... η γέφυρα σήμανσης διέθετε οριακές από απόψεως αντοχής αγκυρώσεις στα σημεία στήριξης, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς ανέμους που έπνεαν κατά την ώρα του ατυχήματος, καθώς και με την αποδιοργάνωση που προκλήθηκε από την πρόσκρουση αυτοκινήτου στη στήριξη της γέφυρας πέντε ημέρες πριν, οδήγησε στη βίαιη πτώση της, με τα μοιραία αποτελέσματα ...", θεωρώντας ότι οι αγκυρώσεις στα σημεία στήριξης της μεταλλικής γέφυρας ήταν στα όρια αντοχής και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τους πνέοντες ισχυρούς ανέμους και την αποδιοργάνωση που υπέστη η γέφυρα από προηγηθείσα σε αυτή πρόσκρουση, συνετέλεσαν στην βίαιη πτώση. Την άποψη αυτή επεχείρησε να ανασκευάσει ο Π. Π. με την κατάθεσή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η φέρουσα ικανότητα της ως άνω κατασκευής ήταν επαρκής. Στα περί του αντιθέτου προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και δη τις από 04-12-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Σ. Σ., από Απριλίου 2013 τεχνική γνωμοδότηση Γ. Ι. (καθηγητή ΕΜΠ), από Μαρτίου 2013 τεχνική έκθεση Θ. Τ. και γνωμοδοτικά σημειώματα του ιδίου (...) αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων Μ. Δ., Ι. Π., Η. Ν., Π. Π., αναφέρεται ότι οι αγκυρώσεις των ως άνω βάσεων των τεσσάρων (4) υποστυλωμάτων είχαν επαρκή αντοχή. Μάλιστα εάν ληφθεί υπόψη και ο συντελεστής ασφάλειας (3), που προβλέπεται για κάθε μελέτη, καθίσταται υπερεπαρκής η αντοχή των ως άνω υποστυλωμάτων, αφού τριπλασιάζεται αυτή, όπως καταθέτουν οι ως άνω μάρτυρες (...). Οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι αποκλειστικό αίτιο της ανατροπής της ως άνω γέφυρας ήταν η προηγηθείσα πρόσκρουση του με αριθμό ... ΙΧΕ αυτοκινήτου επί του ενός υποστυλώματος της γέφυρας. Είναι δε αληθές ότι την 05-06-2006 το ως άνω αυτοκίνητο ιδιοκτησίας Ν. Π., οδηγούμενο από τον Χ. Π., αφού συγκρούσθηκε με άλλο φορτηγό όχημα, εκτράπηκε της πορείας του και επέπεσε επί του ενός υποστυλώματος της μεταλλικής γέφυρας, το οποίο και στρεβλώθηκε σε 38 cm από τη βάση με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η ευστάθειά του. Στα προεκτιθέμενα όμως πορίσματα, δηλαδή περί επαρκούς αντοχής των αγκυρώσεων των υποστυλωμάτων, καταλήγουν οι προαναφερόμενοι πραγματογνώμονές - τεχνικοί σύμβουλοι μάρτυρες, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα φορτία τα οποία εδέχετο η ως άνω κατασκευή από τις ανεμοποιήσεις, χωρίς να συνυπολογισθούν σωρευτικά και τα φορτία από την πρόσκρουση αυτοκινήτου, κίνδυνος απολύτως προβλεπτός που έπρεπε να συνυπολογισθεί για το καθορισμό των ορίων αντοχής των ως άνω αγκυρώσεων. Και ναι μεν, πέντε ημέρες πριν, δηλαδή στις 05-06-2006 προηγήθηκε πρόσκρουση του με αριθμό ... ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας Ν. Π., επί του ενός υποστυλώματος της ως άνω μεταλλικής γέφυρας, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση αυτού σε ύψος 38 cm από την βάση του και έτσι διαταράχθηκε η ευστάθειά του, με αποτέλεσμα το ως άνω βλαβέν υποστύλωμα να αδυνατεί να δεχθεί δύναμη εφελκυσμού και εντεύθεν τα υγιή σκέλη της ως άνω μεταλλικής κατασκευής να υποχρεωθούν στις 10-06-2006, λόγω των ισχυρών ανέμων, να αναλάβουν αυτά όλο το φορτίο και έτσι να δεχθούν μεγαλύτερα φορτία από τα προβλεφθέντα όρια αντοχής τους, με επακόλουθο να μην αντέχουν το επί πλέον φορτίο και να επέλθει ανατροπή της εν λόγω κατασκευής, όμως αυτό δεν θα συνέβαινε εάν κατά την κατασκευή της γέφυρας αυτής είχαν συνυπολογισθεί και τα φορτία που τυχόν θα εδέχετο από την πρόσκρουση αυτοκινήτου. Το ότι η ως άνω κατασκευή ήταν ανεπαρκής από απόψεως αντοχής για να δεχθεί τα υπολογισθέντα φορτία των ανεμοπιέσεων και σωρευτικά φορτία από την προηγηθείσα πρόσκρουση του με αριθμό ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων Θ. Τ. και Γ. Ι., αλλά και την από Φεβρουάριου 2013 τεχνική γνωμοδότηση του τελευταίου. Ειδικότερα, το επιτρεπόμενο όριο αντοχής των τεσσάρων αγκυρώσεων ήταν 26,83 kn}, και τόσο ήταν η προβλεφθείσα αντοχή (...) ενώ το φορτίο από την προηγηθείσα πρόσκρουση του ως άνω αυτοκινήτου ήταν 115,2 kn (...). Εξάλλου, υποστηρίζοντας οι κατηγορούμενοι την εκδοχή ότι αποκλειστικό αίτιο της ανατροπής της ως άνω κατασκευής ήταν η προηγηθείσα πρόσκρουση του με αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου παραγνωρίζουν το ως άνω γεγονός, ότι δηλαδή επρόκειτο περί κατασκευής που εξ αρχής προοριζόταν να αντιμετωπίσει τέτοιο (προβλέψιμο κίνδυνο). Μετά τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει ότι με βάση τους κοινώς παραδεδεγμένους και αδιαμφισβήτητους κανόνες επιστήμης και τέχνης αλλά και τη σύμβαση (αρ. 12§11 ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων ΕΣΥ), επιβάλλετο η κατασκευή και τοποθέτηση υψηλής αντοχής γέφυρας, κατόπιν εγκεκριμένης μελέτης, η οποία (μελέτη) θα ελάμβανε υπόψη της τόσο το στοιχείο των πιέσεων και των φορτίων από τους ανέμους όσο και το στοιχείο των πιέσεων που θα ασκούνταν από την πιθανή και απολύτως προβλέψιμη πτώση επί των υποστυλωμάτων της, αυτοκινήτου κινούμενου επί της ως άνω επαρχιακής οδού, με μέση ταχύτητα, το οποία μπορούσε να είναι και ένα πολύ μεγάλο όχημα. Έτσι θα υποδεικνύοντο και θα ετοποθετούντο τα κατάλληλα αγκύρια για να αντιμετωπίσουν τα προεκτιθέμενα φορτία, όπως είναι τα αγκύρια τα προτεινόμενα από τους πραγματογνώμονες Π. Σ. και X. Κ., που θα καθιστούσαν την ως άνω μεταλλική κατασκευή ικανή να ανταπεξέλθει στα ως άνω φορτία. Όμως κατά την κατασκευή και τοποθέτηση της ως άνω γέφυρας, δεν συνυπολογίσθηκαν οι ως άνω κίνδυνοι, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή κατασκευή της και ειδικότερα την ανεπαρκή θεμελίωση με ακατάλληλα αγκύρια. Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο κατασκευής της γέφυρας δεν υπήρχε συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο κατασκευής γεφυρών σήμανσης (...) Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι φορέας κατασκευής του έργου ήταν η 2η ΔΕΚΕ Αθηνών, η οποία και το επόπτευε ως διευθύνουσα και προϊσταμένη δημόσια αρχή. Προϊστάμενος - διευθυντής αυτής ήταν (κατά το χρόνο κατασκευής και εγκατάστασης της ως άνω μεταλλικής γέφυρας) ο κατηγορούμενος Γ. Μ. (...), ενώ επιβλέπων ήταν ο κατηγορούμενος Δ. Ε. (1ος κατηγορούμενος). Οι εν λόγω κατηγορούμενοι, υπό τις προεκτιθέμενες ιδιότητές τους, όφειλαν να ασκούν διαρκή έλεγχο ... Όμως, η εν λόγω πινακίδα, όπως ήδη προεκτέθηκε, είχε προσωρινό χαρακτήρα, κατέστη δε αυτή μόνιμη το 1993, όταν ήδη ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποχωρήσει από το έργο από το 1990 και ο δεύτερος ήδη είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία, αγνοώντας έτσι οι εν λόγω κατηγορούμενοι την μονιμοποίηση της εν λόγω πινακίδας μετά το 1993, .... Ακόμη όμως και η ανάδοχος εταιρεία δια των εκπροσώπων της, ήτοι του 3ου κατηγορούμενου I. Π., που ήταν τεχνικός δ/ντής και του τέταρτου κατ/νου που είχε την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού, ιδιότητα που προκύπτει από τα προεκτιθέμενα αποδεικτικά στοιχεία, είχαν την υποχρέωση με βάση τους προαναφερόμενους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες επιστήμης και τέχνης αλλά και από τη σύμβαση αναδοχής (αρ. 12§11 ΕΣΥ), να κατασκευάσουν ένα άρτιο, ποιοτικό και ασφαλές έργο. Εντούτοις, προχώρησαν στην κατασκευή της γέφυρας αυτής, χωρίς στατική μελέτη, αποδεχόμενοι την τοποθέτηση ακατάλληλων αγκυρίων που είχαν ως αποτέλεσμα την ελλιπή στήριξη της γέφυρας, που αποτέλεσε την αιτία της πτώσης, ενώ θα έπρεπε να ελέγξουν την ύπαρξη εγκριθείσας μελέτης που θα καθόριζε τα κατάλληλα αγκύρια, όπως ήταν τα προαναφερόμενα, που προτείνουν οι πραγματογνώμονες Π. Σ. και X. Κ., ήτοι μεταλλικά αγκύρια σχήματος "J" μήκους τουλάχιστον 1 μέτρου και πάχους 24 χιλιοστών. Άλλωστε, το ότι τα τύπου "J" ήταν τα πλέον ασφαλή, προκύπτει και από την απολογία του 3ου κατηγορούμενου, που αναφέρει ότι τύπου "J" αγκύρια χρησιμοποίησαν για την κατασκευή της μεγάλης γέφυρας. Επομένως, οι ως άνω κατηγορούμενοι, είχαν σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα αλλά και από τη δημιουργηθείσα συνέπεια των ως άνω παραλείψεών τους κινδυνώδη κατάσταση, την νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν το επελθόν αποτέλεσμα. Ιδίως δε μετά την οριστική παραμονή της εν λόγω γέφυρας και την μετατροπή της από εργοταξιακή πινακίδα σε σήμανσης, οι εν λόγω κατηγορούμενοι που γνώριζαν τις κατασκευαστικές πλημμέλειες, καθότι είχαν υποχρέωση να είναι παρόντες κατά την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής αυτής (αρ. 16§2 και 17 της ΕΣΥ), παρέλειψαν από αμέλειά τους να άρουν την επικίνδυνη κατάσταση με την διόρθωση των ελλείψεων (αγκύρωση με ισχυρά αγκύρια), αλλά έστω με την αναγγελία του κινδύνου προς τις αρμόδιες αρχές για την λήψη των μέτρων, αφού αυτοί γνώριζαν τις κατασκευαστικές πλημμέλειες, απορριπτομένου του ισχυρισμού του δ' κατηγορούμενου περί νομικής ή πραγματικής πλάνης. Εξάλλου, ενόψει της υφιστάμενης εξακολουθητικά κινδυνώδους κατάστασης η ευθύνη των ως άνω κατηγορουμένων εξακολουθούσε να υφίσταται και η προεκτιθέμενη υποχρέωσή τους και μετά την πραγματική ή πλασματική οριστική παραλαβή του έργου από το Ελληνικό Δημόσιο. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, συγκροτούν την αμέλεια των κατηγορουμένων όπως επακριβέστερα προσδιορίζεται χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα αυτής (...) ... Κατ' ακολουθία των προεκτιθεμένων πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι εξ αμελείας ανθρωποκτονίας ο 3ος κατηγορούμενος Ι. Π. και ο 4ος κατηγορούμενος Α. - Η. Γ., ....". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινικής διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως. Συγκεκριμένα: α) Το Τριμελές Εφετείο δέχεται ότι η πτώση της μεταλλικής γέφυρας οφείλεται στη μη ενδεδειγμένη θεμελίωση λόγω ανεπαρκών και ακατάλληλων αγκυρίων στερεώσεως. Στηρίζει δε την κρίση αυτή ιδίως στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των Π. Σ. και Π. Κ., Ι. Ε. και Π. Π. και στην τεχνική έκθεση του Σ. Β.. Στη συνέχεια, αναφέρεται απλώς στις αντίθετες από 04-12-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Σ. Σ., από Απριλίου 2013 τεχνική γνωμοδότηση Γ. Ι. (καθηγητή ΕΜΠ) και από Μαρτίου 2013 τεχνική έκθεση Θ. Τ., χωρίς, όμως, να εκθέτει τους λόγους, για τους οποίους δεν κρίνει αυτές πειστικές και να αντικρούει το περιεχόμενό τους. Η αναφορά και στις τελευταίες αυτές εκθέσεις ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, όπως κρίθηκε και με την 628/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η (προηγούμενη) 297/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. β) Δεν αιτιολογεί γιατί δέχεται ότι η πραγματογνωμοσύνη των Ι. Ε. και Π. Π. δέχεται ακατάλληλη χρήση αγκυρίων, ενόψει του τελικού συμπεράσματος ότι οι αγκυρώσεις στα σημεία στηρίξεως της μεταλλικής γέφυρας ήταν στα όρια αντοχής. γ) Δέχεται μεν το Δικαστήριο ότι η κατασκευή ήταν ανεπαρκής από απόψεως αντοχής για να δεχθεί τα υπολογισθέντα φορτία των ανεμοπιέσεων και σωρευτικά φορτία από την προηγηθείσα πρόσκρουση του με αριθμό ... ΙΧΕ αυτοκινήτου. Όμως, δεν αιτιολογεί γιατί ο κίνδυνος της προσκρούσεως σ` αυτήν κάποιου οχήματος ήταν προβλέψιμος και γιατί η πρόσκρουση αυτή δεν μπορούσε να είναι η αποκλειστική αιτία της πτώσεως, να διακόψει, δηλαδή, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της όποιας παραλείψεως των κατηγορουμένων, κατά την κατασκευή, και του επελθόντος θανάτου της Ε. Π., ενόψει, μάλιστα, του γεγονότος ότι η γέφυρα παραδόθηκε προς χρήση το 1993 και άντεξε επί 13 έτη (1993 - 2006) σε ισχυρότατους ανέμους χωρίς προβλήματα. δ) Ενώ δέχεται ότι από την πρόσκρουση του οχήματος στη μεταλλική γέφυρα στρεβλώθηκε το ένα υποστύλωμα αυτής με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η ευστάθειά του, δεν αιτιολογεί γιατί ευθύνονται για την πτώση της οι αναιρεσείοντες, στους οποίους, με το κλητήριο θέσπισμα, δεν αποδίδεται ευθύνη ούτε για τη στρέβλωση (από κακή κατασκευή) του υποστυλώματος ούτε για ανεπαρκή συντήρηση της γέφυρας. ε) Ενώ, ως πηγή των υποχρεώσεων των κατηγορουμένων, αναφέρει και τη σύμβαση (άρθρο 12 παρ. 11 ΕΣΥ), δεν παραθέτει τι ακριβώς προβλέπει η σύμβαση για τις πιέσεις από προσκρούσεις αυτοκινήτων. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τέταρτος, υπό στοιχ. Δ και Ε, λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Αλ. - Η. Γ. και δεύτερος και τρίτος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Ι. Π., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί, κατά τις καταδικαστικές για τους αναιρεσείοντες διατάξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών - άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ), από το χρόνο δε που φέρεται ότι τελέσθηκε (10 Ιουνίου 2006) μέχρι τη συζήτηση των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως (1 Απριλίου 2015) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού οι ένδικες αιτήσεις περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως (της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως), οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων των κυρίων δικογράφων των αιτήσεων και των δικογράφων των προσθέτων λόγων αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 214, 215/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ευβοίας ως προς τις καταδικαστικές για τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους Ι. Π. του Β. και Α. - Η. Γ. του Α. διατάξεις της. ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ την κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για το ότι αυτοί: Στη χ/θ 11 της Ε.Ο. Σχηματαρίου - Χαλκίδας στις 10/06/2006 από αμέλειά τους, ήτοι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, προξένησαν θανάσιμο τραυματισμό σε άλλον, (και ως υπόχρεοι λόγω της υπηρεσίας τους και του επαγγέλματος τους σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής), χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από τις παραλείψεις τους, αποτέλεσμα δε της κάτωθι περιγραφόμενης συγκλίνουσας αμελούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων ήταν στον ως άνω τόπο και χρόνο και περί ώρα 16.55, το υπ' αριθμ. κυκλ. ... ΕΙΧ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Ο. Α. του Α. και ενώ κινείτο στην ως άνω οδό, με κατεύθυνση από Χαλκίδα προς Σχηματάρι, να καταπλακωθεί στο εμπρόσθιο τμήμα του από πτώση μεταλλικής γέφυρας η οποία αποκολλήθηκε από τις βάσεις στηρίξεώς της, επί της οποία υπήρχαν πληροφοριακές πινακίδες κατευθύνσεων οδών και η οποία ευρίσκετο άνωθεν του οδοστρώματος και κάθετα ως προς τον άξονα της οδού, που ως μόνη ενεργός αιτία προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό της Π. Ε. του Δ., συνοδηγού του εν λόγω, ένεκα βαριών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων - αυχένος (καταπλάκωση από οδική πινακίδα) και συγκεκριμένα: Οι κατηγορούμενοι Π. Ι. του Β. και Γ. Α. - Η. του Α., ο πρώτος ως πολιτικός μηχανικός, τεχνικός διευθυντής κατά το έτος 1985 της αναδόχου του ως άνω έργου εταιρίας, με την επωνυμία "ΤΕΒ ΑΕ", ο δε δεύτερος κατά τον ίδιο χρόνο ως ορισμένος επιβλέπων πολιτικός μηχανικός της στο τελευταίο, όντας υπεύθυνοι και υποχρεωμένοι εκ των ιδιοτήτων τους αυτών, από το νόμο και τη σύμβαση αναδοχής, για τη σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες ποιοτική και ασφαλή εκτέλεση και κατασκευή αυτού, παρέλειψαν εξ αμελείας τούτο, και κατασκεύασαν, τοποθέτησαν και στερέωσαν κακότεχνη και μη ασφαλή μεταλλική πινακίδα σημάνσεως, χωρίς στατική μελέτη, αγκυρωμένη με ακατάλληλα και ανεπαρκή μικρού μήκους αγκύρια, δημιουργηθείσας εξ αυτής επικίνδυνης για τους από το έτος 1993 χρήστες της οδού κατάστασης. Για την άρση αυτής (επικίνδυνης κατάστασης), με την διόρθωση και πλήρη αποκατάσταση των ελαττωμάτων και πλημμελειών της (πινακίδας), ώστε να καθίστατο ασφαλής και με επαρκή αντοχή, είχαν (εν λόγω κατηγορούμενοι) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, το μεν εκπηγάζουσα από το νόμο και τη σύμβαση, το δε απορρέουσα από αυτή καθεαυτή την, με τις πράξεις και παραλείψεις τους, ατέχνως αγκυρωθείσα και μη ασφαλή αερογέφυρα, η οποία και εξικνείτο μέχρι την κατά την 10.6.2006, συνεπεία της πλημμελούς στερέωσης - βιδώματός της, κατάρρευσή της, απότοκος της οποίας ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός της Π. Ε.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία από αμέλεια δια παραλείψεως του μηχανικού - τεχνικού διευθυντή της αναδόχου εργοληπτρίας εταιρίας και του επιβλέποντος μηχανικού του έργου κατασκευής μεταλλικής γέφυρας, η οποία, κατά τη διέλευση αυτοκινήτου, κατέπεσε και τραυμάτισε θανάσιμα τη συνοδηγό. Στοιχεία εγκλήματος. Αναιρεί την απόφαση για ανεπαρκή αιτιολογία και έλλειψη νόμιμης βάσης, γιατί, μεταξύ άλλων, δεν αιτιολογείται ότι ο κίνδυνος της προσκρούσεως στη γέφυρα άλλου οχήματος, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχε προηγηθεί της πτώσεως αυτής, ήταν, κατά την κατασκευή της, προβλέψιμος και γιατί η πρόσκρουση αυτή δεν μπορούσε να είναι η αποκλειστική αιτία της πτώσεως. Αναίρεση. Από την τέλεση της πράξεως μέχρι τη συζήτηση παρήλθε οκταετία. Με δεδομένο ότι οι αιτήσεις περιέχουν τουλάχιστον ένα παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ο Άρειος Πάγος παύει, αυτεπαγγέλτως, οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παραγραφή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 515/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Χ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντομαρίνο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 831/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 132/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 1650/1986 "για την προστασία του περιβάλλοντος", όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του ν. 4042/2012 που, ως επιεικέστερη από την προγενέστερη, καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, "όποιος ασκεί δραστηριότητα ή επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3010/2003 (Α’ 91) και το ν. 4014/2011 (Α’ 209), ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του, άδεια ή έγκριση, ... και υποβαθμίζει το περιβάλλον, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών ή και χρηματική ποινή 1.000,00 έως 60.000,00 ευρώ". Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι βασικοί στόχοι αυτού είναι, μεταξύ άλλων, και η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και η λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτόν, προληπτικών μέτρων και η διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας από τις διάφορες μορφές υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ειδικότερα, από τη ρύπανση και τις οχλήσεις. Κατά δε το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, 1) ως περιβάλλον νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες ... 4) ως υποβάθμιση νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες ... 16) τοπίο είναι κάθε δυναμικό σύνολο βιοτικών και μη βιοτικών παραγόντων και στοιχείων του περιβάλλοντος που μεμονωμένα ή αλληλοεπιδρώντας σε συγκεκριμένο χώρο συνθέτουν μια οπτική εμπειρία. Τέλος, κατά το άρθρο 18 του ίδιου νόμου, η φύση και το τοπίο προστατεύονται και διατηρούνται ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητά τους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της κατά του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως απαράδεκτης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 831/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 28 παρ. 1 περ. α του ν. 1650/1986 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως αυτής, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος πρότεινε, δια του συνηγόρου του, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι: "Α) ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ: Εσφαλμένα και παρά το νόμο παραπέμπομαι ως κατηγορούμενος, αφού για το ίδιο αδίκημα και για την ίδια περίοδο από τον Απρίλιο του 2009 έως τον Ιούλιο του 2010 είναι κατηγορούμενος ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, Α. Γ. και η υπόθεσή του βρίσκεται στο Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου Πλημ/των και θα εκδικασθεί στις 3-3-2015 (...). Για δε την περίοδο από 18-3-2009 έως και τις 28-12-2009 ήταν κατηγορούμενος στις 6-5-2014 στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, Α. Γ. με συγκατηγορούμενό του τον Δ. Ζ. και αθωώθηκαν και οι δύο αυτές περιπτώσεις ήταν για παράβαση της με ΑΠ 53309-3233ΑΦ6.15,4γ/20-01-2009 απόφαση ΕΠΟ (...). Η σημερινή υπόθεση αφορά το ίδιο αδίκημα και για την ίδια περίοδο. Κατόπιν όλων αυτών θεωρώ ότι υπάρχει εκκρεμοδικία στην οποία είναι κατηγορούμενος ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου Α. Γ.. Για το ίδιο πράγμα κατηγορούμαι τώρα εγώ. Είναι φανερό ότι εσφαλμένα παραπέμπομαι ως κατηγορούμενος στην προκειμένη περίπτωση αφού ήδη για το ίδιο θέμα βρίσκεται κατηγορούμενος ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, Α. Γ. και τούτο διότι δεν είχα ουσιαστική και καθοριστική αρμοδιότητα. Β) ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Η δικογραφία αυτή πρέπει να διαβιβαστεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες στον κατά νόμο υπεύθυνο που δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, Α. Γ., όπως αποφάνθηκε και το Μονομελές Πλημ/κείο Μυτιλήνης με την υπ' αριθμό 1119/15- 5-2012 απόφαση του όταν ήταν κατηγορούμενος ο προηγούμενος Διευθυντής της Ε.Α.Σ. Λέσβου ο Χ. Α. (...)". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν στοιχειοθετούν την ένσταση εκκρεμοδικίας, δεδομένου ότι προϋπόθεση αυτής (εκκρεμοδικίας) είναι οι δύο δίκες να αφορούν το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή να πρόκειται για ταυτότητα διαδίκων και εν προκειμένω ο εδώ κατηγορούμενος Γ. δεν είναι συγκατηγορούμενος στις αναφερόμενες στον αυτοτελή ισχυρισμό ως άνω δίκες. Το δε δεύτερο σκέλος του αυτοτελούς ισχυρισμού πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο αφού αφορά θέμα ουσίας". Στο σκεπτικό δε της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι στα ... Λέσβου τον Ιανουάριο του 2010 έως τον Σεπτέμβριο του 2010 με την ιδιότητα του Διευθυντή της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου (Ε.Α.Σ.Λ.) προέβη σε εναπόθεση στον αύλειο ακάλυπτο χώρο του ως άνω εργοστασίου μεγάλη ποσότητα ανεπεξέργαστου ελαιοπυρήνα, χωρίς να υπάρχουν εγκαταστάσεις περισυλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης των στραγγιδίων καταλοίπων του ως άνω προϊόντος, παρά μάλιστα τη ρητή διατύπωση της υπ' αρ, πρωτ. 627/14.30/31-3-2009 απόφασης του αντινομάρχη Λέσβου περί της υποχρέωσης επεξεργασίας όλης της αποθηκευμένης ποσότητας ελαιοπυρήνα και χωρίς τη σφράγιση των τμημάτων ραφινερίας και σαπωνοποιίας του βιομηχανικού συγκροτήματος. Από την εν λόγω συμπεριφορά και συνέπεια των εν λόγω ελλείψεων αναδύετο από το εργοστάσιο έντονη δυσοσμία από τους αέριους ρύπους, κατάσταση από την οποία προξενήθηκε σοβαρή υποβάθμιση του περιβάλλοντος στην ευρύτερη γειτνιάζουσα περιοχή των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων της. Τα ανωτέρω προέκυψαν από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, που είναι μέλη του περιβαλλοντικού πολιτιστικού συλλόγου ... Λέσβου και γνώστες της κατάστασης και δεν αναιρούνται από την αντίθετη, ασαφή και μη συνεπικουρούμενη από άλλα αποδεικτικά στοιχεία κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, που ήταν εργαζόμενος στην ίδια ως άνω ένωση αγροτικών συνεταιρισμών Λέσβου, στην οποία ο κατηγορούμενος ήταν διευθυντής. Επομένως τέλεσε εξ υποκειμένου και αντικειμένου την άδικη πράξη για την οποία κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 28 παρ. 1 περ. α του ν. 1650/1986, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 28 παρ. 1 του ως άνω νόμου, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Αιτιολογημένα δε απέρριψε και τον προαναφερόμενο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του τελευταίου είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο, και ορθώς, δέχθηκε ότι από το ότι, για την ίδια πράξη, είναι κατηγορούμενος, σε άλλη δίκη, ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου Α. Γ. δεν δημιουργήθηκε εκκρεμοδικία, καθόσον οι δύο δίκες δεν αφορούν το αυτό πρόσωπο και, επομένως, δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπων. β) Σαφώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, κατά την, ανέλεγκτη αναιρετικά, κρίση του, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ήταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, Διευθυντής της Ε.Α.Σ.Λ. και, κατά συνέπεια, υπεύθυνος για την εναπόθεση στον αύλειο ακάλυπτο χώρο του εργοστασίου του ανεπεξέργαστου ελαιοπυρήνα και αρμόδιος για την τοποθέτηση εγκαταστάσεων περισυλλογής, επεξεργασίας και διαθέσεως των καταλοίπων, απορρίπτοντας, έτσι, και τον ισχυρισμό ότι υπεύθυνος ήταν ο ανωτέρω Α. Γ., ο οποίος, όπως ορθώς έκρινε, είναι ζήτημα ουσίας, δηλαδή ο υπεύθυνος για την ένδικη πράξη θα προέκυπτε από τις αποδείξεις. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Η εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων και δη της 1119/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης (η οποία αφορά όμοια περίπτωση, όπου ήταν κατηγορούμενος ο προηγούμενος Διευθυντής της Ε.Α.Σ.Λ. Χ. Α.) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 1/20.1.2015 αίτηση του Ε. Χ. του Π., για αναίρεση της 831/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για ρύπανση περιβάλλοντος (άρθρο 28 παρ. 1 ν. 1650/1986) του αναιρεσείοντος, ο οποίος εναπέθεσε στον αύλειο χώρο εργοστασίου μεγάλη ποσότητα ανεπεξέργαστου ελαιοπυρήνα, χωρίς να υπάρχουν εγκαταστάσεις περισυλλογής, επεξεργασίας και διαθέσεως των καταλοίπων. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί εκκρεμοδικίας, αφού η άλλη δίκη αφορά άλλο πρόσωπο. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Περιβαλλοντος ρύπανση.
