text
stringlengths 2.14k
585k
| summary
stringlengths 1
6.5k
| case_category
stringlengths 4
57
⌀ | case_tags
stringlengths 5
295
⌀ | subset
float64 0
2
|
---|---|---|---|---|
ΑΡΙΘΜΟΣ 970/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Κούγια και 2. Χ2 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 1/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαΐου 2007 και 9 Μαΐου 2007 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, οι από 10-5-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ1 και Χ2, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 1/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφαλείας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή, η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Εξάλλου, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλά αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Το τελευταίο, είναι περισσότερο έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, εν όψει του ότι για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι απειλήθηκε ζημία σε βάρος τους, υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, οπότε και δημιουργείται ο κίνδυνος επελεύσεως αυτής.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου, προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικά, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν το Δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, σε έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, γιατί έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο κατηγορούμενος Χ1 με τον μοναδικό λόγο αυτής, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, στήριξε την περί ενοχής κρίση του: α) στο γεγονός ότι έλαβε υπόψη του τρία (3) υπηρεσιακά σημειώματα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν, ούτε και έπρεπε να αναγνωσθούν και β) ότι οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της 25-1-2007, και συγκεκριμένα οι: α) ..., διευθυντής του υποκαταστήματος ...ΕΤΕ, β) Ε1 επιθεωρητής ΕΤΕ, και γ) Ε2, επιθεωρητής ΕΤΕ, αναφέρθηκαν στα ως άνω υπηρεσιακά σημειώματα, χωρίς προηγουμένως να έχει αρθεί το τραπεζικό απόρρητο. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι τα επίμαχα έγγραφα με α. α. 1, 2 και 3 του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων της δικογραφίας, αναγνώσθηκαν, χωρίς να προβληθεί από μέρους των κατηγορουμένων, πολύ περισσότερο από τον αναιρεσείοντα Χ1, οποιαδήποτε αντίρρηση. Πέραν όμως, τούτου, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το υπ' αριθμό 60/1995 βούλευμα του, είχε διατάξει την άρση του τραπεζικού απορρήτου, των τηρουμένων στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας ..., λογαριασμών καταθέσεων ατομικών ή κοινών με άλλα πρόσωπα λογαριασμών αυτού (Χ1). Ως εκ τούτου, ορθώς έγινε χρήση των ως άνω υπηρεσιακών σημειωμάτων, αφού κατά τον χρόνο της εξετάσεως των ως άνω μαρτύρων, ήτοι την 25-1-2007, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ήδη είχε αρθεί το τραπεζικό απόρρητο, με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, που άσκησε ο αναιρεσείων Χ1, και με τον οποίο πλήττεται η απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και, ειδικότερα από την ανωμοτί κατάθεση του εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος, (Χ3- μη διάδικος στην παρούσα δίκη), ως υπάλληλος της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας με την επωνυμία Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, υπηρετούσε στο υποκατάστημα της ... από το έτος 1993, και Είχε αναπτύξει ιδιαίτερη γνωριμία και οικειότητα με το δεύτερο κατηγορούμενο, που ήταν πελάτης της τράπεζας. Ο δεύτερος κατηγορούμενος επισκεπτόταν, τακτικά τον πρώτο κατηγορούμενο στο χώρο της εργασίας του, τον συμβουλευόταν σε διάφορα τραπεζικά ζητήματα, που τον απασχολούσαν, δάνεισε σε αυτόν το ποσό των 5.000.000 δρχ. που είχε ανάγκη για την ανέγερση της οικοδομής του, λόγω δε της ιδιαίτερης φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ τους τον είχε εξουσιοδοτήσει να κινεί τον τραπεζικό λογαριασμό του με καταθέσεις και αναλήψεις, για λογαριασμό του, παρόλο που δεν επιτρέπεται για υπαλλήλους της τράπεζας. Κατά τις συζητήσεις τους, ο δεύτερος κατηγορούμενος αφού είχε συλλάβει σχέδιο αφαίρεσης χρημάτων από λογαριασμούς μεγάλων καταθέσεων πελατών, για να εξασφαλίσουν χρήματα, που είχαν ανάγκη ο πρώτος για την οικοδομή, που ανήγειρε και ο δεύτερος για το παραθεριστικό συγκρότημα, που κατασκεύαζε στην Κέρκυρα, το εκμυστηρεύτηκε στον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος και το αποδέχθηκε. Προς υλοποίηση του σχεδίου τους, ο πρώτος κατηγορούμενος, που είναι ιδιαίτερα έμπειρος και ικανός υπάλληλος (απόδειξη ότι τον προσέλαβε αμέσως και μάλιστα σε διευθυντική θέση άλλη τράπεζα, μόλις, λόγω της υποθέσεως, τον απέλυσε η πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα), γνώριζε άριστα το χειρισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών, άρχισε να παρακολουθεί την κίνηση διάφορων λογαριασμών καταθέσεων των πελατών της τράπεζας, με κατάλληλα ερωτήματα προς το κεντρικό τερματικό, που απηύθυνε από τα τερματικά ΟΝ LIΝΕ (ηλεκτρονικούς υπολογιστές) των συναδέλφων του, που ήταν ταμίες (ΤΕLLERS) στο Υποκατάστημα αυτό, διότι ο ίδιος δεν ήταν βέβαια ταμίας, αλλά είχε τη σχετική άδεια να τα επισκέπτεται. Τελικά, εντόπισε τέσσερις λογαριασμούς καταθέσεων πελατών σε αλλοδαπό συνάλλαγμα (μάρκα), που τους επέλεξε, διότι εμφάνιζαν μεγάλα υπόλοιπα και προθεσμιακή κίνηση, ώστε να μην αποκαλυφθούν αμέσως οι αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς τους. Μετά, από τους χώρους φύλαξης της τράπεζας, στους οποίους, λόγω της θέσεως του, είχε δυνατότητα πρόσβασης, αφαίρεσε τέσσερα έντυπα βιβλιαρίων καταθέσεων. Ακολούθως, επωφελούμενος από το γεγονός ότι δεν υπάρχει έλεγχος κατά την έκδοση νέου βιβλιαρίου, χρησιμοποίησε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της τράπεζας, με το ίδιο ακριβώς σύστημα, που χρησιμοποιείται για την έκδοση των κανονικών βιβλιαρίων, για να εκδώσει νέα βιβλιάρια, όμοια με αυτά, που είχαν εκδοθεί και παραδοθεί στους νόμους δικαιούχους για την κίνηση των λογαριασμών τους. Στα νέα βιβλιάρια έθεσε τα ίδια στοιχεία δικαιούχου του λογαριασμού και αριθμού λογαριασμού και τα ενημέρωσε με την κίνηση του αντίστοιχου λογαριασμού, έτσι ώστε είχαν την απατηλή εμφάνιση του βιβλιαρίου, που παραδόθηκε στον αληθινό δικαιούχο και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν κανονικά βιβλιάρια για την ανάληψη χρημάτων από τον οικείο λογαριασμό. Τα βιβλιάρια καταθέσεων, που, με τον τρόπο αυτόν, κατάρτισε ο πρώτος κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας τα έντυπα βιβλιαρίων καταθέσεως, είναι πλαστά, διότι πρόκειται για δεύτερα βιβλιάρια, που εκδόθηκαν παράνομα και από αναρμόδιο υπάλληλο, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σαν γνήσια βιβλιάρια για παράνομες αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς των δικαιούχων, από πρόσωπα που δεν είναι δικαιούχοι των λογαριασμών Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος: Α) την 7.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... κοινό λογαριασμό των δικαιούχων... και ..., με ύψος καταθέσεων 305.535 γερμανικών μάρκων Β) την 14.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... κοινό λογαριασμό των δικαιούχων Λ1, Λ2 συζ. Λ1, Λ3 και Λ4, με ύψος καταθέσεων 544.874 γερμανικών μάρκων και λήξη την 20.4.1994 γ) την 21.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό... ατομικό λογαριασμό του δικαιούχου ..., με ύψος καταθέσεων 339.176 γερμανικών μάρκων και Δ) την 24.1.1994, κατάρτισε το πλαστό βιβλιάριο για τον υπ' αριθμό ... ατομικό λογαριασμό του δικαιούχου ..., με ύψος καταθέσεων 447.587 γερμανικών μάρκων, δηλαδή συνολικό ποσό καταθέσεων (305.535 + 544.874 + 339.176 + 447.587 =) 1.637.172 γερμανικών μάρκων. Σκοπός του ήταν να παραπλανήσει άλλους για το παρόν γεγονός ότι τα βιβλιάρια αυτά, που κατάρτισε ο ίδιος, είναι δήθεν νόμιμα βιβλιάρια, ώστε, με τη χρήση τους, να επιτευχθεί η ανάληψη όλων των χρημάτων από τους πιο πάνω λογαριασμούς. Πράγματι, ο πρώτος κατηγορούμενος (φυσικός αυτουργός) ενήργησε την πράξη της πλαστογραφίας με την παρότρυνση του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος είναι ο ηθικός αυτουργός, διότι, κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις του στην τράπεζα, τις εκτός αυτής συναντήσεις τους και τις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις, με συνεχείς παραινέσεις, προτροπές, πειθώ, φορτικότητα, αλλά και την υπόσχεση ότι θα μείνει ατιμώρητος (διότι δήθεν διέθετε "μεγάλα μέσα", ως οικονομικός παράγων της περιοχής, που πράγματι ήταν), αλλά και ότι θα λάβει μεγάλη αμοιβή, που θα λύσει τα οικονομικά του προβλήματα και, επί πλέον, θα του χαρίσει το χρέος του από το δάνειο, τον έπεισε να τελέσει την πράξη της πλαστογραφίας των βιβλιαρίων καταθέσεων. Στη συνέχεια, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αποφάσισε, να γίνει, σε πρώτο στάδιο, η ανάληψη των χρημάτων, από τον κοινό λογαριασμό των Λ1, Λ2 συζ. Λ1, Λ3 και Λ4 (κατοίκων εξωτερικού) και ακολούθως από τους άλλους λογαριασμούς. Προς τούτο, ήλθε σε επαφή με τον τρίτο κατηγορούμενο, με τον οποίο ήταν φίλοι, ο οποίος συμφώνησε να ενεργήσει αυτός τις αναλήψεις καταθέσεων από το λογαριασμό αυτό, με χρήση βιβλιαρίου, αλλά και πλαστού διαβατηρίου, εμφανιζόμενος στις τράπεζες, ως ένας από τους συνδικαιούχους του λογαριασμού . Οι κατηγορούμενοι, με άγνωστο τρόπο προμηθεύτηκαν το υπ' αριθμό ...έντυπο διαβατηρίου της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, στο οποίο, στη θέση που προορίζεται για τη φωτογραφία, έθεσαν τη φωτογραφία του τρίτου κατηγορουμένου, που αυτός προσκόμισε για το σκοπό αυτό, στα στοιχεία κατόχου του εντύπου έθεσαν τα στοιχεία ταυτότητας του Λ3 (ενός από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού), τα οποία πληροφορήθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, από τους φακέλους πελατών της τράπεζας που εργαζόταν και τα στοιχεία του Λ3 τα χρησιμοποίησαν επίτηδες προς παραπλάνηση, διότι είχε την ίδια περίπου ηλικία με τον τρίτο κατηγορούμενο, στη θέση υπογραφής του εντύπου έθεσαν, με απομίμηση, την υπογραφή του Λ3 και στη θέση ημερομηνίας έκδοσης του εντύπου έθεσαν την ημερομηνία την 14.2.1994, το δε διαβατήριο, που κατάρτισαν δεν έχει καταχωρηθεί πρωτόκολλο της αρμόδιας υπηρεσίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και φέρει ψευδή ειδικό αριθμό ..., που ανταποκρίνεται στο όνομα "..." και όχι "Λ3", ακριβώς διότι είναι πλαστό. Με τη χρήση του πλαστού διαβατηρίου μπορεί να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (βεβαιώνει την ταυτότητα προσώπου, δηλαδή ότι, το πρόσωπο, που απεικονίζεται στη φωτογραφία με τα στοιχεία αυτά, είναι ο αναφερόμενος Λ3 και άρα, με το όνομα αυτό, νομιμοποιείται να ενεργήσει αναλήψεις από το λογαριασμό του), με σκοπό, με τη χρήση του, να παραπλανήσει τους αρμόδιους τραπεζικούς υπαλλήλους και ο τρίτος κατηγορούμενος κάτοχος τους να επιτύχει την ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμού του αληθινού δικαιούχου προσώπου Λ3. Σημειωτέον ότι, το πλαστό διαβατήριο, κατάρτισαν, από κοινού, οι κατηγορούμενοι, με διαδοχική σύμπραξη κατά την τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, χωρίς να απαιτείται άλλη ειδικότερη εξειδίκευση για τις επί μέρους ενέργειες καθενός από τους κατηγορουμένους συναυτουργούς, ούτε ποιου από αυτούς είναι η πλαστή υπογραφή, αφού, για την ύπαρξη συναυτουργίας, αρκεί ο κοινός δόλος, που, όπως αποδείχθηκε, υφίσταται και συνίσταται στη συναπόφαση την οποία, κατά τα ανωτέρω, αυτοί έλαβαν πριν, αλλά και κατά την τέλεση της πράξης, ώστε καθένας να θέλει την πράξη και να γνωρίζει πως ο άλλος συμμέτοχος ενεργεί με δόλο και θέλει ή αποδέχεται την ένωση της δράσης του με την δράση του άλλου. Το πλαστό διαβατήριο, παρέλαβε ο τρίτος κατηγορούμενος, για να το χρησιμοποιήσει, εμφανιζόμενος σαν Λ3 χάριν του παράνομου σκοπού τους, δηλαδή να ενεργήσει παράνομες αναλήψεις χρημάτων από τον κοινό λογαριασμό των μελών της οικογένειας του Λ1. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού, ο πρώτος κατηγορούμενος, παρέδωσε σε αυτόν το πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων των μελών της οικογένειας του Λ1, που ήταν απαραίτητο για τις αναλήψεις τέτοιων μεγάλων χρηματικών ποσών. Εκτός από αυτά, προνόησαν για να αποφύγουν τους ελέγχους, που γίνονται για τις αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών και ενήργησαν με μεθοδικότητα. Ο τρίτος κατηγορούμενος, κατά την επιστροφή του από ένα ταξίδι του στη Γερμανία, προμηθεύτηκε ένα δηλωτικό συναλλάγματος, στο όνομα, όμως, του Λ3, χρησιμοποιώντας επίτηδες το πλαστό διαβατήριο και όχι το δικό του διαβατήριο, παρόλο που ταξίδεψε με το νόμιμο διαβατήριο του. Αφού εξασφάλισε το δηλωτικό του συναλλάγματος, ο δεύτερος κατηγορούμενος, απέστειλε σε αυτόν, συνολικά, το ποσό των 4.700.000 δραχμών, για να το μετατρέψει σε μάρκα, χρησιμοποιώντας το δηλωτικό συναλλάγματος. Το ποσό αυτό, το απέστειλε σε αυτόν ο δεύτερος κατηγορούμενος, όχι για να αγοράσει δήθεν συνάλλαγμα, για τις εμπορικές του συναλλαγές, αλλά για να ανοίξει λογαριασμό σε μάρκα στο όνομα του Λ3, που ήταν το σχέδιο τους, κατά το οποίο, ο τρίτος κατηγορούμενος, δεν έπρεπε να ζητήσει να λάβει ολόκληρο το ποσό της ανάληψης από το λογαριασμό του Λ3, αλλά να λάβει σε μετρητά μόνο ένα μέρος του και για το υπόλοιπο να δώσει εντολή να γίνει μεταφορά ενός ποσού σε αυτό τον δήθεν λογαριασμό του Λ3 και για το υπόλοιπο ποσό να λάβει επιταγή, με πληρώτρια γερμανική τράπεζα, από όπου, στη συνέχεια, ο τρίτος κατηγορούμενος, θα ενεργούσε τις αναλήψεις και αυτών των ποσών, για να αποφύγουν έτσι τις αυστηρές διατυπώσεις, που τηρούνται όταν ο πελάτης προβαίνει σε αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών. Πράγματι, ο τρίτος κατηγορούμενος, εμφανίστηκε στο Υποκατάστημα ... όπου, χρησιμοποιώντας το πλαστό διαβατήριο και το δηλωτικό συναλλάγματος, άνοιξε τον υπ' αριθμό ... λογαριασμό στο όνομα του Λ3 και της Λ2, στον οποίο κατέθεσε το ποσό των 5.000 γερμανικών μάρκων, κατά τις οδηγίες του δεύτερου κατηγορούμενου. Στη συνέχεια, την 21.3.1994, ο τρίτος κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο, μετέβη στο Κατάστημα της Ε.Τ.Ε. της ..., όπου, κάνοντας χρήση των πιο πάνω πλαστού διαβατηρίου και του πλαστού βιβλιαρίου καταθέσεων , δήλωσε ψευδώς στους αρμόδιους υπάλληλους ότι αυτός είναι ο Λ3, συνδικαιούχος του λογαριασμού, εμφανίζοντας, προς νομιμοποίηση του, τα πλαστά αυτά έγγραφα, ως γνήσια και με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις παραπλάνησε αυτούς περί των ανωτέρω γεγονότων και τους έπεισε να του καταβάλουν το ποσό των 543.700 γερμανικών μάρκων, από το λογαριασμό αυτό. Ειδικότερα, επέτυχε: α) την ανάληψη του ποσού των 60.000 γερμανικών μάρκων, σε μετρητά, δραχμοποιημένα, β) την ανάληψη, σε τραπεζογραμμάτια, του ποσού των 8.700 γερμανικών μάρκων, γ) την έκδοση και παραλαβή επιταγής, στο όνομα Λ3, πληρωτέα από τη γερμανική τράπεζα DRESSNER ΒΑΝΚ, ποσού 130.000 γερμανικών μάρκων και δ) τη μεταφορά ποσού 345.000 γερμανικών μάρκων, στον υπ* αριθμό ... λογαριασμό, που είχε ανοίξει στο όνομα του Λ3 και της Λ2 στο Υποκατάστημα ... . Κατόπιν, την 24.3.1994, ο τρίτος κατηγορούμενος, που έζησε στη Γερμανία, εμφανίστηκε στο κατάστημα της Ε.Τ.Ε. στη ... Γερμανίας, όπου, χρησιμοποιώντας τα ίδια πλαστά έγγραφα (πλαστό διαβατήριο, πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων ), εμφανίστηκε σαν Λ3, "συνδικαιούχος του λογαριασμού και με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις παραπλάνησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας Ε.Τ.Ε. να εξοφλήσουν σε αυτόν τον υπ' αριθμό ...λογαριασμό του στο Υποκατάστημα ..., οι οποίοι πράγματι κατέβαλαν σε αυτόν το υπόλοιπο του λογαριασμού 350.038 γερμανικών μάρκων, εξοφλώντας το λογαριασμό. Η υπόδειξη που έγινε σε αυτόν από τους δύο άλλους πιο έμπειρους κατηγορούμενους ήταν να κλείσει το λογαριασμό στο Υποκατάστημα ..., αλλά να αφήσει ανοιχτό το λογαριασμό, που πράγματι είχαν στο Υποκατάστημα ..., για να μην αποκαλυφθεί το σχέδιο τους. Επίσης, την ίδια ημέρα, 24.3.1994, ο ίδιος τρίτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο κατάστημα DRESSNER ΒΑΝΚ στη ... Γερμανίας, όπου, χρησιμοποιώντας και πάλι τα ίδια πλαστά έγγραφα (πλαστό διαβατήριο, πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων), εμφανίστηκε σαν Λ3, συνδικαιούχος του λογαριασμού και με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις παραπλάνησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της εν λόγω τράπεζας να εξοφλήσουν την επιταγή αυτή και να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό των 130.000 γερμανικών μάρκων. Σημειωτέον ότι, στη Γερμανία, κατά την τραπεζική πρακτική, η τράπεζα πρέπει να ειδοποιείται από την προηγούμενη ημέρα, όταν πρόκειται για την ανάληψη μεγάλου χρηματικού ποσού, όπως γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Ο τρίτος κατηγορούμενος, πράγματι, έλαβε τα μέτρα του, για να μην προκαλέσει υποψίες ότι δεν είναι καταθέτης, ειδοποιώντας κι αυτός τις εν λόγω τράπεζες, από την προηγούμενη ημέρα, ότι την επόμενη ημέρα επρόκειτο να προβεί στην εξόφληση της επιταγής, που εξόφλησε, χωρίς να προκαλέσει υποψίες. Στην πράξη της απάτης του τρίτου κατηγορουμένου, ο πρώτος κατηγορούμενος ενήργησε κατ' ορθότερο χαρακτηρισμό ως απλός συνεργός, διότι συνέδραμε αυτόν πριν από την τέλεση εκ μέρους του της πράξης της απάτης με την κατάρτιση του πλαστού βιβλιάριου καταθέσεων, το οποίο παρέδωσε όπως προαναφέρθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο και ο τελευταίος στον τρίτο κατηγορούμενο εν γνώσει του ότι τούτο θα χρησιμοποιούταν για τον προαναφερόμενο σκοπό. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος ενήργησε ως ηθικός αυτουργός, διότι με συνεχείς παραινέσεις, προτροπές, πειθώ, φορτικότητα, αλλά και με την υπόσχεση ότι θα λάβει μεγάλη αμοιβή για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές του δυσκολίες, από εμπορικά ατυχήματα, και έξοδα διαζυγίου. Την 11.4.1994, ο Λ1 (συνδικαιούχος του λογαριασμού των μελών της οικογένειας ), έλαβε, στη Γερμανία, όπου διέμενε (μετανάστης), κατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας, με αναλυτική κίνηση του κοινού λογαριασμού, που εμφάνιζε τις πιο πάνω αναλήψεις και υπόλοιπο μόνο 1.174 γερμανικά μάρκα. Πράγματι, μετά από τις τηλεφωνικές ενοχλήσεις και παραστάσεις στα αρμόδια όργανα από τα μέλη της οικογένειας του Λ1, έγιναν έρευνες από τους Επιθεωρητές της πολιτικώς ενάγουσας, Ε1 και Ε2, οι οποίοι εξέτασαν τους ταμίες (TELLERS), με αρνητικό αποτέλεσμα. Υποψίες υπήρχαν και για τον πρώτο κατηγορούμενο, διότι, κατά το παρελθόν, είχε αφαιρέσει χρήματα από το λογαριασμό κατάθεσης της ..., είχε επαφές με άτομα, που μεταβαίνουν στο εξωτερικό και είχε ύποπτες συναλλαγές με το δεύτερο κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι είχαν σχεδιάσει με επιμέλεια τις ενέργειες τους και δεν ανέμεναν τόση γρήγορη αποκάλυψη της αφαίρεσης των χρημάτων από το λογαριασμό, αλλά τους διέφυγαν δύο σημαντικές λεπτομέρειες, που αγνοούσαν: α) ότι, στο τερματικό, της τράπεζας, καταγράφεται ο κωδικός του ταμία (ΤΕLLER) του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που υποβάλλει το ερώτημα για την κίνηση των λογαριασμών καταθέσεων των πελατών της τράπεζας (για το λογαριασμό , στο ερώτημα, που υπέβαλε, χρησιμοποίησε τον κωδικό ...) και β) ότι, στη Γερμανία, οι τράπεζες, ενημερώνουν τους πελάτες τους, μέσα σε ένα μήνα, από την ανάληψη καταθέσεων, ακόμη και για τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπως έγινε επί του προκειμένου για την κατάθεση . Τελικά, ο πρώτος κατηγορούμενος, αναγκάστηκε να ομολογήσει την πράξη του και να κατονομάσει ως συνεργό το δεύτερο κατηγορούμενο. Σημειωτέον ότι, μετά την αποκάλυψη της παράνομης κίνησης του λογαριασμού , οι κατηγορούμενοι, παρά την πρόθεση τους να χρησιμοποιήσουν κι αυτά, δεν πρόλαβαν να κάνουν χρήση των τριών άλλων πλαστών βιβλιαρίων καταθέσεων. Οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν, αλλά δεν κατέληξαν σε συμφωνία για τον καταμερισμό των ευθυνών, είναι ενδεικτικές μάλιστα οι απολογίες τους όπου ο ένας επιρρίπτει τις ευθύνες στον άλλον. Ο πρώτος κατηγορούμενος ομολογεί ότι προέβη στην έκδοση των τεσσάρων πλαστών βιβλιάριων καταθέσεων και ισχυρίζεται ότι τα παρέδωσε στο δεύτερο κατηγορούμενο, αλλά αρνείται κάθε περαιτέρω συμμετοχή του στις πράξεις αυτές, προβάλλοντας διάφορους αντιφατικούς ισχυρισμούς άλλοτε ότι τα παρέδωσε σε εκείνον επειδή τον πίεζε για την επιστροφή του δανείου, άλλοτε ότι ευελπιστούσε ότι εκείνος δεν θα μπορούσε να προβεί σε αναλήψεις χρημάτων από τους προθεσμιακούς λογαριασμούς, διότι είχαν σύντομη προθεσμία λήξης και άλλοτε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα πλαστά έγγραφα να εκταμιεύσει χρήματα τα οποία τελικά θα επέστρεφε πριν γνωστοποιηθεί η εκταμίευση των χρημάτων. Οι δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία. Όμως οι εναντίον του μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και δεν καταλείπουν αμφιβολίες για το ότι αυτός τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται. Εξάλλου οι μαρτυρίες αυτές συμπορεύονται με άλλα κρίσιμα στοιχεία, που αποδείχθηκαν, δηλαδή: α) ότι έγινε πράγματι μεταφορά των 4.700.000 δραχμών από το δικό του λογαριασμό κατόπιν εντολής του, στο λογαριασμό του τρίτου κατηγορουμένου, που είχε ως σκοπό να ανοίξει λογαριασμό του Λ3 στο Υποκατάστημα ..., όπως κι έπραξε, χρησιμοποιώντας ένα μέρος από τα χρήματα αυτά, β) ότι, αυτός, (δεύτερος κατηγορούμενος) ως κοινός γνωστός, έφερε σε επαφή τους δύο άλλους κατηγορουμένους γ) ότι, ενάμισι μήνα μετά την αποκάλυψη του και ύστερα από συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, προέβη, σε αποζημίωση της πολιτικώς ενάγουσας, με κατάθεση, δια μέσου της αδελφής του και του ποσού των τόκων, με επιφύλαξη, αλλά δεν επιδίωξε την απόδοση του ποσού αυτού, με ένδικο δικαστικό βοήθημα, όπως ασφαλώς θα έπραττε αν ήταν αμέτοχος των πράξεων αυτών. Ο τρίτος κατηγορούμενος, ομολογεί ότι, (βλέπε απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ενήργησε, με εντολές κυρίως του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του τον χρησιμοποίησε, εκμεταλλευόμενος την ανέχεια του. Ενόψει όλων των ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορούνται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, πλην του πρώτου κατηγορουμένου Χ3, ο οποίος αναφορικά με την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της άμεσης συνεργίας στην απάτη που τέλεσε ο τρίτος κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της απλής συνέργιας στην ως άνω πράξη κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις: α) τέλεσης, κατ' επάγγελμα, διότι από την πιο πάνω κατάλληλη υποδομή, που είχαν διαμορφώσει προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων αυτών και πορισμού εισοδήματος και β) της τέλεσης, κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα προκύπτει σταθερή ριζωμένη ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της κλοπής, οι δε περιστάσεις αυτές συντρέχουν στο πρόσωπο όλων των κατηγορουμένων, με τις πιο πάνω ιδιότητες τέλεσης των πράξεων από αυτούς. Οι πράξεις τους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 § 1 ν. 1608/50, διότι το όφελος, που πέτυχαν όλοι τους, με την πράξη της απάτης (ανάληψη 543.700 γερμανικών μάρκων, από το λογαριασμό ) ή το όφελος, που επιδίωξαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, με την πράξη της πλαστογραφίας των τεσσάρων βιβλιαρίων καταθέσεων (1.637.172 γερμανικών μάρκων) ή ζημία, που προξένησαν στην αμέσως παθούσα πολιτικώς ενάγουσα, από την πράξη της απάτης με τη χρήση του πλαστού βιβλιαρίου καταθέσεων και του πλαστού διαβατηρίου (543.700 γερμανικά μάρκα ή 82.000.000 δραχμές, που αυτή κατέβαλε στους αληθινούς δικαιούχους, ευθυνόμενη από τη σύμβαση, την οποία σύνηψε με αυτούς) ή η ζημία, που απειλήθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα, από την πράξη της πλαστογραφίας των τεσσάρων βιβλιαρίων καταθέσεων (1.637.172 γερμανικών μάρκων), σε κάθε περίπτωση, με βάση την τότε ισοτιμία δραχμής και γερμανικών μάρκων, υπερβαίνει το προβλεπόμενο ποσό των 50.000.000 δραχμών. Επίσης, πρέπει να αναγνωριστούν σε όλους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 εδ. δ' και ε' ΠΚ, διότι έδειξαν ειλικρινή μετάνοια, και προσπάθησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεων τους, ο δε δεύτερος αποζημίωσε πλήρως την πολιτικώς ενάγουσα έκτοτε δε είναι νομοταγείς δεν απασχολούν τις Αρχές και είναι αφοσιωμένοι στην εργασία τους, χωρίς να εμπλέκονται παράνομες δραστηριότητες. Αντίθετα, δεν πρέπει να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθ. 84 § 2 εδ α' δεδομένου ότι δεν απέδειξαν οι κατηγορούμενοι ότι είχαν πράγματι πρότερο έντιμο βίο μη αρκούντος προς τούτο του γεγονότος ότι όπως ισχυρίζονται έχουν λευκά ποινικά μητρώα".
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά, και του νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν των άρθρων 1, 13 στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 46, 84 παρ. 2α, 216 παρ.1, 263 Α, 386 παρ.1 και 3 του ΠΚ και άρθρο 1 του ν. 1608/1950, όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, Χ2, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με την πράξη της πλαστογραφίας, αιτιολογούνται οι παραδοχές α) ότι κατάρτισε πλαστό έγγραφο και συγκεκριμένα το υπ' αριθμό ... διαβατήριο, θέτοντας επ' αυτού τα στοιχεία του Λ3, με χρονολογία εκδόσεως την 14-2-1994 και ως αρχή εκδώσασα αυτό, τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, β) ότι επί του ως άνω εντύπου διαβατηρίου και στην προοριζόμενη για την φωτογραφία και υπογραφή του κατόχου του θέση, έθεσε τη φωτογραφία του και την υπογραφή του, με σκοπό να παραπλανήσει άλλους και ειδικότερα, ότι το εικονιζόμενο σ' αυτό πρόσωπο είναι ο Λ3 γ) ότι με τη χρήση του ως άνω διαβατηρίου, μπορούσε να δημιουργηθούν έννομες συνέπειες, αφού τούτο (διαβατήριο) προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για την ανάληψη χρηματικών ποσών από το λογαριασμό του Λ3, δ) ότι το διαβατήριο τούτο το χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο ως άνω κατηγορούμενος την 15-3-1994 και 17-3-1994, όταν στην πρώτη περίπτωση εμφανίστηκε στον Τ.Α. του αερολιμένα Θεσσαλονίκης, όπου δηλώνοντας ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3, παρέλαβε το υπ' αριθμό ... μοναδικό δελτίο εισαγωγής μάρκων και στη δεύτερη περίπτωση, όταν εμφανίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και δηλώνοντας ότι ονομάζεται Λ3, δραχμοποίησε τέσσερα τραπεζογραμμάτια των 100 μάρκων το καθένα, υπογράφοντας ως Λ3. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή, ότι ο ως άνω κατηγορούμενος, εμφανίστηκε και στο υποκατάστημα της ΕΤΕ ... και δήλωσε ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3 και στη συνέχεια άνοιξε επ' ονόματι του Λ3 και της συζύγου του Λ2, τον υπ' αριθμό ... τραπεζικό λογαριασμό, με ποσό κατάθεσης 5.000 γερμανικών μάρκων, ενώ στη συνέχεια εμφανίζοντας το πλαστό διαβατήριο με τα στοιχεία του Λ3, πέτυχε να εξαπατήσει τους υπαλλήλους του ως άνω υποκαταστήματος της Τράπεζας και να αναλάβει από τον κοινό λογαριασμό της οικογένειας , το ποσό των 543.700 μάρκων, αποβλέποντας με τις παραπάνω αξιόποινες ενέργειές του, να προσπορίσει στον εαυτό του, αλλά και στους συγκατηγορούμενούς του, παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία των πραγματικών δικαιούχων, που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.00 δραχμών ή 146.735 ευρώ. Περαιτέρω, και σε σχέση με το έτερο αδίκημα της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, αιτιολογούνται οι παραδοχές της αποφάσεως σύμφωνα με τις οποίες ο ως άνω κατηγορούμενος, παρέστησε, με τη χρήση του ως άνω πλαστού διαβατηρίου, ψευδώς στα αρμόδια όργανα που αυτός εμφανιζόταν, ότι ονομάζεται Λ3, ότι είναι γνήσιο το διαβατήριο που αυτός προσκόμιζε και ότι είναι συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού, και έτσι, πέτυχε α) τη δραχμοποίηση ποσού 60.000 μάρκων, β) την ανάληψη σε τραπεζογραμμάτια ποσού 8.700 μάρκων, γ) την έκδοση και παραλαβή επιταγής ποσού 130.000 μάρκων και δ) τη μεταφορά ποσού 345.000 μάρκων στον υπ' αριθμό ... λογαριασμό, που αυτός είχε ανοίξει στο όνομα των Λ3 και Λ2. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι εμφανίστηκε την 24-3-1994 στο υποκατάστημα της ΕΤΕ ... της Γερμανίας, και παραδίδοντας προς εξακρίβωση των στοιχείων του, το ως άνω πλαστό διαβατήριο, δήλωσε ψευδώς ότι ονομάζεται Λ3 και με τον τρόπο αυτό, πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος, και να αναλάβει από τον τηρούμενο στο υποκατάστημα ..., που ο ίδιος είχε ανοίξει, τραπεζικό λογαριασμό του Λ3, το ποσό των 350.038 μάρκων. Ακόμη, αιτιολογείται ότι ο ίδιος κατηγορούμενος, παρουσιάστηκε στο κατάστημα της DRESSNER BANK, στη ... Γερμανίας και με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις και με τη χρήση του ως άνω πλαστού διαβατηρίου, πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της, οι οποίοι του εξόφλησαν σχετική επιταγή ποσού 130.000 μάρκων. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, η πράξη της απάτης τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει επανειλημμένη τέλεση των πράξεων και ως εκ τούτου προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Άλλωστε, το συνολικό όφελος που σκοπήθηκε από τον αναιρεσείοντα και η συνολική ζημία που προξενήθηκε, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, γεγονός το οποίο από μόνο του προσδίδει στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις τον κακουργηματικό χαρακτήρα. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, α) περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτίαση, που αποτελεί και αυτοτελή λόγο αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, και συγκεκριμένα ότι, ενώ κατά τις παραδοχές η ζημία που υπέστη η Εθνική Τράπεζα υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, αντί του ορθού των 146.735 ευρώ, είναι αβάσιμη, αφού σε κάθε περίπτωση η ζημία του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος ανερχόμενη στο ποσό των 82.000.000 δραχμών, υπερβαίνει αμφότερα τα ποσά που μνημονεύονται και επομένως η σχετική πράξη, εμπίπτει στη ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Είναι δε χωρίς έννομη επιρροή, το γεγονός ότι στο διατακτικό αναφέρεται, προφανώς από παραδρομή, ότι η ζημία της Τράπεζας ανέρχεται στο ποσό των 85.000.000 δραχμών, αντί του ποσού των 82.000.000 δραχμών που αναφέρεται στο αιτιολογικό και συνεπώς ουδεμία εξ' αυτού αντίφαση και ασάφεια δημιουργείται. Επίσης, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη η αιτίαση του ιδίου του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία δεν συρρέουν οι πράξεις της χρήσεως πλαστού εγγράφου και απάτης. Τουναντίον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του Π.Κ, συνάγεται ότι οι παραπάνω πράξεις της απάτης και της χρήσης πλαστού εγγράφου συρρέουν πραγματικά και καμία απ' αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, γιατί καθεμία απ' αυτές είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αποτελεί δε η μία στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Τέλος, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη η αιτίαση του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για το λόγο ότι δεν εκτιμήθηκε ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η από 14-11-1994 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Τούτο, γιατί από το σύνολο των παραδοχών, αναμφισβήτητα προκύπτει, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω καταδικαστική απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στην ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του και την ως άνω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, για την οποία όχι μόνο γίνεται μνεία αυτής στο αιτιολογικό της αποφάσεως, αλλά και από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει, ότι συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, που τείνει στη μείωση της ποινής και, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν. (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2, ζήτησε, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, μεταξύ άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων, να του αναγνωρισθεί και εκείνη του άρθρου 84 παρ.2α. Προς θεμελίωση δε του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του, ισχυρίσθηκε ότι "μέχρι το χρόνο τελέσεως των κρινόμενων πράξεων, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, χωρίς να απασχολεί τις αρχές, χωρίς καμία καταδίκη με λευκό ποινικό μητρώο με κοινωνική ζωή χαρακτηριζόμενη από την εντιμότητά του. Αξιοσημείωτη δε η εξάσκηση της επιμέλειας του γιού του ... τον οποίο φροντίζει και ζούνε μαζί απόταν διεζεύχθη από τη σύζυγό του και μητέρα του γιού του ... και για την εντιμότητά του προτέρου βίου του κατέθεσαν οι μάρτυρες που εξετάστηκαν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο". Όπως, όμως, διατυπώθηκε ο σχετικός ισχυρισμός, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν επικαλείται θετικά στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν στη βασιμότητά του. Μόνο δε το γεγονός της υπάρξεως του δελτίου του ποινικού του μητρώου, στο οποίο δεν σημειώνονται αμετάκλητες καταδίκες, καθώς και η από μέρους του άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου του, μετά τη διάζευξη με τη σύζυγό του, που αποτελεί αυτονόητο καθήκον και υποχρέωση του γονέα, να επιμελείται κατά τον προσήκοντα τρόπο για την ψυχική και σωματική υγεία του τέκνου του, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην παραδοχή του ως άνω ισχυρισμού του, ως εκ περισσού δε διέλαβε σχετική αιτιολογία η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος τούτο. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 10-5-2007, αίτηση του Χ1 και την, από 9-5-2007, αίτηση του Χ2 , για αναίρεση της υπ' αριθμό 1/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία με χρήση και κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και για ηθική αυτουργία με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) της απόλυτης ακυρότητας. Υπάρχει αιτιολογία, τόσο ως προς την ενοχή, όσο και για τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ. Συρρέει η χρήση πλαστού εγγράφου με την απάτη κατ’ εξακολούθηση (ΑΠ 965/2006). Απορρίπτει αιτήσεις αναίρεσης. | Ακυρότητα απόλυτη | Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου. | 0 |
Αριθμός 1692/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 307/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με κατηγορούμενο τον ... κάτοικο .... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6/9.2.2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 201/2009.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 551 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική εκτιτέα ποινή επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και τον Εισαγγελέα, για λόγους που περιέχονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: 1) η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (περίπτωση υπό στοιχ. Δ) και 2) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάτάξης (περίπτωση υπό στοιχ. Ε). Ειδικότερα στην πρώτη των ως άνω δύο περιπτώσεων, για να είναι αιτιολογημένη η κρίση του δικαστηρίου, αναφορικώς με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων των άρθρων 94, 96 και 97 του ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 410/1976, πρέπει να αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι επί μέρους καταδικαστικές αποφάσεις και οι ποινές που έχουν επιβληθεί και να προκύπτει ότι οι ποινές αυτές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και αυτή του άρθρου 551 του ΚΠΔ κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 του ΠΚ για τη συρροή, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 307/2008 απόφαση, καθόρισε σε βάρος του κατηγορουμένου ..., εκτός της χρηματικής ποινής (που δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως) συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι δύο (22) ετών, για τις επί μέρους ποινές που είχαν επιβληθεί σ' αυτόν: α) με την υπ' αριθ. 127/2005 απόφαση αυτού ποινή κάθειρξης των δέκα επτά (17) ετών και τεσσάρων (4) μηνών (κατά συγχώνευση) και β) με την υπ' αριθ. 168/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου ποινή κάθειρξης ένδεκα (11) ετών. Όπως όμως προκύπτει από το υπ' αριθ. πρωτ. ... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής..., σε συνδυασμό με τα από 1.6.2005 αποφυλακιστήριο της δικαστικής φυλακής ..., που αφορά τον ως άνω κατηγορούμενο, αυτός είχε αποφυλακισθεί την 1.6.2005, αφού είχε εκτίσει την συγχωνευτική ποινή του που καθόρισε η πρώτη των ως άνω δύο προαναφερομένων αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης (η υπ' αριθ. 127/2005), με ευεργετικό υπολογισμό γι' αυτόν 1261 ημερών εργασίας. Επομένως, όταν το εν λόγω δικαστήριο προέβη σε νέα συγχώνευση των ποινών στις 18.12.2008 με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, λαμβάνοντας ως ποινή βάσης την καθοριζόμενη από την ως άνω υπ' αριθ. 127/2005 απόφαση, ως μεγαλύτερη εκείνης από την καθοριζομένη από την υπ' αριθ. 168/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (Πενταμελούς Εφετείου Θράκης), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 551 του ΚΠΔ, αφού η πρώτη των συγχωνευεθσών ποινών είχε ήδη εκτιθεί και συνεπώς αυτές δεν συναντήθηκαν ποτέ κατά την εκτέλεσή τους, προϋπόθεση αναγκαία για την συγχώνευσή τους. Πλέον αυτών, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με την αναφορά μόνον ότι "συντρέχουν δε οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ, πρέπει να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο αυτό, ενόψει του ότι οι ως άνω ποινές συναντώνται κατά την εκτέλεσή του, δεν είναι η απαιτούμενη και στην περίπτωση αυτή ειδική και αιτιολογημένη.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' λόγων αναιρέσεως (του πρώτου αυτών εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως - άρθρο 511 ΚΠΔ), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 307/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Καθορισμός συνολικής ποινής (άρθρο 551 ΚΠΔ) με ποινές που προέρχονται από προηγούμενη συγχώνευση). Εσφαλμένη εφαρμογή ταυ νόμου. Αίτηση αναίρεσης από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Αναίρεση απόφασης και παραπομπή στο Δικαστήριο της ουσίας για νέα επιμέτρηση ποινών. | Ποινή συνολική | Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου. | 0 |
Αριθμός 92/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Φ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ασημακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 6 Απριλίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1345/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα. Η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι αυτός: "Στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2003 έως 31.8.2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος της εταιρίας ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ - ΑΝΩΝ. με έδρα την ..., της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ (αρ. ειδ. Βιβλίου .../2008) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 30/1/2008 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 98.849,66 μέσα στη νόμιμη προθεσμία". Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την εξέταση της μάρτυρος κατηγορίας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να προσκομιστεί εξοφλητική απόδειξη εφόσον τελειώσει η εκκαθάριση, αναφέροντας ότι: "Ο κατηγορούμενος ήταν εκπρόσωπος της εταιρίας. Δεν ήταν ατομικά τα χρέη. Από τους πλειστηριασμούς εισέπραξε 8.000.000 ευρώ. Άλλοι δύο πλειστηριασμοί κατέστησαν άγονοι. Πήρε εντολή να συντάξει προσωρινό πίνακα. Η Δ.Ο.Υ. έχει απαίτηση 640.000 ευρώ και όχι 99.000 ευρώ". Το αίτημα, όμως, αυτό, όπως υποβλήθηκε, δεν ήταν νόμιμο, καθόσον ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε όχι ότι είχε ήδη εξοφλήσει την απαίτηση του Δημοσίου αλλά ότι θα την εξοφλήσει στο μέλλον, μετά, δηλαδή, το πέρας της εκκαθαρίσεως της εταιρίας του και ότι, επομένως, η απόδειξη που, ενδεχομένως, θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την κρίση του, χωρίς, από τη μη αιτιολόγηση να παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Παρά ταύτα, απέρριψε το ως άνω αίτημα αιτιολογημένα, δεν ασκεί δε, ενόψει των ανωτέρω, επιρροή το γεγονός ότι, ενδεχομένως, η αιτιολογία δεν είναι επαρκής ούτε βεβαίως η σκέψη ότι "άλλωστε, ο εκκαλών - κατηγορούμενος, εάν είχε την οικονομική δυνατότητα να προβεί σε εξόφληση ή ακόμη και σε ρύθμιση του επίδικου χρέους θα το είχε κάνει μέχρι σήμερα" παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με τη σκέψη αυτή, δέχεται ότι η επικαλούμενη εξοφλητική απόδειξη δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον, αφού τα χρέη θα εξοφλούντο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως. Κατά συνέπειαν, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 6.4.2012) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως, με την παραπάνω σκέψη, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 474§1, 2 και 509§1 εδ. α' ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως πρέπει, εκτός των άλλων, να διατυπώνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο και οι οποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510§1 του ίδιου Κώδικα. Οι αόριστοι και ασαφείς αναιρετικοί λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510§1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, στην αίτηση διαλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε, μη εκτιμήσασα δεόντως το αποδεικτικό υλικό, μη κρίνασα επαρκώς τους προβληθέντες ισχυρισμούς και μη επιτρέψασα την ανάπτυξιν αυτών" και "στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, εφ' όσον αντί της προσηκούσης αιτιολογίας αι τεθειμέναι σκέψεις του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν τυπικήν αιτιολογίαν μη εμπεριέχουσαν καμίαν εκτιμητήν σκέψιν. Την ανυπαρξίαν εν προκειμένω της δεούσης αιτιολογίας, ως λόγο αναιρέσεως, διακηρύσσουν οι αποφάσεις (...)". Έτσι, όμως, διατυπούμενοι, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού δεν προσδιορίζεται στην ειρημένη έκθεση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ποιες είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες αυτής ή σε ποιες, ενδεχομένως, άλλες πλημμέλειες περιέπεσε το Δικαστήριο της ουσίας, ο δε πρώτος είναι απαράδεκτος και γιατί αφορά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ, τα πρακτικά τηρούνται συνοπτικά και πρέπει να περιέχουν, εκτός των άλλων, τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατέθεσε προς ανάγνωση τις υπ' αριθ. 8248/2006 και 375/2007 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντιστοίχως, και ότι η Προεδρεύουσα αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα αναγνώσει, ούτε ότι ο αυτός προσέφυγε, σχετικώς, στο Δικαστήριο. Κατά συνέπειαν, τα ως άνω έγγραφα του αναιρεσείοντος θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ' εκτίμηση, ότι επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί δεν περιελήφθησαν στα πρακτικά και οι ανωτέρω αποφάσεις, χωρίς, όμως, να προσβάλλει τα πρακτικά ως πλαστά, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κώδικα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά, όπως έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αλλά και αυτήν του άρθρου 6 παρ. 3 περ. γ της ΕΣΔΑ, εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, γιατί, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε τον κήρυξε ένοχο, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ' αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο, με τον τρόπο δε αυτό παραβιάσθηκε και το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ της ΕΣΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν μπορούσε να κληθεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, χωρίς αυτό να προσκρούει σε οποιαδήποτε διάταξη της ΕΣΔΑ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 14/11 Νοεμβρίου 2011 αίτηση του Κ. Φ. του Γ. μετά των από 6 Απριλίου 2012 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Τι πρέπει να περιέχει ο λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ΚΠΔ για να είναι ορισμένος. Απόρριψη σχετικών λόγων ως απαραδέκτων. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (προσκόμιση εξοφλητικής αποδείξεως) μη νόμιμο. Παρά ταύτα, απόρριψη αυτού αιτιολογημένα. Από τις παραδοχές, για την απορριπτική κρίση, δεν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας. Από τα πρακτικά, που δεν προβλήθηκαν ως πλαστά, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση συγκεκριμένων εγγράφων. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Ο συνήγορος δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, τον οποίο εκπροσωπεί, ούτε καλείται προς τούτο, χωρίς να παραβιάζεται, από το λόγο αυτό, η Ε.Σ.Δ.Α. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων. | Ακυρότητα απόλυτη | Ακυρότητα απόλυτη, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Συνήγορος κατηγορουμένου, Ε.Σ.Δ.Α., Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης, Κατηγορουμένου απολογία. | 0 |
Αριθμός 1502/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαΐου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1077/15, 2230/14, 2248/16, 410/15, 43/16, 4867/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Α. Ν. χα Α., το γένος Ι. Κ., κάτοικο ..., 2. Α. Σ. χα Ε. θυγ. Κ., κάτοικο ..., 3. Ε. Ν. χα Ι. το I. Τ. κάτοικο ..., 4. Κ. Ν. του Α. κάτοικο ..., 5. Κ. Ν. του Α., κάτοικο ..., 6. Μ. Τ. του Δ. κάτοικο ... 7. Π.-Π. Μ. του Ι. κάτοικο ..., 8.Σ. Μ. του Ι., κάτοικο ..., 9. Σ. Ν. του Α., κάτοικο ... και 10. Σ. Ν. του Ι., κάτοικο .... Από αυτούς οι μεν 1η ,3η, 5ος και 9η παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ηλία Αναγνωστόπουλο, Στυλιανό Σταματόπουλο και Λάμπρο Κιτσαρά, οι δε 4η και 10η εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους. Η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ζαχαρόπουλο. Η 6η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βαγιανό, η 7η παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα της ως δικηγόρος και ο 8ος παραστάθηκε με την 7η αναιρεσείουσα πληρεξούσια δικηγόρο του. Και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ... που εκπροσωπείται νόμιμα, τον οποίο εκπροσώπησε ο Α. Π., 2. ... που εκπροσωπείται νόμιμα, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιορδάνης Προυσανίδης, 3. ... που εκπροσωπείται νόμιμα και στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον ... Ν. Κ. που παραστάθηκε και διόρισε και τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Γεωργάκη και 4. Ελληνικό Δημόσιο που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών που εκπροσωπήθηκε από τους Αθανασούλη Παναγιώτη και Κοσμά Σωτηρία, παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό… και ημερομηνία 16 Μαρτίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γ. Σ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ .3 του Κ.Ποιν.Δ.. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως αθωωτικής ή καταδικαστικής οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως, η ασκηθείσα την 16 Μαρτίου 2017 με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' ...230/2014, 410/2015, 1077/2015, 43/2016, 2248/2016, 4867/2016 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε με την κατηγορουμένη Α. Σ., εκπροσωπούμενη από πληρεξούσιο δικηγόρο και με τους λοιπούς κατηγορουμένους Α. Ν., Ε. Ν., Κ. Ν., Κ. Ν., Μ. Τ., Π. - Π. Μ., Σ. Μ., Σ. Α. Ν. και Σ. Ι. Ν. παρόντες και καταχωρήθηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο στις 16-2-2017, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία σαν παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Kατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, ως γεγονότα νοούνται εξωτερικά πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή στο παρόν, που έχουν συντελεστεί το αργότερο μέχρι τον χρόνο της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη, και όχι ενδιάθετα στοιχεία του δράστη ή πραγματικά περιστατικά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή κατά της περιουσίας, όταν δημιουργεί χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης που υπάρχει, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα. Απάτη μπορεί να διαπραχθεί και σε πολιτική δίκη, με παραπλάνηση του Δικαστηρίου, όταν υποβάλλεται σε αυτό αίτηση προς παροχή εννόμου προστασίας, η οποία υποστηρίζεται με την εν γνώσει επίκληση και προσαγωγή ψευδών αποδεικτικών μέσων, ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αναληθών όμως κατά το περιεχόμενό τους εγγράφων, από τα οποία παραπλανάται ο δικαστής και εκδίδει απόφαση βλαπτική για τα συμφέροντα του αντιδίκου του διαδίκου που εξαπάτησε με τα ψευδή αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με τον ως άνω σκοπό ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε παθών ή o τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος. Από υποκειμενική άποψη, το ανωτέρω έγκλημα έχει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελείται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 1608/1950, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990 και την παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 2172/1993, στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 386 του Π.Κ., εφόσον αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ως άνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρύ χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Με την παρ. 3 του άρθρ. 4 του Ν. 2408/1996, το ποσό των 5.000.000 δραχμών αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές και ήδη, μετά τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του Ν. 2943/2001, σε 150.000 ευρώ. Επί των εγκλημάτων στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Α.Ν.1608/1950 για τους καταχραστές του Δημοσίου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.Δ. 2756/1953, κατά την οποία, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημιάς που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, ήτοι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε και όχι το όφελος ή η ζημιά από κάθε μερικότερη πράξη, η οποία κατισχύει ως ειδικότερη διάταξη και δεν καταργήθηκε από τη γενική διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/..., κατά την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Τέλος, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολομ. Α.Π. 50/1990). Εξάλλου, η αθωωτική ποινική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ν.Δ. 53/1974), δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της περί πραγμάτων κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής αποφάσεως να εκθέτει το δικαστήριο περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή σε αντιδιαστολή με την αθωότητα του κατηγορουμένου. (Ολομ. Α.Π. 3/2010). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την αθωωτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' ...230/2014, 410/2015, 1077/2015, 43/2016, 2248/2016, 4867/2016 αθωωτικής αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση απάτης από κοινού, τετελεσμένης και σε απόπειρα, σε βάρος του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ., με ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο Δημόσιο και στα Ν.Π.Δ.Δ. που υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ, η εκτέλεση της οποίας εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και το αντικείμενο της οποίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επί λέξει, τα ακόλουθα: «Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 17-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως "πολεμικώ δικαιώματι" (ΑΠ 230/1850, ΑΠ 57/1871, ΑΠ 80/1877, Εφ. Αθ. 13502/1855). Όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού Κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά στη συνέχεια παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν απ' αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας Συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους, με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας ενός έτους (ΑΠ 15/1843, ΑΠ 24/1849, ΑΠ 230/1850, ΑΠ 80/1877). Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας (δηλ. από 25-5-1827 έως 31-3-1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ' όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο αναγνώρισε στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία ακολούθως με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό Κράτος αναγνωρίστηκαν και από αυτό με το από 21-1/3-2-1830 πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 472/1899 Θεμ. ΙΑ'-343, ΑΠ 269/1898 θεμ. Γ-34, Εφ. Αθ 1162/2002 ΝοΒ 2002-1281, Εφ. Αθ. 1518/2002 Ελλ. Δνη 2002-788). Έτσι κατά το έτος 1830 πραγματοποιήθηκε, μεταξύ των άλλων ακινήτων των Οθωμανών, και η τμηματική μεταβίβαση στους πιο κάτω αγοραστές του τσιφλικίου-κτήματος "...", που αποτελείτο από τέσσερα (4) ζευγάρια γαιών και λοιπά παραρτήματά του. Η έκταση του τσιφλικιού αυτού εκτεινόταν στη δυτική πλευρά του όρους Υμηττός και καταλάμβανε μέρος των σημερινών εδαφικών- διοικητικών ορίων των .... Πρέπει δε να σημειωθεί ότι "τσιφλίκι" επί Τουρκοκρατίας ήταν ιδιωτικό χωριό με τα παραρτήματά του (αλωνότοπους, αγροτικά σπίτια, αποθήκες, μελισσομάνδρες, ζευγάρια καλλιεργησίμων γαιών κ.λπ.). Για το ως άνω τσιφλίκι, κατά τη διάρκεια του έτους 1830, συντάχθηκαν ενώπιον του Χ. Ι. Μ. (Τούρκου Επιτρόπου) τρία χοτζέτια, ήτοι έγγραφα ιδιοκτησίας-πωλητήρια. Με το πρώτο υπ' ... χοτζέτιο ο Ν. Κ. αγόρασε από τον Χ., υιό του Μ. Μ. Μ., ενεργούντα για τον εαυτό του και ως επίτροπο της μητέρας του Κ., 1 και 1/2 από τα 4 ζευγάρια του τσιφλικιού, δύο αγροτικές οικίες, έξι μικρές οικίες και οικόπεδα, δύο αλωνότοπους, τρία ελαιόδενδρα, πύργο, απάντων κειμένων "εν τω ... τσιφλικίω", που συνορεύει με το μοναστήρι του ... έως το δρόμο των ..., με γαίες Μ. Μ. και με δρόμο, με ...) και με δημόσια οδό. Με το δεύτερο δε υπ' αριθ. ... ο ίδιος ως άνω Ν. Κ. αγόρασε από τον Α. Χ., υιό του Μ. Χ., υπό την ιδιότητά του ως επιτρόπου της μητέρας του Χ., 1 ακόμη ζευγάρι του τσιφλικιού ..., το 1/4 μερίδιο επί δύο αγροτικών οικιών, δύο χώρους αλωνίσματος και πύργο, τα δύο και ήμισυ μελισσομάνδρας, το ήμισυ ενός φούρνου ευρισκόμενου πλησίον των οικοπέδων και πέντε ελαιόδεντρα εντός του ως άνω τσιφλικιού, συνορευομένου γύρωθεν με το μοναστήρι του ... έως την οδό ..., με γαίες Μ. Μ., με Ν. Ν. και με δρόμο. Επιπλέον, με το υπ' αριθ. …χοτζέτιο ο Γ. Μ. αγόρασε από τον Κ., υιό του Σ. Α. Α., ως επίτροπο της Φ., θυγατέρας του Μ. Λ. και της ανήλικης θυγατέρας του Ζ., δύο τόπους γεωργικών οικιών, επτά βοσκότοπους, ένα και μισό μερίδιο ενός πύργου και τοσούτο μέρος της αυλής του, αλωνόπεδο, τρία ελαιόδενδρα, μία μελισσομάνδρα, το μισό μερίδιο ενός φούρνου καθώς και το (υπόλοιπο) 1 και 1/2 ζευγάρι γης, "κειμένης εις το αυτό τζιφλίκιον ..., ομού μετά τας χειμερινάς και θερινάς βοσκάς", έτι δε εκτός του τζιφλικίου τούτου, εις τοποθεσίας διαφόρους, πέντε αγρούς, περίπου διακοσίων στρεμμάτων το σύνολον", που συνορεύει από το ένα μέρος με το μοναστήρι του ... έως την οδό ..., από το άλλο μέρος με τις γαίες του Μ. Μ., από το άλλο με ...-Ν. Ν.) και από το τέταρτο μέρος με δημόσιο δρόμο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ναι μεν το "ζευγάρι" ήταν μονάδα μέτρησης αγροτικών εκτάσεων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που ισοδυναμεί με 80 ή 100 στρέμματα, ανάλογα με το εάν το έδαφος ήταν ομαλό ή ανώμαλο (ΑΠ 261/1981, Γνωμοδότηση 36/1984 του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων), ωστόσο μέγα εριζόμενο ζήτημα ήταν και παραμένει, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ο ορθός τρόπος υπολογισμού της εκτάσεως του κτήματος (τσιφλικίου) "...", ακίνητο το οποίο μεταβιβάστηκε, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, στους δικαιοπαρόχους των εν ως άνω κατηγορουμένων στην παρούσα δίκη, που κατά την πεποίθηση των τελευταίων, πρέπει να βασιστεί με βάση την περιγραφή των ορίων του εν λόγω κτήματος, και ανέρχεται στα 12.700 στρέμματα, το σύνολο της οποίας εκτάσεως, πάντως, αυτοί (κατηγορούμενοι) ρητώς και κατηγορηματικώς δηλώνουν ότι δεν διεκδικούν, κατά τους ισχυρισμούς δε των πολιτικώς εναγόντων βασίζεται στα ζευγάρια γης και ανέρχεται σε 400 στρέμματα. Τα προαναφερθέντα χοτζέτια εγκρίθηκαν με τις υπ' αριθ. ...14-3-1836 αντίστοιχα αποφάσεις της "Επί των κατά την Αττικήν και Εύβοιαν Οθωμανικών Κτημάτων" Επιτροπής, οι οποίες εκδόθηκαν στο όνομα των ως άνω αγοραστών των εν λόγω κτημάτων-ακινήτων. Έργο δε της πιο πάνω Επιτροπής ήταν να ελέγχει αν πράγματι είχαν πωληθεί κτήματα Οθωμανών με τα αληθή όριά τους, ενώ η εισήγησή της ήταν βαρύνουσας σημασίας στις δύο Γραμματείες (Εξωτερικών και Οικονομικών), που επικύρωναν την απόφασή της. Τούτο δε διότι το Ελληνικό Κράτος δεσμευόταν ως μεσεγγυούχο έναντι του αναγνωριζομένου για τυχόν ελαττωματικότητα των τίτλων. Η ως άνω Επιτροπή για την έκδοση της αποφάσεώς της συγκέντρωνε μαρτυρίες και πληροφορίες και επιπλέον απευθυνόταν και στον Οικονομικό Επίτροπο. Όσον αφορά όμως τις κατεχόμενες από τους Οθωμανούς εκτάσεις δια ταπίων, από την αρχή είχε τεθεί θέμα ότι αυτοί (Οθωμανοί) δεν είχαν πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των εν λόγω εκτάσεων. Έτσι, μέχρι να ρυθμισθεί το θέμα αυτό, ετίθετο στερεότυπα εν κατακλείδι στις αποφάσεις της Επιτροπής η φράση "Καθ' όσον αφορά τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των δια ταπίων κατεχομένων κτημάτων ο ειρημένος κύριος θέλει υπόκεισθαι εις το ληφθησόμενον γενικόν μέτρον". Το γενικό αυτό μέτρο λήφθηκε αρχικά το έτος 1833 για τους βοσκότοπους-λιβάδια και το έτος 1836 με το Β.Δ. της 17/29-11-1836 και για τα δάση. Ο πιο πάνω όρος τέθηκε και στις προαναφερόμενες υπ' αριθ. ...1836 αποφάσεις της Επιτροπής. Η τελευταία για την έκδοση των αποφάσεών της βασίστηκε κυρίως στο περιεχόμενο των χοτζετίων, στις "εμμαρτύρους εξετάσεις", τις διαταγές "της επί του Β. Οίκου και των Εξωτερικών και της επί των Οικονομικών Β. Γραμματείας της Επικρατείας". Με την υπ' αριθ. ...-3-1836 απόφαση της ως άνω Επιτροπής ο Γ. Μ. αναγνωρίσθηκε, μεταξύ άλλων, κύριος ενός και ημίσεως ζευγαρίου γης στο τσιφλίκι "...", "ομού με τας χειμερινός και θερινάς βοσκάς". Έτσι αδιαμφισβήτητο μεν γεγονός είναι ότι εκδόθηκαν αναγνωριστικές πράξεις ιδιοκτησίας του κτήματος "..." το έτος 1836, ήτοι πριν από 180 συναπτά έτη, ωστόσο, κατά την τελευταία τριακονταετία αντικείμενο της έριδας μεταξύ των διαδίκων, που εξακολουθεί να εκκρεμεί μέχρι σήμερα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι η αξιολόγηση, προεχόντως, των ως άνω πράξεων, αν δηλαδή ως προς τις πιο πάνω αναφερόμενες βοσκές, τα χοτζέτια συνιστούσαν ή όχι νόμιμο τίτλο μεταβιβαστικό του δικαιώματος της κυριότητας, παρά το γεγονός ότι είχαν επικυρωθεί από την ως άνω επί των πωλήσεων οθωμανικών ιδιοκτησιών συσταθείσα Εξεταστική Επιτροπή, και αν είχαν μεταβιβαστεί, πράγματι, ή όχι ποτέ τέτοιες εκτάσεις. Στη συνέχεια, όπως αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα συμβόλαια, την 6-3-1833 ο ως άνω Γ. Μ., με το από 6-3-1833 πωλητήριο συμβόλαιο, που επικυρώθηκε από τη Δημογεροντία των Αθηνών την 27- 11-1833, μεταβίβασε στον Δ. Ο. το τμήμα του ως άνω κτήματος (τσιφλικιού) που είχε αγοράσει. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο σχετικό συμβόλαιο αναφέρεται ότι ο ως άνω πωλητής "πωλεί τα ζευγάρια εις τον ..., τα αγορασμένα καθώς φανερώνει το χοτζέτιο", χωρίς μεν να γίνεται ειδικώς μνεία για χειμερινές ή θερινές βοσκές, πλην όμως περιλαμβάνονται και αυτές, αφού στον τίτλο ιδιοκτησίας του (υπ' αριθ. 317 χοτζέτιο), κατά τα προεκτεθέντα, αναφέρεται ρητώς ότι περιλαμβάνονται οι χειμερινές και θερινές βοσκές και μάλιστα επιπλέον της έκτασης των ζευγαριών. Ακολούθως, ο ως άνω Δ. Ο., με το από 16-9-1833 πωλητήριο συμβόλαιο, που επικυρώθηκε από τη Δημογεροντία των Αθηνών την 29-11-1833, μεταβίβασε το μερίδιό του επί του κτήματος στον Ο. Μ. Α., όπου, ομοίως, δεν γίνεται μεν ειδική αναφορά σε χειμερινές ή θερινές βοσκές, πλην όμως αναφέρεται στα "γνωστά όρια", που αναφέρονται και στο … χοτζέτι. Επίσης, ο ως άνω Ν. Κ., με το υπ' αριθ. ...7-8-1833 πωλητήριο συμβόλαιο, το οποίο επικυρώθηκε από τη Δημογεροντία των Αθηνών την 4-9-1833, μεταβίβασε το τμήμα του κτήματος ..., που είχε αγοράσει, στον Ο. Μ. Α., ο οποίος έτσι απέκτησε ολόκληρο το κτήμα-τσιφλίκι "...". Στο εν λόγω δε συμβόλαιο αναφέρεται ότι ο ως άνω πωλητής μεταβίβασε "...τα δύο ήμισυ τετάρτια του τσιφλικιού ονομαζομένου ... με όλα τα εις τούτο ανήκοντα οικοδομημένα τόσον ερείπεια και λοιπά κατά την συμφωνίαν και ισχύν της τότε πωλήσεως και κατά την ισχύν των δύο χοτζετίων...υπ' αριθ. ... του έτους 1832 Νοεμβρίου 23...". Μετά ταύτα ο μοναδικός πλέον ιδιοκτήτης του πιο πάνω κτήματος Ο. Μ. Α., με το υπ' αριθ. ...26-6-1834 συμβόλαιο του ... Ναυπλίου Χ. Π. μεταβίβασε αυτό στον Κ. Ό. Β.. Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται ότι μεταβιβάζονται τα κτήματα που περιήλθαν στην κυριότητά του "εις το χωρίον το ονομαζόμενο ... (τσιφλίκι) κείμενα...ως διαλαμβάνονται κατ' έκτασιν και όρια εις τα διαληφθέντα έγγραφα υπ' αριθ. ... αλλά και στο …. χοτζέτια (βλ. σελίδα 3 εν λόγω συμβολαίου), όπου ρητώς οριοθετούνται "από του ... το Μοναστήριον, έως και την οδό ..., από το άλλο με τας γαίας του Μ. Μ. και με την οδόν, από το άλλο με Υμίθιον (Υμηττός) και από το άλλο με δημοσίαν οδόν", όπου και πάλι δεν γίνεται μεν ρητή μνεία για χειμερινές ή θερινές βοσκές, αλλά αφού μεταβιβάστηκε ό,τι περιλαμβάνεται στο … χοτζέτι, εξυπακούεται ότι περιλαμβάνονται και οι βοσκές. Ακολούθως, ο ως άνω Κ. Ό. Β., . με το υπ' αριθ. ...-3-1866 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, πώλησε το παραπάνω κτήμα στον Ι. Σ.. Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται ως αντικείμενο της αγοραπωλησίας "το κατά τους πρόποδας της δυτικής πλευράς του Υμηττού κείμενο κτήμα ονομαζόμενον ..., συνιστάμενον το κτήμα τούτο από γαίας, αγροτικούς οικίσκους, αλώνια, περιβόλια, δένδρα και άλλα είδη", χωρίς να γίνεται και πάλι ειδική μνεία για θερινές ή χειμερινές βοσκές, ωστόσο οι διαφορές ως προς την παράθεση των όσων περιέχονται μέσα στο κτήμα, χωρίς διαχρονικά να παρατηρείται ουσιώδης μεταβολή της οριοθέτησής του, αντανακλά προδήλως τις διαφορές που προκύπτουν από τη χρήση και εκμετάλλευσή του στην πορεία των ετών και όχι προσθήκη κάποιας νέας έκτασης, που δεν υπήρχε στους αρχικούς τίτλους. Στη συνέχεια, μετά το θάνατο του ως άνω Ι. Σ., το κτήμα (τσιφλίκι) "..." περιήλθε στα πέντε τέκνα του, ο δε απ' αυτούς Ν. Σ. μεταβίβασε το ιδανικό μερίδιο εξ αδιαιρέτου, που περιήλθε σ' αυτόν, στη μητέρα του Χ. Σ., δυνάμει του υπ' αριθ. ...7-1876 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Α., που μεταγράφηκε νόμιμα. Στο εν λόγω συμβόλαιο η περιγραφή του μεταβιβαζόμενου κτήματος γίνεται ως εξής : "...ένα χωρίον ή ζευγολατίον ... κείμενον εις την μεσημβρινήν πεδιάδα της πόλεως και του ... και συνορευόμενον γύρωθεν με γαίας του μοναστηριού ... μέχρι της οδού ..., με γαίας του πρώην ιδιοκτήτου Μ. Μ. και με οδόν, με το όρος Υμηττού και με δημοσίαν οδόν μετά των οικοδομών, περιβολιού, δένδρων, δεξαμενών, φρεάτων, αμπέλων, αγρών, νομών, λειβαδιών, ασβεστοκάμινων, λατομείων, δάσους και λοιπών παραρτημάτων και προσαρτημάτων", που από την περιγραφή του πιο πάνω συμβολαίου, επιβεβαιώνεται η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι παρατηρούμενες διαφορές διαχρονικά, στην περιγραφή των συμβολαίων του τι περιλαμβάνονται εντός του επιδίκου κτήματος "...", προκύπτουν από τη χρήση και εκμετάλλευσή του στην πορεία των ετών και όχι σε προσθήκη κάποιας νέας έκτασης, που δεν υπήρχε στους αρχικούς τίτλους. Ακολούθως, η ως άνω Χ. χήρα Ι. Σ., καθώς και οι λοιποί κληρονόμοι αυτού (Ι. Σ.), με το υπ' αριθ. ...30-4-1877 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Α., που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησαν το πιο πάνω κτήμα κατά το ανήκον σε καθένα ποσοστό εξ αδιαιρέτου στην Ι. σύζ. Α. Σ.. Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται ότι μεταβιβάζεται το "...εν τη περιφερεία του ... κατά τους πρόποδας της δυτικής πλευράς του Υμηττού και κατά την μεσημβρινήν πλευράν της πόλεως και του ... κείμενον κτήμα ονομαζόμενον ..., συνιστάμενον εις γαίας, οικίσκους, αλώνια, περιβόλους, δένδρα, δεξαμενάς, φρέατα, αμπέλους, λιβάδια, ασβεστοκάμινα, λατομεία, και δάση και συνορευόμενον γύρωθεν με γαίας της Μονής ... μέχρι της οδού των ..., με γαίας του πρώην ιδιοκτήτου Οθωμανού Μ. και με οδόν και με το όρος Υμηττού και με δημοσίαν οδόν...". Περαιτέρω, η πιο πάνω Ι. συζ. Α. Σ., δυνάμει του υπ' αριθ. .../26-3-1914 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θ. Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα, δώρησε στα τρία τέκνα της Ε., Μ. και Γ. Σ. "ένα κτήμα γνωστό υπό το όνομα ... κείμενον παρά τους πρόποδας της δυτικής πλευράς του Υμηττού και προς την μεσημβρινή πλευρά της πόλεως των Αθηνών, συνιστάμενο από γαίας, οικίσκους, αλώνια, περιβόλια, δένδρα, δεξαμενάς, φρέατα, αμπέλους, λιβάδια, ασβεστοκάμινα, λατομεία και δάση και συνορευόμενον γύρωθεν με γαίας της Μονής ... μέχρι της οδού των ..., με γαίας του πρώην ιδιοκτήτου Οθωμανού Μ. Μ. και κτήμα Π. Μ. (πρώην τεμάχιον ιδιοκτησίας Ι. Α. Σ.), με οδόν και με το όρος Υμηττός και με δημόσιον δρόμον, όσης εκτάσεως εστί...". Ακολούθως, τα ως άνω τέκνα της Ι. συζ. Α. Σ. πώλησαν το κτήμα αυτό στο Μ. Σ., δυνάμει του υπ' αριθ. .../18-7-1914 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Η. Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα. Στο εν λόγω συμβόλαιο, εκτός απ' όσα αναφέρονται στα προηγούμενα συμβόλαια ως προς την περιγραφή του ακινήτου, αναφέρεται ως προς την έκτασή του ότι "το κτήμα τούτο ολόκληρον ή όσης εκτάσεως και αν είναι κατά τα ανέκαθεν γνωστά όριά του". Μετά το θάνατο του ως άνω Μ. Σ. οι κληρονόμοι του μεταβίβασαν το κτήμα ... στον Α. Ν., δυνάμει του υπ' αριθ. .../3-12-1922 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Λ., που μεταγράφηκε νόμιμα, αφού προηγήθηκε η υπ' αριθ. 78592/1922 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, που επέτρεψε την ως άνω πώληση. Στο εν λόγω συμβόλαιο ως προς την έκταση του κτήματος αναφέρεται ότι "το κτήμα τούτο ολόκληρον όσης εκτάσεως και αν είναι....με τα γύρωθεν γνωστά όριά του, όπερ κάλλιον παντός άλλου γνωρίζει ο αγοραστής". Στη συνέχεια το έτος 1924 ο Α. Ν., προτιθέμενος να πωλήσει το κτήμα του στην εταιρεία "... ΚΑΙ ΣΙΑ", προς ίδρυση συνοικισμού υπό την ονομασία "Ηλιούπολη", ζήτησε και έλαβε την .../12-12-1924 άδεια του τότε Υπουργού Γεωργίας. Με βάση την άδεια αυτή συνετάγη και η υπ' αριθ. ...1-1925 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Η. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα, με την οποία ο ως άνω Α. Ν. ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην εταιρεία "..." ολόκληρο το κτήμα "...", πλην εκτάσεως 530 στρεμμάτων περίπου, τα οποία θα παρέμεναν στον πωλητή καθώς και άλλων μικρών εκτάσεων, οι οποίες είχαν ήδη πωληθεί, γίνεται μνεία για κτήμα "εκτάσεως δώδεκα χιλιάδων περίπου στρεμμάτων... συνορευόμενον γύρωθεν με γαίας της Μονής ... μέχρι της οδού ..., με γαίας του πρώην ιδιοκτήτου Μ. Μ. και Π. Μ. και πρώην ιδιοκτησίας Ι. Α. Σ., με οδόν, με κορυφογραμμήν του όρους Υμηττός (όπως πίπτουσιν τα όμβρια επ' αυτού ύδατα προς την Δυτικήν του όρους πλευράν) και με δημοσίαν οδόν Αθηνών-Βουλιαγμένης...". Ωστόσο από το 1925 έως το 1929 ο Α. Ν., οπλισμένος με την ανωτέρω άδεια του Υπουργού Γεωργίας, πούλησε στην παραπάνω εταιρεία, τμηματικά, μέρος του κτήματος εκ συνολικά 2.700 πεδινών και κατάλληλων για οικοδόμηση κατοικιών στρεμμάτων πλέον 300 στρεμμάτων στους εμφυτευτές αμπελιών. Μετά δε το θάνατο του Α. Ν., το έτος 1929, το υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου κτήματος εκ 9.374 στρεμμάτων, κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, περιήλθε στη σύζυγό του Π. Ν. και στο θετό τέκνο του Κ. Ν., του οποίου οι εννέα πρώτοι κατηγορούμενοι είναι κληρονόμοι. Για την παραπάνω κληρονομηθείσα έκταση, μάλιστα, οι κληρονόμοι του Α. Ν. πλήρωσαν φόρο κληρονομιάς 25%, ο οποίος φόρος καθορίστηκε τελικά με την υπ' αριθμ. 774/1934 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ακολούθως, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. .../21-11- 1938 άδειας του Υπουργείου Γεωργίας, η ως άνω Π. χήρα Α. Ν. μεταβίβασε λόγω πωλήσεως το ιδανικό της μερίδιο επί του κτήματος (1/4 εξ αδιαιρέτου) στο θετό της τέκνο Κ. Ν., δυνάμει του υπ' αριθ. ...24-12-12-1938 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών I. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα. Στο εν λόγω συμβόλαιο ως προς την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου αναφέρεται ότι μεταβιβάζεται "...το ένα τέταρτο (1/4) εξ αδιαιρέτου...ενός αγροτικού κτήματος εν τη τέως περιφερεία του ... και νυν της κοινότητας Ηλιουπόλεως, κατά την δυτικήν πλευράν του Υμηττού, γνωστού με το όνομα ..., εκτάσεως δώδεκα χιλιάδων στρεμμάτων, πλέον η έλαττον.,.το κτήμα τούτο επωλήθη εις τον Α. Ν. καθ' όρια και ουχί κατά μέτρον, όσης εκτάσεως και αν ήτο και συνορεύει γύρωθεν με γαίας διαλελυμένης ... μέχρι της οδού ..., με γαίας του πρώην ιδιοκτήτου Μ. Μ. και κτήμα Π. Μ. (πρώην τεμάχιο ιδιοκτησίας Ι. Α. Σ.), με οδόν και με όρος Υμηττός (κορυφογραμμήν ένθα το όριον της Κοινότητος Κορωπίου και όριον του εν τη Κοινότητι Γλυφάδας κτήματος κληρονόμων και διαδόχων Κ. Κ.) και δημόσιον δρόμον (παλαιάν οδόν Βουλιαγμένης) και περιλαμβάνει οικοπεδοποιημένας και μη γαίας, οικίσκους, αλώνια, περιβόλια, δένδρα, δεξαμενάς, λατομεία, δάση εντός των ανέκαθεν γνωστών ορίων αυτού...". Οι κατηγορούμενοι, κληρονόμοι τέταρτης γενεάς, ισχυρίζονται ότι είναι κύριοι των επιδίκων ακινήτων, για τα οποία η χρόνια αντιδικία τους με το Ελληνικό Δημόσιο και τους πολιτικώς ενάγοντες Δήμους και ότι καθόσον αφορά τις εναντίον τους κατηγορίες για σφετερισμό δημόσιας γης, επικαλούνται ότι προέβαλαν στις σχετικές δίκες δικαιώματα παράγωγης, άλλως πρωτότυπης κτήσης κυριότητας στα περίπου 198 διάσπαρτα υπολειπόμενα πλέον διεκδικούμενα στρέμματα, που περιλαμβάνονται ήδη στο κατηγορητήριο και δη εντός σχεδίου πόλεως κειμένων, και ότι αυτά είχαν περιέλθει στην κυριότητα του αναφερομένου δικαιοπαρόχου τους Κ. Ν. ως τμήματα του κτήματος(τσιφλικού) "..." δυνάμει των παραπάνω τίτλων. Γεννηθείσης δε αμφισβήτησης της κυριότητας του αμέσου δικαιοπαρόχου - κληρονομουμένου των κατηγορουμένων από τους αντιδίκους τους Ελληνικό Δημόσιο και Δήμους, αυτοί(κατηγορούμενοι) στις σχετικές δίκες, για τις οποίες οι επιλήψιμες και ελεγχόμενες αποφάσεις, τόσο στην περίπτωση των αποδιδομένων τετελεσμένων απατών, για τις οποίες η 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικυρωθείσα στο Εφετείο με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφασή του και στη συνέχεια και στον Άρειο Πάγο με τις 721/2007 και 722/2007 αρεοπαγιτικές αποφάσεις (στοιχεία 1, 2 κατηγορητηρίου), η 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (στοιχείο 6 κατηγορητηρίου), η 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρωθείσα στο Εφετείο με την 187/2004 απόφασή του (στοιχείο 10 κατηγορητηρίου), η 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρωθείσα στο Εφετείο με την 7586/... απόφασή του και στη συνέχεια και στον Άρειο Πάγο έχουσα ήδη καταστεί αμετάκλητη με την αρεοπαγιτική υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση (στοιχείο 11 κατηγορητηρίου) και η 7942/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρωθείσα στο Εφετείο με την 8443/2000 απόφασή του και στη συνέχεια και στον Άρειο Πάγο έχουσα, επίσης, καταστεί αμετάκλητη με την αρεοπαγιτικές υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις(στοιχείο 14 κατηγορητηρίου), όσο και στην περίπτωση των σε απόπειρα τελεσθεισών, για τις οποίες οι υπ' αριθμ. 7037/1993 και 2797/2007 προδικαστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών(στοιχεία 3, 4 ,5 και 17 κατηγορητηρίου), η 17250/2008 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (στοιχείο 7 κατηγορητηρίου), η 6207/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρωθείσα στο Εφετείο με την 10580/1998 απόφασή του και στη συνέχεια και στον Άρειο Πάγο έχουσα ήδη καταστεί αμετάκλητη με την αρεοπαγιτική υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση(στοιχεία 8, 9 και 19 κατηγορητηρίου), οι 6366/2006 και 6365/2006 αναβλητικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών (στοιχεία 12 και 13, αντίστοιχα, του κατηγορητηρίου), οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (στοιχείο 15 κατηγορητηρίου), η 6822/2009 αναβλητική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (στοιχείο 16 κατηγορητηρίου), ως και η από 1-8-2006 και με αύξ αριθμ. κατάθ. .../2006 κατατεθείσα από την ήδη αποβιώσασα, και μη περιλαμβανόμενη στους κατηγορουμένους Μ. Κ. Ν., χήρα Ι. Μ., αγωγή της κατά ..., η συζήτηση της οποίας αναβλήθηκε και μη εισέτι έχουσα επαναφερθεί προς συζήτηση από τους κληρονόμους της (στοιχείο 18 κατηγορητηρίου), επικαλέστηκαν και προσκόμισαν τους απώτερους τίτλους του αμέσου δικαιοπαρόχου τους και δη τα προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ... και … χοτζέτια, τα οποία και ετέθησαν υπόψη από τους ως άνω αντιδίκους τους και ελέγχθηκε η νομιμότητά τους. Οι πολιτικώς ενάγοντες προς υποστήριξη της κατηγορίας εκφράζουν τη νομική άποψη που εξέθεσαν και στα δικόγραφά τους, τα οποία χρησιμοποίησαν και στις σχετικές δίκες, επί των οποίων οι επιλήψιμες δικαστικές αποφάσεις του κατηγορητηρίου, ότι, δηλαδή, αντικείμενο χοτζετίων μπορούσαν να αποτελέσουν μόνο καθαρές ατομικές ιδιοκτησίες, δηλαδή τα μούλκια, ενώ, αντίθετα, επί εκτάσεων δασικών, βοσκών, καθώς και φυτειών και κτισμάτων, τα χοτζέτια δεν συνιστούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβαστικό του δικαιώματος της κυριότητας, και αν ακόμη είχαν επικυρωθεί από την επί των πωλήσεων οθωμανικών ιδιοκτησιών συσταθείσα Εξεταστική Επιτροπή, καθόσον ο έλεγχος των περί δασών τίτλων έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τη διαδικασία που προέβλεπε ειδικά το Διάταγμα της 17/29-11-1836 περί ιδιωτικών δασών, άλλως τα δάση εθεωρούντο ως αδιαφιλονίκητα εθνικά. Και ότι, επιπλέον, κατά το άρθρο 1 του β.δ. της 3/12-12-1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Έτσι, με τις νομικές αυτές παραδοχές, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των κατηγορουμένων δεν απέκτησαν ποτέ κατά πλήρη κυριότητα τις χειμερινές και θερινές βοσκές του τσιφλικιού "...", παρά μόνο τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του, ήτοι μια συνολική επιφάνεια τεσσάρων(4) ζευγαρίων, με αδιευκρίνιστα όρια και σε ακαθόριστες θέσεις εντός του τσιφλικιού, δηλαδή μια έκταση που δεν υπερέβαινε τα 400 στρέμματα, αμφισβητώντας συγχρόνως και το περιεχόμενο των υπ' αριθμ. ...14-3-1836 αποφάσεων της Επιτροπής Οθωμανικών Κτημάτων με τα διαλαμβανόμενα όρια του όλου κτήματος. Ταυτόχρονα προβαίνουν και σε ερμηνευτικό έλεγχο των τίτλων κτήσης της ίδιας χρονικής περιόδου και στη συνέχεια των λοιπών, με αποτέλεσμα να συνάγουν ότι οι τίτλοι αυτοί τυγχάνουν ανακριβείς κατά περιεχόμενο, και με αυτά τα δεδομένα υποστηρίζουν ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου στους κατηγορουμένους εγκλήματος της απάτης επί Δικαστηρίω. Ωστόσο όλες οι φερόμενες ως πεπλανημένες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες αποδίδεται στους κατηγορουμένους η τέλεση του εγκλήματος της τετελεσμένης απάτης επί Δικαστηρίω, μεταξύ των οποίων και η 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με τις χαρακτηριστικές σκέψεις της, έχουν ακολουθήσει διαφορετική νομική άποψη έχοντας δεχθεί ότι όλοι οι αγοραστές του κτήματος, έχοντας και επίσημη από αρμόδια αρχή αναγνώριση της κυριότητάς τους, μετά την έκδοση των προαναφερθεισών αποφάσεων (της Επιτροπής Οθωμανικών Κτημάτων) περί αναγνώρισης ως νομίμων κυρίων του κτήματος το έτος 1836 των αρχικών αγοραστών Ν.Κ. και Γ. Μ., επιλήφθηκαν ο καθένας της νομής του εν λόγω κτήματος από την περιέλευσή του σ' αυτούς και συνέχισαν ο καθένας να το νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, έχοντας δηλαδή την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν βλάπτεται δικαίωμα τρίτου σ' αυτό και μάλιστα του Δημοσίου, ασκώντας ο καθένας πράξεις νομής σ' αυτό, δηλαδή έχουν αναγνωρίσει ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των κατηγορουμένων κατέστησαν κύριοι του κτήματος ... με τα σαφή όρια που περιγράφουν οι επικυρωθείσες μαρτυρίες, περιλαμβάνοντας χειμερινές και θερινές βοσκές, πέραν των τεσσάρων ζευγαρίων, δηλαδή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του κτήματος, οι δε πολιτικώς ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αυτές οι αναγνωριστικές πράξεις αφορούσαν μόνο τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, υποστηρίζοντας την άποψη ότι κατά το ισχύον τότε νομικό καθεστώς δεν θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ιδιοκτήτες βοσκών, χωρίς την ύπαρξη ταπίου, επιπλέον δε κρίνοντας ως αναξιόπιστες τις μαρτυρίες για τα αληθή όρια του κτήματος. Επομένως η "αποκατάσταση" της πλάνης που αποδίδεται στις ως άνω αποφάσεις επιχειρείται από την πολιτική αγωγή με τη διαφορετική ερμηνεία του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αναγνωριστικές πράξεις της Ελληνικής πολιτείας, καθώς και την αρνητική αξιολόγηση των μαρτυριών που ενσωματώθηκαν σε αυτές και όχι με την ανάδειξη κάποιου νέου στοιχείου, που να αφορά το πραγματικό μέρος της υπόθεσης και να επιδρά στο αποδεικτικό υλικό που τέθηκε υπόψη των Δικαστηρίων. Η επίκληση όμως εκ μέρους των κατηγορουμένων των συγκεκριμένων πράξεων της Διοίκησης του Ελληνικού Κράτους ως νομική και πραγματική βάση, τόσο του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας και των διαδοχικών συμβολαιογραφικών τίτλων, όσο και του πρωτότυπου τρόπου κτήσης Κυριότητας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 386 ΠΚ. Όλες δε οι προαναφερθείσες ως "πεπλανημένες" δικαστικές αποφάσεις εξέτασαν τους νομικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ανάγονται στο ισχύον κατά τα επίμαχα έτη νομικό καθεστώς, όσο και στην ερμηνεία και αξιολόγηση του περιεχομένου αυτών των ως άνω κρίσιμων ατομικών διοικητικών πράξεων ...1836 δια της υπαγωγής αυτών στις οικείες εφαρμοστέες διατάξεις. Αυτοί οι νομικοί ισχυρισμοί δεν συνιστούν αντικειμενικά πράξη εξαπάτησης υπό την έννοια της παράστασης ψευδούς γεγονότος, αλλά θεμιτή προβολή της νομικής βάσης και του ιστορικού τίτλων των δικαιοπαρόχων, εκ των οποίων οι κατηγορούμενοι ως ενάγοντες αντλούν το δικαίωμα κυριότητας, όπως έχουν αποτυπωθεί σε αληθή και γνήσια έγγραφα, που δεν έχουν καν δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά τυγχάνουν μονομερείς πράξεις της Διοίκησης. Το παρόν δε ποινικό δικαστήριο, στα πλαίσια εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει το βάσιμο ή μη των συγκεκριμένων εμπραγμάτων και συναφών με αυτές αξιώσεων των κατηγορουμένων, που αποτελεί αντικείμενο αστικών δικών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά τη δικονομική τους συμπεριφορά κατά την επίκληση είτε πλαστών, είτε ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών μέσων με σκοπό εξαπάτησης του Δικαστηρίου, δηλαδή εν προκειμένω εκφεύγει της αρμοδιότητάς του να αποφανθεί εάν είχαν δικαίωμα ή όχι να προσκομίσουν τη σειρά διαδοχής τίτλων ιδιοκτησίας, που ανάγονται στο έτος 1830 και εντεύθεν, εκτεινόμενοι χρονικά σε περισσότερο από 150 χρόνια, ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι οι αρχικοί τίτλοι αυτών (χοτζέτια) έτυχαν πλήρους αναγνώρισης και έγκρισης αρμοδίως από τη Διοίκηση. Αν οι τίτλοι αυτοί πάσχουν ακυρότητα ή νομικό ελάττωμα (γιατί προσκομίστηκαν χοτζέτια και όχι ταπιά στη Διοίκηση) αυτό δεν κατατείνει στην παραγωγή ανακρίβειας κατά το περιεχόμενο του τίτλου. Όλες οι επίμαχες δικαστικές αποφάσεις, που προαναφέρθηκαν, μπορεί να έσφαλαν υποπίπτοντας σε νομικά σφάλματα ερμηνεύοντας κατά διαφορετικό τρόπο τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου. Όμως σε καμία από αυτές δεν μπορεί να γίνει βάσιμα αποδεκτό ότι πλανήθηκαν οι συνθέσεις των δικαστικών σχηματισμών κρίνοντας ότι για την αναγνώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των κατηγορουμένων δεν χρειάζονταν ταπιά, ενώ δεν μπορεί ούτε κακοπιστία των κατηγορουμένων να στηριχθεί στη διεκδίκηση των δικαίων τους από τη μη επίκληση της κατοχής ταπίων ή και από την πραγματική έλλειψη τοιούτων τίτλων. Επίσης κακοπιστία δεν μπορεί να συναχθεί και από το γεγονός ότι στις δικαστικές τους διενέξεις με τους αντιδίκους τους και νυν πολιτικούς ενάγοντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προς ενίσχυση της βασιμότητας των ισχυρισμών τους επικαλέστηκαν αποδεικτικά στοιχεία που εδραίωναν την εύλογη πεποίθησή τους ότι το κτήμα "...", που περιλαμβάνονταν τα διεκδικούμενα από αυτούς με τα ως άνω δικόγραφά τους ακίνητα, για τα οποία οι προαναφερθείσες "πεπλανημένες" δικαστικές αποφάσεις, πέραν των καλλιεργήσιμων γαιών, περιελάμβανε και βοσκήσιμες γαίες άνω των 10.000 στρεμμάτων, εντός των ορίων των αρχικών τίτλων και άρα ότι δεν είχε εμφιλοχωρήσει ούτε καταπάτηση, αλλ' ούτε και επέκταση από τους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους τους, και δη: α) την από 22-6-1876 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ..., που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ειδικού Νόμου ΦΟΖ/1876 "περί απαγορεύσεως της βοσκής αιγοπροβάτων εις την περιφέρειαν των δήμων Αθηνών και Πειραιώς" εξαιρώντας τις εκτάσεις που υπερβαίνουν τα 500 στρέμματα, με την οποία (απόφαση) χορηγήθηκε η άδεια βοσκής στο κτήμα "..." 1.000 προβάτων και 2.000 αιγών εξαιρώντας από την απαγόρευση το εν λόγω κτήμα, αμέσως δε, μετά το γεγονός αυτό, δηλαδή την εξαίρεση του κτήματος από την απαγόρευση βοσκής για δυναμικό 3.000 αιγοπροβάτων, μεταβιβάσθηκε τον επόμενο χρόνο (1877) το κτήμα στην οικογένεια Σ., β)την υπ' αριθμ. ...12-1914 έκθεση του αρχιφύλακα δασών Κ. Κ., η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια ειδικής διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης και προήλθε από διενεργηθείσα αυτοψία, στην οποία ο τότε ιδιοκτήτης, προκάτοχος του Ν. υπέδειξε τα όρια, και από την οποία επιβεβαιώνονται τα όρια του κτήματος, ως ακριβώς αντιστοιχούσαν στις δοθείσες μαρτυρίες, επί των οποίων οι προεκτεθείσες υπ' αριθ. ...14-3-1836 αποφάσεις της "Επί των κατά την Αττικήν και Εύβοιαν Οθωμανικών Κτημάτων" Επιτροπής, δηλαδή στους αρχικούς τίτλους, γ)συνδυαστικά δε εκτιμώμενη, τόσο η έκθεση Κ., όσο και η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ... του 1876, με το τοπογραφικό διάγραμμα του Γάλλου μηχανικού A., υπαρκτού εγγράφου που προσκομίστηκε και χρησιμοποιήθηκε από αρμόδια δημόσια αρχή, προκειμένου να εξαιρεθεί το κτήμα ... από την επιβολή απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε το 1920, ενίσχυαν την πεποίθηση των κατηγορουμένων για τα συγκεκριμένα όρια και εμβαδόν του κτήματος αυτού, διατηρούμενα διαχρονικώς σταθερά και αμετάβλητα, χωρίς να αναιρείται η αποδεικτική αξία του παραπάνω χάρτη, επειδή δεν έγινε χρήση του στις συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις του κτήματος μετά το 1877, δ)την απόφαση του Υπουργού Γεωργίας του 1938, με την οποία δίδεται άδεια διανομής του κτήματος ... και ε) την έκθεση του Δασάρχη Αττικής Τ., το 1951, ο οποίος περιγράφει το κτήμα ... ως εκτάσεως 12.000 στρεμμάτων με όριο την κορυφογραμμή του Υμηττού. Έναντι αυτού του αποδεικτικού υλικού οι πολιτικώς ενάγοντες αντιπαραβάλλουν τα εξής επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, που δήθεν δικαιολογούν τον σχηματισμό πεποίθησης περί ελλείψεως δικαιώματος κυριότητας των κατηγορουμένων στα διεκδικούμενα από αυτούς ακίνητα, ήτοι: α)το υπ' αριθμ. πρωτ..../6-3-1937 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφέρεται ότι απορρίφθηκε αίτημα του Κ. Ν. να του αναγνωριστεί έκταση στη θέση "..." Υμηττού ως τμήμα του κτήματος "...", πλην όμως το έγγραφο αυτό από την επισκόπησή του προκύπτει ότι είναι ένα απλό ενδοϋπηρεσιακό διαβιβαστικό, χωρίς να παρατίθεται το κύριο έγγραφο με το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να συναχθεί αν το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε απευθυντέα προς τον Κ. Ν. ατομική διοικητική πράξη απόρριψης κάποιου συγκεκριμένου αιτήματος και, φυσικά, να προκύπτει ο λόγος της απόρριψής του, β) την υπ' αριθμ. πρωτ. .../20-6-1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος αποδεχόμενος την υπ' αριθμ. 7/1953 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Δασών, απέρριψε τις από 20-6-1951 και 4-12-1951 αιτήσεις του Κ. Ν., με τις οποίες ζητούσε να αναγνωριστεί ότι σε περίπτωση, κατά την οποία κάποιο κτήμα του είχε ανατολικό όριο την κορυφογραμμή του Υμηττού, αυτός είχε δικαίωμα κυριότητας στις δασικές εκτάσεις της δυτικής πλευράς του Υμηττού. Η απόφαση αυτή, αντιθέτως, επιβεβαιώνει κατά το περιεχόμενό της την πεποίθηση των κατηγορουμένων ότι δικαίως διεκδικούν τα μη δασικά μέρη του κτήματος, καθόσον, κατόπιν οριοθέτησης των δημοσίων εκτάσεων με τσιμέντινα όρια, και μετά ασκηθείσα προσφυγή του Κ. Ν. ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα, εξεδόθη η υπ' αριθμ. …/1953 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών, που δικαίωσε εν μέρει τον προσφεύγοντα, αναγνωρίζοντας ιδιοκτησία του (Κ.Ν.) στα κάτω των προπόδων συνορευόμενα με την γραμμή των 6 χιλιομέτρων, που χάραξε ο Υπουργός, από τον Καρέα έως τα σύνορα της Γλυφάδας, τμήματα του κτήματος, εκτάσεως 6.500 στρεμμάτων, όπου και τα επίδικα 198 στρέμματα, γ) το βασιλικό διάταγμα υπ' αριθμ. 31/1955, με βάση το οποίο ανακλήθηκε το προηγούμενο υπ' αριθμ. 16/10-9-1950 διάταγμα, με το οποίο είχε αρθεί η αναδάσωση τμήματος δάσους ανατολικά του κτήματος "..." προς τον Υμηττό, εμβαδού 1.250 στρεμμάτων, επειδή είχε διαπιστωθεί ότι η έκταση αυτή δεν ήταν ιδιωτική και συνεπώς υπαγόταν στην υπ' αριθμ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί αναδάσωσης αυτής, ενώ επί της ασκηθείσας προσφυγής του Κ. Ν. κατά του ανακλητικού β.δ/τος εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1449/1955 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που απέρριψε την προσφυγή, απόφαση, ωστόσο, η οποία αφορά ένα μικρό τμήμα του κτήματος ... και δ) την υπ' αριθμ. ...1246/9-9-1984 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η υπ' αριθμ. 36/7-6-1984 Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και διατάχθηκε η καταγραφή και κατάληψη των οικοπέδων ιδιοκτησίας κληρονόμων Κ. Ν., ως δημοσίων εκτάσεων, και στην οποία (απόφαση) ρητά και κατηγορηματικά αναφέρεται ότι "... οι βασικοί τίτλοι επί των οποίων στηρίζουν τα δικαιώματά τους οι κληρονόμοι Κ. I. Ν., τα υπ' αριθμ. ... και ...1830 χοτζέτια, συνολικής εκτάσεως 4 ζευγαριών ή 320 στρεμμάτων έχουν εξαντληθεί, καθόσον οι εκτάσεις που έχουν πουληθεί από τους κληρονόμους Κ. Ι. Ν. υπερβαίνουν κατά πολύ(πωλήσεις άνω των 5.000 στρεμμάτων) τις εκτάσεις που αναφέρονται στα
πιο πάνω χοτζέτια και ως εκ τούτου δεν απομένει έκταση που ανήκει στους κληρονόμους Ι.Ν.". Από καμμία, όμως, διάταξη νόμου ή δικαστηρίου δεν απορρέει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν υποχρέωση ή ότι μπορούσαν να εξαναγκαστούν να αποδεχθούν ως νόμιμη και βάσιμη τη μονομερή αυτή πράξη του Ελληνικού Δημοσίου, που ως δυσμενή ατομική διοικητική πράξη, είχαν δικαίωμα να την προσβάλουν και επιτυχώς την προσέβαλαν, ενώ το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στη με αριθμ. 324/2008 γνωμοδότησή του απεφάνθη, μεταξύ άλλων, και τα εξής: "...Δια της 8224/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (στοιχ. 1,2 κατηγορητηρίου) εκρίθη, ως και πρωτοδίκως, ότι τα προσβληθέντα πρωτόκολλα καταλήψεως ακινήτων, εκδοθέντα κατόπιν της Δ.3950/1246/19-9-1984 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία, κατ' ακολουθίαν τηρήσεως διαδικασίας εξακριβώσεως των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25 ΑΝ 1539/1938, δίδεται η εντολή εις την οικονομική εφορία Δημοσίων Κτημάτων να αναλάβει την προστασία των εν λόγω κτημάτων, δεν εκδόθηκαν νομίμως, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η έκδοση τοιούτων πρωτοκόλλων, ούτε από το άρθρο 34 του ανωτέρω νόμου, το οποίο προβλέπει κατάληψιν εγκαταλελειμμένων υπό των ιδιοκτητών των ακινήτων και όχι ακινήτων κατεχομένων από τρίτους. Με τοιαύτας, ως άνω, σκέψεις απερρίφθη αίτησις του Δημοσίου περί αναιρέσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, δια της υπ' αριθμ.721/2007 οριστικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Η αμετάκλητη δικαστική αυτή κρίσις, κηρύττουσα την ανωτέρω απόφασιν του Υφυπουργού Οικονομικών μη νόμιμον, συνεπώς δε και τας δυνάμει αυτής καταλήψεις ακινήτων δι' οιονδήποτε λόγον, δηλαδή και προς επιχείρησιν επί των καταληφθέντων ακινήτων πράξεων συνιστωσών διοίκησιν ή διαχείρισιν αυτών, πολλώ δε μάλλον διάθεσίν των υφ' οιανδήποτε μορφήν, της εξ αυτών αποχής του δημοσίου αποτελούσης επιβεβλημένην συμμόρφωσιν του προς τα δια της αμετακλήτου αυτής δικαστικής κρίσεως ορισθέντα (ορ. Άρθρ. 1 Ν.3068/2002 "Συμμόρφωσις της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις κ.λπ.")... Η, υπό τοιαύτας νομικάς και πραγματικάς συνθήκας, διάθεσις υπό του δημοσίου του αντικειμένου εκκρεμούς δίκης, έστω και προς κάλυψιν στεγαστικών αναγκών δημοσίων υπηρεσιών, με την προβαλλόμενη υπό της ΚΕΔ προοπτικήν να αντιμετώπιση τας συνεπείας, τυχόν, ήττης του εις την δίκην περί την κυριότητα του ακινήτου, μετά το πέρας της δίκης αυτής, εκτός του ότι δεν προσιδιάζει εις το Δημόσιον, μη δυνάμενον να ενεργεί ως ο μετά κουφότητος συναλλασόμενος ιδιώτης, ή κατ' αντίθεσιν προς τας εις πάσας τας, ενεργείας του εφαρμοζομένας αρχάς της χρηστής διοικήσεως, προκαλεί έλλειμμα της απαραιτήτου δια την εύρυθμον λειτουργίαν της διοικήσεως εμπιστοσύνης των ιδιωτών προς την καθόλου δράσιν της και ιδιαιτέρως την αναγόμενη εις την διαχείρισιν της ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου και μάλιστα την αναμεμιγμένην προς δικαστικώς ανεκκαθαρίστους αξιώσεις ιδιωτών, αποτελούσας αντικείμενα εκκρεμών δικών...". Και, εν προκειμένω, επειδή γίνεται αναφορά για τις αποδιδόμενες πράξεις εξαπάτησης των κατηγορουμένων με τις υπό στοιχ. 1 και 2 μερικότερες πράξεις του κατηγορητηρίου τους, που, μεταξύ άλλων, αφορούν και αποφάσεις περί ακυρώσεως πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, είναι προφανές, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στις προηγηθείσες μείζονες σκέψεις της παρούσας, ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση τους εγκλήματος της απάτης επί δικαστηρίω, αφού παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς τις νομικές προϋποθέσεις έκδοσης πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής δεν νοείται. Περαιτέρω από την επισκόπηση όλων των σχετικών κατατεθέντων δικογράφων, επί των οποίων έχουν εκδοθεί οι φερόμενες ως "πεπλανημένες" αποφάσεις ή με βάση τα οποία φέρεται ότι έγινε προσπάθεια εκ μέρους των κατηγορουμένων να εκδώσουν τέτοιες επιλήψιμες αποφάσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, προκύπτει ότι δεν συνέπραξαν όλοι οι κατηγορούμενοι από κοινού, σε όλες τις περιπτώσεις που τους αποδίδονται, είτε συμμετέχοντες στις δίκες ως κύριοι διάδικοι ή παρεμβαίνοντες σ' αυτές, αλλ' ούτε και αποδείχθηκε ότι άπαντες ενεργούσαν, οπωσδήποτε, πριν από κάθε δικαστική τους ενέργεια, κατόπιν προγούμενης συνεννόησης και συναπόφασης, αλλ' αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, κάποιοι εξ αυτών με άλλους ή κατά μόνας, ενεργούσαν προς υποστήριξη των κοινών τους δικαίων, κατά περίπτωση, και επομένως για τις περιπτώσεις αυτές της μη αποδειχθείσης συμμετοχής τους αυτοί οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι. Έτσι άπαντες οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για τις υπό στοιχ. 17η , 18η και 19η αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω κατ' εξακολούθηση, αφού, όπως προέκυψε, αυτές αφορούν δικόγραφα αγωγών (αναγνωριστικής κυριότητας και αποζημιώσεων για αποστέρηση της ιδιοκτησίας της) αποκλειστικά της μη κατηγορουμένης και αποβιώσασας ήδη Μ. Κ. Ν., χήρας Ι. Μ., χωρίς τη σύμπραξη είτε κατά την κατάθεση των δικογράφων, είτε κατά τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στις περιπτ. υπό στοιχ. 17 και 19(στην υπό στοιχ. 18 περίπτ. δεν έχει λάβει χώρα συζήτηση συζήτηση της αγωγής) κάποιου εκ των εν λόγω κατηγορουμένων. Επίσης, αθώοι πρέπει να κηρυχθούν, λόγω μη συμμετοχής τους, με οποιαδήποτε μορφή, στην τέλεση των μερικότερων πράξεων απάτης (τετελεσμένων και σε απόπειρα) επί δικαστηρίω που τους αποδίδονται οι: πρώτη (1η) εκ των κατηγορουμένων Α. χήρα Ε. Σ., το γένος Κ. Ν., για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 4η (σε απόπειρα), που αφορά την από 12-11-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 5ης, 6ης, και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 6η (τετελεσμένη), που αφορά την από 30-8-2006 (με αριθμ. κατάθ. ...2006) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή και ακύρωση πρωτοκόλλου κατάληψης των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων -κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 7η (σε απόπειρα), που αφορά την από 17-2-2005 αίτηση (με αριθμ. κατάθ. .../2005) για άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η υπ' αριθμ. 17250/2008 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, υπό στοιχ. 9η (σε απόπειρα) που αφορά την από 27-7-1992 (με αριθ. κατάθ..../1992) αποζημιωτική αγωγή των 2ης, 3ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ι.Κ.Α., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 10η (τετελεσμένη) που αφορά την από 17-9-1984 (με αριθμ. κατάθ..../1984) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ... επί της οποίας η θετική υπέρ της ως άνω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπό στοιχ. 11η (τετελεσμένη) που αφορά την από 26-6-1995 (με αριθμ. κατάθ....1995) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ της εν λόγω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 7586/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 13η (σε απόπειρα)που αφορά την από 2-10-2006 (με αριθμ. κατάθ. ...2006) πρόσθετη παρέμβαση των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων υπέρ του Χ. Π. και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη ανακοπής κατά ακύρωσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6365/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, και υπό στοιχ. 16η (σε απόπειρα)που αφορά την από 12-12-2007 (με αριθμ. κατάθ. .../2007) διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6822/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περί αναστολής της δίκης, οι εκ των κατηγορουμένων δεύτερη (2η) Ε. χήρα Ι. Ν., Τρίτη (3η) Σ. Ν. του Ι. και τέταρτος(4ος) Κ. Ν. του Ι. για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 4η (σε απόπειρα), που αφορά την από 12-11-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 5ης, 6ης, και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 6η (τετελεσμένη), που αφορά την από 30-8-2006 (με αριθμ. κατάθ. ...2006) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή και ακύρωση πρωτοκόλλου κατάληψης των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 10η (τετελεσμένη) που αφορά την από 17-9- 1984 (με αριθμ. κατάθ..../1984) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ... επί της οποίας η θετική υπέρ της ως άνω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπό στοιχ. 11η (τετελεσμένη) που αφορά την από 26-6-1995 (με αριθμ. κατάθ....1995) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ της εν λόγω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδική με την υπ' αριθμ. 7586/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 14η (τετελεσμένη) που αφορά την από 24-10-1983 (με αριθμ. κατάθ. .../1983) πρόσθετη παρέμβαση της 1ης των κατηγορουμένων υπέρ της εταιρείας "... ΕΠΕ" και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη διεκδικητική αγωγής κυριότητας, επί της οποίας η θετική υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας -κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 7492/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8443/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, και υπό στοιχ. 16η (σε απόπειρα) που αφορά την από 12-12-2007 (με αριθμ. κατάθ. .../2007) διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6822/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περί αναστολής της δίκης, οι εκ των κατηγορουμένων πέμπτη (5η) Α. χήρα Α. Ν., έκτη (6η) Σ. Ν. του Α. και έβδομη (7η) Κ. Ν. του Α. για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 3η και υπό στοιχ. 5η (σε απόπειρα), που αφορούν την από 5-5-1987 (με αριθμ. κατάθ..../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 1ης, 2ης, 3ης, και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως και την από 3-5-1993 (με αριθμ. κατάθ..../ 1993) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 2ης, 3ης, και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου των ... και ... και του Ι.Κ.Α., αντίστοιχα, επί των οποίων εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ.6η (τετελεσμένη), που αφορά την από 30-8-2006.(με αριθμ. κατάθ. ...2006) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή και ακύρωση πρωτοκόλλου κατάληψης των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων - κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 9η (σε απόπειρα) που αφορά την από 27-7-1992(με αριθ. κατάθ. .../1992) αποζημιωτική αγωγή των 2ης , 3'ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ι.Κ.Α., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 10η (τετελεσμένη) που αφορά την από 17-9-1984 (με αριθμ. κατάθ..../1984) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ... επί της οποίας η θετική υπέρ της ως άνω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπό στοιχ. 11η (τετελεσμένη) που αφορά την από 26-6-1995 (με αριθμ. κατάθ....1995) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ της εν λόγω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 7586/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 14η (τετελεσμένη) που αφορά την από 24-10-1983 (με αριθμ. κατάθ. .../1983) πρόσθετη παρέμβαση της 1ης των κατηγορουμένων υπέρ της εταιρείας "... ΕΠΕ" και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη διεκδικητική αγωγής κυριότητας, επί της οποίας η θετική υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας - κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 7492/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8443/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, και υπό στοιχ. 16η (σε απόπειρα) που αφορά την από 12-12-2007 (με αριθμ. κατάθ. .../2007) διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6822/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περί αναστολής της δίκης, οι εκ των κατηγορουμένων όγδοη (8η) Π.-Π. Μ. και ένατος(9ος) Σ. Μ. για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 1η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ..../ 2000) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πρωτοκόλλων κατάληψης των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ.2η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ. .../2000) συναφή με υπό στοιχ. 1η διεκδικητική αγωγή κυριότητας των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά των ..., ... … και ... επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων ως άνω υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 3η και υπό στοιχ. 5η (σε απόπειρα), που αφορούν την από 5-5-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 1ης, 2ης, 3ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως και την από 3-5-1993 (με αριθμ. κατάθ. .../ 1993) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 2ης, 3ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου των ... και ... και του Ι.Κ.Α., αντίστοιχα, επί των οποίων εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 4η (σε απόπειρα), που αφορά την από 12-11-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 7η (σε απόπειρα), που αφορά την από 17-2-2005 αίτηση (με αριθμ. κατάθ. .../2005) για άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης, των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η υπ' αριθμ. 17250/2008 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, υπό στοιχ. 8η (σε απόπειρα), που αφορά την από 3-6-1992 (με αριθ. κατάθ. .../1992) αποζημιωτική αγωγή των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7η- των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Ε.Δ., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 9η (σε απόπειρα) που αφορά την από 27-7-1992(με αριθ. κατάθ. .../1992) συναφή με την υπό στοιχ. 8η αποζημιωτική αγωγή των 2ης, 3ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και. του Ι.Κ.Α., επί της οποίας η ως άνω υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 10η (τετελεσμένη) που αφορά την από 17-9-1984 (με αριθμ. κατάθ. .../1984) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ... επί της οποίας η θετική υπέρ της ως άνω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπό στοιχ. 11η (τετελεσμένη) που αφορά την από 26-6-1995 (με αριθμ. κατάθ. ...1995) αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της 10ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ της εν λόγω ενάγουσας-κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 7586/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 12η (σε απόπειρα),που αφορά την από 25-9- 2006 (με αριθμ. κατάθ..../2006) ανακοπή των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων ομού μετά του Χ. Π. κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για ακύρωση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και αποζημίωσης χρήσης, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6366/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 13η (σε απόπειρα)που αφορά την από 2-10-2006 (με αριθμ. κατάθ....2006) πρόσθετη παρέμβαση των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων υπέρ του Χ. Π. και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη συναφή με την υπό στοιχ. 12η ανοιγείσα δίκη ανακοπής κατά ακύρωσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6365/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 14η (τετελεσμένη)που αφορά την από 24-10-1983 (με αριθμ. κατάθ. .../1983) πρόσθετη παρέμβαση της 1ης των κατηγορουμένων υπέρ της εταιρείας "... ΕΠΕ" και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη διεκδικητική αγωγής κυριότητας, επί της οποίας η θετική υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας -κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 7492/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8443/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, και υπό στοιχ. 15η (σε απόπειρα)που αφορά την από 29-5-1996 (με αριθμ. κατάθ….1996) αίτηση των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επί της οποίας οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του, και, τέλος, η εκ των κατηγορουμένων δέκατη (10η) Μ. Τ. για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 1η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ. .../ 2000) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πρωτοκόλλων κατάληψης των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 2η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ. .../2000)συναφή με υπό στοιχ. 1η διεκδικητική αγωγή κυριότητας των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά των ..., ... ... και ... επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων ως άνω υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 3η και υπό στοιχ. 5η (σε απόπειρα), που αφορούν την από 5-5-1987 (με αριθμ. κατάθ..../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 1ης, 2ης, 3ης, και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως και την από 3-5-1993 (με αριθμ. κατάθ. .../ 1993) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 2ης, 3ης, και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου των ... και ... και του Ι.Κ.Α., αντίστοιχα, επί των οποίων εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 4η (σε απόπειρα), που αφορά την από 12-11-1987 (με αριθμ. κατάθ..../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των 5ης, 6ης, και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ.6η (τετελεσμένη), που αφορά την από 30-8-2006 (με αριθμ. κατάθ....2006) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή και ακύρωση πρωτοκόλλου κατάληψης των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 7η (σε απόπειρα), που αφορά την από 17-2-2005 αίτηση (με αριθμ. κατάθ. .../2005) για άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η υπ' αριθμ. 17250/2008 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, υπό στοιχ.8η (σε απόπειρα), που αφορά την από 3-6-1992(με αριθ. κατάθ. .../1992) αποζημιωτική αγωγή των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Ε.Δ., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 9η (σε απόπειρα) που αφορά την από 27-7-1992(με αριθ. κατάθ. .../1992) συναφή με την υπό στοιχ. 8η αποζημιωτική αγωγή των 2ης, 3ης και 4ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ι.Κ.Α., επί της οποίας η ως άνω υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 12η (σε απόπειρα),που αφορά την από 25-9-2006 (με αριθμ. κατάθ..../2006) ανακοπή των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων ομού μετά του Χ. Π. κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για ακύρωση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και αποζημίωσης χρήσης, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6366/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 13η (σε απόπειρα)που αφορά την από 2-10-2006 (με αριθμ. κατάθ....2006) πρόσθετη παρέμβαση των 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων υπέρ του Χ. Π. και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη συναφή με την υπό στοιχ. 12η ανοιγείσα δίκη ανακοπής κατά ακύρωσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6365/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 14η (τετελεσμένη)που αφορά την από 24-10-1983 (με αριθμ. κατάθ. .../1983) πρόσθετη παρέμβαση της 1ης των κατηγορουμένων υπέρ της εταιρείας "... ΕΠΕ" και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη διεκδικητική αγωγής κυριότητας, επί της οποίας η θετική υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας -κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 7492/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8443/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ.15η (σε απόπειρα) που αφορά την από 29-5-1996 (με αριθμ. κατάθ...1996) αίτηση των 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης των κατηγορουμένων για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επί της οποίας οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του, και υπό στοιχ. 16η (σε απόπειρα)που αφορά την από 12-12-2007 (με αριθμ. κατάθ. .../2007) διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των 8ης και 9ου των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6822/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περί αναστολής της δίκης. Περαιτέρω από όλα τα προεκτεθέντα στην αρχή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι όλο το αποδεικτικό υλικό, καθώς και το ανταποδεικτικό, περιλαμβανομένης και της επικληθείσης από όλες τις πλευρές των διαδίκων και αναγνωσθείσης υπ' αριθμ. 4910/1977 απόφασης του Εφετείου Αθηνών για την διεκδικηθείσα από τον δικαιοπάροχο των κατηγορουμένων Κ. Ν. έκταση των "...", τέθηκαν υπόψη όλων των δικαστικών και εισαγγελικών σχηματισμών, που φέρονται ότι εξέδωσαν ή έγινε προσπάθεια εκ μέρους των κατηγορουμένων να εκδώσουν "πεπλανημένες" αποφάσεις, και επομένως υπήρχε η δυνατότητα σ' αυτούς συγκριτικής αξιολόγησης και πλήρους στάθμισης όλων αυτών των αποδεικτικών μέσων. Ωστόσο με το ίδιο αποδεικτικό υλικό άλλες διεκδικήσεις των κατηγορουμένων ευδοκίμησαν, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δικαιώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο και οι πολιτικώς ενάγοντες Δήμοι. Κατόπιν αυτού και δοθέντος ότι μέχρι σήμερα για το επίμαχο ζήτημα του πόση ήταν επακριβώς η έκταση του κτήματος "...", που πράγματι περιήλθε στους δικαιοπαρόχους των κατηγορουμένων και εν συνεχεία σ' αυτούς ως καθολικών διαδόχων τους, έχει απασχοληθεί μεγάλος αριθμός δικαστικών συνθέσεων όλων των βαθμίδων, επί σειρά ετών, με αλληλοκρουόμενες αποφάσεις, λόγω της σοβαρής ασάφειας που εμφιλοχωρεί στους αρχικούς τίτλους των επίμαχων τριών χοτζετίων ... και … ως προς την ακριβή έκταση του κτήματος, αλλά και ως προς την οριοθέτησή του, που χρήζουν αναγκαία ερμηνείας του περιεχομένου τους, έργο αποκλειστικά των πολιτικών δικαστηρίων, γεννώνται πολύ σοβαρές αμφιβολίες στο παρόν Δικαστήριο, και δεν μπορεί να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση ως προς το αν οι επίμαχοι τίτλοι των κατηγορουμένων είχαν όντως ψευδές περιεχόμενο. Τις αμφιβολίες αυτές επιτείνει το γεγονός ότι διαχρονικά υπάρχει μεγάλος αριθμός πράξεων της Διοίκησης που δεν αμφισβητούσαν τη συνολική ιδιοκτησία των δικαιοπαρόχων των κατηγορουμένων (επιβολή από το Δημόσιο των αναλογούντων φόρων κληρονομιάς στο σύνολο των κληρονομιαίων ακινήτων από τους κατηγορουμένους και τους άμεσους δικαιοπαρόχους τους, και εγγραφή για την εξασφάλιση της είσπραξης των φόρων αυτών υποθηκών του Ελληνικού Δημοσίου επί των επιδίκων ακινήτων κατά τα έτη 1969 με την υπ' αριθμ. .../1969 παροχή υποθήκης υπέρ του Δημοσίου, 1971 με την υπ'αριθμ. .../1971 παροχή υποθήκης υπέρ του Δημοσίου, 1981 με την .../1981 πράξη συναινέσεως εγγραφής υποθήκης, 1982 με την .../1982 πράξη συναινέσεως εγγραφής υποθήκης και 1984 με την .../1984 εγγραφή υποθήκης υπέρ του Δημοσίου, διαδοχικά εκδοθείσες άδειες πώλησης (υπ:αριθμ. ...1922,.../ 1924, .../1938 κ.ά.) των τότε Υπουργών Γεωργίας, κατάτμηση και φορολόγηση της αξίας του κτήματος αυτού, ένταξη σε σχέδιο πόλης τμημάτων του συγκεκριμένου κτήματος, δικαστικές αποφάσεις και δη τις υπ' αριθμ. 829/1967 και 847/1967 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες οι Κ. Ν., Ι. Ν. και άλλοι ιδιοκτήτες οικοπέδων του κτήματος "..." αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως οικοπέδων περιλαμβανομένων στο ίδιο ως άνω κτήμα), εκτός από ορισμένα περιορισμένα τμήματα αυτής, για τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ίδια δικαιώματα και ήγειρε σχετικές αξιώσεις (βλ. ΕφΑΘ 4910/1977 για την περιοχή των "..."). Επομένως, δημιουργουμένης τέτοιας σοβαρής αμφιβολίας, σε συνδυασμό και με το ότι από το προεκτεθέν αποδεικτικό υλικό ουδόλως αποδείχθηκε εκ μέρους κάποιου εκ των κατηγορουμένων επιλήψιμη δικονομική συμπεριφορά κατά την επίκληση είτε πλαστών, είτε ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών μέσων, κατά την εκάστοτε προσφυγή του ενώπιον της δικαιοσύνης, προς υπεράσπιση των δικαίων του, με σκοπό εξαπάτησης του επιλαμβανόμενού Δικαστηρίου ή της Εισαγγελικής Αρχής, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στους κατηγορουμένους πράξης της απάτης, κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από δράστες, που ενήργησαν επί μακρό χρονικό διάστημα από κοινού, ενώπιον Δικαστηρίου και με παράνομο περιουσιακό όφελος των δραστών και αντίστοιχη ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 150.000 ευρώ, και ως εκ τούτου αυτοί (κατηγορούμενοι) πρέπει να κηρυχθούν αθώοι και για τις μερικότερες πράξεις, για τις οποίες φέρονται ότι συνέπραξαν από κοινού ως ομόδικοι, είτε κατά μόνας, κατά περίπτωση, παριστάμενοι ενώπιον των Δικαστηρίων ή της Εισαγγελικής Αρχής, και δη ως εξής: Η πρώτη (1η) εκ των κατηγορουμένων Α. χήρα Ε. Σ., το γένος Κ. Ν., αθώα για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 1η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12- 2000 (με αριθμ. κατάθ. .../2000) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πρωτοκόλλων κατάληψης από κοινού με τους 2η, 3η, 4ο, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 2η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000(με αριθμ. κατάθ. .../ 2000)συναφή με υπό στοιχ. 1η διεκδικητική αγωγή κυριότητας από κοινού με τους 2η, 3η, 4ο, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά των ..., ... ... και ... επί της οποίας η θετική υπέρ των εν λόγω εναγόντων-κατηγορουμένων ως άνω υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 3η και υπό στοιχ. 5η (σε απόπειρα), που αφορούν την από 5-5-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή από κοινού με τους 2η, 3η, και 4° των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως και την από 3-5-1993 (με αριθμ. κατάθ. .../1993) αναγνωριστική συγκυρότητας αγωγή των 2ης, 3ης, και 4ης των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου των ... και ... και του Ι.Κ.Α., αντίστοιχα, επί των οποίων εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ.8η (σε απόπειρα), που αφορά την από 3-6-1992(με αριθ. κατάθ..../1992) αποζημιωτική από κοινού με τους 2η, 3η, 4°, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Ε.Δ., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάβλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 12η (σε απόπειρα),που αφορά την από 25-9-2006 (με αριθμ. κατάθ..../2006) ανακοπή από κοινού με τους των 2η, 3η, 4ο, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων ομού και μετά του Χ. Π. κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για ακύρωση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και αποζημίωσης χρήσης, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6366/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 14η (τετελεσμένη) που αφορά την από 24-10-1983 (με αριθμ. κατάθ. .../1983) πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της εταιρείας "... ΕΠΕ" και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ανοιγείσα δίκη διεκδικητική αγωγής κυριότητας, επί της οποίας η θετική υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και της εν λόγω προσθέτως παρεμβαίνουσας -κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 7492/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8443/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 8 και 9/2004 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, και υπό στοιχ.15η (σε απόπειρα)που αφορά την από 29-5-1996 (με αριθμ. κατάθ...1996) αίτησή της από κοινού με τους 2η, 3η, 4ο, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επί της οποίας οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του. Οι δεύτερη (2η) Ε. χήρα Ι. Ν., τρίτη (3η) Σ. Ν. του Ι. και τέταρτος(4ος) Κ. Ν. του Ι. κατηγορούμενοι αθώοι για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 1η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000(με αριθμ. κατάθ. .../2000) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πρωτοκόλλων κατάληψης από κοινού με τους 1η, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ.2η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ..../2000) συναφή με υπό στοιχ.1η διεκδικητική αγωγή κυριότητας από κοινού με τους 1η,5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά των ..., ... ... και ... επί της οποίας η θετική υπέρ των εν λόγω εναγόντων-κατηγορουμένων ως άνω υπ'αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 3η και υπό στοιχ. 5η (σε απόπειρα), που αφορούν την από 5-5-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή από κοινού με την Γ1 των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως και την από 3-5-1993 (με αριθμ. κατάθ..../1993) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου των ... και ... και του Ι.Κ.Α., αντίστοιχα, επί των οποίων εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 7η (σε απόπειρα), που αφορά την από 17-2-2005 αίτηση (με αριθμ. κατάθ. .../2005) για άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης από κοινού με τους 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η υπ' αριθμ. 17250/2008 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, υπό στοιχ.8η (σε απόπειρα), που αφορά την από 3-6-1992 (με αριθ. κατάθ. .../1992) αποζημιωτική) αγωγή από κοινού με τους 1η, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Ε.Δ., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 9η (σε απόπειρα) που αφορά την από 27-7-1992 (με αριθ. κατάθ..../1992) συναφή με την υπό στοιχ. 8η αποζημιωτική αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ι.Κ.Α., επί της οποίας η ως άνω υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 12η (σε απόπειρα),που αφορά την από 25-9-2006 (με αριθμ. κατάθ..../2006) ανακοπή από κοινού με τους 1η, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων και ομού μετά του Χ. Π. κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για ακύρωση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και αποζημίωσης χρήσης, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6366/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 13η (σε απόπειρα) που αφορά την από 2-10-2006 (με αριθμ. κατάθ....2006) πρόσθετη παρέμβασή τους από κοινού με τους 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων υπέρ του Χ. Π. και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη συναφή με την υπό στοιχ. 12η ανοιγείσα δίκη ανακοπής κατά ακύρωσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6365/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, και υπό στοιχ.15η (σε απόπειρα)που αφορά την από 29-5-1996 (με αριθμ. κατάθ...1996) αίτησή τους από κοινού με τους 1η, 5η, 6η και 7η των κατηγορουμένων για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επί της οποίας οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του. Οι πέμπτη (5η) Α. χήρα Α. Ν., έκτη (6η) Σ. Ν. του Α. και έβδομη (7η) Κ. Ν. του Α. κατηγορούμενες αθώες για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 1η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ. .../2000) αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας πρωτοκόλλων κατάληψης από κοινού με τους 1η, 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των εναγόντων-κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 2η (τετελεσμένη), που αφορά την από 27-12-2000 (με αριθμ. κατάθ. .../2000) συναφή με υπό στοιχ. 1η διεκδικητική αγωγή κυριότητας από κοινού με τους 1η, 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων κατά των ..., ... ... και ... επί της οποίας η θετική υπέρ των εν λόγω εναγόντων-κατηγορουμένων ως άνω υπ' αριθμ. 7480/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 8224/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με τις υπ' αριθμ. 721 και 722/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 4η (σε απόπειρα), που αφορά την από 12-11-1987 (με αριθμ. κατάθ. .../1987) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας εκκρεμεί η 2797/2007 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό στοιχ. 7η (σε απόπειρα), που αφορά την από 17-2-2005 αίτηση (με αριθμ. κατάθ. .../2005) για άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης από κοινού με τους 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η υπ' αριθμ. 17250/2008 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, υπό στοίχ,8η (σε απόπειρα), που αφορά την από 3-6-1992(με αριθ. κατάθ..../1992) αποζημιωτική αγωγή από κοινού με τους 1η, 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Ε.Δ., επί της οποίας η υπ' αριθμ. 10580/1998 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 240/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπό στοιχ. 12η (σε απόπειρα),που αφορά την από 25-9-2006 (με αριθμ. κατάθ..../2006) ανακοπή από κοινού με τους 1η, 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων και ομού μετά του Χ. Π. κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για ακύρωση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και αποζημίωσης χρήσης, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6366/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, υπό στοιχ. 13η (σε απόπειρα) που αφορά την από 2-10-2006 (με αριθμ. κατάθ. ...2006) πρόσθετη παρέμβασή τους από κοινού με τους 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων υπέρ του Χ. Π. και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη συναφή με την υπό στοιχ. 12η ανοιγείσα δίκη ανακοπής κατά ακύρωσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6365/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί αναστολής της δίκης, και την υπό στοιχ. 15η (σε απόπειρα) που αφορά την από 29-5-1996 (με αριθμ. κατάθ...1996) αίτησή τους από κοινού με τους 1η, 2η, 3η και 4ο των κατηγορουμένων για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επί της οποίας οι υπ' αριθμ. 48/1996 και 23/1997 απορριπτικές αποφάσεις του. Οι εκ των κατηγορουμένων όγδοη (8η) Π.-Π. Μ., και ένατος (9ος) Σ. Μ. αθώοι για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 6η (τετελεσμένη), που αφορά την από 30-8-2006 (με αριθμ. κατάθ....2006) αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή τους και ακύρωση πρωτοκόλλου κατάληψης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ των ως άνω εναγόντων -κατηγορουμένων υπ' αριθμ. 630/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και υπό στοιχ. 16η (σε απόπειρα) που αφορά την από 12-12-2007 (με αριθμ. κατάθ. .../2007) διεκδικητική συγκυριότητας αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του ... ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας η μη οριστική υπ' αριθμ. 6822/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου περί αναστολής της δίκης. Και η δέκατη (10η) εκ των κατηγορουμένων Μ. Τ., αθώα για τις αποδιδόμενες μερικότερες πράξεις απάτης επί δικαστηρίω υπό στοιχ. 10η (τετελεσμένη) που αφορά την από 17-9-1984 (με αριθμ. κατάθ..../1984) αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ... επί της οποίας η θετική υπέρ της εν λόγω ενάγουσας κατηγορουμένης υπ' αριθμ. 5340/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 187/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και υπό στοιχ. 11η (τετελεσμένη) που αφορά την από 26-6-1995 (με αριθμ. κατάθ....1995), επίσης, αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας η θετική υπέρ αυτής υπ' αριθμ. 5498/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 7586/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1529/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου. Μετά ταύτα το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης των κατηγορουμένων για αναβολή της παρούσας δίκης, προκειμένου να κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 ΚΠΔ, οι Δικαστές των συνθέσεων που εξέδωσαν τις φερόμενες ως "πεπλανημένες αποφάσεις, ή που φέρεται ότι επιχειρήθηκε να παραπλανηθούν, πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, δοθέντος ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, για την παρούσα υπόθεση δεν χρειάζονται νέες αποδείξεις. Τέλος, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας οι κατηγορούμενοι επανειλημμένα αναφέρθηκαν στο επικληθέν και προσκομισθέν από αυτούς και αναγνωσθέν τοπογραφικό σχεδιάγραμμα Γάλλου μηχανικού ονόματι A. του έτους 1877, στο οποίο όπως υποστηρίζουν εξακολουθητικά έχει καταμετρηθεί για πρώτη φορά η έκταση του κτήματος "...", και εμφανίζεται στο σχεδιάγραμμα αυτό να ανέρχεται στα 12.713,875 στρέμματα. Ωστόσο η γνησιότητα του διαγράμματος αυτού αμφισβητήθηκε έντονα από την πλευρά των πολιτικώς εναγόντων, καθόσον τούτο δεν μνημονεύεται στα μεταγενέστερα συμβόλαια, όπως στο με αριθμ. .../1914 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Η. Τ., με το οποίο αγόρασε ο Σ. από την οικογένεια Σ. τη συγκεκριμένη έκταση, αλλά ούτε και το στο με αριθμό .../1922 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λ., με το οποίο η Μ. χήρα Μ. Σ. πώλησε την ιδιοκτησία της στον Α. Ν.. Επίσης, διότι :α) αναγράφονται σε αυτό σ' Ελληνική γραφή... πλέον των σε Γαλλική γραφή αναγραφομένων και τα ακόλουθα: "Αγορασθέν παρά του κ. Μ. Σ. (εν έτει 1914/18-7 είτα δε παρά κ. Α. Ν. (εν έτει 1922/3-12),... "Μπραχαμίου όριον, όριον ..., όριο Καρέα, όριο Γλυφάδας", και κάποια άλλα όρια, χωρίς την αντίστοιχη γραφή αυτών στη Γαλλική γλώσσα, β) μετάφραση στα ελληνικά επί μέρους αναφερόμενων στα γαλλικά εκτάσεων, όπως "καλλιεργημένες εκτάσεις, άμπελοι, κήποι, γαίαι ακαλλιέργητοι, λατομεία κ.λπ., ήτοι εκτάσεις που συναριθμούν συνολική έκταση 12.713,875 στρεμμάτων", κάτω από την λέξη "υπόμνημα", γ) Αναγράφεται σε αυτό στη Γαλλική γλώσσα οδός Αθηνών- Βάρης, η οποία αναγράφεται στα Ελληνικά ως "...", ενώ η αναφερόμενη ... δεν είχε λάβει ακόμη όνομα κατά το έτος 1877 και συνεπώς η ονοματοδοσία αυτή δεν μπορούσε να αναφέρεται στο συγκεκριμένο σχεδιάγραμμα ,δ) Φέρει στο κάτω δεξιό άκρο του το όνομα A. με ημερομηνία δυσανάγνωστη και κάποια υπογραφή κάτωθι του ονόματος αυτού και ε) την ένδειξη ακριβές αντίγραφο, Αθήνα τη 2-11-1925 κάποιου Μ. Χ.. Περαιτέρω κατά τη δικάσιμο της 23ης Μαϊου 2015 το πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο προσκόμισε και κατέθεσε στο Δικαστήριο το αναγνωσθέν με αριθμ. αναφ. ...11-2-1831 έγγραφο. Το έγγραφο αυτό σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο σώμα του από 20 Μαρτίου 1952 βεβαίωση του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Κ., φέρεται ότι είναι ακριβές αντίγραφο εξ αντιγράφου, εγγράφου που είχε κατατεθεί στο Αρχείο του προαναφερόμενου συμβολαιογράφου διά της υπ' αριθμ. ...1951 πράξης του κατάθεσης εγγράφου, στην οποία προέβη ο εκ των απώτερων δικαιοπαρόχων των κατηγορουμένων Κ. Ν.. Το προαναφερόμενο έγγραφο χαρακτηρίζεται στο κείμενο του ως "αντίγραφο εξαχθέν εκ του γραμματείου της παυσάσης επί των εκποιήσεων των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών Επιτροπής και διδόμενον προς τον αναφερόμενον κ Γ. Μ. κατ' αίτησίν του", με τόπο και ημερομηνία εκδόσεως "Εν Αθήναις τη 31η Ιουλίου 1833", και αναγράφει επακριβώς κατά το ενδιαφέρον σε σχέση με την υπόθεση μέρος αυτού στα ακόλουθα: "Στέλλεται το Τουρκικόν πωλητήριον τον Κ. γιου του Αλβανού Ζ. Α. διά του οποίου επώλησεν επιτροπικός από μέρους της (ήδη γυναικός του) Φ. θυγατρός του Μ. Α., και χηρευούσης γυναικός του Μ. Α. και από μέρους της προγονής αυτού Ζ. θυγατρός του αυτού Μ. Λ. προς τον Καπετάν Γ. Μ. το εκ της περιουσίας αυτού κληρονομικός ανήκον εις αυτάς μερίδιον εκ του τζιφλικίου του ... κειμένου εν τη επαρχία της Αττικής, συνισταμένου από τέσσερα ζευγάρια και συνορεύοντος από το εν μέρος από του ... το Μοναστήριον μέχρι της οδού των ... από το άλλο με τας Γαίας του Μ. Μ. και με τον δρόμο, από το άλλο με το Τηλεβούνι (Υμηττός) και από το άλλο με την δημοσίαν Οδόν (όρα τας μαρτυρίας) τα του ανωτέρω τζιφλικίου του συγκειμένου από τέσσερα ζευγάρια επώλησεν επιτροπικός ο ρηθείς Χ. από μέρους των ειρημένων Φ. και Ζ. το ανήκον εις αυτάς μερίδιον, δηλαδή εν και ήμισυ ζευγάριον γνωστόν κατά τα όρια (ίδε τας μαρτυρίας) δύο ζευγαρο επτά καλύβια, εν και ήμισυ τεταρτημόριον εκ του πύργου και της αυλή αυτού, εν αλώνιον, μια μελισσόμαντραν, τρία εληόδεντρα, προς δε και πέντε χωράφια εκτός του ανωτέρω ενός και ημίσεος ζευγαριού, κείμενα δηλαδή εις την τοποθεσία Καλαμάκι, εν χωράφιον περίπου 80 στρεμμάτων και συνορεύον με τα χωράφια του Γ. Μ. Α., του Α. Γ. Ρ., από δε τα άλλα δύο με την οδόν και ολίγον με το χωράφιον του Χ. Α. και τον ... έτερον χωράφιον περίπου 40 στρεμμάτων συνορεύον με τα χωράφια του Γ. Μ. Α., του Π. Δ. του Μ. και με την οδόν και την τοποθεσία ... Εν χωράφιον περίπου 20 στρεμμάτων, συνορεύον με τα χωράφια του Τ. Γ., του Σ. Ε. με την στράταν της ... και το χωράφι του Θ., και την τοποθεσία ..., εν χωράφιον 30 στρεμμάτων συνορεύον με τα χωράφια του Μ. Κ., του Μ. Μ. και με το βουνόν. Εις την τοποθεσία Τ. έτερον χωράφιον περίπου 30 στρεμμάτων συνορεύον με τα χωράφια του Γ. Τ., του Χ. Α. Κ., και του Θ., διά γρόσια το όλον 7.000 τα οποία και έλαβεν παρά του ειρημένου Κ. Γ. Μ. αγοραστού, αφού παρέδωκεν εις αυτόν το ρηθέν κτήμα, και τον απεκατέστησεν νόμιμον κύριον αυτού την 27ην Βαντζακίου 1246. Συναποστέλουσα και αντίγραφον των μαρτυριών δι' ων επεξεργασθείσα η Επιτροπή τα περί τούτου παρεδέχθη ως νόμιμον την πώλησιν ταύτην, ειδοποιεί συγχρόνως τον πληρεξούσιον ότι ο Λ., πατήρ του Α., ήτο αδελφός του Μ. Μ., του οποίου ο υιός Χ., επώλησε μερίδιον του τσιφλικιού ... προς τον Ν. Κ. Αθήναι τη 11η Φεβρουάριου 1831". Από το περιεχόμενο του προαναφερόμενου εγγράφου που συντάχθηκε στην Αθήνα την 11 Φεβρουάριου 1831, προκύπτει σαφώς ότι αναφέρεται στην πώληση που έγινε εκ μέρους της Φ. θυγατέρας του Μ. Λ. και Ζ., ανήλικης θυγατέρας του Μ. Λ. προς τον Κ. Γ. Μ., ήτοι στην πώληση που αναφέρεται στο με αριθμό … χοτζέτι, τον οποίο τίτλο επικαλούνται, μαζί με τα προαναφερθέντα άλλα δύο χοτζέτια (με αριθμούς ...) για την απόκτηση κυριότητας επί της επίδικης ιδιοκτησίας από τους δικαιοπαρόχους τους και τους ίδιους. Στο προαναφερθέν όμως έγγραφο, το οποίο περιγράφει τα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν προς τον Κ. Γ. Μ. εντός του τσιφλικιού ..., καθώς και την έκταση του ενός και ημίσεως ζευγαριού δεν αναγράφονται καθόλου οι χειμερινές και θερινές βοσκές που φέρονται να μεταβιβάστηκαν με το ….. Χοτζέτι και οι οποίες αποτελούν το κυριαρχικό στοιχείο στο οποίο στηρίζουν οι κατηγορούμενοι την επικαλούμενη από αυτούς και τους δικαιοπαρόχους τους έκταση του κτήματος τους. Επίσης, όπως προκύπτει από το σώμα της μετάφρασης του … Χοτζετιού, που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι και αναγνώστηκε, αυτό φέρεται να μεταφράστηκε στην Αθήνα την 9η Φεβρουάριου του έτους 1987 από το συνημμένο σε Αραβικούς χαρακτήρες Τουρκικό κυρωμένο Φωτοαντίγραφο από τον Μεταφραστή Λ. Λ.. Οι πολιτικώς όμως ενάγοντες, σε διαμετρική διάσταση προς τα προαναφερόμενα, προσήγαγαν το με αριθ. πρωτ. .....1/8-7-1980 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών (Γ7 Μεταφραστικό Γραφείο) προς το Υπουργείο Γεωργίας με θέμα "Επιστρέφονται αμετάφραστοι 6 τουρκικοί τίτλοι αγοραπολητηρίων συμβολαίων που εστάλησαν προς μετάφραση αυτών για λόγους που αναφέρονται στο συνημμένο σχετικό σημείωμα από 26-6-1980 του μεταφραστή της τουρκικής γλώσσας κ. Λ.". Στο με αριθμ. πρωτ. .../26-6-1980 συνημμένο έγγραφο του εν λόγω Λ. Λ. προς τη Διεύθυνση Μεταφραστικής Υπηρεσίας, που επίσης ανεγνώσθη, ο ίδιος ο Λ. Λ. φερόμενος ως Μεταφραστής την 9-2-1987 του … Χοτζετιού, δηλώνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει τα στην παλαιά Οθωμανική γραφή αποσταλλέντα Χοτζέτια (στα οποία περιλαμβάνεται και το 317), γιατί αυτός μόνο τα μετά το έτος 1870 συνταχθέντα μπορεί να αναγνώσει και αυτά εάν είναι καθαρογραμμένα. Προτείνει μάλιστα -όπως έχει κάμει πολλές φορές σε ιδιώτες- μέσω του Ελληνικού Προξενείου της Κωνσταντινούπολης να μεταγραμματίζονται σε συμβολαιογραφείο που έχει υπέργηρους που επιδίδονται στην ανάγνωση και δακτυλογράφηση τέτοιων κειμένων από την παλαιά γραφή στη νέα Τουρκική, την οποία επικυρώνει στη συνέχεια υπεύθυνα ο συμβολαιογράφος. Αναγράφει επιπρόσθετα (την 26-6-1980) ότι μετά την παρέλευση μιας δεκαετίας δεν θα σώζεται πλέον κανείς στην Τουρκία για να μπορεί να αναγνώσει αυτή τη γραφή. Παρά ταύτα, μετά από μια επταετία περίπου, ο ίδιος μεταφραστής του Υπουργείου Εξωτερικών που το έτος 1980 επιστρέφει τα Χοτζέτια αναγνωρίζοντας την προσωπική του αδυναμία της μετάφρασης τους, ανέβλεψε και μετάφρασε τα εν λόγω Χοτζέτια μεταξύ των οποίων και το …, στο οποίο μάλιστα αντίθετα με το από 11-2-1831 έγγραφο που προσκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο από το Αρχείο του συμβολαιογράφου Κ. συμπεριλαμβάνει και πωληθείσες χειμερινές και θερινές βοσκές. Με δεδομένη, συνεπώς, την ύπαρξη της διαφοροποίησης αυτής στο Χοτζέτι …, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους κατηγορουμένους μετάφρασή του και όσων αναγράφονται στο με αριθμ. ...11-2-1831 έγγραφο που προσκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, σχετικά με την ύπαρξη ή μη στο πωλητήριο συμβόλαιο (Χοτζέτι …) θερινών και χειμερινών βοσκών, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι, όλα τα μεταγενέστερα μεταβιβαστικά συμβόλαια που αναφέρονται στη μεταβίβαση όλων των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο Χοτζέτι … και μέχρι το έτος 1866, δεν αναφέρονται καθόλου ρητά σε χειμερινές και θερινές βοσκές, συντρέχει και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου νόμιμη περίπτωση, ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 38 ΚΠΔ, και συντασσομένης προς τούτο σχετικής εκθέσεως να διαβιβαστεί η παρούσα με τα πρακτικά της δίκης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, προκειμένου να διερευνηθεί αφενός η γνησιότητα του προαναφερθέντος τοπογραφικού σχεδιαγράμματος του Γάλλου μηχανικού A. του έτους 1877, αφετέρου εάν η αναγραφή των χειμερινών και θερινών βοσκών στο … Χοτζέτι, περιλαμβάνεται πράγματι στο πρωτότυπο κείμενο αυτού - όπως προκύπτει από την αμφιλεγόμενη μετάφρασή του, ή προσετέθη εκ των υστέρων με τη μετάφραση του, γεγονός που, εάν συμβαίνει, συνιστά έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, για το οποίο το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί το ίδιο για να το δικάσει αμέσως». Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και αιτιολογεί σ' αυτήν το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων από όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεώς του. Όπως προαναφέρθηκε δεν χρειαζόταν για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αθωωτικής αποφάσεως να εκθέτει το δικαστήριο περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα των κατηγορουμένων, δεδομένου ότι αντικείμενο της αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή σε αντιδιαστολή με την αθωότητα του κατηγορουμένου. Επίσης προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ δε αυτών και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται και όλα τα προ του έτους 1924 αγοραπωλητήρια συμβόλαια που αφορούν το κτήμα "...", τα οποία μάλιστα αναφέρει και σχολιάζει ένα προς ένα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση του, δέχεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι, από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, αφενός μεν γεννώνται πολύ σοβαρές αμφιβολίες στο Δικαστήριο και δεν μπορεί τούτο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το αν οι επίμαχοι τίτλοι των κατηγορουμένων είχαν όντως ψευδές περιεχόμενο, αφετέρου δε ότι πείσθηκε και σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι, ως προς τα 198 στρέμματα που είναι τα επίδικα, τα οποία είναι διεσπαρμένα και βρίσκονται σήμερα εντός σχεδίου πόλεως και για τα οποία έγιναν οι δίκες στις οποίες οι κατηγορούμενοι προσκόμισαν τους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους, είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι αυτά περιλαμβάνονται στους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους και ότι οι δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν την κυριότητά τους και με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο, την εύλογη δε αυτή πεποίθηση των κατηγορουμένων ότι τα ως άνω επίδικα ακίνητα περιλαμβάνονταν στους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους, τους οποίους και προσκόμισαν προς απόδειξη της κυριότητάς τους, την στηρίζει στα αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως: α) στην από 22-6-1876 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ..., που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ειδικού Νόμου ΦΟΖ/1876 "περί απαγορεύσεως της βοσκής αιγοπροβάτων εις την περιφέρειαν των δήμων Αθηνών και Πειραιώς" εξαιρώντας τις εκτάσεις που υπερβαίνουν τα 500 στρέμματα, με την οποία (απόφαση) χορηγήθηκε η άδεια βοσκής στο κτήμα "..." 1.000 προβάτων και 2.000 αιγών εξαιρώντας από την απαγόρευση το εν λόγω κτήμα, αμέσως δε, μετά το γεγονός αυτό, δηλαδή την εξαίρεση του κτήματος από την απαγόρευση βοσκής για δυναμικό 3.000 αιγοπροβάτων, μεταβιβάσθηκε τον επόμενο χρόνο (1877) το κτήμα στην οικογένεια Σ., β) στην υπ' αριθμ. ...12-1914 έκθεση του αρχιφύλακα δασών Κ. Κ., η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια ειδικής διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης και προήλθε από διενεργηθείσα αυτοψία, στην οποία ο τότε ιδιοκτήτης, προκάτοχος του δικαιοπαρόχου των κατηγορουμένων Ν. υπέδειξε τα όρια, και από την οποία επιβεβαιώνονται τα όρια του κτήματος, ως ακριβώς αντιστοιχούσαν στις δοθείσες μαρτυρίες και στα υπ' αριθ. ... και … χοτζέτια, επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. ...14-3-1836 αποφάσεις της "Επί των κατά την Αττικήν και Εύβοιαν Οθωμανικών Κτημάτων" Επιτροπής, δηλαδή στους αρχικούς τίτλους των απωτέρων διακιοπαρόχων των κατηγορουμένων, γ) στην έκθεση Κ. και στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ... του 1876, με το τοπογραφικό διάγραμμα του Γάλλου μηχανικού A., υπαρκτού εγγράφου που προσκομίστηκε και χρησιμοποιήθηκε από αρμόδια δημόσια αρχή, προκειμένου να εξαιρεθεί το κτήμα "..." από την επιβολή απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε το 1920, δ) στην απόφαση του Υπουργού Γεωργίας του 1938, με την οποία δίδεται άδεια διανομής του κτήματος "..." και ε) στην έκθεση του Δασάρχη Αττικής Τ., το 1951, ο οποίος περιγράφει το κτήμα "..." ως εκτάσεως 12.000 στρεμμάτων με όριο την κορυφογραμμή του Υμηττού και στ) στην υπ' αριθμ. πρωτ. .../20-6-1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος αποδεχόμενος την υπ' αριθμ. 7/1953 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Δασών, απέρριψε τις από 20-6-1951 και 4-12-1951 αιτήσεις του δικαιοπαρόχου των κατηγορουμένων Κ. Ν., με τις οποίες ζητούσε να αναγνωριστεί ότι σε περίπτωση, κατά την οποία κάποιο κτήμα του είχε ανατολικό όριο την κορυφογραμμή του Υμηττού, αυτός είχε δικαίωμα κυριότητας στις δασικές εκτάσεις της δυτικής πλευράς του Υμηττού, με την οποία απόφαση επιβεβαιώνεται κατά το περιεχόμενό της η πεποίθηση των κατηγορουμένων ότι δικαίως διεκδικούν τα μη δασικά μέρη του κτήματος, καθόσον, κατόπιν οριοθέτησης των δημοσίων εκτάσεων με τσιμέντινα όρια, και μετά από προσφυγή του δικαιοπαρόχου των κατηγορουμένων Κ. Ν. ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα, εκδόθηκε η υπ' .../1953 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών, που δικαίωσε εν μέρει τον προσφεύγοντα δικαιοπάροχό τους, αναγνωρίζοντας ως ιδιοκτησία του τα κάτω των προπόδων του Υμηττού συνορευόμενα με την γραμμή των 6 χιλιομέτρων, που χάραξε ο Υπουργός, από τον Καρέα έως τα σύνορα της Γλυφάδας, τμήματα του κτήματος, εκτάσεως 6.500 στρεμμάτων, όπου βρίσκονται και τα επίδικα 198 στρέμματα. Ενόψει τούτων, καταλήγει στην κρίση ότι "... από το προεκτεθέν αποδεικτικό υλικό ουδόλως αποδείχθηκε εκ μέρους κάποιου εκ των κατηγορουμένων επιλήψιμη δικονομική συμπεριφορά κατά την επίκληση είτε πλαστών, είτε ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών μέσων, κατά την εκάστοτε προσφυγή του ενώπιον της δικαιοσύνης, προς υπεράσπιση των δικαίων του, με σκοπό εξαπάτησης του επιλαμβανόμενου Δικαστηρίου ή της Εισαγγελικής Αρχής ...". Από τις παραδοχές αυτές, προκύπτει ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη δεν σχημάτισε δικανική πεποίθηση και δεν πείσθηκε ούτε για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, αφού δεν πείσθηκε και δεν σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι είχαν αναληθές περιεχόμενο οι τίτλοι ιδιοκτησίας και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελικές Αρχές για να αποδείξουν την κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους και των ιδίων, αλλ' ούτε και για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, αφού πείσθηκε και αιτιολογημένα δέχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι τα επίδικα ακίνητα των 198 στρεμμάτων, τα οποία βρίσκονταν διεσπαρμένα εντός του σχεδίου πόλεως, ενέπιπταν στα όρια των τίτλων ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους και των ιδίων, τους οποίους προσκόμισαν στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελικές Αρχές με βάση την πεποίθησή τους αυτή. Κανένα λογικό κενό δεν εμφανίζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτή δέχεται με σαφήνεια ότι τα επίδικα ακίνητα των 198 στρεμμάτων, δεν βρίσκονται στα 12.700 στρέμματα που εκτείνονται μέχρι την κορυφογραμμή του Υμηττού, αλλά στα 6.500 στρέμματα που βρίσκονται κάτω από τους πρόποδες του Υμηττού, που συνορεύουν με την γραμμή των 6 χιλιομέτρων που χάραξε ο Υπουργός Γεωργίας από τον Καρέα μέχρι τα σύνορα της Γλυφάδας, τα οποία αναγνώρισε ως ιδιοκτησία του δικαιοπαρόχου τους Κ. Ν., μετά από προσφυγή του τελευταίου, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την υπ' .../1953 απόφασή του. Η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι επίμαχες δικαστικές αποφάσεις μπορεί να έσφαλαν υποπίπτοντας σε νομικά σφάλματα, πλην όμως σε καμία από αυτές δεν μπορεί να γίνει βάσιμα αποδεκτό ότι οι συνθέσεις των δικαστηρίων παραπλανήθηκαν από τους κατηγορουμένους και δέχθηκαν ότι για την αναγνώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους επί των επίδικων ακινήτων δεν χρειάζονταν ταπία, γίνεται με την έννοια ότι δεν μπορεί να στοιχειθετηθεί απάτη επί Δικαστηρίου με παραπλάνηση του Δικαστηρίου επί νομικού θέματος, δηλαδή με παραπλάνηση επί της ερμηνείας του νόμου, αλλά μόνον με την επίκληση και προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εν γνώσει της αναλήθειάς τους και δεν βρίσκεται σε αντίφαση με τη σαφή παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας ότι δεν πείσθηκε και δεν σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι το περιεχόμενο των τίτλων ιδιοκτησίας που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελικές αρχές προς υποστήριξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους ήταν αναληθές. Επίσης, η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα των κατηγορουμένων εκδόθηκαν από τα πολιτικά Δικαστήρια αλληλοκρουόμενες αποφάσεις λόγω της σοβαρής ασάφειας που εμφιλοχωρεί στους αρχικούς τίτλους των επίμαχων τριών χοτζετίων με αριθμούς ... και … ως προς την ακριβή έκταση του κτήματος "..." και ως προς την οριοθέτησή του, γίνεται για να αιτιολογήσει το Δικαστήριο της ουσίας, έτι περαιτέρω, ότι δεν πείσθηκε και δεν σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι το περιεχόμενο των τίτλων ιδιοκτησίας που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι προς υποστήριξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους ήταν αναληθές και από πουθενά δεν προκύπτει ότι με την αναφορά αυτή δέχεται το Δικαστήριο ότι οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς, που φέρονται ότι παραπλανήθηκαν, είχαν την δυνατότητα να αποφύγουν την πλάνη καταβάλλοντας τη σύνηθη επιμέλεια και προσοχή, αφού το Δικαστήριο της ουσίας απάλλαξε τους κατηγορουμένους, επειδή δεν πείστηκε ότι είχαν αναληθές περιεχόμενο οι τίτλοι που προσκόμισαν και επειδή, σε κάθε περίπτωση, οι κατηγορούμενοι είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι οι τίτλοι που προσκόμισαν είχαν αληθές περιεχόμενο και ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και όχι για μη στοιχειοθέτηση της απάτης λόγω μη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθών και της βλάβης που επήλθε σε ξένη περιουσία. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη έχει την απαιτούμενη για αθωωτική απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία δεν είναι ελλιπής, ούτε ενδοιαστική, αλλ' ούτε περιέχει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του άρθρου 386 του Π.Κ. και ως εκ τούτου δεν στερείται νόμιμης βάσης. Άλλωστε, η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι τα επίδικα ακίνητα των 198 στρεμμάτων ενέπιπταν στους τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους και των ιδίων, από μόνη της, αρκούσε για να στηρίξει αυτοτελώς την απαλλακτική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ενόψει τούτων, οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στη προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εκ πλαγίου εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολομ. Α.Π. 3/2005, 1/2008). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. ενδεικτικά αναφέρει μόνο μερικές περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή, δ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ., το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Κατά δε το επόμενο άρθρο 61 του Κ.Ποιν.Δ., όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο, κατά την κρίση του, να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, αναστέλλεται η ποινική δίωξη μέχρις ότου αποφανθεί το πολιτικό δικαστήριο επί προδικαστικού ζητήματος, το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης, έχει δε την ευχέρεια κατά το ως άνω άρθρο 61 του Κ.Ποιν.Δ., όταν εκκρεμεί πολιτική δίκη για τέτοιο ζήτημα, να αναβάλει μέχρι πέρατος αυτής την ποινική δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση, αντικείμενο της ποινικής δίκης δεν ήταν η κυριότητα ή όχι των κατηγορουμένων επί των επίδικων ακινήτων, αλλά το αν οι κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα της απάτης στο Δικαστήριο και αν εξαπάτησαν του δικαστές με την εν γνώσει τους προσκόμιση αναληθών κατά το περιεχόμενό τους τίτλων ιδιοκτησίας, οπότε για τη διάγνωση του τελευταίου αυτού ζητήματος δεν προέκυψε ως αναγκαία η επίλυση στην ποινική δίκη του αστικής φύσεως ζητήματος της κυριότητας ή μη των κατηγορουμένων επί των επίδικων ακινήτων, αλλ' αρκούσε για την κρίση αν τελέστηκε από μέρους των κατηγορουμένων η αξιόποινη πράξη της απάτης το αν επικαλέστηκαν εν γνώσει τους αναληθείς κατά το περιεχόμενό τους τίτλους με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο για το θέμα του αν ενέπιπταν ή μη στους τίτλους ιδιοκτησίας τους τα επίδικα ακίνητα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ερεύνησε ένα προς ένα τους τίτλους ιδιοκτησίας που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι για να στηρίξουν την κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους και των ιδίων επί των επίδικων ακινήτων και τελικά κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους επειδή δεν πείστηκε ότι είχαν αναληθές περιεχόμενο οι τίτλοι που προσκόμισαν στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελικές Αρχές και επειδή, σε κάθε περίπτωση, πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι οι τίτλοι που προσκόμισαν στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελικές Αρχές είχαν αληθές περιεχόμενο και ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν για να στηρίξει την αθωωτική κρίση του να ερευνήσει στην ποινική δίκη και το αστικής φύσεως ζήτημα της κυριότητας ή μη των κατηγορουμένων επί των επίδικων ακινήτων, αφού αυτό δεν ήταν αναγκαίο για να καταλήξει στην αθωωτική για τους κατηγορούμενους κρίση του. Κατά συνέπεια, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δεν αποφάνθηκε επί του αστικής φύσεως ζητήματος της κυριότητας ή μη των κατηγορουμένων επί των επίδικων ακινήτων, το οποίο ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, κρίνοντας ότι δεν χρειαζόταν να το ερευνήσει και να αποφανθεί γι' αυτό προκειμένου να καταλήξει στην αθωωτική κρίση του επί της ποινικής υποθέσεως της απάτης, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο περί του εναντίου λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας επειδή δεν αποφάνθηκε το Δικαστήριο της ουσίας για το αν είναι κύριοι ή όχι των επίδικων ακινήτων οι κατηγορούμενοι, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Μαρτίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' ...230/2014, 410/2015, 1077/2015, 43/2016, 2248/2016, 4867/2016 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως για απάτη κατ' εξακολούθηση από κοινού, τετελεσμένη και σε απόπειρα, ενώπιον Δικαστηρίου και μη, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και η οποία εξακολούθησε επί μακρόν. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ευθέως και εκ πλαγίου και υπέρβαση εξουσίας από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η'. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναίρεση. | Αβάσιμοι λόγοι | Αναιρέσεως απόρριψη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Αβάσιμοι λόγοι. | 2 |
Αριθμός 1501/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαΐου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Ψ. του Ι., κατοίκου ... Κρήτης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο Ζωή Γιανναδάκη, η οποία διορίσθηκε με την υπ'αριθ....2017 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 416/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την διορισθείσα δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει, για να θεμελιώσει την κρίση του ως προς την ενοχή ή την επιβλητέα ποινή, έγγραφο που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου κώδικα, επειδή παραβιάζεται το από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Στα συντασσόμενα πρακτικά για την δημόσια ποινική συζήτηση δεν είναι αναγκαίο να σημειώνεται σε ποιό αποδεικτέο ζήτημα αφορά το έγγραφο που αναγνώστηκε, ούτε να καταχωρίζεται σ' αυτά το περιεχόμενο του εγγράφου. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν επαρκώς την ταυτότητα του εγγράφου (χρόνος σύνταξης, όνομα συντάκτη ή αναφορά εκδότριας αρχής κ.λπ.), ώστε να μπορεί να διαγνωστεί ότι αναγνώστηκε πράγματι το περιεχόμενό του και ότι ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας την ταυτότητα του εγγράφου, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ., πράγμα που εξαρτάται από την πραγματοποίηση της ανάγνωσης του εγγράφου, και όχι από τον τρόπο καταχώρισής του στα πρακτικά. Όταν δε το έγγραφο προσκομίστηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ο προσδιορισμός της ταυτότητάς του δεν ασκεί έννομη επιρροή ως προς αυτόν, ο οποίος, αφού γνωρίζει το περιεχόμενό του, μπορεί να προβαίνει σε σχετικές δηλώσεις και εξηγήσεις, κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ.. Επίσης δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αναγνωστέου εγγράφου, εάν δεν επικαλείται ο αναιρεσείων ή δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι αναγνώστηκε άλλο έγγραφο με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Εξάλλου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφου που δεν αναγνώστηκε δεν επιφέρει την προαναφερόμενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν πρόκειται για αποδεικτικό έγγραφο, που το περιεχόμενό του, κατά την απόφαση, έχει προκύψει από άλλο αποδεικτικό μέσο ή αναφέρεται στην απόφαση μόνο διηγηματικά, και όχι για τη θεμελίωση ενοχής και την επιμέτρηση ποινής ή πρόκειται για έγγραφο διαδικαστικό ή για έγγραφο που αποτελεί το σώμα (υλικό αντικείμενο) ή τη βάση του εγκλήματος και θεμελιωτικό στοιχείο της κατηγορίας που αποδόθηκε και γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος, αφού γνώριζε την κατηγορία, ήταν σε θέση να αντιτάξει σχετική υπεράσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντα κρίση του και στο με αριθμό 2316/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, όμως, είναι το τελεσίδικο παραπεμπτικό βούλευμα που περιέχει την σε βάρος του κατηγορία. Τούτο προκύπτει από τα πρακτικά της με αριθμό 4774/2016 πρωτόδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία αναγνώστηκε από το δικάσαν δικαστήριο (βλ. σελ. 14 προσβαλλόμενης) και στην οποία αναφέρεται κατά πιστή μεταφορά ότι: "Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, απήγγειλε συνοπτικά την κατηγορία που περιέχεται στο με αριθμό 2416/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επικυρωθέντος και μεταρρυθμισθένος εν μέρει δια του 2316/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών..". Εξάλλου το ανωτέρω βούλευμα μνημονεύεται και στο σκεπτικό της με αριθμό 4774/2016 πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία, όπως αναφέρθηκε, αναγνώσθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία από το δικάσαν δικαστήριο. Κατά συνέπεια δεν ήταν αναγκαία η ανάγνωσή του στο ακροατήριο, αφού αυτό ήταν διαδικαστικό έγγραφο και συγκεκριμένα το τελεσίδικο βούλευμα επί της κατηγορίας για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων και ο τελευταίος, το μεν γνώριζε την κατηγορία και τα όσα αυτό διελάμβανε ως περιεχόμενό του και μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαιώματά του, το δε επρόκειτο περί εγγράφου, το οποίο μνημονεύεται σε έγγραφο που αναγνώστηκε και συγκεκριμένα στα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως. Επομένως, από τη λήψη υπόψη του ως άνω διαδικαστικού εγγράφου (τελεσιδίκου βουλεύματος επί της κατηγορίας για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος) χωρίς τούτο να έχει αναγνωσθεί, δεν παραβιάστηκε κανένα υπερασπιστικό δικαίωμα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα και συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται να είναι το ίδιο πρόσωπο εκείνος που παραπλανήθηκε με εκείνον που ζημιώθηκε. Η περιουσιακή βλάβη, που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης του άλλου, που προκλήθηκε από αυτή, ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του εκείνου που παραπλανήθηκε. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος, είναι δε αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη εκείνου που πλανήθηκε. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 του Π.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996, "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις, υπό τις οποίες έγινε η πράξη, μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3 (με το άρθρ. 1 παρ.11 του Ν. 2408/1996) ορίσθηκε, ότι "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια", αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999 (άρθρ. 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει, ότι "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ή 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την ανωτέρω αντιστοιχία)". Έτσι, για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο, κατά την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί, κατά τα άνω, με το άρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά, όμως, την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 386 Π.Κ. με το άρθρ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια αλλ' απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο, ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος, που επιδίωξε αυτός ή η αντίστοιχη συνολική ζημία, που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, κατά το μέρος αυτής με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την κακουργηματική μορφή της απάτης, τουτέστιν, εκτός από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να είναι μεγαλύτερη των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), είναι ευνοϊκότερη των προηγούμενων ρυθμίσεων και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής της. Τούτο δε, διότι ο νέος νόμος είναι επιεικέστερος στο σύνολό του για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια.
Συνεπώς, πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικώς προ της ισχύος του Ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δραχμών (ή 15.000 ευρώ) διατηρούν και υπό τον νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, έστω και αν τα αντικείμενα των μερικότερων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρω ορίου, με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι στοιχειοθετούνται οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεώς τους. Η άποψη, ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατ' εξακολούθηση απάτης, που τελέσθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999, απαιτείται η κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. (ή 15.000 ευρώ), θα οδηγούσε στην κατασκευή ενός τρίτου, ανύπαρκτου, νόμου, αφού ο μεν παλαιός νόμος δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε νέος νόμος προβλέπει όρια, αλλά με το αθροιστικό σύστημα (Ολομ. Α.Π. 5/2008). Ήδη, από τις 2-4-2012 και εφεξής, ήτοι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα ως άνω ποσά των 15.000 και 73.000 ευρώ αναπροσαρμόσθηκαν στα ποσά των 30.000 και 120.000 ευρώ, αντίστοιχα, με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 περ. δ' και παρ. 1 περ. ιδ', αντίστοιχα, του Ν. 4055/2012, οπότε, κατ' εφαρμογή της τελευταίας ως άνω ηπιότερης ποινικής διατάξεως (άρθρ. 2 παρ.1 Π.Κ.), η απάτη διώκεται πλέον σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ αντί των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία ή βλάβη υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ αντί των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 στοιχ. στ' του Π.Κ., "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξης, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση αυτής, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 98 Π.Κ.), το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, ενώ, εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα τελέσεως να διαπιστώνεται, ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Όταν συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα τελέσεως από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, δεν απαιτείται να εκτίθεται και ότι ο δράστης είχε διαμορφωμένη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξης. Για τη συνδρομή δε της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατά συνήθεια απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ δεν συντρέχει κατά συνήθεια τέλεση, όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ' άρθρ. 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο στοιχείο αυτό, το οποίο απαιτείται και στο αδίκημα της απάτης. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 416/2017 αποφάσεώς του, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (4-1) ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, απολογία κατηγορούμενου), αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και συγκεκριμένα ότι αυτός στον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους εγκαλούντες ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακίνητη περιουσία, με ευρύ κύκλο εργασιών και με επιθυμία να συνεργαστεί επί μακρόν μαζί τους για την αγορά των προϊόντων τους, τα οποία θα διέθετε από το πρατήριο υγρών καυσίμων που διατηρούσε στο … χιλιόμετρο της Ν.Ε.Ο. Αθηνών - Κορίνθου, που είχε μισθώσει στις 7.2.21997, από τον Ι. Δ., ενώ δεν ήταν φερέγγυος, είχε πολλά χρέη σε τρίτους, ούτε ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε διαθέσιμα κεφάλαια στις Τράπεζες είχε και έτσι με τις άνω ψευδείς παραστάσεις του παραπλάνησε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να τον προμηθεύσουν εμπόρευμα με πίστωση του τιμήματος, ολιγοήμερη αποδοχή επιταγών και δη: α) του εκπροσώπους της πρώτης των εγκαλούντων, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", να τον προμηθεύσει υγρά καύσιμα, αξίας 2.993.381, 6.285.225 και 4.606.406 δρχ. αντιστοίχως και συνολικής αξίας 13.885.012 δρχ. με τα υπ' αριθμ. .../11.2.1997, ...18.2.1997 και .../20.2.1997 τιμολόγια της πωλήτριας, χορηγήσας τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της ΙΟΝΙΚΗΣ Τράπεζας, που ήταν ακάλυπτες, β) τους νομίμους εκπροσώπους της δεύτερης εγκαλούσας εταιρίας με τον τίτλο "..." να τον προμηθεύσουν υγρά καύσιμα, αξίας 5.599.011, 4.494.051 και 6.064.114 δρχ. αντιστοίχως, με τα .../21.2.1997, .../22.2.1997 και .../24.2.1997 τιμολόγια της πωλήτριας και συνολικής αξίας 16.157.176 δρχ., με ολιγοήμερη πίστωση του τιμήματος, χορηγήσας γι' αυτά την ... επιταγή της ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ και τις ... επιταγές της ..., οι οποίες ήταν ακάλυπτες, γ) τον τρίτο εγκαλούντα Μ. Κ. του Δ., να τον προμηθεύσει στις 11.2.1997 (30) ελαστικά αυτοκινήτων, αξίας 2.670.000 δρχ. και στις 21.2.1997 (18) ελαστικά, αξίας 1.600.000 δρχ., με τα υπ' αριθμ. ... τιμολόγια, με τριήμερη πίστωση του τιμήματος, χορηγήσας δύο επιταγές ποσού 2.420.000 και 5.200.000 δρχ., λήξεως της 25.3.1997 και 25.2.1997 αντίστοιχα, οι οποίες ήταν ακάλυπτες, δ) την τέταρτη των εγκαλούντων Π. - Σ. Κ., να την προμηθεύσει (40) ελαστικά αυτοκινήτων, αξίας 4.440.010 δρχ., με το υπ' αριθμ. ...2.1997 τιμολόγιο και ε) τον πέμπτο εγκαλούντα Π. Π., να του προμηθεύσει μηχανήματα πλυντηρίου αυτοκινήτων, αξίας 1.503.261 δρχ. με το υπ' αριθμ....2.1997 τιμολόγιο - δελτίο αποστολής, το οποίο ουδέποτε εξόφλησε και έτσι με τον άνω τρόπο έβλαψε την περιουσία των εγκαλούντων κατά τα άνω ποσά παράνομα, που αντιστοιχούσαν στο τίμημα των εμπορευμάτων που του παρέδωσαν, χωρίς ποτέ να εξοφλήσει το τίμημα, ούτε να επιστρέφει τα εμπορεύματα, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ανερχόμενο συνολικώς σε 43.605.459 δραχμές, ήτοι 127.969,06 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος είχε εξ αρχής σκοπό να μην αποδώσει με αποτέλεσμα να μειωθεί η περιουσία των ανωτέρω παθόντων κατά τα ως άνω ποσά με αντίστοιχη αύξηση της περιουσίας του. Τις ανωτέρω δε πράξεις τέλεσε ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη διάπραξη αυτών προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τα περιστατικά αυτά προέκυψαν ιδίως από τις προανακριτικές και ανακριτικές ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που αναγνώσθηκαν, για το λόγο ότι είναι ανέφικτη η κλήτευσή τους ώστε να εμφανισθούν στο Δικαστήριο, όπως προέκυψε από τις προαναφερόμενες σχετικές βεβαιώσεις των δικαστικών επιμελητών. Τα παραπάνω περιστατικά προέκυψαν επίσης από τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας Μ. Κ. και Μ. Κ.. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι την παραπάνω πράξη την τέλεσε ο υπάλληλός του Σ. Δ. πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, διότι από τις ένορκες καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων Μ. Κ. και Μ. Κ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της απάτης, να σημειωθεί τέλος, ότι για τον προαναφερθέντα υπάλληλο του κατηγορουμένου Σ. Δ. το υπ' αριθμ. 2316/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έκρινε να μη γίνει σε βάρος του κατηγορία για άμεση συνέργεια σε απάτη γιατί "δεν προέκυψε ότι αυτός τελούσε σε γνώση των εγκληματικών διαθέσεων του συγκατηγορουμένου του (Ε. Ψ.) και έπραξε κατ' αυτό τον τρόπο για να παράσχει σ' αυτόν οποιαδήποτε συνδρομή. Άλλωστε εκτός από την παραλαβή των εμπορευμάτων, τα οποία ως υπάλληλος δεν μπορούσε ν' αρνηθεί, δεν προέκυψε ότι ήρθε σε καμία άλλη επαφή με τους παθόντες, οι οποίοι αγνοούσαν και την ύπαρξή του. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά πλειοψηφία, της ανωτέρω αξιόποινης πράξης". Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε κατά πλειοψηφία (4-1) τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος και με αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν συνολικά τα 30.000 ευρώ και του επέβαλε κάθειρξη πέντε (5) ετών, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 11 έως 14 Φεβρουάριου 1997, με περισσότερες πράξεις που αποτελούσαν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιους με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, σε πράξη βλαπτική της περιουσίας της, όντας πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ από τις πράξεις αυτές προξενήθηκε στους παθόντες ζημία άνω των 5.000.000 δρχ., και ο ίδιος απεκόμισε αντίστοιχο όφελος και ειδικότερα στους άνω τόπο και χρόνους, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, άνω των 5.000.000 δρχ., παρέστησε στους κατώτερω αναφερόμενους εγκαλούντες ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακίνητη περιουσία, με ευρύ κύκλο εργασιών και με επιθυμία να συνεργαστεί επί μακρόν μαζί τους για την αγορά των προϊόντων τους, τα οποία θα διέθετε από το πρατήριο υγρών καυσίμων, που διατηρούσε στο ... χιλιόμετρο της Ν.Ε.Ο. Αθηνών - Κορίνθου, που είχε μισθώσει στις 7-2-1997, από τον Ι. Δ., ενώ δεν ήταν φερέγγυος, είχε πολλά χρέη σε τρίτους, ούτε ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε διαθέσιμα κεφάλαια στις Τράπεζες είχε και έτσι με τις άνω ψευδείς παραστάσεις του παραπλάνησε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να τον προμηθεύσουν εμπόρευμα με πίστωση του τιμήματος, ολιγοήμερη, και αποδοχή επιταγών και δη: α) τους εκπροσώπους της πρώτης των εγκαλούντων, ανώνυμης εταιρίας "... Α.Ε", να τον προμηθεύσει υγρά καύσιμα, αξίας 2.993.381, 6.285.225 και 4.606.406 δρχ., αντιστοίχως, και συνολικής αξίας 13.885.012 δρχ με τα υπ' αριθμ. .../11-2-97, .../18-2-1997 και .../20-2-97 τιμολόγια της πωλήτριας, χορηγήσας τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της ΙΟΝΙΚΗΣ Τράπεζας, που ήταν ακάλυπτες, β)τους εκπροσώπους της δεύτερης εγκαλούσας εταιρίας με τον τίτλο "..." να τον προμηθεύσουν υγρά καύσιμα, αξίας 5.599.011. 4.494.051 και 6.064.114 δρχ. και αντιστοίχως, με τα υπ' αριθμ. ... /21-2-1997, .../22-2-1997 και .../24-2-1997 τιμολόγια της πωλήτριας και συνολικής αξίας 16.157.176 δρχ., με ολιγοήμερη πίστωση του τιμήματος, χορηγήσας γι' αυτά τις ... της ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ και τις ... επιταγές της ..., οι οποίες ήσαν ακάλυπτες, γ) τον τρίτο εγκαλούντα Μ. Κ. του Δ., να τον προμηθεύσει στις 11-2-97 (30) ελαστικά αυτοκινήτων, αξίας 2.670.000 δρχ. και στις 21-2-97 (18) ελαστικά, αξίας 1.600.000 δρχ.. με τα υπ' αριθμ. ... τιμολόγια, με τριήμερη πίστωση του τιμήματος, χορηγήσας δύο επιταγές ποσού 2.420.000 και 5.200.000 δρχ., λήξεως της 25-3- 97 και 25-2-1997 αντίστοιχα, οι οποίες ήσαν ακάλυπτες, δ) την τέταρτη των εγκαλούντων Π. - Σ. Κ., να τον προμηθεύσει (40) ελαστικά αυτοκινήτων, αξίας 4.440.010 δρχ., με το υπ' αριθμ. ...2-97 τιμολόγιο και ε) τον πέμπτο εγκαλούντα Π. Π., να του προμηθεύσει μηχανήματα πλυντηρίου αυτοκινήτων, αξίας 1.503.261 δρχ., με το υπ' αριθμ...-2-97 τιμολόγιο - δελτίο αποστολής, το οποίο ουδέποτε εξόφλησε, και έτσι με τον άνω τρόπο έβλαψε την περιουσία των μηνυτών κατά τα άνω ποσά παράνομα, που αντιστοιχούσαν στο τίμημα των εμπορευμάτων που του παρέδωσαν, χωρίς ποτέ να εξοφλήσει το τίμημα, ούτε να επιστρέφει τα εμπορεύματα, στις δε άνω πράξεις του προέβη έχοντας αποκτήσει ροπή στην τέλεση αυτών και έχοντας δημιουργήσει υποδομή για την επανειλημμένη διάπραξη αυτών, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενώ το συνολικό όφελος που πέτυχε και η αντίστοιχη συνολική ζημία που προξένησε υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ανερχόμενο σε 43.605.459 δραχμές (127.969,06 ευρώ)". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του κακουργήματος της κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τί προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας του κάθε αποδεικτικού μέσου, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 26 παρ.1, 27 παρ.1, 98, και 386 παρ.1 και 3 περ. α του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρονται αναλυτικά και με ακρίβεια οι απατηλές ενέργειες του αναιρεσείοντος, ο οποίος παρέστησε ψευδώς στους εγκαλούντες ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακίνητη περιουσία, με ευρύ κύκλο εργασιών και με επιθυμία να συνεργαστεί επί μακρόν μαζί τους, με αντικείμενο την αγορά των προϊόντων τους, τα οποία θα διέθετε προς πώληση από το πρατήριο υγρών καυσίμων που διατηρούσε στο ... χιλιόμετρο της Ν.Ε.Ο. Αθηνών Κορίνθου, ενώ το αληθές ήταν ότι δεν ήταν φερέγγυος, είχε πολλά χρέη σε τρίτους, δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, ούτε είχε διαθέσιμα κεφάλαια στις Τράπεζες. Με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις έπεισε τους εγκαλούντες και δη τον εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και τους εκπροσώπους της εταιρείας "..." να τον προμηθεύσουν με υγρά καύσιμα, τον Μ. Κ. και Π.-Σ. Κ. να τον προμηθεύσουν με ελαστικά αυτοκινήτων και τον Π. Π. να τον προμηθεύσει με μηχανήματα πλυντηρίου αυτοκινήτων, εμπορεύματα τα οποία αγόρασε με πίστωση του τιμήματος ή με την έκδοση επιταγών, όπως αναλυτικά η κάθε περίπτωση περιγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το τίμημα των οποίων ανέρχεται συνολικά σε 127.969,06 ευρώ, το οποίο ουδέποτε κατέβαλε στους δικαιούχους, οι δε επιταγές που εξέδωσε δεν πληρώθηκαν καθόσον δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό έβλαψε την περιουσία των εγκαλούντων με αντίστοιχη αύξηση της δικής του περιουσίας. Περαιτέρω με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη τόσο η γνώση και θέληση πραγμάτωσης των ως άνω επιλήψιμων πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του ίδιου, όσο και ο σκοπός του, ο οποίος ήταν να παραπλανήσει τους εγκαλούντες και να προέλθουν στις ενέργειες εκείνες που εξυπηρετούσαν το τελικό σχέδιό του, δηλαδή στην παράδοση σ' αυτόν των εμπορευμάτων που αναφέρθηκαν. Διαλαμβάνονται, επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνοπτικά, τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που αφορούν τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, αφού, για να στηρίξει την κρίση του το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι αυτός ενήργησε έχοντας δημιουργήσει υποδομή για επανειλημμένη τέλεση της απάτης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, έχοντας αποκτήσει από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος αυτού σταθερή ροπή για την διάπραξή του, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τέλος αβάσιμη παρίσταται και η αιτίαση ότι το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι πιστή αντιγραφή του διατακτικού, καθόσον, αφενός μεν το διατακτικό περιέχει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τη αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, αφετέρου δε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνονται και ιδιαίτερες (πρόσθετες) σκέψεις και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους. Ενόψει τούτων, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-2-2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Ψ. του Ι., κατοίκου ... Κρήτης και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Νεάπολης Κρήτης, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-2-2017 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της 416/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Κατ' εξακολούθηση απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν συνολικά τα 30.000 ευρώ. Λόγοι απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης 4 αιτιολογίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Αβάσιμοι λόγοι | Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Απάτη, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι. | 1 |
Αριθμός 1500/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαΐου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 9802/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Χ. Ι. Κ., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιουνίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 397 του Π.Κ. "ο οφειλέτης, που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Όμοια τιμωρείται, όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του οφειλέτη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών, απαιτείται, αντικειμενικά, η ολική ή μερική ματαίωση της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εκείνος της απαλλοτριώσεως οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη με την κατασκευή ψεύτικης δικαιοπραξίας, όπως είναι και η εικονική, δηλαδή αυτή που δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά (αρθρ. 138 παρ. 1 Α.Κ.), υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του οφειλέτη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους παραπάνω τρόπους, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις το κατά τα άνω αποκρυβέν ή απαλλοτριούμενο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή οσάκις τα εναπομένοντα μετά τη γενόμενη απόκρυψη ή απαλλοτρίωση περιουσιακά στοιχεία, εν όψει της αξίας τους, δεν επαρκούν για την ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του, αλλά και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 9802/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την απολογία του δεύτερου κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατ/νος, ο οποίος ήταν πρώην σύζυγος της θυγατέρας της πολιτικώς ενάγουσας Μ. χήρας Ι. Κ., δυνάμει του υπ' αριθμό ...30-03-1999 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμ/φου Νέας Ερυθραίας Ε. Κ., αγόρασε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης ακίνητα πολυκατοικίας που βρίσκεται στο ... και επί της οδού .... Το τίμημα για την αγορά αυτή ανήλθε στο ποσό των 36.000.000 δρχ εκ του οποίου 27.000.000 δρχ καταβλήθηκαν από την πολιτικώς ενάγουσα και εγκαλούσα, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 9.000.000 δρχ από προϊόν δανείου που έλεβε ο πρώτος κατ/νος από την τράπεζα "...". Συμφώνησαν δε μεταξύ τους ότι μετά την πενταετία, κατά την οποία απαγορευόταν η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για την μεταβίβαση της κυριότητας των εν λόγω ακινήτων, εάν ο πρώτος κατ/νος δεν κατέβαλε ολόκληρο το ποσό φόρου, να υπογράψει αυτός οριστικό συμβόλαιο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων στη θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας και σύζυγό του. Η δε εγγραφή των ακινήτων στο όνομά του έγινε αποκλειστικά για φορολογικούς λόγους, αφού η πραγματική τους βούληση ήταν να πάρει η θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας τα 3/4 εξ αδιαιρέτου και ο ίδιος το 1/4 αυτών. Στις 30-03-1999 ο πρώτος κατ/νος έστειλε επιστολή στην πολιτικώς ενάγουσα, όπου αναγνώριζε ότι η ίδια κατάβαλε το πιο πάνω ποσό και υποσχέθηκε να υπογράψει άμεσα προσύμφωνο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων στην θυγατέρα της, με την οποία παντρεύτηκαν το 2000 και έκτοτε ζούσαν στο διαμέρισμα επιφάνειας 76,82 τ.μ. της πιο πάνω πολυκατοικίας. Στο διαμέρισμα αυτό ζούσαν μαζί μέχρι το 2005, οπότε και διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση και ο πρώτος κατ/νος μετοίκησε σε άλλη οικία, ενώ η θυγατέρα της πολιτικώς ενάγουσας και ο υιός της εξακολουθούν να μένουν σε αυτό. Και ενώ το προσύμφωνο μεταβίβασης των 3/4 εξ αδιαιρέτου ουδέποτε έγινε, η πολιτικώς ενάγουσα από το 2004 ζητούσε από τον πρώτο κατ/νο να μεταβιβάσει την κυριότητα των επίδικων ακινήτων στη θυγατέρα της, αφού του κατέβαλλε το ποσό του μέχρι τότε δανείου, το οποίο θα αναλάμβανε η ίδια να εξοφλήσει. Εξάλλου, με την από 22-07-2005 εξώδικη διαμαρτυρία που επιδόθηκε στον πρώτο κατ/νο, η πολιτικώς ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε όταν ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα, έτσι ώστε να λάβει ο καθένας το ποσό που του αναλογούσε στη συμβολή του για την αγορά τους και τον κάλεσε να έρθουν σε διαπραγμάτευση προκειμένου να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στη θυγατέρα της, αναλαμβάνοντας η ίδια την εξόφληση του δανείου. Ο δεύτερος κατ/νος είναι σύντροφος της μητέρας του πρώτου κατ/νου και τον γνωρίζει επί σειρά ετών. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δάνειζε τον πρώτο κατ/νο με διάφορα ποσά και στο πλαίσιο αυτό ο τελευταίος αποδέχθηκε στις 31-08-2005 έξι (6) συν/κές ποσού 10.000 ευρώ εκάστη και συνολικά 60.000 ευρώ, πλην όμως δεν προέκυψε για ποιο λόγο ο πρώτος κατ/νος έπαιρνε τόσα χρήματα, ενώ είχε σταθερή δουλειά και δεν χρωστούσε σε δάνεια ή κάρτες, εκτός του στεγαστικού δανείου, και δεν διαβιούσε πολυτελή βίο. Επίσης, ο δεύτερος κατ/νος ισχυρίστηκε ότι είχε δανείσει άλλα 12.000 ευρώ. Ωστόσο, ο δεύτερος κατ/νος για τα επικαλούμενα ως άνω δάνεια προς τον πρώτο κατ/νο δεν προσκόμισε αποδείξεις είσπραξης του τελευταίου, ούτε κίνηση τραπεζικών του λογαριασμών ή σχετικά παραστατικά από τράπεζες από τα οποία να αποδεικνύονται οι εν λόγω καταβολές. Κατά τους ισχυρισμούς του επίσης τα χρήματα που δάνεισε στον πρώτο κατ/νο ξεκίνησαν προ του 2000, οι καταβολές ήταν σε μετρητά, τα ποσά κυμαίνονταν από 5.000 έως 10.000 ευρώ, ενώ η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν ότι ο πρώτος κατ/νος θα του τα επέστρεφε σε αόριστο χρόνο. Ωστόσο, ο δεύτερος κατ/νος δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί οι καταβολές αυτές δεν γίνονταν διατραπεζικά, πώς θυμούνταν το ακριβές οφειλόμενο ποσό μετά από τόσα χρόνια και ενώ δεν είχαν υπογράψει αποδείξεις, έτσι ώστε ο πρώτος κατ/νος να αποδεχθεί τις πιο πάνω συν/κες, γιατί προηγουμένως αυτός (ο δεύτερος κατ/νος) δεν ζητούσε προ εξασφάλισή του συν/κες και για ποιο λόγο ο πρώτος κατ/νος χρειαζόταν τα χρήματα αυτά και που εν τέλει τα χρησιμοποίησε. Για τις ανωτέρω οφειλές του πρώτου κατ/νου εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. ...2006 και .../2006 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα και εγγράφηκαν στις 23-06-2006 και 20-10-2006 δύο προσημειώσεις επί των επίδικων ακινήτων. Για τις προσημειώσεις αυτές η πολιτικώς ενάγουσα δεν γνώριζε τίποτα. Ακολούθως ο πρώτος κατ/νος με το υπ' αριθμ. .../23-06-2008 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Β. Σ. πώλησε και μεταβίβασε τα επίδικα ακίνητα στο δεύτερο κατ/νο έναντι ποσού 107.092 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 76.700 ευρώ συμψηφίστηκε με τις ως άνω οφειλές του από τις προαναφερόμενες διαταγές πληρωμής, ποσό 14.382 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά και ποσό 16.000 ευρώ πιστώθηκε με την προϋπόθεση να εξαλειφθούν οι ως άνω προσημειώσεις. Η πιο πάνω αγοραπωλησία έγινε γνωστή στην πολιτικώς ενάγουσα στις 25-07-2008, οπότε έλαβε γνώση της από 16-07-2008 εξώδικης δήλωσης του πρώτου κατ/νου με την οποία της γνωστοποιούσε τη μεταβίβαση και την καλούσε (όπως και τη θυγατέρα της) να του παραδώσουν τη χρήση του διαμερίσματος. Σύμφωνα δε με την υπ' αριθμό 2460/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε τελεσίδικα επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας του δεύτερου κατ/νου κατά της πολιτικώς ενάγουσας ότι η πιο πάνω αγοραπωλησία ήταν εικονική και έτσι αυτή απορρίφθηκε. Επίσης, με την υπ' αριθμ. 1280/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής του δεύτερου κατ/νου κατά της πολιτικώς ενάγουσας ομοίως κρίθηκε ότι η εν λόγω αγοραπωλησία ήταν εικονική και αυτή απορρίφθηκε. Κατόπιν των ανωτέρω στοιχείων το Δικ/ριο κρίνει ότι η μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων από τον πρώτο στον δεύτερο κατ/νο έγινε μόνο φαινομενικά, καθόσον ο τελευταίος δεν τα είχε επισκεφθεί ποτέ, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατ/νος του όφειλε χρήματα, ούτε ότι έλαβε ο πρώτος κατ/νος κάποιο χρηματικό ποσό για την αγορά των επίδικων ακινήτων. Για το λόγο αυτό άλλωστε, παρότι η αγωγή του απορρίφθηκε σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας, ο δεύτερος κατ/νος δεν έχει ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του πρώτου κατ/νου για τα υποτιθέμενα δάνεια που του έδωσε. Ήτοι, αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι δεν είχαν σοβαρή συναλλακτική πρόθεση, αλλά μόνον πρόθεση να ματαιώσουν την ικανοποίηση της αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε καταβάλει το μεγαλύτερο ποσό για την αγορά των ακινήτων και η αξίωσή της που η ικανοποίησή της ματαιώθηκε εκ του ως άνω συμβολαίου μεταξύ των κατ/νων ανερχόταν τλχ στο ποσό των 100.000 ευρώ. Ο δεύτερος δε κατ/νος γνωρίζοντας ότι ο πρώτος κατ/νος ήθελε να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας και έχοντας τη βούληση να τον συνδράμει κατά την εκτέλεση της πράξης της καταδολίευσης δανειστή, δέχθηκε και συνεβλήθη μαζί του ως δήθεν υποψήφιος αγοραστής των επίδικων ακινήτων. Κατόπιν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις της καταδολίευσης δανειστών και της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστών, αντίστοιχα". Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον πρώτο κατηγορούμενο και αυτουργό της πράξεως Δ. Η. ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα, την 23 Ιουνίου 2008, ως οφειλέτης με πρόθεση ματαίωσε ολικά την ικανοποίηση του δανειστή του, απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη και ψεύτικες δικαιοπραξίες. Ειδικότερα, με το υπ' αριθμ. .../23-6-200 πωλητήριο οριζοντίων ιδιοκτησιών του Συμβ/φου Αθηνών Β. Σ., αυτός τώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο δεύτερο κατηγορούμενο Α. Σ., μεταξύ άλλων, μία αποθήκη του υπογείου ορόφου πολυκατοικίας ευρισκόμενης επί της οδού ..., στο ..., συνοικία ..., εμβαδού 6.60 τ.μ., ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, πάνω από το ισόγειο -πυλωτή της ίδιας πολυκατοικίας, εμβαδού 76,82 τ.μ. και μία ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, εμβαδού 10,12 τ.μ., ανήκουσα κατ' αποκλειστική χρήση στο ανωτέρω διαμέρισμα, αντί τιμήματος 107.082 ευρώ και αντικειμενικής αξίας της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. 91.213,51 ευρώ, χωρίς η ανωτέρω σύμβαση πώλησης - μεταβίβασης της κυριότητας και νομής των εν λόγω ακίνητων να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον είναι εικονική εν γνώσει των κατηγορουμένων. Με την ενέργειά του δε αυτή, ο προαναφερόμενος ματαίωσε, όπως είχε πρόθεση, την ικανοποίηση απαίτησης της εγκαλούσας Μ. χας Ι. Κ. έναντί του, συνολικού ύψους 100.000 ευρώ περίπου, προερχόμενης από το τίμημα που είχε καταβάλει για την αγορά των ανωτέρω ακινήτων". Ακολούθως δε, κήρυξε ένοχο άμεσης συνέργειας στην ως άνω καταδολίευση δανειστή τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το εξής διατακτικό: "Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της καταδολίευσης δανειστών. Ειδικότερα, ενώ γνώριζε την ύπαρξη της προαναφερόμενης απαίτησης της εγκαλούσας κατά του συγκατηγορουμένου του και την καταδολιευτική πρόθεση αυτού, συνέπραξε ως αντισυμβαλλόμενος στην πιο πάνω αναφερόμενη εικονική πώληση των οριζοντίων ιδιοκτησιών και με τον τρόπο αυτό τον συνέδραμε άμεσα κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξης που αυτός διέπραξε, κατά τα προδιαλαμβανόμενα". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πλημμελήματος της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστή, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τί προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο ή προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας του κάθε αποδεικτικού μέσου, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ. α', 27, 46 παρ. 1 περ. β' και 397 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και ως εκ τούτου δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται και προσδιορίζεται με σαφήνεια ποια ήταν η απαίτηση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του οφειλέτη της και πρώην γαμβρού της Δ. Η. που ματαιώθηκε, από πού προερχόταν αυτή και σε τι ποσό ανερχόταν όταν έγινε η εικονική καταδολιευτική δικαιοπραξία, αναφέρεται σ' αυτήν ότι η εικονική μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων, ουσιαστικά ενός διαμερίσματος μετά αποθήκης στο υπόγειο και θέσης στάθμευσης στην πυλωτή, έγινε για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, παραδοχή από την οποία προκύπτει ότι δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία ο πρώην γαμβρός της, αναφέρει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν επί χρόνια ο σύντροφος της μητέρας του πρώην γαμβρού της και ως εκ τούτου γνώριζε ότι ο τελευταίος δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία και θέλοντας να τον βοηθήσει να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξιώσεως της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας από τα επίδικα ακίνητα που είχαν αγορασθεί κατά τα 3/4 με δικά της χρήματα, για να στεγασθεί αυτός μαζί με την θυγατέρα της όταν παντρεύτηκαν, συμβλήθηκε μαζί του εικονικά ως αγοραστής των επίδικων ακινήτων με τίμημα που καταβλήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του με συμψηφισμό ποσών που δήθεν του όφειλε από δάνεια που του είχε δώσει στο παρελθόν και τα οποία δεν αποδεικνύονταν από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, γεγονός από το οποίο προκύπτει ο δόλος του να συνδράμει τον υιό της επί χρόνια συντρόφου του στην καταδολίευση της δανείστριας πρώην πεθεράς του και συνακόλουθα και η γνώση του ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του γαμβρού της εγκαλούσας, από το οποίο μπορούσε να ικανοποιηθεί η αξιώσή της, ήταν τα ως άνω επίδικα ακίνητα. Κατά συνέπεια ο δόλος και η γνώση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι με την εικονική μεταβίβαση σ' αυτόν ο συγκατηγορούμενος του και υιός της επί χρόνια συντρόφου του προέβαινε σε καταδολίευση της δανείστριας του και πρώην πεθεράς του, προκύπτει από τα στοιχεία της πράξεώς του και από τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η ενοχή του από την προσβαλλόμενη απόφαση (επίκληση ανύπαρκτης απαίτησής του από ανύπαρκτα δάνεια και εικονική αγορά των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων του συγκατηγορουμένου του για εξόφληση της ανύπαρκτης απαίτησής του). Άλλωστε, με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, συνέπραξε ως αντισυμβαλλόμενος στην εικονική αγοραπωλησία των οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ γνώριζε την ύπαρξη της προαναφερόμενης απαίτησης της εγκαλούσας κατά του συγκατηγορουμένου του και την καταδολιευτική πρόθεση του τελευταίου, από την παραδοχή δε ότι γνώριζε την καταδολιευτική πρόθεση του συγκατηγορουμένου του, προκύπτει ότι η απόφαση δέχεται ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχαν άλλα περιουσιακά στοιχεία στον συγκατηγορούμενο του, για να ικανοποιηθεί απ' αυτά η αξίωση της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας. Ενόψει τούτων, οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τις οποίες αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παραβιάσεως, με ασαφείς, ελλειπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1 εδ. α', 27, 46 παρ. 1 περ. β' και 397 παρ.1 του Π.Κ., είναι αβάσιμες.
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του Ν. 2172/1993, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα όμως αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68, 82, 84 και 87 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία αποκτά εκείνος που δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα ειδικότερα για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ. έχει όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) υπέστη αμέσως ζημία ή ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε έμμεσα από την πράξη αυτή. Ακόμη, ναι μεν επί της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ. καταδολιεύσεως το δικαίωμα του δανειστή εξαντλείται στη διάρρηξη της γενομένης προς βλάβη του απαλλοτριώσεως, πλην όμως, ο περιορισμός αυτός, δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία επιπλέον εκείνων που απαιτούνται για την εφαρμογή των περί καταδολιεύσεως των δανειστών του άρθρου 939 του Α.Κ., όπως όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 397 του Π.Κ.. Έτσι, αφού για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 914 και 939 του Α.Κ. απαιτείται υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας) και παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος, συνισταμένη σε πράξη ή παράλειψη αυτού και περιέχουσα παράνομη επέμβαση σε αλλότριο δικαίωμα ή συμφέρον που προστατεύεται από την παραβιασθείσα διάταξη, υπό την έννοια αυτή, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που προσβάλλει δικαίωμα και δημιουργεί αξίωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. ή αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, συνιστά και η πράξη του οφειλέτη, ο οποίος, θέλοντας να ματαιώσει την ικανοποίηση απαιτήσεως του δανειστή του προβαίνει σε εικονική απαλλοτρίωση της περιουσίας του ή σε απαλλοτρίωσή της χωρίς ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα. Κατά συνέπεια, επί εγκλήματος καταδολιεύσεως δανειστών, που προβλέπεται από το άρθρο 397 του Π.Κ., άμεσα ζημιούμενος και εντεύθεν νομιμοποιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει προεχόντως ο δανειστής του οφειλέτη εκείνου, από την ενέργεια του οποίου, με την παράνομη και υπαίτια απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ματαιώθηκε ολικά ή εν μέρει η ικανοποίηση της απαιτήσεώς του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της υπ' αριθ. 78829/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί εφέσεως κατά της οποίας εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η εγκαλούσα Μ. χήρα Ι. Κ., δανείστρια του οφειλέτη της και αυτουργού της πράξεως της καταδολιεύσεως δανειστών που τελέστηκε σε βάρος της με την άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος, η οποία είχε υποβάλει και τη σχετική έγκληση και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα, ζήτησε δε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως ποσού 45 ευρώ από τον κάθε κατηγορούμενο, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της καταδολιεύσεως δανειστών και της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστών, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εμφανίστηκε πάλι η ίδια ως άνω εγκαλούσα και δήλωσε ότι παρίσταται και κατ' έφεση ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δε Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε με τις παραδοχές του ότι αυτή είχε απαίτηση περίπου 100.000 ευρώ κατά του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος από χρήματα που του είχε δώσει για να αγοράσει τα επίδικα ακίνητα και ότι σε βάρος της στρεφόταν η καταδολίευση δανειστών, η οποία τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, με την άμεση συνέργεια του τελευταίου, για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ως άνω απαιτήσεώς της. Κατά συνέπεια, αυτή, ως άμεσα ζημιούμενη δανείστρια από την σε βάρος της καταδολίευση δανειστών, νομιμοποιούταν να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας από την σύννομη παράστασή της. Επομένως, ο περί του εναντίου δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράνομης παράστασης της εγκαλούσας ως πολιτικώς ενάγουσας, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-6-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 1-7-2016, για αναίρεση της 9802/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Άμεση συνέργεια σε καταδολίευση δανειστή. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Αβάσιμοι λόγοι | Αναιρέσεως απόρριψη, Καταδολίευση δανειστών, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι. | 0 |
Αριθμός 1499/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων/νου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου N. - V., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φιλιππόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 582/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της εφέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, κατά της σχετικής δε αποφάσεως επιτρέπεται μόνον αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως ως απαραδέκτου. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 π... του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως (αν απαγγέλθηκε απόντος αυτού), ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολομ. Α.Π. 6/1994, 4/1995 και 2/2014), εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία παρακωλύθηκε ο εκκαλών για την εντός της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποι.νΔ. άσκησή της. Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Αν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε η πιο πάνω προθεσμία, πρέπει η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση, στην οποία πρέπει να μνημονεύονται υποχρεωτικώς οι λόγοι αυτοί, να επεκτείνεται και στα πιο πάνω ζητήματα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αν αυτός που κάνει επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο ή τον σύνοικό του ή τον οικιακό βοηθό ή θυρωρό στην κατοικία του, επικολλά το έγγραφο στην θύρα της κατοικίας του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157 και 165 του ιδίου Κώδικα. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που, κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, καθιστούν επιτρεπτή την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, αν ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως από τέτοιο λόγο, εφόσον αυτά τα γνώριζε όταν άσκησε την έφεση, εκτός από την αναφορά στη συντασσόμενη για το ένδικο αυτό μέσο έκθεση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, πρέπει να επικαλείται και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν. Σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. (ΑΠ 611/2014).
Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όταν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα...ή των ανακριτικών υπαλλήλων, που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34 και (οι οποίοι) είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του (πόλη, συνοικία, οδό, αριθμό) που καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας του, και ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει νομότυπα, πριν από την επίδοση, στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή, μεταβολή της δηλωθείσας κατά την απολογία του κατοικίας του. Έτσι, ως τόπος γνωστής κατοικίας του κατηγορουμένου θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει αυτός κατά την απολογία στην ανάκριση ή στην προανάκριση που έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνη που έχει δηλώσει αυτός στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και μόνον αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ανάκριση ή αν ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Επίσης, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται μόνον αναίρεση (αρθ. 476 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο, η δε απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο και απαράδεκτο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία της εφέσεως που ορίζεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολομ. Α.Π. 6/1994, 7/1994, 4/1995 και 2/2014). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την δικανική του κρίση ως προς το απαράδεκτο του ένδικου μέσου, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λπ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει υποχρεωτικά στη σχετική έκθεση εφέσεως και να προβάλει με την έφεση το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω, και δη κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που απέρριψε ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 582/2015 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "... από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και περιέχεται στα πρακτικά, τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται, επίσης, στα πρακτικά, από τις εξηγήσεις του κατηγορουμένου και από την όλη αποδεικτική διαδικασία και συζήτηση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της 39/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου C. S. του N. V., στις 17.1.2014, ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος της άμεσης συνέργειας σε ληστεία και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 10 ετών. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στις 23.7.2014 με θυροκόλληση στο Παλαιό Φάληρο, επί της οδού ..., όπως τούτο προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Β., ήτοι στην διεύθυνση που ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει την 29.10.2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή δεν βρέθηκε από τον διενεργήσαντα την επίδοση ο ίδιος, ούτε άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.. Κατά της ως άνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε, στις 18.2.2015, την με αριθμό …2015 έφεση, που είναι εκπρόθεσμη, αφού ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 10 ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως (ήτοι έξι (6) μήνες περίπου μετά τη λήξη της νόμιμης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως). Βέβαια, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο του ενδίκου μέσου, που άσκησε, ισχυρίστηκε, με την έκθεση της έφεσης, "ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος, που θυροκολλήθηκε, αλλά ούτε και της απόφασης, ότι όταν επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα διέμενε με τους γονείς του ήτοι με τη μητέρα του L. και τον πατριό του Σ. Λ. στο Παλαιό Φάληρο, οδός ..., και δεν ήταν άγνωστης διαμονής, πληροφορήθηκε δε την απόφαση στις 13.2.2015 οπότε και συνελήφθη". Ο λόγος αυτός, όπως αναφέρεται, δεν αποτελεί για τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο ανωτέρα βία ούτε ανυπέρβλητο κώλυμα, που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο του ως άνω ενδίκου μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού. Άλλωστε ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει, κατά την απολογία του, τα στοιχεία της ταυτότητάς του και τη διεύθυνση της κατοικίας του και, επομένως, το οποιοδήποτε σφάλμα οφείλεται σε υπαιτιότητά του, παράλληλα τελούσε εν γνώσει της σε βάρος του κατηγορίας, την πορεία της οποίας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει, ευχερώς, ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του. Η εκκαλουμένη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, στις 23.7.2014, με θυροκόλληση, αφού ο εκκαλών - κατηγορούμενος αναζητήθηκε στην οδό ... ..., στο Παλαιό Φάληρο, ήτοι στην διεύθυνση που είχε δηλώσει, την 29.10.2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, και δεν είχε δηλώσει αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας του. Με τον ίδιο τρόπο νόμιμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο και το κλητήριο θέσπισμα, όπως τούτο προκύπτει από το με ημερομηνία 28.2.2013 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Α. Π., που αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και όχι ως αγνώστου διαμονής όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών - κατηγορούμενος. Μετά ταύτα και εφόσον, κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, η οδός ... ..., στο Παλαιό Φάληρο ήταν γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ως διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου, όπως και τα στοιχεία της ταυτότητας αυτού που αναφέρονται παραπάνω, ήτοι C. S. του N. V., που δήλωσε κατά την απολογία του και όχι τα στοιχεία Χ. Λ., εγκύρως έλαβε χώρα η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 23.7.2014, οπότε και άρχισε η προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, η οποία, ασκηθείσα μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, είναι εκπρόθεσμη. Κατ' ακολουθίαν των ανώτερω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής ...". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία προέκυπτε ότι ήταν έγκυρη η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και ότι η έφεσή του είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα και ήταν απαράδεκτη καθώς και όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, μεταξύ των οποίων και την κατάθεση του μοναδικού μάρτυρα Σ. Λ. που προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα, διαλαμβάνεται ο χρόνος της επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και αναφέρεται ότι αυτή, που εκδόθηκε απόντος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στις 17-1-2014, επιδόθηκε σ' αυτόν στις 23-7-2014, αναφέρεται το αναγνωσθέν αποδεικτικό επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Β., από το οποίο προκύπτει η επίδοσή της προς αυτόν με θυροκόλληση στο Παλαιό Φάληρο, στην οδό ... όπου πράγματι διέμενε με τους γονείς του, με την μνεία ότι η επίδοση έγινε με θυροκόλληση στην ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας που ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει στις 29-10-2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή δεν βρέθηκε από τον διενεργήσαντα την επίδοση ο ίδιος ή κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και δεν είχε δηλωθεί ούτε αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας του και αναφέρεται και ο χρόνος της ασκήσεως της έφεσης, η οποία ασκήθηκε εκπρόθεσμα στις 18-2-2015, δηλαδή μετά την παρέλευση έξι (6) περίπου μηνών από την λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση προς αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως, με θυροκόλληση στην διεύθυνση της κατοικίας του. Γίνεται αναφορά των ισχυρισμών που προέβαλε με την έφεσή του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος που θυροκολλήθηκε, αλλά ούτε και της απόφασης, ότι όταν του επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα διέμενε με τους γονείς του, ήτοι την μητέρα του L. και τον πατριό του Σ. Λ. στο Παλαιό Φάληρο, οδός ... και δεν ήταν άγνωστης διαμονής και ότι πληροφορήθηκε την απόφαση στις 13-2-2015, οπότε και συνελήφθη και αντικρούονται αιτιολογημένα με την προσβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω ισχυρισμοί του, με τις σκέψεις ότι αυτοί δεν συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, ότι ο ίδιος είχε δηλώσει κατά την απολογία του τα στοιχεία της ταυτότητάς του και την ως άνω διεύθυνση της κατοικίας του, στην οποία και πράγματι διέμενε και στην οποία του επιδόθηκαν με θυροκόλληση το κλητήριο θέσπισμα και η εκκαλούμενη απόφαση επειδή δεν ανευρέθηκε σ' αυτήν ούτε αυτός, ούτε κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ότι παράλληλα τελούσε σε γνώση της σε βάρος του κατηγορίας, την πορεία της οποίας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ευχερώς, είτε προσωπικά, είτε διά του δικηγόρου του και ότι η επίδοση σ' αυτόν έγινε ως γνωστής διαμονής με θυροκόλληση στη διεύθυνση που ο ίδιος είχε δηλώσει στην απολογία του και στην οποία και πράγματι διέμενε και όχι ως άγνωστης διαμονής, όπως ο ίδιος εσφαλμένα υπολαμβάνει στην έφεσή του, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται σ' αυτήν λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία να παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, αφού στην ανώτερη βία ή στο ανυπέρβλητο κώλυμα δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός του ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως που απαγγέλθηκε απόντος τούτου. Τέλος, για το έγκυρο της επιδόσεως με θυροκόλληση δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ο όροφος της οικοδομής στον οποίο βρισκόταν η θύρα της κατοικίας στην οποία έγινε η θυροκόλληση. Επομένως, ενόψει τούτων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, με την ως άνω πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι η επίδοση της πρωτόδικης (εκκαλούμενης) αποφάσεως με θυροκόλληση στην γνωστή κατοικία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ήταν έγκυρη και ότι η έφεση του, που είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, χωρίς να επικαλείται λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητο κώλυμα, ήταν απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, οι οποίες προβλέπονται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και ο περί του εναντίου πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α' του Κ.Ποιν.Δ.), περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη που απορρέει από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ., ένας από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, είναι και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία δικονομικής ποινικής διατάξεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα των δικονομικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του Κ.Ποιν.Δ.. Ο δεύτερος αυτός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, ο οποίος δεν προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, προβάλλεται απαραδέκτως από τον αναιρεσείοντα και είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-3-2016 αίτηση του κατηγορουμένου C. S. του N.-V. και της L., που γεννήθηκε στη Ρουμανία, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...3-2016 έκθεση ενώπιον της Διευθύντριας του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, περί αναιρέσεως της 582/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Αβάσιμοι λόγοι | Αναιρέσεως απόρριψη, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Αβάσιμοι λόγοι. | 0 |
Αριθμός 1498/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Ξ. Ε. του Κ., κατοίκου ... και 2. Γ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1137/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Mε πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την Σοφία Μπίκου, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Ιανουαρίου 2017 και 2 Φεβρουαρίου 2017 αιτήσεις αναίρεσης, των πρώτου και δεύτερης αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων και την πληρεξούσια πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η από 25 Ιανουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...-1-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης και η από 2 Φεβρουαρίου 2017 δηλωση - αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2017, για αναίρεση της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκαν αμφότεροι ένοχοι κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, αναγνωρίστηκε σε αμφότερους η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α'του Π.Κ., επιβλήθηκε στον καθένα απ' αυτούς φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών, η εκτέλεση της οποία ανεστάλη επί τριετία και υπό τους όρους της επιμέλειας και επιτήρησής του από επιμελητή κοινωνικής αρωγής και της εμφανίσεώς του κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του για τον πρώτο αναιρεσείοντα και η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως για την δεύτερη αναιρεσείουσα, οι οποίες αναιρέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας.
Με τη διάταξη του άρθρου 256 του Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999, οριζόταν ότι "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Ήδη με τη ίδια διάταξη του άρθρου 256 του Π.Κ., όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999, την τροποποίησή της με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3904/2010 και την αναπροσαρμογή των ποσών της με το άρθρο 25 παρ. 1η'και 2β' του Ν. 4055/2012, ορίζεται ότι "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Η διάταξη της περ. γ' του ως άνω άρθρου 256 του Π.Κ., μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112/3.6.1999), δηλαδή όπως ισχύει σήμερα, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, από την αντίστοιχη προηγούμενη, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999, αφού για τον κακουργηματικό χαρακτήρα του εγκλήματος αυτού απαιτείτο κατ' εκείνη μόνο το να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια, ενώ με τη νέα διάταξη απαιτείται επιπροσθέτως και το στοιχείο της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου της πράξεως, που πρέπει να είναι "συνολικά" ανώτερη των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ και ήδη των 30.000 ευρώ, η έλλειψη του οποίου καθιστά την πράξη αυτή πλημμέλημα. Επομένως η διάταξη αυτή εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την τροποποίηση της με τον άνω νόμο 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, και δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί. Σε περίπτωση, όμως, απιστίας σχετικής με την υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, που έχει τελεσθεί πριν την αντικατάσταση της περ. γ' του άρθρου 256 με το άρθρο 14 παρ. 5 α' του Ν. 2721/1999, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη στην ίδια δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, ώστε να υπολογισθεί η αξία του αντικειμένου της πράξεως με βάση το αντικείμενο κάθε μιας από τις μερικότερες πράξεις, γιατί τότε δεν εφαρμόζεται αυτούσιος ο νέος νόμος (άρθρα 14 παρ. 5α' Ν. 2721/1999), που επέφερε την αντικατάσταση της διατάξεως του άρθρου 256 περ. γ' του Π.Κ. και αξιώνει "συνολική" αξία, αλλά διασπάται και εφαρμόζεται μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο με την ύπαρξη ορισμένης αξίας. Τέτοια όμως διάσπαση, είναι ανεπίτρεπτη, αφού ο ευμενέστερος νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολό του και δεν διασπάται σε ευμενέστερες και μη για τον κατηγορούμενο διατάξεις, από τις οποίες εφαρμόζονται μόνο οι πρώτες, γιατί με την ανεπίτρεπτη αυτή διάσπαση, αφού ο νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολό του, καταρτίζεται από το δικαστήριο ίδιος νόμος κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων (άρθρ. 26, 73 επ. Συντ.) περί διακρίσεως των λειτουργιών, αφού ο μεν παλαιός νόμος δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε νέος νόμος, προβλέπει όρια αλλά με το αθροιστικό σύστημα (πρβλ. Ολομ. Α.Π. 5/2008). Με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 256 του Π.Κ. προβλέπεται το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του ως υπαλλήλου μόνον κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' και 263Α του Π.Κ., ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα (delictum proprium) και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κ.λπ. περιουσίας, τουτέστιν αποτελεί ιδιαίτερο έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας (Ολομ. Α.Π. 2/2009). Από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης του άρθρου 256 του Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν, (συντρέχοντα αθροιστικώς) ελάττωση της δημόσιας κ.λπ. περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων, ελάττωση η οποία μπορεί να γίνει με θετική πράξη ή παράλειψη από οφειλόμενη ενέργεια (άρθρο 5 Π.Κ.), υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει, άρθρ. 27 Π.Κ.), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κ.λπ. περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Από την ίδια διάταξη, προκύπτει ακόμη, ότι από τις τρεις αναφερόμενες σ' αυτήν δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που, αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους και αφετέρου συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι, είναι προφανές, ότι ο "προσδιορισμός" και η "είσπραξη" των εσόδων αναφέρονται στην εισροή αυτών στα δημόσια ταμεία, οπότε από το χρόνο της εισροής τους αποτελούν το "δημόσιο χρήμα" και μέρος της δημόσιας περιουσίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε "διαχείρισή" τους, αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία "διαχείριση" διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως, η κατά το άρθρο τούτο "διαχείριση των εσόδων" αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής των εσόδων, αφού η τελευταία έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχει την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων που επιτεύχθηκαν. Έτσι λοιπόν, ενόψει του ότι ο σκοπός του Κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων - διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του) και ενόψει του ότι ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλων, άλλων κατά τον προσδιορισμό, άλλων κατά την είσπραξη και άλλων κατά την διαχείριση και διάθεσή τους, πρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό ότι με τον όρο "διαχείριση των εσόδων", ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του Κράτους, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του.
Συνεπώς, ο νόμος (256 Π.Κ.) ποινικοποιεί τη συμπεριφορά των υπαλλήλων που προσδιορίζουν τα έσοδα, των υπαλλήλων που εισπράττουν αυτά και των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τα ήδη εισπραχθέντα από το Κράτος έσοδα, προς ικανοποίηση των αναγκών του, με νόμιμες διαθέσεις και δαπάνες, όπως εκείνο επιλέγει (Ολομ. Α.Π. 2/2009). Άρα, ο όρος διαχείριση εμπεριέχει αφ' εαυτού την επιμέλεια, τόσο των εισπράξεων, όσο και των πληρωμών. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από το ότι θα αποτελούσε νομικό παράδοξο το άρθρο αυτό (256 ΠΚ) να έχει θεσπιστεί μόνο για τους υπαλλήλους που προσδιορίζουν και εισπράττουν τα έσοδα, όχι όμως και για εκείνους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Δημόσιο έσοδα. Επομένως, ο οικονομικός χαρακτήρας του εγκλήματος του άρθρου 256 Π.Κ. καλύπτει όλα τα πρόσωπα, που συμμετέχουν, με λιγότερες ή περισσότερες αρμοδιότητες, στη διαδικασία διαχείρισης των δημόσιων εσόδων, από την απλή αποδοχή (είσπραξη) των εσόδων, τον προσδιορισμό των εσόδων, τον προσδιορισμό των πληρωμών από τα δημόσια έσοδα και τις πληρωμές από τα δημόσια έσοδα, μέχρι τη λήψη ουσιαστικότερων αποφάσεων και πρωτοβουλιών, αφού είναι γνωστό, ότι αυτές οι διαδικασίες διεκπεραιώνονται από περισσότερους υπαλλήλους, οι ρόλοι και η συμμετοχή των οποίων δύσκολα διαφοροποιούνται. Υποκείμενα, λοιπόν, του προβλεπόμενου από το ανωτέρω άρθρο 256 του Π.Κ. εγκλήματος, είναι και όσοι υπάλληλοι από υπηρεσιακό καθήκον συμπράττουν με οποιοδήποτε τρόπο στον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση των εσόδων. Τη δημόσια περιουσία είναι δυνατό να ελαττώνει και εκείνος ο υπάλληλος, που, ως ελεγκτής, ελέγχει και εκτιμά κάτι, βάσει δε του ελέγχου αυτού, ο προϊστάμενός του εκδίδει την τελική πράξη προσδιορισμού του φόρου, του δασμού, του ποσού πληρωμής κ.λπ.. Άλλωστε και ο οικονομικός έφορος, που κατά την επιστροφή του Φ.Π.Α. αποδίδει μη δικαιούμενα ποσά ή περισσότερα απ' όσα δικαιούται κάποιος, ζημιώνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους χωρίς να κάνει διαχειριστικές πράξεις με την ουσιαστική έννοια του όρου. Δηλαδή, τόσο οι υπάλληλοι που εκτελούν τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες της τελικής πράξης είσπραξης δημοσίων εσόδων ή πληρωμής από δημόσια έσοδα, όσο και οι υπάλληλοι που εκτελούν και πραγματώνουν στη συνέχεια την είσπραξη των δημοσίων εσόδων ή την πληρωμή από τα δημόσια έσοδα, αποτελούν υποκείμενα του εγκλήματος του άρθρου 256 του Π.Κ.. Άλλωστε, η απαιτούμενη από το νόμο χρηστή συμπεριφορά από όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση, ασφαλώς είναι η ίδια, αφού και ο σκοπός του Κράτους παραμένει ο ίδιος και, έτσι, την απαίτησή του αυτή τη θωρακίζει με απειλή της ίδιας ποινής για όλους, αφού η παρανομία οποιουδήποτε από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θα καθιστούσε ανέφικτη την επιτέλεση του σκοπού του, προσέτι δε η διαφορετική ποινική μεταχείριση αυτών θα ήταν αντίθετη με την ισονομία των πολιτών, πράγμα το οποίο ο νομοθέτης ασφαλώς και δεν θέλησε. Ως δημόσια περιουσία, κατά την ως άνω διάταξη, νοείται κάθε περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα και το σκοπό που επιτελεί, ενώ η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά την υπό του υπαλλήλου διαχείριση αυτής, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών και διακρίσεων που αναπτύσσει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, η συνδρομή των οποίων καθιστά την πράξη της απιστίας στην υπηρεσία κακούργημα, όταν η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας υπερβαίνει συνολικά τα 30.000 ευρώ, θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις, που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων κ.λπ., με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία. Ακόμη, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Όμως, ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 1137/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, οι οποίες περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, από την ανάγνωση των ενσωματωμένων στην εκκαλούμενη υπ' αριθ. 1208/2013 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, πρακτικών, σε συνδυασμό με την απολογία του πρώτου και της δεύτερης των κατηγορουμένων, και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο ομόφωνα πείσθηκε ότι ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορούμενων έχουν τελέσει την αποδιδόμενη σ' αυτούς με το κατηγορητήριο και αναφερόμενη στο διατακτικό της παρούσας απόφασης πράξη της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία κατ' εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα, αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και με προξενηθείσα ζημία μη υπερβαίνουσα όμως τα 150.000 ευρώ, όπως εκτίθενται σ' αυτό η νομοτυπική της μορφή και τα κατ' ιδίαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόστασή των και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτής, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950. Ειδικότερα από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων των ως άνω κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος, Ε. Ξ., στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενη σε 113.518,45 ευρώ. Ειδικότερα, στις 28.9.1998, 25.11.1998 και 22.12.1998, ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτός χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73,367,57 ευρώ και δη ανερχόμενου σε 113.518,45 ευρώ, σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτός δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις Επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχε παραλάβει η συγκατηγορούμενη του Γ. Γ., αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε η Προϊσταμένη του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος Διευθυντής Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΑ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΑ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΑ 1262/1993, των ΠΟΑ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΑ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΑ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο του να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, απέδωσε Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους έτους 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.11.1998 νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες του ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας του από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορούμενη του Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτός συνέταξε "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Αυγούστου 1998, Οκτωβρίου 1998 και Νοεμβρίου 1998, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει ο ίδιος τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε. Τέλος, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ. και η Προϊσταμένη του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε ο ίδιος, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξας, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ, σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 28.9.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής, Φ. Π. Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1998, ύψους 12.255.883 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 25.11.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1998, ύψους 13.315.784 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) και 3) στις 22.12.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1998, ύψους 13.109.746 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά τους παραπάνω χρόνους, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 38.681.413 δραχμών ή 113.518,45 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. Β) Η δεύτερη κατηγορουμένη Σ. Γ. στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει της, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης της αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενη σε 144.732,54 ευρώ. Ειδικότερα, στις 27-11-1997, 27-1-1998, 30-3-1998 και 27-5-1998 ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτή χρησιμοποίησε τη θέση της και τις αρμοδιότητες που αυτή της παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενου σε 144.732,54 ευρώ, σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε, ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτή δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχαν παραλάβει οι συγκατηγορούμενοί της Γ. Γ., (παρέλαβε τις αιτήσεις επιστροφής Οκτωβρίου 1997 και Απριλίου 1998) και Π. Τ. (παρέλαβε τις λοιπές δύο αιτήσεις),αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα ΑΦΕΚ (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε ο Προϊστάμενος του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.ΠΑ. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο της να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. για τους μήνες Φεβρουάριο και Απρίλιο του 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998, νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων της αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων της και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες της ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες της και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας της από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη της Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτή συνέταξε τα από 26-11-1997, 27-1-1998, 27-3-1998 και 27-5-1998 "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997, Φεβρουάριου 1998 και Απριλίου 1998 αντίστοιχα, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. 'Επραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει η ίδια τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε . Τέλος, η παράβαση από μέρους της όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων της, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών της και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει της και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. και ο Προϊστάμενος του Φ.Π.Α, και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε η ίδια, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξασα, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ., σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με αριθ...1997 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. .../1997 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π,Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1997, ύψους 8.086.418 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με .../1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ... ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1997, ύψους 13.115.500 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 3) στις 30.3.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.ΠΑ. (Α.Φ.Ε.Κ,) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Φεβρουάριου 1998, ύψους 13.979.909 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) 4) στις 27.5.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1998, ύψους 14.136.282 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 49.317.614 δραχμών ή 144.732,54 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει της την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη. Με βάση, τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία δεν αναιρούνται ούτε τίθενται υπό αμφιβολία από κανένα αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση με τη χρήση ιδιαίτερων τεχνασμάτων με αντικείμενο συνολικής αξίας μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ όχι όμως πέραν των 150.000 ευρώ και δη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, των συνολικών ποσών 113.518,45 ευρώ (πρώτος κατηγορούμενος) και 144.732,54 ευρώ (δεύτερη κατηγορούμενη), τα οποία αντιστοιχούν σε επιστρεφόμενο Φ.Π.Α. σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά τα ως άνω ποσά και βλάπτοντας αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο, την οποία τέλεσαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι. Συνακόλουθα τούτων, πρέπει να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι για την ως άνω αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα ως άνω ποσά δεν υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ, η οποία (πράξη) ωστόσο, εξακολουθεί να φέρει τον κακουργηματικό χαρακτήρα του άρθρου 256 εδαφ. γ' περ. α' του ΠΚ, απορριπτομένου του ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου περί του ότι η πράξη φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, διατεινομένου ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι επιβαρυντικές περιστάσεις των ιδιαιτέρων τεχνασμάτων του άρθρου 256 περ. γ' του Π.Κ., που συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και όχι ως εσφαλμένως εκλαμβάνεται από τον κατηγορούμενο αυτοτελή, ο οποίος είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς αναφέρονται στην ως άνω αιτιολογία της απόφασης περί ενοχής. Ομοίως είναι απορριπτέος και ο υποβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμεληματική μορφή και εντεύθεν εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του ως άνω εγκλήματος λαμβάνεται υπόψη το όλον περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, που, στο σύνολο τους ανέρχεται σε 113.518,45 ευρώ, αλλά εν προκειμένω και η κάθε μία απ' αυτές υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 256 εδαφ. γ' περ. α' του Π.Κ. ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι της κακουργηματικής μορφής της εν λόγω αξιόποινης πράξης". Στη συνέχεια, το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ενόχους κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, αναγνώρισε σε αμφότερους την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ., επέβαλε στον καθένα απ' αυτούς φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών, ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως που επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο επί τριετία υπό τους όρους της επιμέλειας και επιτήρησής του από επιμελητή κοινωνικής αρωγής και της εμφανίσεώς του κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του και μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως που επέβαλε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον πρώτο κατηγορούμενο Ε. Ξ., ομόφωνα, ένοχο του ότι: στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ. Ειδικότερα, στις 28.9.1998, 25.11.1998 και 22.12.1998, ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτός χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73,367,57 ευρώ σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορ. ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριοτηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτός δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. K. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτιάσεις Επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχε παραλάβει η συγκατηγορουμένη του Γ. Γ., αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε η Προϊσταμένη του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος Διευθυντής Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές - πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κλπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο του να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, απέδωσε Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους έτους 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998,
νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες σου ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας του από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη του Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτός συνέταξε "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Αυγούστου 1998, Οκτωβρίου 1998 και Νοεμβρίου 1998, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει ο ίδιος τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε. Τέλος, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ. και η Προϊσταμένη του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε ο ίδιος, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξας, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ, σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 28.9.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής, Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1998, ύψους 12.255.883 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 20 στις 25.11.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1998, ύψους 13.315.784 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) και 3) στις 22.12.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1998, ύψους 13.109.746 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά τους παραπάνω χρόνους, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 38.681.413 δραχμών ή 113.518,45 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την δεύτερη κατηγορουμένη Σ. Γ., ομόφωνα, ένοχη του ότι: στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει της, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης της αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ. Ειδικότερα, στις 27-11-1997, 27-1-1998, 30-3-1998 και 27-5-1998 ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτή χρησιμοποίησε τη θέση της και τις αρμοδιότητες που αυτή της παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73.367,57 ευρώ σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορ. ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή -εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτή δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχαν παραλάβει οι συγκατηγορούμενοί της Γ. Γ. (παρέλαβε τις αιτήσεις επιστροφής Οκτωβρίου 1997 και Απριλίου 1998) και Π. Τ. (παρέλαβε τις λοιπές δύο αιτήσεις), αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα ΑΦΕΚ (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε ο Προϊστάμενος του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της ΔΟ.Υ. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρο 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο της να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. για τους μήνες Φεβρουάριο και Απρίλιο του 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998, νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεών της αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων της και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες της ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες της και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας της από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη της Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτή συνέταξε τα από 26-11-1997, 27-1-1998, 27-3-1998 και 27-5-1998 "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997, Φεβρουάριου 1998 και Απριλίου 1998 αντίστοιχα, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει η ίδια τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε . Τέλος, η παράβαση από μέρους της όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων της, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών της και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει της και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. και ο Προϊστάμενος του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε η ίδια, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξασα, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής, της Δ.Ο.Υ., σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με αριθ...1997 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. .../1997 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1997, ύψους 8.086.418 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με .../1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ... ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.ΠΑ. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1997, ύψους 13.115.500 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 3) στις 30.3.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α.(Α.Φ.Ε.Κ,) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Φεβρουάριου 1998, ύψους 13.979.909 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 4) στις 27.5.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1998, ύψους 14.136.282 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 49.317.614 δραχμών ή 144.732,54 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει της την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, ως προς τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ρητέα τα εξής: 1. Ως προς την από 25-1-2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ.: Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν την επιβαλλόμενη κατά τα προδιαληφθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε, παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. α', 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 98, και 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., τις οποίες, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 256 του Π.Κ., δεχόμενη ότι η επιστροφή του Φ.Π.Α. ανήκει στην διαχείριση των εσόδων από Φ.Π.Α. και εμπίπτει στην έννοια της διαχειρίσεως των εσόδων του Δημοσίου ως δαπάνη των εσόδων του (βλ. Ολομ. Α.Π. 2/2009), παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικές διατάξεις και εγκύκλιοι στις οποίες θεμελιωνόταν η υποχρέωσή του να προβεί στις ενέργειες που σκόπιμα παρέλειψε. Επίσης, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι αυτός γνώριζε ότι η εταιρεία "..." δεν είχε πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές παραδόσεις εμπορευμάτων, αλλά και ότι αυτή δεν είχε πραγματοποιήσει ούτε αγορές ή εκροές εμπορευμάτων, για τις οποίες να είχε καταβάλει Φ.Π.Α.. Ακόμη, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα περιστατικά που αποδεικνύουν ότι αυτός είχε σκοπό να ωφελήσει την ως άνω εταιρεία και τον μοναδικό εταίρο της, με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, επιστρέφοντας σ' αυτόν Φ.Π.Α. για ενδοκοινοτικές συναλλαγές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί από την εταιρεία του και μάλιστα δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός, είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., οι οποίοι είχαν προκαλέσει στον εταίρο της ως άνω μονοπρόσωπης εταιρείας Ι. Μ. την απόφαση να ασκήσει κατά το φαινόμενο μόνον και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα εμπορίας ρούχων για να λάβει παράνομα, με εμφάνιση ανύπαρκτων εικονικών συναλλαγών, επιστροφή Φ.Π.Α., και γνώριζε απ' αυτούς, εκ των προτέρων, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. που υπέβαλε η ως άνω μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. αφορούσαν εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι η εταιρεία αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα ποσά επιστροφής Φ.Π.Α., εκτός του ότι ο ως άνω σκοπός του προκύπτει και αποδεικνύεται και από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά της όλης συμπεριφοράς και δράσης του που περιγράφεται με λεπτομέρειες. Τέλος, ορθά δέχθηκε η προσβαλλόμενη ότι οι αναφερόμενες στο σκεπτικό και στο διατακτικό της πράξεις και παραλείψεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου αποτελούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., αφού δέχεται ότι με αυτές ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε σκοπό να διευκολύνει τις παράνομες επιστροφές του Φ.Π.Α. και να δυσχεράνει και παρεμποδίσει τον έλεγχο της επιστροφής του Φ.Π.Α., με εξαπάτηση των εποπτευόντων την .... Επομένως, ενόψει τούτων, όλες οι επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Ε. Ξ., από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής απ' αυτήν της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ., είναι αβάσιμες και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτησή του και να του επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. 2. Ως προς την από 2-2-2017, επιδοθείσα στις 6-2-2017 στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι.: Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει και ως προς αυτήν την αναιρεσείουσα την επιβαλλόμενη κατά τα προδιαληφθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε, παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. α', 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 98, και 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., τις οποίες, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά που αποδεικνύουν, τόσο τον άμεσο δόλο της ως άνω κατηγορουμένης, όσο και το σκοπό της να ωφελήσει άλλον με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, αφού αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι αυτή γνώριζε ότι η εταιρεία "..." δεν είχε πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές παραδόσεις εμπορευμάτων, αλλά και ότι δεν είχε πραγματοποιήσει ούτε αγορές ή εκροές εμπορευμάτων, για τις οποίες να είχε καταβάλει Φ.Π.Α., καθώς επίσης και τα περιστατικά που αποδεικνύουν ότι αυτή είχε σκοπό να ωφελήσει την ως άνω εταιρεία και τον μοναδικό εταίρο της, με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, επιστρέφοντας σ' αυτόν Φ.Π.Α. για ενδοκοινοτικές συναλλαγές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί από την εταιρεία του και μάλιστα δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτή (αναιρεσείουσα), είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., οι οποίοι είχαν προκαλέσει στον εταίρο της ως άνω μονοπρόσωπης εταιρείας Ι. Μ. την απόφαση να ασκήσει κατά το φαινόμενο μόνον και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα εμπορίας ρούχων για να λάβει παράνομα, με εμφάνιση ανύπαρκτων εικονικών συναλλαγών, επιστροφή Φ.Π.Α., και γνώριζε απ' αυτούς, εκ των προτέρων, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. που υπέβαλε η ως άνω μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. αφορούσαν εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι η εταιρεία αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα ποσά επιστροφής Φ.Π.Α., γεγονός που αιτιολογεί και γιατί ήταν προσχηματική η από μέρους της επίκληση του σημειώματος ελέγχου που συνέταξε στις 5-11-1997 η συγκατηγορούμενή της Γ. Γ., εκτός του ότι ο άμεσος δόλος της και ο ως άνω σκοπός της προκύπτει και αποδεικνύεται και από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά της όλης συμπεριφοράς και δράσης της που περιγράφεται με λεπτομέρειες. Ακόμη, δεν χρειαζόταν για την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως να προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα κατέληξε το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας στην ανέλεγκτη κρίση του ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη γνώριζε εκ των προτέρων ότι η ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία δεν είχε ενεργήσει ενδοκοινοτικές συναλλαγές και δεν δικαιούταν επιστροφή Φ.Π.Α.. Επίσης, παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικές διατάξεις και εγκύκλιοι στις οποίες θεμελιωνόταν η υποχρέωση της αναιρεσείουσας να προβεί στις ενέργειες που σκόπιμα παρέλειψε και αναφέρονται οι παραλείψεις και οι πράξεις της που αποτελούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι, με τις παραλείψεις και τις πράξεις που λεπτομερώς αναφέρονται στην αιτιολογία της, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη είχε σκοπό να διευκολύνει τις παράνομες επιστροφές του Φ.Π.Α. και να δυσχεράνει και παρεμποδίσει τον έλεγχο της επιστροφής του Φ.Π.Α., με εξαπάτηση των εποπτευόντων την ... και δεν χρειαζόταν να προσδιορίζονται στην απόφαση τα υπηρεσιακά της καθήκοντα, αφού, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, δεν απαιτείται παράβαση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, αλλά ελάττωση της δημόσιας περιουσίας από μέρους του υπαλλήλου με την μεταχείριση (χρήση) ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Τέλος, με βεβαιότητα προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα ρητά αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι υπ' αριθ. 1605-1773/2012 και 2764/2012 αθωωτικές αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες είχε κριθεί αθώα η αναιρεσείουσα για άλλες πράξεις απιστίας στην υπηρεσία που κατηγορείτο. Ενόψει τούτων, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τις οποίες ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από το νόμο και το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι η αιτιολογία της περιέχει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ., είναι αβάσιμες.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 3904/2010 "2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο. 3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών". Ακολούθως, με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ. 2 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του ως άνω άρθρου και ορίσθηκε ότι κάθε ημέρα φυλακίσεως υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης προκειμένου να εξισορροπήσει τις δικονομικές επιβαρύνσεις, που πηγάζουν από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, σε περίπτωση επιτρεπτής μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, προσδιορίζει κατώτατο και ανώτατο όριο του ποσού μετατροπής. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ' όψη του τις οικονομικές δυνατότητες του καταδικασθέντος προσδιορίζει το ύψος της μετατροπής για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Το εισόδημα αποτελεί τον ουσιώδη παράγοντα καθορισμού προκειμένου να μη ματαιωθεί ο θεσμός της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Δεν επιβάλλεται να προσδιορίζεται το μηνιαίο εισόδημα του κατηγορουμένου, αλλά υποδεικνύεται στον δικαστή να υπολογίσει κατά την κρίση του το ποσό της μετατροπής, αφού λάβει υπόψη του την γενική οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση, την οποία δεν έχει υποχρέωση να εξειδικεύσει. Σε κάθε περίπτωση η αναφορά στην δικαστική απόφαση ότι ελήφθη υπόψη δια τον καθορισμό του ποσού της μετατροπής της ποινής φυλακίσεως η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος συνιστά πλήρη αιτιολογία για το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα μετατράπηκε σε χρηματική και καθορίστηκε το ποσό μετατροπής σε πέντε (5) ευρώ ημερησίως, δηλαδή εντός των ορίων αμφοτέρων των ως άνω νόμων, προκειμένου δε το Δικαστήριο να μετατρέψει την ποινή φυλακίσεως σε χρηματική αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του "την οικονομική κατάσταση της κατηγορουμένης", δηλαδή αιτιολόγησε επαρκώς το κεφάλαιο αυτό της μετατροπής της ποινής. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος από την αναιρεσείουσα λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την μετατροπή της ποινής φυλακίσεως προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και όχι προς τρία (3) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού όλες οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτησή της και να της επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Αμφότεροι οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν και στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.1 Ν.3693/1957), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25 Ιανουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...-1-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ως άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2 Φεβρουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2017, για αναίρεση της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην ως άνω αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ αμφότερους τους ως άνω αναιρεσείοντες στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως. Απιστία στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, από την οποία η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει και τις δύο αιτήσεις αναιρέσεως. Επιβάλλει έξοδα στον κάθε αναιρεσείοντα. Καταδικάζει τον κάθε αναιρεσείοντα στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παραστάθηκε. | Συνεκδίκαση | Αναιρέσεως απόρριψη, Συνεκδίκαση, Απιστία στην υπηρεσία. | 0 |
Αριθμός 1496/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Υ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Καμηλάρη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 49/2016 απόφασης του Μικτού Ορκωτού του Εφετείου Θράκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει, όμως, ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Απαιτείται, δηλαδή, πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή, ειδικότερα, του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Π.Κ., στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 του Π.Κ., προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει, δηλαδή, τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Αν ο έχων ανθρωποκτόνο δόλο τέλεσε μόνο σωματική βλάβη (ή αστόχησε τελείως), κρίνεται σύμφωνα με την αποφασισθείσα από αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας και όχι από το αποτέλεσμα. Ακόμη, κατά το άρθρο 34 του Π.Κ., "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό" και κατά το άρθρο 36 παρ.1 του αυτού Κώδικα, "αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, στον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνειδήσεως περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητα του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, δηλαδή να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη, στην μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον δράστη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση του καταλογίζεται, αλλά του επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Η ύπαρξη καταστάσεως ελαττωμένου καταλογισμού προϋποθέτει, κατά το άρθρο 36 του Π.Κ., σημαντική μείωση της ικανότητας για καταλογισμό, της ικανότητας δηλαδή αντιλήψεως του αδίκου της πράξεως και της ενέργειας κατά την περί αυτού αντίληψη, εξαιτίας νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Όταν, όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως. Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 183 Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι δε δεσμεύεται το δικαστήριο από τις γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του κρίση και πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποκλείουν όσα οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής κλπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε (πολύ περισσότερο) έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι' αυτόν. Στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς υπάγονται και οι ισχυρισμοί περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό και περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ο πρώτος, όπως προκύπτει από το άρθρο 34 του Π.Κ., έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη, και ο δεύτερος, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 παρ. 1 του Π.Κ., έχει ως συνέπεια την επιβολή μειωμένης ποινής στο δράστη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 49/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο 1) απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, 2) παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, 3) οπλοχρησίας και 4) παράνομης κατοχής πυρομαχικών και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών για την πρώτη πράξη, φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη πράξη, φυλακίσεως έξι (6) μηνών για τη τρίτη πράξη και φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ για την τέταρτη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και εννέα (9) μηνών και σε συνολική χρηματική ποινή εννιακοσίων (900) ευρώ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "...Από τις καταθέσεις των παρόντων μαρτύρων Β. Τ., Γ. Χ., Δ. Β., Δ. Σ., και Α. Δ.. (δυνάμει της με αριθμό 21/3-3-2015 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου) που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και μνημονεύονται στα πρακτικά της παρούσας (μεταξύ των οποίων και η από 9/12/2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του οπλουργού- πραγματογνώμονα Δ. Σ., καθώς και οι με αριθμούς .../12-1-2012 ιατροδικαστικές εκθέσεις του ψυχιατρικού τμήματος Νοσοκομείου Καβάλας), σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9-12-2011 στον ... και ώρα 5.20, ο Β. Τ. μετέβαινε, όπως συνήθιζε καθημερινά νωρίς το πρωϊ, πεζός στο κατάστημα παρασκευής- πώλησης μπουγάτσας που εκεί διατηρεί προκειμένου να εργαστεί. Την ίδια χρονική στιγμή ο κατηγορούμενος που είναι συγχωριανός του, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... (αγροτικό) αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του κινήθηκε (εποχούμενος) προς το ίδιο σημείο που ο Τ. έβαινε πεζός, δηλαδή προς το κατάστημα του τελευταίου, χωρίς όμως να γίνει εγκαίρως αντιληπτός από αυτόν. Ο κατηγορούμενος που έφερε μαζί του ένα αεροβόλο τυφέκιο μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5mm, με σειριακό αριθμό ... ιδιοκτησίας του και ακολουθούσε από απόσταση τον κατηγορούμενο, λίγο πριν ο τελευταίος προσεγγίσει το κατάστημά του, ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 15 μέτρων, άνοιξε το παράθυρο του οχήματος του, στόχευσε με το ως άνω όπλο στο κεφάλι τον Τ., (ο οποίος είχε γυρισμένη την πλάτη του προς το μέρος του, ενόψει του ότι προπορευόταν εκείνου κατά τα προεκτεθέντα), και τον πυροβόλησε μία φορά. Στην πράξη αυτή προέβη από ενδεχόμενο δόλο και δη, παρότι γνώριζε ότι με την ενέργειά του αυτή μπορούσε να επιφέρει θανατηφόρο πλήγμα στον ανωτέρω παθόντα, εντούτοις αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο την πραγμάτωση (το αποτέλεσμά) της, δηλαδή το θάνατο του Τ., όπως και το πρωτοβάθμιο έκρινε, (αλλά και το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται να δεχθεί στα πλαίσια της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσεως του κατηγορούμενου κατ' άρθρο 470 ΚΠΔ). Πλην όμως το αποτέλεσμα της ανωτέρω πράξεώς, το οποίο ο δράστης - κατηγορούμενος επιδοκίμασε με την τέλεσή της ως ενδεχόμενο (δηλαδή η θανατηφόρος έκβασή της) δεν επήλθε, από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της ως άνω περιγραφείσας κατά περιεχόμενο βουλήσεώς του, καθόσον το σημείο της κεφαλής, στο οποίο έπληξε το θύμα του σταμάτησε την πορεία του φυσιγγίου, αφού τούτο σφηνώθηκε στο αντίστοιχο οστό του κρανίου του και δεν εισχώρησε σε εσώτερο σημείο του εγκεφάλου, του προκάλεσε όμως εξοίδηση και επώδυνη ερυθρότητα των μαλακών μορίων βρεγματοϊνιακά. Το θύμα διακομίστηκε στο νοσοκομείο Καβάλας, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του βλήματος, ακολούθως δε το τραύμα επικαλύφθηκε με περίδεσμο κεντρικά της εξοίδησης. Στοιχεία αποδεικτικά του γεγονότος ότι ο δράστης πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που ήταν δυνατόν να παραχθεί από την επίμαχη ως άνω πράξη του και παρά ταύτα αποδέχθηκε τούτο (την ενδεχόμενη παραγωγή του άνω αποτελέσματος) συνιστούν: το μέσο που χρησιμοποίησε κατά του θύματος (αεροβόλο όπλο), το ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο του σώματός του που στόχευσε και έπληξε (το οπίσθιο τμήμα της κεφαλής), η εγγύτητα αυτού (εν όψει και της κίνησης - βάδισης του θύματος) με άλλα ζωτικά σημεία του σώματός του (καρωτίδες, αυτί), η μικρή απόσταση του δράστη από το θύμα κατά τη σκόπευση και βολή (10-15 μέτρα), η κατοχή του συγκεκριμένου όπλου και τύπων φυσιγγίων 5,5mm. Δηλωτικά εξ άλλου του υπολογισμού του για το ενδεχόμενο της θανατηφόρου έκβασης της πράξης του αποτελούν και μεταγενέστερες ενέργειές του και δη η άμεση απομάκρυνση με το αυτοκίνητό του από το σημείο, η μετάβασή του σε αγρόκτημα του πατέρα του (μαντρί) και η απόκρυψη του όπλου σε εκεί εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο, η καταδίωξή του από την ομάδα των αστυνομικών που επιλήφθηκαν του συμβάντος για αρκετό χρονικό διάστημα εντός του χωριού ...) και εν συνεχεία σε παρακείμενη δασική περιοχή όπου κατέστη δυνατή η ακινητοποίηση και η σύλληψή του, αφού προηγουμένως οι διώκτες του (αστυνομικοί) πυροβόλησαν τα ελαστικά του αυτοκινήτου του. Ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της άρνησης της κατηγορίας ισχυρίσθηκε ότι "πυροβόλησε σκυλιά". Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Άλλωστε ο ίδιος ανέφερε προανακριτικά ότι "ήθελε να θυμώσει τον Τ." καθώς και ότι "ήταν πίσω του και αυτός δεν τον είδε". Το εφεύρημα όμως περί "σκοπεύσεως σκύλων" που προβλήθηκε το πρώτον κατά την απολογία του στον Ανακριτή ανατρέπεται από τα γεγονότα, καθώς αποκλείεται από το ύψος και μόνον της επίμαχης βολής που έπληξε την κεφαλή ατόμου που βάδιζε και όχι άλλο τμήμα του σώματός του (λ.χ τα πόδια του). Ο κατηγορούμενος αρνείται περαιτέρω την πράξη του κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία και δη εκείνα του ανθρωποκτόνου δόλου (ήδη ενδεχόμενου), μεταξύ δε των επιχειρημάτων του αναφέρει την (μεγάλη, κατά τους ισχυρισμούς του 50 μέτρων) απόσταση που τους χώριζε, στοιχείο όμως το οποίο από ουδέν των αποδεικτικών στοιχείων επιβεβαιώθηκε, το είδος του όπλου που χρησιμοποίησε και τη βλητική του ικανότητα σε σχέση με το επελθόν τελικώς ως άνω αποτέλεσμα επικαλούμενος προς τούτο ιδίως τον εξετασθέντα πρωτοδίκως και μη εμφανισθέντα σήμερα μάρτυρα υπεράσπισης Γ. Ρ. (παρά την με αριθμό 21/2015 παρεμπίπτουσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) και την υπ' αυτού συνταχθείσα από 10/9/2012 βαλλιστική αξιολόγηση. Οι παραπάνω ισχυρισμοί ωστόσο αναιρούνται από τα γεγονότα που αποδείχθηκαν κατά τα λεπτομερώς ανωτέρω εκτιθέμενα. Αντίθετα, περιστατικά που επιβεβαιώνουν τη γνώση του δράστη για την ενδεχόμενη παραγωγή του αξιόποινου αποτελέσματος και την αποδοχή του αποτελούν και τα ακόλουθα: το θύμα γνωριζόταν απλώς με τον δράστη, δεν είχαν μεταξύ τους προηγουμένως διαφορές, δεν είχε μεσολαβήσει συμπλοκή μεταξύ τους, η πράξη έλαβε χώρα σε χρονική στιγμή που ουδείς άλλος, πλην του θύματος που πήγαινε στο κατάστημά του, κυκλοφορούσε στο δρόμο (χειμώνα, ξημερώματα, υπό συνθήκες κατ' εξοχήν σκότους, ώρα που προδήλως επελέγη από τον δράστη ώστε να μην υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες), ο δράστης προσέγγισε εποχούμενος το θύμα του σε μικρή απόσταση (όχι μεγαλύτερη των 15 μέτρων) κατά τα προεκτεθέντα και αφού προηγουμένως κινήθηκε πίσω από την πλάτη του τελευταίου ώστε να μη γίνει αντιληπτός από αυτόν, ακινητοποίησε το όχημά του, σκόπευσε με το αεροβόλο όπλο που μαζί του μετέφερε και το έπληξε στην κεφαλή και όχι σε άλλο σημείο του σώματός του. Εν όψει των παραπάνω αποδειχθέντων η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο βαλλιστική αξιολόγηση του Γ. Ρ. σύμφωνα με την οποία το επίμαχο όπλο μπορεί να επιφέρει το θάνατο μόνο από μικρή απόσταση και εφόσον πληγεί ευαίσθητο σημείο της κεφαλής δεν ανατρέπει, αλλά επιβεβαιώνει και την από 9/12/2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του οπλουργού Δ. Σ. που το εξέτασε κατά την προδικασία και αποφάνθηκε (όπως και σήμερα στο ακροατήριο κατέθεσε) ότι η βλητική δύναμη του συγκεκριμένο όπλου είναι εξαιρετικά μεγάλη σε συνάρτηση με την ταχύτητα και τη διάμετρο του βλήματός του με συνέπεια να είναι ικανό να επιφέρει το θάνατο ανθρώπου βάλλοντας σε απόσταση 15 ως 20 μέτρων από το στόχο του.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανθρωποκτονίας σε απόπειρα από ενδεχόμενο δόλο όπως και πρωτοδίκως (άρθρ.470 ΚΠΔ). Επίσης πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της παράνομης οπλοφορίας, εφόσον αποδείχθηκε ότι κατά τον προαναφερόμενο χρόνο και τόπο κατελήφθη να φέρει το προπεριγραφέν κατά τα χαρακτηριστικά και τον τύπο του αεροβόλο τυφέκιο (με το οποίο πυροβόλησε τον Β. Τ.) που λειτουργεί με συμπιεζόμενο αέρα ή με χρήση του διοξειδίου του άνθρακα και εκτοξεύει σφαιρίδιο από μεταλλική, πλαστική ή άλλη ύλη, καθώς και 29 βολίδες αυτού, κάνοντας χρήση σε χώρους που δεν επιτρέπεται, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής που στην προκειμένη περίπτωση απαιτούνταν. Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του εγκλήματος της οπλοχρησίας, αφού αποδείχθηκε ότι με τη χρήση του προαναφερόμενου όπλου τέλεσε το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε απόπειρα με ενδεχόμενο δόλο σε βάρος του Β. Τ. κατά τα προεκτεθέντα. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι στον αυτό ως άνω τόπο και χρόνο κατελήφθη να κατέχει εντός της κατοικίας του στα κομοδίνα του σαλονιού και του υπνοδωματίου του πυρομαχικά όπλου, ήτοι εφόδια βολής, παρότι γνώριζε ότι τούτο απαγορεύεται, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της οικείας αστυνομικής αρχής. Ειδικότερα στη νομότυπη έρευνα που έλαβε χώρα στην κατοικία του διαπιστώθηκε ότι κατείχε 113 κυνηγετικά φυσίγγια διαφόρων τύπων και 6 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια διαφόρων τύπων, ήτοι: α) 10 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας special slug, μονόβολα, β) 19 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Lampro Νο6, γ)10 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Wolf, δεκάβολα, δ) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Winchester X, μονόβολα, στ) 6 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Wolf, δωδεκάβολα, ζ) 12 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Club No 9, η) 15 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Champion No 9, θ) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΕΒΡΟΣ No 2, ι) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΒΡ Νο3, ια) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Reminglom, δεκάβολα, ιβ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Rottweiler, μονόβολο,, ιγ) 13 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 4, ιδ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Federal , μονόβολο, ιε) 5 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 6, ιστ) 1 πυροδοτημένο κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Federal Νο4, ιζ) 3 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 0 και ιθ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Nobel Νο 4.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της τελευταίας αυτής πράξεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί εξ άλλου είναι και εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και κατατείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την μείωση αυτής ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεώς ή την μείωση της ποινής όπως οι εκ του άρθρου 34 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο ("Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω, νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό" και ο εκ του άρθρου 36 ΠΚ κατά το οποίο "Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Η αιτιολογία επ' αυτών δεν είναι απαραίτητο να είναι ιδιαιτέρα ως αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό με τις παραδοχές του σκεπτικού της αποφάσεως, για την ενοχή, ως αποτελούσα ενιαίο σύνολο.(ΑΠ1059/2014 Νόμος).
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι λόγω "ερωτικής απογοήτευσης" (απόρριψης του από μία γυναίκα) εμφάνισε παρανοϊκά συμπτώματα και δη ιδέες συσχέτισης, διάσπαση σκέψης, καχυποψίες, ακουστικές ψευδαισθήσεις, αίσθημα καθημερινής απειλής, συνεπεία των οποίων περιήλθε σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και εντεύθεν μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό. Ωστόσο τον ισχυρισμό του αυτό πρόβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον η συνήγορός του στο έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών που και σήμερα προβάλλονται. Αντίθετα ο κατηγορούμενος στην πρωτόδικη απολογία του δήλωνε ότι "ούτε με καμία κοπέλα είχε πρόβλημα". Παρά τα αναφερόμενα στις οικείες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που κρίνονται μη πειστικά αιτιολογημένες (κατά κύριο λόγο παραθέτουν γεγονότα απώτερου χρόνου αναφερόμενα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση από τους συντάκτες τους κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς τους), ο κατηγορούμενος υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, είχε μάλιστα κριθεί ικανός από το δασαρχείο Καβάλας να κατέχει όπλο, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της επίμαχης ως άνω (πρώτης) πράξης, βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση πνευματικών λειτουργιών ώστε να έχει μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για αυτό, λαμβανομένου υπόψη και του ότι σε κάθε περίπτωση η ανικανότητα ή η μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, κρίνεται, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη και πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή της κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης -κάτι που δεν συνέβη στη προκείμενη περίπτωση- ενώ δεν αρκεί η πριν ή μετά την πράξη διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (ΑΠ1059/2014 ο.π). Αντίθετα στην ερευνώμενη περίπτωση, όλη η μεθόδευση που μετήλθε με την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν, σε συνδυασμό με τις μετέπειτα ενέργειες που συνέτειναν στην απόκρυψη του όπλου και στην προσπάθεια διαφυγής του, φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη αντίληψη της πράξης του και των ενδεχόμενων συνεπειών της, τις οποίες αποδέχθηκε στο σύνολό τους.
Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από την ως άνω ευθύνη του και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στον ... την 09.12.2011 με ενδεχόμενο δόλο και ειδικότερα γνωρίζοντας ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος άλλου προσώπου και αποδεχόμενος το ανθρωποκτόνο αυτό αποτέλεσμα, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση του. Συγκεκριμένα, γνωρίζοντας ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος του Β. Τ. του Ν., κάτοικου ..., και αποδεχόμενος το ανθρωποκτόνο αυτό αποτέλεσμα, πυροβόλησε εναντίον του με ένα αεροβόλο τυφέκιο, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm με σειριακό αριθμό ..., το οποίο παράνομα έφερε, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θέλησης του, καθόσον αστόχησε, προκαλώντας στον ως άνω παθόντα εξοίδηση και επώδυνη ερυθρότητα μαλακών μορίων βρεγματοϊνιακά, η οποία αντιμετωπίστηκε με χειρουργική επικάλυψη με περίδεσμο κεντρικά της ανωτέρω εξοίδησης. Β) Στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο έφερε μαζί του παράνομα όπλο, δηλαδή μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα και πυρομαχικά αυτού και συγκεκριμένα έφερε μαζί του ένα αεροβόλο τυφέκιο, ήτοι όπλο που λειτουργεί με συμπιεζόμενο αέρα ή με χρήση του διοξειδίου του άνθρακα και εκτοξεύει σφαιρίδιο από μεταλλική, πλαστική ή άλλη ύλη, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm και σειριακό αριθμό ..., καθώς και 29 βολίδες αυτού, με το οποίο πυροβόλησε κατά του Τ. Β. του Ν., χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση απαιτούνταν, καθότι έκανε χρήση αυτού σε χώρους που δεν επιτρέπεται. Γ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με χρήση όπλου διέπραξε κακούργημα και συγκεκριμένα με τη χρήση ενός αεροβόλου τυφεκίου, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm και σειριακό αριθμό ..., τέλεσε την υπ' αριθμό … πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, η οποία με βάση της απειλούμενης στο νόμο ποινή χαρακτηρίζεται κακούργημα, πυροβολώντας σε βάρος του Τ. Β.. Και Δ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη εντός της οικίας του στα κομοδίνα του σαλονιού και του υπνοδωματίου του κατείχε πυρομαχικά όπλου, ήτοι εφόδια βολής, τα οποία διαλαμβάνονται στην παρ.1 περ. δ' του άρθρου 1 του Ν.2168/1993, ενώ γνώριζε ότι αυτό απαγορεύεται, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του. Ειδικότερα, σε γενόμενη έρευνα εντός της οικίας του διαπιστώθηκε ότι κατείχε 113 κυνηγετικά φυσίγγια διάφορων τύπων και 6 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια διάφορων τύπων, ήτοι α) 10 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Special Slug, μονόβολα, β) 19 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Lambro Νο6, γ) 10 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Wolf, δεκάβολα, δ) 5 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal, μονόβολα, ε) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Winchester X, μονόβολα, στ) 6 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Wolf, δωδεκάβολα, ζ) 12 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Club Νο9, η) 15 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Champion, Νο9, θ) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΕΒΡΟΣ, Νο2, ι) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΒΡ Νο3, ια) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Reminglom, δεκάβολα, ιβ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Rottweiler, μονόβολο, ιγ) 13 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal No 4, ιδ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Federal, μονόβολο, ιε) 5 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal Νο6, ιστ) 1 πυροδοτημένο κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Federal Νο4, ιζ) 3 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal, μονόβολα, ιη) 3 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal No 0 και ιθ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Nobel Νο4". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 34, 36 παρ. 1, 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε εκ πλαγίου, αφού στο πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του ως άνω εγκλήματος, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ειδικότερα αιτιολογείται ειδικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ο ενδεχόμενος δόλος ανθρωποκτονίας του αναιρεσείοντος, καθόσον αναφέρεται ότι το πλήγμα επενέχθηκε από τον αναιρεσείοντα με αεροβόλο όπλο από μικρή απόσταση, στοχεύοντας και πλήσσοντας τον παθόντα στην κεφαλή. Διαλαμβάνεται ακόμη ότι ενήργησε μετά από αθόρυβη προσέγγισή του παθόντα, οδηγώντας αυτοκίνητο που του εξασφάλισε και την άμεση απομάκρυνση, ότι αμέσως μετά απέκρυψε σε αγρόκτημα το όπλο που χρησιμοποίησε, στοιχεία δηλωτικά της ψυχικής του ηρεμίας, τόσο κατά τη λήψη της αποφάσεως να διαπράξει την ως άνω αξιόποινη πράξη, όσο και κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και κατά την αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος του θανάτου του παθόντος. Περαιτέρω, όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ελλείψεως ικανότητάς του αναιρεσείοντος προς καταλογισμό λόγω ψυχικής νόσου, άλλως περί μειωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό, τον οποίο προέβαλε ο αναιρεσείων στο Δικαστήριο της ουσίας, το τελευταίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως κατ' ουσίαν αβάσιμο με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που προαναφέρθηκε και περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, η οποία έχει, επί λέξει, ως εξής: "Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι λόγω "ερωτικής απογοήτευσης" (απόρριψης του από μία γυναίκα) εμφάνισε παρανοϊκά συμπτώματα και δη ιδέες συσχέτισης, διάσπαση σκέψης, καχυποψίες, ακουστικές ψευδαισθήσεις, αίσθημα καθημερινής απειλής συνεπεία των οποίων περιήλθε σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και εντεύθεν μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό. Ωστόσο τον ισχυρισμό του αυτό πρόβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον η συνήγορός του στο έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών που και σήμερα προβάλλονται. Αντίθετα ο κατηγορούμενος στην πρωτόδικη απολογία του δήλωνε ότι "ούτε με καμία κοπέλα είχε πρόβλημα". Παρά τα αναφερόμενα στις οικείες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που κρίνονται μη πειστικά αιτιολογημένες (κατά κύριο λόγο παραθέτουν γεγονότα απώτερου χρόνου αναφερόμενα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση από τους συντάκτες τους κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς τους), ο κατηγορούμενος υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, είχε μάλιστα κριθεί ικανός από το δασαρχείο Καβάλας να κατέχει όπλο, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της επίμαχης ως άνω (πρώτης) πράξης, βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση πνευματικών λειτουργιών ώστε να έχει μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για αυτό. λαμβανομένου υπόψη και του ότι σε κάθε περίπτωση η ανικανότητα ή η μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, κρίνεται, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη και πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή της κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης - κάτι που δεν συνέβη στη προκειμένη περίπτωση - ενώ δεν αρκεί η πριν ή μετά την πράξη διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (ΑΠ1059/2014 ο.π). Αντίθετα στην ερευνώμενη περίπτωση, όλη η μεθόδευση που μετήλθε με την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν σε συνδυασμό με τις μετέπειτα ενέργειες που συνέτειναν στην απόκρυψη του όπλου και στην προσπάθεια διαφυγής του φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη αντίληψη της πράξης του και των ενδεχόμενων συνεπειών της τις οποίες αποδέχθηκε στο σύνολό τους.
Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από την ως άνω ευθύνη του και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ". Στην αιτιολογία αυτή, με την οποία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως ικανότητας του προς καταλογισμό, άλλως περί ελαττωμένης ικανότητας του προς καταλογισμό, γίνεται ειδική αναφορά στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης για την ψυχική υγεία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, τις οποίες το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως και το συμπέρασμά τους, το οποίο όμως, με την ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέκρουσε και δεν υιοθέτησε, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από το σύνολο της αιτιολογίας που διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ενόψει τούτων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ελλείψεως, άλλως ουσιώδους μείωσης της ικανότητάς του προς καταλογισμό, είναι αβάσιμος. Ακόμη, αφού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απάντησε και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να θεμελιωθεί και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ακροάσεως και είναι και αυτός αβάσιμος. Επομένως, αμφότεροι οι ως άνω λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, οι δε λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων και με τις οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αμφισβητείται η ουσία των ως άνω παραδοχών του Δικαστηρίου και πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες.
Ωστόσο, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου ένατου (9) του Ν. 4411/2016 (ΦΕΚ Α' 142/03.08.2016), 2 και 14 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (3.8.2016), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση (παρ. 2 εδ. α του ως άνω νόμου). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε μαζί με την στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία. Τούτο διότι αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμείνει η χρηματική ποινή, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη αυτής και δεν θα προβλεπόταν γενικώς η αρχειοθέτηση της δικογραφίας και γι' αυτήν. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 και 3304/2005. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του Π.Κ. καθιερωμένη αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν προσμετρηθεί στη "συνολική ποινή", αναφέρονται στις επιμέρους ποινές, έστω και αν έχουν προσμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχείο Η' του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει όταν το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Υπέρβαση εξουσίας που εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει και όταν το δικαστήριο, καίτοι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση και όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ποινικής υποθέσεως λόγω παραγραφής της ποινής που επιβλήθηκε γι' αυτήν, προχώρησε στην ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως και καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων με την υπ' αριθ. 5,6,7,8,9,10,11 και 12/2012 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ξάνθης, κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο σε κάθειρξη δώδεκα (12) ετών, για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, για την πράξη της οπλοχρησίας σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και για την πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ και καθορίστηκε κατά συγχώνευση των ποινών που του επιβλήθηκαν συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και εννέα (9) μηνών και συνολική χρηματική ποινή εννιακοσίων (900) ευρω. Οι ποινές αυτές που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες, ούτε είχαν εκτιθεί μέχρι την 3η Αυγούστου 2016, ημερομηνία που, όπως προαναφέρθηκε, άρχισε να ισχύει ο Ν. 4411/2016. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την με αριθμό εκθέσεως ...10-2012 έφεσή του, η οποία εκδικάσθηκε μετά την ισχύ του Ν. 4411/2016 και συγκεκριμένα στις 4-10-2016 και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 49/4-10-2016 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, εκδικάστηκαν κατ' έφεση όλες οι ως άνω πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων πρωτοδίκως και καταδικάστηκε γι' αυτές ο αναιρεσείων στις ίδιες ποινές που του είχαν επιβληθεί και πρωτοδίκως. Έτσι όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, της οπλοχρησίας, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, για τις οποίες όφειλε κατά το νόμο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων ένατου του Ν. 4411/2016, 2 και 14 και 94 παρ. 3 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ., να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως και να διαβιβάσει την πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτές στον Εισαγγελέα Εφετών για να την θέσει στο αρχείο, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού επιλήφθηκε της εκδικάσεως της εφέσεως και της υποθέσεως και για τις ως άνω πράξεις για τις οποίες είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών που είχε με βάση τις ευμενέστερες διατάξεις του Ν. 4411/2016 παραγραφεί υπό όρο και θα έπρεπε κατά το νόμο να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως ως προς αυτές.
Συνεπώς, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του σχετικού λόγου αναιρέσεως (άρθρ. 511 Κ.Ποιν.Δ.), πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τις τρεις ως άνω πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν για τις πράξεις αυτές, αλλά και ως προς την διάταξή της που αφορά τον καθορισμό συνολική ποινής, να απαλειφθούν οι διατάξεις που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα για τις ως άνω τρεις πράξεις και να απαλειφθεί και το μέρος των ποινών αυτών που προσμετρήθηκε κατά συγχώνευση στην ποινή της καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Τέλος, δεδομένου ότι η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά τις τρεις ως άνω πράξεις, πρέπει να τεθεί στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, αντί να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ' άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ., συντρέχει νόμιμη περίπτωση να παραπεμφθεί αυτή στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης για τις δικές του νόμιμες ενέργειες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την από 25-11-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Υ. του Χ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-11-2016, για αναίρεση της 49/2016 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης.
Αναιρεί εν μέρει την 49/2016 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης και δη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, καθώς και ως προς την επιβολή ποινών για τις πράξεις αυτές, αλλά και ως προς τον καθορισμό συνολικής ποινής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
Και
Παραπέμπει η υπόθεση, ως προς τις ως άνω πράξεις, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απόπειρα ανθρωποκτονίας, οπλοφορία, οπλοχρησία και κατοχή πυρομαχικών. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας, έλλειψη ακροάσεως και απόλυτη ακυρότητα (510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Β' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Αναιρείται αυτεπάγγελτα για υπέρβαση εξουσίας, διότι εκδόθηκε μετά το Ν. 4411/2016 και αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση για όσες πράξεις είχαν τιμωρηθεί με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και να στείλει την υπόθεση ως προς αυτές στον Εισαγγελέα Εφετών για να μπουν στο αρχείο, υπερέβη την εξουσία του και δίκασε και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και για τις πράξεις αυτές. Αναιρεί εν μέρει για υπέρβαση εξουσίας για τις υπόλοιπες πράξεις εκτός της απόπειρας ανθρωποκτονίας, εξαλείφει από την προσβαλλόμενη τις ποινές που επέβαλε για τις πράξεις αυτές και διαβιβάζει στον Εισαγγελέα εφετών την υπόθεση για τις πράξεις αυτές για τις δικές του νόμιμες ενέργειες. | Ακροάσεως έλλειψη | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ακροάσεως έλλειψη. | 0 |
Αριθμός 1495/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνη Σιταράς, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Α. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Χατζηλελέκα, για αναίρεση της υπ'αριθ. .../2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Μ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαίρη Διακολίου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά το άρθρο 363 του Π.Κ. "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή και την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση, ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό που αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή το παρελθόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και την ευπρέπεια. Ως γεγονότα με την ανωτέρω έννοια θεωρούνται και οι εξυβριστικοί χαρακτηρισμοί εφόσον βρίσκονται σε άμεση σύνδεση με αυτά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Έτσι, στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από τα ως άνω άρθρα 362 και 363 του Π.Κ., για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, η ύπαρξη του άμεσου αυτού δόλου (γνώση του ψευδούς), είτε πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των συγκεκριμένων περιστατικών που θεμελιώνουν υπαγωγικά και δικαιολογούν τη σχετική κρίση, είτε πρέπει να συνάγεται σαφώς ως αυτονόητη ή αναγκαία από τα περιστατικά που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχτηκαν. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις αιτιολογία. Όμως, όταν υπάρχει στο σκεπτικό της απόφασης ρητή και ευθεία παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη των αληθών γεγονότων και, ως εκ τούτου, είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του ως προς αυτά ή το γεγονός που περιέχεται στον ψευδή ισχυρισμό και συνιστά το αντικείμενο αυτού είναι ενέργεια ή παράλειψη του ίδιου του υπαιτίου ή συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του, ώστε αυτός να έχει, κατά λογική αναγκαιότητα, άμεση αντίληψη της αληθείας ή αναληθείας του, οπότε η δικαστική διαπίστωση - παραδοχή ότι ο σχετικός ισχυρισμός (για το γεγονός αυτό) είναι ψευδής, ενέχει αυτονοήτως και τη διαπίστωση - παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του, υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση του άμεσου δόλου. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται η αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων κ.λπ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σε αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 Κ.Ποιν.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με το υποβαλλόμενο υπόμνημα. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της, ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. Α.Π. 2/2002, Ολ. Α.Π. 19/2001). Για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τις παραδοχές της ή επί παραβιάσεως εκ πλαγίου της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, σε τι συνίστανται οι ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε και τέλος, επί εσφαλμένης ερμηνείας, ποια είναι η αληθινή έννοια και ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Και για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να προσδιορίζεται ποια από τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις που συνιστούν υπέρβαση εξουσίας παρέβη το δικαστήριο, να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η μη άσκηση από το Δικαστήριο δικαιοδοσίας που του δίνει ο νόμος ή η άσκηση από το Δικαστήριο δικαιοδοσίας που δεν του δίνει ο νόμος, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 26-1-2017 αίτηση του αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε με δήλωσή του ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Δ. και για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …2017 έκθεση αναιρέσεως, πλήττεται η με αριθ. .../2016 κατ' έφεση εκδοθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετίαν, και στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως εκτίθενται, κατά πιστή, επί λέξει, αντιγραφή, τα εξής: "1. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά παράβαση των άρθρων 139 ΚΠοινΔ, 20 και 93 § 3 του Ελληνικού Συντάγματος, 6 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 510 § 1 στοιχείο Δ' ΚΠοινΔ. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Ελληνικού Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει στην απόφαση όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, οι οποίες αρκεί να αναφέρονται κατ' είδος, χωρίς να υπάρχει συσχέτισης και αξιολόγησης αυτών, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Περαιτέρω η απαιτούμενη από τα άρθρα 98 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της τυχόν καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής, στην εξάλειψη αυτής του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εξάλλου ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης κατ' άρθρο 139 ΚΠοινΔ υπάρχει (Βλ. Καρράς, Ποιν. Δικόν. Δίκαιο, σελ. 748) όταν αναφέρονται σε αυτήν: A) Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία συνάγεται θεμελίωση ή όχι της αντίστοιχης εγκληματικής πράξης, όπως περιγράφεται στο Νόμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τις αντικειμενικές υποστάσεις της πράξης της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθώς και ότι η πράξη αποφασίστηκε ή τελέστηκε με πρόθεση (δόλο). Β) Τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία γίνονται δεκτά από την απόφαση καθώς και το περιεχόμενο αυτών. Γ) Τις σκέψεις και τους συλλογισμούς βάση των οποίων το δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα για την παραδοχή ή απόρριψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει λογική ακολουθία μεταξύ πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ή δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση δόλος καθώς και πλήρωση των υπολοίπων στοιχείων που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Επειδή έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που περιγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Ι' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του με αριθμό .../05-12- 2016, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, με κήρυξε ένοχο για την παράβαση των άρθρων 363-362 του Π.Κ. και με καταδίκασε για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως και μου επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξη (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα, με κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα στις 16-03-2009 ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον γεγονός ψευδές που μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψή του τελώντας σε γνώση της αναλήθειας αυτού και συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κατά την ανωτέρω ημερομηνία κατέθεσε την υπ' αριθμόν .../2009 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της τότε εν διαστάσει συζύγου του Α. Μ., στην οποία αιτούμενος την προσωρινή ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας της κόρης τους Κ. - Δ. και την μετοίκησή της από την συζυγική εστία, αναφέρθηκε στο πρόσωπο της εγκαλούσης, εκθέτοντας - μεταξύ άλλων-ότι είχε εμπλακεί σε "ροζ σκάνδαλο" στην υπηρεσία όπου εργάζεται (υπουργείο Εσωτερικών) για το οποίο υπήρχε δημοσίευμα στις 11-11-2008 στην ημερήσια εφημερίδα ... σχετικά με το ότι είχε νοικιάσει διαμέρισμα με νεαρή συνάδελφο όπου συναντιόντουσαν με τους εραστές τους, ισχυριζόμενος περαιτέρω ψευδώς ότι απογευματινές ώρες ενώπιον της κόρης τους, η εγκαλούσα τηλεφωνούσε στην συγκεκριμένη φίλη της για να συζητήσουν τις εμπειρίες από τις ερωτικές συνευρέσεις τους, ότι διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς κατά το διάστημα της συμβίωσης μαζί του και πριν την κατάθεση της αίτησης διαζυγίου, ότι τον ίδιο (τον κατηγορούμενο) και τους γονείς του, τους αποκαλούσε "κωλόβλαχους", ότι μετά την έκδοση της υπ' αριθμόν 2723/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία της είχε επιδικασθεί διατροφή, μιλούσε επιτιμητικά γι' αυτόν προσβάλλοντας το πρόσωπό του εκφραζόμενη με χυδαίο τρόπο για τις σχέσεις της, ισχυρίσθηκε δε τα ανωτέρω προς υποστήριξη των αιτημάτων του και με σκοπό την υπέρ αυτού έκβαση της υπόθεσης, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν αναληθή, οι δε εν λόγω ψευδείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, ως διαλαμβάνονται στην προαναφερθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των οποίων γνώση έλαβε η εγκαλούσα με την επίδοση της αίτησης τον Ιούνιο του έτους 2009 και που διατυπώθηκαν ενώπιον των τρίτων, ήτοι όσων έλαβαν γνώση του περιεχομένου της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης". Στην προκειμένη περίπτωση το Ι' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών , που δίκασε ανεκκλήτως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με καταδίκασε με την παρακάτω αιτιολογία, αφού δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την ενοχή μου ως κατηγορούμην και ειδικότερα με το εξής σκεπτικό: "Η έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό κατά το τυπικό της μέρος και να εξετασθεί η υπόθεση κατ' ουσία. Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου στην Αθήνα, στις 16-03-2009, ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον γεγονός ψευδές που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, τελώντας σε γνώση της αναλήθειας αυτού και συγκεκριμένα, κατά την ως άνω ημερομηνία κατέθεσε την υπ' αριθμό .../2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της τότε εν διαστάσει συζύγου του Α. Μ. στην οποία αιτούμενος την προσωρινή ανάθεση της αποκλειστικής επιμελείας της κόρης τους Κ. - Δ. και την μετοίκησή της από την συζυγική εστία αναφέρθηκε στο πρόσωπο της εγκαλούσης, εκθέτοντας - μεταξύ άλλων - ότι είχε εμπλακεί σε "ροζ σκάνδαλο" στην υπηρεσία όπου εργάζεται (υπουργείο Εσωτερικών) για το οποίο υπήρχε δημοσίευμα στις 11-11-2008 στην ημερήσια εφημερίδα ... σχετικά με το ότι είχε νοικιάσει διαμέρισμα με νεαρή συνάδελφο όπου συναντιόντουσαν με τους εραστές τους, ισχυριζόμενος περαιτέρω ψευδώς ότι απογευματινές ώρες ενώπιον της κόρης τους, η εγκαλούσα τηλεφωνούσε στην συγκεκριμένη φίλη της για να συζητήσουν τις εμπειρίες από τις ερωτικές συνευρέσεις τους, ότι διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς κατά το διάστημα της συμβίωσης μαζί του και πριν την κατάθεση της αίτησης διαζυγίου, ότι τον ίδιο (τον κατηγορούμενο) και τους γονείς του, τους αποκαλούσε "κωλόβλαχους", ότι μετά την έκδοση της υπ' αριθμόν 2723/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία της είχε επιδικασθεί διατροφή, μιλούσε επιτιμητικά γι' αυτόν προσβάλλοντας το πρόσωπό του εκφραζόμενη με χυδαίο τρόπο για τις σχέσεις της, ισχυρίσθηκε δε τα ανωτέρω προς υποστήριξη των αιτημάτων του και με σκοπό την υπέρ αυτού έκβαση της υπόθεσης, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν αναληθή, οι δε εν λόγω ψευδείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, ως διαλαμβάνονται στην προαναφερθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των οποίων γνώση έλαβε η εγκαλούσα με την επίδοση της αίτησης τον Ιούνιο του έτους 2009 και που διατυπώθηκαν ενώπιον των τρίτων, ήτοι όσων έλαβαν γνώση του περιεχομένου της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης. Πρέπει, επομένως, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω κατηγορίας, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό". Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού δεν διαλαμβάνει πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, ούτε τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή εκείνων στη διάταξη που εφαρμόσθηκε και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορεί να αναπληρωθούν από όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει το σκεπτικό. II. Η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς η κρίση: α. Αναφέρεται ανελέγκτως μεν σε πραγματικά περιστατικά την ορθότητα όμως των οποίων αμφισβητώ ως ένα συνονθύλευμα στοιχείων και ως αποτέλεσμα επαγωγικών συλλογισμών, μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα εγώ υποστηρίζω, όσο γιατί αφενός δεν αναφέρεται ειδικά από ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν αυτά τα πραγματικά περιστατικά, αλλά συλλήβδην "από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία. . . ." και αφετέρου οδηγείται σε συμπεράσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν λογικοί ακροβατισμοί. β. Η υπ' αριθ. .../05-12-2016 απόφαση του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι προκύπτει ότι ως προς την διαμόρφωση της κρίσεώς του δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε όλα τα μέσα αποδείξεως κατ' είδος, που τέθηκαν στη διάθεση του και υπήρχαν στη δικογραφία της υποθέσεως. Ωστόσο το Δικάσαν Δικαστήριο με κήρυξε ένοχο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, χωρίς να αιτιολογήσει που βασίστηκε. γ. Η υπ' αριθ. .../05-12-2016 απόφαση του I' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι πρόκειται για δικαιολογημένη ανησυχία μου προκειμένου να φροντίσω, ως όφειλα, για την επιμέλεια και μόνο της ανήλικης τότε θυγατέρας μου. Κατόπιν τούτων, εύλογα το αίσθημα της ανησυχίας διατρανώθηκε μέσα μου και λειτούργησα προστατευτικά για την ανήλικη θυγατέρα μου, γεγονός το οποίο επισημάνθηκε και από την εισαγγελική έδρα κατά την αγόρευση του κ. εισαγγελέως, "λόγω του ότι ο κατηγορούμενος παρασύρθηκε από τον κ. Κ., προτείνοντας την αθώωσή του". Επικουρικά πρέπει να μου αναγνωριστούν ελαφρυντικές περιστάσεις του ρθρου 84 § 2 περ. α', γ' και ε' του ΠΚ. Συγκεκριμένα: α. Ωθήθηκα στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά της τέως συζύγου μου, ως αναφέρεται και ανωτέρω (84 § 2 εδ. γ'), ευρισκόμενος εν βρασμώ ψυχής, αφού αυτή (τέως σύζυγός μου) και ήδη εγκαλούσα εκείνο το χρονικό διάστημα είχε την επιμέλεια της τότε ανήλικης θυγατέρα μας. β. Έως και σήμερα έζησα και ζω έντιμη ατομική, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και αυτό αποδεικνύεται και από το "λευκό" ποινικό μητρώο μου (84 § 2 εδ. α' και ε' ΠΚ) και από το ότι δεν έχω διαπράξει καμία αξιόποινη πράξη (84 § 2 εδ. ε' ΠΚ). Επομένως ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως και μετά από αυτά να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 Κ,Ποιν.Δ.). III. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, η οποία απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επειδή ελλείπει παντελώς η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ,Ποιν.Δ. και η οποία υπάρχει, όταν περιέχονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Επειδή συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση (ΚΠοιν.Δ. 510 § εδ. Ε') εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, διότι στο πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επειδή περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφάρμοσε και επειδή εν προκειμένω υφίστανται άπασες οι προϋποθέσεις. IV. Υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 εδ. Η' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν το Δικαστήριο είτε ασκεί δικαιοδοσία την οποία εκ του νόμου δεν έχει ή χωρίς να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την άσκησή της, είτε αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το Νόμο, αν και συντρέχουν οι όροι άσκησής της. Διότι και στην τελευταία περίπτωση, παρά την υποχρέωση την οποία έχει να δικάσει και την έλλειψη διακριτικής ευχέρειας, κάνει κάτι που ο νόμος δεν του το επιτρέπει. Τέτοια περίπτωση αρνητικής υπέρβασης εξουσίας υπάρχει και όταν το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί αυτοτελών ισχυρισμών είτε τους απορρίπτει σιωπηρά ή και ρητά ΧΩΡΙΣ, όμως αιτιολογία. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ούτε καν σχολίασε και ούτε αναφέρει στα αναγνωστέα έγγραφα την από 24-10-2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Κ. Σ. του Δ. ενώπιον του αρμοδίου υπαστυνόμου του Α.Τ. Συντάγματος, την οποία όχι μόνο προσκόμισε στο Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία η εγκαλούσα, αλλά και διαβάσθηκε τόσο από τον κ. Πρόεδρο, όσο και από την εκ δεξιών του κ. Προέδρου, κ. Πάρεδρο, ως και την από 02-06-2010 ένορκη εξέταση μάρτυρα ενώπιον της Κας Πταισματοδίκη Αμαρουσίου του μάρτυρα Σ. Κ. του Δ., την οποία, προσκομίσαμε στο Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά και αυτή διαβάσθηκε τόσο από τον κ. Πρόεδρο, όσο και από την εκ δεξιών του κ. Προέδρου, κ. Πάρεδρο, αλλά δια της σιωπής εξαφανίσθηκαν ως μη υπάρχουσες. Οι ανωτέρω ένορκες εξετάσεις μάρτυρα είναι η ουσία της όλης υποθέσεως, αφού ο ίδιος ο μάρτυρας με ενημέρωσε για όλα, εκθέτοντας - μεταξύ άλλων - ότι η τέως σύζυγός μου και ήδη εγκαλούσα, μαζί με την σύζυγό του είχαν εμπλακεί σε "ροζ σκάνδαλο" στην υπηρεσία όπου εργάζονται (υπουργείο Εσωτερικών) και μάλιστα υπήρχε και σχετικό δημοσίευμα στις 11-11-2008 στην ημερήσια εφημερίδα ..., το οποίο και μου προσκόμισε, σχετικά. Προ αυτής της καταστάσεως ανησύχησα για την ανήλικη τότε θυγατέρα μου. Αυτό έπραξα και τίποτα περισσότερο.
Εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί των αυτοτελών ισχυρισμών μου, αλλά τους απέρριψε σιωπηρά. Άρα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για τον ανωτέρω λόγο και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το άρθρο 510 § 1 εδ. Η' Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' υποπερ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως και μετά από αυτά να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.). Ο αναιρεσίων δήλωσε ότι νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκείται η παρούσα αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα κατά της υπ' αριθμ. .../05-12-2016 αποφάσεως του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 462, 463, 465 § 1, 474, 504 και Κ.Π.Δ. εντός της νομίμου χρονικής προθεσμίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 473 § 3 και ότι παραδεκτά συνεπώς εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου η παρούσα αίτηση αναιρέσεως για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 § 1 λόγους, όπως πιο πάνω προτείνονται, καθώς επίσης και για τους τυχόν υπάρχοντες και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους άλλους λόγους κατά το άρθρο 511 Κ.Ποιν.Δ.. Ακολούθως και για τους λόγους αυτούς ο αναιρεσείων, ζήτησε αφού γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί και εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. .../05-12-2016 απόφαση του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Στη συνέχεια δήλωσε ότι αν δεν αναφέρεται κάποιος λόγος στην αναίρεση, ο λόγος αυτός επικαλύπτεται από τους λοιπούς, ώστε όλοι μαζί οι λόγοι να αποτελούν ενιαίο σύνολο". Όμως, με αυτό το περιεχόμενο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι, αποτελούν απλώς αντιγραφή της έννοιας της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της υπερβάσεως εξουσίας, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία και δεν προσδιορίζεται στην κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος, σε τι συνίστανται οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικές πλημμέλειες και αιτιάσεις, ποιες οι ασάφειες, ποιες οι ελλείψεις, τα λογικά κενά και οι αντιφάσεις και σε ποια συγκεκριμένα κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τον λόγο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενόψει του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αιτιολογία, η οποία αναφέρεται και στην έκθεση αναιρέσεως, ακόμη και ως προς τη γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών από μέρους του αναιρεσείοντος, που την στηρίζει και σε προσωπική του αντίληψη, για να είναι ορισμένος και επιδεκτικός δικαστικής εκτιμήσεως ο λόγος αυτός, θα έπρεπε να προσδιορίζεται με σαφήνεια στην αίτηση αναιρέσεως σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της ή οι τυχόν αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της, καθώς και ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας και να μην αναφέρεται ο αναιρεσείων αορίστως στην κατά το νόμο έννοια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, χωρίς να την εξειδικεύει σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Όσον αφορά τον λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει ποια ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάστηκε, ποια είναι η πλημμέλεια σε σχέση με τη διάταξη που παραβιάστηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τις παραδοχές της ή αν επικαλείται εκ πλαγίου παραβίαση, την διάταξη που παραβιάστηκε και σε τι συνίστανται οι ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ή αν επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία, ποια διάταξη ερμηνεύτηκε εσφαλμένα και ποια είναι η αληθινή έννοια και ερμηνεία της, αλλ' αρκείται στο να αναφέρεται αορίστως στην κατά το νόμο έννοια της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Και όσον αφορά το λόγο περί υπερβάσεως εξουσίας, ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται η υπέρβαση εξουσίας, δηλαδή δεν προσδιορίζει σε τί συνίσταται η μη άσκηση από το Δικαστήριο δικαιοδοσίας που του δίνει ο νόμος ή σε τι συνίσταται η άσκηση από το Δικαστήριο δικαιοδοσίας που δεν του δίνει ο νόμος, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, αλλ' αρκείται και πάλι στο να αναφέρεται αορίστως στην κατά το νόμο έννοια της υπερβάσεως εξουσίας, χωρίς να εξειδικεύει και να προσδιορίζει πως και γιατί υπερέβη την εξουσία του το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Εξάλλου, ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που υπέβαλε και που δεν αιτιολόγησε την απόρριψή τους η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου της ουσίας και τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε τούτο και δεν χρειαζόταν, όπως προαναφέρθηκε στην αρχή, να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικά και από ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, οι αιτιάσεις περί δικαιολογημένης ανησυχίας του αναιρεσείοντος και περί παρασύρσεώς του από τον Κ. είναι απαράδεκτες και τούτο διότι, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας και το αίτημα για αναγνώριση από τον Άρειο Πάγο των ελαφρυντικών περιστάσεων της ωθήσεως στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά της παθούσας, του προτέρου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς(84 παρ. 2 περ. γ', α' και ε' Π.Κ.) είναι επίσης απαράδεκτο.
Επομένως, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως στην κρινόμενη αίτηση είναι αόριστοι και απαράδεκτοι, όπως απαράδεκτες είναι και οι αιτιάσεις της που πλήττουν την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων από τον Άρειο Πάγο, με συνέπεια να μη περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κανένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., η κρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί (άρθρ. 476 και 513 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-1-2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Π. του Θ., για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. …2017 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Δ., περί αναιρέσεως της .../2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο Αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση κατηγορουμένου για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και υπέρβαση εξουσίας. Αόριστοι οι λόγοι περί ελλείψεως αιτιολογίας, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και περί υπερβάσεως εξουσίας. Αόριστες και απαράδεκτες και οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη. | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση συκοφαντική, Απαράδεκτο αναιρέσεως. | 2 |
Αριθμός 1494/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνη Σιταράς, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Α. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιαννακόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 3058/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Π. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...15.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ' αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Σ.Α., ο πολιτικώς ενάγων, Α. Π. του Α., κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθ. ...14-9-2015 κλήση της για να εμφανισθεί στην αρχική δικάσιμο της 13ης Απριλίου 2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως αρχικά, με την υπ' αριθ. 835/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016 και ακολούθως, με την υπ' αριθ. 1847/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, για τη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση του αναιρεσειόντος, πρέπει να συζητηθεί σαν να ήταν παρών και ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, αφού ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται το έγκλημα της απάτης, το οποίο στρέφεται κατά της περιουσίας και για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) Σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωσή του. β) Εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία ως παραγωγό αιτία να έχει παραπλανηθεί κάποιος και να έχει προβεί σε επιζήμια γι' αυτόν ή για άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Και γ) Βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, που να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η οποία μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρά από τη συμπεριφορά του δράστη, νοείται οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, διαβεβαίωση ή ισχυρισμός αυτού, που εμπεριέχει ανακριβή παρουσίαση ή απεικόνιση της πραγματικότητας και αποσκοπεί στην απόκτηση από τον ίδιο ή από άλλον παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία. Ενώ ως βλάβη νοείται η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου ή η απατηλή δημιουργία σε βάρος του υποχρεώσεων, την οποία δεν αναιρεί η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας κατ' αυτού που την προκάλεσε, αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η βλάβη επέρχεται ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή, ενώ δεν απαιτείται η βλάβη να έχει ως μόνη αιτία την απατηλή συμπεριφορά του δράστη και τη συνακόλουθη πράξη ή ανοχή περιουσιακής διάθεσης εκείνου που παραπλανήθηκε, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτόν που ζημιώθηκε. Επίσης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως γεγονότα νοούνται εξωτερικά πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή στο παρόν, που έχουν συντελεστεί το αργότερο μέχρι τον χρόνο της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη, και όχι ενδιάθετα στοιχεία του δράστη ή πραγματικά περιστατικά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, τα οποία αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος επιχειρήσεως της ζημιογόνου ενεργείας ή παραλείψεως του παθόντος. Η πιο πάνω πράξη της απάτης λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 στοιχ. β' του ιδίου ως άνω άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 2δ του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, αφού σ' αυτό απαιτείται σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 2/2011, 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3058/2014 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο κακουργηματικής απάτης, από την οποία το όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά τα 120.000 ευρώ, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "Εν προκειμένω, από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώστηκαν, καθώς και από τα έγγραφα και τις εκθέσεις, τα οποία αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Οι κατηγορούμενοι είναι παιδικοί φίλοι. Ο πρώτος κατηγορούμενος Μ. Φ. ήταν επιχειρηματίας και είχε τρεις εταιρίες, μεταξύ των οποίων τις "..." και "... - Μ. Φ. και Σία Ε.Π.Ε.", των οποίων ετύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος. Ο Α. Κ. εργαζόταν ως υπάλληλος στην Τράπεζα "... με καθήκοντα οικονομικού συμβούλου - συμβούλου επενδύσεων στο Τμήμα αυτής "...", στο οποίο ανήκαν και εξυπηρετούντο πελάτες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ο μηνυτής Α. Π. υπήρξε μεγαλοκαταθέτης της εν λόγω Τράπεζας και είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις συνεργασίας με τον Α. Κ., ο οποίος ήταν τραπεζικός - οικονομικός σύμβουλός του. Κατά τους πρώτους μήνες του έτους 2004 η οικονομική κατάσταση του Μ. Φ. είχε καταλήξει να είναι πολύ κακή και οι εταιρίες του να είναι στα πρόθυρα της πτωχεύσεως. Κατά μήνα Μάιο 2004, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει την κατάρρευση των εταιριών του, απευθύνθηκε σε τρίτους, προκειμένου να συγκεντρώσει υπό μορφή δανεισμού όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρηματικό ποσόν, ώστε να δυνηθεί να εκπληρώσει μέρος έστω των χρηματικών υποχρεώσεών του και να αποτρέψει την σφράγιση όσο το δυνατόν περισσοτέρων επιταγών εκδόσεως των εταιριών του. Μεταξύ των προσώπων που απευθύνθηκε ήταν και ο κατά τα ανωτέρω παιδικός του φίλος Α. Κ., στον οποίον απεκάλυψε την πραγματική οικονομική του κατάσταση και με παρακλήσεις και φορτικότητα του εζήτησε να τον βοηθήσει να δανεισθεί μέσω των γνωριμιών του μεταξύ των καταθετών - επενδυτών της Τράπεζας, στην οποία απησχολείτο. Εγνώριζε, όμως, ο Μ. Φ. ότι λόγω της δεινής οικονομικής του καταστάσεως θα είχε πλήρη αδυναμία επιστροφής των ποσών, τα οποία θα εδανείζετο. Τούτο ήταν προφανές και στον Α. Κ., ο οποίος ήταν ενήμερος της οικονομικής καταστάσεως του Μ. Φ. και εν όψει της επαγγελματικής του εξειδικεύσεως ως οικονομικού συμβούλου και συμβούλου επενδύσεων μιας μεγάλης Τράπεζας είχε ευλόγως αντιληφθεί την αδυναμία επιστροφής από τον Μ. Φ. του ποσού ή των ποσών των δανείων. Εν τούτοις, ο Α. Κ., πειθόμενος στις παρακλήσεις του φίλου του και γνωρίζοντας ότι ο Α. Π. επιζητούσε υψηλότερες από τις τραπεζικές επιδόσεις των χρημάτων του, με τον σκοπό να αποκομίσει ο Μ. Φ. παράνομο περιουσιακό όφελος, εκάλεσε τον Α. Π. κατά μήνα Μάιο του 2004 στο γραφείο του στην Κηφισιά και του είπε ότι, επειδή είχαν υποχωρήσει τα επιτόκια, υπήρχε κάτι περισσότερο συμφέρον, να δανείσει ποσό 50.000 ευρώ σε ένα προσωπικό του φίλο που τον ήξερε από παιδί, τον Μ. Φ., και θα είχε επιτόκιο 8%. Επειδή ο μηνυτής ήταν επιφυλακτικός για την ασφάλεια των χρημάτων του, ο Α. Κ. του είπε ότι ο φίλος του ήταν φερέγγυος και οικονομικά εύρωστος επιχειρηματίας με ανάπτυξη τριών - τεσσάρων εταιριών, όλων φερέγγυων, με μεγάλο κύκλο εργασιών και κερδών καθώς και μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και ότι θα του επέστρεφε οπωσδήποτε το ποσόν, το οποίο θα του εδάνειζε. Η αλήθεια βεβαίως, την οποία κατά τα ανωτέρω εγνώριζε ο Α. Κ., ήταν ότι ο Μ. Φ. δεν ήταν φερέγγυος, ούτε οικονομικά εύρωστος, ούτε είχε ακίνητη περιουσία και οι εταιρίες του ήσαν στα πρόθυρα της πτωχεύσεως και μάλιστα, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, από τον μήνα Ιούλιο μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο 2004 σφραγίσθηκε σωρεία ακαλύπτων επιταγών, τις οποίες είχε εκδώσει ως νόμιμος εκπρόσωπος των εταιριών αυτών. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ο μηνυτής πείσθηκε και κατέβαλε στον Μ. Φ. στις 27-5-2004 το ποσόν των 50.000 ευρώ ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 15- 10-2004, έλαβε δε από αυτόν προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ..." εκδόσεως της πρώτης των ως άνω εταιριών πληρωτέα στις 15-10-2004. Μετά από λίγες ημέρες ο Α. Κ. έπεισε με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις τον μηνυτή να καταβάλει στον Μ. Φ. επί πλέον ποσόν 80.000 ευρώ. Ο μηνυτής πράγματι κατέβαλε στις 7-6-2006 στον Μ. Φ. το ποσόν αυτό ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 27-9-2004 και έλαβε από αυτόν προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ... εκδόσεως της δευτέρας των ως άνω εταιριών. Επίσης στις 15 Ιουνίου 2004 πειθόμενος από τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις από τον Α. Κ. κατέβαλε στον Μ. Φ. το ποσόν των 15.000 ευρώ ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 15- 10-2004, έλαβε δε από αυτόν προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ..." εκδόσεως της πρώτης των ως άνω εταιριών πληρωτέα στις 15-10-2004. Όπως ήταν επακόλουθο, ο Μ. Φ. δεν επέστρεψε το ποσόν του δανείου, οι δε επιταγές σφραγίσθηκαν ως ακάλυπτες, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός κατά το ποσόν των 145.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή υπερβαίνουσα το ποσόν των 120.000 ευρώ. Ο Μ. Φ. ισχυρίζεται ότι έλαβε το ποσόν των 145.000 ευρώ όχι κατά τα ανωτέρω ως δάνειο αλλά υπό μορφή επενδύσεως του μηνυτή για εταιρική συνεργασία συνισταμένη σε εμπορία (εισαγωγή - πώληση) τηλεοράσεων τύπου plasma εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων με σκοπό το κέρδος, η οποία απέτυχε, ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ο οποίος δεν ευρίσκει κατά την κρίση του Δικαστηρίου αξιόλογο και πειστικό ουσιαστικό έρεισμα επί του αποδεικτικού υλικού, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εν τούτοις, επικαλούμενος την εν λόγω εμπορία τηλεοράσεων από τον Μ. Φ., ο Α. Κ. ισχυρίζεται ότι προσβλέποντας στα εξ αυτής κέρδη έδωσε στον Μ. Φ. το συνολικό ποσόν των 65.500 ευρώ, εκ των οποίων ποσόν 35.500 ευρώ κατέθεσε στις 7-6-2004 στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού. Η κατάθεση του ποσού των 35.500 ευρώ αποδεικνύεται πράγματι από το οικείο παραστατικό, το οποίο προσεκόμισε ο Α. Κ. και το οποίο ανεγνώσθη, η υποκειμένη, όμως, σχέση μεταξύ αυτού και του Μ. Φ., η οποία υπήρξε η αιτία της καταθέσεως, δεν προέκυψε από κανένα αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικτικό στοιχείο. Ο ισχυρισμός του Α. Κ., ότι αιτία της εν λόγω καταθέσεως υπήρξε η προσδοκία κερδών από την επένδυση του Μ. Φ. και ότι εκτός από το ως άνω ποσόν των 35.500 ευρώ κατέβαλε στον τελευταίο και το ποσόν των 30.000 ευρώ για την ιδία αιτία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν ευρίσκει, ομοίως, όπως και ο ως άνω ισχυρισμός του Μ. Φ., αξιόλογο και πειστικό ουσιαστικό έρεισμα επί του αποδεικτικού υλικού. Η εν λόγω κρίση επιρρωνύεται κατά σημαίνοντα λόγο και εκ του ότι ο Α. Κ. προέβαλε τον εν λόγω ισχυρισμό, βάσει του οποίου επιχειρηματολογεί: "ήμουν δανειστής του Φ. Μ. και εγώ, είναι συνεπώς αδιανόητο να ήθελα να εξαπατήσω κάποιον άλλο για μελλοντική μη εκπλήρωση, όταν και εγώ σε αυτή την μελλοντική εκπλήρωση προσέβλεπα και για αυτήν ζημιώθηκα (...)", το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να δώσει λογική εξήγηση της μη προβολής του σε προηγούμενο χρονικό σημείο. Εάν ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος αναμφιβόλως έχει βαρύνουσα σημασία για την απόδειξη ή μη του δόλου του Α. Κ., ήταν πράγματι αληθής, κατά την κοινή λογική και πείρα θα είχε αυθορμήτως προβληθεί από αυτόν εξ αρχής με τις έγγραφες εξηγήσεις του κατά την γενομένη προκαταρκτική εξέταση από τον Πταισματοδίκη Χαλανδρίου ή με την απολογία του κατά την κυρία ανάκριση, εν τούτοις ο Α. Κ. δεν προέβαλε τον ισχυρισμό αυτόν, ως ο ίδιος ομολογεί, ούτε κατά την προκαταρκτική εξέταση και την κυρία ανάκριση ούτε με το κατατεθέν υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για την έκδοση βουλεύματος ούτε με την ασκηθείσα έφεσή του κατά του βουλεύματος ούτε με το κατατεθέν υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για την έκδοση βουλεύματος επί της εφέσεως ούτε κατά την πρωτοβάθμια δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Η δικαιολογία, την οποία προέβαλε ανωτέρω κατά την απολογία του, ερωτηθείς σχετικώς: "Ο Φ. θεώρησε ότι επειδή έχασα την δουλειά μου από αυτόν, μου εγγυάτο ότι θα πληρώσει τον Π., θα πληρώσει τα δικαστικά έξοδα και έβαλα τον ίδιο δικηγόρο με τον κύριο Φ.. Μου είχε πει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ο κύριος Φ. να μην πω για το καταθετήριο που είχα, γιατί δεν χρειαζόταν", ούτε συμβατή με την κοινή λογική είναι, ούτε και αληθής, αφού από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι ο Μ. Φ. διόρισε συνήγορό του να τον υπερασπισθεί τον δικηγόρο Αθηνών Γ. Μ., ενώ ο Α. Κ. διόρισε άλλους συνηγόρους και μάλιστα τρεις, τους Ι. Γ., Π. Κ. και Α. Τ., οι οποίοι και αποδέχτηκαν τους διορισμούς τους. Η κατά τα ανωτέρω ζημία του μηνυτή και το αντίστοιχο όφελος του Μ. Φ. τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τις ψευδείς παραστάσεις - διαβεβαιώσεις του Α. Κ., αφού χωρίς αυτές ο μηνυτής δεν θα προέβαινε στον δανεισμό του Μ. Φ.. Καταφάσκεται εν όψει των ανωτέρω η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξεως της κακουργηματικής απάτης εις βάρος του μηνυτή για τον Α. Κ. και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή για τον Μ. Φ., όχι, όμως, συμφώνως προς τα ανωτέρω, υπό μορφή κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, διότι πρόκειται για τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις - διαβεβαιώσεις και επομένως τελείται μία μόνον πράξη απάτης.
Συνεπώς πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις αυτές, να τους αναγνωρισθούν, όμως, οι ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες τους είχαν αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως, στον Μ. Φ. ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη και στον Α. Κ. ότι έως τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στην Αθήνα κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο 2004 ενεργώντας με πρόθεση, με σκοπό να αποκομίσει τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, σε πράξεις, από τις οποίες η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον Α. Π., ότι ο Μ. Φ. ετύγχανε φερέγγυος και οικονομικά εύρωστος επιχειρηματίας, με ανάπτυξη 3-4 εταιριών, όλων φερέγγυων και με μεγάλο κύκλο εργασιών και κερδών, καθώς και με μεγάλη προσωπική ακίνητη περιουσία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ η αλήθεια, την οποία εγνώριζε ο Α. Κ., ήταν ότι ο Μ. Φ. ούτε φερέγγυος ήταν, ούτε οικονομικά εύρωστος επιχειρηματίας, ούτε είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία και ότι θα είχε πλήρη αδυναμία επιστροφής των ποσών, τα οποία θα εδανείζετο. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ο Α. Κ. έπεισε τον Α. Π. να καταβάλει στον Μ. Φ. στις 27-5-2004 το ποσόν των 50.000 ευρώ ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 15-10-2004, έλαβε δε ο Α. Π. από τον τελευταίο προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ..." εκδόσεως της εταιρίας "..." πληρωτέα στις 15-10-2004. Μετά από λίγες ημέρες ο Α. Κ. έπεισε με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις τον Α. Π. να καταβάλει στον Μ. Φ. επί πλέον ποσόν 80.000 ευρώ. Ο Α. Π. πράγματι κατέβαλε στις 7-6-2006 στον Μ. Φ. το ποσόν αυτό ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 27-9-2004 και έλαβε από αυτόν προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ... εκδόσεως της εταιρίας "... - Μ. Φ. και Σία Ε.Π.Ε.". Επίσης στις 15 Ιουνίου 2004 πειθόμενος από τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις από τον Α. Κ. κατέβαλε στον Μ. Φ. το ποσόν των 15.000 ευρώ ως δάνειο επιστρεπτέο έως τις 15-10-2004, έλαβε δε από αυτόν προς εξασφάλιση την υπ' αριθμόν ... ισόποση επιταγή της Τραπέζης ..." εκδόσεως της εταιρίας "..." πληρωτέα στις 15-10-2004. Ο Μ. Φ., όμως, δεν επέστρεψε το ποσόν του δανείου, οι δε επιταγές σφραγίσθηκαν ως ακάλυπτες, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός κατά το ποσόν των 145.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία του Α. Π. υπερβαίνουσα το ποσόν των 120.000 ευρώ. Η ζημία του τελευταίου και το αντίστοιχο όφελος του Μ. Φ. τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τις ψευδείς παραστάσεις - διαβεβαιώσεις του Α. Κ., αφού χωρίς αυτές ο Α. Π. δεν θα προέβαινε στον δανεισμό του Μ. Φ.". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, από την οποία το όφελος και η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά τα 120.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 79, και 386 παρ. 1 και 3 περ. β' του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του ως άνω εγκλήματος, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα που αναφέρονται σε έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης την οποία διέπραξε ως φυσικός αυτουργός ο αναιρεσείων, ο οποίος εν γνώσει παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα ότι ο συγκατηγορούμενός του Μ. Φ. ήταν φερέγγυο πρόσωπο και επιχειρηματίας με εύρωστη οικονομική κατάσταση, με μεγάλα κέρδη στην αγορά και σημαντική ακίνητη περιουσία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή και ότι ακινδύνως μπορούσε αυτός να του χορηγήσει δάνειο, όπως και έπραξε, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων (145.000) ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό που χορήγησε ως δάνειο στον Μ. Φ., αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός του, αιτιολογείται επαρκώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, της παραχθείσας πλάνης και της βλάβης του παθόντος εγκαλούντος και αναφέρεται ειδικώς ότι από τη συμπεριφορά στην οποία παρακινήθηκε ο πλανηθείς εγκαλών επήλθε άμεσα η περιουσιακή του μεταβολή, χωρίς να προκύπτει ότι μεταξύ αυτής της περιουσιακής μεταβολής και της απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου παρεμβλήθηκε αυτόνομη, περαιτέρω πράξη, άλλου προσώπου που να αναιρεί τον ανωτέρω χαρακτήρα της άμεσης βλάβης και, ακόμη, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού ως προς την παραδοχή του χρόνου τελέσεως, η οποία μάλιστα να επηρεάζει την ταυτότητα της πράξεως ή την παραγραφή της, αφού ως χρόνος τελέσεως προσδιορίζεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως το χρονικό διάστημα Μαϊου 2004 - Ιουνίου 2004, στο οποίο αναφέρεται ότι έλαβαν χώρα οι ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και, όπως προαναφέρθηκε, χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος, ο δε τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος, είναι αδιάφορος. Επομένως, ενόψει τούτων, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση και περί εκ πλαγίου εσφαλμένης εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1 και 386 παρ. 1 και 3 περ. β του Π.Κ., από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων και με τις οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αμφισβητείται η ουσία των ως άνω παραδοχών του Δικαστηρίου και πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-7-2015 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Κ. του ..., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 20-7-2015, για αναίρεση της 3058/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο Αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απάτη με ζημία άνω των 120.000 ευρώ. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη νομίμου βάσεως (510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Ορισμένες αιτιάσεις απαράδεκτες. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Απάτη, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1493/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Φ. Λ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χατζηϊωάννου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 10934/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 196/17.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ' αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Κ. Ζ., η πολιτικώς ενάγουσα στην κρινόμενη υπόθεση "... Α.Ε." κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 196/15-2-2017 κλήση της, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο κατηγορούμενος, πλην όμως αυτή σήμερα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αυτή ίσχυε κατά την αρχική της διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς της με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, οριζόταν ότι "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Ήδη, με το ίδιο ως άνω άρθρο (79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α' του Ν. 2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη στην οικεία θέση, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή και εταιρείας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής και κατά το χρόνο της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή και υποκειμενικά δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως και για την ύπαρξη του οποίου αρκεί και η ενδεχόμενη γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξης. Κατά συνέπεια, για να είναι αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να θέλει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Έτσι, όταν στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα και δεν χρειάζεται για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά στη "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε παλαιότερα η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972. Το αξιόποινο της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή την μη πληρωμή της επιταγής, χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ του εκδότη και λήπτη της επιταγής. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του Ν. 5960/1933, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Η επιταγή, εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας εκδόσεως αυτής, είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδ. α' και δ' του ιδίου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας αυτής είναι η επί της επιταγής ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα. Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε νομίμως προς πληρωμή μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από της επομένης της ημέρας κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που σημειώνεται σ' αυτήν ως ημεροχρονολογία εκδόσεώς της (Ολ. Α.Π. 123/1981, 46/1980). Αν κατά τον χρόνο αυτόν ο εκδότης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον χρόνο αυτόν τελεί και το ανωτέρω έγκλημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη και προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δεν αξιώνει άμεσο δόλο (εν γνώσει) ή υπερχειλή δόλο (σκοπό) ως πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ' επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ.. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη (από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Ποιν.Δ.) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής κ.λπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί συνιστούν απλώς νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που επιφέρει σχετική ακυρότητα της ακροαματικής διαδικασίας και στοιχειοθετεί το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφαση του ειδική αιτιολογία γι' αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. α' του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτωχεύσεως στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνον ο σύνδικος και κατά τη διάταξη του άρθρου 172 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του, ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, οι πράξεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή απορριφθεί η αίτηση για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η πτώχευση του εργοδότη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του προς πληρωμή τραπεζικής επιταγής, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, ενόψει του ότι, το μεν ο πτωχεύσας οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του μετά την ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία όμως καθορίζεται με την απόφαση που κηρύσσει τη πτώχευση. Όμως, επειδή η απαγόρευση αυτή αίρει τον δόλο του υπόχρεου εργοδότη ως προς τη μη πληρωμή της τραπεζικής επιταγής, όταν η ημέρα παύσεως των πληρωμών δεν είναι γνωστή στον υπόχρεο πριν από την έκδοση της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση και καθορίζει την ημέρα παύσεως των πληρωμών του, δεν αίρεται ο δόλος του για τη μη πληρωμή τραπεζικής επιταγής που έπρεπε να πληρωθεί σε χρόνο προγενέστερο της κηρύξεως της πτωχεύσεως, δηλαδή σε χρόνο που εμπίπτει στην ύποπτη περίοδο από της ημέρας παύσεως των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως, οπότε και καθορίζεται πλέον η ημέρα παύσεως των πληρωμών και η ύποπτη περίοδος, τις οποίες αυτός δεν γνώριζε πριν καθορισθούν από την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση. Έτσι, ο χρόνος πληρωμής της επιταγής, είναι κρίσιμος στην ανωτέρω περίπτωση της πτωχεύσεως του οφειλέτη της επιταγής, αλλά και όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής λόγω παραγραφής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 11020/2016 απόφασή του, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατέθεσε στο Δικαστήριο, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, έγγραφο σημείωμα με τους παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά: "Ι. Αυτοτελής ισχυρισμός του "άλλως δύνασθαι πράττειν". Προτείνουμε τον αυτοτελή ισχυρισμό του "άλλως δύνασθαι πράττειν" ως λόγου που αποκλείει τον καταλογισμό μας, διότι κατ' ορθή εκτίμηση των προβληθέντων από εμένα ισχυρισμών η παντελής αδυναμία ανταποκρίσεως απέναντι στις οικονομικές μου οφειλές συνιστά όχι μόνο την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β ΠΚ, αλλά αποκλείει την πραγμάτωση της οικείας αντικειμενικής υποστάσεως, αφού, όπως ορθά επισημαίνεται, αληθινή παράλειψη μιας οφειλόμενης πράξης/ενέργειας ως εξωτερίκευση του ψυχικού κόσμου του δράστη δεν έχουμε εφόσον λ.χ. ο περί ου πρόκειται δεν είχε in concreto συνείδηση της συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων που θεμελιώνουν την υποχρέωσή του και προπάντων εφόσον εξ αντικειμένου δεν είχε τη δυνατότητα εκπλήρωσής της (impossibilium nulla est obligatio). Εφόσον ο οφειλέτης του Δημοσίου και αντίστοιχα των οποιονδήποτε εισφορών απέναντι σε ασφαλιστικά ιδρύματα ή και εργατικές εισφορές βρίσκεται σε αληθινή αντικειμενική, μη προκληθείσα από τον ίδιο (παράλειψη με πράξη) αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του, δεν πληροί καν την αντικειμενική υπόσταση του υπό συζήτηση εγκλήματος ... . Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζεται ότι η διάγνωση από το δικαστή της αδυναμίας του εργοδότη (ταμειακή δυσχέρεια, ήτοι έλλειψη διαθεσίμου ρευστού χρήματος) και για την καταβολή των δεδουλευμένων συνιστά έλλειψη δόλου ... . Η προωθούμενη και κανονιστικά (σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών) αυτονόητη αυτή προσέγγιση αναδεικνύεται ενεργός αν σκεφτεί κανείς ότι σε περίπτωση σφοδρής ψυχικής πίεσης πέραν των αναφερομένων στα άρθρα 32, 23 κ.λπ. ΠΚ, ο καταλογισμός σε ενοχή αποκλείεται βάσει της συνταγματικώς καθιερωμένης αρχής της ενοχής και της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΠΚ (άρθρ. 32, 23 κ.λπ.), που προσδιορίζουν πότε αποκλείεται το "άλλως δύνασθαι πράττειν", δεν επιδιώκουν, να αποκλείσουν την παροχή συγγνώμης σε άλλες περιπτώσεις ανυπέρβλητου ψυχικού αδιεξόδου, αλλά έχουν το νόημα ότι ο νομοθέτης από όλες τις περιπτώσεις αδυναμίας συμμόρφωσης, έχει επιλέξει εκείνες, ως προς τις οποίες καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ανυπέρβλητης ψυχικής πίεσης, που οδηγεί κατά αυθεντική απόφανση του νόμου σε αδυναμία του δράστη να συμμορφωθεί προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Όταν, επομένως, η ψυχική πίεση υπάρχει σε άλλες, πέραν των τυποποιημένων, περιπτώσεις, η βουλητική αδυναμία συμμόρφωσης δεν αποκλείεται εκ των προτέρων. Απλώς εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφανθεί αν in concreto μπορούσε να αξιωθεί από τον υπό κρίση δράστη να υπερνικήσει την εσωτερική του σύγκρουση και να συμμορφωθεί προς την περί αδίκου αντίληψη του. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο οι ανωτέρω διατάξεις αποκλείουν τον καταλογισμό δια του αποκλεισμού της δυνατότητας συμμόρφωσης είναι η σφοδρή ψυχική πίεση υπό την οποία τελεί ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, η ακαταμάχητη ψυχική πίεση, αλλά και το γεγονός, ότι αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία του δράστη, να αποφασίσει διαφορετικά, τεκμαίρονται και μάλιστα αμάχητα. Στις λοιπές περιπτώσεις ψυχικής πίεσης, ωστόσο, ούτε ο ανωτέρω λόγος εκλείπει, εκ του γεγονότος, ότι δεν προβλέπονται στο νόμο, ούτε η αιτιότητα μπορεί να αποκλειστεί. Εκείνο που αποκλείεται είναι το τεκμήριο. Σ' αυτές, λοιπόν, τις πέραν του θετικού δικαίου περιπτώσεις σφοδρής ψυχικής πίεσης, ανάλογης προς τις ανωτέρω ρυθμισμένες, δεν απαγορεύεται ο αποκλεισμός του καταλογισμού, αλλά απλώς δεν τεκμαίρεται. Κατά συνέπεια στις περιπτώσεις αυτές η βουλητική αδυναμία συμμόρφωσης θα πρέπει ν' αποδειχθεί. Τούτο δε διότι, το να δεχτούμε, ότι η πράξη μπορεί να καταλογιστεί στο δράστη μόνον και μόνον επειδή η συγκεκριμένη αδυναμία συμμόρφωσης δεν περιλαμβάνεται, στον κατάλογο των περιοριστικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων του ΠΚ, καίτοι το δικαστήριο διαπίστωσε, ότι αυτός, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά λόγω της σφοδρής ψυχικής πίεσης, θα σήμαινε ευθεία παραβίαση της αρχής της ενοχής και, συνεπώς, της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος) ... . Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της πασίδηλης οικονομικής αδυναμίας μας, είναι αξιοσημείωτο ότι από το αποδεικτικό υλικό το οποίο Σας προσκομίζουμε προκύπτει ότι στο επίμαχο χρονικό διάστημα οι Τράπεζες είχαν δεσμεύσει όλα τα ποσά των πιστωτικών καρτών που χρησιμοποιούνταν από τους πελάτες της εταιρίας μας για τις συναλλαγές τους με αυτήν, δηλαδή τόσον αυτά που αφορούσαν πωλήσεις τυπικής παρακαταθήκης, όσο και αυτά που αφορούσαν τις πωλήσεις των δικών μας προϊόντων. Αναφορικά δε με αυτήν την δέσμευση των ποσών επισημαίνεται ότι: Πρώτον, οι πωλήσεις μέσω πιστωτικών καρτών αντιπροσώπευαν περί το 30% των συνολικών μας πωλήσεων.