0
Αριθμός 514/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Π. Χ. του Χ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Τζαμαλούκα και 2) Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, για αναίρεση της υπ'αριθ.1254/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Ιανουαρίου 2015 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 126/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση σωματικής βλάβης άλλου, υποκειμενικά δε: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης ( δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Δηλαδή εάν η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άνω άρθρου 15 ΠΚ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομου τάξεως ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφαλείας του εννόμου αγαθού το οποίο προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, πηγάζει δε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, είτε άλλως από προηγουμένη ενέργεια από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνου στο μέλλον. Αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής), νομικής (και όχι ηθικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, πρέπει δε να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Όταν το έγκλημα είναι απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας περισσοτέρων προσώπων, το καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, μέσα στα πλαίσια της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Κατά την επικρατούσα δε απόλυτα στο ποινικό δίκαιο αρχή του ισοδύναμου των όρων, κάθε όρος του αποτελέσματος είναι χαρακτηριστέος ως αιτία. Συνεπώς αν μεταξύ των παραγωγικών όρων του αποτελέσματος σωματικής βλάβης στη συγκεκριμένη περίπτωση περιλαμβάνεται και η ανθρώπινη ενέργεια ή αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια, τότε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ενέργειας η παράλειψης και αποτελέσματος, έστω και αν σύγχρονα η μεταγενέστερα συνέτρεξε προς παραγωγή του αποτελέσματος και άλλη, ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη. Μόνον δε όταν η αμέλεια του παθόντος ή τρίτου προσώπου συνετέλεσε αποκλειστικά στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος διακόπτεται και αίρεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 1254/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας κήρυξε ενόχους τους δύο αναιρεσείοντες, Δήμαρχο Ζαχάρως Ηλείας και Νομάρχη Ηλείας αντίστοιχα, σωματικής βλάβης από αμέλεια προσώπου, συνεπεία εγκαυμάτων από πυρκαϊά, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ', α' του ΠΚ αντίστοιχα και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών τον καθένα. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 1254/2014 αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας και μαρτύρων υπεράσπισης, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του παρόντος α' εκκαλούντος-κατ/νου αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στα πλαίσια των αναφερόμενων στη παραπάνω νομική σκέψη διατάξεων και για την πραγματοποίηση του εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών του έτους 2007 η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας απέστειλε σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, μεταξύ των οποίων στις Περιφέρειες του Κράτους, στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις του Κράτους, στους Δήμους (μέσω των Περιφερειών), στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, στο Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, το υπ' αριθ. 1313/8-3-2007 έγγραφο της με θέμα "σχεδιασμός και δράσεις πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών". Με το έγγραφο αυτό επισήμαινε ότι η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών για το έτος 2007 θα βασιστεί σε ένα συνολικό εθνικό σχεδιασμό που θα γίνει με την συμμετοχή και συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων σε κεντρικό επίπεδο και σε ένα περιφερειακό σχεδιασμό που θα γίνει με ευθύνη των 13 Γενικών Γραμματέων Περιφέρειας και εξειδίκευε μεταξύ άλλων τα έργα, τις δράσεις και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, τους φορείς υλοποίησης και τους φορείς χρηματοδότησης για ορισμένα από αυτά, για την πρόληψη (μείωση των συνεπειών) και την ετοιμότητα (εξασφάλιση της ικανότητας για αποτελεσματική ανταπόκριση) μιας κρίσης. Τα έργα, οι δράσεις και τα μέτρα αυτά ήταν τα εξής : α) προγράμματα εκτέλεσης έργων και εργασιών αντιπυρικής προστασίας σε δάση και δασικές εκτάσεις (βελτίωση -συντήρηση δασικού οδικού δικτύου, αντιπυρικών ζωνών, εγκατάσταση δεξαμενών νερού και πυροφυλακίων, φυτοτεχνικές εργασίες κλπ) προς διευκόλυνση του έργου της καταστολής, β) προγράμματα απομάκρυνσης μέρους ή του συνόλου της βλάστησης (εργασίες καθαρισμού) γύρω από υποδομές, από περιοχές ιδιαίτερης αξίας (αρχαιολογικοί χώροι, άλση, πάρκα κλπ), από περιοχές που θεωρούνται από τη φύση τους υψηλού κινδύνου (σημεία διέλευσης μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κλπ), στη ζώνη μίξης δασών- πόλεων και εκατέρωθεν του οδικού δικτύου (εθνικού, επαρχιακού, δασικού), γ) προγράμματα για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιάς στην ύπαιθρο από την λειτουργία χώρων εναπόθεσης αστικών απορριμμάτων που ανήκουν στους Ο.T.A, δ) μέτρα για την αποφυγή εκδήλωσης πυρκαγιάς από την εκτέλεση γεωργικών και άλλων εργασιών περιορισμένης έκτασης στην ύπαιθρο κατά την διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, ε) ενημέρωση του κοινού για τη λήψη μέτρων πρόληψης και προστασίας από κινδύνους που προέρχονται από δασικές πυρκαγιές, στ) έκδοση ημερήσιου χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς ως μέτρο που συμβάλλει στην προληπτική οργάνωση και τον κρατικό συντονισμό για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πυρκαγιών, με την άμεση λήψη πρόσθετων μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας σε περιοχές που προβλέπεται υψηλός κίνδυνος, ζ) απαγόρευση της κυκλοφορίας των οχημάτων και παραμονής εκδρομέων σε εθνικούς δρυμούς, δάση και περιοχές ειδικής προστασίας σε ημέρες και ώρες που ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς θεωρείται υψηλός, η) συμμετοχή εθελοντικών οργανώσεων πολιτικής προστασίας σε δράσεις επιτήρησης δασών κατά την διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου για την έγκαιρη επισήμανση των πυρκαγιών και θ)σύγκληση συντονιστικών νομαρχιακών οργάνων με θέμα τη λήψη μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Οι φορείς υλοποίησης ήταν οι εξής : α) η Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την έκδοση οδηγιών και τεχνικών προδιαγραφών έργων και εργασιών αντιπυρικής προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων, οι Διευθύνσεις Δασών των Περιφερειών για τον συντονισμό και την εποπτεία της σύνταξης προγραμμάτων έργων και εργασιών αντιπυρικής προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων από τις δασικές υπηρεσίες νομαρχιακού επιπέδου, και οι δασικές υπηρεσίες Νομαρχιακού επιπέδου για τη σύνταξη προγραμμάτων έργων και εργασιών αντιπυρικής προστασίας, με τη συμβολή και συνεργασία των ΟΤΑ, β)η Πυροσβεστική Υπηρεσία για τον έλεγχο της κατάστασης και καλής εκτέλεσης των υδροστομίων και οι φορείς ύδρευσης για την συντήρηση και την εγκατάσταση νέων μετά από υπόδειξη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, γ) οι φορείς στους οποίους ανήκε ο χώρος για τον καθαρισμό της βλάστησης σε περιοχές ιδιαίτερης προστασίας (κτιριακές υποδομές και εγκαταστάσεις, κατασκηνώσεις, αρχαιολογικοί χώροι, κλπ) και υψηλού κινδύνου (δεξαμενές καυσίμων, κλπ), και ιδιαίτερα ι) οι ΟΤΑ καθ' υπόδειξη και σε συνεργασία με τις Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες για τον καθαρισμό της βλάστησης σε περιοχές ιδιαίτερης προστασίας (άλση, πάρκα κλπ) και υψηλού κινδύνου λόγω της φύσης τους (χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων κλπ) που τους ανήκουν, στο οδικό δίκτυο (επικίνδυνα σημεία) που υπάγεται στην αρμοδιότητα τους και στις ζώνες μίξης δασών - πόλεων και για την απομάκρυνση προϊόντων καθαρισμού βλάστησης που ενεργείται από τους ιδιοκτήτες σε περιβάλλοντες χώρους κατοικιών και σε οικοπεδικές εκτάσεις, ιι) η ΔΕΗ σε συνεργασία με περιφερειακές δασικές υπηρεσίες, πολεοδομικές αρχές και ΟΤΑ. για τον καθαρισμό στο δίκτυο της (κλάδεμα δέντρων και αποψίλωση χώρων που βρίσκονται κάτω από τα σημεία ζεύξης), ιιι) ο ΟΣΕ σε συνεργασία με τις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες, για τον καθαρισμό στο δίκτυο του, ιν) Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες (ΔΕΣΕ) και οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (Δ/νη Τεχνικών Υπηρεσιών) για την εκτέλεση έργων και εργασιών προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης σε κράσπεδα και πρανή δρόμων ή χώρους στάθμευσης κατά μήκος του εθνικού και επαρχιακού οδικού δικτύου, που υπάγονται στην αρμοδιότητα τους αντίστοιχα μέσω κατευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ν) οι Γενικοί Γραμματείς των Περιφερειών και οι Νομάρχες για τον περαιτέρω προγραμματισμό και εκτέλεση έργων πρόληψης πυρκαγιών κατά μήκος του εθνικού και του επαρχιακού δικτύου, που υπάγονται στην αρμοδιότητα τους, χα οποία εντάσσονται κατά κανόνα στην κατηγορία των έργων ουσιώδους συντήρησης του οδικού δικτύου και έχουν ουσιώδη αποτελέσματα όταν συντελούνται σε θέσεις που το εθνικά και επαρχιακό δίκτυο διέρχεται μέσα από δάση περιοχών που χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα επικίνδυνες για εκδήλωση πυρκαγιών, κατά το π.δ 575/1980, δ) οι κατά τόπους Πυροσβεστικές Υπηρεσίες για μέτρα αποφυγής πυρκαγιάς από γεωργικές και άλλες εργασίες, ε) σε τοπικό επίπεδο οι δασικές υπηρεσίες, οι Πυροσβεστικές Υπηρεσίες και οι Διευθύνσεις και τα Γραφεία Πολιτικής Προστασίας για την ενημέρωση του κοινού από κινδύνους εκδήλωσης πυρκαγιάς, στ) η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για την έκδοση ημερήσιου χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς, ο οποίος έχει ως στόχο να υποδείξει στους φορείς που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών τις περιοχές που για το επόμενο 24ωρο η αθροιστική επικινδυνότητα εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιάς προβλέπεται να είναι μεγάλη και περιλαμβάνει πέντε κατηγορίες κινδύνου, χαμηλή, μέση, υψηλή, πολύ υψηλή και κατάσταση συναγερμού, που βαθμολογούνται αντίστοιχα από το 1 έως το 5, και απαιτούν αντίστοιχη κλιμάκωση ετοιμότητας και λήψης μέτρων από όλους τους φορείς κατά το μέρος που τους αφορά, ζ) Το ΣΝΟ, μετά από εξουσιοδότηση από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας για την έκδοση οδηγιών προληπτικής απαγόρευσης κυκλοφορίας οχημάτων και παραμονής εκδρομέων σε εθνικούς δριμούς, δάση και ευπαθείς περιοχές, που περιλαμβάνουν ακριβείς περιοχές, χρόνο και λοιπές προϋποθέσεις και για τον καθορισμό δράσεων που αφορούν τη συμμετοχή εθελοντικών οργανώσεων στην επιτήρηση των δασών για την επισήμανση πυρκαγιών, και η) Το Πυροσβεστικό Σώμα για τον καθορισμό των δράσεων των εθελοντικών οργανώσεων που αφορούν επιτήρηση των δασών για επισήμανση πυρκαγιών και το ΣΝΟ για να λήψη απόφασης για τις δράσεις αυτές. Επίσης, με το ίδιο έγγραφο ο Γενικός Γραμματέας καλούσε α) τις Διευθύνσεις δασών Περιφερειών να υποβάλλουν προτάσεις στις περιφέρειες μέχρι τις 10 Μαίου για την εκτέλεση έργων και εργασιών αντιπυρικής προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων που υπάγονται σ' αυτές, οι οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν στον περιφερειακό σχεδιασμό και β) τους Νομάρχες να συγκαλέσουν τα ΣΝΟ σε ειδική συνεδρίαση μέχρι τις 20-4-2007 με την εποπτεία των Γενικών Γραμματέων της Περιφέρειας, για να καθοριστούν οι φορείς και ο χρόνος υλοποίησης των παραπάνω έργων πρόληψης και ετοιμότητας σε επίπεδο Νομού, καθώς και ο τρόπος συντονισμού και συνεργασίας τους, οι αποφάσεις των οποίων θα λαμβάνονταν υπόψη στο σχεδιασμό για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών της Περιφέρειας, που έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι τις 18 Μαΐου του τρέχοντος έτους. Τέλος παρακαλούσε μεταξύ άλλων: α)τα γραφεία πολιτικής προστασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των Δήμων και Κοινοτήτων να προχωρήσουν, συμπληρωματικά προς τα προβλέπαμε, από τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης έκτακτών αναγκών από δασικές πυρκαγιές και για λόγους καλύτερης εφαρμογής τους, στη σύνταξη μνημονίου ενεργείων, ή στις περιπτώσεις που έχει συνταχθεί στην επικαιροποίησή του, το οποίο να δίνει απαντήσεις με σαφήνεια στα πέντε ερωτήματα (ποιος, τι, πότε, που, γιατί) που αναφέρονται στην παρ. Β του Παραρτήματος ΣΤ του Σχεδίου Ξενοκράτης και να συνοδεύεται από επικυρωμένο κατάλογο επιχειρησιακά έτοιμων μέσων που διαθέτουν ως Υπηρεσία ή ΟΤΑ για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών (μηχανήματα έργων, μηχανήματα μεταφοράς προσωπικού κλπ) και από τηλεφωνικό κατάλογο των υπαλλήλων που εμπλέκονται επιχειρησιακά, καθώς και να κοινοποιήσουν αντίγραφο του μνημονίου αυτού στις Διοικήσεις των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών που εδρεύουν εντός των διοικητικών τους ορίων για λόγους άμεσης κινητοποίησης και β) το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού σώματος να συμβάλλει στην υλοποίηση του εγγράφου με την έκδοση σχετικής διαταγής προς τις υφιστάμενες μονάδες. Σημειώνεται ότι τα περισσότερα από τα προαναφερόμενα έργα, δράσεις και μέτρα και οι φορείς εκτέλεσης τους, προβλέπονταν από διάφορα νομοθετήματα, (π.χ. άρθ. 1 παρ. 2 Ν. 2612/1998, 1 παρ. 11 Ν. 3208/2003, ΠΔ 402/1998, 15 και 16 Ν. 998/1979, 6 παρ.'7 Ν. 2503/1997, 1 παρ. 4, 5 περ. Α, Β και Γ ΚΥΑ 12030/1999 για εκτέλεση δασικών έργων πρόληψης από δασικές υπηρεσίες, 15παρ. 1 Ν. 998/1975 για κατασκευή και συντήρηση δασικών οδών από ΝΑ και ΟΤΑ, των οποίων η διαδρομή συμπίπτει εν όλω ή εν μέρει προς τη διαδρομή εθνικής ή επαρχιακών ή κοινοτικών οδών, 1 παρ. 4, 3 παρ. 3 ΚΥΑ 12030/1999 και 2 παρ. 7, 3 παρ. 1 δ, 9 παρ. 1 ΥΑ 17961/1999, 1 παρ. 2 Ν. 2612/1998, για την στελέχωση, και τον καθορισμό θέσης και αριθμού παρατηρητηρίων και πυροφυλακίων από Πυροσβεστική Υπηρεσία, 3 παρ. 3 γ της ΥΑ 17961/1999 για πλήρωση υδατοδεξαμενών και έλεγχο καλής λειτουργίας υδροστομίων από Πυροσβεστική Υπηρεσία, 6 παρ. 4 εδ. στ και 8 παρ. 7 ΚΥΑ 12030/1999 για έργα πρόληψης στα πρανή των δρόμων από Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., αύξηση κρουνών υδροληψίας από ΕΥΔΑΠ και μέριμνα για το σκοπό αυτό από Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, 1.590/1986 για κατασκευή νέων υδροστομίων από ΕΥΔΑΠ, 8 περ.α ΚΥΑ 12030/1999 για έργα καθαρισμού από Δ'ΕΗ και ΟΣΕ, 1 παρ. 9 ΚΥΑ 12030/1999, 1 παρ. 2 Ν. 2612/1998 για ενημέρωση πολιτών, 6 παρ. 4 εδ. β και γ για εντολή των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων προς τους Ο.Τ.Α. να λάβουν μέτρα ασφαλούς λειτουργίας σκουπιδότοπων, να καθαρίζουν τα περιαστικά δάση και τις ευαίσθητες περιοχές και να οργανώνουν ομάδες πολιτών για συνδρομή, 5 Ν 3155/1955 για κατασκευή συντήρηση δημοτικών και κοινοτικών οδών από Δήμους και Κοινότητες, άρθ. 6 παρ. 3 ΚΥΑ 12030/1999 για αρμοδιότητες ΣΝΟ κ.α.), που είτε αναφέρονταν είτε όχι στο παραπάνω έγγραφο. Μετά την λήψη του ανωτέρω εγγράφου, στις 15-3-2007 ο κατηγορούμενος Χ. Κ., που είχε την ιδιότητα του Νομάρχη Ηλείας, συγκάλεσε το Συντονιστικό Νομαρχιακό όργανο σε ειδική συνεδρίαση στις 8-5-2007, (δηλ. 18 ημέρες μετά την ημερομηνία που είχε οριστεί για το σκοπό αυτό) για να λάβει απόφαση για τα έργα, τις δράσεις και τα μέτρα πρόληψης και ετοιμότητας στο Νομό, να προσδιορίσει τους φορείς και τον χρόνο υλοποίησης τους και να καθορίσει τον τρόπο συντονισμού και συνεργασίας των εμπλεκόμενων φορέων. Με την εισήγηση του προς αυτό έθεσε προς συζήτηση όλα τα ζητήματα που ανέφερε το έγγραφο της Γενικής Γραμματείας και αφορούσαν τους καθαρισμούς (αποψιλώσεις) δασών, τη διάνοιξη και συντήρηση δικτύου δασικών δρόμων και αντιπυρικών ζωνών, τη λειτουργία συστημάτων - επικοινωνιών των αρμοδίων φορέων για την άμεση αναγγελία της πυρκαγιάς, την επιτήρηση των δασών (σημεία παρατήρησης, περιπολίες, ΚΑΠ), την εξασφάλιση πηγών υδροληψίας (κρουνοί, υδατοδεξαμενές, υδροστόμια) ανά Ο.Τ.Α, την εκτέλεση έργων και εργασιών προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης σε άλση, πάρκα, κατασκηνώσεις, κλπ, που ανήκουν στους ΟΙΑ και σε ζώνες μίξης δασών πόλεων, το προληπτικό κλάδεμα δέντρων από συνεργεία της ΔΕΗ και τον προληπτικό καθαρισμό παραπλεύρως σιδηροδρομικών γραμμών από συνεργεία του ΟΣΕ, την προληπτική απαγόρευση κυκλοφορίας σε δάση ή άλλες επικίνδυνες περιοχές, τη διενέργεια αυτοψιών και ελέγχου σε όλους τους χώρους εναπόθεσης αστικών αποβλήτων (χωματερές) ανά Ο.Τ.Α., και την ενημέρωση του κοινού νια λήψη μέτρων προστασίας από κινδύνους που προέρχονται από δασικές πυρκαγιές, και ιδίως την ευαισθητοποίηση των αγροτών αλλά και όλων των κατοίκων της Ηλείας και των επισκεπτών, με ειδικά έντυπα που 9α εκδώσει και διανείμει και με ειδικές ενημερωτικές εκστρατείες που θα πραγματοποιήσει η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση κατά την διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, καθώς και ζητήματα ελλείψεων ή καθυστερήσεων στις χρηματοδοτήσεις. Αφού επισημάνθηκαν η μη πραγματοποίηση καθαρισμού και αποψίλωσης στα δάση, η ανάγκη συντήρησης των δασικών και αγροτικών δρόμων, η έλλειψη υδροστομίων, η έλλειψη των απαιτούμενων κονδυλίων, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ Δήμων και Πυροσβεστικής και η υποχρέωση των Δήμων να χρησιμοποιούν τις διατιθέμενες πιστώσεις μόνο για δραστηριότητες πυροπροστασίας και όχι σε άλλες άσχετες και ξένες προς αυτή, το ΣΝΟ έλαβε την εξής απόφαση: 1) Οι Δήμοι να δραστηριοποιηθούν σε ό,τι τους αφορά για την ενημέρωση των πολιτών τους, την ανάπτυξη του θεσμού των εθελοντών, την συντήρηση και επισκευή των μηχανημάτων τους, την επισκευή των υδροστομίων και την αγροτική οδοποιία, να φυλάγουν και συντηρούν τις χωματερές και να συνεργάζονται με την Πυροσβεστική Υπηρεσία, 2) η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ να συντηρούν το δίκτυο τους, 3) Η Πυροσβεστική Υπηρεσία να ελέγξει την κατάσταση των υδροστομίων, 4) η ΣΕΤΗΛ με την αστυνομία να αρχίσουν περιπολίες, 6) η Πολιτική προστασία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με την πυροσβεστική υπηρεσία να εκδίδει αποφάσεις απαγόρευσης κυκλοφορίας σε δάση και όπου αλλού κρίνεται αναγκαίο, κατ' εξουσιοδότηση του Συντονιστικού Νομαρχιακού Οργάνου, 7) ο πληθυσμός της Ηλείας να ενημερωθεί με κάθε πρόσφορο μέτρο από όλα τα ΜΜΕ προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί σε θέματα πυροπροστασίας και 8) ο οδηγός και τα μηχανήματα της Νομαρχίας να μεταβαίνουν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία του Πύργου όταν ο δείκτης επικινδυνότητας είναι 4 και 5. Ο ίδιος κατηγορούμενος συγκάλεσε στην συνέχεια το ΣΝΟ άλλες τρεις φορές μέχρι τον Αύγουστο του ^ έτους 2007 για απολογισμό της αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων, εκτίμηση της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού και εντοπισμού των προβλημάτων στη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και συγκεκριμένα στις 24-6-2007, στις 4-7-2007 και στις 25-7-2007. Στην πρώτη συνεδρίαση, αφού επισημάνθηκε η αναγκαιότητα αύξησης των περιπολιών της Πυροσβεστικής της ΣΕΤΗΛ και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηλείας, κινητοποίησης των κατοίκων της υπαίθρου και των τοπικών αυτοδιοικήσεων που δείχνουν αδιαφορία και χρηματοδότησης, και δηλώθηκε από τους εμπλεκόμενους ότι έχουν ολοκληρώσει τα σχέδια τους και είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν μεταξύ τους, το ΣΝΟ έκρινε ότι οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες βρίσκονται σε ικανοποιητικό στάδιο ετοιμότητας. Στη δεύτερη συνεδρίαση αφού επισημάνθηκε η αναγκαιότητα της διάνοιξης και συντήρησης των δασικών δρόμων και συντήρησης των αγροτικών δρόμων (που προφανώς δεν είχε γίνει μέχρι τότε), η έλλειψη των απαιτούμενων μηχανημάτων και πιστώσεων, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ Πυροσβεστικής και Δήμων, η αναγκαιότητα της συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων και της ανάπτυξης του εθελοντισμού και η υποχρέωση των Δήμων να χρησιμοποιούν τις διατιθέμενες πιστώσεις μόνο για δραστηριότητες πυροπροστασίας και όχι σε άλλες άσχετες και ξένες με αυτή, το ΣΝΟ έλαβε την απόφαση να εμμείνει στην αρχική απόφαση του της 8ης-5-2007 και επιπλέον : α) να ενισχυθούν οι αντιπυρικές ζώνες, β) να υποβληθεί αίτημα οικονομικής ενίσχυσης στην Κυβέρνηση για τη διάνοιξη και συντήρηση των δασικών δρόμων και των αντιπυρικών ζωνών και γ) να ενισχυθεί η Πυροσβεστική Υπηρεσία με έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνικά μέσα. Στην τρίτη συνεδρίαση, αφού ι) επισημάνθηκε η αναγκαιότητα να ληφθούν πρόσθετα μέτρα σε σημαντικές περιοχές όπως η λίμνη Καϊάφα και το όρος Λαπίθα, να ευαισθητοποιηθούν οι πολίτες στην πρόληψη (που προφανώς δεν είχε γίνει με άλλο τρόπο μέχρι τότε) με διαφημιστικό υλικό και να υπάρξει συνεργασία μεταξύ Πυροσβεστικής, Δήμων και Δασαρχείων, ιι) εκφράστηκαν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των μέτρων αστυνόμευσης στα δάση, και ιιι) έγιναν διαπιστώσεις ότι δεν χορηγήθηκαν πιστώσεις στα Δασαρχεία και στους Δήμους για καθαρισμό και συντήρηση δασών και αγροτικών δρόμων, το ΣΝΟ έλαβε την απόφαση να επικαιροποιηθούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί στα προηγούμενα ΣΝΟ και πάλι : α) να συνεργαστούν οι Δήμοι με την Πυροσβεστική και β) η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ να κάνουν συντήρηση του δικτύου τους. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο ανωτέρω κατηγορούμενος προσκαλούσε όλους τους Δήμους του Ν. Ηλείας, μεταξύ των οποίων και το Δήμο Ζαχαρως, αν και δεν ήταν υποχρεωτικά μέλη του ΣΝΟ, για να λάβουν μέρος εάν επιθυμούσαν στις συνεδριάσεις του και στη συνέχεια τους κοινοποιούσε τις αποφάσεις του προς γνώση και ανάλογη εφαρμογή από τα ΣΤΟ. Εν τω μεταξύ η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση εκπόνησε τον Μάιο του έτους 2007 το με τον τίτλο "ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ" ΜΝΗΜΟΝΙΟ. Στο υπό στοιχείο 1 κεφάλαιο με τον υπότιτλο "σκοπός και στόχοι του σχεδίου" γινόταν αναφορά ότι ο σκοπός του εν λόγο; αντιπυρικού σχεδίου είναι κατ αρχήν η καταγραφή των υφισταμένων έργων και υποδομών αντιπυρικής προστασίας, η εκτίμηση του κινδύνου των πυρκαγιών βάσει στατιστικών στοιχείων ο καθορισμός χρονικά και χωρικά περιοχών υψηλού κινδύνου, η πρόταση μέτρων και έργων για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και ο συντονισμός και η συνεργασία των εμπλεκομένων φορέων καθώς και των πολιτών που θα συνδράμουν στην πρόληψη και καταστολή του φαινομένου και ότι το σχέδιο αυτό δεν υποκαθιστά το αντίστοιχο σχέδιο της πυροσβεστικής υπηρεσίας αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά σ' αυτό. Στο υπο στοιχείο 2 κεφάλαιο με τον υπότιτλο "υφιστάμενη κατάσταση" και τα υποκεφάλαια Ι, ΙΙ, III, IV, V, VI γινόταν αναφορά α) στους Δήμους του Νομού Ηλείας με την έδρα, τα διαμερίσματα και τον πληθυσμό τους, β), στις οικονομικές δραστηριότητες που στο σύνολο του Νομού ήταν γεωργικές δραστηριότητες στις πεδινές περιοχές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες στις ορεινές περιοχές, γ) στα δασικά οικοσυστήματα συνολικής έκτασης 2.617.800 τ.μ., που ήταν δάση έκτασης 654.500 στρέμματα, δασικές εκτάσεις 141.800 στρέμματα, γεωργικές καλλιέργειες 1.376.400 στρέμματα, λιβαδικές εκτάσεις - βοσκότοποι 205.000 στρέμματα, οικιστικές περιοχές 144.100 στρέμματα, λίμνες - ποταμοί 78.900 στρέμματα και άλλες εκτάσεις 17.100 στρέμματα, δ) στη βλάστηση που στην περιοχή παρουσιάζεται με δύο ζώνες, αυτή της χαλεπίου πεύκης, που εμφανίζεται στην παραλιακή ζώνη και μέχρι υψομέτρου 500-600 μέτρων και αυτή των αείφυλλων - πλατύφυλλων που εμφανίζεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, από τις οποίες η πρώτη έχει μεγάλη αναφλεξιμότητα λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας της σε ρετσίνι και του πλουσιότατου υπόροφου από αείφυλλα, πλατύφυλλα, θάμνους κλπ που αναπτύσσεται από κάτω της και χαρακτηρίζεται από υψηλό θερμικό δυναμικό και έκλυση μεγάλης ποσότητας θερμότητας όταν πλήττεται από πυρκαγιές, ε) στις εδαφολογικές συνθήκες που είναι πετρώματα ασβεστολιθικά στις περιοχές Ανδρίτσαινας, Νέας Φιγαλείας και όρους Λαπίθα και θαλάσσιες αποθέσεις στις υπόλοιπες περιοχές, με έντονο τοπογραφικό ανάγλυφο, με πολλά ρέματα και χαραδρώσεις και με κλίσεις του εδάφους από ήπιες έως πολύ ισχυρές μέχρι και γκρεμούς,, στ) στους αναγνωρισμένους εθνικούς δρυμούς μεταξύ των οποίων ήταν το δάσος της Στροφιλιάς, ζ) στις χαρακτηρισμένες περιοχές φυσικού κάλους μεταξύ των οποίων ήταν η περιοχή δάσους Καϊάφα - Στροφιλιά που εκτείνεται από την περιοχή του Δήμου Ζαχάρως έως την περιοχή των Ραχών, η) στις κατασκηνώσεις θ) στα camping, ι) στους αρχαιολογικούς χώρους μεταξύ των οποίων ήταν ο χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας, κ) στα μοναστήρια, κα) στις περιοχές αυξημένης τουριστικής κίνησης μεταξύ των οποίων η Αρχαία Ολυμπία, ο Καϊάφας (Λουτρά - Παραλία) και η Ζαχάρω, κβ) στους σκουπιδότοπους, κγ) στις περιοχές αυθαίρετης δόμησης, κδ) στα σημεία υδροληψίας μεταξύ των οποίων ήταν δεξαμενή 100 μ3 στη θέση "Παλαιοχώρι" του Δ.Δ. Χρυσοχωρίου του Δήμου Ζαχάρως και ιδιωτικό αντλιοστάσιο Παπαδόπουλου που βρίσκεται επί της οδού Ζαχάρως - Αρήνης, κε) στα πυροφυλακια μεταξύ των οποίων ήταν της Σμέρνας και της Μίνθης, κστ) στα ελικοδρόμια μεταξύ των οποίων ήταν του Α/Δ Επιταλίου και του Στρατιωτικού Ανδραβίδας, κζ) στα υδροφόρα οχήματα των Δήμων και Κοινοτήτων, που ήταν ένα υδροφόρο του Δήμου Αμαλιάδος και ένα υδροφόρο του Δήμου Πηνείας κη) στις εθελοντικές ομάδες, που ήταν ένας κυνηγετικός σύλλογος με έδρα τα Λεχαινά, κι) στις ομάδες πυρασφαλείας των ενόπλων δυνάμεων, κκ) στα σκαπτικά και χωματουργικά μηχανήματα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, τα οποία ήταν ένας διαμορφωτήρας, δύο προωθητήρες, ένας φορτωτής, ένας φορτωτής εκσκαφέας, τρία φορτηγά αυτοκίνητα και ένα ρυμουλκό, κκα) στα μηχανήματα των Δήμων και Κοινοτήτων μεταξύ των οποίων ήταν ένας φορτωτής και ένας εκσκαφέας του Δήμου Ζαχάρως και στα μηχανήματα των ιδιωτών, δέκα από τους οποίους είχαν έδρα στην περιφέρεια του Δήμου Ζαχάρως, κκβ) στις αντιπυρικές ζώνες, οι οποίες έχουν κατασκευαστεί από την Δασική Υπηρεσία, είναι υπό μορφή βατών δρόμων με ενισχυμένο πλάτος και περιλαμβάνονται στο δασικό οδικό δίκτυο, κκγ) στους μετεωρολογικούς σταθμούς και κκδ) στις μετεωρολογικές παραμέτρους. Στο υπό στοιχείο 3 κεφάλαιο με υπότιτλο προσδιορισμός κινδύνου α) γινόταν αναφορά στα στατιστικά στοιχεία για τις πυρκαγιές από το έτος 1992 μέχρι το έτος 1998, β) περιγράφονταν οι κίνδυνοι των δασικών πυρκαγιών, γ) μνημονεύονταν οι πλέον επικίνδυνες χωρικά και χρονικά περιοχές για την εκδήλωση πυρκαγιάς, όπως η περιοχή Σμέρνας - Όρους Λαπίθα, η οποία λόγω της μορφολογίας της είναι ιδιαίτερα δύσβατη και δ) επισημαινόταν ότι οι πλέον επικίνδυνες ώρες της ημέρας για εκδήλωση πυρκαγιάς είναι οι μεσημεριανές και οι απογευματινές, και οι μήνες που σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία υπάρχει έξαρση ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Στο υπό στοιχείο 4 κεφάλαιο και με τον υπότιτλο "προτεινόμενα έργα και μέτρα πρόληψης και ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών" αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής : α) η διαπλάτυνση και η βελτίωση των δασικών δρόμων, β) ο καθαρισμός και η διάνοιξη τάφρων εκατέρωθεν των δασικών δρόμων από θαμνώδη βλάστηση (αποψιλώσεις), γ) η διάνοιξη νέων αντιπυρικών ζωνών και η συντήρηση των ήδη υπαρχουσών, δ) ο καθαρισμός της υψηλής βλάστησης σε πλάτος 10 μέτρων εκατέρωθεν των δρόμων, ε) ο καθαρισμός της υψηλής βλάστησης σε σημεία που διέρχεται δίκτυο της Δ.Ε.Η. και η αποψίλωση των χώρων κάτω από τα σημεία ζεύξης, στ) η κατασκευή δεξαμενών νερού και πυροσβεστικών κρουνών σε σημεία υψηλής επικινδυνότητας καθώς και η τακτική συντήρηση τους, ζ) η επέκταση του δικτύου πυροφυλακίων και παρατηρητηρίων, η) ο ορισμός ομάδων πυρασφάλειας και εθελοντικών ομάδων από τους Ο.Τ.Α. με διευθύνσεις και τηλέφωνα επικοινωνίας τους, θ) η ενημέρωση των πολιτών για το έγκαιρο καθαρισμό των ιδιοκτησιών τους από ξερά χόρτα και σκουπίδια, ι) η ενημέρωση των πολιτών ώστε να λαμβάνονται μέτρα αυτοπροστασίας, ια) η λειτουργία της πολιτικής προστασίας σε 24ωρη βάση, ιβ) η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων (Πυροσβεστική, Αστυνομία, Δασαρχείο, Δήμος, Νομαρχία, Περιφέρεια, ΔΕΗ. ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ και ιδιώτες) και ο σαφής καθορισμός του ρόλου τους σε περίπτωση πυρκαγιάς, με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η οποία οφείλει να διαθέτει ένα αντιπυρικό σχέδιο, το οποίο θα συντονίζει τους παραπάνω φορείς και θα προσαρμόζεται ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες πυρκαγιάς (περιοχή, ένταση και έκταση του φαινομένου, χρόνος παρέμβασης, διαθεσιμότητα συνεργείων κατάσβεσης κλπ). Στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρονταν τα όργανα που επιλαμβάνονται μετά την αναγγελία της πυρκαγιάς, οι φορείς (εσωτερικοί και εξωτερικοί) που ενημερώνονται, η σειρά ενημέρωσης τους, ο τρόπος ενημέρωσης τους και ο χρόνος ενημέρωσης τους και συγκεκριμένα ότι ειδοποιείται το πλησιέστερο περιπολικό να μεταβεί στον τόπο του συμβάντος και ενημερώνεται για τη διάσταση της πυρκαγιάς ο επιχειρησιακός αξιωματικός, ότι αν το συμβάν είναι μεγάλο ή τείνει να λάβει διαστάσεις καλούνται για ενίσχυση τα πλησιέστερα περιπολικά, ενημερώνεται πληρέστερα για τη διάσταση της πυρκαγιάς το τηλεφωνικό κέντρο και ειδοποιείται ο διοικητής, το ΣΚΕΔ και το τμήμα Π.Σ.Ε.Α. της Νομαρχίας Ηλείας, ότι αν το συμβάν είναι σοβαρό ενημερώνεται από το τηλεφωνικό κέντρο της Υπηρεσίας ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας, ο Νομάρχης, ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, ο Προϊστάμενος Πολιτικής Προστασίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής, ο Διευθυντής ΣΕ.Τ.