Συνεπώς το ποσό αυτό ήταν άνω του 23% που είναι ο ΦΠΑ, άρα οι τράπεζες ελάμβαναν ΟΛΟ το ΦΠΑ και άλλο 7% των συνολικών μας εισπράξεων. Για το έτος 2012 οι πωλήσεις μέσω πιστωτικών καρτών κάρτες είχαν ξεπεράσει συνολικά τα 10 εκατομμύρια ευρώ. Τις εισπράτταμε τμηματικά, διότι όπως παρείχαμε δόσεις στον πελάτη (π.χ. 10 δόσεις), αντίστοιχα σε δόσεις τις εισπράτταμε και εμείς. Δεύτερον, όλα αυτά έλαβαν χώρα έως και την αίτηση της εταιρίας μας για υπαγωγή στο άρθρο 99. Από εκεί και πέρα οι τράπεζες διέκοψαν σχεδόν πλήρως την απόδοση αυτών των ποσών και τα χρησιμοποιούσαν για να εξοφλούνται τόκοι, δόσεις από τα δάνεια κ.λπ.. Εντός 6 μηνών χρησιμοποίησαν με αυτόν τον τρόπο ρευστότητα περί τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Έστω και ένα μέρος αυτής να είχαμε διαθέσιμη, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα, καθώς θα μπορούσαμε να πληρώνουμε πολύ καλύτερα την Εφορία, του εργαζόμενους και το ΙΚΑ, ώστε να λειτουργούμε στοιχειωδώς. Τρίτον, προσδοκούσαμε βέβαια να έρθουμε σε συμφωνία μαζί τους. Και αυτό γιατί οι τράπεζες ήταν απαραίτητες για την επιτυχή έκβαση του άρθρου 99, δεδομένου ότι αποτελούσαν το 60% των πιστωτών μας, κάτι το οποίο βέβαια επετεύχθη, αλλά κάπως αργά, όπως δυστυχώς απέδειξε η ιστορία. Δηλαδή, αν μετά τη θετική απόφαση του δικαστηρίου της 7/6/2013, οι τράπεζες ελάμβαναν γρήγορα -όπως τους παρακαλούσαμε- τις αποφάσεις στα συμβούλιά τους (δηλ. εντός 1 μήνα και όχι σε 3 μήνες, όπως τελικά έγινε), δε θα είχαν γίνει όλα αυτά που έγιναν το Σεπτέμβριο (βλ. οικείο κεφάλαιο με οικονομική καταστροφή της εταιρίας μας). Στην προκειμένη περίπτωση, παρά την κρίση, μέχρι πρόσφατα καταφέραμε με "νύχια και με δόντια" να τιθασεύουμε τα προβλήματα ρευστότητας, ενώ ήδη εδώ και κάποιους μήνες, θέταμε τα θεμέλια, σε συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες μας και την εταιρία συμβούλων ..., προκειμένου να τα ξεπεράσουμε οριστικά, καταστρώνοντας από κοινού ένα αξιόπιστο σχέδιο εξυγίανσης της επιχείρησης μας. Κι όλα αυτά, βέβαια, προκειμένου να διατηρήσουμε ζωντανή την επιχείρησή μας και με τον τρόπο αυτό να διαφυλάξουμε και τα θεμέλια βιοπορισμού για 900 περίπου οικογένειες που συναρτούν την τύχη τους με την επιβίωση της εταιρίας μας πανελλαδικά, ήτοι τόσο τις οικογένειες των εργαζομένων όσο και των συνεργατών/προμηθευτών μας. Πράγματι, οι ως άνω προσπάθειές μας κατέληξαν στην κατάρτιση ενός πειστικού σχεδίου εξυγίανσης της εταιρίας, που θα βασιζόταν φυσικά σε σχετική μελέτη βιωσιμότητας, το οποίο θέσαμε υπ' όψιν των πιστωτριών τραπεζών μας, ζητώντας την υποστήριξή τους μέσω έγκρισης περαιτέρω χρηματοδότησής μας. Ήδη από τα μέσα περίπου του Σεπτεμβρίου 2013, οι τρεις εμπλεκόμενες τράπεζες είχαν δώσει τις εσωτερικές τους εγκρίσεις για τη σχετική συμφωνία εξυγίανσης, που θα αποκαθιστούσε τη ροή της περαιτέρω χρηματοδότησής μας και θα καθιστούσε δυνατή την εξόφληση των οικονομικών υποχρεώσεων της εταιρίας και προς το Δημόσιο και προς το ΙΚΑ. Δεδομένου δε ότι η εταιρία μας είχε "πιάσει" τους οικονομικούς στόχους που είχαν τεθεί από τις ίδιες τις πιστώτριες τράπεζες το πρώτο οκτάμηνο της χρήσης 2013, απέμενε η ρύθμιση των τελικών λεπτομερειών και η τυπική υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης, ώστε στη συνέχεια να υποβληθεί προς άμεση επικύρωση στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 106 β του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), όπως ισχύει σήμερα. Η εν λόγω συμφωνία εξυγίανσης, η οποία ως προς τα βασικά της σημεία είχε εγκριθεί από τις εμπλεκόμενες τράπεζες και βρισκόταν ολίγες μόνο μέρες πριν από την τυπική υπογραφή της, θα διασφάλιζε πλήρως τα συμφέροντα του Δημοσίου, του ΙΚΑ, αλλά και της εκμισθώτριας του καταστήματος της ... "...", που δυστυχώς ήταν εκείνη που από ένα χρονικό σημείο και μετά έκανε τα πάντα, προκειμένου αυτή η συμφωνία εξυγίανσης να μην μπορέσει να λάβει εγκαίρως σάρκα και οστά, ήτοι αρχικά κατήγγειλε τη σύμβαση μισθώσεως στις 07-6-2013. δηλαδή την ημέρα εκείνη κατά την οποία (όλως τυχαίως...) δημοσιεύθηκε η υπ' αριθμ. 11923/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία άνοιγε η διαδικασία εξυγίανσης της εταιρίας μας (!), ακολούθως θεώρησε την καταγγελία ως "μηδέποτε γενομένη", υπό τον όρο όμως ότι θα της καταβάλαμε άμεσα το ποσό των 370.000 ευρώ και τελικώς αρνήθηκε να λάβει το εν λόγω ποσό, όταν της το προσφέραμε, ενώ στις 27-9-2013 προέβη κατά κατάχρηση δικαιώματος σε αιφνιδιαστική έξωσή μας από το μίσθιό της στην οδό ... (!). Κατά της παραπάνω συμπεριφοράς της αντιδράσαμε με την κατάθεση από μέρους μας και κατά της ... της υπ' αριθμ. …30/21.10.2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, δικάσιμος για την οποία είχε οριστεί η 19.2.2014. Το γεγονός όμως ότι δεν ευδοκίμησε το αίτημά μας, που περιλαμβανόταν στην ανωτέρω αίτηση, για έκδοση προσωρινής διαταγής, είχε ως αποτέλεσμα την οριστικοποίηση της αποβολής μας από το ανωτέρω κατάστημα, δηλαδή από το πανελλαδικά μεγαλύτερο σημείο πώλησής μας. Έτσι, ματαιώθηκε το εξυγιαντικό εγχείρημα της εταιρίας μας, καθώς χωρίς τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος μας καθίσταται άνευ αντικειμένου οποιαδήττοτε προσπάθεια εξυγίανσης. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι κανένα κατάστημα της εταιρίας μας δεν λειτουργεί πλέον, η εταιρία μας έχει περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία πληρωμής οποιοσδήποτε οφειλής της, έναντι του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ η υποβολή αίτησης για κήρυξή της σε πτώχευση ήταν πλέον μονόδρομος, παρά τις όποιες προσπάθειές μας περί του αντιθέτου, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι κανένα κατάστημα της εταιρίας μας δεν λειτουργεί πλέον, η εταιρία μας έχει περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία πληρωμής οποιοσδήποτε οφειλής της, έναντι του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ η υποβολή αίτησης για κήρυξή της σε πτώχευση ήταν πλέον μονόδρομος, παρά τις όποιες προσπάθειές μας περί του αντιθέτου, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω.
Συνεπώς, ενόψει του γεγονότος ότι οι κρισιολογούμενες οφειλές προς το ΙΚΑ -κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (αναφορικά με τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές που αφορούν το διάστημα 1-5-2013 έως 1-7-2014 - 501/ΠΕΕ/Μ/590/2014 ΠΕΕ), από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (για τις ασφαλιστικές εισφορές από 1-5-2013 έως 1-7-2014 - 501/ΠΕΕ/Μ/601/2014 ΠΕΕ) και από 1-6-2013 έως 1-8-2014 (για τις ασφαλιστικές εισφορές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες που αφορούν το διάστημα από 1-5-2013 έως 1-7-2014 - 501/ΠΕΕ/Μ/589/2014/ΠΕΕ) αντίστοιχα και δεδομένου του διαρκούς χαρακτήρα των οικονομικών προβλημάτων της εταιρίας, τα οποία προβλήματα δεν οφείλονται σε δική μας υπαιτιότητα αδυνατούμε πλήρως να καταβάλλουμε τα συγκεκριμένα ποσά και τούτο αίρει τον καταλογισμό μας ως προς την τέλεση του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε το "άλλως δύνασθαι πράττειν" αποτελεί στοιχείο του καταλογισμού. Εξάλλου, η πιθανή τιμώρηση μας για μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τη στιγμή που δεν δυνάμεθα να τις καταβάλλουμε και τη στιγμή που ήδη έχει κατασχεθεί το σύνολο της περιουσίας μας η οποία υπερκαλύπτει τις οφειλές μας θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία κατηγορούμαστε που προβλέπονται στον α.ν. 86/1967 δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από την ποινικοποίηση απαιτήσεων του ΙΚΑ με σκοπό τον εξαναγκασμό του οφειλέτη να καταβάλλει τα οφειλόμενα ποσά. Εξάλλου, για τα ποσά, τα οποία κατηγορούμαστε το ΙΚΑ έχει ήδη αναγγελθεί στην πτωχευτική περιούσια και πρόκειται να ικανοποιηθεί πλήρως. Στην προκειμένη περίπτωση μια πιθανή καταδίκη μας τη στιγμή που δεν δυνάμεθα να καταβάλλουμε τα συγκεκριμένα ποσά, ενώ το ΙΚΑ ικανοποιείται πλήρως από την πτωχευτική διαδικασία μας υποβιβάζει σε αντικείμενα και όχι υποκείμενα της ποινικής διαδικασίας. II. Αυτοτελής ισχυρισμός πτωχεύσεως. Κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του Α.Ν. 86/1967, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4038/2012 (Μεσοπρόθεσμο) προβλέπεται ότι : "Χρόνος τέλεσης του αδικήματος των παραγράφων 1 και 2 για όσους οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής". Ο ισχυρισμός περί πτωχεύσεως αποτελεί κατά παγία νομολογία αυτοτελή ισχυρισμό. Έχει κριθεί ως αυτοτελής ισχυρισμός -στο πλαίσιο δίκης για μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών (ασφαλιστικών) εισφορών- ο ισχυρισμός ότι η εκπροσωπούμενη από τον αναιρεσείοντα ανώνυμη εταιρία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με χρόνο παύσεως των πληρωμών που ανέτρεχε πριν από τον χρόνο που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι απαιτήσεις του ΙΚΑ για την καταβολή των οικείων ασφαλιστικών εισφορών, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 679 παρ. 4 του Εμπορικού Νόμου απαγορευόταν στον πτωχεύσαντα να καταβάλει τις εισφορές αυτές μετά την ημερομηνία παύσεως των πληρωμών, και ότι η απαγόρευση αυτή αναιρεί το δόλο του αναιρεσείοντος ... . Ως αυτοτελής θεωρήθηκε ο ισχυρισμός του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας ανώνυμης εταιρίας ότι τόσο ο ίδιος όσο και η εταιρία είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση σε χρόνο προγενέστερο της παύσης καταβολής των μισθών στους εργαζομένους ... . Η πτώχευση του οφειλέτη καταβολής ληξιπρόθεσμων εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από το ληξιπρόθεσμο αυτού και πριν την τέλεση του εγκλήματος, ενόψει του ότι, το μεν κατ' άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού, επομένως και καταβολή χρέους που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ' άρθρο 679 του ΕμπΝ καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών ... . Επίσης θεωρήθηκε ως αυτοτελής ισχυρισμός -αναφορικά με παράβαση του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3424/1955 περί υπερημερίας καταβολής τιμήματος γεωργικών προϊόντων- ο ισχυρισμός περί άρσης της υπερημερίας λόγω πτωχεύσεως της εταιρίας ... . Αναφορικά με τις ασφαλιστικές (εργατικές και εργοδοτικές) εισφορές για το διάστημα από ... έως 3... οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά του Αυγούστου του 2013, και από 1 Οκτωβρίου και έπειτα (διάστημα κατά το οποίο λόγω της πτωχεύσεως είχαμε και νομική αδυναμία καταβολής των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς το ΙΚΑ αντίστοιχα ο χρόνος τελέσεως είναι (σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967) το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να ερμηνεύεται μόνον κατά του κατηγορουμένου, αλλά επιβάλλεται να ερμηνεύεται και υπέρ αυτού. ΕΠΕΙΔΗ με την υπ. αριθ. 7/6/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπήχθη αρχικά η εταιρία "..." στο άρθρο 99, ενώ στη συνέχεια με την υπ' αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας-κατόπιν της υπ. αριθ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013 (χρονικό διάστημα εντός του χρόνου τελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967). Τούτο δε συνεπάγεται, την ανικανότητα διαχειρίσεως της εταιρικής περιουσίας, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη του πρώτου εξ ημών ως προς τα αποδιδόμενα σ' αυτόν αδικήματα, καθώς του στερεί τη δυνατότητα διοικητικού συμβιβασμού-ρυθμίσεως για τα συγκεκριμένα χρέη και παράλληλα δεν έχει ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της εταιρικής περιουσίας (από το Νόμο). Και τούτο διότι, το μεν κατ' άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού, επομένως και καταβολή χρέους που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ' άρθρο 679 του ΕμπΝ καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών.
Συνεπώς, με δεδομένη την ημέρα παύσης πληρωμών (1/10/2013) βρισκόμαστε όχι μόνο σε πραγματική, αλλά και νομική αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών που αναφέρονται στο υπ' αριθμ. ΒΜ Τ2014/269 κλητήριο θέσπισμα που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1/5/2014 1/12/2013 έως 1/6/2014 στο βαθμό που αυτές αφορούν χρονικό διάστημα όπου η Επιχείρησή μας είχε πτωχεύσει όπως αναφέρεται ειδικά ανωτέρω. Επίσης και για τις ασφαλιστικές εισφορές που αναφέρονται στο με αριθμό ΒΜ Τ 2014/268 κλητήριο θέσπισμα (για τη χρονική περίοδο 1/11/2013 έως ΔΠ/4/2014) η επιχείρησή μας είχε ήδη πτωχεύσει, καθώς ημερομηνία τελέσεως του αδικήματος και βρισκόμασταν σε πλήρη αδυναμία καταβολής των επίμαχων ασφαλιστικών εισφορών. Αναφορικά δε με τις ασφαλιστικές εισφορές που αναφέρονται στο υπ. αριθ. ΒΜ Τ 2014/270 κλητήριο θέσπισμα (1/11/2012 έως ΔΠ/4/2013) που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από 1/5/2013 έως 1/7/2014 ο διαρκής χαρακτήρας του εγκλήματος που εγκαθιδρύει το άρθρο 1 παρ. 6 του α.ν. 86/1967 δεν μπορεί να εφαρμόζεται μόνον σε βάρος του κατηγορουμένου αλλά και υπέρ του, και ως εκ τούτου και δεδομένου του χρόνου τελέσεως του εγκλήματος και οι συγκεκριμένες πράξεις εμπίπτουν (και) σε χρονικό διάστημα όπου η εταιρία μας είχε πτωχεύσει και υπάρχει πλήρης (νομική και ουσιαστική) αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ. III. (Επικουρικό) Αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου (άρθρο 84 § 2 α Π.Κ.) Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, μέχρι την τέλεση της πράξεως, ζήσαμε πραγματικά έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α ΠΚ). Αυτό πιστοποιείται από το λευκό, ουσιαστικώς, ποινικό μου μητρώο, από τις καθόλου θετικές και σταθερές εκδηλώσεις του οικογενειακού και επαγγελματικού μας βίου και, γενικότερα, κάθε μορφής της ζωής μας, από την εργατικότητά μας και από τις άριστες κοινωνικές σχέσεις γενικώς. Ειδικότερα: Όπως και κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ... Α.Ε., σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, έχουμε προσφέρει στην πόλη και την κοινωνία …, με πολλαπλούς τρόπους, ένας εκ των οποίων ήταν και οι δωρεές πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, ανερχομένων συνολικά σε μεγαλύτερο των € 15.000.000,00 ποσό. Ειδικότερα, στο προ της κρίσεως χρονικό διάστημα, η εταιρία μας έχει προβεί στην εκτέλεση, με δικές της δαπάνες, των ακολούθων έργων: •Η κατασκευή του συγκροτήματος Γυμνασίου και Λυκείου "..." ... στη μνήμη του αδελφού μας, Ο. .... Η κατασκευή και επιχορήγηση ... στην περιοχή ... με το όνομα "... Ο. ...". Η κατασκευή τετραώροφης οικοδομής στο ..., η οποία• σήμερα στεγάζει δραστηριότητες για τη δημιουργική απασχόληση παιδιών προνηπιακής ηλικίας. Η κατασκευή πάρκων και παιδικών χαρών σε διάφορες περιοχές της πόλης, μεταξύ των οποίων πιο γνωστή είναι η παιδική χαρά "..." .... Η κατασκευή του Κέντρου Αναπτυξιακής ... ...ς", ενός ανεξάρτητου κτιρίου εντός του συγκροτήματος του ..., που είναι αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, καθώς και η μόνιμη προμήθεια του αναγκαίου ιατρικού εξοπλισμού του. Η ανέγερση πολυώροφου ... στην ..., μία δωρεά στην .... Η ανέγερση του ... ... στην .... Η κατασκευή ενός σπιτιού στο ... Ελλάδος, στο .... 1.1. Παράλληλα, έχω τιμηθεί επανειλημμένα από το Δήμο Θεσσαλονίκης αλλά και την Εκκλησία, με διάφορους τιμητικούς τίτλους, για την προσφορά μου αυτή. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρεται η επιστολή του Δημάρχου Θεσσαλονίκης για τα σημαντικά έργα που έδωσε για τις ανάγκες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και η επιστολή της ... για την εν γένει κοινωνική προσφορά του και την επιστολή του Μ. Λ., Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη ανάπτυξη σχετικά με την επαγγελματική του πορεία και την καταστροφή του λόγω της κρίσεως, καθώς και το συστατήριο γράμμα του ... σχετικά με την κοινωνική δράση της οικογένειας και την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε αυτή. 1.2.Η εταιρία μας, πριν από την κρίση, ήταν συνεχώς και αδιαλείτττως συνεπής προς όλες τις αρχές. Δεν είχε ποτέ καθυστερήσει την καταβολή ούτε για μια ημέρα των ασφαλιστικών της εισφορών ή των υποχρεώσεών της προς το Δημόσιο, τους υπαλλήλους της, τις τράπεζες ή τους προμηθευτές της. 1.3. Η εταιρία μας απασχολούσε, το τελευταίο προς της κρίσης χρονικό διάστημα, πάνω από 1.000 υπαλλήλους, δίνοντάς τους εργασία και υποστηρίζοντάς τους με κάθε δυνατό τρόπο. 1.4. Ποτέ δεν έχουμε δώσει λαβή για σχόλια για την ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική μας ζωή. Ο πρώτος από μας μεγάλωσα με τη σύζυγό μου έξι παιδιά, που όλα σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο και ασχολήθηκαν με την επιχείρηση. Εξάλλου, εκτός από την προαναφερόμενη πλούσια δράση στο επίπεδο του επαγγελματικού και κοινωνικού βίου, επιδεικνύει εντιμότητα και στο πεδίο του οικογενειακού του βίου. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι χάρη στους κόπους, στις προσπάθειές του και στην ιδιαίτερη επιμέλεια δημιούργησε μια ευτυχισμένη οικογένεια, αποτελούμενη από τη σύζυγό του Τ. Π. και τα τέκνα του ... Λ. (7 ετών) και τον ... Ο. ( 5 ετών). Υπήρξα πρότυπο πατέρα και στήριγμα για τα παιδιά μου, τους προσέφερα τα εφόδια που χρειαζόταν για να μεγαλώσουν ομαλά. Σχετικά δε με την εντιμότητα του επαγγελματικού του βίου εκτός των προαναφερομένων πλούσιων και πολυσχιδών δράσεών του αναφέρεται ότι είναι πτυχιούχος της ..., συμμετείχε σε σεμινάριο εκμάθησης πληροφορικής της εταιρίας Microsoft, είναι κάτοχος πτυχίου επαγγελματικών Αγγλικών -Stage 5-Cycle εξειδικεύθηκε από το Διεθνές Κέντρο Επιμορφώσεως ΕΠΕ στο θέμα: "Νομικά για μη Νομικούς", παρακολούθησε σεμινάριο με θέμα: "Ανάλυση Ισολογισμών και αποτελεσμάτων χρήσεων" που διεξήχθη από την Ελληνική Εταιρία Διοικήσεως Επιχειρήσεων (Τμήμα Μακεδονίας), παρακολούθησε σεμινάριο που διεξήχθη από την Ελληνική Εταιρία Διοικήσεως Επιχειρήσεων (Τμήμα Μακεδονίας) με θέμα: "Ηγεσία- Εκχώρηση-Μανατζμεντ Αλλαγών", καθώς και με θέμα: "Σύγχρονες τάσεις στο Management", καθώς και πλήθος άλλων σεμιναρίων διεξαχθέντων από έγκυρους επαγγελματικούς και πανεπιστημιακούς φορείς. Για όλους τους παραπάνω λόγους, άλλως και όλως επικουρικώς αιτούμαστε να μας αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου (:άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ). Ε. (Επικουρικό) Αίτημα αναγνώρισης ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων (άρθρο 84 §2 β Π.Κ). Η οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια έχει επηρεάσει καθοριστικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, καθώς βάλλεται με πολλαπλούς τρόπους η ψυχολογία και η αγοραστική τους δύναμη και έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη ρευστότητα των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Παρ' όλο ότι η κρίση αυτή ταλαιπωρεί όλη την ελληνική οικονομία τουλάχιστον τα τελευταία πέντε χρόνια, η εταιρία μας επηρεάστηκε σημαντικά από τη συνεχιζόμενη κρίση μόλις το 2012, με αποτέλεσμα βέβαια η ρευστότητά της να μειωθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, για τους παρακάτω λόγους: Η εταιρία μας είχε πραγματοποιήσει τα τελευταία δέκα χρόνια επενδύσεις ποσού άνω των € 20.000.000 ευρώ για τα καταστήματά της, τα οποία προηγουμένως ανακαίνισε πλήρως και κατέστησε σύγχρονα, ανακαινισμένα εκ βάθρων κτίρια, με όλες τις προδιαγραφές που αφορούν σε αντίστοιχα ασφαλή κτίρια του μέλλοντος, με εξαιρετικά σημαντικές κτιριακές, ηλεκτρομηχανολογικές και άλλες επενδύσεις καθώς και μέσω των συνεχών και υψηλών δαπανών συντηρήσεών τους. Όμως λόγω της επελθούσας κρίσης οι επενδύσεις από το 2007 και μετά δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και έτσι δεν μπόρεσαν να αποσβεστούν. Λόγω και της τεράστιας μείωσης της κατανάλωσης, αναγκαστήκαμε να προβούμε σταδιακά και νόμιμα σε κλείσιμο των ζημιογόνων καταστημάτων. Έτσι, κατά το έτος 2011 έκλεισαν τα καταστήματα της εταιρίας μας στην ..., ..., ενώ το 2012 έκλεισαν τα καταστήματα της ..., των ... στην .... Το Μάρτιο του 2013 έκλεισε επίσης το κεντρικό κατάστημα της …. ενώ το καλοκαίρι του 2013 έκλεισε και το κατάστημα της οδού ... και .... Τέλος, λόγω εξώσεως, το Σεπτέμβριο 2013 έκλεισε και το κεντρικό μας κατάστημα στην οδό ..., …και ακολούθησε η διακοπή της λειτουργίας και των υπολοίπων καταστημάτων μας, στην .... Ο κύκλος εργασιών της εταιρίας μας της χρήσης 2008, ύψους € 95.165.069,37 (βλ. τον ισολογισμό ΦΕΚ τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 11478/2009), μειώθηκε σταδιακά, με αποτέλεσμα κατά την οικονομική χρήση του 2012 να ανέλθει σε μόλις € 28.601.977,97 (βλ. τους ισολογισμούς ΦΕΚ τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 4856/2011 και 5595/2013 σχετ. 2α και 2β), μειωμένος δηλαδή κατά 70,61% περίπου. Ενώ μάλιστα η χρήση 2008 παρουσίαζε κέρδη € 357.811,13, η οικονομική χρήση του 2012 παρουσίασε λειτουργικές ζημίες περίπου € 16.500.000 σε συνέχεια μάλιστα των προηγούμενων, επίσης βαρύτατα ζημιογόνων χρήσεων. Το έτος 2008 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 821 άτομα με ετήσιο κόστος 20.022.842,80 ευρώ. Το έτος 2009 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 907 άτομα με ετήσιο κόστος 19.966.911,80 ευρώ (απορρόφηση των εταιρειών ... Α.Ε.). Το έτος 2010 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 854 άτομα με ετήσιο κόστος 19.347.809,17 ευρώ. Το έτος 2011 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 715 άτομα με ετήσιο κόστος 16.876.696,26 ευρώ. Το έτος 2012 η εταιρία μας απασχολούσε κατά μέσο όρο 572 άτομα με ετήσιο κόστος 13.225.233,14 ευρώ. Παράλληλα, η δημοσιονομική πολιτική που ασκείται τα τελευταία χρόνια, η οποία εκλαμβάνει ως ταυτόσημες τις έννοιες της "συγκράτησης των δημοσίων δαπανών" και της αδικαιολόγητης αναστολής πληρωμών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των επιχορηγούμενων από αυτές νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οφειλές διάφορων ΟΤΑ, εταιριών και οργανισμών τους, συνεταιρισμών υπαλλήλων Υπουργείων, ΟΤΑ και ΔΕΚΟ, ύψους άνω των 158.000 ευρώ, για την είσπραξη των οποίων η εταιρία έχει προσφύγει στα δικαστήρια, με άγνωστο το χρόνο έκδοσης των σχετικών αποφάσεων και κυρίως αβέβαιη τη δυνατότητα ικανοποίησης των απαιτήσεων. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει, από τον Ιούνιο του 2011 μέχρι και το Μάιο του 2012 η εταιρία προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού της κεφαλαίου, συνολικού ποσού12.525.000 ευρώ, οι οποίες καλύφθηκαν και καταβλήθηκαν ολοσχερώς με καταβολή μετρητών από τους μετόχους της, τον πρώτο και τα μέλη της οικονένειάς του, δηλαδή και τους λοιπούς (βλ. ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 11107/08.10.2012, στο οποίο αναφέρονται και οι προηγούμενες αυξήσεις), που απέδειξαν έμπρακτα, υποθηκεύοντας την προσωπική τους περιουσία και το μέλλον των παιδιών τους, σε εποχή που πολλοί συμπολίτες μας διοχέτευαν την περιουσία τους στο εξωτερικό, την πίστη τους στο μέλλον της εταιρίας και την απόφασή τους να τη στηρίζουν. Έτσι, το κεφάλαιο της εταιρίας ανήλθε σε 21.855.000 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιστοποίηση καταβολής της τελευταίας χρονικά αύξησης, ποσού 1.302.000 ευρώ, έγινε μόλις στις 04.09.2012 (ΦΕΚ τ. Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 10627/2012). Επειδή η κατάσταση περί τα μέσα του έτους 2012 ήταν πλέον εξαιρετικά δυσχερής, η εταιρία μας υπέβαλε αίτηση υπαγωγής της στο άρθρο 99 Πτωχ.Κ., η οποία έγινε και δεκτή με την υπ' αριθ. 11923/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία) η διάρκεια της οποίας παρατάθηκε με την υπ' αριθ. 7/2013 πράξη της κας Προέδρου. Η απόφαση του Δικαστηρίου, αφού εξέτασε τις μελέτες των ειδικών, έκρινε ότι η εταιρία μας μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία της υπό όρους και την επέτρεψε. Δυστυχώς, το Σεπτέμβριο 2013, η εταιρία μας εξώστηκε από το κύριο και εμβληματικό της κατάστημα στην οδό ... και ενώ επέκειτο η υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης με τους βασικούς πιστωτές της, τις τράπεζες. Η κατάρρευση ήταν άμεση και ακολουθήθηκε από την πτώχευσή της, με αίτηση πιστωτή, με την υπ' αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία). Η οικονομική κρίση και οι προσπάθειες που έγιναν για να αποσοβηθεί η κατάρρευση της εταιρίας, αποδεικνύουν ότι δεν είχαμε κανένα σκοπό να μη καταβάλουμε τις υποχρεώσεις μας προς ιδιώτες- πιστωτές της εταιρίας που σε διαταγή των οποίων εκδόθησαν οι κρισιολογούμενες επιταγές. Η κατάρρευση όμως της κατανάλωσης και η γενικότερη καταστροφική οικονομική συγκυρία, οδήγησαν στην αδυναμία εξόφλησης των υποχρεώσεών της. Σήμερα, πρώτος εξ ημών είναι ηλικίας 90 ετών και την υγεία μου πολύ επισφαλή (πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ινσουλινοθεραπευόμενο από τριακονταετίας με 3 ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως, συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας, διαβητική νευροπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και ήπια γεροντική άνοια αγγειακού τύπου και -όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό- συχνά νοσηλεύεται σε νοσοκομεία εξαιτίας των παθήσεων από τις οποίες πάσχει), είδε τους κόπους τόσων ετών να καταστρέφονται και να μην έχω περιουσία ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου. Η μη εξόφληση των επίδικων υποχρεώσεων οφείλεται σε πλήρη αδυναμία, η οποία πιστοποιήθηκε και από την πτώχευση της εταιρίας ... . Για το λόγο αυτό ζητούμε, άλλως και όλως επικουρικώς να μας αναγνωριστεί ότι η πληρωμή των επίμαχων (ακάλυπτων) επιταγών δεν έγινε από ταπεινά αίτια και οφείλεται στην απόλυτη ένδεια της εταιρίας και δική μας. V.(Επικουρικό) αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού της έμπρακτης μετάνοιας (: άρθρο 84 παρ. 2 δ ΠΚ). Όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό (μάρτυρες, έγγραφα) επιδείξαμε ειλικρινή μετάνοια και επιδιώξαμε να μειώσουμε τις συνέπειες των πράξεών μου, δεδομένου στο μέτρο του εφικτού αποφεύγοντας να προσβάλλουμε με οποιονδήποτε τρόπο τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως που ελήφθησαν από το δημόσιο σε βάρος της περιουσίας μας. Η συγκεκριμένη μετάνοια είναι ειλικρινής και έμπρακτη, συνειδητή επιλογή όλων μας, ενώ η καταβολή των συγκεκριμένων ποσών σε χρήμα οφείλεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής των συγκεκριμένων λόγω της οικονομικής μου αδυναμίας (βλ. ισχυρισμό για το "άλλως δύνασθαι πράττειν"). Όπως αποδεικνύεται από το εν γένει αποδεικτικό υλικό (μάρτυρες, έγγραφα) επέδειξα ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξα να μειώσω τις συνέπειες των πράξεών μου, δεδομένου στο μέτρο του εφικτού, και δεδομένου ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά, δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι παρά την οικονομική δυσπραγία μου προσέμειξα το σύνολο της ατομικής μου περιουσίας με την εταιρική. Στο ίδιο πλαίσιο, προσπάθησα να θέσω την επιχείρηση σε διαδικασία εξυγίανσης (στο πλαίσιο της οποίας είχα συμμάχους την συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων της επιχειρήσεως), διαδικαστική ενέργεια η οποία δεν τελεσφόρησε δίχως δική μου υπαιτιότητα. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το σύνολο της εταιρικής περιουσίας, σε συνδυασμό με την προσωπική μου περιουσία, η οποία όπως σημειώθηκε ανωτέρω υποθηκεύεται για το καλό της εταιρίας και των εργαζομένων, στο πλαίσιο της πτωχεύσεως κατά της οποίας δεν άσκησα κανένα απολύτως ένδικο μέσο ή άλλο ένδικο βοήθημα αρκεί για να καλύψει τις οφειλές της εταιρίας έναντι του ΙΚΑ. Σημειωτέον ότι το ΙΚΑ έχει ήδη προβεί σε κατάσχεση της κατοικίας του υιού μου Α. ..., καθώς και στα 2 μεγάλα ακίνητα της εταιρίας ...ς Α.Ε. (αποθήκες σε ...), ύψους εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας γίνεται δεκτό ότι μερική εξόφληση του χρέους δύναται να αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας ... . Όχι μόνον δεν έχουμε ασκήσει ανακοπές κατά του πλειστηριασμού προσωπικής και εταιρικής περιουσίας, αλλά στεκόμαστε συνοδοιπόροι στις προσπάθειες της συνδίκου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του δημοσίου στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Πλέον, η καταβολή και των επίμαχων οφειλών από φόρους προς το Δημόσιο αναμένεται να γίνει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία σημειωτέον ξεκίνησε με την υπ' αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας - κατόπιν της υπ' αρ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης της εταιρίας μας με την επωνυμία "...") με την οποία ειδικότερα η εταιρίας μας κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013. Τούτο δε συνεπάγεται, όπως αναλύεται στο σχετικό κεφάλαιο, την ανικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας αυτής, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη μας ως προς τα αποδιδόμενα σε εμάς (οικονομικά) αδικήματα, και μας στερεί και τη δυνατότητα συμβιβασμού για τα συγκεκριμένα χρέη, καθώς δεν έχω ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας της εταιρίας (από το Νόμο), που θα ακολουθήσει δια της ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, κινητής και ακίνητης, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 12.550,64 τετραγωνικών μέτρων ..., που είναι κτισμένο επί γηπέδου 25 στρεμμάτων και ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 2.500 τετραγωνικών μέτρων, πλέον δικαιώματος ανοικοδόμησης άλλων 4.000 τετραγωνικών μέτρων, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 5 στρεμμάτων επί της .... Σχετικά δε με την αλήθεια των παραπάνω ισχυρισμών μου, αλλά και την αλήθεια του ισχυρισμού ότι κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα προσμείξαμε την προσωπική μας περιουσία με την εταιρική με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δημοσίου (αλλά και των εν γένει πιστωτών μας) και την εξυγίανση της επιχειρήσεως αναφέρεται ότι ήδη -μόλις πριν από λίγες ημέρες- εκπλειστηριάστηκε το διαμέρισμα του 6ου ορόφου εμβαδού καθαρού 124,00 μ2 και εμβαδού μικτού 141.35 μ2 για 675.500,00 ευρώ και μια θέση σταθμεύσεων αυτοκινήτου με αριθμό ένα (1) εμβαδού 15,00 μ2 για 25.500,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ακίνητο επί της ... ήδη έχει εκπλειστηριασθεί έναντι επτακοσίων μιας χιλιάδων ευρώ (701.000 ευρώ) (βλ. περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτων αξίας: 675.500,00 + 25.500,00= 701.000,00 ευρώ υπ.' αριθ. 130620 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτων της Εταιρίας Συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης Ι. Χ.-Μ. Δ. Χ. "..."), ποσό το οποίο θα δοθεί κατά προτεραιότητα για τις απαιτήσεις του δημοσίου λόγω ανείσπραχτων φόρων.
Συνεπώς, ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία αποκαταστάσεως των οφειλών μου προς το Δημόσιο, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί με ταχύτατους ρυθμούς. Σχετικά δε με την αλήθεια των ισχυρισμών μου Σας προσκομίζω και την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ενυπόθηκης ακίνητης περιουσίας σχετικά με τα προπεριγραφέντα ακίνητα της εταιρίας μας στο Δήμο Ωραιοκάστρου, τα οποία εκπλειστηριάζονται την 1/4/2015 με βάσιμες ελπίδες να ικανοποιηθεί το δημόσιο εξ ολοκλήρου. Η συγκεκριμένη μετάνοια είναι ειλικρινής και έμπρακτη, ενώ το υπόλοιπο των οφειλομένων αποδεικνύεται περίτρανα ότι οφείλεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής των συγκεκριμένων λόγω της οικονομικής μου αδυναμίας (βλ. ισχυρισμό για το "άλλως δύνασθαι πράττειν"). Και από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας γίνεται δεκτό ότι η μερική εξόφληση του χρέους δύναται να αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας ... . Επιπλέον, επιδιώξαμε (στο μέτρο του εφικτού) να βοηθούσε τη σύνδικο κατά την πτωχευτική διαδικασία στην εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των πιστωτών της επιχειρήσεώς μας. Καθίσταται πασιφανές από το εν γένει αποδεικτικό υλικό το γεγονός ότι αναμείξαμε την προσωπική μας περιουσία με την εταιρική με σκοπό όχι μόνο να τονώσουμε την εταιρία και να αποφύγουμε τις απολύσεις, αλλά και για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των οφειλετών σε βάρος μας. VI. (Επικουρικό) αίτημα μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Αναφορικά με τον πρώτο εξ ημών σημειωτέον ότι η επιχείρησή μου κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν ασκώ καμία απολύτως εμπορική δραστηριότητα δεικνύει ότι δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα τελέσω νέες αξιόποινες πράξεις. Είμαι ένας άνθρωπος 92 ετών με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό και παρουσιάζω σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Ειδικότερα πάσχω από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ινσουλινοθεραπευόμενο από τριακονταετίας με 3 ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως, συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας, διαβητική νευροπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και ήπια γεροντική άνοια αγγειακού τύπου. Παραπέρα, δεν ασκώ πλέον οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα, προσπαθώ να καλύψω το σύνολο των χρεών που με βαραίνουν απέναντι στο δημόσιο και δεν υφίσταται πιθανότητα εκ νέου εμπλοκής μου σε πράξη ανάλογη αυτής για την οποία σήμερα διώκομαι. Ουδέποτε προέβην σε νέες εγκληματικές πράξεις. Δηλαδή, από το Μάϊο του 2013 και μέχρι και σήμερα (23/4/2015), ήτοι για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών αντίστοιχα ζώντας, σε περιβάλλον ελεύθερης διαβίωσης δεν δίνω δικαιώματα σχολιασμού σε κανένα. Επίσης, διαμένω ήσυχα χωρίς να απασχολώ τις αρχές, έχω φιλίες με διάφορους ανθρώπους οι οποίοι με επισκέπτονται στην κατοικία μου και καταθέτουν για εμένα τα καλύτερα (βλ. τις συνημμένες συστατικές επιστολές) και οι οποίοι με σέβονται και με εκτιμούν, ενώ έχω σταματήσει οποιαδήποτε επιχειρηματική μου δραστηριότητα. Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (περίπου τριών ετών) κατά το οποίο ζούμε υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργούμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η δε συνεισφορά μας δεν εκδηλώνεται μόνον αρνητικά (δια της αποφυγής εκδηλώσεως εγκληματικής δραστηριότητος), αλλά και θετικά, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αλλά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία διακρινόμαστε για την σεμνότητά μας, το ήθος μας, δεν διστάσαμε να υποθηκεύσουμε την προσωπική μας περιουσία με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε δεινή οικονομική κατάσταση και διακρινόμεθα για την ηθική μου συγκρότηση και τον τρόπο συμπεριφοράς μου. Δεδομένου δε ότι υπέρ μας δηλώνουν την εκτίμησή του άτομα όπως ο Σ. Κ., καθηγητής Πανεπιστημίου, Ι. Χ. - Μ., συμβολαιογράφος, ο Σ. Γ., …. Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Ν. Κ., Αρχιτέκτων Μηχανικός αποδεικνύεται η συνεκτικότητα του κοινωνικού μας βίου. Επίσης, διαμένουμε ήσυχα χωρίς να απασχολούμε τις αρχές, έχουμε φιλίες με διάφορους ανθρώπους οι οποίοι μας επισκέπτονται στην κατοικία μας και καταθέτουν για εμάς τα καλύτερα (βλ. τις συνημμένες συστατικές επιστολές) και οι οποίοι μας σέβονται και μας εκτιμούν, ενώ έχω σταματήσει οποιαδήποτε επιχειρηματική μου δραστηριότητα Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (περίπου τριών ετών) κατά το οποίο ζούμε υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργούμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η δε συνεισφορά μας δεν εκδηλώνεται μόνον αρνητικά (δια της αποφυγής εκδηλώσεως εγκληματικής δραστηριότητος), αλλά και θετικά, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αλλά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία διακρινόμαστε για την σεμνότητά μας, το ήθος μας, δεν διστάσαμε να υποθηκεύσουμε την προσωπική μας περιουσία με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε δεινή οικονομική κατάσταση και διακρινόμεθα για την ηθική μου συγκρότηση και τον τρόπο συμπεριφορά μου. Δεδομένου δε ότι υπέρ μας δηλώνουν την εκτίμησή του άτομα όπως ο Σ. Κ., καθηγητής Πανεπιστημίου, Ι. Χ. - Μ., συμβολαιογράφος, ο Σ. Γ., Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Ν. Κ., Αρχιτέκτων Μηχανικός αποδεικνύεται η συνεκτικότητα του κοινωνικού μας βίου. Η θετική μου (και όχι μόνον αρνητική συμπεριφορά μου) αποτυπώνεται σε θετικές ενέργειες όσο βέβαια μου το επιτρέπει η ηλικία μου και σχετίζεται με την σχέση μου με την Εκκλησία (στην οποία πάντοτε στάθηκα συνοδοιπόρος, παρά τα όσα υπέστην από την ...), δεδομένου ότι εκκλησιάζομαι με όποιον τρόπο είναι αυτό δυνατό και στο μέτρο που είναι αυτό εφικτό και την βοήθεια που παρέχω στην σύνδικο πτωχεύσεως μέσω της ενεργητικής μου συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια αυτής μέσω της παροχής όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για να τελεσφορήσει η πτωχευτική διαδικασία και να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της επιχειρήσεως "... ...ς Α.Ε."). Όχι μόνον δεν έχω ασκήσει ανακοπές κατά του πλειστηριασμού προσωπικής και εταιρικής περιουσίας, αλλά στέκομαι συνοδοιπόρος στις προσπάθειες της συνδίκου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του ΙΚΑ στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Πέραν της ανωτέρω θετικής μου συμβολής, πρέπει να σημειωθεί ότι αναπτύσσω επαφές στο επίπεδο του κοινωνικού μου με διάφορα επιφανή άτομα της Θεσσαλονίκης τα οποία έχουν να λένε για εμένα τα καλύτερα (βλ. την επιστολή του Δημάρχου Θεσσαλονίκη, την επιστολή της ... και την επιστολή του Μ. Λ., Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒ) , τα οποία δημιουργούν παράλληλα έναν συμπαγή κοινωνικό περίγυρο ο οποίος όχι μόνον αποτρέπει την συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια, αλλά συνιστά αυτοτελή, θετική συνεισφορά σε επίπεδο κοινωνικού βίου, δεδομένου ότι βάσει της εμπειρίας που έχω αποκτήσει στο επίπεδο της κοινωφελούς δράσεως μεταλαμπαδεύω με τη σειρά μου τις αρχές αυτές στα άτομα του περιβάλλοντος μου τα οποία είναι σε θέση να συνεισφέρουν στο δύσκολο αυτό έργο. Εξάλλου, σε επίπεδο θετικού-οικογενειακού βίου είναι αξιοσημείωτο ότι έχω συχνές επαφές με τα εγγόνια μου και ιδιαίτερα συνεισφέρω στην ανατροφή και γαλούχηση των τέκνων της κόρης μου Β. ..., Μ. (…) και Ν. (απόφοιτης Λυκείου), των τέκνων του Α. ..., ... Λ. (7 ετών) και τον ... Ο. (5 ετών) και των τέκνων της Μ. ..., Α. (25 ετών) και Α. .. (...) .... Στα εγγόνια μου όλο αυτό το διάστημα (από 1-9-2013 έως 13-11-2015) μεταλαμπάδευσα τις αρχές και τις αξίες που έχω αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια και σχετίζονται με την παροχή βοήθειας στον συνάνθρωπο, τη σχέση με την Εκκλησία και τον σεβασμό προς τους γονείς και τους προπάτορές μας. Εξάλλου, σε επίπεδο κοινωνικής συνεισφοράς δεν μπορεί να παροραθεί το γεγονός ότι χάρη στο ευρείας εμβέλειας κοινωφελές μου έργο (το οποίο έγκειται στην κατασκευή του συγκροτήματος Γυμνασίου και Λυκείου "..." στο Δήμο Συκεών, στην κατασκευή και επιχορήγηση ... στην περιοχή ... με το όνομα "... Ο. ...", στην κατασκευή τετραώροφης οικοδομής στο ..., η οποία σήμερα στεγάζει δραστηριότητες για τη δημιουργική απασχόληση παιδιών προνηπιακής ηλικίας, στην κατασκευή πάρκων και παιδικών χαρών σε διάφορες περιοχές της πόλης, μεταξύ των οποίων πιο γνωστή είναι η παιδική χαρά "..." ..., στην κατασκευή του Κέντρου Αναπτυξιακής ... ...ς", ενός ανεξάρτητου κτιρίου εντός του συγκροτήματος του ..., που είναι αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, καθώς και η μόνιμη προμήθεια του αναγκαίου ιατρικού εξοπλισμού του, στην ανέγερση πολυώροφου ... στην ..., μία δωρεά στην ..., στην ανέγερση του ... ... στην ..., στην κατασκευή ενός σπιτιού στο ... Ελλάδος, στο ....) και στο διάστημα από 1/9/2013 έως και σήμερα 13/11/2015 εξακολουθούν να εξυπηρετούνται χιλιάδες συμπολιτών μας τόσο στην παροχή υπηρεσιών υγείας (ιδίως στο παγκόσμιας πρωτοτυπίας Κέντρο Αναπτυξιακής ... ...ς", όσο στην παροχή υπηρεσιών στέγης (ιδίως σε μικρά παιδιά στο παιδικό χωριό SOS), όσο και στην ανατροφή τους (ιδίως στον "… Ο. ...",) όσο και στην αναψυχή του (ιδίως στην παιδική χαρά "..." και τα πάρκα "..." ...), στοιχείο που καθιστά θετική τη συνεισφορά μου στην κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης και του ευρύτερου χώρου της βορείου Ελλάδος και στο πεδίο αυτό. Εξάλλου, ως προς τον επαγγελματικό βίο πλέον είναι απολύτως αδύνατο να επιδείξω θετική συνεισφορά, δεδομένης της ηλικίας μου (είμαι άτομο 92 ετών), αλλά και της πτωχεύσεως της επιχειρήσεώς μου ( "... Α.Ε"), συνεισφορά για την οποία έχω τιμηθεί και από το Δήμο Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, η καταβολή και των επίμαχων οφειλών προς τους εργαζομένους αναμένεται να γίνει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία σημειωτέον ξεκίνησε με την υπ' αριθ. 4668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας - κατόπιν της υπ' αρ. κατάθεσης 32206/2013 αίτησης της εταιρίας μας με την επωνυμία "...") με την οποία ειδικότερα η εταιρίας μας κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της η 1η Οκτωβρίου 2013. Τούτο δε συνεπάγεται, όπως αναλύεται στο σχετικό κεφάλαιο, την ανικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας αυτής, στοιχείο το οποίο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να άρει οποιαδήποτε ευθύνη μου ως προς τα αποδιδόμενα σε εμένα (φορολογικά) αδικήματα, και μου στερεί και τη δυνατότητα διοικητικού συμβιβασμού για τα συγκεκριμένα χρέη, καθώς δεν έχω ουδεμία ικανότητα διαχειρίσεως της περιουσίας της εταιρίας (από το Νόμο).που θα ακολουθήσει δια της ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, κινητής και ακίνητης, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 12.550,64 τετραγωνικών μέτρων ..., που είναι κτισμένο επί γηπέδου 25 στρεμμάτων και ένα κτίριο αποθηκών και γραφείων 2.500 τετραγωνικών μέτρων, πλέον δικαιώματος ανοικοδόμησης άλλων 4.000 τετραγωνικών μέτρων, που είναι κτισμένο επί γηπέδου 5 στρεμμάτων επί της .... Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (πλέον των τριών ετών) κατά το οποίο ζω υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργώ κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Η συμπεριφορά αυτή αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (πλέον του έτους) κατά το οποίο ζω υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά μου αυτή είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με τα άτομα του τόπου κατοικίας μου και δεν δημιουργώ κανένα απολύτως πρόβλημα, ενώ ο επικαλούμενος χρόνος από την τέλεση της πράξεως είναι αναμφισβήτητα μεγάλος. Επισημαίνεται, άλλωστε, πως οι ελαφρυντικές περιστάσεις θεσπίσθηκαν και αναγνωρίζονται ή όχι, με βάση την προσωπικότητα του δράστη και την καθόλου συμπεριφορά του, πριν και μετά την πράξη, ανεξαρτήτως δε της βαρύτητας της πράξεως. Οι συνθήκες αυτές δικαιολογούν απολύτως την αναγνώριση, στο πρόσωπο μου, αμφοτέρων των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων, που, σε κάθε περίπτωση παραδεκτώς (και μετά, δηλαδή την κατάγνωση της τυχόν ενοχής μας ... ), ζητούμε να μας αναγνωρισθούν, αφού συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Και στην περίπτωση, όμως, της υπάρξεως αμφιβολίας, αυτή, όπως πάντοτε, πρέπει να ερμηνευθεί υπέρ ημών, να γίνει, δηλαδή, δεκτόν, ότι συντρέχουν στο πρόσωπό μας οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις". Μετά και από τους ως άνω ισχυρισμούς που προέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 10934/2016 απόφασή του, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις ένορκες καταθέσεις επ' ακροατηρίω των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και υπεράσπισης, τα έγγραφα που διαβάστηκαν και από την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, Λ. ...ς του Α., … με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του αυτού ίδιου εγκλήματος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "... ..." εξέδωσε εκ προθέσεως 1. στις 15.11.2012 την υπ' αριθ. ...9537-5 επιταγή ποσού 15.000,00 Ευρώ, 2. στις 30.11.2012 την υπ' αριθ. ...9538-3 επιταγή ποσού 20.000,00 Ευρώ, 3. στις 10.12.2012 την υπ' αριθ. ...1774-8 επιταγή ποσού 36.027,50 Ευρώ, 4. στις 20.12.2012 την υπ' αριθ. ...9539-1 επιταγή ποσού 30.209,74 Ευρώ, άπασες εις διαταγήν της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε". οι οποίες εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ' αριθ. ...08879 λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί "άλλως μη δύνασθαι πράττειν", ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ισχυρισμό περί ολικής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, πλην όμως να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 § 2 περ. α και β Π.Κ., εκ των οποίων το δεύτερο είχε χορηγηθεί και πρωτοδίκως κατ' εφαρμογή του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου κατ' άρθρ. 470 εδ. 1 Κ.Π.Δ.. Τουναντίον, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. δ Π.Κ., δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ικανοποίησης των δανειστών αυτού μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν δύναται εννοιολογικά να θεωρηθεί ως "προσπάθεια" (και δη σοβαρή) του κατηγορουμένου να άρει τις συνέπειες των πράξεων αυτού. Επιπροσθέτως απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα αυτού να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ. δεδομένου ότι δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του κατά το μετά την πράξη χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε ειμή μόνο περιστατικά που ανάγονται στην κατάσταση της υγείας του αλλά και περιστατικά καλής και συνήθους συμπεριφοράς και ομαλής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, τα οποία, ωστόσο, δεν επαρκούν για να καταφανθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ.. Τέλος, με δεδομένο ότι ο χρόνος τέλεσης ως άνω αποδιδόμενων επιμέρους πράξεων του κατηγορουμένου εντοπίζεται προ της 01.10.2013, η οποία ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." με την υπ' αριθμ. 4.668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διά της οποίας η ως άνω εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, ουδόλως δύναται να γίνει λόγος για συνδρομή λόγου, ο οποίος να άρει το δόλο αυτού ως προς την τέλεση των ως άνω πράξεων". Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση ότι ωθήθηκε στην κατ' εξακολούθηση πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος από μη ταπεινά αίτια, η οποία του είχε αναγνωρισθεί και πρωτόδικα, αλλά και την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ΕΝΟΧΟ και συγκεκριμένα του ότι: Στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του αυτού ίδιου εγκλήματος, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία " ... ..." εξέδωσε εκ προθέσεως 1. στις 15.11.2012 την υπ' αριθ. ...9537- 5 επιταγή ποσού 15.000,00 Ευρώ, 2. στις 30.11.2012 την υπ' αριθ. ...9538-3 επιταγή ποσού 20.000,00 Ευρώ, 3. στις 10.12.2012 την υπ' αριθ. ...1774-8 επιταγή ποσού 36.027,50 Ευρώ, 4. στις 20.12.2012 την υπ' αριθ. ...9539-1 επιταγή ποσού 30.209,74 Ευρώ, άπασες εις διαταγή της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε". οι οποίες εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 84 παρ. 1 και 2 περ. α' και β', 98 παρ. 1 του Π.Κ. και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/72, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να μη επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και να την στερούν από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι πλήρης, περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της κατ' εξακολούθηση αξιόποινης πράξης της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρας, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτίμησε και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί άρσεως του αδίκου των επί μέρους πράξεών του και περί άρσεως του καταλογισμού του γι' αυτές λόγω αδυναμίας του να πληρώσει τις ακάλυπτες επιταγές, προβλήθηκε αορίστως και απαραδέκτως, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται περιστατικά που θα μπορούσαν να στηρίξουν στο νόμο και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 20, 25 και 32 του Π.Κ. σύγκρουση καθηκόντων, κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο και κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό, αντίστοιχα, αλλ' ούτε καν πραγματικά περιστατικά που να στηρίζουν άγνοιά του για τα στοιχεία που συγκροτούσαν την κατ' εξακολούθηση από μέρους του έκδοση ακάλυπτων επιταγών ή έστω ανυπαίτια γι' αυτόν αδυναμία πληρωμής των ως άνω ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν όφειλε να απαντήσει σ' αυτόν με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παρόλα αυτά τον απέρριψε ως αβάσιμο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί ελλείψεως δόλου ένεκα αδυναμίας πληρωμής των ακάλυπτων επιταγών που εξέδωσε λόγω της πτωχεύσεως της εταιρείας της οποίας ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου απορρίφθηκε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε με σαφήνεια ότι, "με δεδομένο ότι ο χρόνος τελέσεως ως άνω των αποδιδόμενων επιμέρους πράξεων του κατηγορουμένου εντοπίζεται προ της 1-10-2013, η οποία ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." με την υπ' αριθ. 4.668/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διά της οποίας η ως άνω εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, ουδόλως δύναται να γίνει λόγος για συνδρομή λόγου, ο οποίος να άρει το δόλο αυτού ως προς την τέλεση των ως άνω πράξεων", δηλαδή δέχθηκε με σαφήνεια ότι οι μερικότερες πράξεις της εκδόσεως και μη πληρωμής των ακάλυπτων επιταγών έγιναν όχι μόνον πριν εκδοθεί η απόφαση που κήρυξε την πτώχευση της ως άνω εταιρείας, αλλά και πριν από την ημέρα που ορίστηκε ως ημέρα παύσεως των πληρωμών της πτωχεύσασας εταιρείας, με συνέπεια να μην αίρεται εξαιτίας της πτωχεύσεώς της ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου που εξέδωσε, ως Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, τις ακάλυπτες επιταγές. Εξάλλου, αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί συνδρομής στο πρόσωπό του και των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του Π.Κ. και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε' του Π.Κ. και τούτο διότι, ανεξάρτητα από το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αυτός είχε ζητήσει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου (84 παρ. 2 περ. α' Π.Κ.) και επικουρικά τα ως άνω ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετάνοιας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς και αφού του αναγνωρίστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει το Δικαστήριο στα επικουρικά αιτούμενα απ' αυτόν ελαφρυντικά, σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τα ως άνω επικουρικά αιτούμενα ελαφρυντικά, δεχόμενο, επί λέξει, τα εξής: " ... Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί "άλλως μη δύνασθαι πράττειν", ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ισχυρισμό περί ολικής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, πλην όμως να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 § 2 περ. α και β Π.Κ., εκ των οποίων το δεύτερο είχε χορηγηθεί και πρωτοδίκως κατ' εφαρμογή του κανόνα της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου κατ' άρθρ. 470 εδ. 1 Κ.Π.Δ.. Τουναντίον, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. δ Π.Κ., δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ικανοποίησης των δανειστών αυτού μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν δύναται εννοιολογικά να θεωρηθεί ως "προσπάθεια" (και δη σοβαρή) του κατηγορουμένου να άρει τις συνέπειες των πράξεων αυτού. Επιπροσθέτως απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα αυτού να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ. δεδομένου ότι δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του κατά το μετά την πράξη χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, ειμή μόνο περιστατικά που ανάγονται στην κατάσταση της υγείας του αλλά και περιστατικά καλής και συνήθους συμπεριφοράς και ομαλής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, τα οποία, ωστόσο, δεν επαρκούν για να καταφανθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε Π.Κ.". Ακόμη, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε στις νομικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική, και στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδάφια α' και δ' του Ν. 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από την πρώτη απ' αυτές ως άνω έγκλημα, συντελείται όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα κατά την οποία παρέχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή κατ' άρθρο 56 του Ν. 5960, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής, μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως, οπότε, αν κατά τον χρόνο αυτόν της εμφανίσεώς της, ο εκδότης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον χρόνο αυτόν τελεί το ανωτέρω έγκλημα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ασάφεια ως προς το χρόνο εμφανίσεως των τραπεζικών επιταγών προς πληρωμή και τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, η οποία να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής από μέρους της των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με σαφήνεια ότι οι επιταγές, που ήταν εκδόσεως στις 15.11.2012, στις 30.11.2012, στις 10.12.2012 και στις 20.12.2012 "εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 12.11.2012, 21.11.2012, 30.11.2012 και 11.12.2012 αντίστοιχα και δεν πληρώθηκαν γιατί στον υπ' αριθ. ...08879 λογαριασμό της εταιρίας επί του οποίου σύρονταν τα αξιόγραφα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί εκάστου αξιογράφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας", δηλαδή δέχεται με σαφήνεια ότι οι επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή πριν από τους χρόνους εκδόσεώς τους και ότι ο χρόνος που εμφανίστηκαν προς πληρωμή οι επιταγές, οπότε και τελέστηκαν και οι μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, βεβαιώθηκε επί του σώματός τους από τους υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας και κατά συνέπεια δέχεται με σαφήνεια ότι οι χρόνοι εκδόσεώς τους δεν ήταν οι πραγματικοί, αλλά ήταν μεταχρονολογημένες και ως εκ τούτου ουδεμία ασάφεια ως προς τους χρόνους εμφανίσεως των επιταγών και τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος δεν υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση που να καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η απόφαση έχει σαφή αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις και κενά και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι υπό στοιχεία Β' Ι,
ΙΙ, ΙΙΙ, IV και ΣΤ' λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εκ πλαγίου εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση, δηλαδή η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων μπορεί να γίνει στην κατ' έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι, και σ' αυτήν την περίπτωση, δεν προκαλείται βλάβη. Το ενδεχόμενο της προκλήσεως βλάβης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η άρνηση του οποίου να συνεκδικάσει συναφή εγκλήματα, είτε στον πρώτο, είτε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Αν όμως υποβληθεί, από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα σαφές και συγκεκριμένο αίτημα συνεκδικάσεως συναφών εγκλημάτων, το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικώς με αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στην κατ' έφεση δίκη, ζήτησε να συνεκδικαθούν ως συναφείς, τελεσθείσες αμφότερες από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, η παρούσα υπόθεση, που αφορά έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, με άλλη υπόθεση που εκκρεμούσε κατ' έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας και που αφορούσε μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών Ι.Κ.Α.. Το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναφέρθηκε στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., απέρριψε το αίτημα συνεκδιάσεως με το ακόλουθο αιτιολογικό (σκέπτικό): "Εν προκειμένω, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου δεν πρέπει να συνεκδικασθεί η υπ' αριθμ. 1709/28.04.2015 έφεση, κατά της υπ' αριθμ. 9.820/23.04.2015 αποφάσεως του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 3.361/14.10.2015 έφεση του ιδίου κατά της υπ' αριθμ. 20.589/06.10.2015 αποφάσεως του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καίτοι εκκαλών κατηγορούμενος σε αμφότερες είναι ο Λ. ...ς του Α. και συνεπώς τα σχετικά εγκλήματα είναι συναφή με την έννοια του άρθρου 129 περ. α Κ.Π.Δ., καθόσον η ανομοιογένεια των πράξεων και του συνοδεύοντος αυτές αποδεικτικού υλικού θα καταστήσει δυσχερή τον έλεγχο της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξεως με κίνδυνο βλάβης του τελευταίου". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι η ανομοιογένεια των πράξεων και του αποδεικτικού υλικού που τις συνοδεύει θα καταστήσει δυσχερή τον έλεγχο της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πράξης, με κίνδυνο βλάβης του τελευταίου, είναι η απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως εκ τούτου, ο περί του εναντίου υπό στοιχείο Α' λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν ... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμά του σε "δίκαιη δίκη", δηλαδή το δικαίωμά του στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Στην παρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή .... υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου". Η παραβίαση του δικαιώματος αυτού δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), η υποχρέωση αμεροληψίας αναφέρεται όχι μόνο στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η συγκεκριμένη λειτουργία. Η αμεροληψία οικοδομεί την εμπιστοσύνη, την οποία πρέπει ένα δικαστήριο να εμπνέει στους πολίτες. Η εμπιστοσύνη κλονίζεται, όταν υπάρχουν δεδομένα που μπορούν να θέσουν σε αμφισβήτηση την αμεροληψία. Ένα τέτοιο δεδομένο, που μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του Δικαστή, είναι και όταν αυτός, εκτός δίκης και Δικαστηρίου και πριν από τη δίκη που πρόκειται να δικάσει, εκφράσει και υποστηρίξει συγκεκριμένη γνώμη για τη συγκεκριμένη υπόθεση που πρόκειται να δικάσει. Το γεγονός, όμως, ότι ο Δικαστής που συμμετέχει ως μέλος του Δικαστηρίου έχει δικάσει στην ίδια δικάσιμο ως μέλος του ίδιου Δικαστηρίου και άλλη υπόθεση του ίδιου διαδίκου με διαφορετικό αντικείμενο και έχει ερμηνεύσει και εφαρμόσει κατά συγκεκριμένο τρόπο, που τον αποδέχεται η κρατούσα στη νομολογία άποψη, το νόμο, η έκφραση αυτή της νομικής του άποψης ως προς την ερμηνεία του νόμου, από μόνη της, δεν καθιστά τον συγκεκριμένο Δικαστή μεροληπτικό, ούτε επηρεάζει το αμερόληπτο της κρίσης του για την επόμενη υπόθεση του ίδιου διαδίκου που θα δικάσει, η οποία έχει διαφορετικό αντικείμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την ίδια δικάσιμο, δύο υποθέσεις με κατηγορούμενο τον αναιρεσείοντα. Μία έφεσή του κατά της υπ' αριθ. 9820/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που τον είχε καταδικάσει για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. και μία έφεσή του κατά της υπ' αριθ. 20589/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που τον είχε καταδικάσει για κατ' εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα για να συνεκδικασθούν οι δύο υποθέσεις, πλην όμως το Δικαστήριο αιτιολογημένα, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε το αίτημα για συνεκδίκασή τους και τις δίκασε με τη σειρά τους από το οικείο έκθεμα. Πρώτη εκδικάστηκε η υπόθεση που είχε αντικείμενο την μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α., στην οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και ακολούθησε η εκδίκαση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που είχε ως αντικείμενο την κατ' εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών, στην οποία και πάλι κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Και στις δύο υποθέσεις προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν είχε δόλο τελέσεως των πράξεων ο κατηγορούμενος διότι είχε πτωχεύσει η εταιρεία της οποίας ήταν Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και ένεκα της πτωχεύσεως δεν μπορούσε αυτός να καταβάλει έγκαιρα τις εργοδοτικές και εργατικές ασφαλιστικές εισφορές στην πρώτη υπόθεση και να πληρώσει τις επιταγές κατά το χρόνο της εμφάνισής τους προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα στη δεύτερη υπόθεση και το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη το νόμο, δέχθηκε, στην μεν πρώτη υπόθεση ότι η μη καταβολή των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. έγινε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως και πριν από την ημέρα παύσεως των πληρωμών που ορίστηκε με την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη κήρυξη της πτωχεύσεως δεν επηρέασε το δόλο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α., στην δε δεύτερη υπόθεση ότι η εμφάνιση των επιταγών και η μη πληρωμή τους έγινε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως και πριν από την ημέρα παύσεως των πληρωμών που ορίστηκε με την απόφαση που κήρυξε την πτώχευση και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη κήρυξη της πτωχεύσεως δεν επηρέασε το δόλο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά το χρόνο εμφανίσεως των επιταγών προς πλήρωμή, που ήταν και ο χρόνος τελέσεως των πράξεων της εκδόσεως των ακάλυπτων επιταγών. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκης Δ. Γ. και Δ. Φ., όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση, σε άλλη υπόθεση του αναιρεσείοντος, που είχε το ως άνω διαφορετικό αντικείμενο, έκρινε ότι δεν επηρεάζεται ο δόλος τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών Ι.Κ.Α. από πτώχευση του εργοδότη που κηρύχθηκε μετά την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων και που όρισε ως χρόνο παύσεως των πληρωμών χρόνο μεταγενέστερο της τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων, όπως άλλωστε έκριναν και τα υπόλοιπα μέλη του Δικαστηρίου, από μόνο του, δεν δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς το αμερόληπτο της κρίσεως του και δεν τον καθιστούσε μεροληπτικό Δικαστή στη δεύτερη υπόθεση που θα δίκαζε το ίδιο Δικαστήριο και η οποία μάλιστα είχε και διαφορετικό αντικείμενο. Ως εκ τούτου, ο περί του εναντίου υπό στοιχείο Ε' λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. να δικασθεί από αμερόληπτο Δικαστή και από αμερόληπτο Δικαστήριο, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης του. Η ακυρότητα αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της απόφασης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 στοιχ. Β' παρ. 1 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, ακολούθως από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 και ακολούθως με το άρθρο 93 παρ.5Α του Ν.4139/2013 και αναριθμήθηκαν οι παράγραφοί του με το 32 παρ. 3 και 4 αντίστοιχα του Ν. 4509/2017, "1. Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες Εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. .... Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια, περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, κατά τις επόμενες παραγράφους. 2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικάσιμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα. 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: Στο πρωτοδικείο: α) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος, προς τις υπηρεσιακές ανάγκες, αριθμός προέδρων των τριμελών πλημμελειοδικείων, β) των αρχαιότερων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων, γ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων, δ) των παρέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται μέλη στις συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων. .... 4. Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός. Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ' επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την εξαίρεση τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα. Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία. Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς. 6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης. 7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. .... 10. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, συμμετείχε ως Προεδρεύων Πλημμελειοδίκης του Δικαστηρίου ο Πρωτοδίκης Διονύσιος Γιαννούλης, ο οποίος ορίστηκε με κλήρωση από τον πίνακα των αρχαιοτέρων Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από τους οποίους κληρώνονται οι Πρόεδροι των υπολοίπων Τριμελών Πλημμελειοδικείων, για τα οποία δεν επαρκούν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, χωρίς να προβάλει αντίρρηση κανένας παράγοντας της δίκης για τη συμμετοχή του στη σύνθεση του Δικαστηρίου και χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ακυρότητα από μέρους του κατηγορουμένου. Επομένως, ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, η συμμετοχή του ως άνω Πρωτοδίκη ως Προεδρεύοντος στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε νόμιμα, κατόπιν κληρώσεώς του από πίνακα των αρχαιοτέρων Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που θα κληρώνονταν ως Προεδρεύοντες για τα υπόλοιπα Τριμελή Πλημμελειοδικεία για τα οποία δεν επαρκούσαν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κωλύονταν να προεδρεύσουν οι Πρόεδροι Πρωτοδικών, αλλ' αρκούσε το ότι αναφερόταν στα πρακτικά ότι ορίστηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου μετά από κλήρωση και ουδεμία ακυρότητα από κακή σύνθεση, ανεξάρτητα από το ότι δεν προτάθηκε από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθ. 17 στοιχ. Β' παρ. 10 Ν. 1756/1988) και ουδεμία παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη από φυσικό δικαστή επήλθε εκ του ότι άσκησε καθήκοντα Προεδρεύοντος ο ως άνω Πρωτοδίκης, που νόμιμα είχε κληρωθεί για να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε περί του εναντίου υπό στοιχείο Ζ' λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Ποιν.Δ. , προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. , σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο, καθώς και παραβίαση των αρχών περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Τέτοια όμως ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας, δεν επέρχεται όταν το έγγραφο που λήφθηκε υπόψη χωρίς να αναγνωσθεί αναφέρεται διηγηματικά στην προσβαλλόμενη απόφαση ή αν για το έγγραφο αυτό υπάρχει αναφορά σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως στην κατάθεση εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος η σε άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα. Επίσης, δεν είναι αναγκαίο να αναγνωσθούν στο ακροατήριο τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, ούτε επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας, όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέν έγγραφο, εφόσον τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και εντεύθεν αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης, για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός, προς αντίκρουση του εγγράφου τούτου, μπορεί, κατ' άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ., να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις, διότι γνωρίζει το περιεχόμενό του, αφού τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και μνημονεύεται στο επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον υπό στοιχείο Η' λόγο της κρινόμενης αιτήσεως προβάλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας έχει λάβει υπόψη του έγγραφο μη αναγνωσθέν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη τον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, επί του οποίου εκδόθηκαν οι τραπεζικές επιταγές και ο οποίος αναφέρεται τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, χωρίς αυτός να αναγνωσθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και δίχως να έχει αυτός τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με αυτόν. Όμως, ο αριθμός του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού αναφερόταν στις αναγνωσθείσες ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές, αφού ήταν ο λογαριασμός από τον οποίο θα πληρώνονταν οι επιταγές, καθώς επίσης και στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, αλλά ακόμη και στο κατηγορητήριο, ως αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Έτσι, ανεξάρτητα από το ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως έγγραφο αποδεικτικό μέσο που έλαβε αυτή υπόψη της, αλλά ως ο αριθμός του λογαριασμού που προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία και από τον οποίο θα έπρεπε να πληρωθούν οι επιταγές, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος γνώριζε το λογαριασμό αυτό και τον αριθμό του, αφού αυτός αναφερόταν στο κατηγορητήριο, στο διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως και στις τραπεζικές επιταγές που αναγνώστηκαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, και μπορούσε αυτός να τον αντικρούσει και να εκθέσει τις απόψεις του ή να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. και ως εκ τούτου δεν έχει στερηθεί κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα και δεν υπάρχει καμμιά ακυρότητα ή παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ουδεμία ακυρότητα επήλθε από το ότι ο ως άνω λογαριασμός δεν αναγνώστηκε δημοσίως, ενώ λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του κατηγορουμένου και ούτε παραβιάστηκε από τη μη ανάγνωσή του η δημοσιότητα της διαδικασίας και ο υπό στοιχείο Η' λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Γ' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της παραβιάσεως της δημοσιότητας της διαδικασίας, είναι αβάσιμος.
Τέλος, ο αναιρεσείων, με τον υπό στοιχείο Θ' λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεώς του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που είχε δικάσει κατ' έφεση, την πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και της απόλυτης ακυρότητας, επειδή δεν ασχολήθηκε καθόλου με τους ειδικούς και σαφείς λόγους που είχε στην έφεσή του, τους οποίους όμως ειδικούς λόγους δεν προσδιορίζει στην κρινόμενη αίτησή του, αλλ' ούτε και αναφέρει αν αυτούς του ανέπτυξε και προφορικά στο κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως επιβαλλόταν από την αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 331 Κ.Ποιν.Δ.), για να καταστούν αντικείμενο της κατ' έφεση συζητήσεως και να εξετασθούν από το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως είναι αόριστος, ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και ως εκ τούτου απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-12-2016 δήλωση - αίτηση του Λ. ... του Α. και της Β., κατοίκου ... η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27-12-2016, για αναίρεση της 10934/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο Αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Κατ' εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ευθέως και εκ πλαγίου, απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα, άλλως παραβίαση δημοσιότητας από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν και υπέρβαση εξουσίας από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', Α', Γ και Η'. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει τα έξοδα. | Ακυρότητα απόλυτη | Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα, Έκδοση επιταγής. | 0 |
Αριθμός 1491/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Λ. Φ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χατζηϊωάννου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 11020/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α`218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Ακόμη, όταν ως εργοδότης φέρεται να είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και εάν πρόκειται για εταιρεία και η εταιρική μορφή αυτής καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρεία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, στο σκεπτικό (αιτιολογικό) της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 11020/2016 αποφάσεώς του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, κατά τους μήνες Μάϊο έως Αύγουστο του έτους 2013, ως εργοδότης και δη νόμιμος εκπρόσωπος της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε. Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Νεωτερισμών, Υφασμάτων, Ηλεκτρικών Συσκευών και Αντιπροσωπειών", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα σε αυτούς που απασχολήθηκαν απ’ αυτόν με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίστηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε: α) σε 198 εργαζομένους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαϊου 2013, ποσού 142.117,26 ευρώ, β) σε 188 εργαζομένους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2013, ποσού 126.182,72 ευρώ, γ) σε 188 εργαζομένους δεδουλευμένες αποδοχές, μηνός Ιουλίου 2013, ποσού 135.388,51 ευρώ, δ) σε 199 εργαζόμενους δεδουλευμένες αποδοχές, μηνός Αυγούστου 2013, ποσού 144.543,53 ευρώ, ε) σε 4 εργαζόμενους (για την περίοδο Μαϊου - Αυγούστου 2013) επίδομα αδείας, ποσού 1.674,76 ευρώ και στ) σε 5 εργαζόμενους (για την περίοδο Μαϊου - Αυγούστου 2013) αποζημίωση αδείας, ποσού 2.696,90 ευρώ, όπως αναλυτικά αναφέρονται τα παραπάνω στις συνημμένες στο κατηγορητήριο καταστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται και στο διατακτικό της παρούσης, συνολικού ποσού 552.583,67 ευρώ". Ακολούθως, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού αναφέρονται οι λόγοι που δεν κατέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τις ως άνω αποδοχές στους εργαζόμενους και απαντώνται οι ισχυρισμοί του περί πτωχεύσεως της εταιρείας και περί ελλείψεως δόλου, αναφέρεται, επί λέξει: "Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, τελούσε σε πλήρη γνώση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εταιρεία και συνέχισε να απασχολεί τους εργαζόμενους χωρίς να τους καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές τους, αποζημιώσεις αδείας και επιδόματα αδείας, αποδέχθηκε δε το γεγονός της μη καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών, ελπίζοντας απλώς ότι θα κατόρθωνε να επιτύχει την εξόφλησή τους ... και θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ...". Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της κατ’ εξακολούθηση παραβάσεως του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση ότι ωθήθηκε στην κατ’ εξακολούθηση πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος από μη ταπεινά αίτια, η οποία του είχε αναγνωρισθεί και πρωτόδικα, αλλά και την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι: Στη Θεσσαλονίκη, κατά τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο του έτους 2013, ως εργοδότης και δη νόμιμος εκπρόσωπος της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία " ... ΑΕ Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Νεωτερισμών - Υφασμάτων, Ηλεκτρικών συσκευών και Αντιπροσωπειών", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα σε αυτούς που απασχολήθηκαν από αυτόν με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε: α) σε 198 εργαζόμενους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαϊου 2013, ποσού € 142.117,26, β) σε 188 εργαζόμενους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2013, ποσού € 126.162,72, γ) σε 188 εργαζόμενους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2013, ποσού € 135.388,51, δ) σε 199 εργαζόμενους δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2013, ποσού € 144.543,53, ε) σε 4 εργαζόμενους (για την περίοδο Μάίου - Αυγούστου 2013) επίδομα αδείας , ποσού € 1.674,75 και στ) σε 5 εργαζόμενους ( για την περίοδο Μάίου - Αυγούστου 2013) αποζημίωση αδείας, ποσού € 2.696,90 όπως αναλυτικά αναφέρονται τα παραπάνω στις κάτωθι συνημμένες καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος: (επισυνάπτονται οι καταστάσεις) ....". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν.3926/2011, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ειδικότερα, αφενός μεν αναφέρεται αντιφατικά ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και ως εργοδότης και ως νόμιμος εκπρόσωπος εργοδότριας ανώνυμης εταιρίας, αφετέρου δε δεν προσδιορίζονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μολονότι ως εργοδότρια φέρεται να είναι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε. Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Νεωτερισμών - Υφασμάτων, Ηλεκτρικών Συσκευών και Αντιπροσωπειών", τα πραγματικά περιστατικά (π.χ. ΦΕΚ διορισμού κ.λπ.), από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα, το χρονικό διάστημα και η θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατά το νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο συλλογικά, αλλά αναφέρεται μόνον ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπός της, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται ούτε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείων είχε την ανωτέρω ιδιότητα, ούτε ακόμη να διευκρινίζεται πώς προκύπτει η εξουσία εκπροσωπήσεως της ως άνω εταιρείας από τον αναιρεσείοντα καθώς και η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων εκ μέρους του. Έτσι, όμως, λόγω της ασάφειας αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011 δεν έχει εφικτός. Επομένως, ενόψει τούτων, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε του Κ.Ποιν.Δ. τελευταίου λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την αιτίαση της ασάφειας της αιτιολογίας της, που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμό 11020/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μη εμπρόθεσμη καταβολή εργατικών αποδοχών (δεδουλευμένων, επιδόματος άδειας και αποζημιώσεως άδειας). Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ευθέως και εκ πλαγίου, απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα, άλλως παραβίαση δημοσιότητας από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν και υπέρβαση εξουσίας από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', Α', Γ και Η'. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ένεκα της οποίας στερείται νόμιμης βάσης. Παραπέμπει. | Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας | Αναιρέσεως λόγοι, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. | 0 |
Αριθμός 1492/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π. Α. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κακαράντζα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 391/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τομπαϊδη. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 191/17.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ., όπως η περ. γ' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5β' του Ν. 2721/1999, τα δε χρηματικά ποσά αναπροσαρμόστηκαν με το άρθρο 25 παρ. 1θ'και παρ. 2γ' του Ν. 4055/2012, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή καθ' υπόδειξη του τελευταίου σε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζα, οπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτος) και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημα. β) Ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ) Ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ' αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση δε του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 30.000 ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ. Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ
. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του αυτού άρθρου του Π.Κ., μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του Ν. 2721/1999 και την αναπροσαρμογή των χρηματικών ποσών με το άρθρο 25 παρ. 1β' και παρ. 2α' του Ν. 4055/2012, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας, αφού κατά τη διάταξη απαιτείται μόνον σκοπός οφέλους και σκοπός ζημίας (βλάβης) και όχι και η πραγματοποίηση του οφέλους ή της ζημίας, δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πλαστογραφία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, να επέλθει το όφελος που σκοπήθηκε ή η περιουσιακή ζημία που σκοπήθηκε. Οι τυχόν επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάθεται στον νόμο, ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ., προστατεύεται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι η περιουσία ή τα περιουσιακά δικαιώματα (Ολομ. Α.Π. 3/2008). Κατά το άρθρο 242 του Π.Κ., όπως αυτό συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 7β' του Ν. 2406/1996 και 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999 και το χρηματικό ποσό του αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 25 παρ. 1ζ' του Ν. 4055/2012, "1. Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του. 3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την τέλεση της κακουργηματικής μορφής του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου στην υπηρεσία, που προβλέπεται από τις παραγράφους 2 και 3 του ως άνω άρθρου, απαιτείται να συντρέχουν συμπλεκτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) Τέλεση με πρόθεση από υπάλληλο κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263Α του Π.Κ. νόθευσης, καταστροφής, βλάβης ή υπεξαγωγής εγγράφου που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του και β) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή παράνομης βλάβης άλλου που να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται άμεσος δόλος, αφού το έγκλημα είναι υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Αρκεί η επιδίωξη του οφέλους ή της βλάβης και είναι αδιάφορο αν τελικά επιτεύχθηκε ο σκοπός και γ) το συνολικό όφελος που σκοπήθηκε ή η συνολική βλάβη (ζημία) που σκοπήθηκε να υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. Τα τρία ως άνω εγκλήματα συρρέουν αληθώς μεταξύ τους, ακόμη και κατά την κακουργηματική τους μορφή, αφού το καθένα από αυτά προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό και είναι αυτοτελές, διαφορετικό και ανεξάρτητο του άλλου και κανένα δεν αποτελεί κατά το νόμο μέσο εκτελέσεως του άλλου ή αναγκαία συνέπεια του άλλου. Έτσι, η υπεξαίρεση στην υπηρεσία, που είναι έγκλημα σχετικό με την υπηρεσία, προσβάλλει προεχόντως το γενικοτέρου ενδιαφέροντος έννομο αγαθό της διατήρησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας (καλή λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας) και επιπλέον, ειδικότερα, προσβάλλει τη ξένη περιουσία του ιδιώτη ή του κράτους και προστατεύει την ξένη περιουσία από τον υπάλληλο που την έλαβε ή την κατέχει λόγω της ιδιότητάς του αυτής, η πλαστογραφία, που είναι έγκλημα σχετικό με τα υπομνήματα, προσβάλλει την ασφάλεια και την ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι τα περιουσιακά δικαιώματα, δηλαδή προσβάλλει τη δημόσια πίστη στα υπομνήματα, την οποία και προστατεύει, και όχι την περιουσία και, η υπεξαγωγή εγγράφων στην υπηρεσία, που είναι και αυτή έγκλημα σχετικό με την υπηρεσία, προσβάλλει και αυτή προεχόντως το γενικοτέρου ενδιαφέροντος έννομο αγαθό της διατήρησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας (καλή λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας) και επιπλέον, ειδικότερα, την ασφάλεια και την ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών που διενεργούνται από την υπηρεσία και όχι τα περιουσιακά δικαιώματα ή την περιουσία ιδιώτη ή του Κράτους. Η υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος μπορεί να τελεσθεί και χωρίς να έχει τελεσθεί πλαστογραφία, σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος, αλλά και χωρίς να έχει τελεσθεί υπεξαγωγή εγγράφων στην υπηρεσία, σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος, αφού τα τελευταία δύο εγκλήματα δεν αποτελούν κατά το νόμο μέσο εκτελέσεώς της, αλλ' ούτε η ίδια αποτελεί αναγκαία συνέπειά τους. Ακόμη και αν η πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος ή η υπεξαγωγή εγγράφου στην υπηρεσία σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος εμφανίζονται ως τέχνασμα ή αν έγιναν προς συγκάλυψη ή διευκόλυνση της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, τα τρία εγκλήματα συρρέουν αληθώς μεταξύ τους, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το καθένα από αυτά προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό και είναι αυτοτελές, διαφορετικό και ανεξάρτητο του άλλου και κανένα από αυτά δεν αποτελεί κατά το νόμο μέσο εκτελέσεως του άλλου ή αναγκαία συνέπεια του άλλου (Ολομ. Α.Π. 179 και 180/1990). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 εδ. α' του Α.Ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λπ.", όπως ισχύει μετά το Ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και εκείνα των άρθρων 258, 216 και 242 του Π.Κ., εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει σε ποσό, όπως αυξήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996, αυτό των 50.000.000 δραχμών και ήδη των 150.000 ευρώ, κατ' άρθρο 5 παρ.7 Ν. 2943/2001, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Επί των εγκλημάτων στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Α.Ν.1608/1950 για τους καταχραστές του Δημοσίου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.Δ. 2756/1953, κατά την οποία, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημιάς που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, ήτοι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε και όχι το όφελος ή η ζημιά από κάθε μερικότερη πράξη, η οποία κατισχύει ως ειδικότερη διάταξη και δεν καταργήθηκε από τη γενική διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, κατά την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Επομένως, εάν η υπεξαίρεση στην υπηρεσία, η πλαστογραφία με χρήση και η υπεξαγωγή εγγράφων στην υπηρεσία, στρέφεται κατά νομικού προσώπου του άρθρου 263Α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε σε αυτό το νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, τιμωρείται ο δράστης κατ' εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων της νομοθεσίας περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 391/2015 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακουργήματα που τέλεσε από το 1999 έως και το 2011 σε βάρος της ..., προκαλώντας της περιουσιακή ζημία, με αντίστοιχο δικό της όφελος, ύψους 2.729.786,31 ευρώ και συγκεκριμένα για το κακούργημα της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος της ..., το αντικείμενο της οποίας ξεπερνά το ποσό των 150.000 Ευρώ (άρθρο 258 Π.Κ.), για το κακούργημα της κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πλαστογραφίας με χρήση και με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης της ... που υπερβαίνει συνολικά τα 150.000 ευρώ (άρθρο 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ.) και για το κακούργημα της κατ' εξακολούθηση υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία, με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης της ... που υπερβαίνει συνολικά τα 150.000 ευρώ (άρθρο 242 παρ. 2 και 3 ΠΚ), όλα δε τα ως άνω κακουργήματα με τις ιδιαιτέρως επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή της επί μακρό χρόνο τέλεσής τους και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου τους, της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του Π.Κ., την καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών για το κακούργημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, δέκα (10) ετών για το κακούργημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και δέκα (10) ετών για το κακούργημα της υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία και της επέβαλε κατά συγχώνευση συνολική ποινή καθείρξεως (15+3+3) είκοσι ενός (21) ετών, με το ακόλουθο, επί λέξει, σκεπτικό: "Η κατηγορουμένη, Α. Π. του Γ., ενεργώντας με πρόθεση στους παρακάτω τόπο και χρόνους, τέλεσε τα κατωτέρω εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο και τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι, ειδικότερα: Α) Ενεργώντας από το έτος 1999, σε αδιευκρίνιστη ακριβώς ημεροχρονολογία, μέχρι και το έτος 2011, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημεροχρονολογίες, από πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακά όφελος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ ήταν υπάλληλος, ακριβέστερα Σύμβουλος Πελατείας Ιδιωτών και αργότερα Υπεύθυνη - Διευθύντρια στα τραπεζικά καταστήματα ... και της οδού ... της ..., της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία εδρεύει ..., ήτοι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263Α περ. β Π.Κ, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα άλλων προσώπων, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της λόγω της παραπάνω ιδιότητάς της, μεταχειρίστηκε δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ήτοι, συνολικά, ανώτερης των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Επιπλέον, συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ως προς την τέλεση του ως άνω εγκλήματος εκ μέρους της κατηγορουμένης, καθόσον εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν υπάλληλος της τράπεζας με την επωνυμία "... Α.Ε.", στο υποκατάστημά της που βρίσκεται στη ... και ακολούθως, Διευθύντρια αυτής της τράπεζας στο κατάστημά της που βρίσκεται στην οδό ..., της ..., με τη μέθοδο των διαδοχικών αναλήψεων - μεταφορών και μετερχόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, ιδιοποιήθηκε παρανόμως στην υπηρεσία της το συνολικό ποσό των 2.729.786,31 ευρώ, το οποίο, περιήλθε στην κατοχή της λόγω της ιδιότητάς της ως υπαλλήλου της τράπεζας αυτής και το οποίο προερχόταν από τις κατωτέρω αναφερόμενες μεταφορές ποσών από λογαριασμούς ταμιευτηρίων πελατών σε δικούς της λογαριασμούς, χρησιμοποίησε δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα κατά τους ακόλουθους τρόπους και εκμεταλλεύτηκε την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαν στο πρόσωπό της οι πελάτες της Τράπεζας, ήτοι: Α) Άνοιγε, εν αγνοία των πελατών, οι οποίοι διατηρούσαν στην Τράπεζα επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια (εφεξής "Α/Κ") ή προθεσμιακές καταθέσεις (εφεξής "Π/Κ"), άγνωστους σ' αυτούς λογαριασμούς (κρυφούς), είτε πλαστογραφώντας την υπογραφή των πελατών στην αντίστοιχη αίτηση, είτε υπεξάγοντας την αίτηση ανοίγματος (καταστρέφοντας ή κρύβοντάς την στο γραφείο της - σημειωτέο ότι οι περισσότερες αιτήσεις δεν βρέθηκαν κατά τον έλεγχο που διενήργησε η Τράπεζα), είτε υποκλέπτοντας την υπογραφή του πελάτη και επί "κρυφών" λογαριασμών, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν παντελώς οι πελάτες, αλλά πολλές φορές και η Τράπεζα, αφού δεν γνώριζε ότι τους είχε ανοίξει η κατηγορουμένη αυτοβούλως. Β) Ενίοτε, για τους κρυφούς αυτούς λογαριασμούς εξέδιδε και βιβλιάριο κίνησής τους, το οποίο παρακρατούσε η ίδια και περιοδικά το ενημέρωνε, δημιουργώντας έτσι στους προϊσταμένους της και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Τράπεζας την εντύπωση ότι γινόταν κανονική κίνηση των λογαριασμών. Γ) Μετέφερε στους κρυφούς λογαριασμούς, από τους κανονικούς και γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς, διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία συνήθως αντιστοιχούσαν σε ποσά που οι πελάτες είχαν ήδη επενδύσει σε Α/Κ ή Π/Κ ή και αναλάμβανε απευθείας από τους γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς διάφορα χρηματικά ποσά, με την πρόφαση ότι θα τα επένδυε υπέρ των δικαιούχων πελατών σε Α/Κ ή Π/Κ. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, πετύχαινε την πρόωρη εξαγορά χρεογράφων (Α/Κ ή Π/Κ), τα οποία είχαν αγοράσει οι πελάτες, και τη ρευστοποίηση και κατάθεση των ποσών τους στους κρυφούς λογαριασμούς, κάτι το οποίο οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονταν, διότι γνώριζαν ότι δεν είχε παρέλθει ακόμη η ημερομηνία λήξης των χρεογράφων τους. Δ) Αφού πετύχαινε με τους ως άνω αναφερόμενους τρόπους τη μεταφορά χρηματικών ποσών στους κρυφούς λογαριασμούς, στη συνέχεια διενεργούσε σταδιακές αναλήψεις, (για να μην δημιουργηθούν υποψίες στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Τράπεζας λόγω της ανάληψης υπέρογκων χρηματικών ποσών σε μετρητά), με παραστατικά, στα οποία είτε αυτή πλαστογραφούσε το δείγμα της υπογραφής του πελάτη είτε υπέκλεπτε την υπογραφή του πελάτη είτε παρέμεναν ανυπόγραφα. Στη συνέχεια ενσωμάτωνε τα χρηματικά αυτά ποσά στην περιουσία της. Ε) Έπειθε τους δικαιούχους των λογαριασμών είτε να επενδύσουν είτε να συνεχίσουν την επένδυσή τους σε αμοιβαία κεφάλαια ή προθεσμιακές καταθέσεις. Έτσι, τους έπειθε ότι τα χρήματα που μετέφερε στους κρυφούς λογαριασμούς ή αναλάμβανε από τους γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς, επενδύονταν σε κάποιο τραπεζικό προϊόν με υψηλή, μάλιστα, απόδοση, χωρίς, βέβαια, να συμβαίνει αυτό, αφού στους λογαριασμούς των πελατών δεν υπήρχαν πλέον χρήματα, διότι τα είχε υπεξαιρέσει η κατηγορουμένη ή τα υπεξαιρούσε στη συνέχεια της ίδιας ημέρας. Επίσης, η κατηγορουμένη δημιουργούσε και πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής σε Α/Κ και Π/Κ σε απλό χαρτί Α4, εκτυπώνοντας και παραποιώντας τις αντίστοιχες γνήσιες αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, τις οποίες παρουσίαζε στους πελάτες ως γνήσιες. Οι αιτήσεις αυτές στις περισσότερες των περιπτώσεων φέρουν σφραγίδα του οικείου υποκαταστήματος της Τράπεζας και υπογράφονται μόνο από την κατηγορουμένη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις υπογράφονται και από τον πελάτη ή από την κατηγορουμένη αντί του πελάτη, με πλαστογράφηση της υπογραφής του πελάτη. Πολλές φορές η κατηγορουμένη παρέδιδε αντίγραφα των πλαστών παραστατικών, αποδεικτικών Π/Κ και αιτήσεων Α/Κ, στους πελάτες. ΣΤ) Απέδιδε τόκους στους πελάτες με βάση το (κατά πολύ υψηλότερο) επιτόκιο που υποσχόταν σε αυτούς για τις Προθεσμιακές Καταθέσεις ή για την εξαγορά των Αμοιβαίων Κεφαλαίων που οι ίδιοι νόμιζαν ότι διατηρούσαν στην Τράπεζα, είτε με κατάθεση σε κάποιον από τους γνωστούς λογαριασμούς που διατηρούσαν οι πελάτες στην Τράπεζα είτε με μετρητά στα χέρια τους, είτε ενσωματώνοντας αυτό το ποσό των τόκων στην επόμενη πλαστή Π/Κ ή στην αίτηση Α/Κ που η ίδια δημιουργούσε κατά την ανωτέρω διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, επέστρεφε στους πελάτες και μέρος από το κεφαλαίο που είχε υπεξαιρέσει από τους λογαριασμούς τους. Αυτό γινόταν, όταν οι πελάτες ζητούσαν να μην τοποθετηθεί πλέον το χρηματικό κεφάλαιό τους σε νέα Π/Κ ή σε άλλο Α/Κ. Ζ) Τέλος, στην περίπτωση ενός πελάτη, της εταιρίας με την επωνυμία ..., υπεξαίρεσε χρήματα από δανειακό λογαριασμό που διατηρούσε ο πελάτης στην Τράπεζα, προβαίνοντας, εν αγνοία του πελάτη, τόσο σε αυθαίρετες αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών που δικαιούνταν ο πελάτης, δυνάμει της δανειακής σύμβασης που είχε υπογράψει με την Τράπεζα, να αναλάβει από το συγκεκριμένο λογαριασμό, όσο και σε αυθαίρετη και παράνομη παρακράτηση και ιδιοποίηση διαφόρων ποσών που της παρέδιδε ο πελάτης σε μετρητά χρήματα, προκειμένου να κατατεθούν στο συγκεκριμένο λογαριασμό προς εξόφληση του δανείου. Προκειμένου, μάλιστα, να μην αποκαλυφθεί η παράνομη δράση της, κατάρτιζε στον προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή της και παρέδιδε στον πελάτη, θέτοντας, χωρίς να έχει αντίστοιχο δικαίωμα, αρμοδιότητα ή εξουσιοδότηση ή συναίνεση της Τράπεζας, τη σφραγίδα του Υποκαταστήματος της τράπεζας και την υπογραφή της, ιδιόγραφες καταστάσεις δήθεν κινήσεως του αντίστοιχου δανειακού λογαριασμού, όπου δεν παρουσίαζε τις αναλήψεις που είχε πραγματοποιήσει αυτή αυθαίρετα και, αντίθετα, παρουσίαζε ως κατατεθειμένα τα χρήματα που της παρέδιδε ο πελάτης, παραπλανώντας τον με τον τρόπο αυτό και πείθοντάς τον ότι το υπόλοιπο του δανείου του ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που, λόγω των παράνομων και αυθαίρετων συναλλαγών που είχε πραγματοποιήσει η ίδια, εμφανιζόταν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Τράπεζας. Επίσης, φρόντιζε κατά καιρούς και σε τακτά χρονικά διαστήματα να καταθέτει επί μέρους χρηματικά ποσά, προκειμένου ο δανειακός λογαριασμός να φαίνεται ενήμερος και να μην τεθεί σε οριστική καθυστέρηση από την Τράπεζα, γεγονός που θα αποκάλυπτε αμέσως την παράνομη δράση της ως προς τον συγκεκριμένο πελάτη. Όλο το προαναφερθέν χρηματικό ποσό υπεξαίρεσε από την ανωτέρω τράπεζα (... Α.Ε.), στην κυριότητα της οποίας ανήκαν τα υπεξαιρεθέντα χρήματα, ως κατατεθειμένα στους λογαριασμούς της.
Ειδικότερα προέβη στις κάτωθι ενέργειες, οι οποίες συνιστούν το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ανά πελάτη:
1) Αναφορικά με την Γ. Β. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 23/6/2005 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού (με δικαιούχο τη Γ. Β.), με αριθμό ...
27/6/2005 Πώληση μεριδίων Α/Κ και κατάθεση του ποσού της ρευστοποίησης στον κρυφό λογαριασμό, ενώ η αγορά των μεριδίων Α/Κ εμφανίζεται στην κίνηση του γνωστού στον πελάτη λογαριασμού με αριθμό ... 27/6/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.750,00 28/6/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 29/6/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 4/7/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.250,00 30/10/2007 Κατάθεση ποσού 360,00 Ευρώ στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό -410 ως απόδοση τόκων πλαστής Π/Κ.
360,00 29/11/2007 Μεταφορά ποσού 4.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό -410.
4.000,00 16/1/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 7/3/2008 Μεταφορά ποσού 3.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 3.000,00 με αριθμό -410.
10/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 30/10/2008 Ανάληψη ποσού 3.185,00 € από τον γνωστό -410 στον πελάτη λογαριασμό.
-3.185,00 5/3/2009 Κατάθεση ποσού 3.155,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, η οποία αφορά επιστροφή των αναληφθέντων μετρητών στις 10/04/2008 πλέον τόκων για Π/Κ που ο πελάτης θεωρούσε ότι είχε, η οποία όμως ήταν πλαστή.
3.155,00 18/6/2009 Κατάθεση ποσού 4.340,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, η οποία αφορά στην επιστροφή των αναληφθέντων μετρητών στις 16/1/2008 πλέον τόκων (από Π/Κ που ο πελάτης θεωρούσε ότι είχε, η οποία, όμως, ήταν πλαστή).
4.340,00 9/11/2009 Κατάθεση ποσού 1.132,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως απόδοση τόκων Π/Κ που ο πελάτης θεωρούσε ότι είχε, η οποία, όμως, ήταν πλαστή.
1.132,00 29/11/2010 Κατάθεση ποσού 1.160,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως απόδοση τόκων Π/Κ που ο πελάτης θεωρούσε ότι είχε, η οποία, όμως, ήταν πλαστή.
1.160,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, στο διάστημα από 23/6/2005 - 29/11/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 25.185,00 Ευρώ, αρχικά πετυχαίνοντας την ρευστοποίηση των Α/Κ και τη μεταφορά επιπλέον χρηματικών ποσών από τον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό προς τον "κρυφό" λογαριασμό (επί του οποίου είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά των: 6.750,00 Ευρώ στις 27/6/2005, 4.000,00 Ευρώ στις 28/6/2005, 3.000,00 Ευρώ στις 29/6/2005, 1.250,00 Ευρώ στις 4/7/2005, 4.000,00 Ευρώ στις 16/1/2008 και 3.000,00 στις 10/4/2008. Επιπλέον, στις 30/10/2008 ανέλαβε παράνομα το ποσό των 3.185,00 Ευρώ από τον -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ. Καθ' όλο το διάστημα από τις 27/6/2005 που για πρώτη φορά μετέφερε χρήματα στον ανωτέρω κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης, εκ μέρους της δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή έδινε στον πελάτη να υπογράψει έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, χωρίς, όμως τα έγγραφα αυτά να είναι τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και χωρίς οι αντίστοιχες Π/Κ να είναι καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχέθηκε στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ έγγραφα, σε μορφή πίνακα, με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα στις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 9 πλαστές Π/Κ (τα έγγραφα των οποίων βρέθηκαν κατά τον έλεγχο στο γραφείο της) για τις περιόδους: ί) 27/6/2005 - 27/6/2006 (ποσού 15.000,96 €), ϊϊ) 27/6/2006 - 31/10/2007 (ποσού 15.345,00 €), iii) 30/10/2007 - 30/10/2008 (ποσού 16.000,00 €), ϊν) 29/11/2007- 1/12/2008 (ποσού 4.000,00 €), ν) 1/12/2008 - 1/12/2009 (ποσού 4.210,00 €), νϊ) 7/3/2008 - 9/3/2009 (ποσού 3.000,00 €), νίΐ) 30/10/2008 - 30/10/2009 (ποσού 20.000,00 €), νίϊϊ) 30/10/2009 - 2/11/2010 (ποσού 20.000,00 €) και ϊχ) 2/11/2010 - 5/11/2012 (ποσού 20.000,00 €). Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς της τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε αυτή στον πελάτη (με τμηματικές καταθέσεις που πραγματοποιούσε κατά τις αναφερόμενες στον ανωτέρω πίνακα ημεροχρονολογίες, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή, αποδίδοντας ακόμη και τους τόκους που είχε υποσχεθεί για τις πλαστές Π/Κ που είχε δημιουργήσει), το συνολικό ποσό των 10.147,00 Ευρώ, το οποίο θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν ποσό, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (25.185,00 - 10.147,00 =) 15.038,00 ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια, στις 22.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 19.109,59 Ευρώ, με έναρξη (αναδρομικά) την 2.11.2010 και λήξη την 1.11.2012.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 16/11/2009 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού (με δικαιούχο τη Δ. Δ.) και με αριθμό ...
16/11/2009 Μεταφορά στον κρυφό λογαριασμό από τον εσωτερικό λογαριασμό ..., ως προϊόν εξαγοράς μεριδίων Α/Κ τίτλου που δημιουργήθηκε στις 30/10/2007 αξίας 40.000,00 Ευρώ (η αγορά αποτυπώνεται στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ...-032976-341) 40.612,80 26/11/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 30/11/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 1/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 2/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 4/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.100,00 16/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -510,00 5/7/2010 Μεταφορά ποσού 32.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
32.000,00 5/7/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -29.000,00 8/7/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 30/7/2010 Μεταφορά ποσού 30.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -450 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 30.000,00 30/7/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -15.000,00 3/8/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΓΙΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.500,00 16/8/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 24/8/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 30/8/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πελάτισσας στο διάστημα από 16/11/2009 - 30/8/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 102.610,00 Ευρώ, αρχικά πετυχαίνοντας τη μεταφορά διαφόρων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς -341 και -450 στον πελάτη λογαριασμούς στον κρυφό λογαριασμό και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά των: 9.000,00 € στις 26/11/2009, 10.000,00 € στις 30/11/2009, 10.000,00 € στις 1/12/2009, 10.000,00 € στις 2/12/2009, 1.100,00 € στις 4/12/2009,
510,00 € στις 16/12/2009, 29.000,00 € στις 5/7/2010, 3.000,00 € στις 8/7/2010, 15.000,00 € στις 30/7/2010, 3.500,00 € στις 3/8/2010, 6.500,00 € στις 16/8/2010, 3.000,00 € στις 24/8/2010 και 2.000,00 € στις 30/8/2010. Καθ' όλο το διάστημα από τις 16/11/2009 που για πρώτη φορά μετέφερε χρήματα στον ανωτέρω κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Εξαίρεση αποτελεί η πρώτη πλαστή Π/Κ στην οποία χρεούμενος και πιστούμενος είναι ο κρυφός λογαριασμός. Συγκεκριμένα, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, χωρίς, όμως τα έγγραφα αυτά να είναι τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και χωρίς οι αντίστοιχες Π/Κ να είναι καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχέθηκε στην πελάτισσα μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα, επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ έγγραφα (ως "Σενάρια Π/Κ") με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο και συνεπώς πληρωτέο ποσό. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα στις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησε 7 πλαστές Π/Κ για τις περιόδους: ϊ) …. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Με βάση τα παραπάνω υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 102.610,00 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 14.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), τρεις προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 32.793,33 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 28.2.2011 και λήξης 31.8.2011, Β) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 42.490,01 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 31.3.2011 και λήξης 2.1.2012 και Γ) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 30.782,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 2.5.2011 και λήξης 2.2.2012.
3)
Αναφορικά με τους πελάτες του Υποκαταστήματος Ζ. Θ. (...) και Ζ. Ε. (CRS ...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 5/1/2011 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ... και δικαιούχο τη Ζ. Ε..
5/1/2011 Μεταφορά ποσού 50.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ....
50.000,00 5/1/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.000,00 7/1/201 1 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 10/1/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 12/1/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 19/1/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΨΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 25/1/201 1 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό των παραπάνω πελατών, στο διάστημα από 5/1/2011 - 25/1/2011 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 50.000,00 Ευρώ, αρχικά πετυχαίνοντας τη μεταφορά διαφόρων χρηματικών ποσών από το γνωστό -133 στους πελάτες λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου η ίδια είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά των: 12.000,00 € στις 5/1/2011, 8.000,00 € στις 7/1/2011, 8.000,00 € στις 10/1/2011, 9.000,00 € στις 12/1/201 1, 6.500,00 € στις 19/1/2011 και 6.500,00 € στις 25/1/2011. Καθ' όλο το διάστημα από τις 5/1/2011 που για πρώτη φορά μετέφερε χρήματα στον ανωτέρω κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης είχε δημιουργήσει μία πλαστή Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), με αναφερόμενο πελάτη το Ζ. Θ. για το ποσό των 50.000,00 Ευρώ, που αμέσως μετά υπεξαίρεσε και με φερόμενη ημερομηνία έναρξης 5/1/2011 και λήξης 5/1/2012. Συγκεκριμένα, δημιούργησε έγγραφο με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, το οποίο υπέγραψε η ίδια χωρίς, όμως αυτό να είναι το επίσημο έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα και χωρίς η εν λόγω Π/Κ να υφίσταται στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, είχε υποσχεθεί στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα, διαγράφοντας το αναγραφόμενο επί της πλαστής Π/Κ επιτόκιο όπως και το "συνολικό ποσό καταβολής" και αλλάζοντας τα χειρόγραφα. Με βάση τα παραπάνω υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 50.000,00 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 31.5.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) την υπ' αριθμ. ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 50.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 5.1.2011 και λήξης 5.1.2012.
4) Αναφορικά με την πελάτισσα του Υποκαταστήματος Η. Ε. (CRS ...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 6/4/2010 Έναρξη προθεσμιακής κατάθεσης (Π/Κ) ποσού 60.000,00 Ευρώ στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ...-... η οποία εμφανίζεται στα βιβλία της Τράπεζας, ωστόσο η εγκαλουμένη είχε υποσχεθεί μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα.
-60.000,00 6/10/2010 Λήξη της Π/Κ - κατάθεση του ποσού της και των κανονικών τόκων της στο γνωστό λογαριασμό του πελάτη 61.098,00 6/10/2010 Κατάθεση μετρητών στον -237 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για το επιπλέον ποσό των τόκων της ως άνω Π/Κ που είχε υποσχεθεί η εγκαλουμένη.
110,00 15/10/2010 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ... και δικαιούχο την Η. Ε..
15/10/2010 Μεταφορά ποσού 61.000,00 Ευρώ από τον -237 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό.
61.000,00 15/10/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -26.000,00 19/10/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -18.000,00 20/10/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 22/10/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 19/11/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.500,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 15/10/2010 - 19/11/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 61.000,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας τη μεταφορά αυτού του ποσού από το γνωστό -237 στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου η ίδια είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά των: 26.000.00 € στις 15/10/2010, 18.000,00 € στις 19/10/2010, 9.500,00 € στις 20/10/2010, 3.000,00 € στις 22/10/2010 και 4.500,00 € στις 19/11 /2010. Καθ' όλο το διάστημα από τις 15/10/2010 που για πρώτη φορά μετέφερε χρήματα στον ανωτέρω κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, είχε δημιουργήσει Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για το ποσό των 61.000,00 Ευρώ που αμέσως μετά υπεξαίρεσε. Ειδικότερα, δημιούργησε έγγραφο, με τίτλο "Απόδειξη Π/Κ", αντίγραφο εντύπου εξωτερικά όμοιου με εκείνου που χρησιμοποιεί η Τράπεζα για τις Π/Κ, το οποίο υπέγραψε η ίδια, με αρίθμηση 8727597 και υποσχέθηκε στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα, επισυνάπτοντας στην ως άνω "Απόδειξη" έγγραφο, ως "Σενάριο Π/Κ", στο οποίο ως επιτόκιο αναγράφεται το 4% αντί του 3,6% που υπάρχει στην ανωτέρω "Απόδειξη" και γι' αυτό υπάρχει και η ένδειξη "Διαφ. Επιτ. €110". Στη συνέχεια, δημιούργησε και μία πλαστή Π/Κ ποσού 61.000,00 €, με ημερομηνία έναρξης 15/10/2010 και ημερομηνία λήξης 17/10/2011. Η συγκεκριμένη πλαστή Π/Κ συνίστατο από ένα έγγραφο, με τίτλο "Απόδειξη Π/Κ" εξωτερικά όμοιο με το έντυπο που χρησιμοποιεί η Τράπεζα για τις Π/Κ, χωρίς, όμως, αυτή η Π/Κ να υφίσταται στα βιβλία της Τράπεζας, καθώς και από ένα επισυναπτόμενο στην ως άνω "Απόδειξη" έγγραφο σε μορφή πίνακα με τα ίδια με την ανωτέρω Π/Κ στοιχεία με μεγαλύτερο, ωστόσο, αναγραφόμενο επιτόκιο. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις, απέδωσε με δικά της χρήματα με κατάθεση στον -237 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό το ποσό των 110,00 € ως επιπλέον τόκους για το μεγαλύτερο επιτόκιο που είχε υποσχεθεί στον πελάτη για την πρώτη Π/Κ (που αποτυπώνεται στα βιβλία της Τράπεζας), προκειμένου να τον πείσει να προβεί σε προθεσμιακή κατάθεση, για να υπεξαιρέσει στη συνέχεια τα χρήματα από το λογαριασμό του, χωρίς να γίνει αυτό αντιληπτό. Ως εκ τούτου το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης ανήλθε σε (61.000,00 - 110,00 =) 60.890,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας ..., η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 6.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμόν ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 61.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 15.10.2010 και λήξης 17.10.2011.
5) Αναφορικά με την πελάτισσα Κ. Κ. (... και δικαιούχο την Κ. Κ..
24/11/2010 Μεταφορά ποσού 40.000,00 ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό αριθμ. ... στον κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 24/11/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 26/11/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 29/11/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.000,00 2/12/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 4/4/2011 Κατάθεση ποσού 2.000,00 ευρώ στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως "επιστροφή κεφαλαίου".
2.000,00 Δηλαδή, από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα του παραπάνω πελάτη, ιδιοποιήθηκε παράνομα στο χρονικό διάστημα 24/11/2010 - 2/12/2011 το συνολικό ποσό των 40.000,00 Ευρώ, αρχικά πετυχαίνοντας τη μεταφορά αυτού του ποσού στον ανωτέρω κρυφό στον πελάτη λογαριασμό (επί του οποίου είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά των: 6.000,00 Ευρώ στις 24/11/2010, 11.000,00 Ευρώ στις 26/11/2010, 14.000,00 Ευρώ στις 29/11/2010 και 9.000,00 Ευρώ στις 2/12/2010. Είχε δημιουργήσει μία πλαστή Π/Κ με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας (αλλά το έγγραφο δεν είναι το επίσημο έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα), με ημερομηνία έναρξης 24/11/2010 και ημερομηνία λήξης 24/5/2011, για κεφάλαιο 40.000,00 Ευρώ (και με επιτόκιο 0,94%, το οποίο είχε διαγραφεί και αντικατασταθεί χειρογράφως από επιτόκιο ύψους 4,50%), με χρεούμενο και πιστούμενο το γνωστό -795 στον πελάτη λογαριασμό, όπου όμως δεν εμφανίζεται αντίστοιχη κίνηση στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, για να μη γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις της από τον πελάτη, πριν τη λήξη της προαναφερόμενης Π/Κ κατέθεσε στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό το ποσό των 2.000,00 Ευρώ, ως επιστροφή κεφαλαίου το οποίο θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν ποσό των 40.000,00 Ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (40.000,00 - 2.000,00 =) 38.000,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, πιστώνοντας (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) τον υπ' αριθμόν ... λογαριασμό του με το ποσό των 38.768,77 Ευρώ στις 9.6.2011.
6) Αναφορικά με την πελάτισσα Κ. Σ. (... προέβη παράνομα στις κάτωθι ενέργειες:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 7/3/2002 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού με ..., με δικαιούχους την Κ. Σ. και τον Κ. Κ..
7/3/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό.
8.860,89 8/3/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.800,00 14/3/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον-481 κρυφό λογαριασμό.
4.925,58 15/3/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.985,00 11/4/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό.
8.889,80 12/4/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.890,00 21/5/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό.
2.975,19 21/5/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 24/5/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 27/5/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -500,00 30/5/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -470,00 11 /6/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό.
1.988,15 11/6/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.994,00 8/8/2002 Πώληση (ρευστοποίηση) χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό.
14.000,00 8/8/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -920,00 8/8/2002 Μεταφορά ποσού 200,00 Ευρώ στον -481 κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-009323-798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
200,00 29/8/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 30/8/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 2/9/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.870,00 8/11/2002 Κατάθεση ποσού 295,00 € στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως τόκους από πώληση χρεογράφων που στην πραγματικότητα είχε γίνει στις 7/3/2002, ενώ ο πελάτης νόμιζε ότι τα είχε μέχρι 8/11/2002.
295,00 7/2/2003 Κατάθεση ποσού 287,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
287,00 9/5/2003 Κατάθεση ποσού 257,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
257,00 15/9/2003 Κατάθεση ποσού 302,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
302,00 15/3/2004 Κατάθεση ποσού 424,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
424,00 27/9/2004 Κατάθεση ποσού 454,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
454,00 31/3/2005 Κατάθεση ποσού 436,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
436,00 16/1/2007 Κατάθεση ποσού 1.090,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστά Α/Κ.
1.090,00 16/1/2008 Κατάθεση ποσού 1.717,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
1.717,00 28/1/2008 Μεταφορά ποσού 8.000,00 Ευρώ στον -481 κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 8.000,00 28/1/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -481 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 28/7/2008 Κατάθεση ποσού 200,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
200,00 15/1/2009 Κατάθεση ποσού 2.140,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.140,00 25/8/2009 Κατάθεση ποσού 430,70 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
430,70 28/8/2009 Άνοιγμα ((κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 044205-180 και δικαιούχο την Κ. Σ..
. 31/8/2009 Μεταφορά ποσού 40.000,00 Ευρώ στον -180 κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-044204-698 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
40.000,00 31/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 KPYΦO ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 7/9/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -15.000,00 10/9/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.500,00 14/9/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.500,00 3/9/2010 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -180 κρυφό λογαριασμό από τον υπ1 αριθμ. ...-009323-798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 15/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 24/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 18/1/2010 Κατάθεση ποσού 2.588,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.588,00 29/7/2010 Κατάθεση ποσού 430,70 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
430,70 1/9/2010 Κατάθεση ποσού 2.166,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.166,00 20/10/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 17/12/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -180 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 31/1/2011 Κατάθεση ποσού 2.251,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -798 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.251,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, στο διάστημα από 7/3/2002 - 17/12/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 109.429 Ευρώ, πετυχαίνοντας είτε την εξαγορά και ρευστοποίηση των χρεογράφων που είχε ο πελάτης είτε τη μεταφορά χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς στους δύο κρυφούς λογαριασμούς (επί των οποίων αυτή είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλάμβανε τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούσουν παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα στις ως άνω ημεροχρονολογίες. Καθ' όλο το διάστημα από τις 7/3/2002 που για πρώτη φορά πέτυχε την εξαγορά και ρευστοποίηση χρεογράφων προς τον -481 κρυφό λογαριασμό, δημιουργούσε είτε πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ είτε πλαστές Π/Κ, δήθεν από γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις). Δηλαδή υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, χωρίς, όμως τα έγγραφα αυτά να είναι τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα. Ως επί το πλείστον οι αντίστοιχες Α/Κ και Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας, με εξαίρεση 11 από αυτές οι οποίες αντιστοιχούσαν σε Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ με δικαιούχο την Κ. Σ., οι οποίες ακυρώνονταν αυθημερόν από αυτήν και 9 από αυτές που περιείχαν αρίθμηση όμοια με αντίστοιχες αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ, καταχωρημένες μεν στα βιβλία της Τράπεζας, με δικαιούχους, όμως, άλλους πελάτες της Τράπεζας και με στοιχεία διαφορετικά από αυτά των πλαστών εγγράφων που κρατούσε. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τα Α/Κ και τις Π/Κ. Δημιούργησες δηλαδή 26 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής σε Α/Κ και 22 Π/Κ. Συγκεκριμένα, δημιούργησε 8 συνεχόμενες πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και στη συνέχεια 5 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ, ποσού 13.800,00 €, για τις περιόδους: …Επιπλέον, με φερόμενο χρεούμενο και πιστούμενο τον -787 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό δημιούργησε 9 πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και 5 πλαστές Π/Κ, ποσού 14.000,00 €, για τις περιόδους: … Παράλληλα, για τις ίδιες ακριβώς περιόδους, αυτή τη φορά, όμως, με φερόμενο χρεούμενο και πιστούμενο τον -736 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, δημιούργησε ακόμη 9 πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και ακόμη 5 πλαστές Π/Κ, όλες με κεφάλαιο 14.000,00 €. Ακόμη, δημιούργησε 4 πλαστές Π/Κ, με κεφάλαιο 8.000,00 €, με φερόμενο χρεούμενο και πιστούμενο το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ..., για τις περιόδους: 28/1/2008 - 28/7/2008, 28/7/2008 - 28/7/2009, 28/7/2009 - 28/7/2010 και 28/7/2010 - 28/7/2011. Με φερόμενο χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...- 044204-698 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό δημιούργησε ακόμη 2 πλαστές Π/Κ, τις οποίες παρέδωσε στον πελάτη, με τα εξής στοιχεία: κεφάλαιο 40.000,00 €, για τις περιόδους: 28/8/2009 - 30/8/2010 και 30/8/2010 - 30/8/2011. Τέλος, δημιούργησε και μία πλαστή Π/Κ, ποσού 20.000,00 €, με ημερομηνία έναρξης την 3/9/2010 και ημερομηνία λήξης την 5/9/2011, με χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμο. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς την τύχη των χρημάτων που αυτή είτε είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις σου, απέδωσε η ίδια στον πελάτη (μέσω των ανωτέρω περιγραφόμενων στον πίνακα τμηματικών καταθέσεων που πραγματοποιούσε κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή, ως τόκους για τις πλαστές Π/Κ και Α/Κ), το συνολικό ποσό των 15.468,40 Ευρώ, το οποίο θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν ποσό, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (109.429 - 15.468,40 =) 93.960,60 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα ..., αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 17.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), έξι προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 38.955,39, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 30.8.2010 και λήξης 30.8.2011, Β) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 20.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 30.9.2010 και λήξης 5.9.2011, Γ) Υπ' αριθμ. ...63792, ποσού 7.826,22 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 28.7.2010 και λήξης 28.7.2011, Δ) Υπ' αριθμ. ...63772, ποσού 13.692,25 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 18.1.2011 και λήξης 18.1.2012, Ε) Υπ' αριθμ. ...63781, ποσού 13.692,25 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 18.1.2011 και λήξης 18.1.2012 και ΣΤ) Υπ' αριθμ. ...63767, ποσού 13.314,27 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 18.1.2011 και λήξης 18.1.2012.
7) Αναφορικά με την πελάτισσα Κ. Φ. (..):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 21/12/2004 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού με αριθμό ...-021993- 537 (με δικαιούχους την Κ. Φ. και Κ. Π.).
21/12/2004 Εξόφληση και ρευστοποίηση χρεογράφων ποσού 30.045,60 Ευρώ και κατάθεση στον -537 κρυφό λογαριασμό.
30.045,60 21/12/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -21.000,00 22/12/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 24/12/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.540,00 30/3/2006 Μεταφορά ποσού 8.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον ...-017508-918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
8.000,00 31/3/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 28/9/2006 Κατάθεση ποσού 188,00 Ευρώ στον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή μέρους τόκων πλαστής Π/Κ.
188,00 10/11/2006 Κατάθεση από την εγκαλουμένη ποσού 757,00 Ευρώ στον -340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
757,00 23/4/2007 Μεταφορά ποσού 426,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
426,00 2/5/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -430,00 2/5/2007 Ανάληψη ποσού 1.790,00 Ευρώ από τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-1.790,00 30/8/2007 Μεταφορά ποσού 45.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον ...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
45.000,00 31/8/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -25.000,00 3/9/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -20.000,00 9/10/2007 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 12/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 19/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 24/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 24/10/2007 Μεταφορά ποσού 854,00 Ευρώ από τον κρυφό λογαριασμό στον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
854,00 30/10/2007 Μεταφορά ποσού 266,50 Ευρώ από τον κρυφό λογαριασμό στον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή μέρους τόκων πλαστής Π/Κ.
266,50 16/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -870,00 23/4/2008 Μεταφορά ποσού 475,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
475,00 5/5/2008 Μεταφορά ποσού 1.750,00 στον κρυφό λογαριασμό από τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.750,00 5/5/2008 Μεταφορά ποσού 1.810,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.810,00 8/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 12/5/2008 Μεταφορά ποσού 7.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.000,00 1 2/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ TON KPYΦO ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.000,00 9/7/2008 Κατάθεση ποσού 7.070,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον ...-033223-893 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως πρόωρη εξόφληση πλαστής Π/Κ.
7.070,00 10/7/2008 Κατάθεση ποσού 10.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον υπ' αριθμ. ...-033223-893 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
10.000,00 12/9/2008 Κατάθεση ποσού 6.660,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -893 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως προκαταβολή τόκου (5....,00 €) πλέον ποσού 932 Ευρώ, το οποίο αφορά επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
6.660,00 5/11/2008 Κατάθεση ποσού 460,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή μέρους τόκων πλαστής Π/Κ.
460,00 25/8/2009 Κατάθεση ποσού 2.398,00 € στον -893 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
2.398,00 15/3/2010 Κατάθεση ποσού 5.000,00 Ευρώ στον ...-037641-535 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
5.000,00 1/4/2010 Κατάθεση ποσού 3.000,00 Ευρώ στον ...-037641-535 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
3.000,00 12/5/2010 Ανάληψη από την εγκαλουμένη ποσού 2.560,00 Ευρώ από τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
-2.560,00 4/6/2010 Κατάθεση ποσού 2.000,00 Ευρώ στον ...-037641-535 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
2.000,00 19/10/2010 Κατάθεση ποσού 3.283,00 Ευρώ στον -535 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως προκαταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
3.283,00 4/2/2011 Κατάθεση ποσού 3.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -535 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως τόκους πλαστής Π/Κ.
3.000,00 4/2/2011 Ανάληψη από την εγκαλουμένη ποσού 2.700,00 Ευρώ από τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-2.700,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό της πελάτισσας αυτής, αυτή στο διάστημα από 21/12/2004 - 4/2/2011 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 120.390 Ευρώ, είτε πετυχαίνοντας αρχικά τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου η ίδια είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό, είτε αναλαμβάνοντας απευθείας χρηματικά ποσά από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 21/12/2004 μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης εκ μέρους της δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, χωρίς, όμως τα έγγραφα αυτά να είναι τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και χωρίς οι αντίστοιχες Π/Κ να είναι καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στην πελάτισσα μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία έναρξης και λήξης της Π/Κ. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα στις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησε 22 πλαστές Π/Κ ήτοι για τις περιόδους: ί) 3/10/2005 - 3/11/2005 (ποσού 30.665,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ...-013657-340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), και φερόμενη αρίθμηση 1998910 ϊϊ) 2/11/2005 - 13/1/2006 (ποσού 30.775,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση .... ϊίί) 13/1/2006- 13/4/2006 (ποσού 31.015,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση .... iv) 13/4/2006 - 23/4/2007 (ποσού 31.31 7,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση ...029. ν) 23/4/2007 - 23/4/2008 (ποσού 32.500,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση ...719. νί) 23/4/2008 - 23/10/2008 (ποσού 35.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), και φερόμενη αρίθμηση .... νίί) 30/8/2007 - 1/9/2008 (ποσού 4-5.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση ... νΐίί) 9/10/2007 - 9/10/2008 (ποσού 20.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... ίχ) 12/5/2008 - 12/8/2008 (ποσού 7.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χ) 29/8/2008 - 31/8/2009 (ποσού 91.931,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χϊ) 25/8/2009 - 25/8/2010 (ποσού 91.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χίί) 25/8/2010 - 25/8/2011 (ποσού 81.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... xiii) 30/3/2006 - 30/3/2007 (ποσού 8.000,00 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χίν) 30/3/2007 - 30/4/2007 (ποσού 8.188,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό). χν) 30/4/2007 - 30-4-2008 (ποσού 10.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με αριθμό εγγράφου ...1223. χνί) 5/5/2008 - 5/5/2009 (ποσού 15.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χνίί) 5/5/2009 - 5/5/2010 (ποσού 16.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενη αρίθμηση .... χνίίί) 5/5/2010 - 5/5/2010 (ποσού 16.440 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), και φερόμενη αρίθμηση ...0256. χίχ) 5/8/2010 - 5/8/2011 (ποσού 19.362,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και φερόμενη αρίθμηση .... χχ) 8/11/2010 - 9/5/2011 (ποσού 19.744,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενο αριθμό .... χχί) 4/2/2011 - 16/5/2011 (με ποσό επένδυσης 2.700,00 €, ως "Συμπληρωματική κατάθεση" στην άνωθι (χχίί) πλαστή Π/Κ) και xxii) 16/5/2011 - 16/2/2012 (ποσού 23.280,00, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), με φερόμενο αριθμό .... Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ την τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσες στον πελάτη (μέσω των ανωτέρω περιγραφόμενων στον πίνακα τμηματικών καταθέσεων που πραγματοποιούσε κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες, προκειμένου η δράση σου να μη γίνει αντιληπτή, ως κεφάλαιο και τόκους για τις πλαστές Π/Κ), το συνολικό ποσό των 43.816 Ευρώ, το οποίο θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν ποσό, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (120.390 - 43.816 =) 76.574 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα ..., η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 14.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), δύο προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ...5, ποσού 70.618,04 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 4.2.2011 και λήξης 25.8.2011 και Β) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 20.701,54 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 16.5.2011 και λήξης 25.8.2011.
8) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος Κ. Γ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 27/5/2003 Ανοιγμα "κρυφού" λογαριασμού με αριθμό ...- 017869-007 και δικαιούχο τον Κ. Γ..
27/5/2003 Πώληση και ρευστοποίηση χρεογράφων και κατάθεση του ποσού εξαγοράς στον κρυφό λογαριασμό.
4.999,99 27/5/2003 ΑΝΑλΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.990,00 29/5/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.990,00 6/6/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους χρεογράφων.
4.009,33 6/6/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 10/6/2003 Πώληση και ρευστοποίηση μέρους χρεογράφων και κατάθεση του ποσού εξαγοράς στον ((κρυφό" λογαριασμό.
3.005,09 10/6/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.020,00 24/6/2003
Πώληση και ρευστοποίηση μέρους χρεογράφων και κατάθεση του ποσού εξαγοράς στον ((κρυφό" 3.010,39 λογαριασμό.
24/6/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 27/6/2003 Πώληση και ρευστοποίηση μέρους χρεογράφων και κατάθεση του ποσού εξαγοράς στον κρυφό λογαριασμό.
3.009,69 27/6/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 2/7/2003 Πώληση και ρευστοποίηση μέρους χρεογράφων και κατάθεση του ποσού εξαγοράς στον κρυφό λογαριασμό.
1.003,14 2/7/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.024,00 19/5/2005 Μεταφορά ποσού 6....,00 Ευρώ από τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό.
6....,00 20/5/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 27/5/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 3/6/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1....,00 31/10/2008 Ανάληψη ποσού 12.000,00 Ευρώ από τον ...-037374- 961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-12.000,00 27/11/2008 Απόδοση στον πελάτη σε μετρητά χρήματα ποσού 8.500,00 Ευρώ από πλαστή Π/Κ 8.500,00 25/2/2010 Ανάληψη ποσού 11.000,00 Ευρώ από τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-11.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 27/5/2003 - 25/2/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 48.924 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά είτε τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς στον κρυφό λογαριασμό, είτε πετυχαίνοντας την πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό των χρεογράφων, τα οποία είχαν αγοραστεί από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα, είτε και αναλαμβάνοντας απευθείας χρηματικά ποσά από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς, με την πρόφαση δημιουργίας Αιτήσεων Συμμετοχής Α/Κ ή Π/Κ. Καθ' όλο το διάστημα από τις 27/5/2003 που για πρώτη φορά πέτυχε την πώληση στον κρυφό λογαριασμό των χρεογράφων που είχαν αγοραστεί από τον -807 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης εκ μέρους της δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ (με τις αναγραφόμενες επ' αυτών αριθμήσεις) δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή αντιστοιχούσαν μεν σε πραγματικές αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με δικαιούχο είτε τον συγκεκριμένο πελάτη (οι αιτήσεις, όμως, αυτές ακυρώνονταν αυθημερόν από την εγκαλουμένη) είτε με δικαιούχους άλλους πελάτες της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ.
Δημιούργησε συνολικά 9 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 13 πλαστές Π/Κ για τις περιόδους:
ϊ) 30/4/2004 - 3/5/2005 (Α/Κ, ποσού 14.328,00 €, με χρεούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίϊ) 3/5/2005 - 3/5/2006 (Α/Κ, ποσού 14.740,00 €, με χρεούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίϊί) 2/6/2006 - 2/6/2007 (Α/Κ, ποσού 15.220,00 €, με χρεούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ΐν) 1/6/2007 - 2/6/2008 (Π/Κ, ποσού 16.180,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ν) 30/5/2008 - 15/10/2008 (Π/Κ, ποσού 17.330,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νί) 31/12/2003 - 30/6/2004 (Α/Κ, ποσού 5.053,00 €, με χρεούμενο τον -807 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νίϊ) 30/6/2004 - 14/10/2005 (Α/Κ, ποσού 5.109,00 €, με χρεούμενο τον -952 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νΐίί) 14/10/2005 - 13/10/2006 (Α/Κ, ποσού 5.280,00 €, με χρεούμενο τον -952 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίχ) 13/10/2006 - 15/10/2007 (Α/Κ, ποσού 5.540,00 €, με χρεούμενο τον -952 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χ) 19/5/2005 - 12/10/2006 (Α/Κ, ποσού 6....,00 €, με χρεούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χί) 13/10/2006 - 15/10/2007 (Α/Κ, ποσού 7.375,00 €, με χρεούμενο τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χίί) 15/10/2007-15/10/2008 (Π/Κ, ποσού 13.800,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -952 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xiii) 14/10/2008 - 14/10/2009 (Π/Κ, ποσού 32.530,00 €, με
χρεούμενο και πιστούμενο τον ...-037374-961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χϊν) 14/10/2009 - 14/10/2010 (Π/Κ, ποσού 34.950,00 €, με
χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χν) 30/10/2008 - 30/12/2008 (Π/Κ, ποσού 12.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xvi) 27/11 /2008 - 25/5/2009 (Π/Κ, ποσού 3.680,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνίί) 25/5/2009 - 25/5/2010 (Π/Κ, ποσού 3.804,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xviii) 25/5/2010 - 14/10/2010 (Π/Κ, ποσού 4.065,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χίχ) 25/2/2010 - 16/4/2010 (Π/Κ, ποσού 11.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχ) 16/4/2010-18/4/2011 (Π/Κ, ποσού 11.123,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxi) 18/4/2011 - 18/8/2011 (Π/Κ, ποσού 12.034,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και χχίί) 15/10/2010 - 17/10/2011 (Π/Κ, ποσού 41.377,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό).
Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια, με δικά της χρήματα, σε μετρητά, στα χέρια στον πελάτη στις 27/11 /2008 το ποσό των 8.500,00 €, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν, το οποίο ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν ποσό, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (48.924,00 - 8.500,00 =) 40.424 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 12.7.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), δύο προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 11.415,74 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 18.4.2011 και λήξης 18.8.2011 και Β) Υπ' αριθμ. ... ποσού 36.542,36 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 15.10.2010 και λήξης 17.10.2011. Ο πελάτης αποδέχθηκε την ως άνω καταβληθείσα αποζημίωση ως ορθή, υπογράφοντας σχετική δήλωση - εξοφλητική απόδειξη (με ημερομηνία 12.7.2011).
9) Αναφορικά με την πελάτη Λ. Δ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 9/12/2002 Άνοιγμα ((κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 016774-843 (με δικαιούχους τους Λ. Δ. και Λ. Α.).
9/12/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -843 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 31/10/2003 Ανάληψη ποσού 1.883 Ευρώ από τον ...-018808- 656 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με την πρόφαση δημιουργίας αίτησης συμμετοχής Α/Κ.
-1.883,00 3/11/2004 Μεταφορά ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-016603-992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.500,00 5/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -843 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.500,00 4/2/2005 Ανάληψη μετρητών από ...-022355-194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
-2.700,00 15/2/2006 Μεταφορά ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.500,00 15/2/2006 Μεταφορά ποσού 2.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-022355-194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.500,00 16/2/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -843 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 19/12/2006 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 030773-736 (με δικαιούχους τους: Λ. Δ. και Ν. Σ.).
20/12/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ.
-50.285,00 15/2/2007 Μεταφορά ποσού 4.000,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-021065-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
4.000,00 12/3/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -843 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 3/4/2007 Μεταφορά ποσού 45.000,00 Ευρώ στον -736 45.000,00 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3/4/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ 30.000,00 4/4/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -15.000,00 11/4/2007 Μεταφορά ποσού 40000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον ...-001229-067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
40.000,00 13/4/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -13.000,00 19/4/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -27.000,00 16/5/2007 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 18/5/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -20.000,00 11/9/2007 Μεταφορά ποσού 50.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον ...-001229-067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
50.000,00 17/9/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -48.090,00 3/10/2007 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 4/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -18.750,00 11/10/2007 Μεταφορά ποσού 60.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
60.000,00 30/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -26.000,00 14/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -23.000,00 22/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.870,00 30/11/2007 Μεταφορά ποσού 60.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
60.000,00 30/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -24.000,00 4/12/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 17/12/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -23.000,00 18/1/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.100,00 19/2/2008 Μεταφορά ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον ...-016603-992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
1.500,00 19/2/2008 Μεταφορά ποσού 2.075,00 Ευρώ στον -736 2.075,00 κκρυφό" λογαριασμό από τον ...-016603-992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
28/2/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.570,00 14/3/2008 Κατάθεση ποσού 3.985,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
3.985,00 16/5/2008 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 16/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 19/5/2008 Μεταφορά ποσού 4.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.000,00 19/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 21/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 5/6/2008 Μεταφορά ποσού 70.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
70.000,00 6/6/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -54.000,00 9/6/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -736 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -16.000,00 9/7/2008 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού με αριθμό ...- 037613-086 (με δικαιούχο τον Ν. Σ., εμπλέκεται, ωστόσο, ευθέως στην συγκεκριμένη υπόθεση).
9/7/2008 Μεταφορά ποσού 30.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον γνωστό ...-037609- 330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
30.000,00 9/7/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.000,00 10/7/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -16.000,00 3/12/2008 Μεταφορά ποσού 45.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον γνωστό ...-001229- 067 στον πελάτη λογαριασμό 45.000,00 4/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 5/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 11/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 15/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.600,00 16/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8....,00 8/1/2009 Μεταφορά ποσού 3.079,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον ...-021065-... 3.079,00 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 12/1/2009 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 20.000,00 15/1/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 21/1/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 29 /I/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 18/2/2009 Μεταφορά ποσού 5.164,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
5.164,00 19/2/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 17/3/2009 Μεταφορά ποσού 100.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον ...-039664-257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
100.000,00 19/3/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -26.000,00 24/3/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.000,00 1/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -16.000,00 0/4/2009 Μεταφορά ποσού 90.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
90.000,00 7/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -94.000,00 10/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 14/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.500,00 16/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 22/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.250,00 29/12/2009 Μεταφορά ποσού 17.768,90 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
17.768,90 29/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 30/12/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.800,00 2/2/2010 Μεταφορά ποσού 50.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
50.000,00 2/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 4/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 10/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.500,00 16/2/2010 Μεταφορά ποσού 3.433,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.433,00 17/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 22/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.800,00 23/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.500,00 2/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.140,00 15/3/2010 Μεταφορά ποσού 25.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
25.000,00 15/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 16/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.000,00 29/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 9/4/2010 Μεταφορά ποσού 3.358,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.358,00 9/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.350,00 25/5/2010 Μεταφορά ποσού 24.258,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
24.258,00 25/5/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -20.000,00 31/5/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.250,00 27/8/2010 Κατάθεση ποσού 89.650,00 € στον ...-037609-330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως πρόωρη εξόφληση (πλέον μέρους των τόκων) πλαστής Π/Κ έναρξης 29/12/2009 και ποσού 84.000,00 €.
89.650,00 16/2/2011 Μεταφορά ποσού 5.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
5.000,00 21/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 17/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 22/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.800,00 23/2/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.500,00 2/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.140,00 15/3/2010 Μεταφορά ποσού 25.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
25.000,00 15/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 16/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.000,00 29/3/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 9/4/2010 Μεταφορά ποσού 3.358,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.358,00 9/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.350,00 25/5/2010 Μεταφορά ποσού 24.258,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
24.258,00 25/5/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -20.000,00 31/5/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.250,00 27/8/2010 Κατάθεση ποσού 89.650,00 € στον ...-037609-330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως πρόωρη εξόφληση (πλέον μέρους των τόκων) πλαστής Π/Κ έναρξης 29/12/2009 και ποσού 84.000,00 €.
89.650,00 16/2/2011 Μεταφορά ποσού 5.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
5.000,00 21/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -086 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 9/12/2002 - 21/2/2011 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 878.833,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά είτε τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς σε κάποιον από τους κρυφούς λογαριασμούς (επί των οποίων είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία), είτε πετυχαίνοντας την πώληση και ρευστοποίηση σε κάποιον από τους κρυφούς λογαριασμούς χρεογράφων, τα οποία είχαν αγοραστεί από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα, είτε αναλαμβάνοντας απευθείας χρηματικά ποσά από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς, με την πρόφαση δημιουργίας Αιτήσεων Συμμετοχής Α/Κ ή ΓΙ/Κ. Καθ' όλο το διάστημα από τις 9/12/2002 μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, κατήρτιζε και υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ (με τις αναγραφόμενες επ' αυτών αριθμήσεις) δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή αντιστοιχούσαν μεν σε πραγματικές αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με δικαιούχους άλλους πελάτες της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και με διαφορετική ημερομηνία έναρξης ή λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 5 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 60 πλαστές Π/Κ για τις περιόδους:
ί) 31 /10/2003 - 2/11 /2004 (Α/Κ, ποσού 6.000,00 €, με χρεούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ϊί) 2/11/2004 - 15/2/2006 (Α/Κ, ποσού 7.672,00 €, με χρεούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίίί) 15/2/2006 - 15/2/2007 (Α/Κ, ποσού 9.490,00 €, με χρεούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίν) 15/2/2007 - 15/2/2008 (Π/Κ, ποσού 11.575,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ν) 15/2/2008 - 16/2/2009 (Π/Κ, ποσού 13.700,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νί) 16/2/2009 - 16/2/2010 (Π/Κ, ποσού 17.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), vii) 16/2/2010 - 16/2/2011 (Π/Κ, ποσού 20.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νίίί) 1 6/2/2011 - 16/2/2012 (Π/Κ, ποσού 24.035,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ix) 4/2/2005 - 15/2/2006 (A/K, ποσού 2.700,00 €, με χρεούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χ) 15/2/2006 - 15/2/2007 (Α/Κ, ποσού 5.325,00 €, με χρεούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χϊ) 15/2/2007 - 15/2/2008 (Π/Κ, ποσού 7.995,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χϊϊ) 15/2/2008- 16/2/2009 (Π/Κ, ποσού 10.500,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΐϊί) 16/2/2009- 16/2/2010 (Π/Κ, ποσού 14.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xiv) 16/2/2010 - 16/2/2011 (Π/Κ, ποσού 17.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χν) 16/2/2011 - 16/2/2012 (Π/Κ, ποσού 21.730,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνί) 3/4/2007 - 3/10/2007 (Π/Κ, ποσού 45.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνίϊ) 3/10/2007 - 3/4/2008 (Π/Κ, ποσού 65.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνΐίΐ) 3/4/2008 - 3/7/2008 (Π/Κ, ποσού 67.531,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χϊχ) 3/7/2008 - 7/1/2009 (Π/Κ, ποσού 68.840,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχ) 7/1/2009 - 30/12/2009 (Π/Κ, ποσού 75.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχϊ) 29/12/2009 - 10/1/2011 (Π/Κ, ποσού 84.000,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxii)
11/4/2007 - 11/10/2007 (Π/Κ, ποσού 40.000,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxiii) 13/10/2007 - 13/10/2008 (Π/Κ, ποσού 100.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχίν) 16/5/2007 - 16/5/2008 (Π/Κ, ποσού 20.000,00€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχν) 16/5/2008 - 30/12/2008 (Π/Κ, ποσού 45.314,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχνϊ) 30/12/2008 - 30/12/2009 (Π/Κ, ποσού 47.510,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxvii) 29/12/2009 - 29/6/2010 (Π/Κ, ποσού 70.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxviii) 29/6/2010 - 19/7/2010 (Π/Κ, ποσού 73.568,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχΐχ) 19/7/2010 - 19/4/2011 (Π/Κ, ποσού 74.140,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχ) 19/4/2011 - 15/6/2011 (Π/Κ, ποσού 82.043,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχί) 11/9/2007 - 17/3/2008 (Π/Κ, ποσού 100.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxii) 14/3/2008 - 16/3/2009 (Π/Κ, ποσού 100.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxiii) 16/3/2009 - 16/3/2010 (Π/Κ, ποσού 107.800,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχίν) 15/3/2010 - 15/6/2010 (Π/Κ, ποσού ....770,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχν) 30/11/2007 - 13/10/2008 (Π/Κ, ποσού 60.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχνϊ) 5/6/2008 - 5/6/2009 (Π/Κ, ποσού 70.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxvii) 5/6/2009 - 7/6/2010 (Π/Κ, ποσού 77.445,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxviii) 7/6/2010 - 15/6/2010 (Π/Κ, ποσού, ποσού 85.368,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχΐχ) 9/7/2008 - 9/1/2009 (Π/Κ, ποσού 30.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΙ) 9/1/2009 - 12/4/2010 (Π/Κ, ποσού 51.330,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xli) 9/4/2010-11 /4/2011 (Π/Κ, ποσού 62.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlii) 8/4/2011 - 17/10/2011 (Π/Κ, ποσού 69.851,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xliii) 13/10/2008 - 13/10/2009 (Π/Κ, ποσού 171.880,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χlϊν) 13/10/2009 - 13/10/2010 (Π/Κ, ποσού 191.093,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlv) 13/10/2010 - 13/10/2011 (Π/Κ, ποσού 210.536,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΙνί) 3/12/2008 - 3/12/2009 (Π/Κ, ποσού 45.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlvii) 2/12/2009 - 2/12/2010 (Π/Κ, ποσού 50.031,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlviii) 17/3/2009 - 17/3/2011 (Π/Κ, ποσού 100.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlix) 17/3/2011 - 19/3/2012 (Π/Κ, ποσού 120.349,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), I) 6/4/2009 - 6/10/2010 (Π/Κ, ποσού 90.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιϊ) 6/10/2010 - 6/4/2011 (Π/Κ, ποσού 103.748,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), lii) 2/2/2010-30/6/2010 (Π/Κ, ποσού 50.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), liii) 30/6/2010 - 1 /2/2011 (Π/Κ, ποσού 52.886,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιΐν) 1/2/2011 - 13/12/2011 (Π/Κ, ποσού 57.330,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιν) 15/3/2010 - 25/5/2010 (Π/Κ,
ποσού
25.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ινϊ) 24/5/2010 - 2/12/2010 (Π/Κ, ποσού 50.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ivii) 15/6/2010 - 28/2/2011 (Π/Κ, ποσού 208.940,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Iviii)
28/2/2011 - 7/10/2011 (Π/Κ, ποσού 229.924,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιϊχ) 2/12/2010 - 2/3/2011 (Π/Κ, ποσού 108.460,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχ) 2/3/2011 - 6/4/2011 (Π/Κ, ποσού 111.987,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχί) 6/4/2011 - 18/8/2011 (Π/Κ, ποσού 68.000,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχίϊ) 6/4/2011 - 31/10/2011 (Π/Κ, ποσού 68.000,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ixiii)
6/4/2011 - 30/12/2011 (Π/Κ, ποσού 68.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχίν) 6/4/2011 - 16/5/2011 (Π/Κ, ποσού 20.610,00 €, με χρεούμενο και, πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και Ιχν) 16/5/2011 - 16/8/2011 (Π/Κ, ποσού 20.932,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό).
Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ την τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια στον πελάτη το ποσό των 93.635,00 €, ως επιστροφή κεφαλαίου και απόδοση τόκων από πλαστές Π/Κ που είχε
δημιουργήσει και δήθεν διατηρούσε ο πελάτης στην Τράπεζα, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν. Αυτό το ποσό θα
πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (878.838,00 - 93.635,00 =) 785.203,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, με τον εξής τρόπο: Α) Πιστώνοντας στις 30.6.2011 (με valeur 15.6.2011) τον υπ' αριθμ. ...-021065-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 56.554,96 Ευρώ και Β) Δημιουργώντας η ίδια στις 30.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), ένδεκα προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 20.690,38 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 16.5.2011 και λήξης 16.8.2011, Β) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 59.030,27 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 6.4.2011 και λήξης 30.12.2011, Γ) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 59.030,27 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 6.4.2011 και λήξης 31.10.2011, Δ) Υπ' αριθμ. ...38707, ποσού 59.030,27 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 6.4.2011
και λήξης 18.8.2011, Ε) Υπ' αριθμ. ... ποσού 107.300,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 17.3.2011 και λήξης 19.3.2012, ΣΤ) Υπ' αριθμ. ......86, ποσού 51.913,13 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 1.2.2011 και λήξης 13.12.2011, Ζ) Υπ' αριθμ. ......94, ποσού 188.038,04 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 28.2.2011 και λήξης 7.10.2011, Η) Υπ' αριθμ. ......97, ποσού 21.300,48 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 16.2.2011 και λήξης 16.2.2012, Θ) Υπ' αριθμ. ......17, ποσού 19.394,18 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 16.2.2011 και λήξης 16.2.2012, I) Υπ' αριθμ. ......57, ποσού 180.267,14 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 13.10.2010 και λήξης 13.10.2011 και ΙΑ) Υπ' αριθμ. ......35, ποσού 59.752,03 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 8.4.2011 και λήξης 17.10.2011.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΙΟ 19/8/2005 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 024522-934, με δικαιούχο το Μ. Θ..
19/8/2005 Μεταφορά ποσού 15.000,00 Ευρώ στον -934 κρυφό λογαριασμό από τον ...-023634-321 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 23/8/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.500,00 24/8/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.500,00 30/8/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 12/10/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση υπαρκτών και γνωστών στον πελάτη μεριδίων Α/Κ στον -934 κρυφό λογαριασμό.
23.159,96 12/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -13.000,00 13/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 14/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 17/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.300,00 20/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.850,00 21/10/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ¦ -1.000,00 2/11/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση υπαρκτών και γνωστών στον πελάτη μεριδίων Α/Κ στον -934 κρυφό λογαριασμό.
3.163,67 2/11/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.170,00 8/11/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση υπαρκτών και γνωστών στον πελάτη μεριδίων Α/Κ στον -934 κρυφό λογαριασμό.
3.750,20 8/11/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.600,00 10/11/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση υπαρκτών και γνωστών στον πελάτη μεριδίων Α/Κ στον -934 κρυφό λογαριασμό.
3.348,82 11/11/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση υπαρκτών και γνωστών στον πελάτη μεριδίων Α/Κ στον -934 κρυφό λογαριασμό.
3.869,41 11/11/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.200,00 14/11/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.100,00 2/3/2006 Μεταφορά ποσού 35.000,00 Ευρώ στον -934 35.000,00 κρυφό λογαριασμό από τον -321 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3/3/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.000,00 9/3/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 22/3/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.500,00 29/3/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.570,00 23/1/2007 Μεταφορά ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -934 κρυφό λογαριασμό από τον -321 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 25/1/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -17.000,00 28/2/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -934 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 30/7/2008 Άνοιγμα ((κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 037891-... και δικαιούχο το Μ. Θ..
30/7/2008 Μεταφορά ποσού 12.000,00 Ευρώ στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-037...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
12.000,00 7/8/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 8/8/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 17/12/2008 Μεταφορά ποσού 9.000,00 Ευρώ στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-037...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
9.000,00 17/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 23/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.300,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 19/8/2005 - 23/12/2008 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 128.090 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά είτε τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς σε ένα από τους δύο κρυφούς λογαριασμούς (επί των οποίων αυτή είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία), είτε πετυχαίνοντας την εν αγνοία του πελάτη πρόωρη πώληση και ρευστοποίηση σε έναν από τους δύο κρυφούς λογαριασμούς των χρεογράφων, τα οποία είχαν αγοραστεί από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 19/8/2005 που για πρώτη φορά πέτυχε τη μεταφορά στον κρυφό λογαριασμό του ποσού των 15.000,00 Ευρώ, με την πρόφαση δημιουργίας Προθεσμιακής Κατάθεσης, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής σου, δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 14 πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ϊ) …. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε την πελάτισσα ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας ..., η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, με τον εξής τρόπο: Α) Πιστώνοντας στις 5.7.2011 (με valeur 10.6.2011) τον υπ' αριθμ. ...-037...-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 37.824,86 Ευρώ και Β) Δημιουργώντας η ίδια στις 5.7.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ...54452 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 107.206,13 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 25.2.2011 και λήξης 28.2.2012.
11) Αναφορικά με τους πελάτες του Υποκαταστήματος Μ. - Χ. Μ. (...), Χ. Α. (...451) και Χ. Α. (5218717):
21/4/2004 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 020125-... (με δικαιούχους το Χ. Σ. και τη Μ. - Χ. Μ.).
21/4/2004 Μεταφορά ποσού 15.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-...56-944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 21/4/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 23/4/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -
-3.500,00 26/4/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.500,00 29/4/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.300,00 5/5/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 20/5/2004 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση Α/Κ που είχε αγοράσει ο πελάτης και κατάθεση του ποσού τους στον -825 κρυφό λογαριασμό.
10.058,80 20/5/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 25/5/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3,500,00 27/5/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.555,00 13/10/2004 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ... 020073-... (με δικαιούχους το Χ. Α., τη Μ. - Χ. Μ. και το Χ. Σ.).
13/10/2004 Μεταφορά ποσού 15.500,00 € στον-... κρυφό λογαριασμό από τον ...009956-944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.500,00 13/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.150,00 14/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.700,00 15/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.200,00 18/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.800,00 19/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.500,00 27/10/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.300,00 1/11/2004 Μεταφορά ποσού 15.600,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.600,00 1/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -16.800,00 29/11/2004 Μεταφορά ποσού 15.000,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 29/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 30/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.800,00 17/12/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.200,00 27/7/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.500,00 28/7/2005 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση Α/Κ που είχε αγοράσει ο πελάτης και κατάθεση του ποσού του στον -825 κρυφό λογαριασμό.
4.817,92 1/8/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.300,00 22/8/2006 Μεταφορά ποσού 14.590,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
14.590,00 22/8/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.910,00 30/8/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.695,00 25/9/2006 Μεταφορά ποσού 1.918,00 € στον κρυφό -825 λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.918,00 27/9/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.900,00 20/10/2006 Μεταφορά ποσού 2.098,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.098,00 8/11/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.100,00 22/11/2006 Μεταφορά ποσού 2.090,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.090,00 6/12/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 21/12/2006 Μεταφορά ποσού 4.000,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.000,00 27/12/2006 Κατάθεση ποσού 2.500,00 € στον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου.
2.500,00 27/12/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.100,00 23/1/2007 Μεταφορά ποσού 9.770,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
9.770,00 23/2/2007 Μεταφορά ποσού 2.180,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.180,00 26/2/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 8/3/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ-825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.950,00 23/3/2007 Μεταφορά ποσού 2.175,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη 2.175,00 λογαριασμό.
2/4/2007 Μεταφορά ποσού 1,040,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.040,00 HA/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.220,00 23/4/2007 Μεταφορά ποσού 2.490,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.490,00 30/4/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.490,00 23/5/2007 Μεταφορά ποσού 2.248,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.248,00 25/6/2007 Κατάθεση ποσού 5.460,00 € στον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου - μερική εξόφληση.
5.460,00 29/6/2007 Μεταφορά ποσού 7.500,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον ...024952-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.500,00 29/6/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 26/7/2007 Μεταφορά ποσού 10.740,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.740,00 26/7/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 23/8/2007 Μεταφορά ποσού 3.180,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.180,00 3/9/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 25/9/2007 Μεταφορά ποσού 2.175,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.175,00 2/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.350,00 30/10/2007 Μεταφορά ποσού 2.180,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.180,00 12/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.150,00 22/1 1/2007 Μεταφορά ποσού 1.680,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.680,00 28/11/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.700,00 27/12/2007 Μεταφορά ποσού 4.300,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.300,00 31/12/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.300,00 23/1/2008 Μεταφορά ποσού 10.500,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.500,00 24/1/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 8/2/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 22/2/2008 Μεταφορά ποσού 2.295,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.295,00 28/2/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 26/3/2008 Μεταφορά ποσού 2.280,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.280,00 1/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.500,00 23/4/2008 Μεταφορά ποσού 2.900,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.900,00 24/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.500,00 23/5/2008 Μεταφορά ποσού 2.300,00 € στον -825 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.300,00 3/6/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -825 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.300,00 23/6/2008 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- ...6-... και "δικαιούχο" τη Μ. - Χ. Μ..
23/6/2008 Μεταφορά ποσού 2.730,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.730,00 25/6/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.700,00 3/7/2008 Μεταφορά ποσού 1.140,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.140,00 3/7/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.180,00 24/7/2008 Μεταφορά ποσού 10.550,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.550,00 30/7/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -1 19.ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.500,00 22/8/2008 Μεταφορά ποσού 2.400,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.400,00 26/8/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.400,00 25/9/2008 Μεταφορά ποσού 2.480,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.480,00 23/10/2008 Μεταφορά ποσού 2.750,00 € στον -... ((κρυφό" λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.750,00 24/10/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5,000,00 21/11/2008 Μεταφορά ποσού 2.710,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.710,00 28/11/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -1 19 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.900,00 4/12/2008 Κατάθεση 200,00 € στον ...-...2-644- γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου - απόδοση τόκων πλαστής Π/Κ.
200,00 16/12/2008 Μεταφορά ποσού 2.295,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.295,00 17/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -1 19 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 23/12/2008 Μεταφορά ποσού 2.590,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.590,00 30/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΓΙΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.900,00 23/1/2009 Μεταφορά ποσού 10.650,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.650,00 29/1/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 24/2/2009 Μεταφορά ποσού 2.100,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.100,00 16/3/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.100,00 24/3/2009 Μεταφορά ποσού 2.400,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.400,00 16/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -1 19 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.600,00 24/4/2009 Μεταφορά ποσού 3.600,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.600,00 29/4/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.600,00 26/8/2009 Μεταφορά ποσού 6.500,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
6.500,00 26/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 28/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 20/4/2010 Μεταφορά ποσού 7.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-...-362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.000,00 21/4/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.000,00 5/7/2010 Κατάθεση 15.953,00 € στον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου και τόκων.
15.953,00 19/7/2010 Μεταφορά ποσού 16.175,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
16.175,00 19/7/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -15.000,00 26/7/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.000,00 1/9/2010 Μεταφορά ποσού 40.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
40.000,00 1/9/2010 Μεταφορά ποσού 3.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-...3-519 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.000,00 2/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 6/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 10/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.700,00 21/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 24/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 27/9/2010 Μεταφορά ποσού 2.960,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.960,00 30/9/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 19/11/2010 Κατάθεση ποσού 4.000,00 € στον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό τα οποία αφορούν επιστροφή μέρους αναληφθέντων μετρητών πλέον τόκων.
4.000,00 2/12/2010 Κατάθεση ποσού 3.570,00 € στον -362 γνωστό στον 3.570,00 πελάτη λογαριασμό το οποίο αφορά επιστροφή μέρους αναληφθέντων μετρητών πλέον τόκων.
3/2/2011 Κατάθεση ποσού 10.000,00 € στον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή μέρους αναληφθέντος κεφαλαίου.
10.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό των πελατών, αυτή στο διάστημα από 21/4/2004 - 30/9/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 294.850 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά είτε την εν αγνοία του πελάτη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς στους κρυφούς λογαριασμούς, είτε πετυχαίνοντας την εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση στους κρυφούς λογαριασμούς των χρεογράφων, τα οποία είχαν αγοραστεί από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα με την πρόφαση δημιουργίας Αιτήσεων Συμμετοχής Α/Κ ή Π/Κ. Καθ' όλο το διάστημα από τις 21/4/2004 που για πρώτη φορά πέτυχε τη μεταφορά ποσού 15.000,00 Ευρώ από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό, δημιουργούσες πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, έβαζε το φερόμενο ως δικαιούχο της αντίστοιχης αίτησης Α/Κ ή Π/Κ να υπογράψει ή υπέγραφες η ίδια έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ (με τις αναγραφόμενες επ' αυτών αριθμήσεις) δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή αντιστοιχούσαν μεν σε πραγματικές αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με δικαιούχους άλλους πελάτες της Τράπεζας ή τέλος αντιστοιχούσαν σε αιτήσεις οι οποίες είχαν ακυρωθεί αυθημερόν από αυτή (κατηγορουμένη). Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και με διαφορετική ημερομηνία έναρξης ή λήξης, ενώ η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 10 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 63 πλαστές Π/Κ για τις περιόδους:
ί) 21/4/2004 - 28/4/2005 (Α/Κ, ποσού 15.000,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ϊί) 13/10/2004 - 2/11/2005 (Α/Κ, ποσού 15.500,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), iii) 2/11/2005 - 3/11/2006 (Α/Κ, ποσού 16.017,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ϊν) 3/11/2006 - 3/5/2007 (Π/Κ, ποσού 16.535,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ν) 1/11/2004 - 14/1/2005 (Α/Κ, ποσού 15.600,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), νϊ) 14/1/2005 - 15/3/2006 (Α/Κ, ποσού 15.295,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), vii)
15/3/2006 - 15/3/2007 (Π/Κ, ποσού 16.281,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), viii)
15/3/2007 - 3/5/2007 (Π/Κ, ποσού 17.001,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίχ) 29/11/2004 - 27/2/2006 (Α/Κ, ποσού 15.000,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χ) 27/2/2006 - 2/3/2007 (Α/Κ, ποσού 15.595,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΐ) 2/3/2007 - 3/5/2007 (Π/Κ, ποσού 16.155,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χίί) 31/12/2004 - 7/2/2005 (Α/Κ, ποσού 10.212,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xiii) 7/2/2005 - 28/4/2005 (Α/Κ, ποσού 10.250,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χίν) 28/4/2005 - 3/5/2006 (Α/Κ, ποσού 25.677,00 €, με χρεούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χν) 3/5/2006 - 3/5/2007 (Π/Κ, ποσού 26.611,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνΐ) 22/8/2006 - 25/9/2006 (Π/Κ, ποσού 14.590,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χνϊϊ) 25/9/2006 - 20/10/2006 (Π/Κ, ποσού 16.593,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό],? xviii) 20/10/2006 - 22/11/2006 (Π/Κ, ποσού 18.762,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χίχ) 22/11/2006 - 21/12/2006 (Π/Κ, ποσού 20.959,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχ) 21/12/2006 - 22/1/2007 (Π/Κ, ποσού 25.064,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχϊ) 27/12/2006 - 22/1/2007 (Π/Κ, ποσού 22.590,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχίΐ) 22/1/2007 - 23/2/2007 (Π/Κ, ποσού 32.461,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxiii) 23/2/2007 - 23/3/2007 (Π/Κ, ποσού 34.820,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχίν) 23/3/2007 - 2/4/2007 (Π/Κ, ποσού 37.163,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχν) 2/4/2007 - 23/4/2007 (Π/Κ, ποσού 38.267,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχνί) 23/4/2007 - 23/5/2007 (Π/Κ, ποσού 40.897,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχνϊϊ) 23/5/2007 - 22/6/2007 (Π/Κ, ποσού 43.358,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxviii) 22/6/2007 - 23/7/2007 (Π/Κ, ποσού 37.898.00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχίχ) 23/7/2007 - 23/8/2007 (Π/Κ, ποσού 38.102,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχ) 3/5/2007 - 5/5/2008 (Π/Κ, ποσού 83.569,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχί) 26/7/2007 - 23/8/2007 (Π/Κ, ποσού 10.740,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχΐϊ) 23/8/2007 - 25/9/2007 (Π/Κ, ποσού 52.300,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxiii) 25/9/2007 - 30/10/2007 (Π/Κ, ποσού 54.775,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχίν) 30/10/2007 - 23/11/2007 (Π/Κ, ποσού 57.287,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχν) 22/11/2007 - 22/12/2007 (Π/Κ, ποσού 59.205,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxvi) 22/12/2007 - 22/1/2008 (Π/Κ, ποσού 63.813,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχνίί) 23/1/2008 - 5/5/2008 (Π/Κ, ποσού 74.655,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xxxviii) 22/2/2008- 26/3/2008 (Π/Κ, ποσού, ποσού 2.295,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χχχϊχ) 26/3/2008 - 22/4/2008 (Π/Κ, ποσού 4.588,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΙ) 22/4/2008 - 22/5/2008 (Π/Κ, ποσού 7.510,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xli) 22/5/2008 - 22/6/2008 (Π/Κ, ποσού 9.849,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlii) 23/6/2008 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 12.632,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xliii) 5/5/2008 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 164.855,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xliv) 3/7/2008 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 1.140,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), χΙν) 24/7/2008 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 10.550,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlvi) 22/8/2008 - 22/9/2008 (Π/Κ, ποσού 2.400,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlvii) 22/9/2008 - 22/10/2008 (Π/Κ, ποσού 4.892,92 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlviii) 23/10/2008 - 24/11/2008 (Π/Κ, ποσού 7.670,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), xlix) 21/11/2008 - 22/12/2008 (Π/Κ, ποσού 10.423,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), 1) 16/12/2008 - 22/12/2008 (Π/Κ, ποσού 2.295,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιϊ) 22/12/2008 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 15.170,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό).
Ιΐί) 23/1/2009 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 10.650,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), liii) 24/2/2009 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 2.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), liv) 24/3/2009 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 2.400,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιν) 24/4/2009 - 5/5/2009 (Π/Κ, ποσού 3.600,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ινί) 5/5/2009 - 5/5/2010 (Π/Κ, ποσού 235.195,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ινίί) 5/5/2010 - 5/5/2011 (Π/Κ, ποσού 230.003,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Iviii) 5/5/2011 - 17/1/2012 (Π/Κ, ποσού 248.704,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιίχ) 20/4/2010 - 20/4/2011 (Π/Κ, ποσού 7.000,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχ) 1/9/2010 - 1/2/2011 (Π/Κ, ποσού 40.000,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχί) 1/2/2011 - 4/3/2011 (Π/Κ, ποσού 31.385,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ixii) 4/3/2011 - 5/9/2011 (Π/Κ, ποσού 31.607,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) Ixiii) 29/6/2007 -30/6/2008 (Π/Κ, ποσού 7.500,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -548 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχίν) 1/7/2008 - 1/7/2010 (Π/Κ, ποσού 7.985,00 €, με χρεούμενο και πστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχν) 26/8/2009 - 1/7/2010 (Π/Κ, ποσού 6.500,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχνϊ) 1/7/2010 - 5/7/2010 (Π/Κ, ποσού 15....,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχνΐί) 19/7/2010 - 19/8/2010 (Π/Κ, ποσού 16....,00
€, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ixviii) 19/8/2010 - 27/9/2010 (Π/Κ, ποσού 16.287,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχίχ) 27/9/2010 - 3/11/2010 (Π/Κ, ποσού 19.388,50 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχχ) 4/11/2010 - 4/1/2011 (Π/Κ, ποσού 19.544,00 €,
με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ιχχί) 5/1/2011 - 5/4/2011 (Π/Κ, ποσού 19.830,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), Ixxii) 4/4/2011 - 4/4/2012 (Π/Κ, ποσού 20.227,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και Ixxiii) 1 /9/2010 - 3/9/2012 (Π/Κ, ποσού 3.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -519 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό).
Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς την τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια στον πελάτη το ποσό των 41.683,00 €, ως καταβολή τόκων για τις Π/Κ που δήθεν διατηρούσε ο πελάτης στην Τράπεζα ή ως επιστροφή κεφαλαίου, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν. Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (294.850 - 41.683,00 =) 253.167 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 8.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), δύο προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 30.744,85 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 4.3.2011 και λήξης 5.9.2011 και Β) Υπ' αριθμ. ...13689, ποσού 221.120,77 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 5.5.2011 και λήξης 17.1.2012.
12) Αναφορικά με την πελάτισσα του Υποκαταστήματος Μ. Α. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΙΟ 11/3/2011 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 052163..., με δικαιούχο την Μ. Α..
11/3/2001 Μεταφορά ποσού 142.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθ. ...-049970... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
142.000,00 22/3/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 29/3/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -13.500,00 30/3/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 1/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 8/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.800,00 14/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.800,00 20/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.600,00 21/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9000,00 29/4/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -36.000,00
3/5/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.850,00
12/5/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.400,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή, κατά το διάστημα από 11/3/2011 - 12/5/2011 ιδιοποιήθηκε παράνομα με αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 133.950,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά τη μεταφορά του ποσού των 142.000,00 Ευρώ, στις 11 /3/2011, από τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, προς τον κρυφό λογαριασμό που είχε δημιουργήσει με δικαιούχο τον συγκεκριμένο πελάτη και στη συνέχεια ανέλαβε τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα στις ως άνω ημεροχρονολογίες. Καθ' όλο το διάστημα από τις 11/3/2011 που για πρώτη φορά μετέφερε χρήματα στον κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης δημιούργησε μία πλαστή Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στον πελάτη ... λογαριασμό για το ποσό που αυτή υπεξαίρεσε με τη μεταφορά του στον κρυφό λογαριασμό. Συγκεκριμένα, παρέδωσε στον έλεγχο της Τράπεζας μετά από σχετικές ερωτήσεις ένα έγγραφο με τίτλο "Απόδειξη Π/Κ", εξωτερικά όμοιο με το έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα για τις Π/Κ, στο οποίο αναγράφονταν τα ακόλουθα: Κεφάλαιο 142.000,00 €, ημερομηνία έναρξης 11/3/2011 και ημερομηνία λήξης 12/9/2011, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, καθώς και ένα έγγραφο Π/Κ με τα ίδια ως άνω στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να παραπλανήσει τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα υπεξαίρεσε στη συνέχεια της ίδιας ημέρας. Επομένως, το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης ανέρχεται στο ποσό των 133.950,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας Πειραιώς, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 31.5.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμόν ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 142.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 11.3.2011 και λήξης 12.9.2011.
13) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος Ν. Σ. (...):
Αρχικά μετέφερε το ποσό των 50.000,00 Ευρώ, στις 30/7/2007, από τον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-033181-... στον κρυφό λογαριασμό, με αριθμό ...-030773-..., που άνοιξε την ίδια ημέρα, με φερόμενους δικαιούχους τον Ν. Σ. και τον Δ. Λ. (επί του οποίου η ίδια είχε την απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια στις 31/7/2007 ανέλαβε αυτό το ποσό από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα χρήματα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 30/7/2007 που μετέφερε τα χρήματα στον κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιούργησε 4 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για το ποσό που αυτή υπεξαίρεσε με τη μεταφορά του στον κρυφό λογαριασμό. Δηλαδή, έβαζε το φερόμενο ως δικαιούχο της αντίστοιχης αίτησης Π/Κ να υπογράψει ή υπέγραφε μόνο αυτή έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ (με τις αναγραφόμενες επ' αυτών αριθμήσεις) δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και με διαφορετική ημερομηνία έναρξης ή λήξης. Σημειωτέο, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησε 4 πλαστές Π/Κ για τις περιόδους:
ί) 30/7/2007 - 30/7/2008 (ποσού 50.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-033181-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίϊ) 31/7/2008 - 31/7/2009 (ποσού 50.000,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-037919-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό), ίϊί) 31/7/2009 - 29/7/2010 (ποσού 54.221,00 €, με χρεούμενο και και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-037919-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό) και ίν) από 29/7/2010- 29/7/2011 (ποσού 58.724,00 €, με χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-037919-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό).
Από το συνολικό υπεξαιρεθέν ποσό των 50.000,00 Ευρώ, θα πρέπει να αφαιρεθεί ποσό των 3.070,00 Ευρώ, το οποίο αυτή κατέθεσε στις 31 /7/2008 στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως απόδοση τόκων της πρώτης πλαστής Π/Κ, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (50.000,00 - 3.070,00 =) 46.930,0 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 30.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. 11838191 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 53.292,41 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 27.9.2010 και λήξης 29.7.2011.
14) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος Π. Γ. (CRS ...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΙΟ 16/12/2002 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού με αριθμό ...-016819- 146, με δικαιούχο τον Π. Γ..
16/12/2002 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση στον ((κρυφό" λογαριασμό μέρους Α/Κ.
7.000,00 16/12/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.000,00 18/12/2002 Εν αγνοία του πελάτη πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους Α/Κ.
4.015,85 18/12/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 20/5/2003 Κατάθεση ποσού 574,00 € στον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως απόδοση τόκων και επιστροφή κεφαλαίου.
574,00 19/11/2003 Ανάληψη ποσού 1.355,00 € από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-1.355,00 4/4/2005 Μεταφορά ποσού 15.000,00 € στον κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 4/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 12/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.000,00 13/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 30/6/2005 Κατάθεση ποσού 115,00 € στον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως απόδοση τόκων για πλαστή Αίτηση Συμμετοχής Α/Κ.
115,00 112/2007 Μεταφορά ποσού 24.190,00 € στον κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
24.190,00 15/2/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -21.000,00 23/2/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.150,00 10/4/2008 Μεταφορά ποσού 27.550,00 € στον κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
27.550,00 17/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -13.550,00 23/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -12.000,00 2/5/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 5/5/2009 Ανάληψη ποσού 4.725,00 € από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-4.725,00 12/5/2011 Κατάθεση ποσού 1.200,00 € στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-041456-..., ως απόδοση τόκων πλαστής Π/Κ.
1.200,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 16/12/2002 - 5/5/2009 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 83.780,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά είτε τη ρευστοποίηση Α/Κ (σε δύο μέρη) ποσού 10.999,99 €, που είχε αγοραστεί από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό και την κατάθεση του ποσού τους στον κρυφό λογαριασμό, είτε τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου η ίδια είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) είτε και με απευθείας ανάληψη από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 16/12/2002 που για πρώτη φορά πέτυχε τη ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους της Α/Κ που είχε αγοραστεί από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή ήταν καταχωρημένες με φερόμενο δικαιούχο τον συγκεκριμένο πελάτη, οι οποίες, όμως, ακυρώθηκαν αυθημερόν από αυτή. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησε 8 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 6 πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ϊ) 14/2/2003 - 20/5/2003, Α/Κ, ποσού 11.000,00 €, ϊί) 20/5/2003 - 20/11 /2003, Α/Κ, ποσού 10.500,00 €, ίίί) 19/11/2003 - 17/6/2004, Α/Κ, ποσού 12.000,00 €, ίν) 17/6/2004 - 31/1/2005, Α/Κ, ποσού 12.184,00 €, ν) 31/1/2005 - 1/2/2006, Α/Κ, ποσού 10.000,00 €, νί) 4/4/2005 - 1/7/2005, Α/Κ, ποσού 15.000,00 €, vii) 1/7/2005 - 1/2/2006, Α/Κ, ποσού 15.000,00 €, νΐΐί) 1/2/2006- 1/2/2007, Α/Κ, ποσού 25.000,00 €, ϊχ) 1/2/2007-1/4/2008, Π/Κ, ποσού 50.000,00
€, χ) 1/4/2008 - 4/5/2009, Π/Κ, ποσού 52.450,00 €, χί) 10/4/2008 -4/5/2009, Π/Κ, ποσού 27.550,00 €, χϊϊ) 4/5/2009 - 4/5/2010, Π/Κ, ποσού 90.000,00 €, xiii) 4/5/2010 - 4/5/2011, Π/Κ, ποσού 95.340,00 € και χίν) 4/5/2011 - 4/5/2012, Π/Κ, ποσού 100.000,00 €. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια στον πελάτη το ποσό των 1.889,00 €, ως καταβολή τόκων ή ως επιστροφή κεφαλαίου για τις Π/Κ που αυτή του παρουσίαζε ότι δήθεν διατηρούσε στην Τράπεζα, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν. Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (83.780,00 - 1.889,00 =) 81.891,00 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας στις 11.7.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. 11892827 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 94.601,55 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 4.5.2011 και λήξης 4.5.2012.
15) Αναφορικά με την πελάτισσα Π. Α. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 1 /3/2005 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 022584-..., με δικαιούχους τους Μ. Χ., Μ. Β., Μ. Σ., Μ. Φ. - Ι. και Π. Α..
1 /3/2005 Προεξόφληση Π/Κ (...) και πίστωση του ποσού της στον κρυφό λογαριασμό.
70.000,00 1 /3/2005 Πίστωση τόκων από προεξόφληση Π/Κ (...) στον κρυφό λογαριασμό.
1.686,80 1/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -55.000,00 2/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -15.000,00 7/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -900,00 11/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -490,00 18/3/2005 Μεταφορά στον κρυφό λογαριασμό από τον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-01...4-....
10.000,00 18/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 23/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.300,00 24/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -500,00 30/3/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.200,00 20/12/2006 Κατάθεση ποσού 40.000,00 € στον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-01...4-..., ως "πρόωρη εξόφληση" πλαστής Αίτησης Συμμετοχής Α/Κ.
40.000,00 27/8/2007 Κατάθεση ποσού 18.000,00 € στον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-033070-..., ως ((πρόωρη εξόφληση" πλαστής Αίτησης Συμμετοχής Α/Κ.
18.000,00 2/10/2007 Μεταφορά ποσού 18.000,00 € στον κρυφό λογαριασμό από τον -384 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
18.000,00 2/10/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -18.000,00 14/5/2010 Κατάθεση ποσού 15.000,00 € στον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-023873-..., ως "πρόωρη ανάληψη" - επιστροφή κεφαλαίου.
15.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 1/3/2005 - 2/10/2007 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 99.390,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά την πίστωση κεφαλαίου στον κρυφό λογαριασμό από προεξόφληση Π/Κ ποσού 70.000,00 Ευρώ, καθώς και τη μεταφορά ποσών 10.000,00 και 18.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου η ίδια είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 1/3/2005 που για πρώτη φορά πέτυχε την προεξόφληση προθεσμιακής κατάθεσης στον κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της αυτή δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφες έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή ήταν καταχωρημένες με φερόμενο δικαιούχο τον συγκεκριμένο πελάτη, οι οποίες, όμως, ακυρώνονταν αυθημερόν από αυτήν. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 6 συνεχόμενες πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και στη συνέχεια 5 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ί…..€ και χί) 28/1/2011 - 30/1/2012, Π/Κ, ποσού 40.280,00 €. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε στον πελάτη το ποσό των 73.000,00 € με κατάθεση σε γνωστό στον πελάτη λογαριασμό Ευρώ, (ως επιστροφή κεφαλαίου των υποτιθέμενων Α/Κ που διατηρούσε ο εν λόγω πελάτης στην Τράπεζα) προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από αυτόν. Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθεί σε (99.390,00 - 73.000,00 =) 26.390,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις11.8.2011,
από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ...397 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 35.518,91 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 28.1.2011 και λήξης 30.1.2012.
16) Αναφορικά με την πελάτισσα Π. Ν. (...): Αρχικώς πέτυχε τη μεταφορά ποσού 19.600,00 Ευρώ, στις 9/12/2010, από τον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-039733-... στον κρυφό λογαριασμό, με αριθμό ...-050847-... που άνοιξε την ίδια ημέρα και στη συνέχεια ανέλαβε παράνομα από τον κρυφό λογαριασμό στις 9/12/2010 το ποσό των 9.600,00 Ευρώ και στις 10/12/2010 το ποσό των 9.700,00 Ευρώ. Από τις 9/12/2010 που πέτυχε τη μεταφορά του ποσού των 19.600,00 Ευρώ μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιούργησε ένα πλαστό έγγραφο, με τίτλο "Απόδειξη Π/Κ", εξωτερικά όμοιο με το αντίστοιχο έντυπο που χρησιμοποιεί η Τράπεζα το οποίο ανέφερε τα εξής στοιχεία: κεφάλαιο 19.600,00 €, ημερομηνία έναρξης 9/12/2010, ημερομηνία λήξης 9/12/2011, επιτόκιο 1,22% και συνολικό ποσό καταβολής 19.818,20 € (φερόμενος ως χρεούμενος και πιστούμενος λογαριασμός ήταν ο γνωστός στον πελάτη λογαριασμός, με αριθμό ...-039733-...). Σημειωτέον, πως η εν λόγω Π/Κ δεν υφίσταται στα βιβλία της Τράπεζας. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να παραπλανήσει τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα υπεξαίρεσε αμέσως στη συνέχεια. Με τον τρόπο αυτό υπεξαίρεσε το ποσό των 19.300 ευρώ, από τη πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα Πειραιώς, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 31.5.2011,
από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ...4402 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 19.600,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 9.12.2010 και λήξης 9.12.2011.
17) Αναφορικά με την πελάτισσα Σ. Σ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 17/9/2003 Ανοιγμα κρυφού λογαριασμού αριθμ. ...-018615-..., με δικαιούχους τη Σ. Σ., το Σ. Μ. και Σ. Κ..
17/9/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον "κρυφά" λογαριασμό μέρους χρεογράφων τα οποία είχαν αγοραστεί στις 18/3/2003 από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-001228...
4.048,79 17/9/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.040,00 23/9/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους χρεογράφων τα οποία είχαν αγοραστεί στις 18/3/2003 στον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.036,46 23/9/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.045,00 30/9/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους χρεογράφων τα οποία είχαν αγοραστεί στις 18/3/2003 από τον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.037,92 30/9/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.035,00 8/10/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους χρεογράφων τα οποία είχαν αγοραστεί στις 18/3/2003 από τον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 3.039,59 8/10/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.040,00 16/10/2003 Πώληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μέρους χρεογράφων τα οποία είχαν αγοραστεί στις 18/3/2003 από τον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 4.055,02 16/10/2003 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.050,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα της παραπάνω πελάτισσας αυτή (κατηγορούμενη) ιδιοποιήθηκε παράνομα στο χρονικό διάστημα 17/9/2003 - 16/10/2003, με τμηματικές αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών, που περιγράφονται αναλυτικά στον παραπάνω πίνακα, το συνολικό ποσό των 17.210 Ευρώ, αφού πρώτα πέτυχε την τμηματική πώληση των χρεογράφων, τα οποία είχε αγοράσει η πελάτισσα της Τράπεζας (στις 18/3/2003), και τη ρευστοποίησή τους στον κρυφό λογαριασμό και στη συνέχεια ιδιοποιήθηκε τμηματικά τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στις ως άνω ημεροχρονολογίες. Από τις 18/3/2003 (ημερομηνία αγοράς των αμοιβαίων κεφαλαίων από τον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, αγορά που υφίσταται στα βιβλία της Τράπεζας) μέχρι και την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ, δήθεν από τον -401 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή ήταν καταχωρημένες με φερόμενο δικαιούχο τον συγκεκριμένο πελάτη, ακυρώνονταν, όμως, αυθημερόν από την ίδια (κατηγορουμένη). Μάλιστα, υποσχόταν στην πελάτισσα μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Αιτήσεις Α/Κ και Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα ούτε για τα Α/Κ ούτε για τις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησες 5 συνεχόμενες πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 5 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ για τις περιόδους: ϊ) ….. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια στην πελάτισσα το ποσό των 13....,00 Ευρώ, (ως επιστροφή κεφαλαίου των υποτιθέμενων Π/Κ που διατηρούσε αυτή στην Τράπεζα και για τα οποία εκδόθηκαν δύο τραπεζικές επιταγές σε διαταγή του πελάτη, η πρώτη ποσού 6.600,00 € και η δεύτερη 7....,00 €, τις οποίες πλήρωσε με δικά σου χρήματα και αντίγραφα των οποίων βρέθηκαν στο γραφείο σου, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή. Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με τα υπεξαιρεθέντα, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (17.210,00 - 13....,00 =) 4.093,00 Ευρώ, ποσό το οποίο κατέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα στην πελάτισσα, δημιουργώντας η ίδια στις 20.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ...68291 προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 6.768,14 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 26.1.2011 και λήξης 26.1.2012.
18) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος Σ. Μ. (...): Στις 7/2/2008 μετέφερε το ποσό των 23.641,79 Ευρώ από τον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-033310-..., στον λογαριασμό του αδερφού του πελάτη Χ. Σ., με αριθμό ...-019460-.... Στη συνέχεια, στις 7/7/2008 μετέφερε το ποσό των 7.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-037491-... στο λογαριασμό του αδερφού του πελάτη Χ. Σ., αριθμό ...-037578-..., ποσό το οποίο κατέθεσες τελικά στις 15/6/2010 στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου. Οι συγκεκριμένες μεταφορές έγιναν για να καλυφθούν ποσά που είχε προηγουμένως υπεξαιρέσει από τους λογαριασμούς του Χ. Σ., οι οποίοι με τον τρόπο αυτό εμφανίζονται τακτοποιημένοι, ενώ το έλλειμμα εμφανίζεται στους λογαριασμούς του Μ. Σ. με τις μεταφορές χρημάτων. Από τις 7/2/2008 που για πρώτη φορά πέτυχε τη μεταφορά κεφαλαίου στο λογαριασμό του αδερφού του πελάτη (φυσικά χωρίς να το γνωρίζει κανένας από τους δύο) μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Π/Κ (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Συνολικά δημιούργησε 5 πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (τα έγγραφα των οποίων παρέδωσε στους ελεγκτές μετά από σχετικές ερωτήσεις) για τις περιόδους: ί) …). Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Τελικά υπεξαίρεσε τελικά (αφαιρουμένου του ποσού των 7.000,00 Ευρώ που επέστρεψε στον πελάτη στις 15.6.2010) το ποσό των 23.641,79 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη πιστώνοντας στις 29.6.2011 (με valeur 1.6.2011) τον υπ' αριθμ. ...-037491-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 27.015,22 Ευρώ.
19) Αναφορικά με την πελάτισσα Τ. Α. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 18/2/2002 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 014461-...
18/2/2002 Πώληση και ρευστοποίηση στον -945 κρυφό λογαριασμό ομολόγου έκδοσης 11/1/2002, ονομαστικής αξίας 16.309,99 €, με αλλαγή λογαριασμού εναπόθεσης από τον ...-001220-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -945 κρυφό λογαριασμό.
14.004,96 18/2/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -945 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.000,00 14/3/2002 Πώληση και ρευστοποίηση ομολόγου, έκδοσης 11/1/2002, ονομαστικής αξίας 16.309,99 €, με αλλαγή λογαριασμού εναπόθεσης από τον γνωστό στον πελάτη ...-001220-... στον κρυφό ...-014461-...
2.322,07 14/3/2002 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -945 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.325,00 18/10/2004 Ανάληψη ποσού 10.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ...-001220-....
-10.000,00 9/9/2005 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 024698-... (με δικαιούχο τη Τ. Α.).
9/9/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ τον -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 13/9/2005 Ολική εξαγορά και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό μεριδίων Α/Κ Πειραιώς Μετοχών Εσωτερικού από τον ...-001220-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... "κρυφό)) λογαριασμό.
5.255,76 14/9/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.250,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό της παραπάνω πελάτισσας, αυτή στο διάστημα από 18/2/2002 - 14/9/2005 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 31.575,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά τη ρευστοποίηση χρεογράφων (ομολόγων και αμοιβαίων κεφαλαίων) στους δύο κρυφούς λογαριασμούς που είχε δημιουργήσει (και επί των οποίων είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία), καθώς και την ανάληψη ποσού 10.000,00 Ευρώ απευθείας από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους "κρυφούς)) λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 18/2/2002 που για πρώτη φορά πέτυχε την πώληση ομολόγου στον κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ, δήθεν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Α/Κ και Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας ή ήταν καταχωρημένες με φερόμενο δικαιούχο τον συγκεκριμένο πελάτη, ακυρώνονταν, όμως, αυθημερόν από αυτή. Δημιούργησε συνολικά 14 συνεχόμενες πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 5 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ί) …€. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη οος προ την τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Από τα παραπάνω συνάγεται πως το ποσό που υπεξαίρεσε ανέρχεται στα 31.575,00 Ευρώ, ποσό το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων κατέβαλε στον πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 23.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 34.625,76 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 17.2.2011 και λήξης 2.8.2011.
20) Αναφορικά με τον πελάτη του υποκαταστήματος Τ. Χ. (CRS ...) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΙΟ 28/1/2004 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 019608-... και δικαιούχους τους Τ. Χ., Τ. Κ., Γ Α. και Τ. Α.
31/3/2005 Ανάληψη ποσού 50.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με πρόφαση την δημιουργία Αίτησης Συμμετοχής Α/Κ (που όμως δεν δημιουργήθηκε) -50.000,00 2/5/2006 Μεταφορά ποσού 40.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 2/5/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -17.300,00 11/5/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -17.500,00' 17/5/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.200,00 8/6/2007 Κατάθεση ποσού 5.985,00 € στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή τόκων για πλαστό τίτλο Α/Κ.
5.985,00 6/6/2008 Κατάθεση ποσού 4.725,00 € στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
4.725,00 9/6/2009 Κατάθεση ποσού 5.615,00 € στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
5.615,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη στο διάστημα 31/3/2005 - 17/5/2006 που υπεξαίρεσε ιδιοποιούμενη παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων χρηματικών ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 90.000,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά την ανάληψη ποσού 50.000,00 Ευρώ από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό και στη συνέχεια τη μεταφορά του ποσού των 40.000,00 Ευρώ από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό και κατόπιν αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα και συνολικά το ποσό των 90.000,00 €. Καθ' όλο το διάστημα από τις 31/3/2005 που για πρώτη φορά πέτυχε την ανάληψη του ποσού των 50.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό μέχρι και την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης δημιουργούσε πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ, δήθεν από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που υπεξαιρούσε. Δημιούργησε συνολικά 3 πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και 4 πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ί) … Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς την τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις της, απέδωσε η ίδια στον πελάτη το ποσό των 16.325,00 €, (ως καταβολή τόκων για τις δήθεν Π/Κ που διατηρούσε ο πελάτης στην Τράπεζα) προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η δράση της. Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέλθει σε (90.000,00 - 16.325,00 =) 73.675,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, πιστώνοντας στις 22.6.2011 (με valeur 10.6.2011) τον υπ' αριθμ. ...-001221-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 92.424,26 Ευρώ.
21) Αναφορικά με τους πελάτες Τ. Ε. (CRS ...) και Τ. Α. (CRS 2...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 19/11/2004 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 021714-... και δικαιούχους τους Τ. Ε., Τ. Α., Τ. Γ., Τ. Δ. και Ο. Μ.
19/11/2004 Προεξόφληση και ρευστοποίηση ομολόγων ΕΤΒΑ στον κρυφό λογαριασμό.
16.062,72 19/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.000,00 23/11/2004 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.050,00 12/1/2005 Πώληση και ρευστοποίηση ομολόγων ΕΤΒΑ στον κρυφό λογαριασμό.
50.676,00 13/1/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -50.680,00 31/3/2005 Κατάθεση ποσού 51.004,00 € στον γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, με αριθμό ...-012501-..., ως εξόφληση των -ήδη παρανόμως ρευστοποιηθέντων από την εγκαλουμένη- ομολόγων της ΕΤΒΑ, μαζί με το ποσό απόδοσης, το οποίο επανεπενδύθηκε σε ομόλογα ΕΤΒΑ.
51.004,00 20/4/2005 Προεξόφληση και ρευστοποίηση στον κρυφό λογαριασμό ομολόγων ΕΤΒΑ 50.000,00 21/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -21.500,00 22/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -7.000,00 26/4/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.500,00 13/5/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 19/5/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.500,00 25/5/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.500,00 10/6/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.000,00 29-31/3/2006 Κατάθεση στον κρυφό λογαριασμό και μεταφορά του ποσού των 11.325,00 € από τον κρυφό στον γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, με αριθμό ...- 012501 -..., που αντιστοιχούσε στην απόδοση των - ήδη παρανόμως ρευστοποιηθέντων- ομολόγων ΕΤΒΑ.
11.325,00 2/4/2007 Κατάθεση ποσού 1.594,00 € στον -... γνωστό στους πελάτες λογαριασμό ως δήθεν τόκους πλαστής Π/Κ.
1.594,00 29/1/2008 Μεταφορά ποσού 40.000,00 € από τον -... γνωστό στους πελάτες λογαριασμό στον κρυφό 40.000,00 λογαριασμό.
30/1/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -20.000,00 8/2/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.500,00 21/2/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -13.000,00 5/3/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -3.500,00 2/4/2008 Κατάθεση ποσού 2.046,00 € στον -... γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.046,00 29/1/2009 Κατάθεση ποσού 2.725,00 € στο γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, με αριθμό ...-03...8-425, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.725,00 1/4/2009 Κατάθεση ποσού 2.725,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.725,00 3/7/2009 Απόδοση μετρητών χρημάτων στον πελάτη, ως δήθεν απόδοση μέρους τόκων πλαστής Π/Κ 500,00 4/8/2009 Κατάθεση ποσού 730,65 € στο γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, με αριθμό ...-03...8-905, ως δήθεν απόδοση τόκων πλαστής Π/Κ.
730,65 1/2/2010 Κατάθεση ποσού 2.753,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.753,00 1/4/2010 Κατάθεση ποσού 2.720,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.720,00 23/7/2010 Κατάθεση ποσού 1.226,00 € στον -905 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
1.226,00 10/9/2010 Κατάθεση ποσού 1.000,00 € στον -905 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως προκαταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
1.000,00 1/2/2011 Κατάθεση ποσού 2.735,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.735,00 1/4/2011 Κατάθεση ποσού 2.720,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως δήθεν απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.720,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό των παραπάνω πελατών, αυτή στο διάστημα από 19/11/2004 - 5/3/2008 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 156.730,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά την προεξόφληση και ρευστοποίηση ομολόγων της ΕΤΒΑ στον κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) που είχαν αγοραστεί από τους πελάτες, καθώς και τη μεταφορά χρηματικών ποσών από τους γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 19/11/2004 που για πρώτη φορά πέτυχε την προεξόφληση ομολόγων της ΕΤΒΑ, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσης δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από τους γν63στούς στους πελάτες λογαριασμούς (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που αυτή κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Δημιούργησε συνολικά 15 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά γνωστό στους πελάτες λογαριασμό για τις περιόδους: ί) ….. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τους πελάτες ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από τους πελάτες, απέδωσε σε αυτούς το ποσό των (85.303,65 € με καταθέσεις στους γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς + 500,00 € μετρητά)=85.803,65 € (ως απόδοση τόκων των πλαστών Π/Κ που είχε δημιουργήσει, αλλά και ως απόδοση, κεφαλαίου και τόκων, των ομολόγων που είχαν αγοράσει οι πελάτες και τα οποία είχαν προεξοφληθεί νωρίτερα από αυτή στον κρυφό λογαριασμό). Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέντα, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (156.730,00 - 85.803,65 =) 70.926,35 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας στις 5.7.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), τρεις προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 15.659,08 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 10.9.2010 και λήξης 25.7.2011, Β) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 35.453,29 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 1.4.2011 και λήξης 2.4.2012 και Γ) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 36.875,25 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 31.1.2011 και λήξης 31.1.2012.
22) Αναφορικά με την πελάτισσα Τ. Ε. (CRS ...5): Στις 17/5/2011 προέβη σε διακοπή και πρόωρη εξόφληση μίας Π/Κ που είχε ανοιχθεί στο όνομα της πελάτισσας αυτής, ποσού 110.000,00 Ευρώ, έναρξης 2/5/2011 και λήξης 2/6/2011, με χρεούμενο και πιστούμενο τον υπ' αριθμ. ...-037301-... γνωστό στην πελάτισσα λογαριασμό. Ακολούθως ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό με ανάληψη στις 17/5/2011 από τον -... γνωστό στην πελάτισσα λογαριασμό. Για να μη γίνει, αντιληπτή η υπεξαίρεση δημιούργησε μία πλαστή Π/Κ (αντίγραφο της οποίας παρέδωσε στους ελεγκτές της Τράπεζας), με αναφερόμενο πελάτη την Τ. Ε., με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, χωρίς, όμως, να είναι το επίσημο έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα. Η εν λόγω πλαστή Π/Κ είχε τα εξής αναγραφόμενα στοιχεία: κεφάλαιο 110.000,00 €, ημερομηνία έναρξης 16/5/2011 (προηγουμένη της ανάληψης των χρημάτων από το λογαριασμό του πελάτη), ημερομηνία λήξης 16/8/2011 και χρεούμενο και πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό υπεξαίρεσε από τον -... λογαριασμό της πελάτισσας το ποσό των 110.000,00 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε (ως άφειλε) την τάξη των λογαριασμών της πελάτισσας, πιστώνοντας στις 20.5.2011 τον υπ' αριθμ. ...-037301-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 110.158,82 Ευρώ.
23) Αναφορικά με τον πελάτη Τ. Θ. (CRS ...):
4/2/2011 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού αριθμ. ...- 051771-... (δικαιούχος Τ. Θ.ς) 4/2/2011 Μεταφορά ποσού 50.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ...-037404- ... στον κρυφό λογαριασμό 50.000,00 10/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -16.000,00 14/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 18/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 22/2/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 11/3/2011 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 Δηλαδή, από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα του παραπάνω πελάτη, μετέφερε στις 4/2/2011 το ποσό των 50.000,00 Ευρώ από το γνωστό στον πελάτη ...-037404-... λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό (που δημιούργησε την ίδια ημέρα με τη μεταφορά αυτού του ποσού και στον οποίο είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία) και μετά υπεξαίρεσε παράνομα, με τμηματικές αναλήψεις διάφορων χρηματικών ποσών που περιγράφονται αναλυτικά στον παραπάνω πίνακα, το συνολικό ποσό των 49.000,00 Ευρώ. Δημιούργησε στο διάστημα αυτό μία πλαστή Π/Κ ποσού 50.000,00 Ευρώ (με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, αλλά το έγγραφο δεν ήταν το επίσημο έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα), με ημερομηνία έναρξης 4/2/2011 και ημερομηνία λήξης 4/7/2011. Ο αναγραφόμενος χρεούμενος και πιστούμενος λογαριασμός είναι ο γνωστός στον πελάτη ...- 037404-..., ο οποίος την ημερομηνία έναρξης (4/2/2011) και πριν τη μεταφορά του ποσού των 50.000,00 Ευρώ στον κρυφό ...-051771-... λογαριασμό είχε ικανό διαθέσιμο υπόλοιπο για να τροφοδοτήσει την συγκεκριμένη πλαστή Π/Κ, ωστόσο αυτή ποτέ δεν δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα. Η ως άνω πλαστή Π/Κ μαζί με επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο, αναφέρει τα ίδια με την πλαστή Π/Κ στοιχεία, με εξαίρεση το αναγραφόμενο επιτόκιο (το οποίο είναι μεγαλύτερο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα). Σκοπός της ήταν να μην αναζητήσει ο πελάτης μέχρι το χρόνο λήξης της προθεσμιακής κατάθεσης το ποσό των 50.000,00 Ευρώ που μετέφερε αμέσως μετά στον κρυφό λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό υπεξαίρεσε το τελικό ποσό των 49.000,00 Ευρώ, και η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 9.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 50.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 4.2.2011 και λήξης 4.8.2011.
24) Αναφορικά με την πελάτισσα του Υποκαταστήματος Χ. Ι. (CRS ...): Στις 10/1/2011 δημιουργήθηκε από τον πελάτη Π/Κ, ποσού 41.000,00 Ευρώ, με χρεούμενο το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-040068-.... Στις 18/5/2011 προέβη σε πρόωρη εξόφληση της ανωτέρω Π/Κ (εν αγνοία της πελάτισσας), ενώ την ίδια ημέρα ανέλαβε το ποσό των 41.000,00 Ευρώ από τον ...- 040068-... λογαριασμό της πελάτισσας Προηγουμένως, και συγκεκριμένα στις 7/7/2010 είχε καταθέσει στον ίδιο ως άνω γνωστό λογαριασμό του πελάτη σε μετρητά χρήματα το ποσό των 36,00 Ευρώ ως δήθεν "επιστροφή φόρου καταθέσεων". Την ίδια ημέρα που έγινε η πρόωρη ρευστοποίηση και ανάληψη του ποσού της Π/Κ του πελάτη (18/5/2011), είχε δημιουργήσει μία πλαστή Π/Κ (με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, αλλά το έγγραφο δεν είναι το επίσημο έντυπο που χρησιμοποιείται από την Τράπεζα), ποσού 41.000,00 Ευρώ με ημερομηνία έναρξης 18/5/2011 και ημερομηνία λήξης 20/2/2012, με χρεούμενο και πιστούμενο το γνωστό στον πελάτη ...-040068-... λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό υπεξαίρεσε το ποσό των 41.000,00 Ευρώ, το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα κατέβαλε στην πελάτισσά της πιστώνοντας στις 7.6.2011 τον υπ' αριθμ. ...-040068-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 41.000,00 Ευρώ.25) Αναφορικά με τον πελάτη, Χ. Μ. (CRS ...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 1/2/2006 Άνοιγμα "κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 026252-..., με δικαιούχους το Χ. Μ. και Ζ. Σ..
1/2/2006 Διακοπή και πρόωρη εξόφληση προθεσμιακής κατάθεσης στον -... "κρυφό)) λογαριασμό, ποσού 18.000,00 €.
18.000,00 1/2/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 2/2/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.985,00 4/1/2007 Μεταφορά ποσού 1.474,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-007850-... στον κρυφό λογαριασμό.
1.474,00 30/1/2007 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -1.470,00 28/2/2008 Μεταφορά ποσού 12.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-025992-... στον κρυφό λογαριασμό.
12.000,00 4/3/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -4 11 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 1/4/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 26/11/2008 Άνοιγμα ((κρυφού" λογαριασμού, με αριθμό ...- 039552-... και δικαιούχο το Χ. Μ..
27/11/2008 Μεταφορά ποσού 15.000,00 από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-007850-... στον -... κρυφό λογαριασμό.
15.000,00 27/11/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.500,00 1/12/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 19/2/2009 Μεταφορά ποσού 9.610,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό.
9.610,00 24/2/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.500,00 18/3/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.100,00 19/2/2010 Ανάληψη ποσού 1.195,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-007850-..., με την πρόφαση επένδυσής του σε Π/Κ.
-1.195,00 29/4/2011 Απόδοση στον πελάτη σε μετρητά χρήματα ποσού 30.000,00 €, ως πρόωρη ανάληψη κεφαλαίου, πλαστής ΓΙ/Κ που νόμιζε ότι διατηρούσε ο πελάτης 30.000,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, στο διάστημα από 1/2/2006 - 19/2/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 57.250,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά την πρόωρη εξόφληση Π/Κ και την κατάθεση του ποσού της 18.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό (επί του οποίου αυτή είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία), καθώς και την τμηματική μεταφορά χρηματικών ποσών (όπως αυτά αναλυτικά αναφέρονται στον ανωτέρω πίνακα) στους δύο κρυφούς λογαριασμούς που είχε "ανοίξει" στο όνομα του πελάτη, αλλά και την ανάληψη του ποσού των 1.195,00 Ευρώ στις 19/2/2010 από τον -... λογαριασμό του πελάτη και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 1/2/2006 που για πρώτη φορά πέτυχε την πρόωρη εξόφληση Π/Κ στον -... κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που εσύ κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Δημιούργησε συνολικά 8 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ΐ) 4/1/2007 - 18/2/2008, ποσού 20.000,00 €, με φερόμενη αρίθμηση ... ϊϊ) 15/2/2008 - 18/2/2009, ποσού 21.191,00€, με φερόμενη αρίθμηση ..., iii) 28/2/2008 - 2/3/2009, ποσού 12.000,00 με φερόμενη αρίθμηση ...€, ίν) 26/11/2008 - 18/2/2009, ποσού 15.000,00 €, με φερόμενη αρίθμηση ..., ν) 18/2/2009 - 18/2/2010, ποσού 60.000,00 € (αποτελεί συνένωση των υπό (ii), (iii) με φερόμενη αρίθμηση ...617 και (ίν) ανωτέρω πλαστών Π/Κ συν το ποσό των 9.610,00 που μεταφέρθηκαν στον -... κρυφό λογαριασμό στις 19/2/2009), νϊ) 18/2/2010 - 18/2/2011, ποσού 65.000,00 € (αποτελεί ανανέωση της αμέσως προηγούμενης πλαστής Π/Κ συν το ποσό των 1.195,00 € μου ανέλαβε η εγκαλουμένη από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-007850-...), με φερόμενη αρίθμηση ...νίί) 18/2/2011 - 29/4/2011, ποσού 69.123,00 € με φερόμενη αρίθμηση ... και viii) 29/4/2011 - 20/2/2012, ποσού 39.964,00 €. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς την τύχη των χρημάτων που αυτή στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Παράλληλα, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από τον πελάτη, απέδωσε η ίδια σε αυτόν το ποσό των 30.000,00 Ευρώ (ως πρόωρη ανάληψη στις 29/4/2011 από την πλαστή Π/Κ που είχε δημιουργήσει). Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (57.250,00 - 30.000,00 =) 27.250,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 30.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), την υπ' αριθμ. ... προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα του πελάτη, ποσού 35.478,01 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 29.4.2011 και λήξης 20.2.2012. Ο πελάτης αποδέχθηκε την ως άνω καταβληθείσα αποζημίωση ως ορθή, υπογράφοντας σχετική δήλωση - εξοφλητική απόδειξη (με ημερομηνία 30.6.2011).
26) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος Χ. Γ. (CRS ...0024):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 23/6/2008 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 037366-... και φερόμενο δικαιούχο τη Μ. - Χ. Μ..
11/1/2010 Μεταφορά ποσού 51.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-040017-... στον - ... κρυφό λογαριασμό.
51.000,00 12/1/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -17.000,00 13/1/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -5.000,00 18/1/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -14.000,00 20/1/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.000,00 26/1/2010 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -9.000,00 12/5/2011 Κατάθεση ποσού 2.500,00 € στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-040017-..., ως δήθεν πρόωρη ανάληψη από πλαστή Π/Κ.
2.500,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, αυτή στο διάστημα από 12/1/2010 - 26/1/2010 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 51.000,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας αρχικά τη μεταφορά του ποσού αυτού από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τον κρυφό λογαριασμό και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 11/1/2010 που για πρώτη φορά μετέφερε το ποσό των 51.000,00 € στον κρυφό λογαριασμό, μέχρι την αποκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιούργησε 3 πλαστές Π/Κ, δήθεν από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για το ποσό που είχε υπεξαιρέσει την ίδια ημέρα. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με αυτές με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης. Σημειωτέον, πως η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Συγκεκριμένα παρέδωσε στους ελεγκτές μετά από σχετικές ερωτήσεις τα έγγραφα των πλαστών Π/Κ που είχε δημιουργήσει για τις εξής περιόδους: i) 11/1/2010-11 /2/2011, ποσού 51.000,00 €, ίΐ) 11/2/2011 - 12/5/2011, ποσού 54.544,40 € και iii) 12/5/2011 - 13/2/2012, ποσού 53.138,00. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προς της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει. Παράλληλα με τις παράνομες αναλήψεις που έκανε, προκειμένου η δράση της να μη γίνει αντιληπτή από τον πελάτη, απέδωσε η ίδια σε αυτόν, με κατάθεση στον -... λογαριασμό του, το ποσό των 2.500,00 Ευρώ (ως πρόωρη ανάληψη από την πλαστή Π/Κ που είχες δημιουργήσει χωρίς αυτός να το γνωρίζει). Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με το υπεξαιρεθέν, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (51.000,00 - 2.500,00 =) 48.500,00 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας Πειραιώς, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, με τον εξής τρόπο: Α) Πιστώνοντας στις 1.6.2011 τον υπ' αριθμ. ...- 040017-... λογαριασμό του πελάτη (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας) με το ποσό των 51.177,87 Ευρώ και Β) Δημιουργώντας η ίδια στις 8.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), δύο προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 3.000,00 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 1.9.2010 και λήξης 2.9.2011 και Β) Υπ' αριθμ. ... ποσού 19.572,56 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 4.4.2011 και λήξης 4.4.2012.
27) Αναφορικά με τον πελάτη του Υποκαταστήματος ...
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΟΣΟ 18/7/2005 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 024239-141 και δικαιούχο τον Pandazo Harallamb Panajoi.
18/7/2005 Μεταφορά ποσού 14.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-007875-... στον - 141 κρυφό λογαριασμό.
14.000,00 20/7/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -141 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 22/7/2005 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -141 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -4.000,00 14/7/2006 Κατάθεση ποσού 4.355,00 € στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου.
4.355,00 10/10/2006 Μεταφορά ποσού 10.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -141 κρυφό 10.000,00 λογαριασμό.
19/10/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -141 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 19/10/2006 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -141 ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.000,00 8/8/2008 Άνοιγμα κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...- 038012-... και δικαιούχο τον ....
11 /8/2008 Μεταφορά ποσού 21.500,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-037591-... στον - ... κρυφό λογαριασμό.
21.500,00 12/8/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.500,00 26/8/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -10.000,00 9/10/2008 Μεταφορά ποσού 40.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 10/10/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -28.000,00 20/10/2008 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -11.500,00 7/5/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -500,00 27/7/2009 Μεταφορά ποσού 60.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό.
60.000,00 31/7/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -25.000,00 25/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -18.000,00 26/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -6.500,00 28/8/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -8.000,00 7/9/2009 ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ -... ΚΡΥΦΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ -2.500,00 Δηλαδή από τους λογαριασμούς και τα διαθέσιμα που υπήρχαν κατατεθειμένα στην Τράπεζα στο όνομα και για λογαριασμό του παραπάνω πελάτη, στο διάστημα από 18/7/2005 - 7/9/2009 ιδιοποιήθηκε παράνομα με τμηματικές αναλήψεις διάφορων ποσών, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στον ως άνω πίνακα το ποσό των 145.500,00 Ευρώ, πετυχαίνοντας τη μεταφορά διάφορων χρηματικών ποσών, όπως αυτά αναφέρονται στον ως άνω πίνακα, από έναν από τους γνωστούς στον πελάτη λογαριασμούς σε έναν από τους δύο κρυφούς λογαριασμούς και στη συνέχεια αναλαμβάνοντας τμηματικά από τους κρυφούς λογαριασμούς και ιδιοποιούμενη παράνομα τα ποσά που περιγράφονται αναλυτικά στον ανωτέρω πίνακα. Καθ' όλο το διάστημα από τις 18/7/2005 που για πρώτη φορά πέτυχε την μεταφορά ποσού 14.000,00 Ευρώ από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -141 κρυφό λογαριασμό, μέχρι την απoκάλυψη της υπεξαίρεσής της, δημιουργούσε πλαστές Π/Κ, δήθεν από γνωστό στον πελάτη λογαριασμό (όπου, όμως, δεν αποτυπώνονται οι αντίστοιχες κινήσεις), για τα ποσά που κατά καιρούς υπεξαιρούσε. Δηλαδή, υπέγραφε έγγραφα με κείμενο όμοιο εκείνου που αναγράφεται σε τίτλους Π/Κ της Τράπεζας, εν τούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα και οι αντίστοιχες Π/Κ δεν ήταν καταχωρημένες στα βιβλία της Τράπεζας. Μάλιστα, υποσχόταν στον πελάτη μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δίνει κανονικά η Τράπεζα επισυνάπτοντας στις προαναφερθείσες Π/Κ και έγγραφα σε μορφή πίνακα με τα ίδια στοιχεία με τις Π/Κ με διαφορετικό, ωστόσο, επιτόκιο ή και ημερομηνία λήξης, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα ούτε έχει ούτε εκδίδει επισυναπτόμενα έγγραφα για τις Π/Κ. Δημιούργησε με τον τρόπο αυτό συνολικά 16 συνεχόμενες πλαστές Π/Κ με χρεούμενο και πιστούμενο κάθε φορά τον -... ή τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τις περιόδους: ί) 18/7/2005 - 18/1/2006, ποσού 14.000,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ...2449, ίί) 18/1/2006 - 17/7/2006, ποσού 14.145,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ...1643, iii) 14/7/2006 - 15/1/2007, ποσού 10.000,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., iv)
10/10/2006 - 15/1/2007, ποσού 10.000,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., ν) 15/1/2007 - 15/2/2008, ποσού 20.258,00 € (αποτελεί συνένωση των υπό (iii) και (ίν) ανωτέρω πλαστών Π/Κ), με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ... vi) 15/2/2008 - 1/9/2008, ποσού 21.285,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., νίϊ) 11/8/2008 - 1/9/2008, ποσού 21.500,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., νϊϊϊ) 1/9/2008 - 1/9/2009, ποσού 43.477,00 € (αποτελεί συνένωση των υπό (vi) και (vii) ανωτέρω πλαστών Π/Κ), με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ... ix) 1/9/2009 - 27/7/2010, ποσού 46.136,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., χ) 8/10/2008 - 8/4/2009, ποσού 40.000,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ... ΧΪ) 7/4/2009 - 7/7/2009, ποσού 41.220,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ... Χίϊ) 6/7/2009 - 7/1 /2010, ποσού 41.850,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ...0852, χΐίί) 7/1/2010 - 18/1/2011, ποσού 43.070,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ... xiv) 18/1/2011 - 23/1/2012, ποσού 45.775,00 €, με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., χν) 27/7/2009 - 27/7/2010, ποσού 60.000,00 € με φερόμενο αριθμό αρίθμησης ..., και χνϊ) 27/7/2010 - 27/7/2011, ποσού 112.320,00 € (αποτελεί συνένωση των υπό (ix) και (xiv) ανωτέρω πλαστών Π/Κ) με φερόμενο αριθμό 9619043. Με τον τρόπο αυτό παραπλανούσε τον πελάτη ως προ της τύχη των χρημάτων που στην πραγματικότητα είχε ήδη υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια. Προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή απέδωσε σε αυτόν το ποσό των 4.355,00 Ευρώ (ως δήθεν επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ). Αυτό το ποσό θα πρέπει να συμψηφιστεί με τα υπεξαιρεθέντα ποσά, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό της υπεξαίρεσης να ανέρχεται σε (145.500,00 - 4.355,00 =) 141.145,00 Ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα αποκατέστησε την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, δημιουργώντας η ίδια στις 15.6.2011, από δικά της διαθέσιμα κεφάλαια (με χρέωση ειδικού, εσωτερικού λογαριασμού της Τράπεζας), δύο προθεσμιακές καταθέσεις στο όνομα του πελάτη: Α) Υπ' αριθμ. ..., ποσού 108.974,88 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 27.7.2010 και λήξης 27.7.2011 και Β) Υπ' αριθμ. ...53034, ποσού 43.921,65 Ευρώ, με ημερομηνία έναρξης (αναδρομικά) 18.1.2011 και λήξης 18.1.2012.
28) Αναφορικά με την πελάτισσα του Υποκαταστήματος εταιρία με την επωνυμία "...
Η εταιρία αυτή είχε καταρτίσει με την Τράπεζα την με αριθμό ... Σύμβαση χορήγησης πίστωσης και τις με αριθμό ... τροποποιητικές αυτής. Οι δανειακές αυτές συμβάσεις εξυπηρετήθηκαν (κινήθηκαν) μέσω του υπ' αριθμόν ...-028384-... λογαριασμού "Επιχειρείν", ο οποίος ανοίχθηκε στις 13.6.2006. Ενώ ο διαχειριστής της εταιρίας αυτής Α. Γ. της παρέδιδε σε μετρητά χρήματα προκειμένου να κατατεθούν στον λογαριασμό του για την εξυπηρέτηση του λογαριασμού αυτού και την εξόφληση της δανειακής σύμβασης και μάλιστα της είχε εγχειρίσει λόγω φιλικής σχέσης και λευκά έντυπα με υπογραφές του και τη σφραγίδα της εταιρίας του, αυτή τα παρακρατούσε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, αφού αντίστοιχες καταθέσεις δεν απεικονίζονται στα επίσημα βιβλία της Τράπεζας: Ειδικότερα ιδιοποιήθηκε παράνομα τα κάτωθι ποσά:
1) Μεταξύ 22.4. και 3.5.2010, ποσό 6.000 Ευρώ (την περίοδο αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
2) Στις 3.5.2010, ποσό 5.500 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 1.400 Ευρώ).
3) Στις 7.5.2010, ποσό 9.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
4) Στις 13.5.2010, ποσό 18.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
5) Στις 14.5.2010, ποσό 12.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
6) Στις 18.5.2010, ποσό 1.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
7) Στις 31.5.2010, ποσό 1.500 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση). 8) Στις 1.6.2010, ποσό 2.100 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
9) Στις 4.6.2010, ποσό 12.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 1.600 Ευρώ).
10) Στις 7.6.2010, ποσό 10.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
11) Στις 15.6.2010, ποσό 7.422 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
12) Στις 12.7.2010, ποσό 2.200 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
13) Στις 4.8.2010, ποσό 5.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 1.540 Ευρώ).
14) Στις 13.9.2010, ποσό 4.800 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 1.600 Ευρώ).
15) Στις 6.10.2010, ποσό 6.400 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
16) Στις 4.11.2010, ποσό 7.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
17) Στις 19.11.2010, ποσό 2.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
18) Στις 29.12.2010, ποσό 15.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 3.300 Ευρώ).
19) Στις 30.12.2010, ποσό 5.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
20) Στις 31.12.2010, ποσό 6.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
21) Στις 19.1.2011, ποσό 2.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
22) Στις 25.1.2011, ποσό 2.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
23)
Στις 29.1.2011, ποσό 6.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
24)
Στις 30.1.2011, ποσό 9.967 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
25) Στις 1.2.2011, ποσό 9.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).? 26) Στις 2.2.201 1, ποσό 1 2.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση). ' 27) Στις 4.2.2011, ποσό 4.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
28) Στις 28.2.2011, ποσό 9.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
29) Στις 4.3.2011, ποσό 8.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας πραγματοποιείται κατάθεση μόλις 1.700 Ευρώ).
30) Στις 8.3.2011, ποσό 2.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
31) Στις 23.3.2011, ποσό 1.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
32) Στις 4.4.2011, ποσό 3.500 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
33) Στις 18.5.2011 ποσό 30.000 Ευρώ (την ημέρα αυτή στα βιβλία της Τράπεζας δεν πραγματοποιείται καμία αντίστοιχη κατάθεση).
Με τον τρόπο αυτό, παρέλαβε συνολικά το ποσό των 224.389 Ευρώ, το οποίο της είχε παραδώσει τμηματικά ως άνω αναλύεται ο πελάτης για να το καταθέσει στο δανειακό του λογαριασμό και αυτή ενώ εμφάνιζε στον πελάτη ότι είχε τηρήσει τη μεταξύ τους συμφωνία, στην πραγματικότητα υπεξαιρούσε τα χρήματα αυτά και κατέθεσε μόνο 11.140 Ευρώ (συνολικά) τις αντίστοιχες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να καρπωθεί αυτή τη διαφορά, ήτοι ποσό 213.249 Ευρώ. Ωστόσο, για να μην γίνουν αντιληπτές οι πράξεις της φρόντιζε να καταθέτει διάφορα χρηματικά ποσά στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό, σε διαφορετικές ημεροχρονολογίες, για να μην τεθεί ο λογαριασμός σε καθυστέρηση και κινηθούν από την Τράπεζα διαδικασίες σε βάρος του πελάτη. Τελικά και σύμφωνα με τον έλεγχο της πολιτικώς ενάγουσας, αυτή προκειμένου να καλύψει τις παράνομες πράξεις της εμφάνιζε χειρόγραφες καταστάσεις στον πελάτη, σύμφωνα με τις οποίες το τελικό χρεωστικό υπόλοιπό του κατά την ημερομηνία του ελέγχου ανερχόταν στο ποσό των 24.700 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα, αυτό ανερχόταν σε 181.263,17 ευρώ. Ειδικότερα, κατήρτισε τις κάτωθι καταστάσεις - γνωστοποιήσεις κινήσεως δανείου: I) Την με ημερομηνία 15.6.2010 κατάσταση εκτυπωμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, με εμφαινόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου μηδενικό στις 15.6.2010 (ενώ το πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού την ίδια ημερομηνία ανερχόταν σε ....843,13 Ευρώ), II) Την με ημερομηνία 19.10.2010 κατάσταση, εκτυπωμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, με εμφαινόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου 53.019,00 Ευρώ στις 19.10.2010 (ενώ το πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού την ίδια ημερομηνία ανερχόταν σε 179.776,69 Ευρώ), III) Την με ημερομηνία 11.1.2011 κατάσταση, εκτυπωμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, με εμφαινόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου 68.749,00 Ευρώ στις 11.1.2011
(ενώ το πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού την ίδια ημερομηνία ανερχόταν σε 179.780,40 Ευρώ) και IV) Την με ημερομηνία 18.5.2011 χειρόγραφη κατάσταση, με εμφαινόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου 24.700,00 Ευρώ στις 18.5.2011 (ενώ το πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού την ίδια ημερομηνία ανερχόταν σε 181.263,17 Ευρώ). Όλες αυτές οι καταστάσεις φέρουν την υπογραφή της, ενώ οι δύο πρώτες φέρουν και σφραγίδα του υποκαταστήματος της Τράπεζας και τυγχάνουν όλες πλαστές. Επομένως, το πραγματικό ποσό που υπεξαίρεσε από τους λογαριασμούς του συγκεκριμένου πελάτη, προκύπτει από τη διαφορά του χρεωστικού υπολοίπου που υπήρχε στα βιβλία της Τράπεζας σχετικά με το λογαριασμό του πελάτη, κατά την ημέρα αποκάλυψης της δραστηριότητας της εγκαλουμένης (181.263,17 Ευρώ) σε σχέση με το υπόλοιπο που αυτή εμφάνιζε στον πελάτη την ίδια ημέρα στις χειρόγραφες καταστάσεις που του παρέδιδε όπου δεν εμφάνιζε τις δικές της αυθαίρετες και παράνομες επεμβάσεις (24.700 Ευρώ), ήτοι υπεξαίρεσε από το συγκεκριμένο λογαριασμό το ποσό των 156.563,17 Ευρώ. Η υπεξαίρεση στρέφεται κατά της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας Πειραιώς, η οποία ήταν κυρία των υπεξαιρεθέντων χρημάτων και η οποία αποκατέστησε (ως όφειλε) την τάξη των λογαριασμών του πελάτη, αναγνωρίζοντας στις 4.8.2011 τις κινήσεις που αναφέρονται στις καταστάσεις που παρέδιδε στον πελάτη η εγκαλουμένη και δεχόμενη ακόμη ότι την 20.5.2011 το πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου ανερχόταν σε 24.700,00 Ευρώ και όχι σε 181.263,17 Ευρώ που εμφανιζόταν στα βιβλία της Τράπεζας.
Με βάση όλα τα προαναφερθέντα υπεξαίρεσε συνολικά το ποσό των 15.038,00 + 102.610,00 + 50.000,00 + 60.890,00 + 38.000,00 + 93.960,00 + 76.574,00 + 40.424,00 + 785.203,0 + 128.090,00 + 253.167,00 + ...950,00 + 46.930,00 + 81.891,00 + 26.390,00 + 19.300,00 + 4.093,00 + 23.641,79 + 31.575,00 + 73.675,00 + 70.926,35 + 110.000,00 + 49.000,00 + 41.000,00 + 27.250,00 + 48.500,00 + 141.145,00 + 156.563,17 = 2.729.786,31 Ευρώ, από την πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα Πειραιώς, ήτοι πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 263 Α ΠΚ έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου της, το οποίο παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της. Εξακολούθησε δε την παράνομη δραστηριότητά της αυτή για μακρό χρόνο και το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Β) Στη Λάρισα κατά τους παρακάτω χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να περιποιήσει στον εαυτό της το κατωτέρω αναφερόμενο περιουσιακό όφελος, ενώ οι πράξεις αυτές, που εξακολούθησαν για μακρό χρονικό διάστημα, στρέφονταν κατά νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ και, συγκεκριμένα, κατά τράπεζας που εδρεύει στην ημεδαπή κατά το καταστατικό της και το όφελος που πέτυχε σε βάρος της ανωτέρω τράπεζας ανέρχεται στο ποσό των 2.729.786,31 Ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και, συγκεκριμένα, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Τα πλαστά αυτά έγγραφα στη συνέχεια τα χρησιμοποίησε, είτε θέτοντάς τα στο αρχείο της Τράπεζας μαζί με τα υπόλοιπα, γνήσια, παραστατικά και έγγραφα, είτε παραδίδοντάς τα στον πελάτη (πλαστές Αιτήσεις Συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ), είτε κρατώντας τα η ίδια στο γραφείο της. Ειδικότερα, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, στον ως άνω τόπο, ως υπάλληλος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "....", που εδρεύει στην Αθήνα και συγκεκριμένα, ως Σύμβουλος Πελατείας Ιδιωτών καταστήματος ... για την περίοδο από 2001 μέχρι 2008, ως Υπεύθυνη καταστήματος ..., της ιδίας πόλης, για την περίοδο από 2008 μέχρι 2010 και ως Υπεύθυνη του καταστήματος της οδού ... για την περίοδο από 2010 μέχρι 2011 κατήρτισε τα κατωτέρω αναφερόμενα παραστατικά συναλλαγών (αναλήψεων, καταθέσεων, μεταφορών από λογαριασμό σε λογαριασμό), καθώς και αιτήσεις ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών, στα οποία έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή των δικαιούχων των αντίστοιχων λογαριασμών, χωρίς την εντολή ή έγκρισή τους, με σκοπό, αφενός μεν να ολοκληρώσει κάθε φορά την αντίστοιχη τραπεζική διαδικασία (ανάληψης, κατάθεσης, μεταφοράς, ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού), για την οποία απαιτείται από το ηλεκτρονικό σύστημα της Τράπεζας η έκδοση του αντίστοιχου παραστατικού, αίτησης ή απόδειξης με υπογραφή του δικαιούχου και αφετέρου να παραπλανήσει: I) Τους συναδέλφους της (υφισταμένους της και προϊσταμένους του Υποκαταστήματος), οι οποίοι επρόκειτο να συμπράξουν για την ολοκλήρωση της αντίστοιχης κίνησης ή να θεωρήσουν το αντίστοιχο παραστατικό, προκειμένου να πειστούν ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή είχε διενεργηθεί από τον ίδιο τον πελάτη και II) τους Προϊσταμένους της και τους ελεγκτές της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου της Τράπεζας Πειραιώς, ούτως ώστε, σε ενδεχόμενο έλεγχο, να μην καταστούν φανερές οι παράνομες ιδιοποιήσεις εκ μέρους της των χρηματικών ποσών από τους παραπάνω (υπό στοιχείο Α) αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσαν στην Τράπεζα οι προαναφερόμενοι πελάτες. Επίσης, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, στον ως άνω τόπο, πάντοτε με τις ανωτέρω ιδιότητές της, ως υπάλληλος της Τράπεζας Πειραιώς, κατήρτισε τις κατωτέρω αναφερόμενες πλαστές αποδείξεις μη λογιστικοποιημένων προθεσμιακών καταθέσεων και συμμετοχής σε αμοιβαία κεφάλαια, στις οποίες έθετε σφραγίδα του Υποκαταστήματος της Τράπεζας και δική της υπογραφή, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα ή εξουσιοδότηση από την Τράπεζα ή αρμοδιότητα να υπογράφει τέτοιες αποδείξεις μη λογιστικοποιημένων τραπεζικών προϊόντων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις πλαστογραφούσε περαιτέρω και την υπογραφή του πελάτη, θέτοντάς την η ίδια, χωρίς εντολή του. Τις αποδείξεις αυτές τις χρησιμοποίησε, παραδίδοντας και παρουσιάζοντας αυτές στους πελάτες ως γνήσιες και λογιστικοποιημένες (ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν), προκειμένου να τους παραπλανήσει και να μην αναζητήσουν την πραγματική τύχη των χρημάτων που είχαν καταθέσει στους λογαριασμούς τους και αυτή είχε ήδη ή επρόκειτο να υπεξαιρέσει (και σε καμία περίπτωση δεν ήταν πραγματικά δεσμευμένα σε αντίστοιχο τραπεζικό προϊόν που ο πελάτης λάμβανε στην κατοχή του, αλλά οδηγούνταν σε κρυφό λογαριασμό από τον οποίο αυτή αναλάμβανε χρήματα). Δηλαδή, οι πελάτες, λόγω των πλαστών εγγράφων που τους παρέδιδε πίστευαν ότι διατηρούσαν Προθεσμιακές Καταθέσεις ή Αμοιβαία Κεφάλαια στην Τράπεζα. Περαιτέρω, σε όλες τις περιπτώσεις των ως άνω πλαστών (και μη λογιστικοποιημένων) αιτήσεων συμμετοχής σε Α/Κ και αποδείξεων Π/Κ, επισύναπτε σελίδα όπου ανέγραφε τα επιτόκια που υποσχόταν σε πελάτες, καθώς και όλες τις πρόσθετες "συμφωνίες" που έκανε μαζί τους, θέτοντας και πάλι τη σφραγίδα του Υποκαταστήματος της Τράπεζας και δική της υπογραφή, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα ή εξουσιοδότηση ή αρμοδιότητα από την Τράπεζα να υπογράφει τέτοια επισυναπτόμενα έγγραφα, αφού η Τράπεζα ούτε έχει ούτε εκδίδει ποτέ τέτοια έγγραφα. Συντρέχουν δε ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την τέλεση του ως άνω εγκλήματος εκ μέρους της καθόσον εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Είναι δε άτομο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα, ήτοι με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, όπως συνάγεται από την επανειλημμένη τέλεσή του και την υποδομή που διαμόρφωσε όπως περιγράφεται ανωτέρω και κατά συνήθεια, ήτοι με σταθερή ροπή προς διάπραξη του παραπάνω αδικήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της, όπως συνάγεται από την επανειλημμένη τέλεση αυτού και τη σταθερή ροπή προς διάπραξη των πλαστογραφιών. I) Συγκεκριμένα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή για κάθε ένα πελάτη στα κάτωθι έγγραφα και στις κάτωθι αναφεράμενες ημερομηνίες, τα οποία έγγραφα, και λογαριασμοί αναφέρθηκαν αναλυτικότερα ανά πελάτη ανωτέρω στο υπό στοιχείο Α :
1) Της πελάτισσας του Υποκαταστήματος Γ. Β. (CRS ...6598), στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 27/6/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -6.750,00 28/6/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -4.000,00 29/6/2005 Παραστατικό ανάληψης, από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 4/7/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.250,00 30/10/2007 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 360,00 € στον -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
360,00 29/11/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 4.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό -410.
4.000,00 7/3/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό -410.
3.000,00 10/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 30/10/2008 Παραστατικό ανάληψης ποσού 3.185,00 € από τον γνωστό -410 στον πελάτη λογαριασμό.
-3.185,00 5/3/2009 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 3.155,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.155,00 18/6/2009 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 4.340,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστά στον πελάτη λογαριασμό.
4.340,00 9/11/2009 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 1.132,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.132,00 29/11/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 1.160,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. -410 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.160,00 2) Της πελάτισσας Δ. Δ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 26/11/2009 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -9.000,00 30/11/2009 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -10.000,00 2/12/2009 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -10.000,00 4/12/2009 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.100,00 16/12/2009 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -510,00 5/7/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 32.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-037292- ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
32.000,00 5/7/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -29.000,00 8/7/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 30/7/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 30.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
30.000,00 30/7/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -15.000,00 3/8/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.500,00 16/8/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -6.500,00 24/8/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 30/8/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -2.000,00 3) Των πελατών του Υποκαταστήματος Ζ. Θ. (...) και Ζ. Ε. (CRS ...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 5/1/2011 Αίτηση ανοίγματος κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...-051316-... και δικαιούχο τη Ζ. Ε.
5/1/2011 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 50.000,00 Ευρώ στον "κρυφά" λογαριασμό από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με αριθμό ...-037355-...
50.000,00 5/1/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 50.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-50.000,00 5/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -12.000,00 7/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -8.000,00 10/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -8.000,00 12/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -9.000,00 19/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -6.500,00 25/1/2011 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -6.500,00 4)Της πελάτισσας Η. Ε. (...) στο εξής έγγραφο:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΟΣΟ 6/10/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 110,00 €, στον γνωστό υπ' αριθμ. -237 λογαριασμό του πελάτη, ως απόδοση τόκων για το επιπλέον επιτόκιο που είχε υποσχεθεί η 110,00 5) Της πελάτισσας Κ. Κ. (... εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 24/11/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό αριθμ. ... στον κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 24/11/2010 Παραστατικό ανάληψης από ((κρυφό" λογαριασμό -6.000,00 26/11/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -11.000,00 29/11/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -14.000,00 2/12/2010 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -9.000,00 4/4/201 1 Παραστατικό κατάθεσης στον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.000,00 6) Της πελάτισσας του Υποκαταστήματος Κ. Σ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 8/3/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-8.800,00 15/3/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-4.985,00 12/4/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-8.890,00 21/5/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 24/5/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 27/5/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-500,00 30/5/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-470,00 11/6/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-1.994,00 8/8/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 ((κρυφό" λογαριασμό.
-920,00 8/8/2002 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 200,00 Ευρώ στον - 481 κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...- ...... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 8/8/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 8/8/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 29/8/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 30/8/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 2/9/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-1.870,00 8/11/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 344 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 8/11/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 8/11/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 7/2/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 344 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 7/2/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 7/2/2002 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 12/5/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 344 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 12/5/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 12/5/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 15/9/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 15/9/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 15/9/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 15/3/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 15/3/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 15/3/2004- Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 27/9/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 27/9/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 27/9/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 31/3/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 31/3/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14,000,00 31/3/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 16/1/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, -14.000,00 ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
16/1/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 16/1/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 16/1/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 28/1/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 8.000,00 Ευρώ στον - 481 κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...- 013707-533 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
8.000,00 28/1/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -481 κρυφό λογαριασμό.
-8.000,00 28/1/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 8.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 533 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-8.000,00 28/7/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, . ποσού 8.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 533 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-8.000,00 16/1/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 16/1/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 16/1/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 ,, 28/7/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 8.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 533 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-8.000,00 25/8/2009 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 430,70 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως καταβολή τόκων για πλαστή Π/Κ.
430,70 28/8/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 40.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 698 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-40.000,00 31/8/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 Ευρώ στον υπ' αριθμ. ...-044205-... κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-044...-698 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 40.000,00 31/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-9.000,00 719120W Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-15.000,00 10/9/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-14.500,00 14/9/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.500,00 18/1/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 18/1/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 18/1/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 28/7/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 8.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 533 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-8.000,00 30/8/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 40.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 698 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-40.000,00 3/9/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 20.000,00 Ευρώ στον - 20.000,00 ... κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...- 009323... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3/9/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.000,00 15/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-8.000,00 24/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-9.000,00 20/10/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 17/12/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 18/1/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 030 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 18/1/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 787 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 18/1/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 736 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 7) Της πελάτισσας Κ. Φ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 21/12/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-21.000,00 22/12/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-6.500,00 24/12/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-2.540,00 3/10/2005 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 30.665 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-30.665,00 2/11/2005 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 30.775 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-30.775,00 30/3/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 8.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον ...-017508-918 γνωστό 8.000,00 στον πελάτη λογαριασμό.
31/3/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 "κρυφό)) λογαριασμό.
-8.000,00 13/4/2006 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 31.317 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-31.317,00 23/4/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 426,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -340 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
426,00 23/4/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 32.500 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-32.500,00 30/4/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 10.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-10.000,00 2/5/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-430,00 2/5/2007 Παραστατικό ανάληψης ποσού 1.790,00 Ευρώ από τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-1.790,00 30/8/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 45.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον ...-033223-982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
45.000,00 30/8/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 45.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-45.000,00 31/8/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-25.000,00 3/9/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-20.000,00 9/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 20.000,00 Ευρώ στον "κρυφά" λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 9/10/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.000,00 12/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 19/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 24/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 24/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 854,00 Ευρώ από τον κρυφό λογαριασμό στον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμούς, ως καταβολή τόκων πλαστής Π/Κ.
854,00 30/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 266,50 Ευρώ από τον κρυφό λογαριασμό στον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολής μέρους τόκων πλαστής Π/Κ.
266,50 16/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-870,00 23/4/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 475,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
475,00 23/4/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 35.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 340 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-35.000,00 5/5/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.750,00 στον κρυφό λογαριασμό από τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.750,00 5/5/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.810,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.810,00 5/5/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 918 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-15.000,00 8/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-4.000,00 12/5/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 7.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -982 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.000,00 12/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -537 κρυφό λογαριασμό.
-7.000,00 12/5/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 7.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 982 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-7.000,00 5/11/2008 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 460,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως καταβολή μέρους τόκων πλαστής Π/Κ.
460,00 15/3/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 5.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον ...-037641-... γνωστό στον πελάτη 5.000,00 λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/1C.
1/4/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 3.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον ...-037641-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
3.000,00 12/5/2010 Παραστατικό ανάληψης από την εγκαλουμένη ποσού 2.560,00 Ευρώ από τον - 918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
-2.560,00 4/6/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 2.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον ...-037641-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου πλαστής Π/Κ.
2.000,00 19/10/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 3.283,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως τόκους πλαστής Π/Κ.
3.283,00 4/2/2011 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 3.000,00 Ευρώ από την εγκαλουμένη στον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως τόκους πλαστής Π/Κ.
3.000,00 4/2/2011 Παραστατικό ανάληψης από την εγκαλουμένη ποσού 2.700,00 Ευρώ από τον -918 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-2.700,00 8) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Κουτινά Γεωργίου (CRS ...3457) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 27/5/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.990,00 29/5/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -2.990,00 6/6/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -4.000,00 10/6/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.020,00 24/6/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 27/6/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.000,00 2/7/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.024,00 31/12/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 5.053 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 807 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-5.053,00 30/4/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.328 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 552 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.328,00 3/5/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.740 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 552 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.740,00 19/5/2005 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 6.900,00 Ευρώ από τον -552 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό.
6.900,00 20/5/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -4.000,00 27/5/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.000,00 3/6/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -1.900,00 2/6/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.220 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 552 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-15.220,00 13/10/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 5.540 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 952 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-5.540,00 13/10/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 7.375 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 552 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-7.375,00 1/6/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 16.... Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 552 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-16....,00 15/10/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 952 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.800,00 14/10/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 32.530 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 961 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-32.530,00 31/10/2008 Παραστατικό ανάληψης ποσού 12.000,00 Ευρώ από τον ...-037374-961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-12.000,00 25/2/2010 Παραστατικό ανάληψης ποσού 11.000,00 Ευρώ από τον -961 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό για τη δήθεν δημιουργία Π/Κ.
-11.000,00 25/2/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 11.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 961 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-11.000,00 16/4/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 11.123 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 961 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-11.123,00 15/10/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 41.377 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 961 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-41.377,00 9) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Λ. Δ. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 9/12/2002 Παραστατικό ανάληψης από τον -843 κρυφό λογαριασμό.
-4.000,00 31/10/2003 Παραστατικό ανάληψης ποσού 1.883 Ευρώ από τον ...-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό με την πρόφαση δημιουργίας αίτησης συμμετοχής Α/Κ.
-1.883,00 31/10/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 6.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 992 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-6.000,00 2/11/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 7.672 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 992 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-7.672,00 3/11/2004 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-016603... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαοη δημιουργίας Αίτησης Συμμετοχής Α/Κ.
1.500,00 5/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -843 κρυφό λογαριασμό.
-1.500,00 4/2/2005 Παραστατικό ανάληψης μετρητών από ...-022355- ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Α/Κ.
-2.700,00 4/2/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 2.700 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-2.700,00 15/2/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Αίτησης Συμμετοχής Α/Κ.
1.500,00 15/2/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.500,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-022355-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.500,00 15/2/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 9.490 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 992 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-9.490,00 15/2/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 5.325 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-5.325,00 16/2/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -843 κρυφό λογαριασμό.
-4.000,00 20/12/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-50.285,00 15/2/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 4.000,00 Ευρώ στον -843 κρυφό λογαριασμό από τον ...-021065-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
4.000,00 15/2/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 11.575 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-1 1.575,00 λ 51...007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 7.995 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-7.995,00 12/3/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -843 κρυφό λογαριασμό.
-4.000,00 3/4/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 45.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
45.000,00 3/4/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 45.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-45.000,00 3/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-30.000,00 4/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-15.000,00 11/4/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον ...-001229-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
40.000,00 11/4/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 40.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-40.000,00 13/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-13.000,00 19/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-27.000,00 16/5/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 16/5/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, -20.000,00 ποσού 20.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
.
18/5/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
20.000,00 11/9/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 50,000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον ...-001229-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
50.000,00 11/9/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 100.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-100.000,00 17/9/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-48.090,00 3/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
20.000,00 3/10/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 65.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-65.000,00 4/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-18.750,00 11/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 60.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
60.000,00 13/10/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 100.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-100.000,00 30/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-26.000,00 14/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-23.000,00 22/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-9.870,00 30/11/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 60.000,00 Ευρώ στον -736 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
60.000,00 30/11/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 60.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-60.000,00 30/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-24.000,00 4/12/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 17/12/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-23.000,00 18/1/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-7.100,00 15/2/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 13.700 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-13.700,00 15/2/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 10.500 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-10.500,00 19/2/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.500,00 Ευρώ στον -736 "κρυφό)) λογαριασμό από τον ...-016603... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με την πρόφαση δημιουργίας Π/Κ.
1.500,00 19/2/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.075,00 Ευρώ στον -736 "κρυφό)) λογαριασμό από τον ...-016603... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.075,00 28/2/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-3.570,00 14/3/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 100.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-100.000,00 3/4/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 67.531 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-67.531,00 16/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 16/5/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 45.314 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-45.314,00 19/5/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 4.000,00 Ευρώ στον κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.000,00 19/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-8.500,00 21/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-5.500,00 5/6/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, -70.000,00 ποσού 70.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
6/6/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-54.000,00 9/6/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -736 κρυφό λογαριασμό.
-16.000,00 3/7/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 68.840 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-68.840,00 9/7/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 30.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον γνωστό ...- 037609-330 γνωστό στον πελάτη λογαριασμά.
30.000,00 9/7/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 30.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-30.000,00 13/10/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 171.880 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-171.880,00 3/12/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 45,000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -257 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-45.000,00 30/12/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 47.510 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-47.510,00 7/1/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 75.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-75.000,00 8/1/2009 . Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.079,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον ...-021065-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 3.079,00 9/1/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 51.330 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-51.330,00 12/1/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 20.000,00 Ευρώ στον -086 κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό 20.000,00 16/2/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 17.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-17.000,00 16/2/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε,
-14.000,00 ποσού 14000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
18/2/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 5.164,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -311 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
5.164,00 1 6/3/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 107.800 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -067 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-107.800,00 17/3/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 100.000,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον ...-039664- ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
100.000,00 17/3/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 100.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-100.000,00 6/4/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 90.000,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
90.000,00 6/4/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 90.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-90.000,00 5/6/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 77.445 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-77.445,00 13/10/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού ....093 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-....093,00 2/12/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 50.031 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-50.031,00 29/12/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 17.768,90 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -311 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
17.768,90 29/12/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 70.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -311 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-70.000,00 29/12/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 84.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -311 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-84.000,00 2/2/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 50.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -50.000,00 -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
16/2/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.433,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -311 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.433,00 16/2/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.000,00 % 16/2/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 17.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-17.000,00 15/3/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 25.000,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
25.000,00 15/3/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 25.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-25.000,00 15/3/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 118.770 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-118.770,00 9/4/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.358,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -311 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.358,00 9/4/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 62.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-62.000,00 24/5/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 50.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-50.000,00 7/6/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 85.368 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-85.368,00 15/6/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 208.940 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-208.940,00 29/6/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 73.568 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -311 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-73.568,00 30/6/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 52.886 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-52.886,00 19/7/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 74.140 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -311 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-74.140,00 6/10/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 103.748 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-103.748,00 13/10/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 210.536 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-210.536,00 2/12/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 108.460 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-108.460,00 1/2/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 57.330 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-57.330,00 16/2/2011 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 5.000,00 Ευρώ στον ... κρυφό λογαριασμό από τον -311 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
5.000,00 16/2/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 24.035 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -992 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-24.035,00 16/2/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 21.730 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -194 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-21.730,00 28/2/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 229.924 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-229.924,00 2/3/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 111.987 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-111.987,00 17/3/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 120.349 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-120.349,00 6/4/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 68.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-68.000,00 6/4/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 68.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-68.000,00 6/4/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, -68.000,00 ποσού 68.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
.
6/4/201 1 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.610 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.610,00 8/4/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 69.851 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -330 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-69.851,00 19/4/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 82.043 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -311 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-82.043,00 16/5/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.932 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.932,00 Επίσης, πλαστογράφησε και την υπογραφή του δικαιούχου του υπ' αριθμ. ... κρυφού (για τον πελάτη Λ.) λογαριασμού, Σ. Ν., σε σειρά παραστατικών αναλήψεων που πραγματοποίησε η ίδια από τον συγκεκριμένο λογαριασμό, και αφορούν σε χρήματα που είχε καταθέσει ο πελάτης Λ.ς και τα οποία αυτή είχε προηγουμένως μεταφέρει στον συγκεκριμένο λογαριασμό του πελάτη Ν.. Επειδή η υπογραφή που πλαστογραφήθηκε για να διενεργηθούν οι συγκεκριμένες αναλήψεις είναι του πελάτη Ν., τα έγγραφα που πλαστογραφήθηκαν για τις συγκεκριμένες κινήσεις παρατίθενται κατωτέρω στην ανάπτυξη του συγκεκριμένου πελάτη (βλ. αριθμ. 13) του κατηγορητηρίου αυτού.
10) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Μ. Θ. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΙΟ 23/8/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-7.500,00 24/8/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-4.500,00 30/8/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.000,00 12/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-13.000,00 13/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 14/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.000,00 17/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.300,00 20/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.850,00 21/10/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 2/11/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.170,00 8/11/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.600,00 11/11/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-4.200,00 14/11/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.100,00 3/3/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-12.000,00 9/3/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 22/3/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.500,00 29/3/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-14.570,00 25/1/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-17.000,00 28/2/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.000,00 30/7/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 12.000,00 Ευρώ στον -264 κρυφό λογαριασμό από τον ...-037728-801 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
12.000,00 7/8/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -264 κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 8/8/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -264 "κρυφό)) λογαριασμό.
-2.000,00 17/12/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 9.000,00 Ευρώ στον κρυφό -264 λογαριασμό από τον ...-037728-801 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
9.000,00 17/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -264 κρυφό -5.500,00 λογαριασμό.
23/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -264 κρυφό λογαριασμό.
-3.300,00 11) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Μ. - Χ. Μ. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 21/4/2004 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 21/4/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 944 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-15.000,00 21/4/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 23/4/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.500,00 26/4/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.500,00 29/4/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.300,00 5/5/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 20/5/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 25/5/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.500,00 27/5/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.555,00 13/10/2004 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.500,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.500,00 13/10/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.500 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 944 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-15.500,00 13/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-6.150,00 14/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.700,00 15/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.200,00 18/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.800,00 19/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.500,00 27/10/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.300,00 1/11/2004 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.600,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.600,00 1/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-16.800,00 29/11/2004 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
15.000,00 29/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 30/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.800,00 17/12/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.200,00 14/1/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.295 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 944 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-15.295,00 27/7/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.500,00 1/8/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.300,00 2/11/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 16.017 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 944 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-16.017,00 3/5/2006 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 26.611 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 944 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-26.611,00 22/8/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 14.590,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
14.590,00 22/8/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό -12.910,00 λογαριασμό. .
30/8/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.695,00 25/9/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.918,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.918,00 27/9/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.900,00 20/10/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.098,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνοοστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.098,00 8/11/200ό Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.100,00 22/11/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.090,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.090,00 6/12/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 21/12/2006 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 4.000,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.000,00 27/12/2006 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 2.500,00 € στον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου.
2.500,00 27/12/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-4.100,00 23/1/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 9.770,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
9.770,00 23/2/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2....,00 € στον ((κρυφό" λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2....,00 26/2/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 8/3/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.950,00 23/3/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.175,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.175,00 2/4/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.040,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.040,00 2/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.220,00 23/4/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.490,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.490,00 30/4/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.490,00 23/5/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.248,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.248,00 25/6/2007 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 5.460,00 € στον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό ως επιστροφή κεφαλαίου.
5.460,00 29/6/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 7.500,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον ...-024952-548 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.500,00 29/6/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-9.500,00 26/7/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 10.740,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.740,00 26/7/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-11.000,00 23/8/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3....,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3....,00 3/9/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-3.000,00 25/9/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.175,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.175,00 2/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.350,00 30/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2....,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2....,00 12/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό -2.150,00 λογαριασμό.
22/11/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.680,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.680,00 28/11/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-1.700,00 27/12/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 4.300,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.300,00 31/12/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-4.300,00 23/1/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 10.500,00 € στον -... "κρυφά" λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.500,00 24/1/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-8.500,00 8/2/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 22/2/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.295,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.295,00 28/2/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 26/3/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.280,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.280,00 1/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.500,00 23/4/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.900,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.900,00 24/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.500,00 23/5/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.300,00 € στον -... κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.300,00 3/6/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-2.300,00 23/6/2008 Αίτηση ανοίγματος κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...-03...6-119 και δικαιούχο τη Μ.- Χ. Μ.
23/6/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.730,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.730,00 25/6/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.700,00 3/7/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.140,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1.140,00 3/7/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-1....,00 24/7/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 10.550,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.550,00 30/7/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-10.500,00 22/8/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.400,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.400,00 26/8/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.400,00 25/9/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.480,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.480,00 23/10/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.750,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.750,00 24/10/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 21/11/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.710,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.710,00 28/11/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.900,00 4/12/2008 Παραστατικό κατάθεσης 200,00 € στον ...-03...2-644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου.
200,00 16/12/2008 Μεταφορά ποσού 2.295,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη 2.295,00 λογαριασμό.
17/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 23/12/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.590,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.590,00 30/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.900,00 23/1/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 10.650,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
10.650,00 29/1/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-8.500,00 24/2/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.100,00 €στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.100,00 16/3/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-4.100,00 24/3/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.400,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
2.400,00 16/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-2.600,00 24/4/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.600,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -944 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.600,00 29/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-3.600,00 26/8/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 6.500,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
6.500,00 26/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-5.500,00 28/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 12/1/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-17.000,00 13/1/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 18/1/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-14.000,00 20/1/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 26/1/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-9.000,00 20/4/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 7.000,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον ... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
7.000,00 21/4/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-7.000,00 5/7/2010 Παραστατικό κατάθεσης 15.953,00 € στον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου και τόκων.
15.953,00 19/7/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 16.175,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
16.175,00 19/7/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-15.000,00 26/7/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-1.000,00 1/9/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
40.000,00 1/9/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 3.000,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον ...-03...3-519 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.000,00 2/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-9.500,00 6/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-8.000,00 10/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-5.700,00 21/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-6.500,00 24/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-6.000,00 27/9/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 2.960,00 € στον -119 κρυφό λογαριασμό από τον -644 γνωστό στον πελάτη 2.960,00 λογαριασμό.
30/9/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον -119 κρυφό λογαριασμό.
-9.500,00 7 19/11/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 4.000,00 € στον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4.000,00 2/12/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 3.570,00 € στον -362 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
3.570,00 Σημειωτέο ότι τα παραστατικά ανάληψης εκδόσεως 12/1/2010 - 26/1/2010 που πλαστογράφησε αφορούν στην πραγματικότητα χρήματα που είχαν μεταφερθεί από την ίδια στους συγκεκριμένους λογαριασμούς του συγκεκριμένου πελάτη (Μ.), από τον πελάτη Χ. Γ.. Ωστόσο, επειδή η υπογραφή που πλαστογραφήθηκε για να διενεργηθούν οι συγκεκριμένες αναλήψεις είναι του πελάτη Μ., τα έγγραφα που πλαστογραφήθηκαν για τις συγκεκριμένες κινήσεις παρατίθενται σ' αυτό το σημείο και όχι κατά την ανάπτυξη του πελάτη Χ. Γ.
12) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Μ. Α. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 11/3/2011 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 142.000,00 Ευρώ στον - ... κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθ. ...- 049970-003 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
142.000,00 22/3/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.500,00 29/3/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον-... κρυφό λογαριασμό -13.500,00 30/3/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.500,00 1/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -8.000,00 8/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.800,00 14/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.800,00 20/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.600,00 21/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό -9.000,00 λογαριασμό 29/4/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -36.000,00 3/5/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.850,00 12/5/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -9.400,00 13) Του πελάτη Ν. Σ. (CRS ...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΙΟ 30/7/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 50.000,00 €, στον υπ' αριθμ. ...-030773-... κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-033181-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
50.000,00 31/7/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό.
-50.000,00 Επίσης και στα εξής έγγραφα, τα οποία συνδέονται με την υπόθεση του πελάτη Λ. Δ. (βλ. παραπάνω αριθμ. 9 του κατηγορητηρίου) και αφορούν σε χρήματα που ο πελάτης Λ.ς είχε καταθέσει στην Τράπεζα και όχι με την υπόθεση του συγκεκριμένου πελάτη Ν., ωστόσο, αναλύονται σ' αυτό το σημείο, διότι δικαιούχος του κρυφού λογαριασμού, με αριθμό ...-037613..., φαίνεται ο Ν.ς Σ. και συνεπώς, τη δική του υπογραφή πλαστογράφησε για τη διενέργεια των παρακάτω συναλλαγών:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 9/7/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-14.000,00 10/7/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-16.000,00 4/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-11.000,00 5/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-8.500,00 11/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-8.000,00 15/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-8.600,00 16/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό -8.900,00 λογαριασμό.
15/1/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-8.500,00 21/1/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-5.500,00 29/1/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.000,00 19/2/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 19/3/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-26.000,00 24/3/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-14.000,00 1 /4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-16.000,00 7/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-94.000,00 10/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-10.000,00 14/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-11.500,00 16/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.500,00 22/4/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.250,00 29/12/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-8.000,00 30/12/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.800,00 2/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... ((κρυφό" λογαριασμό.
-9.500,00 4/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.500,00 10/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-7.500,00 17/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-6.500,00 22/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-9.800,00 23/2/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-7.500,00 2/3/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-3.140,00 15/3/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-11.000,00 16/3/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-12.000,00 29/3/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-2.000,00 9/4/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-3.350,00 25/5/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-20.000,00 31/5/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-4.250,00 21/2/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό.
-5.000,00 14) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Π. Γ. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 16/12/2002 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -7.000,00 18/12/2002 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -4.000,00 14/2/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 11.000 Ευρώ.
-11.000,00 20/5/2003 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 574,00 € στον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
574,00 20/5/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 10.500 Ευρώ.
-10.500,00 19/11/2003 Παραστατικό ανάληψης ποσού 1.355,00 € από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-1.355,00 19/11/2003 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 1 2.000 Ευρώ.
-12.000,00 17/6/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 12.184 Ευρώ.
-12.184,00 31/1/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 10.000 Ευρώ.
-10.000,00 4/4/2005 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.000,00 € στον -146 15.000,00 κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
4/4/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.000 Ευρώ.
-15.000,00 4/4/2005 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -4.000,00 12/4/2005 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -7.000,00 13/4/2005 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -4.000,00 30/6/2005 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 115,00 € στον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
1 15,00 1/7/2005 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 15.000 Ευρώ.
-15.000,00 1/2/2006 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 25.000 Ευρώ.
-25.000,00 1/2/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 24.190,00 € στον -146 κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
24.190,00 1/2/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 50.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 782 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-50.000,00 15/2/2007 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -21.000,00 23/2/2007 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -3.150,00 1/4/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 52.450 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 782 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-52.450,00 10/4/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 27.550,00 € στον -146 κρυφό από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
27.550,00 10/4/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 27.550 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 782 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-27.550,00 17/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -13.550,00 23/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -12.000,00 2/5/2008 Παραστατικό ανάληψης από -146 κρυφό λογαριασμό -2.000,00 4/5/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 90.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-90.000,00 5/5/2009 Παραστατικό ανάληψης ποσού 4.725,00 € από τον -782 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-4.725,00 4/5/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 95.340 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-95.340,00 12/5/2011 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 1.200,00 € στο γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-041456-....
1.200,00 15) Της πελάτισσας Π. Α. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 1/3/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -55.000,00 1 1 /3/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -490,00 18/3/2005 Παραστατικό μεταφοράς στον κρυφό λογαριασμό από τον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-017474-...
10.000,00 18/3/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -6.000,00 23/3/2005 Παραστατικό ανάληψης από ((κρυφό" λογαριασμό -1.300,00 24/3/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -500,00 30/3/2005 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -2.200,00 2/10/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 18.000,00 € στον κρυφό λογαριασμό από τον -384 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
18.000,00 2/10/2007 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -18.000,00 14/5/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 15.000,00 € στον γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...-023873-..., ως επιστροφή κεφαλαίου.
15.000,00 16) Της πελάτισσας Π. Ν. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 9/12/2010 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 19.600,00 € στον κρυφό λογαριασμό από τον υπ' αριθμ. ...-039733- 747 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
19.600,00 9/12/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -9.600,00 10/12/2010 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -9.700,00 17) Της πελάτισσας Σ. Σ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΙΟ 17/9/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -4.040,00 23/9/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.045,00 30/9/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.035,00 8/10/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -3.040,00 16/10/2003 Παραστατικό ανάληψης από κρυφό λογαριασμό -4.050,00 3/5/2004 Απόδειξη πλαστού Α/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 17.453 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 401 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-17.453,00 24/12/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.050 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -401 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.050,00 26/6/2008 Παραστατικό έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 6.600,00 € σε διαταγή Π. Ν. (συζύγου της Σ. Κ.), ως πρόωρη ανάληψη από πλαστή Π/Κ.
6.600,00 18) Του πελάτη Σ. Μ. (...):
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 7/2/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 23.641,00 € από τον υπ' αριθμ. ...-033310-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον υπ' αριθμ. ...-019460-... λογαριασμό του αδερφού του πελάτη, Χ. Σ..
-23.641,79 7/7/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 7.000,00 €, από τον υπ' αριθμ. ...-037491-941 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον υπ' αριθμ. ...-037578-... λογαριασμό του αδελφού του πελάτη, Χ. Σ..
-7.000,00 1/6/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 35.246 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 941 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-35.246,00 15/6/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 7.000,00 €, στον -941 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, ως επιστροφή κεφαλαίου.
7.000,00 19) Των πελατών του Υποκαταστήματος Τ. Ε. (...) και Τ. Α. (CRS ...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΙΟ 19/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -Π.000,00 23/11/2004 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -5.050,00 13/1/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -50.680,00 21 /4/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -21.500,00 22/4/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -7.000,00 13/5/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -2.000,00 19/5/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -4.500,00 25/5/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -3.500,00 10/6/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -3.000,00 31/3/2006 Παραστατικό μεταφοράς του ποσού των 11.325,00 € από τον κρυφό στον γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, με αριθμό ...-012501-176.
11.325,00 29/1/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 € από τον -176 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό στον κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 30/1/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -20.000,00 8/2/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -3.500,00 21/2/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -13.000,00 5/3/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον κρυφό λογαριασμό -3.500,00 1/4/2010 Παραστατικό κατάθεσης ποσού 2.720,00 € στον -425 γνωστό στους πελάτες λογαριασμό, ως απόδοση τόκων για πλαστή Π/Κ.
2.720,00 20) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Τ. Ε. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 16/5/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 110.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - ... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-110.000,00 17/5/2011 Αίτηση πρόωρης εξόφλησης Π/Κ, ποσού 110.000,00 €, με αναγραφόμενη αρίθμηση 11471168 (η οποία υφίσταται στα βιβλία της Τράπεζας).
110.000,00 17/5/2011 Παραστατικό ανάληψης ποσού 110.000,00 € από τον υπ' αριθμ. ...-037301-... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
-110.000,00 21) Της πελάτισσας Χ. Ι. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 18/5/2011 Παραστατικό ανάληψης από τον -129 γνωστό στην πελάτισσα λογαριασμό.
-41.000,00 18/5/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 41.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 129 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-41.000,00 22) Του πελάτη του Υποκαταστήματος Χ. Μ. (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΣΟ 1/2/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -9.000,00 2/2/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -8.985,00 4/1/2007 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 1.474,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ... στον ((κρυφό" λογαριασμό.
1.474,00 30/1/2007 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -1.470,00 28/2/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 12.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...- 025992-... στον κρυφό λογαριασμό.
12.000,00 4/3/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -10.000,00 1/4/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό -2.000,00 λογαριασμό 27/11/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 15.000,00 από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ... στον ... κρυφό λογαριασμό.
15.000,00 27/11/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -9.500,00 1/12/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -5.500,00 18/2/2009 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 60.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 212 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-60.000,00 19/2/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 9.610,00 € από τον - 212 γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον ... κρυφό λογαριασμό.
9.610,00 24/2/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -5.500,00 18/3/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον ... κρυφό λογαριασμό -4.100,00 18/2/2010 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 66.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 212 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-65.000,00 19/2/2010 Παραστατικό ανάληψης ποσού 1.195,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό 5607- 007850-204, με την πρόφαση επένδυσής του σε Π/Κ.
-1.195,00 18/2/2011 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 69.123 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον - 212 λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-69.123,00 23) Του πελάτη του Υποκαταστήματος ... (...) στα εξής έγγραφα:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΟΙΟ 18/7/2005 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 14.000,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό 5607- 007875-... στον -... κρυφό λογαριασμό.
14.000,00 18/7/2005 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.000 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.000,00 20/7/2005 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -10.000,00 22/7/2005 .
Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -4.000,00 18/1/2006 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 14.145 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-14.145,00 19/10/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -8.000,00 19/10/2006 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -2.000,00 15/1/2007 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 20.258 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-20.258,00 15/2/2008 Απόδειξη πλαστής Π/Κ που δεν λογιστικοποιήθηκε, ποσού 21.285 Ευρώ, με χρεούμενο και πιστούμενο τον -... λογαριασμό γνωστό στον πελάτη.
-21.285,00 11/8/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 21.500,00 € από το γνωστό στον πελάτη λογαριασμό, με αριθμό ...- 037591-... στον -... κρυφό λογαριασμό.
21.500,00 12/8/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -11.500,00 26/8/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -10.000,00 9/10/2008 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 40.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό.
40.000,00 10/10/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -28.000,00 20/10/2008 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -11.500,00 7/5/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -500,00 27/7/2009 Παραστατικό μεταφοράς ποσού 60.000,00 € από τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό στον -... κρυφό λογαριασμό.
60.000,00 31/7/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -25.000,00 25/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -18.000,00 26/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό -6.500,00 λογαριασμό 28/8/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -8.000,00 7/9/2009 Παραστατικό ανάληψης από τον -... κρυφό λογαριασμό -2.500,00 II) Περαιτέρω, έθετε χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση, τη συγκατάθεση ή την έγκριση της Τράπεζας, την υπογραφή της και τη σφραγίδα του Υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς και κατήρτιζε και εκτύπωνε σε απλό χαρτί Α4 πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και πλαστές αποδείξεις Π/Κ, με περιεχόμενο και μορφή αντίστοιχο με αυτά της τράπεζας, τα οποία, όμως, δεν ήταν τα επίσημα έντυπα που χρησιμοποιεί η Τράπεζα. Ως δικαιούχοι των ανωτέρω πλαστών Α/Κ και Π/Κ φέρονταν οι πελάτες του Υποκαταστήματος από τους λογαριασμούς των οποίων αυτή είχε προηγουμένως υπεξαιρέσει ή υπεξαιρούσε αμέσως στη συνέχεια διάφορα χρηματικά ποσά (όπως αυτά αναλύονται στο κεφάλαιο Α του παρόντος), προς τους οποίους αυτή παρέδιδε (δηλαδή χρησιμοποιούσε) τα εν λόγω πλαστά έγγραφα και οι οποίοι μ' αυτόν τον τρόπο παραπλανούνταν δεν αναζητούσαν τα χρήματα που υπεξαιρούνταν, διότι πίστευαν ότι τα είχαν επενδύσει σε Α/Κ και Π/Κ στην Τράπεζα. Οι συγκεκριμένες αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ δεν αποτυπώνονται στα βιβλία της Τράπεζας ή αποτυπώνονται μεν έχουν, όμως, ακυρωθεί, αυθημερόν από αυτή (κατηγορουμένη), γεγονότα τα οποία αυτή δεν ανέφερε στους πελάτες. Στις εν λόγω πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και πλαστές αποδείξεις Π/Κ επισύναπτε μάλιστα και παρέδιδε επίσης στους πελάτες περαιτέρω πλαστά έγγραφα σε μορφή πινάκων, που αυτή κατήρτιζε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και επί των οποίων έθετε επίσης τη σφραγίδα του Υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς και την υπογραφή της, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, εξουσιοδότηση, αρμοδιότητα ή συναίνεση από την πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα (φερόμενη εκδότρια αυτών των εγγράφων), τα οποία είχαν παρόμοια στοιχεία με τα σώματα των κυρίως πλαστών Α/Κ και Π/Κ, ανέγραφαν όμως πολύ μεγαλύτερο επιτόκιο, τόσο από αυτό που δίνει η Τράπεζα όσο και από αυτό που αναγραφόταν στις ως άνω πλαστές αιτήσεις συμμετοχής Α/Κ και Π/Κ που δημιουργούσε και σε κάποιες περιπτώσεις και διαφορετική ημερομηνία έναρξης ή (και) λήξης της "επένδυσης", προκειμένου και πάλι να παραπλανήσει τους πελάτες και να τους πείσει (όπως και γινόταν) να μην αναζητήσουν τα χρήματά τους από τους λογαριασμούς, από τους οποίους τα είχε αυτή προηγουμένως υπεξαιρέσει. Με τον τρόπο αυτό, αυτή δημιούργησε συνολικά 86 πλαστές αιτήσεις συμμετοχής αμοιβαίων κεφαλαίων και 292 πλαστές προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες αναλυτικά περιγράφηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο Α κατηγορία (κατά την παράθεση των υπεξαιρεθέντων ποσών και των τεχνασμάτων που χρησιμοποίησε για την πραγμάτωση της υπεξαίρεσης) και είναι:
1) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Γ. Β. (...) 9 πλαστές Π/Κ.
2) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Δ. Δ. (...) 7 πλαστές Π/Κ.
3) Για τους πελάτες του Υποκαταστήματος Ζ. Θ. (...) και Ζιώγα Ευτυχία (CRS 6819744) 1 πλαστή Π/Κ.
4) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Η. Ε. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
5) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Κ. Κ. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
6) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Κ. Σ. (...) 26 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 22 πλαστές Π/Κ.
7) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Κ. Φ. (... 22 πλαστές Π/Κ.
8) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Κ. Γ. (...) 9 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 11 πλαστές Π/Κ.
9) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Λ. Δ. (...) 5 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 60 πλαστές Π/Κ.
10) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Μ. Θ. (...) 14 πλαστές Π/Κ.
11) Για τους πελάτες του Υποκαταστήματος Μ. - Χ. Μ. (...), Χ. Α. (...) και Χ. Α. (...) 10 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 63 πλαστές Π/Κ.
12) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Μ. Α. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
13) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Ν. Σ. (CRS ...) 4 πλαστές Π/Κ.
14) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Π. Γ. (...) 8 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 6 πλαστές Π/Κ.
15) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Π. Α. (CRS 4-785956) 6 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 5 πλαστές Π/Κ.
16) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Π. Ν. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
17) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Σ. Σ. (...) 5 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 5 πλαστές Π/Κ.
18) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Σ. Μ. (...) 5 πλαστές Π/Κ.
19) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Τ. Α. (...) 14 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 5 πλαστές Π/Κ.
20)
Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Τ. Χ. (...) 3 πλαστές αιτήσεις Α/Κ και 4 πλαστές Π/Κ.
21) Για τους πελάτες του Υποκαταστήματος Τ. Ε. (...) και Τ. Α. (CRS ...) 15 πλαστές Π/Κ.
22) Για τον πελάτη του υποκαταστήματος Τ. Ε. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
23) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Τ. Θ. (CRS 6719...) 1 πλαστή Π/Κ.
24) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Χ. Ι. (...) 1 πλαστή Π/Κ.
25) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Χ. Μ. (...) 8 πλαστές Π/Κ.
26) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος Χ. Γ. (... 3 πλαστές Π/Κ.
27) Για τον πελάτη του Υποκαταστήματος ... (...) 16 πλαστές Π/Κ.
Γ) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και με την προαναφερόμενη ιδιότητα της υπαλλήλου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζας Πειραιώς", που εδρεύει στην ημεδαπή, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ.α και 263 Α ττερ.β Π.Κ, κατέστρεψε ή και υπεξήγαγε έγγραφα που της ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας της. Σκοπός των πράξεών της ήταν να προσπορίσει στον εαυτό της αθέμιτο όφελος, βλάπτοντας παράνομα την περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας Πειραιώς, ενώ, το συνολικό όφελος που πέτυχε είναι ανώτερο των 150.000 Ευρώ και τελικά ανήλθε (μέχρι την ημέρα αποκάλυψης της δραστηριότητάς της) στο ως άνω ποσό των 2.729.786,31 Ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ενώ η αντίστοιχη ζημία της Τράπεζας Πειραιώς είναι ακόμη μεγαλύτερη (καθώς η Τράπεζα υποχρεώθηκε να αποδώσει στους δικαιούχους των λογαριασμών στους οποίους είχε επέμβει, μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, συμπεριλαμβανομένων των τόκων των υπεξαιρεθέντων χρημάτων) ενώ η δράση της. διήρκεσε για ιδιαίτερα μεγάλο.χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους και ούσα η ίδια υπάλληλος-Σύμβουλος Πελατείας ιδιωτών και αργότερα Υπεύθυνη/Διευθύντρια της ... ενεργώντας με πρόθεση, κατέστρεψε ή υπεξήγαγε και απέκρυψε τα παρακάτω αναφερόμενα παραστατικά συναλλαγών (αναλήψεων, καταθέσεων, αιτήσεων εκδόσεως τραπεζικών επιταγών), αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμών, αιτήσεις ρευστοποίησης αμοιβαίων κεφαλαίων προς τους κρυφούς λογαριασμούς και αποδείξεις δημιουργίας και διακοπής προθεσμιακών καταθέσεων, που διενεργήθηκαν εν αγνοία των πελατών - δικαιούχων των αντίστοιχων λογαριασμών, τα οποία έπρεπε να τηρούνται στο αρχείο του Υποκαταστήματος ή να παραδίδονται στους πελάτες, με σκοπό να αποκρύψει την παράνομη και αθέμιτη δράση της επί των λογαριασμών αυτών και με τον τρόπο αυτό να αποκομίσει το ανωτέρω αναφερόμενο αθέμιτο όφελος. Πολλά από τα παραστατικά αυτά παρέδωσε κατά τον έλεγχο, στους ελεγκτές της Τράπεζας, ενώ άλλα δεν βρέθηκαν ποτέ. Επίσης, με τον ίδιο ανωτέρω σκοπό, υπεξήγαγε και απέκρυψε από τους δικαιούχους τα τραπεζικά βιβλιάρια κίνησης των κρυφών λογαριασμών που είχε ανοίξει, παράνομα και αυθαίρετα, στο όνομά τους και τα οποία επίσης περιοδικά ενημέρωνε, εν αγνοία των πελατών. Τα βιβλιάρια αυτά τα παρακράτησε η ίδια και βρέθηκαν, κατόπιν ελέγχου, επίσης στο γραφείο της, ενώ οι δικαιούχοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, όπως και την ύπαρξη των αντίστοιχων λογαριασμών.
1. Ειδικότερα και αναφορικά με τα παραστατικά αυθαίρετων συναλλαγών υπεξήγαγε και απέκρυψε στο γραφείο της (παρέδωσε κατά το διενεργηθέντα έλεγχο) ή κατέστρεψε (και δεν βρέθηκαν κατά τον έλεγχο) τουλάχιστον τα παρακάτω εξειδικευόμενα παραστατικά τραπεζικών συναλλαγών που διενήργησε η ίδια, εν αγνοία των πελατών - δικαιούχων των αντίστοιχων λογαριασμών, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο όφελος, προς βλάβη της Τράπεζας Πειραιώς, αφού μέσω της καταστροφής και υπεξαγωγής των παραστατικών αυτών σκόπευε να αποφύγει την αποκάλυψη των ενεργειών της, δηλαδή επεδίωκε να μην γίνει αντιληπτή η παράνομη και αυθαίρετη επέμβασή της στους αντίστοιχους λογαριασμούς, όπως και η εκ μέρους της πλαστογράφηση των υπογραφών των δικαιούχων πελατών:
ΠΕΛΑΤΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ/ ΠΡΑΞΗΣ ΤΥΧΗ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ Γιάννα ...-024002- ... Αίτησης εξαγοράς Α/Κ στον κρυφό λογαριασμό 27/6/2005 Βρέθηκε στο γραφείο της που είχαν αγοραστεί από γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
Γιάννα ...-024002- ... Ανάληψης ποσού 4.000,00 € από τον κρυφό λογαριασμό.
16/1/2008 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Δ. ...-045 ... Ανάληψης ποσού 10.000,00 € από τον κρυφό λογαριασμό.
1/12/2009 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
7/3/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
14/3/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
11/4/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
21/5/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
11/6/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-014617- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
8/8/2002 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο ... ...-009323- 79 8 Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
16/1/2008 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Μ. ...-024522- ... Αίτησης εξαγοράς μεριδίων Α/Κ (ανυπόγραφη από τον πελάτη και το κατάστημα), με αρίθμηση ... και πιστούμενο τον κρυφό - ... λογαριασμό.
12/10/2005 Βρέθηκε στο γραφείο της Μ. ...-024522- ... Αίτησης εξαγοράς μεριδίων Α/Κ (ανυπόγραφη από τον πελάτη και το κατάστημα), με αρίθμηση ... και πιστούμενο τον κρυφό - ... λογαριασμό.
2/11/2005 Βρέθηκε στο γραφείο της Μ. ...-024522- ... Αίτησης εξαγοράς μεριδίων Α/Κ στον "κρυφά" λογαριασμό.
8/11/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Μ. ...-024522- ... Αίτησης εξαγοράς μεριδίων Α/Κ στον κρυφό λογαριασμό.
10/11/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Μ. ...-024522- ... Αίτησης εξαγοράς μεριδίων Α/Κ στον "κρυφά" λογαριασμό.
11/11/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Σ. Αντίγραφο παραστατικού έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 6.600,00 €.
26/6/2008 Βρέθηκε στο γραφείο της Σ. Αντίγραφο παραστατικού έκδοσης τραπεζικής 10/10/2008 Βρέθηκε στο γραφείο της επιταγής ποσού 7.117,00 €.
Τ. ...-021714- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
19/11/2004 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Τ. ...-021714- ... Αίτησης προεξόφλησης ομολόγων ΕΤΒΑ στον κρυφό λογαριασμό.
12/1/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Τ. ...-021714- ... Αίτησης προεξόφλησης χρεογράφων στον κρυφό λογαριασμό.
31/1/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον' έλεγχο Τ. ...-021714- ... Ανάληψης ποσού 8.500,00 € από τον κρυφό λογαριασμό.
26/4/2005 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Τ. ...-021714- ... Κατάθεσης ποσού 11.325,00 € στον κρυφό λογαριασμό.
29/3/2006 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Τ. ...-037301- ... Αντίγραφο αίτησης πρόωρης εξόφλησης Π/Κ, ποσού 110.000,00 € με πιστούμενο τον -... γνωστό στον πελάτη λογαριασμό.
17/5/2011 Βρέθηκε στο γραφείο της Περαιτέρω, όμως όπως προαναφέρθηκε, υπέκρυψε έγγραφα - παραστατικά κινήσεων λογαριασμών, από τους πελάτες, εκ των λογαριασμών των οποίων υπεξαίρεσε χρήματα, και συγκεκριμένα υπέκρυψε όλα τα έγγραφα - παραστατικά από τα οποία προκύπτουν κινήσεις στους κρυφούς λογαριασμούς, τους οποίους είχε ανοίξει στα ονόματα των πελατών εν αγνοία τους, καθώς επί των κρυφών λογαριασμών είχε απόλυτη κυριαρχική εξουσία και ήταν η μόνη που μπορούσε να διενεργήσει τις σχετικές κινήσεις (αναλήψεις, καταθέσεις, μεταφορές χρηματικών ποσών προς τους κρυφούς λογαριασμούς από γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς, ρευστοποιήσεις Α/Κ στους κρυφούς λογαριασμούς που είχαν αγοραστεί από γνωστούς στους πελάτες λογαριασμούς κλπ). Όλες οι σχετικές με τους κρυφούς λογαριασμούς κινήσεις αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω στο υπό στοιχείο Α της παρούσης.
2. Επίσης κατέστρεψε και δεν καταχώρησε στο σύστημα της Τράπεζας ή απέκρυψε στο γραφείο της τις κάτωθι αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμών, τους οποίους είχε ανοίξει εν αγνοία των πελατών και από τους οποίους αυτή στη συνέχεια προέβαινε σε διαδοχικές παράνομες αναλήψεις διάφορων ποσών, τα οποία ιδιοποιήθηκε. Οι αιτήσεις αυτές που δεν βρέθηκαν ή βρέθηκαν κρυμμένες στο γραφείο της κατά τον έλεγχο που διενήργησε η Τράπεζα είναι οι εξής:
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΕΛΑΤΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 23/6/2005 Γ. Β. ...-024002-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 15/10/2010 Η. Ε. ...-050199-574 Λεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 7/3/2002 Κ. Σ. ...-014617-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 28/8/2009 Κ. Σ. ...-044205-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 21/12/2004 Κ. Φ. ...-021993-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 27/5/2003 Κ. Γ. ...-017869-007 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 9/12/2002 Λ.ς Δ.ς ...-016774-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 19/12/2006 Λ.ς Δ.ς ...-030773-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 19/8/2005 Μ. Θ. ...-024522-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 13/10/2004 Μ. - Χ. Μ., Χ. Α., Χ. Σ. ...-020073-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 21/4/2004 Μ. - Χ. Μ., Χ. Α., Χ. Σ. ...-020125-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 11/3/2011 Μ. Α. ...-052163-... Βρέθηκε ανυπόγραφη στο γραφείο σου 16/12/2002 Π. Γ. ...-016819-146 Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 1 /3/2005 Π. Α. ...-022584-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 17/9/2003 Σ. Σ. ...-018615-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 18/2/2002 Τ. Α. ...-014461-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 9/9/2005 Τ. Α. ...-024698-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 28/1/2004 Τ. Χ. ...-019608-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 19/11/2004 Τ. Ε. ...-021714-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 1/2/2006 Χ. Μ. ...-026252... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 26/11/2008 Χ. Μ. ...-039522... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 8/8/2008 ... ...-038012-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο 18/7/2005 ... ...-024239-... Δεν βρέθηκε κατά τον έλεγχο Με την υπεξαγωγή (καταστροφή και απόκρυψη) των συγκεκριμένων εγγράφων, επεδίωκε και πάλι να αποφύγει την αποκάλυψη των ενεργειών της και της εν γένει δράσης της στους συγκεκριμένους κρυφούς (για τους συγκεκριμένους πελότες, οι οποίοι δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή τους) τραπεζικούς λογαριασμούς (παράνομες αναλήψεις και υπεξαίρεση του ποσού τους, δημιουργία Π/Κ κλπ.), αποκομίζοντας τελικά το ανωτέρω ίδιο περιουσιακά όφελος, απορριπτομένου του ισχυρισμού της κατηγορουμένης ότι τα ανωτέρω έγγραφα δεν καταστράφηκαν από την ίδια, αλλά χάθηκαν εντός του καταστήματος της τράπεζας.
3. Τέλος, υπεξήγαγε, παρακράτησε και απέκρυψε από τους παρακάτω δικαιούχους των παρακάτω λογαριασμών (τους οποίους είχε ανοίξει η ίδια, εν αγνοία τους) την ύπαρξη των παρακάτω βιβλιαρίων καταθέσεων, τα οποία παρακράτησε στην κατοχή της (ενώ όφειλε να τα παραδώσει στους πελάτες) και μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ενημέρωνε περιοδικά, με τις κινήσεις που αυτή πραγματοποιούσε στους κρυφούς λογαριασμούς των πελατών, δημιουργώντας έτσι εντύπωση νομιμοφάνειας των αντίστοιχων κινήσεων και αποφεύγοντας την αποκάλυψη της δράσης της, τόσο εκ μέρους των πελατών, όσο και εκ μέρους των ελεγκτών και συστημάτων ασφαλείας της Τράπεζας. Επιπλέον, παρακράτησε και βιβλιάρια καταθέσεων που αντιστοιχούσαν σε λογαριασμούς, που ήταν γνωστοί στους πελάτες και από τους οποίους, επίσης αναλάμβανε χρηματικά ποσά, τα οποία οι πελάτες θεωρούσαν ότι τοποθετούσαν σε προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά και στα οποία κατέθετε χρηματικά ποσά ως απόδοση τόκων ή και ως επιστροφή του κεφαλαίου που οι πελάτες θεωρούσαν πως είχαν επενδυμένο στην Τράπεζα. Τα βιβλιάρια που βρέθηκαν κατά τον έλεγχο της τράπεζας στο γραφείο της και σχετίζονται με παράνομες επεμβάσεις στους αντίστοιχους λογαριασμούς των πελατών είναι τα εξής:
... Κ. Κ. ... ...-050668-... κρυφός λογαριασμός Κ. Σ. 5 ...-014617-... κρυφός λογαριασμός Κ. Φ. ... ...-021993-... κρυφός λογαριασμός Μ. - Χ., Χ. Α., ... ... & ... ...-020125-... κρυφός λογαριασμός Χ. Σ. Μ. Α. 1...4 ...-052163-... κρυφός λογαριασμός Τ. Α. ... ...-024698-... κρυφός λογαριασμός Τ. Ε. & Τ.ς ... 3..., ... & ... ...-021714-... κρυφός λογαριασμός Χ. Μ. 10...1 ...-039552... κρυφός λογαριασμός Χ. Μ. 10...1 ...-026252... κρυφός λογαριασμός ... ... ...-038012-... κρυφός λογαριασμός ... ... 5607-007875-... Γνωστός στον πελάτη λογαριασμός Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων είχε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό λόγω διατάραξης της συνείδησής της (αρθρ. 36 Π.Κ.) εξ αιτίας εθισμού της στην χαρτοπαιξία και τα τυχερά παίγνια, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι αυτή είχε εθιστεί στην χαρτοπαιξία και τα τυχερά παίγνια, ώστε να προκαλεί αυτός ο εθισμός της νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών της ή διατάραξη της συνείδησής της σε τέτοιο βαθμό που να μειώνει την ικανότητα της να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών της. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων που της αποδίδονται και να της αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 §2α' & δ' Π.Κ. οι οποίες αναγνωρίσθηκαν και πρωτοδίκως, .... ." Με τις παραδοχές αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, ορθά υπήγαγε τα ως άνω περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, τα οποία περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 12, 13 περ. α'και στ', 14, 26 παρ. 1 εδ. α' 27, 84 παρ. 2 περ. α'και δ', 94, 98, 216 παρ. 1 και 3, 242 παρ. 2 και 3, 258 περ. γ' και 263Α περ. β του Π.Κ., σε συνδυασμό με άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ελλείψεις, ασάφειες ή αντιφάσεις, όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των κακουργημάτων της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος της Τράπεζας Πειραιώς, το αντικείμενο της οποίας ξεπερνά το ποσό των 150.000 Ευρώ (άρθρο 258 Π.Κ.), της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας με χρήση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης της Τράπεζας Πειραιώς που υπερβαίνει συνολικά τα 150.000 ευρώ (άρθρο 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ.) και της υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία, με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης της Τράπεζας Πειραιώς που υπερβαίνει συνολικά τα 150.000 ευρώ (άρθρο 242 παρ. 2 και 3 ΠΚ), όλα δε τα ως άνω κακουργήματα με τις ιδιαιτέρως επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή της επί μακρό χρόνο τέλεσής τους και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου τους, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. Ακόμη, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχεται στο ως άνω σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τις πλαστογραφίες και τις υπεξαγωγές εγγράφων στην υπηρεσία τις τέλεσε η αναιρεσείουσα με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την ... και ότι το συνολικό όφελος που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της και η αντίστοιχη συνολική ζημία της τράπεζας υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Δέχεται, δηλαδή, με σαφήνεια, ότι η προσπόριση περιουσιακού οφέλους στον εαυτό της με βλάβη της τράπεζας είχε ενταχθεί από την αναιρεσείουσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει σχέδιό της κατά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία. Εξάλλου, κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι πλαστογραφίες και οι υπεξαγωγές εγγράφων στην υπηρεσία έγιναν για να μεταφερθούν χρήματα από λογαριασμούς πελατών σε άλλους κρυφούς λογαριασμούς και γενικά για να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στα χρήματα των πελατών της τράπεζας η αναιρεσείουσα, η οποία στη συνέχεια, αφού αποκτούσε πρόσβαση στα χρήματα των πελατών της τράπεζας με τις πλαστογραφίες και τις υπεξαγωγές εγγράφων, τα υπεξαιρούσε. Δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι μερικότερες πράξεις πλαστογραφίας και υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία που τέλεσε κατ' εξακολούθηση η αναιρεσείουσα, προηγούνταν των μερικοτέρων πράξεων υπεξαιρέσεως των χρημάτων των πελατών που τέλεσε επίσης κατ' εξακολούθηση η αναιρεσείουσα και ότι οι πράξεις πλαστογραφίας και υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία έγιναν από μέρους της για να διευκολύνουν την πρόσβασή της στα χρήματα των λογαριασμών των πελατών της τράπεζας και την εν συνεχεία υπεξαίρεσή τους και όχι για να συγκαλύψουν την υπεξαίρεση των χρημάτων των πελατών της τράπεζας, ανεξάρτητα από το ότι ορισμένες απ' αυτές προσφέρονταν και για να παραπλανήσουν τους ελεγκτές της τράπεζας που τυχόν θα ενεργούσαν έλεγχο στην τράπεζα. Ενόψει των κατά τα ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά και του ότι, όπως προαναφέρθηκε στις νομικές σκέψεις στην αρχή της αποφάσεως αυτής, ακόμη και αν η πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος ή η υπεξαγωγή εγγράφου στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος εμφανίζονται ως τέχνασμα ή αν έγιναν προς συγκάλυψη ή διευκόλυνση της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, τα τρία κακουργήματα συρρέουν αληθώς μεταξύ τους, αφού το καθένα από αυτά προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό και είναι αυτοτελές, διαφορετικό και ανεξάρτητο του άλλου και κανένα από αυτά δεν αποτελεί κατά το νόμο μέσο εκτελέσεως του άλλου ή αναγκαία συνέπεια του άλλου (Ολομ. Α.Π. 179 και .../1990), το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που έκρινε ένοχη και καταδίκασε την αναιρεσείουσα ότι τέλεσε κατά πραγματική συρροή μαζί με το κακούργημα της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος και υπεξαγωγή εγγράφων στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, δηλαδή ότι τέλεσε κατά πραγματική συρροή και τα τρία ως άνω κακουργήματα για τα οποία καταδικάστηκε, αφενός μεν ορθά ερμήνευσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, αφετέρου δε τις εφάρμοσε και ορθά, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς ελλείψεις, ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής τους, οπότε η απόφασή του δεν στερείται νομίμου βάσεως. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., περί εσφαλμένης ερμηνείας και περί εσφαλμένης εφαρμογής, ευθείας και εκ πλαγίου, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας Πειραιώς που παραστάθηκε (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-12-2016 αίτηση αναιρέσεως της Α. Π. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένης στο Κατάστημα ..., για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 94/30-12-2016 έκθεση ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος ..., περί αναιρέσεως της 391/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία του άρθρου 258 περ. γ του Π.Κ., κακουργηματικής πλαστογραφίας με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Π.Κ. και κακουργηματικής υπεξαγωγής εγγράφων στην υπηρεσία με σκοπό το αθέμιτο όφελος ή την παράνομη βλάβη άλλου του άρθρου 242 παρ. 2 και 3 του Π.Κ.. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως που προβάλλει ως λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα και την καταδικάζει και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παρέστη. | Υπεξαγωγή εγγράφων | Πλαστογραφία, Υπεξαγωγή εγγράφων, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1489/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ρ. του Γ., κατοίκου ... Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Μαραγκό, για αναίρεση της υπ'αριθ. 29591/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία ... που εδρεύει στον Παναμά και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ν. Τ..
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2408/1996, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε". Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως, και επί της επιταγής, ισχύουν τα όσα ορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963 και ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως για την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής που κατηγορείται ότι εξέδωσε ο κατηγορούμενος (30-8-2010), δηλαδή μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε σ' αυτόν ο Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς". Με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας" και με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Μπορεί επίσης να επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο ή να το υποχρεώνει να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του ή, εάν ο νόμος δεν το απαγορεύει και σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους. Κατά την ίδρυση της εταιρείας ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να προβεί σε διαφορετική κατανομή των ανωτέρω ιδιοτήτων μεταξύ των μελών του". Οι ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1920, οι οποίες είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του Α.Κ., ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, την εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε., κατά τρόπο ώστε η υποκατάσταση αυτή να είναι νόμιμη, μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Ειδικότερα το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν δικαστικώς ή εξωδίκως την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Το καταστατικό, δηλαδή, προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (Ολ. Α.Π. 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Κατά συνέπεια, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του Α.Κ. προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ.. Οι απαιτήσεις, όμως, του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ. για βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα αναφέρονται στην περίπτωση που το πληρεξούσιο δεν παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά με απλή έγγραφη δήλωση. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 8 του Ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το άρθρο 27 παρ. 7 του Ν. 3604/2007 "τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου υπογράφονται από τον πρόεδρο ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από το καταστατικό. Αντίγραφα των πρακτικών εκδίδονται επισήμως από τα πρόσωπα αυτά, χωρίς να απαιτείται άλλη επικύρωσή τους". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι ο πρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από το καταστατικό εγκύρως εκδίδει αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού της Συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως ποινικής αποφάσεως είναι και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει και όταν το δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η από το νόμο απαιτούμενη έγκληση. Έλλειψη της απαιτούμενης εγκλήσεως υπάρχει και όταν αυτή δεν είναι νομότυπη είτε διότι δεν υποβλήθηκε εντός της οριζόμενης προθεσμίας είτε διότι υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο, είτε από πληρεξούσιο ο οποίος δεν είχε την απαραίτητη προς τούτο εντολή. Προκειμένου για έγκλημα κατ' έγκληση διωκόμενο, η ύπαρξη της εγκλήσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, το οποίο αν διαπιστώσει ότι δεν υποβλήθηκε έγκληση οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, άλλως υπερβαίνει την εξουσία του. Για να κρίνει περί της βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως, αν δηλαδή υπήρχε έγκυρη έγκληση ο Άρειος Πάγος επισκοπεί την ένδικη επιταγή και τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, και στις οριστικές ή παρεμπίπτουσες αποφάσεις ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολογήσεώς τους και σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς τους, της επελεύσεως του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα (Ολομ. Α.Π. 2/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και δη της βασιμότητας ή μη του λόγου αναιρέσεως, αμέσως μετά την ανάπτυξη της εφέσεως από την Εισαγγελέα, ο παριστάμενος, κατ' άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση λόγω μη υποβολής εγκλήσεως, με το εξής, κατά λέξη, περιεχόμενο: "...κατηγορούμαι ενώπιον Σας δυνάμει του με ... κατηγορητηρίου, για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, όπως το αδίκημα τούτο τυποποιείται και τιμωρείται κατ' άρθρον 79 §§ 1,4,5 Ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, κατόπιν της από 11/11/2009 μηνύσεως-εγκλήσεως της αλλοδαπής ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "..." (...), που εδρεύει στον Παναμά φέρεται δε να είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67 όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Ν. 3427/2005 (Κεφάλαιο ΣΤ'). Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 1325/1972), "ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του Ν 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάσταση του, παρ. 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίωv της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιον τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική Αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Σύμφωνα με τη σχετικώς ισχύουσα νομοθεσία για την εκπροσώπηση τής εγκαλούσας στο κράτος όπου έχει την έδρα της αυτή, ήτοι στον Παναμά, και πλέον συγκεκριμένα σύμφωνα με τον Νόμο 32 του έτους 1972 (της 26ης Φεβρουάριου), εφεξής "ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ" αποσπασματική μετάφραση του οποίου προσκομίζεται με την παρούσα ένσταση, [ΣΧΕΤΙΚΟ 1] στο Τμήμα Πέμπτο, υπό τον τίτλο "Διοικητικό Συμβούλιο" προβλέπεται ότι: "Άρθρο 49: Οι εργασίες της εταιρείας διευθύνονται και διενεργούνται από Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τουλάχιστον τρία ενήλικα μέλη, αδιακρίτως φύλου, Άρθρο 50: Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων τον παρόντος Νόμου και του Καταστατικού, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, Άρθρο 51: Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να ασκεί όλες τις εταιρικές εξουσίες, πλην όσων ο Νόμος, το Καταστατικό ή ο Εσωτερικός Κανονισμός απονέμουν ή επιφυλάσσουν στους μετόχους... Άρθρο 54 Οι αποφάσεις της πλειοψηφίας των παρόντων σε συνεδρίαση μελών, κατά την οποία υπάρχει η απαιτούμενη απαρτία, θεωρούνται ως αποφάσεις τον Διοικητικού Συμβουλίου". Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου Παναμαϊκής εταιρείας ανήκει και ασκείται από συλλογικό όργανο, ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής. Για την περίπτωση καθ' ην ήθελε κριθεί ότι, ως εκ της εγκατάστασης στην Ελλάδα της εγκαλούσας, η ικανότητα δικαίου αυτής διέπεται κατ' άρθρο 10 ΑΚ από τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου, επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Παναμαϊκού νόμου περί εταιρειών είναι σχεδόν ταυτόσημες, άλλως ανάλογες με τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών" και συγκεκριμένα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 18, στην οποία ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό τον διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", καθώς και του άρθρου 22 αυτού, στο οποίο ορίζεται, ότι "Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρίας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν τον σκοπού της εταιρίας". Εξ άλλου, κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 18 Κ.Ν. 2190/1920 "το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη τον Συμβουλίου, ή άλλα πρόσωπα, δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Τέλος, στην παρ. 3 του άρθρου 22 του ίδιου Νόμου ορίζεται ότι "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία τον διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρίας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του Κ.Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο, που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι διατάξεις αυτές όπως και οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 49, 50, 51 και 54 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΑΝΑΜΑ, ρυθμίζουν και το ζήτημα της υποκατάστασης του Διοικητικού Συμβουλίου από τρίτα πρόσωπα σε σχέση με αυτό, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Τα άρθρα 50 και 51 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ σε αντιστοιχία με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρονται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας. Το δε άρθρο 51 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ ορίζει ότι μέρος των εξουσιών του Δ.Σ. απονέμεται ή επιφυλάσσεται στους μετόχους από τον Νόμο, το καταστατικό της εταιρίας ή τον εσωτερικό κανονισμό. Την αυτή ρύθμιση ακολουθεί και ο Ν. 2190/1920 όπου στο άρθρο 18 προβλέπεται η δυνατότητα να ορίσει το Δ.Σ. ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν προβλέπεται, συνεπώς δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, τυχόν ανέθεσε εκπροσωπευτική εξουσία, δεν ενεργεί ως υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της τυχόν παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας ή εντολής κατά την έννοια των άρθρων 211 και 713 του ΑΚ. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης, ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασης του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης, που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος, εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (ΑΠ Ολ 4/2006 και 5/2006).
Εν προκειμένω, την από 11/10/2009 έγκληση υπέβαλε για λογαριασμό της εγκαλούσας σε βάρος μου τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το Δ.Σ. αυτής, ήτοι η δικηγόρος Ν. Τ. του Γ., δυνάμει του με αριθμό ...2009 πληρεξούσιου της Συμβολαιογράφου Πειραιά: Μ. Ι.. Στο ως άνω πληρεξούσιο, το οποίο αποτελεί αναγνωστέο έγγραφο της δικογραφίας και το προσκομίζω εκ νέου νομίμως [ΣΧΕΤΙΚΟ 2] αναφέρεται εν συντομία ότι ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου παρουσιάστηκε η μη εξαιρούμενη από τον Νόμο κ. Α. Α. ενεργούσα όχι ατομικά αλλά ως ειδικά εξουσιοδοτημένη εκπρόσωπος, πληρεξούσιος και αντίκλητος της εις στον Παναμά εδρεύουσας αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." [... ΕΪ], η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με το δίκαιο της πολιτείας του Παναμά, στις 16-2-2001 και καταχωρήθηκε στα μητρώα του Παναμά Τμήμα Εμπορικών Προσώπων, με τα στοιχεία ..., αριθμό ... ... και ημερομηνία 16-2-2001 και είναι μέχρι σήμερα εν ισχύ, διοικούμενη από τριμελές διοικητικό συμβούλιο. Περαιτέρω και στο φύλλο … του ως άνω με αριθμό ...11-11-2009 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μ. Ι., και στον στίχο 16 επόμενοι αναφέρεται επί λέξει ότι: "Η άνω εμφανισθείσα ειδικά εξουσιοδοτήθηκε από την εντολέα εταιρεία για την υπογραφή τον παρόντος, με το από 11-11-2009 πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού της Συμβουλίου...". Εν συνεχεία με το ίδιο ως άνω πληρεξούσιο έγγραφο η κ. Α. παρέσχε εξουσιοδότηση στην υπογράφουσα και εγχειρίσασα την έγκληση δικηγόρο. Από τα παραπάνω προκύπτουν εναργώς τα ακόλουθα συμπεράσματα: Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διοικείται από τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς. Το ανωτέρω Διοικητικό Συμβούλιο με το από 11-11-2009 πρακτικό εξουσιοδότησε τρίτο σε σχέση με αυτό πρόσωπο, ήτοι την κ. Α., για την υποβολή της εγκλήσεως, η οποία εν συνεχεία εξουσιοδότησε σχετικώς την ανωτέρω δικηγόρο, Ν. Τ.. Η κ. Α. συνεπώς δεν είναι υποκατάστατη του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας έχουσα την εξουσία υποβολής εγκλήσεων. Το ανωτέρω από 11-11-2009 πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας δεν προσκομίστηκε εν πρωτοτύπω κατά την υποβολή της εγκλήσεως και δη υπογεγραμμένο (με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών) από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας, προκειμένου, για το παραδεκτό αυτής, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης Εισαγγελέας να επισκοπήσει την νόμιμη παροχή της εξουσίας και την ανάθεση της σχετικής εντολής σε τρίτο πρόσωπο.
Συνεπώς και με δεδομένο ότι η εις βάρος μου έγκληση κατατέθηκε από τρίτο πρόσωπο δυνάμει πληρεξουσίου το οποίο παρέσχε πρόσωπο εξουσιοδοτηθέν με πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας, πρακτικό το οποίο όμως ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ ώστε να ελεγχθεί η ανάθεση της σχετικής εξουσίας από το Δ.Σ. προς το πρόσωπο αυτό, ούτε προκύπτει από άλλο έγγραφο η καταστατική εκπροσώπηση της εγκαλούσας από το εν λόγω πρόσωπο είναι μη νόμιμη και απαράδεκτη. Επειδή απαραδέκτως κινήθηκε η εις βάρος μου ποινική δίωξη δυνάμει της ως άνω μη νομίμως υποβληθείσας εγκλήσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να κηρυχθεί από το Δικαστήριό Σας ως απαραδέκτως ασκηθείσα η εις βάρος μου κινηθείσα ποινική δίωξη λόγω της μη νομίμου υποβολής της εις βάρος μου εγκλήσεως και να απαλλαγώ της εις βάρος μου κατηγορίας. Αθήνα, 4/10/2016 Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου." Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 29591/2016 απόφασή του, αφού αναφέρθηκε στις διατάξεις του Ν. 2190/1920 και στις διατάξεις των άρθρων 42 και 46 του Κ.Ποιν.Δ. που αναφέρονται και στην αρχή της αποφάσεως αυτής, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, κατά του κατηγορουμένου υποβλήθηκε από την κομίστρια των επιταγών ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..." (...), που εδρεύει στον Παναμά και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η από 11-11-2009 έγκληση, την οποία υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η δικηγόρος Ν. Τ. κατόπιν σχετικής αποφάσεως και εντολής του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας. Υπογράφει δε την έγκληση αυτή ως "πληρεξούσιος δικηγόρος". Επισυνάπτεται στην έγκληση αυτή ακριβές αντίγραφο του από 11-11-2009 πρακτικού συνεδριάσεως του ΔΣ της πιο πάνω εταιρίας με το οποίο το ΔΣ αποφασίζει "να εξουσιοδοτηθεί η δικηγόρος Αθηνών Ν. Τ. να υποβάλλει μήνυση εναντίον του Α. Ρ. για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής". Το ως άνω πρακτικό συνεδρίασης φέρει τις υπογραφές του Προέδρου, της Αντιπροέδρου και της Διευθύντριας του ΔΣ, επιπλέον δε η διευθύντρια του ΔΣ βεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου και υπογράφει την βεβαίωση αυτή, το δε γνήσιο της υπογραφής της τελευταίας βεβαιώνεται από υπάλληλο των ΚΕΠ. Περαιτέρω, δεν προσκομίσθηκε το καταστατικό της εταιρείας ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει πρόβλεψη σ' αυτό περί μεταβιβάσεως από το Δ.Σ. της εξουσίας εκπροσωπήσεως της εταιρίας (κατ' άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει) και συμπεραίνεται ότι η προαναφερόμενη δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του ΔΣ της άνω εταιρίας για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που της ανατέθηκε και όχι ως υποκατάστατος του ΔΣ αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της). Επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό προς αυτήν έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με την έγκληση να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, όπως και πράγματι φέρει, και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους, που φέρει καθώς η γνησιότητα των υπογραφών των μελών αρχικά βεβαιώνεται από την εκδούσα το αντίγραφο των πρακτικών και ακολούθως βεβαιώνεται από Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, η γνησιότητα της υπογραφής της τελευταίας. Ενόψει αυτών καθίσταται σαφές ότι η έγκληση υποβλήθηκε νομοτύπως η δε ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του κατηγορουμένου για την εν λόγω πράξη είναι παραδεκτή, απορριπτομένου σαν αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του". Στη συνέχεια, αφού περατώθηκε η αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στους παρακάτω χρόνους, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις κάτωθι επιταγές: 1) Tην επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "35.589,30"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής, 2) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "218.169,07"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής, 3) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 20/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "33.660"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής και 4) στις 31-7-2009 τη μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30/9/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "50.217,47"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. Όλες τις άνω επιταγές η άνω κομίστρια εμφάνισε προς πληρωμή στις 21-8-2009, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που του αποδίδεται τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος, κύριος μέτοχος της κυπριακής ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία "...", αναγκάσθηκε υπό την πίεση της άνω τράπεζας να πωλήσει τα δύο πλοία της ναυτιλιακής του εταιρίας την 17-5-2009 και την 23-7-2009, το δε τίμημα εισέπραξε απευθείας η τράπεζα, προκύπτει ότι αυτός προέβη στην πράξη του από απόλυτη οικονομική αδυναμία καθώς δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, συνεπώς πρέπει να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β' ΠΚ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τη συνδρομή στο πρόσωπό του και λοιπών ελαφρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα των 84 παρ. 2α και 2ε, πρέπει ν' απορριφθεί σαν αβάσιμος, καθώς μόνο η ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου δεν συνιστά την έννοια του πρότερου έντιμου βίου, ούτε και οι ιστορούμενες από τον κατηγορούμενο προτάσεις του προς την εγκαλούσα εταιρία, συνιστούν την έννοια της καλής συμπεριφοράς για τον μετά την τέλεση της πράξης χρόνο". Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στην Αθήνα, στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις κάτωθι επιταγές: 1) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "35.889,30"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα - εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 2) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "218.169,07"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 3) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 20/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "33.660"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 4) Στις 31-7-2009 τη μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30/9/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "50.217,47"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού ως νόμιμος κομιστής τις εμφάνισε προς πληρωμή στις 21/8/2009 δεν πληρώθηκαν από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου λόγω μη νομίμου υποβολής της σε βάρος του εγκλήσεως και ορθά εφάρμοσε τις περί εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας ισχύουσες σχετικές διατάξεις και μάλιστα αυτές των άρθρων 18 παρ. 1, 2, 20 παρ. 8 και 22 παρ. 1, 3 του Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 2 και 3 του ΚΠΔ, αναφέροντας με σαφήνεια, εκτός των άλλων, ότι στην από 11-11-2009 έγκληση επισυνάπτεται ακριβές αντίγραφο του από 11-11-2009 πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της κομίστριας των επίδικων επιταγών εταιρείας ... (...), δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε η δικηγόρος Ν. Τ. να υπογράψει και εγχειρίσει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την εν λόγω έγκληση, το ακριβές δε αντίγραφο του ως άνω πρακτικού, το οποίο φέρει τις υπογραφές των μελών του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας, εξέδωσε, κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Δ.Σ. της εταιρείας, το μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου και Διευθύντρια αυτής, η οποία βεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου και υπογράφει την βεβαίωση αυτή και ότι το γνήσιο της υπογραφής της τελευταίας βεβαιώνεται από υπάλληλο των ΚΕΠ. Άλλωστε, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος Ν. Τ., είχε εξουσιοδοτηθεί για να καταθέσει ως πληρεξούσια δικηγόρος της ως άνω εγκαλούσας εταιρείας την έγκληση κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και με το υπ' αριθ. ...11-11-2009 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Μ. Ι., το οποίο επίσης επισυνάφθηκε στην έγκλησή της. Συνακόλουθα, με το να χωρήσει το Δικαστήριο της ουσίας, αμέσως μετά την αιτιολογημένη απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Ενόψει τούτων, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ.1 και 369 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι, έτσι, αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος του, που απορρέει από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ., να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, εκτός αν αυτό αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι διαδικαστικό έγγραφο ή αναφέρεται διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Όμως, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, αρκεί να διαλαμβάνονται στα πρακτικά προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, είχε την ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 προβλεπόμενα δικαιώματά του, καθόσον με την ανάγνωσή του έγινε κτήμα του και είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις δηλώσεις και εξηγήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και μάλιστα της βασιμότητας ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, το επίμαχο έγγραφο, το οποίο έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για να απορρίψει τον ισχυρισμό που προέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, ήταν διαδικαστικό, δεδομένου ότι από το περιεχόμενό του προέκυπτε μόνον η ύπαρξη ή μη νόμιμης εξουσιοδότησης εκ μέρους της εγκαλούσας εταιρείας προς την προαναφερόμενη δικηγόρο για την υπογραφή και εγχείριση της ένδικης έγκλησης κατά του ήδη αναιρεσείοντος και δεν συναξιολογήθηκε για την κατάφαση της ενοχής του τελευταίου, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει. Κατά συνέπεια και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω λήψεως υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-11-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Ρ. του Γ., κατοίκου ... Αττικής, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30-11-2016, για αναίρεση της 29591/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Κατ' εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Λόγοι έλλειψη αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Η' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Έξοδα και δ.δ. πολιτικώς ενάγουσας. | Αβάσιμοι λόγοι | Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Έξοδα, Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, Αβάσιμοι λόγοι, Έκδοση επιταγής. | 2 |
Αριθμός 1488/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Θ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κλειδαρά, για αναίρεση της υπ'αριθ. 751/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2016, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 71 του Ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 του Ν. 2145/1993 και όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 41 του Ν. 4280/2014, η οποία εφαρμόζεται ως επιεικέστερη (άρθρ. 2 Π.Κ.), "Οι εργολάβοι, υπεργολάβοι κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ' υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπόμενων εξαιρέσεων την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 4042/2012, η οποία εφαρμόζεται ως επιεικέστερη (άρθρ. 2 Π.Κ.), "Όποιος ασκεί δραστηριότητα ή επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3010/2003 (Α` 91) και το ν. 4014/2011 (Α` 209), ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, άδεια ή έγκριση, ή υπερβαίνει τα όρια της άδειας ή έγκρισης που του έχει χορηγηθεί και υποβαθμίζει το περιβάλλον, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών ή και χρηματική ποινή 1.000,00 έως 60.000,00 ευρώ". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Π.Κ., "Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη είτε δεν μπορεί, με βάση τις προσωπικές του δυνατότητες, να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και να κατέβαλε και κατά συνέπεια πιστεύει πεπλανημένα ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν, η δε πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη ή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, υπό ειδικώς δε αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο της πράξης. Προκειμένου περί ισχυρισμού νομικής πλάνης, για το ορισμένο αυτού πρέπει να εκτίθενται και οι ειδικές περιστάσεις που αφορούν την ατομικότητα του φερόμενου ως δράστη κατηγορουμένου, ήτοι υποκειμενικά στοιχεία που θεμελιώνουν όχι μόνο την πλάνη, αλλά και το συγγνωστό αυτής. Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και από τον περίγυρό του, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι βάσιμος ή προσχηματικός (Ολομ. Α.Π. 1179/1986). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής κ.λπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε, πολύ περισσότερο, έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι' αυτόν. Στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς υπάγεται και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του Π.Κ. που αίρει τον καταλογισμό της πράξεως, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη και την αθώωσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 751/2015 απόφασή του, αφού απέρριψε αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί άρσεως του καταλογισμού του λόγω συγγνωστής νομικής του πλάνης, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 71 παρ. 1 του Ν. 998/1979 και παραβάσεως του άρθρου 28 παρ. 1 περ. β' του Ν.1650/1986, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για την πρώτη πράξη και δέκα (10) μηνών για τη δεύτερη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαεπτά (17) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ' είδος σ' αυτό, επί λέξει, τα εξής: "Με απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης χορηγήθηκε το έτος 2003, στην "... Α.Ε." άδεια παραγωγής ενέργειας από αιολικό πάρκο, έκτασης 110 στρ. στη θέση "... Αρκαδίας και με κ.υ.α. του 2006 εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για το έργο αυτό, που περιλάμβανε ειδικότερα: την εγκατάσταση του αιολικού πάρκου, την κατασκευή νέου υποσταθμού, την διαπλάτυνση σε μήκος 5,3 χλμ του υφιστάμενου χωματόδρομου για την πρόσβαση στο πάρκο και την κατασκευή δικτύου εσωτερικής οδοποιϊας. Παρά την ολοκλήρωση των αδειών αυτών η "..." δεν προχώρησε στην διαπλάτυνση του εξωτερικού χωματόδρομου, γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν οι ανεμογεννήτριες (βλ. κατάθεση ... στην με αρ. 100/2015 απόφαση του Τρ. Πλ. Ναυπλίου). Αντί για την διαπλάτυνση αυτή, η ... ήρθε σε διαβουλεύσεις με το ... και του πρότεινε να ανοίξει με δικά της χρήματα δασικό δρόμο στο δάσος της ..., που θα προσέφερε δασοπροστασία από τις πυρκαγιές, μήκους 15 χλμ και συγχρόνως θα εξυπηρετούσε το αιολικό πάρκο και όσα άλλα αιολικά πάρκα αναπτύσσονταν στην περιοχή. Ο δρόμος αυτός θα ήταν ο κύριος δρόμος προσπέλασης στο αιολικό πάρκο και θα έπρεπε, ως συνοδό έργο να συμπεριληφθεί στην μελέτη περιβαλλοντικών όρων, με τροποποίηση αυτής. Παρόλα αυτά, η ... δεν τροποποίησε την μελέτη της, αλλά εκπόνησε μια προμελέτη περιβαλλοντικών όρων με το χαρακτήρα του ανταποδοτικού, προς το Δασαρχείο και το ..., έργου, χωρίς να προβεί και στην οριστική μελέτη περιβαλλοντικών όρων, στην οποία υπόκειται η διάνοιξη δασικών δρόμων κάθε κατηγορίας σύμφωνα με το Νόμο 3010/2002. Βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων, ο λόγος που δεν προχώρησε στην οριστική μελέτη είναι το γεγονός ότι, όταν το ... απέστειλε για έγκριση την προμελέτη (βλ. το ...27-8-07 έγγραφό του) προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Αρκαδίας, ο Προϊστάμενος της τελευταίας, Σ. Π., απάντησε ότι, σύμφωνα με την κ.υ.α. του 2006 "περί έγκρισης Π.Ο. του έργου εγκατάστασης σταθμού Α.Π.Ε. στη θέση ...", καλύπτεται και το απαιτούμενο οδικό δίκτυο, συμπεριλαμβανομένου και του δασικού δρόμου που άρχιζε από τη θέση "... του ... και θα τελείωνε στη θέση "..." Δ.Δ. Πελετών του ίδιου Δήμου. Έτσι, με βάση την απάντηση αυτή (βλ. το με αρ. ...29-8-2007 έγγραφο), η "...", μετά και την έγκριση επέμβασης της Γεν. Γραμ. Περιφέρειας Πελλοπονήσου, που είχε εκδοθεί με το με αρ. ...9-8-2007 έγγραφο, που αφορούσε την εγκατάσταση του αιολικού σταθμού, προχώρησε με το ίδιο αυτό έγγραφο και στην επέμβαση στον δασικό δρόμο και στις 25-1-2008, που εγκαταστάθηκε από το ..., στο αιολικό πάρκο στις θέσεις "..." και στις περιλαμβανόμενες επίσης στο χάρτη περιοχής ΓΥΣ θέσεις "..., συνολικού εμβαδού 110,37 στρ., που απεικονίζεται στο από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. Μηχανικού Γ. Φ., νομίμου εκπροσώπου της, προχώρησε στη χάραξη του δασικού δρόμου, παρόλο που ο δασικός αυτός δρόμος δεν περιλαμβάνεται ούτε στην απόφαση έγκρισης, ούτε και στο πρωτόκολλο εγκατάστασης. Την χάραξη και εν συνεχεία διάνοιξη και κατασκευή του δασικού δρόμου την είχε αναλάβει από την "...", με σύμβαση έργου, η εταιρεία "... Α.Ε.", στην οποία νόμιμος εκπρόσωπος κατά την επίδικη περίοδο ήταν ο α' κατ/νος, σ' αυτήν δε, την εταιρεία ήταν νόμιμος εκπρόσωπος παλαιότερα ο νόμιμος εκπρόσωπος της "...Σ" Γ. Φ., ο οποίος εξακολουθεί να είναι μέτοχος αυτής. Η χάραξη του δρόμου απ' τον εργοδηγό της ... β' κατ/νο έγινε με συντεταγμένες, όπως ισχυρίζονται, από φάκελλο που ετηρείτο, την χάραξη την έκανε ο υπάλληλος της ..., τοπογράφος Γ. Δ., ουδόλως δε, εφάρμοσαν το τοπογραφικό του 2006, που αναφέρεται στο από 25-1-2007 πρωτόκολλο εγκατάστασης, αφού δεν περιλαμβάνονται σ' αυτό οι θέσεις "..." και "...", ούτε και κάποια από τις ενδιάμεσες θέσεις. Επομένως, ο α' κατ/νος, ο οποίος, λόγω του επαγγέλματός του γνώριζε ότι απαιτείτο, πριν την διάνοιξη του δρόμου, η απόφαση περί έγκρισης της επέμβασης και το πρωτόκολλο εγκατάστασης, και τα ζήτησε οπωσδήποτε απ' την κυρία του έργου, πριν να δώσει εντολή στους υπαλλήλους του (β' κατ.νο και Γ. Δ.) να προβούν στις παραπάνω ενέργειες, ενήργησε μονομερώς και ξεκίνησε την κατασκευή του δρόμου, μολονότι γνώριζε ότι όφειλε να τηρήσει τους όρους για την κατασκευή του, και έτσι επιχείρησε, χωρίς δικαίωμα, τη διάνοιξη δρόμου 500 μ και πλάτους 5 μέτρων, στη θέση "..." Δ.Δ. Πελετών Λεωνιδίου, υποβαθμίζοντας αισθητικά και το περιβάλλον. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αθωωθεί ο β' κατ/νος, ο οποίος ενήργησε κατ' εντολήν του α', να κηρυχθεί ένοχος ο α' των αποδιδομένων σ' αυτόν αξιοποίνων πράξεων, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών του περί πλάνης, καθόσον, ως εκ του επαγγέλματός του γνώριζε ότι έπρεπε να προηγηθεί νόμιμη αδειοδότηση κατόπιν μελέτης περιβαλλοντικών όρων για τον δασικό αυτό δρόμο, που δεν περιλαμβανόταν στο κυρίως έργο του αιολικού πάρκου, και εν συνεχεία πρωτόκολλο εγκατάστασης για τις θέσεις απ' όπου αυτός διερχόταν, αποτυπωμένες σε αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα και επομένως, οποιαδήποτε συνειδητή ή εξ αμελείας παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων ή του περιεχομένου των κρίσιμων εγγράφων, δεν θα έπρεπε να του δημιουργήσουν πλανημένη εντύπωση για την αναγκαιότητά τους, δεδομένου ότι είδε και στην πράξη ότι χάραξη του δρόμου δεν μπορούσε να γίνει με βάση το από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό του πρωτοκόλλου εγκατάστασης με ημερομηνία 25-1-2007, αλλά αναζήτησε τις συντεταγμένες σε φάκελο, τον οποίο ούτε προσκόμισε ούτε και προσδιόρισε την προέλευσή του". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη θέση ... - ..., την 25η Ιανουαρίου 2008, ως πρόεδρος της τεχνικής εταιρείας "... Α.Τ.Ε.", στον ανωτέρω τόπο και χρόνο: Α) Επιχείρησε άνευ δικαιώματος κατασκευή οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποίησε οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους δημόσιου ή ιδιωτικού, αν και αυτό απαγορεύεται. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω ιδιότητά του, εντός δασικής έκτασης από κουμαριές, φιλύκια και πουρνάρια, έκανε διάνοιξη και κατασκεύασε δρόμο, μήκους περί τα πεντακόσια (500) μέτρα και μέσου πλάτους περί τα πέντε (5) μέτρα, αρχίζοντας από την επαρχιακή οδό ..., με κατεύθυνση ανατολική, που δεν είχε καμία σχέση με το έργο του αιολικού πάρκου και κατευθυνόταν εντελώς αντίθετα από αυτό, αν και τούτο απαγορεύεται. Β) Άσκησε δραστηριότητα χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με το Ν. 1650/86, άδεια ή έγκριση και υποβάθμισε το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, προέβη στη διάνοιξη - κατασκευή του δρόμου που περιγράφεται στο στοιχείο (Α) του παρόντος, χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια - έγκριση περιβαλλοντολογικών όρων για τον συγκεκριμένο δρόμο που διάνοιξε, με συνέπεια την αισθητική υποβάθμιση του περιβάλλοντος". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τόσο ως προς την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης, όσο και ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 31 παρ. 2 του Π.Κ., 71 παρ. 1 του Ν. 998/1979, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 του Ν. 4280/2014, 2 παρ. 1, 4, 6 και 28 παρ. 1β του Ν. 1650/1986, όπως το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 4042/2012, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια αναφέρεται ότι για τη χάραξη και διάνοιξη του περί ου ο λόγος δασικού δρόμου δεν είχε προηγηθεί νόμιμη αδειοδότηση, δηλαδή έγκριση-άδεια περιβαλλοντικών όρων για την εν λόγω επέμβαση, αφού το συγκεκριμένο έργο δεν είχε περιληφθεί, ως συνοδό έργο, στο κυρίως έργο του αιολικού πάρκου, ανάδοχος-κύριος του οποίου ήταν η εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Α.Ε." και εργολάβος η εκπροσωπούμενη από τον αναιρεσείοντα εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Τ.Ε.". Ωσαύτως, σημειώνεται ότι ο τελευταίος, λόγω ακριβώς του επαγγέλματος του, αν και γνώριζε ότι πριν από την επίμαχη διάνοιξη απαιτείτο η απόφαση περί έγκρισης της επέμβασης και το πρωτόκολλο εγκατάστασης, ενήργησε μονομερώς και ξεκίνησε την κατασκευή του δρόμου, γνωρίζοντας ότι όφειλε να τηρήσει τους όρους για την κατασκευή του, μάλιστα δε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι οποιαδήποτε συνειδητή ή εξ αμελείας παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων ή του περιεχομένου των κρίσιμων εγγράφων δεν θα έπρεπε να του δημιουργήσουν πλανημένη εντύπωση για την αναγκαιότητά τους, δεδομένου ότι αυτός διαπίστωσε και στην πράξη ότι χάραξη του δρόμου δεν μπορούσε να γίνει με βάση το από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό του πρωτοκόλλου εγκατάστασης με ημερομηνία 25-1-2007, αλλά αναζήτησε τις συντεταγμένες σε φάκελο, τον οποίο, ούτε προσκόμισε, ούτε και προσδιόρισε την προέλευσή του, γεγονός που αποκλείει την παραδοχή της βασιμότητας του ισχυρισμού του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του. Επιπρόσθετα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των πλημμελημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, μεταξύ των οποίων ήταν και τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως που απάλλαξε τον εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρείας λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες, ουδεμία δε αντίφαση ή λογικό κενό υπόκειται από τις παρατιθέμενες για τη θεμελίωση της ενοχής τούτου σκέψεις, αφού η παραδοχή ότι τη διάνοιξη του δασικού δρόμου είχε αναλάβει η εταιρεία "...", ουδόλως αποκλείει την υποκείμενη ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως εργολάβου του έργου. Επομένως, ενόψει τούτων, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής πλάνης και τον απέρριψε με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των ως άνω πλημμελημάτων με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν στη διάθεσή του, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν χρειαζόταν δε για να είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεώς του να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων και να αιτιολογήσει γιατί πείστηκε από το ένα και όχι από το άλλο και ως εκ τούτου, οι περί του εναντίου πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Β' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ακροάσεως και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν στον κατηγορούμενο αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει, οίκοθεν, εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 ή από άλλη διάταξη του Κ.Ποιν.Δ., δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί, μετά και από προσφυγή τους στο δικαστήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, ενώ, αν δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο για να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν και δεν τους δοθεί ο λόγος αυτεπάγγελτα, χωρίς να το ζητήσουν, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και δη της βασιμότητας ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι δεν ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ή από τους συνηγόρους του ο λόγος για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά την έννοια των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., από το ότι, μετά την ανάγνωση των αναφερομένων στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εγγράφων, παρά το ότι δεν ζήτησαν να τους δοθεί ο λόγος, δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις ως προς τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, είναι αβάσιμος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δεν καθιερώνεται από το νόμο υποχρέωση του διευθύνοντος να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτεπαγγέλτως για να ασκήσουν το εκ του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαίωμά τους.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-1-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Θ. Π. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22-1-2016, για αναίρεση της 751/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης)
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παράβαση άρθρου 71 παρ. 1 του Ν. 998/1979 και παράβαση άρθρου 28 παρ. 1 περ. β του Ν. 1650/1986. Λόγοι έλλειψη ακροάσεως, έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Δ' και Α ). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη. | 1 |
Αριθμός 1487/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ρ. Δ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Τ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 11874/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμο Χαλιώτη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 εδ. α του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ότι για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, 2) υπογραφή του εκδότη, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως, όσο και κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης της επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, και στις οριστικές ή παρεμπίπτουσες αποφάσεις ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Έτσι, ειδικά αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, η δε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση του. Ακόμη, η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά με προφορική ανάπτυξη στο Δικαστήριο της ουσίας, όπως άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., αλλ' ούτε και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ή όταν ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε ισχυρισμό που προτείνεται απαραδέκτως (Ολομ. Α.Π. 2/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και δη της βασιμότητας ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, μετά τη νομιμοποίηση της εκπροσώπησης, κατ' άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., του μη εμφανισθέντος στο ακροατήριο εκκαλούντος κατηγορουμένου από το δικηγόρο Θεσσαλονίκης Γ. Τ., ο τελευταίος υπέβαλε αίτημα αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης, με το εξής, κατά λέξη, περιεχόμενο: "Ζητώ να αναβληθεί η παρούσα υπόθεση προκειμένου να κληθεί η νέα σύνδικος η οποία δεν έχει λάβει ακόμη γνώση της υπόθεσης και να εμμείνει το Δικαστήριο Σας στην με αριθμό 11395/2015 αναβλητική απόφαση η οποία ανέβαλε κατ' άρθρο 352 του Κ.Π.Δ. προκειμένου να κληθεί η μάρτυρας σύνδικος πτώχευσης της εταιρίας .... δικηγόρος Θεσσαλονίκης Μ. Ρ.". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 11874/2016 απόφασή του, ανακάλεσε την 11395/2016 προηγούμενη απόφασή του που είχε διατάξει αναβολή για να εξετασθεί ως μάρτυρας ο σύνδικος της πτωχεύσεως της εταιρείας "...", απέρριψε το ως άνω αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα που προσκόμισε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Μ. Ρ., σύνδικος της πτώχευσης της εταιρείας με την επωνυμία "...", που είχε οριστεί δυνάμει της με αριθμό 5148/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε του εν λόγω λειτουργήματος, ούτως ώστε διορίστηκε ως νέος σύνδικος ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Α. Σ., δυνάμει της με αριθμό 3655/2016 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις 13 Ιoυviou 2016, γεγονός εκ του οποίου ασφαλέστατα συνάγεται ότι ο νέος σύνδικος είχε όλο τον απαραίτητο χρόνο για να ενημερωθεί περί της προκείμενης υπόθεσης, εφόσον είχε κριθεί από προγενέστερες μη οριστικές αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου αναγκαία η μαρτυρία της προηγούμενης συνδίκου, λόγος για τον οποίον αναβλήθηκε η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, στη δικάσιμο της 6-11-2015 για εκείνη της 29-3-2016, ήτοι εντός της πολύμηνης αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, που οδήγησε στην αναβολή της κατά τη σημερινή δικάσιμο. Μολαταύτα, η προηγούμενη σύνδικος ενημέρωσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος περί της προχωρημένης εγκυμοσύνης της, μόλις στις 18-10-2016 (βλ. τη σχετική επιστολή της), δύο δηλαδή μόνον ημέρες προ της δικασίμου, ενώ γνώριζε ότι πρόκειται περί επιταγής με χρόνο έκδοσης την 30-6-2009, δηλαδή ότι πρόκειται περί υπόθεσης, που κινείται εντός των ορίων της παραγραφής. Είναι προφανές, ότι η εν λόγω δικηγόρος - τέως σύνδικος δύνατο κάλλιστα να ενημερώσει εγκαίρως τον δικηγόρο του κατηγορουμένου, εφόσον το γεγονός της προχωρημένης εγκυμοσύνης της στη δικάσιμο της 20-10-2016 της ήταν προδήλως γνωστό προ μηνών, για να προβεί στις δέουσες συνεννοήσεις με τον νέο σύνδικο, όπως και ότι ο τελευταίος, διορισθείς τέσσερις μήνες προ της δικασίμου, δύνατο να ενημερωθεί και να ενημερώσει το Δικαστήριο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους είχε κριθεί αναγκαία η προσέλευση του συνδίκου, ως μάρτυρα. Έτσι, το υπό κρίση αίτημα νέας αναβολής, κατ' άρθρο 352 ΚΠΔ, με έρεισμα τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέο ως παρελκυστικό. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ενόψει του τυπικού του αδικήματος του άρθρου 79 § 1 του ν. 5960/1933, τυχόν μαρτυρία του συνδίκου περί της αιτίας έκδοσης της προκείμενης ακάλυπτης επιταγής δεν έχει να εισφέρει κάτι αποδεικτικά, άρα τυγχάνει ανακλητέα η προηγούμενη με αρ. 11395/2016 μη οριστική απόφασή του και κατά συνέπεια, πρέπει να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Στη συνέχεια, αφού περατώθηκε η αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 11874/2016 αποφάσεώς του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, τα έγγραφα που διαβάστηκαν και από την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο, ήτοι με πρόθεση εξέδωσε επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια τράπεζα, στην οποία είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής και κατά το χρόνο της πληρωμής αυτής και συγκεκριμένα ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "...." που εδρεύει στη ... εξέδωσε την υπ' αριθ. ... επιταγή ποσού 390.000 ευρώ σε διαταγή "..." προς την ... η οποία εμφανίσθηκε προς πληρωμή τη 1-7-2009 και δεν πληρώθηκε γιατί στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Επειδή όμως, κατέβαλε ήδη το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού, με απομένουσα οφειλή της τάξης των 19.000 €, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας Σ., κρίνεται ότι συντρέχει περίπτωση να του αναγνωριστεί η συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2δ' ΠΚ, αφού όντως προσπάθησε να άρει τις συνέπειες της πράξης του". Ακολούθως δε, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, αναγνωρίζοντάς του την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του Π.Κ., του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη την 30-6-2009 με πρόθεση εξέδωσε επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια τράπεζα στην οποία δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής και κατά το χρόνο της πληρωμής αυτής και συγκεκριμένα ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "...." που εδρεύει στη ... εξέδωσε την υπ' αριθ. ... επιταγή ποσού 390.000 ευρώ σε διαταγή "..." προς την ... η οποία εμφανίσθηκε προς πληρωμή τη 1-7-2009 και δεν πληρώθηκε γιατί στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια" και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απορριπτική του ως άνω αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσα απόφασή του, η δε περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Ειδικότερα, με σαφήνεια αναφέρεται στην παρεμπίπτουσα απόφαση απορρίψεως του αιτήματος αναβολής ότι ενώ υπήρχε επαρκής χρόνος για τη σχετική ενημέρωση, τόσο η προηγούμενη σύνδικος της πτώχευσης της ανωτέρω εταιρείας Μ. Ρ., η οποία εν τω μεταξύ παραιτήθηκε του λειτουργήματος της, όσο και ο νέος σύνδικος Α. Σ., δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη προς τούτο επιμέλεια, αν και ήταν γνωστό ότι η υπόθεση αναβλήθηκε για να προσέλθει και εξετασθεί ως μάρτυρας ο σύνδικος, γεγονός που κατέστησε το νέο αίτημα αναβολής για τον ίδιο λόγο παρελκυστικό και εκ τούτου απορριπτέο. Μάλιστα, αν και η ανάκληση των προπαρασκευαστικών αποφάσεων μπορεί να είναι και σιωπηρή, χωρίς το δικαστήριο να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω αναβολή της δίκης για το λόγο που αρχικά είχε αναβάλει, στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Δικαστήριο, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια, θεμελίωσε την κρίση του περί ανάκλησης της προηγούμενης προπαρασκευαστικής αποφάσεώς του, επισημαίνοντας, εκτός των άλλων, ότι η μαρτυρία του συνδίκου της πτώχευσης, αναφορικά με την αιτία έκδοσης της επίμαχης ακάλυπτης επιταγής, δεν έχει να εισφέρει κάτι αποδεικτικά. Επίσης διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την καταδικαστική κρίση του, αφού δέχεται με σαφήνεια ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε την ακάλυπτη τραπεζική επιταγή και ότι αυτή δεν εξοφλήθηκε πλήρως στην κομίστρια. Περαιτέρω, όσον αφορά τους δύο ισχυρισμούς που αναφέρει στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων, δηλαδή τον ισχυρισμό περί εξοφλήσεως της τραπεζικής επιταγής από την εταιρεία του και τον ισχυρισμό ότι η επιταγή καταχωρήθηκε στο πιστωτικό σκέλος αλληλόχρεου λογαριασμού και έχασε την αυτοτέλειά της, ανεξάρτητα από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στο σκεπτικό της δέχεται μερική εξόφληση της τραπεζικής επιταγής και από το ότι ο δεύτερος ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προτάθηκαν καθόλου στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση δεν προτάθηκαν παραδεκτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή εγγράφως με καταχώρηση τους στα πρακτικά και με προφορική ανάπτυξή τους, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της συνεδριάσεώς του και δεν αναπτύχθηκαν προφορικά ενώπιον του, δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και να διαλάβει για την απόρριψή τους ειδική αιτιολογία. Ενόψει τούτων, οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της σχετικής ακυρότητας λόγω μη απαντήσεως σε αυτοτελή ισχυρισμό και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-1-2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Δ. Ρ. του Α., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. …2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 11874/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για απόρριψη αιτήματος αναβολής και για την ενοχή (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Έξοδα και δ.δ. πολιτικώς ενάγουσας. | Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα, Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, Έκδοση επιταγής. | 0 |
Αριθμός 1490/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Τ. Κ. του Ζ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου Τσάκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 984/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγων το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευθυμία Γκαράνη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, την πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης μόνο ως προς τη διάταξη της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την υπεξαίρεση αρχαίων από κοινού και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β’ , αα’ , ββ’ και δδ’ , 20 παρ. 1 περ. α’ και 21 παρ. 1 του Ν. 3028/2002, ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, στα κινητά δε μνημεία περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, αυτά που χρονολογούνται έως και το 1453, τα αρχαία δε αυτά μνημεία ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και είναι εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα. Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 54 του ίδιου, ως άνω, νόμου, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Π.Κ.), αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ενώ, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 58 του νόμου τούτου, όποιος παραλείπει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 δήλωση στην πλησιέστερη αρχαιολογική, αστυνομική ή λιμενική αρχή, με την οποία γνωστοποιείται ότι βρήκε ή περιήλθε στην κατοχή του κινητό αρχαίο που χρονολογείται έως και το έτος 1453, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών. Κατά το άρθρο δε 375 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν, ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικά δε, δόλια προαίρεση του δράστη, που ενέχει, αφενός μεν τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή καθιερώνεται στον Αστικό Κώδικα, αφετέρου δε τη θέληση, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, να ενσωματώσει το πράγμα στην ατομική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Από τις προδιαληφθείσες διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος ο οποίος καθίσταται κάτοχος αρχαίου, κατά τα άνω, αντικειμένου, εκτός από τη διάπραξη του αδικήματος από τη μη δήλωση της κατοχής του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως, εφόσον εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως με την ενσωμάτωση του αρχαίου στην ατομική του περιουσία, ενώ ως χρόνος τέλεσης της υπεξαιρέσεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου. Ωσαύτως, με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 375 για την υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κ.λπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη των 150.000 ευρώ και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Τόσο με το Ν. 1608/1950, όσο και με το Ν. 3028/2002, δεν θεσπίζονται δευτερεύοντες κυρωτικοί κανόνες και δη αυτοτελώς τυποποιούμενες αξιόποινες πράξεις, ούτε διαφοροποιούνται τα στοιχεία των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ του πρώτου και στο άρθρο 54 του δεύτερου νόμου εγκλημάτων, αλλά επαυξάνουν, υπό προϋποθέσεις, τις προβλεπόμενες για τα εν λόγω εγκλήματα ποινές, όπως στην περίπτωση που η πράξη της υπεξαιρέσεως έχει αντικείμενο αρχαίο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα, οπότε το συγκεκριμένο έγκλημα προσλαμβάνει διακεκριμένο, ήτοι κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 του Π.Κ., σύμφωνα με την οποία, όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, το επιλαμβανόμενο δε της εκδίκασης της υπόθεσης δικαστήριο, εφόσον ο νόμος αυτός ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, είναι υποχρεωμένο να τον εφαρμόσει, διότι διαφορετικά υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια. Η νεότερη δε διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, η οποία, για το έγκλημα της υπεξαιρέσεως αρχαίων μνημείων (αντικειμένων), προβλέπει την ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, είναι ηπιότερη της χρονικά προηγούμενης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, η οποία, για το ίδιο αδίκημα της υπεξαιρέσεως σε βάρος του Δημοσίου, προβλέπει την ποινή της κάθειρξης ή, υπό ορισμένες επιβαρυντικές περιστάσεις, την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλ’ εκτός αυτού είναι και ειδικότερη της τελευταίας, αφού με αυτή καθορίζεται ειδικά η ποινή για την υπεξαίρεση αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που πάντοτε στρέφεται κατά του Δημοσίου, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950 καθορίζεται η ποινή γενικά για όλες τις υπεξαιρέσεις, οιονδήποτε αντικειμένων, που διαπράττονται σε βάρος του Δημοσίου και που η αξία τους υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και κατά συνέπεια επί υπεξαιρέσεως αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 ως ειδικότερη διάταξη που αφορά την υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων και σε κάθε περίπτωση, ως ηπιότερη διάταξη από εκείνη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ.. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 984/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο 1) από κοινού και κατ’ επάγγελμα υπεξαιρέσεως αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ , 2) από κοινού και κατ’ επάγγελμα παράνομης ανασκαφής, 3) παραβίασης της υποχρεώσεως δηλώσεως μνημείων και 4) της κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα παράνομης χρήσης ανιχνευτών μετάλλων, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για την πρώτη πράξη, σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών για τη δεύτερη πράξη, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για τη τρίτη πράξη και σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την τέταρτη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή καθείρξεως (10 έτη + 2 έτη + 6 μήνες + 6 μήνες) δεκατριών (13) ετών. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, την ανάγνωση των αναφερομένων στα πρακτικά αυτά εγγράφων, μεταξύ των οποίων οι από 6/10/2011 και 18/11/2011 εκθέσεις ένορκης εξέτασης του μάρτυρα- αστυνομικού Ε. Γ., και οι φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα εξής: Στο Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης είχαν περιέλθει πληροφορίες από κάποιο κάτοικο Νιγρίτας Σερρών, ότι άτομο με το όνομα Χ. Δ. που κατάγεται από την τριανταφυλλιά Σερρών και ..., με τους επίσης ... Α. Σ., Π. Β. και άλλο άτομο ονόματι "Μ.", αυτοκινητιστή, έχουν από κοινού στην κατοχή τους πολλά αρχαία αντικείμενα ανεκτίμητης πολιτισμικής και χρηματικής αξίας και αναζητούν άτομα για να τα διαθέσουν αντί χρηματικού ποσού 10.000.000 ευρώ. Κατόπιν ερευνών της Αστυνομίας, στα τέλη Ιουλίου 2011, εντοπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη πλην του "Μ." τα ανωτέρω άτομα, από τα οποία ο Χ. Δ. ήταν γνωστός στην άνω Υπηρεσία από παλαιότερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Κατά τη διάρκεια αυτής διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω Χ. Δ., Β. Π., Α. Σ., έρχονταν σε επαφή με άλλα άτομα σε ερημικές τοποθεσίες της παλιάς Ε.Ο. Θεσσαλονίκης - Καβάλας, προφανώς για τη διάθεση των αρχαίων αντικειμένων που είχαν στην κατοχή τους. Μετά και την περιέλευση και νέας πληροφορίας στην ίδια Υπηρεσία ότι βρέθηκε αγοραστής και επίκειται η αγοραπωλησία των αρχαίων σε άτομο, την 6/10/2011 οι αστυνομικοί εντόπισαν τον Β. Π. να εξέρχεται από καφετέρια της περιοχής Κρήνη, να επιβιβάζεται στο ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο που οδηγούσε άγνωστο άτομο και να κατευθύνεται στην περιοχή της ... από όπου παρέλαβαν τον Χ. Δ. και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στην περιοχή ..., σε αγροτικό δρόμο της οποίας και στάθμευσαν. Εκεί, συναντήθηκαν με τον Α. Σ., ο οποίος τους περίμενε με τον υποφήφιο αγοραστή και μετά από σύντομη συνομιλία τους, ο Χ. Δ. καθ’ υπόδειξη του Α. Σ., εισήλθε σε παρακείμενο αγροτεμάχιο καλλιεργημένο με αραβόσιτο και εξήλθε κρατώντας έναν μεγάλο σάκο που περιείχε, όπως αποδείχθηκε, τα αρχαία αντικείμενα τα οποία έδειξαν στον αγοραστή παρουσία και των λοιπών. Τότε, επενέβησαν οι αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν και συνέλαβαν τους Δ. και Π., Σ. διέφυγε επιβιβασθείς στο προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τον άγνωστο οδηγό, που όπως προέκυψε από την αστυνομική ταυτότητα που αργότερα βρέθηκε εντός του αυτοκινήτου, επρόκειτο για τον Μ. Ρ.. Τα εντός του σάκου αρχαία αντικείμενα που λεπτομερώς αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, κατασχέθηκαν από τους αστυνομικούς και σύμφωνα με την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Α. Ρ., αρχαιολόγου, Προϊσταμένης του Τμήματος του Υπουργείου Πολιτισμού και το από 16/1/2012 πρακτικό της Εκτιμητικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΔΤΠΠΑ/96468/1891/23.11.2001 Υπουργική Απόφαση, εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3028/2002 "περί προστασίας Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς" και είναι αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης πολιτιστικής αξίας, ενώ η χρηματική αξία αυτών ανέρχεται σε 11.328.000 ευρώ, ενώ η αξία τους στην "παράνομη" αγορά ήταν άνω των 25.000.000 ευρώ. Ενόψει αυτών, οι ανωτέρω Χ. Δ., Β. Π., Μ. Ρ.Σ και Α. Σ. παραπέμφθηκαν για να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου και με την 3470/5-12-2012 απόφασή του καταδικάστηκαν για τις πράξεις της υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα με απειλούμενη ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, με την επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Καθώς και για παράβαση της υποχρέωσης δήλωσης μνημείων, ενώ ο πρώτος Χ. Δ. επιπλέον και για την πράξη της παράνομης ανασκαφής από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα. Ένα χρόνο μετά και συγκεκριμένα 20/12/2013, στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα περιήλθε εντός φακέλου η αναγνωσθείσα έγγραφη επιστολή - καταγγελία από άτομο με στοιχεία "Γ. Π." (τέτοιο άτομο παρά τις έρευνες δεν βρέθηκε) με την οποία κατήγγειλε ότι στην προηγούμενη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας "..." πλην των ατόμων που είχαν καταδικαστεί, εμπλέκονταν και άλλα άτομα, μεταξύ των οποίων και ο υπάλληλος του Υπουργείου τους Κ. Τ., 1ος κατηγορούμενος, από το χωριό ... που είχε άμεση σχέση με την παράνομη ανασκαφή και απόπειρα πώλησης των αρχαίων αντικειμένων. Η επιστολή αυτή συνοδευόταν από DVD με φωτογραφίες (με ημερομηνία 2010) των αρχαίων αντικειμένων που, σύμφωνα με την καταγγελία, είχαν ληφθεί εντός της οικίας του άνω κατηγορουμένου στο χωριό .... Ακολούθησε έρευνα στην άνω οικία από την Αστυνομία, κατά τη διάρκεια της οποία παρευρίσκονταν και οι μάρτυρες κατηγορίας Α. Ρ. και Ι. Κ., αστυνομικοί του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι στις φωτογραφίες του DVD απεικονιζόταν η οικία του 1ου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα φαίνονταν τα σπασμένα πλακάκια στο δάπεδο, το παράθυρο και τα αρχαία τοποθετημένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Σύμφωνα με την μάρτυρα κατηγορίας Α. Ρ., τα αντικείμενα προήλθαν από τάφους που υπάρχουν στην περιοχή της ... και βγήκαν με την χρήση πολύ ισχυρού μηχανήματος, την ύπαρξη δε αυτών (τάφων) προφανώς και γνώριζε ο άνω 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος συμμετείχε σε ανασκαφές της αρχαιολογικής υπηρεσίας επί έξι χρόνια και διατηρούσε σχέσεις με αρχαιολόγους, από τους οποίους πληροφορείτο τη θέση αρχαίων σε διάφορες περιοχές. Διατηρούσε δε και ιδιαίτερη σχέση με αρχαιολόγο. Στην οικία του ανωτέρω βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, α) ένα πηνίο ανιχνευτή μετάλλων τύπου τελάρου (μεγάλης εμβέλειας), β) ένας ανιχνευτής μετάλλων μάρκας "...", γ) ένας ανιχνευτής μετάλλων μάρκας "...", με τα παρελκόμενά του και τον φορτιστή, δ) τέσσερα σκαπτικά εργαλεία "ξυστράκια", που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι ε) ένα δελτίο κατοχής ανιχνευτών μετάλλων και έγγραφο βεβαίωσης εγγραφής στο μητρώο ανιχνευτών μετάλλων της ... μάρκας "...", με σειριακό αριθμό ..., ο οποίος δεν ανευρέθη στην οικία του, για τον οποίο ο παραπάνω κατηγορούμενος δήλωσε στους αστυνομικούς ότι τον είχε δώσει σε άλλο άτομο προς χρήση, χωρίς αυτό να επιβεβαιωθεί από κάποιο στοιχείο. Ο 1ος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του στις αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις και ισχυρίστηκε ότι τα παραπάνω αρχαία αντικείμενα τα έφερε στην οικία του και τα φωτογράφησε ο Α. Σ., προκειμένου να τα δείξει στη δικηγόρο του και να διαπραγματευθεί εκείνη τα εύρετρα. Ο ισχυρισμός ελέγχεται ανακριβής αφού ο άνω κατηγορούμενος δεν έδωσε πειστική εξήγηση για τους λόγους που, α) ο Σ. προτίμησε να χρησιμοποιήσει την οικία εκείνου, με τον οποίο όπως ο τελευταίος ισχυριζόμενος διατηρούσε απλή γνωριμία, για να μεταφέρει και να φωτογραφήσει τα αρχαία αντικείμενα, ενώ ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός κατέθεσε ότι η φωτογράφηση έγινε και για να επιδειχθούν τα αρχαία στους αγοραστές και να διαπραγματευθούν το τίμημα, β) υπήρχαν στην οικία του τα προπεριγραφόμενα πρόσφορα για ανασκαφή μηχανήματα μεγάλης εμβέλειας που τέτοια δεν χρησιμοποιούνται για ανεύρεση νομισμάτων, για τα οποία μάλιστα, όπως ο ίδιος άνω μάρτυρας αστυνομικός κατέθεσε ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος δεν είχε άδεια της αρμόδιας αρχής, γ) ο Α. Σ. κατά την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκδίκαση των αποδιδόμενων σ’ αυτόν ιδίων πράξεων, απολογούμενος ανέφερε ότι, πήγε και έσκαψε μαζί με τους φίλους του Τ., που ήταν της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Ρ.. Ουδεμία αξιοπιστία παρέχει η από 22-6-2016 επιστολή του Α. Σ., ο οποίος αφού αποφυλακίσθηκε και έλαβε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2δ’ Π.Κ., για το λόγο ότι βοήθησε στην εξάρθρωση του κυκλώματος κατονομάζοντας και τον παρόντα κατηγορούμενο, αναιρεί τα όσα πριν είπε, που αποδεικνύονται από πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων. Ούτε το γεγονός ότι ο 1ος κατηγορούμενος σε προγενέστερους χρόνους παρέδωσε αρχαία αντικείμενα στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων δεν μπορεί να επηρεάσει τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. Τα αντικείμενα αυτά (μαρμάρινος κιονίσκος, τμήμα μαρμάρινου κίονα, άκρο χεριού από μαρμάρινο άγαλμα, θραύσμα χείλους πήλινου πιθαριού, 8 ασημένια νομίσματα, ένα ομοίωμα αγγείου χάλκινου και 91 χάλκινα νομίσματα), ήταν μικρής αξίας. Στην πράξη του αυτή προέβη προφανώς για να εμφανίσει στις αρμόδιες Υπηρεσίες την (απατηλή) εικόνα του νομιμόφρονος και συνεργάσιμου με την πολιτεία ατόμου ώστε να πετύχει τον εφησυχασμό τους και τη διασκέδαση οποιωνδήποτε υποψιών εναντίον του, που θα αναφαινόταν στο μέλλον. Ενόψει όλων των παραπάνω, αποδείχθηκαν από την συνεκτίμηση του όλου ανωτέρω αποδεικτικού υλικού και όχι μόνο από την απολογία του Σ., κατηγορουμένου στην εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την 5/12/2012 και ενώπιον του πενταμελούς κατά την έκδοση της 717/2015, ότι: Α) ο 1ος κατηγορούμενος Κ. Τ., από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Α. Σ., στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και δη στην αγροτική περιοχή της ..., το φθινόπωρο του 2010 (τουλάχιστον) πραγματοποίησαν ανασκαφή χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής με σκοπό την ανεύρεση αρχαίων μνημείων και την περαιτέρω πώλησή τους κατά την οποία και βρέθηκαν τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας, αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται πριν το έτος 1453, ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και η αξία τους είναι ιδιαζόντως μεγάλη. Β) Ο 1ος κατηγορούμενος από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α. Σ., σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία το Φθινόπωρο του 2010 ιδιοποιήθηκαν τα περιελθόντα στην κατοχή τους από την παραπάνω, κατά τον ίδιο χρόνο λαβούσα χώρα ανασκαφή, αρχαία μνημεία ιδιαζόντως μεγάλης αξίας, αφού αυτή υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι 11.328.000 ευρώ με επιμέλεια δε του Α. Σ. την 24/10/2010 φωτογραφήθηκαν αυτά (ημερομηνία DVD) στην οικία του 1ου κατηγορουμένου, ακολούθως δε τοποθετήθηκαν εντός σάκου που απεκρύβη επιμελώς από αυτούς, εντός καλλιεργημένου αγροτεμαχίου, στην περιοχή της ..., με σκοπό την από κοινού διάθεση αυτών σε αγοραστές αντί συνολικού τιμήματος άνω των 10.000.000 ευρώ. Γ) Ο 1ος κατηγορούμενος παρέλειψε να δηλώσει όπως όφειλε στην αρμόδια αστυνομική και αρχαιολογική υπηρεσία τα άνω αρχαία αντικείμενα εντός διμήνου από το φθινόπωρο του 2010 που περιήλθαν στην κατοχή του. Δ) Ο ίδιος κατηγορούμενος το Φθινόπωρο του 2010 έκανε χρήση των προαναφερομένων κατασχεθέντων στην οικία του και στο διατακτικό αναφερομένων μηχανημάτων, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής. Τις πράξεις της υπεξαίρεσης, της παράνομης ανασκαφής και της χρήσης ανιχνευτών μετάλλων, ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ’ επάγγελμα αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει έχοντας ειδικά και μεγάλης εμβέλειας μηχανήματα ανασκαφής, εργαλεία ανασκαφής, (τελάρο), ξυστράκια, φωτογράφιση αρχαίων, επαφές με τρίτους ανθρώπους και τον Α. Σ. για να επιδεικνύουν τα αρχαία σε υποψήφιους, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεών του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικνύεται ότι στοιχειοθετούνται σε βάρος του 1ου κατηγορουμένου η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων 1) της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ’ επάγγελμα που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1α Ν. 1608/1950 σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, 2) της παράνομης ανασκαφής μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ επάγγελμα (61 § 2 Ν. 3028/2002), 3) της παράβασης υποχρέωσης δήλωσης στις αρμόδιες αρχές ανεύρεσης αρχαίων (άρθρ. 58 εδ. α’ Ν. 3028/2002), και 4) της χρήσης ανιχνευτών μετάλλων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής κατ’ επάγγελμα (άρθρ. 62 §§ 2, 1 Ν. 3028/2002).