ΤΗΛ., ο Διευθυντής Δασών και όποιος άλλος κριθεί αναγκαίο (Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Νοσοκομείο), ότι τη διεύθυνση και τον εντοπισμό για την κατάσβεση της πυρκαγιάς έχει ο διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ή ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που τον αναπληρώνει μέχρι την ειδοποίηση και την άφιξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ο οποίος κατευθύνει και συντονίζει και τις ενέργειες των ιδιωτών ή δημοσίων οργάνων που παρέχουν συνδρομή δίνοντας για το σκοπό αυτό τις απαραίτητες οδηγίες και ότι εφόσον υπάρξει εκτίμηση από τον Επιχειρησιακό Αξιωματικό ή τον επικεφαλή των Πυροσβεστικών Δυνάμεων για την αναγκαιότητα κινητοποίησης εναέριων μέσων κατάσβεσης ειδοποιούνται τα Αεροσκάφη PEZETEL μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου και τα Αεροσκάφη CANADAIR μέσω του Σ.Ε.Κ.Υ.Π.Σ. 199 και ζητείται ενίσχυση από τις πλησιέστερες Πυροσβεστικές Υπηρεσίες του Νομού (Π.Υ. Αμαλιάδος και Π.Υ. Λεχαινών). Στο ίδιο κεφάλαιο παρατίθενται τα τηλέφωνα της πυροσβεστικής και τα τηλέφωνα των κατόχων ιδιωτικών χωματουργικών μηχανημάτων αμέσου προτεραιότητας καθώς επίσης και τα υδροφόρα οχήματα και τα οχήματα πυρόσβεσης που διαθέτει κάθε Δήμαρχος του Νομού Ηλείας. Στο εν λόγω σχέδιο προσαρτήθηκαν χάρτες, πίνακες κα. Όπως προέκυπτε από το περιεχόμενο του, ενόψει του ότι περιελάμβανε στοιχεία που αφορούσαν καθορισμό των κινδύνων που κάλυπτε, χαρτογράφηση ευπαθών περιοχών, καταγραφή διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού και υποδομών (υλικοτεχνικά μέσα), εκτίμηση στατιστικών στοιχείων, αρμοδιότητες και αντιδράσεις για την καταστολή των πυρκαγιών, μέριμνα νια την υποστήριξη πληγέντων,, σχεδιασμό και εξοπλισμό επικοινωνιών κλπ το ανωτέρω έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας συνιστούσε ανεξάρτητα από τον τίτλο που έφερε, αντιπυρικό σχέδιο, το οποίο εντασσόταν στο θεσμικό πλαίσιο της πολιτικής προστασίας, όπως αυτό διαρθρώνεται με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 3013/2002 και της ΥΑ 1299/2003, ήταν υποκείμενο σε έλεγχο πληρότητας, σαφήνειας, εφαρμογής κλπ από τα ανώτερα ιεραρχικά όργανα (Περιφέρεια κα. Γενική Γραμματεία;, εξοπλιζόταν με εκτελεστότητα μετά την έγκρισή του, δημιουργούσε υποχρεώσεις για την υπηρεσία που το συνέταξε μέχρι την αντικατάστασή του με νέο και έπρεπε να υλοποιηθεί. Συνεπώς ο ισχυρισμός του παραπάνω κατηγορούμενου ότι ήταν απλό έγγραφο εσωτερικού περιεχομένου που δεν δημιουργούσε υποχρεώσεις και δεσμεύσεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωστόσο το σχέδιο αυτό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, μολονότι συντάχθηκε από το Γραφείο Πολιτικής Προστασίας, το οποίο υπαγόταν απευθείας στον κατηγορούμενο, ήταν επιφορτισμένο να μελετά, να αναλύει και να εξειδικεύει τις βασικές απαιτήσεις σχεδίασης των Υπουργείων και της περιφέρειας σε επίπεδο νομού, ήταν αρμόδιο να σχεδιάζει καινά οργανώνει την πρόληψη, την ενημέρωση και την αντιμετώπιση των καταστροφών στο Ν. Ηλείας και ήταν στελεχωμένο με πρόσωπα που είχαν ιδιαίτερη εκπαίδευση και ειδικές γνώσεις και εμπειρία, δεν πληρούσε τους όρους εξειδίκευσης, πληρότητας, σαφήνειας και επάρκειας που θέτει ο νόμος στους τομείς της πρόληψης και της ετοιμότητας, διότι δεν περιελάμβανε αναλυτικά τις ενέργειες που απαιτούνται και τους φορείς που εμπλέκονται στα στάδια αυτά. Ειδικότερα, ενώ προσδιόριζε τα ευπαθή σημεία και τις λειτουργίες, δεν προέβλεπε συγκεκριμένες δράσεις, έργα και εργασίες κατά γεωγραφική περιοχή, αριθμό, ποσόστωση κλπ (π.χ. διάνοιξη α αριθμού αντιπυρικών ζωνών, με αϊ, α2 διαστάσεις, τοποθέτηση β αριθμού κρουνών, εγκατάσταση γ αριθμού παρατηρητηρίων, καθαρισμό δ χιλιομέτρων παρόδιας βλάστησης, απαγόρευση κυκλοφορίας εντός των ε δασών στις στ και ζ ώρες, δημιουργία σταθμών ελέγχου κυκλοφορίας και καταγραφής πινακίδων στα η σημεία, εκτός από κάποια έργα τσιμεντόστρωσης στο νέο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας και στην Ολυμπιακή Ακαδημία), δεν όριζε τους φορείς εκτέλεσης και τον τρόπο συντονισμού και συνεργασίας τους και δεν μνημόνευε τους φορείς χρηματοδότησης και χρονοδιαγράμματα για την περάτωση τους, ώστε να εξασφαλίζεται ο προγραμματισμός και η έγκαιρη παροχή των πιστώσεων και η υλοποίησή τους, αλλά επαναλάμβανε απλώς τις απαιτήσεις που έθεσε η Γενική Γραμματεία κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο για το έτος 2007 σε όλη τη χώρα. Από τις παραπάνω κατά κανόνα ελλείψεις χαρακτηρίζονταν και οι προαναφερόμενες αποφάσεις του ΣΝΟ, δεδομένου ότι αυτό διαπίστωνε τα κενά που υπήρχαν αλλά δεν πρότεινε ειδικά και δυναμικά μέτρα για την κάλυψη τους. Ο εν λόγω κατηγορούμενος με τους υποβληθέντες εγγράφως ισχυρισμούς του ισχυρίστηκε ότι καμία υποχρέωση υλοποίησης των παραπάνω δράσεων πρόληψης και ετοιμότητας στο νομό δεν υπήρχε σε βάρος του, διότι αρμόδιοι ήταν άλλοι φορείς, που είτε αναφέρονταν στο προαναφερόμενο έγγραφο της Γενικής Γραμματείας της πολιτικής Προστασίας, είτε σε άλλα νομοθετήματα και ότι σε κάθε περίπτωση τα προαναφερόμενα έγγραφα του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας αποτελούν απλά έγγραφα εσωτερικού χαρακτήρα, από τα οποία δεν παράγεται καμία νομική υποχρέωση. Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί δεν κρίνονται βάσιμοι. Και τούτο διότι, ο εν λόγω κατηγορούμενος εφόσον είχε την ιδιότητα του Νομάρχη Ηλείας είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε αφενός από το προαναφερόμενο έγγραφο της Πολιτικής Προστασίας και αφετέρου από το αντιπυρικό σχέδιο που συντάχθηκε από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας: i) να εκτελέσει δια των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας (ΔΕΚΕ) έργα και εργασίες προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης σε κράσπεδα και πρανή δρόμων ή χώρους στάθμευσης κατά μήκος και εκατέρωθεν των αξόνων του επαρχιακού οδικού δικτύου του Νομού Ηλείας, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του και περιλαμβάνει και την οδό Ζαχάρως- Αρήνης - Πλατιάνας από Εθνική Οδό Πύργου Κυπαρισσίας μέσω της Μακίστου και της Κουμουθέκρας (Αρτέμιδας) μέχρι την επαρχιακή οδο 6 και ii) να ενημερώσει τους πολίτες στα πλαίσια της κεντρικής πολιτικής για το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών με σκοπό την ευαισθητοποίηση, την επαγρύπνηση και τη συμβολή τους στην οργάνωση των διαδικασιών και για τα μέσα αυτοπροστασίας τους. Επίσης, ο ίδιος κατηγορούμενος, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε αφενός από το άρθρο 12 παρ. 1 εδ. ε του Ν. 1313/2002 και το κεφάλαιο 5 αριθ. 5 για τις Ν.Α. της ΥΑ 1299/2003, τα οποία του ανέθεταν την ευθύνη της διάθεσης και του συντονισμού δράσης του απαραίτητου δυναμικού και μέσων μεταξύ άλλων για την πρόληψη και ετοιμότητα προς αποτροπή των καταστροφικών φαινομένων εντός των ορίων του νομού και αφετέρου από το αντιπυρικό σχέδιο της Υπηρεσίας του, να μεριμνήσει να εκτελέσουν οι υπόλοιποι αρμόδιοι φορείς δια των υπηρεσιών και των οργάνων τους (Δασικές Υπηρεσίες, Πυροσβεστική, Δήμοι, ΔΕΥΑΖ κλπ) τις άλλες δράσεις και αν αυτοί δεν είχαν καθορίσει συγκεκριμένες δράσεις, ούτε είχαν προβλεφθεί τέτοιες στο αντιπυρικό σχέδιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να μην αρκεστεί στις αόριστες, γενικές και επαναλαμβανόμενες αναφορές των εν λόγω φορέων στα ΣΝΟ, των οποίων ο ρόλος περιοριζόταν από το νόμο στην παροχή βοήθειας στο έργο του ή σε αλλά όργανα, αλλά να απευθυνθεί σ' αυτούς και να τους ζητήσει να εξειδικεύσουν και αναλύσουν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τα έργα, τις δράσεις και τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν στα στάδια αυτά σε επίπεδο νομού και να συμπληρώσει τις ελλείψεις του αντιπυρικού σχεδίου, για να καταστεί πλήρες, σαφές, επαρκές και επίκαιρο, ώστε να αξιώσει αμέσως μετά την διάθεση συγκεκριμένων ποσών, προκειμένου αυτά να ληφθούν υπόψη κατά την διαμόρφωση του προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, την κατανομή των εγκεκριμένων από αυτόν πιστώσεων και την κατανομή τυχόν έκτακτων ενισχύσεων στους πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους Ο.Τ.Α. και να εξασφαλίσει την υλοποίηση των δράσεων και την εφαρμογή του σχεδίου, στο πλαίσια του εθνικού σχεδιασμού. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Π. Χ. που είχε την ιδιότητα του Δημάρχου Ζαχάρως, μετά την παραλαβή του προαναφερόμενου εγγράφου της Γενικής Γραμματείας της πολιτικής προστασίας δεν συγκάλεσε ποτέ το Συντονιστικό Τοπικό όργανο, ούτε το γραφείο πολιτικής προστασίας του Δήμου Ζαχάρως που υπαγόταν απευθείας στον ίδιο εκπόνησε μνημόνιο ενεργειών για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε αφενός από το προαναφερόμενο έγγραφο της Πολιτικής Προστασίας και αφετέρου από το προαναφερόμενο αντιπυρικό σχέδιο που συντάχθηκε από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας, και του είχε κοινοποιηθεί λόγω μη εκπόνησης σχεδίου από τη δική του Υπηρεσία ί) να εκτελέσει δια των υπηρεσιών του έργα και εργασίες προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης κατά μήκος και εκατέρωθεν των αξόνων του αγροτικού οδικού δικτύου, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του και στους χώρους διέλευσης των δικτύων της ΔΕΗ και του ΟΣΕ σε συνεργασία μαζί τους, ιι) να ενημερώσει τους πολίτες στα πλαίσια της κεντρικής πολιτικής για το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών με σκοπό την ευαισθητοποίηση, την επαγρύπνηση και τη συμβολή τους στην οργάνωση των διαδικασιών και για τα μέσα αυτοπροστασίας τους και iii) να συνδράμει τις δασικές υπηρεσίες στο έργο τους. Επίσης, ο ίδιος κατηγορούμενος, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση,, που πήγαζε αφενός από το άρθρο 13 παρ. 1 εδ. ε Ν. 1313/2002 και του κεφαλαίου 5 περ. 2 και 3 για τους Δήμους της ΥΑ 1299/2003 που του ανέθετε την ευθύνη της διάθεσης και του συντονισμού δράσης του απαραίτητου δυναμικού και μέσων μεταξύ άλλων για την πρόληψη και ετοιμότητα προς αποτροπή των καταστροφικών φαινομένων εντός των ορίων του Δήμου Ζαχάρως και αφετέρου από το προαναφερόμενο αντιπυρικό σχέδιο που συντάχθηκε από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας και του είχε κοινοποιηθεί, λόγω έλλειψης σχεδίου από την δίκη του Υπηρεσία, να μεριμνήσει να εκτελέσουν οι υπόλοιποι αρμόδιοι φορείς δια των οργάνων τους (Δασικές Υπηρεσίες, Πυροσβεστική, Δήμοι, ΔΕΥΑΖ κλπ) τις άλλες δράσεις και αν αυτοί δεν είχαν καθορίσει συγκεκριμένες, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να μην αρκεστεί στις γενικές και επαναλαμβανόμενες αναφορές τους σε άλλα όργανα, αλλά να απευθυνθεί σ' αυτούς και να τους ζητήσει να εξειδικεύσουν και αναλύσουν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τα έργα, τις δράσεις και τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν στα στάδια αυτά σε επίπεδο Δήμου, και να συντάξει ένα πλήρες, σαφές, επαρκές και επίκαιρο μνημόνιο, σε εναρμόνιση με το σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ώστε αμέσως μετά να αξιώσει την χορήγηση συγκεκριμένων πιστώσεων (τακτικών και έκτακτων) και να εξασφαλίσει την υλοποίηση των δράσεων και την εφαρμογή του μνημονίου, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδιασμού. Ακολούθως, όπως είναι γνωστό, η πιο επικίνδυνη περίοδος κάθε χρόνο για την εκδήλωση πυρκαγιών είναι από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο και ονομάζεται αντιπυρική. Όπως αναφερόταν και στα αντιπυρικά σχέδια που συντάχθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες (το παραπάνω αναφερόμενο της Ν. Α. Ηλείας και το παρακάτω αναφερόμενο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ηλείας) ο Νομός Ηλείας περιελάμβανε δάση και δασικές εκτάσεις, που καταλάμβαναν 900.0GO περίπου συνολικά στρέμματα, γεωργικές καλλιέργειες και λιβαδικές εκτάσεις - βοσκότοπους που καταλάμβαναν 1.600.000 περίπου συνολικά στρέμματα και οικιστικές περιοχές που καταλάμβαναν 144.100 στρέμματα. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις σε ελάχιστες περιοχές ήταν αμιγή (δάση Καϊάφα, Στροφιλιάς) ενώ στις υπόλοιπες περιοχές σχημάτιζαν μαζί με τους δριμούς, τις γεωργικές εκτάσεις και τις οικιστικές εκτάσεις ένα μωσαϊκό εκτάσεων με ασαφή και αδιάκριτα όρια. Τα δάση ήταν διφυή, με ανώροφο από χαλέπιο πεύκη το χαρακτηριστικό της οποίας είναι η υψηλή αναφλεξιμότητα λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας της σε ρετσίνι και με υπόροφο ύψους 2-2,5 μέτρων από αείφυλλα, πλατύφυλλα, θάμνους, κλπ, τα χαρακτηριστικά των οποίων ήταν ομοίως η υψηλή αναφλεξιμότητα λόγω της πυκνής διάταξης τους, της ανατομίας τους και της μεγάλης περιεκτικότητας τους σε αιθέρια έλαια καθώς και ότι συνέβαλαν στο πέρασμα της φωτιάς από το έδαφος στην κόμη των δέντρων. Σ' αυτά είχαν πάψει από την δεκαετία του 1980 να εκτελούνται δασοκομικές εργασίες (προγραμματισμένη υλοτομία κλπ) και είχαν καταστεί δύσβατα και αδιαπέραστα. Επιπλέον, ήταν μεγάλης ηλικίας (πάνω από 80 ετών), είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό τους παχύ στρώμα ξερών χόρτων, κλαδιών, βελόνων, φύλλων, φλοιών κλπ, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα εύφλεκτη καύσιμη ύλη, και ήταν κατά τους βιολογικούς κανόνες που διέπουν τα μεσογειακά δάση ώριμα προς καύση και ανανέωση, με την έννοια ότι αρκούσε και ένα σπασμένο γυαλί που θα λειτουργούσε ως φακός για να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία ανάφλεξης τους. Η κατάσταση τους αυτή, σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες που είχαν επικρατήσει το έτος 2007 (πολύ ξηρό καλοκαίρι, ψηλές θερμοκρασίες, χαμηλή υγρασία, ισχυροί άνεμοι) και τα προηγούμενα χρόνια (παρατεταμένη ανομβρία) και είχαν μειώσει σοβαρά την περιεχόμενη υγρασία τους, τα καθιστούσε εξαιρετικά ευάλωτα στην εκδήλωση πυρκαγιάς. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, όπως της Σμέρνας - Ορους Λαπίθα, που έχουν έντονο ανάγλυφο εδάφους (μεγάλες κλίσεις, κοιλάδες, ρεματιές), το οποίο επιδρά με ιδιαίτερο τρόπο στην συμπεριφορά της πυρκαγιάς (λ.χ. όταν η φωτιά κινείται σε πλαγιές με κατεύθυνση από κάτω προς τα πάνω αυξάνεται η ένταση και ταχύτητα της, όταν κινείται σε ρεματιές δημιουργεί ανοδικά ρεύματα κλπ) και ανεπαρκές δίκτυο δρόμων και μονοπατιών, η απειλή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Για τα δάση λοιπόν αυτά, των οποίων κύρια αιτία καταστροφής με βάση τα στατιστικά δεδομένα ήταν η ανθρώπινη συμπεριφορά (αμελής ή δόλια), έπρεπε να ληφθούν εξαιρετικά μέτρα προστασίας. Από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η μη σύσταση εθελοντικών ομάδων στον Δήμο Ζαχάρως οφείλεται σε έλλειψη ενεργειών των κατηγορουμένων για ευαισθητοποίηση, κινητοποίηση και οργάνωση των πολιτών προς τέτοια κατεύθυνση και όχι σε απροθυμία συμμετοχής των τελευταίων. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι το υπάρχον δίκτυο πυροφυλακείων και παρατηρητηρίων ήταν ανεπαρκές. Περαιτέρω, από το από 11-6-2007 έγγραφο του κατηγορουμένου Π. Χ. προς τους Προέδρους όλων των δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων του Δήμου Ζαχάρως, με το οποίο τους έστελνε καταστάσεις με ομάδες πυρασφάλειας για να κάνουν πιθανές διορθώσεις και να τις επιστρέψουν σ' εκείνον, και το υπ' αριθ. 966/9-7-2007 έγγραφο του ίδιου κατηγορουμένου προς την Πυροσβεστική Υπηρεσία, με το οποίο της έστελνε τις ομάδες πυρασφάλειας ανά δημοτικό διαμέρισμα του τρέχοντος έτους, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν φροντίσει να οριστούν ομάδες πυρασφάλειας σε ολόκληρο το νομό Ηλείας ο πρώτος και στον Δήμο Ζαχάρως και στα δημοτικά και τοπικά διαμερίσματα του ο δεύτερος. Ακόμη, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν φροντίσει να ενημερωθούν οι πολίτες για έγκαιρο καθαρισμό των οικοπέδων τους από ξερά χόρτα και σκουπίδια σε ολόκληρο το νομό ο πρώτος και στον Δήμο Ζαχάρως και στα δημοτικά και τοπικά διαμερίσματα του ο δεύτερος, τόσο με κοινοποίηση της σχετικής πυροσβεστικής διάταξης και ανάρτηση της στα σχετικά καταστήματα και στα καφενεία όσο και με προσωπική πληροφόρηση. Αντιθέτως, οι κατηγορούμενοι μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2007 δεν είχαν εκτελέσει έργα και εργασίες προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης σε κράσπεδα και πρανή δρόμων κατά μήκος του επαρχιακού και του αγροτικού οδικού δικτύου, η απομάκρυνση των οποίων ήταν αναγκαία όχι μόνο για να αποτραπεί η έναρξη της πυρκαγιάς από πέταμα αναμμένων τσιγάρων, αλλά και για να μην μεταφέρεται ταχύτατα με καύτρες από τη μια μεριά των δρόμων στην άλλη και να μην εμποδίζονται οι τελευταίοι να λειτουργούν ως αντιπυρικές ζώνες. Περαιτέρω, δεν είχαν ενημερώσει τους κατοίκους για τα μέτρα προστασίας από δασικές πυρκαγιές. Σύμφωνα όμως και με την κατάθεση του εγκαλούντος υπήρχαν άφθονα ψηλά και ξηρά χόρτα εκατέρωθεν των αξόνων των δρόμων, ενώ δεν προέκυψε ότι έγινε καμία γραπτή ή άλλη ενημέρωση από τους κατηγορούμενους, που είχαν παράλληλη υποχρέωση με τη δασική υπηρεσία, η οποία (ενημέρωση) έπρεπε να είναι πρόσφορη, ειδική, ποικίλη και ανάλογη με τη δημογραφική ταυτότητα του νομού για να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλ. να περιλαμβάνει δελτία τύπου, εκπομπές από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, διανομή φυλλαδίων, προβολές, δημόσιες ομιλίες, ειδοποιήσεις πόρτα- πόρτα κλπ, ενόψει του ότι ο Νομός Ηλείας έχει πολλούς οικισμούς με διαφορετική σύνθεση πληθυσμού (παραλιακούς με ελεύθερους επαγγελματίες, καταστηματάρχες, υπαλλήλους, γεωργούς κλπ, ορεινούς με γεωργούς και κτηνοτρόφους, δασόβιους και παραδασόβιους με άτομα κυρίως τρίτης ηλικίας και στοιχειώδους μόρφωσης) και δέχεται κατά τους θερινούς κυρίως μήνες μεγάλο αριθμό τουριστών, επισκεπτών, κατασκηνωτών κλπ, οι οποίοι έχουν διαφορετική πρόσβαση στην ενημέρωση. Τέλος, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν μεριμνήσει, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε: α) να εκτελεστούν δια των δασικών υπηρεσιών έργα και εργασίες προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης κατά μήκος των δασικών δρόμων, διαπλάτυνσης κα. βελτίωσης των δρόμων αυτών και συντήρησης των υφισταμένων και δημιουργίας νέων αντιπυρικών ζωνών, β) να εκτελεστούν δια της ΔΕΗ και με τη συνεργασία των Δήμων, των δασικών υπηρεσιών, της Πυροσβεστικής και της Πολεοδομίας έργα καθαρισμού της υψηλής βλάστησης στα σημεία που διέρχεται δίκτυο της και αποψίλωσης των χώρων κάτω από τα σημεία ζεύξης, γ) να κατασκευαστούν δια των Δασικών Υπηρεσιών δεξαμενές νερού και να τοποθετηθούν δια της ΔΕΥΑΖ πυροσβεστικοί κρουνοί, μετά από πρόταση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, σε σημεία υψηλής επικινδυνότητας, όπως οι κατοικημένες περιοχές όπου δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν τα εναέρια μέσα ή άλλες περιοχές που δεν υπήρχαν κοντά τους πηγές τροφοδοσίας νερού (ρέματα, λίμνες κλπ) και να συντηρούνται από τους ίδιους φορείς, η πραγματοποίηση των οποίων ήταν αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στα δάση όλων των τροχοφόρων και ιδίως των μεγάλων πυροσβεστικών οχημάτων σε περίπτωση πυρκαγιάς, να καταστεί δυνατός ο έγκαιρος έλεγχος και να εμποδιστεί η διάδοση της και να μπορούν να γίνουν οι σωστοί σχεδιασμοί αντιμετώπισης της και γι' αυτό στις συνεδριάσεις των ΣΝΟ είχαν αναφερθεί τα περισσότερα από τα ζητήματα αυτά και είχαν ληφθεί μεμονωμένες αποφάσεις. Αντίθετα, οι δασικοί δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι και αδιάβατοι από τα χόρτα, οι αντιπυρικές ζώνες ανύπαρκτες και οι δεξαμενές και οι κρουνοί λιγοστοί και με προβλήματα στη λειτουργία τους. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι από αμέλεια, ήτοι επειδή δεν κατέβαλαν την αντικειμενικώς απαιτούμενη προσοχή, που όφειλε με βάση τους νομικούς κανόνες, την πείρα και τη λογική, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει κάθε μετρίως ευσυνείδητος άνθρωπος του κύκλου τους, την οποία μπορούσαν να καταβάλουν λόγω των προσωπικών ιδιοτήτων (Νομάρχης, Δήμαρχος), γνώσεων, ικανοτήτων, επαγγελματικής κατάρτισης (ο πρώτος ήταν γεωπόνος και ο δεύτερος συνταξιούχος αστυνομικός), εμπειρίας (ο πρώτος συμμετείχε στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση από το έτος 1995 και. ο δεύτερος στη τοπική Αυτοδιοίκηση από το έτος 1992) και περιστάσεων, ενόψει και του ότι ήταν πλαισιωμένοι με ειδικές υπηρεσίες (γραφείο πολιτικής προστασίας που υπαγόταν απευθείας σ' αυτούς), όργανα (ΣΝΟ, ΣΤΟ), και πρόσωπα με ιδιαίτερη εκπαίδευση και ειδικές γνώσεις, δεν μερίμνησαν να εκτελεστούν οι προβλεπόμενες από τα παραπάνω έγγραφα και διατάξεις δράσεις για την πρόληψη και τη συνηθισμένη ετοιμότητα, που ήταν αναγκαίες για την μείωση των συνεπειών μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς. Ο κατηγορούμενος, Π. Χρονόπουλος για τις παραπάνω αποδειχθείσες παραλείψεις του ισχυρίζεται ότι από τις προσκομισθείσες, ήδη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συμβάσεις εκτέλεσης έργων καθαρισμού και συντήρησης του επαρχιακού οδικού δικτύου, τόσο του βορείου, όσο και του νοτίου τμήματος του νομού Ηλείας, αλλά και από τις συμβάσεις καθαρισμού των ερεισμάτων και των πρανών του δικτύου αυτού αποδεικνύεται η εκ μέρους του εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης του περί καθαρισμού των ανωτέρω σημείων και μέχρι του σημείου της αρμοδιότητας του. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος, καθώς από την επισκόπηση των εν λόγω συμβάσεων προκύπτει ότι κάποια εκ των έργων αυτών εντάσσονται στην κατηγορία των έργων οδοποιίας, κάποια άλλα σε χωματουργικές εργασίες (εκσκαφές, καθαρισμοί και μορφώσεις τάφρων, κατασκευή επιχωμάτων κλπ), τεχνικές εργασίες (σκυρόδερμα, υπόβαση, σιδηρούς οπλισμός) και ασφαλτικές εργασίες (ασφαλτική επάλειψη κλπ), πέραν του ότι όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι δεν είχαν εκτελέσει έργα και εργασίες προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης σε κράσπεδα και πρανή δρόμων κατά μήκος του επαρχιακού και του αγροτικού οδικού δικτύου, αντιθέτως δε υπήρχαν άφθονα ψηλά και ξηρά χόρτα εκατέρωθεν των αξόνων των δρόμων. Ακολούθως, την 23-8-2007, στα πλαίσια της αρμοδιότητας του για έκδοση ημερήσιου δελτίου για πρόγνωση πυρκαγιάς και κινητοποίησης του δυναμικού και των μέσων πολιτικής προστασίας της χώρας, ο Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης απέστειλε το υπ' αριθμ. 6496/23-8-2007 εξαιρετικά επείγον έγγραφο του σε διάφορες Κρατικές Υπηρεσίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος, οι Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου, Στερεάς Ελλάδας, ιονίων νήσων, Αττικής, Πελοποννήσου, Βορείου και Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης, και οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις των εν λόγω περιφερειών, με την παράκληση προς τις τελευταίες να το αποστείλουν τους οικείους ΟΤΑ (Δήμους και Κοινότητες). Με το έγγραφο αυτό, το οποίο συνοδευόταν από σχετικό Χάρτη Πρόβλεψης Κινδύνου Πυρκαγιάς και είχε θέμα: "λήψη έκτακτων μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας λόγω πολύ υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς", προειδοποιούσε τις ανωτέρω υπηρεσίες ότι την επομένη, Παρασκευή 24-8-2007, ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι πολύ υψηλός (κατηγορία 4), σε διάφορες περιοχές της χώρας, μεταξύ των οποίων και στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδος, όπου ανήκει ο Νομός Ηλείας, και καλούσε τις οικείες Περιφέρειες και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Δήμους και Κοινότητες) που ανήκαν σ' αυτές, να θέσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα και το προσωπικό τους σε μεγίστη ετοιμότητα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσα τυχόν συνέπειες από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών. Επιπλέον, καλούσε τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις των ανωτέρω Περιφερειών, μεταξύ των οποίων και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών τους και σε συνεργασία με τις κατά τόπους Αστυνομικές και Δημοτικές Αρχές να ενημερώσουν τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους για τον πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς προς αποφυγή ενεργειών πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια. Τέλος, καλούσε τα Γραφεία Πολιτικής Προστασίας των ανωτέρω Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, μεταξύ των οποίων και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, να ενημερώσουν τις Εθελοντικές Οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στους χώρους ευθύνης τους σε δράσεις σχετικές με την αντιμετώπιση συνεπειών από την εκδήλωση πυρκαγιών στις ανωτέρω περιοχές, προκειμένου να συνδράμουν το έργο των αρμοδίων αρχών, εφόσον αυτό απαιτηθεί. Εντωμεταξύ η Διεύθυνση Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ηλείας είχε εκπονήσει το από Μάιο 2007 σχέδιο για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών δασών νομού Ηλείας αντιπυρικής περιόδου 2007. Στο υπό στοιχείο 1 κεφάλαιο με υπότιτλο "γενικά" γινόταν αναφορά στα όρια περιοχής ευθύνης μεταξύ των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Πύργου, Αμαλιάδας και Λεχαινών, στην κλάση επικινδυνότητας του Νομού Ηλείας που είναι σύμφωνα με το π.δ. 575/1980 η πρώτη (Α), στις μορφές χρήσης γης, στους εθνικούς δρυμούς, στις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλους, στους υδροβιότοπους, στα μνημεία φύσης, στους παραδοσιακούς οικισμούς, στις κλιματολογικές συνθήκες, και στις εδαφολογικές συνθήκες (κλίσεις) όπως στο σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, στο εθνικό οδικό δίκτυο το οποίο αποτελείται μεταξύ άλλων από τα τμήματα Πύργου Αρχαίας Ολυμπίας (20 χιλιόμετρα) και Πύργου - Κυπαρισσίας κατά μήκος της παραλιακής ζώνης (45 χιλιόμετρα), στο επαρχιακό οδικό δίκτυο το οποίο αποτελείται μεταξύ άλλων από τους επαρχιακούς δρόμους Ζαχάρω - Αμυγδαλιές μέσω Αρήνης - Μίνθης, στο κοινοτικό οδικό δίκτυο που αποτελείται είτε από ασφαλτοστρωμένους είτε από τσιμεντοστρωμένους είτε από χαλικοστρωμένους δρόμους που συνδέουν τις κοινότητες με το επαρχιακό δίκτυο, στο δασικό δίκτυο που αποτελείται κυρίως από δρόμους Γ κατηγορίας (χωματόδρομους) και ανέρχεται σε 800 χιλιόμετρα, στις αντιπυρικές ζώνες που περιγράφονται στο σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, στα δίκτυα υψηλής τάσης της Δ.Ε.Η. που ήταν μεταξύ άλλων και αυτά που διέρχονται από Γρύλλο - Γραίκα- Πλατιάνα -Μάκιστο - Βρεστό - Αμυγδαλιές και παράλληλα από τον εθνικό δρόμο Πύργου Κυπαρισσίας, στα πεδία βολής, στους σκουπιδότοπους και στις χωματερές, στα σημεία υδροληψίας που ήταν για το Δήμο Ζαχάρως δεξαμενή 100 μ3 στη θέση "Ρίζα" Σμέρνας (πλήρωση με φυσική ροή), δεξαμενή 100 μ3 στη θέση "Παλαιοχώρι" του Δημοτικού Διαμερίσματος Χρυσοχωρίου, δεξαμενή 100 μ3 στη θέση "Νεκροταφείο" του Δημοτικού διαμερίσματος Σμέρνας, μαζί με δίκτυο αντιπυρικής προστασίας του οικισμού, δεξαμενή 25 μ3 στην επαρχιακή οδό Βρίνας - Σμέρνας, δεξαμενή 100 μ3 στη θέση "Σαμακιά" του Δημοτικού Διαμερίσματος Ταξιαρχών, τρία υδροστόμια κατά μήκος του δρόμου Θολού - Λεπρέου και υδροστόμια στα δημοτικά διαμερίσματα Ζαχάρως, Καλλίδονας και Σμέρνας, στα ιδιωτικά αντλιοστάσια που ήταν μεταξύ άλλων και του Παπαδόπουλου επί της οδού Ζαχάρως - Αρήνης και του Καισικαρώνη επι της οδού Γιαννιτσοχωρίου -Πρασιδακίου, στα πυροφυλάκια, στις κατασκηνώσεις, στα κάμπινγκ, στους αρχαιολογικούς χώρους, στις μονές, στις περιοχές αυθαίρετης δόμησης και στα στατιστικά στοιχεία των προηγούμενων ετών όπως στο παραπάνω σχέδιο- μνημόνιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκηση Ηλείας, στα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου, που ήταν 32 πυροσβεστικά και 6 άλλου είδους (κλιμακοφόρο, ερπυστιοφόρο, μοτοσυκλέτες, ερανοφόρο, διασωστικό), στα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αμαλιάδας και στα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λεχαινών, στα υπόλοιπα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου (8 βοηθητικά τζιπ, λεωφορεία, επιβατικά), στα υλικά τηλεπικοινωνίας που είναι οι αναμεταδότες και βρίσκονται σε καλή κατάσταση, στα λοιπά υλικά (αλυσοπρίονα, πτυοσκάπανα, επινώτιους πυροσβεστήρες κλπ) της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αμαλιάδος και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λεχαινών, στα πυροσβεστικά οχήματα Δήμων και Κοινοτήτων (Ολυμπίας και Ανδρίτσαινας), στα υδροφόρα οχήματα Δήμων και Κοινοτήτων (Πύργου και Πηνείας), στα σκαπτικά και χωματουργικά μηχανήματα των Νομαρχιών, Δήμων και Κοινοτήτων, μεταξύ των οποίων ήταν και ένας προωθητήρας της Δ.Ε.Υ.Α.