Συνεπώς, πρέπει ο 1ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος αυτών με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 α’ Π.Κ., το οποίο αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως με την εκκαλουμένη (470 Κ.Π.Δ)". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Α) Από κοινού με τον Α. Σ. του Γ., ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα και δη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αρχαία μνημεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. β’ στοιχ. αα’ του Ν. 3028/2002, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία ως αρχαίων μνημείων και δη πολιτιστικών αγαθών που ανάγονται στους αρχαίους χρόνους και χρονολογούνται πριν το έτος 1453, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο, την πράξη τους δε αυτήν διέπραξαν κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος όπως προκύπτει από τη υποδομή που διαμόρφωσαν με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη και ειδικότερα στην αγροτική περιοχή ... του ... ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερόμενο, ιδιοποιήθηκε παράνομα τις παρακάτω αναφερόμενες αρχαιότητες, ήτοι: 1) τέσσερα (4) χάλκινα κράνη (Ιλλυρικού τύπου), 2) δύο (2) ακέραια χρυσά προσωπεία, 3) τρία (3) χρυσά ελάσματα (επιστόμια) με έκτυπη διακόσμηση (ένα ρομβόσχημο, ένα ορθογώνιο και ένα ημισφαιρικό), καθώς και πολλά τμήματα χρυσών ελασμάτων, 4) δέκα (10) μεγάλους και έξι (6) χρυσούς ρόδακες, 5) δύο (2) χρυσά πέλματα (καττύματα) β) δύο (2) αργυρά ανθέμια και ένα (1) αργυρό μικρό ρόδακα, 7) ένα (1) χάλκινο εξάλειπτρο, 8) μία (1) χάλκινη τριφυλλόστομη οινοχόη με τριποδική βάση, 9) μία (1) χάλκινη τριποδική βάση, 10) ένα (1) αργυρό κοχλιάριο και δύο (2) αργυρές περόνες, 11) τρεις (3) χρυσούς κρίκους, 12) μία (1) αργυρή ομφαλωτή φιάλη και μία (1) χάλκινη φιάλη με τριποδική βάση, 13) μία (1) θραυσμένη χάλκινη οπισθότμητη πρόχους, 14) ένα (1) χάλκινο κονθαρόσχημο αγγείο, 15) δύο (2) χάλκινες λαβές και ένα (1) τμήμα χάλκινης λαβής 16) τεμάχια σιδερένιου ξίφους με επένδυση από φύλλα χρυσού, 17) δεκατρία (13) θραύσματα πήλινων ειδωλίων και 18) ένα (1) γυάλινο αμφορίσκο, ένα (1) πήλινο ασκό, μία (1) κορινθιακή κοτυλίσκη, ένα (1) μελαμφαβές κύπελλο, ένα (1) πήλινο εξάλειπτρο και θραύσματα από τρεις (3) κύλικες. Τα παραπάνω αντικείμενα αποτελούν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αρχαία μνημεία, τα οποία ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και περιήλθαν στην κατοχή τους με παράνομη ανασκαφή. Ειδικότερα, την 6η-10-2011 κατελήφθη από αστυνομικούς του 2ου Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Δ.Α.Α. να κατέχει από κοινού με τον Α. Σ., επιμελώς κρυμμένα σε αγροτεμάχιο της παραπάνω περιοχής, καλλιεργημένο με αραβόσιτο, τα προαναφερόμενα μνημεία, τα οποία είχαν σκοπό να διαθέσουν από κοινού σε άγνωστους στην ανάκριση αγοραστές, αντί συνολικού τιμήματος 10.000.000 ευρώ. Την πράξη αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ιδιοποίηση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα από κοινού συναπόφαση και τέλεση αυτής, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων), ενώ η απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι 11.328.00 ευρώ. Β) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, Α. Σ., τέλεσε την πράξη της παράνομης ανασκαφής με αντικείμενο μνημεία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιχείρησε δε την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα και συγκεκριμένα στη αγροτική περιοχή ... του ..., αλλά και σε άγνωστους στην ανάκριση τόπους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, από τις αρχές του Ιουλίου του 2011 μέχρι και την 6-10-2011, ενεργώντας από κοινού, πραγματοποίησε ανασκαφή, χωρίς προηγουμένη άδεια της αρμόδιας αρχής, με σκοπό την ανεύρεση αρχαίων μνημείων, τα οποία και βρέθηκαν στην παραπάνω περιοχή, όπως αυτά αναφέρονται στην υπό στοιχείο Α πράξη. Την πράξη αυτή δε τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ανασκαφή και ανεύρεση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός και απόπειρα πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα, από κοινού συναπόφαση και τέλεση της πράξης, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων). Γ) Ενεργώντας με πρόθεση παραβίασε την υποχρέωση δήλωσης στις αρμόδιες αρχές ανεύρεσης αρχαίων μνημείων. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, στις 6/10/2011, κατείχε τα υπό στοιχ. Α αναφερόμενα αρχαία αντικείμενα, που ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία παρέλειψε να τα δηλώσει, όπως όφειλε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην πλησιέστερη αρχαιολογική αστυνομική ή λιμενική αρχή και να τα θέσει στη διάθεση της. Δ) Στη Θεσσαλονίκη, στην αγροτική περιοχή ... του ..., αλλά και σε μη εξακριβωθέντες εκ της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως τόπους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, από τις αρχές του μηνός Ιουλίου 2011 μέχρι και την 12/1/2014, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος έκανε χρήση ανιχνευτή μετάλλων, χωρίς άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας. Την πράξη του δε αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής. Συγκεκριμένα, έκανε χρήση των ανιχνευτών μετάλλων, που ευρέθησαν στην κατοχή του και δη ένα πηνίο ανιχνευτή μετάλλων τύπου τελλάρου, ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "...", ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "..." με τα παρελκόμενά του και ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "...", χωρίς να έχει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας. Την πράξη δε αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ανασκαφή και ανεύρεση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός και απόπειρα πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων, κατοχή μεγάλου αριθμού ανιχνευτών μετάλλου)". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 περ. στ’ , 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1α’ , 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 79, 83, 84 παρ. 2 εδ. α’ , 94 παρ. 1, 98 και 375 του ΠΚ, 1, 2, 20 παρ. 1 α’ και 2, 21 παρ. 1, 24 παρ. 1, 58, 61 και 62 του Ν. 3028/2.002, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον, ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς το χρόνο τέλεσης των συγκεκριμένων πράξεων, με σαφήνεια παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του για την περιέλευση των επίδικων αρχαίων αντικειμένων στην κατοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, με την προσήκουσα δε αιτιολογική επάρκεια διαλαμβάνεται η παράνομη ιδιοποίηση των ειδικά μνημονευόμενων στην απόφαση αρχαίων αντικειμένων, με την εκδήλωση της πρόθεσης τούτου να τα ενσωματώσει στην ατομική περιουσία του, λήφθηκαν δε υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του, όπως τούτο προκύπτει με βεβαιότητα, τόσο η υπ’ αριθμ. 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, όσο και η από 22 Ιουνίου 2016 επιστολή του Α. Σ. και η από 27-6-2016 υπεύθυνη δήλωση του Α. Ρ.. Κατά συνέπεια, οι πρώτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμοι. Οι δε λοιπές αιτιάσεις των πρώτου και πέμπτου λόγου, αλλά και όλες οι αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στους τέταρτο και έκτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως, με τις οποίες, υπό το πρόσχημα και την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά το πλημμέλημα της παράνομης ανασκαφής και όσον αφορά τη συνεκτίμηση κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων, στην πραγματικότητα αμφισβητείται η ουσία των ως άνω παραδοχών του Δικαστηρίου και πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Παραταύτα, όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και του επέβαλε για το συγκεκριμένο έγκλημα, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, την ποινή της κάθειρξης των δέκα (10) ετών, ενώ κατ’ εφαρμογή του νεότερου ειδικότερου και ηπιότερου νόμου, ήτοι της διάταξης του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 83 περ. γ’ του Π.Κ., το προβλεπόμενο πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής για το εν λόγω έγκλημα, υπό τη διαληφθείσα ελαφρυντική περίσταση, είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους μέχρι κάθειρξη έως έξι (6) ετών. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με το να μην εφαρμόσει, όπως όφειλε, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 του Π.Κ., τη νεότερη, ειδικότερη και ευμενέστερη ως προς το πλαίσιο της προβλεπόμενης ποινής ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, δηλαδή αυτήν του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, αλλά τη δυσμενέστερη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός.
Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλει την αιτίαση ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθόσον, κατ’ εφαρμογή του δυσμενέστερου Ν. 1608/1950, κηρύχθηκε ένοχος, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για υπεξαίρεση αρχαίων, αν και με την προηγούμενη υπ’ αριθ. 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, άλλος κατηγορούμενος για την ίδια ακριβώς πράξη της υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα ο Α. Σ., καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, αφού εφαρμόσθηκαν για την περίπτωσή του οι διατάξεις του επιεικέστερου Ν. 3028/2002. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τούτο, διότι η παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ δεν συνιστά από μόνη της ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως και μάλιστα αυτόν της απόλυτης ακυρότητας, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους, μεταξύ των οποίων όμως δεν συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι για την ίδια πράξη υπήρξε διαφορετική κρίση από τα αρμοδίως επιληφθέντα της υπόθεσης, πλείονα του ενός, Δικαστήρια, ως προς το ύψος της ποινής που καταγνώσθηκε σε κάθε έναν από τους συμμετόχους (συναυτουργούς) κατηγορουμένους και ως εκ τούτου δεν παραβιάσθηκαν οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας από μόνο το ότι σε ανάλογη περίπτωση υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων όσων προεκτέθηκαν, αφού ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 83 περ. γ’ , 84 παρ. 1 και 2 περ. α’ του Π.Κ., 54 του Ν. 3028/2002 και 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950 και της ένεκα αυτής επιβολής μεγαλύτερης ποινής από την προβλεπόμενη από το νόμο για την πράξη της υπεξαιρέσεως αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας τα 150.000 ευρώ, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, είναι βάσιμος, κατά παραδοχή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξή της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς και ως προς τη διάταξη με την οποία ακολούθως καθορίσθηκε συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για
νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.), να απορριφθεί δε, κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 9 Σεπτεμβρίου 2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Κ. Τ. του Ζ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-9-2016, για αναίρεση της 984/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 984/2016 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και δη την αναιρεί ως προς τη διάταξή της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς και ως προς τη διάταξή της με την οποία ακολούθως καθορίσθηκε συνολική ποινή.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ' επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Παράνομη ανασκαφή από κοινού και κατ' επάγγελμα. Παραβίαση υποχρεώσεως δηλώσεων μνημείων. Κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα παράνομη χρήση ανιχνευτών μετάλλων. Λόγοι έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα (510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Α'). Αναιρεί εν μέρει μόνον ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη της υπεξαιρέσεως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ένεκα μεταγενέστερου επιεικέστερου νόμου και ως προς την συνολική ποινή που επιβλήθηκε. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για την επιβολή ποινής για την πράξη της υπεξαιρέσεως και για καθορισμό συνολικής ποινής. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως. | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Παραπομπής Δικαστήριο. | 0 |
Αριθμός 1497/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Γ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νάκο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 967/2016 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Mε πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Α. Δ. του Γ. κάτοικο ... και 2. Ε. Γ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωνσταντίνου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β' του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, παραδεκτώς επισκοπούμενη μετά των πρακτικών της για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία των κατηγορουμένων, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Ο πρώτος κατηγορούμενος θεώρησε πεπλανημένα ότι είχε εντολή από τους πολιτικούς ενάγοντες να θέσει την υπογραφή τους στα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών της ... και Τεχνικών ... ενόψει της συνεργασίας που είχαν ως υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας και της συμφωνίας που είχαν κάνει προφορικά και πρέπει να κηρυχθεί ελλείψει δόλου αθώος της πράξης που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο". Κατά της αποφάσεως αυτής η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης άσκησε, ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, την με αριθμό εκθέσεως …2015 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 967/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά την εν λόγω έφεση, στη συνέχεια εξέτασε κατ' ουσίαν την υπόθεση και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην έφεση της ως άνω Εισαγγελέα, που επιτρεπτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, αναφέρεται, ότι αυτή ασκεί έφεση κατά της προμνημονευόμενης πρωτόδικης με αριθμό 180/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση, γιατί: "Επειδή από το άρθρο 216 παρ. 1, 2 του Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων (ΑΠ 129/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 209/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη που να το εμφανίζει ότι συντάχτηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του (ΑΠ 206/2012). Η χρήση του εγγράφου από αυτόν συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. του Α. κηρύχθηκε αθώος με την υπ' αριθμ. 180/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση (αρ. 98, 216§1 ΠΚ). Επειδή όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η πρώτη μάρτυρας και πολιτικώς ενάγουσα, Α. Δ. ρητώς κατέθεσε ότι: "... εγώ δεν γνώριζα ότι ήμουν μέλος επιτροπής το 2010 και στα μέσα τον 2009 ... η βλάβη μου είναι στο ότι από αυτά που διασταύρωσα εγώ φερόμουν να παρέλαβα, να έλεγχα προδιαγραφές. Φέρω ευθύνη που δεν είχα ποτέ ...". Ο Σ. είπε "εγώ έβαζα υπογραφές, γιατί βιαζόμουν να διεκπεραιώσω τα έγγραφα. Δεν προλάβαινα να σας τα πω". Εκ των ανωτέρω συνάγεται με σαφήνεια ότι ουδέποτε δόθηκε έστω και προφορικώς η εντολή και ρητή συναίνεση της ως άνω μάρτυρος και πολιτικώς ενάγουσας για τη θέση της υπογραφής της από τον πρώτο κατηγορούμενο, Γ. Σ., σε επίσημα έγγραφα της ... και Τεχνικών ..., όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών και υλικών, έγγραφα που επιφέρουν σημαντικές έννομες συνέπειες, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύουν την εκτέλεση ή μη τεχνικών έργων της εν λόγω υπηρεσίας. Όσον αφορά τον δεύτερο μάρτυρα και πολιτικώς ενάγοντα, Ε. Γ. του Γ. ρητώς κατέθεσε ότι: "... δεν ξέρω γιατί έβαλε τις υπογραφές, δεν είναι δικές μου, ούτε εντολή έδωσα ... τέλη του 2010, τότε έμαθα ότι με βάλανε επιτροπή ... . Στο Σ. είπα 'έβαλες τις υπογραφές' και λέει ναι τις έβαλα μόνος μου ...". Συμφώνως με τ' ανωτέρω κατατεθέντα, προκύπτει αβίαστα ότι και στην περίπτωση του Ε. Γ. ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ. δεν είχε τη συναίνεσή του, για να θέτει την υπογραφή του στα επίμαχα πρωτόκολλα παραλαβής. Περαιτέρω και στην περίπτωση του τρίτου μέλους της επιτροπής παραλαβής, μάρτυρας Ε. Κ. του Ι., ομοίως κατέθεσε ότι: "... ο λογιστής τις έβαλε λόγω ταχύτητας, έμαθα για τις υπογραφές τώρα στην ΕΔΕ. Μια δύο φορές με πήρε τηλέφωνο και του είπα να βάλει την υπογραφή μου ... στην προκειμένη δεν έδωσα εντολή για την υπογραφή μου ... για μπετόν το 2009 και διάστρωση δεν ξέρω αν υπέγραψα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν έδωσα εντολή για όλα...". Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε τη συγκατάθεσή του, ώστε ο πρώτος κατηγορούμενος, Γ. Σ., να θέσει αντ' αυτού την υπογραφή του σε μόλις δύο περιπτώσεις, ενώ τις υπόλοιπες υπογραφές τις έθεσε αυτοβούλως, άνευ ρητής συναίνεσης και εγκρίσεώς του. Τα γεγονότα αυτά που κατέθεσαν οι τρεις μάρτυρες, ως μέλη της επιτροπής παραλαβής επιβεβαιώνονται και από την Ε. Γ., η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης της Μ. Δ. και ήταν η αρμόδια για τη διενέργεια της ΕΔΕ, το πόρισμα της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Η κατάθεση της κας Γ. αναφέρει τα εξής στο ενδιαφέρον σημείο της: "... Ο Σ. το παραδέχτηκε στην ΕΔΕ, μου δικαιολογήθηκε ότι το έκανε λόγω φόρτου εργασίας και επειδή οι υπάλληλοι ήταν και επιβλέποντες και είχαν κάνει έρευνα αγοράς, θεώρησε ότι ήταν μια τυπική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόμο δεν ήταν σωστό ...". Συνάγεται λοιπόν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Σ., κατά τη διαδικασία της ΕΔΕ παραδέχτηκε ότι πράγματι υπέγραφε με πλαστές υπογραφές, αφού δεν διέθετε χρόνο, ώστε να ειδοποιεί τα μέλη της επιτροπής και ο ίδιος το αντιμετώπιζε σαν τυπική διαδικασία, η οποία όμως επέφερε τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες, για το λόγο ότι καθόριζε το αποτέλεσμα της παραλαβής ενός έργου της υπηρεσίας με τη φερόμενη συναίνεση των μελών αυτής, χωρίς ουσιαστικά να έχουν ελέγξει την πορεία κατασκευής αυτού και τη διαδικασία παραλαβής των υλικών και έναντι ποιου ποσού. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, έσφαλε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος Γ. Σ. είχε την εντολή και την έγκριση τουλάχιστον των δύο μαρτύρων και πολιτικώς εναγόντων, Α. Δ. και Ε. Γ., ώστε να θέτει αντ' αυτών την υπογραφή τους σε κρίσιμα υπηρεσιακά έγγραφα (ως αναλυτικά αυτά εκτίθενται στην κατηγορία που αποδόθηκε), όπως πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών, υλικών και πρακτικά επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης, περιέχει την απαιτούμενη από το άρθρο 486 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχεται σ' αυτή, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ως λόγος έφεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, γεγονός που, κατά την εκκαλούσα Εισαγγελέα, οδήγησε στην εσφαλμένη αθώωση του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, που είχε αποδοθεί σε βάρος του και αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ενώ θα έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα, στην έφεση της Εισαγγελέα, α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Α. Δ., Ε. Γ., Ε. Κ. και Ε. Γ.), β) προσδιορίζονται οι εσφαλμένες ουσιαστικές παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο κατηγορούμενος είχε τη συναίνεση των Α. Δ., Ε. Γ. για θέση της υπογραφής τους στα ως έπεται πλαστά έγραφα και γ) διατυπώνονται νομικές σκέψεις, με τις οποίες αιτιολογείται γιατί και πώς από τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Συγκεκριμένα, αφού αιτιολογούσε στην έφεσή της ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνυόταν ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έθεσε κατ' απομίμηση στα έγγραφα της ... και Τεχνικών ... την υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας Α. Δ. και του πολιτικώς ενάγοντος Ε. Γ. χωρίς να έχει τη συναίνεσή τους και εν αγνοία τους, είναι προφανές ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έπραξε τούτο με σκοπό να παραπλανήσει τους παραλήπτες των εγγράφων αυτών ότι τα είχαν υπογράψει η Α. Δ. και Ε. Γ., δηλαδή για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολογία για το ότι ο αναιρεσείων, θέτοντας κατ' απομίμηση επί των ως άνω εγγράφων την υπογραφή των ως άνω προσώπων και πολιτικώς εναγόντων, είχε σκοπό παραπλανήσεως άλλων για γεγονός που είχε έννομη συνέπεια. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, κρίνοντας ως ειδικά αιτιολογημένη και τυπικά δεκτή την κατά τα ανωτέρω έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μυτιλήνης και προχωρώντας ακολούθως στην ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης, δεν υπέπεσε σε υπέρβαση της εξουσίας του και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, για τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από το μέσο αυτό, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, χωρίς αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, για να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απολογία του κατηγορουμένου, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, το οποίο δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 967/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, όλα τα έγγραφα που διαβάστηκαν ανεξαιρέτως στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας καθώς και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι πολιτικώς ενάγοντες εργάζονταν στην Υπηρεσία Νεοτέρων Μνημείων και Τεχνικών ... ...) και δη η μεν πρώτη εξ αυτών Α. Δ. από το έτος 2003 έως το Νοέμβριο του έτους 2014 ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού, ο δε δεύτερος εξ αυτών Ε. Γ. από το έτος 2008 έως το Νοέμβριο του έτους 2013 ως υπάλληλος με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) του κλάδου ΔΕ Σχεδιαστών με την ειδικότητα του σχεδιαστή, ενώ ο κατηγορούμενος εργαζόταν στην ίδια ως άνω υπηρεσία από το έτος 1995 και εντεύθεν ως μόνιμος υπάλληλος του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού με την ειδικότητα λογιστικού, προϊσταμένη δε της εν λόγω υπηρεσίας από το έτος 1995 μέχρι και μέσα του έτους 2015 ετύγχανε η Μ. Δ. ως μόνιμη υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα. Η ... αναλάμβανε και εκτελούσε έργα που αφορούσαν σε πολιτιστικές επεμβάσεις σε δημοτικά κτήρια ή χώρους με αυτεπιστασία, η δε διαδικασία πραγματοποίησης των έργων γινόταν ως εξής: Οι μηχανικοί συνέτασσαν τη μελέτη και την τεχνική έκθεση των εργασιών που έπρεπε να εκτελεσθούν, παρακολουθούσαν τα έργα και επέβλεπαν την εφαρμογή των μελετών και των τεχνικών εκθέσεων. Στη διάρκεια του έργου και προκειμένου να γίνουν οι προμήθειες των υλικών και η ανάθεση των επιμέρους εξειδικευμένων εργασιών, οι μηχανικοί έκαναν έρευνα αγοράς, ώστε στη συνέχεια να προκηρυχθούν οι πρόχειροι μειοδοτικοί διαγωνισμοί. Σύμφωνα με το Ν. 2286/1985 "περί προμηθειών του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεων σύναψών θεμάτων", Ν. 1797/88 και Π.Δ. 1273/1990 "περί προμηθειών του δημοσίου τομέα", η ... έπρεπε να προβαίνει στη συγκρότηση τριμελών επιτροπών: α) διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, β) παραλαβής εργασιών και γ) παραλαβής υλικών, ανανεούμενες κατά έτος. Τον Ιανουάριο του έτους 2014 περιήλθε σε γνώση της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, από ανώνυμο φάκελο εγγράφων που εστάλη στην οικία της, ότι φερόταν να συμμετέχει και να υπογράφει σε διάφορα πρακτικά ως μέλος τριμελών επιτροπών διεξαγωγής διαγωνισμών, παραλαβής εργασιών και παραλαβής υλικών, σε έργα που όμως είτε αγνοούσε παντελώς την εκτέλεσή τους, είτε αγνοούσε ότι είχε οριστεί μέλος κάποιας επιτροπής κατά την εκτέλεση αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι με τα υπ' αριθ. πρωτοκ. ...2010, ....2010 και ...2010 έγγραφα της ..., που υπογράφονταν από την προϊσταμένη της άνω υπηρεσίας Μ. Δ., φερόταν να έχει αποφασιστεί η συγκρότηση α) επιτροπής παραλαβής εργασιών του έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους εργασιών για τις ανάγκες της ..., β) επιτροπής παραλαβής υλικών έτους 2010, για τη διενέργεια παραλαβής των κάθε είδους υλικών για τις ανάγκες της ... και γ) επιτροπής διενέργειας πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών έτους 2010, για τη διενέργεια πρόχειρων μειοδοτικών διαγωνισμών, για την προμήθεια πάσης φύσεως υλικών και εκτέλεσης εργασιών, αντίστοιχα, με μέλη και των τριών αυτών τριμελών επιτροπών τους: α) Ε. Κ., μόνιμο υπάλληλο ΤΕ μηχανικών με βαθμό Α', β) Α. Δ., μόνιμη υπάλληλο ΠΕ πολιτικών μηχανικών με βαθμό Δ' και γ) Ε. Γ., ΙΔΑΧ, ΔΕ σχεδιαστών αορίστου χρόνου. Παρά τον ορισμό όμως των ανωτέρω προσώπων ως μελών των ανωτέρω τριμελών επιτροπών, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες ουδέποτε ενημερώθηκαν προφορικώς ή εγγράφως από την ανωτέρω προϊσταμένη τους Μ. Δ. για τον ορισμό και τη συμμετοχή τους στις ανωτέρω επιτροπές για όλα τα έργα που θα εκτελούνταν από την υπηρεσία τους εντός του έτους 2010. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτοί ενημερώνονταν προφορικά και μόνον κατά περίπτωση, από την ανωτέρω προϊστάμενη τους, ότι συμμετείχαν σε συγκεκριμένη κάθε φορά τριμελή επιτροπή που αφορούσε κάποιο συγκεκριμένο έργο, οπότε και επιλαμβάνονταν τους αντίστοιχου καθήκοντος τους. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες, μολονότι είχαν γνώση όλων των έργων που εκτελούνται από την ..., λόγω του ολιγάριθμου προσωπικού της, εντούτοις δεν γνώριζαν ότι είχαν οριστεί μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών σε όλα τα εκτελούμενα από την υπηρεσία τους έργα, αλλά αντιθέτως γνώριζαν ότι ήταν μέλη μόνο των επιτροπών που κατά περίπτωση τους γνωστοποιούσε προφορικά η προϊσταμένη τους Μ. Δ., οπότε συμμετείχαν τυπικά και ουσιαστικά στις επιτροπές μόνον που τους γνωστοποιούνταν και υπέγραφαν αυτοπροσώπως τα αντίστοιχα πρακτικά που συντάσσονταν από αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δύο πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., φέρονταν να υπογράφουν από κοινού ως μέλη των ανωτέρω τριμελών επιτροπών (που φέρονταν ότι είχαν οριστεί με τα προαναφερόμενα υπ' αριθ. πρωτοκ. ...2010, ....2010 και ...2010 έγγραφα της ...): α) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών" για εργασίες που αναφέρονται στο υπ' αριθ. ....3.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ν. I. Π., β) "πρωτόκολλο παραλαβής υλικών" για υλικά που αναφέρονται στο υπ' αριθ. .../26.4.2010 δελτίο αποστολής της εταιρείας "... ΟΕ", γ) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών" για εργασίες που αναφέρονται στο υπ' αριθ. ...5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Δ. I. Π., δ) "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών" για εργασίες που αναφέρονται στο υπ' αριθ. ....5.2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ε. A. Κ., ε) το από 23.4.2010 "πρακτικό" επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο έργο "Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού ..." και την κατακύρωση αυτού υπέρ της εταιρείας "... & ΣΙΑ ΕΠΕ" και στ) το από 17.9.2010 "πρακτικό" επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες "..." και την κατακύρωση αυτού υπέρ του Κ. Ε.. Χ.. Οι υπογραφές των πολιτικών εναγόντων αποδείχθηκε ότι δεν τέθηκαν στα ανωτέρω πρακτικά από αυτούς τους ίδιους, αλλά αντιθέτως τα πρακτικά αυτά καταρτίστηκαν από τον κατηγορούμενο και τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων επ' αυτών από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, εν αγνοία των πολιτικώς εναγόντων, κατ' απομίμηση της υπογραφής τους, με σκοπό ο κατηγορούμενος να παραπλανήσει τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές ότι δήθεν είχαν γίνει οι παραλαβές των εργασιών και υλικών που αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά και είχαν δήθεν διενεργηθεί οι μειοδοτικοί διαγωνισμοί που αναφέρονταν σ' αυτά (πρακτικά) και αφορούσαν την εκτέλεση έργων στον Άγιο .... Εν συνεχεία δε έκανε χρήση των πρακτικών αυτών ο κατηγορούμενος, καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, παραπλανώντας τις τελευταίες ως προς τη δήθεν συγκρότηση των ανωτέρω επιτροπών και τη δήθεν διενέργεια από αυτές των όσων αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά, με αποτέλεσμα να εκταμιευτούν από τις ανωτέρω ελεγκτικές υπηρεσίες ισόποσα χρηματικά ποσά υπέρ των εκάστοτε εργολάβων που εξέδωσαν τα αναφερόμενα στα εν λόγω πρακτικά τιμολόγια και να κατακυρωθούν οι προαναφερόμενοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί υπέρ των ανωτέρω μειοδοτών. Ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι αυτός ο ίδιος έθεσε τις υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων αλλά και του τρίτου μέλους των επιτροπών, Ε. Κ., πλην όμως ισχυρίζεται ότι τούτο έπραξε εν γνώσει των μελών αυτών, οι οποίοι προηγουμένως τον είχαν προφορικά εξουσιοδοτήσει να υπογράφει τα εν λόγω πρακτικά για λογαριασμό τους, για την οικονομία του χρόνου, καθόσον αυτοί έλειπαν πολύ συχνά εκτός της υπηρεσίας τους και ήταν αδύνατο να τους βρει για να υπογράψουν. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν κρίνονται αληθείς. Αντ' αυτού αποδείχθηκε ότι αυτός σε συνεννόηση με την προϊσταμένη του Μ. Δ., υπέγραφε τα εν λόγω πρακτικά, κατ' απομίμηση των ανωτέρω μελών των τριμελών επιτροπών, διότι γνώριζε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες και ο Ε. Κ., ουδέποτε θα υπέγραφαν τα εν λόγω πρακτικά, καθόσον αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το επίδικο από 17.9.2010 "πρακτικό" επιτροπής διενέργειας πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού για οικοδομικές εργασίες "..." ήταν καθ' ολοκληρία πλαστό, καθόσον όπως αποδείχθηκε πέραν των πλαστών υπογραφών των μελών της επιτροπής που τέθηκαν από τον κατηγορούμενο, ουδέποτε διενεργήθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός για το εν λόγω έργο που δήθεν αφορούσε τη δημιουργία μιας αποθήκης στο Μουσείου του ... και ουδέποτε εκτελέστηκε έργο τέτοιας φύσης μέχρι και τις αρχές του έτους 2014. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι ουδείς εκ των υπαλλήλων της ..., γνώριζε για την ύπαρξη του εν λόγω έργου, πλην του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οι οποίοι με πρόθεση το αποσιώπησαν από όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από κοινού και βάσει σχεδίου με την ανωτέρω προϊσταμένη του και προκειμένου να προσπορίσουν παράνομο όφελος στον εργολάβο που φέρεται ότι εκτέλεσε αυτό, παρέστησαν ψευδώς στις ελεγκτικές αρχές ότι το έργο εκτελέστηκε από τον εργολάβο Κ. Χ., με αποτέλεσμα να πληρωθεί ο τελευταίος στις 10.12.2010 με το ποσό των 48.605,40 ευρώ, για ένα έργο που δεν είχε εκτελέσει και που ουδέποτε επρόκειτο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να εκτελέσει, αν δεν είχε γίνει γνωστή, με την από 14.1.2014 υπηρεσιακή αναφορά της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, η δράση του κατηγορουμένου και της προϊσταμένης του, οπότε οι τελευταίοι προσέτρεξαν με τον εργολάβο και κατασκεύασαν το εν λόγω έργο, το Φεβρουάριο του έτους 2014 υπό το φόβο της διενεργούμενης πλέον σε βάρος τους εντός του έτους 2014 ένορκης διοικητικής εξέτασης, και μάλιστα μέσα σε μόλις 10 ημέρες, ενώ στην ΕΔΕ ισχυρίσθηκαν αναληθώς ότι δεν το είχαν εκτελέσει για τρία ολόκληρα χρόνια, διότι δήθεν δεν είχαν υπάρξει οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, ενώ δήθεν υπήρξαν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες μέσα στο καταχείμωνο (Φεβρουάριο) του έτους 2014. Όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά, στα οποία τέθηκαν οι υπογραφές των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, κατ' απομίμηση της υπογραφής τους, εν αγνοία τους, αποδείχθηκε ότι αυτά αφορούσαν παραλαβή εργασιών και υλικών για το έργο "Ανάπλαση περιβάλλοντος χώρου διακηρυγμένων βιομηχανικών κτιρίων του οικισμού ...", την εκτέλεση του οποίου σαφώς και γνώριζαν οι πολιτικώς ενάγοντες, πλην όμως αγνοούσαν είτε ότι είχαν οριστεί μέλη των τριμελών επιτροπών παραλαβής εργασιών και υλικών του εν λόγω έργου, είτε ότι είχαν οριστεί μέλη της επιτροπής διενέργειας μειοδοτικού διαγωνισμού για προμήθεια φωτιστικών ιστών στο εν λόγω έργο, οπότε και εν αγνοία τους τοποθετήθηκαν υλικά στο έργο και έγιναν εργασίες από διάφορους εργολάβους, κάτω από αδιευκρίνιστες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής, που μόνο ο κατηγορούμενος και η προϊσταμένη Δ. γνώριζαν, εν αγνοία των λοιπών υπαλλήλων της ..., συνολικής φερόμενης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της πλαστογράφησης της υπογραφής των πολιτικώς εναγόντων από τον κατηγορούμενο, ενισχύεται και από την κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του τρίτου μέλους των εν λόγω επιτροπών Ε. Κ., ο οποίος παρά το δισταγμό του να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου, κατέθεσε σαφώς και κατηγορηματικώς ότι για το έργο στον ... δεν γνώριζε τίποτε, οπότε προκύπτει ότι η υπογραφή του στο προαναφερόμενο από 17.9.2010 πρακτικό τέθηκε από τον κατηγορούμενο εν αγνοία του και κατά απομίμηση της υπογραφής του, όσο δε αφορά τα λοιπά επίδικα πρακτικά κατέθεσε όλως αορίστως ότι κάποιες φορές έδωσε τη συναίνεσή του εκ των προτέρων στον κατηγορούμενο να υπογράψει αντ' αυτού σε κάποια έγγραφα, αλλά δεν θυμάται να προσδιορίσει σε ποια ακριβώς. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης για την οποία κατηγορείται". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 04/01/2010 έως 17/09/2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με την ιδιότητα του υπαλλήλου λογιστηρίου της ... και Τεχνικών ..., κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των εγγράφων αυτών και ειδικότερα: 1) την 04/01/2010: α) έθεσε κατ' απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ' αριθμ. …2010 Τ.Π.Υ)" την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή" β) έθεσε κατ' απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής υλικών" την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", γ) έθεσε κατ' απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ' αρ.../2010 Τ.Π.Υ)" την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", δ) έθεσε κατ' απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρωτόκολλο παραλαβής εργασιών (του υπ' αρ...2010 Τ.Π.Υ)" την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", 2) την 23/04/2010 στο έγγραφο με τίτλο "..." έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "επιτροπή", 3) την 17/09/2010 έθεσε κατ' απομίμηση στο έγγραφο με τίτλο "πρακτικό" την υπογραφή των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ. στη θέση "η επιτροπή". Στη συνέχεια έκανε χρήση των ανωτέρω εγγράφων, τα οποία αφορούσαν την εκτέλεση και παράδοση κατασκευαστικών έργων στον ... και στο ... καταθέτοντας τα στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, ώστε να εκταμιεύονται ανάλογα χρηματικά ποσά για την υλοποίηση των έργων. Στις πράξεις του αυτές ο κατηγορούμενος προέβη χωρίς τη γνώση, τη συναίνεση και παρά την αντίθετη βούληση των παθόντων Α. Δ. και Ε. Γ.". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. γ', 14, 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 79, 98 και 216 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, εκθέτει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη μνεία και της ενώπιον αυτού απολογίας του κατηγορουμένου. Όμως, στη συνέχεια, όταν προβαίνει στο σκεπτικό του στη στάθμιση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ρητώς αναφέρει και σχολιάζει και την απολογία του κατηγορουμένου, την οποία αυτός έδωσε στο ακροατήριο, αντικρούοντας μάλιστα και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που προέβαλε κατ' αυτήν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Έτσι, με βεβαιότητα και χωρίς καμία αμφιβολία, το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της πιο πάνω καταδικαστικής του κρίσης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ όλων των αποδεικτικών μέσων, και την απολογία του κατηγορουμένου και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-12-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Γ. Σ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23-12-2016, για αναίρεση της 967/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση. Λόγοι υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας. Αβάσιμοι οι λόγοι. Αιτιολογημένη η έφεση του Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής. Λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και η απολογία του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. Καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων. | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1486/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Β. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρύσανθο Μπόβολο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2374/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση του εξουσιοδοτημένου προς τούτο πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος στην Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-11-2016 σχετική έκθεση αναιρέσεως, που υπογράφεται από την Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και στην οποία (έκθεση) αναφέρεται ότι οι λόγοι αναιρέσεως αναπτύσσονται σε επισυναπτόμενο στην έκθεση έγγραφο, το οποίο ενσωματώνεται στην έκθεση αναιρέσεως με σφραγίδα του Εφετείου και υπογράφεται, τόσο από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, όσο και από την Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, με τρόπο ώστε να αποτελεί ένα ενιαίο δικόγραφο μαζί της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου του Π.Κ., μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 1β του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012). Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το ποσό των 30.000 ορίστηκε με την παρ. 2α του άρθρου 25 του ως άνω Ν. 4055/2012). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το όφελος που σκοπήθηκε ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεως της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολομ. Α.Π. 3/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος. Η περιουσιακή βλάβη που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 25 του Ν.4055/2012 και επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ. α του Π.Κ., "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση αυτής, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 98 Π.Κ.), δηλαδή επί εγκλήματος που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου), ενώ, εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα τελέσεως να διαπιστώνεται, ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Όταν συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα τελέσεως από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, δεν απαιτείται να εκτίθεται και ότι ο δράστης είχε διαμορφωμένη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ' άρθρ. 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο στοιχείο αυτό, το οποίο απαιτείται και στα αδικήματα της πλαστογραφίας και της απάτης. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης αυτής εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, πλην όμως το δικαστήριο οφείλει, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους και να αντικρούει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα αυτών. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λπ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 2374/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, από την από 20.3.2009 γραφολογική έκθεση του πραγματογνώμονα Κ. Κ., καθώς και από όλα τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Περί τον μήνα Απρίλιο του 2002, ο κατηγορούμενος Β. Σ. είχε λάβει από τον εγκαλούντα Χ. Η. δάνειο ποσού 30.000 ευρώ, επειδή είχε κάποιο ατύχημα, και ανέλαβε την υποχρέωση να το επιστρέψει άτοκα το αργότερο έως την 15.10.2002. Την εξόφληση του δανείου εγγυήθηκε ο υιός του κατηγορουμένου Α. Σ., παράλληλα συμφωνήθηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του τελευταίου, συνετάγη δε το από 10.4.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ο κατηγορούμενος, έναντι του δανείου αυτού και προς εξόφληση αυτού, οπισθογράφησε και παρέδωσε στον εγκαλούντα πέντε τραπεζικές επιταγές και συγκεκριμένα: α) την ... της Τράπεζας EFG - EUROBANK ERGASIAS, ποσού 6.454 ευρώ, λήξεως την 20.4.2002, β) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.895 ευρώ, λήξεως 30.4.2002, γ) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.895 ευρώ, λήξεως 30.4.2002, δ) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.355 ευρώ, λήξεως 30.4.2002 και ε) την ... της ALPHA BANK, ποσού 5.657 ευρώ, λήξεως την 30.4.2002, οι οποίες εφέροντο εκδοθείσες σε διαταγή της εταιρείας "... ΑΕ" πλην της τέταρτης, ήτοι της με αριθμό ..., η οποία εφέρετο σε διαταγή Ε. Π., και δυνάμει της 828/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων επετράπη στον εγκαλούντα η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, επί ακινήτου ιδιοκτησίας του υιού του κατηγορουμένου Α. Σ. στη θέση ..., της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. ... του .... Οι επιταγές αυτές ήταν πλαστές, όλα τα στοιχεία αυτών τα είχε θέσει ο κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς την συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων. Επίσης, οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, η σφραγίδα της εταιρείας ... ΑΕ ήταν πλαστή και η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της είχε τεθεί από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, οι δε φερόμενοι ως πελάτες της εταιρείας υπογράφοντες ήταν άγνωστοι σε αυτήν, ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των εν λόγω επιταγών παραδίδοντας αυτές στον εγκαλούντα, όπως προαναφέρθηκε, με σκοπό να τον παραπλανήσει ότι δήθεν οι επιταγές ήταν γνήσιες και θα εισέπραττε το αντίτιμό τους. Περί τον μήνα Φεβρουάριο του 2005 ο κατηγορούμενος παρέδωσε στον εγκαλούντα και την ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξης την 20.4.2005, σε διαταγή Γ. Κ., φερόμενη ως εκδοθείσα από την εταιρεία με την επωνυμία ..... Και η επιταγή αυτή είναι πλαστή, καταρτισθείσα από τον κατηγορούμενο, ο οποίος έθεσε αυθαίρετα, εν αγνοία και κατ' απομίμηση τη σφραγίδα της ως άνω εταιρείας και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της. Το φύλλο της εν λόγω επιταγής είχε κλαπεί ασυμπλήρωτο την 24.5.2004 από το όχημα του νομίμου εκπροσώπου της και είχε ανακληθεί, για τον λόγο αυτό, είχε δε κηρυχθεί ανίσχυρος ο τίτλος δυνάμει της 6674/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μαζί με άλλες επιταγές. Και της επιταγής αυτής έκανε, όπως προαναφέρθηκε, χρήση ο κατηγορούμενος παραδίδοντάς την στον εγκαλούντα, προκειμένου να του εξοφλήσει ποσό 20.000 ευρώ, προερχόμενο από το δάνειο, αφού πρώτα τον έπεισε να δεχθεί συμβιβαστικά το ποσό αυτό, στην πράξη του δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τον εγκαλούντα ότι δήθεν αυτή η επιταγή ήταν γνήσια και θα εισέπραττε το αντίτιμό της. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος, κατά την παράδοση των επιδίκων τραπεζικών επιταγών στον εγκαλούντα, του παρέστησε ότι είναι νόμιμος κομιστής των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, ότι είναι γνήσιες, ότι γνώριζε τους υπογράφοντες επ' αυτών και τις εκδότριες ως άνω εταιρείες ... Α.Ε και ..., ότι οι εταιρείες αυτές ήταν φερέγγυες και θα εξοφλούσαν τις επιταγές εάν δεν μπορούσε ο ίδιος και έτσι τον έπεισε να λάβει αυτές προς εξόφληση του δανείου και να υπογράψει την από 13.1.2005 υπεύθυνη δήλωση ότι με την παράδοση των επιταγών εξοφλείται ολοσχερώς η οφειλή από το δάνειο των 30.000 ευρώ και ότι συναινεί στην άρση της εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης στο προαναφερθέν ακίνητο, χωρίς να έχει καταβάλει στον εγκαλούντα οποιοδήποτε ποσό, προκαλώντας σ' αυτόν αντίστοιχη του ποσού των επιταγών περιουσιακή ζημία. Όλες οι ανωτέρω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς. Το αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε γνωριμία ή σχέση με τις εταιρείες ... ΑΕ και ...., οι φερόμενοι εκδότες των επιταγών ήταν πρόσωπα ανύπαρκτα και όχι πελάτες των εταιρειών, όλα τα στοιχεία των επιταγών τα είχε θέσει ο ίδιος ο εκκαλών - κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων, ενώ όλες οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από αυτόν κατ' απομίμηση. Σαφής και κατηγορηματική περί των ανωτέρω υπήρξε η κατάθεση του εγκαλούντος Χ. Η., που περιέχεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, και η οποία ενισχύεται από την κατάθεση του Α. Κ., αντιπροέδρου της εταιρείας ... ΑΕ, που επίσης περιλαμβάνεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι όλες οι επιταγές ήταν πλαστές, από την από 12.2.2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρος Ε. Χ., νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ..., η οποία αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και από την κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσας μάρτυρος Π. Η., συζύγου του ήδη αποβιώσαντος εγκαλούντος, αλλά και από την γραφολογική έκθεση του διορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονα Κ. Κ., ο οποίος επισημαίνει ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ενώ οι υπογραφές στις λοιπές επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου αυτού, και στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου. Μόνες οι καταθέσεις των ενόρκως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης Σ. - Ε. Χ. και Π. Π., δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη για την προέλευση των επιδίκων επιταγών αλλά και για την όλη επίδικη συναλλαγή. Αποδείχθηκε, τέλος, ότι όλες τις ανωτέρω πράξεις ο εκκαλών - κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιρειών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές, όπως προαναφέρθηκε. Κατ' απομίμηση έθεσε και τις υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους - οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του χωρίς να έχει επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό, ή κάποιο μέρος αυτού. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιο του κατηγορουμένου ενισχύεται και από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, που σκοπό είχε την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων. Με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετούνται, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης, σε αμφότερες τις περιπτώσεις κατ' εξακολούθηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, διότι οι ως άνω πράξεις τελέστηκαν από το ίδιο πρόσωπο και συνιστούν περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ΑΠ 125/2015 - ΑΠ 787/2014 ΝΟΜΟΣ) και κατ' επάγγελμα με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ, κατά το άρθρο 25 § 2 β και 1 του Ν. 4055/2012, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 2/4/2012, κατά το άρθρο 113 αυτού, και οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση ως ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο (άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ), καθόσον αυξάνονται τα ποσοτικά όρια για να προσλάβουν οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα και της απάτης κατ' επάγγελμα κακουργηματική μορφή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης". Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για κάθε πράξη και κατά συγχώνευση συνολική ποινή καθείρξεως (6 + 2) οκτώ (8) ετών, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "Στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2002, 1) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και δη κατάρτισε εξ υπαρχής τις επιταγές υπ' αρ. α) ... της Τράπεζας EFG-EUROBANK ERGASIAS ποσού 6.454 ευρώ, λήξεως την 20-4- 2002, β) ... της ΕΤΕ ποσού 2.895 ευρώ λήξεως την 30-4-2002, γ) ... της ΕΤΕ ποσού 2.895 ευρώ λήξεως την 30-4-2002, δ) ... της ΕΤΕ ποσού 2.355 ευρώ, λήξεως την 30-4-2002 και ε) ... επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 5.657 ευρώ, λήξεως την 30-4-2002, καθώς και την υπ' αρ. ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξεως την 20-4- 2005, θέτοντας ο ίδιος κατ' απομίμηση εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφέων τα στοιχεία τους, αφού η σφραγίδα της εταιρίας ... Α.Ε ήταν πλαστή και η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της είχε τεθεί από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, οι δε φερόμενοι ως πελάτες της εταιρίας υπογράφοντες ήταν άγνωστοι σε αυτήν, έκανε δε χρήση αυτών παραδίδοντάς τις στον εγκαλούντα, Η. Χ., προκειμένου να του εξοφλήσει έτσι ποσό 30.000 ευρώ προερχόμενο από δάνειο, στις πιο πάνω δε, εξακολουθητικές πράξεις προέβη με σκοπό να τον παραπλανήσει τον εγκαλούντα ότι δήθεν αυτές ήταν γνήσιες και θα εισέπραττε το αντίτιμό τους. Επιπλέον, στον ως άνω τόπο την 20-2-2005 κατάρτισε την υπ' αρ. ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξεως την 20-4-2005 με φερόμενη εκδότρια την εταιρία .... ΑΕ, θέτοντας αυθαίρετα, εν αγνοία και κατ' απομίμηση τη σφραγίδα της και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, πλην όμως αυτή ήταν πλαστή αφού το ασυμπλήρωτο φύλλο της είχε κλαπεί την 24-5-2004 από το όχημα του νομίμου εκπροσώπου της και είχε ανακληθεί για τον λόγο αυτό, είχε δε κηρυχθεί ανίσχυρος ο τίτλος δυνάμει της υπ' αρ. 6674/2005 απόφασης του Μον. Πρωτ. Αθηνών, μαζί με άλλες επιταγές και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτής παραδίδοντάς την στον εγκαλούντα, Η. Χ., προκειμένου να του εξοφλήσει έτσι ποσό 20.000 ευρώ (προερχόμενο από το δάνειο) αφού πρώτα τον έπεισε να δεχθεί συμβιβαστικά το ποσό αυτό, στην πιο πάνω δε πράξη προέβη με σκοπό να τον παραπλανήσει ότι δήθεν αυτή η επιταγή ήταν γνήσια και θα εισέπραττε το αντίτιμο της. Και 2) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ, εν γνώσει παρέστησε στον ως άνω εγκαλούντα ψευδή γεγονότα σαν αληθινά και δη ότι είναι νόμιμος κομιστής των υπό στοιχείο 1 ανωτέρω τραπεζικών επιταγών, ότι αυτές ήταν γνήσιες, ότι γνώριζε τους υπογράφοντες αυτών και τις εκδότριες ανωτέρω εταιρίες ... Α.Ε και ... Α.Ε και ότι αυτές ήταν φερέγγυες και θα εξοφλούσαν τις- επιταγές εάν δεν μπορούσε ο ίδιος, έτσι δε τον έπεισε να λάβει αυτές προς εξόφληση του δανείου, προκαλώντας του αντίστοιχη του ποσού των επιταγών περιουσιακή ζημία. Όλες τις ανωτέρω πράξεις ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε βάσει οργανωμένου σχεδίου και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιριών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές ως άνω, έθεσε κατ' απομίμηση υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιριών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του της περιοχής ..., χωρίς να έχει επιστρέφει ούτε κατ' ελάχιστο το οφειλόμενο δάνειο. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιό του, ενισχύεται και από τη συμπεριφορά του κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, όπου, όπως βεβαιώνει και ο πραγματογνώμονας, η συνολική γραφή και αριθμογραφή των στοιχείων που έθεσε στις επιταγές, παρουσιάζει επιτηδευμένη ανομοιογένεια, αντίστοιχη με το δείγμα γραφής του κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που δεν διέπεται από σταθερή ροπή και ομοιογενή χάραξη, ενώ παρατηρήθηκαν και διαφορές στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ώστε να συνάγεται, εύλογα, το συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του προσπάθεια ηθελημένης αλλοίωσης του γραφικού του χαρακτήρα με σκοπό την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και της κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. γ' και στ', 14, 26 παρ.1 εδ. α', 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. β' και 386 παρ. 1 και 3 περ. α' του Π.Κ., όπως το άρθρο 216 ισχύει μετά αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 2 α', β' του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2 α' του Ν. 4055/2012 και το άρθρο 386 παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2 δ' του Ν. 4055/2012, τις οποίες ουσιαστικές διατάξεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, παραβίασε και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφασή του δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέληξε σε αντίθετο πόρισμα από την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για να χρειάζεται να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την αντίθετη πεποίθησή του, αφού, όπως προκύπτει από την από 20-3-2009 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Κ. Κ., η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για να κριθεί η βασιμότητα του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αυτή δέχεται ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο, όμως, καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του κατηγορουμένου και ότι στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου, ενώ οι υπογραφές στις υπόλοιπες επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου του κατηγορουμένου, χωρίς όμως να αποκλείει να τις υπέγραψε αυτός, καθόσον δέχεται ότι το δείγμα γραφής του κατηγορουμένου δεν παρουσιάζει σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, αλλά παρουσιάζει διαφορές στην χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται και ότι τέτοια ανομοιογένεια χαρακτικών χαρακτήρων παρατηρείται και στη γραφή που υπάρχει στις επιταγές, εξαιτίας δε αυτής της ανομoιογένειας στη χάραξη, τόσο στις επιταγές, όσο και στο δείγμα γραφής του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να καταλήξει, έστω και με πιθανότητα, αν και τις άλλες επιταγές τις έχει υπογράψει ο κατηγορούμενος. Παραταύτα, παρά το γεγονός δηλαδή ότι δεν κατέληξε σε αντίθετη πεποίθηση σε σχέση με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με τις κατά τα ανωτέρω παραδοχές του, αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την πεποίθηση του ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είναι ο πλαστογράφος των επίδικων επιταγών, αφού δέχεται, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του ότι: " ... Το αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε γνωριμία ή σχέση με τις εταιρείες ... ΑΕ και ...., οι φερόμενοι εκδότες των επιταγών ήταν πρόσωπα ανύπαρκτα και όχι πελάτες των εταιρειών, όλα τα στοιχεία των επιταγών τα είχε θέσει ο ίδιος ο εκκαλών - κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων, ενώ όλες οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από αυτόν κατ' απομίμηση. Σαφής και κατηγορηματική περί των ανωτέρω υπήρξε η κατάθεση του εγκαλούντος Χ. Η., που περιέχεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, και η οποία ενισχύεται από την κατάθεση του Α. Κ., αντιπροέδρου της εταιρείας ... ΑΕ, που επίσης περιλαμβάνεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι όλες οι επιταγές ήταν πλαστές, από την από 12.2.2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρος Ε. Χ., νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ..., η οποία αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και από την κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσας μάρτυρος Π. Η., συζύγου του ήδη αποβιώσαντος εγκαλούντος, αλλά και από την γραφολογική έκθεση του διορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονα Κ. Κ., ο οποίος επισημαίνει ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ενώ οι υπογραφές στις λοιπές επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου αυτού, και στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου. Μόνες οι καταθέσεις των ενόρκως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης Σ. - Ε. Χ. και Π. Π., δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη για την προέλευση των επιδίκων επιταγών αλλά και για την όλη επίδικη συναλλαγή. ... Αποδείχθηκε, τέλος, ότι όλες τις ανωτέρω πράξεις ο εκκαλών - κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιρειών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές, όπως προαναφέρθηκε. Κατ' απομίμηση έθεσε και τις υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους - οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του χωρίς να έχει επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό, ή κάποιο μέρος αυτού. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιο του κατηγορουμένου ενισχύεται και από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, που σκοπό είχε την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Επίσης δέχεται, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, ότι: "Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιό του, ενισχύεται και από τη συμπεριφορά του κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, όπου, όπως βεβαιώνει και ο πραγματογνώμονας, η συνολική γραφή και αριθμογραφή των στοιχείων που έθεσε στις επιταγές, παρουσιάζει επιτηδευμένη ανομοιογένεια, αντίστοιχη με το δείγμα γραφής του κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που δεν διέπεται από σταθερή ροπή και ομοιογενή χάραξη, ενώ παρατηρήθηκαν και διαφορές στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ώστε να συνάγεται, εύλογα, το συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του προσπάθεια ηθελημένης αλλοίωσης του γραφικού του χαρακτήρα με σκοπό την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης και αφού το συνεκτίμησε μαζί με όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα, με την προαναφερθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αιτιολόγησε την κρίση της ότι ο αναιρεσείων είναι ο πλαστογράφος όλων των επιταγών που παρέδωσε στον εγκαλούντα. Επίσης, με τις προαναφερθείσες παραδοχές, που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επαρκώς αιτιολογείται, τόσο ο υπερχειλής δόλος σκοπού του αναιρεσείοντος να παραπλανήσει τον εγκαλούντα και να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία του τελευταίου, όσο και η επιβαρυντική περίσταση της από μέρους του τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης κατ' επάγγελμα. Επομένως, ενόψει τούτων, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στους λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης εκ πλαγίου εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμες. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά με προφορική ανάπτυξη στο Δικαστήριο της ουσίας, όπως άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., αλλ' ούτε και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε ισχυρισμό που προτείνεται απαραδέκτως (Ολομ. Α.Π. 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όμως, η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με προφορική του ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σ' αυτόν και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του. Έτσι, μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά τον σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, μετά την απαγγελία της αποφάσεως περί ενοχής, ζήτησε να αναγνωρισθεί στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β' του Π.Κ. και αφού ξαναπήρε το λόγο, μετά την πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας που πρότεινε να απορριφθεί το αίτημά του και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του Π.Κ., ζήτησε να αναγνωρισθούν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και οι δύο ελαφρυντικές του άρθρου 84 παρ. 2 β' και ε' του Π.Κ.. Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκαν οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί, δηλαδή με αναφορά μόνον στις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' και ε' του Π.Κ. που τις προβλέπουν, ήταν προεχόντως αόριστοι και απαράδεκτοι, ως εκ τούτου δε το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους και παραταύτα, ως εκ περισσού, τους απέρριψε με την απαιτούμενη αιτιολογία.
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως διότι δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ως άνω αόριστων και απαράδεκτων αυτοτελών ισχυρισμών του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' και ε', δηλαδή ότι ωθήθηκε στις πράξεις του από μη ταπεινά αίτια και από ένδεια και ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του συμπεριφέρθηκε καλά, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι σε προηγούμενη δικάσιμο και συγκεκριμένα στη δικάσιμο της 16ης Νοεμβρίου 2015, κατά την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως, ο τότε συνήγορός του Γ. Σ. υπέβαλε εγγράφως αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους δεν προσδιορίζει στην αίτησή του και στους οποίους δεν απάντησε καθόλου το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ισχυρισμοί που είχε υποβάλει εγγράφως σε προηγούμενη δικάσιμο ο τότε πληρεξούσιος δικηγόρος του, δεν υποβλήθηκαν ξανά και δεν προτάθηκαν καθόλου στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση δεν προτάθηκαν παραδεκτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή εγγράφως με καταχώρηση τους στα πρακτικά και με προφορική ανάπτυξή τους, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της συνεδριάσεώς του και δεν αναπτύχθηκαν προφορικά ενώπιον του, δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και να διαλάβει για την απόρριψή τους ειδική αιτιολογία. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας λόγω μη απαντήσεως σε αυτοτελή ισχυρισμό, είναι αβάσιμος.
Όλες οι υπόλοιπες αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με τις οποίες ο αναιρεσείων βάλλει κατά των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ισχυ...μενος ότι αυτές είναι εσφαλμένες και δεν ανταποκρίνονται σ' αυτά που αποδείχθηκαν, είναι απαράδεκτες, διότι με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ο...μενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-11-2016 αίτηση του κατηγορουμένου Β. Σ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-11-2016 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της 2374/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία κατ' επάγγελμα με σκοπό συνολικό όφελος άνω των 30.000 ευρώ και κατ' εξακολούθηση απάτη κατ' επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν συνολικά τα 30.000 ευρώ. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή και έλλειψη ακροάσεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Β'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Αβάσιμοι λόγοι | Αναιρέσεως απόρριψη, Πλαστογραφία, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι. | 0 |
Αριθμός 1485/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπουλούκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5206/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Ι. Κ. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει, την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Από υποκειμενική άποψη, το ανωτέρω έγκλημα έχει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελείται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε (Ολομ. Α.Π. 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη δόλου, κατ’ αρχήν, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), απαιτείται να αιτιολογούνται ιδιαιτέρως τα πρόσθετα αυτά στοιχεία της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολομ. Α.Π. 3/2008, 2/2011 και 1/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5206/2016 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και για παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 "περί μεσαζόντων" από κοινού και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την απάτη και ενός (1) έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 "περί μεσαζόντων" και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή φυλακίσεως (2 έτη + 6 μήνες) δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Περί τις αρχές Μαρτίου 2009, στη ..., η πρώτη κατηγορούμενη παρέστησε ψευδώς στον πολιτικώς ενάγοντα ότι λόγω των πολιτικών της γνωριμιών και των σχέσεων, που διατηρούσε με τους υπεύθυνους της εταιρίας ...., η οποία αποτελούσε κρατική επιχείρηση με την έννοια των άρθρων 1 § Ια’ ν. 5227/1931 και 51 § 1γ’ ν. 1892/1990, επειδή μοναδικός της μέτοχος ήταν το Δημόσιο κατ’ άρθρο 5 § 1 της 442/2001 απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού (Φ.Ε.Κ. 23 Β72001), αλλά και λόγω των δήθεν σχέσεών της με συνταξιούχο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το όνομα Α. Σ., ήταν σε θέση να ενεργήσει για την ταχεία έκδοση, εντός δύο μηνών, άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ επ’ ονόματί του και του ζήτησε για το σκοπό αυτό το ποσό των 55.000 ευρώ. Ο πολιτικώς ενάγων πείσθηκε και το μήνα Μάιο του ίδιου έτους (2009) της κατέβαλε 10.000 ευρώ. Εν συνεχεία επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος του εμφανίσθηκε ως συνεργάτης της πρώτης, του παρέστησε ψευδώς τα ίδια ως άνω περιστατικά και του ζήτησε να καταβάλει και τα υπόλοιπα χρήματα, και ο πολιτικώς ενάγων, πεισθείς και από τις διαβεβαιώσεις του δεύτερου κατηγορούμενου, το μήνα Ιούνιο 2009 κατέβαλε στην πρώτη το υπόλοιπο ποσό των 45.000 ευρώ, λαμβάνοντας μάλιστα από αυτήν υπεύθυνη δήλωση, στην οποία η κατηγορούμενη ανέφερε ότι η άδεια έχει εκδοθεί ήδη και ότι ο πολιτικώς ενάγων όφειλε να καταθέσει την 31-7-2009 στον Ο.Π.Α.Π. τα δικαιολογητικά που αφορούσαν την κατοχή του κατάλληλου ακινήτου εκ μέρους του. Τελικώς η άδεια δεν εκδόθηκε ποτέ, παρόλο που ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε τα ως άνω δικαιολογητικά. Οι κατηγορούμενοι δεν είχαν πολιτικές γνωριμίες ή σχέσεις με τους υπεύθυνους του Ο.Π.Α.Π., που θα τους επέτρεπαν την ταχεία έκδοση αδείας ΠΡΟ-ΠΟ, ενώ ο προαναφερθείς συνταξιούχος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, παρέστησαν δε εν γνώσει τους ψευδώς στον πολιτικώς ενάγοντα τα ανωτέρω περιστατικά, ενεργώντας βάσει συναπόφασης και με κοινό δόλο, προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος του, και προξένησαν σε αυτόν ιδιαίτερα μεγάλη περιουσιακή ζημία, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 55.000 ευρώ. Η πρώτη κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι μεσολάβησε ως μεσίτρια μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και του δεύτερου κατηγορούμενου, και όχι μεταξύ του τελευταίου και του Ο.Π.Α.Π., και ότι για το λόγο αυτό πίστευε λόγω συγγνωστής πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη της παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η πρώτη κατηγορούμενη παρέστησε ψευδώς στον πολιτικώς ενάγοντα ότι λόγω των σχέσεων και γνωριμιών της είχε τη δυνατότητα να προκαλέσει την ταχεία έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ από το προσωπικό του Ο.Π.Α.Π.. Επίσης, ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης περί αναγνώρισης στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2 εδ. δ’ και ε’ Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν αναφέρονται καθόλου τα περιστατικά, που τον στηρίζουν. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι απάτης από κοινού, από την οποία προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, και παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, ενεργώντας μετά από συναπόφαση, από κοινού
και με κοινό δόλο, μαζί με την συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε., τέλεσαν περισσότερα αδικήματα, και ειδικότερα: Α) Με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η ζημία, δε, που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Συγκεκριμένα στην ..., κατά τις αρχές Μαρτίου 2009 και σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, η πρώτη κατηγορουμένη, Α. Μ. του Ε., αφού μέσω κοινού γνωστού ήρθε σε επαφή με τον εγκαλούντα Ι. Κ. του Η. και πληροφορήθηκε από αυτόν ότι ενδιαφερόταν να εκδοθεί στο όνομά του άδεια λειτουργίας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ, παρέστησε σ’ αυτόν ψευδώς ότι είχε την δυνατότητα να επιτύγει την ως άνω έκδοση άδειας στο όνομα του εγκαλούντος, διότι είχε πολιτικές γνωριμίες και διασυνδέσεις στους διοικούντες την εταιρία "....", έναντι του χρηματικού ποσού των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€). Πεισθείς στις ως άνω διαβεβαιώσεις, καθώς και στην περαιτέρω διαβεβαίωση της πρώτης κατηγορουμένης ότι η άδεια θα εκδιδόταν εντός δύο μηνών από την κατάθεση της σχετικής αίτησης προς την εταιρία "....", ο εγκαλών κατέβαλε την 10.3.2009 στην πρώτη κατηγορουμένη μέρος του ως άνω ποσού, ανερχόμενο στις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000€), ενώ την 16.3.2009 κατέθεσε την σχετική αίτηση προς την αρμόδια υπάλληλο της άνω εταιρίας, την οποία του είχε ομοίως υποδείξει η πρώτη κατηγορουμένη. Με την πάροδο δύο μηνών από την κατάθεση της σχετικής αίτησης και λόγω της έκφρασης ανησυχίας εκ μέρους του εγκαλούντος για την επιτυχή έκβαση της ως άνω υπόθεσης προς την πρώτη κατηγορουμένη, η τελευταία, αφενός του υπέδειξε την ανάγκη να συγκεντρώσει διάφορα δικαιολογητικά, αφετέρου ανέθεσε στον δεύτερο κατηγορούμενο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον εγκαλούντα. Πράγματι, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Κ. Ρ. του Σ., περί τα τέλη Ιουνίου 2009 τηλεφώνησε στον εγκαλούντα και αφού του παρουσιάσθηκε ως συνεργάτης της πρώτης κατηγορουμένης, του παρέστησε ψευδώς ότι είχαν την δυνατότητα να επιτύχουν την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στο όνομα του εγκαλούντος, διότι είχαν πολιτικές γνωριμίες και διασυνδέσεις στους διοικούντες την εταιρία "....", ότι ήταν θέμα ημερών να εκδοθεί η άδεια στο όνομά του, ότι τα χρήματα τα ήθελαν για να "λαδώσουν" τις γνωριμίες τους, ώστε να εκδοθεί σύντομα η άδεια και ότι τρίτος συνεργάτης τους ήταν ένας συνταξιούχος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ονόματι Α. Σ., ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη και είχε βοηθήσει στην έκδοση και άλλων αδειών, και ότι εν τέλει η έκδοση της άνω άδειας ήταν δουλειά ρουτίνας για τους κατηγορουμένους. Πεισθείς στις ως άνω περαιτέρω διαβεβαιώσεις των δύο κατηγορουμένων, ο εγκαλών κατέβαλε στο ... την 10.7.2009 στην πρώτη κατηγορουμένη το υπόλοιπο μέρος του ως άνω συμφωνηθέντος ποσού, ανερχόμενο στις σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ (45.000€), ενώ την ίδια ημέρα εκείνη του παρέδωσε μία δήλωση του άρθρ. 8 Ν. 1599/1986, όπου δήλωνε μεταξύ άλλων ότι έχει λάβει από τον εγκαλούντα "το ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ για την έκδοση άδειας προπό η οποία έχει εκδοθεί ήδη και καλείται στις 31/07/2009 να παρουσιασθεί στον ΟΠΑΠ για να καταθέσει δικαιολογητικά τον ακινήτου". Περαιτέρω, αφού ο εγκαλών κατέθεσε την 31.7.2009 προς την ως άνω εταιρία τα απαραίτητα δικαιολογητικά, χωρίς όμως έκτοτε να εκδοθεί η ως άνω άδεια, όχλησε διαρκώς τους κατηγορουμένους, εκ των οποίων ο δεύτερος, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2009, του παρέστησε ψευδώς ότι επειδή ήταν πλέον δύσκολη η έκδοση της άδειας θα του επέστρεφαν τα χρήματά του μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2009, αμφότεροι δε οι κατηγορούμενοι, περί την 15.12.2009, ψευδώς τον διαβεβαίωσαν ότι έως την 20.12.2009 θα είχε στην κατοχή του την άδεια, διότι λόγω αλλαγής στην διοίκηση της "...." ο εμφανιζόμενος ως συνεργάτης τους και ως πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε πλέον καλύτερες γνωριμίες και διασυνδέσεις. Όμως, οι ως άνω παραστάσεις των κατηγορουμένων προς τον εγκαλούντα ήταν όλες ψευδείς και οι ίδιοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας τους, διότι στην πραγματικότητα δεν διέθεταν κατάλληλες διασυνδέσεις στους διοικούντες την εταιρία "....", ούτε κατάλληλες πολιτικές γνωριμίες, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στο όνομα του εγκαλούντος, ούτε τέλος γνώριζαν και συνεργάζονταν με πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μεσολαβούσε προς την έκδοση αδειών πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ. Σκοπός των κατηγορουμένων όταν προέβαιναν στις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις τους προς τον εγκαλούντα ήταν να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος αποσπώντας από αυτόν το ποσόν των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€), το οποίο αυτός δεν θα τους κατέβαλε αν είχε επίγνωση της πραγματικότητας. Κατά το ως άνω ποσό, δε, βλάφθηκε η περιουσία του εγκαλούντος, προς αντίστοιχο περιουσιακό όφελος των κατηγορουμένων που το απεκόμισαν παράνομα, με την καταβολή του στην πρώτη κατηγορουμένη ως αμοιβή για την δήθεν ως άνω διαμεσολάβηση αμφοτέρων των κατηγορουμένων, η δε περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος, ποσού ύψους πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€), είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Β) Αφού παρέστησαν ψευδώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτών και εν γένει της επιρροής τους δύνανται να επιτύχουν υπέρ άλλου την σύναψη συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών στο άρθρο 1 του Ν. 5227/1931 αναφερομένων προσώπων ή και ασχέτως προς κάθε σύμβαση να προκαλέσουν οποιαδήποτε πράξη των προσώπων τούτων, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, έλαβαν προς τον σκοπό τούτο αμοιβή υπέρ αυτών. Συγκεκριμένα, στους άνω αναφερόμενους τόπους και χρόνους και με τους τρόπους, οι οποίοι αναλυτικά στο στοιχείο Α του παρόντος περιγράφονται, αφού παρέστησαν στον εγκαλούντα ψευδώς ότι είχαν την δυνατότητα να επιτύχουν από την εταιρία "...." την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στο όνομά του, αφενός λόγω των πολιτικών γνωριμιών και των διασυνδέσεών τους με τους διοικούντες την εταιρία "....", η οποία συνιστά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκει κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς, καθώς λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ως εταιρίας που ασκεί δραστηριότητα κοινής ωφελείας, και αφετέρου λόγω των σχέσεών τους με
συνταξιούχο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη και είχε βοηθήσει στην έκδοση και άλλων παρόμοιων αδειών, έπεισαν τον εγκαλούντα να τους παραδώσει το χρηματικό ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€), και συγκεκριμένα δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000€) την 10.3.2009 και σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ (45.000€) την 10.7.2009, προκειμένου οι κατηγορούμενοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, να το παραδώσουν στις ως άνω γνωριμίες και διασυνδέσεις τους ώστε να εκδοθεί γρήγορα η άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ από την "...." στο όνομα του εγκαλούντος. Όλες, όμως, οι ανωτέρω παραστάσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και οι κατηγορούμενοι το γνώριζαν αυτό, διότι δεν διέθεταν κατάλληλες διασυνδέσεις στους διοικούντες την "....", ούτε κατάλληλες πολιτικές γνωριμίες, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠPO-ΠΟ στο όνομα του εγκαλούντος, ούτε τέλος γνώριζαν και συνεργάζονταν με πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μεσολαβούσε στην έκδοση αδειών πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό (το οποίο δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, αφού περιλαμβάνει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά του κατηγορητηρίου, πέραν των τυπικών στοιχείων αυτού) και στο ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, ως προς την πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της από κοινού απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, για την οποία καταδικάσθηκε o αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 α’ , 45, 79 και 386 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αναφέρονται κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για την ως άνω αξιόποινη πράξη, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά το νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και εκτίμησή τους, ενώ το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, δεν περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Με ακρίβεια προσδιορίζονται, τόσο τα επιλήψιμα για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης ψευδή γεγονότα και η εξ αυτών αιτιωδώς προκληθείσα στον παθόντα πλάνη και η συνδεόμενη με αυτήν περιουσιακή βλάβη, όσο και η υλική αντιστοιχία μεταξύ της συγκεκριμένης ζημίας και του αντίστοιχου οφέλους που πέτυχε και επιδίωξε ο αναιρεσείων, από κοινού με την προαναφερθείσα συγκατηγορούμενή του. Ακόμη διαλαμβάνεται επαρκής αιτιολογία ως προς το δόλο του αναιρεσείοντος για την τέλεση της πράξεως της απάτης από κοινού για την οποία καταδικάστηκε, αφού κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκείνος α) τέλεσε την πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού, με σκοπό να αποκομίσει μαζί με τη συγκατηγορούμενή του, Α. Μ., παράνομο περιουσιακό όφελος αποσπώντας από τον εγκαλούντα Ι. Κ. το ποσό των 55.000 ευρώ προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις τους με τους διοικούντες την εταιρεία "....", τις πολιτικές γνωριμίες τους και τη γνωριμία τους με συνταξιούχο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ποσό το οποίο ο εγκαλών δεν θα τους κατέβαλε αν είχε επίγνωση της πραγματικότητας, καθόσον οι κατηγορούμενοι δεν διέθεταν ούτε τις πολιτικές διασυνδέσεις ούτε και τις ως άνω γνωριμίες, για τις οποίες ψευδώς τον διαβεβαίωναν. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η απάτη τελέστηκε με τον τρόπο της παραπλάνησης του εγκαλούντος δια της παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών, δηλαδή με θετική απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, περί ασάφειας λόγω αναφοράς δύο τρόπων τελέσεως της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης της απάτης και δη της παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών και της αθέμιτης απόκρυψης αληθινών γεγονότων, είναι αβάσιμα. Επίσης, από τις ως άνω αιτιολογίες και τα συμφραζόμενά τους, με σαφήνεια προκύπτει ο απαιτούμενος για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της απάτης με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη υπερχειλής δόλος, καθόσον ο σκοπός του κατηγορουμένου και της συναυτουργού του ήταν η παράνομη αποκόμιση από τον Ι. Κ. περιουσιακού οφέλους, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 55.000 ευρώ που τους έδωσε, προκειμένου να επιτύχει με την δήθεν μεσολάβησή τους την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του. Επομένως, ενόψει τούτων, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι, οι δε αιτιάσεις που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως και πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες.
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποία ορίζεται ότι "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις", προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξεως μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδικάσεως της υποθέσεως, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τελέσεως της πράξεως νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. γ’ , 514 εδ. δ’ περ. β και 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταστεί ανέγκλητη η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 3/1995). Πολύ δε περισσότερο, αν η πράξη κατέστη ανέγκλητη πριν την εκδίκαση της υποθέσεως και την έκδοση της προσβαλλόμενης με την αίτηση αναιρέσεως αποφάσεως, τότε, αφού υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του ως άνω άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., ο Άρειος Πάγος, ακόμη και αν ο αναιρεσείων δεν επικαλείται και δεν προτείνει σχετικό λόγο στην αίτησή του, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 511 εδ, α’ του Κ.Ποιν.Δ., εφόσον είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως και εμφανισθεί ο αναιρεσείων, εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ως άνω λόγο αναιρέσεως που εμπίπτει στον λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 οριζόταν ότι: "Με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματικην ποινήν δέκα χιλιάδων (10.000) μέχρις ενός εκατομμυρίου δραχμών (1.000.000) τιμωρείται όστις παριστών ψευδώς ή αληθώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτού ή εκ της ιδιότητός του ή εν γένει της επιρροής και του κύρους αυτού δύναται να επιτύχη υπέρ άλλου ή και υπέρ εαυτού, αλλά διά λογαριασμόν άλλου, την σύναψιν οιασδήποτε συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών εν άρθρω 1 του παρόντος αναφερομένων προσώπων ή και ασχέτως προς πάσαν σύμβασιν προκαλέση οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν των προσώπων τούτων, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, λαμβάνει αμοιβήν ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεσιν τοιαύτης αμοιβής ή ανταλλάγματος υπέρ εαυτού ή τρίτου. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το άρθρο πρώτο περ. ΙΕ, υποπερ. 20 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85/07/04/2014) και έπαυσε να ισχύει από της ενάρξεως ισχύος του τελευταίου νόμου, δηλαδή από 7-4-2014, οπότε, έκτοτε, η ως άνω αξιόποινη πράξη που προβλεπόταν από το άρθρο 11 του Ν. 5227/1931, έπαυσε να είναι αξιόποινη και κατέστη ανέγκλητη. Παρά ταύτα, ενώ η ως άνω παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 έπαυσε να είναι αξιόποινη και κατέστη ανέγκλητη από 7-4-2014, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, στις 21-9-2016 κήρυξε ενόχους από κοινού τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και την συγκατηγορούμενη του Α. Μ. για παράβαση του καταργηθέντος άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και καταδίκασε τον καθένα απ’ αυτούς, για την παράβασή του, σε φυλάκιση ενός έτους και σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Έτσι, όμως, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και αφού η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και παρίσταται ο αναιρεσείων, πρέπει κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα και παραδοχή του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και κατά το μέρος που του επέβαλε για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ, αλλά και κατά το μέρος που του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων της πράξεως αυτής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 469 του Κ.Ποιν.Δ., "Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση της συνάφειας (άρθρ.128 και 131) ισχύει ο ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα, να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του". Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που εδικαιούτο να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην άρμοζαν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν, αλλά δεν το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν, και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου, έστω και αν δεν χορηγείται σε αυτόν από τον Κ.Ποιν.Δ. το ένδικο μέσο, τόσον της εφέσεως, όσον και της αναιρέσεως, επέκταση της ευνοϊκής κρίσεως του ανώτερου δικαστηρίου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί, με απόφαση ή βούλευμα, δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό ή εν μέρει δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφ’ όσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνον για αντικειμενικούς λόγους, που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο, όπως είναι το μη αξιόποινο της πράξεως, το κατ’ ουσίαν ανύπαρκτο της κατηγορίας κ.λπ. και όχι για λόγους προσωπικούς. Οι ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα, δικαιούνται: α) να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ίδιους λόγους, κύριους ή πρόσθετους και β) αν δε συμμετείχαν στη διαδικασία ή στη δίκη επί του ενδίκου μέσου του άλλου ή αν το δικαστήριο δεν επεξέτεινε και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως, όπως μπορούσε, το ευεργετικό αποτέλεσμα, να ασκήσουν μεταγενέστερα αυτοτελή αίτηση στο δικάσαν το ένδικο μέσο και να ζητήσουν συμπλήρωση της εκδοθείσας αποφάσεως ή του βουλεύματος, ώστε να ωφεληθούν από το τυχόν ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του άλλου. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 5206/2016 αποφάσεως, προκύπτει ότι κατ’ έφεση καταδικάσθηκε για την από κοινού παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931, εκτός από τον άνω αναιρεσείοντα και η συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε. και της επιβλήθηκε και αυτής για την ίδια, ακριβώς, πράξη ποινή φυλακίσεως ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφού η αίτηση αναίρεσης γίνεται δεκτή για τον αναιρεσείοντα συναυτουργό της για λόγο που δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό του και συγκεκριμένα επειδή όταν εκδικαζόταν η υπόθεση κατ’ έφεση είχε καταργηθεί η ποινική διάταξη που προέβλεπε και τιμωρούσε την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και είχε καταστεί η πράξη ανέγκλητη, συντρέχει νόμιμη περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και ως προς την ως άνω συναυτουργό του αναιρεσείοντος και συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε., η οποία δεν έχει ασκήσει αίτηση αναιρέσεως και πρέπει και ως προς αυτήν να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που την κήρυξε ένοχη από κοινού με τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και κατά το μέρος που του επέβαλε για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ, αλλά και κατά το μέρος που της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση και να κηρυχθεί και αυτή αθώα της ως άνω πράξεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 19-10-2016 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Ρ. του Σ. και της Κ., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-10-2016, για αναίρεση της 5206/2016 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΑΝΑΙΡΕΙ την 5206/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για από κοινού παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και του επέβαλε ποινή ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ καθώς και ως προς τη συνολική ποινή που επέβαλε κατά συγχώνευση σ’ αυτόν.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ αθώο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: Ενεργώντας μετά από συναπόφαση, από κοινού και με κοινό δόλο, μαζί με την συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε., αφού παρέστησαν ψευδώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτών και εν γένει της επιρροής τους δύνανται να επιτύχουν υπέρ άλλου την σύναψη συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών στο άρθρο 1 του Ν. 5227/1931 αναφερομένων προσώπων ή και ασχέτως προς κάθε σύμβαση να προκαλέσουν οποιαδήποτε πράξη των προσώπων τούτων, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, έλαβαν προς τον σκοπό τούτο αμοιβή υπέρ αυτών. Συγκεκριμένα, στην ... και στο ..., στους αναφερόμενους κατωτέρω χρόνους, αφού παρέστησαν στον εγκαλούντα ψευδώς ότι είχαν την δυνατότητα να επιτύχουν από την εταιρία "...." την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στο όνομά του, αφενός λόγω των πολιτικών γνωριμιών και των διασυνδέσεών τους με τους διοικούντες την εταιρία "....", η οποία συνιστά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκει κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς, καθώς λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ως εταιρίας που ασκεί δραστηριότητα κοινής ωφελείας, και αφετέρου λόγω των σχέσεών τους με συνταξιούχο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη και είχε βοηθήσει στην έκδοση και άλλων παρόμοιων αδειών, έπεισαν τον εγκαλούντα να τους παραδώσει το χρηματικό ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€), και συγκεκριμένα δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000€) την 10.3.2009 στη ... και σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ (45.000€) την 10.7.2009 στο ..., προκειμένου οι κατηγορούμενοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, να το παραδώσουν στις ως άνω γνωριμίες και διασυνδέσεις τους ώστε να εκδοθεί γρήγορα η άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ από την "...." στο όνομα του εγκαλούντος. Όλες, όμως, οι ανωτέρω παραστάσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και οι κατηγορούμενοι το γνώριζαν αυτό, διότι δεν διέθεταν κατάλληλες διασυνδέσεις στους διοικούντες την "....", ούτε κατάλληλες πολιτικές γνωριμίες, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠPO-ΠΟ στο όνομα του εγκαλούντος, ούτε τέλος γνώριζαν και συνεργάζονταν με πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μεσολαβούσε στην έκδοση αδειών πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ.
ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΙ το ανωτέρο ωφέλιμο αποτέλεσμα της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και ως προς την ως άνω συναυτουργό του αναιρεσείοντος και συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε. και της Έ., η οποία δεν έχει ασκήσει αίτηση αναιρέσεως.
ΑΝΑΙΡΕΙ και ως προς αυτήν την 5206/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που την κήρυξε ένοχη για από κοινού παράβαση του άρθρου 11 του Ν. 5227/1931 και της επέβαλε ποινή ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ καθώς και ως προς τη συνολική ποινή που της επέβαλε κατά συγχώνευση.
Και
ΚΗΡΥΣΣΕΙ αθώα την ως άνω συναυτουργό του αναιρεσείοντος και συγκατηγορούμενή του Α. Μ. του Ε. του ότι: Ενεργώντας μετά από συναπόφαση, από κοινού και με κοινό δόλο, μαζί με τον συγκατηγορούμενό της και αναιρεσείοντα Κ. Ρ. του Σ., αφού παρέστησαν ψευδώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτών και εν γένει της επιρροής τους δύνανται να επιτύχουν υπέρ άλλου την σύναψη συμβάσεως μετά του Δημοσίου ή των λοιπών στο άρθρο 1 του Ν. 5227/1931 αναφερομένων προσώπων ή και ασχέτως προς κάθε σύμβαση να προκαλέσουν οποιαδήποτε πράξη των προσώπων τούτων, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων αυτών, έλαβαν προς τον σκοπό τούτο αμοιβή υπέρ αυτών. Συγκεκριμένα, στην ... και στο ..., στους αναφερόμενους κατωτέρω χρόνους, αφού παρέστησαν στον εγκαλούντα ψευδώς ότι είχαν την δυνατότητα να επιτύχουν από την εταιρία "...." την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ στο όνομά του, αφενός λόγω των πολιτικών γνωριμιών και των διασυνδέσεών τους με τους διοικούντες την εταιρία "....", η οποία συνιστά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκει κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς, καθώς λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ως εταιρίας που ασκεί δραστηριότητα κοινής ωφελείας, και αφετέρου λόγω των σχέσεών τους με συνταξιούχο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη και είχε βοηθήσει στην έκδοση και άλλων παρόμοιων αδειών, έπεισαν τον εγκαλούντα να τους παραδώσει το χρηματικό ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000€), και συγκεκριμένα δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000€) την 10.3.2009 στη ... και σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ (45.000€) την 10.7.2009 στο ..., προκειμένου οι κατηγορούμενοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, να το παραδώσουν στις ως άνω γνωριμίες και διασυνδέσεις τους ώστε να εκδοθεί γρήγορα η άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ από την "...." στο όνομα του εγκαλούντος. Όλες, όμως, οι ανωτέρω παραστάσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και οι κατηγορούμενοι το γνώριζαν αυτό, διότι δεν διέθεταν κατάλληλες διασυνδέσεις στους διοικούντες την "....", ούτε κατάλληλες πολιτικές γνωριμίες, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση άδειας πρακτορείου ΠPO-ΠΟ στο όνομα του εγκαλούντος, ούτε τέλος γνώριζαν και συνεργάζονταν με πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μεσολαβούσε στην έκδοση αδειών πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Μαρτίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απάτη από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Παραβίαση του Ν. 5227/1931 από κοινού. Η δεύτερη πράξη κατέστη ανέγκλητη. Αναιρεί εν μέρει για δεύτερη πράξη και ως προς τη συνολική ποινή. Κηρύσσει αθώο για δεύτερη πράξη. Επεκτείνει το αποτέλεσμα της αιτήσεως αναιρέσεως και στην συναυτουργό που δεν έχει ασκήσει αναίρεση. | Απάτη | Απάτη, Αναίρεση μερική. | 0 |
Αριθμός 1483/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Τ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πάτρα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 11/2016 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ευβοίας.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ευβοίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2016, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 9-12-2016 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Τ. του Δ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθ. …/9-2-2016 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Ευβοίας, με την οποία ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθ. 11/2016 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ευβοίας, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 25/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Η αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την υπέρβαση εξουσίας, είναι παραδεκτή (πρβλ. Α.Ε.Δ. 33/1995) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Από τις διατάξεις του άρθρο 501 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ορίζεται ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί ο εκκαλών αυτοπροσώπως ή δια του συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340 του Κ.Ποιν.Δ., η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λπ.. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, 33 παρ. 5 του Ν. 4055/2012 και 93 παρ. 4 του Ν.4139/2013, "1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή. 4. Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι τρεις φορές. Κατά τη διακοπή της συνεδρίασης ο πρόεδρος κατανέμει τις μη εκδικασθείσες υποθέσεις του πινακίου στις επόμενες μετά τη διακοπή συνεδριάσεις. 5. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν κλητεύονται μόνο οι απόντες. 6. Εάν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του". Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου και το οποίο δεν μπόρεσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανέναν τρόπο. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην του κρίση του. Η αιτιολογία αυτή απαιτείται και για την παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να εμφανιστεί στο δικαστήριο (άρθρο 349 Κ.Ποιν.Δ.), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αλλιώς το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε αόριστο αίτημα. Ειδικότερα, η απαιτούμενη, κατά το άρθρο. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει, όπως προαναφέρθηκε, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, η δε εν συνεχεία απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Έλλειψη αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας αποφάσεως που απορρίπτει το αίτημα αναβολής, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους κατέληξε στην κρίση του για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της κατ' έφεση δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Εύβοιας, το οποίο δίκασε επί εφέσεως του κατηγορουμένου, η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 11/2016 απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 25/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε και απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη, προκύπτει ότι μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου Σ. Τ. του Δ., εμφανίσθηκε η μητέρα του Α. Γ., η οποία ανήγγειλε ότι ο μη εμφανισθείς κατηγορούμενος δεν μπορεί να προσέλθει στο δικαστήριο διότι είναι άρρωστος και ζήτησε ως άγγελός του την αναβολή της δίκης, εξετάστηκε η ίδια ως μάρτυρας προς υποστήριξη του αιτήματος αναβολής και προσκόμισε και την από 7-1-2016 ιατρική βεβαίωση της ιατρού Α. Μ., η οποία και αναγνώσθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις των άρθρων 349 παρ.1 και 2 α' και 501 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., απέρριψε το αίτημα αναβολής με την ακόλουθη, επί λέξει, αιτιολογία: "Στην υπό κρίση υπόθεση εμφανίστηκε στο ακροατήριο η μητέρα του εκκαλούντα- κατηγορούμενου Α. Γ., ως άγγελος και υπέβαλε για λογαριασμό του, αίτημα αναβολής της δίκης, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους υγείας του. Στην από 7-1-2016 ιατρική βεβαίωση της Γενικής Χειρούργου -ογκολόγου Α. Μ., ιατρού της "..." ... Σαλαμίνας, που προσκόμισε και αναγνώσθηκε, αναγράφεται ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από κοιλιακό άλγος με έντονο μετεωρισμό, ερυγές και διαρροϊκό σύνδρομο καθώς και από πυρετική συνδρομή έως και 39° από διημέρου. Ότι είναι καταβεβλημένος και ακολουθεί συμπτωματολογική θεραπεία μικροβιακής γαστρεντερίτιδας με καθημερινή παρακολούθηση ιατρική κατ' οίκον. Ότι χρήζει ανάπαυσης και αποφυγής σωματικού κάματου επί εβδομάδος. Επίσης επί μη υφέσεως των συμπτωμάτων χρήζει διακομιδής σε νοσοκομείο. Η δε παραπάνω μητέρα του που εξετάστηκε κατέθεσε ότι, ο γιός της είναι άρρωστος σήμερα, έχει προβλήματα υγείας χρόνια. Είχε στους λεμφαδένες καρκίνο, έχει κάνει χημειοθεραπείες, και το έχει ξεπεράσει τώρα. Είναι στο κρεβάτι. Δεν έχουν και χρήματα να πληρώσουν τον δικηγόρο, πρέπει να μαζέψουν πρώτα. Από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όμως, δεν εξάγεται, αναμφίβολα, ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την παρούσα δικάσιμο ένεκα σοβαρών λόγων υγείας. Ειδικότερα, η πιο πάνω από 7-1-2016 ιατρική βεβαίωση, που χορηγήθηκε κατόπιν αίτησης της συζύγου του κατηγορουμένου, για δικαστική χρήση, εκτός του ότι δεν προκύπτει σαφώς πως είναι έγγραφο που εκδόθηκε από νοσηλευτικό ίδρυμα, δεν είναι και πειστική ως προς το περιεχόμενό της. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει αν η ιατρός που την υπογράφει εξέτασε η ίδια τον κατηγορούμενο, πότε και σε ποιόν χώρο και ότι αυτός είναι αδύνατον να μετακινηθεί και να εμφανισθεί στο Δικαστήριο. Εξάλλου, η μάρτυρας μητέρα του, στην κατάθεσή της αναφέρεται σε καρκίνο των λεμφαδένων, για την αντιμετώπιση του οποίου ο κατηγορούμενος είχε στο παρελθόν υποβληθεί σε χημειοθεραπείες. Επίσης σε χρόνια προβλήματα υγείας του αορίστως και ότι κατά τη σημερινή δικάσιμο είναι κλινήρης χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένη ασθένειά του, ενώ δευτερευόντως φαίνεται να αποδίδει την μη εμφάνισή του και σε οικονομική δυσχέρεια να εξασφαλίσει συνήγορο υπεράσπισης της εκλογής του. Μετά από αυτά, και σημειωτέον ότι η υπόθεση έχει αναβληθεί από την αρχική δικάσιμο της 8-5-2015 πάλι με αίτημα του απόντος και μη νόμιμα εκπροσωπούμενου τότε κατηγορουμένου και ότι επίκειται άμεσος κίνδυνος παραγραφής πλημμεληματικών πράξεων που φέρουν χρόνο τέλεσης στις αρχές του έτους 2008 και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2008, το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου κρίνεται προβληματικό και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο". Με τις παραδοχές και τις αιτιολογίες αυτές, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης λόγω ασθένειάς του, καθόσον διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) Ότι από την αναγνωσθείσα βεβαίωση της ιατρού Α. Μ., Γενικής Χειρουργού Ογκολόγου, δεν προκύπτει αν αυτή προέρχεται από νοσηλευτικό ίδρυμα, όπως απαιτεί ο νόμος, ούτε αν ο φερόμενος ως ασθενής κατηγορούμενος εξετάσθηκε από την ίδια, πότε και σε ποιόν χώρο, αλλ' ούτε και ότι αυτός είναι αδύνατον να μετακινηθεί και να εμφανισθεί στο Δικαστήριο, ώστε να δύναται να συναχθεί εξ αυτού αδυναμία μεταβάσεώς του στο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, αλλά απλώς γίνεται σύσταση περί ανάπαυσης και αποφυγής σωματικού κάματου επί εβδομάδος. β) Ότι η μητέρα του, που εξετάστηκε ως μάρτυρας, δεν επικαλέστηκε και δεν στήριξε το αίτημα της αναβολής, που υπέβαλε ως άγγελος για λογαριασμό του, στην ασθένεια που είχε εκείνη την ημέρα, την οποία δεν προσδιόρισε, αλλά αορίστως σε χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και σε οικονομικά προβλήματα που είχε και δεν του επέτρεπαν τότε να διορίσει δικηγόρο επιλογής του. γ) Ότι η υπόθεση είχε αναβληθεί από την αρχική δικάσιμο της 8-5-2015 πάλι με αίτημα του απόντος και μη νόμιμα εκπροσωπούμενου τότε κατηγορουμένου (οπότε κατά το άρθρο 349 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. είχε αναβληθεί με αίτημά του ως διαδίκου, μία μόνο φορά, η υπόθεση για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας) δ) Ότι επίκειται άμεσος κίνδυνος παραγραφής πλημμεληματικών πράξεων που φέρουν χρόνο τέλεσης στις αρχές του έτους 2008 και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2008. Και ε) Ότι από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο σκεπτικό του δεν πείθεται περί της αδυναμίας εμφανίσεως του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο ένεκα σοβαρών λόγων υγείας. Δηλαδή, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά, οι αποδείξεις και οι συλλογισμοί που οδήγησαν το Εφετείο στην απορριπτική του κρίση για το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε, οι δε περί του εναντίου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η αναφορά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως του κινδύνου παραγραφής των πλημμεληματικών πράξεων, δεν στηρίζει αποκλειστικά από μόνη της την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αλλά αναφέρεται προς ενίσχυση της κρίσεως του Δικαστηρίου ότι δεν πείθεται ότι από λόγους υγείας δεν μπόρεσε να εμφανισθεί στο Δικαστήριο ο αναιρεσείων, η δε αναφορά στην απόφαση ότι χορηγήθηκε και προηγούμενη φορά αναβολή με αίτημα του κατηγορουμένου, γίνεται, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ.1 του Κ.Ποι.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, "το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας". Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν προκύπτει αν αξιολογήθηκε το περιεχόμενο της ιατρικής γνωμάτευσης είναι επίσης αβάσιμη, αφού προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ότι συνεκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε η αναγνωσθείσα ιατρική γνωμάτευση, οι δε λοιπές αιτιάσεις του, οι οποίες πλήττουν την αξιολόγηση της ιατρικής γνωματεύσεως και της καταθέσεως της μάρτυρος από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της αντιφατικής αιτιολογίας, πλήττεται στην πραγματικότητα απαραδέκτως η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, το οποίο δέχθηκε ότι από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγησή τους, δεν συνάγεται αδυναμία μεταβάσεώς του κατηγορουμένου στο δικαστήριο από σοβαρό λόγο υγείας, που συνιστά και λόγο ανώτερης βίας, ο οποίος όμως πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο από νοσηλευτικό ίδρυμα, αφού, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 349 του Κ.Ποιν.Δ., η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου για λόγους υγείας διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ευβοίας, με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και εν συνεχεία απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αφού αυτός, παρόλο που κλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο, οι δε λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε και συνακόλουθα και η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας γιατί προχώρησε και τον καταδίκασε χωρίς να απορρίψει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το αίτημα αναβολής που υπέβαλε, είναι αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν, αφού αμφότεροι οι λόγοι τη αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-12-2016 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Τ. του Δ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθ. …/9-2-2016 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Ευβοίας, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 11/2016 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ευβοίας, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 25/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε αίτημα αναβολής και απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως ανυποστήρικτο, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1484/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου K. Χ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Λαμπρόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 3633/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Σεπτεμβρίου 2015, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς το σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Είναι δε γεγονότα κατά την έννοια του νόμου και τα αναφερόμενα στο μέλλον γεγονότα και υποσχέσεις, όταν συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν, κατά τρόπο που να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 Π.Κ.)". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη, η οποία επιχειρείται με δόλο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος, σαν τέτοια δε πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, αν δεν ήθελε από οποιοδήποτε λόγο ανακοπεί, οδηγεί, αναμφισβήτητα, στην πραγμάτωση του εγκλήματος ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος επιχείρησε να εκτελέσει πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό". Με την διάταξη αυτή, ως απρόσφορη απόπειρα νοείται η απόλυτα απρόσφορη απόπειρα. Τούτο, διότι στον Ποινικό Κώδικα η σχετικά απρόσφορη απόπειρα τιμωρείται κατά το άρθρο 42, όπως η πρόσφορη, δηλαδή το μισοτελειωμένο έγκλημα. Σχετικά απρόσφορη είναι η απόπειρα όταν το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ή η ενέργεια που έγινε, είναι μεν καθεαυτά πρόσφορα για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ικανά να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είτε λόγω αδεξιότητας της ενέργειας, είτε λόγω απολύτως τυχαίων περιστάσεων. Αν όμως το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση της απάτης είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση αυτής, υπάρχει, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του Π.Κ., απόλυτα απρόσφορη απόπειρα και ο δράστης τιμωρείται με την ελαττωμένη ποινή της απόπειρας, μειωμένη στο ήμισυ. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολομ. Α.Π. 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολομ. Α.Π. 3/2008 και 1/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3633/2015 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για απάτη κατ' εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τετελεσμένη και σε απόπειρα και για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών για την απάτη και δώδεκα (12) μηνών για την πλαστογραφία και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή φυλακίσεως (30 + 6) τριάντα έξι (36) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα το χρονικό διάστημα από Αύγουστο έτους 2012 έως την 10-10-12 τέλεσε και αποπειράθηκε να τελέσει το αδίκημα της απάτης με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του παρακάτω εγκλήματος. Ειδικότερα από αρχές Αυγούστου 2012 μέχρι 10-8-12 με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και μάλιστα μετέβη στο επί της οδού ... Αθήνα κατάστημα με την επωνυμία Κ. και παρέστησε στον αρμόδιο υπάλληλο εν γνώσει του ψευδώς ότι ονομάζεται Κ. Π. προσκομίζοντας σ' αυτόν το με αρ. ... πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας. Έτσι τον έπεισε να του πωλήσει και να του παραδώσει την 10-8-12 μία τηλεόραση τύπου Samsung 46 ιντσών αντί τιμήματος 926,24 ευρώ μέρος του οποίου (858,16 ευρώ) κατεβλήθη από δάνειο εκδοθέν και εκταμιευθέν από την Ε.Τ.Ε. κατόπιν αιτήσεως και προσκομίσεως του παραπάνω πλαστού δικαιολογητικού (ταυτότητας) που υπέβαλε ο κατηγορούμενος με την διαμεσολάβηση της παραπάνω επιχείρησης αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος 858,19 ευρώ με αντίστοιχη ζημία της επιχείρησης και της τράπεζας. Αν ο αρμόδιος υπάλληλος γνώριζε ότι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς και το δελτίο ταυτότητας που προσκόμισε πλαστό δεν θα μεσολαβούσε για την έκδοση του δανείου και δεν θα επιτυγχάνετο η εκταμίευσή του από την Ε.Τ.Ε.. Εξάλλου ο ίδιος αφού αποφάσισε να τελέσει το αδίκημα της απάτης επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του πλημμελήματος αυτού. Συγκεκριμένα με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος και να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών εμφανίστηκε α) την 4-10-12 και 10-10-12 στην αρμόδια υπάλληλο του επί της ... καταστήματος Ε.Τ.Ε. Σ. Χ. β) την 4 ή 5-12-12 στον αρμόδιο υπάλληλο του επί της οδού ... καταστήματος της τράπεζας Probank Ι. Π. και γ) την 9-10-12 στον αρμόδιο υπάλληλο του επί της οδού ... καταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας και παρέστησε σ' αυτούς εν γνώσει του τα παρακάτω ψευδή α) Στην πρώτη ότι είναι νόμιμος κάτοχος του με αρ. ... Δ.Α.Τ. με στοιχεία κατόχου Κ. Π. του Γ. που προσκόμισε σε φωτοαντίγραφο β) Στους λοιπούς ότι ήταν κάτοχος του παραπάνω Δ.Α.Τ., φωτοαντιγράφου ενιαίου εκκαθαριστικού σημειώματος φυσικού προσώπου επ' ονόματι Κ. Π. και βεβαίωσης εργοδότη της εταιρείας με την επωνυμία "... και επιπλέον στον τελευταίο (υπάλληλο Α.Τ.Ε.) και υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει υποβάλει έντυπο Ε9, καθώς και έντυπο Ε1. Τα παραπάνω δικαιολογητικά ήταν όλα πλαστά. Με αυτά ο κατηγορούμενος αποπειράθηκε να πείσει τους προαναφερθέντες να προβούν στην έγκριση και εκταμίευση καταναλωτικών δανείων ύψους 10.000, 10.000 και 5.000 ευρώ αντίστοιχα. Η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε επειδή οι παθόντες και ανεξάρτητα από τη θέλησή του, αντιλήφθηκαν τους ψευδείς ισχυρισμούς του με αποτέλεσμα να απορριφθούν τα αιτήματά του και μάλιστα να συλληφθεί από ειδοποιηθέντα αστυνομικά όργανα κατά την προσέλευσή του προς εκταμίευση του δανείου στην Ε.Τ.Ε.. Μετά από αυτά, τα οποία προκύπτουν από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και επιρωνύονται και από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως που καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος "παρασύρθηκε", ο τελευταίος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, απορριπτομένου του ισχυρισμού του περί απρόσφορης απόπειρας, δεδομένου ότι το μέσο που επιχείρησε να τελέσει την πράξη δεν αποδεικνύεται ότι ήταν τέτοιο ώστε να αποβαίνει τελείως αδύνατη η τέλεση του αδικήματος αυτού. Επίσης ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη της πλαστογραφίας για την οποία κατηγορείται διότι από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτών. Συγκεκριμένα κατάρτισε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας έγγραφα και έκανε χρήση αυτών προσκομίζοντάς τα στους υπεύθυνους υπαλλήλους διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων αιτούμενος την χορήγηση δανείων είτε για τη χρηματοδότηση αγοράς του είτε για εκταμίευση καταναλωτικών δανείων (όπως παραπάνω αναφέρεται), παραπλανώντας αυτούς ότι δήθεν είναι νόμιμος κάτοχος αυτών". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Αύγουστο του έτους 2012 έως και την 10-10-2012: Α) Με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση-του ιδίου εγκλήματος: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Αυγούστου 2012 έως την 10-8-2012, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα αφού μετέβη στο επί της ... Κατάστημα με την επωνυμία ... παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον υπεύθυνο ότι ονομάζεται Π. Κ. και προσκομίζοντας σ' αυτόν το με αρ. ... πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, έπεισε αυτόν να του πωλήσει και να του παραδώσει στις 10-8-2012 μία τηλεόραση μάρκας SAMSUNG 46 ιντσών αντί του τιμήματος των (926,24) ευρώ μέρος του οποίου (858,19) ευρώ κατεβλήθη από δάνειο που εξεδόθη και εκταμιεύθηκε από την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ κατόπιν προσκομίσεως των ανωτέρω πλαστών δικαιολογητικών και αιτήσεως που υπέβαλε ο κατηγορούμενος με τη διαμεσολάβηση της ανωτέρω επιχείρησης; αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομο όφελος κατά το ποσό των (858,19) ευρώ, με αντίστοιχη ζημιά περιουσίας της ανωτέρω επιχείρησης και της τράπεζας, καθόσον αν οι υπεύθυνοι της επιχείρησης γνώριζαν ότι οι προεκτεθέντες ισχυρισμοί και διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς, και ότι τα εν λόγω δικαιολογητικά που προσκόμισε ήταν πλαστά δεν θα μεσολαβούσαν για την έκδοση του ανωτέρω δανείου και δεν θα επιτύγχανε την εκταμίευση αυτού από την προαναφερόμενη τράπεζα. 2) Αφού αποφάσισε να εκτελέσει το πλημμέλημα της απάτης, δηλαδή με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του πλημμελήματος τούτου. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς: α) στις 4-10-2012 και 10-10-2012 στην αρμόδια υπάλληλο της επί της ... κείμενης Εθνικής Τράπεζας Σ. Χ. ότι είναι νόμιμος κάτοχος του με αρ. ... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας με στοιχεία κατόχου Π. Κ. του Γ. που προσκόμισε σε φωτοαντίγραφο, β) στις 4 ή 5-10-2012 στον αρμόδιο υπάλληλο Ι. Π. της επί της οδού ..., Νέα Ιωνία, τράπεζας PROBANK ότι είναι νόμιμος κάτοχος φωτοαντίγραφου του ανωτέρω δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, φωτοαντίγραφου ενιαίου εκκαθαριστικού σημειώματος φυσικών προσώπων, επ' ονόματι Π. Κ. και βεβαίωσης εργοδότη της εταιρείας. με την επωνυμία "... ΕΠΕ" και γ) στις 9-10-2012 στον αρμόδιο υπάλληλο της επί της οδού ..., Αγροτικής Τράπεζας ότι είναι νόμιμος κάτοχος φωτοαντίγραφου του ανωτέρω δελτίου ταυτότητας, φωτοαντίγραφου ενιαίου εκκαθαριστικού σημειώματος φυσικού προσώπου επ' ονόματι Π. Κ., βεβαίωσης εργοδότη της εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΠΕ" και υπεύθυνης δήλωσης του ότι δεν έχει υποβάλλει έντυπο Ε9 στην Εφορία, καθώς και έντυπο Ε1, τα οποία όμως ήταν όλα πλαστά και αποπειράθηκε έτσι να τους πείσει να προβούν στην έγκριση και στη συνέχεια στην εκταμίευση καταναλωτικών και προσωπικών δανείων ύψους (10.000), (10.000) και (5.000) ευρώ αντίστοιχα, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο όφελος κατά τα ποσά αυτά με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των παθόντων, πλην, όμως, η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, δηλαδή γιατί οι παθόντες αντιλήφθηκαν τους ψευδείς ισχυρισμούς αυτού και συγκεκριμένα την πλαστότητα των προσκομισθέντων από αυτόν δικαιολογητικών εγγράφων με αποτέλεσμα να απορριφθούν τα ανωτέρω αιτήματά του και να συλληφθεί από ειδοποιηθέντα αστυνομικά όργανα. Η ζημία δε που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Β) Κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Συγκεκριμένα, κατήρτισε α) το υπ' αρ. ... πλαστό δελτίο ταυτότητας με στοιχεία κατόχου Π. Κ. του Γ., στο οποίο είχε θέσει τη φωτογραφία του, πλαστές σφραγίδες της αρμόδιας αρχής και δη της Υπ/νσης Ασφαλείας Παραρτήματος Πρωτεύουσας (ανύπαρκτης υπηρεσίας) και υπογραφή κατ' απομίμηση του υπαλλήλου της ανωτέρω υπηρεσίας, β) έξι βεβαιώσεις εργοδότη της επιχείρησης με την επωνυμία "... ΕΠΕ", γ) έξι φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων οικονομικού έτους 2012 με στοιχεία Π. Κ. και δ) πλήθος εντύπων φορολογικού περιεχομένου στα οποία είχε θέσει πλαστές σφραγίδες των αρμόδιων αρχών, πλαστές σφραγίδες και υπογραφές κατ' απομίμηση των υπαλλήλων τους και των πλαστών αυτών εγγράφων έκανε χρήση, προσκομίζοντας τα στους υπεύθυνους υπαλλήλους διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων, αιτούμενος τη χορήγηση δανείων είτε για τη χρηματοδότηση των αγορών του είτε για την εκταμίευση καταναλωτικών δανείων, παραπλανώντας αυτούς ότι (δήθεν) είναι νόμιμος κάτοχος αυτών". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων της απάτης κατ' εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τετελεσμένης και σε απόπειρα και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάσθηκε o αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 α', 42 παρ. 1, 51, 53, 57, 79, 98, 216 παρ.1 και 386 παρ. 1 α' του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τις ποινικές υποστάσεις των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αναφέρονται κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά το νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και εκτίμησή τους, ενώ το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, δεν περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Με ακρίβεια προσδιορίζονται, τόσο τα επιλήψιμα για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης ψευδή γεγονότα και η εξ αυτών αιτιωδώς προκληθείσα στους παθόντες πλάνη και η συνδεόμενη με αυτήν περιουσιακή βλάβη, όσο και η υλική αντιστοιχία μεταξύ της συγκεκριμένης ζημίας και του αντίστοιχου οφέλους που πέτυχε και επιδίωξε ο αναιρεσείων, το δικαστήριο δε αιτιολογεί επαρκώς τον άμεσο δόλο αυτού, ο οποίος, με την χρήση πλαστών εγγράφων που ο ίδιος είχε καταρτίσει και με επίγνωση της αναλήθειας των ψευδών παραστάσεών του προς τους υπαλλήλους των Τραπεζών που αναφέρονται στο σκεπτικό, καθώς και του υπαλλήλου του καταστήματος "..." επί της λεωφόρου ... πέτυχε να προσποριστεί το ποσό των 858,19 ευρώ και αποπειράθηκε να προσποριστεί το ποσό των 25.000 ευρώ , με αντίστοιχη ζημία των παθόντων. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο χωρίς επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί μετατροπής της κατηγορίας από απόπειρες απατών σε απρόσφορες απόπειρες απατών και η άμεσα συναρτώμενη με αυτήν αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της περί απρόσφορης απόπειρας διατάξεως του άρθρου 43 του Π.Κ είναι αβάσιμες, γιατί το δικαστήριο ορθά απέρριψε τον ισχυρισμό του αυτό με την αιτιολογία ότι "το μέσο με το οποίο επιχείρησε να τελέσει την πράξη, δεν αποδεικνύεται ότι είναι τέτοιο ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού", η αιτιολογία δε αυτή συμπληρώνεται από τις παραδοχές που προηγούνται, σύμφωνα με τις οποίες το μέσο που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων , δηλαδή το υπ' αριθ. ... πλαστό δελτίο ταυτότητας με τα ανακριβή στοιχεία του, οδήγησε πράγματι στην παραπλάνηση του υπαλλήλου του υποκαταστήματος ... και του αρμόδιου υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας που εκταμίευσε το δάνειο για την αγορά από αυτόν της τηλεόρασης από το ως άνω κατάστημα, η αιτιολογία δε αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ορθά το δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 του Π.Κ. περί απόπειρας και 43 παρ. 1 του Π.Κ. περί απρόσφορης απόπειρας και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ., δεχόμενο, με βάση τις παραδοχές του, ότι οι προαναφερθείσες απόπειρες απάτης δεν ήταν απολύτως απρόσφορες. Επομένως, ενόψει τούτων, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-9-2015 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Χ. του Σ. και Ε., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-9-2015 έκθεση αναίρεσης ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της 3633/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Κατ' εξακολούθηση απάτη, τετελεσμένη και σε απόπειρα και πλαστογραφία. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως και επιβάλλει τα έξοδα. | Αβάσιμοι λόγοι | Απάτη, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι. | 0 |
Αριθμός 1482/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ι. Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ε. Π. του Ν., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζήση και 2. Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χουρσόγλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1284, 1688, 2309, 2451/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Νικόλαο Πατηνιώτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Ι. Φ., κάτοικο ..., ο οποίος δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις αναίρεσης α) από 19 Απριλίου 2016 και β) από 18 Απριλίου 2016 μαζί με τους από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους λόγους επί της δεύτερης αίτησης, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της δεύτερης αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 8 Ιουνίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο πολιτικώς ενάγων Ι. Φ. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. ...17-5-2016 κλήση της για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση των αναιρεσειόντων, πρέπει να συζητηθούν σαν να ήταν παρών και ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, αφού ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Φέρονται προς συζήτηση η από 19 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-4-2016 και η από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και οι από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν, η πρώτη, για απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα και για παθητική δωροδοκία, σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και ο δεύτερος, για απλή συνέργεια σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, οι οποίες αναιρέσεις, καθώς και οι κατά τα ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι επί της μίας, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. γ’ του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου, ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ σύμφωνα με την παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του αυτού ως άνω άρθρου, αν ο υπαίτιος της εκβίασης μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν δε τις παραπάνω πράξεις (του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. β εδάφιο α’ Π.Κ.), τις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα, τιμωρείται, σύμφωνα με το εδάφιο β’ της παρ. 1 στοιχ. β’ του ίδιου άρθρου, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη της παρ. 1 στοιχ. γ’ του άρθρου 385 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης στην βασική του μορφή, απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ.. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως, ή και εμμέσως να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, μπορεί δε να συνίσταται και στην παράλειψη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου. Είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει, ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάσθηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή. Η εκβίαση επιχειρήσεων που προβλέπεται από την παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του άρθρου 385 του Π.Κ, καθίσταται κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο δράστης της εκβίασης διαπράττει τέτοιες πράξεις(εκβιάσεις επιχειρήσεων) κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 εδάφιο στ’ του Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 2408/1996, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη της εκβίασης, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος της εκβίασης του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του Π.Κ. κατ’ επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί από την επανειλημμένη τέλεσή του, εισόδημα. Επίσης, κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή. Αν η ασκηθείσα βία ή απειλή δεν προκαλέσουν στον απειλούμενο φόβο ή δεν επιφέρουν σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβίασης κατά το άρθρο 42 του Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του εγκλήματος της εκβίασης. Ακόμη από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας σε οποιαδήποτε άδικη πράξη, απαιτείται ηθελημένη παροχή στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης αυτής πράξης, οποιασδήποτε υλικής ή ψυχικής συνδρομής, η οποία χωρίς να έχει το στοιχείο της άμεσης συνέργειας, συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στην γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξης που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα, και την βούλησή του να συμβάλλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η ψυχική συνδρομή του απλού συνεργού μπορεί να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες κ.λπ.. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 49 παρ. 2 του Π.Κ , οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις, που επιτείνουν, μειώνουν, ή αποκλείουν την ποινή, λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνο τον συμμέτοχο, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως από πλημμέλημα σε κακούργημα , πρέπει να υπάρχουν και στον συμμέτοχο, γιατί διαφορετικά αυτός θα κριθεί ως συμμέτοχος στο βασικό έγκλημα και όχι στην διακεκριμένη παραλλαγή του, έστω και αν γνώριζε ότι οι ιδιότητες αυτές, υφίσταντο στο πρόσωπο του αυτουργού. Έτσι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης ως προς τις ανωτέρω ιδιότητες ή σχέσεις, πρέπει να διαλαμβάνονται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή και στα πρόσωπα των συμμετόχων (ηθικών αυτουργών και άμεσων ή απλών συνεργών), των ιδιαιτέρων αυτών ιδιοτήτων ή σχέσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 235 Π.Κ., όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του Ν. 2802/2000, ως εκ του χρόνου που τελέστηκε η επίδικη αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, "υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό του ή τρίτο, ωφελήματα οποιοσδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ίδιου ή διαμέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολομ. Α.Π. 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, με την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσής του, που κατά την ως άνω διάταξη είναι: α) η απαίτηση ωφελήματος, β) η αποδοχή του και γ) η αποδοχή υπόσχεσης για την ενέργεια ή την παράλειψη, μπορούν να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων πραγματώνεται ένα μόνο έγκλημα, εφόσον θίγεται το ίδιο έννομο αγαθό και δεν μεσολάβησε ειρήνευση, χρόνος δε τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τέλεσης, όπως με την απαίτηση του δώρου, οπότε ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος απαίτησε το δώρο θεωρείται κατά το νόμο (άρθρ. 17 του Π.Κ.), ως χρόνος τέλεσης της πράξης. Αν μετά την υπόσχεση προσφορά κ.λπ., δοθεί και το δώρο, η προηγούμενη δραστηριότητα απορροφάται στην τελευταία.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Κατά το έτος 2007, οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν στη ... και ειδικότερα η μεν πρώτη κατηγορούμενη, ως εφοριακός ελεγκτής, ο δε δεύτερος, ως προϊστάμενος, και, συνεπώς, είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η πρώτη κατηγορούμενη, κατά το Μάϊο του 2007, επισκέφθηκε την επιχείρηση κομμωτηρίου του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Φ., επί της οδού ... στην Αθήνα, και, επιδεικνύοντας την ...2005 εντολή ελέγχου, την οποία είχε υπογράψει, στις 13-10-2005, η Β. Κ., προϊστάμενη τότε της ίδιας ΔΟΥ, του ανακοίνωσε ότι της είχε ανατεθεί ο φορολογικός έλεγχος της επιχείρησής του για τα έτη 2003 έως 2006. Ο I. Φ., επικαλούμενος προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους, παρακάλεσε την πρώτη κατηγορούμενη να αναβάλει, για μικρό χρονικό διάστημα, τον έλεγχο. Η παράκληση αυτή έγινε αποδεκτή. Κατά τις αρχές του Σεπτεμβρίου 2007, η πρώτη κατηγορούμενη επικοινώνησε με το λογιστή του πολιτικώς ενάγοντος Δ. Χ., στον οποίο, επίσης, ανακοίνωσε την εντολή ελέγχου της εν λόγω επιχείρησης και του ζήτησε να επισκεφθεί είτε ο ίδιος είτε ο πελάτης του την υπηρεσία της για να συζητήσουν για την υπόθεση. Πράγματι, ο Δ. Χ. την επισκέφθηκε στο γραφείο της και εκεί, σε γενόμενη συζήτηση, η πρώτη κατηγορούμενη άφησε να εννοηθεί ότι το απειλούμενο σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος πρόστιμο για τις φορολογικές παραβάσεις του θα ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ περίπου, χωρίς να είναι τούτο οριστικό, γιατί δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη τον έλεγχο. Την επόμενη ημέρα, τηλεφώνησε η ίδια στον I. Φ. και, αφού του είπε ότι είχε συναντηθεί με το λογιστή του, του ανακοίνωσε ότι την επόμενη ημέρα θα μετέβαινε η ίδια στο κομμωτήριο, όπως και έπραξε. Εκεί, κατά τη συνάντησή τους και ενόψει του ότι την άνοιξη του ίδιου έτους (2007) είχε επιβληθεί σε βάρος του I. Φ. πρόστιμο για το λόγο ότι δεν τηρούσε το ειδικό βιβλίο για περιποίηση νυχιών, του δήλωσε ότι για τη μη τήρηση του βιβλίου τούτου και το φορολογικό έλεγχο της τετραετίας "...θα δώσεις κάτι σε μας και στο κράτος και θα είμαστε όλοι ευχαριστημένοι...", αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι απαιτούσε χρήματα προκειμένου να έχει ευνοϊκή κατάληξη γι’ αυτόν ο φορολογικός έλεγχος. Ο I. Φ., επειδή άρχισε να φοβάται, της είπε ότι είχε συγκεντρώσει 5.000 ευρώ για να της τα δώσει, όμως εκείνη έμμεσα αποποιήθηκε το ποσό εκείνο, λέγοντας σ’ αυτόν ότι ένα άλλο κομμωτήριο της είχε καταβάλει 40.000 ευρώ και ένας καρδιολόγος 50.000 ευρώ. Το ποσό το οποίο αρχικά ζήτησε από τον I. Φ. ήταν 30.000 ευρώ, από το οποίο 15.000 ευρώ προοριζόταν για την ίδια και 15.000 ευρώ για το κράτος. Ο I. Φ. αρχικά δεν ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το ποσό αυτό. Άφησε, όμως, να εννοηθεί ότι θα το σκεφθεί και θα αποφασίσει. Έτσι, η πρώτη κατηγορούμενη έφυγε από το κομμωτήριο χωρίς να πάρει μαζί της τα βιβλία της επιχείρησης για έλεγχο. Μετά την πάροδο ενός μήνα περίπου, η πρώτη κατηγορούμενη τηλεφώνησε πάλι στον I. Φ. και του είπε "με ξέχασες, δεν μου έχεις απαντήσει". Ο I. Φ., αρνούμενος να ενδώσει στην απαίτησή της αυτή, της είπε να έλθει για έλεγχο στην επιχείρησή του, οπότε η τελευταία, για να τον εξαναγκάσει να δεχθεί την πρότασή της, του δήλωσε ότι, σε περίπτωση άρνησής του, το πρόστιμο που θα του επιβαλλόταν θα ήταν υπέρογκο και εξοντωτικό για την επιχείρησή του. Στις 30-11-2007, η ίδια εφοριακός επισκέφθηκε και πάλι το κομμωτήριο του I. Φ. και, αφού πήρε μαζί της για φορολογικό έλεγχο τα βιβλία τα οποία τηρούσε ο τελευταίος, και, ενώ ακόμη δεν είχε προβεί σε έλεγχο αυτών, του δήλωσε ότι το πρόστιμο το οποίο απειλούνταν για τη μη τήρηση των προβλεπόμενων από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για το τμήμα περιποίησης νυχιών, ανερχόταν σε 97.000 ευρώ και με τις νόμιμες προσαυξήσεις θα έφθανε σε 130.000 ευρώ. Η απειλή επιβολής του υπέρογκου αυτού προστίμου περιήγαγε τον I. Φ. σε κατάσταση φόβου για το μέλλον της επιχείρησής του και αποφάσισε να ενδώσει και να καταβάλει σ’ αυτή το ως άνω ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο όμως η πρώτη κατηγορούμενη αξίωσε να αυξηθεί σε 40.000 ευρώ (20.000 ευρώ για την ίδια και 20.000 ευρώ για το κράτος) για το λόγο ότι είχε καθυστερήσει κατά ένα μήνα την καταβολή του. Αρχικά, ο I. Φ.ς ζήτησε μικρή πίστωση χρόνου προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό αυτό, στη συνέχεια, όμως, επειδή έκρινε άδικες και υπερβολικές τις αξιώσεις της πρώτης κατηγορούμενης, μετέβαλε γνώμη και στις 10-12-2007 απευθύνθηκε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, στην οποία κατήγγειλε τον επιχειρούμενο σε βάρος του εκβιασμό και ζήτησε τη συνδρομή της. Μετά την καταγγελία αυτή, καταστρώθηκε από την εν λόγω υπηρεσία σχέδιο για την επ’ αυτοφώρω σύλληψη της πρώτης κατηγορούμενης κατά το χρόνο παραλαβής των χρημάτων. Για την εκτέλεση του σχεδίου τούτου, στις 11-12-2007, ο I. Φ., με υπόδειξη των αστυνομικών, τηλεφώνησε στην πρώτη κατηγορούμενη στο με αριθμό κλήσης ... κινητό της τηλέφωνο και σε ανοικτή ακρόαση, άκουγαν τη συνομιλία τους αστυνομικοί της εν λόγω υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων και ο τότε αρχιφύλακας Κ. Μ.. Κατά την τηλεφωνική αυτή συνομιλία, ο I. Φ. προσφώνησε την πρώτη κατηγορούμενη με το μικρό της όνομα (Ε.) και εκείνη, αφού του απάντησε λέγοντάς του "έλα Ι. μου, τι κάνεις;", στη συνέχεια του είπε ότι εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένη και ότι θα του τηλεφωνούσε. Πράγματι, του τηλεφώνησε στις 11.30’ περίπου της ίδιας ημέρας, οπότε σε ανοικτή ακρόαση και σε επήκοο των αστυνομικών του είπε "έλα Ι. μου, η Ε. είμαι, σου μείωσα και άλλο τους φόρους και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσεις είναι έντεκα χιλιάδες τετρακόσια εξήντα ευρώ και 33 λεπτά, από το οποίο αύριο πρέπει να πληρώσεις με επιταγή 2.292 ευρώ που θα φέρεις στην εφορία". Εκείνος της απάντησε ότι δεν μπορούσε να πάει στην εφορία και της ζήτησε να συναντηθούν στο κομμωτήριό του. Επίσης, τη ρώτησε, αν το ποσό το οποίο έπρεπε να δώσει στην ίδια ήταν εκείνο των 15.000 ή των 20.000 ευρώ και αυτή του απάντησε "το δεύτερο Ι. μου, το δεύτερο", συμφώνησαν δε να συναντηθούν στο κομμωτήριο του I. Φ. την επόμενη ημέρα, δηλαδή την 12η Δεκεμβρίου 2007 και ώρα 10.30’ . Στη συνέχεια, προσημειώθηκαν από τους αστυνομικούς χαρτονομίσματα των 200 και 500 ευρώ, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ, και παραδόθηκαν στον Ι. Φ., με σκοπό να τα δώσει ο τελευταίος στην πρώτη κατηγορούμενη κατά την επικείμενη συνάντησή τους την επόμενη ημέρα, κατά την οποία θα παρακολουθούσαν αστυνομικοί. Στις 12-12-2007 και ώρα 10.45’ περίπου, έξω από το κομμωτήριο του I. Φ., επί της οδού ... στάθμευσε το ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο ..., το οποίο ήταν ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορούμενου και το οποίο οδηγούσε ο ίδιος. Στο ίδιο αυτοκίνητο, συνεπιβάτης ήταν η πρώτη κατηγορούμενη, η οποία κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το κομμωτήριο του I. Φ., ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέμεινε στο αυτοκίνητο και την ανέμενε. Η πρώτη κατηγορούμενη εισήλθε στο κομμωτήριο, στον προθάλαμο του οποίου υπήρχαν αστυνομικοί με πολιτική ενδυμασία, οι οποίοι παρίσταναν τους πελάτες, και κατευθύνθηκε στο γραφείο του I. Φ., η πόρτα του οποίου (γραφείου) είχε αφεθεί επίτηδες μισάνοικτη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ευρισκόμενους στον προθάλαμο αστυνομικούς, μεταξύ των οποίων και ο Κ. Μ., να ακούν τα διαμειβόμενα. Κατά τη συνάντησή τους αυτή, μετά το σχετικό χαιρετισμό, η πρώτη κατηγορούμενη είπε στον I. Φ. ότι ο φόρος που του είχε καταλογιστεί ανερχόταν σε 13.683,84 ευρώ, αλλά, μετά την έκπτωση που του είχε κάνει, έπρεπε τελικά να πληρώσει 12.999 ευρώ, συγχρόνως δε του έδωσε να υπογράψει τέσσερα ασυμπλήρωτα αποδεικτικά επίδοσης φύλλων ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και πράξης επιβολής προστίμου, δύο έγγραφα καταβολής ποσοστού 1/5 των προσδιορισθέντων μετά από συμβιβασμό φόρων και μια αίτηση συμβιβασμού. Στη συνέχεια, ο I. Φ.ς έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του ένα φάκελο με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ, τον έβαλε πάνω στο γραφείο του και της είπε "Ε., είναι τα είκοσι χιλιάρικα, θέλω να τα μετρήσεις". Η πρώτη κατηγορούμενη πήρε το φάκελο με τα χρήματα και τον έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να μετρήσει τα χαρτονομίσματα, λέγοντάς του "όχι Ι. μου, σου έχω εμπιστοσύνη, τώρα θα ηρεμήσεις και εσύ και εμείς, να χαρεί και ο έφορος, για να τελειώσει". Ο I. Φ., τότε, τη ρώτησε, αν γνώριζε σχετικά και ο έφορος, δηλαδή ο δεύτερος κατηγορούμενος, και εκείνη του απάντησε "και βέβαια το ξέρει". Τη συνομιλία αυτή, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, επιβεβαίωσε με την κατάθεσή του ο I. Φ.. Κατόπιν τούτου, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορούμενης ότι τον φάκελο με τα χρήματα τον τοποθέτησε στην τσάντα της ο I. Φ., χωρίς να το αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή η ίδια και ότι δήθεν το αντιλήφθηκε αργότερα. Μετά την παραλαβή του χρηματικού αυτού ποσού, η πρώτη κατηγορούμενη βγήκε από το κομμωτήριο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος την ανέμενε, οπότε, με την επέμβαση των αστυνομικών, έγινε η σύλληψη και των δύο κατηγορουμένων. Ακολούθησε σωματική έρευνα στην πρώτη κατηγορούμενη από γυναίκα αστυνομικό, κατά την οποία (έρευνα) βρέθηκε, εντός της δερμάτινης τσάντας την οποία έφερε αυτή μαζί της, ο λευκός φάκελος με τα εντός αυτού προσημειωμένα χαρτονομίσματα, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ. Επίσης, στην κατοχή της βρέθηκε και μια πλαστική τσάντα με το λογότυπο της επιχείρησης ..., η οποία (τσάντα) περιείχε φάκελο με την αναγραφή στο εξώφυλλο "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε." με υπηρεσιακά έγγραφα στο εσωτερικό του. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι η πρώτη κατηγορούμενη, κατά παράβαση των καθηκόντων της, ως υπαλλήλου δημόσιας υπηρεσίας, ζήτησε άμεσα για τον εαυτό της και έλαβε περιουσιακά ωφελήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που αναγόταν στα καθήκοντά της και ειδικότερα αξίωσε από τον πολιτικώς ενάγοντα, μετά από εντολή την οποία είχε λάβει για να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο στην επιχείρησή του, και έλαβε από αυτόν, στις 12-12-02007, ως χαριστική παροχή, το ποσό των 20.000 ευρώ, για να μη του επιβάλει υπέρογκο πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες ισχυριζόταν ότι θα εντόπιζε στα φορολογικά του βιβλία, η επιβολή δε του προστίμου άνηκε στον κύκλο της αρμοδιότητας και των καθηκόντων της. Με τα δεδομένα αυτά, η πρώτη κατηγορούμενη έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας. Περαιτέρω, ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος, η οποία, επίσης, αποδίδεται στην πρώτη κατηγορούμενη, αποδείχθηκε ότι η τελευταία πράγματι, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητά της ως εφοριακού ελεγκτή της ... και το γεγονός ότι της είχε ανατεθεί από την υπηρεσία της εντολή για διενέργεια φορολογικού ελέγχου στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος για τα έτη 2003 έως 2006, με την άμεση και σοβαρή απειλή βλάβης της επιχείρησής του, με τη μορφή της επιβολής υπέρογκου προστίμου, συνολικού ποσού με τις προσαυξήσεις 130.000 ευρώ, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον τελευταίο να της παραδώσει το ποσό των 20.000 ευρώ για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, προκειμένου, με τη δική της παρεμβολή, να μειωθεί το ποσό του φόρου για τις φορολογικές παραβάσεις του, στο ποσό των 13.683,84 ευρώ. Επιχείρησε, έτσι, πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος τούτου, το οποίο, όμως, τελικά, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, δεν ολοκλήρωσε, όχι από δική της βούληση, αλλά από αίτια εξωτερικά και συγκεκριμένα γιατί ο πολιτικώς ενάγων κατήγγειλε την επιχειρούμενη σε βάρος του εκβίαση στην αστυνομική αρχή και, έτσι, η ως άνω απειλή δεν επέφερε τελικά το σκοπούμενο αποτέλεσμα της επέλευσης, δηλαδή, ζημίας στην περιουσία του πολιτικώς ενάγοντος, αφού το ως άνω ποσό των 20.000 ευρώ προσημειώθηκε από τους αστυνομικούς και παραδόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα στην πρώτη κατηγορούμενη με σκοπό να επιτευχθεί η αυτόφωρη σύλληψή της, όπως και έγινε. Την πράξη αυτή, η πρώτη κατηγορούμενη τέλεσε κατ’ επάγγελμα, εφόσον προέβη σ’ αυτή έχοντας διαμορφώσει την απαραίτητη υποδομή, με οργανωμένο και μελετημένο τρόπο δράσης, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, δηλαδή με την επιβολή, ως αρμόδια φορολογική ελεγκτής, μικρότερου ποσού προστίμου για τον προαναφερόμενο φορολογικό έλεγχο της επιχείρησης του πολιτικώς ενάγοντος, έχοντας προς τούτο και τη συνδρομή, όπως πιο κάτω αναφέρεται, του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος, ως προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ, θα ενέκρινε συμβιβαστικά το τελικό ποσό. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε, με πρόθεση, στην πρώτη κατηγορούμενη απλή συνδρομή πριν και κατά τη διάρκεια της τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, την οποία εκείνη διέπραξε. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, μετά από προσυνεννόηση με την πρώτη κατηγορούμενη, γνώριζε ότι η τελευταία τελούσε την εν λόγω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του I. Φ. και αφενός μεν δέχθηκε να την συνοδεύσει με το αυτοκίνητό του, στις 12-12-2007, στο κομμωτήριο του I. Φ. και την ανέμενε για να επιβιβαστεί και πάλι στο αυτοκίνητό του μετά την ολοκλήρωση της ως άνω παράνομης πράξης, αφετέρου δε δέχθηκε να εγκρίνει με την ιδιότητά του, ως προϊστάμενος της ..., το τελικό ποσό επιβολής προστίμου, για το οποίο θα εμφανιζόταν στον I. Φ. ότι μειώθηκε από το αρχικό ποσό των 130.000 ευρώ σ’ εκείνο των 13.683,84 ευρώ και με περαιτέρω έκπτωση σ’ αυτό των 12.999,65 ευρώ, καταβλητέο σε δόσεις των 2.736,77 ευρώ η καθεμία και η ενέργειά του αυτή αναγόταν στην αρμοδιότητα και στα υπηρεσιακά καθήκοντά του. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε την ως άνω εντολή ελέγχου, εφόσον αυτή είχε δοθεί στην πρώτη κατηγορούμενη από την προκάτοχό του, ιεραρχικά δε μεταξύ αυτού και της τελευταίας μεσολαβούν δύο άλλα υπηρεσιακά όργανα (επόπτης, υποδιευθυντής ελέγχου), και οι υποθέσεις φορολογικού ελέγχου τελεσιδικούν, από διοικητικής πλευράς, στον Υποδιευθυντή, που αποτελεί μετά τον ελεγκτή και τον επόπτη το τελευταίο όργανο, για το λόγο ότι η έκθεση ελέγχου και το σχετικό φύλλο είχαν τότε υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υποδιευθυντών ΔΟΥ με εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών και ότι αυτός, συμμορφούμενος με την εγκύκλιο εκείνη, είχε μεταβιβάσει με την ...-3-2007 απόφασή του στον υποδιευθυντή της ... τις ως άνω αρμοδιότητες ελέγχου και η μόνη αρμοδιότητά του περιοριζόταν στη διενέργεια τυχόν πράξης συμβιβασμού μεταξύ ελεγχόμενου και ΔΟΥ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος και, συνεπώς, απορριπτέος, εφόσον από την ...-3-2007 απόφαση, την οποία πράγματι εξέδωσε για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον υποδιευθυντή ελέγχου, προκύπτει ότι, πριν την υπογραφή-θεώρηση της έκθεσης ελέγχου από τον αρμόδιο υποδιευθυντή, αυτός θα λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων του ελέγχου και σε περίπτωση διαφωνίας η έκθεση θα υπογράφεται μόνο από τον ίδιο ως προϊστάμενο της ΔΟΥ. Εξάλλου, ο δεύτερος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τις ενέργειες της πρώτης κατηγορούμενης, ούτε ενέκρινε ή μείωσε το ποσό του φορολογικού ελέγχου της επιχείρησης του I. Φ.. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι κατ’ εκείνη την ημέρα είχε αποφασίσει να μεταβεί για θεώρηση ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες έπρεπε να υποβληθεί και, αφού συνάντησε την πρώτη κατηγορούμενη, θέλησε να τη διευκολύνει κατά τη μετάβασή της, όπως εκείνη του δήλωσε, στο Υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος. Έτσι, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό του, αυτός έδωσε στην πρώτη κατηγορούμενη το βιβλιάριο ασθενείας του, η οποία το τοποθέτησε στην τσάντα της και αρχικά κατευθύνθηκαν προς την οδό ..., πλην, όμως, λόγω της ύπαρξης διαδηλωτών κατευθύνθηκαν, δια μέσου της οδού ... προς την πλατεία Συντάγματος και ότι κατά τη διαδρομή, στο ύψος του αριθμού 5, η πρώτη κατηγορούμενη τον παρακάλεσε να σταματήσει για λίγο προκειμένου να μεταβεί στην επιχείρηση του I. Φ., όπως και έπραξε. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί του δεύτερου κατηγορούμενου είναι αβάσιμοι και, συνεπώς, απορριπτέοι, εφόσον δεν ενισχύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν πράγματι κατ’ εκείνη την ώρα μετέβαινε για θεώρηση ιατρικών εξετάσεων και είχε παραδώσει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, το βιβλιάριο ασθενείας του στην πρώτη κατηγορούμενη, η οποία το είχε δήθεν τοποθετήσει στην τσάντα της, θα έπρεπε το βιβλιάριο τούτο να βρεθεί στην τσάντα της κατά τη σωματική έρευνα, στην οποία αυτή (πρώτη κατηγορούμενη) υποβλήθηκε από αστυνομικό κατά την έξοδό της από το κομμωτήριο του πολιτικώς ενάγοντος, ενώ στη σχετική έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης του Υπαστυνόμου Σ. Τ., πέραν των προαναφερομένων, δεν αναφέρεται ότι βρέθηκε και βιβλιάριο ασθένειας. Αναπόδεικτος είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορούμενου ότι τελικά το βιβλιάριο ασθένειας το παρέλαβε αργότερα από την αστυνομία, καθόσον αν πράγματι είχε κατασχεθεί και αποδόθηκε, θα έπρεπε να συνταχθεί προς τούτο και έκθεση απόδοσης από τον αρμόδιο αστυνομικό, την οποία ο δεύτερος κατηγορούμενος ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει. Από όλα αυτά συνάγεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν βρισκόταν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, σε άγνοια των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης, την οποία τέλεσε η πρώτη κατηγορούμενη, αλλά γνώριζε αυτά. Περαιτέρω, αναφορικά με τη συνδρομή του δεύτερου κατηγορουμένου στην πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, την οποία τέλεσε η πρώτη κατηγορούμενη, ενήργησε και αυτός κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με υποδομή και οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ήτοι με την έγκριση από αυτόν, ως έφορος, του τελικού ποσού επιβολής προστίμου και με τη σχετική έκπτωση, με τη μεταφορά της πρώτης κατηγορούμενης στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος με το αυτοκίνητό του, προκειμένου αυτή να παραλάβει το ποσό των 20.000 ευρώ, με την αναμονή του έως ότου η πρώτη κατηγορούμενη ολοκληρώσει τις ενέργειές της στην εν λόγω επιχείρηση, για να φύγουν μαζί, και ακόμη με την προβολή των εφευρεθεισών δικαιολογιών του ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, επρόκειτο να μεταβεί η πρώτη κατηγορουμένη στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου θα μετέβαινε και ο ίδιος για να θεωρήσει το βιβλιάριο υγείας του, καθώς δε τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του, του ζήτησε να σταματήσει για "κάποια δουλειά της" στην οδό ..., ενώ το βιβλιάριό του, το οποίο της έδωσε να τοποθετήσει στην τσάντα της, δεν αναφέρθηκε στην έκθεση σωματικής έρευνας, είχε δε ο ίδιος τη σχετική, υπηρεσιακή και αναγόμενη στα καθήκοντά του, αρμοδιότητα για έγκριση του τελικού αυτού ποσού. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι η μεν πρώτη κατηγορούμενη για τις πράξεις της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα και της παθητικής δωροδοκίας, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος για την πράξη της απλής συνέργειας στην απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα της πρώτης κατηγορούμενης. Αντίθετα, όσον αφορά στην αποδιδόμενη στο δεύτερο κατηγορούμενο πράξη της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία της πρώτης κατηγορούμενης, προέκυψαν αμφιβολίες ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της εν λόγω πράξης, συνισταμένης τόσο στη γνώση αυτού (δεύτερου κατηγορουμένου) για την από την αυτουργό (πρώτη κατηγορούμενη) τέλεση της πράξης της παθητικής δωροδοκίας όσο και στη βούληση αυτού να συμβάλει στην τέλεση της πράξης αυτής και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο δεύτερος κατηγορούμενος για την πράξη αυτή. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους η πρωτοδίκως αναγνωρισθείσα ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ, εφόσον οι κατηγορούμενοι έζησαν ως το χρόνο που τελέστηκαν οι πράξεις έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Στη συνέχεια, με το ως άνω σκεπτικό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Ε. Π. ένοχη απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα και παθητικής δωροδοκίας, της αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του Π.Κ. και της επέβαλε φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών για την απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, φυλάκιση τριών (3) ετών για την παθητική δωροδοκία και συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση (4 έτη+1 έτος) πέντε (5) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Ν. Α. ένοχο απλής συνέργειας κατ’ επάγγελμα σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, του αναγνώρισε επίσης τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "
Κηρύσσει τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως 12-12-2007 τέλεσαν τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: Α) Η πρώτη κατηγορούμενη Ε. Π.: α) Έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα της εκβίασης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Φ. και να τον εξαναγκάσει με απειλή βλάβης της επιχείρησής του σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία του με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε πράξη που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος τούτου, τη δε πράξη της αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα. Ειδικότερα, στην Αθήνα κατά τον παραπάνω χρόνο, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενη την υπαλληλική ιδιότητά της ως φορολογικής ελεγκτή της ... και την εντολή που είχε λάβει από την υπηρεσία της για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου στην επιχείρηση κομμωτηρίου, που διατηρεί ο εγκαλών Ι. Φ., στην Αθήνα επί της οδού ..., για τα έτη 2003-2006, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες και προσωπικές συναντήσεις να της παραδώσει στις 12-12-2007 το ποσό των 20.000 ευρώ με την απειλή ότι, αν ο τελευταίος δεν της κατέβαλε το ποσό αυτό, θα του επιβαλλόταν για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες του είχε δηλώσει ότι οπωσδήποτε θα εντόπιζε στα βιβλία της επιχείρησής του από τον αναγόμενο στα καθήκοντά της έλεγχο, υπέρογκο πρόστιμο, το οποίο με τις προσαυξήσεις θα ανερχόταν σε 130.000 ευρώ, γεγονός που θα προκαλούσε στην επιχείρησή του οικονομική καταστροφή και για το λόγο αυτό μετέβη στο κομμωτήριο του εγκαλούντος στις 12-12-2007. Όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη της, όχι από δική της βούληση, αλλά από αίτια εξωτερικά και πιο συγκεκριμένα γιατί ο εγκαλών κατήγγειλε στην αρμόδια αστυνομική αρχή τον επιχειρούμενο σε βάρος του εκβιασμό και αστυνομικοί της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας τη συνέλαβαν μόλις παρέλαβε από τον εγκαλούντα εντός του γραφείου του ένα φάκελο, στον οποίο υπήρχε σε προσημειωμένα από τους αστυνομικούς χαρτονομίσματα το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ. Την πράξη της αυτή τέλεσε η 1η κατηγορούμενη κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με σκοπό πορισμού εισοδήματος και πρόθεση κατ’ επανάληψη τέλεσης, έχοντας διαμορφώσει την απαραίτητη υποδομή με βάση οργανωμένο σχέδιο και ετοιμότητα δράσης που συνίσταται στο ότι ως αρμόδια φορολογική ελεγκτής είχε τη δυνατότητα επιβολής μικρότερου του προκύπτοντος από το φορολογικό έλεγχο προστίμου για φορολογικές παραβάσεις του εγκαλούντος με τη συνδρομή του 2ου κατηγορούμενου Ν. Α., ο οποίος ως προϊστάμενος της παραπάνω ΔΟΥ και μετά από σχετική συνεννόηση θα ενέκρινε το τελικό ποσό συμβιβαστικά, β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ως υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας κατά παράβαση των καθηκόντων της ζήτησε άμεσα για τον εαυτό της και έλαβε ωφελήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη μελλοντική και που ανάγεται στα καθήκοντά της αυτά. Συγκεκριμένα, από το μήνα Σεπτέμβριο έως 12-12-2007 με την ιδιότητά της ως εφοριακής υπαλλήλου της ... και μετά από εντολή που είχε λάβει από την υπηρεσία της να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο στην επιχείρηση του μηνυτή Ι. Φ. αξίωσε από το μηνυτή και έλαβε στις 12-12-2007, ως χαριστική παροχή, το ποσό των 20.000 ευρώ, προκειμένου να μην του επιβάλει υπέρογκο πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες ισχυρίστηκε ότι οπωσδήποτε θα εντόπιζε στα φορολογικά του βιβλία, η δε επιβολή προστίμου ανήκε στον κύκλο της αρμοδιότητας της και στα καθήκοντά της. Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ν. Α. παρέσχε με πρόθεση στην πρώτη κατηγορούμενη Ε. Π. οποιαδήποτε συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα που διέπραξε και συγκεκριμένα γνωρίζοντας ότι αυτή τελούσε την ανωτέρω περιγραφόμενη υπό στοιχεία (Αα) πράξη σε βάρος του μηνυτή Ι. Φ., αφενός μεν ενέκρινε, ως έφορος, το τελικό ποσό επιβολής προστίμου, το οποίο από το αρχικό συνολικό ποσό των 130.000 ευρώ μειώθηκε στο ποσό των 13.683,84 ευρώ και με σχετική έκπτωση στο ποσό των 12.999,65 ευρώ, καταβλητέο σε δόσεις των 2.736,77 ευρώ, αφετέρου δε στις 12-12-2007 συνόδευσε την πρώτη κατηγορούμενη με το αυτοκίνητό του στην επιχείρηση (κομμωτήριο) του μηνυτή, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Α. 5, προκειμένου να παραλάβει αυτή το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, την ανέμενε να ολοκληρώσει τις παράνομες ενέργειες της σε βάρος του μηνυτή και στη συνέχεια να επιβιβαστεί στο όχημα που οδηγούσε, προκειμένου να διαφύγει, ενήργησε δε και αυτός κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με υποδομή και οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ήτοι με την έγκριση από αυτόν, ως έφορος, του τελικού ποσού επιβολής προστίμου και με τη σχετική έκπτωση, με τη μεταφορά της πρώτης κατηγορούμενης στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος με το αυτοκίνητό του, προκειμένου αυτή να παραλάβει το ποσό των 20.000 ευρώ, με την αναμονή του έως ότου η πρώτη κατηγορούμενη ολοκληρώσει τις ενέργειές της στην εν λόγω επιχείρηση, για να φύγουν μαζί, και ακόμη με την προβολή των εφευρεθεισών δικαιολογιών του ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, επρόκειτο να μεταβεί η πρώτη κατηγορουμένη στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου θα μετέβαινε και ο ίδιος για να θεωρήσει το βιβλιάριο υγείας του, καθώς δε τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του, του ζήτησε να σταματήσει για "κάποια δουλειά της" στην οδό ..., ενώ το βιβλιάριό του, το οποίο της έδωσε να τοποθετήσει στην τσάντα της, δεν αναφέρθηκε στην έκθεση σωματικής έρευνας, είχε δε ο ίδιος τη σχετική, υπηρεσιακή και αναγόμενη στα καθήκοντά του, αρμοδιότητα για έγκριση του τελικού αυτού ποσού".
Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, επί των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως ρητέα τα εξής: Α) Επί της από 19 Απριλίου 2016 αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν.:
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349 και 501 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι παρέχεται το δικαίωμα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο να ζητήσει την αναβολή της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας που αφορούν αυτόν ή τον συνήγορό του. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για τον κατηγορούμενο απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή ανώτερης βίας, κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 2309/20-7-2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης για λόγους υγείας του ενός εκ των συνηγόρων υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Ζ. Κ., και ακολούθως προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη της αναιρεσείουσας, με την τελευταία εκπροσωπούμενη από τον άλλο συνήγορό της Α. Τ. και την δικηγόρο Β. Τ., την οποία διόρισε ως δεύτερη συνήγορό της, μετά την απόρριψη του αιτήματός της για αναβολή της δίκης. Από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στη συνεδρίαση της 12-6-2015, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, μετά την εκφώνηση του ονόματος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η τελευταία ζήτησε την αναβολή της δίκης επειδή δεν μπορούσαν να εμφανισθούν και να την υπερασπίσουν αμφότεροι οι συνήγοροί της, Ζ. Κ. και Α. Τ., λόγω του ότι είχαν άλλα Δικαστήρια, ένεκα δε του λόγου αυτού, το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το κώλυμα εμφανίσεως των συνηγόρων της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης, με την 1688/2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέκοψε τη δίκη για τη δικάσιμο της 20-7-2015, παραγγέλοντας, κατά τη νέα δικάσιμο, να είναι παρόντες όλοι οι παράγοντες της δίκης. Κατά τη νέα, μετά τη διακοπή, δικάσιμο της 20-7-2015, εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη και ο δικηγόρος Α. Τ., ένας εκ των δύο συνηγόρων υπερασπίσεώς της και υποβλήθηκε αίτημα αναβολής για λόγους υγείας του δεύτερου συνηγόρου υπερασπίσεως της Ζ. Κ. και συγκεκριμένα γιατί αυτός υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατό του στην κλινική "...", παραδόθηκε δε στο Δικαστήριο και η από 14-7-2015 ιατρική γνωμάτευση της ανωτέρω κλινικής, η οποία και αναγνώστηκε. Το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2309/20-7-2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το ως άνω αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη, επί λέξει, αιτιολογία: "Από τις διατάξεις των άρθρων 349 παρ. 1, 2 και 501 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι παρέχεται στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης και για σοβαρούς λόγους υγείας που αφορούν αυτόν ή και το συνήγορό του, λόγοι που πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή για λόγους ανώτερης βίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά τη δικάσιμο της 12ης-6-2015 του Δικαστηρίου τούτου, οι συνήγοροι υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. και Α. Σ., τους οποίους αυτή είχε διορίσει κατά την πρώτη δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου (13-5-2015), ζήτησαν την αναβολή της προκείμενης δίκης, διότι: α) Ο μεν πρώτος δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υπερασπιστεί την πρώτη κατηγορούμενη, λόγω του ότι ασκούσε, μετά από διακοπή, τα καθήκοντά του ενώπιον αφενός μεν του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Ι. Π., αφετέρου δε του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Π. Σ.. β) Ο δε δεύτερος, δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υπερασπιστεί την πρώτη κατηγορούμενη, λόγω του ότι ασκούσε, μετά από διακοπή, τα καθήκοντά του ενώπιον του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "...". Με την απόφασή του 1688/2015, το Δικαστήριο τούτο, ενόψει του ότι οι σχετικοί λόγοι αναβολής μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με διακοπή της δίκης, απέρριψε τα εν λόγω αιτήματα, καθώς και το αντίστοιχο αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης του δεύτερου κατηγορουμένου Σ. Χ., και διέκοψε τη δίκη για τη σημερινή δικάσιμο. Κατά τη σημερινή δικάσιμο, εμφανίστηκε, ως άγγελος, η Δικηγόρος Αθηνών Β. Τ., η οποία δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ.υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατό του στην Κλινική "..." και για το λόγο αυτό ζήτησε την αναβολή της δίκης, παρέδωσε δε την από 14-7-2015 ιατρική γνωμάτευση της ανωτέρω Κλινικής, η οποία (βεβαίωση), μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, αναγνώστηκε και σύμφωνα με την οποία "Ο ασθενής Ζ.Κ. ετών 78 κάτοικος Αθηνών, οδός ... εισήχθη την 13η Ιουλίου 2015 και μετά τον προεγχειρητικό έλεγχο υπεβλήθη σήμερον σε επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής γόνατος ΑΡ υπό ραχιαία αναισθησία. Δικαιολογητικό απουσίας εκ των νομικών υποχρεώσεών του επί διάστημα 2 μηνών". Όμως, αν ληφθούν υπόψη: α) Όσα ήδη αναφέρθηκαν, β) το ότι δύο από τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους πράξεις, ήτοι εκείνες της παθητικής δωροδοκίας που αποδίδεται στην πρώτη κατηγορούμενη και της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία που αποδίδεται στο δεύτερο κατηγορούμενο, αποτελούν πλημμελήματα με φερόμενο ως χρόνο τέλεσης αυτών το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως τις 12-12- 2007 και, συνεπώς, υπάρχει άμεσος κίνδυνος εξάλειψης του αξιοποίνου αυτών λόγω παραγραφής, γ) το ότι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. από τις νομικές υποχρεώσεις του θα διαρκέσει δύο μήνες, σύμφωνα με την προαναφερόμενη γνωμάτευση και δ) το ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα για αναβολή της δίκης, μετά την προαναφερόμενη διακοπή αυτής, με δεδομένο τον ως άνω χρόνο τέλεσης των πλημμελημάτων δεν πρέπει να εξικνείται, με την απειλούμενη ως άνω παραγραφή, σε ματαίωση της αξίωσης της πολιτείας προς εκδίκαση των ποινικών αδικημάτων που φέρονται ότι διαπράχθηκαν (ΑΠ 361/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. για αναβολή της δίκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος για αναβολή της δίκης, η πρώτη κατηγορούμενη δήλωσε ότι θα παραστούν ως συνήγοροι υπεράσπισής της ο δεύτερος από τους αρχικώς διορισθέντες από αυτή συνήγορος Α. Σ., Δικηγόρος Αθηνών, καθώς και η Β. Τ., Δικηγόρος Αθηνών". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο διέλαβε στην ως άνω απορριπτική του αιτήματος αναβολής της δίκης απόφασή του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον διαλαμβάνονται σ’ αυτή τα περιστατικά, οι αποδείξεις και οι συλλογισμοί που οδήγησαν το Δικαστήριο στην απορριπτική του κρίση. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη του την αναγνωσθείσα ιατρική γνωμάτευση, πλην όμως έκρινε ότι η διεξαγωγή της δίκης μπορούσε να γίνει με τον παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Α. Σ., ο οποίος ήταν δικηγόρος της επιλογής της και τον είχε ήδη διορίσει με δήλωσή της κατά την πρώτη δικάσιμο, στις 13-5-2015, που συνεδρίασε το Δικαστήριο και ότι δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος, τον οποίο μάλιστα δεν προσδιόρισε ούτε η ίδια, για να αναβληθεί η υπόθεση, ενόψει και του κινδύνου παραγραφής των πλημμελημάτων, προκειμένου να την υπερασπισθούν δύο δικηγόροι και όχι ένας. Η επισήμανση στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως του κινδύνου επικείμενης παραγραφής των πλημμελημάτων, δεν συνιστά την αποκλειστική αιτιολογία για την κατά τα άνω απορριπτική κρίση και η επισήμανση αυτή, η οποία έγινε προς ενίσχυση της παραπάνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ουδόλως επηρεάζει την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και H’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Ε. Π., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προμνημονευόμενης παρεμπίπτουσας αποφάσεως και συνακόλουθα περί υπερβάσεως εξουσίας με την εν συνεχεία εκδίκαση της υποθέσεως και την καταδίκη της, είναι αβάσιμος.
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη για την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της εκβίασης. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ούτε και στην περίπτωση που η κατ’ έφεση απόφαση έχει την ίδια ακριβώς αιτιολογία με την αιτιολογία που είχε και η πρωτόδικη απόφαση, αρκεί αυτή η αιτιολογία να είναι πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ένα τέτοιο δικαίωμα που αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αναφέρεται στην αρχή της δίκαιης δίκης, η παραβίαση του οποίου δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, καθιερώνεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.1705/1987, το οποίο ορίζει ότι "κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της αποφάσεως με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή, η άσκηση δε του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί διέπονται από το νόμο". Όμως, η τυχόν αντιγραφή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του αιτιολογικού και του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και τις σκέψεις υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, εφόσον διαλαμβάνονται όλα τα στοιχεία εκείνα, που απαιτεί η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν σημαίνει ότι δεν έγινε νέα αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών ή ότι δεν υπάρχει αιτιολογημένη κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ή ότι ο κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματός του να επανεξετασθεί από το ανώτερο δικαστήριο η απόφαση με την οποία καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η ποινή και ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, που αλληλοσυπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, για τα οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α’ και στ’ , 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1, 49, 94, 385 περ. β, 235 παρ. 1 του Π.Κ. , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε η απόφασή του δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του κατηγορούμενου να επανεξετασθεί από το ανώτερο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η πρωτόδικη απόφαση με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή επειδή το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, είναι αβάσιμη, αφενός μεν διότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί πιστή, κατά λέξη, αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, περιέχει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του το Δικαστήριο της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, για τα οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε διότι η αντιγραφή του αιτιολογικού (σκεπτικού) της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο) δεν άσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, όπως αιτιάται η αναιρεσείουσα, και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για την ενοχή της αναιρεσείουσας μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και, στη συνέχεια, απήγγειλε προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ η γραπτή σύνταξη (οπότε και έλαβε χώρα η αντιγραφή) και υπογραφή της αποφάσεώς του, σύμφωνα με όσα κατά την κρίση του αποδείχθηκαν, έγινε μεταγενέστερα, κατά τα άρθρα 142 παρ. 2 και 144 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. και κατά συνέπεια κρίθηκε και σε δεύτερο βαθμό (κατ’ έφεση) η υπόθεση και η αναιρεσείουσα δεν στερήθηκε του δικαιώματός της να επανεξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο η απόφαση που την καταδίκασε και της επέβαλε ποινή. β) Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απόπειρα εκβίασης, αφού δέχεται ότι αυτή τέλεσε την αξιόποινη αυτή πράξη προς βιοπορισμό και έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς της, η οποία υποδομή συνίστατο σε οργανωμένο σχέδιό της, στο οποίο, κατόπιν συνεννοήσεως, περιλαμβανόταν και η εξασφάλιση της συνεργασίας και της συνδρομής προς τούτο του συγκατηγορούμενού της Ν. Α., Προϊσταμένου της ..., στην οποία υπηρετούσε ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να εκβιάζει αυτή τους φορολογουμένους με την απειλή ότι θα τους επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα, για να τους εξαναγκάζει να της δίνουν χρήματα, προκειμένου αυτή, ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να τους καταλογίζει και να τους επιβάλει συμβιβαστικά κατά πολύ μικρότερα πρόστιμα από τα προβλεπόμενα, τα οποία θα ενέκρινε ο ως άνω συγκατηγορούμενος και Προϊστάμενός της, του οποίου είχε εξασφαλίσει τη συνεργασία. Κατά συνέπεια η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την αποδοχή της ότι αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απόπειρα εκβίασης, για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμη. γ) Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν αναφέρει τους λόγους που θεωρεί αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας και όχι τους μάρτυρες αποδείξεως είναι απαράδεκτη, διότι με αυτή, υπό το πρόσχημα και την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται στην πραγματικότητα η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. δ) Η αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως διότι δεν απάντησε σε αίτημα του συγκατηγορούμενού της για να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την τελευταία διάταξη, για να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, χρειάζεται να υποβληθεί από μέρους του τελευταίου σχετικό αίτημα και δεν ερευνάται τούτο αυτεπαγγέλτως και από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε τέτοιο αίτημα, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από μέρους της και είναι απαράδεκτη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Ε’ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Π., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της στερήσεως νόμιμης βάσης, κατά το μέρος που οι αιτιάσεις τους δεν είναι απαράδεκτες, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 67 παρ. 3 του Ν. 3994/2011, "αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ. 1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του Π.Κ. (μη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος), είναι υποχρεωμένο, και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο αν δεν δεχθεί την αναστολή αυτή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή της ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη καταδικάσθηκε, όπως αναφέρθηκε, σε ποινή φυλακίσεως 5 ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ποινής, ο συνήγορός της, μετά και από σχετική πρόταση της Εισαγγελέα, ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της ως άνω ποινής φυλακίσεως κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 του Π.Κ.. Το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία, ότι: "....όμως η εκτέλεση της συνολικής ποινής που της επιβλήθηκε κρίνεται ως απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει αυτή από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκαν από αυτή οι πιο πάνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας στην πρώτη κατηγορούμενη συνολικής ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης περί αναστολής της ποινής που της επιβλήθηκε, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. αιτιολογία, αφού μνημονεύει ειδικώς στοιχεία (συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκαν απ’ αυτήν οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε), με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει αυτήν από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η κρινόμενη αίτηση της Ε. Π., αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως σ’ αυτή προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτή στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος για την αίτησή της πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.1 Ν.3693/1957), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Β) Επί της από 18 Απριλίου 2016 αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και επί των από 5 Ιανουαρίου 2017 προσθέτων επ’ αυτής λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, ρητέα τα εξής:
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της συνέργειας σε εκβίαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, που αλληλοσυπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α’ και στ’ , 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1, 49 και 385 περ. β του Π.Κ. , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε η απόφασή του δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, αφού δέχεται ότι αυτός τέλεσε την αξιόποινη αυτή πράξη προς βιοπορισμό, δηλαδή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς της προς πορισμό εισοδήματος, και έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή, η οποία συνίστατο σε οργανωμένο σχέδιο, κατόπιν προσυνεννόησης με την συγκατηγορούμενη του και φορολογική ελέγκτρια στη ... Ε. Π., να εκβιάζει η τελευταία τους φορολογουμένους με την απειλή ότι θα τους επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα, για να τους εξαναγκάζει να της δίνουν χρήματα, προκειμένου αυτή, ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να τους καταλογίζει και να τους επιβάλει συμβιβαστικά κατά πολύ μικρότερα πρόστιμα από τα προβλεπόμενα, τα οποία θα ενέκρινε αυτός ως Προϊσταμένος της .... Κατά συνέπεια η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεώς του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμου βάσεως ως προς την αποδοχή της ότι αυτός τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμη, όπως αβάσιμη είναι και η περαιτέρω αιτίασή του, που στηρίζεται και αυτή στην δήθεν έλλειψη αιτιολογίας ως προς την αποδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι αυτός τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα εκβίαση, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, που προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επήλθε και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. β) Δεν υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ως εκ τούτου δεν στερείται αυτή νόμιμης βάσης εκ του ότι καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του και απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών του Δικαστηρίου ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του, όπως θα υπήρχε αν το Δικαστήριο δεχόταν κατά πλήρη δικανική πεποίθηση ότι δεν στοιχειοθετείται και δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία, τούτο δε διότι οι αμφιβολίες του Δικαστηρίου δεν αποτελούν δικανική πεποίθηση αποδοχής αντιφατικών περιστατικών, αλλά μη σχηματισμό της απαιτούμενης για την καταδίκη του κατηγορουμένου δικανικής πεποιθήσεως. Κατά συνέπεια, εκ του ότι απαλλάχθηκε ο αναιρεσείων λόγω αμφιβολιών ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής συνέργειάς του στην παθητική δωροδοκία που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του, δεν υπάρχει αντιφατική αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχό της ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 385 περ. β του Π.Κ. σε σχέση με την πράξη της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας στην κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενή του και ως εκ τούτου η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεώς του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της κατά τα ανωτέρω απαλλαγής του λόγω αμφιβολιών για την πράξη της απλής συνέργειας σε παθητική δωροδοκία, στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του για την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης και παραβίασε εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις και στερείται και νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμη. γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζει την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια του αναιρεσείοντος μόνον στο ότι μετέφερε με το αυτοκίνητό του την συγκατηγορούμενή του στο κατάστημα της ελεγχόμενης επιχείρησης του κομμωτηρίου του Ι. Φ., ούτε μόνον στο ότι θα ενέκρινε αυτός συμβιβαστικά, ως Προϊστάμενος της ..., μετά τη συντέλεση της εκβιάσεως, το μικρό πρόστιμο που θα επιβαλλόταν τελικά στον εκβιασθέντα από την συγκατηγορούμενή του, φορολογική ελέγκτρια στην ίδια Δ.Ο.Υ. και υφιστάμενή του, αλλά στηρίζει την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργειά του στην κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης της συγκατηγορούμενής του κυρίως και πρωτίστως στο ότι αυτός, κατόπιν προσυνεννοήσεώς του με την συγκατηγορούμενή του και υφιστάμενή του φορολογική ελέγκτρια και ύστερα από οργανωμένο σχέδιό τους, είχε συνεννοηθεί και συμφωνήσει μαζί της, παρέχοντας έτσι σ’ αυτήν τη συνδρομή του πριν από την τέλεση της πράξεως της απόπειρας εκβιάσεως, να εκβιάσει η τελευταία τον φορολογούμενο Ι. Φ. με την απειλή ότι θα του επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα για να τον εξαναγκάσει να της δώσει χρήματα και αυτός, ως Προϊστάμενός της και αρμόδιος προς τούτο, να εγκρίνει το τελικό και μικρό πρόστιμο που θα του επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά, δηλαδή της παρέσχε πριν από την πράξη της εκβιάσεως τη συνδρομή του για να τελέσει την εκβίαση, αφού χωρίς την προσυνεννόηση τους αυτή δεν θα μπορούσε να γνωρίζει η συγκατηγορούμενή του ότι θα ενέκρινε αυτός το μικρό πρόστιμο που θα επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά στον Ι. Φ. και δεν θα μπορούσε να τον εκβιάσει. Άλλωστε, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση το οργανωμένο σχέδιό και η προσυνεννόησή τους αποτελούσε την υποδομή που είχαν δημιουργήσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων τους. Κατά συνέπεια οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αποτελούν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ., σε συνδυασμό με την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 β’ του Π.Κ., άλλως περί εκ πλαγίου παραβιάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής της ίδιας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με ελλιπή και ασαφή αιτιολογία, που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της, είναι αβάσιμες. Και δ) Όπως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται στην αιτιολογία της ότι η συνδρομή του αναιρεσείοντος στην απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του ήταν η κατά τα ανωτέρω προσυνεννόηση και συμφωνία που είχε κάνει μαζί της να εκβιάσει αυτή τον φορολογούμενο Ι. Φ. με την απειλή ότι θα του επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα για να τον εξαναγκάσει να της δώσει χρήματα και αυτός, ως Προϊστάμενός της και αρμόδιος προς τούτο, να εγκρίνει το τελικό και μικρό πρόστιμο που θα του επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά και όχι ότι αυτός συνέδραμε την συγκατηγορούμενή του στην απόπειρα εκβίασης επειδή ενέκρινε το ποσό που του επέβαλε αυτή συμβιβαστικά ως πρόστιμο, αφού τέτοια έγκριση δεν επακολούθησε εξαιτίας της συλλήψεώς τους. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, ότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια αν υπέγραψε αυτός την πράξη εγκρίσεως του τελικού προστίμου που επιβλήθηκε, αν εκδόθηκε η πράξη αυτή και πότε, αν υπήρξε διαφωνία του Υποδιευθυντή ελέγχου και της συγκατηγορούμενής του για να εγκρίνει αυτός την πράξη επιβολής προστίμου και ότι δεν αναγνώστηκε τέτοια πράξη επιβολής προστίμου στο ακροατήριο, με τις οποίες προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης λόγω της ελλιπούς, ασαφούς και με κενά αιτιολογίας της ως προς το αν υπέγραψε και ενέκρινε αυτός την πράξη επιβολής του προστίμου, στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε ορισμένως και παραδεκτώς αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, δηλαδή ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεώς του (της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης) αγνοούσε τα περιστατικά που την συνιστούσαν, ούτως ώστε να έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να αιτιολογήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία την απόρριψή του, αλλά προέβαλε αρνητικό της εναντίον του κατηγορίας ισχυρισμό ότι δεν γνώριζε και είχε άγνοια ως προς τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων της απόπειρας εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας που αποδίδονταν στην συγκατηγορούμενη του, στον οποίο του απάντησε το δικαστήριο με την περί ενοχής αιτιολογία του, δεχόμενο στην αιτιολογία του ότι αυτός "...μετά από προσυνεννόηση με την πρώτη κατηγορουμένη, γνώριζε ότι η τελευταία τελούσε την εν λόγω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του Ι. Φ. ...". Ως εκ τούτου η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί απορρίψεως του ως άνω ισχυρισμού του με ασαφή και ανεπαρκή αιτιολογία, η οποία περιλαμβάνεται επίσης στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμη. ΟΙ υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται ωσαύτως στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, με τις οποίες, υπό την επίφαση της πλημμέλειας της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα βάλλει κατά των αποδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως και πλήττει με αυτές απαραδέκτως την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι κατά τα ανωτέρω αβάσιμες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, δηλαδή, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμης βάσης ως προς την επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως της απλής συνέργειας σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικής αιτιολογίας ως προς την παραδοχή της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε απόπειρα εκβίασης, ο από το 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 385 παρ.1 β’ του Π.Κ., άλλως της εκ πλαγίου παραβάσεως της ιδίας διατάξεως με ελλιπή και ασαφή αιτιολογία που την στερούν από νόμιμη βάση και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, κατά τις αιτιάσεις του που δεν κρίθηκαν απαράδεκτες, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματός του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ.), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται και ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Όμως, είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του, κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ.. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ως άνω απόλυτη ακυρότητα. Συγχρόνως, η παραπάνω πλημμέλεια στοιχειοθετεί και τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του Κ.Ποιν.Δ. διότι λαμβάνει χώρα παραβίαση και των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων, το με αύξοντα αριθμό (6) έγγραφο που προσδιορίζεται ως "Αίτηση συμβιβασμού προς την ...", τα με αύξοντα αριθμό (25) έγγραφα που προσδιορίζονται ως "Καταστάσεις καταβολής ποσοστού φόρων για συμβιβασμό φορολογικής υπόθεσης με υπογραφή φορολογουμένου" και τα με αύξοντα αριθμό (48) έγγραφα που προσδιορίζονται ως "Φωτοαντίγραφα χαρτονομισμάτων", των οποίων η ταυτότητα επαρκώς προσδιορίζεται και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού με την ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης (σελ. 41 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως), αλλά και με την ανάγνωσή τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αύξοντες αριθμούς αναγνωσθέντων εγγράφων (5), (24) και (47), αντίστοιχα, όπως τούτο προκύπτει από τα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκοπούμενα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα και στους παριστάμενους κατά την ανάγνωσή τους συνηγόρους του, οπότε αυτοί άκουσαν το περιεχόμενο των εγγράφων και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της κατ’ έφεση δίκης, καθώς μάλιστα ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, βεβαιότητα που υπάρχει από την ανάγνωση του περιεχομένου του, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δημιουργηθεί σύγχυση για την ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, ενόψει και του ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με όμοιο ή παρεμφερές περιεχόμενο. Άλλωστε, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, πριν κηρύξει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ρώτησε όλους τους παράγοντες της δίκης εάν χρειάζονται κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, εκείνοι απάντησαν αρνητικά (σελ. 46 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, ενόψει τούτων, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε για την κρίση του όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα ως άνω, όπως τούτο προκύπτει με βεβαιότητα από το προοίμιο του σκεπτικού του, στο οποίο, ανάμεσα στα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται κατ’ είδος, αναφέρονται και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, ουδεμία δε ακυρότητα ή παραβίαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ή έλλειψη αιτιολογίας έλαβε χώρα από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ.. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., τα πρακτικά της συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων ... τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις πράξεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως, ενώ στην παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δηλώσεως όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και παραδίδουν γραπτώς σ’ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 και αυτό το άρθρο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σ’ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει, όμως, να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της κυρίας διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., που ορίζει ότι "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά" και "για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά ..." και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώρηση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά, τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής αναπτύξεώς τους. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, μόνον εφόσον, από τα ίδια τα πρακτικά, προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του, ώστε αυτός να γίνει αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (Ολομ. Α.Π. 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, προβάλλει έλλειψη ακροάσεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε και δεν διέλαβε καμιά αιτιολογία για τον αυτοτελή ισχυρισμό που υπέβαλε αυτός να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβαλλόταν και να του επιβληθεί μειωμένη ποινή λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας από υπαιτιότητα των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και όχι από δική του υπαιτιότητα, ο οποίος ήταν νόμιμος και στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν.4239/2014. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον αναιρετικό έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, οι συνήγοροί του "έλαβαν διαδοχικώς τον λόγο, προέβαλαν αυτοτελή ισχυρισμό αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ.) και, αφού τον ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο με λεπτομέρεια και σαφήνεια, ζήτησαν την καταχώριση, στα πρακτικά, του κάτωθι σημειώματος (άρθρο 141 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.)" και ακολούθως καταχωρήθηκε στα πρακτικά το έγγραφο σημείωμα που ενεχείρισαν οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, το οποίο περιελάμβανε στο κείμενό του, εκτός από τον προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο αναπτυχθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της ελαφρυντικής περιστάσεως της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ., και τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με τον οποίο ζητούσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβαλλόταν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας από υπαιτιότητα των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και όχι από δική του υπαιτιότητα και να του επιβληθεί μειωμένη ποινή λόγω της υπερβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είχε αναπτυχθεί και προφορικά, ούτως ώστε αυτός να γίνει αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο. Όμως, με τον τρόπο αυτό που υποβλήθηκε ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, δηλαδή με έγγραφο σημείωμα, χωρίς την ανάπτυξή του και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο για να καταστεί αντικείμενο της συζητήσεως, προβλήθηκε απαραδέκτως και ως εκ τούτου το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Επομένως, ο ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την σιωπηρή απόρριψη του κατά τα ανωτέρω απαραδέκτως προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ν. Α. και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 19 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν. και την από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., με τους επ’ αυτής από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως.
Απορρίπτει την από 19 Απριλίου 2016 αίτηση της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν., κατοίκου ... Αττικής, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-4-2016, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στην ως άνω αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει αυτήν στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Απορρίπτει την από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και τους από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους επ’ αυτής λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον ως άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα. Παθητική δωροδοκία. Απλή συνεργεία σε απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα. Δύο αιτήσεις αναιρέσεως. Η πρώτη αίτηση από την αυτουργό της εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας και η δεύτερη αίτηση από τον απλό συνεργό στην εκβίαση. Λόγοι της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως από το 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η'. Λόγοι δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως από το 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', Α' και Β'. Αβάσιμοι οι λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων, Απορρίπτονται αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως. Επιβάλλονται σε κάθε αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας και καταδικάζεται ο κάθε αναιρεσείων στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου. | Αβάσιμοι λόγοι | Εκβίαση, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι. | 0 |
Αριθμός 1481/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Τ. Π. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Χριστόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 185/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Αυγούστου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολομ. Α.Π. 50/1990). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α του Π.Κ. "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται η αφαίρεση με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου ξένου εξ ολοκλήρου ή μερικώς κινητού πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 Π.Κ.)". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη η οποία επιχειρείται με δόλο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, σαν τέτοια δε πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία, αν δεν ήθελε από οποιοδήποτε λόγο ανακοπεί, οδηγεί, αναμφισβήτητα, στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας ώστε κατά κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος επιχείρησε να εκτελέσει πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό". Με την τελευταία διάταξη, ως απρόσφορη απόπειρα νοείται η απόλυτα απρόσφορη απόπειρα. Τούτο διότι στον Ποινικό Κώδικα η σχετικά απρόσφορη απόπειρα τιμωρείται κατά το άρθρο 42, όπως η πρόσφορη, δηλαδή το μισοτελειωμένο έγκλημα. Σχετικά απρόσφορη είναι η απόπειρα όταν α) το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ή η ενέργεια που έγινε, είναι μεν καθεαυτά πρόσφορα για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ικανά να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είτε λόγω αδεξιότητας της ενέργειας, είτε λόγω απολύτως τυχαίων περιστάσεων και β) το αντικείμενο κατά του οποίου κατευθυνόταν η ενέργεια του δράστη ήταν μεν επιδεκτικό τέλεσης του εγκλήματος, αλλά από τυχαία περιστατικά δεν βρισκόταν στον τόπο όπου ο δράστης νόμιζε ότι θα το προσέβαλε αποτελεσματικά. Τέλος, στην περίπτωση του εγκλήματος της κλοπής, τετελεσμένης ή σε απόπειρα, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 374 στοιχ. δ' του Π.Κ., απαιτείται η ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών, κατ' εξακολούθηση ή όχι, γνώση καθενός από αυτούς ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό και θέληση για τη διάπραξη κλοπών ή ληστειών, ενώ για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα (άρθρο 374 στοιχ. ε' Π.Κ.), απαιτείται, κατ' άρθρο 13 στοιχ. στ' του Π.Κ., αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, όταν, δηλαδή, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση της κλοπής, υπάρχει, κατά τις ίδιες διατάξεις (άρθρα 374 στοιχ. ε', 13 στοιχ. στ' Π.Κ.), όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 3/2008 και 1/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 185/2016 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διακεκριμμένων κλοπών, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένων και σε απόπειρα, από δύο που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και που ενεργούν κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πράξεις που τέλεσε από κοινού μετά του συγκατηγορουμένου του Κ. Π. του Β., και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Θράκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους οι κατηγορούμενοι, έχοντας ενωθεί για τη διάπραξη απροσδιόριστων εκ των προτέρων κλοπών, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού, αφαίρεσαν και αποπειράθηκαν να αφαιρέσουν από τη κατοχή άλλων ξένα κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν από κοινού παράνομα, στις πράξεις τους δε αυτές προέβησαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και συγκεκριμένα: (α) Στις 7-9-2011 και από ώρα 10:30 έως 13:00, στη Δράμα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 4ου ορόφου ιδιοκτησίας της Δ. Σ. του Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν μία χρυσή βέρα και το χρηματικό ποσό των 50 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (β) Στις 10-9-2011 και από ώρα 19:45 έως 21:50, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου ιδιοκτησίας της Λ. Ε. του Β. - Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το ποσό των 100 ευρώ, καθώς και διάφορα χρυσαφικά - κοσμήματα αξίας 7.200 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (γ) Στις 10-9-2011 και από ώρα 19:45 έως 21:50, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου ιδιοκτησίας του Σ. Χ. του Δ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν ένα φο μπιζού αξίας 70 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (δ) Στις 24-9-201 1 και από ώρα 19:00 έως 23:00, στην Καβάλα, επί της οδού ... παραβίασαν από κοινού την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 5ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Σ. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα συνολικής αξίας 2.000 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (ε) Στις 30-9-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 12:30 έως 20:30 η ώρα, στην Αλεξανδρούπολη, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 1ου ορόφου πολυκατοικίας ιδιοκτησίας της Β. Κ. του Ε., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα αξίας 5.000 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (στ) Στις 30-9-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 12:30 έως 20:30 η ώρα, στην Αλεξανδρούπολη, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 1ου ορόφου πολυκατοικίας ιδιοκτησίας της Σ. Π. του Σ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το χρηματικό ποσό των 150 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα.
(ζ) Στις 24-10-2011 και από 19:30 η ώρα έως 21:30 η ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Μ. Ι. του Π., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά συνολικής αξίας 1.200 ευρώ, καθώς και το χρηματικό ποσό των 900 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (η) Στις 24-10-2011 και από 12:00 η ώρα έως 01:05 η ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Κ. Ν. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το χρηματικό ποσό των 4.700 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (θ) Στις 24-10-201 1 και από 18:30 η ώρα έως 00:30 η ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα, αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα εισόδου δύο διαμερισμάτων του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Π. του Γ., εισήλθαν εντός αυτών και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ι) Στις 7/8-11-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 23:00 έως 06:00, στην Καβάλα, επί της οδού ... έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το
ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα, αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Α. του Α., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ια) Στις 7-11-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 20:00 ώρα έως 21:30, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Μ. του Γ.,
εισήλθαν εντός και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα συνολικής αξίας 5.000 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιβ) Στις 7-11-2011 και ώρα 23:00, στην Καβάλα, επί της ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο
ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα, αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 7ου ορόφου, ιδιοκτησίας Φ. Ά. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιγ) Κατά το χρονικό διάστημα από 14:00 ώρα της 10- 11-2011 έως 18:00 ώρα της 11-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο
ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα, επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα, αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 1ου ορόφου, ιδιοκτησίας Σ. Η. του Ι., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιδ) Κατά το χρονικό διάστημα από 13:00 ώρα της 12- 11-2011 έως 09:00 ώρα της 18-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 7ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Ι. του Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν ένα μπεζ φορητό κασετόφωνο, άγνωστης αξίας, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιε) Το χρονικό διάστημα από 10:00 ώρα της 14-11-2011 έως 19:20 ώρα της 15-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 5ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Φ. Β. του Δ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά και κοσμήματα συνολικής αξίας 25.000 ευρώ, καθώς κι ένα αδιάβροχο μπουφάν μαύρου χρώματος, μάρκας adidas, σύμφωνα με δήλωση παθούσας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιστ) Στις 15-11-2011, κατά τις απογευματινές ώρες, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 1ου ορόφου, ιδιοκτησίας Π. Τ. του Θ., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση, αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιζ) Στις 15-11-2011, κατά τις απογευματινές ώρες, στην Καβάλα, επί της οδού ... παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 3ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Τ. Ε. του Α., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν 3 χρυσές λίρες Αγγλίας, με σκοπό να τις ιδιοποιηθούν παράνομα. Πρέπει να σημειωθεί ότι πέραν της αναγνώρισης των κατηγορουμένων από τις εξετασθείσες μάρτυρες N. M. και Φ. Β., οι οποίες τους είχαν δει κατά τη διάπραξη της ως άνω υπό στοιχείο
(ιε) κλοπής, η τέλεση από αυτούς των λοιπών πράξεων επιβεβαιώνεται, τόσο από την ιδιαίτερη μεθοδολογία της δράσης τους και δη της διάρρηξης με ιδιάζουσα δεξιοτεχνία των εξωτερικών θυρών διαμερισμάτων με τη χρήση αιχμηρού αντικειμένου, όσο και από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που πραγματοποιήθηκε δυνάμει των υπ' αριθ. 58/2011 και 10/2012 βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Δράμας, από την οποία προέκυψε η παρουσία και τηλεφωνική συνομιλία των κατηγορουμένων στους τόπους διάπραξης των ανωτέρω κλοπών κατά τους εκάστοτε χρόνους διάπραξης αυτών. Στις προαναφερθείσες δε πράξεις τους οι κατηγορούμενοι προέβησαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την αλλεπάλληλη τέλεση αυτών, αλλά και την υποδομή, την οποία, όντας ανεπάγγελτοι και στερούμενοι άλλων εισοδημάτων για το βιοπορισμό τους, είχαν διαμορφώσει για την επανειλημμένη διάπραξη κλοπών, υπό συνθήκες διαρκούς ετοιμότητας, άρτιου σχεδιασμού, επιδέξιας εκτέλεσης και συντονισμένης δράσης μεταξύ τους, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Κ. Π. του Β.: "Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και δη της κλοπής, σε τετελεσμένη μορφή και σε απόπειρα, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού, είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με κοινό προς τούτο δόλο, στις κάτωθι καθοριζόμενες περιπτώσεις αφαίρεσαν ξένα κινητά πράγματα από την κατοχή άλλων προσώπων, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν από κοινού παράνομα. Συγκεκριμένα: (α) Στις 7-9-2011 και από ώρα 10:30 έως 13:00, στη Δράμα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 4ου ορόφου ιδιοκτησίας της Δ. Σ. του Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν μία χρυσή βέρα και το χρηματικό ποσό των 50 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (β) Στις 10-9-2011 και από ώρα 19:45 έως 21:50, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου ιδιοκτησίας της Λ. Ε. του Β. - Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το ποσό των 100 ευρώ, καθώς και διάφορα χρυσαφικά - κοσμήματα αξίας 7.200 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (γ) Στις 10-9-2011 και από ώρα 19:45 έως 21:50, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου ιδιοκτησίας του Σ. Χ. του Δ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν ένα φο μπιζού αξίας 70 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (δ) Στις 24-9-2011 και από ώρα 19:00 έως 23:00, στην Καβάλα, επί της οδού ... παραβίασαν από κοινού την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 5ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Σ. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα συνολικής αξίας 2.000 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (ε) Στις 30-9-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 12:30 έως 20:30 ώρα, στην Αλεξανδρούπολη, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 1ου ορόφου πολυκατοικίας ιδιοκτησίας της Β. Κ. του Ε., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα αξίας 5.000 ευρώ, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. (στ) Στις 30-9-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 12:30 έως 20:30 ώρα, στην Αλεξανδρούπολη, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 1ου ορόφου πολυκατοικίας ιδιοκτησίας της Σ. Π. του Σ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το χρηματικό ποσό των 150 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (ζ) Στις 24-10-2011 και από 19:30 ώρα έως 21:30 ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Μ. Ι. του Π., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά συνολικής αξίας 1.200 ευρώ, καθώς και το χρηματικό ποσό των 900 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (η) Στις 24-10-2011 και από 12:00 ώρα
έως 01:05 ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Κ. Ν. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν το χρηματικό ποσό των 4.700 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (θ) Στις 24-10-201 1 και από 18:30 ώρα έως 00:30 ώρα, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα εισόδου δύο διαμερισμάτων του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Π. του Γ., εισήλθαν εντός αυτών και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ι) Στις 7/8-11-2011, κατά το χρονικό διάστημα από 23:00 έως 06:00, στην Καβάλα, επί της οδού ... έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Α. του Α., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ια) Στις 7-11-201 1, κατά το χρονικό διάστημα από 20:00 ώρα έως 21:30, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 2ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Μ. του Γ., εισήλθαν εντός και αφαίρεσαν χρυσαφικά - κοσμήματα συνολικής αξίας 5.000 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιβ) Στις 7-11-2011 και ώρα 23:00, στην Καβάλα, επί της ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 7ου ορόφου, ιδιοκτησίας Φ. Ά. του Γ., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιγ) Κατά το χρονικό διάστημα από 14:00 ώρα της 10-11-2011 έως 18:00 ώρα της 11-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 1ου ορόφου, ιδιοκτησίας Σ. Η. του Ι., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιδ) Κατά το χρονικό διάστημα από 13:00 ώρα της 12-11-2011 έως 09:00 ώρα της 18-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 7ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Α. Ι. του Κ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν ένα μπεζ φορητό κασετόφωνο, άγνωστης αξίας, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιε) Το χρονικό διάστημα από 10:00 ώρα της 14-11-2011 έως 19:20 ώρα της 15-11-2011, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν, από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 5ου ορόφου, ιδιοκτησίας της Φ. Β. του Δ., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν χρυσαφικά και κοσμήματα συνολικής αξίας 25.000 ευρώ, καθώς και ένα αδιάβροχο μπουφάν μαύρου χρώματος, μάρκας adidas, σύμφωνα με δήλωση παθούσας, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. (ιστ) Στις 15-11-2011, κατά τις απογευματινές ώρες, στην Καβάλα, επί της οδού ..., έχοντας αποφασίσει από κοινού να εκτελέσουν το πλημμέλημα της κλοπής, δηλαδή να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα επιχείρησαν πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης και συγκεκριμένα αφού παραβίασαν την κεντρική πόρτα διαμερίσματος του 1ου ορόφου, ιδιοκτησίας Π. Τ. του Θ., εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα κλοπής, αλλά η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας για να αφαιρέσουν. (ιζ) Στις 15-11-2011, κατά τις απογευματινές ώρες, στην Καβάλα, επί της οδού ..., παραβίασαν από κοινού, την κεντρική πόρτα εισόδου διαμερίσματος του 3ου ορόφου, ιδιοκτησίας του Τ. Ε. του Α., εισήλθαν εντός αυτού και αφαίρεσαν 3 χρυσές λίρες Αγγλίας, με σκοπό να τις ιδιοποιηθούν παράνομα". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της από κοινού (κατά συναυτουργία) κατ' εξακολούθηση διακεκριμένης κλοπής, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από δύο που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και που ενεργούν κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, για την οποία καταδικάσθηκε o αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 45, 98 παρ. 1, 372 παρ. 1 εδ. α' και 374 περ. δ' και ε' του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, η αιτίαση ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά που να προσδιορίζουν την ταυτότητα του δράστη των κλοπών, ανεξάρτητα από το ότι αιτιολογείται πλήρως στην απόφαση η κρίση του Δικαστηρίου ότι δράστες των κλοπών ήσαν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και ο προαναφερθείς συγκατηγορούμενός του, με την αιτιολογία ότι, πέραν της αναγνώρισης τους από τις εξετασθείσες μάρτυρες N. M. και Φ. Β., οι οποίες τους είχαν δει κατά τη διάπραξη της ως άνω υπό στοιχείο (ιε) κλοπής, η τέλεση από αυτούς των λοιπών κλοπών επιβεβαιώνεται, τόσο από την ιδιαίτερη μεθοδολογία της δράσης τους και δη της διάρρηξης με ιδιάζουσα δεξιοτεχνία των εξωτερικών θυρών διαμερισμάτων με τη χρήση αιχμηρού αντικειμένου, όσο και από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, από την οποία προέκυψε η παρουσία και τηλεφωνική συνομιλία των κατηγορουμένων στους τόπους διάπραξης των ανωτέρω κλοπών κατά τους εκάστοτε χρόνους διάπραξης αυτών, είναι πρωτίστως απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι με την αιτίαση αυτή, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι δράστες των κλοπών ήταν οι κατηγορούμενοι από κοινού. Η αιτίαση για ελλιπή αιτιολογία ως προς τη συναυτουργία και την από κοινού δράση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου μετά του προαναφερθέντος συγκατηγορουμένου του είναι αβάσιμη, διότι στην αιτιολογία της αποφάσεως αναφέρεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ότι οι κατ' εξακολούθηση κλοπές διαπράχθηκαν από κοινού, με κoινό δόλο και με συναπόφαση, από τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του, οι οποίοι μάλιστα είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, και δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι επί μέρους ενέργειες του καθενός κατά τη διάπραξη των κλοπών. Αλλά αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ελλιπής ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις για τον κακουργηματικό χαρακτήρα των κλοπών, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, ότι ο αναιρεσείων και ο προαναφερθείς συγκατηγορούμενός του είχαν ενωθεί για τη διάπραξη απροσδιορίστων εκ των προτέρων κλοπών και ότι από την αλλεπάλληλη τέλεση των κλοπών, αλλά και την υποδομή, την οποία, όντας ανεπάγγελτοι και στερούμενοι άλλων εισοδημάτων για το βιοπορισμό τους, είχαν διαμορφώσει για την επανειλημμένη διάπραξη κλοπών υπό συνθήκες διαρκούς ετοιμότητας, άρτιου σχεδιασμού, επιδέξιας εκτέλεσης και συντονισμένης δράσης μεταξύ τους, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος προς βιοπορισμό και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που οι αιτιάσεις του δεν πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν είναι απαράδεκτες, είναι αβάσιμος. Επίσης αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ., αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι πέντε απόπειρες κλοπής (πράξεις υπό στοιχεία θ, ι, ιβ, ιγ, ιστ) τελέστηκαν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή οι δύο δράστες, έχοντας αποφασίσει να αφαιρέσουν από την κατοχή άλλου ξένα κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, επιχείρησαν πράξη που περιείχε αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της κλοπής και ειδικότερα, αφού παραβίασαν τη θύρα του διαμερίσματος του κάθε παθόντος, εισήλθαν εντός αυτού και προσπάθησαν να αφαιρέσουν αντικείμενα, αλλά η ενέργειά τους δεν ολοκληρώθηκε επειδή δεν βρήκαν πράγματα αξίας. Είναι σαφές ότι οι πέντε αυτές απόπειρες κλοπής, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν απόλυτα απρόσφορες απόπειρες, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε στην αρχή της αποφάσεως αυτής, αλλά σχετικά απρόσφορες, τούτο δε διότι το κάθε διαμέρισμα, που διέρρηξαν από κοινού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με τον προαναφερθέντα συγκατηγορούμενό του, ήταν αναμφίβολα επιδεκτικό τέλεσης του εγκλήματος της κλοπής, αλλά στη συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν ολοκληρώθηκε το έγκλημα, είτε λόγω της αδεξιότητας των δραστών να εντοπίσουν τα πράγματα αξίας εντός της οικοσκευής, είτε λόγω τυχαίας απομάκρυνσης των πολύτιμων αντικειμένων, εκείνη τη χρονική στιγμή, από το χώρο του διαμερίσματος. Κατά συνέπεια, για τις πέντε επιμέρους απόπειρες κλοπής, που περιέχονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπό στοιχεία θ, ι, ιβ, ιγ, ιστ, ορθά υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά στο άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ. και όχι στο άρθρο 43 παρ. 1 του Π.Κ. περί απρόσφορης απόπειρας και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-8-2016 αίτηση αναιρέσεως του Π. Τ. του Ε. και Ε., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Νιγρίτας, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-8-2016 έκθεση ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτηση Νιγρίτας, περί αναιρέσεως της 185/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Και
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Από κοινού κατ' εξακολούθηση διακεκριμένη κλοπή τετελεσμένη και σε απόπειρα. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αβάσιμοι οι λόγοι. Ορισμένες αιτιάσεις απαράδεκτες. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως και επιβάλλει τα έξοδα. | Κλοπή | Κλοπή, Απαράδεκτο αναιρέσεως, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1078/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Π. του Χ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Παναγιώτη Λαζαράτο, Δημήτριο Βασιλείου και Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο, που κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων (Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α.)", που υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ήδη καταργηθέντος "Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης Δήμου Αθηναίων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Δημητροπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/9/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Συλλόγου των Υπαλλήλων Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 829/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2731/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4/7/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρθρ. 82 εδ. 3 ΚΠολΔ, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 3 του αρθρ. 81 του ίδιου Κώδικα, η οποία ορίζει, ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από τον διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, συνάγεται ότι η κλήση προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως που γίνεται είτε κάτω από το αντίγραφο του αναιρετηρίου είτε αυτοτελώς (αρθρ. 568 ΚΠολΔ), πρέπει να επιδίδεται και προς εκείνον που δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο και είχε στη δίκη επί της ουσίας, από την οποία προήλθε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ κάποιου από τους κυρίους διαδίκους παρεμβαίνοντος, για να ενημερώνεται αυτός ως προς την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματα του. Έτσι, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του" και το άρθρο 558 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν απευθύνεται κατ` αρχήν η αναίρεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, ο προσθέτως παρεμβάς, όμως, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας περιέχουν οι προαναφερόμενες διατάξεις, αλλιώς δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 576 παρ. 3 ΚΠολΔ), το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο ( ΑΠ 1328/2012, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 404/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και την 829/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, υπέρ της ενάγουσας-αναιρεσείουσας άσκησε πρόσθετη παρέμβαση ο Σύλλογος Υπαλλήλων Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης Δήμου Αθηναίων. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω προσθέτως παρεμβάς κλήθηκε να παραστεί κατά τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, ούτε γίνεται επίκληση της κλητεύσεώς του. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 4-7-2017 αιτήσεως της Ε. Π. για αναίρεση της 2731/2017 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Η κλήση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης πρέπει να επιδίδεται από τον αναιρεσείοντα και προς εκείνον, ο οποίος στη δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είχε την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντα, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως της 2731/2017 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. | Απαράδεκτη συζήτηση | Απαράδεκτη συζήτηση. | 0 |
Αριθμός 969/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "...." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στον …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαγούρο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Ζ. του Ξ., κατοίκου ... και 2)Β. Σ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/6/2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4339/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 325/2010 μη οριστική και 359/2016 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 9/5/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε καταφατική περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από την .../13-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Ν. Ν., που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε με την επιμέλεια αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον παραστάντα κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Β. Σ., ως αντίκλητο αυτών, με παράδοση του οικείου δικογράφου στον ίδιο (άρθρο 126 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 143 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν. 4335/2015). Εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτών.
2. Με την από 9-5-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 359/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 4339/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσιβλήτων, έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας για τα έτη 2001-2005 και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.004,21 ευρώ και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.325,70 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``...``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``... ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``...``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της άδειάς του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξης της άδειας του προηγουμένου έτους μέχρι της έναρξης της άδειας ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα άδειας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομισθίω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα άδειας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011) . Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης άδειάς του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ...) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 5/2011), με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος άδειάς του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές άδειας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών άδειας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών άδειας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές άδειας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3). Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση έναρξης εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχόλησης, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ... (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος άδειας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την αγωγή τους εξέθεταν ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκαν ο πρώτος ενάγων στις 2-4-1989 και ο δεύτερος ενάγων στις 18-7-1988, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ως λιμενεργάτες. Ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ...), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ, που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιώς κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. Η κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα άδειας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 μήνες απασχόλησης για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, ο πρώτος συνολικού ποσού 13.227,76 ευρώ και ο δεύτερος συνολικού ποσού 14.765,47 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 359/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών άδειας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ως προς το προαναφερθέν κεφάλαιο του κονδυλίου των διαφορών του επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, τα ακόλουθα: "Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-4- 1989 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "..." ο πρώτος και στις 18-7-1988 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία ως λιμενεργάτες. Οι όροι αμοιβής και εργασίας τους καθορίζονταν πριν αλλά και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ από τον Κανονισμό Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία " Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ". Αντικείμενο δε της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς, όπως επίσης και άλλες εργασίας εντός του ίδιου λιμένος. Στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούντο εκ περιτροπής (βάρδιες) όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες συμπεριλαμβανομένων και αργιών και Σαββάτων στα χύδην φορτία (δημητριακά κλπ) άλλες στις φορτοεκφορτώσεις γενικά εμπορευμάτων επί πλοίων (γερανογέφυρες) και άλλες φορές σε διάφορες κομιστικές εργασίες μεταφορές επισκευών και επιβατών κλπ και σε διάφορες άλλες εργασίες. Οι ενάγοντες δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2001-2005) απασχολήθηκαν κύρια και δη κατά ποσοστό 75-80% της συνολικής τους απασχόλησης στις γερανογέφυρες. Ανάλογα με την εργασία που παρείχαν οι λιμενεργάτες της εναγομένης αμείβονταν είτε με το προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σταθερό ημερομίσθιο ή επίσης προβλεπόμενο από τις ίδιες ΣΣΕ εργασίες κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που εκφορτώνονταν επί πλέον του ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης (μισθός κατά μονάδα εργασίας εξαρτώμενος από το αποτέλεσμα αυτής). Με βάση δε το τελευταίο ημερομίσθιο (κυμαινόμενο απόδοσης) διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν, κατά το επίδικο διάστημα από την εναγομένη στους εργαζόμενούς της (συμπεριλαμβανομένων και των εναγόντων), τα προβλεπόμενα επιδόματα (εορτών κλπ) και οι λοιπές πρόσθετες παροχές. Σημειώνεται ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή που καταβαλλόταν στους εργαζομένους της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της εργασιακής νομοθεσίας (ΑΝ 539/1945, Ν 4504/1960) οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, ανεξάρτητα από ποια ημέρα της εβδομάδας παρεχόταν η εργασία, δηλαδή καθημερινή, αργία, Σάββατα. Η εναγομένη όμως προκειμένου να καταβάλει στους εργαζόμενους - λιμενεργάτες της τις ως άνω αποδοχές και επίδομα εφάρμοζε τον κανονισμό εργασίας και όχι τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ήταν ευνοϊκότερες γι' αυτούς, υπολόγιζε τις ως άνω αποδοχές και συνακόλουθα και το επίδομα άδειας των εναγόντων- λιμενεργατών της, που όπως προαναφέρθηκε, η κύρια απασχόληση τους σ' όλο το επίδικο διάστημα ήταν στις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοκιβωτίων με τη γερανογέφυρα του ΟΛΠ, με βάση το ισχύον βασικό ημερομίσθιο της παραγράφου 1β του άρθρου 23 του Κανονισμού δηλαδή με αυτό που προβλεπόταν για τους μόνιμους λιμενεργάτες που απασχολούντο στο εν λόγω αντικείμενο (φορτοεκφορτώσεις με γερανογέφυρα). Σημειωτέον ότι το εν λόγω ημερομίσθιο είναι το ίδιο με το ασφαλιστικό, δηλαδή με αυτό που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν προβαίνουν σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες ελλείψει αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 του Κανονισμού). Περαιτέρω, το ημερομίσθιο βάσει του οποίου υπολογιζόντουσαν οι αποδοχές και το επίδομα άδειας των επίδικων ετών για τους ενάγοντες κατά τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΣΣΕ και αποφάσεις ΔΣ εναγομένης ανερχόταν: 1) Για τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσίας κατά τα τρία πρώτα έτη και 15 κατά τα λοιπά, κατά το πρώτο έτος 2001: βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% επίδομα οικογενειακό + 36% επίδομα πολυετίας (επιδόματα που κατά τον Κανονισμό συνυπολογίζονται για το ημερομίσθιο καθορισμού των αποδοχών του επιδόματος αδείας) + 25% προσαύξηση = 44,08 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 36% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 46,37% ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : βασικό ημερομίσθιο 18,552 + 20% + 30% + 36% + 25% =49,19 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004 : βασικό ημερομίσθιο 19, 294 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση = 53,42 ευρώ, ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% =55,69 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσίας κατά τα δύο πρώτα έτη και 15 κατά τα υπόλοιπα τρία έτη : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα +36% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 44,08 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 36% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξησης 46,37 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003= βασικό ημερομίσθιο 18,552 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 42% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 51,37 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004: βασικό ημερομίσθιο 19,294 ευρώ + 20% οικογενειακό επίδομα + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών +42 επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 53,42 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση =55,69 ευρώ. Το πραγματικό ημερομίσθιο που προκύπτει από τις πλήρεις και τακτικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους (με βάση την απόδοσή του) του τελευταίου δωδεκαμήνου και με βάση αυτό υπολογίζονται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας οι αποδοχές και το επίδομα άδειας ανερχόταν : Α) Για τον πρώτο ενάγοντα : α) κατά το πρώτο έτος 2001: 599.770 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 + 333.604 δρχ αποδοχές Αυγούστου 2000 + 581.100 δρχ αποδοχές Σεπτεμβρίου 2000 606.043 δρχ αποδοχές Οκτωβρίου 2000 + 612.161 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 503.953 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 347.727 δρχ Ιανουαρίου 2001 + 578.181 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 352.211 δρχ Μαρτίου 2001 + 234.568 δρχ Απριλίου 2001 + 340.473 δρχ Μαΐου 2001 + 347.876 δρχ ή 15.959,52: 12 μήνες: 25 ημέρες 53,19 ΕΥΡΩ , β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 349.722 δρχ ή 1.026,33 ΕΥΡΩ αποδοχές Ιουλίου 2001 + 160+ 152 δρχ ή 4,70 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2001 + 323.952 δρχ ή 950,70 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2001 + 338.879 δρχ ή 994,51 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2001 + 630.103 δρχ ή 1.849,16 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2001 + 178,831 δρχ ή 524,8 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2001 + 1.920,4 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2002 + 1738,84 ΕΥΡΩ Φεβρουάριου 2002 + .1998,69 Μαρτίου 2002 + 2.210,10 ΕΥΡΩ Απριλίου 2002 + 1419,19 ΕΥΡΩ Μαΐου 2002 + 2.075,56 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2002= 17.223,80 ΕΥΡΩ: 12:25 ημέρες= 57,51 ΕΥΡΩ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 1329.67 ΕΥΡΩ αποδοχές Ιουλίου 2002 + 2.699,44 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2002 + 2468,58 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2002 + 188,49 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2002 + 2.517,36 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2002 ΕΥΡΩ 236,77 ευρώ Δεκεμβρίου 2002 + 3002,07 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2003 + 820,540 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2003 + 1.158,31 ΕΥΡΩ Μάρτιο 2003 + 2126,74 ΕΥΡΩ Απριλίου 2003 + 2119,57 ΕΥΡΩ Μαΐου 2003 2327,76 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2003=25.494,31 ΕΥΡΩ: 12= 2.124,52 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών:25ημ=84,98 ΕΥΡΩ, δ) κατά το έτος τέταρτο έτος 2004 : 2500,24 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2003 + 3.390,56 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2003 + 2415, 93 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2003 + 259,41 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2003 + 2370,26 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2003 + 2376,13 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2003 + 1960,82 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2004 + 2270,58 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2004 + 2364,66 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2004 + 2530,57 ΕΥΡΩ Απριλίου 2004 + 2491,64 ΕΥΡΩ Μαΐου 2004 + 3058,85 Ιουνίου 2004 =30.249,65 ΕΥΡΩ :12= 2520,80 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών: 25 ημ= 100,83 ΕΥΡΩ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : 2694,99 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2004 + 3166,10 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2004 + 3240,82 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2004 + 3273,60 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2004 + 3346,36 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2004 + 3661,08 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2004 + 3643,44 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2005 + 3.617,33 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2005 + 4.511 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2005 + 3.198,91 ΕΥΡΩ Απριλίου 2015 + 3380,89 ΕΥΡΩ Μαΐου 2005 + 1371,51 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2005= 39.055,82 ΕΥΡΩ : 12 = 3254,65 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 = 130,18 ΕΥΡΩ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα : α) κατά το έτος 2001 : 304,98 δρχ Ιουλίου 2000 + 621.453 δρχ Αυγούστου 2000 + 509.021 δρχ Σεπτεμβρίου 2000 + 649.952 δρχ Οκτωβρίου 2000+ 644.105 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 631.948 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 369.325 δρχ Ιανουαρίου 2001 + 659.620 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 394.173 δρχ Μαρτίου 2001 + 333.420 δρχ Απριλίου 2001 + 289.214 δρχ Μαΐου 2001 + 358.093 δρχ Ιουνίου 2001=5.762.392 δρχ ή 16.910,91 ΕΥΡΩ: 12 = 1.409,20 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών: 25 ημ= 56,36 ΕΥΡΩ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 384.314 δρχ ή 1.127,85 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2001 + 226.091 δρχ ή 663,51 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2001 + 201.548 δρχ ή 591,48 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2001 + 348.291 δρχ ή 1.022,13 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2001 + 393.055 δρχ ή 1.153,80 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2001 + 2.209,07 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2002 + 1.946,70 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2002 + 2.199,65 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2002 + 2.260,10 ΕΥΡΩ Απριλίου 2002 + 1440,30 ΕΥΡΩ Μαΐου 2002 + 1.829,07 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2002=18.333,85 ΕΥΡΩ: 12 = 1.5333,32 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ = 61,33 ΕΥΡΩ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 1328,34 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2002 + 3203,42 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2002 + 2485,09 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2002 + 1926,23 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2002 + 2147,16 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2002 + 2253,37 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2002 + 2782,24 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2003 + 2.206,09 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2003 + 2107,49 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2003 + 2042,69 ΕΥΡΩ Απριλίου 2003 + 1098,97 ΕΥΡΩ Μαΐου 2003 + 3.133 ,75 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2003 = 26.174,84 ΕΥΡΩ : 12= 2.226,16 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 = 89,04 ΕΥΡΩ, δ) κατά το έτος 2004 : 2.536,25 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2003 + 4071,25 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2003 + 2.212,99 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2003 + 2755, 62 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2003 + 2647,00 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2003 + 2357,33 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2003 + 2835,86 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2004 + 2393,08 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2004 + 3211,41 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2004 +2882,36 ΕΥΡΩ Απριλίου 2004 + 2.104,47 ΕΥΡΩ Μάιου 2004 + 3.847,47 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2004=33.885,63 ΕΥΡΩ : 12= 2.821,30 ΕΥΡΩ : 25 ημ.= 112,85 ΕΥΡΩ και ε) το έτος 2005: 3521,26 ΕΥΡΩ Ιουλίου 2004 + 4330,75 ΕΥΡΩ Αυγούστου 2004 + 3969,81 ΕΥΡΩ Σεπτεμβρίου 2004 + 2517,85 ΕΥΡΩ Οκτωβρίου 2004 + 3687,63 ΕΥΡΩ Νοεμβρίου 2004 + 3923,06 ΕΥΡΩ Δεκεμβρίου 2004 + 3066,48 ΕΥΡΩ Ιανουαρίου 2005 + 3443,45 ΕΥΡΩ Φεβρουαρίου 2005 + 4396,58 ΕΥΡΩ Μαρτίου 2005 + 3.513,59 ΕΥΡΩ Απριλίου 2005 + 2950,52 ΕΥΡΩ Μαΐου 2005 + 1469,23 ΕΥΡΩ Ιουνίου 2005=40.766,21 ΕΥΡΩ :12= 3.397,16 ΕΥΡΩ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 12 = 135,88 ΕΥΡΩ. Σημειωτέον ότι οι ως άνω μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις. Σ' αυτές περιλαμβάνονται μόνο "τακτικές αποδοχές" για την αμειβόμενη με απόδοση εργασία τους και δεν περιλαμβάνεται αμοιβή για παράνομη υπερωριακή απασχόληση οικειοθελείς παροχής, οδοιπορικά έξοδα, αμοιβή για εκτός έδρας απασχόληση κλπ και αναλογία επιδομάτων εορτών. Από τη σύγκριση των ως άνω ημερομισθίων που προκύπτουν αναφορικά με τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας των εναγόντων από τον εφαρμογή του προαναφερθέντος κανονισμού και των προαναφερθέντων αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ευνοϊκότερο ως προς αυτούς είναι το προβλεπόμενο από τις τελευταίες διατάξεις. Επομένως σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης για την καταβολή των αποδοχών αδείας και συνακόλουθα και του επιδόματος αδείας την εναγόντων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της (γενικής) εργατικής νομοθεσίας καθόσον αυτές υπερισχύουν ως προς αυτούς από τον Κανονισμό λόγω της ευνοϊκότερης ως προς αυτούς ρύθμισης του εν λόγω ζητήματος. Έτσι αυτοί δικαιούνται αποδοχές και επίδομα αδείας υπολογιζόμενα βάσει του ημερομισθίου που προκύπτει από τις αναφερόμενες ως άνω ανά μήνα τακτικές αποδοχές του. Ειδικότερα : 1) Ο πρώτος ενάγων : α) για το έτος 2002 (53,19X13 ημ/σθια=) 691,47 ΕΥΡΩ. Έναντι αυτού έλαβε σύμφωνα με τους παρά το νόμο εσφαλμένους υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 517,49 ΕΥΡΩ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των (691,47-517,49=)174 ΕΥΡΩ, β) για το έτος 2002 (57,51 Χ 13 ημ/σθια = ) 747,63 ΕΥΡΩ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 580,85 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (747,63- 580,55 ΕΥΡΩ =) 167,08 ΕΥΡΩ, γ) για το έτος 2003 (84,98 Χ 13 ημ/σθια=) 1104,74 ΕΥΡΩ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 590,48 ΕΥΡΩ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των 514,26 ΕΥΡΩ, δ) για το έτος 2004 (100,83 Χ 13 ημ=) 1310,75. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 656,65 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των 654,14 ΕΥΡΩ και ε) για το έτος 2005 (130,18 Χ 13=) 1692,34 ΕΥΡΩ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 683,33 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον (1692,34-683,33=) 1009,01 ΕΥΡΩ. 2) Ο δεύτερος ενάγων : α) για το έτος 2001 (56,36X13=) 732,68 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 517,49 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (732,68 ΕΥΡΩ - 517,49 ΕΥΡΩ ) 215,19 ΕΥΡΩ, β) για το έτος 2002 (61,35 Χ 13=) 797, 55 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 580,55 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των 217 ΕΥΡΩ, γ) για το έτος 2003 (89,04 Χ 13=) 1157,52 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 590,48 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1157,52-590,48 ΕΥΡΩ = ) 567,04 ΕΥΡΩ, δ) για το έτος 2004 (112,85 Χ 13=) 1467,45. Έναντι της οφειλής έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς της εναγομένης το ποσό των 656,65 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον (1467,05- 656,65=) 810,4 ΕΥΡΩ και ε) για το έτος 2005 (135.88X13=) 1766,44 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με τους παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 683,33 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1766,44 ΕΥΡΩ- 683,33=) 1083,11 ΕΥΡΩ. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή της έφεσης της εναγομένης αναιρεσείουσας εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες αναιρεσιβλήτους ως οφειλόμενες διαφορές επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2005, προκύπτουσες από τον υπολογισμό αυτών με βάση το πραγματικό ημερομίσθιο απόδοσης και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν τη λήψη της άδειας, δηλ. τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους (και όχι μόνο το βασικό ημερομίσθιο), στον πρώτο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 2.004,21 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 2.325,70.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος άδειας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου "αμοιβή απόδοσης" και της "επικρατέστερης απασχόλησής" τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα άδειας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το "βασικό ημερομίσθιο", λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της "επικρατέστερης απασχόλησής "τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την "επί αποδόσει" και "επί ημερομισθίω" αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο" προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των "τακτικών αποδοχών". Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ' αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξης της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι της έναρξης της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ' εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολο τους στην έννοια των "τακτικών" αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε "από την απόδοση" και την "επικρατέστερη απασχόληση", κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 359/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές. Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου "αμοιβή απόδοσης" και της "επικρατέστερης απασχόλησής" τους, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 359/2016 Εφ Πειραιώς). | Μισθωτοί | Επίδομα αδείας, Μισθωτοί. | 2 |
Αριθμός 968/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στυλιανό Σταματόπουλο και Δ. Γίτσα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας εθνικών μεταφορών "...", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/11/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 292/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2017 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/4/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 27-4-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 63/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 292/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, απέρριψε κατ' ουσίαν την από 29-11-2011 αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητούσε δεδουλευμένες αποδοχές δύο μηνών και αποζημίωση λόγω άκυρης απόλυσής του από την εναγομένη εταιρία, στην οποία εργαζόταν αυτός ως υπάλληλος γραφείου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο λόγος αυτός, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ΟλΑΠ 7/2014, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 319/2017). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Περαιτέρω, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω άρθρων συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 113/2017, ΑΠ 1098/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα της εσφαλμένης εφαρμογής των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα ως προς τον λόγο αυτόν της αναίρεσης εκτίθενται στο αναιρετήριο κατ' αρχήν ότι με το να δεχτεί το Δικαστήριο ότι: <<... Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν" συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε κανό ή ασάφεια καθώς και ότι με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ παραβίασε τις ως άνω διατάξεις. Επίσης με το λόγο αυτόν αναίρεσης προσθέτει παρακάτω ότι το δικαστήριο με το να αναφέρει: "... Προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία..... Ωστόσο, αν και ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την 1.10.1992, ως υπάλληλος γραφείου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα καρτέλα ενσήμων του ΙΚΑ, ήταν ασφαλισμένος στο συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 1997, έκτοτε δε ασφαλίστηκε στον φορέα ασφάλισης των αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) και ήδη στον ΟΑΕΕ. Από δε την ίδρυση της εναγομένης εταιρείας, κατά τα προαναφερθέντα, το σύνολο των μετοχών της ήταν συγκεντρωμένο στα χέρια των μελών της οικογένειας Σ. (πρώτα των τέκνων του ιδρυτή Β. Σ. και ακολούθως των τέκνων αυτών), άπαντες δε οι μέτοχοι, που μετείχαν και στο δ.σ. της ανώνυμης εταιρίας προσέφεραν την προσωπική τους εργασία στην επιχείρηση, ο δε ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες τους ως Διευθυντής του Γραφείου Κίνησης, προγραμματίζοντας τα δρομολόγια των φορτηγών της επιχείρησης και φροντίζοντας για την έγκαιρη φόρτωση αυτών, ενώ παράλληλα διαχειριζόταν το ταμείο και, ενίοτε, φρόντιζε για τις πληρωμές του προσωπικού και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (απολύσεις). Άλλωστε, τα καθήκοντα αυτά ανέλαβε μετά την εκ μέρους του κτήση των μετοχών της εναγομένης και το διορισμό του ως μέλους και μετέπειτα Προέδρου του δ.σ. της εναγομένης. ... Εκ τούτου συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι τα καθήκοντά του ως απλού υπαλλήλου, τα οποία, πάντως, δεν εξειδικεύθηκαν από τον ίδιο, ήταν ουσιωδώς διάφορα και οπωσδήποτε υποδεέστερα αυτών, που συνεπαγόταν η θέση του ως Διευθυντή του Γραφείου Κίνησης, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Επιπλέον, για την εκτέλεση των ως άνω διευθυντικών καθηκόντων, ο ενάγων δεν λάμβανε εντολές και οδηγίες από κανένα, αλλά καθόριζε ο ίδιος τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εκτέλεσής τους, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της εναγομένης, αφού λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος ως όργανο της εταιρείας στο καθεστώς, που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο και τον Πρόεδρο αυτού... ....Εξάλλου, ο ενάγων ουδέποτε τηρούσε το ωράριο των υπαλλήλων της επιχείρησης, προσερχόταν στην επιχείρηση νωρίς το πρωί, φροντίζοντας να ανοίξει αυτή και αποχωρούσε κατά το μεσημέρι, μετά τον προγραμματισμό των δρομολογίων, που έπρεπε να πραγματοποιηθούν εντός της πόλης της …, χωρίς να παραμένει οπωσδήποτε μέχρι τις 16:00 μμ, οπότε έληγε το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων γραφείου (8.00-16.00)>>.
Με το περιεχόμενο αυτό ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, διότι σε αυτόν δεν διαλαμβάνονται οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την κατ' ουσία απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος ως αβάσιμης), υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ούτε εκθέτει σε τι συνίσταται η παραβίαση αυτή, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Ειδικότερα ο αναιρεσείων περιορίζεται στο να διαλάβει στο αναιρετήριο μόνο το συμπέρασμα της ουσιαστικής κρίσης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και κάποιες αποσπασματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του, χωρίς να αναφέρει το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα και σε μη ορθή εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Υπό δε την επίκληση της διάταξης του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και μάλιστα με αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά μέσα πλήττει ουσιαστικά με τον πρώτο λόγο αναίρεσης την επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτιθέμενα και επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό που συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νόμιμη εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελευθέρας από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσεως. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των τεχνικών ή επιστημονικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005). Αντίθετα, μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν κατ` αρχήν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν εκείνος που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότου ως προς τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς, η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της συμβάσεως του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο και τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται από το αν συντρέχουν όλα ή περισσότερα από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 1133/2012, ΑΠ 821/2006). Εξάλλου, το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω και χαλαρώς, υπάρχει και στην περίπτωση των κατά το άρθρο 2 εδ. α' της διεθνούς συμβάσεως της Ουάσιγκτον (που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1929), διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των προσώπων εκείνων που έχουν εξαιρετικά προσόντα και απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχειρήσεως, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και γενικότερης διεύθυνσης, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης του εργοδότη, ασκώντας έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα εργοδοτικά καθήκοντα. Ενόψει των ανωτέρω ο διευθυντής ανώνυμης εταιρείας παρέχει εξαρτημένη εργασία, ο χαρακτήρας της οποίας δεν μεταβάλλεται αν ανατεθούν σ' αυτόν, με τη σύμβαση πρόσληψής του ή με μεταγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, και εξουσίας του συμβουλίου αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 18 παρ.2 και 22 παρ.3 του Ν.2190/1920, εφόσον υπόκειται και ως προς την άσκηση των εξουσιών αυτών στο διευθυντικό δικαίωμα του εν λόγω συμβουλίου. Τέλος, σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ως προς τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής αυτών (ΑΠ 1403/2000). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" (Β.Δ. 174/1963), 31 του Εμπ. Νόμου, 713, 648, 652 ΑΚ και 6 του ΑΝ 765/1973, προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητας του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθρ. 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ` αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Δεν αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος σε εκτέλεση σύμβασης (που έχει εγκριθεί από την γενική συνέλευση) να παρέχει πέρα από τα συνηθισμένα και από το νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς προσδιορισμένη με εργασιακή σύμβαση, οπότε, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του ως Διευθύνοντος Συμβούλου δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσης εργασιακής συμβάσεως με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 20/2007 ). Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης αυτής, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εξαρτάται πέραν από την καταβαλλομένη αμοιβή, από το αν ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλεται ή όχι σε νομική εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι` αυτόν (διευθύνοντα σύμβουλο) εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία, αν είναι αορίστου χρόνου, μπορεί να λυθεί με καταγγελία από μέρους του εργοδότη, που για να είναι έγκυρη πρέπει κατ` άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2550/1997 να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (ΑΠ 45/1997, ΑΠ 1825/1999, Α.Π. 850/1999). Περαιτέρω για τον ορθό χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δήλωσης αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και χωρίς επίσης να ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται από τους συμβαλλομένους. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 118/2017) . Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: << Δυνάμει του υπ αριθμ. .../26.2.1977 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λάρισας Βασιλείου Νάνου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, συστήθηκε ιδιότυπη εταιρεία εθνικών μεταφορών με την επωνυμία "...", με έδρα τη Λάρισα, η οποία, στη συνέχεια μετατράπηκε στην εναγόμενη ανώνυμη μεταφορική εταιρεία χερσαίων οδικών μεταφορών με την επωνυμία "... ...", δυνάμει του υπ αριθμ. .../6.3.1981 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λάρισας Ηρακλή Παπαδήμου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, με αντικείμενο τη διενέργεια αποκλειστικά και μόνο Εθνικών Μεταφορών αντί κομίστρων πάσης φύσεως εμπορευμάτων και υλικών με φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ. Επρόκειτο περί οικογενειακής επιχείρησης με μοναδικούς μετόχους τους Α. Σ., Κ. Σ. και Δ. Σ., πατέρα του ενάγοντος. Ο ενάγων εισήλθε στην εναγομένη εταιρεία την 1.10.1992, σε ηλικία 21 ετών, όταν κατήρτισε με αυτή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος γραφείου, εργαζόμενος επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο ημερησίως και αμειβόμενος με τις μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ, για τις οποίες ελάμβανε βεβαιώσεις κατ έτος από την εναγομένη εταιρεία και με τη σειρά της η τελευταία παρακρατούσε και στη συνέχεια απέδιδε τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές (ΙΚΑ), κατέβαλε τον ανάλογο Φ.Μ.Υ και καταχωρούσε το σχετικό έξοδο στα οικεία βιβλία της. Δυνάμει της από 27.6.1995 απόφασης της γενικής συνέλευσης της εναγομένης προσέλαβε ο ενάγων την ιδιότητα του μέλους του δ.σ αυτής, με θητεία μέχρι την 30.6.2000 (βλ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΦΕΚ με αριθμό 6717/27.11.1995 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Κατά δε το έτος 2003, οι αρχικοί τρεις κύριοι και αποκλειστικοί μέτοχοι της εναγομένης, μεταβίβασαν το σύνολο των μετοχών τους, έκαστος στα τέκνα αυτού, παρακρατώντας για τον εαυτό τους συμβολικό αριθμό μετοχών, ο δε Δ.ς Σ.ς μεταβίβασε στον ενάγοντα 306.095 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 33,32% του μετοχικού κεφαλαίου, παρακρατώντας 37 μετοχές (0,005% του εταιρικού κεφαλαίου). Η θητεία του ενάγοντος ως μέλους του δ.σ της εναγομένης, ανανεώθηκε μέχρι 30.6.2005, με σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης της 30.6.2000, ενώ με την από 30.6.2005 απόφαση της γ.σ και του από 30.6.2005 πρακτικού του δ.σ. της εναγομένης, αυτός εξελέγη Πρόεδρος του δ.σ., για θητεία πενταετή, λήγουσα στις 30.6.2010 και σε αυτόν μεταβιβάστηκαν άπασες οι εκ του νόμου και του καταστατικού εξουσίες και αρμοδιότητες διοίκησης της εναγομένης. Παράλληλα, ο ενάγων υπήρξε και εκμισθωτής της εναγομένης, καθόσον συνήψε με αυτήν τις από 1 .7.2005 έγγραφες συμβάσεις μίσθωσης, με τις οποίες εκμίσθωσε στην εταιρεία δύο φορτηγά δημοσίας χρήσης της κυριότητάς του προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από την τελευταία για τη διανομή, περισυλλογή και μεταφορά εμπορευμάτων, αντί μισθώματος καταβαλλομένου τμηματικά εντός μηνός βάσει των φορτωτικών εγγράφων. Η διάρκεια των μισθώσεων αυτών ορίστηκε τριετής, από 1 .7.2005 έως 30.6.2008 και συνεχίστηκε για ακόμη τρία έτη έως 30.6.2011. Κατά την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 30.6.2010, προτάθηκε από το μέτοχο Κ. Σ. η σύνθεση του δ.σ να παραμείνει ως είχε, πλην, όμως, ο ενάγων δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε πλέον τη συμμετοχή του στο νέο διοικητικό συμβούλιο, με συνέπεια να εκλεγούν στο ως άνω συλλογικό όργανο τα αναφερόμενα στο υπ αριθμ. 52 πρακτικό πρόσωπα. Η απόφαση περί μη συνέχισης της συμμετοχής του ενάγοντος στη διοίκηση της εναγομένης, οφειλόταν στη διάρρηξη των σχέσεών του με τους λοιπούς μετόχους - συγγενικά του πρόσωπα, γεγονός που καθιστούσε τη μεταξύ τους συνεργασία δυσχερή. Ένεκα τούτου, στις 29.6.2011, η Φ. Σ., με την ιδιότητα μετόχου και μέλους του δ.σ. της εναγομένης, παρέδωσε στον ενάγοντα το από 29.6.2011 έγγραφο, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα σε αυτό, δεν είχε σκοπό να οξύνει "την οποιαδήποτε διάσταση απόψεων υπάρχει, αλλά να λειτουργήσει ως ερέθισμα για μία καινούρια συμπεριφορά του, έναντι της εταιρείας, προς αποκατάσταση της λειτουργίας της και με την οποία, αφού γινόταν παράθεση της αντιεταιρικής του συμπεριφοράς, συνισταμένης στην εκ μέρους του σύσταση ατομικής εταιρίας με συναφές αντικείμενο (φορτοταξί), αλλά και στην ίδρυση ανταγωνιστικής μεταφορικής επιχείρησης υπό εταιρικό τύπο και της εκμετάλλευσης της θέσης του, ώστε να έχει πρόσβαση στο πελατολόγιο και να οικειοποιείται πελάτες της, τον καλούσε να απέχει από κάθε μορφή συνεργασίας με την εταιρία και από οποιαδήποτε επαφή με τους εργαζομένους και τα μέλη του δ.σ., εφόσον εξακολουθούσε την αντιεταιρική συμπεριφορά του, επισημαίνοντας ότι, εφόσον προσαρμοστεί προς τα συμφέροντά της, οι πόρτες της επιχείρησης θα είναι ορθάνοιχτες γι αυτόν. Την επομένη ημέρα, 30.6.2011, κατά την οποία είχε οριστεί η ετήσια τακτική γενική συνέλευση της εναγομένης, ο ενάγων παρέστη αυτοπροσώπως σε αυτή και αντιτάχθηκε στην απόφαση της γενικής συνέλευσης για την καταβολή αποδοχών στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά μέλη του δ.σ, επιφυλασσόμενος να ασκήσει περαιτέρω τα δικαιώματά του και μετά το πέρας της αποχώρησε, ενώ έκτοτε έπαυσε πλέον να έχει πρόσβαση στους χώρους και τις εγκαταστάσεις της εναγομένης, καθόσον τα μέλη του δ.σ. είχαν αλλάξει τους κωδικούς των ηλεκτρονικών αυτομάτων θυρών, χωρίς να τους γνωστοποιήσουν σε αυτόν, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα από τον ενάγοντα να προσεγγίζει στο γραφείο κίνησης και στα γραφεία διοίκησης της επιχείρησης. Ο ενάγων διατείνεται ότι η σχέση, που τον συνέδεε με την εναγομένη ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η τελευταία, με το προαναφερθέν από 29.6.2011 έγγραφό της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς, ωστόσο, να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, την καταβολή της οποίας αξιώνει με την ένδικη αγωγή, καθώς και των δεδουλευμένων αποδοχών του για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2011. Ωστόσο, αν και ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την 1.10.1992, ως υπάλληλος γραφείου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα καρτέλα ενσήμων του ΙΚΑ, ήταν ασφαλισμένος στο συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 1997, έκτοτε δε ασφαλίστηκε στον φορέα ασφάλισης των αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) και ήδη στον ΟΑΕΕ. Από δε την ίδρυση της εναγομένης εταιρείας, κατά τα προαναφερθέντα, το σύνολο των μετοχών της ήταν συγκεντρωμένο στα χέρια των μελών της οικογένειας Σ. (πρώτα των τέκνων του ιδρυτή Β. Σ. και ακολούθως των τέκνων αυτών), άπαντες δε οι μέτοχοι, που μετείχαν και στο δ.σ. της ανώνυμης εταιρείας προσέφεραν την προσωπική τους εργασία στην επιχείρηση, ο δε ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του ως Διευθυντής του Γραφείου Κίνησης, προγραμματίζοντας τα δρομολόγια των φορτηγών της επιχείρησης και φροντίζοντας για την έγκαιρη φόρτωση αυτών, ενώ παράλληλα διαχειριζόταν το ταμείο και, ενίοτε, φρόντιζε για τις πληρωμές του προσωπικού και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (απολύσεις). Άλλωστε, τα καθήκοντα αυτά ανέλαβε μετά την εκ μέρους του κτήση των μετοχών της εναγομένης και το διορισμό του ως μέλους και μετέπειτα Προέδρου του δ.σ. της εναγομένης. Ο ίδιος , εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι μέχρι το χρόνο, που έγινε μέτοχος (ο ίδιος ταυτίζει το χρόνο αυτό με το χρόνο της εκ μέρους του πρόσληψης της ιδιότητας του μέλους του δ.σ), ήταν απλώς υπάλληλος. Εκ τούτου συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι τα καθήκοντά του ως απλού υπαλλήλου, τα οποία, πάντως, δεν εξειδικεύθηκαν από τον ίδιο, ήταν ουσιωδώς διάφορα και οπωσδήποτε υποδεέστερα αυτών, που συνεπαγόταν η θέση του ως Διευθυντή του Γραφείου Κίνησης, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Επιπλέον, για την εκτέλεση των ως άνω διευθυντικών καθηκόντων, ο ενάγων δεν λάμβανε εντολές και οδηγίες από κανένα, αλλά καθόριζε ο ίδιος τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εκτέλεσής τους, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της εναγομένης, αφού λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος ως όργανο της εταιρείας στο καθεστώς, που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο και τον Πρόεδρο αυτού. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η εξετασθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρας Σ. Ι., υπάλληλος της εναγομένης, << ο ίδιος ο ενάγων ήταν το αφεντικό>>. Εξάλλου, ο ενάγων ουδέποτε τηρούσε το ωράριο των υπαλλήλων της επιχείρησης, προσερχόταν στην επιχείρηση νωρίς το πρωί, φροντίζοντας να ανοίξει αυτή και αποχωρούσε κατά το μεσημέρι, μετά τον προγραμματισμό των δρομολογίων, που έπρεπε να πραγματοποιηθούν εντός της πόλης της Λάρισας, χωρίς να παραμένει οπωσδήποτε μέχρι τις 16:00 μ μ, οπότε έληγε το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων γραφείου (8.00-16.00). Μετά τη διάρρηξη των σχέσεων του με τους λοιπούς μετόχους, από το έτος 2010, αποχωρούσε από τα γραφεία της επιχείρησης περί τις 10.00- 10.30 π μ, όταν προσερχόταν σε αυτά η ξαδέρφη του, Κ. Σ., σύμφωνα με την κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος. Αναφορικά με τις αποδοχές του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι αυτός για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ως μέλους του δ.σ και μετέπειτα ως Προέδρου αυτού, δικαιούταν αμοιβής-αποζημίωσης, το ποσό της οποίας προσδιοριζόταν ετησίως, με απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης της εναγομένης, για δε το έτος 2010 και μέχρι την 30.6.2010 ανερχόταν στο ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως. Επισημαίνεται ότι ο ενάγων, επικαλούμενος ότι η εναγομένη δεν του έχει καταβάλει την αμοιβή, που δικαιούταν, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της γ.σ αυτής, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 ως 30.6.2010, άσκησε κατ' αυτής την από 15.12.2011 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης …/2011) αγωγή, αιτούμενος την καταβολή του συνολικού ποσού των 344.581‚37 ευρώ, η οποία απορρίφθηκε με την υπ αριθμ. 12/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Εξάλλου, ο ενάγων δικαιούταν αποζημίωσης και ως μέτοχος για τις υπηρεσίες, που παρείχε στην εναγομένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου του προαναφερθέντος από 29.6.2011 εγγράφου της εναγομένης προς τον ενάγοντα, στην οποία ρητώς αναγράφεται ότι ο ενάγων, μετά την αποχώρησή του από το δ.σ., παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, λαμβάνοντας αποζημίωση. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αποδείξεις πληρωμής, σύμφωνα με τις οποίες αυτός φέρεται να λαμβάνει από την εναγομένη, ως υπάλληλος γραφείου, μηνιαίο μισθό, ποσού 1.910 ευρώ, διότι οι σχετικές αποδείξεις εκδίδονταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προκειμένου να υφίσταται νόμιμος λόγος λήψης του ποσού της αποζημίωσης, καθόσον η εναγομένη ουδέποτε διένειμε μέρισμα στους μετόχους της (βλ. την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος που περιέχεται στα πρακτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Τέλος, όσον αφορά στην από 29.6.2011 επιστολή της Φ.ς Σ., που ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης και την οποία ο ενάγων εκλαμβάνει ως καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, δεν συνιστά δήλωση βούλησης περί τη λύση της μεταξύ τους εργασιακής σύμβασης. Και τούτο, διότι αυτή απευθύνεται στον ενάγοντα ως μέτοχο της εταιρείας και όχι ως μισθωτό, από δε το όλο περιεχόμενό της, συνάγεται ότι με αυτή, η εναγομένη απηύθυνε προς τον ενάγοντα διαμαρτυρία για την αντίθετη προς τα εταιρικά συμφέροντα συμπεριφορά του, όχι ως εργαζομένου, αλλά ως μετόχου και τον καλούσε να συμμορφωθεί, επιδεικνύοντας συμπεριφορά συμπλέουσα προς τα συμφέροντα της επιχείρησης, άλλως να πάψει να έρχεται σε επαφή με το προσωπικό και τα μέλη της. Τούτο δε ενισχύεται και από την 21.7.2011 εξώδικη απάντηση - διαμαρτυρία -πρόσκληση, κοινοποιηθείσα στις 27.7.2011 από τον ενάγοντα στην εναγομένη εταιρεία, με την οποία απαντώντας στο έγγραφο αυτό, διαμαρτύρεται αποκλειστικά και μόνο για το περιεχόμενό του, αφενός μεν ως προς τις ανακρίβειες και συκοφαντίες που αφορούν το πρόσωπό του και δη την αντιεταιρική συμπεριφορά του με την άσκηση ανταγωνιστικής προς τον εταιρικό σκοπό της εναγομένης δραστηριότητας μέσω ατομικής επιχείρησης, αφετέρου δε για τις ενέργειες της πλειοψηφίας των μετόχων, τονίζοντας μάλιστα τα δικαιώματά του που απορρέουν από την ιδιότητά του ως μετόχου αυτής και δηλώνοντας την πρόθεσή του να βοηθήσει την εναγομένη από την παραπάνω θέση (του μετόχου), χωρίς όμως να γίνεται εκ μέρους του ουδεμία αναφορά περί καταγγελίας υφισταμένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, γεγονός που δεν θα είχε παραλείψει να επισημάνει, εάν πράγματι εκλάμβανε το εν λόγω έγγραφο ως τοιαύτη (καταγγελία), όπως εκ των υστέρων διατείνεται με την κρινόμενη αγωγή. Άλλωστε, σε περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων πράγματι απασχολείτο από την εναγομένη δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, η τελευταία θα μπορούσε να τον απολύσει, αφενός μεν κοινοποιώντας σε αυτόν το σχετικό έντυπο καταγγελίας, που προσκομίζεται με επίκληση, το οποίο χρησιμοποίησε σε ανάλογες περιπτώσεις και αφετέρου προβαίνοντας ακολούθως, σύμφωνα με την εκ του νόμου απορρέουσα υποχρέωσή της σε αναγγελία της καταγγελίας προς τον ΟΑΕΔ. Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία. Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του >>. Στη συνέχεια των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, η οποία έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Με την κρίση του αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης Ουάσιγκτον, που επικαλείται ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού ορθώς έκρινε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία, αλλά το χαρακτήρα σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αλλά το χαρακτήρα σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών., δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, έχει διαλάβει αιτιολογίες επί του ζητήματος τούτου, αλλά και οι αιτιολογίες αυτές και πλήρεις και σαφείς είναι και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα. Οι αιτιολογίες αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης Ουάσιγκτον, και ο πέμπτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί του ζητήματος που αναφέρεται ανωτέρω, λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 4. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι <<...Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος >>, παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ, διότι με την αγωγή του ζητούσε, επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τις ένδικες αξιώσεις, για την περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνέδεε αυτόν με την εναγομένη ήταν <<άκυρη>> για οποιονδήποτε λόγο. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος δεχθέν ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης (έγκυρης ή άκυρης) εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και κατά συνέπεια το ως άνω επικουρικό αίτημα της αγωγής για ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο. 5. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης (ΟλΑΠ 25/2003). Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (ΑΠ 54/2017, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 414/2016). Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης από τον Άρειο Πάγο προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και απέρριψε την αίτηση δικαστικής προστασίας, για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 54/2017, ΑΠ 1180/2017). Στη προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια ότι η προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, άφησε αδίκαστες τις αιτήσεις του αναφορικά α) με τους οφειλόμενους σ' αυτόν από την αναιρεσίβλητη μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από1-5-2011 έως 30-6-2011 και β) με την επικουρική βάση της διάταξης του άρθρου 904 ΑΚ που προέβαλε. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλομένη απόφαση με ρητή αναφορά στο σκεπτικό της απέρριψε την αγωγή και ως προς τα ανωτέρω αιτήματα. Συγκεκριμένα στο φύλλο 8 αναγράφεται η φράση <<Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία. Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος".
6. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως <<πράγματα>> θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, είτε όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013), είτε όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 644/2013). Επίσης ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται και όταν το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με πληρότητα στην αγωγή (ΑΠ 45/2006, ΑΠ 1487/2005). Τέλος ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών, αποτελεί κατ' εξοχή έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 1259/2009). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ισχυρισμών που ανάγονται στην έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ή στο ανίσχυρο του νόμου (ΑΠ 179/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ειδικότερα καταλογίζεται στην προσβαλλομένη ότι προέβη σε χαρακτηρισμό της ένδικη σύμβασης ως "ανεξαρτήτων υπηρεσιών" παρά το γεγονός ότι αυτός στήριζε την αγωγή του στις διατάξεις περί εργατικής νομοθεσίας (ότι δηλαδή η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας και όχι αυτή περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που δέχθηκε το δικαστήριο). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η αγωγή του στηρίζεται στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τον απέρριψε, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνοντας στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά γεγονότα που εκτέθηκαν και κατέληξε σε νομικό συμπέρασμα διαφορετικό από το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα. 7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που του προσδίδει ο νόμος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά το νόμο, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1719/2014, ΑΠ 1987/2014, ΑΠ 908/2011). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 ΚΠολΔ δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου του διαδίκου που ομολογεί, είναι μόνο εκείνη που γίνεται προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 403/2017, ΑΠ 233/2011, ΑΠ 1356/2010). Η δικαστική ομολογία γίνεται από τον ίδιο τον διάδικο, προφορικώς ή εγγράφως, σε κάθε στάση της δίκης, με τα διαμειβόμενα έγγραφα ή και με τις προτάσεις, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει ή του εντεταλμένου δικαστή και αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου του διαδίκου που ομολογεί, αναγνωρίζοντας το επιβλαβές γι' αυτόν γεγονός (με την απόδειξη του οποίου βαρύνεται ο αντίδικός του) που αναφέρεται άμεσα στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 403/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στη δικαστική ομολογία της αντιδίκου του περί του συνόλου των χαρακτηριστικών της εργασιακής σχέσης που συνέδεε αυτόν με την αναιρεσίβλητη, που περιέχεται, α) στις από 13-1-2014 προτάσεις αυτής, στις οποίες αυτή δέχεται << .... Τα όσα επικαλείται περί απολύσεως του είναι απολύτως ψευδή, αόριστα και αναπόδεικτα, καθώς ουδέποτε του κοινοποιήθηκε έγγραφο απόλυσης από την εταιρεία μας.... έως και τις 30-6-2010, όταν και μόνος του οικειοθελώς παραιτήθηκε από το όργανο αυτό..." και β) στις από 26-3-2015 προτάσεις αυτής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στις οποίες αυτή δέχεται τα διαλαμβανόμενα στην πρωτοβάθμια απόφαση , ήτοι << ... Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ανεξάρτητων υπηρεσιών αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου>>. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος διότι, από την παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι, πράγματι, στις επικαλούμενες ως άνω προτάσεις της αναιρεσίβλητης περιέχονται οι εν λόγω περικοπές, από τις οποίες, όμως, δεν συνάγεται δικαστική ομολογία της, κατ' άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων. 8. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-4-2017 αίτηση για αναίρεση της 63/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Έννοια, διακρίσεις και νομικό καθεστώς αυτών. Η σύμβαση διευθυντή, μετόχου και προέδρου του δ.σ. της ανώνυμης εταιρείας, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι της εξαρτημένης εργασίας, εφόσον αυτός δεν τελεί σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εταιρεία του. Ερμηνεία συμβάσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Αόριστος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση αυτών. Μη παραβίαση του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβαση Ουάσινγκτον. Μη εφαρμογή του άρθρου 904 ΑΚ , γιατί στηρίζεται ο λόγος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Αδίκαστες αιτήσεις. Μη λήψη υπόψη ισχυρισμών. Παραβίαση της αποδεικτικής δύναμης της ομολογίας. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 19, 9, 8 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ . Απορρίπτει αναίρεση . | Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας | Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Απορρίπτει αναίρεση. | 2 |
Αριθμός 949/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ι. Ρ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σιαμάκη και 2) Μ. Σ. του Ό., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3450-3451/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγουσα την "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" (Ο.Τ.Α. Β' βαθμού), νομίμως εκπροσωπουμένη, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ζαμπίτη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ' αριθ.: 1) 35/8-9-2017 αίτηση αναίρεσης του Ι. Ρ. και 2) 8223/19-9-2017 αίτηση αναίρεσης του Μάρκου Σ., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1269/2017.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η από 8 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ρ. του Δ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …5/8-9-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και η από 19 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Μ. Σ. του Ό., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-9-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 3450 και 3951/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκαν, ο πρώτος αναιρεσείων για ενεργητική δωροδοκία σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία και ο δεύτερος αναιρεσείων για ψευδή βεβαίωση από κοινού κατ' εξακολούθηση και για παθητική δωροδοκία από κοινού κατ' εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς τρία (3) ευρώ ημερησίως, οι οποίες αναιρέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Α) Επί της από 8 Σεπτεμβρίου 2017 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ρ. του Δ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …5/8-9-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ρητέα τα εξής:
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Όταν με το διατακτικό της αποφάσεως κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και καταδικάζεται σε ποινή χωρίς να περιλαμβάνεται στο σκεπτικό (αιτιολογικό) της καμμιά αιτιολογία για τα περιστατικά που αποδείχθηκαν ως προς την ενοχή του και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή και καταδίκη του, τότε η καταδικαστική απόφαση στερείται παντελούς αιτιολογίας και είναι αναιρετέα για τον ως άνω λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμούς 3450 και 3951/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Ι. Ρ. αναφέρεται ονομαστικά στο διατακτικό της αποφάσεως ότι κηρύσσεται ένοχος και καταδικάζεται για την αξιόποινη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας, χωρίς όμως να υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία για την ενοχή του για την πράξη που καταδικάστηκε στο αιτιολογικό (σκεπτικό) ή έστω και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος Ι. Ρ. για ενεργητική δωροδοκία και, κατά παραδοχή του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεώς του, παρελκούσης της έρευνας του άλλου λόγου της αιτήσεώς του που καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω λόγου, πρέπει η αίτησή του να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που τον καταδίκασε για ενεργητική δωροδοκία και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό που αναιρείται στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.). Β) Επί της από 19 Σεπτεμβρίου 2017 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Μ. Σ. του Ό., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-9-2017, ρητέα τα εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ., "υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), το οποίο είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικά: α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, ή και υπάλληλος μη αρμόδιος, στον οποίον όμως το έγγραφο είναι εμπιστευμένο ή προσιτό ως εκ της υπηρεσίας του, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του Π.Κ.. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Π.Κ., γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ., κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοσή του δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού, το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Έννομες συνέπειες υπάρχουν όταν το έγγραφο έχει τη νομική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με τη βεβαίωση στο έγγραφο της πραγματικής καταστάσεως. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητάς του και ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι ψευδές και στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να βεβαιώσει το ψευδές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Το βεβαιούμενο περιστατικό πρέπει να είναι αντικειμενικά ψευδές, πράγμα που συμβαίνει, όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είτε δηλαδή το αναφερόμενο στο έγγραφο περιστατικό δεν είναι αληθινό, είτε δεν αναφέρεται σε αυτό αληθινό περιστατικό το οποίο έπρεπε να αναφερθεί. Ως περιστατικό νοείται το γεγονός που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν και μπορεί να αποδειχθεί, αφού εκείνο το οποίο δεν συνέβη δεν μπορεί να αποδειχθεί και ως εκ τούτου ούτε να βεβαιωθεί. Δεν αρκεί στο έγγραφο απλώς να εκφέρονται αξιολογικές κρίσεις ή γνώμες ή εκτιμήσεις ή νομικοί συλλογισμοί ή ισχυρισμοί, έστω και αν αυτοί έχουν έννομες συνέπειες, εκτός αν υπό τον τύπο της εκφράσεως κρίσης, γνώμης, εκτίμησης ή ισχυρισμού υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικού περιστατικού, δηλαδή γεγονότος αναγομένου στο παρελθόν ή στο παρόν δυναμένου να αποδειχθεί. Το περιστατικό αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, μεταβολή (αλλοίωση) ή απόσβεση ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσεως δημόσιας ή ιδιωτικής ή μιας καταστάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008 και ίσχυε κατά τους χρόνους τελέσεως των πράξεων που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα Μ. Σ., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, αντικειμενικώς, εκτός από την ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή διά μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή η αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, ανεξάρτητα αν η μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός ειλικρινά θα την πραγματοποιούσε, αφού το ως άνω έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας πραγματώνεται και είναι τετελεσμένο και με μόνον την απαίτηση ή την αποδοχή των ωφελημάτων ή την αποδοχή της υποσχέσεως των ωφελημάτων. Υποκειμενικώς δε, απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Έτσι δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, κατά το άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει, με τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο με το Ν.Δ. 53/1974, υπερισχύει δε των ελληνικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και σε λογική προθεσμία, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για τη βασιμότητα κάθε ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 22-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, κάθε πρόσωπο, που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της αποφάσεως, με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή, η άσκηση δε αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι, για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο. Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος και της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (Ε.Σ.Δ.Α.) συνάγεται, ότι ο κατηγορούμενος, που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικης αποφάσεως, δικαιούται να μην αποστερηθεί της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου του δεύτερου βαθμού, το οποίο συγκροτείται κατά νόμο από δικαστές με μείζονα δικαστική εμπειρία, η δε απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν μπορεί να υποκαθίσταται και να στηρίζεται σε αιτιολογικό ανύπαρκτο ή ελλιπές, με καθολική αναφορά στο διατακτικό της ή με αναφορά στο αιτιολογικό της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, διότι τότε πάσχει από έλλειψη της απαιτούμενης, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Σε περίπτωση, όμως, που το αιτιολογικό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ταυτίζεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς με το αιτιολογικό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από μόνο το λόγο αυτό δεν εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική δευτεροβάθμια κρίση ούτε υπάρχει έλλειψη τέτοιας κρίσεως ή έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως και δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, οπότε δεν ιδρύεται ούτε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν στο αιτιολογικό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εμπεριέχεται πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με βάση την οποία συνάγει το Εφετείο την ενοχή του κατηγορουμένου, διότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και μόνον η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, από απόψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογήσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 3450, 3951/2016 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του κ. Σ., Αστυνόμου Α', Δικαστικού γραφολόγου, που διενεργήθηκε κατ' επιταγή της Υποδ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας, η οποία ανεγνώσθη στο ακροατήριο, από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης αποφάσεως, και από τις απολογίες των παρισταμένων αυτοπροσώπως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι ήταν υπάλληλοι στην τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης και δη στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και ειδικότερα στο Τμήμα αδειών οδήγησης οχημάτων της Διεύθυνσης Επικοινωνιών και Μεταφορών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και πιο συγκεκριμένα με τις εξής αρμοδιότητες: 1) ο Μ. Σ. (πρώτος κατηγορούμενος) ήταν υπεύθυνος για την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, για την έκδοση νέων επεκτάσεων αδειών ικανότητας οδήγησης, για τη χορήγηση και έκδοση Δελτίων εκπαίδευσης εξέτασης υποψήφιου οδηγού, 2) ο Ι. Κ. (δεύτερος κατηγορούμενος) ήταν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για τις on line (απευθείας συνδέσεις) αναθεωρήσεις αδειών ικανότητας οδήγησης (έκδοση αναθεωρημένων αδειών), για την έκδοση των ενδίκων αδειών ικανότητας οδήγησης και την έκδοση αδειών οδήγησης εκπαιδευτών οδηγών, ήτοι είχε αρμοδιότητα να καταχωρεί στο on line σύστημα από τη θέση του χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή με κωδικό THES 01 (επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κωδικός ήταν αυστηρά προσωπικός και ως εκ τούτου μόνο ο ίδιος τον χρησιμοποιούσε), τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων σε αναθεωρημένες άδειες οδηγών ("αναβαθμισμένος χρήστης"), στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο (αφού, επισημαινομένου, πρώτα διενεργούσε τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομικών προϋποθέσεων και αφού στη συνέχεια ο φάκελος ελεγχόταν από τον προϊστάμενο του Τμήματος), τις περιπτώσεις των επιτυχόντων σε ειδικές άδειες Ε.Δ.Χ. και για εκπαιδευτές και 3) η Μ.-Π. Μ. (τρίτη κατηγορούμενη) ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη για τις on line μετατροπές ελληνικών αδειών ικανότητας οδήγησης, τις επεκτάσεις αυτών, την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, την καταχώρηση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μέσοι on line συστήματος των υπό έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, δηλαδή είχε αρμοδιότητα να καταχωρεί στο on line σύστημα, από τη θέση της χειρίστριας ηλεκτρονικού υπολογιστή με κωδικό THES 21 (επισημαίνεται ότι αυτός ήταν αυστηρά προσωπικός και αυτή αποκλειστικά και μόνο χρησιμοποιούσε), τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων οδηγών, στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο επισημαινομένου ότι, αφού διενεργούσε τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων και ελεγχόταν ο κάθε φάκελος από τον προϊστάμενο του Τμήματος. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι τα ανωτέρω καθήκοντα στον καθένα από τους πιο πάνω κατηγορούμενους, ήταν ορισμένα και καθορισμένα από εσωτερικές διαταγές της Δ/νσης, που υπήρχαν στο αρχείο της γραμματείας της Υπηρεσίας Μεταφορών, όπως π.χ. οι από 8/9-5-2008, 17/25-8-2009, 17/13-9-2010, 53521/7142/3-10-2008 έγγραφο της Δ/νσης οργάνωσης και πληροφορικής του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών κ.λπ.. Στο σημείο αυτό, ας αναφερθεί η διαδικασία έκδοσης άδειας ικανότητας οδηγού, που ήταν η εξής α) Κατάθεση στην Υπηρεσία φακέλου υποψηφίου οδηγού από τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο σχολής οδηγών με αίτημα την έκδοση νέας άδειας οδήγησης, β)Έκδοση από την Υπηρεσία Δελτίου Εκπαίδευσης Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού (ΔΕΕΥΟ), με αριθμό πρωτοκόλλου από το on line σύστημα του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και δικτύων, γ) Υποβολή του (ΔΕΕ) στην Υπηρεσία για τον προγραμματισμό του στις θεωρητικές εξετάσεις ΚΟΚ, η συμπλήρωση του οποίου (ΔΕΕΥΟ) γίνεται σύμφωνα με την ΥΑ με αριθμό οίκ.58930/480/ΦΕΚ Β'/526/3-5-1999 "άδειες οδήγησης αυτοκινήτων μοτοσικλετών, και τετράκυκλων" και το άρθρο 28 "Δελτίο Εκπαίδευσης - Eξέτασης (ΔΕΕ) με ενσωματωμένο μνημόνιο" (ειδικότερα στην παρ, 2 του ανωτέρω άρθρου 28 ορίζεται το εξής : Τμήμα II "Στην πρώτη κατακόρυφη στήλη γράφεται η ημερομηνία, η ώρα η αίθουσα θεωρητικής εξέτασης καθώς και το είδος της θεωρητικής αυτής εξέτασης δηλαδή "Ερωτηματολόγιο 1" ή "Ερωτηματολόγιο 2" ....(ή κ.λπ.). Η στήλη αυτή, συμπληρώνεται από την υπηρεσία που προγραμματίζει τη συγκεκριμένη εξέταση και ο αρμόδιος υπάλληλος της υπηρεσίας αυτής υπογράφει στη δεύτερη κατακόρυφη στήλη, βάζοντας κάτω από την υπογραφή του ολογράφως το ονοματεπώνυμο του. Με την ίδια διαδικασία συμπληρώνεται η πρώτη κατακόρυφη στήλη και για την πρακτική εξέταση, δηλαδή τίθεται η ημερομηνία πρακτικής εξέτασης, η επιτροπή, η ώρα και η κατηγορία άδειας οδήγησης για την οποία γίνεται η πρακτική εξέταση. Όμοια στη δεύτερη κατακόρυφη στήλη, τίθεται η υπογραφή του υπαλλήλου και το ονοματεπώνυμο του". Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, παρά το όσα ορίζονται ως άνω, η διαχείριση του προγραμματισμού των θεωρητικών εξετάσεων, κατά τις ζυγές ημερομηνίες, γινόταν από το σωματείο των σχολών οδηγών Λευκός Πύργος (και ερχόταν -μετά τον προγραμματισμό- στην υπηρεσία, χωρίς να γίνονται αλλαγές, και μόνο για υπογραφές από τους υπαλλήλους) και κατά τις μονές ημερομηνίες (των θεωρητικών εξετάσεων) (ο προγραμματισμός) γινόταν από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Σε κάθε περίπτωση, μετά τον προγραμματισμό έμεναν "ανοιχτές" δυο θέσεις (για προγραμματισμό εξετάσεων δύο υποψήφιων οδηγών), προκειμένου να καλυφθούν έκτακτες περατώσεις που ανέκυπταν, και συμπληρώνονταν από την υπάλληλο κ. Μ., πάντοτε όμως, μετά από σχετική άδεια που χορηγούσε η τότε προϊστάμενη του τμήματος αδειών οδήγησης, κ. Σ., κατόπιν υποβολής αιτήματος με το χαρακτήρα επείγοντος και δη προκειμένου να συμπληρωθεί ημερομηνία θεωρητικής εξέτασης εκτός σειράς προτεραιότητας (βλ. και την από 19-4-2011 συμπληρωματική κατάθεση της τότε προϊσταμένης του τμήματος έκδοσης αδειών της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, η οποία επιβεβαιώνεται από όσα κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού). Στο σημείο αυτό, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, οι ημερομηνίες που συμπληρώνονταν για τις θεωρητικές εξετάσεις, ήταν με καθυστέρηση ενός μηνός περίπου, από την ημερομηνία που κατέθεταν οι σχολές οδηγών τα Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., γιατί όλα τα τμήματα και όλες οι θέσεις ήταν κλεισμένες για ένα μήνα, σύμφωνα και με την κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά την οποία: "Η κυρία Μ. έδινε ημερομηνία για προγραμματισμό εξετάσεων. Μόνο η κυρία Μ. και μετά ο κύριος Ξ., προγραμμάτιζαν τις εξετάσεις. Τις εξετάσεις τις προγραμμάτιζαν για τις μονές ημέρες η υπηρεσία και για τις ζυγές το σωματείο των σχολών. Το χρονικό διάστημα των εξετάσεων ήταν μέσα σε ένα με ενάμιση μήνα. Υπάρχει αναφορά στους επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης από εμένα για τον προγραμματισμό από τις σχολές, έπαιρναν πενήντα λεπτά προμήθεια, για την αναφορά αυτή έχω δεχθεί και απειλές". Εξάλλου, για να προγραμματιστεί η ημερομηνία εξέτασης στις θεωρητικές εξετάσεις, πρέπει στο ΔΕΕ να υπάρχει σφραγίδα και υπεύθυνη δήλωση της σχολής οδηγών ότι έκανε τις απαραίτητες ώρες θεωρητικών μαθημάτων για την αντίστοιχη κατηγορία διπλώματος (βλ. και την από 17-10-2011 ένορκη κατάθεση του 3ου μάρτυρα κατηγορίας Κ. Γ.). Μετά τον προγραμματισμό το ΔΕΕ παραλαμβάνεται από τη θυρίδα της Υπηρεσίας, από τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της σχολής οδηγών για να δοθεί στον Υποψήφιο Οδηγό, δ) Συμμετοχή του Υποψηφίου Οδηγού στις εξετάσεις ΚΟΚ, στην προγραμματισμένη ημέρα και ώρα. Πριν την έναρξη των εξετάσεων γίνεται έλεγχος ταυτοπροσωπίας των υποψηφίων από τους εξεταστές. Οι υποψήφιοι, υπογράφουν στην κατάσταση που εκδίδεται από το Μηχανογραφικό σύστημα, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να φέρει ο υποψήφιος μαζί του το Δελτίο Εκπαίδευσης Εξέτασης (ΔΕΕ), στο οποίο οι εξεταστές, αναγράφουν το αποτέλεσμα των εξετάσεων του Μηχανογραφικού συστήματος του Υπουργείου και υπογράφουν. Με την περαίωσα των εξετάσεων, εκδίδονται από το μηχανογραφικό σύστημα, εις διπλούν, τα αποτελέσματα των εξετάσεων για κάθε υποψήφιο που ήταν στον προγραμματισμό. Οι εξεταστές και ο υποψήφιος, υπογράφουν το αντίστοιχο έντυπο με τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Το ένα παραλαμβάνει ο υποψήφιος μαζί με το Δελτίο Εκπαίδευσης Εξέτασης του και το άλλο έντυπο με τα αποτελέσματα παραμένει στην Υπηρεσία για να τοποθετηθεί στον φάκελο του υποψηφίου. Μετά την περαίωση των εξετάσεων, οι εξεταστές τοποθετούν όλα τα αποτελέσματα σε φάκελο που βρίσκεται στο τμήμα αδειών οδήγησης πάνω στο γραφείο του υπαλλήλου που έχει τον προγραμματισμό. Τα αποτελέσματα, παραλαμβάνονται από τον υπάλληλο του αρχείου για να τοποθετηθούν στους φακέλους των υποψηφίων οδηγών, ενώ η ανωτέρω διαδικασία είναι εσωτερική διαδικασία και δεν εμπλέκεται εξωτερικός παράγοντας (εκπρόσωπος σχολής οδηγών), ε) Εάν υπάρξει επιτυχής έκβαση των θεωρητικών εξετάσεων ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της σχολής οδηγών υποβάλλει το (ΔΕΕ) στην Υπηρεσία για τον προγραμματισμό του στην δοκιμασία της πορείας. Το (ΔΕΕ) προγραμματίζεται και υπογράφεται από υπάλληλο του τμήματος. Καταχωρείται ο αριθμός πρωτοκόλλου του (ΔΕΕ) στις καταστάσεις που παραλαμβάνουν οι εξεταστές που κληρώνονται για τις επιτροπές των εξετάσεων πορείας, ζ) Η εξέταση γίνεται βάσει των ΔΕΕ με τα πρωτόκολλα που αναγράφονται στην προγραμματισμένη κατάσταση της Υπηρεσίας. Πριν την έναρξη των εξετάσεων γίνεται έλεγχος της ταυτοπροσωπίας. Με την έναρξη των εξετάσεων, στην πέμπτη κατακόρυφη στήλη του ΔΕΕ, ο εκπαιδευτής της σχολής που παρίσταται στην πρακτική εξέταση, θέτει την σφραγίδα του με τον αριθμό της άδειας λειτουργίας του, το ονοματεπώνυμο του και την υπογραφή του, η) Το αποτέλεσμα της εξέτασης αναγράφεται στο ΔΕΕ από τους εξεταστές που υπογράφουν σε αυτό. Τα αποτελέσματα για κάθε εξεταζόμενο μεταφέρονται και στην προγραμματισμένη κατάσταση της Υπηρεσίας, που αποτελεί το πρακτικό των εξετάσεων της συγκεκριμένης επιτροπής, φέρει δε τις υπογραφές των εξεταστών. Σε περίπτωση επιτυχίας, οι εξεταστές παραλαμβάνουν το Δελτίο Εκπαίδευσης Εξέτασης του οδηγού πλέον για να το παραδώσουν στην Υπηρεσία στην οποία ανήκουν. Εάν οι εξεταστές είναι υπάλληλοι της Δυτικής Δ/νσης Μεταφορών, παραδίδουν τα ΔΕΕ στην Υπηρεσία τους και κατόπιν αυτά μεταφέρονται με υπάλληλο της Δ/νσης Μεταφορών Ανατολικής στην Υπηρεσία Ανατολικής Διεύθυνσης Μεταφορών και παραδίδονται στο τμήμα αδειών οδήγησης οχημάτων. Από το τμήμα, παραλαμβάνονται τα ΔΕΕ από τον υπεύθυνο του αρχείου του τμήματος και τοποθετούνται στους αντίστοιχους φακέλους των υποψηφίων οδηγών. Κατόπιν οι φάκελοι αυτοί, τοποθετούνται στο τμήμα αδειών οδήγησης με αρχειοθέτηση την προτεραιότητα κατά ημερομηνία επιτυχίας των οδηγών στις εξετάσεις πορείας για να ακολουθήσει η καταχώρηση της άδειας οδήγησης στο on line σύστημα, θ) Οι χειριστές του on line συστήματος του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και δικτύων που έχουν αυστηρά προσωπικό κωδικό για την είσοδο τους στο σύστημα, που χορηγείται από το Υπουργείο, παραλαμβάνουν τους φακέλους των επιτυχόντων τους οποίους ελέγχουν για την πληρότητα τους και την ορθότητα των αναγραφόμενων αποτελεσμάτων. Μετά τον έλεγχο, υπογράφουν στο πίσω μέρος της αίτησης του ενδιαφερόμενου και προβαίνουν στην καταχώρηση της άδειας οδήγησης στο on line σύστημα του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και δικτύων, με την χορήγηση του αριθμού της, ο οποίος αναγράφεται και έξω από τον φάκελο του ενδιαφερόμενου οδηγού, για την αρχειοθέτηση του, και προβαίνει σε έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου της νέας άδειας ικανότητας οδηγήσεως που φέρει πλέον τον κωδικό αριθμό που τα δύο πρώτα ψηφία του είναι 85. Παράλληλα ο ίδιος υπάλληλος αποστέλλει στη Διεύθυνση Διαβατηρίων της ΕΛΑΣ αίτηση εκτύπωσης με γραμμικό κωδικό (bar code) για την έκδοση πλέον του διπλώματος, ι) Οι φάκελο! παραδίδονται στον προϊστάμενο του τμήματος Αδειών Οδήγησης Οχημάτων για υπογραφή και κατόπιν αρχειοθετούνται προσωρινά σε θυρίδες, σε αναμονή της αποστολής της άδειας οδήγησης από την υπηρεσία Διαβατηρίων, αλλά και την παραλαβή της από τον ενδιαφερόμενο ή τη σχολή οδηγών. Μετά την παραλαβή, ο φάκελος παραλαμβάνεται από τον υπεύθυνο του αρχείου και αρχειοθετείται. Στο αρχείο όλοι οι φάκελοι των αδειών οδήγησης είναι αρχειοθετημένοι κατά αύξοντα αριθμό, ανάλογα με το στάδιο διεκπεραίωσης τους. Δηλαδή, με τον αριθμό πρωτοκόλλου του ΔΕΕ, εάν δεν έχει εκδοθεί η άδεια οδήγησης και με τον αριθμό της άδειας οδήγησης εάν αυτή έχει εκδοθεί. Περαιτέρω προέκυψε ότι αιτία της δημιουργίας της υπό κρίση υποθέσεως αποτέλεσε το γεγονός εγγράφου που απεστάλη από την αρμόδια υπηρεσία Σερρών (αριθμ. πρωτ. …5/17-1-2011 της Δ.Μ.Ε. Σερρών) στις 31-1-2011 στη Διεύθυνση Ανατολικής Θεσ/νίκης (αριθμ. πρωτ. σ' αυτή του εγγράφου …7/31-1-2011) σχετικά με τη γνησιότητα της με αριθμό ...35 άδειας ικανότητας οδήγησης (μετατροπή Βουλγαρικής άδειας οδήγησης σε ελληνική) του Β. Ν., κατηγορουμένου στην πρωτόδικη δίκη, μη διαδίκου στο παρόν Δικαστήριο. Από το σχετικό έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι η εν λόγω άδεια ήταν πλαστή. Ειδικότερα, για την άδεια αυτή δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία, οπότε τελικώς με σχετική απόφαση του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας αποφασίστηκε η ανάκληση και η αφαίρεσή αυτής (η οποία τελικώς δεν αφαιρέθηκε, λόγω δηλωθείσας απώλειας στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών Σερρών (αριθμός πρωτοκόλλου εγγράφου .../47-α/9-3-2011 του Α.Τ. Ηράκλειας Σερρών που φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της ΠΚΜΔΜΕ Ανατολικής Θες/νίκης 5...829/16-3-2011). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι, μέσα Μαρτίου του 2011, ο 4ος των κατηγορουμένων, Ι. Κ., ιδιοκτήτης σχολής οδηγών, -μέσω του οποίου εκδόθηκε η ανωτέρω άδεια οδήγησης-, μιλώντας ιδιαιτέρως Α. Λ. -αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος αδειών-, του είπε ότι έχει στην κατοχή του το δίπλωμα του Β. Ν., και ότι μπορεί να το παραδώσει σε αυτόν, ενώ, όταν ο Λ., παρέπεμψε τον Κ. στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης κ. Γ., αυτός (4ος των κατηγορουμένων), δεν απευθύνθηκε τελικώς σε αυτόν (Διευθυντή ως καθ' ύλην αρμόδιο) ώστε να του παραδώσει την άδεια οδήγησης του Β. που είχε δηλώσει ότι κατείχε. Μετά από σχετική έρευνα, ο ανωτέρω φάκελος του Β. Ν., δεν βρέθηκε στο αρχείο της υπηρεσίας (ΠΚΜΔΜΕ Ανατολικής Θεσ/νίκης), -όταν αναζητήθηκε, -μετά το έγγραφο της Διεύθυνσης του ν. Σερρών-, οπότε, (ενόψει του ότι φαινόταν ότι υπεύθυνη για την ηλεκτρονική καταχώρηση της άδειας ικανότητας οδηγού ήταν η Μ. Μ. (3η) , -η οποία την περίοδο εκείνη απουσίαζε λόγω άδειας κυησεως-, ο Α. Λ..- αναπληρωτής Προϊστάμενος του τμήματος αδειών οδήγησης της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, -στον οποίο και ανατέθηκε η έρευνα περί της γνησιότητας της ανωτέρω άδειας οδήγησης-, απευθύνθηκε στον 1ο κατηγορούμενο Σ. Μ., -ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Μ.-, προκειμένου αυτός με τη σειρά του, να τη ρωτήσει, εάν θυμάται κάτι σχετικά με τον ανωτέρω φάκελο, οπότε την επόμενη ημέρα, ο 1ος των κατηγορουμένων κ. Σ. προσκόμισε τον φάκελο στον κ. Λ., αναφέροντας στον τελευταίο, ότι ο φάκελος βρισκόταν στο αρχείο της Υπηρεσίας και είχε τοποθετηθεί σε λάθος θέση. Στη συνέχεια, μετά από σταδιακό σχετικό έλεγχο των εγγράφων του φακέλου της ανωτέρω άδειας ικανότητας οδηγού του Β. Ν., κατοίκου ..., προέκυψαν τα εξής: 1) οι υπογραφές των υπαλλήλων που υπάρχουν στα πεδία του ΔΕΕΥΟ και φέρονται να προγραμματίζουν τη συμμετοχή του υποψηφίου στις θεωρητικές και για τις πρακτικές εξετάσεις, αλλά, και αυτές των υπαλλήλων, που φαίνονται να συμμετέχουν στις ανωτέρω εξετάσεις, δεν είναι γνήσιες, καθόσον κανείς εξ αυτών που φέρονται να υπογράφουν (Μ. Π., Ζ. Γ. και Α. Λ..), δεν αναγνωρίζουν τις υπογραφές ως δικές τους, ενώ αναγνωρίζουν τις σχετικές σφραγίδες με τα ονόματά τους που υπάρχουν στο ΔΕΕΥΟ (οι οποίες -σφραγίδες- κρατούνταν σε συρτάρια των γραφείων των υπαλλήλων τα οποία δεν κλειδώνονταν) (βλ. και τα όσα αναφέρονται σε σελ. 30-31 της με αριθμό πρωτοκόλλου …2/18/489-α/10~11-2011 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Κ. Σ.., Αστυνόμου Α', Δικαστικού Γραφολόγου για τις υπογραφές των ανωτέρω υπάλληλων στο ανωτέρω έγγραφο ΔΕΕΥΟ ήτοι ότι "δεν χαράχθηκαν από το άτομο που χάραξε τις δειγματικές υπογραφές των Μ. Π., Λ. Α. και Γ. Ζ."). Περαιτέρω, -όσον αφορά το ανωτέρω ΔΕΕΥΟ του Β. Ν. -, για την "υπογραφή που υπάρχει επί του εντυπώματος ατομικής σφραγίδας με τις ενδείξεις "Σ. Μ." στην πρώτη στήλη του πεδίου "ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ" της κύριας όψης του πειστηρίου εγγράφου, "δεν μπορεί να θεμελιωθεί ο οποιοσδήποτε αξιόπιστος γραφολογικός συσχετισμός", (βλ. ως άνω σελ. 30 και 31 της με αριθμό πρωτοκόλλου .../489-α/10~11-2011 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Κ. Σ.., Αστυνόμου Α', Δικαστικού Γραφολόγου και όπου, όσον αφορά τις υπογραφές στο 4ο πεδίο που αφορά υπογραφές των εξεταστών της πρακτικής εξέτασης, η πρώτη από τις δύο υπογραφές που διαλαμβάνονται στη δεύτερη στήλη του (4ου) πεδίου "ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ" (για την πρακτική εξέταση όπου δεν υπάρχει σφραγιδάκι υπαλλήλου και η υπογραφή στη θέση "ΠΡΩΤΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΗΣ" της πίσω όψης αυτού, χαράχθηκαν από το ίδιο άτομο) όπως αντίστοιχα και η δεύτερη υπογραφή, δεύτερη υπογραφή δεύτερος εξεταστής), 2) το έντυπο "αποτελέσματα εξέτασης υποψήφιου οδηγού" σύμφωνα με το οποίο φαίνεται ότι ο Β. Ν., πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις της 11/10/2010 με εξεταστές Ζ. Γ. και Μ. Σ. (ενώ πράγματι εξεταστές την ημέρα εκείνη ήταν ο Ι. Δ. και ο Ι. Σ. οι οποίοι και υπογράφουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και τα αντίστοιχα ΔΕΕΥΟ της ημέρας εκείνης), δεν ήταν γνήσιο (βλ. και όσα κατέθεσε ο αναπληρωτής Προϊστάμενος της ανωτέρω Υπηρεσίας, Α. Λ.. που θεώρησε ότι το είδος του εγγράφου -λόγω εκτύπωσης- δεν ήταν όμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται σε παρόμοιες περιπτώσεις από την υπηρεσία). Ειδικότερα, προέκυψε ότι κατά την ημερομηνία της 11-10-2010 που αναγράφεται ως ημερομηνία θεωρητικών εξετάσεων δεν υπήρχε το όνομα (και η υπογραφή) του εξεταζόμενου Β. Ν., ούτε στον πίνακα των εξεταζόμενων υποψηφίων οδηγών για την 11-10-2010 ούτε στον πίνακα αποτελεσμάτων εξέτασης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στη Διεύθυνση Μεταφορών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει αρχείο των πρακτικών της πρακτικής εξέτασης υποψηφίων οδηγών, αφού το αρχείο αυτό υπάρχει μόνο στη Διεύθυνση Μεταφορών Δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου και γίνεται η κλήρωση των εξετάσεων, γεγονός που όπως είναι αυτονόητο δυσχεραίνει και τον έλεγχο του αποτελέσματος από οποιονδήποτε τρίτο (βλ. και την από 24-3-2011 ένορκη εξέταση της Α. Σ. η οποία επιβεβαιώνεται από τα όσα κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού). Περαιτέρω, μετά την αποστολή από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Δυτικής Θεσσαλονίκης, της ονομαστικής κατάστασης επιτυχόντων και απορριφθέντων για τις πρακτικές εξετάσεις για την 20-10-2010, για την Επιτροπή Α21 και ώρα 14:50 που εμφαίνεται στο πεδίο πρακτικής εξέτασης του ΔΕΕΥΟ του ανωτέρω Β. Ν., το όνομα Β., δεν αναγράφεται πουθενά ήτοι δεν υπήρχε προγραμματισμένο το ΔΕΕΥΟ με αριθμό πρωτ.008099/2010 Β. Ν. και συνεπώς, δεν υπήρξε εξέταση του Β. (εξεταστές την ημέρα εκείνη, ήταν πράγματι οι Κ. και Σ. υπάλληλοι της Διεύθυνσης Μεταφορών Δυτικής Θεσσαλονίκης, τα ονόματα των οποίων δεν αναγράφονται στη θέση των υπογραφών που υπάρχουν στο πεδίο της "υπογραφής Εξεταστών" κατά την ημερομηνία της πρακτικής εξέτασης της 20-10-2010 -σύμφωνα δε με τα κατατεθέντα ενόρκως, από την τότε Προϊσταμένη του τμήματος έκδοσης αδειών Α, Σ. οι υπογραφές που υπάρχουν στο 4ο πεδίο "Υπογραφή Εξεταστών" ως υπογραφές των εξεταστών της πρακτικής εξέτασης, διαφέρουν εμφανώς από τις υπογραφές των ανωτέρω προσώπων-. Περαιτέρω, στο ανωτέρω ΔΕΕΥΟ, υπάρχει η σφραγίδα και η υπογραφή του Ι. K. (4ου) (ήτοι αυτός, εμφανίζεται να δηλώνει τη συμμετοχή του Β. στην πρακτική του εξέταση ως εκπαιδευτής), ενώ αυτή (πρακτική εξέταση) δεν έλαβε χώρα, (βλ. και το 28 άρθρο της ΥΑ με αριθμ.οικ58930/480/ΦΕΚ Β' 526/3-51999, όπου στη 5η κατακόρυφη στήλη τίθεται η σφραγίδα της σχολής οδηγών και το ονοματεπώνυμο της σχολής (ιδιοκτήτη υπαλλήλου) που παρίσταται στην πρακτική εξέταση και η υπογραφή του, ενώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο 4ος των κατηγορουμένων παρά το ότι, κλήθηκε αρμοδίως να δώσει δείγμα υπογραφής δεν εμφανίστηκε, δηλώνοντας πάθηση του δεξιού χεριού (βλ. και σελ. 25, 31 της με αριθμό.../489/α/10-11-2011 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης), 3) στην υπ' αριθμ. ...86/23-9-2010 αίτηση- υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και άρθρου 3 παρ.3 του Ν.2690/1999 του Β., μετά τη διαδικασία έκδοσης από τον χειριστή της θέσης THES 21, ήτοι της Μ. Μ.ς (3ης) και δη στο πίσω μέρος της αίτησης, δεν υπάρχει η τελική υπογραφή της προϊσταμένης του τμήματος, κ. Σ., η οποία θα έπρεπε να υπάρχει μετά την καταχώρηση της άδειας οδήγησης στο on line σύστημα και πριν την κατάληξη της στη θυρίδα, για την αναμονή της άδειας οδήγησης, παρά μόνο, οι δύο υπογραφές της Μ. Μ.ς που έκανε τον έλεγχο του φακέλου (πληρότητα και ορθότητα) και προχώρησε στην καταχώρηση της με αριθμό ...35 άδειας οδήγησης του Β., παρά τη μεταξύ άλλων, έλλειψη του ονόματος των εξεταστών των πρακτικών εξετάσεων. Όπως αναφέρθηκε, η ανωτέρω άδεια οδήγησης του Ν. Β., εκδόθηκε μέσω της σχολής οδηγών του 4ου των κατηγορουμένων, στον οποίο απευθύνθηκε ο ανωτέρω , καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 3.000,00 ευρώ, χωρίς να παρακολουθήσει μαθήματα θεωρητικής ή πρακτικής εκπαίδευσης. Την 31-3-2011 έγινε κατάσχεση ολόκληρου του αρχείου των φακέλων που σχετίζονται με την έκδοση αδειών ικανότητας οδηγού Β κατηγορίας, ήτοι με αριθμό ...01 έως ...33, το οποίο και αποδόθηκε με μεσεγγύηση στον Διευθυντή της υπηρεσίας, εκτός από 123 φακέλους, οι οποίοι δεν βρέθηκαν. Από τους ανωτέρω 123 φακέλους -κατόχους άδειας οδήγησης, οι 43 φάκελοι, φέρονται επιτυχόντες στις θεωρητικές, και άλλοι τρεις (φάκελοι) αφορούν μετατροπή αλλοδαπού διπλώματος σε ελληνικό, ενώ για τους υπόλοιπους 77, δεν προκύπτει να έχουν επιτύχει στις θεωρητικές εξετάσεις. Από τους 123 φακέλους βρέθηκαν τελικώς 21 φάκελοι, οι οποίοι και αναφέρονται στην αναλυτική κατάσταση που προσκομίστηκε με την από 7-6-2011 ένορκη εξέταση του Κ. Γ. και οι αντίστοιχοι κάτοχοι αδειών οδήγησης (21) είναι επιτυχόντες τόσο στις θεωρητικές όσο και στις πρακτικές εξετάσεις. Από τους 102 φακέλους που έλειπαν, οι 84 κάτοχοι αδειών οδήγησης έχουν αποκτήσει άδεια οδήγησης με μη σύννομη διαδικασία (βλ. την υπ' αριθμ.1 κατάσταση που επισυνάπτεται στην από 9-7-2011 ένορκη κατάθεση του αστυφύλακα Δ. Γ., και το με αριθμό .../117-01/26-4-2011 έγγραφο της ΥΕΥΒΕ κ α ι το Ε.Π. …../6-5-2011 και το ΕΠ…./7-6-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και Ε.Π…./15-6-2011 και ...1/6-10-2011), Περαιτέρω, για εννέα (9) άτομα, η Διεύθυνση Μ£ Ανατολικής Θ. γνωστοποίησε ότι έγινε παραλαβή φακέλου από άλλες Διευθύνσεις στήν επαρχία, ωστόσο ή άδεια οδήγησής τους, εκδόθηκε από τή Δ.Μ.Ε. Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Μετά από τα ανωτέρω, έγινε δειγματοληπτικός έλεγχος στους φακέλους των κατόχων αδειών οδήγησης στο Αρχείο της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, όσον αφορά την επαλήθευση των θεωρητικών εξετάσεων των υποψηφίων οδηγών μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, ήτοι τη σύγκριση και επαλήθευση του αποτελέσματος των θεωρητικών εξετάσεων των υποιμηφίων οδηγών που υπάρχει ως αρχείο στον κεντρικό υπολογιστή που βρίσκεται στην αίθουσα των θεωρητικών εξετάσεων και του αποτελέσματος των θεωρητικών εξετάσεων που περιείχε ο αντίστοιχος φάκελος του κατόχου της άδειας οδήγησης. Από τον ανωτέρω έλεγχο, βρέθηκε ένας φάκελος ήτοι ο υπ'αριθμ....17 φάκελος του V. S., κατηγορουμένου στην πρωτόδικη δίκη, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ενόψει του ότι η έφεσή του απορρίφθηκε με προηγούμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ως ανυποστήρικτη, για τον οποίο προέκυψαν τα εξής : 1) Σύμφωνα με το με αριθμό ...11/2008 ΔΕΕΥΟ του 50SQ φαίνεται ότι την 25-8-2010, αυτός, πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις με εξεταστές τους Ι. Κ. (2ο) και τον Μ. Σ. (1ο) των κατηγορουμένων, ενώ, από τον έλεγχο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, την 25-8-2010 ώρα 1:00:00 μ.μ. αίθουσα (40), και με εξεταστές τους ίδιους (1ο και 2ο των κατηγορουμένων), προκύπτει ότι αυτός απορρίφθηκε. Επί του ανωτέρω ΔΕΕΥΟ, στο πεδίο με ένδειξη "ημερομηνία εξέτασης" υπάρχει η ένδειξη "25-8-2010" "ΡΩΣ" (που πιθανότατα χαράχθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο) ΕΡ1 13:00 και κάτω από το πεδίο "ΥΠΟΓΡΑΦΗ" υπάρχει μονογραφή και σφραγιδάκι με το ονοματεπώνυμο "Σ. Μ.", ενώ η υπογραφή -μονογραφή που συνοδεύει το αντίστοιχο εντύπωμα ατομικής σφραγίδας επί της πρώτης στήλης του πεδίου "ΥΠΟΓΡΑΦΗ" της κύριας όψης του εν λόγω εγγράφου έχει πιθανότατα χαραχθεί από τον Μ. Σ. (1ο) (βλ. σελ. 30 της γραφολογικής έκθεσης) και παρά το ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν στα υπηρεσιακά καθήκοντα του 1ου κατηγορούμενου δεν περιλαμβανόταν και ο προσδιορισμός των θεωρητικών εξετάσεων των υποψήφιων οδηγών. Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 34/5708/19-2-2010 αίτηση -υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 και άρθρου 3 παρ.3 του Ν.2690/1999 του V. S. υπάρχει η ένδειξη "Ζητώ εξέταση με ακουστικά (ΗΧΟ)". Περαιτέρω η υπογραφή που συνοδεύει το εντύπωμα ατομικής σφραγίδας με τις ενδείξεις "I. Κ.", επί της πρώτης στήλης του πεδίου "ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ" έχει τεθεί από τον φερόμενο ως υπογράφοντα Ι. Κ. (2ο) όπως και η υπογραφή που συνοδεύει το εντύπωμα ατομικής σφραγίδας με τις ενδείξεις "Σ. Μ.", επί της πρώτης στήλης του πεδίου "ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ" της κύριας όψης του ανωτέρω εγγράφου, έχει τεθεί από τον φερόμενο ως υπογράφοντα Μ. Σ. (1o) (βλ. σελ. 29-30 της γραφολογικής έκθεσης) (ήτοι τα ανωτέρω πρόσωπα που ήταν πράγματι εξεταστές βεβαιώνουν ότι ο ανωτέρω υποψήφιος (V. S.) πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, ενώ ο υποψήφιος είχε αποτύχει). Στο πεδίο με ένδειξη "σφραγίδα σχολής παριστάμενος εκπαιδευτής υπογραφή", υπάρχει η σφραγίδα (αφού πρώτα φαίνεται πως έχει σβηστεί προηγούμενη σφραγίδα) της σχολής οδηγών της (Α. Μ.) (7ης των κατηγορουμένων) η οποία προέβη και στην κατάθεση του ΔΕΕΥΟ ώστε να προγραμματιστεί ημερομηνία θεωρητικών εξετάσεων). Στην εμπρόσθια όψη του ανωτέρω ΔΕΕΥΟ η ένδειξη που ήταν σημειωμένη "ΚΟΚ ΜΕ ΗΧΟ" έχει διαγραφεί και κάτω από αυτήν υπάρχει σφραγιδάκι "Σ. Μ." και αντίστοιχη υπογραφή, ενώ στο πάνω μέρος του ΔΕΕΥΟ, υπάρχει η ένδειξη "ΡΩΣΙΚΑ" και το σφραγιδάκι και η υπογραφή του Σ. Μ.υ, 2) στο έντυπο "αποτελέσματα εξέτασης υποψήφιου οδηγού" που υπάρχει στο φάκελο με εξεταστές τον 1ο και 2ο των κατηγορουμένων, η υπογραφή επί του εντυπώματος ατομικής σφραγίδας, με τις ενδείξεις "I. Κ." χαράχθηκε από τον 2ο των κατηγορουμένων, ενώ, για την υπογραφή παραπλεύρως των εκτυπωμένων ενδείξεων "Μ. Σ." στο κάτω δεξιό μέρος της κύριας όψης, "δεν μπορεί να θεμελιωθεί ο οποιοσδήποτε αξιόπιστος γραφολογικός συσχετισμός", ενώ η τρίτη υπογραφή στη θέση της ένδειξης "Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ" που φέρεται να τέθηκε από τον φερόμενο υποψήφιο οδηγό (V. S.), δεν χαράχθηκε από τον υποψήφιο οδηγό, αλλά "πιθανότατα χαράχθηκε από τον Μ. Σ. (1ο) των κατηγορουμένων". 3) στην άνευ ημερομηνίας αίτηση, με φερόμενο ως αιτούντα, τον ανωτέρω των SOSO κατηγορουμένων στην πίσω όψη της οποίας υπάρχει υπογραφή επί εντυπώματος ατομικής σφραγίδας με τις ενδείξεις "I. Κ.", αυτή χαράχθηκε από τον 2ο των κατηγορουμένων, ενώ οι χειρόγραφες ενδείξεις γραφής "Β ...17 10-9-2010 22-10-10" επί του εντυπώματος τετράγωνης σφραγίδας, πιθανότατα χαράχθηκαν από αυτόν, μετά τη διαδικασία καταχώρησης της άδειας από τον χειριστή της θέσης THES 01, ήτοι τον Ι. Κ., την 22-10-2010 (σύμφωνα όμως με την υπ' αριθμ.17/13-9-2010 υπηρεσιακή διαταγή του τότε Προϊσταμένου Η. Τ. η ανωτέρω καταχώρηση δεν ανήκε στα υπηρεσιακά καθήκοντα του Ι. Κ. (2ου), ενώ ο τελευταίος δεν είχε λάβει προφορική άδεια της τότε προϊστάμενης του τμήματος έκδοσης αδειών Α. Σ., ώστε να προβεί στην ανωτέρω καταχώρηση) (βλ. και σελ.29 - 30 της με αριθμό πρωτοκόλλου .../489-α/10-1ί-2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Κ. Σ.., Αστυνόμου Α', Δικαστικού Γραφολόγου).Κατά τον ανωτέρω τρόπο, πλέον των ανωτέρω δύο αναφερόμενων αδειών οδήγησης, οι φάκελοι των οποίων και βρέθηκαν (ο πρώτος φάκελος του Β., μετά την παράδοσή του, από τον 1ο των κατηγορουμένων και ο δεύτερος φάκελος του S., μετά από δειγματοληπτικό έλεγχο 6.500 φακέλων αδειών ικανότητας οδηγού), εκδόθηκαν άλλες ογδόντα τέσσερις (84) άδειες ικανότητας οδηγών με μη σύννομη διαδικασία, είτε κατά τη θεωρητική, είτε κατά την πρακτική, είτε κατά το συνδυασμό των θεωρητικών και πρακτικών εξετάσεων (και όπως αυτό προέκυψε από τη σχετική έρευνα (και των ηλεκτρονικών αρχείων) και επί των 102 φακέλων που δεν βρέθηκαν στην υπηρεσία, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα). Τα αποτελέσματα των θεωρητικών και πρακτικών εξετάσεων, για τους ως άνω 84 κατόχους αδειών οδήγησης αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 1 κατάσταση που επισυνάπτεται, στην από 9-7-2011 ένορκη κατάθεση του αστυφύλακα Δ. Γ. (βλ. και το με αριθμό .../117-στ/26-4~2011 έγγραφο της ΥΕΥΒΕ -αναγν.11- και το Ε.Π…./6-5-2011 και το Ε.Π…./7-6-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και Ε.Π…./15-6-2011 και ...1/6-10-2011 και τα όσα αναφέρονται και στη σελ.15, 17 στοιχ 17 και 24 επ. στο με αριθμό πρωτ. .../117/ί-πστ/1-12-2011 έγγραφο ...73/ΒΩΡΣΤ2011/ μηνυτήρια αναφορά). Περαιτέρω προέκυψε ότι οι εν λόγω τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι, μετά από συναπόφασή τους, τέλεσαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης και στο καταδικαστικό σκέλος αυτού και αφορούν τις χορηγηθείσες άδειες ικανότητας οδηγού στα αναφερόμενα σε αυτό πρόσωπα, αφού έλαβαν προς τούτο χρήματα δια μέσω των Ι. Κ. (διαδίκου στην παρούσα δίκη), που διατηρεί σχολή οδηγών με την επωνυμία "STOP AND GO", του Σ. Φ., επίσης διατηρούντος σχολή οδηγών, και του υιού του Σ. Φ. (υπευθύνου και αυτού αυτής), (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), του Σ. Κ. και Δ. Κ., υπευθύνων της σχολής οδηγών με την επωνυμία "..." και προέβησαν σε ψευδείς βεβαιώσεις. Αντίθετα οι αυτοί κατηγορούμενοι (1, 2, 3) δεν προέκυψε με ασφάλεια από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι προέβησαν σε ψευδείς βεβαιώσεις, συνεπεία των οποίων χορηγήθηκαν άδειες ικανότητας οδηγού στους ανωτέρω με αριθμ. …8 (κ. Μ.), …3 (G. E. Ο.) και στον V. S. (μη διάδικο στην παρούσα δίκη, του οποίου σημειωτέον, απερρίφθη η έφεση ως ανυποστήρικτη με προηγούμενη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου), και ότι έλαβαν προς τούτο χρήματα, οι αμφιβολίες δε που προέκυψαν στο Δικαστήριο για αυτούς, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα (κυρίως από έγγραφα) πρέπει να ερμηνευθούν υπέρ αυτών (κατηγορουμένων). Στην ως άνω κρίση οδηγείται το Δικαστήριο από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, είναι δε χαρακτηριστική η κατάθεση ιδίως της μάρτυρος Π. Μ., συναδέλφου των εν λόγω τριών κατηγορουμένων, που δεικνύει την έκνομη δραστηριότητα αυτών, η οποία, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά επί λέξει κατέθεσε ".... Κάποια στιγμή ήθελε η κυρία Μ. να καταχωρήσω κάποιες καρτέλες ....της είπα δεν μπορώ να το κάνω... Αργότερα ο κ. Σ.ς μου είπε ότι θα μπορούσαμε να τα βρούμε μεταξύ μας Δεν είχε βρεθεί ο φάκελος του Β.. Τον είχε φέρει μετά ο κ. Σ.ς....", αλλά και από τις ίδιες τις υπεκφεύγουσες αποκρίσεις των εν λόγω κατηγορουμένων στις απολογίες τους, τόσον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που αναγνώσθησαν στο ακροατήριο, αλλά και από την επισκόπησή της ως άνω αναγνωσθείσης στο ακροατήριο πραγματογνωμοσύνης, επισημαινομένου ότι ενδεικτικώς και μόνον αναφέρονται συγκεκριμένα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, διότι το Δικαστήριο, ως προελέχθη, μόρφωσε την κρίση του από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα ως τέτοια (αποδεικτικά μέσα). Έτσι, σε βάρος των εν λόγω κατηγορουμένων στοιχειοθετούνται οι νομοτυπικές μορφές των αποδιδομένων σ' αυτούς σχετικών κατηγοριών της ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού, κατ' εξακολούθηση, αφού αυτοί προέβησαν στην εν λόγω αξιόποινη πράξη τους μετά από συναπόφασή τους και της παθητικής δωροδοκίας από κοινού κατ' εξακολούθηση, για την οποία, επίσης υφίσταται από κοινού απόφαση τελέσεώς, οι οποίες (αξιόποινες πράξεις) συρρέουν αληθώς (βλ. Α.Π. 1262/2011, Α.Π. 4/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ), όπως αυτές (νομοτυπικές μορφές) στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσης περιγράφονται, και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, σύμφωνα με το διατακτικό". Στη συνέχεια, το κατά τα ανωτέρω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο Μ. Σ. του Ό. και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση και παθητικής δωροδοκίας από κοινού κατ' εξακολούθηση, αφού δε του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου (άρθ. 84 παρ. 2 περ. α Π.Κ.) και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (άρθ. 84 παρ. 2 περ. ε Π.Κ.), επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για κάθε πράξη και κατά συγχώνευση συνολική ποινή φυλακίσεως (3 + 1) τεσσάρων (4) ετών, της οποίας συνολικής ποινής φυλακίσεως ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "
Κηρύσσει ενόχους τους 1ο [Μ. Σ.], 2ο [Ι. Κ.] και 3η [Μ. – Π. Μ.] των κατηγορουμένων του ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, συγκεκριμένα: Α] Στη Θεσσαλονίκη και κατά το χρονικό διάστημα από τις 10-7-2009 έως τις 23-11-2010, από κοινού ενεργώντας, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, και ενώ ήταν υπάλληλοι, στα καθήκοντα των οποίων ανάγονταν η σύνταξη και έκδοση δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσαν με πρόθεση σε τέτοια έγγραφα ψευδώς περιστατικά που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, προέβησαν δε στις πράξεις τους αυτές με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους αθέμιτο όφελος. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας με ενότητα σχεδίου, μετά από συναπόφαση και σε σύμπραξη, με καταμερισμό ενεργειών, γνωρίζοντας και αποδεχόμενος ο ένας τις ενέργειες του άλλου, και, ενώ ήταν υπάλληλοι στην τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης και δη στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Μ. Σ. υπεύθυνος για την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, για την έκδοση νέων επεκτάσεων αδειών ικανότητας οδήγησης, για την χορήγηση και έκδοση Δελτίων Εκπαίδευσης Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού (ΔΕΕΥΟ), ο Ι. Κ. ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για τις on line αναθεωρήσεις αδειών ικανότητας οδήγησης (έκδοση αναθεωρημένων αδειών), για την έκδοση των ειδικών αδειών ικανότητας οδήγησης και την έκδοση αδειών ικανότητας οδήγησης εκπαιδευτών οδηγών, έχοντας έτσι αρμοδιότητα να καταχωρεί στο on line σύστημα από τη θέση του χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή με κωδικό THES 01 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων σε αναθεωρημένες άδειες οδηγών ("αναβαθμισμένος χρήστης"), στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο, αφού διενεργούσε τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων και αφού ελεγχόταν ο κάθε φάκελος από τον προϊστάμενο του Τμήματος, ομοίως δε με κωδικό THES 01 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων σε ειδικές άδειες Ε.Δ.Χ. και για εκπαιδευτές, και η Μ. - Π. Μ. ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη για τις on line μετατροπές ελληνικών αδειών ικανότητας οδήγησης, τις επεκτάσεις αυτών, την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, την καταχώριση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μέσω on line συστήματος των υπό έκδοση νέων αδειών ικανότητα οδήγησης, δηλαδή είχε αρμοδιότητα να καταχωρεί στο οη line σύστημα, από την θέση της χειρίστριας ηλεκτρονικού υπολογιστή, με κωδικό THES 21 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο η ίδια χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων οδηγών, στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο, αφού διενεργούσε τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων και αφού ελεγχόταν ο κάθε φάκελος από τον προϊστάμενο του Τμήματος, καθήκοντα που είχαν ανατεθεί αρμοδίως κατά σχετικές εσωτερικές διαταγές του Διευθυντή της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης (όπως η 17/13.9.2010 σχετική εσωτερική διαταγή), και τα οποία καθήκοντα ασκούσαν πραγματικά. Ωστόσο αυτοί, κατά το από κοινού σχέδιο, προέβησαν, με καταμερισμό των μεταξύ τους ενεργειών, στην έκδοση ΔΕΕΥΟ αναγράφοντας αναληθώς επ' αυτών και θέτοντας και τις αντίστοιχες υπογραφές ως δήθεν εξεταστές της συγκεκριμένης ημέρας, ότι ο υποψήφιος εξεταζόμενος οδηγός πέτυχε στις θεωρητικές ή πρακτικές εξετάσεις (κατά τις κατωτέρω διακρίσεις) για την απόκτηση άδειας ικανότητας οδήγησης, προκειμένου να τοποθετηθεί το ΔΕΕΥΟ στο φάκελο του κάθε υποψηφίου οδηγού, ο οποίος ήδη τηρούνταν στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, και ακολούθως να χορηγηθεί σε αυτόν η άδεια ικανότητας οδήγησης. Περαιτέρω, κατά το από κοινού σχέδιο, η μεν Μ.-Π. Μ., από τη θέση χειρίστριας Ηλεκτρονικού υπολογιστή THES 21 προέβαινε στην καταχώρηση των ως άνω ΔΕΕΥΟ, τα οποία είχαν συνταχθεί και εκδοθεί παρανόμως, στο on line σύστημα του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και Δικτύων συμπληρώνοντας την αντίστοιχη φόρμα, τον αριθμό της νέας άδειας ικανότητας οδήγησης και συντάσσοντας έτσι ηλεκτρονικά τα έγγραφα, διαλαμβάνοντας ότι δήθεν τα πρόσωπα, που κάθε φορά αναγράφονταν ως επιτυχόντες στις θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις, θεωρούνται πλέον νόμιμοι κάτοχοι άδειας ικανότητας οδήγησης και πληρούν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόκτηση και της έντυπης άδειας ικανότητας οδήγησης από την αρμόδια Υπηρεσία, ο δε Ι. Κ., από τη θέση χειριστή Ηλεκτρονικού υπολογιστή THES 01 προέβη στην καταχώρηση του ΔΕΕΥΟ του S. V., το οποίο είχε συνταχθεί και εκδοθεί παρανόμως, στο on line σύστημα του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και Δικτύων, συμπληρώνοντας την αντίστοιχη φόρμα, δίδοντας τον αριθμό της νέας άδειας ικανότητας οδήγησης και συντάσσοντας έτσι ηλεκτρονικά το έγγραφο, διαλαμβάνοντας ότι δήθεν το πρόσωπο, που αναγραφόταν ως επιτυχών στις θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις θεωρείται πλέον νόμιμος κάτοχος νέας άδειας ικανότητας οδήγησης και πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόκτηση και της έντυπης άδειας ικανότητας οδήγησης από την αρμόδια Υπηρεσία. Τα έγγραφα όμως που συντάσσονταν κατά το από κοινού τους σχέδιο (Δ.Ε.Ε.Υ.Ο.) και οι ηλεκτρονικές καταχωρίσεις στο on line σύστημα του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και Δικτύων ήταν ψευδή κατά περιεχόμενο και γνώριζαν την αναλήθεια αυτή, καθόσον, στην πραγματικότητα, τα πρόσωπα για τα οποία συντάσσονταν τα έγγραφα και φέρονταν ως δήθεν επιτυχόντες στις εξετάσεις για την απόκτηση άδειας ικανότητας οδήγησης ουδέποτε πληρούσαν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο, καθώς ορισμένοι δεν είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και δεν προσέρχονταν στις εξετάσεις (θεωρητικές/πρακτικές), ορισμένοι απορρίπτονταν από αυτές και συνεπώς δεν πετύχαιναν στις εξετάσεις. Προέβησαν δε στις πράξεις τους αυτές προκειμένου να προσποριστούν οι ίδιοι αθέμιτο περιουσιακό όφελος, με τη μεσολάβηση ιδίως εκπροσώπων των σχολών οδήγησης, όπως και στενών συγγενικών τους προσώπων (υιών), όπως αναλυτικά αναφέρεται στη συνέχεια κατά περίπτωση. Ειδικότερα, με τέτοιες ψευδείς βεβαιώσεις εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης: 1. Η ...35 από 20-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Β. Ν. του Π. και Δ., γεν. 05-12-1971, που απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Ότι ο εν λόγω υποψήφιος οδηγός συμμετείχε με επιτυχία στις θεωρητικές εξετάσεις στις 11-10-2010, γεγονός αναληθές, ιδίως ενόψει του ότι εξεταστές την ημέρα εκείνη ήταν ο Δ. Ι. και ο Ι. Σ. και όχι η Γ. Ζ. και ο κατηγορούμενος (Σ. Μ.) όπως αναγράφεται ψευδώς στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., β) ότι ο εν λόγω υποψήφιος οδηγός συμμετείχε με επιτυχία και στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης την 20-10-2010, ομοίως γεγονός αναληθές, ιδίως ενόψει του ότι στην ονομαστική κατάσταση του πρακτικού εξέτασης της επιτροπής Α…/20-10-2010 και ώρα 14:50, όπου φέρεται σύμφωνα με το Δ.Ε.Ε.Υ.0. ότι εξετάστηκε ο εν λόγω υποψήφιος (Β. Ν.), δεν υπάρχει το όνομα του, το οποίο δεν ήταν έστω προγραμματισμένο για εξέταση στο 008099/2010 Δ.Ε.Ε.Υ .Ο. που αντιστοιχεί σε αυτόν, γ) την ίδια ημέρα (20-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, συγκατηγορούμενή του Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρήσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορουμένους το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 2. Η ...36 από 24-11-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) E. του P. και της P., γεν. 20-02-1983, κατ. ενταύθα, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 7-10-2009 ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης στην ώρα 12.00' και ομάδα 30, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος οδηγός απουσίαζε την ημέρα εκείνη και εξεταστές την ημέρα εκείνη ήταν η Μ. Π. και ο Σ. Ι. και όχι ο κατηγορούμενος (Σ. Μ) και η συγκατηγορούμενη του Μ. -Π. Μ. όπως αναγράφεται ψευδώς στο 001622/2009 Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., που συντάχθηκε από αυτόν και την παραπάνω συγκατηγορούμενή του, β) στις 24-11-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, κατηγορούμενη Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670) ευρώ, δια του Κ. Ι., ενώ πρέπει να σημειωθεί και ότι για την έκδοση της παραπάνω άδειας ο αυτός υποψήφιος είχε παρακολουθήσει μόνο τρία πρακτικά μαθήματα. 3. Η ...04 από 30-10-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) G. (ον) G. του M. και L., γεν. 08-10-1956 Γ., κατ. ..., ο οποίος απευθύνθηκε στον ιδιώτη Σ. Β. ("Β."), προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 24-9-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης στην ώρα 11.00' με εξεταστές τη Μ. - Π. Μ. και τη Δ. Λ., γεγονός αναληθές καθώς στην πραγματικότητα ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις εξετάσεις αυτές, β) στις 30-10-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι οροί, ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, διά του Σ. Β.. 4. Η ...05 από 24-11-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Ι. του Π. και της Λ., γεν. 20-7-1985 στη …, κατοίκου 28ης Οκτωβρίου 23 στην …., ο οποίος απευθύνθηκε σε κάποιον "Γ.", αγνώστων λοιπών στοιχείων, και στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 7-10-2009,
με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης, γεγονός αναληθές καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις εξετάσεις αυτές, β) στις 24-11-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο οn line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ, δια του Κ. Ι. και του αποκαλούμενου "Γ." αγνώστων λοιπών στοιχείων. 5. Η ...24 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Ζ. (ον) X. του T. γεν. 26-10-1964 στην …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-9-2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε,Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 6. Η ...26 από 22-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Ζ. (ον) X. του Τ. γεν. 09-02-1963 στην … κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-9-2010 έως τις 15-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (22-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.ΕΎ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο οn line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 7. Η ...6118 από 21-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Α. Τ. του Α. και Μ., γεν. 30-4-1988 ..., κατοίκου ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "STOP & GΟ" στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 21- 10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε..Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, β) την ίδια ημέρα (21-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21 Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 8. Η ...11 από 16-10-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Α. Α. του Δ. και Ά., γεν. 08-02-1990 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στον ιδιώτη Σ. Β. ("Β."), προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 24-9-2009, με σχετική αναγραφή στο 008313/2009 Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης στην ώρα 11.00' με εξεταστές τη Μ. - Π. Μ. και τη Δ. Λ., γεγονός αναληθές καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απορρίφθηκε στις εξετάσεις αυτές, β) στις 16-10-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι οροί) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Σ. Β.. 9. Η ...91 από 23-12-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) A. του P. και της P., γεν. 10-8-1978 …., κατ. οδός ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 23-12-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.0., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, β) την ιδία ημέρα (23-12-2009) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 10. Η ...29 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) D. (ον) M. του P. γεν. 08-03-1978, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-6-2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 2ί, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους συγκατηγορούμενούς το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 11. Η ...61 από 8-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) ΚΑΙ του Z. και X. Υ. γεν. 19-12-1979 στην …. κατ. ενταύθα οδός ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-8-2010 έως την 1-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 8-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (8-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 12. Η ...5840 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) Υ. του R. γεν. 15-9-1984 στην …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής ττεριόδου από την 1-9-2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 13) Η ...3419 από 18-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) U. (ον) Q. του G., γεν.02-5-1983 στην …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό την 1-1-2010 έως τις 11-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 18-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (18-5-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 14) Η ...36 από 22-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της (επ) J. (ον) D. του J. γεν. 09-3-1976 στην …, κατοίκου ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι. προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-8-2010 έως τις 15-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (22-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 15. Η ...80 από 24-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) M. του W., γεν. 22-9-1964 στην ... ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 9-3-2010 έως τις 17-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.ΕΎ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς μετά την από 9-3-2010 απόρριψη του στις θεωρητικές εξετάσεις δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 24-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (24-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 16. Η ...65 από 11-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) X... του Y. L. και της X. H., γεν 12-09-1988 στην ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους ; α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 30-8-2010 έως τις 4-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 11-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (11-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.0., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 17. Η ...79 από 21-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (εττ) W. (ον) Z. του X. και της Χ. M.Ζ., γεν. 09-04- 1978 στην ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 31-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 21-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (21-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 18. Η ...5845 από 20-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) Z. του W. R. και της R. Y., γεν. 17-11-1962 στην ... κατοίκου ενταύθα οδός Φιντίου 15, ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 11-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 20-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (20-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, μέσω του Κ. Ι.. 19. Η ...4748 από 27-7-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Τ. Β. του Σ. και Α., γεν. 24-11-1962 …., κατ. ..., η οποία απευθύνθηκε στο Σ. Β. και στη συνέχεια στη σχολή οδηγών με την επωνυμία "..." στην οδό …., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 9-6-2010 έως τις 20-7-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς μετά την από 9-6-2010 απόρριψή της στις θεωρητικές εξετάσεις δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 27-7-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ,0., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (27-7-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, μέσω του …. 20. Η ...5153 από 26-8-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) O. (ον) D. του G. και X., γεν 30-01-1983 …, κατοίκου ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-6-2010 έως τις 19-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 26-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (26-8-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το ΔΕ,Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, δια του Κ. Α.. 21. Η ...5877 από 29-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) W. (ον) Χ. του C. H. και της S. X., γεν. 03-12-1984, κατοίκου ενταύθα ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-8-2010 έως τις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στοΔ.Ε.Ε.Υ.0., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 29-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (29-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Β,ΥΟ. του παραπάνω υποψήφιου στο on fine σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, αττό τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, δια του Κ. Α.. 22. Η ...22 από 21-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) F. του H. Ρ. και της J. X., γεν. 02-01-1982 στην ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από την 1-9-2010 έως τις 14-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 21-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (21-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.ΥΟ. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.ΥΟ., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Α.. 23. Η ...983 από 1-12-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Α. Α. του Ν. και Ι., γεν. 21-5-1970 …, κατ. ενταύθα ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) στις 17-11-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απορρίφθηκε στις θεωρητικές εξετάσεις της ημέρας εκείνης και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) την 1-12-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.0. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΉΕ521, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ,Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενο το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 24. Η ...5837 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της (επ) L. (ον) S. του G., γεν. 24-9-1989 ... κατοίκου ενταύθα ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2010 έως τις 18-20-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ήμερα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 25. Η ...3267 από 19-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) S. (ον) Α. του P., γεν. 17-8-1977 στην …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές του έτους 2010 έως τις 12-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 19-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 26. Η ...4028 από 16-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C.(ον) Ζ. του J. , γεν. 23-7-1982 στην ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου του έτους 2010 έως τις 9-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις Θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 16-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.ΕΕ.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ήμερα (16-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 27. Η ...4029 από 16-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C.(ον) Z. του J., γεν. 01-02-1978 στην ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου του έτους 2010 έως τις 9-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 16-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (16-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 28. Η ...3269 από 13-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) D. (ον) W. του X., γεν. 08-02-1970 στην ..., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 23-10-2009 εώς τις 6-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ,Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος μετά την από 23-10-2009 μη εμφάνιση του στην τότε προγραμματισμένη εξέταση δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 13-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (13-5-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επητυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ,Ε,Ε,Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου cnro on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.ΥΟ., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους σου το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 29.