Ζ. του Δήμου Ζαχάρως, στις ιδιωτικές υδροφόρες και ιδιωτικά σκαπτικά - χωματουργικά μηχανήματα που μπορούν να επιταχθούν με συνημμένη κατάσταση με ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις και τηλέφωνα ιδιοκτητών, στο μόνιμο προσωπικό, το οποίο στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Πύργου (σταθμός Α τάξης) ανέρχονταν σε 58 άτομα εκ των οποίων 4 εκτελούσαν υπηρεσία γραφείου και ένας ήταν αποσπασμένος στη Διοίκηση Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πατρών, στο Κλιμάκιο Κρεστένων ανέρχονταν σε 24 άτομα εκ των οποίων ένα ήταν αποσπασμένο στη Διοίκηση Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ηρακλείου και τέσσερις εκτελούσαν υπηρεσία γραφείου, στους εθελοντές πυροσβέστες, οι οποίοι στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Πύργου ανέρχονταν στους 11 και κάποιοι θα προσλαμβάνονταν ως εποχιακοί πυροσβέστες, στις εθελοντικές ομάδες πολιτών που υπήρχαν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Αμαλιάδας και στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Λεχαινών, και στις ομάδες πυρασφάλειας των Δήμων και Κοινοτήτων με την επισημείωση ότι δεν έχουν αποσταλεί τέτοια στοιχεία από τους Δήμους. Στο κεφάλαιο 4 με τον τίτλο " επιχειρησιακός σχεδιασμός" γινόταν αναφορά 1) στην εναέρια επιτήρηση με αεροσκάφη από το Α/Δ Επιταλίου όταν η υπηρεσία λαμβάνει σήμα επικινδυνότητας και όταν από τις πυροσβεστικές υπηρεσίες του νομού κρίνονται ορισμένες ημέρες και ώρες επικίνδυνες πχ. αργίες, ημέρες με υψηλές θερμοκρασίες και ισχυρούς ανέμους κλπ, 2) στην επίγεια παρατήρηση με παρατηρητήρια από τα οποία το πυροφυλάκιο Μίνθης θα επανδρωνόταν από ένα άτομο εποχικής απασχόλησης και γνώστη της περιοχής, με εξοπλισμό φορητό ασύρματο και κιάλια, καθ όλη τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, εκτός των ημερών της ημερήσιας ανάπαυσης, από ώρα 11.30 έως ώρα 19.00, 3) στη διασπορά των οχημάτων εκ των οποίων το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Κ 73 θα στάθμευε στη διασταύρωση Κρέστενας και θα επανδρωνόταν από ώρα 11.30 έως ώρα 19.00, το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Β 27 θα στάθμευε στη λίμνη Καϊάφα και θα επανδρωνόταν σε 24ωρη βάση, το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Η 42 θα στάθμευε στη διασταύρωση Θολού και θα επανδρωνόταν από ώρα 11.30 έως ώρα 19.00, εκτός των ημερών με δείκτη επικινδυνότητας 3 συμπεριλαμβανομένου και άνω, κατά τις οποίες θα επανδρωνόταν από ώρα 7.30 έως ώρα 22.00, το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Η 41, θα στάθμευε στην Αρήνη και θα επανδρωνόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 22.00, το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Θ 58 θα στάθμευε στη Σμέρνα και θα επανδρωνόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 22.00 και το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Γ33 θα στάθμευε στη φιγαλεία και θα επανδρωνόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 22.00, και το περιπολικό με τον διακριτικό αριθμό κλήσης Β 49 θα στάθμευε στη Καλλιθέα και θα επανδρωνόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 22.00, 4) στα μικτά περίπολα που θα αποτελούνταν από άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας και του Στρατού και θα περιπολούσαν στα περιαστικά δάση Κρέστενας, Καϊάφα, Κάτω Σαμικού, Αρήνης, Καλίδονα, των οποίων τα δρομολόγια και οι ώρες θα αποφασιστούν μετά από συνεδρίαση και απόφαση του Συντονιστικού Νομαρχιακού Οργάνου, 5) στα περίπολα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που θα γίνονται από τον επιχειρησιακό αξιωματικό, ο οποίος για τις περιοχές ευθύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου και των Πυροσβεστικών κλιμακίων Αρχαίας Ολυμπίας και Κρεστένων θα είναι ένας αξιωματικός με έδρα τον Πύργο από ώρα 14.00 έως ώρα 7.30 της επομένης, θα ακολουθεί σε περίπτωση συμβάντος ταυτόχρονα την έξοδο και θα ενεργεί σε συνεργασία με τη διοίκηση έκτακτες περιπολίες και ελέγχους σε όλα τα περιπολικά προκειμένου να διαπιστώνει αν οι άνδρες των περιπολικών έχουν ετοιμότητα, βρίσκονται στις θέσεις που έχουν οριστεί, φέρουν κανονικά τις στολές τους και αν τα οχήματα και τα υλικά αυτών βρίσκονται σε καλή κατάσταση, 6) στα τηλέφωνα που θα γίνεται αναγγελία της πυρκαγιάς, 7) στις ενέργειες που πρέπει να γίνουν κατά στάδια και στα πρόσωπα που επιλαμβάνονται μετά την αναγγελία της πυρκαγιάς και συγκεκριμένα ότι μετά την αναγγελία της πυρκαγιάς θα ειδοποιείται το πλησιέστερο περιπολικό να μεταβεί στον τόπο του συμβάντος και θα ενημερώνεται ο επιχειρησιακός αξιωματικός και ανάλογα με την σοβαρότητα του συμβάντος θα αναχωρεί με ένα η δυο περιπολικά οχήματα και ένα NISSAN M3, ότι αν το συμβάν είναι μεγάλο η τείνει να λάβει μεγάλες διαστάσεις θα καλούνται για ενίσχυση τα πλησιέστερα περιπολικά και ταυτόχρονα θα ενημερώνεται πληρέστερα για τη διάσταση της πυρκαγιάς το τηλεφωνικό κέντρο και θα ειδοποιείται το ΣΚΕΔ και το τμήμα Π.Σ.Ε.Α. της Νομαρχίας Ηλείας, και ότι ο Διοικητής ή ο επιχειρησιακός αξιωματικός δίνει εντολή για την αποστολή πυροσβεστικών αεροσκαφών CANADAΙR - PEZETEL και για την ενίσχυση από τις πλησιέστερες πυροσβεστικές υπηρεσίες του Νομού, ότι αν το συμβάν είναι σοβαρό θα ενημερώνεται από το τηλεφωνικό κέντρο της Υπηρεσίας ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας, ο Νομάρχης, ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, ο Προϊστάμενος Πολιτικής Προστασίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής, ο Διευθυντής ΣΕ.Τ.ΤΗΛ., ο Διευθυντής Δασών και όποιος άλλος κριθεί αναγκαίο (Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Νοσοκομείο), ότι τη διεύθυνση και τον εντοπισμό για την κατάσβεση της πυρκαγιάς έχει ο διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ή ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που τον αναπληρώνει μέχρι την ειδοποίηση και την άφιξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και ότι αυτός κατευθύνει και συντονίζει και τις ενέργειες των ιδιωτών ή δημοσίων οργάνων που παρέχουν συνδρομή δίνοντας για το σκοπό αυτό τις απαραίτητες οδηγίες, ότι εφόσον υπάρξει εκτίμηση από τον Επιχειρησιακό Αξιωματικό ή τον επικεφαλή των Πυροσβεστικών Δυνάμεων για την αναγκαιότητα κινητοποίησης εναέριων μέσων κατάσβεσης ειδοποιούνται τα Αεροσκάφη PEZETEL μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου και τα Αεροσκάφη CANADAIR μέσω του Σ.Ε,Κ.Υ.Π.Σ. 199 και ότι το πυροσβεστικό προσωπικό σύμφωνα με τον ΚΕΥΠΣ και τις εγκυκλίους διαταγές βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα επί 24ωρης βάσης, 8) οι επικοινωνίες ασύρματες και ενσύρματες του πυροσβεστικού σώματος και των εμπλεκομένων υπηρεσιών, που είναι πέντε σταθμοί βάσης στις πυροσβεστικές υπηρεσίες του Νομού Ηλείας, κινητά τηλέφωνα και τηλέφωνα υπηρεσιών, 9) στους χώρους συγκέντρωσης βοηθητικών δυνάμεων, 10) στην διοικητική μέριμνα (τροφοδοσία, καύσιμα, αποκατάσταση βλαβών) και 11) στην ενίσχυση άλλων πυροσβεστικών υπηρεσιών για κατάσβεση πυρκαγιών με μνεία ότι διατηρούνται τα κρίσιμα μεταξύ άλλων περιπολικά της Σμέρνας και του Καϊάφα. Στο ως άνω σχέδιο επισυνάφθηκαν χάρτες της περιοχής με τις θέσεις των υπηρεσιών - κλιμακίων και των οχημάτων και με το οδικό δίκτυο, πίνακες προσωπικού, οχημάτων, κλπ. Επίσης, προσαρτήθηκε ένα έγγραφο με τον τίτλο "παράρτημα" με το οποίο οριζόταν ότι στο πρώτο στάδιο ετοιμότητας υπάγονται οι δείκτες επικινδυνότητας 1, 2 και 3 και λαμβάνονται τα συνήθη μέτρα, δηλ. αυτά που λαμβάνονται σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό καθημερινά κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου στο δεύτερο στάδιο υπάγεται ο δείκτης επικινδυνότητας 4 και λαμβάνονται επιπρόσθετα μέτρα που αφορούν κυρίως την επάνδρωση όλων των διαθέσιμων πυροσβεστικών οχημάτων, την εκπομπή περισσότερων περιπόλων και περιπολικών οχημάτων ή την αύξηση του χρονικού διαστήματος περιπολίας τους, την επάνδρωση και άλλων πυροφυλακίων, την αλληλοενημέρωση όλων των εμπλεκομένων και την αυξημένη ετοιμότητα τους και το τρίτο στάδιο υπάγεται ο δείκτης επικινδυνότητας 5 και υπάρχει κατάσταση συναγερμού και όλες οι διατιθέμενες δυνάμεις βρίσκονται σε επαγρύπνηση και σε διασπορά, έτοιμες να επέμβουν σε οποιαδήποτε περιοχή ενώ λαμβάνεται κάθε πρόσθετο μέτρο πρόληψης και προστασίας σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣΝΟ. Τέλος, στο ίδιο σχέδιο προσαρτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 7 της ΚΥΑ 12030/1999 ένα δεύτερο έγγραφο με γενικό τίτλο "εμπλοκή της Περιφερειακής Διοίκησης, και της Τοπικής και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών για το έτος 2007, και με τον ειδικότερο τίτλο "υπόμνημα 2, μνημόνιο ενεργειών περιφερειακής διοίκησης Νομαρχιακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης" της Διεύθυνσης Χ. Δασοπυρόσβεσης του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος. Σ' αυτό γινόταν αναφορά στις ενέργειες που πρέπει να κάνει κάθε όργανο της περιφερειακής Διοίκησης και της Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σε όλα τα στάδια ετοιμότητας. Ειδικότερα, για το δεύτερο στάδιο ετοιμότητας - κατηγορία κινδύνου 4, στο οποίο υπάρχουν δυσμενείς καιρικές συνθήκες (ισχυροί άνεμοι, μεγάλες θερμοκρασίες, ξηρασία κλπ) και η επικινδυνότητα έναρξης και εξάπλωσης δασικών πυρκαγιών είναι ιδιαίτερα υψηλή, προβλεπόταν ότι οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις πρέπει να λαμβάνουν τα εξής πρόσθετα μέτρα : α) να λειτουργούν τα τμήματα πολιτικής προστασίας καθημερινά από ώρα 8.00 μέχρι ώρα 20.00 (ή αν διαφορετικά απαιτηθεί), χρησιμοποιώντας τους υπεύθυνους ΠΣΕΑ-Πολιτικής Προστασίας των Διευθύνσεων τους, β) να εφαρμόζουν το εκπονηθέν από το Σ.Ν.Ο. σχέδιο για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων αστυνόμευσης και απαγόρευσης δραστηριοτήτων εντός δασών και δασικών Εκτάσεων και συγκεκριμένα για τη δημιουργία σταθμών ελέγχων, καταγραφής αριθμών πινακίδων και ενημέρωσης διερχόμενων σε προαποφασισμένα σημεία δασικών δρόμων, για την απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων και πρόσωπων σε λίγους εκλεγμένους δρόμους και σε δασικά συμπλέγματα που χαρακτηρίζονται κρίσιμα κατά την διάρκεια επικίνδυνων ημερών ή ωρών γ) να μεριμνούν για την οργάνωση αυξημένου αριθμού περιπολιών σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, οι οποίες θα έχουν οδηγίες να πλησιάζουν όσους ασχολούνται με εργασίες στην ύπαιθρο που εμπερικλείουν κίνδυνο πυρκαγιάς αλλά δεν απαγορεύονται από το νόμο και να κάνουν συστάσεις για αυξημένη προσοχή, δ) να ενεργοποιούν το δίκτυο επικοινωνίας και τη συνεχή επαφή όλων των εμπλεκομένων φορέων για την άμεση κινητοποίηση των δυνάμεων, ε) να θέτουν σε επιφυλακή και επαγρύπνηση όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και στ) να διαβιβάζουν τις αποφάσεις του Συντονιστικού Νομαρχιακού Οργάνου προς τους Δήμους και τις Κοινότητες για ανάλογη εφαρμογή τους. Επίσης, οι Δήμοι και οι Κοινότητες πρέπει να λαμβάνουν τα εξής πρόσθετα μέτρα: α) να ειδοποιούν τους κατόχους προωθητικών και σκαπτικών μηχανημάτων, πυροσβεστικών και υδροφόρων οχημάτων που μπορούν να συνδράμουν στην καταστολή για τη μη απομάκρυνση τους από την περιοχή χωρίς ιδιαίτερο λόγο και τη συνεχή επικοινωνία τους με τις αρχές, β) να ειδοποιούν τις ομάδες πυρασφάλειας και τις εθελοντικές ομάδες για τη γρήγορη συγκρότηση τους εάν αυτό απαιτηθεί, γ) να φυλάγουν τις χωματερές ή τους χώρους απόθεσης απορριμμάτων με προσωπικό των δήμων, δ) να θέτουν σε επιφυλακή το προσωπικό των Δήμων και των Κοινοτήτων έτσι ώστε να κινητοποιηθεί άμεσα ο μεγαλύτερος αριθμός μέσων εάν αυτό απαιτηθεί, ε) να οργανώνουν ομάδες εθελοντών ή δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων για την περιπολία στα περιαστικά δάση και άλση και στ) να έχουν συνεχή επικοινωνία με τα ΠΣΕΑ Νομαρχίας και την τοπική Πυροσβεστική Υπηρεσία για την οργανωμένη και αποτελεσματική επέμβαση εάν αυτό απαιτηθεί. Τέλος, η Πυροσβεστική Υπηρεσία Ηλείας, έπρεπε να λάβει όλα τα επιπρόσθετα μέτρα που αφορούν κυρίως την επάνδρωση όλων των διαθέσιμων πυροσβεστικών οχημάτων, την εκπομπή επιπλέον περιπόλων και περιπολικών οχημάτων ή την αύξηση του χρονικού διαστήματος περιπολίας τους, την επάνδρωση και άλλων πυροφυλακίων, την αλληλοενημέρωση όλων των εμπλεκομένων και την αυξημένη ετοιμότητα τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κατηγορούμενος Χ. Κ. που γνώριζε ότι η περιοχή Σμέρνας, όρος Λαπιθα, είναι μια εκ των πλέον επικίνδυνων περιοχών χωρικά και χρονικά για την εκδήλωση της πυρκαγιάς κατά τις μεσημεριανές και απογευματινές ώρες του Αυγούστου, έπρεπε μετά τη λήψη του ανωτέρω εγγράφου του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας να το στείλει αμέσως και χωρίς χρονοτριβή στους Δήμους και στις Κοινότητες του Νομού και να λάβει τα εξής πρόσθετα μέτρα στα πλαίσια του υφιστάμενου σχεδιασμού ανά κατηγορία κινδύνου: α) να ενημερώσει τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους του νομού για τον πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς προς αποφυγή ενεργειών πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του και σε συνεργασία με τις κατά τόπους Αστυνομικές και Δημοτικές Αρχές, β) να ενημερώσει τις Εθελοντικές Οργανώσεις και τους εθελοντές που δραστηριοποιούνταν στους χώρους ευθύνης του σε δράσεις σχετικές με την αντιμετώπιση συνεπειών από την εκδήλωση πυρκαγιών στις ανωτέρω περιοχές, γ) να θέσει τις δικές του υπηρεσίες (της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας), το προσωπικό και τα υλικοτεχνικά μέσα σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή, δ) να λειτουργήσει άμεσα το Τμήμα Πολιτικής Προστασίας από ώρα 08:00 έως ώρα 20:00, ε) να θέσει τις υπόλοιπες υπηρεσίες του νομού που ήταν υπεύθυνες σε επιχειρησιακό επίπεδο για επιμέρους δράσεις της πολιτικής προστασίας (όπως Πυροσβεστικό Υπηρεσία, Λιμενικό Σώμα, Διεύθυνση Ελληνικής Αστυνομίας, Ε.Κ.Α.Β., Ενοπλες Δυνάμεις, Ο.Α.Σ.Π., υπηρεσίες των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α., Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ε.Υ.Δ.Α.Π., Δ.ΕΠ.Α, Ε.Μ.Υ, νοσοκομεία), σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή, στ) να ενεργοποιήσει το δίκτυο επικοινωνίας και να εξασφαλίσει τη συνεχή επαφή των παραπάνω εμπλεκομένων υπηρεσιών για την άμεση κινητοποίηση των δυνάμεων, ζ) να εφαρμόσει το εκπονηθέν από το Συντονιστικό Νομαρχιακό Όργανο σχέδιο για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων αστυνόμευσης και απαγόρευσης δραστηριοτήτων εντός δασών και δασικών εκτάσεων και ειδικότερα, να δημιουργήσει σταθμούς ελέγχου, καταγραφής αριθμών πινακίδων και ενημέρωσης διερχόμενων σε προαποφασισμένα σημεία δασικών δρόμων, καθώς επίσης καινά απαγορεύσει την κυκλοφορία οχημάτων και προσώπων σε λίγους επιλεγμένους δρόμους σε δασικά συμπλέγματα που χαρακτηρίζονται κρίσιμα, η) να μεριμνήσει για την οργάνωση αυξημένου αριθμού περιπολιών από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Ν. Ηλείας, συμφωνά με τα επιχειρησιακά σχεδία της, οι οποίες να πλησιάζουν όσους ασχολούνται με εργασίες στην ύπαιθρο που εμπερικλείουν κίνδυνο πυρκαγιάς αλλά δεν απαγορεύονται από το νόμο και να κάνουν συστάσεις για αυξημένη προσοχή, θ) να συντονίσει τη δράση του με τους Προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων για την ενημέρωση των πολιτών τους για τον τρόπο αντιμετώπισης ενδεχόμενης πυρκαγιάς και για τις οδούς διαφυγής σε περίπτωση διακινδύνευσης της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας τους και ι) να διαβιβάσει τις αποφάσεις του Συντονιστικού Νομαρχιακού Οργάνου προς τους Δήμους και τις Κοινότητες για την ανάλογη εφαρμογή τους. Ο εν λόγω κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν είχε σχετική προς τα ανωτέρω υποχρέωση για τους παρακάτω λόγους: ι) το προαναφερόμενο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής προστασίας τον καλούσε να θέσει σε ετοιμότητα τις υπηρεσίες, το προσωπικό και τα υλικοτεχνικά μέσα μόνο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ιι) το μνημόνιο που προσαρτήθηκε στο αντιπυρικό σχέδιο της Πυροσβεστικής υπηρεσίας και προέβλεπε πρόσθετες υποχρεώσεις σε βάρος του δεν είχε συνταχθεί από την Υπηρεσία του, δεν του είχε κοινοποιηθεί και δεν τον δέσμευε με κανένα τρόπο, ιιι) με το Ν.2218/1994 που κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 30/1995, σε συνδυασμό με το Ν. 2503/1997, ο Νομάρχης έπαψε να είναι διορισμένος και κατέστη αιρετός, οι εξουσίες του που απέρρεαν από την ιδιότητα του ως εκπροσώπου του κράτους να προΐσταται των δημοσίων υπηρεσιών του νομού, να ασκεί εποπτεία στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ, στις αστυνομικές επιτροπές κ.α., μεταβιβάστηκαν στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, και δεν έχει πλέον αρμοδιότητα να τις εποπτεύει, καθοδηγεί, κινητοποιεί, συντονίζει και ελέγχει αλλά μόνο να συνεργάζεται μαζί τους και ιν) διότι οι περισσότερες από τις υποχρεώσεις αυτές δεν ήταν δυνατόν υπό τις επικρατούσες περιστάσεις να εκπληρωθούν. Όπως προέκυψε από τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα, στο νομό Ηλείας δεν υπήρχαν άλλες εθελοντικές οργανώσεις, εκτός από τον Ερυθρό Σταυρό, που ο σκοπός τους να αφορά δράσεις πρόληψης, αντιμετώπισης και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές, να είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο εθελοντών και να έχουν ενταχθεί επιχειρησιακά στο Συντονιστικό Νομαρχιακό Όργανο, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν με ασφάλεια και αποδοτικότητα σε τέτοια συμβάντα. Επίσης, δεν ήταν εφικτό στα δάση του νομού Ηλείας να ληφθούν μέτρα αστυνόμευσης από τις αστυνομικές αρχές, διότι δεν ήταν αμιγή αλλά διακόπτονταν από γεωργικές και οικιστικές εκτάσεις, δεν είχαν μία είσοδο και έξοδο αλλά πολλές εισόδους και εξόδους προς αυτές και στα περισσότερα σημεία εφάπτονταν με το επαρχιακό και το αγροτικό οδικό δίκτυο. Ακόμη, δεν ήταν εφικτό, να οριστούν εκ των προτέρων συγκεκριμένοι δρόμοι διαφυγής των κατοίκων σε περίπτωση πυρκαγιάς, για τους οποίους δεν θα υπήρχε κίνδυνος να καταστούν απροσπέλαστοι,, αδιάβατοι, ανασφαλείς και επικίνδυνοι από την επέκταση της φωτιάς, διότι η γεωμορφολογία των περιοχών ήταν ιδιαίτερη και το οδικό δίκτυο ήταν αραιό με ελάχιστους διαμορφωμένους δρόμους και περισσότερα αδιαμόρφωτα μονοπάτια. Και να ήταν όμως εφικτό, προϋπέθετε προηγούμενη διαβούλευση με ευρύ φάσμα εξειδικευμένων φορέων (μηχανικών, τοπογράφων, νομικών, τεχνικών υπηρεσιών) και κατάρτιση επιχειρησιακού σχεδίου, το οποίο μεταξύ άλλων να εντοπίζει τα σημεία που θα υπήρχε μέγιστη φόρτιση και συμφόρηση και να απαντά πως θα συμπεριφερόταν το οδικό δίκτυο με τη δέσμευση ορισμένων δρόμων για απομάκρυνση του πληθυσμού και να προβλέπει εφεδρικές λύσεις. Όμως, ήταν εφικτό να οριστούν χώροι ασφαλούς συγκέντρωσης (π.χ. πλατείες, όπως της Αρτέμιδας, σχολεία, γήπεδα κλπ) του πληθυσμού και ιδίως των μελών του που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν με ίδια μέσα (ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, παιδιά κλπ). Τέλος, κανένα αποτέλεσμα δεν θα επέφερε η διαβίβαση των αποφάσεων των ΣΝΟ στους Προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων,, αφού αυτές δεν περιείχαν εξειδικευμένες δράσεις και μέτρα και δεν 6α μπορούσαν χρησιμοποιηθούν από τους τελευταίους για ανάλογη εφαρμογή. Κατά τα λοιπά κρίνεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, εφόσον είχε την ιδιότητα του Νομάρχη Ηλείας, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, που πήγαζε από το προαναφερόμενο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα πολιτικής προστασίας, το οποίο ήταν δεσμευτικό, αφού είχε εκδοθεί στα πλαίσια της εξουσίας του να προετοιμάζει και να κινητοποιεί τον μηχανισμό της πολιτικής προστασίας της χώρας για την αντιμετώπιση κάθε μορφής καταστροφών στο πλαίσιο του υφιστάμενου σχεδιασμού ανά κατηγορία κινδύνου, να ενεργήσει όσα αναφέρονται σ' αυτό, δηλ. να ενημερώσει τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους για τον πολύ ψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς μέσω των αρμοδίων. Υπηρεσιών του σε συνεργασία με τις δημοτικές και αστυνομικές αρχές, να ενημερώσει τις υφιστάμενες εθελοντικές οργανώσεις και να θέσει σε μέγιστη ετοιμότητα "όλα" τα διαθέσιμα μέσα του Νομού Ηλείας. Επίσης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε α)από το παραπάνω αντιπυρικό σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προέβλεπε ως μέτρο ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών την λειτουργία της πολιτικής προστασίας σε 24ωρη βάση και τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων (Πυροσβεστική, Αστυνομία, Δασαρχείο, Δήμος, Νομαρχία, Περιφέρεια, ΔΕΗ. ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ και ιδιώτες) και ήταν δεσμευτικό και εκτελεστό, και β) από το παραπάνω αντιπυρικό σχέδιο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προέβλεπε ως μέτρο ετοιμότητας σε περίπτωση κατηγορίας κινδύνου δασικών πυρκαγιών 4 για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση την θέση σε επιφυλακή και επαγρύπνηση όλων των εμπλεκομένων φορέων, την ενεργοποίηση του δικτύου επικοινωνίας μεταξύ τους και την εξασφάλιση της συνεχούς επαφής τους και για την πυροσβεστική Υπηρεσία την οργάνωση αυξημένων περιπολιών, του είχε κοινοποιηθεί για γνώση και εναρμόνιση και ήταν δεσμευτικό και εκτελεστό και για τον ίδιο (βλ. την επισήμανση στο αντιπυρικό σχέδιο της υπηρεσίας του, η οποία έχει τεθεί προφανώς προς άρση αβεβαιοτήτων, ότι δεν υποκαθιστά το αντιπυρικό σχέδιο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο οφείλει να συντονίζει τους παραπάνω φορείς, και ότι λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτό), να ενεργοποιήσει το δίκτυο επικοινωνίας, να θέσει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε επαγρύπνηση και επιφυλακή και να εξασφαλίσει την συνεχή επαφή και συνεργασία τους. Τέλος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε από τα άρθρα 12 παρ. 1 εδ. ε του Ν. 3013/2002 και 5 περ. 4 για τις Ν.Α της ΥΑ 1299/2003, τα οποία του ανέθεταν την ευθύνη της διάθεσης και του συντονισμού δράσης του απαραίτητου δυναμικού και μέσων του νομού μεταξύ άλλων και στο στάδιο της ετοιμότητας, δεδομένου ότι με το προαναφερόμενο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα πολιτικής προστασίας ο νομός είχε εισέλθει σε στάδιο αυξημένης ετοιμότητας, με την έννοια του κεφαλαίου "ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ" της ΥΑ, 1299/2003, κατά την οποία εκτός από την ενεργοποίηση του συστήματος επικοινωνίας και ροής πληροφοριών για την συνεννόηση μεταξύ των εμπλεκομένων και τη λήψη αποφάσεων που εφαρμόζεται στο στάδιο της συνηθισμένης ετοιμότητας, λαμβάνονται και πρόσθετα μέτρα ευρύτερης κινητοποίησης του μηχανισμού πολιτικής προστασίας, να προετοιμάσει, οργανώσει και συντονίσει τη δράση όλων των εμπλεκομένων φορέων του κρατικού μηχανισμού σε επίπεδο νομού για την διασφάλιση της ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ενδεχόμενης πυρκαγιάς και συνεπώς να μεριμνήσει για την οργάνωση αυξημένων περιπολιών από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Ηλείας και να συντονίσει τη δράση του με τους Προέδρους των Δημοτικών διαμερισμάτων για την ενημέρωση των πολιτών τους ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης ενδεχόμενης πυρκαγιάς και τους χώρους ασφαλούς συγκέντρωσης τους. Τόσο στα "διαθέσιμα μέσα" που αναφέρονται στο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας όσο και στο "απαραίτητο δυναμικό και μέσα" που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις, περιλαμβάνονται σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 3 παρ. 1 β του Ν. 3013/2002 και του υποκεφαλαίου Β του κεφαλαίου 2 της ΥΑ 1299/2003, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών και οι υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, που είναι υπεύθυνες σε επιχειρησιακό επίπεδο για τις επιμέρους δράσεις πολιτικής προστασίας και κυρίως για την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση των καταστροφών (όπως Πυροσβεστικό Σώμα, Λιμενικό Σώμα, ΕΛ.ΑΣ, Ε.Κ.Α.Β., Ενοπλες Δυνάμεις, Ο.Α.Σ.Π., υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και των πρωτοβάθμιων ΟΙΑ., Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., Ε.Υ.Δ.Α.Π., Δ.ΕΠ.Α, Ε.Μ.Υ.). Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι στο δυναμικό και οτα μέσα της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. ε του Ν. 3013/2002 και της ΥΑ 1299/2003 δεν περιλαμβάνονται όλες οι κρατικές υπηρεσίες αλλά μόνο οι υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση, διότι το ακριβές νόημα του νόμου προκύπτει από αυτό που γράφεται στη σχετική διάταξη και όχι από την εξήγηση που δίνεται γι' αυτή απο τον νομοθέτη, εκτός αν συνιστά αυθεντική ερμηνεία (περίπτωση που δεν υπάρχει εν προκειμένω) και από τις διάφορες διατάξεις των ανωτέρω νομοθετημάτων που μνημονεύονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όπως η παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3013/2012 που ορίζει ως κατάσταση κινητοποίησης πολιτικής προστασίας την ενεργοποίηση και κλιμάκωση της δράσης του δυναμικού και των μέσων της σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, η παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3013/2002, που ρυθμίζει την δημιουργία αυτοτελούς γραφείου πολιτικής προστασίας στην έδρα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και ορίζει ότι στην αρμοδιότητά του υπάγεται μεταξύ άλλων ο συντονισμός όλων των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και των Νομαρχιακών Διαμερισμάτων, καθώς και του δημόσιου και ιδιωτικού δυναμικού και μεσών για την εξασφάλιση της ετοιμότητας, την αντιμετώπιση των καταστροφών και την αποκατάσταση των ζημιών, συνάγεται το αντίθετο. Εξάλλου, οι διατάξεις αυτές είναι νεώτερες και ειδικότερες από τις διατάξεις των Ν.2218/1994 και Ν. 2503/1997, και θεσπίζουν ένα πλαίσιο με συγκεκριμένους φορείς, όργανα, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που αφορούν την πολιτική προστασία της χώρας από το κεντρικό επίπεδο μέχρι και το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο υπάγεται ως αυτοτελές όργανο και ο Νομάρχης. Ο κατηγορούμενος Χ. Κ. απέστειλε το παραπάνω έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της πολιτικής προστασίας μόνο στους Δήμους του Νομού με ΦΑΞ το μεσημέρι της 23-8-2007. Ακολούθως, εκτελώντας την σχετική εντολή αυτού, καθώς και την υπ' αριθ. 203/9-7-2007 απόφαση που είχε λάβει το Γραφείο πολιτικής προστασίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης για 24ωρη επιφυλακή στα επίπεδα 3, 4, 5 του χάρτη επικινδυνότητας, έθεσε το Γραφείο Κίνησης που διαχειριζόταν το προσωπικό, τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών που διέθετε τα μηχανήματα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και το γραφείο πολιτικής προστασίας σε τέτοια επιφυλακή και ετοιμότητα. Επίσης, ενημέρωσε τον εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού στο νομό Χάρη Λαμπρόπουλο, που ο σκοπός του επικεντρώνεται σε δράσεις αποκατάστασης από τις φυσικές καταστροφές. Ακόμη, έδωσε στις εφημερίδες "Πρωινή" και "Πατρίς", που εκδίδονται στον Πύργο και κυκλοφορούν σε ολόκληρο το νομό Ηλείας, κείμενο για δημοσίευση, με το οποίο πληροφορούσε τους πολίτες για το έγγραφο που απέστειλε η Γενική Γραμματεία πολιτικής προστασίας, τον κίνδυνο πυρκαγιάς που απειλούσε την επόμενη ημέρα το Νομό, και την ετοιμότητα των κρατικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της και τους καλούσε να αποφύγουν ενέργειες στην ύπαιθρο που μπορούσαν να προκαλέσουν πυρκαγιά από αμέλεια. Ο τρόπος όμως αυτός ενημέρωσης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στον τομέα της πρόληψης, δεν ήταν πρόσφορος και επαρκής για τις κατηγορίες πολιτών που αφορούσε (κτηνοτρόφους, αγρότες, και μελισσοκόμους), οι οποίες αριθμούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της επαρχίας και περιελάμβαναν πρόσωπα μεγάλης κυρίως ηλικίας, που ανάλωναν τον περισσότερο χρόνο τους στην ύπαιθρο και είχαν ελάχιστη πρόσβαση στον τύπο. Επιπλέον, δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας πολιτικής προστασίας με το προαναφερόμενο έγγραφό του, για συνεργασία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης στον τομέα αυτό με άλλες υπηρεσίες (Δημοτικές Αρχές και αστυνομικές αρχές), προφανώς διότι θεωρούσε τα συνηθισμένα μέτρα (δελτία τύπου, εκπομπές κλπ) μη επαρκή για τις περιστάσεις. Για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του ο κατηγορούμενος έπρεπε να προχωρήσει σε μια πιο άμεση και πιο προσωπική ενημέρωση σε συνεργασία με τις κατά τόπους αστυνομικές και δημοτικές αρχές, που να περιλαμβάνει προφορικές ανακοινώσεις, διανομή φεϊγβολάν, φυλλαδίων, μεγαφωνικές ειδοποιήσεις κλπ στους χώρους εργασίας (χωράφια, στάβλους), συνάθροισης (πλατείες, γήπεδα), ψυχαγωγίας (καφενεία κλπ) από τα οχήματα του Δήμου και της Αστυνομίας Ζαχάρως που έκαναν περιπολίες, από τους δημοτικούς άρχοντες, από τους υπαλλήλους των δημοτικών και κοινοτικών καταστημάτων κ.ά.., και να εστιάζει τόσο τον απειλούμενο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς όσο και στις ενέργειες που πρέπει να αποφευχθούν. Επίσης, ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν ενημέρωσε τους Προέδρους των Δημοτικών Διαμερισμάτων για το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της πολιτικής προστασίας και τα μέτρα που ζητούσε. Επίσης, δεν έθεσε σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή τις άλλες υπηρεσίες, για την ευρύτερη κινητοποίηση της πολιτικής προστασίας σε επίπεδο νομού, δεν ενεργοποίησε τις διαύλους διαρκούς επικοινωνίας και δεν εξασφάλισε τη συνεχή επαφή μεταξύ τους, για την ανταλλαγή πληροφοριών, τη συνεννόηση και τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες συμβάλλουν στον καθορισμό των προτεραιοτήτων, στη βελτιστοποίηση των μεθόδων, στην εξάλειψη των παρενεργειών, στην αντιμετώπιση απροβλέπτων αναγκών και τελικά στον αποτελεσματικό συντονισμό κατά την διάρκεια των γεγονότων, μέσω των υπηρεσιακών τηλεφώνων, των κινητών τηλεφώνων και των ασυρμάτων που είχαν γνωστοποιήσει και περιλαμβάνονταν στα αντιπυρικά σχέδια. Ακόμη, ο κατηγορούμενος δεν μερίμνησε για την εκπομπή περισσότερων περιπόλων από την Πυροσβεστική Υπηρεσία σύμφωνα με το αντιπυρικό σχέδιο της, για να πλησιάζουν τους κατοίκους και να τους κάνουν συστάσεις για αποφυγή επικίνδυνων για εκδήλωση πυρκαγιάς ενεργειών. Τέλος, δεν συντόνισε τη δράση του με τους προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων, που είχαν τη γνώση της διαμόρφωσης του ανάγλυφου της περιοχής και της σύνθεσης του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, κατάκοιτοι, παιδιά κλπ) και την κατανόηση των υφισταμένων σχέσεων μεταξύ των μελών του, για την ενημέρωση των τελευταίων για τα βασικά τουλάχιστον μέτρα ετοιμότητας και αυτοπροστασίας σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς (κατάλληλος ρουχισμός, τηλεφωνικές επαφές κλπ) και για τους χώρους ασφαλούς συγκέντρωσης (τουλάχιστον μέχρι να επιληφθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες), οι οποίοι δεν είχαν ενημερωθεί ούτε στα προηγούμενα στάδια της πρόληψης και της συνηθισμένης ετοιμότητας και ο αριθμός τους είχε αυξηθεί από φιλοξενούμενους, επισκέπτες, παιδιά κλπ., λόγω θερινών διακοπών. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος Π. Χ., που γνώριζε ότι η περιοχή Σμέρνας,/όρος Λαπιθα, είναι μία εκ των πλέον επικίνδυνων περιοχών χωρικά και χρονικά για την εκδήλωση της πυρκαγιάς κατά τις μεσημεριανές και απογευματινές ώρες του Αυγούστου, έπρεπε μετά τη λήψη του εγγράφου του Γενικού Γραμματέα της Πολιτικής Προστασίας από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας, να το διαβιβάσει αμέσως και χωρίς χρονοτριβή στις Κοινότητες του Δήμου του και να λάβει τα εξής πρόσθετα μέτρα ετοιμότητας: α) να ενημερώσει τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους του Δήμου για τον πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς προς αποφυγή ενεργειών πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του και σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και τις κατά τόπους Αστυνομικές Αρχές, β) να ενημερώσει τις Εθελοντικές Οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στους χώρους ευθύνης του σε δράσεις σχετικές με την αντιμετώπιση συνεπειών από την εκδήλωση πυρκαγιών, γ) να θέσει τις δικές to υ υπηρεσίες (του Δήμου Ζαχάρως), το προσωπικό και τα υλικοτεχνικά μέσα σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή, δ) να θέσει τις υπόλοιπες υπηρεσίες Δήμου Ζαχάρως που ήταν υπεύθυνες σε επιχειρησιακό επίπεδο για επιμέρους δράσεις της πολιτικής προστασίας (κλιμάκιο της πυροσβεστικής, αστυνομικό τμήμα, λιμενικό σταθμό, κέντρα υγείας, Ένοπλες Δυνάμεις, κλπ.), σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή, ε) να ενεργοποιήσει το δίκτυο επικοινωνίας και να εξασφαλίσει τη συνεχή επαφή και συνεργασία όλων των παραπάνω εμπλεκομένων υπηρεσιών για την άμεση κινητοποίηση των δυνάμεων, στ) να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το Γραφείο Πολιτικής Προστασίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και την Πυροσβεστική Υπηρεσία, ζ) να ειδοποιήσει τους κατόχους προωθητικών-σκαπτικών μηχανημάτων, πυροσβεστικών και υδροφόρων οχημάτων, που μπορούν να συνδράμουν στην καταστολή πυρκαγιάς για τη μη απομάκρυνση τους από την περιοχή χωρίς ιδιαίτερο λόγο και τη συνεχή επικοινωνία τους με τις αρχές, η) να ειδοποιήσει τις ομάδες πυρασφάλειας και τις εθελοντικές ομάδες για τη γρήγορη συγκρότηση τους εάν αυτό απαιτηθεί, θ) να οργανώσει ομάδα εθελοντών ή δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων για περιπολία σε περιαστικά δάση και άλση και ι) να συντονίσει τη δράση του με τους προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων για την ενημέρωση των κατοίκων τους για τον τρόπο αντιμετώπισης ενδεχόμενης πυρκαγιάς, και κατά το κατηγορητήριο για τις οδούς διαφυγής τους σε περίπτωση διακινδύνευσης της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας τους. Στο Δήμο Ζαχάρως δεν υπήρχαν το έτος 2007 εθελοντικές οργανώσεις, που ο σκοπός τους να αφορά δράσεις πρόληψης, αντιμετώπισης και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές, να είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο εθελοντών και να έχουν ενταχθεί επιχειρησιακά στο Νομαρχιακό συντονιστικό Όργανο, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν με ασφάλεια και αποδοτικότητα σε τέτοια συμβάντα. Κατά τα λοιπά αυτός, με την ιδιότητα του Δήμαρχου Ζαχάρως, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, που πήγαζε από το προαναφερόμενο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα πολιτικής προστασίας, το οποίο ήταν δεσμευτικό, αφού είχε εκδοθεί στα πλαίσια της εξουσίας του να προετοιμάζει τον μηχανισμό της πολιτικής προστασίας της χώρας για την αντιμετώπιση κάθε μορφής καταστροφών στο πλαίσιο του υφιστάμενου σχεδιασμού ανά ισηγορία κινδύνου, να ενεργήσει όσα αναφέρονται σ' αυτό, δηλ. να ενημερώσει τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους για τον πολύ ψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς μέσω των αρμοδίων Υπηρεσιών του σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και τις Αστυνομικές Αρχές και να θέσει σε ετοιμότητα "όλα", τα διαθέσιμα μέσα του Δήμου Ζαχάρως. Επίσης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε α) από το παραπάνω αντιπυρικό σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προέβλεπε ως μέτρο ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων (Πυροσβεστική, Αστυνομία, Δασαρχείο, Δήμος, Νομαρχία, Περιφέρεια, ΔΕΗ. ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ και ιδιώτες), αφού ο Δήμος Ζαχάρος δεν είχε συντάξει δικό του μνημόνιο και β) από το παραπάνω αντιπυρικό σχέδιο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο όπως προαναφέρθηκε προέβλεπε, ως μέτρο ετοιμότητας σε περίπτωση κατηγορίας κινδύνου δασικών πυρκαγιών 4 για τους Δήμους την ειδοποίηση των κατοχών προωθητικών - σκαπτικών, πυροσβεστικών και υδροφόρων οχημάτων, που μπορούσαν να συνδράμουν στην καταστολή της πυρκαγιάς, την ειδοποίηση των ομάδων πυρασφάλειας, την οργάνωση ομάδων δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων για περιπολία σε περιαστικά δάση και άλση και την συνεχή επικοινωνία των Δήμων με τα ΠΣΕΑ Νομαρχίας και την Πυροσβεστική Υπηρεσία, είχε περιέλθει σε γνώση του και ήταν δεσμευτικό και για τον ίδιο, αφού ο Δήμος Ζαχάρως δεν είχε συντάξει μνημόνιο ενεργειών και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας παρέπεμπε για τη συμπλήρωση των κενών του δικού της σχεδίου στο σχέδιο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, να ειδοποιήσει τους κατόχους των παραπάνω μηχανημάτων, να ειδοποιήσει τις ομάδες πυρασφάλειας, να οργανώσει ομάδες δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων για περιπολία σε περιαστικά δάση και άλση, να ενεργοποιήσει το δίκτυο επικοινωνίας των εμπλεκομένων φορέων και να εξασφαλίσει τη συνεχή επαφή και συνεργασία μεταξύ τους σε επίπεδο Δήμου και συνεπώς και την επαφή της δικής του Υπηρεσίας με τα ΠΣΕΑ Νομαρχίας και την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Τέλος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε από το άρθρο 13 παρ. 1 εδ. ε του Ν. 3013/2002 και το κεφάλαιο 5 περ. 2 και 3 για τους ΟΤΑ της ΥΑ 1299/2003, τα οποία του ανέθεταν την ευθύνη της διάθεσης και του συντονισμού δράσης του απαραίτητου δυναμικού και μέσων εντός των ορίων του Δήμου Ζαχάρως μεταξύ άλλων και στο στάδιο της ετοιμότητας, όπως το δυναμικό, τα μέσα και η κατάσταση ετοιμότητας προσδιορίστηκαν στο αντίστοιχο σκέλος του κατηγορουμένου Χ. Κ., να προετοιμάσει, οργανώσει και συντονίσει τη δράση όλων των εμπλεκομένων φορέων του κρατικού μηχανισμού σε επίπεδο Δήμου για την διασφάλιση της ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ενδεχόμενης πυρκαγιάς και συνεπώς να συντονίσει τη δράση του με τους Προέδρους των Δημοτικών διαμερισμάτων για την ενημέρωση των πολιτών τους ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης ενδεχόμενης πυρκαγιάς και τους χώρους ασφαλούς συγκέντρωσης τους. Μετά τη λήψη του εγγράφου του Γενικού Γραμματέα πολιτικής προστασίας ο κατηγορούμενος Π. Χ. έθεσε σε 24ωρη επιφυλακή, επαγρύπνηση και ετοιμότητα το προσωπικό του γραφείου του, το προσωπικό του γραφείου πολιτικής προστασίας και το προσωπικό της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, που διαχειριζόταν τα μηχανήματα του (δύο τσάπες και δύο φορτωτές). Επίσης, συγκρότησε ομάδες από τον Δήμο Ζαχάρως, οι οποίες ενεργούσαν περιπολίες στη χωματερή, και στα παραλιακά δάση της Ζαχάρως, δεδομένου ότι στην περιοχή δεν υπήρχαν κατ' ακριβολογία περιαστικά δάση και άλση. Ο κατηγορούμενος όμως δεν ενημέρωσε τους Προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων για το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της πολιτικής προστασίας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την έλλειψη οποιασδήποτε (έστω και στοιχειώδους) προετοιμασίας, εγρήγορσης και επαγρύπνησης τους, την έκπληξη, τον αιφνιδιασμό και την απώλεια ψυχραιμίας που υπέστησαν και την απουσία οποιασδήποτε οργανωμένης προσπάθειας για να ελέγξουν την κατάσταση. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος δεν ενημέρωσε τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους μελισσοκόμους για τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς με τον τρόπο που αναφέρθηκε στο αντίστοιχο σκέλος του κατηγορουμένου Χ. Κ., δηλ. με άμεσο και προσωπικό σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας και τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, που να περιλαμβάνει προφορικές ανακοινώσεις, διανομή φεϊγβολάν, φυλλαδίων, μεγαφωνικές ειδοποιήσεις κλπ στους χώρους εργασίας (χωράφια, στάβλους), συνάθροισης (πλατείες, γήπεδα), ψυχαγωγίας (καφενεία κλπ) από τα οχήματα του Δήμου και της Αστυνομίας που έκαναν περιπολίες, από τους δημοτικούς και κοινοτικούς άρχοντες και υπαλλήλους κλπ και να εστιάζει τόσο τον απειλούμενο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς όσο και στις ενέργειες που πρέπει να αποφευχθούν. Επίσης, δεν έθεσε σε μέγιστη ετοιμότητα, επαγρύπνηση και επιφυλακή τις άλλες υπηρεσίες, για την ευρύτερη κινητοποίηση της πολιτικής προστασίας σε επίπεδο Δήμου, δεν ενεργοποίησε τις διαύλους διαρκούς επικοινωνίας και δεν εξασφάλισε τη συνεχή επαφή και συνεργασία μεταξύ τους, ούτε βρισκόταν ο ίδιος σε συνεχή επικοινωνία με το γραφείο πολιτικής προστασίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και την Πυροσβεστική Υπηρεσία για συνεχή και επισταμένη ανταλλαγή πληροφοριών, συνεννόηση και λήψη αποφάσεων. Ακόμη, ο κατηγορούμενος δεν ειδοποίησε τους ιδιώτες που διατηρούσαν στο Δήμο Ζαχάρως εργοτάξια με διάφορα χωματουργικά μηχανήματα και υδροφόρες και μπορούσαν να συνδράμουν με καθαρισμό του εδάφους, διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, μεταφορά νερού κλπ στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, να μην απομακρυνθούν χωρίς ιδιαίτερο λόγο και να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τις αρχές. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος δεν ειδοποίησε τις ομάδες πυρασφάλειας για τη γρήγορη συγκρότηση τους μόλις κρινόταν απαραίτητο, οι οποίες μπορούσαν να συνδράμουν στην επιτήρηση και στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και έτσι τα μέλη τους ήταν ανημέρωτα και απόντα από τις καταστάσεις. Τέλος, δεν συντόνισε τη δράση του με τους προέδρους των δημοτικών διαμερισμάτων, που είχαν τη γνώση της διαμόρφωσης του ανάγλυφου της περιοχής και της σύνθεσης του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, κατάκοιτοι, παιδιά κλπ) και την κατανόηση των υφισταμένων σχέσεων μεταξύ των μελών του, για την ενημέρωση των τελευταίων για τα βασικά τουλάχιστον μέτρα ετοιμότητας και αυτοπροστασίας σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς (κατάλληλος ρουχισμός, τηλεφωνικές επαφές κλπ) και για τους χώρους ασφαλούς συγκέντρωσης (τουλάχιστον μέχρι να επιληφθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες), οι οποίοι δεν είχαν ενημερωθεί ούτε στα προηγούμενα στάδια της πρόληψης και της συνηθισμένης ετοιμότητας και ο αριθμός τους είχε αυξηθεί από φιλοξενούμενους, επισκέπτες, παιδιά κλπ., λόγω θερινών διακοπών. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις αντιδράσεις των κατοίκων μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, που χαρακτηρίζονταν από αυθορμητισμό, αυτοσχεδιασμό, φόβο, σύγχυση και απουσία ορθολογικής σκέψης. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της αντικειμενικώς απαιτούμενης προσοχής και επιμέλειας, την οποία όπως προαναφέρθηκε όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν έλαβαν τα προβλεπόμενα από τα παραπάνω έγγραφα και διατάξεις μέτρα αυξημένης ετοιμότητας, που ήταν αναγκαία για την μείωση των συνεπειών μιας πυρκαγιάς που ήταν επικείμενη λόγω τεκμηριωμένου κινδύνου της, αλλά ενήργησαν επιφανειακά και γραφειοκρατικά. Ακολούθως, στις 24-8-2007 και περί ώρα 14:00, η κατηγορουμένη Σ. Ν. που ήταν κάτοικος του οικισμού Παλαιοχωρίου, προκειμένου να προετοιμάσει το μνημόσυνο του πατέρα της, το οποίο θα λάμβανε χώρα τη μεθεπόμενη, 26-8-2007, έβαλε σε ένα μαγειρικό σκεύος σιτάρι και το τοποθέτησε σε συσκευή υγραερίου, τύπου "πετρογκάζ", η οποία βρισκόταν εντός ενός βοηθητικού πέτρινου κτίσματος δίπλα από την οικία της, το οποίο χρησιμοποιούσε ως κουζίνα και ως αποθήκη. Ακολούθως, απασφάλισε τη φιάλη υγραερίου, η οποία ήταν τοποθετημένη σε μικρή απόσταση από δύο μεγάλα δοχεία με λάδι και κρασί, άναψε με σπίρτο την εστία για να αρχίσει η διαδικασία του βρασμού και την εγκατέλειψε προσερχόμενη στην κύρια οικία, όπου βρίσκονταν ο σύζυγός της, οι δύο κόρες της και ο γαμπρός της, για να πάρουν το μεσημεριανό τους φαγητό. Την ώρα εκείνη επικρατούσαν στην περιοχή βορειοανατολικοί άνεμοι μέτριοι μέχρι ισχυροί (5-6) με ριπές που έφθαναν τους πολύ ισχυρούς (7) και πιθανόν πρόσκαιρα τους ξεπερνούσαν (βλ. το υπ' αριθμ. ΕΜΥ/Ε/1 2551/14-10-2009 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας). Λίγο αργότερα, περί ώρα 14:15, διερχόμενος από το σημείο ο ανεψιός της Κ. Κ., διανομέας άρτου, είδε ότι από τα κεραμίδια της στέγης του βοηθητικού κτίσματος που χρησιμοποιείτο ως κουζίνα, έβγαινε καπνός. Αμέσως ειδοποίησε τη θεία του, και τους υπόλοιπους που βρίσκονταν στην βεράντα της κύριας οικίας και δεν είχαν ορατότητα προς το βοηθητικό κτίσμα, και όλοι μαζί, μόλις αντιλήφθησαν ότι πρόκειται περί πυρκαγιάς, προσπάθησαν να τη σβήσουν. Ο σύζυγος της Σ. Ν. ανέβηκε στη στέγη του κτίσματος και έριχνε νερό στο εσωτερικό του με ένα λάστιχο ποτίσματος και οι υπόλοιποι περιέβρεχαν τους τοίχους του και τα ξερά χόρτα που υπήρχαν γύρω του με κουβάδες. Η προσπάθεια αυτή διήρκησε δεκαπέντε περίπου λεπτά χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, διότι η φωτιά, τροφοδοτούμενη από τα εύφλεκτα προϊόντα (λάδι και κρασί) που υπήρχαν στον ίδιο χώρο, έφτασε στα ξύλινα από κορμούς κυπαρισσιού δοκάρια της στέγης, προκάλεσε την κατάρρευση ενός τμήματος αυτής και βγήκε ανεμπόδιστη έξω από το κτίσμα. Στη συνέχεια με τον δυνατό αέρα ανήλθε σε ύφος 10-20 μέτρων, μεταδόθηκε στη συκιά που υπήρχε στο ακίνητο και στα ξερά χόρτα που υπήρχαν στον ακάλυπτο χώρο του, σε διπλανά παραμελημένα ελαιοστάσια και στον δρόμο και προχώρησε σε δάσος με πεύκα που υπήρχε σε απόσταση 300 περίπου μέτρων προς τη πλευρά της Μακίστου. Ακολούθως, άνοιξε τρία μέτωπα, το πρώτο προς Μάκιστο, το δεύτερο προς Αρχαίο Επη και Πλατιάνα και το τρίτο προς Χρυσοχώρι και Μηλέα, όπου υπήρχαν πυκνά δάση από χαλέπιο δάση, δασικές εκτάσεις με σχίνα, πουρνάρια, αφάνες, ρείκια, λιναριές, κλπ, αγροτικές εκτάσεις και κατοικημένες περιοχές, με εικόνα εγκατάλειψης πεύκη. Τελικά, πλήρως δυναμωμένη κατέβηκε στην χαράδρα μεταξύ Χρυσοχωρίου, Μηλέας Μακίστου και Αρτέμιδας, όπου υπήρχαν όμοια δάση, δασικές εκτάσεις, αγροτικές καλλιέργειες και παραποτάμια βλάστηση (βρύα κλπ) και ακολουθώντας τη φορά του ανέμου κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα προς την Αρήνη και την Ζαχάρω. Σύμφωνα με την από 25-8-2007 έκθεση αυτοψίας-έρευνας χώρου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η πυρκαγιά οφείλεται σε υπερθέρμανση και ανάφλεξη φαγητού εντός μαγειρικού σκεύους ξεχασμένου στην αναμμένη εστία υγραερίου, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε έκρηξη των φιαλών της συσκευής. Ακολούθως, κρίσιμα στοιχεία για την επιτυχή καταστολή μιας πυρκαγιάς, είναι σύμφωνα με τις καταθέσεις όσων εμπλέκονται σ' αυτή, η γρήγορη επισήμανση, αναγγελία, εντοπισμός και επέμβαση (βλ. και άρθρο 6 αριθ. 11 της ΥΑ 17961/1998). Αν δεν υπάρξει επέμβαση μέσα στα πρώτα 10-20 περίπου λεπτά από την εκδήλωση της, τότε η καταστολή γίνεται πολύ δύσκολη και το έργο των πυροσβεστικών δυνάμεων εστιάζεται στην προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της περιουσίας των πολιτών και δεν περιλαμβάνει τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των ζημιών σε κτίρια, υποδομές (αποθήκες, μηχανήματα, σταύλους), καλλιέργειες, βοσκότοπους, ζώα, αντιπλημμυρικά έργα κ.λ.π.. Άμεση επαφή με το σημείο εκδήλωσης της πυρκαγιάς είχε το Πυροφυλάκιο Μίνθης, το οποίο λειτουργούσε στην κορυφή του ομώνυμου όρους και υπαγόταν στην περιοχή ευθύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πύργου. Το ανωτέρω Πυροφυλάκιο, δεν διέθετε οίκημα, διότι είχε καταστραφεί από τους κεραυνούς, ούτε σταθερό εξοπλισμό και ήταν επανδρωμένο από ένα άτομο εποχικής απασχόλησης, γνώστη της περιοχής, εφοδιασμένο με φορητό ασύρματο και κιάλια, καθόλη τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, από ώρα 11.30 μέχρι ώρα 19.00, εκτός των ημερών της ημερήσιας ανάπαυσης, της άδειας ή της κάλυψης άλλου πυροφυλακίου. Τη συγκεκριμένη ημέρα εκτελούσε υπηρεσία πυροφύλακα ο εποχικά απασχολούμενος κατηγορούμενος Π. Τ.. Αυτός είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε από το προαναφερόμενο άρθρο 9 της ΥΑ να παρατηρεί την περιοχή που κάλυπτε το πυροφυλακείο και. να αναγγείλει άμεσα τυχόν εκδηλούμενη πυρκαγιά προσδιορίζοντας την ακριβή θέση της. Ενώ, όμως, είχε άμεση οπτική επαφή με την οικία της Σ. Ν., από τη στέγη του βοηθητικού οικήματος της οποίας έβγαινε καπνός περί ώρα 14:15 και ενώ η περιοχή που βρισκόταν επιχειρησιακά είχε τεθεί από ώρα 07:30 της ίδιας ημέρας σε στάδιο ετοιμότητας-κατηγορίας κινδύνου 4, που σημαίνει ότι η επίβλεψη της έπρεπε να είναι πιο εντατική, δεν αντελήφθη την πυρκαγιά, είτε διότι δεν βρισκόταν στη θέση του, είτε διότι ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο, και δεν την ανήγγειλε τόσο στο πλησιέστερο Πυροσβεστικό Όχημα Θ58, το οποίο εκτελούσε υπηρεσία επιφυλακής σε σταθερή θέση στο σταθμό της Σμερνας, όσο και στο Πυροσβεστικό Κλιμάκιο Κρεστένων, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα την ακριβή της θέση. Αντίθετα, την πυρκαγιά ανήγγειλε στο Πυροσβεστικό κλιμάκιο Κρεστένων δύο φορές περί ώρα 14.24 και 14.41 ο Αντιδήμαρχος του Δήμου Ζαχάρως Σ. Μ., ο οποίος είδε τον καπνό από την παραλία της Ζαχάρως, αλλά δεν ήταν σε θέση από τέτοια απόσταση να προσδιορίσει την ακριβή θέση, την κατεύθυνση, την ταχύτητα και την ένταση της. Η πληροφορία αυτή δεν έτυχε κάποιας αντιμετώπισης (σήμανση συναγερμού κλπ), διότι θεωρήθηκε ότι ο καπνός προέρχεται από την πυρκαγιά που μαινόταν επί πολλές ημέρες στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας. Επίσης, την πυρκαγιά ανήγγειλε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Πύργου περί ώρα 14.40 η Ε. Ν., η οποία προσδιόρισε την ακριβή θέση της, αλλά δεν ανέφερε την επέκταση της στον περιβάλλοντα χώρο και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της. Η πληροφορία αυτή διαβιβάσθηκε στο πλησιέστερο χωρικά για την προσβολή της πυρκαγιάς πυροσβεστικό κλιμάκιο Κρεστένων, το οποίο σήμανε αμέσως συναγερμό. Ωστόσο το χρονικό διάστημα των περίπου 25 λεπτών που μεσολάβησε από την έναρξη της πυρκαγιάς μέχρι την αναγγελία της και τον προσδιορισμό της θέσης της υπήρξε κρίσιμο για την αδυναμία κατάσβεσης της, διότι το πρώτο πυροσβεστικό όχημα της Σμέρνας (Θ58) έφθασε στο σημείο εκδήλωσης της πυρκαγιάς περί ώρα 14:55, δηλαδή μετά από περίπου δέκα πέντε λεπτά από την αναγγελία της και ενώ η πυρκαγιά είχε ξεφύγει στον περιβάλλοντα χώρο και είχε ανοίξει πολλά μέτωπα και οι εναέριες δυνάμεις ειδοποιήθηκαν καθυστερημένα. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος Π. Τ. από αμέλεια, ήτοι επειδή δεν κατέβαλε την αντικειμενικώς απαιτούμενη προσοχή, που όφειλε με βάση τους νομικούς κανόνες, την πείρα και τη λογική, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει κάθε μετρίως ευσυνείδητος άνθρωπος του επαγγέλματος του, την οποία μπορούσε να καταβάλει λόγω των προσωπικών του ιδιοτήτων, γνώσεων και περιστάσεων (πολύ καλή γνώση της περιοχής, προϋπηρεσία και εμπειρία), δεν αντιλήφθηκε την πυρκαγιά κατά την έναρξη της και δεν την ανήγγειλε άμεσα. Αν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις του, η επιχείρηση κατάσβεσης της θα είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από ώρα 14:25, γεγονός που θα συνέβαλε αποφασιστικά στον περιορισμό της επέκτασης της. Αποτέλεσμα της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του πυροφύλακα Π. Τ., το οποίο αυτός δεν προέβλεψε, ήταν να μην αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο οίκημα-αποθήκη, που χρησιμοποιούσε ως κουζίνα η Σ. Ν., στον οικισμό Παλαιοχωρίου του ΔΔ Χρυσοχωρίου του Δήμου Ζαχάρως Ηλείας, με συνέπεια αυτή να επεκταθεί, γεγονός που θα είχε αποφευχθεί εάν ο ανωτέρω δεν προέβαινε στις παραπάνω παραλείψεις. Όσο η φωτιά ήταν στο κτίσμα είχε τον τύπο της αστικής πυρκαγιάς. Από την ώρα όμως που πέρασε στη βλάστηση απέκτησε το τύπο της δασικής πυρκαγιάς, της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι ότι εκδηλώνεται (και συντηρείται) όταν υπάρχει καύσιμη ύλη (χόρτα, φύλλα, βελόνες, θάμνοι, κλαδιά, κορμοί κλπ), θερμότητα (ανάφλεξη) και αέρας (οξυγόνο) και μεταδίδεται στη γειτνιάζουσα ύλη με θερμική επίδραση, που αφαιρεί από αυτή υγρασία και την προετοιμάζει για ανάφλεξη, με διάχυση καιγόμενων σωματιδίων (καύτρες), και με εκσφενδονισμό κουκουναριών και φωλιών κάμπιας. Η εν λόγω πυρκαγιά, γρήγορα πήρε τεράστιες διαστάσεις λόγω της άφθονης ελαφριάς ξερής ύλης (χόρτα, φύλλα, λεπτά κλαδιά, βελόνες, θάμνοι κλπ) που υπήρχε ανάμεσα στα σπίτια, κατά μήκος και εκατέρωθεν των επαρχιακών, αγροτικών και δασικών δρόμων, που δεν είχαν καθαριστεί, στις αντιπυρικές ζώνες που δεν είχαν συντηρηθεί, στον υπόροφο των δέντρων και των θάμνων που δεν είχε αραιωθεί, γύρω από τους οικισμούς και στα αγροκτήματα που δεν είχαν οργωθεί ή δεν είχαν καθαριστεί από υπολείμματα της άροσης, και μετέδιδε τη φωτιά στα πιο χονδρά μέρη των φυτών (κορμοί, κλαδιά κλπ) και από τη μια μεριά των εκτάσεων στην άλλη, της έκκρισης από τα πεύκα ρητίνης, της ταχύτητας του ανέμου που μετέφερε καιγόμενα σωματίδια σε μεγάλη απόσταση και δημιουργούσε πολλαπλές εστίες φωτιών μέσα σε άκαυτες ζώνες, των ψηλών μεσημεριανών θερμοκρασιών που αφαιρούσαν κάθε είδος υγρασίας από την καιγόμενη βλάστηση, της χαμηλής σχετικής υγρασίας (20%) που είχε προκληθεί από την ανομβρία του χειμώνα και από προηγούμενους τέσσερις καύσωνες του καλοκαιριού, του ιδιαίτερου ανάγλυφου του εδάφους (έντονες κλίσεις, ρεματιές, κορυφές κλπ) που δημιουργούσε απρόβλεπτες κινήσεις του αέρα, της έλλειψης επαρκούς αριθμού αντιπυρικών ζωνών που θα διέκοπταν τη συνέχεια των δέντρων, της έλλειψης των αναγκαίων υποδομών, όπως πυκνών πηγών τροφοδοσίας ύδατος κύριων και εφεδρικών και αγροτικών και δασικών δρόμων ως φυσικών εμποδίων με επαρκές πλάτος και μήκος και χωρίς αυλακώσεις και διαβρώσεις κλπ, που θα επέτρεπαν τους αναγκαίους σχεδιασμούς αντιμετώπισης της, της διέλευσης ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης από την περιοχή, και της μη αποψίλωσης της ψηλής βλάστησης κάτω από αυτά. Η ύπαρξη των περισσότερων από τους παραπάνω παράγοντες οφείλεται στις προαναφερόμενες παραλείψεις των κατηγορουμένων Χ. Κ. και Π. Χ. στο στάδιο της πρόληψης. Στους οικισμούς της Μακίστου και της Αρτέμιδας, που δεν είχε γίνει καμία ενημέρωση στους χώρους διαμονής τους ή στους χώρους εργασίας τους (χωράφια, στάβλους, αποθήκες κλπ) από τους Προέδρους, περίπολα της πυροσβεστικής, περίπολα της Αστυνομίας κλπ, για την επικινδυνότητα της ημέρας, δεν είχαν συγκροτηθεί οι ομάδες πυρασφάλειας για να επιτηρούν την περιοχή και να αντιληφθούν νωρίτερα την πυρκαγιά, δεν υπήρχε παρουσία της Πυροσβεστικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου, δεν είχαν γίνει ανακοινώσεις από αυτή ή άλλο φορέα για την εξέλιξη του, και δεν υπήρξαν προειδοποιήσεις έστω με χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας, με ηχητικό τηλεβόα ή με άλλο τρόπο για τον επικείμενο κίνδυνο, οι κάτοικοι αντιλήφθησαν την κρισιμότητα της διαμορφωθείσας κατάστασης, από τις οικίες τους ή από άλλα σημεία με καλύτερη ορατότητα (νεκροταφείο, σχολείο) περί ώρα 14.50 και 15.00 αντίστοιχα, όταν η πυρκαγιά προχωρούσε με ταχύτητα προς το μέρος τους. Όπως ήταν φυσικό επικράτησε πανικός, καθόσον ουδέποτε υπήρξε μέριμνα από τους αρμόδιους φορείς για τα μέτρα προστασίας που έπρεπε να λάβουν και ειδικότερα, αν έπρεπε να παραμείνουν στους οικισμούς σε χώρους ασφαλούς συγκέντρωσης ή αν έπρεπε να απομακρυνθούν και προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν. Έτσι, χωρίς κανένα σχέδιο, καμία ενημέρωση και κυρίως κανένα συντονισμό, άρχισε αυτοβούλως η εγκατάλειψη των οικισμών από διάφορες εξόδους τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι ακολούθησαν την κατεύθυνση προς Σμέρνα, μέσω της επαρχιακής οδού Αρτέμιδας -Σμέρνας - Βρύνας - Ζαχάρως, που ήταν από τύχη ασφαλής κατά το χρονικό εκείνο σημείο, διότι η πυρκαγιά δεν επεκτάθηκε άμεσα προς εκείνη την περιοχή. Κάποιοι κάτοικοι, όμως, ακολούθησαν τη κατεύθυνση προς Ζαχάρω, μέσω της επαρχιακής οδού Μακίστου - διασταύρωσης Αρτέμιδας - Ζαχάρως, η οποία ήταν και η συντομότερη; χωρίς, όμως, να έχουν ενημερωθεί ότι η φωτιά επεκτεινόταν ταχύτατα προς εκείνη την κατεύθυνση, καθιστώντας τη διαδρομή αυτή μη ασφαλή. Από αυτούς (πολίτες και πλήρωμα) που εγκλωβίστηκαν στο ανωτέρω σημείο επέζησαν ο εγκαλών S. Q. και ο Α. Κ., οι οποίοι εγκατέλειψαν τα οχήματά τους (ο πρώτος την μοτοσυκλέτα του και ο δεύτερος το τζιπ του κατηγορουμένου Π. Χ. στο οποίο επέβαινε), έτρεξαν 700 περίπου μέτρα μέσα στα αγροκτήματα και χώθηκαν στο χώμα για προστασία, αλλά δεν κατάφεραν να αποφύγουν τα εγκαύματα που τους προκάλεσαν οι φλόγες, οι καύτρες και η θερμική ακτινοβολία, εξ αιτίας των οποίων ο πρώτος υποβλήθηκε σε πολύμηνη νοσηλεία και ο δεύτερος υπέκυψε σύντομα σε θάνατο. Αυτοί διασώθηκαν από τον προαναφερόμενο φίλο του δεύτερου Γ. Ε., ιδιοκτήτη διαφόρων οχημάτων (τρακτέρ, βυτίων κλπ), ο οποίος αψήφησε τις απαγορεύσεις των πυροσβεστών που είχαν σταθμεύσει στη θέση "Μποκαρίνο", τους παρέλαβε με ένα κλειστό φορτηγάκι από το σημείο του εγκλωβισμού και τους μετέφερε μέσα από καμένες και φλεγόμενες εκτάσεις στην εν λόγω θέση, όπου τους παρέδωσε σε ασθενοφόρο. Ειδικότερα, μεταξύ των εγκλωβισμένων στο εν λόγω σημείο ήταν και ο εγκαλών S. Q., ο οποίος συνόδευε με το μηχανάκι του την οικογένεια του Γ. Π., η οποία προπορευόταν με αυτοκίνητο, με σκοπό τη διαφυγή τους από τη φλεγόμενη περιοχή. Ο εν λόγω εγκαλών, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε εγκλωβισθεί και είχε περικυκλωθεί από τη φωτιά άρχισε να σκάβει με τα χέρια του το έδαφος, προσπαθώντας να ανοίξει ένα λάκκο και ακολούθως, αφού ξάπλωσε ανάσκελα πέταγε τα χώματα πάνω στο σώμα του, προκειμένου να γλιτώσει από την πύρινη λαίλαπα που επικρατούσε στην περιοχή. Μόλις η φωτιά πέρασε από το σημείο του εγκλωβισμού δεκάδων ανθρώπων εκ των οποίων οι περισσότεροι κατέληξαν, ο εγκαλών σηκώθηκε και αναζήτησε βοήθεια, καθώς είχε υποστεί εγκαύματα 2ου και 3ου βαθμού μερικού εν τω βάθει, προσώπου, άνω και κάτω άκρων, ολικής επιφάνειας 40%, διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου και κατόπιν στο Νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν", όπου νοσηλεύθηκε, υποβλήθηκε σε αγωγή επούλωσης των εγκαυμάτων, σε φυσικοθεραπείες, καθώς παρουσίαζε δυσκολία στην κινητοποίηση, ενώ παρακολουθείτο και από ψυχιάτρους καθώς, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του παρουσίασε επεισόδιο απώλειας συνειδήσεως και οξεία διαταραχή stress. Τελικά εξήλθε από το ανωτέρω νοσοκομείο στις 8/10/2007, με οδηγίες για την τοπική περιποίηση των εγκαυμάτων και ελαφρά αναλγητικά επί πόνου, αλλά και αγωγή που του συνεστήθη από τους ψυχίατρους. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι οι παραπάνω παραλείψεις των κατηγορουμένων, οι οποίες συνιστούν μη εκπλήρωση των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων τους, λόγω των ξεχωριστών ιδιοτήτων που έφεραν και των ιδιαίτερων σχέσεων που τελούσαν και παραβιάζουν τους γραπτούς και άγραφους κανόνες που διέπουν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές, συνέβαλαν στην επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε βάρος του εγκαλούντος, αφού η κάθε μία από αυτές αποτελεί ένα από τους περισσότερους παραγωγικούς όρους τους, χωρίς τον οποίο αυτά δεν θα επέρχονταν. Οι εν λόγω παραλείψεις οφείλονται στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν κατέβαλαν την προσοχή που όφειλε να επιδείξει ο μέσος συνετός άνθρωπος του τομέα δραστηριότητας τους κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, την οποία μπορούσαν βάσει των προσωπικών τους γνώσεων, ικανοτήτων, εκπαίδευσης, εμπειρίας κλπ να καταβάλουν, εξαιτίας της οποίας δεν προέβλεψαν τα αξιόποινα αποτελέσματα που επήλθαν, τα οποία θα είχαν αποφευχθεί, αν είχαν επιδείξει την αντικειμενικά επιβαλλόμενη επιμελή συμπεριφορά. Εφόσον, το παραπάνω εγκληματικό αποτέλεσμα είναι απότοκο της αμέλειας πολλών, ο κάθε κατηγορούμενος, όπως αναφέρεται στην οικεία θέση, υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τους άλλους, κατά το λόγο της αμέλειας του. Επίσης, δεν υφίσταται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ως προς τις παραλείψεις των κατηγορουμένων από την παρεμβολή στη διαδρομή γεγονότων τυχόν αμελούς συμπεριφοράς άλλων προσώπων και των παθόντων (λ.χ. παράλειψη επισήμανσης ελλείψεων των σχεδίων και των αποφάσεων των ΣΝΟ από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, έλλειψη ενημέρωσης για την εξέλιξη της φωτιάς από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, την Ελληνική Αστυνομία και τους Προέδρους Κοινοτήτων κ.α.), όπως ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι, διότι αυτές δεν εξουδετέρωσαν ούτε κατέστησαν ανενεργή την αρχική συμπεριφορά τους, η οποία στις περιπτώσεις των παθόντων επηρέασε και τη μετέπειτα στάση τους. Επίσης, δεν υφίσταται περίπτωση, εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης αναδρομής, η οποία επιχειρεί να βάλει φραγμό ανάμεσα σε κάποια προγενέστερη συμπεριφορά και στο αποτέλεσμα που απέχει από αυτή, διότι τα τυχόν τρίτα πρόσωπα που παρενέβησαν δεν επέφεραν πια με δική τους πράξη το αποτέλεσμα, ώστε να απαγορεύεται η επιστροφή στην αλυσίδα των γεγονότων, ή της αρχής της εμπιστοσύνης, η οποία επιχειρεί να περιορίσει στην παράλληλη ή συγκλίνουσα δράση περισσοτέρων την επίδραση της εξωτερικά πλημμελούς συμπεριφοράς του ενός στην συμπεριφορά των άλλων, διότι οι τελευταίοι πρέπει να έχουν τηρήσει από τη μεριά τους το καθήκον επιμέλειας που τους επιβάλλει η διεξαγωγή του εγχειρήματος, ή της υπερκέρασης της αιτιότητας, που επιχειρεί να άρει τη αιτιότητα στη συρροή πολλαπλών αιτίων, διότι τα περιστατικά δεν ήταν εντελώς ασυνήθιστα, αφού συνδέονται άρρηκτα με την ύπαρξη και τη λειτουργία των μεσογειακών δασών και επαναλαμβάνονται στο χρόνο με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση. Επομένως, οι σχετικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν και οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της παραπάνω πράξης που τελέστηκε εξ αμελείας και με τις παραλείψεις που έγιναν δεκτές ότι συνδέονται αιτιωδώς μαζί τους, καθώς από την ανωτέρω συνδυασμένη και συγκλίνουσα αμέλεια των ανωτέρω κατηγορουμένων επήλθε ταχύτατη επέκταση και έλαβε τεράστια διάσταση η πυρκαγιά που είχε προκαλέσει από αμέλεια της η Σ. Ν. κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί στην φλεγόμενη Αρτέμιδα - Ηλείας ο ήδη εγκαλών S. Q. του M., ο οποίος υπέστη εγκαύματα (2ου και 3ου βαθμού) μερικού εν τω βάθει, προσώπου, άνω και κάτω -άκρων, ολικής επιφάνειας 40% και δυσκολία στην κινητοποίηση." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη με αρ. 1254/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της από αμέλεια σωματικής βλάβης παθόντος εγκαύματα από την εκδηλωθείσα πυρκαϊά που έθεσε τρίτο πρόσωπο από αμέλεια, σε βάρος των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, Δημάρχου Ζαχάρως και Νομάρχη Ηλείας αντίστοιχα, υπευθύνων οργάνων για θέματα πυρασφαλείας και για λήψη μέτρων πρόληψης, δράσης, συντονισμού και αποτροπής καταστροφικών φαινομένων, όπως πυρκαϊών, συνεπεία δε πυρκαϊάς τραυματίστηκε ο εγκαλών S. Q. και για τη σωματική αυτή βλάβη καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ.1 β, 28, 51, 53, 79, 314 παρ.1, 315 παρ.1 του ΠΚ, αναφέρονται δε στο αιτιολογικό και οι ειδικές διατάξεις νόμων (ν.3013/2002) και η κατ'εξουσιοδότηση νόμου εκδοθείσα με αρ. 1299/2003 Υπουργική Απόφαση για το γενικό σχέδιο πολιτικής προστασίας " ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ", για τα μέτρα αντιμετώπισης των πυρκαϊών και τις υποχρεώσεις των κατηγορουμένων οργάνων, από τις οποίες διατάξεις και προκύπτει η νομική υποχρέωση εκάστου κατηγορουμένου για ενέργειες που όφειλαν και που παρέλειψαν, για πρόληψη, αποτροπή και για αντιμετώπιση της προκληθείσας πυρκαϊάς, σύμφωνα με το αντιπυρικό σχέδιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή, με ελλιπή ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των καταδικασθέντων αναιρεσειόντων, α) αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, οι συνθήκες της πυρκαϊάς από αμέλεια τρίτου προσώπου, τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της πυρκαϊάς που όφειλαν να λάβουν και που παρέλειψαν οι κατηγορούμενοι, ως αρμόδια όργανα να λάβουν, αναφέρονται και οι συνθήκες του ατυχήματος αναλυτικά χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις, όσον αφορά τη σωματική βλάβη του εγκαλούντος αλλοδαπού, αναφέρεται η αμελής συμπεριφορά και οι αντίστοιχες παραλείψεις των κατηγορουμένων, αναφέρεται σαφώς η μορφή της αμέλειάς τους, ως άνευ συνειδήσεως αμέλεια, με τις παραλείψεις αυτών να λάβουν τα αναγκαία κατά τα προαναφερθέντα μέτρα πρόληψης πυρκαϊών, μέτρα πυρασφαλείας, δράσης, συντονισμού ενεργειών και πυροσβεστών για αντιμετώπιση της πυρκαϊάς, αιτιολογείται επαρκώς η δυνατότητα αυτών να προβλέψουν το αποτέλεσμα που επήλθε από τις παραλείψεις τους και ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην αμελή συμπεριφορά τους και στις παραλείψεις τους και στο επελθόν αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του εγκαλούντος από εγκαύματα συνεπεία της πυρκαϊάς, β) αναφέρεται η ιδιαίτερη νομική τους υποχρέωση για τα παραπάνω αναφερόμενα μέτρα που όφειλαν να λάβουν και δεν έλαβαν και οι επιτακτικοί νομικοί κανόνες από τους οποίους προκύπτουν οι υποχρεώσεις αυτών, λόγω των προεκτεθεισών ιδιοτήτων τους στην περιοχή της πυρκαϊάς Λάπιθα, Αρτέμιδα Ζαχάρως, γ) επαρκώς αιτιολογείται ότι δεν επήλθε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των αναφερόμενων παραλείψεων των κατηγορουμένων και του επελθόντος ως παραπάνω αποτελέσματος του τραυματισμού προσώπου από την εν λόγω πυρκαϊά, που η ανάφλεξή της αρχικά μεν οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά της Σ. Ν., από παραλείψεις και άλλων οργάνων και προσώπων, όπως πυροσβεστικής, δασάρχη και του πυροφύλακα Π. Τ., που παρέλειψε να εντοπίσει έγκαιρα την πυρκαϊά και να ενημερώσει άμεσα την πυροσβεστική υπηρεσία, με τις παραδοχές ότι η επέκταση της πυρκαϊάς και η μη έγκαιρη κατάσβεση και η μη αντιμετώπισή της ώστε να μην επεκταθεί σε άλλες περιοχές, όπως σε εκείνη που επισυνέβη το εν λόγω ατύχημα στον εγκαλούντα, οφείλεται αιτιωδώς και στην ως παραπάνω συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά (συνυπαιτιότητα) των δύο κατηγορουμένων και ότι η παρεμβολή στη διαδρομή των γεγονότων αμελούς συμπεριφοράς άλλων προσώπων δεν επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, διότι η αμελής συμπεριφορά τρίτων προσώπων δεν εξουδετέρωσε ούτε κατέστησε ανενεργή την αρχική αμελή συμπεριφορά των κατηγορουμένων (βλ. σελ. 168-169 αιτιολογικού). Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, για έλλειψη νομικής υποχρέωσης και ευθυνών, για έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου, για παραλλείψεις άλλων υπηρεσιών και οργάνων και για μη παράλειψη των οφειλομένων ενεργειών, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραπάνω παραδοχών του δικαστηρίου και αρνητικά της αμέλειάς τους υπερασπιστικά επιχειρήματα, ήτοι αναφέρονται στην εσφαλμένη, κατά την άποψη αυτών, εκτίμηση των αποδείξεων από το άνω δικαστήριο της ουσίας και συνεπώς δεν ελέγχονται αναιρετικά και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως όλοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπό ιδία ημερομηνία 7-1-2015 αιτήσεις των Π. Χ. του Χ. και Χ. Κ. του Γ., για αναίρεση της ιδίας με αρ. 1254/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματ. Βλάβη από αμέλεια - πυρκαϊά. 314 ΠΚ. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 511/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Π. του Χ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φασουλή, περί αναιρέσεως της 36517/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 102/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις", όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. β του ιδίου νόμου 2168/1993 όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα. Κατά δε τα άρθρα 10 παρ. 1 και 11 και 13α του ίδιου Ν. 2168/1993, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Ειδικά, η οπλοφορία περιστρόφων ή πιστολιών, επιτρέπεται, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του πιο πάνω νόμου, μετά από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αιτούντος. Οι κατά παράβαση των διατάξεων αυτών φέροντες όπλα τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 13α του ίδιου νόμου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 δραχμών. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παράνομης οπλοφορίας απαιτείται ο δράστης να φέρει παράνομα απαγορευμένο κατά τα παραπάνω όπλο, δηλαδή να το κρατά ή να το έχει πλησίον του για άμεση λήψη και χρήση του, στη σφαίρα κατοχής του και σε διάθεσή του, όπλο που είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, όπως είναι και ο σιδερένιος λοστός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού ή αποτελεί τυπική επανάληψή του. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της απόφασης, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά συμπληρώνεται η αιτιολογία της απόφασης από το διατακτικό, και δεν υπάρχει πρόβλημα αν στο διατακτικό περιέχονται πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, πλην όμως, η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται ως λογικό συμπέρασμα στο διατακτικό της αποφάσεως στο οποίο καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος, πλήττεται η με αριθμό 36517/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για παράνομη οπλοφορία και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών και χρηματική ποινή 600 ευρώ. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι, α) το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφασή του αποδεικτικών μέσων, στο αιτιολογικό του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά: "το δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι στα Μελίσσια στις 7-6-2007 τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παράνομης οπλοφορίας σύμφωνα με όσα λεπτομερώς εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσας" και β) στο διατακτικό ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος του ότι "στα Μελίσσια Αττικής στις 7-6-2007 τέλεσε την αξιόποινη πράξη = έφερε μαζί του απαγορευμένο όπλο, πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα και συγκεκριμένα καταλήφθηκε να φέρει ένα σιδερένιο λοστό ενώ τούτο απαγορεύεται". Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής και εντελώς τυπική, αφού αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο, αόριστα, ενώ δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το έγκλημα της παράνομης οπλοφορίας για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος - ήδη αναιρεσείων, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο εξ ολοκλήρου αναφέρεται και παραπέμπει το σκεπτικό, σύμφωνα με όσα, επίσης στη νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται παντελώς τα συγκεκριμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία την ανωτέρω πράξη, για την οποία αυτός καταδικάσθηκε και τα οποία να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' προβλεπόμενος, σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμό 36517/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη οπλοφορία. Δεκτή Αίτηση. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, λόγω εντελώς τυπικής αιτιολογίας και ολικής αναφοράς στο διατακτικό και Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
Αριθμός 507/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Χ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Σδούκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.160/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Δ. του Ν., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 290/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 ΠΚ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και με το άρθρο 11 παρ. 4 Ν. 2721/1999 και ήδη ως προς το ποσό με το άρ. 25 του ν. 4055/2012, ορίζεται: " παρ. 1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Παρ.3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ(ήδη 30.000) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 ΠΚ, ορίζεται: "α. Πλαστογραφία. Παρ. 1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Παρ. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Παρ.3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των *εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. [Όπως τα ποσά των δραχμών μετατράπηκαν σε ευρώ με τα άρθρα 3-5 του ν. 2943/2001 και το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ενώ το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με το άρ. 25 του ν. 4055/2012]. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 160/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας με χρήση, κατ’ εξακολούθηση, με ποσά ζημίας του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος υπερβαινόντων τα 73.000 ευρώ και δη 213.465 ευρώ, ήτοι ανώτερου και του ποσού των 120.000 ευρώ, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών, για καθεμία πράξη και σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 160/2013 αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων διατηρεί επιχείρηση εμπορίας ειδών κινητής τηλεφωνίας σε κατάστημα στην οδό ... στα Ιωάννινα. Ο κατηγορούμενος στην οδό ... στα Ιωάννινα λειτουργούσε επιχείρηση πωλήσεως ειδών τηλεπικοινωνίας, κλιματιστικών κλπ. Το Σεπτέμβριο του έτους 2003, ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στον πολιτικώς ενάγοντα και ζήτησε να έχουν συνεργασία εμπορική σχετικά με το αντικείμενο των επιχειρήσεών τους και συγκεκριμένα να αγοράζει από εκείνον τα είδη κινητής τηλεφωνίας στις ποσότητες που του ήταν αναγκαίες. Για να πεισθεί ο πολιτικώς ενάγων του διαβεβαίωσε ότι ήταν πρόσωπο μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, έχοντας καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών σε τράπεζες, μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία ανήκει στον πατέρα του, αλλά ότι ο πατέρας του τον στηρίζει στην εμπορική δραστηριότητα και εγγυάται για την πορεία της δικής του επιχείρησης, καθώς και μεγάλο κύκλο εμπορικής δραστηριότητας. Μάλιστα, με ενέργειες του είχε σχηματίσει ήδη στην κοινή γνώμη ατόμου μεγάλης οικονομικής αφού έκανε πολυδάπανη ζωή και κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα. Μ’ αυτές τις παραστάσεις έπεισε τον πολιτικώς ενάγοντα να αποφασίσει να συνεργαστεί μαζί του και να του πωλεί και παραδίδει μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων. Μάλιστα για να ενισχύσει την απόφαση του πωλητή ώστε να του πωλεί με πίστωση όσες ποσότητες ειδών κινητής τηλεφωνίας του ζητούσε, αρχικά εμπορευόταν μικρότερες ποσότητες και πλήρωνε το τίμημα με μετρητά και ανταποκρίνονταν στις συναλλαγές του. Όμως ο σκοπός του ήταν να αγοράζει τις ποσότητες αυτές με πίστωση και να μην καταβάλει το τίμημα. Γι’ αυτό όταν προχώρησε η συνεργασία τους, άρχισε να αγοράζει μεγάλες ποσότητες των ειδών αυτών με πίστωση του τιμήματος, ο δε πολιτικώς ενάγων δεν αντιδρούσε στην πίστωση του τιμήματος, ενόψει των ανωτέρω πειστικών παραστάσεων και της πίστης του ότι δεν κινδυνεύει η απαίτησή του για καταβολή του τιμήματος. Έτσι στις 25.5.2004 το χρέος του κατηγορουμένου από τις συναλλαγές τους έφθασε στις 118.000 ευρώ. Λόγω του ύψους της οφειλής και της ανησυχίας που κατέλαβε τον πολιτικώς ενάγοντα, αφού ο κατηγορούμενος δεν ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις του, ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε εγγυήσεις. Ο κατηγορούμενος τότε του ανέφερε ότι ο πατέρας του θα εγγυηθεί για τα χρέη του. Για την κάμψη των αμφιβολιών του πολιτικώς ενάγοντος του προσκόμισε και του παρέδωσε την με ημερομηνία εκδόσεως 27.5.2004 συναλλαγματική, την οποία του παρέστησε ότι υπογράφει ο ίδιος ως εκδότης και ο πατέρας του ως τριτεγγυητής, ποσού 200.000 ευρώ, δηλαδή ποσού μεγαλύτερου της μέχρι τότε οφειλής του. Ο πολιτικώς ενάγων πίστεψε ότι εγγυάται για το χρέος ο πατέρας του κατηγορουμένου, και εν όψει του ότι ο πατέρας εκείνου πραγματικά ήταν μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, έχοντας στην κυριότητα του πολυώροφη οικοδομή στα Ιωάννινα, αποφάσισε την εξακολούθηση της συνεργασίας και της πώλησης και νέων ποσοτήτων ειδών κινητής τηλεφωνίας με πίστωση του τιμήματος. Στις 15.7.2004 το ποσό της οφειλής ανήλθε σε 213.465 ευρώ ήτοι δεν καλύπτονταν από το ποσό της συναλλαγματικής και ο πολιτικώς ενάγων εξέφρασε αντιρρήσεις για την εξακολούθηση πωλήσεως στον κατηγορούμενο των ζητούμενων ποσοτήτων ειδών κινητής τηλεφωνίας και για την κάμψη των αντιρρήσεων αυτών ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε και υπέγραψαν το από 20.7.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνωρίζοντας το νέο όριο της οφειλής του και έθεσε ημερομηνία πληρωμής της συναλλαγματικής, που δεν είχε τεθεί αρχικά, την 23.7.2004. Λόγω όμως της φορτικής πιέσεως του κατηγορουμένου για πώληση και άλλων ποσοτήτων των ανωτέρω ειδών, ο πωλητής ζήτησε νέες εγγυήσεις, ενόψει και της μη καλύψεως του χρέους από την αρχική συναλλαγματική. Τότε ο κατηγορούμενος του δήλωσε ότι θα αντικαταστήσει την συναλλαγματική αυτή με νέα που θα καλύπτει το ποσό της οφειλής. Έτσι του προσκόμισε και του παρέδωσε την με ημερομηνία εκδόσεως και αποδοχής 21.7.2004 συναλλαγματική λήξεως στις 23.7.2004, υπογεγραμμένη κατά τους ισχυρισμούς του από τον ίδιο ως εκδότη και από τον πατέρα του Π. Χ. ως εγγυητή, ποσού 213.465 ευρώ, αντικαταστήσαντες την πρώτη συναλλαγματική. Συγχρόνως, υπέγραψαν νέο συμφωνητικό αναγνωρίσεως της οφειλής, αντικαταστάσεως της συναλλαγματικής με τη νέα και το συμφωνητικό αυτό εφέρετο επίσης ότι υπογράφει και ο εγγυητής πατέρας του κατηγορουμένου στη θέση "οι συμβαλλόμενοι". Την οφειλή αυτή ποσού 213.465 ευρώ, δεν εξόφλησε ο κατηγορούμενος την ημερομηνία που όρισαν (23.7.2004). Ο πολιτικώς ενάγων επιδίωξε συνάντηση με τον πατέρα του κατηγορουμένου και εκείνος όταν ο πολιτικώς ενάγων του ζήτησε την εξόφληση, ανέφερε ότι δεν γνώριζε για την υπόθεση αυτή, του δήλωσε δε ότι δεν είχε υπογράψει τις συναλλαγματικές, ούτε το ιδιωτικό συμφωνητικό και ότι την υπογραφή του έθεσε κατ’ απομίμηση ο γιος του κατηγορούμενος. Τούτο ήταν αληθές. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο κατηγορούμενος είχε παραστήσει στον πολιτικώς ενάγοντα τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, δεδομένου ότι δεν ήταν μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, δεν είχε τραπεζικές καταθέσεις, δεν ήταν αξιόχρεο άτομο, ο πατέρας του δεν εγγυάτο για τα χρέη του, στη συνέχεια δε ο πατέρας του δεν είχε υπογράψει τις συναλλαγματικές που είχε παραδώσει στον πολιτικώς ενάγοντα ούτε το ιδιωτικό συμφωνητικό. Μ’ αυτές τις ψευδείς παραστάσεις, το ψεύδος των οποίων γνώριζε αφού τα πραγματικά περιστατικά που παρουσίασε αφορούσαν τον ίδιο, και ο ίδιος είχε θέσει κατ’ απομίμηση την υπογραφή του πατέρα του στις συναλλαγματικές και το ιδιωτικό συμφωνητικό, χωρίς εκείνος να το γνωρίζει, έπεισε τον πολιτικώς ενάγοντα να του πωλήσει με πίστωση τις ποσότητες ειδών κινητής τηλεφωνίας που ζητούσε και να πιστωθεί το τίμημα αυτών, εξακολουθητικώς ώστε η οφειλή να ανέλθει στο ποσό των 213.465 ευρώ, το οποίο να μην μπορέσει να εισπράξει και να ζημιωθεί κατά το αντίστοιχο ποσό. Αυτά μετήλθε ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, αντίστοιχου ποσού, έτσι όμως ζημίωσε τον πολιτικώς ενάγοντα κατά το ποσό αυτό που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και καθιστά την πράξη της απάτης κακουργηματικής μορφής. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε, εν γνώσει του κατάρτισε πλαστά έγγραφα και συγκεκριμένα τις ανωτέρω συναλλαγματικές και το από 21.7.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του πατέρα του Π. Χ. στη θέση του εγγυητή και στη θέση "οι συμβαλλόμενοι" του συμφωνητικού, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τον πολιτικώς ενάγοντα ότι ο πατέρας του εγγυάται για την καταβολή του δικού του χρέους, ανερχομένου στο ανωτέρω ποσό, ήτοι για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες. Επομένως, ο κατηγορούμενος διέπραξε τις πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας με χρήση, των οποίων το όφελος του ιδίου και η ζημία του πολιτικώς ενάγοντος υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ενεργεί απάτες και πλαστογραφίες κατ; επάγγελμα, καθόσον δεν υπήρξε αναγκαία υποδομή για την τέλεση τους ούτε με πρόθεση για επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών". Με αυτά που δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 160/2013 απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας με χρήση συναλλαγματικών και ιδιωτικού συμφωνητικού, κατ’ εξακολούθηση, με αντικείμενο του εγκλήματος σε βάρος του παθόντος, συνολικού ποσού ζημίας 213.465 ευρώ, ήτοι ανώτερου και του ποσού των 120.000 ευρώ που απέβλεπεν ο κατηγορούμενος και για τα οποία εγκλήματα καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α’ και γ’ , 26 παρ.1 α, 27, 94, 98, 216 και 386 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιμέρους αιτιάσεις και λόγους του αναιρεσείοντος στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, α) παρατίθεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου 2003, 27-5-2004, μέχρι και 21-7-2004, που τέλεσε με περισσότερες από μία πράξεις απάτη και πλαστογραφία με χρήση, παρατίθεται στην αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με δόλο, δια ψευδών παραστάσεων γεγονότων, περί φερεγγυότητας αυτού και του δήθεν εγγυητή πατέρα του, παραπλανώντας τον πολιτικώς ενάγοντα πωλητή, με την πλαστή προσωπική εγγύηση συναλλαγματικής του πατέρα αυτού του κατηγορουμένου, που δήθεν υπέγραψε ως τριτεγγυητής στις συναλλαγματικές, αρχική και μετ’ ανανέωση, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τον πολιτικώς ενάγοντα που του παρέδωσε επί πιστώσει εμπορεύματα κινητής τηλεφωνίας, με ποσό συνολικό 213.465 ευρώ, που ουδέποτε εισέπραξε ο παθών και που υπερβαίνει και το ποσό των 120.000 ευρώ, β) εξηγείται επαρκώς πώς το δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση και δεν υπάρχει αντίφαση σχετικά με το ρόλο του κατηγορουμένου στις επίμαχες συναλλαγματικές, γ) παρατίθεται στην αιτιολογία ότι το αντικείμενο της απάτης και της πλαστογραφίας με χρήση, οι οποίες τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 213.465 ευρώ, που ουδέποτε εισέπραξε ο παθών, όπως αναλυτικά εξάγεται με τα παρατιθέμενα στο διατακτικό περιστατικά, που υπερέβαινε και που υπερβαίνει και το ποσό των 120.000 ευρώ, στο οποίο ποσό αναπροσαρμόσθηκε η άνω διάταξη με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012, ενώ το όφελος που επιδιώχθηκε και από αυτή επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα υπερέβαινε το ποσό των 120.000 ευρώ, στο οποίο συνολικό ποσό και απέβλεπε τελικά ο κατηγορούμενος, με ενότητα δόλου, οπότε και οι πράξεις διατηρούν τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα και δεν πρόκειται για πλημμελήματα, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων και δ) δεν τίθεται θέμα παραγραφής των μερικότερων πράξεων, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, καθόσον οι πράξεις αυτές φέρονται τελεσθείσες μετά την ισχύ του ν. 2721/1999 και ήταν προσχεδιασμένες πριν την τροποποίηση του άρθρου 98 ΠΚ με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012 και αφού το συνολικό ποσό οφέλους και αντίστοιχης ζημίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, δεν υπάρχει ζήτημα εφαρμογής του άνω επιεικέστερου ν. 4055/2012 που αύξησε το ποσό σε 120.000 ευρώ. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, όπως ότι την 25-5-2004 η βλάβη του πολιτικώς ενάγοντος ανερχόταν σε 118.000 ευρώ και αυξήθηκε κατά 95.465 ευρώ μετά την 21-7-2004, αναφέρονται στην εσφαλμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, εκτίμηση των αποδείξεων από το άνω δικαστήριο της ουσίας και συνεπώς δεν ελέγχονται αναιρετικά και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως όλοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ και για παραβίαση του άρ. 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 2/10-3-2014 αίτηση - δήλωση του Δ. Χ. του Π., για αναίρεση της με αρ. 160/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργ. Απάτη και Πλαστογραφία με χρήση. 386-216 ΠΚ. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου)
Απάτη, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 506/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Τ. του Χ., κατοίκου Καρδίτσας, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο της Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 64/24-3-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 68/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 56/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 258 του ΠΚ, [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β' του Ν. 2721/ 1999 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως του αδικήματος], υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα (χρήματα ή άλλο κινητό) είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α ΠΚ, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς, απαιτείται η ύπαρξη δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι το έλαβε ή το κατέχει ο δράστης υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του κυρίου η χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, "έγκλημα κατ' εξακολούθηση" είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που απέχουν χρονικά μεταξύ τους και καθεμία από αυτές προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και περιέχουν πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ίδια απόφαση για την εκτέλεση τους. Έτσι, το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή (ομοειδούς) πραγματικής συρροής εγκλημάτων. Περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 98 ΠΚ, [όπως αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη στην ίδια δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 11 του Ν. 2721/1999], ώστε να υπολογισθεί η αξία του αντικειμένου της πράξεως με βάση το αντικείμενο καθεμιάς από τις μερικότερες πράξεις, δεν είναι επιτρεπτή, διότι τότε δεν θα εφαρμόζετο αυτούσιος ο νέος νόμος (άρθρο 14 παρ. 5β' Ν. 2721/1999), που επέφερε την αντικατάσταση της διατάξεως του άρθρου 258 περ. γ' του ΠΚ [που αξιώνει "συνολική" αξία], αλλά θα διεσπάτο και εφαρμόζετο μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο με την ύπαρξη ορισμένης αξίας. Τέτοια όμως διάσπαση, είναι ανεπίτρεπτη, αφού ο ευμενέστερος νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολο του και δεν διασπάται σε ευμενέστερες και μη για τον κατηγορούμενο διατάξεις, από τις οποίες εφαρμόζονται μόνο οι πρώτες, γιατί με τον τρόπο αυτό καταρτίζεται από το δικαστήριο ίδιος νόμος κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων (αρθρ. 26, 73 επ.) περί διακρίσεως των λειτουργιών (Σχετ.Ολ.Α.Π. 5/2008). Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κωδικός λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την με αριθμό 68/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, η ήδη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη, με ελαφρυντικό, υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Η κατηγορουμένη, Α. Τ. του Χ., στην Καρδίτσα, στους κατωτέρω χρόνους, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, δηλαδή πρόσωπο, στο οποίο είχε νόμιμα ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες από μία πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρήματα, τα οποία κατείχε λόγω της ανωτέρω ιδιότητας της, το αντικείμενο δε της πράξης της υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των 73.000 ευρώ (και ήδη των 120.000 ευρώ). Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2002 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2007, κατά τους αναλυτικά εκτιθέμενους στη συνέχεια χρόνους, οπότε ήταν υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας και με την από 08.01.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Καρδίτσας είχε ορισθεί ως ειδική υπόλογος, υπεύθυνη αφενός για την είσπραξη εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου έξω από το κατάστημα της ΔΟΥ με την έκδοση χορηγηθέντων από την ανωτέρω Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β', και αφετέρου υπεύθυνη για την απόδοση των εισπραχθέντων χρημάτων, η οποία (απόδοση) έπρεπε, σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. 1049222/3926/0016/ΠΟΛ. 1136/25.4.1996, να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον δύο (2) φορές ανά εβδομάδα, ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή ενσωμάτωσε στην περιουσία της, χωρίς νόμιμη αιτία, ώστε να μπορεί να το διαθέτει ως κυρία αυτού κατά τη βούληση της, με περισσότερες επιμέρους πράξεις, το συνολικό ποσό των 134.400,78 ευρώ, το οποίο αποτελούσε έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου που είχε εισπράξει, χρησιμοποιώντας τα ανωτέρω διπλότυπα, και όφειλε να αποδώσει κατά τα ανωτέρω στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, ενεργώντας με την ιδιότητα της ορισθείσας ειδικής υπολόγου: 1) Κατά το Νοέμβριο του έτους 2002, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6068751-6068799 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.601,32 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 2) Κατά το Δεκέμβριο του έτους 2002, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6068800 και 6071051-6071059 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 307,58 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 3) Κατά το Φεβρουάριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071601-6071635 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.938,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 4) Κατά το Μάρτιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071636-6071686 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.878,45 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 5) Κατά τον Απρίλιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071687-6070100 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.412,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της, 6) Κατά τον Ιούνιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070201-6070286 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.438,91 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 7) Κατά τον Ιούλιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070287-6070300 και 6070801-6070821 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.120,49 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 8) Κατά τον Αύγουστο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070822- 6070829 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 460,93 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 9) Κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070830-6069250 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 6.037,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 10) Κατά τον Οκτώβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069501-6069537 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.682,77 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 11) Κατά το Νοέμβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069538-6069550 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 130,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 12) Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069801-6069850 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.174,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 13) Κατά το Φεβρουάριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072401- 6072443 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 8.394,46 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 14) Κατά το Μάρτιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072444-6072499 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.635,80 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 15) Κατά τον Απρίλιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072500 και 6072751-6072797 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.235,95 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 16) Κατά το Μάιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072798-6072850 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.668,86 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 17) Κατά τον Ιούνιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073001-6073086 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.916,48 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 18) Κατά τον Ιούλιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073087-6073213 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.751,24 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 19) Κατά τον Αύγουστο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073214-6073224 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 38,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 20) Κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073225- 6073250 και 6073751-6073801 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 6.033,57 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 21) Κατά τον Οκτώβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073802-6073850 και 6074001-6074030 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.708,76 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 22) Κατά το Νοέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074031 - 6074076 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.009,21 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 23) Κατά το Δεκέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074077-6074100 και 6074401-6074439 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.449,93 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 24) Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074439-6074490 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.646,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 25) Κατά το Φεβρουάριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074491- 6074500 και 6075051-6075086 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.444,40 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 26) Κατά το Μάρτιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6075087-6075150 και 6076151-6076170 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.359,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 27) Κατά τον Απρίλιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076171- 6076246 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.823,69 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 28) Κατά το Μάιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076247-6076250 και 6076451-6076533 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.538,83 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 29) Κατά τον Ιούνιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076534-6076550, 6076701-6076750 και 6076651-6076654 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.948,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 30) Κατά τον Ιούλιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076655-6077126 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.168,78 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 31) Κατά τον Αύγουστο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077127-6077144 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 503,35 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 32) Κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077145-6077200 και 6077401-6077434 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.146,92 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 33) Κατά τον Οκτώβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077435- 6077561 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.594,75 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 34) Κατά το Νοέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077562-6077633 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.273,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 35) Κατά το Δεκέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077634-6077650 και 4775301-4775338 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.056,74 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 36) Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4775339- 4775350, 4775351-4775400 και 4776101-4776107 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.083,03 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 37) Κατά το Φεβρουάριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776108- 4776174 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.215,83 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 38) Κατά το Μάρτιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776175-4776200 και 4776301-4776378 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.554,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 39) Κατά τον Απρίλιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776379-4776400 και 4776801-4776814 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.516,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 40) Κατά το Μάιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776815-4776879 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.588,67 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 41) Κατά τον Ιούνιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776880-4776900 και 4777301-4777344 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.148,36 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 42) Κατά τον Ιούλιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777345-4777400 και 4777701-4777715 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 737,30 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της, 43) Κατά τον Αύγουστο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777716 - 4777724 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 35,10 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 44) Κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777725-4777800 και 5301201-5301208 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.313,37 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 45) Κατά τον Οκτώβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5301209-5301268 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 688,17 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 46) Κατά το Νοέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5301269-5301300 και 5301851-5301897 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.310,87 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 47) Κατά το Δεκέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθ. 5301898-5301950 και 5304001-5304021 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.303,91 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της και 48) Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2007, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5304022-5304100 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.377,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της. Συνολικά, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα δεν απέδωσε, όπως όφειλε, στο Ελληνικό Δημόσιο, εντός των προβλεπόμενων από την Α.Υ.0.1049222/3926/ 0016/ΠΟΛ.1136/25.4.1996 χρονικών διαστημάτων, αλλά παρακράτησε για τον εαυτό της και ενσωμάτωσε στην περιουσία της, χωρίς νόμιμη αιτία, έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου που εισέπραξε αυτή υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της ως ειδικής υπολόγου του Ελληνικού Δημοσίου, με την έκδοση διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β', το ποσό των 134.400,78 ευρώ, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το γεγονός ότι, όπως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας κατηγορητηρίου, Γ. Ρ., πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας, ο Δικηγορικός Σύλλογος Καρδίτσας δεν είχε ανάμιξη στην είσπραξη των ανωτέρω χρηματικών ποσών, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν αξίωσε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά από το σύλλογο αυτό, ότι η κατηγορουμένη, ενώ ήταν εργαζόμενη του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας, δεν φαινόταν ως υπάλληλος του νομικού προσώπου αυτού του δικηγορικού συλλόγου, αλλά ως υπάλληλος του Ταμείου Συνεργασίας και Αλληλοβοήθειας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δεν επιφέρει έννομες συνέπειες στην επίδικη υπόθεση, διότι δεν έχει σημασία το είδος της σχέσης εργασίας που συνέδεε την κατηγορουμένη με το νομικό πρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας, αλλά το είδος της σχέσης που συνέδεε την κατηγορουμένη με το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, εξαιτίας του γεγονότος ότι η κατηγορουμένη εργαζόταν στο Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας, ορίστηκε με την από 08.01.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Καρδίτσας ως ειδική υπόλογος του Ελληνικού Δημοσίου, υπεύθυνη αφενός για την είσπραξη εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου έξω από το κατάστημα της ΔΟΥ με την έκδοση χορηγηθέντων από την ανωτέρω Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β', και αφετέρου υπεύθυνη για την απόδοση των εισπραχθέντων χρημάτων, η οποία (απόδοση) έπρεπε, σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. 1049222/3926/0016/ ΠΟΛ.1136/25.4.1996, να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον δύο (2) φορές ανά εβδομάδα. Το γεγονός ότι η κατηγορουμένη ορίστηκε νόμιμα ως ειδική υπόλογος του Ελληνικού Δημοσίου, αρμόδια να εισπράττει χρηματικά ποσά που αποτελούσαν έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου, και υπεύθυνη να αποδίδει τα εισπραχθέντα χρήματα στην αρμόδια υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, (ήτοι στη ΔΟΥ Καρδίτσας), μέσα στις καθορισμένες από την ανωτέρω υπουργική απόφαση προθεσμίες, προσδίδει στην κατηγορουμένη την ιδιότητα του υπαλλήλου με την έννοια του άρθρου 13 στοιχείο α του ΠΚ, με συνέπεια η επίδικη αξιόποινη πράξη υπεξαίρεσης να αποτελεί υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά παρέλευση ορισμένου χρόνου από την ημέρα, οπότε διαπιστώθηκε η τέλεση της επίδικης αξιόποινης πράξης, η κατηγορουμένη απέδωσε το χρηματικό ποσό των 134.400,78 ευρώ, το οποίο είχε ιδιοποιηθεί παράνομα, στην ανωτέρω οικονομική υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, με συνέπεια να αποσβεστεί ολοσχερώς η σχετική αξίωση του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον της κατηγορουμένης. Το γεγονός αυτό δεν αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα της επίδικης αξιόποινης πράξης, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η εκ των υστέρων καταβολή (απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος) δεν ασκεί έννομη επιρροή στον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης, αφού η διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ (και ήδη του άρθρου 384 του ίδιου Κώδικα) δεν εφαρμόζεται στο έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, (βλ. ΑΠ 101/2013), θεμελιώνει όμως αναμφίβολα την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2-δ ΠΚ, αφού με την απόδοση των ιδιοποιημένων χρημάτων η κατηγορουμένη έδειξε ειλικρινή μετάνοια για την τέλεση της επίδικης αξιόποινης πράξης της και επιδίωξε να άρει τις δυσμενείς συνέπειες που είχε προκαλέσει αυτή η πράξη της σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω: ι) ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι "ουδέποτε προσελήφθη από το Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας και ουδέποτε υπήρξε υπάλληλος αυτού, ήτοι υπάλληλος του νομικού προσώπου του ανωτέρω συλλόγου", αποβαίνει αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί, και ιι) ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι στην επίδικη υπόθεση πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 384 ΠΚ, διότι αυτή απέδωσε όλα τα χρήματα, αμέσως μόλις ζήτησε αυτά η ΔΟΥ Καρδίτσας, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι η συγκεκριμένη διάταξη νόμου δεν έχει εφαρμογή στην αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Συνεπώς, αφού απορριφθούν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί της κατηγορουμένης, πρέπει να κηρυχθεί αυτή ένοχη. Ακολούθως κηρύσσει ένοχη την κατηγορουμένη του ότι: Στην Καρδίτσα, στους κατωτέρω χρόνους, ως υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, δηλαδή προσώπου στο οποίο είχε νόμιμα ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία κατείχε λόγω της ανωτέρω ιδιότητας της, το αντικείμενο δε της πράξης της υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των 73.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2002 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2007 και στους αναλυτικά εκτιθέμενους στη συνέχεια χρόνους, ως υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας που με την από 8.1.2002 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Καρδίτσας είχε ορισθεί ειδική υπόλογος, υπεύθυνη αφενός για την είσπραξη εσόδων έξω από τη ΔΟΥ με την έκδοση χορηγηθέντων από την ανωτέρω Υπηρεσία διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' και αφετέρου για την απόδοση των εισπραχθέντων, η οποία σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. 1049222/3926/0016/ΠΟΛ. 1136/25.4.1996 έπρεπε να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον δύο (2) φορές την εβδομάδα, ιδιοποιήθηκε, δηλαδή ενσωμάτωσε στην περιουσία της, ώστε να μπορεί να το διαθέτει ως κυρία αυτού κατ' αρέσκειαν, με περισσότερες επιμέρους πράξεις, το συνολικό ποσό των 134.400,78 ευρώ, το οποίο αποτελούσε έσοδα που είχε εισπράξει με τα ανωτέρω διπλότυπα και που όφειλε να αποδώσει κατά,τα ανωτέρω στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητα της ορισθείσας ειδικής υπολόγου: 1) το Νοέμβριο του έτους 2002, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6068751-6068799 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.601,32 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 2) το Δεκέμβριο του έτους 2002, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6068800 και 6071051-6071059 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 307,58 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 3) το Φεβρουάριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071601-6071635 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.938,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 4) το Μάρτιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071636 - 6071686 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.878,45 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 5) τον Απρίλιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6071687 - 6070100 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.412,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 6) τον Ιούνιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070201- 6070286 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.438,91 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 7) τον Ιούλιο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αρθμ. 6070287-6070300 και 6070801-6070821 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.120,49 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 8) τον Αύγουστο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070822-6070829 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 460,93 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 9) το Σεπτέμβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6070830-6069250 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 6.037,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 10) τον Οκτώβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069501-6069537 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.682,77 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 11) το Νοέμβριο του έτους 2003, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069538-6069550 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 130,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 12) τον Ιανουάριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6069801-6069850 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.174,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 13) το Φεβρουάριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072401- 6072443 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 8.394,46 ευρώ, δεν απέδωσε, αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 14) το Μάρτιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072444-6072499 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.635,80 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 15) τον Απρίλιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072500 και 6072751-6072797 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.235,95 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 16) το Μάιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6072798- 6072850 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η Δ.Ο.Υ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.668,86 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 17) τον Ιούνιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073001-6073086 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.916,48 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 18) τον Ιούλιο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073087-6073213 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.751,24 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 19) τον Αύγουστο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073214-6073224 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 38,20 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 20) το Σεπτέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073225- 6073250 και 6073751-6073801 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 6.033,57 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 21) τον Οκτώβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6073802-6073850 και 6074001-6074030 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.708,76 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 22) το Νοέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074031-6074076 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.009,21 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 23) το Δεκέμβριο του έτους 2004, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074077-6074100 και 6074401-6074439 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.449,93 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 24) τον Ιανουάριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074439-6074490 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.646,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 25) το Φεβρουάριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6074491- 6074500 και 6075051-6075086 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.444,40 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 26) το Μάρτιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6075087-6075150 και 6076151-6076170 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.359,05 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της, 27) τον Απρίλιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076171- 6076246 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.823,69 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 28) το Μάιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076247-6076250 και 6076451-6076533 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 5.538,83 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 29) τον Ιούνιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076534-6076550, 6076701-6076750 και 6076651-6076654 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.948,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 30) τον Ιούλιο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6076655-6077126 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.168,78 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 31) τον Αύγουστο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077127-6077144 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 503,35 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 32) το Σεπτέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077145-6077200 και 6077401-6077434 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.146,92 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 33) τον Οκτώβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077435- 6077561 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.594,75 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 34) το Νοέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077562-6077633 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 4.273,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 35) το Δεκέμβριο του έτους 2005, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 6077634-6077650 και 4775301-4775338 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.056,74 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 36) τον Ιανουάριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4775339-4775350, 4775351-4775400 και 4776101-4776107 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.083,03 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 37) το Φεβρουάριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776108-4776174 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.215,83 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 38) το Μάρτιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776175-4776200 και 4776301-4776378 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά τo ποσό των 2.554,20. ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 39) τον Απρίλιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776379-4776400 και 4776801-4776814 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.516,13 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 40) το Μάιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776815-4776879 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.588,67 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 41) τον Ιούνιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4776880-4776900 και 4777301-4777344 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.148,36 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 42) τον Ιούλιο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777345-4777400 και 4777701-4777715 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 737,30 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 43) τον Αύγουστο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777716-4777724 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 35,10 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 44) το Σεπτέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 4777725-4777800 και 5301201-5301208 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 2.313,37 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 45) τον Οκτώβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5301209-5301268 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 688,17 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 46) το Νοέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5301269-5301300 και 5301851-5301897 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.310,87 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της, 47) το Δεκέμβριο του έτους 2006, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθ. 5301898-5301950 και 5304001-5304021 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 1.303,91 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της και 48) τον Ιανουάριο του έτους 2007, ενώ εισέπραξε με την έκδοση των υπ' αριθμ. 5304022-5304100 διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' που η ΔΟΥ Καρδίτσας της είχε χορηγήσει συνολικά το ποσό των 3.377,22 ευρώ, δεν απέδωσε αυτό εγκαίρως, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία της. Συνολικά, δηλαδή, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα δεν απέδωσε, όπως όφειλε, στο Ελληνικό Δημόσιο, εντός των προβλεπόμενων στην Α.Υ.Ο.1049222/ 3926/ 0016/ ΠΟΛ.1136/ 25.4.1996 χρονικών διαστημάτων, αλλά παρακράτησε για τον εαυτό της από έσοδα που εισπράχθηκαν από αυτή, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της ειδικής υπολόγου, με την έκδοση διπλοτύπων αποδεικτικών είσπραξης τύπου Β' το ποσό των 134.400,78 ευρώ, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η ήδη αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ, α' 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1,98 παρ. 1,84παρ.2 περ. α' και ε', 258 περ. γ' ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, μετά το Ν. 2721/99, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Συγκεκριμένα, παρατίθενται στην απόφαση ότι η κατηγορούμενη: 1] απέκτησε την ιδιότητα της υπαλλήλου, με την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ., αφού προσωρινά της ανατέθηκαν, με σχετικό έγγραφο της ΔΟΥ Καρδίτσας, τα καθήκοντα ειδικής υπολόγου εισπράξεως εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου στον Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας [στον οποίο εργαζόταν], 2] αν και εισέπραττε τμηματικά χρηματικά ποσά, [για τα οποία εξέδιδε αντίστοιχα διπλότυπα], δεν τα απέδιδε, όπως ώφειλε, στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά τα ιδιοποιείτο παρανόμως, 3] γνώριζε ότι τα εισπραττόμενα χρηματικά ποσά ήσαν ξένα και σκόπευε να τα ιδιοποιηθεί, χωρίς, όπως προεκτέθηκε, να απαιτείται περαιτέρω αιτιολόγηση του δόλου. Η αιτίαση ότι εσφαλμένα το δικαστήριο της ουσίας, αν και οι επί μέρους πράξεις της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία φέρονται ότι τελέσθηκαν από του μηνός Νοεμβρίου 2002 μέχρι του μηνός Ιανουαρίου 2007, δεν εξέτασε, για κάθε επιμέρους πράξη, αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 258 παρ. γ2 και 98 Π.Κ. όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάσταση τους με το άρθρο 14 παρ. 1 και 3 ν. 2721/1999 και δεν έλαβε υπόψη του το ύψος των υπεξαιρεθέντων κάθε φορά επιμέρους χρηματικών ποσών, προς διαπίστωση αν η αξία κάθε μερικότερου ποσού δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ώστε να δεχθεί ότι οι μερικότερες αυτές πράξεις φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα και έχουν υποκύψει σε παραγραφή, είναι αβάσιμη, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 258 περ.γ' του ΠΚ, μετά την αντικατάσταση της με το ν. 2721/1999, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο στο σύνολο της, ορθώς δε το δικαστήριο έκρινε ένοχη την κατηγορούμενη της ως άνω κακουργηματικής πράξεως και δέχθηκε ότι η αξία του αντικειμένου, στο σύνολο των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος υπό της κατηγορουμένης ως άνω εγκλήματος, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως [και ελλείψεως νόμιμης βάσεως] πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην περίπτωση που, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή την επιβληθείσα ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, το δικαστήριο, εφαρμόζει αυτεπάγγελτα, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, τον επιεικέστερο νόμο, αν η αναίρεση είναι παραδεκτή και αφού προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, μετά την έκδοση της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, δημοσιευθέντος Ν. 4312/2014 [που προβλέπει ευμενέστερη ποινική μεταχείριση για τους κατηγορουμένους που ικανοποίησαν χρηματικώς τους παθόντες μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρώτο βαθμό], ορίζονται: 1]στο άρθρο 1 αυτού, ότι στα εγκλήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις: α) του ν. 2523/1997 (Α' 179), β) του ν. 2960/2001 (Α' 265), γ) του ν. 2803/2000 (Α'48), δ) του ν. 3691/2008 (Α' 166), ε) του ν. 3213/2003 [Α 309], στ] του ν. 4022/2011 (Α'219), ζ) του Ποινικού Κώδικα που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, τα οποία πραγματώθηκαν χωρίς βία ή απειλή και τελέσθηκαν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 (Α' 22) ή του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005 ή οποιουδήποτε άλλου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης ή οποιασδήποτε ανεξάρτητης διοικητικής αρχής ή άλλης κρατικής αρχής, καθώς και η) από τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του Ποινικού Κώδικα (απιστία και υπεξαίρεση σχετικά με την υπηρεσία), ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του ν. 1608/1950 ..., σε περίπτωση κατάσχεσης, δέσμευσης, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα, διατάσσει την παρακατάθεση των μετρητών, του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και στα συναφή με όλα τα ανωτέρω εγκλήματα, που τελέστηκαν με σκοπό τη διευκόλυνση τέλεσης ή τη συγκάλυψη αυτών.2] στο άρθρο 2 παρ.4 του νόμου αυτού," σε περίπτωση πλήρους ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος ...γ] αν η προβλεπόμενη ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, επιβάλλεται αα] φυλάκιση μέχρι δυο έτη, αν η ικανοποίηση λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορούμενου στον ανακριτή και ββ] φυλάκιση μέχρι τρία έτη, αν η ικανοποίηση λάβει χώρο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στη πρωτοβάθμια δίκη ...". Από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε [σελ 16] ότι: αποδείχθηκε ότι μετά παρέλευση ορισμένου χρόνου από την ημέρα που διαπιστώθηκε η τέλεση της επίδικης πράξης η κατηγορουμένη απέδωσε το χρηματικό ποσό των 134400,78 Ευρώ, που είχε ιδιοποιηθεί, στην οικονομική υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου ..." Η παραδοχή αυτή ενέχει ασάφεια καθόσον αφορά τον ακριβή χρόνο που πραγματοποιήθηκε από την κατηγορουμένη η απόδοση [επιστροφή] του ως άνω υπεξαιρεθέντος στην υπηρεσία χρηματικού ποσού, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Ν. 4312/2014 η επιβλητέα ποινή διαφοροποιείται και εξαρτάται από το αν πραγματοποιήθηκε μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή ή μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, στο πρώτο βαθμό. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού κρίνεται αυτεπαγγέλτως ότι [ενδεχομένως να] συντρέχει περίπτωση εφαρμογής επιεικέστερου νεότερου νόμου, σύμφωνα μετά τα άρθρα 2 ΠΚ και 511 εδάφ.γ ΚΠοινΔ. πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση, [ώστε να διευκρινισθεί ο ως άνω ακριβής χρόνος αποδόσεως του χρηματικού ποσού, που θα διαφοροποιήσει την επιβληθείσα στην κατηγορούμενη ποινή φυλακίσεως των δυο ετών] και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος τούτο, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Τέλος, όπως προεκτέθηκε, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί μερικώς, την με αριθμό 68/2014 απόφαση του Tριμελούς Εφετείου Λάρισας, μόνο κατά την διάταξη αυτής περί του ύψους της επιβλητέας ποινής στην κατηγορούμενη, κατά τα προεκτεθέντα. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 24-12-2014 αίτηση της Α. Τ. του Χ., για αναίρεση της με αριθμό 68/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.2) Σε κατ’ εξακολούθηση έγκλημα υπολογίζεται συνολική αξία αντικειμ. Πράξεων, εφαρμοζομένου αυτούσιον Ν. 2721/1999 3) ευμενέστερος νόμος 4312/2014 (για ποινική μεταχείριση κατηγορ. Που ικανοποίησαν χρηματικά παθόντες). Αναιρεί. Ασάφεια ακριβούς χρόνου ικανοπ. Μερικώς.
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία
Επιεικέστερος νόμος, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
2
Αριθμός 507/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Ε. συζύγου Ν. Π., κατοίκου ..., και 2)Γ. Λ. του Δ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Mιχαήλ Νταλάκο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. - Ε. συζύγου Π. Ν., κατοίκου ... και 2) Α. Ν. του Π., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Ανανιάδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-3-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 85/2011 μη οριστική, 110/2012 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 119/2014 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-7-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 26-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 16 του ν. 2447/1996, η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού, επειδή έπασχε από ψυχική ασθένεια. Περαιτέρω, έλλειψη συνείδησης των πραττομένων υπάρχει όταν λείπει η δυνατότητα διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης πράξης και συνιστά παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια. Συναφώς, στέρηση της χρήσης του λογικού υπάρχει όταν αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης με αντικειμενικούς υπολογισμούς και η ικανότητα αντίστασης σε υποβολή από άλλους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ "διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά". Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1719 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996 και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30-12-1996 (άρθρο τρίτο ν. 2447/1996), ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιο ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 ΑΚ) και καθένας που έχει έννομο συμφέρον και τέτοιο έχει ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομιά του, μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Την 15.2.07 απεβίωσε στα Μελίσσια Αττικής η Α. Λ. του Γ. και της Μ., θεία των εναγόντων Ε. συζ. Ν. Π. και Γ. Λ. του Δ. και της πρώτης εναγομένης Μ. Ε. συζ. Π. Ν.. Λίγο καιρό μετά, προσκομίστηκε στο Πρωτοδικείο Καβάλας η υπ’ αριθμ. ...19.1.88 δημόσια διαθήκη της θανούσας, που συντάχθηκε στις 16.1.1988 ενώπιον του συμβολαιογράφου Καβάλας Παναγιώτη Λαζίδη, η οποία δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθμ. 118/1.4.07 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Από το περιεχόμενο της εν λόγω διαθήκης προκύπτει ότι τελευταία βούληση της κληρονομούμενης ήταν να ορισθεί, ως γενική και αποκλειστική κληρονόμος η ανεψιά της και πρώτη εναγομένη και μάλιστα μετά από ρητή ανάκληση της υπ’ αριθμ. ...20.9.85 προηγούμενης δημόσιας διαθήκης της, που συντάχθηκε στις 20.9.1985 ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθμ. 1407/23-4-2007 πρακτικά του ως άνω δικαστηρίου. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη, με την υπ’ αριθμ. ...1-6-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Καβάλας Ευθυμία Λαζίδου του Παναγιώτη, νόμιμα καταχωρισμένη στα οικεία βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Καβάλας με αριθμό καταχώρησης ...12-6-2007, αποδέχθηκε τη συγκεκριμένη κληρονομιά. Ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομιάς υπήρχε το 50% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου και ειδικότερα μιας παλαιάς διώροφης οικίας μετά του οικοπέδου της, που βρίσκεται στη συνοικία "...", στην πόλη της Καβάλας, επί της οδού ... αρ…, με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ 210253016002/1/0, το οποίο η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε με νόμιμη αιτία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...27.08.2007 συμβολαίου γονικής παροχής της ως άνω συμβολαιογράφου κατά ψιλή κυριότητα στο δεύτερο εναγόμενο, Α. Ν. του Π., γιό της, παρακρατώντας η ίδια την επικαρπία εφόρου ζωής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η Α. Λ. του Γ. έπασχε ψυχικά , τουλάχιστον από το έτος 1979, με διάγνωση της ασθένειας της ως "ψυχωσική συνδρομή παρανοϊκού τύπου" και "σχιζοφρενική ψύχωση". Ειδικότερα, η ως άνω κληρονομούμενη, που γεννήθηκε το έτος 1931, είχε έναν ατυχή γάμο, από τον οποίο απέκτησε ένα τέκνο, τον Π. Ζ., που γεννήθηκε το έτος 1955 και το οποίο ανέθρεψε μόνη της. Την 19.07.1970, κάτω υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο ως άνω υιός της εξαφανίστηκε από τη θαλάσσια περιοχή Κερδυλλίων Νομού Σερρών, όπου είχε μεταβεί με τη μητέρα του, χωρίς από τότε να δώσει σημεία ζωής. Μάλιστα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 362/2009, ήδη τελεσίδικης, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, ο Π. Ζ. κηρύχθηκε σε αφάνεια, αναδρομικά από τις 18 Ιουλίου 1970. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το εναρκτήριο γεγονός εμφάνισης της ψυχικής της νόσου, η οποία εκδηλώθηκε ένα περίπου χρόνο αργότερα και σίγουρα κατά το έτος 1979, οπότε νοσηλεύτηκε επανειλημμένα σε διάφορες ψυχιατρικές κλινικές. Συγκεκριμένα νοσηλεύτηκε στην ψυχιατρική κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου στην Αθήνα το 1979 επί δύο μήνες περίπου, το 1983 επίσης επί δύο μήνες περίπου και τέλος το 1989 επί περισσότερο από τρεις μήνες για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις ψυχωσικής συνδρομής, ενώ για την ίδια αιτία παρακολουθούνταν στα εξωτερικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου από τον Οκτώβριο του 1971. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η Α. Λ. του Γ. νοσηλεύθηκε, μετά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης των επίδικων διαθηκών, και στην αντίστοιχη κλινική του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου στην Αθήνα το 1994, με διάγνωση ψυχωσική συνδρομή παρανοειδούς τύπου. Στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα των ετών 1979-1994 η Α. Λ. νοσηλεύτηκε πολλές φορές στην ιδιωτική κλινική "Γαλήνη" στην Καβάλα και ειδικότερα το 1979 επί δύο μήνες περίπου, το 1989 και το 1990 επίσης επί δύο μήνες περίπου, το 1991 επί περισσότερο από 10 μήνες συνολικά και τέλος το 1994 για μία μόνο ημέρα, με διάγνωση σχιζοφρενική ψύχωση. Μετά τον Οκτώβριο του 1994 μέχρι και το 2007, οπότε και απεβίωσε, η Α. Λ. του Γ. μετακόμισε στην Αθήνα και συνέχισε τις νοσηλείες στην ιδιωτική κλινική του Β. Τ. στα Μελίσσια Αττικής, με ανάλογη διάγνωση, ενώ το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα 2000-2001 νοσηλεύτηκε και στην ιδιωτική κλινική του Μ. Β. στο Μαρούσι Αττικής....... Κατ’ εκτίμηση όλων των ανωτέρω στοιχείων το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι , ανεξάρτητα από τις διαφορές που υπάρχουν στους ιατρικούς όρους της εκάστοτε διάγνωσης, όπως αυτή αναγράφεται αντίστοιχα σε κάθε ιατρική βεβαίωση - γνωμάτευση, η συντάκτρια των ενδίκων διαθηκών ήδη από το 1979 έπασχε από πνευματική ασθένεια κατά την έννοια του νόμου, δηλαδή από ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Ωστόσο, κατά το χρόνο της σύνταξης των συγκεκριμένων διαθηκών, δηλαδή εν προκειμένω δευτερευόντως τον Σεπτέμβριο του 1985 και κυρίως τον Ιανουάριο του 1988, εφόσον μόνο η δεύτερη διαθήκη ίσχυσε τελικά, η διαθέτιδα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έξι και πλέον ετών (Φεβρουάριος 1983- Μάρτιος 1989) δεν νοσηλεύτηκε σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα. Το διάστημα όμως αυτό είναι το κρίσιμο κατά το νόμο για να διαπιστωθεί αν η ως άνω κληρονομούμενη εξαιτίας της διαγεγνωσμένης ψυχικής της ασθένειας, στερούνταν δευτερογενώς τη χρήση του λογικού της. Ειδικότερα, μέσα στο διάστημα αυτό, την 4.2.1985 η Α. Λ. μετέβη στο γραφείο του παραπάνω συμβολαιογράφου Καβάλας Παναγιώτη Λαζίδη, ο οποίος και δεν διαπίστωσε την ανικανότητα της να προβεί σε νομικές πράξεις, προκειμένου να ζητήσει τη σύνταξη του υπ’ αριθμ. ...1985 πωλητηρίου συμβολαίου με το οποίο πώλησε, στην πρώτη εναγομένη, ένα κτήμα που διέθετε κατά κυριότητα στο Σταυρό Καβάλας. Μάλιστα, με το τίμημα που εισέπραξε από την ως άνω αγοραπωλησία, η θανούσα πραγματοποίησε πλήρη ανακαίνιση στην επίδικη οικία, ώστε να καταστεί πιο λειτουργική, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η ίδια ζούσε εκεί μέχρι το έτος 1994, οπότε και μετοίκησε στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η θανούσα Α. Λ., κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω συμβολαίου, είχε πλήρη επίγνωση των πραττομένων της και ήταν σε θέση να διαχειριστεί των προσωπικών και περιουσιακών της υποθέσεων, αφού προέβη σε μια επωφελή για την ίδια κίνηση και συγκεκριμένα επέλεξε να εκποιήσει ένα απρόσοδο κτήμα, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα χρήματα από την πώληση για να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής της και να ανακαινίσει τον επάνω όροφο της οικίας της, δοθέντος ότι ήταν συγκυρία στο εν λόγω ακίνητο σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενώ το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκε στην αδελφή της, μητέρα της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης. Η ίδια επέβλεπε τις εργασίες της ανακαίνισης και καθοδηγούσε τα συνεργεία στην εκτέλεση των επισκευών, ενώ η άλλη συνιδιοκτήτρια, αδελφή της, διαμαρτυρήθηκε για την πρωτοβουλία της θανούσας να ανακαινίσει την εν λόγω οικία χωρίς τη συγκατάθεση της, αλλά ποτέ δεν υπονόησε ότι η Α. Λ. δεν έχει τη χρήση του λογικού της. Επιπροσθέτως, ποτέ οι ενάγοντες δεν αμφισβήτησαν το κύρος της ως άνω δικαιοπραξίας, παρά όψιμα ισχυρίζονται ότι η πώληση ήταν εικονική και υποκρύπτονταν σύμβαση δωρεάς, χωρίς εντούτοις να αμφισβητούν τη δικαιοπρακτική ικανότητα της θανούσας. Συναφώς, σε όλο το επίμαχο διάστημα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η Α. Λ. διαβιούσε μόνη της και εξυπηρετούσε η ίδια τις ατομικές της ανάγκες, χωρίς ουδέποτε να ληφθεί μέριμνα από τους ενάγοντες για τη θέση της σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Και ναι μεν το γεγονός αυτό δεν αρκεί από μόνο του για την κατάφαση της δυνατότητας χρήσης του λογικού της κατά το χρόνο σύνταξης των ενδίκων διαθηκών, αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ως στοιχείο ενδεικτικό της αυτάρκειας και της δυνατότητας αυτοπροσδιορισμού της. Επίσης, η, κατά τακτά διαστήματα (πλην του επίδικου) εισαγωγή της σε ψυχιατρικές κλινικές, καταδεικνύει την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπιζε το, νόσημα της, αφού, όταν αντιλαμβανόταν την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της, μεριμνούσε για τη λήψη της ενδεικνυόμενης ιατρικής περίθαλψης. Εξάλλου, η ψυχική της νόσος, η οποία εκδηλώνονταν με διαταραχή της σκέψης και .παραληρητικές ιδέες κυρίως ως προς το πρόσωπο του εξαφανισθέντος υιού της, παρουσίαζε υφέσεις και εξάρσεις, ενώ, κατά το χρονικό σημείο σύνταξης των ένδικων διαθηκών, βρισκόταν σε κατάσταση ύφεσης, όπως αποδεικνύει η απουσία εισαγωγής της σε ψυχιατρική κλινική από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1989. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης δικαιοπραξίας, ήτοι την 16.01.1988 η ανωτέρω, κληρονομούμενη εμφάνιζε έλλειψη συνείδησης των πραττομένων και αποφασιστικό περιορισμό της λειτουργίας της βούλησης της. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται ότι παρακολουθούνταν από ιατρούς κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1989 και ότι η ασθένεια που διαγνώστηκε κατά τις αρχές του έτους 1979 είχε τέτοια βαρύτητα και διάρκεια, ώστε να επηρεάσει τη διανοητική της κατάσταση τον Ιανουάριο του 1988, οπότε καταρτίστηκε η επίδικη διαθήκη. Η λήψη φαρμακευτικής αγωγής, και δη του φαρμάκου STELAZINE, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από εξιστόρηση συμπτωμάτων και παρακολουθήσεις από ιατρούς, ώστε να δικαιολογήσει μόνιμη διαταραχή του νου ή μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας. Εξάλλου, το παραπάνω φάρμακο, το οποίο είναι αντιψυχωτικό πρώτης γενιάς, αλλά χρησιμοποιούνταν και για το μη ψυχωτικό άγχος, δεν επηρεάζει τη χρήση της λογικής του ασθενή (βλ. την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία συνεπικουρείται και από την από 15.11.2011 τεχνική έκθεση του ψυχιάτρου-διευθυντή του Ψ. Ν .Α. Δρομοκαίτειου ".... ο ασθενής που συντάσσει διαθήκη που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πρέπει να γνωρίζει ότι συντάσσει διαθήκη, να γνωρίζει τη φύση και την έκταση της ιδιοκτησίας του και να γνωρίζει τα φυσικά αντικείμενα που αποτελούν την κληρονομούμενη περιουσία, τις ταυτότητες των δικαιούχων (π.χ. σύζυγος, παιδιά, άλλοι συγγενείς, φιλικά πρόσωπα, ιδρύματα, οργανισμούς κ.λ.π.)". Η διάγνωση της εν λόγω ψυχικής διαταραχής δεν συνεπάγεται αυτόματα έλλειψη ικανότητας για δικαιοπραξία, με την έννοια της a priori έλλειψης της ικανότητας του ατόμου να ρυθμίζει αυτόβουλα τις υποθέσεις του. Εν προκειμένω, η Α. Λ., με την πρώτη, από 20.09.1985 διαθήκη της, εγκατέστησε κληρονόμους της στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της την πρώτη ενάγουσα και την πρώτη εναγομένη, θυγατέρες της αδελφής της, ενώ με τη δεύτερη, από 16.01.1988, διαθήκη της, ανακάλεσε την ως άνω πρώτη (διαθήκη), εγκαθιστώντας πλέον μοναδική κληρονόμο της την πρώτη εναγομένη. Κατά τη σύνταξη και των δύο ως άνω δημόσιων διαθηκών, ο συμβολαιογράφος Παναγιώτης Λαζίδης, βεβαίωσε την ικανότητα της διαθέτιδας να συντάξει διαθήκη και, όπως ο ίδιος καταθέτει στη προμνησθείσα υπ’ αριθμ. ...2010 ένορκη βεβαίωση του, η Α. Λ. είχε πλήρη επίγνωση των πραττομένων της, γεγονός που πιστοποίησαν και οι συμπράξαντες μάρτυρες. Εξάλλου, όταν η νόσος εμφανίζεται μετά τα 40 έτη, όπως στην περίπτωση της Α. Λ., η βούληση, το συναίσθημα, καθώς και η κρίση ελάχιστα θίγονται (βλ. το με αριθμό πρωτ. 10297/644038/10.07.2009 έγγραφο του Διευθυντή-Ψυχιάτρου Ε.Σ.Υ. του "ΔΡΟΜΟΚΑΙΤΕΙΟΥ" Νοσοκομείου). Επιπλέον, το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε συνείδηση των πραττομένων της κατά το χρόνο της σχετικής διαθήκης αποδεικνύεται και από το ότι αποφάσισε να καταστήσει αποκλειστική κληρονόμο της ένα πρόσωπο, το οποίο εμπιστευόταν απολύτως, δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη τη συνεπικουρούσε σε τρέχουσες ανάγκες της και της παρείχε την προαναφερόμενη βοήθεια για τη συντήρηση και ανακαίνιση της οικίας της, όπως προεκτέθηκε, με συνέπεια να αναπτυχθεί μεταξύ τους μεγαλύτερη συναισθηματική εγγύτητα και η επιλογή της θανούσας αποτελούσε εκδήλωση της κυριαρχικής της βούλησης και όχι προϊόν υποβολής και υποκίνησης. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα Θ. Ε., ο οποίος ήταν θεράπων ιατρός της Α. Λ. όταν εκείνη νοσηλευόταν στην ψυχιατρική κλινική "ΓΑΛΗΝΗ" στην Καβάλα και διευθυντής της εν λόγω κλινικής, καθώς, δεν είχε άμεση αντίληψη για την κατάσταση της υγείας της θανούσας και τις συνθήκες διαβίωσης της κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (1985-1988) που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Ειδικότερα, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα η θανούσα δεν είχε εισαχθεί στην κλινική αυτή και παρακολουθούνταν αποσπασματικά από τον ανωτέρω ιατρό, ενώ η εκδήλωση των συμπτωμάτων της ασθένειας της, όπως άλλωστε ο ίδιος ο μάρτυρας καταθέτει, ήταν απρόβλεπτη και δεν μπορούσε ο μάρτυρας να γνωρίζει αν τη στιγμή σύνταξης των διαθηκών η Α. Λ. διέθετε την απαιτούμενη διαύγεια και αυτοβουλία. Επιπλέον, παρά την επικαλούμενη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας της θανούσας, που αποδίδεται στο γεγονός ότι κατά την εξέταση της βρισκόταν σε κατάσταση έξαρσης, ο ανωτέρω μάρτυρας, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα του, δεν επέστησε την προσοχή στους πλησιέστερους συγγενείς της Α. Λ., ώστε να μεριμνήσουν για την αποτροπή χειραγώγησης της τελευταίας από τρίτα πρόσωπα που θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν την περιουσία της, ενώ η ασθενής σε περιόδους ύφεσης ήταν σε θέση να συνεννοηθεί με τον ως άνω ιατρό της, του κατέβαλλε η ίδια την αμοιβή του και μπορούσε να προβεί σε οικονομικές δοσοληψίες. Επίσης τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 11.10.11 ως άνω ψυχιατρική έκθεση του τεχνικού συμβούλου Α. Δ., ο οποίος απλώς αντικρούει τις θέσεις του δικαστικού πραγματογνώμονα Μ. Σ. αναφορικά με τα τεθέντα με την προδικαστική απόφαση προς αυτόν ερωτήματα και εντελώς αόριστα γνωμοδοτεί ότι η θανούσα έπασχε από σχιζοφρένεια, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά και ιδίως το διάστημα 1983-1989 ποια ήταν η κατάσταση της. Άλλωστε, η Α. Λ. προέβη σε όλες τις δικαιοπρακτικές της ενέργειες, όπως εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα ύφεσης της ψυχικής της νόσου (1985-1988), κατά το οποίο μπορούσε να επιληφθεί των προσωπικών της υποθέσεων και έδειχνε τη διάθεση να τακτοποιήσει τα περιουσιακά της ζητήματα επενδύοντας κυρίως στην ανακαίνιση της πατρικής της οικίας, με την οποία είχε αναπτύξει έντονο ψυχικό δεσμό. Κατά συνέπεια, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο των επίμαχων διαθηκών, δεν αποδείχθηκε θετικά ότι η Α. Λ. δεν είχε συνείδηση των πράξεων της ή δεν είχε τη χρήση του λογικού, επειδή έπασχε από ψυχική ασθένεια, καθώς η ψυχική νόσος από την οποία έπασχε δεν επηρέαζε τη βούληση της, υπό την έννοια ότι αδυνατούσε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των συγκεκριμένων διαθηκών που επιχείρησε και ότι εξαιτίας της διαταραχής, στην οποία βρισκόταν, αποκλειόταν σε αυτήν ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης, με λογικούς υπολογισμούς, κατά τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή με την οποία ζητείται αναγνώριση της ακυρότητας των ανωτέρω διαθηκών και των επιγενόμενων συμβολαίων, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν." Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου αφού περιέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθώς και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατ’ ορθή υπαγωγή του από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-7-2014 αίτηση των Ε. συζ. Ν. Π. κλπ. για αναίρεση της 119/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από1 και 19
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 494/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1)Α. Μ., 2)Μ. Μ. - Ε., 3)Σ. Σ. και 4)Κ. Π.. Και εγκαλούσα την Ζ. Κ., κάτοικο Αθηνών. Η αίτηση αυτή με αριθμό 64729/13-11-2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1189/2014. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφανία Κοντοθανάση εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη με αριθμό 33/23.3.2015 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του συμβουλίου Σας, κατά τα άρθρα 125 και 132 ΚΠΔ, την υπ’ αριθμ. πρωτ. 64.729/13.11.2014 αίτηση της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, με την οποία ζητά καθορισμό αρμοδιότητας για να αποφανθεί ο Εισαγγελέας Εφετών επί της κατ’ άρθρο 43 παρ.2 ΚΠΔ, θέση της δικογραφίας στο Αρχείο, την οποία υπέβαλε ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τ’ ακόλουθα: Κατά την διάταξη του άρθρου 136 στοιχ. ε του ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125, διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του επόμενου άρθρου 137 παρ.1 την παραπομπή μπορεί να ζητήσει πλην άλλων και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο, σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης, β) το συμβούλιο των εφετών αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας αλλά και κατά το στάδιο της προδικασίας συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της άσκησης ποινικής δίωξης, για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσης των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού των υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρέτησης (ΑΠ 158/2003, ΑΠ 572/2003, ΑΠ 83/2005). Στην κρινόμενη περίπτωση η Ζ. Κ. υπέβαλε την από 26.3.2012 αναφορά-καταγγελία της προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αρμόδιο Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη, Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών και Υπουργό Δικαιοσύνης κατά των Τακτικών Δικαστών και του Εισαγγελέα του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που συγκροτείτο από τους : 1)Σ. Σ., τότε Πρόεδρο Εφετών, 2) Α. Μ., Εφέτη, 3) Μ. Μ.-Ε., Εφέτη και 4) Κ. Π., τότε Εισαγγελέα Εφετών και ήδη Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου. Μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης επί της αναφοράς αυτής, η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, έθεσε στο Αρχείο κατ’ άρθρο 43 παρ.2 ΚΠΔ την ως άνω αναφορά και υπέβαλε την σχηματισθείσα προκαταρκτική δικογραφία, στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών . Αρμόδιος να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής είναι ο εισαγγελικός λειτουργός της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, που όμως υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών η μηνυομένη Δικαστικός Λειτουργός Α. Μ. και στο Εφετείο Πειραιώς η Μ. Μ.-Ε.. Επομένως συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να αποφανθεί επί της ΑΒΜ:Δ2012-3366/ΕΓ 87-14/31, αναφοράς κατ’ άρθρο 43 παρ.2 ΚΠΔ του Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων η κρινόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. 64729/13.11.2014 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση από τις δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Ευβοίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Να παραπεμφθεί η δικογραφία που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, με αφορμή την ΑΒΜ:Δ2012-3366/ΕΓ 87-14/31 αναφορά, κατ’ άρθρο 43 παρ.2 ΚΠΔ της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε εξαιτίας της από 26.3.2012 αναφοράς της Ζ. Κ., από τις δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Ευβοίας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκης". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 εδ. ε’ του ΚΠΔ "το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο...". Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ’ εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ζ. Κ., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την με ΑΒΜ Δ2012/3366/ΕΓ87/2014 μήνυση- αναφορά της, στρεφόμενη μεταξύ άλλων και κατά των δικαστικών λειτουργών, Α. Μ., εφέτη Αθηνών και Μ. Μ. - Ε., εφέτη Αθηνών και ήδη υπηρετούσας στο Εφετείο Πειραιώς, για τις σε αυτή καταγγελλόμενες αξιόποινες πράξεις και μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης η ως άνω αναφορά τέθηκε από την Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στο αρχείο, κατ’ άρθρο 43 παρ.2 του ΚΠΔ και υποβλήθηκε με το από 10-9-2014 έγγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για έγκριση της αρχειοθέτησης. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με το από 13-11-2014, αρ. πρωτ. 64729 έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητά τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου να ορισθεί άλλος ως αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών για να κρίνει την προαναφερθείσα αρχειοθέτηση, λόγω της ως άνω προαναφερόμενης ιδιότητας των μηνυόμενων Εφετών, που υπηρετούν αντίστοιχα στο Εφετείο Αθηνών και στο Εφετείο Πειραιώς. Επομένως, συντρέχει αρμοδιότητα του παρόντος συμβουλίου του Αρείου Πάγου και περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπ’ αυτού κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε’ και 137 παρ. 1 εδ. β περ. γ ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης, στο σύνολό της, από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί και αποφανθεί επί της άνω μηνύσεως Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας και στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου και της Εισαγγελίας Εφετών Εύβοιας, για εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του εισαγγελικού λειτουργού και αποκλεισμό κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αναφέρεται στο με αρ. πρωτ. 64729 από 13-11-2014 έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών και αφορά την με ΑΒΜ Δ2012/3366/ΕΓ87/2014 μήνυση - αναφορά της Ζ. Κ., στρεφόμενη μεταξύ άλλων και κατά των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, Α. Μ., εφέτη Αθηνών και Μ. Μ. - Ε., εφέτη Αθηνών και ήδη υπηρετούσας στο Εφετείο Πειραιώς, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη, από τον κατά τόπο αρμόδιο για την αρχειοθέτηση ή μη Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Εύβοιας και εφετείου Εύβοιας, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας.Παραπέμπει σε Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας κ.λπ. Αρχές για χειρισμό μήνυσης κατά Δικαστών, που υπηρετούν στο Εφετείο Αθηνών και στο Εφετείο Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 493/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Τ. του Δ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τίρυνθας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 3352/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 154/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από το από 16-2-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του Κ. Κ., γραμματέα στο ΑΚΚΕ Τίρυνθας, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στα χέρια του ιδίου, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 22/4/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 17/12/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ'αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 1/17 - 12 - 2014 αίτηση του Α. Τ. του Δ. περί αναιρέσεως της με αρ. 3352/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0