Η ...3420 από 13-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) Z. του K., γεν, 12-06-1962 στην ..., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2010 έως τις 6-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ,Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 13-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' στην επιτροπή Α21 για την οποία είχε προγραμματιστεί), γ) την ίδια ημέρα (13-5-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 30. Η ...6032 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Α. Ο. Σ. του Μ. Σ., γεν. 21-54987 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 31. Η ...6114 από 12-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Ο. Σ. του Σ. και Λ., γεν. 22-4-1985 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής ττεριόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 5-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 12-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (12-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 32. Η ...3268 από 13-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Κ. του Μ. και Ρ., γεν. 09-02-1971 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2010 έως τις 6-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 13-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 33. Η ...6112 από 21-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Ο. Τ. του Σ. και Ρ., γεν. 28-02-1983 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 14-10-2010, με σχετική αναγραφή στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 21-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (21-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600)ευρώ, δια του Κ. Ι.. 34. Η ...6119 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Ο. Μ. του Ι. και Φ., γεν. 02-12-1977 στο …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.ΕΕ.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕ521, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα-συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 35. Η ...5564 αϊτό 8-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Χ. του Σ. και Α., γεν. 13-12-1977, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως την 1-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 8-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (8-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο,, καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, διά του Κ. Ι.. 36. Η ...4044 άδεια οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας στο όνομα του Α. Ε. του Μ. και Ε., γεν, 21-10-1988 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Απριλίου του έτους 2010 έως τις 30-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, ενώ είχε απορριφθεί στις 09-4-2009, 28-5-2009, 17-9-2009, 09-10-2009 και 11-12-2009 που έλαβε μέρος σε θεωρητικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ροδόπης, β) στις 5-7-2010 και στις 8-7-2010, με σχετικές αναγραφές στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε τις ημέρες εκείνες αντίστοιχα στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης για την Α' κατηγορία και για τη Β' κατηγορία αντίστοιχα, γεγονότα ομοίως αναληθή, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης των ανωτέρω ημερών, γ) αντίστοιχα τις ημέρες εκείνες (5-7-2010 και 8-7-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., του παραπάνω υποψήφιου για την άδεια Α' κατηγορία και την άδεια Β' κατηγορία αντίστοιχα στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 37. Η ...5843 από 11-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Δ. Ο. Σ. του Μ. και Ρ., γεν. 16-02-1984 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 4-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 11-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (11-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ., Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 38. Η ...5875 από 29-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) Z. του Y., γεν. 14-12-1961 στην ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους; α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 29-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την Ιδια ημέρα {29-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), τοΔ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 39. Η ...6116 από 5-11-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (εττ) X.(ον) D.D. του D., γεν. 22-11-1987 στην ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 25-10-2010 έως τις 29-10-2010 με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς μετά την από 25-10-2010 αποτυχία του στις θεωρητικές εξετάσεις δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 5-11-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (5-11-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 40. Η ...5839 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Δ. του Θ. και Ε., γεν. 03-9-1961 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (6ΟΟ)ευρώ, δια του Κ. Ι.. 41. Η ...6033 από 29-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Α. του Π. και της Ά, γεν. 15-3-1992 …, κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 29-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (29-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν Λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 42. Η ...3416 από 18-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Κ. του Π. και Κ., γεν. 20- 6-1978 … και Κ. Ν. Π., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2010 έως τις 1ί-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 18-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α22 για την οποία είχε προγραμματιστεί), γ) την ίδια ημέρα (18-5-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 43. Η ...4269 από 10-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Α. του Κ. και Α. γεν, 18-01-1977 …., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 3-11-2009 έως τις 3-6-2010 με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς μετά την από 3-11-2009 μη προσέλευση του στις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 10-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (10-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on live σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕ521, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, διά του Κ. Ι.. 44. Η ...5563 από 8-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Χ. Σ. του Δ. και Χ., γεν. 26-6-1973 στην …., κατοίκου ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 29-9-2010 ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς την ημέρα εκείνη η εν λόγω υποψήφια απουσίαζε από τις θεωρητικές εξετάσεις που είχε προγραμματιστεί στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 8-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (8-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 45. Η ...3210 από 3-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Ν. του Δ. και Ε., γεν. 28-7-1977 στην …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 5-2-2010 έως τις 26-4-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς μετά την από 5-2-2010 απόρριψη του στις θεωρητικές εξετάσεις ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 3-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε,Ε.Υ,Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 46. Η ...3472 από 3-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Β. Φ. του Σ. και Α., γεν. 25-84977 στην …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου του έτους 2010 έως τις 26-4-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε προηγούμενες θεωρητικές εξετάσεις που είχε προγραμματιστεί από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Έβρου στις 08-10-2008 απορρίφθηκε και στις 22-10-2008 απουσίαζε, β) στις 3-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 47. Η ...0763 άδεια οδήγησης Α1' και Β' κατηγορίας στο όνομα του Ν. Σ. του Π. και Τ., γεν. 27-6-1988 ..., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2009 έως τις 9-12-2009, με σχετική αναγραφή στο 012172/2009 Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις στο ερωτηματολόγιο 2 (δίκυκλο), γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης δικύκλου, β) στις 16-12-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης Α1 κατηγορίας, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΉΕS 21, Μ. - Π. Μ., γ) στις 27- 1 -2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης για αυτοκίνητο (Β' κατηγορία), γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης για αυτοκίνητο της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α23), δ) την ίδια ημέρα (27-1-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία στις πρακτικές εξετάσεις για αυτοκίνητο), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παρακάνω άδειας ικανότητας οδήγησης Β' κατηγορίας, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχωρίσεις στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 48. Η ...0809 από 14-12-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Η. του Κ. και Γ., γεν. 26-4-1971 στη ….., κατοίκου ομοίως, ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 14-12-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης για αυτοκίνητο της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α21), β) την ίδια ημέρα (14-12-2009) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία στις πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, καταχωρίσεις στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 49. Η ...5846 από 2!~10~2010 και 22-10-10 άδεια οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Μ. (ον) A. του Μ., γεν. 27-02-1978 ... κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε αρχικά Σ. Β. και στη συνέχεια στην σχολή οδηγών "...", προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 13-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις στο ερωτηματολόγιο 1 (αυτοκίνητο), γεγονός αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος απουσίαζε την ημέρα εκείνη από τις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης αυτοκινήτου, β) στις 21-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης για αυτοκίνητο (Β' κατηγορία) και δίκυκλο (Α' κατηγορία), γεγονότα ομοίως αναληθή, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (21-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία στις πρακτικές εξετάσεις για δίκυκλο και μη επιτυχία στις θεωρητικές και στις πρακτικές εξετάσεις για αυτοκίνητο), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχωρίσεις στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, δια του Κ. Ι.. 50. Η ...0449 άδεια οδήγησης A1', Α' και Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Κ. (ον) K. του S. και R. γεν. 20-02-1981 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε αρχικά Σ. Β. και στη συνέχεια στην σχολή οδηγών "...", προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 23-10-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις στο ερωτηματολόγιο 1 (αυτοκίνητο) και στο ερωτηματολόγιο 2 (δίκυκλο), γεγονότα αναληθή, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απορρίφθηκε την ημέρα εκείνη από τις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης των ανωτέρω κατηγοριών, β) τέλη του μηνός Οκτωβρίου 2009, καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία στις θεωρητικές εξετάσεις), το .Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης Α1', Α' και Β' κατηγορίας, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχωρίσεις στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ μέσω του Κ. Ι.. 51. Η ...3261 από 13-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Y. (ον) N. του B. και της L., γεν. 14-6-1968 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2010 έως τις 6-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι στις 4-8-2006, 24-11-2006, 19-12-2006, 15-6-2007, που συμμετείχε στις θεωρητικές εξετάσεις, απορρίφθηκε, και στις 4-7-2007, που προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις απουσίαζε, β) στις 13-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα (570) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 52. Η ...3891 από 2-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Γ. του Τ. και Ρ., γεν. 27-4-1987 …., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2010 έως τις 25-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 2-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α21 για την οποία είχε προγραμματιστεί), γ) την ίδια ημέρα (2-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, αττό τη χειρίστρια στη θέση THES21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στo σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 53. Η ...3638 από 12-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Ε. του Χ. και Φ., γεν. 09-8-1988 …., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2010 έως τις 5-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι στις 18-12-2007, 23-01-2008, 06-02-2008, 02-9-2008, 07-5-2009, 22-5-2009, 29-6-2009, που συμμετείχε στις θεωρητικές εξετάσεις, απορρίφθηκε, και στις 17-7-2009 που είχε προγραμματιστεί να συμμετάσχει στις θεωρητικές εξετάσεις απουσίαζε, β) στις 12-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α22 για την οποία είχε προγραμματιστεί), γ) την ίδια ημέρα (12-5-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώρισή στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, διά του Κ. Ι.. 54. Η ...1097 από 18-2-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) A. του L. και της A., γεν. 10-4-1983 ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) 18-2-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Α21 για την οποία είχε προγραμματιστεί), β) την ίδια ημέρα (18-2-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το ΔΕ.Ε,Υ.0. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παρακάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤHΕS 21, Μ. Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 55. Η ...1096 από 18-2-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) G. του L. και της Α., γεν. 04-02-1970 ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) 18-2-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14,50' με αριθμό επιτροπής Α21 για την οποία είχε προγραμματιστεί), β) την ίδια ημέρα (18-2-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Κ. Ι.. 56. Η ...5562 από 8-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) X. (ον) L. του B., γεν. 11-8-1984 στην ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως την 1-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησής, β) στις 8-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο,, ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (8-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 57. Η ...5152 από 27-8-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) R. του Z., γεν. 10-02-1980 στην ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2010 έως τις 20-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 27-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (27-8-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ.-Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικές φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 58. Η ...5848 από 20-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) H. (ον) Υ. του L. F. γεν. 27-10-1971 στην ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως τις 13-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 20-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (20-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 59. Η ...6115 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) J. (ον) Ζ. του S., γεν. 05-4-1985 στην ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως την 18-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 60. Η ...5154 από 27-8-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Z. (ον) Y. του W.Z., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε π σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2010 έως τις 20-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 27-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (27-8-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το ΔΕ.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 61. Η ...6034 από 22-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) U. (ον) Z. του Q. S., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις αρχές Ιουλίου του έτους 2010 έως την 15-10-2010, με σχετική αναγραφή στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) Στις 22-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (22-10-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 62. Η ...5782 από 07-07-2010 και 14-10-2010 άδεια οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας αντίστοιχα στο όνομα του (επ) T. (ον) R. του K., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου αϊτό τις 13-4-2010 έως τις 15-10-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης για αμφότερες τις κατηγορίες κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι στις 21-1-2010, 1-3-2010 και 13-4-2010 που ο ανωτέρω προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στο ερωτηματολόγιο 1 (αυτοκίνητο) και στο ερωτηματολόγιο 2 (δίκυκλο) στην προαναφερόμενη Υπηρεσία απουσίαζε, β) Στις 22-10-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 63. Η ...4046 από 8-7-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Σ. Μ. του Θ., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην Οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 21-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια απουσίαζε από τις θεωρητικές εξετάσεις που είχε προγραμματιστεί από την προαναφερόμενη Υπηρεσία να συμμετάσχει κατά την ημέρα εκείνη, β) στις 8-7-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (8-7-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράψου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 64. Η ...3079 από 3-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) V. του G., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς αττό κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2010 έως τις 26-4-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.0., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 3-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 65. Η ...5144 από 26-8-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Δ. του Λ., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών "..." στην οδό ..., ιδιοκτησίας του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2010 έως τις 19-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις Θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς ο εν Λόγω υποψήφιος ουδέποτε προγραμματίστηκε να συμμετέχει στις θεωρητικές εξετάσεις στην προαναφερόμενη Υπηρεσία και κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 26-8-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος δεν προγραμματίστηκε να συμμετάσχει στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ήμερα (26-8-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο, του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, διά του Κ. Ι.. 66. Η ...3801 από 12-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας, στο όνομα του Ρ. Κ. του Β. και Θ., γεν. 28-11-1986 …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 22-3-2010 έως τις 5-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 22-3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσει που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 12-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο ΔΕ.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 67. Η ...3802 από 11-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Σ. Μ. του Α. και Α., γεν. 01-02-1985, στη ..., ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 31-3-2010 έως τις 4-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 31-3-2010 απουσία της από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 11-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το ΔΕ.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. -Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.ΥΟ., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 68. Η ...3880 από 14-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) S. του K., γεν. 22-09-1971 στην ..., κατ. ενταύθα οδός ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 29-4-2010 έως τις 7-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 29-4-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 14-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το ΔΕ.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 69. Η ...3791 από 14-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Ε. του Π. και Μ., γεν 20-02-1981 …, κάτοικος ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., όπως και στη σχολή οδηγών που διατηρούσε ο Κ. Σ. στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 29-3-2010 έως τις 7-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις Θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 29-3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 14-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακόσιων (2.800) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ., και το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, διά του Κ. Σ.. 70. Η ...3794 από 14-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Λ. Π. του Δ. και Χ., γεν. 19-7-1991 …., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 30-3-2010 έως τις 7-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 30-3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 14-5-20!Ο καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώρισή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 71. Η ...3804 από 12-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Π. του Β. και Δ., γεν. 06-8-1991 …., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 26-3-2030 έως τις 5-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 26-3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 12-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 72. Η ...3881 από 27-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του K. Δ. του Α., γεν. 11-7-1961 ..., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 13-5-2010 έως τις 20-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 13-5-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 27-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.0. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 73. Η ...3882 από 25-5-2010 άδεια οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας, του Τ. Θ. του Δ. και Π., γεν. 31-8-1977 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 13-5-2010 έως τις 18-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 13-5-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.ΥΟ. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.ΥΟ., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 74. Η ...4036 από 16-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Κ. του Α. και Α., γεν. 20-11-1978 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 12-4-2010 έως τις 9-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 12-4-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 16-6-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.ΥΟ., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους τα ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 75. Η ...4042 από 16-6-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) M. (ον) G. του G. και L., γεν. 18-11-1982 …, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Φ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 27-5-2010 έως τις 9-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 27-5-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 16-6-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.ΥΟ. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, διά του Φ. Σ., υιού του Φ. Σ.. 76. Η ...3354 από 27-5-2010 άδεια οδήγησης του Ρ. Ι. του Δ. και Μ., γεν. 05-8-1983 στη …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Κ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 10-5-2010 έως τις 20-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 10-5-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 27-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, διά του Κ. Σ. και του υιού του Κ. Δ.. 77. Η ...3709 από 16-6-2010 άδεια οδήγησης στο όνομα της (επ) T. (ον) E. M.A. του V. και G. γεν. 26-03-1985 στη …, ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Κ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 21-4-2010 έως τις 9-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 21-4-2010 απουσία της από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 16-6-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφιο απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Κ51 για την οποία είχε προγραμματιστεί), γ) Την ίδια ημέρα (16-6-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤHΕS 21, Μ. -Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου αδείας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, διά του Κ. Σ. και του υιού του Κ. Δ.. 78. Η ...5463 από 25-3-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Ι. του Ε. και Π., γεν. 03-9-1956 …., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Κ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 9-3-2010 έως τις 18-3-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 9-3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 25-3-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.0., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησής της ημέρας εκείνης, γ) την ίδια ημέρα (25-3- 2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδείς κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, δια του Κ. Σ. και του υιού του Κ. Δ.. 79. Η ...6232 από 23-11-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Ι. Ν. του Α. και Σ., γεν, 17-11-1954 …, ..., η οποία απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Κ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 23-11-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς η εν λόγω υποψήφια απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Κ52 για την οποία είχε προγραμματιστεί), β) την ίδια ημέρα (23-11-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. της παραπάνω υποψήφιας στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) η εν λόγω υποψήφια κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, διά του Κ. Σ. και του υιού του Κ. Δ.. 80. Η ...6222 από 23-11-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Θ. του Χ. και Μ., γεν. 15-9-1960, ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Κ. Σ. διατηρούσε στην οδό ..., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 23-11-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε την ημέρα εκείνη στις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης, γεγονός ομοίως αναληθές, καθώς ο εν λόγω υποψήφιος απουσίαζε από τις πρακτικές εξετάσεις οδήγησης της ημέρας εκείνης (και δη της ώρας 14.50' με αριθμό επιτροπής Κ52 για την οποία είχε προγραμματιστεί), β) την ίδια ημέρα (23-11-2010) καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε πρακτικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση ΤΗΕS 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, διά του Κ. Σ. και του υιού του Κ. Δ.. 81. Η ...8806 από 21-9-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Δ. του Χ. και Μ., γεν. 06-7-1957 ..., ..., ο οποίος απευθύνθηκε στη σχολή οδηγών που ο Τ. Α. διατηρούσε στην οδό ... προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Στις 10-7-2009 με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς την ημέρα εκείνη στην πραγματικότητα απορρίφθηκε στις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 21-9-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές {ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα -συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν oι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δια του Τ. Α... 82. Η ...8805 από 19-10-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) N. του M. και Α., γεν. 18-01-1964 ..., κατοίκου ..., ο οποίος απευθύνθηκε στον διαμεσολαβητή Σ. Β., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 24-9-2009 έως τις 12-10-2009, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτή συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 24-9-2009 απόρριψη του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 19-10-2009 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, διά του Σ. Β.. 83. Η ...3769 από 11-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Α. του Α. και Σ., γεν. 14-5-1958 στο ..., κατοίκου ..., κάτοχος του υπ' αριθμ. ΑΕ 865489 Α.Δ.Τ. , που εκδόθηκε την 11-5-2007 από A.Τ. …, για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, καθώς βεβαιώθηκαν ψευδώς από κοινού από τους κατηγορουμένους: α) Σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 29-3-2010 έως τις 4-5-2010, με σχετική αναγραφή στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., ότι αυτός συμμετείχε και πέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις, γεγονός αναληθές, καθώς δεν προγραμματίστηκε για θεωρητικές εξετάσεις μετά την από 29- 3-2010 απουσία του από τις τότε προγραμματισμένες θεωρητικές εξετάσεις, κατά συνέπεια δεν επέτυχε στις θεωρητικές εξετάσεις που απαιτούνται για την έκδοση αδείας οδήγησης, β) στις 11-5-2010 καταχωρήθηκε ψευδώς, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμοι όροι (μη επιτυχία σε θεωρητικές εξετάσεις), το Δ.Ε.Ε.ΥΟ. του παραπάνω υποψήφιου στο on line σύστημα και εκδόθηκε το υπηρεσιακό αντίγραφο της παραπάνω άδειας ικανότητας οδήγησης, από τη χειρίστρια στη θέση THES 21, Μ. - Π. Μ.. Για τις ενέργειες αυτές (ψευδής κατά περιεχόμενο καταχώριση στο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., καταχώριση στο σύστημα - συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και έκδοση υπηρεσιακού αντιγράφου άδειας ικανότητας οδήγησης χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμοι όροι) ο εν λόγω υποψήφιος κατέβαλε στους κατηγορούμενους ανεξακρίβωτο χρηματικό ποσό, σε κάθε περίπτωση ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, διά άγνωστου στην ανάκριση τρίτου προσώπου. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις οι υποψήφιοι οδηγοί, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, είτε αποτύγχαναν στις θεωρητικές εξετάσεις, είτε δεν προσέρχονταν σε αυτές, είτε αποτύγχαναν στις πρακτικές εξετάσεις, είτε δεν προσέρχονταν σε αυτές, με αποτέλεσμα να μην πληρούν τις προϋποθέσεις για την χορήγηση σε αυτούς της άδειας ικανότητας οδήγησης. Ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις, οι κατηγορούμενοι, κατά το από κοινού σχέδιο τους, με καταμερισμό ενεργειών και αποδεχόμενος ο ένας τις ενέργειες του άλλου, που όλες ήταν αναγκαίες και κατέτειναν στην αυτή ψευδή βεβαίωση περί συνδρομής όλων των νόμιμων όρων για την έκδοσή άδειας ικανότητας οδήγησης στο πρόσωπο του υποψήφιου οδηγού, συνέτασσαν και κατήρτιζαν Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., στα οποία βεβαίωναν αναληθώς ότι ο υποψήφιος διερχόταν με επιτυχία από τις θεωρητικές και τις πρακτικές εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας ικανότητας οδήγησης και στη συνέχεια τοποθετούσαν τα έγγραφα αυτά στον φάκελο του κάθε υποψηφίου, ώστε να διαλαμβάνεται σε ενδεχόμενο έλεγχο ότι ο φάκελος ήταν πλήρης και δήθεν ο ενδιαφερόμενος δικαιούτο πλέον να εφοδιαστεί με άδεια ικανότητας οδήγησης. Στη συνέχεια, κατά το από κοινού σχέδιο τους και με τη δική τους γνώση και αποδοχή, σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, πλην της περίπτωσης του V. S., η Μ. - Π. Μ., ενώ στην περίπτωση του V. S. ο Ι. Κ., καταχώρησαν ηλεκτρονικά μέσω του on line συστήματος του Υπουργείου Μεταφορών Υποδομών και Δικτύων τη φερόμενη επιτυχία του υποψηφίου στη λήψη της άδειας ικανότητας οδήγησης, συντάσσοντας έτσι το ηλεκτρονικό έγγραφο της καταχώρισης στο σύστημα επιτυχόντος οδηγού, δίδοντας τον αριθμό της νέας άδειας ικανότητας οδήγησης, βεβαιώνοντας έτσι με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή ο κάθε ένας από τους προαναφερόμενους υποψηφίους οδηγούς συμμετείχε και επέτυχε στις θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις που αναφέρονταν σε κάθε Δ.Ε.Ε.Υ.Ο.. Έτσι συνέτασσαν και εξέδιδαν τα αντίστοιχα ηλεκτρονικά έγγραφα, τα οποία απευθύνονταν προς το αρμόδιο Τμήμα της ίδιας Υπηρεσίας προκειμένου να εκδοθούν και τα έντυπα των αδειών ικανότητας οδήγησης, τα οποία παραδόθηκαν στα προαναφερόμενα πρόσωπα [με την εξαίρεση της περ. 12 (10ου των ανωτέρω κατηγορουμένων) όπου ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός υποψήφιος οδηγός δεν την παρέλαβε], εφοδιάζοντας τα έτσι με άδειες ικανότητας οδήγησης, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις. Στις ως άνω πράξεις τους προέβησαν από κοινού, ενεργώντας και επιδιώκοντας να αποκομίσεις ο ίδιος μαζί με αυτούς περιουσιακό όφελος, το οποίο δεν προερχόταν από θεμιτή αιτία. Συγκεκριμένα, έλαβαν κατά σύμπραξη διά μέσου των εκπροσώπων των σχολών οδηγών, στενών συγγενικών τους προσώπων (υιών), αλλά και τρίτων μερικές φορές, τα μερικότερα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ανωτέρω, συνολικού ποσού 82.340 ευρώ, προς το οποίο συνολικό ποσό και απέβλεπαν. Τα ανωτέρω ποσά δεν οφείλονταν από θεμιτή αιτία, καθόσον σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις κατά τις ειδικότερες διακρίσεις της κάθε περίπτωσης δεν συνέτρεχαν όλοι οι κατά νόμο απαιτούμενοι όροι για τη λήψη της άδειας ικανότητας οδήγησης που έτσι εκδίδονταν παράνομα και τα ποσά αυτά προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για τους κατηγορούμενους και διανέμονταν ανάμεσα σε αυτούς κατά άγνωστο τρόπο. Β] Στη Θεσσαλονίκη και κατά το χρονικό διάστημα από τις 27-1-2009 έως τις15-
3-2011, από κοινού, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και ενώ ήταν υπάλληλοι, έλαβαν και σε μία περίπτωση απαίτησαν, με τη μεσολάβηση τρίτων για τον εαυτό τους ωφελήματα οποιοσδήποτε φύσης για ενέργειες μελλοντικές σε άλλες περιπτώσεις και για ενέργειες ήδη τελειωμένες σε άλλες περιπτώσεις, που ανάγονταν στα καθήκοντα τους. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας με ενότητα σχεδίου, μετά από συναπόφαση και σε σύμπραξη, με καταμερισμό ενεργειών, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι Μ. Σ., Ι. Κ. και Μ. - Π. Μ., γνωρίζοντας και αποδεχόμενος ο ένας τις ενέργειες του άλλου, και ενώ ήταν υπάλληλοι στην τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης και δη στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ο Μ. Σ., μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, για την έκδοση νέων επεκτάσεων αδειών ικανότητας οδήγησης, για την χορήγηση και έκδοση Δελτίων Εκπαίδευσης Εξέτασης Υποψηφίου Οδηγού (Δ.Ε.Ε.Υ.Ο.), ο Ι. Κ. ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για τις on line αναθεωρήσεις αδειών ικανότητας οδήγησης (έκδοση αναθεωρημένων αδειών), για την έκδοση των ειδικών αδειών ικανότητας οδήγησης και ως την έκδοση αδειών ικανότητας οδήγησης εκπαιδευτών οδηγών, έχοντας έτσι αρμοδιότητα να καταχωρεί στο on line σύστημα από τη θέση του χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή με κωδικό THES 01 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων σε αναθεωρημένες άδειες οδηγών ("αναβαθμισμένος χρήστης"), στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο, αφού διενεργούσε τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων και αφού ελεγχόταν ο κάθε φάκελος από τον προϊστάμενο του Τμήματος, ομοίως δε με κωδικό ETHES 01 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων σε ειδικές άδειες Ε.Δ.Χ. και για εκπαιδευτές, και η Μ. - Π. Μ. ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη για τις on line μετατροπές ελληνικών αδειών ικανότητας οδήγησης, τις επεκτάσεις αυτών, την έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, την καταχώρηση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μέσω on line συστήματος των υπό έκδοση νέων αδειών ικανότητας οδήγησης, δηλαδή είχε αρμοδιότητα να καταχωρεί στο on line σύστημα, από την θέση της χειρίστριας ηλεκτρονικού υπολογιστή, με κωδικό THES 21 (τον οποίο αποκλειστικά και μόνο η ίδια χρησιμοποιούσε ως αυστηρά προσωπικό) τις περιπτώσεις των επιτυχόντων εξετασθέντων οδηγών, στο θεωρητικό και πρακτικό πεδίο, αφού διενεργούσαν τον απαιτούμενο έλεγχο περί συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων και αφού ελεγχόταν ο κάθε φάκελος από τον προϊστάμενο του Τμήματος, καθήκοντα που είχαν ανατεθεί αρμοδίως κατά σχετικές εσωτερικές διαταγές του Διευθυντή της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης (όπως η 17/13.9.2010 σχετική εσωτερική διαταγή), και τα οποία καθήκοντα ασκούσαν πραγματικά, έλαβαν και σε μία περίπτωση απαίτησαν από υποψήφιους οδηγούς με τη μεσολάβηση τρίτων και δη στην πλειονότητα των παρακάτω περιπτώσεων εκπροσώπους σχολών οδήγησης οικονομικά ωφελήματα και δη διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία και διένειμαν μεταξύ τους, κατά το από κοινού τους σχέδιο, προκειμένου να γίνει, κατά το μεταξύ τους καταμερισμό ενεργειών, η έκδοση αναληθών κατά περιεχόμενο Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. και καταχώρηση στο on line σύστημα των ως άνω Δ.Ε.Ε.Υ.Ο., τα οποία είχαν συνταχθεί και εκδοθεί παρανόμως, με συμπλήρωση της αντίστοιχης φόρμας και συντάσσοντας έτσι ηλεκτρονικά τα έγγραφα, διαλαμβάνοντας ότι δήθεν τα πρόσωπα, που κάθε φορά αναγράφονταν ως επιτυχόντες στις θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις, θεωρούνται πλέον νόμιμοι κάτοχοι άδειας ικανότητας οδήγησης και πληρούν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόκτηση και της έντυπης άδειας ικανότητας οδήγησης από την αρμόδια Υπηρεσία, τα έγγραφα, όμως, αυτά (Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. και ηλεκτρονικές καταχωρίσεις στο on line σύστημα) ήταν ψευδή κατά περιεχόμενο και γνώριζαν την αναλήθεια αυτή, καθόσον στην πραγματικότητα, τα πρόσωπα, για τα οποία συντάσσονταν τα έγγραφα και φέρονταν ως δήθεν επιτυχόντες στις εξετάσεις για την απόκτηση άδειας ικανότητας οδήγησης, ουδέποτε πληρούσαν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο, καθώς ορισμένοι δεν είχαν προγραμματιστεί για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και δεν είχαν προσέλθει στις θεωρητικές ή στις πρακτικές εξετάσεις, ορισμένοι απορρίπτονταν από αυτές και συνεπώς δεν πετύχαιναν στις εξετάσεις. Ειδικότερα, για την έκδοση από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης των παρακάτω αδειών ικανότητας οδήγησης, έλαβαν και σε μία περίπτωση απαίτησαν, από κοινού: 1. Για την έκδοση της ...6035 από 20-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Β. Ν. του Π. και Δ., γεν. 05-12-1971, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 2.500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του διμήνου Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου του έτους 2010 και η άλλη δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011. 2.
Για την έκδοση της ...0636 από 24-11-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) E. του P. και της PR., γεν. 20-02-1983, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία, το χρηματικό ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670) ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 470 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009 και η άλλη δόση ποσού 200 ευρώ στις 24-11-2009. 3.
Για την έκδοση της ...0604 από 30-10-2009 άδειας οδήγησης &' κατηγορίας στο όνομα του (επ) (G. (ον) G. του M. και L., γεν. 08-10-1956 στη Γεωργία, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Σ. Β. (Σ. Β.), προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων διακοσίων (1,200) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009. 4. Για την έκδοση της ...0605 από 24-11-2009 άδειας οδήγησης στο όνομα του Τ. Ι. του Π. και Λ., γεν. 20-7-1985 στη … έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, και ετέρου προσώπου αποκαλούμενου "Γ." αγνώστων λοιπών στοιχείων, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 500 σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Μαρτίου - Μαΐου του έτους 2009 και μία δόση ποσού 1.000 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 25-11-2009 έως τις 24-12-2009. 5. Για την έκδοση της ...6024 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (sir) Z. (ον) X. του Τ., γεν. 26- 10-1964 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της (δεδομένου ότι δεν συμμετείχε στις απαιτούμενες εξετάσεις), το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου τετραμήνου του έτους 2010. 6.
Για την έκδοση της ...6026 από 22-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Z. (ον) X. του T., γεν. 09-2-1963 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του διμήνου Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2010. 7. Για την έκδοση της ...6118 από 21-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Α. Τ. του Α. και Μ., γεν. 30-4-1988 στη Γεωργία, έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου από τις 21-10-2010 έως τις 15-11-12010. 8. Για την έκδοση της 8150018811 από 16-10-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Ασλανιδη Α. του Δ. και Ά., γεν. 08-02-1990 στnv ... έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Σ. Β. και του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το χρηματικό ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009. 9. Για την έκδοση της ...1091 από 23-12-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του του (επ) R. (ον) A. του P. και της PR. γεν. 10-8-1978 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2010. 10. Για την έκδοση της ...6029 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) D. (ον) M. του P. γεν. 08-3-1978, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε τρεις (3) δόσεις, μία δόση ποσού 800 ευρώ, μία δόση 400 ευρώ και την τελευταία δόση ποσού 800 ευρώ, όλες σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες εντός του διμήνου Οκτωβρίου - Νοεμβρίου 2010. 11.
Για την έκδοση της ...5561 από 8-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) ΚΑΙ του Z. και της X. Υ. γεν. 19-12-1979 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές του μηνός Αυγούστου 2010 έως τις 8-10-2010. 12. Για την έκδοση της ...5840 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) Y. του R. γεν. 15-9-1984 στην ..., απαίτησαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές του μηνός Αυγούστου 2010 έως τις 25-10-2010 (ανεξάρτητα αν αυτός δεν παρέλαβε το δίπλωμα που εκδόθηκε). 13. Για την έκδοση της ...3419 από 18-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) Q. του G., γεν. 02-5-1983 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξάμηνου του έτους 2010. 14. Για την έκδοση της ...6036 από 22-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της (επ) J. (ον) D. του J. γεν. 09-3- 1976 στην ..., έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία του μηνός Αυγούστου 2010. 15. Για την έκδοση της ...4280 από 24-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) M. του W., γεν. 22-9-1964 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Απριλίου του έτους 2010. 16. Για την έκδοση της ...5565 από 11-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) Χ. του Y. L. και X. H., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε τρεις (3) δόσεις, και δη μία δόση ποσού 500 ευρώ στις 30-8-2010, μία δόση ποσού 1.500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 15-9-2010 έως τις ί0-10-2010 και μία δόση ποσού 100 ευρώ εντός του χρονικού διαστήματος από τις 12-10-2010 έως τις 30-10-2010. 17. Για την έκδοση της ...4279 από 21-6-2010 άδειας οδήγησης Β1 κατηγορίας στο όνομα του (επ) W. (ον) Z. του X. και Χ. M. Ζ., γεν. 09-04-1978 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, και ετέρου προσώπου ονομαζόμενου "Α." αγνώστων λοιπών στοιχείων, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε τρεις (3) δόσεις, και δη μία δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του διμήνου Δεκεμβρίου 2009 - Ιανουαρίου 2010, μία δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του διμήνου Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου 2010 και μία δόση ποσού 1.000 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 21-6-2010 έως τις 21-7-2010. 18. Για την έκδοση της ...5845 από 20-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) Z. του W. R. και R. Y., γεν. 17-11-1962 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, και δη μία δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Αυγούστου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 1.500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2010. 19. Για την έκδοση της ...4748 από 27-7-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Τ. Β. του Σ. και Α., γεν. 24-11-1962, έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε π σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 20. Για την έκδοση της ...5153 από 26-8-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) O. (ον) D. του G. και X., γεν 30-01-1983 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 800 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Ιουνίου - Ιουλίου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 1.200 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 25-8-2010 έως τις 5-9-2010. 21. Για την έκδοση της ...5877 από 29-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) W. (ον) X. του C. H. και S. X., γεν. 03-12-1984, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δυο δόσεις, μία δόση ποσού 600 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Αυγούστου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 1.500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Μαρτίου του έτους 2011. 22. Για την έκδοση της ...6022 από 21-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) F. του Η. Ρ. και J. X., γεν. 02-01-1982 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησής Υ*α την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2010. 23. Για την έκδοση της ...9983 από 1-12-2009 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Α. Α. του Ν. και Ι., γεν. 21-5- 1970, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου τριμήνου του έτους 2009. 24. Για την έκδοση της ...5837 από 25-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της (επ) L. (ον) S. του G., γεν. 24-9-1989 στην ..., έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2010 έως τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2010. 25. Για την έκδοση της ...3267 από 19-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (εττ) G. (ον) Α. του P., γεν. 17-8-1977 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί Π ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 26. Για την έκδοση της ...4028 από 16-6-2010 άδειας οδήγησης B' κατηγορίας στο όνομα του (εττ) C. (ον) Z. του J., γεν. 23-7-1982 από την ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσοι του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσά των επτακοσίων (700) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 27. Για την έκδοση της ...4029 από 16-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) Z. του J., γεν.01-02-1978 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 28. Για την έκδοση τής ...3269 από 13-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) D. (ον) W. του X., γεν. 08-02-1970 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 29. Για την έκδοση της ...3420 από 13-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) Z. του Κ., γεν, 12-06-1962 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 30. Για την έκδοση της ...6032 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας από την Δ/νση Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης του Α. Ο. Σ. του Μ. και Σ., γεν. 21-5-1987, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 31. Για την έκδοση της ...6114 από 12-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Ο. Σ. του Σ. και Λ., γεν. 22-4-1985, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 32. Για την έκδοση της ...3268 από 13-5-2010 άδειας οδήγησης
Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Κ. του Μ. και Ρ., γεν. 09- 02-1971, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 33. Για την έκδοση της ...6112 από 21-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Ο. Τ. του Σ. και Ρ., γεν. 28-02-1983, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010 34. Για την έκδοση της ...6119 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Ο. Μ. του Ι. και Φ., γεν. 2-12-1977 στο …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 35. Για την έκδοση της ...5564 από 8-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Χ. του Σ. και της Α., γεν. 13-12- 1977, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 36. Για την έκδοση της ...4044 άδειας οδήγησης Α1' (έκδοσης 5-7-2010) και Β' (έκδοσης 8-7-2010) κατηγορίας στο όνομα του Α. Ε. του Μ. και Ε., γεν. 21-10-1988 …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τετραμήνου Απριλίου - Ιουλίου 2010. 37. Για την έκδοση της ...5843 από 11-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Δ. Ο. Σ. του Μ. και Ρ., γεν. 16-02-1984 …., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 38. Για την έκδοση της ...5875 από 29-10-2010 άδείας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) R. (ον) Ζ. του Y., γεν. 14-12- 1961 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 39. Για την έκδοση της ...6116 από 5-11-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) X. (ον) D. του D., γεν. 22-11-1987 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί Π ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 40. Για την έκδοση της ...5839 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Δ. του Θ. και Ε., γεν. 03-9-1961, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 41. Για την έκδοση της ...6033 από 29-10-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Α. του Π. και Ά., γεν. 15-3-1992, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 42. Για την έκδοση της ...3416 από 18-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Κ. του Π. και Κ., γεν, 20-6-1978, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 43. Για την έκδοση της ...4269 από 10-6-2010 άδειας οδήγησής Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Α. του Κ. και Α. γεν. 18-01-1977, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 44. Για την έκδοση της ...5563 από 8-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Χ. Σ. του Δ. και Χ., γεν. 26-6-1973, έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 45. Για την έκδοση της ...3210 από 3-5-2010 άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Ν. του Δ. και Ε. , γεν. 28-7-1977, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Νοεμβρίου 2009 - Φεβρουάριου 2010. 46. Για την έκδοση της ...3472 από 3-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Β. Φ. του Σ. και Α., γεν. 25-8-1977, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Μαρτίου του έτους 2010. 47. Για την έκδοση της ...0763 άδειας οδήγησης την από 16-12-2009 Α1' και την από 27-1-2010 Β' κατηγορίας στο όνομα του Ν. Σ. του Π. και Τ., γεν. 27-6-1988, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, από τα οποία 700 ευρώ προορίζονταν για την άδεια οδήγησης αυτοκινήτου και τα 300 ευρώ προορίζονταν για την άδεια οδήγησης μοτοσικλέτας, σε ανεξακρίβωτη Ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Σεπτεμβρίου 2009 - Ιανουαρίου 2010. 48. Για την έκδοση της ...0809 από 14-12-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Η. του Κ. και Γ., γεν. 26-4-1971, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσα) του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί Π ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το χρηματικό ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου διμήνου του έτους 2009. 49. Για την έκδοση της ...5846 από 21-10-2010 και 22-10-10 άδειας οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) M. (ον) A. του M., γεν. 27-02-1978 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 50. Για την έκδοση της ...0449 άδειας οδήγησης Α1 την 25-11-2009, την Α' την 2-3-2010 και την Β' την 9-11-2009 κατηγορίας στο όνομα του (επ) K. (ov) K. του S. και R. γεν. 20-02-1981 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός της χρονικής περιόδου των μηνών Σεπτεμβρίου 2009 - Νοεμβρίου 2009 προκειμένου να εκδοθεί η προαναφερόμενη άδεια οδήγησης. 51. Για την έκδοση της ...3261 από 13-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Y. (ον) N. του B. και της L. , γεν. 14-6-1968 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανώτερα/ άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα (570) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία ποσού 200 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Μαρτίου του έτους 2010 και μία ποσού 370 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από 13-5-2010 έως 13-6-2010. 52. Για την έκδοση της ...3891 από 2-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Γ. του Τ. και Ρ., γεν. 27-4-1987 Γεωργία, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των περίπου επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 53. Για την έκδοση της ...3638 από 12-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Μ. Ε. του Χ. και Φ., γεν. 09-8-1988 …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ περίπου σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 54. Για την έκδοση της ...1097 από 18-2-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) A. του L. και A., γεν. 10-4-1983 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία ποσού 200 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2009 και μία ποσού 400 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Φεβρουάριου του έτους 2010. 55. Για την έκδοση της ...1096 από 18-2-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) G. του L. και A., γεν. 04-02-1970 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 200 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2009 και μία δόση ποσού 400 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Φεβρουάριου του έτους 2010. 56. Για την έκδοση της ...5562 από 8-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας, στο όνομα της (επ) X. (ον) L. του Β., γεν. 11-8-1984 στην ..., έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 57. Για την έκδοση της ...5152 από 27-8-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Υ. (ον) R. του Z., γεν. 10-02-1980 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιουνίου - Σεπτεμβρίου του έτους 2010. 58. Για την έκδοση της ...5848 από 20-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) H. (ον) ΥΙ του L. F. γεν. 27-10-1971 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 59. Για την έκδοση της ...6115 από 25-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) J. (ον) Ζ. του S. γεν. 5-4-1985 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 60. Για την έκδοση της ...5154 από 27-8-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) Z. (ον) Y. του W., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιουνίου - Σεπτεμβρίου του έτους 2010. 61. Για την έκδοση της ...6034 από 22-10-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) L. (ον) Z. του Q. S., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγός μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως εξακοσίων (600) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους 2010. 62. Για την έκδοση της ...5782 από 7-7-2010 και 14-10-2010 άδειας οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας αντίστοιχα στο όνομα του (επ) T. (ον) R. του K., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Απριλίου - Νοεμβρίου του έτους 2010. 63. Για την έκδοση της ...4046 από 8-7-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Σ. Μ. του Θ., έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Απριλίου - Ιουλίου του έτους 2010. 64. Για την έκδοση της ...3079 από 3-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο
όνομα του (επ) L. (ον) V. του G., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 65. Για την έκδοση της Β...144 από 26-8-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Δ. του Λ., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Κ. Ι., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο στο Δικαστήριο χρηματικό αντάλλαγμα, ποσού όμως πεντακοσίων (500) ευρώ τουλάχιστον, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιουνίου - Σεπτεμβρίου του έτους 2010. 66. Για την έκδοση της ...3801 από 12-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Ρ. Κ. του Β. και Θ. , γεν, 28-11-1986, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου τριμήνου του έτους 2010. 67. Για την έκδοση της ...3802 από 11-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Σ. Μ. του Α. και Α. , γεν. 01-02-1985, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 600 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Ιουνίου - Αυγούστου 2009 και μία δόση ποσού 400 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου τριμήνου του έτους 2010. 68. Για την έκδοση της ...3880 από 14-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) C. (ον) S. του K., γεν, 22-09-1971 στην ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί Π ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε τρεις δόσεις, μία δόση ποσού 300 ευρώ, μία δόση ποσού 1.000 ευρώ και μία δόση ποσού 700 ευρώ, όλες εντός του τελευταίου τριμήνου του έτους 2009. 69. Για την έκδοση της ...3791 από 14-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Ε. του Π. και Μ. , γεν 20-02-1981, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ. και του Κ. Σ., ιδιοκτητών σχολών οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, έλαβες συνολικά το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων (3.300) ευρώ και δη το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ, μέσω του Φ. Σ., σε ανεξακρίβωτη στο Δικαστήριο ημερομηνία εντός του πρώτου τριμήνου του έτους 2010, και το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, μέσω του Κ. Σ., σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Απριλίου - Ιουνίου του έτους 2010. 70. Για την έκδοση της ...3794 από 14-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Λ. Π. του Δ. και Χ., γεν. 19-7-1991, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 150 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου διμήνου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 1.450 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 15-5-2010 έως τις 15-6-2010. 71. Για την έκδοση της ...3804 από 12-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Π. του Β. και Δ., γεν. 06-8-1991, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακόσια πενήντα (650) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 150 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου διμήνου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από τις 13-5-2010 έως τις 15-6-2010. 72. Για την έκδοση της ...3881 από 27-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του K. Δ. του Α., γεν. 11-7-1961, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε ανεξακρίβωτη στην ανάκριση ημερομηνία του μηνός Μαίου του έτους 2010. 73. Για την έκδοση της ...3882 από 25-5-2010 άδειας οδήγησης Α' και Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Θ. του Δ. και Π., γεν. 31-8-1977 …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των οκτακόσιων πενήντα (850) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μία δόση ποσού 350 ευρώ εντός του πρώτου διμήνου του έτους 2010 και μία δόση ποσού 500 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Μαρτίου - Ιουνίου 2010. 74. Για την έκδοση της ...4036 από 16-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Κ. Κ. του Α. και Α., γεν. 20-11-1978, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ στις 27-1-2009. 75. Για την έκδοση της ...4042 από 16-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) M. (ον) G. του G. και L., γεν. 18-11-1982 …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω του Φ. Σ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου διμήνου του έτους 2009. 76. Για την έκδοση της ...3354 από 27-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Ρ. Ι. του Δ. και Μ., γεν. 05-8-1983 στη …, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω των Σ. Κ. και Δ. Κ., ιδιοκτητών σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, η μία δόση ποσού 300 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου πενταμήνου του έτους 2010 και η άλλη δόση ποσού 350 ευρώ δεκαπέντε ημέρες αργότερα από την πρώτη, ήτοι σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 77. Για την έκδοση της ...3709 από 16-6-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της (επ) T. (ον) E. M. του V. και G. γεν, 26-03-1985 στη Ρουμανία, έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω των Σ. Κ. και Δ. Κ., ιδιοκτητών σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, η μία δόση ποσού 700 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου τριμήνου του έτους 2009 και η άλλη δόση ποσού 100 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. 78. Για την έκδοση της ...5463 από 25-3-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Ι. του Ε. και Π., γεν. 3-9-1956, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω των Σ. Κ. και Δ. Κ., ιδιοκτητών σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, η μία δόση ποσού 300 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του τελευταίου τετράμηνου του έτους 2009 και η άλλη δόση ποσού 700 ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου τετραμήνου του έτους 2010. 79. Για την έκδοση της ...6232 από 23-11-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα της Ι. Ν. του Α. και Σ., γεν, 17-11-1954, έλαβαν από την προαναφερόμενη υποψήφια οδηγό, μέσω των Σ. Κ. και Δ. Κ., ιδιοκτητών σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των χιλίων (1,000) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε τρεις δόσεις, μία δόση ποσού 300 ευρώ, μία δόση ποσού 350 ευρώ και μία άλλη δόση ποσού 350 ευρώ, που όλες καταβλήθηκαν σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες εντός των μηνών Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 2010. 80. Για την έκδοση της ...6222 από 23-11-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Σ. Θ. του Χ. και Μ., γεν. 15-9-1960, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω των Σ. Κ. και Δ. Κ., ιδιοκτητών σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2010. 8ί. Για την έκδοση της ...8806 από 21-9-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Π. Δ. του Χ. και Μ., γεν. 06-7-1957, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω των Α. Τ., ιδιοκτήτη σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το -ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Μαϊου - Οκτωβρίου 2009. 82. Για την έκδοση της ...8805 από 19-10-2009 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του (επ) B. (ον) N. του M. και Α. γεν. 18-01-1964 ..., έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω της Δ. Α., ιδιοκτήτου σχολής οδηγών, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιουλίου - Νοεμβρίου 2009. 83. Για την έκδοση της ...3769 από 11-5-2010 άδειας οδήγησης Β' κατηγορίας στο όνομα του Τ. Α. του Α. και Σ., γεν. 14-5-1958, έλαβαν από τον προαναφερόμενο υποψήφιο οδηγό, μέσω ανεξακρίβωτου στην ανάκριση προσώπου, προκειμένου να εκδοθεί η ανωτέρω άδεια οδήγησης για την οποία δεν ακολουθήθηκε η σύννομη διαδικασία για την έκδοση της, ανεξακρίβωτο χρηματικό ποσό, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον πεντακοσίων (500) ευρώ, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2010. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις έλαβαν τα επί μέρους χρηματικά ποσά διαμοιράζοντας αυτά μεταξύ τους, συνολικού ποσού 80.190 ευρώ, με τη διαμεσολάβηση των προσώπων που αναφέρονται, ήτοι τις περισσότερες φορές εκπροσώπων των σχολών οδήγησης, προκειμένου να ενεργήσουν άλλοτε μελλοντικά και άλλοτε έχοντας ήδη ενεργήσει (στις περιπτώσεις που έχοντας προηγηθεί η συμφωνία λήψης του αναφερόμενου χρηματικού ανταλλάγματος είχαν προβεί στην κρίσιμη ενέργεια και απέμενε η λήψη του ανταλλάγματος μετά την έκδοση της άδειας ικανότητας οδήγησης), υπό την ιδιότητα τους ως υπαλλήλων της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, ώστε να χορηγηθεί στους φερόμενους ως υποψήφιους οδηγούς άδεια ικανότητας οδήγησης, κατά παράκαμψη όμως της νόμιμης διαδικασίας, κατά τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα υπό στοιχείο Α ανωτέρω περί ψευδούς βεβαίωσης αντίστοιχα για την κάθε υπό στοιχείο Β περίπτωση δωροδοκίας (ήτοι όπως για την περ. Β1 δωροδοκίας η παράκαμψη της διαδικασίας αναλύεται στην περ. Α1 ψευδούς βεβαίωσης κ.ο.κ.). Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται ανωτέρω, τα πρόσωπα στα ονόματα των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω άδειες ικανότητας οδήγησης, δεν πληρούσαν τις προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις και δεν εδικαιούντο να εφοδιαστούν με τις άδειες αυτές, καθόσον στην πραγματικότητα οι άδειες τους χορηγήθηκαν χωρίς οι υποψήφιοι οδηγοί να λάβουν μέρος σε νόμιμα προγραμματισμένες εξετάσεις, χωρίς να επιτύχουν σωρευτικά και στις θεωρητικές και στις πρακτικές εξετάσεις και χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τον απαιτούμενο αριθμό μαθημάτων (θεωρητικών και πρακτικών), ούτε να έχουν υποβληθεί στις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις. Γνώριζαν δε καλώς όλα τα ανωτέρω και ενήργησαν προς το σκοπό αυτό (παράνομη έκδοση αδειών ικανότητας οδήγησης) δεχόμενοι ως αντάλλαγμα χρηματικά ποσά, εκμεταλλευόμενοι το υπηρεσιακό τους καθήκον και το γεγονός ότι, εξαιτίας των αρμοδιοτήτων τους, είχαν άμεση πρόσβαση στους φακέλους των υποψηφίων οδηγών, στην κατάρτιση των Δ.Ε.Ε.Υ.Ο. και στην καταχώριση του φερόμενου επιτυχούς αποτελέσματος στο on line ηλεκτρονικό σύστημα". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω πλημμελημάτων της από κοινού ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της από κοινού παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Μ. Σ., παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των ως άνω περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α', 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 45, 94, 98, 235 παρ. 1, όπως ίσχυε πριν από τους νόμους 4055/2012, 4139/2013 και 4254/2014 και 242 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία της, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος και, ως εκ τούτου, ανελέγκτως κρίθηκε ότι είχε αρμοδιότητα για την έκδοση αδειών ικανότητας οδηγού και ΔΕΕΥΟ, ότι το ψευδές γεγονός που βεβαίωνε ήταν ότι ο υποψήφιος οδηγός είχε δώσει θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις οδηγού με επιτυχία και κρίθηκε ικανός να οδηγεί, ότι γνώριζε ότι ο υποψήφιος οδηγός δεν είχε δώσει θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις με επιτυχία και ότι δεν κρίθηκε ικανός να οδηγεί και παρά ταύτα εν γνώσει του βεβαίωνε ψευδώς τα αντίθετα και ότι ενεργούσε από κοινού, μετά από συναπόφαση και με κοινό δόλο, με τους συγκατηγορούμενούς του Ι. Κ. και Μ. - Π. Μ.. Όσον αφορά την ύπαρξη του δόλου στην πράξη της παθητικής δωροδοκίας, δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας και εξυπακούεται ότι υπήρχε από την πραγμάτωση των περιστατικών της. Ακόμη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, έστω και αν στο παραπάνω, πλήρες και επαρκές, αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιλαμβάνονται και επαναλαμβάνονται κατά πιστή αντιγραφή, όπως υποστηρίζει ο προαναφερόμενος αναιρεσείων, πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις και σκέψεις του σκεπτικού της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, εν προκειμένω δε ουδόλως παραβιάσθηκε το δικαίωμα αυτού για παροχή έννομης προστασίας, που προστατεύεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του Έβδομου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που καθιερώνει την αρχή της επανεξετάσεως σε δεύτερο βαθμό της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο, ούτε η καθιερούμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. αρχή της δίκαιης δίκης, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών και του προπαρατεθέντος αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έγινε επανεξέταση της υποθέσεως και διαλαμβάνονται στο σκεπτικό αυτής συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζει το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την καταδικαστική κρίση του χωρίς να γίνεται παραπομπή από αυτό στο σκεπτικό της πρωτοβάθμιας αποφάσεως.
Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε έλλειψη αιτιολογίας και συγκεκριμένα οι αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην κατάθεση μάρτυρα, την οποία δεν εκτιμά συνδυαστικά με την πρωτόδικη κατάθεσή της, ότι εκτιμά ότι οι απαντήσεις του στην απολογία του ήταν υπεκφεύγουσες χωρίς να αναφέρει ποίες ήταν και ότι εκτιμά την πραγματογνωμοσύνη χωρίς να αναφέρει ειδικά σε ποία σημεία της στηρίζει την ενοχή του, είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων και τούτο, διότι ουδεμία αντίφαση υπάρχει στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την πράξη της παθητικής δωροδοκίας από κοινού εκ του ότι αυτή δέχεται ότι ο αναιρεσείων διέπραξε κατ' εξακολούθηση 83 παθητικές δωροδοκίες από κοινού και καταδικάζει για ενεργητική δωροδοκία μόνον 58 οδηγούς, ενώ αθωώνει για την ενεργητική δωροδοκία 25 οδηγούς ούτε εκ του ότι κηρύσσει αθώο ένα εκπρόσωπο σχολής οδηγών για την ενεργητική δωροδοκία, ενώ αυτόν τον κηρύσσει ένοχο για την παθητική δωροδοκία, αφού για την κήρυξη της ενοχής για παθητική δωροδοκία δεν είναι απαραίτητο κατά το νόμο να έχει τελέσει και αυτός που έδωσε τα χρήματα ενεργητική δωροδοκία, αλλά η κατάφαση της ενοχής για την κάθε αξιόποινη πράξη εξαρτάται και από το αν πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του κάθε ξεχωριστού εγκλήματος. Κατά συνέπεια, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε' σχετικοί αντίθετοι λόγοι (1ος και 2ος) της αιτήσεως αναιρέσεως του Μ. Σ., ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή όταν το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, λ.χ. από κατάθεση μάρτυρα ή από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπισή του κατ' αυτής και κατ' ακολουθία μέσω των αναγνωσθέντων εγγράφων γνωρίζει και το περιεχόμενο αυτών των μη αναγνωσθέντων εγγράφων και μπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. υπερασπιστικά δικαιώματά του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αναίρεσή του, ο κατηγορούμενος Μ. Σ., προβάλλει απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως και ειδικότερα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για το ότι έλαβε υπόψη της έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν και συγκεκριμένα: α) την από 19-4-2011 συμπληρωματική κατάθεση της τότε προϊστάμενης του τμήματος έκδοσης αδειών της Θεσσαλονίκης Α. Σ., β) την από 24-3-2011 ένορκη εξέταση της Α. Σ., γ) την από 17-10-2011 ένορκη κατάθεση του τρίτου μάρτυρα κατηγορίας Κ. Γ., δ) την από 7-6-2011 ένορκη εξέταση του Κ. Γ., ε) την από 9-7-2011 ένορκη κατάθεση του αστυφύλακα Δ. Γ., στ) το υπ' αριθ. πρωτ. …5/17-1-2011 έγγραφο της Δ.Μ.Ε. Σερρών και ζ) το υπ' αριθ. .../47-α/9-3-2011 έγγραφο του Α.Τ. …. Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης και των αναγνωσθέντων εγγράφων προκύπτει ότι τα παραπάνω έγγραφα δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, πλην όμως, αναφέρονται όλα στην υπ' αριθ. 815/2015 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία αναγνώστηκε μαζί με τα πρακτικά της (βλ. σελ. 39 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) και, κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε λάβει ήδη γνώση των εγγράφων αυτών από την πρωτόδικη απόφαση και μπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. υπερασπιστικά δικαιώματά του έναντι των εγγράφων αυτών και να τα αντικρούσει. Επομένως, τα ως άνω έγγραφα, τα οποία αναφέρονταν και στην πρωτόδικη απόφαση, παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που δίκασε κατ' έφεση και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Μ. Σ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω της λήψης υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος.
Τέλος, ο αναιρεσείων Μ. Σ. αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι προέβη σε μετατροπή της ποινής φυλακίσεως, που του επέβαλε, σε χρηματική με αντιφατική αιτιολογία, διότι, ενώ δέχθηκε, για να του χορηγήσει την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, ότι αυτός μέχρι την τέλεση των πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, έζησε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο και δεν τιμωρήθηκε μέχρι τότε για άλλη αξιόποινη πράξη, στη συνέχεια, για να μετατρέψει την ποινή φυλακίσεως που του επέβαλε σε χρηματική και να μην του χορηγήσει αναστολή, δέχθηκε ότι από την επισκόπηση του ποινικού του μητρώου προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικασθεί αμετακλήτως, με περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, σε περιοριστικές της ελευθερίας ποινές που στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ένα έτος και, ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 99 του Π.Κ., δεν δικαιούται αναστολή εκτελέσεως της ποινής που του επιβλήθηκε και πρέπει αυτή να μετατραπεί σε χρηματική. Όμως, ουδεμία αντίφαση υπάρχει στην ως άνω αιτιολογία, αφού το Δικαστήριο της ουσίας, από την επισκόπηση του ποινικού μητρώου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δέχεται ότι αυτός μέχρι και τις 15-3-2011 που τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε, δεν είχε καταδικασθεί αμετακλήτως για άλλη αξιόποινη πράξη και ότι ακολούθως, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα των πέντε (5) και πλέον ετών από 15-3-2011, που είχε τελέσει τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που εκδόθηκε στις 29-11-2016, είχε καταδικασθεί αμετακλήτως, με περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, σε περιοριστικές της ελευθερίας ποινές που στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ένα (1) έτος και εκ του λόγου αυτού προέβη σε μετατροπή της ποινής φυλακίσεως που του επιβλήθηκε σε χρηματική, στην οποία μετατροπή συμφώνησε, άλλωστε, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, συντασσόμενος με τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα για μετατροπή της ποινής φυλακίσεως που είχε επιβληθεί στον αναιρεσείοντα (βλ. τη δήλωσή του στη σελίδα 229 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. 4ος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Μ. Σ., περί αντιφατικής και ελλειπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την μετατροπή της ποινής φυλακίσεως που του επιβλήθηκε σε χρηματική, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού όλοι οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα Μ. Σ. λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη από 19 Σεπτεμβρίου 2017 αίτησή του περί αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 8 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ρ. του Δ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ..5/8-9-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και την από 19 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Μ. Σ. του Ό., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-9-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 3450 και 3951/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Δέχεται την από 8 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ρ..
Αναιρεί την προσβαλλόμενη, με αριθμούς 3450 και 3951/2016, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που καταδίκασε τον κατηγορούμενο Ι. Ρ. για ενεργητική δωροδοκία.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος αυτό που αναιρείται στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει την από 19 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Μ. Σ.. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα Μ. Σ. τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Ενεργητική και παθητική δωροδοκία. Ψευδής βεβαίωση. Δύο αναιρέσεις. Η πρώτη αναίρεση που αφορά ενεργητική δωροδοκία γίνεται δεκτή για έλλειψη παντελούς αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος. Η δεύτερη αναίρεση που αφορά παθητική δωροδοκία και ψευδή βεβαίωση και έχει λόγους από το 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Α' του Κ.Ποιν.Δ. απορρίπτεται, επιβάλλονται στον αναιρεσείοντα τα έξοδα και καταδικάζεται και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας. Φέρονται | Ψευδής βεβαίωση | Αναιρέσεως απόρριψη, Δωροδοκία, Ψευδής βεβαίωση, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 918/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμής εταιρίας με την επωνυμία "...." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαγούρο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Π. Μ. του Ν., κατοίκου ... και 2)Α. Β. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4242/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 282/2010 μη οριστική και 361/2016 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 10/5/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα εταιρία όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε καταφατική περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από την .../13-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Ν. Ν., που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε με την επιμέλεια αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον παραστάντα κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Βασίλειο Σαξώνη, ως αντίκλητο αυτών, με παράδοση του οικείου δικογράφου στον ίδιο (άρθρο 126 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 143 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν. 4335/2015). Εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτών.
2. Με την από 20-7-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 361/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 4242/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσιβλήτων, έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας για τα έτη 2001-2005 και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 5.485,37 ευρώ και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.113,70 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``...``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``... ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``...``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της άδειάς του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξης της άδειας του προηγουμένου έτους μέχρι της έναρξης της άδειας ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα άδειας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομισθίω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα άδειας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011) . Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης άδειάς του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ...) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 5/2011), με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος άδειάς του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές άδειας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών άδειας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών άδειας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές άδειας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3). Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση έναρξης εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχόλησης, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ... (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος άδειας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την αγωγή τους εξέθεταν ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκαν ο πρώτος ενάγων στις 18-7-1988 και ο δεύτερος ενάγων στις 22-9-1971, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ως λιμενεργάτες. Ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ...), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ, που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιώς κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. Η κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα άδειας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 μήνες απασχόλησης για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, ο πρώτος συνολικού ποσού 32.118,73 ευρώ και ο δεύτερος συνολικού ποσού 46.753,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 361/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``...`` και το διακριτικό τίτλο ``...`` στις 18-7-1988 ο πρώτος και στις 22-9-1971 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Οι όροι αμοιβής και εργασίας των άνω εργαζομένων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία `` Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ``. Αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς, όπως επίσης και άλλες εργασίας εντός του ίδιου λιμένος. Στις εργασίες δε αυτές που παρουσιάζουν ιδιομορφίες απασχολούντο εκ περιτροπής (βάρδιες) όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες συμπεριλαμβανομένων και αργιών και Σαββάτων στα χύδην φορτία (δημητριακά κλπ) άλλες στις φορτοεκφορτώσεις γενικά εμπορευμάτων επί πλοίων (γερανογέφυρες) και άλλες φορές σε διάφορες κομιστικές εργασίες μεταφορές επισκευών και επιβατών κλπ και σε διάφορες συνθήκες εργασίες. Οι ενάγοντες δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2001-2005) απασχολήθηκαν κύρια και δη κατά ποσοστό 75-80% της συνολικής τους απασχόλησης στις γερανογέφυρες. Ανάλογα με την εργασία που παρείχαν οι λιμενεργάτες της εναγομένης αμείβονταν είτε με το προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σταθερό ημερομίσθιο ή επίσης προβλεπόμενο από τις ίδιες ΣΣΕ εργασίες κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που εκφορτώνονταν επί πλέον του ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης (μισθός κατά μονάδα εργασίας εξαρτώμενος από το αποτέλεσμα αυτής). Με βάση δε το τελευταίο ημερομίσθιο (κυμαινόμενο απόδοσης) διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν, κατά το επίδικο διάστημα από την εναγομένη στους εργαζόμενούς της (συμπεριλαμβανομένων και των εναγόντων), τα προβλεπόμενα επιδόματα (εορτών κλπ) και οι λοιπές πρόσθετες παροχές. Σημειώνεται ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή που καταβαλλόταν στους εργαζομένους της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της εργασιακής νομοθεσίας (ΑΝ 539/1945, Ν 4504/1960) οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, ανεξάρτητα από ποια ημέρα της εβδομάδας παρεχόταν η εργασία δηλαδή καθημερινή, αργία, Σάββατο. Η εναγομένη όμως προκειμένου να καταβάλει στους εργαζόμενους - λιμενεργάτες της τις ως άνω αποδοχές και επίδομα εφάρμοζε τον Κανονισμό εργασίας και όχι τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ήταν ευνοϊκότερες γι' αυτούς. Υπολόγιζε τις ως άνω αποδοχές και συνακόλουθα και το επίδομα άδειας των εναγόντων- λιμενεργατών της, που όπως προαναφέρθηκε, η κύρια απασχόληση τους σ' όλο το επίδικο διάστημα ήταν στις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοκιβωτίων με τη γερανογέφυρα του ΟΛΠ, με βάση το ισχύον βασικό ημερομίσθιο της παραγράφου 1β του άρθρου 23 του Κανονισμού δηλαδή με αυτό που προβλεπόταν για τους μόνιμους λιμενεργάτες που απασχολούντο στο εν λόγω αντικείμενο (φορτοεκφορτώσεις με γερανογέφυρα). Σημειωτέον ότι το εν λόγω ημερομίσθιο είναι το ίδιο με το ασφαλιστικό δηλαδή με αυτό που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν προβαίνουν σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες ελλείψει αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 του Κανονισμού). Περαιτέρω, το ημερομίσθιο βάσει του οποίου υπολογιζόντουσαν οι αποδοχές και το επίδομα άδειας των επίδικων ετών για τους ενάγοντες κατά τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΣΣΕ και αποφάσεις ΔΣ εναγομένης ανερχόταν: 1) Για τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσίας κατά τα δύο πρώτα έτη και 15 κατά τα λοιπά, κατά το πρώτο έτος 2001: βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% επίδομα οικογενειακό + 36% επίδομα πολυετίας (επιδόματα που κατά τον Κανονισμό συνυπολογίζονται για το ημερομίσθιο καθορισμού των αποδοχών του επιδόματος αδείας) + 25% προσαύξηση = 44,08 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 36% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 46,37% ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : βασικό ημερομίσθιο 18,552 + 20% + 35% + 42% επίδομα πολυετίας + 25%=51,37 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004 : βασικό ημερομίσθιο 19, 294 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση = 553,42 ευρώ, ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση =55,69 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 30 χρόνια υπηρεσίας κατά τα επίδικα έτη : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 53,81 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 56,60 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003= βασικό ημερομίσθιο 18,552 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 60,05 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004: βασικό ημερομίσθιο 19,294 ευρώ + 20% οικογενειακό επίδομα + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 62,45 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 66% + 25% προσαύξηση =65,10 ευρώ. Το πραγματικό ημερομίσθιο που προκύπτει από τις πλήρεις και τακτικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους (με βάση την απόδοσή του) του τελευταίου δωδεκαμήνου και με βάση αυτό υπολογίζονται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας οι αποδοχές και το επίδομα άδειας ανερχόταν : Α) Για τον πρώτο ενάγοντα : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : 790.975 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 + 1.482.176 δρχ αποδοχές Αυγούστου 2000 + 1.064.593 δρχ αποδοχές Σεπτεμβρίου 2000 + 452.469 δρχ αποδοχές Οκτωβρίου 2000 + 603.717 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 1.000.666 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 386.451 δρχ Ιανουαρίου 2001 + 664.010 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 501.758 δρχ Μαρτίου 2001 + 724.149 δρχ Απριλίου 2001 + 641.902 δρχ Μαΐου 2001 + 638.678 δρχ Ιουνίου 2001= 9.451.344 δρχ ή 27.736,82 : 12 μήνες : 25 ημέρες = 92,45 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 527.645 δρχ ή 1.548,48 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2001+ 796.079 δρχ ή 2.336,25 ευρώ Αυγούστου 2001 + 593.943 δρχ ή 1.743,05 ευρώ Σεπτεμβρίου 2001 + 536.755 δρχ ή 1.575,22 ευρώ Οκτωβρίου 2001 + 141.066 δρχ ή 413,99 ευρώ Νοεμβρίου 2001 + 3.841,75 ευρώ Ιανουαρίου 2002 + 3.363,81 ευρώ Φεβρουαρίου 2002 + 4.178,94 ευρώ Μαρτίου 2002 + 4.342,16 ευρώ Απριλίου 2002 + 3.420,13 ευρώ Μαΐου 2002 + 3.644,26 ευρώ Ιουνίου 2002= 30.408,09 ευρώ: 12: 25 ημ= 101,36 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 2.961,25 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2002 + 5.774,04 ευρώ Αυγούστου 2002 + 2.741,25ευρώ Σεπτεμβρίου 2002 + 2.858,97 ευρώ Οκτωβρίου 2002 + 3.829,12 ευρώ Νοεμβρίου 2002 + 4.249,45 ευρώ Δεκεμβρίου 2002 + 3.179,32 ευρώ Ιανουαρίου 2003 + 3.631,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2003 + 4.071,53 ευρώ Μαρτίου 2003 + 4.995,66 ευρώ Απριλίου 2003 + 5.059,04 ευρώ Μαΐου 2003 + 5.122,69 ευρώ Ιουνίου 2003= 48.473,64 ευρώ: 12 ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ. = 161,57 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004: 5.167,61 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2003 + 6.763,88 ευρώ Αυγούστου 2003 + 3.299,76 ευρώ Σεπτεμβρίου 2003 + 6.544,61 ευρώ Οκτωβρίου 2003 + 2.495,55 ευρώ Νοεμβρίου 2003 + 4.099,55 ευρώ Δεκεμβρίου 2003 + 5.224,76 ευρώ Ιανουαρίου 2004 + 4.885,66 ευρώ Φεβρουαρίου 2004 + 4406,47 ευρώ Μαρτίου 2004 + 6.663,33 ευρώ Απριλίου 2004 + 6.268,16 Μαΐου 2004 + 5088,73 ευρώ Ιουνίου 2004=60.908,07 ευρώ : 12 ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ=203 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : 4.437,32 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2004 + 5.066,73 ευρώ Αυγούστου 2004 + 4.956,61 ευρώ Σεπτεμβρίου 2004 + 5.228,47 ευρώ Οκτωβρίου 2004 + 5.168,40 ευρώ Νοεμβρίου 2004 + 5.612,80 ευρώ Δεκεμβρίου 2004 + 7.427,79 ευρώ Ιανουαρίου 2005 + 3.750,63 ευρώ Φεβρουαρίου 2005 + 7.303,13 ευρώ Μαρτίου 2005 + 5.227,25 ευρώ Απριλίου 2005 + 5.006,38 ευρώ Μαΐου 2005 + 2.298,45 ευρώ Ιουνίου 2005=61.564,46 ευρώ: 12 μήνες=5.130,37 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ= 205,21 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : 1.459.786 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 1.665.294 δρχ Αυγούστου 2000 + 1.356.209 δρχ Σεπτεμβρίου 2000 + 951.193 δρχ Οκτωβρίου 2000 + 960.377 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 1.265.770 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 407.030 δρχ Ιανουαρίου2001 + 1.312.769 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 534.931 δρχ Μαρτίου 2001 + 584.851 δρχ Απριλίου 2001+497.743 δρχ Μαΐου 2001+ 526.365 δρχ Ιουνίου 2001= 11.602.323 δρχ ή 34.049,37 ευρώ : 12=2.837,44 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών: 12 : =113,49 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 666.970 δρχ ή 1.957,36 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2001 + 387.864 δρχ ή 1.138,26 ευρώ Αυγούστου 2001 + 668.320 δρχ ή 1.961,32 ευρώ Σεπτεμβρίου 2001 + 656.998 δρχ ή 1.928,09 ευρώ Οκτωβρίου 2001 + 650.864 δρχ ή 1.910,09 ευρώ Νοεμβρίου 2001 + 836.426 δρχ ή 2.454,66 ευρώ Δεκεμβρίου 2001 + .5833,15 ευρώ Ιανουαρίου 2002 +3.326,30 ευρώ Φεβρουαρίου 2002 + 4.791,82 ευρώ Μαρτίου 2002 + 6.104,81 ευρώ Απριλίου 2002 + 6.016,46 ευρώ Μαΐου 2002 + 4.503,56 ευρώ Ιουνίου 2002= 41.925,88 ευρώ: 12 μήνες= 3.493,88 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : ευρώ : 25 = 139,75 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 5.272,99 Ιουλίου 2002 + 4.338,76 ευρώ Αυγούστου 2002 + 5.650,79 ευρώ Σεπτεμβρίου 2002 + 4.381,61 ευρώ Οκτωβρίου 2002 + 4.648,41 ευρώ Νοεμβρίου 2002 + 7.034,39 ευρώ Δεκεμβρίου 2002 + 6.202,46 ευρώ Ιανουαρίου 2003 + 5.562,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2003 + 6.234,81 ευρώ Μαρτίου 2003 + 4.138,41 ευρώ Απριλίου 2003 + 8.590,97 Μαΐου 2003 + 8.001,41 ευρώ Ιουνίου 2003= 70.057,33 ευρώ : 12=5.838,11 ευρώ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ= 233,52 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004 : 7.431,27 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2003 + 7.363,73 ευρώ Αυγούστου 2003 + 8.333,41 ευρώ Σεπτεμβρίου 2003 + 6.070,50 ευρώ Οκτωβρίου 2003 + 6.825,14 ευρώ Νοεμβρίου 2003 + 8.134,15 ευρώ Δεκεμβρίου 2003 + 7.635,11 ευρώ Ιανουαρίου 2004 + 7.980,76 ευρώ Φεβρουαρίου 2004 + 6.690,82 ευρώ Μαρτίου 2004 + 8.647,30 ευρώ Απριλίου 2004 + 9.122,42 ευρώ Μαΐου 2004 + 7.763,34 ευρώ Ιουνίου 2004= 91.997,95 ευρώ: 12 μήνες= 7.666,49 ευρώ= ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ =306,65 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : 7.229,55 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2004 + 6.724,80 ευρώ Αυγούστου 2004 + 7.079,08 ευρώ Σεπτεμβρίου 2004 + 5.847,12 ευρώ Οκτωβρίου 2004 + 6.639,74 ευρώ Νοεμβρίου 2004 + 7.991,26 ευρώ Δεκεμβρίου 2004 + 6.721,90 ευρώ Ιανουαρίου 2005 + 7.248,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2005 + 8.555,32 ευρώ Μαρτίου 2005 + 6.268,99 ευρώ Απριλίου 2005 + 6.096,12 ευρώ Μαΐου 2005 + 2.105,19 ευρώ Ιουνίου 2005 = 78.507,39 ευρώ : 12 =6.542,28 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ = 261,69 ευρώ. Σημειωτέον ότι στις ως άνω μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων δεν περιλαμβάνονται ποσά που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης, αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία καθώς και η αναλογία των επιδομάτων εορτών. Περαιτέρω από τη σύγκριση που προβλέπεται από τον κανονισμό της εναγομένης (που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου) για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας και αυτού που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας, επωφελέστερο για τους ενάγοντες είναι το προβλεπόμενο από τις τελευταίες διατάξεις (εργατικής νομοθεσίας). Σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης αναφορικά με την καταβολή του επιδόματος άδειας των εναγόντων της επίδικης περιόδου, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι ευνοϊκότερες γι' αυτούς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Επομένως αυτοί δικαιούνται τα κάτωθι ποσά ως επίδομα άδειας : 1) ο πρώτος ενάγων : α) για το πρώτο έτος 2001 το ποσό των (92,45 Χ 13=)1201,85. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 518,29 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον ποσό (1201,85-518,29=) 683,56 ευρώ, β) για το δεύτερο έτος 2002 (101,36 Χ 13=) 1.317,68 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 544,61 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.317,68-544,61=) 773,07 ευρώ, γ) για το τρίτο έτος 2003 (161,57 Χ 13=) 2.100,41 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 590,48 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (2.100,41 ευρώ-590,48 ευρώ=) 1.509,93 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004 το ποσό των (203Χ13=) 2.639 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 614,27 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (2.639-614,27=) 2.024,73 ευρώ και ε) για το πέμπτο έτος 2005 (205,21 ευρώ Χ 13=) 2.667,73 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 663,72 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των (2.667,73-663,72 =) 2.004,07 ευρώ. 2) Ο δεύτερος ενάγων : α) για το πρώτο έτος 2001 (113,49 Χ 13=) 1.475,37 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 565,34 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.475,37 ευρώ-565,34 ευρώ=) 910,03 ευρώ, β) για το δεύτερο έτος 2002 (139,75Χ 13=) 1.816,75. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 610,42 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.816,75-610,42 =) 1.206,33 ευρώ, γ) για το τρίτο έτος 2003 το ποσό των (233,52 ευρώ Χ 13=) 3.035,76 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 642,55 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (3035,76 ευρώ-642,55=) 2.393,21 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004 (306,65 Χ 13=) 3.986,45 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 668,53 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των (3986,45-668,53=) 3.317,92 ευρώ και ε) για το πέμπτο έτος 2005 (261,69Χ 13=) 3.401,97 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 722,55 ευρώ και έτσι δικαιούται το ποσό των (3401,91-722,55 =) 2.679,42 ευρώ. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή της έφεσης της εναγομένης αναιρεσείουσας εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες αναιρεσιβλήτους ως οφειλόμενες διαφορές επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2005, προκύπτουσες από τον υπολογισμό αυτών με βάση το πραγματικό ημερομίσθιο απόδοσης και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν τη λήψη της άδειας δηλ. τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους (και όχι μόνο το βασικό ημερομίσθιο), στον πρώτο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 5.485,37 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 8.113,70 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος άδειας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα άδειας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξης της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι της έναρξης της νέας άδειας. Μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 361/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές. Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου "αμοιβή απόδοσης" και της "επικρατέστερης απασχόλησής" τους, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 361/2016 Εφ Πειραιώς). | Συλλογική σύμβαση εργασίας | Συλλογική σύμβαση εργασίας, Μισθωτοί. | 0 |
Αριθμός 870/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛ.ΓΑ.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δροσιά Μπάκου, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Μ. του Π., κατοίκου ..., 2)Β. Κ. του Π., κατοίκου ..., 3)Α. Γ. του Β., κατοίκου ..., 4)Α. Β. του Ν., κατοίκου ..., 5)Κ. Α. του Θ., κατοίκου ..., 6)Α. Μ. του Α., κατοίκου ..., 7)Σ. Α. του Σ., κατοίκου ..., 8)Χ. Χ. του Γ., κατοίκου ..., 9)Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ... και 10)Ο. Σ. του Σ., κατοίκου .... Οι 1η, 2η, 4η, 5ος, 9η και 10η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Αντωνίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις, η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Περπατάρη, που δεν κατέθεσε προτάσεις και οι λοιποί (6ος, 7η και 8ος) δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/11/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2224/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 1643/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 7/10/2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 13/2/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνε δεκτή η κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του 3ου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα ,προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από τις .../25-11-2014, ... /25-11-2014 και .../25-11-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ά. Σ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων Οργανισμός, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 24-2-2015, κατά την οποία αναβλήθηκε ,από το πινάκιο, η συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-5-2016, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-1-2017, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-10-2017 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (13-2-2018), επιδόθηκε στους έκτο (Μ. Α.), έβδομη (Α. Σ.) και όγδοο (Χ. Χ.) των αναιρεσιβλήτων, με την επιμέλεια της παραδεκτά διορισθείσας πληρεξούσιας δικηγόρου του επισπεύδοντος τη συζήτηση αναιρεσείοντος Δ. Μ.. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο κατά την από το οικείο πινάκιο νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση σε οποιαδήποτε από τις αναβληθείσες δικασίμου και εφόσον για την παρούσα δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 του ΚΠολΔ), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 του ΚΠολΔ.
2. Με την από 20-10-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1643/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ...) κατά της 2224/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 3-11-2003 αγωγή, αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι συνδέονται με τον αναιρεσείοντα (... με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε τον τελευταίο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε κατ’ ουσία η έφεση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 422/2017). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν δε από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθρου 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 422/2017, ΑΠ 1005/2017, ΑΠ 1106/2017, ΑΠ 497/2016). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ.2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ.3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18.4.2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ’ της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18.4.2001) του αναθεωρημένου άρθρου . 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ’ αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (ΑΠ 422/2017, ΑΠ 1005/2017, ΑΠ 602/2014). Περαιτέρω με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης, γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19.7.2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος (19.7.2004) του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο ανανέωσης απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α’ να έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Ενώ με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α’ της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του ΠΔ 164/2004 απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΟλΑΠ 31/2009, ΑΠ 422/2017), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 422/2017). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 31/2009, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 422/2017, ΑΠ 939/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 422/2017, ΑΠ 253/2016, 21/2015, 220/2012, 181/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων ,δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο εναγόμενος "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (...", που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 14 παρ.1 περ. η’ του ν. 2.190/1994) και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, έχει ως σκοπό την οργάνωση και εφαρμογή προγραμμάτων ενεργητικής προστασίας και την ασφάλιση της παραγωγής και του κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την κάλυψη (αποζημίωση) των αγροτών για ζημίες που προξενούνται στη φυτική παραγωγή από φυσικούς κινδύνους. Με τη διάταξη της παρ. 17 του άρθρου 28 του ν. 3147/2003 μεταφέρθηκαν και ασκούνται από τον εναγόμενο αρμοδιότητες που ανήκαν στη Διεύθυνση Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης του Υπουργείου Γεωργίας και αφορούν α) την παρακολούθηση των ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες, πυρκαγιές και άλλα έκτακτα γεγονότα στην παραγωγή (φυτική, ζωική, αλιευτική) και το κεφάλαιο (φυτικό, αλιευτικό, πάγιο και έγγειο) των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, στη μελέτη και αξιολόγηση αυτών και την εισήγηση, αρμοδίως, για τα κυβερνητικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την ανόρθωση της οικονομίας και τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας των παραγωγών που πλήττονται και στην υλοποίηση των μέτρων που εγκρίνονται β) στη λήψη ειδικών μέτρων για αποκατάσταση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλούνται από θεομηνίες και λοιπές αιτίες στη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή της χώρας. Οι ενάγοντες (και ήδη αναιρεσίβλητοι) απασχολήθηκαν ως γεωπόνοι στον εναγόμενο με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με αντικείμενο εργασίας, τη διενέργεια εκτιμήσεων των ζημιών των γεωργικών εκτάσεων, τον καθορισμό και την καταβολή των προσηκουσών αποζημιώσεων στους πληγέντες αγρότες κατά τα εξής διαστήματα : 1) Η πρώτη (Δ. Μ.) από 18.5.1998 έως 2.10.1998, από 2.12.1998 έως 19.1.1999, από 27.1.1999 έως 25.3.1999, από 1.8.2000 έως 3.10.2000, από 16.1.2002 έως 15.9.2002, από 23.9. 2002 έως 22.5.2003 και από 9.6.2003 έως 8.8.2003, 2) η δεύτερη (Β. Κ.) από 30.9.1996 έως 16.1.1997, από 17.2.1997 έως 3.4.1997, από 5.5.1997 έως11.7.1997, από 18.5.1998 έως 7.9.1998, από 1.12.1998 έως 17.2.1999, από 17.6.1999 έως 11.8.1999, από 9.9. 1999 έως 3.3.2000, από 17.4.2000 έως 24.6.2000, από 31.7.2000 έως -20.9.2000, από 25.4.2001 έως 5.11.2001,από 19.11.2001 έως 18.7.2002, από 24.7.2002 έως 20.12./ 2002 και από 27.1.2003 έως 26.9.2003, 3) η τρίτη (Α. Γ.) από 19.5.1997 έως 25 8 1997, από 10 11 1997 έως 23 12 1997, από 7 1 1998 έως 16 4 1998, από 18.5.1998 έως 17.1.1999, από 9.7.1999 έως 30.8.1999, από 31.8.1999 έως 18.3.2000, από 19.7.2000 έως8 9 2000, από 13 9 2000 έως 27 11 2000, από 13.12.2000 έως 9.3.2001, από 25.4.2001 έως 26.5.2001, από 26.11.2001 έως 1.4.2002, από 2.4.2002 έως 25.7.2002, από 1.8.2002 έως 20.12.2002 και από 30.1.2003 έως 29.9.2003, 4) η τέταρτη (Α. Β.) από 12.7.1999 έως 30.8.1999, από 31.8.1999 έως 11.3.2000, από 19.7.2000 έως 8.9.2000, από 13.9.1999 έως 27.11.2000, από 13.12.2000 έως 9.3.2001, από 25.4.2001 έως 26.5.2001, από 26.11.2001 έως 25.7.2002, από 1.8.2002 έως 20.12.2002, από 30.1.2003 έως 29.9.2003 και από 2.8.2004 έως 1.4.2005, 5) ο πέμπτος (Α. Κ.) από 24.7.2000 έως 29.9.2000, από 7.2.2001 έως 29.3. 2001, από 7.5.2001 έως 10.9.2001, από 2.1.2001 έως 1.9.2001, από 17.9.2002 έως 16.5.2003 και από 26.5.2003 έως 25.7.2003, 6) ο έκτος (Α. Μ.) από 5.5.1997 έως 30.9.1997, από 17.11.1997 έως 6.2.1998, από 25.5.1997 έως 3.8.1998, από 15.12.1998 έως 19.1.1999, από 12.5.1999 έως 29.9.1999, από 6.12.1999 έως 31.3.2000, από 17.5.2000 έως 21.9.2000, από 10.5.2001 έως 2.8.2001, από 28.1.2002 έως 27.9.2002, από 7.10. 2002 έως 6.6 2003 και από 17 6 2002 έως 16.8.2003, 7) η όγδοη (Σ. Α.) από 9.6.1993 έως 20.8.1993, από 11.5.1994 έως 30.5.1994, από 13.7.1994 έως 22.8.1994, από 13.9.1994 έως 21.9.1994, από 17.4.1995 έως 1.9.1995, από 16.11.1995 έως 22.12.1995, από 5.5. 1997 έως 30.9.1997, από 5.11.1997 έως 21.11.97, από 9.6.1998 έως 7.9.1998, από 1.12.1998 έως 17.12.1998, από 18.12.1998 έως 17.2.1999, από 10.5.1999 έως 25.7. 1999, από 7.12.1999 έως 10.3.2000, από 17.4.2000 έως 13.9.2000,από 7.5.2001 έως 6.1.2002, από 28.1.2002 έως 27.9.2002, από 7.10.2002 έως 6.6.2003 και από 17.6.2003 έως 16.8.2003, 8) ο ένατος (Χ. Χ.) από 19.11.1997 έως 31.12.1997, από 25.5.1998 έως 25. 9.1998, από 6.11.1998 έως 15.12.1998, από 5.1.1999 έως 16.2.1999, από 21.6.1999 έως 22.9.1999, από 13.12.1999 έως 21.3.2000, από 11.5.2000 έως 3.10.2000, από 10.5.2001 έως 20.11.2002, από 23.1.2002 έως 22.9.2002, από 3.10.2002 έως 2.6.2003 και από 9.6.2003 έως 8.8.2003, 9) η δέκατη (Σ. Μ.) από 17.2.1997 έως 23.4.1997, από 5.5.1997 έως 27.10.1997, από 18.5.1998 έως 5.9.1998, από 2.11.1998 έως 24.2.1999, από 3.8.2000 έως 15.9.2000, από 5.2.2001 έως 23.8.2001, από 28.1. 2002 έως 27.9.2002, από 7.10.2002 έως 6.6.2003 και από 17.6.2003 έως 16.8.2003 και 10) η ενδέκατη (Ο. Σ.) από 18.4.2000 έως 17.4.2001, από 2.7.2001 έως 1.3.2002, από 4.3.2002 έως 3.11.2002, από 12.11. 2002 έως 11.7.2003 και από 21.7.2003 έως 20.9.2003. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες, που προσλαμβάνονταν, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, από τον εναγόμενο με αλλεπάλληλες (διαδοχικές) συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με αντικείμενο εργασίας την εκτίμηση γεωργικών ζημιών από διάφορα ζημιογόνα αίτια, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του εναγομένου, οι οποίες δεν ήταν πρόσκαιρες ή έκτακτες, αλλά κάλυπταν "εν τοις πράγμασι" πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, αφού οι ανωτέρω συμβάσεις που κατάρτιζαν δεν αφορούσαν συγκεκριμένες εποχές ή περιόδους, αλλά διαρκούσαν σχεδόν ολόκληρο το έτος, απείχαν δε μεταξύ τους μικρά χρονικά διαστήματα. Ενόψει αυτών, ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας αυτών των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων δεν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του εναγομένου, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν σι ενάγοντες, ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του εναγομένου, ούτε υπαγορεύεται από άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών αυτού. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι οι ενάγοντες προσλαμβάνονταν για κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών του. Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά από τον εναγόμενο πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 παρ. 8 του ισχύοντος Συντάγματος, είχαν ήδη προσλάβει για καθένα από αυτούς, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε καθορισμός της διάρκειας αυτών ως ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων ως μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει την διάρκεια εργασίας τους με βάση τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού εργασίας του, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης από αυτόν (κανονισμό) ως σύμβασης ορισμένου χρόνου, αφού, άλλωστε, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολο τους λαμβανόμενες ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ νόμου κανονισμών εργασίας. Περαιτέρω, αφού η πρώτη από τις αλλεπάλληλες (διαδοχικές) συμβάσεις εργασίας χρόνου των εναγόντων συνήφθη και προσέλαβε τον χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πριν από την έναρξη ισχύος της αναθεώρησης της διάταξης του άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου αυτού, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 5 και 11 του π.δ. 164/2004, παρότι η εργασιακή σχέση αυτών με τον εναγόμενο συνεχιζόταν και ήταν ενεργός, κατά την έναρξη ισχύος τους και μετά από αυτή". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή, είχε αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με τον εναγόμενο οργανισμό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και είχε υποχρεωθεί το τελευταίο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, α) με εσφαλμένη εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, και β) με τη μη εφαρμογή τους τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, προέβη δε σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως έκρινε αποδεδειγμένα στις ανωτέρω διατάξεις. Και τούτο διότι με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν συναφθεί πριν τις 17-4-2001, ήτοι πριν την εφαρμογή των ανωτέρω αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος και της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας και συνεπώς κατά την έναρξη της εφαρμογής αυτών είχαν ήδη προσλάβει το χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του ν.2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Εξάλλου το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
4. Με το άρθρ. 571 ΚΠολΔ ,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 3944/2011, ορίζεται ότι ο εισηγητής της υπόθεσης, που αφορά η αίτηση αναίρεσης, οφείλει να συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αίτησης, καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, έχουν δε οι διάδικοι το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενό της. Από το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 562 παρ.4, 569 παρ.2 εδ. δ και 574 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η έγγραφη έκθεση του εισηγητή αρεοπαγίτη αναφορικά με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, καθώς και για το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την πρόοδο τη αναιρετικής δίκης (295/2016, ΑΠ 264/2013, ΑΠ 32/2011, ΑΠ 188/2011).
Συνεπώς, αν δεν έχει συνταχθεί η έκθεση αυτή ή δεν καλύπτει όλους ανεξαιρέτως τους λόγους της αίτησης αναίρεσης, επιβάλλεται, ακόμη και αν η παράλειψη αφορά έναν μόνον από τους λόγους της αίτησης αναίρεσης, η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου. κατά τις αναλογικά εφαρμοζόμενες διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προκειμένου κατά την επαναληπτική συζήτηση να έχει συνταχθεί ή να έχει συμπληρωθεί από τον εισηγητή αρεοπαγίτη η αναγκαία έκθεση (ΑΠ 295/2016, ΑΠ 264/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τη διάσκεψη αυτής στις 20-3-2018 από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά της 1643/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ασκήθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου, αρμοδίως, από τον εναγόμενο -εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα ..., η από 20-10-2014 αίτηση αναίρεσης. Για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης αναίρεσης ορίσθηκε με την από 7-11-2014 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου το Β2 Πολιτικό Τμήμα αυτού και με την από 7-11-2014 πράξη του Προέδρου του εν λόγω Τμήματος ορίσθηκε Εισηγητής ο αναφερόμενος, στην ω άνω Πράξη Αρεοπαγίτης και δικάσιμος, για την συζήτησή της, η 24-2-2015, κατά την οποία αναβλήθηκε ,από το πινάκιο, η συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-5-2016, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-1-2017, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-10-2017 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (13-2-2018). Με την κρινομένη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων ... ζήτησε την αναίρεση της ως άνω προσβαλλομένης απόφασης επικαλούμενος τις αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι). Στη συνέχεια και πριν από την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης συνέταξε την από 13-2-2015 έγγραφη εισήγησή του την οποία και κατέθεσε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία. Στην έγγραφη έκθεση αυτή ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης εισηγήθηκε περί του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, καθώς επίσης και περί του παραδεκτού και της βασιμότητας μόνο των δύο πρώτων λόγων αυτής, ενώ. από παραδρομή, παρέλειψε να εισηγηθεί και περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αναφερομένου, στο αναιρετήριο δικόγραφο, τρίτου από το άρθρο 559 αριθμό 1 του ΚΠολΔ λόγου της αίτησης αναίρεσης. Ανακύπτει έτσι ανάγκη να συμπληρωθεί από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη η έκθεσή του ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα του ανωτέρω τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, που, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αναφορά του στην έγγραφη έκθεση εισήγησης αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την πρόοδο της αναιρετικής δίκης.
Συνεπώς, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη αυτής κατά τα ειδικότερα, στο διατακτικό, οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης αυτής, προκειμένου, κατά την επαναληπτική συζήτηση αυτής, που θα ορισθεί με επιμέλεια των διαδίκων, να έχει συμπληρωθεί από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη η έκθεσή του αναφορικά με το παραδεκτό και την βασιμότητα του τρίτου λόγου της από 7-10-2014 αίτησης αναίρεσης της 1643/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου στον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) , ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Οι συμβάσεις συνήφθησαν πριν την ισχύ του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος και συνεπώς μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αφού καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Απορρίπτει τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του ΚΠολΔ. Παράλειψη του Εισηγητή να εισηγηθεί περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του τρίτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 1 του ΚΠολΔ. Επανάληψη της συζήτησης για συμπλήρωση. | Συλλογική σύμβαση εργασίας | Συλλογική σύμβαση εργασίας, ΟΓΑ, Επανάληψη συζήτησης. | 0 |
Αριθμός 780/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Ι. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαδάκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 30662/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../15.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ., ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ., κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 του Κ.Ποιν.Δ., να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Εξάλλου, από την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή του άρθρου 358 του Π.Κ., υφίσταται άμεσα ηθική βλάβη εκείνος μόνο κατά του οποίου στρέφεται η πράξη αυτή, δηλαδή μόνον εκείνος υπέρ του οποίου επιδικάστηκε η διατροφή και την στερήθηκε. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των πρακτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δίκης, κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατηγορήθηκε για το πλημμέλημα της παραβιάσεως υποχρεώσεως για διατροφή (άρθρο 358 Π.Κ.) σε βάρος των ανηλίκων τέκνων του Π. και Π.. Στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 80012/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα σ’ αυτήν πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, εμφανίστηκε η Κ. Α. του Π., μητέρα των ως άνω ανηλίκων τέκνων του κατηγορουμένου, δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του κατηγορουμένου και ζήτησε, ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της Π. και Π. Χ., να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να της καταβάλει 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω του αδικήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως από την αριθ. 80012/2014 απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε την ως άνω παράσταση της πολιτικής αγωγής και επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική που έχει υποστεί από το αδίκημα. Στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εμφανίστηκε η ίδια ως άνω Κ. Α., δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα και ζήτησε να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να της καταβάλει 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω του αδικήματος. Η παραπάνω δήλωση της πολιτικώς ενάγουσας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς μάλιστα προβολή καμίας αντιρρήσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου, είναι ορισμένη και νόμιμη και δε χρειαζόταν περαιτέρω ιδιαίτερη εξειδίκευση ότι αυτή παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα ως έχουσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της Π. και Π. Χ., που στερήθηκαν την διατροφή που είχε υποχρέωση να τους καταβάλει και δεν τους κατέβαλε ο κατηγορούμενος πατέρας τους, αφού η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό, επιδικάστηκε, όπως και ζητήθηκε, λόγω αδικοπραξίας και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται άλλα επί πλέον στοιχεία και περιστατικά, αφού εκτίθεται ότι η πολιτικώς ενάγουσα παρέστη με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της ιδίας και του κατηγορουμένου και για την ηθική βλάβη που υπέστησαν αυτά από την παραβίαση της υποχρεώσεως του πατέρα τους προς διατροφή τους. Επομένως, αφού προκύπτει από τη δήλωση παραστάσεως της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας και μητέρας των ανήλικων τέκνων του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αυτή παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα όχι ατομικά για λογαριασμό της, αλλά για τα ανήλικα τέκνα της ιδίας και του κατηγορουμένου, ως έχουσα και ασκούσα την επιμέλειά τους (πρβλ. άρθ. 1516 παρ. 2 Α.Κ. και 64 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ), ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του Π.Κ., "όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρεώσεως για διατροφή απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς που διατηρεί την ισχύ της και οφειλόμενη σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του δράστη προς την υποχρέωση, από κακεντρέχεια ή κακή θέληση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιούμενου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής υποχρεώσεως βάσει δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται και τυπική επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως με δικαστικό επιμελητή και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του. Η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται εν αναφορά προς την οικονομική κατάσταση και την επαγγελματική δραστηριότητά του. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όχι όμως και την ορθότητα της. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ.. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 30662/2015 απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό για από κακοβουλία παραβίαση της υποχρεώσεως διατροφής των ανήλικων τέκνων του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχθηκε στο αιτιολογικό (σκεπτικό) του, ως προς την ουσία της υποθέσεως, επί λέξει, τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι αποδείχθηκε ότι αυτός, στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και Νοέμβριο του έτους 2013, αν και δυνάμει της υπ’ αριθ. 592/21-1-2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει στην πρώην σύζυγό του, Κ. Α., για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων τους, των οποίων εκείνη έχει την επιμέλεια, το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.520 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, εντούτοις δεν κατέβαλε αρχικώς το συνολικό ποσό των 27.720 ευρώ, που αφορά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2013, μέχρι, δε, σήμερα και δεδομένου ότι η υποχρέωση διατροφής του συνεχίζεται, έχει προβεί σε επιμέρους καταβολές ποσών, οι οποίες, επιμεριζόμενες στα αρχαιότερα χρέη κατά χρονολογική σειρά, αφορούν και το αμέσως ανωτέρω χρονικό διάστημα για το οποίο η σχετική υποχρέωση διατροφής ανέρχεται, πλέον, χωρίς να απαιτείται ακριβής προσδιορισμός της υφιστάμενης οφειλής, σε ποσό ανώτερο αυτού των 5.000 ευρώ και κατώτερο αυτού των 16.000 ευρώ. Επομένως, ο ισχυρισμός περί εξόφλησης της σχετικής οφειλής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα το οφειλόμενο ποσό διατροφής από τον Ιούλιο του έτους 2011 μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2013 ανήρχετο στο ποσό των 58.584 ευρώ. Έναντι αυτού έχει καταβληθεί ποσό 54.140 ευρώ, πλην όμως μέρος του ποσού των άνω καταβολών έχει υπολογισθεί διπλά για κάποιους μήνες εντός του άνω χρονικού διαστήματος και για το λόγο αυτό η υπολειπόμενη οφειλή αποδεικνύεται ότι ανέρχεται σε ποσό από 5.000 ευρώ έως 16.000 ευρώ. Σημειώνεται, δε, σε κάθε περίπτωση, ότι ο ισχυρισμός περί εξοφλήσεως δεν αναιρεί εν προκειμένω την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω ποινικού αδικήματος, αφού το γεγονός αυτό εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο προς συναγωγή συμπεράσματος ως προς το δόλο, στην προκείμενη, δε, περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από πρόθεση και από κακοβουλία δεν κατέβαλε επί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα την οφειλόμενη διατροφή, δεδομένου ότι αυτός διέθετε ανέκαθεν επαρκή προς τούτο περιουσία, είναι συλλέκτης έργων τέχνης, βρίσκεται σε συνεχή ταξίδια στο εξωτερικό και αποδείχθηκε ότι είχε ανέκαθεν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του διατροφής. Σημειώνεται ότι η κύρια αγωγή διατροφής κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών εντός της νόμιμης προθεσμίας (19-2-2013). Περαιτέρω οι καταβολές που έχουν μέχρι σήμερα γίνει θα ληφθούν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Κατόπιν τούτων πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται, κατά τα οριζόμενα αναλυτικά στο διατακτικό ... ." Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε το αίτημα αναβολής, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξεως της παραβιάσεως υποχρεώσεως διατροφής και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετία, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι :Στη Ν. Ερυθραία, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως και Νοέμβριο του έτους 2013, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κακόβουλα παραβίασε την από το νόμο επιβεβλημένη και το Δικαστή αναγνωρισμένη υποχρέωσή του για διατροφή, με τρόπο τέτοιο, ώστε οι δικαιούμενοι αυτής να περιέλθουν σε στερήσεις και να αναγκασθούν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων. Συγκεκριμένα, αν και δυνάμει της υπ’ αριθμ. 592/21.01.2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει στην πρώην σύζυγό του, Κ. Α., για λογαριασμό των δύο ανηλίκων τέκνων τους, των οποίων εκείνη έχει την επιμέλεια, το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.520 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, εντούτοις δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό των 27.720 ευρώ, που αφορά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως Νοέμβριο του έτους 2013. Σημειώνεται ότι η κύρια αγωγή διατροφής κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών εντός της νόμιμης προθεσμίας, ήτοι στις 19.02.2013". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω πλημμελήματος της κατ’ εξακολούθηση παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, παρατίθενται δε σ’ αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω πλημμελήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1, 98 και 358 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε στις αιτιολογίες του ότι οι δικαιούχοι της διατροφής, εξαιτίας της κακόβουλης από μέρους του αναιρεσείοντος παραβιάσεως της υποχρεώσεως προς διατροφή τους, υπέστησαν στερήσεις και αναγκάστηκαν να δεχθούν την βοήθεια άλλων. Επίσης από το προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο οποίο αναφέρεται "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ...", προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του για την κρίση του όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σ’ αυτό και κυρίως όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ποσό των 27.720 ευρώ που είχε υποχρέωση να καταβάλει ως επιδικασθείσα με δικαστική απόφαση προσωρινή διατροφή στα ανήλικα τέκνα του κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και το Νοέμβριο του έτους 2013, αφού, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, απλώς γίνεται δεκτό ότι μετά την παραβίαση της υποχρεώσεώς του προς διατροφή των τέκνων του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αυτός κατέβαλε ένα μέρος της διατροφής που όφειλε να τους είχε καταβάλει. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα ότι ο αναιρεσείων από κακοβουλία παραβίασε την υποχρέωσή του προς διατροφή των τέκνων του, αφού δέχεται στο σκεπτικό της ότι αυτός, ενώ είχε την περιουσία και την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στα τέκνα του, εντούτοις από πρόθεση και κακοβουλία δεν την κατέβαλε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Επομένως, ενόψει τούτων, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής, ευθείας και εκ πλαγίου, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1, 98 και 358 του Π.Κ., οι οποίοι προβάλλονται με την κρινόμενη αναίρεση, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες αιτιάται ότι το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίμησε ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε σε εσφαλμένη κρίση ως προς τις κατά τα ανωτέρω παραδοχές του, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του Κ.Ποιν.Δ., όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να προσαχθούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν απαντήσει στο αίτημα αναβολής ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, και αν απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Όμως, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την σιωπηρή ή την ρητή απόρριψη του ως άνω αιτήματος, όταν η προβολή από τον κατηγορούμενο ενός τέτοιου αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις δεν διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα περιστατικά που δικαιολογούν την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε, επί λέξει, "την αναβολή της υποθέσεως διότι ο μάρτυς υπερασπίσεως βρίσκεται στην Ιταλία". Το αίτημα αυτό, έτσι όπως διατυπώθηκε και υποβλήθηκε, δηλαδή χωρίς τα πλήρη στοιχεία του μάρτυρος και τη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του και χωρίς να αναφέρονται σ’ αυτό περιστατικά για τα οποία θα κατέθετε ο μάρτυρας που να δικαιολογούν την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, ήταν αόριστο και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ’ αυτό, ούτε να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παραταύτα, το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, απέρριψε το ως άνω αόριστο αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "... τέλος το υποβληθέν αίτημα αναβολής επειδή απουσιάζει μάρτυρας πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι η κατ’ έφεση δικάσιμος ήταν από καιρό γνωστή και η απουσία του μάρτυρα θα μπορούσε να αποφευχθεί. Σημειώνεται ότι το ίδιο αίτημα αναβολής για κρείσσονες είχε υποβληθεί και κατά την προηγούμενη δικάσιμο 12-3-2015 χωρίς όμως ύπαρξη αποτελέσματος". Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας που απέρριψε το ανωτέρω αόριστο αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις με την ως άνω αιτιολογία και προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ενόψει του ότι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ σχετικός λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2015 αίτηση του Ι. Χ. του Ν. και Π., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 30662/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 20 Οκτωβρίου 2015.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παραβίαση διατροφής. Λόγοι: 1) Απόλυτη ακυρότητα από μη νομότυπη παράσταση πολιτικής αγωγής. 2) Έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Και 3) Απόρριψη αιτήματος αναβολής χωρίς αιτιολογία. Αβάσιμοι όλοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει τα έξοδα. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 2 |
Αριθμός 779/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων/νου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) K. I. του G., κατοίκου ..., ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα φυλακών Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον ορισθέντα δικηγόρο του Νικόλαο Αλεξόπουλο, που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. …/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου και 2) M. K. S. του S., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον ορισθέντα δικηγόρο Σωτήριο Σπυριούνη που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. ...15 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 656/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον S. H. M. του S., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Ιουνίου 2015 και 30 Νοεμβρίου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/16.
Αφού άκουσε
Τους διορισθέντες δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η από 10 Ιουνίου 2015 και με αριθμούς εκθέσεως …2015 και …30-6-2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου K. I. του G. και η από 30 Νοεμβρίου 2015 και με αριθμό εκθέσεως …2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου M.-K. S. του S., για αναίρεση της 656/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του πρώτου αναιρεσείοντος κατά της 62/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που τον είχε καταδικάσει για από κοινού αρπαγή με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του, για από κοινού εκβίαση, για από κοινού ληστεία, για από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη κατ’ εξακολούθηση, για από κοινού παράνομη οπλοφορία και για παράνομη είσοδο στη χώρα και με την οποία καταδικάστηκε κατ’ έφεση ο δεύτερος αναιρεσείων για από κοινού αρπαγή με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του, για από κοινού εκβίαση, για από κοινού ληστεία, για από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη κατ’ εξακολούθηση, για από κοινού παράνομη οπλοφορία και για παράνομη είσοδο στη χώρα, οι οποίες αναιρέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Α) Επί της από 10 Ιουνίου 2015 και με αριθμούς εκθέσεως .../30-6-2015 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου K. I. του G., ρητέα τα εξής:
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ’ ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθ. 513 Κ.Ποιν.Δ.). Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 10 Ιουνίου 2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου K. I. του G., η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 10-6-2015, πριν από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο στις 19-11-2015, αλλά και νομότυπα, με δήλωση του κρατούμενου αναιρεσείοντος στον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Αλικαρνασσού, όπως προκύπτει από την με αριθμούς .../30-6-2015 έκθεση ασκήσεώς της, η οποία υπογράφεται, τόσο από τον αναιρεσείοντα K. I. του G., όσο και από τον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Αλικαρνασσού, δεν περιέχει κανένα λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αλλά αναφέρει, επί λέξει, ότι ο ως άνω αναιρεσείων κατηγορούμενος: " ... ζήτησε τη σύνταξη της παρούσας, δηλώσας ότι κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αριθ. 656/13-3-2015 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που απέρριψε έφεσή του ως εκπρόθεσμη και επικυρώθηκε η αριθ. 3741/2012 απόφαση του Τριμ. Εφετ. Κακ. Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης (22) ετών και ΧΠ (2000) ευρώ για αρπαγή κ.λπ., για τους λόγους ότι δεν ήταν δική μου ευθύνη που η έφεση έγινε εκπρόθεσμα, είναι ευθύνη του Κ.Κ. Κορυδαλλού, που χάσανε την πρώτη μου έφεση". Όμως, η ως άνω αιτίαση, η οποία αναφέρεται στο λόγο για τον οποίο ασκήθηκε εκπρόθεσμα η έφεση του ως άνω αναιρεσείοντος ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, δεν συνιστά και δεν ιδρύει κανένα λόγο αναιρέσεως από αυτούς που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως, η κρινόμενη από 10 Ιουνίου 2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου K. I. του G., αφού δεν περιέχει κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 513 Κ.Ποιν.Δ.) και να επιβληθούν στον ως άνω αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Β) Επί της από 30 Νοεμβρίου 2015 και με αριθμό εκθέσεως …2015 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου M. - K. S. του S., ρητέα τα εξής:
Κατά το άρθρο 322 του Π.Κ. "όποιος με απάτη ή βία, ή με την απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της Πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, τιμωρείται: α) με ισόβια κάθειρξη αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157 παρ.1, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών σε κάθε άλλη περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το αδίκημα της αρπαγής προσώπου αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων, στα οποία έχει ανατεθεί η διαφύλαξη και προστασία των πολιτών, χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και επιτεύξεως των σκοπών της πολιτείας. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού απαιτεί εναλλακτικώς την άσκηση απάτης προς ορισμένο πρόσωπο, δηλαδή με δόλιες υποσχέσεις και ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να πεισθεί το άτομο να ασπασθεί τα απατηλώς προβαλλόμενα, που φέρονται ως υπαρκτά και αληθινά, ή άσκηση βίας με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση, με συνέπεια να επέρχεται αντίθετη κατάσταση ή με την απειλή βίας, η οποία ισοδυναμεί με τη δεδηλωμένη βία, με συνέπεια να παρέχεται η δυνατότητα στον αυτουργό να συλλάβει, απαγάγει ή κατακρατήσει παράνομα το άτομο, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή της αναγκαίας προστασίας της πολιτείας. Ενδεικτικώς δε ο νόμος θεωρεί, ότι ο συλλαμβανόμενος αποστερείται της προστασίας της πολιτείας δια της περιαγωγής του σε ομηρία ή σε άλλη παραλλαγμένη, στην ουσία όμως ταυτιζόμενη κατάσταση, εξαιτίας της οποίας επέρχεται στέρηση της ελευθερίας του προσώπου, με την έννοια της ακούσιας υποταγής στη φυσική εξουσία του αυτουργού. Περαιτέρω ο νόμος, πλην της απλής μορφής του αδικήματος της αρπαγής θεσμοθετεί και επιβαρυντική περίπτωση, με απειλή αυξημένης ποινής, υπό τον όρο ότι η πράξη αποσκοπούσε να εξαναγκασθεί ο παθών ή τρίτος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς να υπάρχει υποχρέωση του. Η διαφοροποίηση της αυξημένης ποινής στην περίπτωση αυτή εξαρτάται από το υλικό αντικείμενο και συγκεκριμένα, αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157 παρ. 1 ή συντρέχει άλλη περίπτωση μη ειδικώς καθοριζόμενη. Από τα ανωτέρω στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, ως κατακράτηση νοείται η παρεμπόδιση κάποιου να απομακρυνθεί αυτοβούλως από το σημείο στο οποίο κρατείται. Ως αποστέρηση της προστασίας της Πολιτείας νοείται η κατάσταση, στην οποία, κάποιος θέτει ένα άλλο πρόσωπο υπό την δική του αυθαίρετη εξουσία κατά τρόπο που το αποκόπτει από την ομαλή συνθήκη βίου, οπότε τελικά δεν μπορεί να ασκηθεί η προστασία του νόμου. Περιαγωγή δε σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας νοείται η κατακράτηση διαρκείας στη διάθεση του δράστη, προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι που τέθηκαν από τον δράστη. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, δηλαδή σκοπός αποστέρησης του ατόμου της προστασίας της πολιτείας, ενώ η μία εκ των δύο διακεκριμένων μορφών του εγκλήματος αυτού (322 εδ. β’ περ. β’ Π.Κ.), στοιχειοθετείται με την προσθήκη του υπερχειλούς δόλου της επιδίωξης του εξαναγκασμού του παθόντος ή τρίτου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν έχει υποχρέωση, χωρίς να απαιτείται να επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Κατά το άρθρο 385 παρ.1 εδ. α’ του Π.Κ. "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2 αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του, απαιτείται αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι οποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαναγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής) πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. γ’ του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι σύνθετο. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι αφενός μεν η κλοπή, αφετέρου δε η παράνομη βία, με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντιστάσεως του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με αδράνεια αυτού. ‘ Ετσι, η ληστεία συγκροτείται από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.) και της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.). Το δεύτερο αυτό έγκλημα (παράνομη βία) είναι υπαλλακτικώς μικτό, με την έννοια ότι οι περισσότεροι κατά το νόμο τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως μπορούν να εναλλαχθούν. Δηλαδή, στην περίπτωση της ληστείας του άρθρου 380 παρ. 1 του Π.Κ., η παράνομη βία μπορεί να συνίσταται είτε σε σωματική βία κατά του θύματος, είτε σε απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 του Π.Κ., αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 του Π.Κ. και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2168/1993 "όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα ... β) μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση" και κατά το άρθρο 10 παρ. 1, 3 και 13 α’ , β’ του ίδιου Ν. 2168/1993, τιμωρείται με την στην άνω διάταξη προβλεπόμενη ποινή, όποιος φέρει όπλο (οπλοφορία) χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του, δηλαδή για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της οπλοφορίας απαιτείται ο δράστης να φέρει παράνομα όπλο, δηλαδή να το κρατά ή να το έχει πλησίον του, στη σφαίρα κατοχής του, για άμεση λήψη και χρήση του. Τέλος, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ., "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης" (συναυτουργία). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη της συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επιμέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος. Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμπράττουν με δόλο τέλεσης του όλου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου. Για τη στοιχειοθέτηση δηλαδή της συναυτουργίας σε κάποιο αδίκημα απαιτούνται δύο βασικοί όροι, αντικειμενικώς σύμπραξη στη συγκεκριμένη κύρια πράξη, υποκειμενικώς δε κοινός δόλος εκείνων που συμπράττουν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού (σκεπτικού) προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη για την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, αν το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της αποφάσεως. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παράγραφος 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Επίσης, δεν αποτελούν έλλειψη αιτιολογίας και λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η ύπαρξη του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν το σκοπό επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 656/2015 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον δεύτερο αναιρεσείοντα M.-K. S. του S., τότε πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο, για από κοινού αρπαγή με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του, για από κοινού εκβίαση, για από κοινού ληστεία, για από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη κατ’ εξακολούθηση, για από κοινού παράνομη οπλοφορία και για παράνομη είσοδο στη χώρα και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι δύο (22) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά, από την ιατροδικαστική έκθεση .../27-12-2010 της Σ. Μ., από τις απολογίες των κατηγορουμένων και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 18-12-2010 ο F. H., υπήκοος Πακιστάν, επισκέφθηκε το S. H. (παθόντα και πολιτικώς ενάγοντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, στην οικία του στον ... και του ζήτησε να μεταβούν μαζί στο Περιστέρι για να δουν εκεί ένα αυτοκίνητο, το οποίο επωλείτο σε συμφέρουσα τιμή και ενδιαφερόταν να το αγοράσει. Με το πρόσχημα αυτό ο F. H. παρέλαβε τον παθόντα από την οικία του στον Ασπρόπυργο και με ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο τον μετέφερε σε ημιυπόγειο διαμέρισμα επί της οδού ..., όπου τους ανέμεναν οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι ομοεθνείς τους, με τους οποίους ο F. H. ήταν σε συνεννόηση. Μόλις ο παθών εισήλθε στο ημιυπόγειο διαμέρισμα, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, μαζί με τον F. H. και το R. A., από κοινού, τοποθέτησαν στο πρόσωπο του παθόντος ένα σεντόνι και άρχισαν να τον χτυπούν δυνατά σε διάφορα μέρη του σώματός του και με την άσκηση της σωματικής αυτής βίας αφαίρεσαν από αυτόν μία χρυσή αλυσίδα, την οποία φορούσε στο λαιμό του, καθώς και ένα τσαντάκι μαύρο, το οποίο είχε μαζί του και το οποίο περιείχε ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας SONY ERICSON, και τα προσωπικά του έγγραφα τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Ακολούθως, όλοι μαζί οι ως άνω έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του παθόντος, τον φίμωσαν και τον κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο του διαμερίσματος, όπου τον κατακράτησαν παράνομα μέχρι την 23-12-2010, με συνεχή επιτήρηση, χτυπώντας τον καθημερινά, αφαιρώντας με πένσα ορισμένα από τα νύχια των δακτύλων των ποδιών του και καίγοντας με πυρακτωμένο σίδερο τους γλουτούς του. Ακόμη, απαιτούσαν από τον ίδιο και τους συγγενείς του στο Πακιστάν και στον Ασπρόπυργο να τους καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, για να τον αφήσουν ελεύθερο, διαφορετικά απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν. Έτσι, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, μαζί με τους F. H. και το R. A., αποστέρησαν τον παθόντα καθ’ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα από την προστασία της πολιτείας και τον περιήγαγαν σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας του, με σκοπό να εξαναγκάσουν τον ίδιο και τους ως άνω συγγενείς του να τους καταβάλουν το εν λόγω χρηματικό ποσό, προκειμένου να τον απελευθερώσουν και να μην τον θανατώσουν, πράξη για την οποία δεν υπήρχε καμία σχετική υποχρέωση. Για την υλοποίηση μάλιστα του σκοπού τους αυτού, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εξανάγκαζαν τον παθόντα, με την απειλή μαχαιριού, το οποίο έφεραν παράνομα, να τηλεφωνεί στους συγγενείς του στο Πακιστάν και να ζητεί από αυτούς την καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού για την απελευθέρωσή του και κατά τη διάρκεια των τηλεφωνημάτων τον χτυπούσαν για να ακούγονται οι φωνές του από τους συγγενείς του. ώστε να εξαναγκασθούν οι τελευταίοι να καταβάλουν το εν λόγω χρηματικό ποσό, ενώ επιπλέον οι ίδιοι επικοινώνησαν τηλεφωνικά και με τον εξάδελφο του παθόντος A. H. του G., που ήταν κάτοικος ..., και απαίτησαν από αυτόν να τους καταβάλει το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ για να αφήσουν ελεύθερο τον παθόντα, απειλώντας ταυτόχρονα ότι αν δεν τους δοθούν τα χρήματα θα τον σκοτώσουν. Με τον τρόπο αυτό οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι εξανάγκασαν τους μεν συγγενείς του παθόντος στο Πακιστάν να τους καταβάλουν, μέσω της Τράπεζας ..., στις 22-12-2010 το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ και στις 23-12-2010 το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, το δε ως άνω εξάδελφο του παθόντος να τους καταβάλει στις 19-12-2010 το ποσό των 3.000 ευρώ, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ποσού 7.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των ως άνω συγγενών του παθόντος. Στις 23-12-2010 ο ως άνω εξάδελφος του παθόντος προσήλθε στο Τμήμα Ασφάλειας Ασπροπύργου, στο οποίο είχε ήδη καταγγελθεί η απαγωγή, και γνωστοποίησε στους αστυνομικούς ότι από πληροφορίες, τις οποίες συνέλεξε από άλλους ομοεθνείς του, έμαθε ότι ο παθών κρατείτο σε διαμέρισμα επί της οδού ... και στη συνέχεια αυτός οδήγησε του αστυνομικούς στο εν λόγω διαμέρισμα. Κατά την έφοδο των αστυνομικών στο διαμέρισμα αυτό, βρέθηκαν μέσα σ’ αυτό οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, οι οποίοι προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά τους συνέλαβαν οι αστυνομικοί. Ο παθών βρέθηκε ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι με δεμένα τα πόδια του με μία ζώνη και τα χέρια του με πλαστικές χειροπέδες, ενώ τα μάτια του ήταν καλυμμένα με ύφασμα που ήταν τυλιγμένο με πλαστική ταινία γύρω από το κεφάλι του. Δίπλα από τον παθόντα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο που έπαιζε δυνατά μουσική για να μην ακούγονται οι φωνές και οι κλήσεις του για βοήθεια από τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας και τους περαστικούς από την οδό .... Επίσης, ο παθών έφερε σε όλο του το σώμα πολλαπλές κακώσεις, τις οποίες είχαν προξενήσει σ’ αυτόν με δυνατά χτυπήματα και με πυρακτωμένο σίδερο κατά τη διάρκεια της παράνομης κατακράτησής του οι εκκαλούντες- κατηγορούμενοι, από κοινού με τους F. H. και R. A.. Ειδικότερα, ο παθών έφερε πολλαπλές πλατιές εκχυμώσεις κατά τα άνω άκρα και την οπίσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, θλαστικά τραύματα κατά τη δεξιά πηχεοκαρπική άρθρωση και στις ποδοκνημικές αρθρώσεις, εκτεταμένες θλαστικές εκχυμώσεις κατά τα κάτω άκρα και τις γλουτιαίες χώρες και πολλαπλά εγκαύματα δια θερμικού μέσου προκληθέντα σε αμφότερες τις γλουτιαίες χώρες μερικού πάχους. Λόγω των δυνατών χτυπημάτων τα οποία κατάφεραν επανειλημμένα στον παθόντα, αλλά και των μέσων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν (γρονθοκοπήματα-πυρακτωμένο σίδερο), μπορούσε να προκληθεί στον παθόντα βαριά σωματική του βλάβη. Εξάλλου, ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους εισήλθαν στη Χώρα παράνομα και χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, σε άγνωστο χρονικό διάστημα και πάντως πριν από την 18-12-2010. Με τα δεδομένα αυτά, οι τρεις πρώτοι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι τέλεσαν, από κοινού με τον τέταρτο κατηγορούμενο και τους F. H. και R. A., τις αξιόποινες πράξεις της ληστείας, της αρπαγής με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του, της εκβίασης που τελέστηκε με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση και της παράνομης οπλοφορίας, επιπλέον δε ο πρώτος και ο τρίτος από τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους και την αξιόποινη πράξη της παράνομης εισόδου στη Χώρα. Επομένως, οι τρεις πρώτοι από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις αυτές". Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε τον ως άνω δεύτερο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: "
Κηρύσσει τους κατηγορούμενους M. - K. S., H. Q. και B. M. ενόχους του ότι στον κάτωθι αναφερόμενο τόπο και χρόνο, από κοινού δρώντας, καθώς και με τους K. I. του G., F. H. και R. A. του M. συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν περισσότερες από μία πράξεις, πραγματώνοντας με πρόθεση την αντικειμενική υπόσταση των αμέσως κατωτέρω περιγραφομένων εγκλημάτων, τα οποία τιμωρούνται σύμφωνα με το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στο ..., την 18-12-2010, από κοινού δρώντας, συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν την πράξη της αρπαγής, ήτοι με απάτη συνέλαβαν και απήγαγαν και με τη βία παράνομα κατακράτησαν κάποιον, έτσι ώστε να αποστερήσουν τον συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως περιήγαγαν κάποιον σε κατάσταση ομηρίας, η πράξη τους δε αυτή, έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή οι οικείοι του σε πράξη, για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή τους. Συγκεκριμένα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, με απάτη απήγαγαν την 18-12-2010, τον υπήκοο Πακιστάν, S. H. του M. S. και B. B., ήτοι με το πρόσχημα ότι ο ανωτέρω (παθών) θα μετέβαινε στην οικία τους στο Περιστέρι, επί της οδού ... ..., προκειμένου να αγοράσει ένα αυτοκίνητο ο εκ των κατηγορουμένων F. H., αφού ο F. H. τον παρέλαβε (τον παθόντα) από την οικία του στον …, με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο μάρκας CITROEN, τον μετέφερε στην ως άνω οικία τους, όπου και οι λοιποί τον ανέμεναν. Εντός της οικίας, αφού έριξαν πάνω του ένα σεντόνι, όλοι μαζί οι κατ/νοι και με τους υπόλοιπους συναυτουργούς τους, άρχισαν να τον χτυπάνε σε όλο του το σώμα. Ακολούθως, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον φίμωσαν και τον κλείδωσαν σε δωμάτιο του διαμερίσματος, απαιτώντας από αυτόν να τους καταβάλει το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ. Στην κατοικία αυτή, παράνομα κατακράτησαν τον παθόντα μέχρι την 23-12-2010, ήτοι επί έξι ημέρες, με συνεχή επιτήρηση, χτυπώντας τον καθημερινά, ενώ, επιπλέον, του αφαίρεσαν κάποια από τα νύχια των ποδιών του και του έκαψαν τα οπίσθια με πυρωμένο μαχαίρι, απειλώντας τον πάντα με μαχαίρι ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν τους δώσει τα χρήματα. Απαιτούσαν δε, καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από τον ίδιο και τους οικείους του στο Πακιστάν, με τους οποίους υποχρέωσαν τον παθόντα να επικοινωνήσει τηλεφωνικά, το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, υπό την απειλή πάντα ότι αν δεν τους δοθούν τα χρήματα, θα σκοτώσουν τον παθόντα. Προέβησαν δε στην προαναφερόμενη πράξη τους, έχοντας περιαγάγει τον παθόντα σε κατάσταση ομηρίας, αποστερώντας του την ελευθερία του και την προστασία της Πολιτείας, με σκοπό να εξαναγκάσουν αυτόν και τους συγγενείς του να τους καταβάλουν το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό που αξίωναν να τους καταβληθεί, προκειμένου να προβούν στην απελευθέρωση του παθόντος, αν και αυτός, όπως και οι συγγενείς του, δεν είχαν υποχρέωση προς τούτο. Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από κοινού δρώντας, με σκοπό να αποκομίσουν αυτοί οι ίδιοι, αλλά και άλλοι, παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασαν κάποιον με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής του, σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου και άλλου. Συγκεκριμένα, αφού με απάτη συνέλαβαν και απήγαγαν και παράνομα κατακράτησαν τον υπήκοο Πακιστάν, S. H. του M. S. και B. B., έτσι ώστε να αποστερήσουν αυτόν από την προστασία της πολιτείας, περιάγοντάς τον σε κατάσταση ομηρίας, υπό τις συνθήκες του υπό στοιχεία Α’ ανωτέρω περιγραφόμενου εγκλήματος, εν συνεχεία, αξίωσαν αυτοί από τον παθόντα, με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής του, να τους καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ. Ειδικότερα, επιφέροντας επανειλημμένως πλήγματα στο σώμα του παθόντος, αφαιρώντας του με πένσα κάποια από τα νύχια των ποδιών του και καίγοντας τα οπίσθιά του με πυρωμένο μαχαίρι, απείλησαν αυτόν, θέτοντας στο λαιμό του μαχαίρι, ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν τους καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, προκειμένου να τον εξαναγκάσουν στην εν λόγω καταβολή, προς βλάβη της περιουσίας του ιδίου ή των οικείων του και χωρίς τη βούλησή τους. Προς υλοποίηση δε του σκοπού τους, υπό τις ανωτέρω απειλές, ανάγκασαν τον παθόντα να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τους οικείους του στο Πακιστάν, απαιτώντας του την καταβολή του ανωτέρω ποσού από την οικογένειά του, ενώ επιπλέον αυτοί, επικοινώνησαν τηλεφωνικά και με τον ξάδερφό του, A. H. του G. και της Ν. Β., κάτοικο ..., απαιτώντας του το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, προκειμένου να αφήσουν ελεύθερο τον παθόντα. Έτσι, εξανάγκασαν τους μεν συγγενείς του παθόντος στο Πακιστάν να τους καταβάλουν, μέσω της Τράπεζας ..., την 22-12-2010, το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ και την 23-12- 2010 ομοίως το ποσό των 2.000 ευρώ, τον δε προαναφερόμενο ξάδερφό του, να τους καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ποσού 7.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των οικείων του παθόντος. Γ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από κοινού δρώντας, συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν την πράξη της ληστείας, ήτοι με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, αφαίρεσαν από άλλον ξένα ολικώς κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα που κρατούσαν σε ομηρία τον ανωτέρω παθόντα στην οικία τους, ήτοι από 18-12-2010 έως 23-12-2010, ασκώντας επ’ αυτού σωματική βία, επιφέροντας επανειλημμένως πλήγματα στο σώμα του, απειλώντας τον παράλληλα, θέτοντας στο λαιμό του μαχαίρι, ότι θα τον σκοτώσουν, περιάγοντάς έτσι αυτόν (παθόντα) σε κατάσταση αδυναμίας να αμυνθεί και να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση, του αφαίρεσαν μία χρυσή αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό, καθώς και ένα μαύρο τσαντάκι που είχε μαζί του, το οποίο περιείχε ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας SONY ERICSON και τα προσωπικά του έγγραφα, προκειμένου να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Δ) Κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από κοινού, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, πραγμάτωσαν με πρόθεση την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ήτοι με πρόθεση προξένησαν σ’ άλλον σωματική κάκωση, η οποία τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική του βλάβη. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα που κρατούσαν σε ομηρία τον ανωτέρω παθόντα στην οικία τους, ήτοι από 18-12-2010 έως 23- 12-2010, επέφεραν καθημερινά πλήγματα επ’ αυτού, με γροθιές, ξύλα και λακτίσματα σε όλο του το σώμα, ενώ επιπλέον με πένσα του αφαίρεσαν κάποια από τα νύχια των ποδιών του και το απόγευμα της 23-12-2010, του έκαψαν τα οπίσθια με πυρωμένο μαχαίρι. Εξαιτίας δε του αριθμού των χτυπημάτων που κατάφεραν στον παθόντα από κοινού, του τρόπου με τον οποίο επέφεραν τα πλήγματα για τον τραυματισμό του και των σημείων του σώματος του παθόντος που επλήγησαν από τα χτυπήματά τους, ήταν δυνατό η σωματική κάκωση του παθόντος να προκαλέσει σ’ αυτόν βαριά σωματική του βλάβη. Ε) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, πραγμάτωσαν με πρόθεση την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της οπλοφορίας. Συγκεκριμένα, κατά τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων, έφεραν παράνομα όπλο, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα μαχαίρι που είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα και του οποίου η κατοχή δεν δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση. ΣΤ) Επιπλέον, οι πρώτος και τρίτος των κατηγορουμένων M. - K. S. και B. M., από κοινού με τον K. I., αντίστοιχα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, συνελήφθησαν να έχουν εισέλθει ως υπήκοοι τρίτης χώρας στο ελληνικό έδαφος, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων της από κοινού αρπαγής με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος ή άλλου σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του, της από κοινού εκβίασης, της από κοινού ληστείας, της από κοινού επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση, της από κοινού παράνομης οπλοφορίας και της παράνομης εισόδου στη χώρα, για τις οποίες καταδικάστηκε οι δεύτερος αναιρεσείων M. - K. S. του S., παρατίθενται δε σ’ αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 2, 45, 94 παρ. 1, 98, 309 - 308 παρ. 1 εδ. α’ , 322 εδ. β’ περ. β’ - εδ. α’ , 385 παρ. 1 εδ. α’ σε συνδ. με 380 παρ. 1 και 2, 380 παρ. 1 του Π.Κ., 1 παρ. 2 περ. β’ , 10 παρ. 1 και 13 περ. β’ του Ν. 2168/1993, που προαναφέρθηκαν, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 3386/2005, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, ως προς το κακούργημα της αρπαγής από κοινού, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον δεύτερο αναιρεσείοντα, από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του, σύλληψη και παράνομη κατακράτηση του παθόντος σε ημιυπόγειο διαμέρισμα με την περίδεση των χεριών και των ποδιών του και τη φίμωσή του, κατά το χρονικό διάστημα από 18-12-2010 μέχρι 23-12-2010, που είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση του παθόντος από την προστασία της πολιτείας και την περιαγωγή του σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας του, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η ως άνω πράξη έγινε με σκοπό του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του τον εξαναγκασμό του παθόντος και των συγγενών του να καταβάλουν σ’ αυτούς για την απελευθέρωσή του χρήματα, καθώς και η ολοκλήρωση του σκοπού τους αυτού με την καταβολή σ’ αυτούς από τους συγγενείς του παθόντος του συνολικού ποσού των 7.000 ευρώ, για την οποία δεν είχαν υποχρέωση. Κατά συνέπεια διαλαμβάνεται ειδική αιτιολογία ως προς τον ειδικό δόλο σκοπού (υπερχειλή δόλο) που απαιτείται ως στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του κακουργήματος της αρπαγής από κοινού. Άλλωστε, με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολ. Α.Π. 50/1990). Ως προς το δόλο της από κοινού ληστείας και της από κοινού επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο δεύτερος αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις και δεν χρειαζόταν περαιτέρω ιδιαίτερη αιτιολογία του δόλου τους ως προς τις πράξεις της ληστείας κατά συναυτουργία και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία, αφού ο δόλος για τις πράξεις αυτές ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση. Επομένως, ενόψει τούτων, οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής, ευθείας και εκ πλαγίου, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίοι προβάλλονται με την κρινόμενη αναίρεση του δεύτερου αναιρεσείοντος M.-K. S. του S., είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Tέλος, οι αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος ότι αυτός είχε προσληφθεί ως μισθωτός στην οικία που έλαβε χώρα η παρακράτηση του παθόντος και ότι δεν συναποφάσισε, δεν συνεκτέλεσε και δεν συμμετείχε από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του στις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί και η κρινόμενη αναίρεση του δεύτερου αναιρεσείοντος M.-K. S. του S. και να επιβληθούν σ’ αυτόν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 10 Ιουνίου 2015 και με αριθμούς εκθέσεως .../30-6-2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου K. I. του G. και την από 30 Νοεμβρίου 2015 και με αριθμό εκθέσεως …2015 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου M. K. S. του S., για αναίρεση της 656/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει τις ως άνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
Και
Επιβάλλει στον κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρπαγή από κοινού με σκοπό τον εξαναγκασμό σε πράξη. Εκβίαση από κοινού. Ληστεία από κοινού. Επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού. Παράνομη οπλοφορία από κοινού. Παράνομη είσοδος στην χώρα. Δύο αναιρέσεις. Η αναίρεση του πρώτου απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη. Η αναίρεση του δεύτερου, με λόγους από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., απορρίπτεται ως αβάσιμη. Επιβάλλονται τα έξοδα στους αναιρεσείοντες. | Οπλοφορία | Αναιρέσεως λόγοι, Εκβίαση, Ληστεία, Οπλοφορία, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 766/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Π. του Γ., κάτοικος ..., 2)Κ. Π. του Λ., ..., 3)Δ. Τ. του Χ., ..., 4)Α. Τ. του Ε., ..., 5)Ν. Φ. του Θ., ..., 6)Ι. Φ. του Μ., ..., 7)Κ. Ζ. (K. Z.), ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ντεμογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Εορδαίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 76/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την με αριθμό κατάθεσης ...-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την ην από 28-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 76/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εργοδότριας εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της εκδοθείσας ερήμην της 171/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Εορδαίας. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον καθένα εργαζόμενο ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης της εργασίας από τους τελευταίους. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ` αυτόν παροχή εργασίας (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ` αυτόν αντιπαροχής. Κατ` ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 324/2017, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ1502/2010). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους ( ΑΠ 1114/2017). Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ( ή 560 αρ. 5, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ, επιπλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς ένα από τα παραπάνω περιστατικά, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση και ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 (ή 560 αριθ. 6, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 363/2007). Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1127/2008)Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ( 560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί έφεσης της αναιρεσείουσας -εργοδότριας, επί αγωγής των αναιρεσιβλήτων-εργαζομένων για την καταβολή των αποδοχών τους από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς τους, στην οποία αυτή περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας τους εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους, δέχθηκε, όπως από αυτή προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνωμένους αναιρετικούς λόγους ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους των αναιρεσιβλήτων: «.... Η άσκηση της επίσχεσης εργασίας από τους εφεσίβλητους - ενάγοντες δεν έγινε αιφνιδίως, αλλά μετά από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες τους προς τους νόμιμους εκπροσώπους της εκκαλούσας-εναγομένης περί καταβολής των οφειλομένων σε αυτούς αποδοχών και λοιπών οφειλομένων προς αυτούς παροχών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ήδη από το έτος 2010 υπήρχε καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, οι οποίες δεν καταβάλλονταν εμπρόθεσμα, αλλά οι εργαζόμενοι εξοφλούνταν τμηματικά με έναντι καταβολές. Ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες-εφεσίβλητους, σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εκκαλούσα-εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου, και παρέμεναν ανεξόφλητες απαιτήσεις τους για μισθούς των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2012, καθώς και για αποζημίωση αδείας του 2012, αποδοχές λόγω υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας, για εργασία τα Σάββατα και για υπόλοιπο αδείας κατά τα έτη 2010 και 2011. Το ανωτέρω δικαίωμα των εναγόντων ασκήθηκε νόμιμα με σαφή δήλωσή τους προς την εργοδότρια εταιρία και με σκοπό την εξασφάλιση της ικανοποίησης των ληξιπροθέσμων αξιώσεών τους και δεν είναι καταχρηστικό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρία λόγω των οικονομικών δυσχερειών που εξ εξαιτίας της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής κατάστασης που διανύει η χώρα. Αυτοί, πριν ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα, εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο για την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών τους, υπέμεναν για όλο το προαναφερόμενο (για τον καθένα χωριστά) χρονικό διάστημα την μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών τους, ήδη από το έτος 2010, αρκούμενοι σε καταβολή σε άτακτα χρονικά διαστήματα ποσών έναντι των οφειλομένων, με καθυστερήσεις που έφταναν και τους 2 με 2,5 μήνες κατά το έτος 2011, παρά την δεινή οικονομική. τους κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού των ιδίων και των οικογενειών τους, ενώ η εκκαλούσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, έδινε συνεχώς υποσχέσεις προς εξόφληση των οφειλομένων, τις οποίες δεν πραγματοποίησε (πλην του ανωτέρω ποσού των 600 ευρώ). Η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Εξάλλου, η εκκαλούσα δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να είναι συνεπής προς τους ενάγοντες εργαζομένους, δεδομένων και των μεγάλου ύψους απαιτήσεών της προς δημόσιους φορείς (..., Περιφερειακή Ενότητα ..., Περιφέρεια• Δυτικής ... κλπ.) συνολικού ποσού 6.265.413,07 .ευρώ, μέρος των οποίων θα ηδύνατο να εκχωρήσει προς τους εν λόγω εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Περαιτέρω, η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων-εργαζομένων δεν οφειλόταν σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για την εναγομένη περιστάσεις, αφού τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από το έτος 2010, η δε ομαλή επιχειρηματική πορεία της εναγομένης διαταράχθηκε έκτοτε, λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην ελληνική αγορά, αλλά και διεθνώς, και συνεπώς οι οικονομικές δυσκολίες της δεν προέκυψαν αιφνιδίως, όπως η ίδια ισχυρίστηκε. Εξάλλου, η εναγομένη, μολονότι προέβη σε εξόφληση των οφειλομένων αποδοχών προς τους λοιπούς εργαζομένους της, έστω και με καθυστέρηση, εξαίρεσε τους ενάγοντες, που προέβησαν στην επίσχεση εργασίας, ενέργεια που καταδεικνύει ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ικανοποιήσει έστω και εν μέρει τις αξιώσεις αυτών, αλλά λειτούργησε εκδικητικά. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δη από τον Δεκέμβριο του 2012 έως και το Μάρτιο του 2013 (επίδικο χρονικό διάστημα), η εναγομένη ουδέποτε ξανακάλεσε τους ενάγοντες να προσέλθουν στην εργασία τους, προσφέροντας σε αυτούς τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους. Ως εκ τούτου, ουδέποτε σταμάτησε η υπερημερία της εναγομένης ως προς την αποδοχή εργασίας των εναγόντων, αφού ουδέποτε τους κάλεσε για να τους προσφέρει τις αιτούμενες δεδουλευμένες αποδοχές και λοιπές οφειλόμενες προς αυτούς παροχές. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η επίσχεση εργασίας των εφεσίβλητων της προξένησε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, αφού η διακοπή της εργασίας των εν λόγω εργαζομένων οδήγησε στην κατάπτωση ποινικών ρητρών εκ μέρους της εργοδότριας αυτής Δ.Ε.Η. δεν ευσταθεί, δοθέντος ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει ποινική ρήτρα σε βάρος της, λόγω υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης έργου (βλ. υπ’ αριθμ. .../22-11-2012 επιστολή του Λιγνιτικού Κέντρου Δ.Ε.Η. Δυτικής ... -Τομέα Εκμετάλλευσης ...). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, με την επίσχεση εργασίας, επιδίωκαν την καταβολή των ληξιπροθέσμων μισθών και άλλων οφειλομένων προς αυτούς παροχών από την εναγομένη, λόγω δε μη καταβολής αυτών κινδύνευε η διαβίωση τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι πρόθεση των εναγόντων δεν ήταν να δημιουργήσουν μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα στην εναγομένη και γι’ αυτό σχετικά άμεσα συνήψαν συμβάσεις εργασίας με άλλους εργοδότες, αιτούμενοι με την υπό κρίση αγωγή μισθούς υπερημερίας μόνον για 3,5 μήνες, έως τον Μάρτιο του 2013.
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, η συνέχιση της ένδικης επίσχεσης εργασίας των εναγόντων μέχρι τον Μάρτιο του 2013, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, διότι η άσκησή της δεν υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, η υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων για επίσχεση της εργασίας τους κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη». Στη συνέχεια το Εφετείο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε ως νόμιμες τις ασκηθείσες στις 14-12-2012 και 7-1-2013 επισχέσεις εργασίας των εναγόντων, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-12-2012 έως 31-3-2013 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012 το αναφερόμενο ποσό Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης) διέλαβε στην απόφαση του σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τη μη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα από τις παραδοχές του δικαστηρίου 1) ότι «ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου...» και 2) ότι « η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα» δεν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ τους, αφού δεν αλληλοαναιρούνται. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
3. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 (560 αρ. 5) ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ’ ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015, ΑΠ 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι, κατά την απόρριψη του προβληθέντος από αυτή ισχυρισμού περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εργαζομένων αντιδίκων της όπως προβούν σε επίσχεση εργασίας , δεν έλαβε υπόψη αφενός την μη αξιόλογη χρονικά καθυστέρηση εκπλήρωσης της υποχρέωσής της προς αυτούς όπως τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, αφετέρου δε το ύψος των οφειλών τρίτων προσώπων (Δημοσίου και άλλων Δημοσίων Φορέων) προς αυτήν, ανερχομένων κατά το χρόνο της επίσχεσης της εργασίας σε 6.265.413,07 ευρώ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα περιστατικά αυτά (που αποτελούσαν μέρος της επικαλούμενης κατάχρησης του δικαιώματος των εργαζομένων προς επίσχεση εργασίας), δεχόμενο , ως προς το πρώτο ότι η καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων, που είχε ως συνεπεία την άσκηση από αυτούς τον Δεκέμβριο του 2012 του δικαιώματός τους προς επίσχεση εργασίας, ήταν αξιόλογη, καθόσον από την καθυστέρηση αυτή υπήρχε κίνδυνος διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους, ως προς δε το δεύτερο ότι η αναιρεσείουσα δεν εκχώρησε, αν και μπορούσε, μέρος της ως άνω απαίτησής της προς τους εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων προς αυτή, καθώς και ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει σε βάρος της αναιρεσείουσας ποινική ρήτρα συνεπεία δικής της υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης του δημοσίου έργου που είχε αναλάβει. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-6-2017 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." για αναίρεση της 76/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.
KΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Επίσχεση εργασίας. Έννοια. Νόμιμη η επίσχεση εργασίας των εναγόντων εργαζομένων. Μη καταχρηστική η άσκηση επίσχεσης. Αξιόλογη η καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων αναιρεσιβλήτων λόγω κινδύνου διαβίωσής τους. Η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν σε δυστροπία και κακοβουλία, καθώς και σε εκδικητικότητά της εργοδότριας σε βάρος των εργαζομένων αναιρεσιβλήτων. Η εργοδότρια ήταν ζημιογόνα, αν και δημόσιο και άλλοι δημόσιοι φορείς της όφειλαν σημαντικό ποσό, χωρίς όμως αυτή να λάβει κάποια μέτρα για είσπραξη της οφειλής αυτής και χωρίς να παραχωρήσει μερίδιο της απαίτησής της στους εργαζομένους. Η καθυστέρηση δεν ήταν δικαιολογημένη, ενόψει των ατομικών, οικογενειακών και οικονομικών αναγκών των αναιρεσιβλήτων, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερουμένου ποσού των αποδοχών τους. Η συγκεκριμένη δε, επίσχεση δεν προξενεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, ενόψει του κινδύνου διαβίωσης των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Συνεπώς δικαιολογείται η σχετική κρίση του δικαστηρίου ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των αναιρεσιβλήτων δεν παρίσταται καταχρηστική. Αυτοτελές περιστατικό της κατάχρησης ως προς το χρονικά μη αξιόλογου της καθυστέρησης σε συνδυασμό με απαίτηση σημαντικού ποσού. Λόγοι αναίρεσης από αριθμούς 5 και 6 του 560 ΚΠολΔ (Απορρίπτει). | Εργαζόμενοι | Απορρίπτει αναίρεση, Εργαζόμενοι, Επίσχεση εργασίας. | 0 |
Αριθμός 765/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Παπίδα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Α. του Γ., 2)…, και 32) Β. Τ. του Σ., oι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βασιλείου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 894/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 4807/2013 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν δύο αιτήσεις αναιρέσεις και εκδόθηκε η 389/2015 απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που τις συνεκδίκασε και αναίρεσε την 4807/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές για περαιτέρω εκδίκαση. Κατόπιν αυτής εκδόθηκε η 2980/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 9/3/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 8-3-2017 με αριθμ. καταθ 1663/9-2-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2980/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της 398/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 4807/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο με σύνθεση από άλλους δικαστές. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε από το Εφετείο παραπομπής η έφεση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 894/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως ανυποστήρικτη λόγω της ερημοδικίας του, επειδή δεν παρέστη κανονικά, λόγω μη υπογραφής των προτάσεών του από την πληρεξούσια δικηγόρο του.
Κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων, οι οποίες δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Οι προθεσμίες δε της ανακοπής ερημοδικίας και της αναίρεσης είναι διαδοχικές, δηλαδή η προθεσμία της αναίρεσης κινείται, μόλις εκπνεύσει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Έτσι, οι ερήμην οριστικές αποφάσεις, του εφετείου καθίστανται τελεσίδικες και, έκτοτε, συνεπώς, μπορεί να ασκηθεί κατ' αυτών αναίρεση, μόνον όταν έπαυσαν να υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε η 15νθήμερη προθεσμία από την επίδοσή τους, είτε διότι ο ερημοδικασθείς παραιτήθηκε από το ασκηθέν ένδικο μέσο της ανακοπής ή του δικαιώματος προς άσκηση του (ΚΠολΔ 503 παρ. 1). Η απόδειξη της τελεσιδικίας γίνεται με την προσκόμιση των σχετικών εκθέσεων επίδοσης ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο που εκδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου, ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, διαφορετικά η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπάγγελτα, ως απαράδεκτη (ΑΠ 801/2017, ΑΠ 609/2017, ΑΠ 285/2017, ΑΠ 1097/2014). Αν δεν συνομολογείται ή δεν αποδεικνύεται η τελεσιδικία της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης (με την προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσής της ή πιστοποιητικού του αρμόδιου γραμματέα κ.λπ.) τότε η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 801/2017, ΑΠ 285/2017, ΑΠ 375/2013). Τέλος, κατά το άρθρο 254 παρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 9 του Ν. 2915/2001 και εφαρμόζεται και στη δίκη για την αναίρεση (ΚΠολΔ 573 παρ. 1), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση (ΑΠ 801/2017, ΑΠ 609/2017, ΑΠ 338/2017, ΑΠ 285/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσβαλλόμενη 2980/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 6-12-2016 και εκδόθηκε μετά την έκδοση της 398/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 4807/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του εκκαλούντος -εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 894/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της ερημοδικίας αυτού, επειδή το αναιρεσείον δεν παρέστη κανονικά, λόγω μη υπογραφής των προτάσεών του από την πληρεξούσια δικηγόρο του. Όμως, δεν προκύπτει αν, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (9-3-2017), είχε καταστεί τελεσίδικη η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ερημοδικασθέν αναιρεσείον, μη υποκείμενη σε ανακοπή ερημοδικίας, αποδεικνυομένου τούτου, με προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσης της προσβαλλόμενης ή με προσκομιδή της προσβαλλόμενης με σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή επ' αυτής και πιστοποιητικό του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση περί άσκησης ή μη ανακοπής ερημοδικίας κατ' αυτής ή κατ' άλλο τυχόν νόμιμο τρόπο (όπως με την νομότυπη παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας). Συνακόλουθα, κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν τα εν λόγω κενά και αμφίβολα σημεία, αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι της απαιτούμενης κατά νόμο τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης απόφασης (εξεταζομένου τούτου και αυτεπαγγέλτως), τα οποία χρειάζονται συμπλήρωση και διευκρίνιση. Το αναιρεσείον απλώς επικαλείται επίδοση σ' αυτό από τους αναιρεσιβλήτους της προσβαλλόμενης απόφασης στις 10-2-2017, χωρίς όμως να προσκομίζει σχετικό αποδεικτικό επίδοσης και πιστοποιητικό του Γραμματέα του δικαστηρίου περί μη άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά αυτής. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, τα προαναφερόμενα έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη ως προς αυτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο της από 8-3-2017 με αριθμό κατάθεσης 1663/9-2-2017 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2980/2016 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με σκοπό να προσκομισθούν, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, τα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Προϋποθέσεις για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης ερήμην απόφασης. Η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου υπόκειται σε αναίρεση, εφόσον δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας και κατά συνέπεια, όταν απορρίπτεται έφεση διαδίκου κατά πρωτόδικης απόφασης λόγω της ερημοδικίας του (ως ανυποστήρικτη), για το επιτρεπτό της άσκησης αναίρεσης πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η απόφαση αυτή δεν είναι (πλέον) προσβλητή με ανακοπή ερημοδικίας. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι κατά τον χρόνο της άσκησης της αναίρεσης η προσβαλλομένη ερήμην απόφαση δεν υπέκειτο σε ανακοπή ερημοδικίας, αφού δεν προσκομίζεται αποδεικτικό επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ή σχετική βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα περί μη άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης. (Διατάσσει επανάληψη της συζήτησης ). | Ερημοδικία | Ερημοδικία , Επανάληψη συζήτησης, Αποδεικτικό επίδοσης. | 0 |
Αριθμός 767/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Β. του Θ., ..., 2)Ι. Γ. του Π., κάτοικου ..., 3)Π. Ι. του Χ., κάτοικου ..., και 4)Κ. Κ. του Ε., ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ντεμογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Εορδαίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 169/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την με αριθμό κατάθεσης ...6-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την ην από 28-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 73/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εργοδότριας εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της εκδοθείσας ερήμην της 169/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Εορδαίας. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον καθένα εργαζόμενο ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης της εργασίας από τους τελευταίους. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 324/2017, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ1502/2010). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους ( ΑΠ 1114/2017). Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ( ή 560 αρ. 5, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ, επιπλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς ένα από τα παραπάνω περιστατικά, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση και ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 (ή 560 αριθ. 6, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 ) ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 363/2007). Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1127/2008). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ( 560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί έφεσης της αναιρεσείουσας -εργοδότριας, επί αγωγής των αναιρεσιβλήτων-εργαζομένων για την καταβολή των αποδοχών τους από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς τους, στην οποία αυτή περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας τους εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους, δέχθηκε, όπως από αυτή προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνωμένους αναιρετικούς λόγους ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους των αναιρεσιβλήτων: «.... Η άσκηση της επίσχεσης εργασίας από τους εφεσίβλητους - ενάγοντες δεν έγινε αιφνιδίως, αλλά μετά από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες τους προς τους νόμιμους εκπροσώπους της εκκαλούσας-εναγομένης περί καταβολής των οφειλομένων σε αυτούς αποδοχών και λοιπών οφειλομένων προς αυτούς παροχών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ήδη από το έτος 2010 υπήρχε καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, οι οποίες δεν καταβάλλονταν εμπρόθεσμα, αλλά οι εργαζόμενοι εξοφλούνταν τμηματικά με έναντι καταβολές. Ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες-εφεσίβλητους, σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εκκαλούσα-εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου, και παρέμεναν ανεξόφλητες απαιτήσεις τους για μισθούς των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2012, καθώς και για αποζημίωση αδείας του 2012, αποδοχές λόγω υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας, για εργασία τα Σάββατα και για υπόλοιπο αδείας κατά τα έτη 2010 και 2011. Το ανωτέρω δικαίωμα των εναγόντων ασκήθηκε νόμιμα με σαφή δήλωσή τους προς την εργοδότρια εταιρία και με σκοπό την εξασφάλιση της ικανοποίησης των ληξιπροθέσμων αξιώσεών τους και δεν είναι καταχρηστικό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρία λόγω των οικονομικών δυσχερειών που εξ εξαιτίας της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής κατάστασης που διανύει η χώρα. Αυτοί, πριν ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα, εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο για την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών τους, υπέμεναν για όλο το προαναφερόμενο (για τον καθένα χωριστά) χρονικό διάστημα την μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών τους, ήδη από το έτος 2010, αρκούμενοι σε καταβολή σε άτακτα χρονικά διαστήματα ποσών έναντι των οφειλομένων, με καθυστερήσεις που έφταναν και τους 2 με 2,5 μήνες κατά το έτος 2011, παρά την δεινή οικονομική. τους κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού των ιδίων και των οικογενειών τους, ενώ η εκκαλούσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, έδινε συνεχώς υποσχέσεις προς εξόφληση των οφειλομένων, τις οποίες δεν πραγματοποίησε (πλην του ανωτέρω ποσού των 600 ευρώ). Η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Εξάλλου, η εκκαλούσα δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να είναι συνεπής προς τους ενάγοντες εργαζομένους, δεδομένων και των μεγάλου ύψους απαιτήσεών της προς δημόσιους φορείς (..., Περιφερειακή Ενότητα ..., Περιφέρεια• Δυτικής Μακεδονίας, ... κλπ.) συνολικού ποσού 6.265.413,07 .ευρώ, μέρος των οποίων θα ηδύνατο να εκχωρήσει προς τους εν λόγω εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Περαιτέρω, η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων-εργαζομένων δεν οφειλόταν σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για την εναγομένη περιστάσεις, αφού τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από το έτος 2010, η δε ομαλή επιχειρηματική πορεία της εναγομένης διαταράχθηκε έκτοτε, λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην ελληνική αγορά, αλλά και διεθνώς, και συνεπώς οι οικονομικές δυσκολίες της δεν προέκυψαν αιφνιδίως, όπως η ίδια ισχυρίστηκε. Εξάλλου, η εναγομένη, μολονότι προέβη σε εξόφληση των οφειλομένων αποδοχών προς τους λοιπούς εργαζομένους της, έστω και με καθυστέρηση, εξαίρεσε τους ενάγοντες, που προέβησαν στην επίσχεση εργασίας, ενέργεια που καταδεικνύει ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ικανοποιήσει έστω και εν μέρει τις αξιώσεις αυτών, αλλά λειτούργησε εκδικητικά. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δη από τον Δεκέμβριο του 2012 έως και το Μάρτιο του 2013 (επίδικο χρονικό διάστημα), η εναγομένη ουδέποτε ξανακάλεσε τους ενάγοντες να προσέλθουν στην εργασία τους, προσφέροντας σε αυτούς τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους. Ως εκ τούτου, ουδέποτε σταμάτησε η υπερημερία της εναγομένης ως προς την αποδοχή εργασίας των εναγόντων, αφού ουδέποτε τους κάλεσε για να τους προσφέρει τις αιτούμενες δεδουλευμένες αποδοχές και λοιπές οφειλόμενες προς αυτούς παροχές. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η επίσχεση εργασίας των εφεσίβλητων της προξένησε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, αφού η διακοπή της εργασίας των εν λόγω εργαζομένων οδήγησε στην κατάπτωση ποινικών ρητρών εκ μέρους της εργοδότριας αυτής Δ.Ε.Η. δεν ευσταθεί, δοθέντος ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει ποινική ρήτρα σε βάρος της, λόγω υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης έργου (βλ. υπ’ αριθμ. .../22-11-2012 επιστολή του Λιγνιτικού Κέντρου Δ.Ε.Η. Δυτικής Μακεδονίας Ορυχείου ... -Τομέα Εκμετάλλευσης ...). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, με την επίσχεση εργασίας, επιδίωκαν την καταβολή των ληξιπροθέσμων μισθών και άλλων οφειλομένων προς αυτούς παροχών από την εναγομένη, λόγω δε μη καταβολής αυτών κινδύνευε η διαβίωση τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι πρόθεση των εναγόντων δεν ήταν να δημιουργήσουν μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα στην εναγομένη και γι’ αυτό σχετικά άμεσα συνήψαν συμβάσεις εργασίας με άλλους εργοδότες, αιτούμενοι με την υπό κρίση αγωγή μισθούς υπερημερίας μόνον για 3,5 μήνες, έως τον Μάρτιο του 2013.
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, η συνέχιση της ένδικης επίσχεσης εργασίας των εναγόντων μέχρι τον Μάρτιο του 2013, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, διότι η άσκησή της δεν υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, η υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων για επίσχεση της εργασίας τους κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη». Στη συνέχεια το Εφετείο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε ως νόμιμες τις ασκηθείσες στις 14-12-2012 και 7-1-2013 επισχέσεις εργασίας των εναγόντων, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-12-2012 έως 31-3-2013 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012 το αναφερόμενο ποσό.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης) διέλαβε στην απόφαση του σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τη μη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα από τις παραδοχές του δικαστηρίου 1) ότι «ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου...» και 2) ότι «η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα» δεν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ τους, αφού δεν αλληλοαναιρούνται. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
3. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 (560 αρ. 5) ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ’ ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015, ΑΠ 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι, κατά την απόρριψη του προβληθέντος από αυτή ισχυρισμού περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εργαζομένων αντιδίκων της όπως προβούν σε επίσχεση εργασίας , δεν έλαβε υπόψη αφενός την μη αξιόλογη χρονικά καθυστέρηση εκπλήρωσης της υποχρέωσής της προς αυτούς όπως τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, αφετέρου δε το ύψος των οφειλών τρίτων προσώπων (Δημοσίου και άλλων Δημοσίων Φορέων) προς αυτήν, ανερχομένων κατά το χρόνο της επίσχεσης της εργασίας σε 6.265.413,07 ευρώ . Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι , όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα περιστατικά αυτά (που αποτελούσαν μέρος της επικαλούμενης κατάχρησης του δικαιώματος των εργαζομένων προς επίσχεση εργασίας), δεχόμενο, ως προς το πρώτο ότι η καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων, που είχε ως συνεπεία την άσκηση από αυτούς τον Δεκέμβριο του 2012 του δικαιώματός τους προς επίσχεση εργασίας, ήταν αξιόλογη, καθόσον από την καθυστέρηση αυτή υπήρχε κίνδυνος διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους, ως προς δε το δεύτερο ότι η αναιρεσείουσα δεν εκχώρησε, αν και μπορούσε, μέρος της ως άνω απαίτησής της προς τους εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων προς αυτή , καθώς και ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει σε βάρος της αναιρεσείουσας ποινική ρήτρα συνεπεία δικής της υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης του δημοσίου έργου που είχε αναλάβει. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-6-2017 αίτηση για αναίρεση της 73/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης,
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Επίσχεση εργασίας. Έννοια. Νόμιμη η επίσχεση εργασίας των εναγόντων εργαζομένων. Μη καταχρηστική η άσκηση επίσχεσης. Αξιόλογη η καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων αναιρεσιβλήτων λόγω κινδύνου διαβίωσής τους. Η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν σε δυστροπία και κακοβουλία, καθώς και σε εκδικητικότητά της εργοδότριας σε βάρος των εργαζομένων αναιρεσιβλήτων. Η εργοδότρια ήταν ζημιογόνα, αν και δημόσιο και άλλοι δημόσιοι φορείς της όφειλαν σημαντικό ποσό, χωρίς όμως αυτή να λάβει κάποια μέτρα για είσπραξη της οφειλής αυτής και χωρίς να παραχωρήσει μερίδιο της απαίτησής της στους εργαζομένους. Η καθυστέρηση δεν ήταν δικαιολογημένη, ενόψει των ατομικών, οικογενειακών και οικονομικών αναγκών των αναιρεσιβλήτων, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερουμένου ποσού των αποδοχών τους. Η συγκεκριμένη δε, επίσχεση δεν προξενεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, ενόψει του κινδύνου διαβίωσης των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Συνεπώς δικαιολογείται η σχετική κρίση του δικαστηρίου ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των αναιρεσιβλήτων δεν παρίσταται καταχρηστική. Αυτοτελές περιστατικό της κατάχρησης ως προς το χρονικά μη αξιόλογου της καθυστέρησης σε συνδυασμό με απαίτηση σημαντικού ποσού. Λόγοι αναίρεσης από αριθμούς 5 και 6 του 560 ΚΠολΔ (Απορρίπτει). | Επίσχεση εργασίας | Απορρίπτει αναίρεση, Επίσχεση εργασίας. | 0 |
Αριθμός 761/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ηλία Πολύμερου, που δεν κατέθεσε προτάσεις και Δημητρίου Βασιλείου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Δημοσία Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 350/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 59/2017 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9/5/2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 9-5-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 59/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων κατά της 350/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Το τελευταίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την επικουρική βάση της από 5-4-2013 αγωγής και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη να καταβάλει μειωμένη αποζημίωση απόλυσης στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Στο Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΚΚΠ/ΔΕΗ), που κυρώθηκε με το άρθρο 2 ν.δ. 210/1974 "περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)", δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου και στο κεφάλαιο ΣΤ` υπό τον τίτλο "πειθαρχικός έλεγχος" προσδιορίζονται: Με το άρθρο 26 τα πειθαρχικά παραπτώματα, γενικά, στην παρ. 1, ως παραβάσεις, υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του υπηρεσιακού καθήκοντος, στα πλαίσια των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τη σύμβαση εργασίας, τις κείμενες διατάξεις, εγκυκλίους, οδηγίες και διαταγές, τη φύση της υπηρεσίας και τη διεξαγωγή που πρέπει να τηρεί κάθε μισθωτός μέσα στην υπηρεσία όπως προσδιορίζονται στη παρ. 3 υπό περιπτώσεις α - ια, και στην παρ. 4 οι πειθαρχικές ποινές διαβαθμιζόμενες από την προφορική επίπληξη υπό στοιχ. α` μέχρι και την οριστική απόλυση με ή χωρίς καταβολή αποζημίωσης υπό στοιχ. στ`., ανάλογα με την βαρύτητα του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε. Με το άρθρο 29 τα όργανα που ασκούν τον πειθαρχικό έλεγχο, με το άρθρο 30 η πειθαρχική προδικασία, με το άρθρο 31 τα δικαιώματα του εγκαλουμένου και με τα άρθρα 32 και 33 η σύνθεση του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η απόφαση των αρμοδίων πειθαρχικών συμβουλίων, που ενεργούν ως εργοδοτικά όργανα και αποφασίζουν σε εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους, που πηγάζει από την ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας και τον κανονισμό που τη συμπληρώνει, υπόκειται στον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων αναφορικά με τη νομιμότητά της, αν εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο με νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπόμένη διαδικασία, αν η πράξη ή παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με το νόμο, αν είναι δικαιολογημένη, αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του παραπτώματος ή αν κατά την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 784/1999). Κατά το άρθρο 2 ν. 3198/1955 "Η κατά το ν. 2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αποζημίωση των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προκειμένου νόμου, εφόσον δεν υπερβαίνει τις αποδοχές έξι μηνών καταβάλλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέρα της λύσεως της σχέσεως εργασίας". Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ιδίου νόμου 3198/1955 "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρος εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3.198/1955 αναφέρεται στη δυνάμει του ν. 2112/19020 αποζημίωση απολύσεως. Εξάλλου κατά το άρθρο 9 ν. 2112/1920 "ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ουδ’ αφορά υπαλλήλους επιχειρήσεων, δι` ους έχει ληφθεί ειδική μέριμνα δια νόμων ή κανονισμών εγκεκριμένων υπό του κράτους. Δεν υπάγονται ωσαύτως εις τις διατάξεις του παρόντος υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εφόσον έχει ληφθεί δια τας εν λόγω περιπτώσεις ειδική μέριμνα δια κανονισμών παρεχόντων τουλάχιστον ίσην προστασίαν προς την του παρόντος νόμου" . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 37 του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 210/1974 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, "Με απόφαση του Γενικού Διευθυντή απολύονται, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας μισθωτοί στους οποίους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης με τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου. Οι απολυόμενοι παίρνουν αποζημίωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον δεν απολύονται λόγω πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε ως συνέπεια ποινικής δίωξης για αδίκημα, που στρέφεται κατά της επιχείρησης και φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Σε κάθε περίπτωση αποζημίωση δεν οφείλεται όταν ο απολυόμενος δικαιούται εφάπαξ βοηθήματος, λόγω της απόλυσης του από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. Σε περίπτωση που το εφάπαξ βοήθημα υπολείπεται της αποζημίωσης, καταβάλλεται μόνο η διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης και του εφάπαξ βοηθήματος". Με το ν.4491/1966 "περί ασφαλίσεως του προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού", η ΔΕΗ ανέλαβε και ενεργεί υποχρεωτική ασφάλιση του προσωπικού της διεπομένη από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου. Το παραπάνω εφάπαξ βοήθημα του άρθρου 37 ΚΚΠ/ΔΕΗ είναι αυτό του άρθρου 25 παρ. 1 ν. 4491/1966, κατά το οποίο: "Εις τους εξερχομένους εκ της υπηρεσίας της ΔΕΗ ησφαλισμένους, τους δικαιουμένους συντάξεως κατά τας διατάξεις του άρθ. 8 του παρόντος νόμου και τους μη δικαιουμένους συντάξεως, εφόσον οι τελευταίοι ούτοι συμπλήρωσαν 15ετή τουλάχιστον ασφάλισιν περιλαβάνουσαν τουλάχιστον 10 έτη πραγματικής υπηρεσίας εν τη ΔΕΗ, καταβάλλεται εφάπαξ βοήθημα ίσον προς το γινόμενον των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, που καθορίζονται με το άρθρο 8 παρ. 4 εδ. γ`, λαμβανομένων με ανώτατον όριον το τριπλάσιον του μισθού του 7ου κλιμ. της ΔΕΗ, επί τον αριθμόν των ετών της εν τη ΔΕΗ πραγματικής υπηρεσίας και μέχρι τριάντα κατ` ανώτατο όριο". Διαφορετική είναι η εφάπαξ αποζημίωση που προβάλλεται από το άρθρο 12 του ιδίου ν. 4491/1966, κατά το οποίο "Ασφαλισμένος οπωσδήποτε αποχωρών εκ της υπηρεσίας της ΔΕΗ και μη πληρών τας προϋποθέσεις δια την λήψιν συντάξεως, δικαιούται, αντί συντάξεως, εφάπαξ αποζημίωσιν εφόσον έχει συμπληρώσει πενταετή υπηρεσίαν εν τη ΔΕΗ". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στους υπαλλήλους της ΔΕΗ, για τους οποίους έχει ληφθεί ειδική μέριμνα με το ν. 4491/1996 και τον ΚΚΠ/ΔΕΗ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920 και κατά συνέπεια και του ν. 3158/1955, σχετικά με την αποζημίωση απολύσεώς τους. Η αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3.198/1955, οπότε και η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης (ΑΠ 784/1999). Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του α.ν. 99/1967, περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κλπ"(ΦΕΚ Α` 189), "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμενοι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το ανώτατο αυτό όριο αποζημιώσεως αυξήθηκε διαδοχικά και με το άρθρο 21 παρ. 13 του ν. 3144/2003 προσδιορίσθηκε στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: 1. " Εις ας περιπτώσεις ειδική διάταξις νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως αναφερομένης εις ανωνύμους εταιρείας ή Κοινωφελείς Επιχειρήσεις... προβλέπει την καταβολήν εις υπαλλήλους κατά τον χρόνον της απομακρύνσεώς των εκ της εργασίας, και ετέρας προσθέτου αποζημιώσεως πέραν της υπό του ν. 2112/1920 προβλεπομένης, η αποζημίωσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν 15% της υπό της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος οριζομένης". Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. 618/1970 "Περί εφαρμογής των διατάξεων του α.ν. 173/1967... επί των αποζημιώσεων των χορηγουμένων υπό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ." (ΦΕΚ Α` 171), "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν διά πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντος, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτών συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου". Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θέσπισής τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερόμενων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990 (ΟλΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (ΟλΑΠ 20/2006, ΟλΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Η ίδια ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι, όπως ήδη σημειώθηκε οι εν λόγω περιορισμοί τέθηκαν από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 245/2013) . Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, ενόψει και του σκοπού που υπαγόρευσε το νομοθετικό περιορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, στα ανώτατα όρια, συνάγεται ότι η οφειλομένη αποζημίωση υπολογίζεται μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2112/1920, πλην όμως υπόκειται ως προς το ανώτατο όριο στους περιορισμούς που τίθενται από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του νόμου δεδομένου ότι η ΔΕΗ, κατά τις διατάξεις που διέπουν την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία της ήταν εξαρχής και εξακολουθεί να είναι και κατά τον κρίσιμο χρόνο επιχείρηση κοινής ωφελείας, ειδικά, άλλωστε, μνημονεύεται τούτο στο άρθρο 2 παρ.2 του α.ν. 173/1967. Η ΔΕΗ εξακολουθεί να αποτελεί επιχείρηση κοινής ωφέλειας και μετά την έξοδό της από το δημόσια τομέα ( ΟλΑΠ 30/2009), αφού από 1.1.2001 έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ Α.Ε.)", σύμφωνα με το άρθρο 43 του Ν. 2773/1999, σε συνδυασμό με το Π.Δ. 333/2000 και δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα ( ΑΠ 1198/2017). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4.046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α’ 28/14.02.2012), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Μemorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε` "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε’ υπό τον τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις" του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα "υφιστάμενες" σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου "existing") συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο "Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι" προβλέπει τα εξής: "Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας". Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 11/2017). Στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6/28.2.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (εφεξής Π.Υ.Σ.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 38/28.2.2012, για τη "ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012". Με το άρθρο 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε : "1, Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)". Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ’ αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. 1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Από την παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’ αριθμ. 6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, προκύπτει ότι δεν καταργήθηκε και οποιοσδήποτε όρος, που προβλέπει ειδική προστασία σε περιπτώσεις καταγγελίας, ο οποίος δεν φθάνει σε σημείο να θεσπίζει μονιμότητα, όπως π.χ. η υποχρέωση του εργοδότη να ακροασθεί τον μισθωτό, η υποχρέωση έκφρασης γνώμης εκ μέρους των εκπροσώπων των εργαζομένων, η υποχρέωση καταβολής μεγαλύτερης αποζημίωσης κλπ. Αυτές οι υποχρεώσεις δεν άγουν σε μονιμότητα αλλά απλώς αναγνωρίζουν κάποιες στοιχειώδεις αρχές διαφάνειας και ευθυκρισίας και κάποιες μορφές εγγυήσεων και ειδικής προστασίας που βρίσκονται μεταξύ των προβλέψεων του ν.2.112/1920 και της καθιέρωσης της μονιμότητας των εργαζομένων. Τέτοιες μορφές προστασίας προβλέπονται ήδη στον ως άνω έχοντα ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ και στο νόμο 4491/1966 περί καταβολής εφάπαξ αποζημίωσης, οι οποίες αποτελούν μορφές ειδικής προστασίας. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3.198/1955, οπότε και η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης. Να σημειωθεί τέλος ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’ αριθμ. 6/2012 Π.Υ.Σ. παραπέμπει μόνο στο ν.2.112/1920 και δεν παραπέμπει γενικά στην κοινή εργατική νομοθεσία ή στο ν.3.198/1955, που ορίζει στο άρθρο 5 παρ.3 ότι: "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρος, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση ...". Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, με την από 5-4-2013 αγωγή ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ" στις 9.9.1993 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. .../ 14.11.1997 απόφασής της, εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της και ειδικότερα στον κλάδο του διοικητικού-οικονομικού προσωπικού για να εργαστεί στο κατάστημα αυτής στα Ιωάννινα, αρχικά ως διοικητικός επιμελητής και από το έτος 2006 ως υπάλληλος στο γραφείο εξυπηρέτησης πελατών του Τομέα Εμπορίας, ασκώντας τα ειδικότερα καθήκοντα που αναφέρει στην αγωγή του, ότι σε εκτέλεση της σύμβασής του, απασχολήθηκε με την ιδιότητα αυτή συνεχώς και αδιαλείπτως έως τις 31.1.2013, οπότε η εναγομένη του κοινοποίησε την υπ’ αριθ. .../30.1.2013 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης, περί απόλυσής του, εκδοθείσα σε εκτέλεση της υπ αριθ. …2012 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία επικυρώθηκε και κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αριθ. …2012 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και με την οποία του επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης χωρίς αποζημίωση, λόγω της εκ μέρους του, κατά το χρονικό διάστημα από 12.2.2008 έως 18.10...., τέλεσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων της πλημμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, της μη τήρησης των αρμοδίως διδόμενων εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, της χρησιμοποίησης των υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να διενεργήσει έξι (6) παράνομες ηλεκτροδοτήσεις και της πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην επιχείρηση και στο ελληνικό δημόσιο. Ότι οι ως άνω πειθαρχικές αποφάσεις και η σε εκτέλεσή τους εκδοθείσα απόφαση απόλυσής του είναι άκυρες διότι, α) τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα, πλην ενός, ως μη αφορώντα την περιουσία της τελευταίας, είχαν υποπέσει στην ενιαύσια, κατ’ άρθρο 28 παρ.1 εδ. α’ και ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ, παραγραφή, β) δεν τέλεσε τα άνω πειθαρχικά παραπτώματα, αντίθετα δε οι ενέργειές του ήταν σύμφωνες με τις δοθείσες σ’ αυτόν εντολές και οδηγίες, ενώ σε κάθε περίπτωση οι άνω αποφάσεις είναι αναιτιολόγητες, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 29 παρ. 3 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, δεν αναφέρουν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις παράνομες εκ μέρους του ενέργειες που αποδεικνύουν την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, γ) επικουρικώς, διότι η επιβληθείσα σ αυτόν πειθαρχική ποινή της απόλυσης χωρίς αποζημίωση είναι καταχρηστική καθώς υπαγορεύθηκε από κίνητρα απόδοσης ευθυνών στο πρόσωπό του, παρά την ομαλή και αποδοτική εικοσαετή άσκηση της εργασίας του και χωρίς να συνεκτιμηθούν συγκεκριμένα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια (οικογενειακή και οικονομική κατάσταση), και μάλιστα δυσανάλογη της βαρύτητας των φερόμενων παραπτωμάτων του, αφού υπήρχαν άλλα ηπιότερα του έσχατου και επαχθέστερου μέσου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του μέσα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού και δ) όλως επικουρικώς διότι η απόλυσή του έγινε χωρίς να του καταβληθεί η προβλεττόμενη από τον κανονισμό της εναγομένης (άρθρο 37 ΚΠΠ/ΔΕΗ) και τον νόμο (ν. 2112/1920 και ν. 3198/1955) αποζημίωση απόλυσης, με αποτέλεσμα η εναγομένη να έχει καταστεί υπερήμερη στην αποδοχή των υπηρεσιών του. Με το ιστορικό αυτό ζητεί Α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των προαναφερόμενων πειθαρχικών αποφάσεων με τις οποίες του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης χωρίς αποζημίωση και της εκδοθείσας σε εκτέλεσή τους απόφασης της εναγομένης για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους και Β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2013 έως 30.9.2013, κατά τους ειδικότερους περιεχόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, το ποσό των 14.448,48€, άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθούν έγκυρες οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων και συνακόλουθα και η γενόμενη απόλυσή του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 31.606.05 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά τα ως άνω υπό στοιχείο Α) πρώτο αίτημά της (περί ακυρότητας της απόλυσης του αναιρεσείοντος, λόγω μη καταβολής της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 και το ν. 319811955, αποζημίωσης απόλυσης), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, είναι μη νόμιμο, διότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή έχει ο κανονισμός της ΔΕΗ και όχι οι ως άνω νόμοι 2.112/1920 και 3.198/1955, κατά τον οποίο η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης, η δε αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, α) με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 26,29 και 37 του ΚΚΠ/ΔΕΗ και του ν.4491/1966 οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και β) με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 και 2 της ΠΥΣ 6/2012 και των άρθρων 1,3 του ν.2.112/1920 και 5 παρ.3 του ν.3198/1955, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος 3. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, με την έννοια ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της και συνεπώς τούτο (το κύρος αυτής) δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά την καταγγελία άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Εξ άλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους - που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος - εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του, εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 904/2012). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους- αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως - όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 904/2012). Συνακόλουθα η καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική και στην περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των λόγων που την υπαγόρευσαν, δεν ήταν, με καθαρώς αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αρχές τις καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το επιβαλλόμενο μέτρο για την προστασία του καλώς εννοουμένου οικονομικού συμφέροντος του εργοδότη γιατί αυτό θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 496/1987 ). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Ιωαννίνων, ως προς τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ζητήματα περί του ότι κατά την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, με την επιβολή της ποινής της απόλυσης του αναιρεσείοντος χωρίς αποζημίωση, έγινε υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και περί του ότι η επιβληθείσα αυτή ποινή της απόλυσης του αναιρεσείοντος δεν είναι ανάλογη με την βαρύτητα των παραπτωμάτων του, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα : "Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ", στις 9.9.1993, προκειμένου να εργασθεί, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ετήσιας διάρκειας, ως διοικητικός επιμελητής, αρχικά στο κεντρικό κατάστημα αυτής στην Αθήνα και στη συνεχεία στο κατάστημά της στα Ιωάννινα. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. .../14.11.1997 απόφαση της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος Παραγωγής (ΔΠΠ) της εναγομένης, εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της και ειδικότερα στο κλάδο του διοικητικού οικονομικού προσωπικού (κατηγορίας ... και ειδικότητας ...) για να εργαστεί ως διοικητικός επιμελητής και από το έτος 2006, που επήλθε διαχωρισμός των Τμημάτων Δικτύου και Εμπορίας, ως υπάλληλος στο γραφείο εξυπηρέτησης πελατών του Τομέα Εμπορίας. Οι αρμοδιότητές του συνίσταντο στην υποδοχή των πελατών - χρηστών του δικτύου και στην προώθηση, μετά την προσκόμιση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, των αιτημάτων τους για αρχική ηλεκτροδότηση των ακινήτων τους ή για επανασύνδεση αυτών μετά από διακοπή ή διαδοχή (σύναψη συμβολαίου με νέο πελάτη-ενοικιαστή, ιδιοκτήτη), στους αρμόδιους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου, προκειμένου αυτοί με τη σειρά τους, μετά τον εκ μέρους τους έλεγχο της πληρότητας των εν λόγω δικαιολογητικών, να προωθήσουν τις αιτήσεις των πολιτών στον Τεχνικό Τομέα για την υλοποίησή τους. Σημειωτέον, ότι για την αρχική ηλεκτροδότηση ενός ακινήτου ο ενδιαφερόμενος πολίτης οφείλει να προσκομίσει φωτοαντίγραφο πολεοδομικού εγγράφου θεωρημένου από την Πολεοδομία (Ν. 1512/1985, Ν. 2242/1994 και Εγκύκλιος 61/1985 ΥΠΕΧΩΔΕ), Πιστοποιητικό της ΔΟΥ (Εγκύκλιος Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ 134211996), υπεύθυνη δήλωση αδειούχου ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη (Ν. 4483/1995) και υπεύθυνη δήλωση για χρέωση δημοτικών τελών, δημοτικού φόρου και φόρου ακίνητης περιουσίας θεωρημένη από το Δήμο, τέλος δε, θεωρημένο ηλεκτρολογικό σχέδιο, εφόσον δε όλα τα άνω δικαιολογητικά ελεγχθούν και πληρούνται οι προϋποθέσεις νόμιμης ηλεκτροδότησης, τότε συντάσσεται σύμβαση σύνδεσης με το δίκτυο και ακολουθεί η ηλεκτροδότηση του ακινήτου, το οποίο λαμβάνει μοναδικό αριθμό παροχής. Τα ανωτέρω έγγραφα παραμένουν στο φάκελο που τηρείται για κάθε ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο στο αρμόδιο κατά τόπο κατάστημα της εναγομένης, ενώ στο μηχανογραφικό της σύστημα καταγράφονται τα στοιχεία εκάστου ακινήτου και ειδικότερα η διεύθυνση αυτού στο σχετικό πεδίο "Διεύθυνση παροχής", όπως αναφέρεται στην προσκομισθείσα άδεια οικοδομής και ο κωδικός του Δήμου όπου αυτό ευρίσκεται, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μεταβληθούν (αφού συνδέονται άρρηκτα με το ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο), αλλά μόνο να συμπληρωθούν σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής της αρίθμησης ή του ονόματος της οδού, καθώς και η διεύθυνση αποστολής λογαριασμού σε περίπτωση που αυτή διαφέρει από τη διεύθυνση παροχής, η οποία μπορεί να μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή κατόπιν αιτήσεως του πελάτη. Μετά την ηλεκτροδότηση του ακινήτου, η παροχή αυτού καταγράφεται σε συγκεκριμένη "διαδρομή" και "βιβλίο καταμέτρησης", ώστε να καθίσταται ευχερέστερη η καταμέτρηση της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος στα ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και διαδρομή από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο. Για δε την επανασύνδεση του ακινήτου μετά από διακοπή ή διαδοχή (σύναψη νέου συμβολαίου) απαιτείται η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης ηλεκτρολόγου, εφόσον η προηγούμενη είχε λήξει. Ο ενάγων, υπό την άνω ιδιότητά του, στην τελευταία αυτή περίπτωση της επανασύνδεσης - διαδοχής μετά από διακοπή, όφειλε να παραλαμβάνει τις υπεύθυνες δηλώσεις επανασύνδεσης καθώς και τυχόν άλλα παραστατικά δικτύου, να εκδίδει εντολές "ΔΙΤΕ" (διαδοχή και τελικός) ή ΕΠΑΝ (επανασύνδεση) και να αποστέλλει αυτές μαζί με το συμβόλαιο προμήθειας, τη σύμβαση σύνδεσης και τα παραληφθέντα παραστατικά στους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου για να ενεργήσουν τον έλεγχο ορθότητας και πληρότητας, ενώ στην περίπτωση επανατοποθέτησης μετρητή όφειλε να ελέγχει τις τυχόν οικονομικές οφειλές του πελάτη, να εκδίδει την απόδειξη είσπραξης μετά την επιλογή τιμολογίου από τον τελευταίο και μετά την προκαταβολή έναντι κατανάλωσης και την υπογραφή του συμβολαίου προμήθειας να διαβιβάζει αυτά στον Τομέα Δικτύου. Το Νοέμβριο του ..., η Υποτομεάρχης Λογιστικής του καταστήματος πωλήσεων Ιωαννίνων Β. Τ., ενημερώθηκε τηλεφωνικά για λογαριασμό ρεύματος, ο οποίος είχε σταλεί στο χωριό ... στο όνομα Ρ. Γ., ενώ δεν υπήρχε κάτοικος στο εν λόγω χωριό με αυτό το όνομα. Κατόπιν δε έρευνας από τον Διευθυντή του καταστήματος διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη παροχή ηλεκτροδοτούσε από το έτος 1974 άλλο ακίνητο στους ..., κατόπιν δε διενεργηθείσας αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι υπήρχε παράνομη ηλεκτροδότηση σε λυόμενο κτίσμα στο χωριό ..., στο όνομα Ε. Τ., σύμφωνα με τα μηχανογραφικά στοιχεία και το νέο συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Κατόπιν αυτού, δόθηκε εντολή στην προαναφερόμενη Υποτομεάρχη να προβεί σε άτυπο έλεγχο των μηχανογραφικών καταστάσεων, από τον οποίο ανεβρέθηκαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις παράνομων ηλεκτροδοτήσεων. Για το γεγονός τούτο ενημερώθηκε ο Διευθυντής του ... και συστήθηκε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Επιτροπή Διερεύνησης, η οποία προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, προβαίνοντας σε δειγματοληπτικό έλεγχο των αρχείων που αφορούσαν αλλαγές διευθύνσεων ακινήτων κατά τα έτη 2007 έως .... Από την εν λόγω έρευνα προέκυψε ότι οι παροχές που χρησιμοποιούνταν για τις παράνομες ηλεκτροδοτήσεις ήταν παροχές σε διακοπή, παροχές χωρίς μετρητή ή παροχές που είχαν χορηγηθεί για εργοταξιακή χρήση και είχε γίνει διακοπή χωρίς να έχουν αποξηλωθεί και αφού πραγματοποιούνταν ο αλλαγές διευθύνσεων στις παροχές, ακολουθείτο η διαδικασία επανασύνδεσης ή επανατοποθέτησης του μετρητή. Επελέγησαν τριάντα δύο (32) περιπτώσεις, σι οποίες διερευνήθηκαν σε βάθος, με έλεγχο όσων φακέλων βρέθηκαν από το αρχείο, καταγραφή των μηχανογραφικών αλλαγών που είχαν γίνει, καταγραφή του συντάκτη του συμβολαίου και παραλήπτη των λοιπών παραστατικών και συζήτηση με τους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Τα μέλη της επιτροπής επισκέφθηκαν δεκαεννέα (19) από τις παραπάνω περιπτώσεις και μεγάλο αριθμό σημείων όπου ήταν αρχικά και νόμιμα τοποθετημένες οι παροχές και διαπιστώθηκε ότι στην πλειονότητα επρόκειτο για εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, από όπου και μεταφέρθηκαν οι παροχές και όπου βρίσκονταν ακόμη τα κιβώτια των μετρητών χωρίς τους μετρητές και τα καλώδια παροχών, καθώς και ότι τα ακίνητα στις νέες παράνομες θέσεις δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν, καθόσον ή δεν είχαν άδεια από την αρμόδια πολεοδομική αρχή ή είχαν μεν άδεια αλλά υπήρχαν αυθαιρεσίες που εμπόδιζαν την ηλεκτροδότησή τους. Στις νέες αυτές θέσεις τα καλώδια και τα κιβώτια ήταν υλικά της ΔΕΗ, όμως όλα τα υπόλοιπα, όπως στυλίσκοι και γάντζοι στήριξης, δεν ταίριαζαν με την τεχνοτροπία των συνεργείων της εναγομένης και είχαν πιθανότατα κατασκευαστεί από ιδιώτες ηλεκτρολόγους. Ως προς τη μέθοδο υλοποίησης των άνω ενεργειών φαίνεται να είναι πανομοιότυπη σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, αφού αρχικά εντοπίζονταν παροχές οι οποίες ήταν ανενεργείς για μεγάλο χρονικό διάστημα στη συνέχεια γινόταν αλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα "..." της διεύθυνσης (οθόνη ΔΙΣΤ), του κωδικού πόλης (οθόνη ΔΙΠΤ) και των δημοτικών τελών (οθόνη ΔΙΠΤ), ώστε να μετακινηθεί γεωγραφικά και η παροχή. Κατά την επιτόπια μετάβαση των μελών της επιτροπής στα ακίνητα που ήταν τοποθετημένες οι εν λόγω παροχές, καταβλήθηκε προσπάθεια να αποσπαστούν πληροφορίες για τη διαδικασία ηλεκτροδότησης από όσους ιδιοκτήτες βρέθηκαν, με εξαίρεση όμως δύο μόνο από τους ιδιοκτήτες που παρείχαν πληροφορίες με σχετική ειλικρίνεια στην επιτροπή, όλοι οι υπόλοιποι ανέφεραν ότι δήθεν ένα συνεργείο της ΔΕΗ βρισκόταν στην περιοχή τους και ότι σε ερώτησή τους προς τα άτομα του συνεργείου περί του τρόπου που θα μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν τα ακίνητα τους, κάποιος από το συνεργείο προθυμοποιήθηκε να τους εξυπηρετήσει, καταβάλλοντας σ’ αυτόν το ποσό των 200 ευρώ περίπου. Όλα τα ανωτέρω έχουν καταγραφεί αναλυτικά στη σχετική έκθεση της Επιτροπής Διερεύνησης. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν στον ενάγοντα και στον Σ. Λ., αμφοτέρους υπαλλήλους εξυπηρέτησης στο κατάστημα πωλήσεων Ιωαννίνων, διότι διαπιστώθηκε ότι τις έξι (6) από αυτές τις περιπτώσεις χειρίστηκε αποκλειστικά ο ενάγων, ενώ σε πέντε (5) περιπτώσεις είχαν λάβει χώρα αλλαγές με τον κωδικό του Λ., σε ημερομηνίες που αυτός απουσίαζε από την υπηρεσία του με κανονική ή ειδική άδεια. Σημειώνεται ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είχε προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση του ίδιου ιδιώτη ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη. Η επιτροπή ζήτησε εξηγήσεις από τον συνταξιούχο τότε υπάλληλο Σ. Λ., ο οποίος όμως αρνήθηκε κάθε ανάμειξή του στην υπόθεση, αναφέροντας μάλιστα ότι είχε σε προηγούμενο χρόνο καταγγείλει στον Διευθυντή του καταστήματος την εκ μέρους τρίτου προσώπου χρήση του κωδικού του καθώς και ότι ο ίδιος αγνοούσε τον χειρισμό του συστήματος "...", μέσω του οποίου γίνονταν οι αναλυτικά αναφερόμενες καταχωρήσεις και αλλαγές. Ενώπιον της Επιτροπής κλήθηκε και ο Β. Μ., ο οποίος φέρεται να έχει εκτελέσει το μεγαλύτερο ποσοστό επανασυνδέσεων και να έχει συμπληρώσει και υπογράψει τα έγγραφα των εντολών, ο οποίος κατέθεσε ότι τις εκτός πόλεως επανασυνδέσεις αναλάμβαναν τεχνίτες της απογευματινής βάρδιας, καθώς και ότι από συναδελφική αλληλεγγύη και θέλοντας να διευκολύνει τους τελευταίους εμπιστευόταν τον ενάγοντα ο οποίος του δήλωνε πως την επανασύνδεση την είχε ήδη κάνει ο ηλεκτρολόγος, επιδεικνύοντας του και την ένδειξη του μετρητή και ότι συμπλήρωνε από το γραφείο την εντολή χωρίς να μεταβεί επιτόπου. Στην Επιτροπή Διερεύνησης κατέθεσε και ο ενάγων στις 2.3.2011, ισχυριζόμενος ότι ενήργησε καθόλα νόμιμα και σύμφωνα με τις οδηγίες των προϊσταμένων του και ειδικότερα ότι σε μια από τις ανωτέρω περιπτώσεις παρουσιάστηκε ο πελάτης ή άτομο που τον εκπροσωπούσε και δήλωσε ότι η αρχική διεύθυνση ήταν λανθασμένη, πράγμα που αυτός το δέχθηκε και πραγματοποίησε την αλλαγή, παραπέμποντάς τον στη συνέχεια σε άλλον υπάλληλο για τις υπόλοιπες αλλαγές (αλλαγή διαδρομής και βιβλίου καταμέτρησης, αλλαγή κωδικού Δήμου, Δημοτικών τελών κλπ.), ενώ για τις υπόλοιπες παροχές ισχυρίστηκε ότι οι πελάτες προσέρχονταν συνοδευόμενοι είτε από κάποιον καταμετρητή ή συναδέρφους του και ότι λόγω της καλής του πρόθεσης, εφόσον του επιδείκνυαν τις βεβαιώσεις του Δήμου για τη λανθασμένη διεύθυνση, πραγματοποιούσε τις μεταβολές, χωρίς να δύναται να ελέγξει την ορθότητα των ισχυρισμών τους περί λανθασμένων διευθύνσεων καθώς το αρχείο δεν ήταν τακτοποιημένο. Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, η Επιτροπή Διερεύνησης υπέβαλε το πόρισμά της στους Διευθυντές της ΔΓΙΠ-Η και του ... (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ...3.2011 έγγραφο με θέμα Αποτελέσματα Επιτροπής Διερεύνησης), ο τελευταίος εκ των οποίων συγκρότησε Επιτροπή Διοικητικής Ανάκρισης (ΕΔΑ), προκειμένου να διερευνηθούν τα διαφαινόμενα πειθαρχικά παραπτώματα σχετικά με τις προαναφερόμενες παράνομες ηλεκτροδοτήσεις. Τα επιφορτισμένα με τη διενέργεια της διοικητικής ανάκρισης μέλη της Επιτροπής, αφού κάλεσαν μάρτυρες και διερεύνησαν σε βάθος τα διαθέσιμα στοιχεία κατέληξαν με το πόρισμά τους στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων είχε υποπέσει σε σειρά σοβαρών παραπτωμάτων, καθώς συστηματικά παρέκαμψε τις ισχύουσες διαδικασίες της εναγομένης και ενήργησε αντίθετα με τις υπηρεσιακές οδηγίες, προβαίνοντας σε αλλαγή διευθύνσεων καταναλωτών σε τριάντα δυο (32) περιπτώσεις και παρέχοντας ψευδή πληροφόρηση στο μηχανογραφικό σύστημα "...", χωρίς να ενημερώνει για τις ενέργειές του αυτές τους προϊσταμένους του, από τις οποίες επήλθε οικονομική ζημία της εναγομένης ύψους 9.000 ευρώ, ενώ απεφάνθησαν ότι δεν προέκυψε συμμετοχή του Σωτήριου Λ., διότι ο κωδικός του χρησιμοποιήθηκε, συνεπεία αμελούς συμπεριφοράς του, από τρίτο πρόσωπο, και μάλιστα σε μέρες που βρισκόταν σε άδεια (βλ. το υπ’ αριθ. ...2012 πόρισμα Επιτροπής Διοικητικής Ανάκρισης). Ο Διευθυντής του ΚΚΠ-Η, στον οποίο υποβλήθηκε το πόρισμα της ΕΔΑ διαβίβασε την υπόθεση στον Διευθυντή της ΔΠΩΛ, ο οποίος τη διαβίβασε στον Γενικό Διευθυντή Εμπορίας και αυτός με τη σειρά του στον Διευθύνοντα Σύμβουλο, καθόσον τα ως άνω στελέχη έκριναν ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία υπέπεσε ο ενάγων είναι ιδιαίτερα σοβαρά και η ποινή που πρέπει να του επιβληθεί εκφεύγει των ορίων της πειθαρχικής τους δικαιοδοσίας (διαδικασία κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 30 του ΚΚΠ/ΔΕΗ). Τέλος, ο Διευθύνων Σύμβουλος έδωσε εντολή στη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης (ΔΑΝΠΟ) για παραπομπή του ως άνω υπαλλήλου στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΠΠΣ) και στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΔΝΥ) για τις δέουσες ενέργειες, όσον αφορά τις τυχόν ποινικές ευθύνες του. Η Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης παρέπεμψε τον ενάγοντα στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με την κατηγορία ότι παρέβη με υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και υπέπεσε, κατά το χρονικό διάστημα από 12.2.2008 έως 18.10...., στα πειθαρχικά παραπτώματα: α) της πλημμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, β) της μη τήρησης των αρμοδίως διδομένων εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, γ) της χρησιμοποίησης των υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να διενεργήσει παράτυπες ηλεκτροδοτήσεις, αφού σε τριάντα δύο (32) παροχές προέβη σε ενέργειες, όπως αλλαγές διευθύνσεων στο μηχανογραφικό σύστημα "...", έκδοση εντολών επανασύνδεσης και εντολών επανατοποθέτησης μετρητών, καθώς και σύναψη συμβολαίων που απαιτούντο, ώστε οι εν λόγω παροχές να εμφανίζονται μηχανογραφικά ότι βρίσκονται σε διαφορετική θέση από αυτή της αρχικής νόμιμης ηλεκτροδότησής τους και να ηλεκτροδοτηθούν παράνομα ακίνητα, τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα και δ) της πρόκλησης οικονομικής ζημίας, τόσο στην Επιχείρηση, ύψους τουλάχιστον 9.000 ευρώ από τη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις εν λόγω παροχές, όσο και στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του ανείσπρακτου και μη αποδοθέντος ΦΠΑ των συμμετοχών ηλεκτροδότησης, καθώς και της πρόκλησης βλάβης στα εν γένει συμφέροντα της Επιχείρησης, εφόσον με τις παράτυπες ενέργειές του εθίγη το κύρος και η αξιοπιστία της Επιχείρησης έναντι των πελατών της, τα οποία (παραπτώματα) συνιστούν παράβαση της γενικής διάταξης του άρθρου 26 παρ.1 και των ειδικότερων διατάξεων του άρθρων 18 παρ.2, 9 και 26 παρ.3β’ , γ’ και ζ’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Μετά την κλήση αυτού σε απολογία και τήρηση της προβλεπόμενης από τον άνω κανονισμό διαδικασίας το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση της 21.9.2012 έλαβε την υπ’ .../2012 απόφασή του, με την οποία έκρινε ομόφωνα ότι ο ενάγων ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούν έξι (6) παράνομες ηλεκτροδοτήσεις (και συγκεκριμένα στις υπ’ αριθ. ... παροχές), ενώ απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών από κάθε πειθαρχική ευθύνη αναφορικά με τις παράνομες ηλεκτροδοτήσεις σε είκοσι έξι (26) παροχές, εφόσον κατά την κρίση του Συμβουλίου δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας η εμπλοκή του σ’ αυτές και τελικά του επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία, με ψήφους πέντε (5) προς δύο (2), πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης χωρίς αποζημίωση, μειοψηφούντων δύο μελών, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της επιβολής σε βάρος του της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής παύσης τεσσάρων (4) μηνών με στέρηση αποδοχών. Κατά της ως άνω απόφασης που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 31.10.2012 (βλ. το .../31.10.2012 έγγραφο) ασκήθηκε από τον τελευταίο έφεση στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο, κατά τη συνεδρίαση της 10.12.2012 αποφάσισε, ομόφωνα, ότι ο μισθωτός ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σε βάρος του πειθαρχικά παραπτώματα, καθόσον πραγματοποίησε στο μηχανογραφικό σύστημα "..." με τον κωδικό του τις αλλαγές στις διευθύνσεις των αρχικά νόμιμα τοποθετημένων παροχών σε διαφορετική γεωγραφική θέση, προέβη δε στη συνέχεια σε σύναψη των συμβολαίων και σε έκδοση εντολών επανασύνδεσης και επανατοποθέτησης μετρητών, ενέργειες στις οποίες προχώρησε συνειδητά και οι οποίες ήταν αναγκαίες, ώστε οι παροχές να μεταφερθούν μηχανογραφικά σε νέες θέσεις και να ηλεκτροδοτηθούν ακίνητα τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα. Με βάση την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, "το ως άνω συμπέρασμα συνάγεται από το γεγονός ότι: α) επρόκειτο για παροχές που στην πλειονότητά τους προέρχονταν από εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, οι οποίες είχαν διακοπεί, είχε εκδοθεί ο τελικός λογαριασμός και δεν θα αναζητούντο, β) ο μισθωτός δεν είχε αρμοδιότητα για αλλαγές στις διευθύνσεις των παροχών και ούτε ενημέρωσε την ιεραρχία του γι’ αυτές, γ) στις με αριθ. ... παροχές πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο η διαδοχή στη νέα επωνυμία ταυτόχρονα με την αλλαγή της διεύθυνσης, προέβη επίσης σε αλλαγές στις δύο (2) πρώτες που αφορούσαν τον κωδικό Δήμου, το βιβλίο καταμέτρησης, τη διαδρομή κλπ,, αρμοδιότητα η οποία ανήκει στο Δίκτυο, δ) στην παροχή με αριθ. ..., η οποία ήταν εργοταξιακή, ο μισθωτός στις 15.10.... εξέδωσε και προχώρησε την εντολή επανασύνδεσης, όπου στο πεδίο "Οικονομική δραστηριότητα" αναγραφόταν ότι επρόκειτο για εργοτάξιο, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου που έγινε στις 26.10.... και αφορούσε οικιακή χρήση και χωρίς την έγκριση που απαιτείτο από το αρμόδιο τμήμα του Δικτύου, παρόλο που γνώριζε τη διαδικασία και ε) δεν εντοπίστηκε στους φακέλους των πελατών κανένα από τα παραστατικά που, όπως ισχυρίζεται ο μισθωτός, προσκόμισαν οι πελάτες, προκειμένου να αλλάξουν τη λανθασμένη διεύθυνσή τους, παρά μόνο η υπεύθυνη δήλωση αδειούχου εγκαταστάτη (ΥΔΕ) για το ακίνητο στη νέα θέση, που προσκόμιζε ο ίδιος πάντοτε ιδιώτης ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης Ε. Ν., ο οποίος άλλωστε εξυπηρετείτο αποκλειστικά από το μισθωτό, σύμφωνα και με την απολογία του τελευταίου. Ως προς την επιβλητέα πειθαρχική ποινή, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία με ψήφους έξι (6) προς μία (1) την απόρριψη της έφεσης του μισθωτού, αφού εκτίμησε ιδιαιτέρως "α) ότι... εκμεταλλευόμενος τη θέση του στην εξυπηρέτηση πελατών του ..., προέβη σε παράτυπες και αυθαίρετες ενέργειες προκειμένου να διενεργήσει παράνομες ηλεκτροδοτήσεις, ένεκα των οποίων ττροκλήθηκε οικονομική ζημία στην Επιχείρηση, προερχόμενη από τη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις εν λόγω παροχές, όσο και στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του ανείσπρακτου και μη αποδοθέντος ΦΠΑ των συμμετοχών ηλεκτροδότησης και εθίγη το κύρος και η αξιοπιστία της Επιχείρησης έναντι των πελατών της, β) ότι οι παράτυπες πράξεις του, πέραν από πειθαρχικά παραπτώματα, ενδέχεται να συνιστούν και ποινικά αδικήματα για τα οποία δόθηκε εντολή από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Επιχείρησης στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών για τις δέουσες ενέργειες και γ) το γεγονός ότι ο μισθωτός είναι υπότροπος παρόμοιων πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία του έχουν επιβληθεί στο παρελθόν πειθαρχικές ποινές [ γραπτή επίπληξη, κατ’ έφεση από το ΔΠΣ για πλημμελή εκτέλεση υπηρεσίας (διακανονισμοί πελατών χωρίς έγκριση αρμόδιου προϊσταμένου), ...: αργία πέντε (5) ημερών με στέρηση αποδοχών, για κατάχρηση ποσού 9.112,66€ από τη Διαχείριση Χρηματικού της ... με πλαστογράφηση υπογραφών αρμοδίων (δεν ασκήθηκε έφεση), 1.9.2008: γραπτή επίπληξη για ενασχόλησή του σε ξένα έργα από αυτά που του ανατέθηκαν και για τα οποία δεν είχε καμία αρμοδιότητα (έκδοση αριθμού παροχής, είσπραξη συμμετοχής ηλεκτροδότησης κλπ), καθώς και για επίδειξη ανάρμοστης συμπεριφοράς στον Διευθυντή του ..., 9.6....: Προσωρινή παύση τριών (3) μηνών με στέρηση αποδοχών, κατ’ έφεση από το ΔΠΣ, για την τέλεση παράτυπων και αυθαίρετων πράξεων αναφορικά με την ηλεκτροδότηση πελάτη, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μη καταγραφή της καταναλωθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, ένεκα της οποίας δεν τιμολογείτο ο πελάτης και δεν εκδίδονταν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί για περίπου τρία (3) χρόνια, με συνέπεια την οικονομική ζημία της Επιχείρησης", μειοψηφούντος ενός μέλους, που τάχθηκε υπέρ της εν μέρει αποδοχής της έφεσης του ενάγοντος και της επιβολής σ’ αυτόν της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής παύσης τεσσάρων (4) μηνών με στέρηση αποδοχών. Με την υπ’ αριθ. .../30.1.2013 απόφαση της Βοηθού Διευθύντριας της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης της ΔΕΗ Α.Ε., η οποία επιδόθηκε στον ενάγοντα με το υπ’ αριθ. ...30.1.13 έγγραφο, γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν η απόλυσή του χωρίς αποζημίωση από τα μεσάνυχτα της 30.1.2013, λόγω πειθαρχικής ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 37 του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι τα αποδιδόμενα σ αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία τελικά τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την έσχατη ποινή της απόλυσης, συνίστανται σε παράβαση υπηρεσιακών του καθηκόντων, μη τήρηση των εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, χρησιμοποίηση υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να προβεί στις παραπάνω βλαπτικές για τα συμφέροντα της εναγομένης ενέργειες, από τις οποίες προκλήθηκε στην τελευταία οικονομική ζημία ύψους 1.700, 00 ευρώ, συνιστάμενη στη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις παράνομες παροχές, και συνεπώς αναφέρονται στην περιουσία της, συνεπώς εξαιρούνται της ενιαύσιας παραγραφής....Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού έλαβαν υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τη διενεργηθείσα έρευνα από την Επιτροπή Διερεύνησης και την Επιτροπή Διοικητικής Ανάκρισης και εξέτασαν τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, κατέληξαν στις άνω αποφάσεις τους, στο κείμενο των οποίων αναλύονται λεπτομερώς όλα τα στάδια των παράνομων ηλεκτροδοτήσεων, τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις παράτυπες πράξεις του ενάγοντος και το βαθμό εμπλοκής του σ’ αυτές, ενώ αντίθετα για όσες περιπτώσεις υφίστατο δυσκολία προσδιορισμού της ευθύνης του απηλλάγη λόγω αμφιβολιών. Ειδικότερα, στις σελίδες 9 και 10 της απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφέρεται ότι ".. με βάση τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου και τα προκύψαντα από τη συζήτηση, ο εκκαλών ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σε αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα καθόσον πραγματοποίησε στο μηχανογραφικό σύστημα "..." με τον κωδικό του τις αλλαγές στις διευθύνσεις των αρχικά νόμιμα τοποθετημένων παροχών σε διαφορετική γεωγραφική θέση, προέβη δε στη συνέχεια σε σύναψη των συμβολαίων και σε έκδοση εντολών επανασύνδεσης και επανατοποθέτησης μετρητών, ενέργειες στις οποίες προχώρησε συνειδητά και οι οποίες ήταν αναγκαίες, ώστε οι παροχές να μεταφερθούν μηχανογραφικά σε νέες θέσεις και να ηλεκτροδοτηθούν ακίνητα τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα ... " και στη συνέχεια αναλύονται ειδικότερα εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν τα μέλη του συμβουλίου στην άνω απόφασή τους ". ..το ως άνω συμπέρασμα συνάγεται από το γεγονός ότι: α) επρόκειτο για παροχές που στην πλειονότητά τους προέρχονταν από εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, οι οποίες είχαν διακοπεί, είχε εκδοθεί ο τελικός λογαριασμός και δεν θα αναζητούντο, β) ο μισθωτός δεν είχε αρμοδιότητα για αλλαγές στις διευθύνσεις των παροχών και ούτε ενημέρωσε την ιεραρχία του γι’ αυτές, γ) στις με αριθ. ... παροχές πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο η διαδοχή στη νέα επωνυμία ταυτόχρονα με την αλλαγή της διεύθυνσης, προέβη επίσης σε αλλαγές στις δύο (2) πρώτες που αφορούσαν τον κωδικό Δήμου, το βιβλίο καταμέτρησης, τη διαδρομή κλπ αρμοδιότητα η οποία ανήκει στο Δίκτυο, δ) στην παροχή με αριθ. ..., η οποία ήταν εργοταξιακή, ο μισθωτός στις 18.10.... εξέδωσε και προχώρησε την εντολή επανασύνδεσης, όπου στο πεδίο "Οικονομική δραστηριότητα" αναγραφόταν ότι επρόκειτο για εργοτάξιο, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου που έγινε στις 26.10.... και αφορούσε οικιακή χρήση και χωρίς την έγκριση που απαιτείτο από το αρμόδιο Τμήμα του Δικτύου, παρόλο που γνώριζε τη διαδικασία και ε) δεν εντοπίστηκε στους φακέλους των πελατών κανένα από τα παραστατικά που, όπως ισχυρίζεται ο μισθωτός, προσκόμισαν οι πελάτες, προκειμένου να αλλάξουν τη λανθασμένη διεύθυνσή τους, παρά μόνο η υπεύθυνη δήλωση αδειούχου εγκαταστάτη (ΥΔΕ) για το ακίνητο στη νέα θέση, που προσκόμιζε ο ίδιος πάντοτε ιδιώτης ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης Ε. Ν., ο οποίος άλλωστε εξυπηρετείτο αποκλειστικά από το μισθωτό, σύμφωνα και με την απολογία του τελευταίου. Ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει τις επίμαχες ηλεκτροδοτήσεις ως αποτέλεσμα σύνθετων διοικητικά και τεχνικά υπηρεσιακών ενεργειών, για την παρατυπία των οποίων υπέχουν ευθύνη περισσότεροι και η μη διερεύνηση της οποίας, καθιστά ελλιπή την αιτιολογία των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Όμως, η αλλαγή από τον ενάγοντα στο μηχανογραφικό σύστημα της γεωγραφικής θέσης των παροχών αποτελούσε τη βασική και θεμελιώδη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των παράτυπων ηλεκτροδοτήσεων, εφόσον η περαιτέρω διαδικασία προχωρούσε με βάση πλασματικά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν από τους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου ή του Τεχνικού Τομέα. Σε κάθε δε περίπτωση η αμέλεια και τρίτων προσώπων δεν αναιρεί τις δικές του παράνομες ενέργειες ούτε μειώνει την απαξία αυτών, δεδομένου ότι οι παράνομες αλλαγές στις οποίες αυτός προέβαινε μέσω του μηχανογραφικού συστήματος "...", αποτελούσαν τη βάση και την αναγκαία προϋπόθεση για την εξέλιξη της περαιτέρω διαδικασίας ηλεκτροδοτήσεως. Δέον να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου, διεξοδικά και λεπτομερειακά αναλύουν όλα τα στάδια των ενεργειών του ενάγοντος και καταρρίπτουν και τους ισχυρισμούς που εξαρχής προέβαλε αυτός αμυνόμενος. Συγκεκριμένα, διευκρινίζεται και αιτιολογείται, ότι με βάση τους κανονισμούς και τις οδηγίες της ΔΕΗ, δεν επιτρέπεται και δεν νοείται μετακίνηση της παροχής από ένα ακίνητο σε άλλο, διότι το τελευταίο αυτό ακίνητο πρέπει να λάβει νέο, δικό του, αριθμό παροχής, εφόσον βεβαίως πληροί τις προϋποθέσεις νόμιμης ηλεκτροδότησης και προσκομισθούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Για να μετακινηθεί μία παροχή, πάντοτε παρανόμως, όπως έγινε στις υπό κρίση περιπτώσεις για τις οποίες τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο ενάγων, δεν αρκεί αλλαγή ή συμπλήρωση της διεύθυνσης παροχής, αλλά απαιτείται και αλλαγή Κωδικού Δήμου και Κωδικού Δημοτικών Τελών, επίσης αλλαγή των αριθμών Διαδρομής και του Βιβλίου Καταμέτρησης, πιθανόν δε και αλλαγή Κωδικού Τιμολογίου π.χ. από εργοταξιακό σε οικιακό, όλες δε οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν μέσω του μηχανογραφικού συστήματος. Διαφορετικά ο καταμετρητής που θα περάσει από την παροχή που μετακινήθηκε σε άλλο σημείο αλλά παρέμεινε στη "λίστα" του (Βιβλίο Καταμέτρησης-Διαδρομή), θα διαπιστώσει την αφαίρεση του εξοπλισμού, ενώ ο καταμετρητής που θα περάσει από το νέο σημείο θα εξεύρει παροχή που δεν είναι στη "λίστα" του, οπότε αμέσως η παρατυπία θα αποκαλυφθεί.
Συνεπώς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός προέβαινε μόνο σε συμπλήρωση διευθύνσεων, όπου αυτές δεν είχαν καταχωρηθεί ή είχε αλλάξει το όνομα της οδού κλπ, ενώ εδώ επρόκειτο για αλλαγή της γεωγραφικής περιοχής της παροχής, για την οποία δεν αρκούσε η αλλαγή της διευθύνσεως αυτής, αλλά έπρεπε να γίνουν διαδοχικά όλες οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν. Σε όλες τις υπό κρίση περιπτώσεις, επρόκειτο για παροχές ανενεργείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, τοποθετημένες σε παλαιά εγκαταλελειμμένα κτίσματα, από τα οποία, με τις αλλαγές που αναφέρθηκαν μέσω του συστήματος ..., μεταφέρονταν σε άλλη τοποθεσία. Αναφέρονται επίσης ενδεικτικά οι παρακάτω μεταφορές παροχών για τις οποίες τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο ενάγων, οι οποίες έλαβαν χώρα με βάση τις δικές του παράνομες ενέργειες, ενώ δεν κρίνονται πειστικές οι αιτιολογίες που έδωσε, ήτοι: Η παροχή με αριθ. ... που μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα στο χωριό ..., για την οποία ο ενάγων υποστηρίζει ότι προχώρησε σε συμπλήρωση και όχι διόρθωση της διεύθυνσης παροχής, ενώ επρόκειτο για μετακίνηση της παροχής σε άλλη γεωγραφική θέση, για την οποία άλλαξε ο ίδιος και τον Κωδικό Δήμου και τη Διαδρομή, βασιζόμενος, όπως ισχυρίστηκε αορίστως, στη διαβεβαίωση συναδέλφου του τον οποίο δεν κατονόμασε. Η παροχή μάλιστα αυτή, στην αρχική της θέση στα Ιωάννινα, εμφανιζόταν διακεκομμένη από το 1994. Άλλωστε, η μετακίνηση παροχής σε άλλη γεωγραφική θέση, ανήκει στην αρμοδιότητα του Τομέα Δικτύου και όχι του Τομέα Εμπορίας στον οποίο ανήκε ο ενάγων και όφειλε να παραπέμψει το ζήτημα στον Προϊστάμενό του και αυτός στον αρμόδιο Τομέα. Με τον ίδιο τρόπο η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα στο χωριό ... και η παροχή με αριθ. ... σε άλλη θέση εντός της πόλεως των Ιωαννίνων, ο δε ενάγων υποστηρίζει ότι πείστηκε στις υποδείξεις "συναδέλφου τεχνίτη" τον οποίο και δεν κατονομάζει. Η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από το χωριό ... στο χωριό ..., ο δε ενάγων ισχυρίζεται ότι εμφανίστηκε ο καταναλωτής ο οποίος δήλωσε την ορθή δήθεν διεύθυνση της παροχής. ‘ Ομως δεν βρέθηκε στο αρχείο κανένα σχετικό δικαιολογητικό (αίτηση, βεβαίωση κλπ). Για τη μετακίνηση δε αυτή, έγινε αλλαγή του Κωδικού Δήμου και της Διαδρομής, που φαίνεται να έγιναν από τον χρήστη Σ.. Λ., όπως όμως προαναφέρθηκε, ο χρήστης Λ. δεν είχε εκπαιδευτεί να χειρίζεται τις οθόνες ... μέσω των οποίων εγίνοντο οι αλλαγές αυτές και σε χρόνο ανύποπτο είχε καταγγείλει τη χρήση του κωδικού του από άλλο άτομο, ευλόγως δε τα πειθαρχικά συμβούλια, εκτιμώντας όλες τις ανωτέρω περιστάσεις δέχθηκαν ότι ο ενάγων έκανε χρήση του κωδικού του Σ.. Λ., αλλά και στην περίπτωση που ο τελευταίος ήταν συμμέτοχος της παρανόμου δράσεως του ενάγοντος, τούτο δεν απαλλάσσει τον ενάγοντα, αλλά επιβεβαιώνει και πάλι την όλη παράνομη δράση του. Η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα (Η. Β.) στο χωριό ..., ο δε ενάγων υποστηρίζει ότι εμφανίστηκε "συνάδελφος" (που δεν τον κατονομάζει) και τον διαβεβαίωσε ότι είχε γίνει λάθος και ότι κακώς πήγαινε ο λογαριασμός στην διεύθυνση Η. Β. στα Ιωάννινα. Τούτο όμως δεν κρίνεται πειστικό και αληθές, διότι στο μηχανογραφικό σύστημα άλλο πεδίο προβλέπεται για τη διεύθυνση της παροχής, ήτοι του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου και άλλο για τη διεύθυνση αποστολής του λογαριασμού, η οποία μπορεί να αλλάζει εύκολα με απλή αίτηση του καταναλωτή και να είναι διαφορετική από τη διεύθυνση της παροχής. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου και όσα έλαβαν χώρα αναφορικά με την παροχή με αριθ. ... που μετακινήθηκε από το χωριό ..., με αλλαγή Κωδικού Δήμου και η Διαδρομής, που φέρεται να έχουν γίνει από το χρήστη Σ. Λ. και στη συνέχεια εκδόθηκε εντολή επανασύνδεσης από τον ενάγοντα και συνήφθη νέο συμβόλαιο παροχής από τον ίδιο, το οποίο ο πελάτης παραδέχεται ότι ουδέποτε προσήλθε να υπογράψει. Ισχυρίζεται δε ο ενάγων ότι στη συγκεκριμένη αλλαγή διεύθυνσης προχώρησε μετά δήθεν από πιέσεις του καταναλωτή ότι η διεύθυνση που εμφανιζόταν ήταν αυτή που είχε ζητήσει για αποστολή του λογαριασμού και όχι η πραγματική διεύθυνση του ακινήτου. Στη συγκεκριμένη περίπτωσή, τον αντίδικο διέψευσε ο ίδιος ο καταναλωτής, ο οποίος ερωτηθείς σχετικώς από την Επιτροπή Διερεύνησης, η οποία μετέβη στο ακίνητο επί της οδού ..., ο νέος πελάτης, Ν. Π., ανέφερε ότι αυτός δεν ασχολήθηκε καθόλου, ούτε προσήλθε να υπογράψει το συμβόλαιο παροχής, καθόσον όλη τη διαδικασία είχε αναλάβει ο πατέρας του Χ. Π., ο τελευταίος δε, ο οποίος θορυβήθηκε και έσπευσε στο σημείο, ανέφερε ότι αυτός ανέθεσε τα πάντα στον ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη Ε. Ν. έναντι ποσού 1.200 ευρώ. Παραδέχθηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα ήταν δηλωμένο ως υπόγειο και υπήρχε πρόβλημα με την πολεοδομία για την ηλεκτροδότησή του.
Συνεπώς, οι αποφάσεις του Πρωτοβαθμίου και Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της εναγομένης, οι οποίες δέχθηκαν τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, εκδόθηκαν δε από αρμόδια όργανα με νόμιμη σύνθεση, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κανονισμό διαδικασία, με πλήρη και σαφή αιτιολογία έκριναν ότι οι πράξεις που καταλογίσθηκαν στον ενάγοντα συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα σύμφωνα με τον κανονισμό, ενόψει δε των εν γένει συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες αυτά τελέσθηκαν, της ροπής και της υποτροπής του στη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων λόγω και των προηγούμενων πειθαρχικών ποινών που του επιβλήθηκαν, η ποινή της οριστικής απόλυσής του είναι ανάλογη με την βαρύτητα των παραπτωμάτων του και η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αλλά και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του αντιστοίχου δικαιώματος του εργοδότη (εναγομένης), που ανάγεται στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, την οποία, εύρυθμη λειτουργία, δεν προάγουν καταστάσεις, όπως η υπό κρίση εξαιτίας των παραπτωμάτων του ενάγοντος, που έχουν ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ομαλή συνεργασία και να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων, έτσι ώστε ο καθένας να αξιώνει από τον άλλο κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, την εξακολούθηση της συμβατικής σχέσης εργασίας, η οποία απαιτεί διαρκή σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η ποινή δε της οριστικής απόλυσης που επιβλήθηκε στον ενάγοντα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτής, είναι ανάλογη της σοβαρότητας των πειθαρχικών παραπτωμάτων που αυτός τέλεσε, της εκ μέρους του χρήσεως ιδιαίτερων τεχνασμάτων, πρωτίστως δε ενόψει της υποτροπής του ενάγοντος, όπως προκύπτει αναντίρρητα από την επανειλημμένη προηγούμενη πειθαρχική τιμωρία με τέσσερις αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων της εναγομένης, για ισάριθμα πειθαρχικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων και τα ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα της κατάχρησης ποσού 9.112,66 ευρώ με πλαστογράφηση υπογραφών, καθώς και παράτυπων και αυθαίρετων πράξεων αναφορικά με την ηλεκτροδότηση πελάτη, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω, ώστε η προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης δεν μπορούσε να γίνει με τη επιβολή άλλων ηπιότερων ποινών, οι οποίες άλλωστε είχαν επιβληθεί χωρίς να αποτρέψουν τον ενάγοντα, όπως αποδείχθηκε τελικώς, από την τέλεση και άλλων αδικημάτων σε βάρος της εργοδότριάς του. Αφού, λοιπόν αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων με τις οποίες επιβλήθηκε στον ενάγοντα η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης ήταν πλήρως αιτιολογημένες και δεν λήφθηκαν καταχρηστικά αλλά με αντικειμενικά κριτήρια όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η δε επιβληθείσα ποινή της οριστικής απόλυσης ήταν ανάλογη με τη βαρύτητα των παραπτωμάτων του, πρόσφορη δε και αναγκαία για τη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της εναγομένης, το κύριο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας των προαναφερόμενων πειθαρχικών αποφάσεων και της εκδοθείσας σε εκτέλεσή τους απόφασης της εναγομένης περί απόλυσής του κρίνεται αβάσιμο κατ’ ουσίαν" . Κατ` ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος της απόλυσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του αναιρεσείοντος δεν ήταν καταχρηστική και ότι με αυτήν δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, Α) δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 281 του ΑΚ, 26 του ΚΚΠ/ΔΕΗ και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και Β) δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε στην απόφαση του σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των αναφερομένων ως άνω διατάξεων. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος ως προς το πρώτο και δεύτερο σκέλη του λόγος αναίρεσης από τον αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. 4. Κατά το άρθρο 28 παρ.1 εδ.α’ και εδ. ε’ του άνω Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού της ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ) : "Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται εάν παρήλθεν έτος, αφ’ ης διεπράχθησαν και δεν ησκήθη δίωξις πλην των αναφερομένων εις την περιουσίαν της ΔΕΗ. Ως χρόνος ασκήσεως της πειθαρχικής διώξεως λαμβάνεται ο χρόνο ς καθ’ όν το πρώτον εξητάσθη εις διοικητικήν ανάκρισιν ο υπαίτιος". Περαιτέρω , κατά το άρθρο 26 παρ.5 του ίδιου ΚΚΠ/ΔΕΗ : "Αι πειθαρχικαί ποιναι επιμετρούνται αναλόγως της βαρύτητος του διαπραχθέντος παραπτώματος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των περιστάσεων υφ’ ας τούτο ετελέσθη. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντική περίσταση...". Τέλος, κατά το άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου ΚΚΠ/ΔΕΗ: "Παραγραφέν πειθαρχικόν παράπτωμα διαπιστούμενον παρεπιπτόντως κατά την εκδίκασιν άλλου πειθαρχικού παραπτώματος διαπραχθέντος προ της συμπληρώσεως του προς παραγραφήν χρόνου, δύναται να ληφθή υπ’ όψιν κατά την επιμέτρησιν της ποινής του ετέρου τούτου πειθαρχικού παραπτώματος".
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Ιωαννίνων, ως προς το θέμα της παραγραφής ή μη των πειθαρχικών παραπτωμάτων του αναιρεσείοντος, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα : "Τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν (αναιρεσείοντα) πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία τελικά τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την έσχατη ποινή της απόλυσης, συνίστανται σε παράβαση υπηρεσιακών του καθηκόντων, μη τήρηση των εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, χρησιμοποίηση υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να προβεί στις παραπάνω βλαπτικές για τα συμφέροντα της εναγομένης ενέργειες, από τις οποίες προκλήθηκε στην τελευταία οικονομική ζημία ύψους 1.700 ευρώ συνιστάμενη στη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις παράνομες παροχές, αναφέρονται στην περιουσία της, συνεπώς εξαιρούνται της ενιαύσιας παραγραφής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που του καταλογίστηκαν, πλην του φερόμενου ως συναρτώμενου με την παράνομη ηλεκτροδότηση της 18.10.... και εκείνου περί πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην εναγομένη, ως μη αφορώντα την περιουσία της τελευταίας, έχουν υποπέσει στην ενιαύσια, κατ’ άρθρο 28 παρ.] εδ.α’ και ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ, παραγραφή, αφού από τον χρόνο τέλεσής τους μέχρι τον χρόνο που ο ίδιος κλήθηκε προς εξέταση ενώπιον της συσταθείσας προς διενέργεια διοικητικής ανάκρισης Επιτροπής (ΕΔΑ) στις 12.7.2011, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον του έτους, γεγονός που επέφερε εξάλειψη του αξιοποίνου των παραπτωμάτων αυτών, συνεπώς δε και της δυνατότητας να ασκηθεί σε βάρος πειθαρχική δίωξη ή να εκδοθεί καταγνωστική πειθαρχική απόφαση, και το οποίο τα άνω Πειθαρχικά Συμβούλια έπρεπε να λάβουν αυτεπάγγελτα υπόψη και να παύσουν οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του πειθαρχική δίωξη, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, εφόσον από τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα προκλήθηκε και οικονομική ζημία στην εναγομένη. Επομένως δεν ισχύει επ’ αυτών η ενιαύσια παραγραφή...".
Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε, τελεσιδίκως, ότι από τα τελεσθέντα πειθαρχικά παραπτώματα του αναιρεσείοντος προκλήθηκε οικονομική ζημία στην αναιρεσίβλητη και συνεπώς δεν ισχύει επ’ αυτών η ενιαύσια παραγραφή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με την εφαρμογή της, την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 28 τταρ.1 εδ.α’ και εδ. ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, είναι αβάσιμος. 5. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-5-2017 αίτηση για αναίρεση της 59/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπάλληλος της ΔΕΗ που απολύθηκε για σοβαρά παραπτώματα παράνομων ηλεκτροδοτήσεων κλπ με οικονομική ζημία της εναγομένης- αναιρεσίβλητης. Το αίτημα περί ακυρότητας της απόλυσης του ενάγοντος- αναιρεσείοντος, λόγω μη καταβολής της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 και το ν. 3198j 1955, αποζημίωσης απόλυσης, είναι μη νόμιμο, αφού εφαρμογή έχουν οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της ΔΕΗ. Μη καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης της απόλυσης του αναιρεσείοντος και χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Μη ετήσια παραγραφή των πειθαρχικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος ,εφόσον από αυτά έχει οικονομική ζημία η αναιρεσίβλητη. Απορρίπτει αναίρεση | Υπάλληλος | Δ.Ε.Η. , Απορρίπτει αναίρεση, Υπάλληλος. | 0 |
Αριθμός 768/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ (Ο.Α.Ε.Ε.)", καθολικού διαδόχου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Τ.Ε.Β.Ε.)", στη θέση του οποίου έχει υπεισέλθει το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.", ως καθολικός διάδοχος του, σύμφωνα με το 72/2017 πρακτικό του δικαστηρίου τούτου, το που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Ζωγράφου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δ. συζ. Ε. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ροδόπη Στέφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 697/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 4828/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 17/10/2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 12/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 23-10-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4828/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου ΝΠΔΔ κατά της 697/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Το τελευταίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το ποσό των 7.180,11 ευρώ για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, αποδοχές αδείας, διαφορές αποδοχών και αποζημίωση απόλυσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την έφεση κατ’ ουσία. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) συνεστήθη, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017, στον οποίο προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ένταξη, μεταξύ άλλων, και του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) (άρθρο 53 παρ. 1 περιπτ. Δ) και ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 9 του ίδιου ως άνω νόμου, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σ’ αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης.
Συνεπώς, νομίμως παρέστη και συνεχίζει την παρούσα δίκη, νομιμοποιούμενος πλέον ενεργητικώς ως διάδικος ο Ε.Φ.Κ.Α.
3. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ, 1 παρ. 1 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 παρ. 1, 2 και 3 α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 ν. 435/1976, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/1984, ΦΕΚ Β’ 81) και 4 ν. 2874/2000, όπως το τελευταίο ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 από 1.10.2005 και πριν οι παράγραφοί του 1, 3 και 5 αντικατασταθούν και πάλι, με την παράγραφο 10 του άρθρου 74 ν. 3863/2010, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτουν τα εξής: 1) Επί παροχής εργασίας από άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 5/2012) και 2) Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 950/2014, 1824/2011), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, όταν θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται πρέπει να καταγγείλει τη σχέση και να πληρώσει την αποζημίωση που οφείλει κατά το Ν. 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΟλΑΠ 192/1962, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 892/2003, 1435/1991), υπολογίζεται δε βάσει των, κατά την ανωτέρω έννοια, τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή του μισθού και κάθε άλλης παροχής, η οποία χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 1254/2013, ΑΠ 194/2011, ΑΠ 1033/2008). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 (559 αρ.1) του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με τον άνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάσαν ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ως προς τα για το ενδιαφέροντα εδώ θέματα, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα προσελήφθη από το εναγόμενο ΝΠΔΔ, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια στα γραφεία αυτού, την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 1987, απασχολήθηκε δε, δυνάμει απλής σχέσης εξαρτημένης εργασίας, λόγω ακυρότητας αυτής καθόσον δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος κατά νόμο έγγραφο τύπος (άρθρο 84 εδάφια α, γ και δ του ν.δ 321/1969 Περί Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού), μέχρι την 15η Ιουλίου 2009, οπότε το εναγόμενο, την απέλυσε με εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Καθόλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της, εργάσθηκε καθημερινώς και αδιαλείπτως επί εξάωρο ημερησίως (ήτοι από 13.30 έως 19.30 ) στα γραφεία του ΤΕΒΕ στην περιοχή ..., αντί καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών για το επίδικο χρονικό διάστημα ετών 2008 και 2009 ‚ποσού 570,17 μεικτά και 365,38 ευρώ καθαρά, το ύψος των οποίων δεν αμφισβητεί ειδικά το εναγόμενο.... Βάσει λοιπόν της ανωτέρω έννομης σχέσης, ήτοι της απλής σχέσης εργασίας, το εναγόμενο οφείλει στην ενάγουσα τις αιτούμενες αποδοχές για το ένδικο χρονικό διάστημα.... Ως εκ τούτου οι σχετικώς προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης, ερειδόμενοι στο ότι η ενάγουσα συνδεόταν με σύμβαση έργου και όχι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας‚ τυγχάνουν στο σύνολό τους απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1,8 και 9 παρ. 1 του Ν.3198/1955 ‚συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση ο μισθωτός δικαιούται την αποζημίωση που προβλέπει για την καταγγελία ο Ν 2112/1920 ή το β. δ της 16/18-7-1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης εργασίας, αφού μάλιστα η αποζημίωση αυτή, κατά το Ν. 2112/1920 ή το ως άνω β. δ, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση των στοιχειωδών μέσων συντήρησης του εργαζομένου μέχρις ανεύρεσης από αυτόν νέας εργασίας, συνιστά μέτρο πρόνοιας, που είναι συγγενές προς τα λοιπά τοιαύτα, τα οποία, ως αποβλέποντα στην προστασία του εργαζομένου, προσήκον στον ίδιο τόσο εφόσον τελεί υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας, όσο και εφόσον τελεί σε απλή σχέση εργασίας. Έτσι, λοιπόν, η ως άνω αποζημίωση οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γι’ αυτό και αρκεί για τη νόμιμη θεμελίωση του σχετικού αιτήματος η επίκληση της σχέσης εργασίας και η διάρκεια της, ως και η δια καταγγελίας λύση της, χωρίς να είναι κρίσιμο το κύρος της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1401/2011). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο, υποχρεούται‚ ως εργοδότης, να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απόλυσης, η οποία‚ προσαυξημένη κατά 1/6 για αναλογία επιδόματος, αδείας και δώρων‚ υπολογιζόμενη σε ημερομίσθια λόγω της ιδιότητάς της ως καθαρίστριας και δεδομένου ότι εργαζόταν στον αυτό εργοδότη (πρώην ΤΕΒΕ, νυν ΟΑΕΕ) πέραν των 21 ετών και δη από 1-9-1987, ανέρχεται στο ποσόν των 2.793 ευρώ, ως ορθώς έκρινε και η εκκαλούμενη, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, επικύρωσε, με απόρριψη της έφεσης, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως και είχε επιδικάσει επιδόματα εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματα αδείας καθώς και αποζημίωση απόλυσης ως οφειλόμενα στην αναιρεσίβλητη απασχολούμενη με απλή σχέση εργασίας Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 4. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικό διάδοχο του ΟΑΕΕ, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-10-2014 αίτηση για αναίρεση της 4828/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
Και
Καταδικάζει το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (Ε.Φ.Κ.Α.), στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | ΕΦΚΑ. Καθολικός διάδοχος του ΟΑΕΕ. Καθαρίστρια ΟΑΕΕ. Άκυρη σύμβαση εργασίας. Απλή σχέση εργασίας, ενόψει άκυρης μη έγγραφης σύμβασης. Απόλυση, λόγω καταγγελίας. Οι αποδοχές, το επίδομα άδειας και τα δώρα εορτών, καθώς και η αποζημίωση απόλυσης καταβάλλονται πάντα και επί απλής σχέσης εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στο νόμο και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Έννοια τακτικών αποδοχών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ανωτέρω. Παντελώς αόριστος ο λόγος από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Απορρίπτει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ | Απορρίπτει αναίρεση | Αποδοχές μισθωτού, Απορρίπτει αναίρεση. | 0 |
Αριθμός 701/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 4119/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Τ. Σ. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωκράτη Βαλτζόγλου και πολιτικώς ενάγουσα την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Νεκταρία Μυγιάκη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ...6-2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως σε ρητή δικάσιμο. Στην προκείμενη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου - αναιρεσιβλήτου υπέβαλε το εξής, επι λέξει, αίτημα αναβολής: "Εκκρεμούν έτερες υποθέσεις με τον ίδιο νομικό λόγο και ζητώ την αναβολή για να συνεκδικασθούν". Το αίτημα αυτό, ανεξάρτητα από την αοριστία του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και τούτο, όχι μόνο διότι δεν αποδεικνύεται ότι εκκρεμούν σε άλλες δικάσιμους του Αρείου Πάγου υποθέσεις με τον ίδιο νομικό λόγο, αλλά κυρίως }διότι, και αν ακόμη εκκρεμούσαν, τούτο δεν θα συνιστούσε ιδιαίτερα εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την αναβολή της παρούσας δίκης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., "ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3)". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως και η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος, ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση), ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκηση της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Έτσι, αν το δικαστήριο, παρόλο που υποβλήθηκε νομότυπα η έγκληση για διωκόμενο κατ’ έγκληση έγκλημα και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως και δεν προχωρήσει, ως όφειλε κατά το νόμο, στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Δηλαδή, περίπτωση αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως, ενώ η έγκληση είχε υποβληθεί νομοτύπως και έπρεπε αυτό να προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν Δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 2408/1996, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε". Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως, και επί της επιταγής ισχύουν τα όσα ορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963 και ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως για την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής που κατηγορείται ότι εξέδωσε ο κατηγορούμενος (30-8-2010), δηλαδή μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε σ’ αυτόν ο Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς". Με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν’ αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας" και με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Μπορεί επίσης να επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο ή να το υποχρεώνει να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του ή, εάν ο νόμος δεν το απαγορεύει και σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους. Κατά την ίδρυση της εταιρείας ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να προβεί σε διαφορετική κατανομή των ανωτέρω ιδιοτήτων μεταξύ των μελών του". Οι ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1920, οι οποίες είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του Α.Κ., ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, την εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε., κατά τρόπο ώστε η υποκατάσταση αυτή να είναι νόμιμη, μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Ειδικότερα^το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν δικαστικώς ή εξωδίκως την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Το καταστατικό, δηλαδή, προβλέπει ορισμένα θέματα, για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άνω άρθρο 22 παρ. μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (Ολ. Α.Π. 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Κατά συνέπεια, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του Α.Κ. προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Τέλος, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος" (ΕΤΕ), που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ ...τ.ΑΕ και ΕΠΕ/7.5.2008), "το Διοικητικό Συμβούλιο εκπροσωπεί την Τράπεζα δικαστικά και εξώδικα και μπορεί, με απόφασή του, να αναθέτει την άσκηση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του, είτε το σύνολο είτε ένα μέρος αυτών, περιλαμβανομένου του δικαιώματος εκπροσώπησης, στο Διευθύνοντα Σύμβουλο, στον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο, σε ένα ή περισσότερα μέλη του, στους Γενικούς Διευθυντές της Τράπεζας, στους Διευθυντές της Τράπεζας, σε υπαλλήλους της Τράπεζας ή σε άλλα πρόσωπα που έχουν τα απαιτούμενα τεχνικά και άλλα προσόντα, σε δικηγόρους και εν γένει σε τρίτους, καθορίζοντας συγχρόνως με την απόφαση αυτή τα θέματα, για τα οποία παραχωρούνται αυτές οι εξουσίες. Εξαιρούνται τα θέματα που απαιτούν συλλογική ενέργεια του Διοικητικού Συμβουλίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται, επίσης, να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της Τράπεζας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του ή, εάν ο νόμος δεν το απαγορεύει, και σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Τα πρόσωπα των προηγούμενων εδαφίων μπορούν, εφ’ όσον προβλέπεται από τις οικείες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν εκ μέρους τούτων και να χορηγούν έτι περαιτέρω την πληρεξουσιότητα που τους έχει δοθεί σε άλλα πρόσωπα, μέλη Δ, Σ., υπαλλήλους, δικηγόρους ή εν γένει τρίτους". Το δε άρθρο 24 του αυτού ως άνω καταστατικού ορίζει, ότι: "1) Η Τράπεζα εκπροσωπείται στα δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και οι Γενικοί Διευθυντές δύνανται να αναθέτουν την εκπροσώπηση της Τράπεζας στις πάσης φύσεως δίκες ... σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους ή δικηγόρους της Τράπεζας, οι οποίοι θα ενεργούν από κοινού ή χωριστά ο καθένας. 2) Αν επιβάλλεται να γίνει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Τράπεζας ενώπιον Δικαστηρίου, της Εισαγγελικής ή άλλης Δικαστικής Αρχής ... ή προκειμένου περί εγχειρίσεως μηνύσεως ή εγκλήσεως και παραιτήσεως από αυτές, δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής ... καθώς και σε όλες γενικά τις περιπτώσεις, που απαιτούν την ενώπιον Δικαστηρίου ... προσωπική εμφάνιση, αποφασίζουν και εκπροσωπούν νόμιμα την Τράπεζα κάθε Γενικός Διευθυντής, Διευθυντής ή αναπληρωτής του, ή Υποδιευθυντής Διοικήσεως ή Διευθύνσεως Δικτύου ή Περιφερειακός Διευθυντής ή Προϊστάμενος Τμήματος ή Προϊστάμενος Υπηρεσίας Διοικήσεως ή Διευθύνσεως Δικτύου ή Περιφερειακής Διευθύνσεως ... . 3. Για τις υποθέσεις των Ειδικών Μονάδων Καθυστερήσεων και των Καταστημάτων της Τράπεζας αποφασίζουν και εκπροσωπούν νομίμως την Τράπεζα, πέραν των ανωτέρω προσώπων, και ο Διευθυντής της Ειδικής Μονάδας Καθυστερήσεων, του Καταστήματος ή ο Αναπληρωτής του ή ένας από τους Υποδιευθυντές ή ένας από τους Εντεταλμένους ή Προϊσταμένους ή αναπληρωτές αυτών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών του καταστατικού της Ε.Τ.Ε. προκύπτει ότι η εξουσία των ως άνω Διευθυντών, Υποδιευθυντών, Εντεταλμένων, κ.λπ. να εκπροσωπούν την ΕΤΕ στις κάθε φύσεως δίκες, περιλαμβάνει και το δικαίωμα αυτών να υποβάλλουν εγκλήσεις, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 24 του καταστατικού της Ε.Τ.Ε., όταν πρόκειται για Κατάστημα της Ε.Τ.Ε. ή για Ειδική Μονάδα Καθυστερήσεως, έχουν και οι Εντεταλμένοι του Καταστήματος, αφού ρητώς ανατίθενται και σε αυτούς όλες οι εξουσίες που περιλαμβάνονται στην εκπροσωπευτική εξουσία και αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 4119/2017 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε απαράδεκτη, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως από μέρους της εγκαλούσας Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Σ. Τ. του Α. για έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Όμως, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Η ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος" (Ε.Τ.Ε.) υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 30-8-2010 έγκληση κατά του ως άνω κατηγορουμένου για έκδοση των ενδίκων ακάλυπτων επιταγών. Η έγκληση αυτή υπογράφεται από την Σ. Π. του Δ., νόμιμη εκπρόσωπο της Ε.Τ.Ε. κατά τα άρθρα 22 και 24 του καταστατικού της, αφού αυτή, έχοντας το βαθμό της Τμηματάρχου Β’ , με την υπ’ αριθ. ...12-2008 Πράξη Διοικήσεως της Ε.Τ.Ε., τοποθετήθηκε Εντεταλμένη του Καταστήματος ..., το οποίο αφορούσαν οι ένδικες επιταγές, και με την ιδιότητά της αυτή, της Εντεταλμένης του Καταστήματος ... της Ε.Τ.Ε., μπορούσε να εκπροσωπεί την Ε.Τ.Ε. ως καταστατικό όργανο αυτής (βλ. την από 31- 8-2010 βεβαίωση της Ε.Τ.Ε.), δηλαδή ως υποκατάστατη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Τ.Ε., στα δε πλαίσια της εκπροσωπευτικής εξουσίας της, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 22 και 24 του καταστατικού της Ε.Τ.Ε., περιλαμβανόταν και το δικαίωμα της υποβολής εγκλήσεων για αξιόποινες πράξεις που είχαν τελεσθεί σε βάρος της Ε.Τ.Ε. και, ως εκ τούτου, για την υποβολή της ένδικης εγκλήσεως δεν απαιτείτο εξουσιοδοτική απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Τ.Ε.. Επομένως, ενόψει τούτων, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι δεν υπήρχε εξουσιοδοτική απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Τ.Ε., με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., προς την ως άνω Εντεταλμένη του Καταστήματος ... προς υποβολή της ένδικης εγκλήσεως και κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, αντί να κρίνει νομότυπη την υποβολή της ένδικης εγκλήσεως από την Εντεταλμένη του Καταστήματος ... που ενήργησε κατά το καταστατικό της Ε.Τ.Ε. ως υποκατάστατη του Δ.Σ. και να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως και στην έκδοση καταδικαστικής ή αθωωτικής για τον κατηγορούμενο αποφάσεως, παρέλειψε να ασκήσει δικαιοδοσία που είχε από το νόμο, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και πρέπει, κατά παραδοχή του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., μοναδικού λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση, είναι εφικτή (άρθ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα αναβολής.
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 4119/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2018.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Νομότυπη η υποβολή εγκλήσεως από εντεταλμένο καταστήματος Ε.Τ.Ε. για ακάλυπτη επιταγή, διότι ενεργεί ως υποκατάστατος του Δ.Σ. της Ε.Τ.Ε.. Αναιρεί για υπέρβαση εξουσίας γιατί κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως, ενώ η έγκληση είχε υποβληθεί νομότυπα και έπρεπε να θεωρήσει παραδεκτή την δίωξη και να προχωρήσει στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως. Παραπέμπει. | Τραπεζική επιταγή | Τραπεζική επιταγή, Έγκληση. | 1 |
Αριθμός 697/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Σ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 29875/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. …2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό .../2017.
Αφού άκουσε
Τον εντολέα δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζητήσεως και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα αναβολής, και επίσης να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου τούτου, κατά τη σημερινή δικάσιμο (21-3-2018), εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Αθηνών Δ. Μ. και υπέβαλε, ως άγγελος του αναιρεσείοντος, αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως για το λόγο ότι ο εντολέας του πάσχει από καρκίνο του θυροειδούς, εξαιτίας τη ασθένειάς του αναχώρησε εκτάκτως για τη Γερμανία και δεν μπόρεσε να λάβει πληρεξούσιο για να τον εκπροσωπήσει αυτός στη σημερινή δικάσιμο. Όμως, το ως άνω αίτημα αναβολής, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη του προβληθέντος λόγου, είναι απορριπτέο εκ του ότι, κατόπιν αιτήματος από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, έχει ήδη αναβληθεί για συνδρομή εξαιρετικής περιπτώσεως η συζήτηση της υποθέσεως στον Άρειο Πάγο κατά την δικάσιμο της 7ης Φεβρουαρίου 2018, με την υπ’ αριθ. 208/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου μπορεί να αναβάλει μόνο για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, οπότε δεν επιτρέπεται από το νόμο η εκ νέου χορήγηση αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως.
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 2 Ιανουαρίου 2018 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ., καθώς και από το υπό ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 2018 αποδεικτικό επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή, ο αναιρεσείων και ο νομοτύπως διορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του, Δ. Μ. (αφού η επίδοση στον πρώτο έγινε δια θυροκολλήσεως), κλητεύθηκαν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθ. .../2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ , δ’ και ε’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στην αρχική συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, οπότε με την 208/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, (21.3.2018), πλην όμως αυτός, μετά την κατά τα άνω απόρριψη του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής, δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα αναβολής.
Απορρίπτει την από 28 Νοεμβρίου 2017 αίτηση του Ν. Σ. του Θ. και Φ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 29875/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθ. …2017 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ,
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αίτημα αναβολής. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναβολής αίτημα, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 696/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Φ. του Δ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 47/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2017 αίτησή του που κατατέθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και έλαβε αριθμό 12/2017, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1583/17.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 εδ. β' του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 2018 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα του Α.Τ. ..., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 1583/12-12-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα με επίδοση στη σύνοικο ενήλικο μητέρα του, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί, προς υποστήριξη της κατωτέρω αναφερόμενης αιτήσεως αναιρέσεώς του, στην αρχική συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, οπότε και αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως με την υπ'αριθ.206/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (21-3-2018), πλην όμως ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2017 αίτηση του Κ. Φ. του Δ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 47/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 12/2017 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μετ' αναβολή. Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος, παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επίδοση σε σύνοικο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Επίδοση | Αναβολή συζήτησης, Επίδοση, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 614/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "..." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μάρκου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Π. του Κ., κατοίκου ... και 2)Δ. Μ. του Π., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/12/2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, (με αριθμό κατάθεσης ...2012) που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αιγιαλείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 43/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 18/7/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε καταφατική περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από τις .../31-10-2017 και .../31-10-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών Θ. Τ., που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον κάθε αναιρεσίβλητο για να εμφανιστούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (30-1-2018). Κατ’ αυτήν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου πλην όμως οι τελευταίοι, ενώ όφειλαν να εμφανιστούν, δεν εμφανίστηκαν.
Συνεπώς, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. 2. Με την από 18-7-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 43/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 1/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η αντέφεση των αναιρεσιβλήτων, έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή εν μέρει κατ’ ουσίαν η από 10-12-2012 αγωγή και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 12.782 ευρώ και στον δεύτερο αναιρεσίβλητο το ποσό των 14.065,33 για διαφορά αποζημίωσης και πρόσθετης παροχής λόγω απόλυσής τους για συνταξιοδότηση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του α.ν. 99/1967, περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κλπ"(ΦΕΚ Α` 189), "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμενοι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το ανώτατο αυτό όριο αποζημιώσεως αυξήθηκε διαδοχικά και με το άρθρο 21 παρ. 13 του ν. 3144/2003 προσδιορίσθηκε στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: 1. " Εις ας περιπτώσεις ειδική διάταξις νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως αναφερομένης εις ανωνύμους εταιρείας ή Κοινωφελείς Επιχειρήσεις... προβλέπει την καταβολήν εις υπαλλήλους κατά τον χρόνον της απομακρύνσεώς των εκ της εργασίας, και ετέρας προσθέτου αποζημιώσεως πέραν της υπό του ν. 2112/1920 προβλεπομένης, η αποζημίωσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν 15% της υπό της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος οριζομένης". Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. 618/1970 "Περί εφαρμογής των διατάξεων του α.ν. 173/1967... επί των αποζημιώσεων των χορηγουμένων υπό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ." (ΦΕΚ Α` 171), "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν διά πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντος, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτών συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου". Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θέσπισής τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερόμενων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990 (ΟλΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (Ολ. ΑΠ 20/2006, Ολ.ΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Περαιτέρω, βάσει των διατάξεων των ν. 2166/1993 και ν. 3195/2003 οι αμυντικές βιομηχανίες "Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (..." και "Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνική Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου (...)" συγχωνεύθηκαν με σύσταση νέας εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία" και το διακριτικό τίτλο "..._...". Για την συγχώνευση αυτή συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. .../28-12-2003 πράξη συγχώνευσης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Σ., η οποία καταχωρήθηκε την 2-1-2004 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών, η καταχώρηση δε αυτή δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) με αριθ. ...-1-2004. Έτσι από της ως άνω καταχώρησης στο Μητρώο ΑΕ της σχετικής εγκριτικής διοικητικής απόφασης, επήλθαν αυτοδικαίως τα αποτελέσματα του άρθρου 75 του ΚΝ 2190/1920 και του Ν. 3195/2003 και η ως άνω νέα εταιρεία υποκαταστάθηκε σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συγχωνευομένων εταιρειών ως καθολική αυτών διάδοχος. Αυτή, δεδομένου ότι κύριος μέτοχος και μάλιστα σε ποσοστό 99,80% ήταν το Ελληνικό Δημόσιο, ήταν επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΔΕΚΟ), σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3429/2005, αποτελούσε δε επιχείρηση δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με ρητή διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3195/2003., ο δε σκοπός της και η λειτουργία της συνδέονται κατά τρόπο άμεσο με την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας. Αυτή είναι δημόσια επιχείρηση-εκμετάλλευση κοινής ωφέλειας και σύμφωνα με τον ως άνω ιδρυτικό της νόμο (3195/2003) και δη το άρθρο 1 αυτού, εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ενώ κάθε διάταξη νόμου, διατάγματος ή υπουργικής απόφασης που ίσχυε υπέρ κάποιας από τις εν λόγω συγχωνευθείσες εταιρείες, ισχύει και υπέρ του νομικού προσώπου, που συστήθηκε με την συγχώνευση. Με το άρθρο 5, μάλιστα, του ως άνω ιδρυτικού νόμου της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας προβλέπεται ότι οι εργαζόμενοι διατηρούν στη νέα εταιρεία και στις θυγατρικές της τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις υφιστάμενες, κατά τον χρόνο της συγχώνευσης συμβάσεις και σχέσεις εργασίας. Περαιτέρω, η ως άνω τελευταία εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και του άρθρου 7 του Ν. 4237/2014, διασπάστηκε με τη σύσταση δύο νέων επωφελούμενων εταιρειών, ήτοι α) την εταιρεία "Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία" με το διακριτικό τίτλο "...-...", η οποία έχει την ίδια επωνυμία και διακριτικό τίτλο της διασπώμενης και η οποία συνεχίζει τη δίκη αυτή ως καθολική διάδοχος της διασπώμενης εταιρείας, και β) την εταιρεία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Σύμφωνα δε, με την υπ’ αριθμ. .../16-9-2014 συμβολαιογραφική πράξη διάσπασης-σύστασης των δύο νέων επωφελούμενων εταιρειών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Σ., από την ολοκλήρωση της διάσπασης οι επωφελούμενες εταιρείες υποκαταστάθηκαν αυτοδίκαια και χωρίς καμία άλλη διατύπωση σύμφωνα με το νόμο, σε όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις της διασπώμενης εταιρείας, κατά το μέρος που αφορούν τα μεταβιβαζόμενα σε κάθε μία περιουσιακά στοιχεία και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, οι δίκες της διασπώμενης εταιρείας συνεχίζονται από τις επωφελούμενες κατά τη προβλεπόμενη κατανομή, μη επερχόμενης βιαίας διακοπής αυτών με τη διάσπαση. Η δε διασπώμενη εταιρεία λύεται χωρίς εκκαθάριση. Σύμφωνα με την ως άνω σύμβαση διάσπασης, στην πρώτη των επωφελούμενων και ήδη αναιρεσείουσα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «... –...» εισφέρθηκαν όλα τα ενεργητικά και παθητικά περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την παραγωγική δραστηριότητα της διασπώμενης στην παραγωγή και εμπορία αποκλειστικά μόνο όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού ,καθώς και το εργοστάσιο του Αιγίου με το προσωπικό του, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες. Με την αριθ. .../2014 ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) στις 3-10-2014 η διαγραφή, λόγω διάσπασης, της διασπώμενης εταιρείας (ΦΕΚ.../6-10-2014 τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ) και ομοίως, με την αριθ. ....1/2014 ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) στις 3-10-2014 (ΦΕΚ .../8-10-2014 Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ), η σύσταση της νέας εταιρείας "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "...-..." και το καταστατικό αυτής, σύμφωνα με την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη διάσπασης και σύσταση νέων, λαμβάνοντας η νέα επωφελούμενη εταιρεία αριθμό ... Η τελευταία εταιρεία, αλλά και οι προηγούμενες αυτής υπάγονται στον προαναφερόμενο περιορισμό του ΑΝ 173/1967. Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ.2 του 3891/2010 «Αναδιάρθρωση κλπ του Ομίλου ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ», από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε υφιστάμενη συμβατική, νόμιμη ή άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται από την Εταιρεία λόγω καταγγελίας και εν γένει με αφορμή τη λύση υφιστάμενης ή μέλλουσας να συσταθεί σχέσης ή σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, απαγορεύεται να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποζημίωσης, που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του α.ν. 173/1967, όπως κάθε φορά, αναπροσαρμοζόμενο, ισχύει. ....Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.4 του Ν.3899/2010, τα άρθρα 15 έως και 21 του ν. 3891/2010 εφαρμόζονται αναλόγως και στα «Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία». Παραπέρα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 του Κεφαλαίου Β’ της από το έτος 2001 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ της αρχικής εργοδότριας "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΠΛΩΝ (...) Α.Ε." και των σωματείων των εργαζομένων της στο ... "Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ ... και εργατοτεχνίτη ή αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης η οφειλόμενη αποζημίωση θα υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 2112/1920 περί υπαλλήλων". Σύμφωνα δε με το άρθρο 15 παρ. 3 του Κεφαλαίου Β’ της παραπάνω από το έτος 2001 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας "Χορηγείται πρόσθετη παροχή στο τακτικό προσωπικό της εταιρείας που είτε αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης για οποιοδήποτε λόγο, είτε λύεται λόγω καταγγελίας σύμβαση εργασίας του, το ισόποσο των 2 μηνιαίων μισθών, εφόσον οι εργαζόμενοι έχουν συμπληρώσει μέχρι 10 έτη υπηρεσίας και το ισόποσο ποσό 3 μηνιαίων μισθών, εφόσον οι εργαζόμενοι έχουν συμπληρώσει 10 έτη υπηρεσίας στην ...". Από τις προϋποθέσεις καταβολής της άνω παροχής (απαραίτητη προϋπηρεσία στην εναγόμενη 3 έως 10 ετών για την καταβολή 2 μηνιαίων μισθών και 10 ετών και άνω για την καταβολή 3 μηνιαίων μισθών) και λαμβανομένου υπ’ όψιν του χρόνου καταβολής της (κατά την αποχώρηση των υπαλλήλων μετά την λύση της εργασιακής και όχι για παρασχεθείσα εργασία) καθώς και του γεγονότος ότι χορηγείται σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους της εναγόμενης που αποχωρούν με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι απολυόμενους ή παραιτούμενους οι οποίοι πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις ως προς την χρονική διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης, συνάγεται ότι αυτή δεν έχει μισθολογικό χαρακτήρα συνδεόμενο με την παροχή εργασίας αλλά αποζημιωτικό και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ο μισθωτός λόγω της απώλειας θέσης του και συνεπώς συνιστά πρόσθετη αποζημίωση, ανεξάρτητα από το όνομα ή τον χαρακτηρισμό που της έχουν προσδώσει τα μέρη, πέραν αυτής του Ν. 2112/1920. Η εν λόγω πρόσθετη αποζημίωση, λόγω του ότι η εναγόμενη συνιστά επιχείρηση κοινής ωφέλειας, εμπίπτει στην έννοια της πρόσθετης αυτοτελούς αποζημίωσης του άρθρου 3 παρ.1 ΑΝ 173/1967 σύμφωνα με το οποίο «εις ας περιπτώσεις ειδικής διάταξης νόμου ή κανονισμού ή σύμβασης αναφερόμενης εις ανωνύμους εταιρείας ή κοινωφελείς επιχειρήσεις προβλέπει την καταβολή εις υπαλλήλους, κατά τον χρόνον της απομακρύνσεώς των εκ της εργασίας, και ετέρας προσθέτου αποζημιώσεως, πέραν της από του Ν.2112 προβλεπομένης, η αποζημίωσις αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστόν 15% της υπό της παραγρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος οριζομένης». Οι όροι δε της ανωτέρω ΕΣΣΕ έτους 2001 διατηρήθηκαν σε ισχύ και με την ΕΣΣΕ έτους 2008 (άρθρο 2). Κατά συνέπεια όλων των παραπάνω προκύπτει ότι η ειδική πρόσθετη παροχή δεν ταυτίζεται με την αποζημίωση απόλυσης του Ν. 2112/1920, αλλά αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή παροχή η οποία διακρίνεται σαφώς από αυτήν και προβλέπεται ήδη από τον αναγκαστικό νόμο, όμως λόγω του κοινωφελούς χαρακτήρα της εναγόμενης εμπίπτει στην εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 Α.Ν. 173/1967 και υπόκειται στο τιθέμενο με την εν λόγω διάταξη περιορισμό ήτοι του ποσοστού 15% επί του ανώτατου ορίου αποζημίωσης των 15.000 ευρώ. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 (559 αρ.1 ) του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Με τον άνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην προκείμενη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου, δικάζοντας έφεση κατά της 1/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: « Ο πρώτος ενάγων παρείχε την εργασία του στην εναγομένη με την ειδικότητα του φρεζαδόρου από 1-10-1979 έως 31-12-1980, από 1-1-1981 έως την 31-10-1984 με την ειδικότητα του ρυθμιστή, από 1-11-1984 μέχρι 16-2-1997 με την ειδικότητα του σχεδιαστή και από 17-2-1997 μέχρι 3-9-2012 με την ειδικότητα του ρυθμιστή μηχανών. Η σύμβασή του καταγγέλθηκε στις 17-02-1992 και του καταβλήθηκε αποζημίωση 1.522.472 δραχμές ή 4.468,00 ευρώ, πλην όμως αυτός επαναπροσλήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994. Αποχώρησε δε στις 3-09-2012 λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης. Η εναγόμενη προέκυψε από τη συγχώνευση της ... (στο συγκρότημα της οποίας στο Αίγιο παρείχαν οι ενάγοντες την εργασία τους έως το έτος 2003) και της .... (Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου). Από την καταχώρηση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από της συστάσεως της εναγομένης εταιρείας επήλθαν αυτοδικαίως τα αποτελέσματα του άρθρου 75 ΚΝ 2190/1920 και η εναγόμενη υποκαταστάθηκε .σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγχωνευομένων εταιρειών (....). Όπως προκύπτει δε, από το νομικό καθεστώς που διέπει την εναγομένη εταιρεία, αυτή είναι δημόσια επιχείρηση-εκμετάλλευση κοινής ωφέλειας και σύμφωνα με τον ως άνω ιδρυτικό της νόμο (3195/2003) και δη το άρθρο 1 αυτού, εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ενώ κάθε διάταξη νόμου, διατάγματος ή υπουργικής απόφασης που ίσχυε υπέρ κάποιας από τις εν λόγω συγχωνευθείσες εταιρείες, ισχύει και υπέρ του νομικού προσώπου, που συστήθηκε με την συγχώνευση. Με το άρθρο 5, μάλιστα, του ως άνω ιδρυτικού νόμου της εναγομένης εταιρείας προβλέπεται ότι οι εργαζόμενοι διατηρούν στη νέα εταιρία και στις θυγατρικές της τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις υφιστάμενες, κατά τον χρόνο της συγχώνευσης συμβάσεις και σχέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο υπολογισμός της οφειλόμενης στον πρώτο ενάγοντα αποζημίωσης αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης (άρθρ. 8 εδαφ. β’ Ν. 3198/1955) γίνεται με βάση-όχι - μόνο τον χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας, αλλά και της πλασματικής (δηλαδή τον χρόνο που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας) από την έναρξη της σύμβασης εργασίας του μέχρι την αποχώρησή του λόγω συνταξιοδότησης στις 3-09-2012. Ο πρώτος ενάγων αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης από την εναγόμενη εταιρεία την 3-9-2012 με τελικό μισθό 1.717,88 ευρώ, ήτοι εργάστηκε στην εναγόμενη για τριάντα τρία (33) έτη, από το έτος 1979 έως το έτος 2012. Η εναγόμενη δεν κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση σε αυτόν, ως όφειλε, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, όπως περιορίζεται από το άρθρο 2 του ΑΝ. 173/1967, ανερχόμενη, από τον χρόνο της υπηρεσίας τους (άρθρο 3 παρ. 1, 3 του Ν. 2112/1920 και άρθρα 15 παρ. 1 και 3 ΕΣΣΕ έτους 2001 και άρθρο 2 ΕΣΣΕ 2008) στο ποσό των 15.000 ευρώ.
Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων ο οποίος απασχολήθηκε στην εναγόμενη από 1-10-1979 έως 3-9-2012, με τελευταίο καταβαλλόμενο μηνιαίο μισθό 1.717,88 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης, πρέπει να λάβει το ανερχόμενο ποσό των 15.000 ευρώ (1.717,88 ευρώ τελικός μισθός Χ 24 μισθοί + 1/6 αναλογία δώρων και επιδομάτων 48.100,64 Χ 40% = 19.240 ευρώ, που περιορίζεται στο ανωτέρω ποσό των 15.000 ευρώ). Από το ποσό αυτό της αποζημίωσης πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό, που καταβλήθηκε σε αυτόν για την ίδια αιτία (λόγω αποζημίωσης), κατά το μέρος που καλύπτεται χρονικά από το τελικό ποσό και ειδικότερα το ποσό των 4.468,00 ευρώ, που καταβλήθηκε για την ίδια αιτία, το οποίο (χρονικό διάστημα) συνυπολογίζεται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την εξεύρεση του ύψους της οφειλόμενης εν προκειμένω αποζημίωσης, απομένοντος υπολοίπου του ποσού των 10.532 ευρώ (15.000- 4.468,00), δεκτής γενόμενης ως ουσιαστικά βάσιμης της νόμιμης ένστασης περί συμψηφισμού άλλως περί μερικής καταβολής (άρθρ. 416 ΑΚ) που πρόβαλε η εναγομένη παραδεκτά, με τις προτάσεις της και επαναφέρει και με τον σχετικό πρώτο λόγο έφεσής της. Επίσης, επειδή ο πρώτος ενάγων είχε απασχόληση μεγαλύτερη των δέκα ετών στην εναγόμενη, η τελευταία είχε υποχρέωση να του καταβάλλει ως πρόσθετη παροχή το συνολικό ποσό των 5.153,64 ευρώ (1.717, 88 ευρώ Χ 3 μηνιαίους μισθούς = 5.153,64 που περιορίζεται στο ποσό των 2.250 ευρώ), κατόπιν δε του περιορισμού της εν λόγω παροχής από την διάταξη του άρθρου 3 παρ 1 του ΝΔ 173/1967 η εναγομένη οφείλει στον πρώτο ενάγοντα ως πρόσθετη παροχή το ποσό των 2.250 ευρώ (15.000 ευρώ Χ 15%). Ο δεύτερος ενάγων παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη με την ειδικότητα του τεχνίτη ελεγκτή ποιότητας από 19-1-1981 μέχρι 12-2-1987 και από 13-2-1987 έως 8-8-2012 απασχολήθηκε ως τυχαίος ελεγκτής Η σύμβασή του καταγγέλθηκε στις 29-10-1991 και του καταβλήθηκε αποζημίωση 1.030.147 δραχμές ή 3.184,67 ευρώ, πλην όμως αυτός επαναπροσλήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994. Αποχώρησε δε στις 8-08-2012 λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης......Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο υπολογισμός της οφειλόμενης στον δεύτερο ενάγοντα αποζημίωσης αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης (άρθρ. 8 εδαφ. β’ Ν.3198/1955) γίνεται με βάση-όχι - μόνο τον χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας, αλλά και της πλασματικής (δηλαδή τον χρόνο που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας) από την έναρξη της σύμβασης εργασίας του μέχρι την αποχώρησή του λόγω συνταξιοδότησης στις 8-08-2012. Περαιτέρω ο δεύτερος ενάγων εργάστηκε από 19-1-1981 έως 8-8-2012 με τελευταίο καταβαλλόμενο μηνιαίο μισθό 1.883 53 ευρώ, οπότε, ως αποζημίωση απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης, πρέπει να λάβει το συνολικά ανερχόμενο ποσό των 15.000 ευρώ (1.883,53 ευρώ τελικός μισθός Χ 24 μισθοί + 1/6 αναλογία δώρων και επιδομάτων 52.738,84 Χ 40%=21 .095,54 ευρώ, που περιορίζεται στο ανωτέρω ποσό των 15.000 ευρώ). Η εναγόμενη δεν κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση στον ως άνω ενάγοντα, ως όφειλε, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις όπως περιορίζεται από το άρθρο 2 του Α Ν 17311967, ανερχόμενη, από τον χρόνο της υπηρεσίας του (άρθρο 3 παρ. 1, 3 του Ν. 2112/1920 και άρθρα 15 παρ. 1 και 3 ΕΣΣΕ έτους 2001 και άρθρο 2 ΕΣΣΕ 2008) στο ποσό των 15 000 ευρώ. Από το ποσό αυτό της αποζημίωσης πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό, που καταβλήθηκε σε αυτόν για την ίδια αιτία (λόγω αποζημίωσης), κατά το μέρος που καλύπτεται χρονικά από το τελικό ποσό και ειδικότερα το ποσό των 3.184,67 ευρώ, που καταβλήθηκε για την ίδια αιτία, το οποίο (χρονικό διάστημα) συνυπολογίζεται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την εξεύρεση του ύψους της οφειλόμενης εν προκειμένω αποζημίωσης, απομένοντος υπολοίπου του ποσού των 11.815,33 ευρώ (15.000 - 3.184,67), δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της νόμιμης ένστασης περί συμψηφισμού άλλως περί μερικής καταβολής (άρθρ. 416 ΑΚ) που πρόβαλε η εναγομένη παραδεκτά, με τις προτάσεις της και επαναφέρει και με τον σχετικό πρώτο λόγο έφεσής της. Επίσης, επειδή ο δεύτερος εκ των εναγόντων είχε απασχόληση μεγαλύτερη των δέκα ετών στην εναγόμενη, η τελευταία είχε υποχρέωση να του καταβάλλει ως πρόσθετη παροχή το συνολικό ποσό των 5.650,59 ευρώ (1.883, 53 ευρώ Χ 3 μηνιαίους μισθούς που περιορίζεται στο ποσό των 2.250 ευρώ), κατόπιν δε του περιορισμού της εν λόγω παροχής από την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΝΔ 173/1 967, η εναγόμενη οφείλει στον δεύτερο ενάγοντα ως πρόσθετη παροχή το ποσό των 2.250 ευρώ (15.000 ευρώ Χ 15%). Σημειωτέον πως, οι τρεις μισθοί εδίδοντο ανελλιπώς σε όλους τους εργαζόμενους που αποχωρούσαν από την εναγόμενη από το 2001 και μετά>>. Μετά τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού απέρριψε την αντέφεση των αναιρεσιβλήτων, έκανε δεκτή την έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και έκανε δεκτή κατ’ ουσίαν εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε τα άνω ποσά στους αναιρεσιβλήτους. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και άρθρου 3 του α.ν. 173/1967, 21 παρ. 13 του ν. 3144/2003, 1 παρ. 1 του ν.δ. 618/1970, 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, 15 παρ.1 και 3 του Κεφαλαίου Β’ της από το έτος 2001 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και 2 της από το έτος 2008 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας καθώς και των άρθρων 6 και 7 του Ν. 4237/2014, 20 παρ.2 του 3891/2010 και 1 παρ.4 του Ν.3899/2010. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, είναι αβάσιμος.
4. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, αφού οι αναιρεσίβλητοι δεν παρέστησαν και δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-7-2017 αίτηση για αναίρεση της 43/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Ανώτατο όριο αποζημίωσης αποχώρησης των εργαζομένων σε φορείς του δημοσίου τομέα, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970, δια των οποίων η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ακόμη και αν η καταβολή υψηλότερης αποζημίωσης προβλέπεται από άλλη διάταξη νόμου ή κανονισμού ή από σύμβαση οποιασδήποτε μορφής ή εθιμικό κανόνα, επειδή είναι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής. Ποιες επιχειρήσεις καλύπτει. ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ. Αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση κοινής ωφέλειας λειτουργούσα χάριν δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδότησης υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970). Πρόσθετη παροχή με βάση το άρθρο 15 παρ.1 του Κεφαλαίου Β' της από το έτος 2001 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ της αρχικής εργοδότριας «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ) Α.Ε.» και των σωματείων των εργαζομένων. Περιστατικά. Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (Απορρίπτει αναίρεση). | Απορρίπτει αναίρεση | Αποζημίωση, Απορρίπτει αναίρεση. | 0 |
Αριθμός 613/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "..." και με διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μουντζουρώνη, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Ε. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βλαχόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/8/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3642/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 1544/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 8/9/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 8.9.2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1544/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 3642/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας, έγινε δεκτή η αντέφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή κατ' ουσίαν η από 13-8-2013 αγωγή και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 33.620,37 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 27-12-2012 έως 17-10-2014. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του ν. 4139/20-3-2013 "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 440/2016, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 359/2015). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 223/2014). Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ένστασης του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 223/2014). Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική ( ΑΠ 118/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα: Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ιστορούσε ότι την 6.3.1997 προσλήφθηκε ως βοηθός ηλεκτρολόγου από την εταιρεία "... Ο.Ε." που διατηρούσε ο πατέρας του και οι δύο αδελφοί του, με αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή και εμπορία πλαστικών σωλήνων. Ότι τον Ιανουάριο του 2001 η άνω εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...". Ότι στη συνέχεια η εταιρεία απορροφήθηκε στις 19.5.2003 από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, παρέχοντας έκτοτε την εργασία του σ' αυτή ως προϊστάμενος του τμήματος διανομών, καθήκοντα που είχαν ανατεθεί σ' αυτόν ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2001. Ότι την 27-10-2008, οπότε επέστρεψε από την λήγουσα την 16.10.2008 κανονική άδειά του και την μετά από αυτή επί πλέον άδεια που του χορήγησε η εναγομένη αυτοβούλως και τη συνεχόμενη άδεια λόγω ασθενείας του, η τελευταία (εναγομένη) προέβη σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης μετακινώντας τον, υπό καθεστώς δανεισμού υπηρεσιών σε τρίτο εργοδότη και συγκεκριμένα στη θυγατρική της εταιρεία "... ΑΒΕΕ", όπου τον τοποθέτησε στο τμήμα παραγωγής και του ανέθεσε την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας, χωρίς τη συναίνεσή του. Ότι αυτός (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος) δήλωσε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ότι εμμένει στην αρχική του σύμβαση, κατά τους όρους της οποίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, η εναγομένη όμως αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσφερόμενες αυτές υπηρεσίες του και κατέστη έτσι υπερήμερη. Ότι με προηγούμενη αγωγή του ζήτησε να καταδικασθεί η εναγομένη να του καταβάλει αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 27.10.2008 έως 26.10.2009. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η υπ' αριθμ. 4893/2012, τελεσίδικη, απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε η εναγομένη, μεταξύ άλλων να του καταβάλει, μισθούς υπερημερίας για το ως άνω χρονικό διάστημα. Ότι ακολούθως ο ενάγων άσκησε νέα αγωγή με την οποία ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη να του καταβάλει αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 27.10.2009 έως 26.12.2012. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η υπ' αριθμ. 968/2015 τελεσίδικη, απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε η εναγομένη, μεταξύ άλλων να του καταβάλει, μισθούς υπερημερίας για το ως άνω χρονικό διάστημα. Ότι η εναγομένη συνέχισε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής να αρνείται ν' αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να καθίσταται υπερήμερη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων ζήτησε, μετά τον μερικό περιορισμό του αιτήματος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας και διαφορών αποδοχών, δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας για το χρονικό διάστημα από 27.12.2012 έως 17.10.2014 το ποσό των 33.620,37 ευρώ. Η εναγομένη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η επίδικη αξίωση περί καταβολής μισθών υπερημερίας ασκείται από τον ενάγοντα καταχρηστικώς, καθόσον με δική του θέληση και προκειμένου να εισπράξει υψηλές αποδοχές υπερημερίας παρέμεινε άνεργος καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, αν και ευχερώς θα μπορούσε να ανεύρει άλλη εργασία ανάλογη προς την αναφερόμενη ειδικότητά του και με αποδοχές ανάλογες με αυτές που λάμβανε από αυτή (εναγομένη). Τον ισχυρισμό αυτό, που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, επανέφερε με σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιον του Εφετείου. Το τελευταίο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού εν τω μεταξύ έκρινε ότι από την προαναφερόμενη 4893/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών παράγεται δεδικασμένο για την μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας, την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων αυτής εκ μέρους της αναιρεσείουσας και την απόκρουση της μεταβολής αυτής εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και ότι περαιτέρω αποδείχθηκε πως η αναιρεσείουσα εξακολούθησε να είναι υπερήμερη περί την αποδοχή των προσφερομένων υπό του αναιρεσιβλήτου υπηρεσιών και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δέχθηκε, όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, τα εξής ουσιώδη: "Η εναγομένη εταιρεία ισχυρίζεται ότι η επίδικη αξίωση περί καταβολής μισθών υπερημερίας ασκείται από τον ενάγοντα καταχρηστικώς, καθόσον αυτός ήταν αντικειμενικά σε θέση να εξεύρει άλλη εργασία ανάλογη με τα προσόντα του και με αντίστοιχες απολαβές, αλλά από κακοβουλία παρέλειψε αυτό προκειμένου να εισπράξει υψηλές αποδοχές υπερημερίας για διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) ετών, με σκοπό να επωφελείται και να πλουτίσει σε βάρος της παραμένοντας με τη θέλησή του άνεργος. Τα όσα όμως ανωτέρω ισχυρίζεται η εναγομένη κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εδώ (από 27.12.2012 έως 17.10.2014), ο ενάγων μπορούσε ευχερώς να εργαστεί σε άλλη παρόμοια εργασία και να λαμβάνει τις ίδιες περίπου αποδοχές, που ελάμβανε από την εναγομένη, Ούτε αποδείχθηκε ότι, παρ' όλα αυτά, δόλια και κακόβουλα απέφυγε (αυτός) να εργαστεί, κατά το ως άνω διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει από αυτήν μισθούς εργασίας, χωρίς να έχει εργαστεί. Μόνη δε η επίκληση και προσκομιδή σειράς αγγελιών που έχουν αναρτηθεί σε ιστοσελίδες εύρεσης εργασίας (χρυσή ευκαιρία- Karriera.gr- skywαlker.gr) και μόνο όσων φαίνεται να έχουν αναρτηθεί κατά το επίδικο διάστημα (δεδομένου ότι κάποιες από αυτές αναρτήθηκαν εντός του 2015), δεν αποδεικνύει την προβαλλόμενη στην ένσταση της εναγομένης κακόβουλη συμπεριφορά του ενάγοντος, αφού, όχι μόνο δεν γίνεται επίκληση από την εναγομένη της γνώσης από τον ενάγοντα του περιεχομένου αυτών (αγγελιών), αλλά ούτε αποδείχθηκε ποια από τις θέσεις που περιείχαν οι αγγελίες θα μπορούσε να αντικαταστήσει εκείνη που αυτός κατείχε στην επιχείρησή της (εναγομένης), χωρίς να δημιουργεί δυσμενέστερες συνθήκες στην προσφορά της εργασίας του, ώστε η άρνησή του να εκφράζει κακόβουλη διάθεση εκ μέρους του. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, δεν κατέστη όμως εφικτό να προσληφθεί σε εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη, ενόψει και του αυξημένου ήδη κατά το εν λόγω διάστημα ποσοστού της ανεργίας λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ, σημειωτέον, το γεγονός του υποβιβασμού του, κατά τα προεκτεθέντα, από την εναγομένη σε θέση υποδεέστερη από αυτήν που κατείχε οπωσδήποτε δυσχεραίνει την πρόσληψή του σε θέση ανάλογη της τελευταίας. Η μόνη εργασία που μπόρεσε αυτός να ανεύρει ήταν αυτή του σερβιτόρου, στην οποία περιστασιακά απασχολήθηκε κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 2014, ήδη δε, από τον Ιούλιο 2014 απασχολείται σε μόνιμη βάση ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, με αποδοχές 821,58 ευρώ μηνιαίως, τις οποίες μάλιστα όσο και αυτές που έλαβε από την εργασία του ως σερβιτόρος (ποσού, κατά τα ως άνω, 2.888,47 ευρώ συνολικά), αφαίρεσε ο ίδιος από το συνολικό ποσό των μισθών υπερημερίας που δικαιούταν για το επίδικο διάστημα". Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε ότι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν και απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε κρίνει ομοίως.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται σαφώς: α) Δεν παραβίασε, αναφορικά με την απόρριψη της ενστάσεως της αναιρεσείουσας με την οποία υποστηριζόταν ότι η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου άσκηση της αξίωσής του για καταβολή των αποδοχών του υπερημερίας του ως άνω χρονικού διαστήματος από 27.10.2012 έως 17.10.2014 είχε ασκηθεί κατά κατάχρηση δικαιώματος, τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 281 και 656 του ΑΚ με τη μη εφαρμογή τους και αυτό γιατί πράγματι, με βάση τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου και για τους παραπάνω ειδικότερα αναφερόμενους στην προσβαλλόμενη απόφασή του λόγους, η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου άσκηση της αξίωσής του για καταβολή των αποδοχών του υπερημερίας του αμέσως πιο πάνω χρονικού διαστήματος δεν είχε ασκηθεί κατά κατάχρηση δικαιώματος ως μη υπερβαίνουσα και δη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του, εφόσον κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, παρέμεινε άνεργος όχι από κακοβουλία του, αλλά διότι δεν μπορούσε να ανεύρει εργασία, εκτός από το μικρό προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, οι οποίες και προσδιορίζονται στην προσβαλλομένη απόφαση, η μακρά δε διάρκεια του χρονικού διαστήματος της υπερημερίας της αναιρεσείουσας εργοδότριας, για το οποίο και ζητήθηκαν με την ένδικη αγωγή αποδοχές υπερημερίας δεν καθιστά από μόνη της την άσκηση του σχετικού δικαιώματος καταχρηστική, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, και β) δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αναφορικά με το αμέσως πιο πάνω υπό το στοιχείο α' ζήτημα, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, έχει διαλάβει αιτιολογίες επί του ζητήματος τούτου, αλλά και οι αιτιολογίες αυτές και πλήρεις και σαφείς είναι και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα. Οι αιτιολογίες αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και δη εκείνων των άρθρων 281 και 656 του ΑΚ. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της ευθείας παραβίασης των άρθρων 281 και 656 του ΑΚ, και ο πέμπτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω έλλειψης αιτιολογιών, άλλως λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί του ζητήματος που αναφέρεται ανωτέρω, λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά τις οποίες, αποδεικνύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, από το γεγονός ότι ο τελευταίος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα επιδίωξε να προσληφθεί μόνο σε τέσσερις εταιρείες και υπέβαλε βιογραφικό σημείωμα σε άλλες δύο, από το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε πληθώρα αγγελιών που αφορούσαν θέσεις εργασίας ισότιμες ή ανάλογες της θέσης που κατείχε ο αναιρεσίβλητος στην επιχείρησή της, από το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος είχε τις γνωριμίες, λόγω οικογενειακής παράδοσης, να ανεύρει εργασία, όπως πέτυχε ο αδελφός του που αποχώρησε από την επιχείρηση της αναιρεσείουσας τον Ιανουάριο του 2009 και η εξαδέλφη του Κ. Ε., που αποχώρησε τον Μάιο του 2009 και με τον πέμπτο λόγο ότι αναιτιολόγητα έκρινε το Εφετείο αβάσιμο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, καίτοι από τις βεβαιώσεις που προσκόμισε η αναιρεσείουσα περί προσφοράς εργασίας ισότιμης και ανάλογης με αυτή που είχε στην επιχείρησή της, αποδεικνύεται η κακοβουλία του αναιρεσιβλήτου, ενώ οι βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος για να αποδείξει την υποβολή βιογραφικού σημειώματος σε εταιρείες, δεν είναι αξιόπιστες, ότι του ζητήθηκε να εργασθεί σε εταιρεία πλαστικών, αλλά δεν κατάφερε να ανταποκριθεί, ότι απέκρυπτε εισοδήματα, με σκοπό να απολαμβάνει των υψηλών αποδοχών υπερημερίας, είναι απαράδεκτες, διότι αφορούν την ουσιαστική κρίση του Εφετείου επί του αμέσως πιο πάνω ζητήματος, αναφέρονται δηλαδή στην εκτίμηση της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ως εκ τούτου ανάγονται στην ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων σχετική κρίση του Εφετείου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ 3. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως <<πράγματα>> θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 644/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ειδικότερα καταλογίζεται στην προσβαλλομένη ότι δεν έλαβε υπόψη τους εξής ισχυρισμούς που προέβαλε η αναιρεσείουσα, πρωτοδίκως και επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης ενώπιον του Εφετείου και θα είχαν ως συνέπεια, αν γίνονταν δεκτοί, την απόρριψη της αγωγής: α) <<ότι ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του ζητούσε να του καταβληθούν μισθοί υπερημερίας για εξαιρετικά μακρό χρονικό διάστημα, ήτοι για χρονικό διάστημα πέραν των 6 ετών, δηλαδή για 2 έτη πλέον του διαστήματος των 4 ετών και 2 μηνών, για το οποίο έχει ήδη λάβει μισθούς υπερημερίας, με βάση τις υπ' αριθμ. 4893/2012 και 968/2015 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών. Δηλαδή, ο αντίδικος επιδίωξε να εισπράξει μισθούς υπερημερίας 6 ετών και 2 μηνών, επιφυλασσόμενος, μάλιστα, και για δικαστική διεκδίκηση μισθών υπερημερίας έτι περαιτέρω χρονικού διαστήματος, χωρίς να έχει εργαστεί ούτε μια ημέρα, πέραν του μικρού χρονικού διαστήματος που αυτός απασχολήθηκε σε άλλο εργοδότη. Η συμπεριφορά του αυτή, η οποία εκδηλώνεται με το αίτημα για καταβολή μισθών υπερημερίας, για εξαιρετικά μακρό χρονικό διάστημα ασκείται κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος, συνιστάμενη στην υπέρβαση της αρχής της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται υπέρμετρα και δυσανάλογα αυτή (αναιρεσείουσα), ξεπερνώντας τον δικαιολογητικό λόγο προστασίας του ακύρως απολυθέντος>> και β) <<ότι ο αναιρεσίβλητος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν αντικειμενικά σε θέση να εξεύρει εργασία, ανάλογη και ισότιμη με αυτή που κατείχε στην επιχείρησή της, αλλά σκοπίμως και με κακοβουλία την απέφυγε, προκειμένου να επωφελείται από τους υψηλούς μισθούς υπερημερίας που του κατέβαλε αυτή (αναιρεσείουσα)>>. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Οι περαιτέρω στον ίδιο λόγο αιτιάσεις με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τα εκτιθέμενα περιστατικά που αποδεικνύουν τη βασιμότητα του σχετικού περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτες διότι αφορούν την ουσιαστική κρίση του Εφετείου επί του αμέσως πιο πάνω ζητήματος, αναφέρονται δηλαδή στην εκτίμηση της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ως εκ τούτου ανάγονται στην ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων σχετική κρίση του Εφετείου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
4. Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αγωγή του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης, δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την αξίωση για μισθούς υπερημερίας του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας και την ακυρότητα της καταγγελίας που προτάθηκε κατ' αντένσταση ή αποτέλεσε αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 1673/2007). Στην προαναφερθείσα περίπτωση το δεδικασμένο ως προς το κύρος της σύμβασης και τους μισθούς υπερημερίας, αναφέρεται μόνο στο επίδικο χρονικό διάστημα, διότι μόνο γι` αυτό η σχετική διάγνωση είναι αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως, από την οποία απορρέει δεδικασμένο. (ΑΠ 524/2015, ΑΠ 391/2011). Επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο όσον αφορά την αξίωση για επιδίκαση μισθών υπερημερίας μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος (ΑΠ 118/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, το Εφετείο, σχετικά με την ένδικη αγωγή, με την οποία εζητούντο αποδοχές υπερημερίας, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Με την ως άνω 4893/2012 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι, ο ενάγων προσελήφθη ως βοηθός ηλεκτρολόγου στις 6-3-1997 από την εταιρεία "... Ο.Ε." που διατηρούσε ο πατέρας του και οι δύο αδελφοί του, με αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή και εμπορία πλαστικών σωλήνων, η οποία τον Ιανουάριο του 2001 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", απορροφηθείσα στη συνέχεια (19.5.2003) από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία. Ο ενάγων εργαζόταν μέχρι το 2001 στην παραγωγή, έκτοτε δε στο τμήμα διανομής ως προϊστάμενος του τμήματος, αυτού, έχοντας ως καθήκοντα τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διαδικασία διανομής των εμπορευμάτων, τον προγραμματισμό των συναφών με την παράδοση δρομολογίων των φορτηγών, μετά από συνεννόηση με τους πελάτες, τη λήψη παραγγελιών δια της επικοινωνίας με όλους τους πελάτες της νότιας Ελλάδας και τον παράλληλο έλεγχο. των αποθεμάτων των προϊόντων στις αποθήκες της εναγομένης, και ότι ο νόμιμος μηνιαίος μισθός του κατά τον Οκτώβριο του 2008 ανερχόταν στο ποσό των 1.435,09 ευρώ. Κατά την επιστροφή του, στις 27.10.2008 στην εργασία του από την κανονική άδειά του, πληροφορήθηκε, ότι η εναγομένη κατά τη διάρκεια της απουσίας του τοποθέτησε στην ως άνω θέση (του προϊσταμένου του τμήματος διανομών) τον έως τότε υφιστάμενό του Α. Α., του ανακοινώθηκε δε από την εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της; ότι αυτή είχε μονομερώς αποφασίσει τη μεταφορά του, υπό καθεστώς δανεισμού υπηρεσιών, σε τρίτο εργοδότη και μάλιστα στη θυγατρική της εταιρεία "... ΑΒΕΕ", στην οποία θα παρείχε εφεξής τις υπηρεσίες του σε χειρωνακτική εργασία ως εργάτης, μεταβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό βλαπτικά τους όρους της εργασιακής του σύμβασης. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε άμεσα στην εναγομένη για την άνω μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, δηλώνοντάς της ότι εμμένει στην προσφορά των υπηρεσιών που παρείχε πριν από τη συντελεσθείσα βλαπτική μεταβολή και ότι η εναγομένη αρνούμενη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, περιήλθε σε υπερημερίας εργοδότη. Η εναγομένη, η οποία με την άνω 4893/2012 (τελεσίδικη) απόφαση αυτού του δικαστηρίου υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 27.10.2008 έως 26.10.2009, εξακολούθησε και μετά ταύτα να μην αποδέχεται την προσηκόντως προσφερθείσα εργασία του ενάγοντος και έτσι η υπερημερία της συνεχίστηκε και κατά το διάστημα από 27.10.2009 έως 26.12.2012, για το οποίο με την επί της νέας αγωγής της εκδοθείσα 1790/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε με την 968/2015 τελεσίδικη απόφαση Εφετείου Αθηνών, επιδικάστηκαν στον ενάγοντα μισθοί υπερημερίας. Αλλά και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από 27.12.2012 έως 17.10.2014 (όπως αυτό περιορίστηκε), κατά το οποίο ο ενάγων έθετε και πάλι στη διάθεση της εναγομένης τις υπηρεσίες του, η τελευταία συνέχισε να μην αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη από αυτόν εργασία Επομένως η υπερημερία της εναγομένης, που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, συνεχίστηκε και κατά το εν λόγω (επίδικο) χρονικό διάστημα και συνεπώς ο ενάγών δικαιούται να λάβει τις αποδοχές (μηνιαίους μισθούς και επιδόματα εορτών και αδείας) που θα έπαιρνε αν η λειτουργία της εργασιακής του σύμβασης συνεχιζόταν κανονικά και η εναγομένη αποδεχόταν τις υπηρεσίες του ολόκληρο το παραπάνω χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως του ότι αυτός από τον Ιούλιο του 2014 και εφεξής απασχολείται ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, αφού η σύναψη, κατά τη διάρκεια τής υπερημερίας του εργοδότη, σύμβασης εργασίας με άλλον εργοδότη δεν αίρει την υπερημερία του προηγούμενου και εν προκειμένω της εναγομένης . Με την ίδια ανωτέρω απόφαση υποχρεώθηκε η εναγομένη, μεταξύ άλλων, να καταβάλει στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίες για το χρονικό διάστημα από 27.10.2012 έως 17.10.2014..... Δέχθηκε δηλαδή το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ότι από την προηγηθείσα υπ' αριθ. 4893/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, παράγεται δεδικασμένο, ως προς την ύπαρξη της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως εργασίας, ως προς την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης αυτής εκ μέρους της αναιρεσείουσας, ως προς την άρνηση αυτής να δεχθεί κατά το διάστημα που αφορούσε η αγωγή, επί της οποίας αποφάνθηκε η εν λόγω απόφαση, των προσφερομένων υπό του αναιρεσιβλήτου υπηρεσιών του, όπως αυτές προβλέπονταν από την προ της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής σύμβαση, όχι όμως και ως προς το ότι η υπερημερία της αναιρεσείουσας, συνεχίσθηκε και για το μεταγενέστερο, του αναφερομένου στην πρώτη αγωγή, χρονικό διάστημα, δηλαδή για το αναφερόμενο στην ένδικη αγωγή χρονικό διάστημα από 27.10.2012 έως 17.10.2014 για το οποίο ζητήθηκαν αποδοχές υπερημερίας με αυτή. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται αιτίαση από τον αριθμ. 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ότι εσφαλμένα η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε πως το δεδικασμένο που παρήχθη από την υπ' αριθμ. 4893/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, καλύπτει, πέραν της ύπαρξης έγκυρης σύμβασης εργασίας και της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, και την υπερημερία της αναιρεσείουσας ως προς την αποδοχή της εργασίας του αναιρεσιβλήτου και συνακόλουθα την υποχρέωσή της για καταβολή μισθών υπερημερίας για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή για χρονικό διάστημα άλλο από αυτό που αφορούσε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση της προγενέστερης δίκης μεταξύ των διαδίκων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε πως από την υπ' αριθμ. 4893/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, παράγεται δεδικασμένο και ως προς την ύπαρξη υπερημερίας της αναιρεσείουσας και συνακόλουθα υποχρέωσής της για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ κάτι τέτοιο δεν δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, οι παραδοχές της οποίας, ως προς το ζήτημα αυτό παρατίθενται αμέσως ανωτέρω.
5. Σύμφωνα με το άρθρα 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, όπως το τρίτο εξ αυτών ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 36 του ν.3994/2011 και το τέταρτο εξ αυτών ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το δεύτερο άρθρο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 75/2016, ΑΠ 1317/2015). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλ' αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ( ΑΠ 118/2017, ΑΠ 75/2016, ΑΠ 1317/2015). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο, κατά το πρώτο σκέλος, λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε με την έφεση και τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση ενώπιόν του προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αξίωσης του αναιρεσείοντος για αποδοχές υπερημερίας, ειδικότερα δε α) την από 18.12.2014 με αριθμό καταθ. 2/2015 δικόγραφο της αγωγής του αναιρεσιβλήτου σε βάρος της (αναιρεσείουσας), β) αγγελίες αναρτημένες σε ιστοσελίδες με ημερομηνία 12.11.2015, γ) αγγελίες αναρτημένες σε ιστοσελίδα με ημερομηνία 30.10.2014, δ) την από 02.02.2012 Επιστολή της εταιρείας ... ΕΠΕ και την από 18.10.2012 Επιστολή της εταιρίας ... LIMITED, ε) την υπ' αριθμ 11697/22.04.2013 Βεβαίωση του Υπουργείου Οικονομικών, στ) το από 23 04 2013 fax της εταιρίας ... Plastics ΑΕ προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και ζ) αγγελίες αναρτημένες σε ιστοσελίδα για θέσεις Αποθήκης/Logistics. Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα και επομένως και ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 6. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. γ`, δ` ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237,πρόσθετων βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 11 περ. γ`, 106 237 παρ.1 περ. β`, 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.3 του Ν. 2915/2001,προκύπτει, ότι για την ίδρυση του από την πρώτη από αυτές προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, απαιτείται, εκτός των άλλων, να έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών μέσων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο με τις προτάσεις του της συζήτησης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή με την προσθήκη στις προτάσεις, εφόσον πρόκειται για νέα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις και να αναφέρεται ο ισχυρισμός για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρ.524 παρ.1ΚΠολΔ) μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237ΚΠολΔ, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό προσκόμισε (ΑΠ 537/2016 ΑΠ 74/2017, ΑΠ 1454/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια από το άρθρ.559 αριθ.11 περ. γ` ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 4324/26.11.2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ανδρέα Καμούζη ενώπιον της συμβολαιογράφου … Ε. Λ., την οποία η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του, μετά την κατά την 24.11.2015 συζήτηση της έφεσης, με την από 27.11.2015 προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την εν λόγω ένορκη βεβαίωση, με την αιτιολογία, ότι στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων αυτών δεν αναφέρεται ότι με την ένορκη βεβαίωση θα γινόταν αντίκρουση ισχυρισμών προταθέντων για πρώτη φορά κατά την ως άνω συζήτηση. Από δε την επισκόπηση της από 27.11.2015 προσθήκης-αντίκρουσης των προτάσεων της αναιρεσείουσας, ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει, ότι πράγματι σ` αυτήν δεν αναφέρεται, ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση μάρτυρα προσκομίζεται για την αντίκρουση ένορκης βεβαίωσης του εφεσίβλητου. Επομένως, εφόσον δεν έγινε νόμιμη επίκληση του αποδεικτικού αυτού μέσου, το Εφετείο, που δεν την έλαβε υπόψη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια που αποδίδεται στον λόγο αυτό αναίρεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
7. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-9-2016 αίτηση για αναίρεση της 1544/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018 .
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπερημερία εργοδότη λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου. Συνέπειες. Έλεγχος της καταχρηστικής ασκήσ8γί£ του δικαιώματος του εργαζομένου για αξίωση αποδοχών υπερημερίας. Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η σχετική ένσταση του εργοδότη. Ορθή η απόρριψη της σχετικής ένστασης του εργοδότη, βάσει της οποίας ο ενάγων με δική του θέληση παρέμεινε άνεργος, προκειμένου να εισπράξει υψηλές αποδοχές υπερημερίας, καθόσον αποδείχθηκε το αντίθετο, αφού ο ενάγων κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας. Η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αγωγή του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης, δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την αξίωση για μισθούς υπερημερίας του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, και όχι για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Λήψη προσθέτων ενόρκων βεβαιώσεων για την αντίκρουση ισχυρισμών διαλαμβανόμενων σε προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση του αντιδίκου. Για να είναι ορισμένη η επίκληση αυτής πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό. Μη αναφορά στην προσθήκη, ότι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων προσκομίζονται για την αντίκρουση ένορκης βεβαίωσης του αντιδίκου. Μη νόμιμη επίκληση του_αποδεικτικού αυτού μέσου. Λόγοι αναίρεσης από αριθμούς 1,19,16, 8 και 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 1544/2016 Μον Εφ Αθηνών). | Άκυρη απόλυση | Άκυρη απόλυση, Υπερημερία εργοδότη. | 0 |
Αριθμός 615/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ανδρουτσόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Δ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Αρμάο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2695/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2342/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 14/12/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 14-12-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2342/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας κατά της 2695/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Το Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να προαγάγει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης από 1-1-2006 και του επιδίκασε, ως αποζημίωση, λόγω διαφοράς αποδοχών που έλαβε με αυτές που έπρεπε να λάβει και χρηματική ικανοποίηση τα αναφερόμενα ποσά. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση επικυρώνοντας την Πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2 Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του. του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Εξάλλου στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του, που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό, παρέλειψαν, αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του και κατάφωρος άδικη όταν υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο τελευταίος κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής απόδοσης και συμπεριφοράς του υπαλλήλου. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου), είτε εφαρμοστεί το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (Ολ ΑΠ 32/2002, ΑΠ 971/2017, ΑΠ 256/2016, ΑΠ 212/2015). Εξάλλου ,από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ.1, 9 και 10 της από 1-12-1977 συλλογικής σύμβασης εργασίας περί Οργανισμού Προσωπικού της ... της Ελλάδος, που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 στοιχ. δ’ και 5 του ν.3239/1955, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (φύλλο ... τεύχ. β) με την .../1977 Α.Υ.Ε και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, γιατί εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ.1 και 7 παρ.1 και 5 του ν. 3239/1995, προκύπτει ότι οι προαγωγές για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων από το βαθμό του τμηματάρχη και άνω της εν λόγω τράπεζας, της οποίας καθολικός συνολικά διάδοχος, με συγχώνευση, είναι από 26-4-2000 η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία "... Α. Ε.", γίνονται μόνον κατ’ εκλογή και εφόσον ο κρινόμενος έχει συμπληρώσει τριετή ευδόκιμη υπηρεσία στον προηγούμενο βαθμό, ύστερα από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας με εισήγηση του γενικού διευθυντή. Το όργανο τούτο αποφαίνεται με ελεύθερη κρίση, εκτιμώντας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κάθε υποψηφίου για προαγωγή, στα οποία περιλαμβάνονται η ειδικότητα, οι εκθέσεις ποιότητας, η επιμέλεια, η ικανότητα, η ευσυνειδησία, η επάρκεια στην εκτέλεση της εργασίας, οι τίτλοι σπουδών, το ήθος και η συμπεριφορά του έναντι των συναδέλφων του και του κοινού (ΑΠ 246/2003). Μετά την προαναφερθείσα συγχώνευση των δύο τραπεζών, υπογράφηκε η από 26/6/2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας από την εναγομένη Τράπεζα και από το πλέον αντιπροσωπευτικό συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων της με την επωνυμία «Σύλλογος Προσωπικού ...». Μ’ αυτή τη σ.σ.ε, που κατατέθηκε στις 30/6/2003 στην Επιθεώρηση Εργασίας και που έκτοτε έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου ( άρθρα 2 παρ.6,7 παρ.1 και 8 παρ.3 του ν. 1876/1990), καταρτίσθηκε ο νέος και μέχρι τώρα ισχύων Οργανισμός Προσωπικού της εναγομένης, ο οποίος δεσμεύει πλήρως την εναγομένη και τους υπαλλήλους της, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και το προσωπικό της πρώην "... της Ελλάδος ΑΕ", δηλαδή και ο ενάγων, δεδομένου ότι κατά τη διαδοχή συλλογικών συμβάσεων εργασίας η νεότερη σ.σ.ε μπορεί να τροποποιεί τους όρους της παλαιότερης σ.σ.ε τόσο υπέρ, όσο και σε βάρος των εργαζομένων (ΑΠ 256/2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 9 και 10 παρ. 2 και 11 του νέου Οργανισμού Προσωπικού της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας προκύπτουν τα ακόλουθα : α) προαγωγές των υπαλλήλων της για την πλήρωση κενών οργανικών. θέσεων από το βαθμό του υποτμηματάρχη και άνω (όσον αφορά στο λογιστικό κλάδο είναι Τμηματάρχης Β, Τμηματάρχης Α, Εντεταλμένος διεύθυνσης, Υποδιευθυντής και Διευθυντής ως καταληκτικός βαθμός) διενεργούνται μία φορά το έτος, δηλαδή κάθε 1η Ιανουαρίου με πρόταση του Συμβουλίου Διευθυντών από το Διοικητικό Συμβούλιο, μόνο κατ’ εκλογή και εφόσον έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον τριετία ευδόκιμης υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό και β) το ως άνω αρμόδιο περί προαγωγών όργανο αποφασίζει κατ’ ελεύθερη κρίση, εκτιμώντας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα κάθε υποψηφίου για προαγωγή υπαλλήλου και ειδικότερα τα στοιχεία που υπάρχουν στον προσωπικό του φάκελο. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παραλείφθηκε μισθωτός κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ. Η παράλειψη προαγωγής του μισθωτού στον ανώτερο βαθμό είναι καταχρηστική όταν αυτός υπερτερεί καταφανώς του αντ’ αυτού προαχθέντος συναδέλφου του και εντεύθεν η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη (ΑΠ 256/2016, ΑΠ 801/2014, 1622/2006, 1223/2004, 246/2003). Περαιτέρω, στις προαγωγικές κρίσεις υπαλλήλων που γίνονται από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη κατ’ απόλυτη εκλογή το στοιχείο τη αρχαιότητας (γενικής ή ειδικής) του υπαλλήλου υποχωρεί έναντι των βαρυνόντων ουσιαστικών προσόντων του κρινομένου, τα οποία λαμβάνονται σοβαρά υπόψη όταν ταυτίζονται τα ουσιαστικά προσόντα αυτού και των συγκρινομένων (ΑΠ 621/2008, ΑΠ 105/2006). Εξάλλου, στην κατ’ εκλογή προαγωγή σε διευθυντικό βαθμό, μεταξύ των αξιολογικών κριτηρίων που έχουν βαρύνουσα σημασία για την προαγωγική κρίση υπαλλήλου είναι και η άσκηση από τον τελευταίο υπευθύνων καθηκόντων, περιστατικό το οποίο εκφράζει την εμπιστοσύνη της τράπεζας στις ικανότητες και τα προσόντα του υπαλλήλου για την επιτυχή διεκπεραίωση του ανατιθέμενου έργου και την επάρκεια και εμπειρία του υπαλλήλου να ανταποκριθεί στα υπεύθυνα αυτά καθήκοντα (ΑΠ 1033/2001). Επίσης, οι τίτλοι σπουδών είναι σημαντικό κριτήριο, αφού η κατοχή τους εκφράζει όχι μόνο ανώτερο μορφωτικό επίπεδο του κατόχου τους, αλλά και την ύπαρξη ουσιαστικών προσόντων, που δικαιολογεί την απρόσκοπτη προαγωγική εξέλιξή του και την κατοχή υπεύθυνων υψηλών θέσεων και την απορρέουσα εκ τούτου ικανότητα σε επιτελικό βαθμό (ΑΠ 175/2007, ΑΠ 460/2004). Ακόμη, ουσιαστικά προσόντα αποτελούν η παρακολούθηση από τον μισθωτό επιμορφωτικών σεμιναρίων και η από αυτόν γνώση γλωσσών (Ολ ΑΠ 2/1998, ΑΠ 619/1995). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 455/2014). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 6/2/1978 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την "... της Ελλάδος ΑΕ", της οποίας η εναγομένη τράπεζα αποτελεί καθολική διάδοχο, προκειμένου να απασχοληθεί στο Λογιστικό Κλάδο. Είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα χωρίς να κατέχει οποιοδήποτε πιστοποιητικό γνώσης αυτής, έχει δε παρακολουθήσει 17 εκπαιδευτικά σεμινάρια. Η βαθμολογική εξέλιξη του ενάγοντος από της πρόσληψής του και εφεξής έχει ως ακολούθως: α) την 6/2/1978 προσλήφθηκε ως βοηθός λογιστής, β) την 1/4/1980 προήχθη σε υπολογιστή, γ) την 1/1/1983 προήχθη σε λογιστή Β’ , δ) την 1/7/1987 προήχθη σε λογιστή Α,’ ε) την 1/7/1987 προήχθη σε βοηθό τμηματάρχη, ε) την 1/7/1990 προήχθη σε τμηματάρχη Β’ και στ) την 1/1/1995 προήχθη σε τμηματάρχη Α. Τοποθετήθηκε διαδοχικά: α) την 6/2/1978 στο Κατάστημα ... ως υπάλληλος, όπου την 1/6/1983 ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου, β) την 20/9/1984 στο Κατάστημα ... ως Προϊστάμενος, γ) την 23/10/1986 στο Κατάστημα ... ως Προϊστάμενος Εμπορικού, δ) την 7/3/1989 στο ... ως Προϊστάμενος, ε) την 11/3/1991 στην Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης ως υπάλληλος, στ) την 10/5/2000 στην Διεύθυνση Εκπαίδευσης ως υπάλληλος, ζ) την 21/10/2002 στην Διεύθυνση Γενικών Λειτουργιών ως υπάλληλος, η) την 1/7/2003 στην Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης ως υπάλληλος και θ) την 20/3/2006 στο κατάστημά ... ως υπάλληλος εξυπηρέτησης, θέση στην οποία υπηρέτησε μέχρι την αποχώρησή του από την Τράπεζα στις 30/6/2010. Έλαβε δικαίωμα υπογραφής α) Β’ προσωρινής στο κατάστημα ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/1983 μέχρι 31/5/1983, β) Α’ προσωρινής στο Κατάστημα ... κατά τα χρονικά διαστήματα από 22/12/1988 μέχρι 22/12/1988 και από 3/1/1989 μέχρι 3/1/1989 και στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης από 1/10/1998 μέχρι 30/11/1998, γ) Β’ κανονικής στο Κατάστημα ... από 1/6/1983 μέχρι 20/9/1984, στο Κατάστημα ... από 20/9/1984 μέχρι 23/10/1986, στο Κατάστημα ... κατά το χρονικό διάστημα από 23/10/1986 μέχρι 6/3/1989, στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 7/3/1989 μέχρι 10/3/1991, στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης κατά το χρονικό διάστημα από 11/3/1991 μέχρι 23/11/1988, στη Διεύθυνση Γενικών Λειτουργιών κατά το χρονικό διάστημα από 21/10/2002 μέχρι 30/6/2003 και στο Κατάστημα ... από 20/3/2006 και δ) Α’ κανονικής στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης κατά το χρονικό διάστημα από 24/11/1998 μέχρι 9/5/2000. Αξιολογήθηκε κατά το έτος 2000 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,3, κατά το έτος 2001 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,5 και κατά το έτος 2002 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,4, ενώ κατά τα έτη 2003 - 2005 δεν αξιολογήθηκε, διότι ήταν αποσπασμένος στο Σύλλογο Προσωπικού Εργαζομένων στην «...» προερχομένων από την «... της Ελλάδος ΑΕ». Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο χρόνος απόσπασης του ενάγοντος στον ανωτέρω Σύλλογο Προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 20 της από 4/8/1982 Σ.Σ.Ε "Περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Τραπεζών", λογίζεται ως ευδόκιμη υπηρεσία και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή στον ανώτερο βαθμό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα καθήκοντα που ασκεί ο συνδικαλιστής υπάλληλος στο Σύλλογο Εργαζομένων είναι υπέρτερα από αυτά που ασκεί μη συνδικαλιστής συνάδελφός του εργαζόμενος στην Τράπεζα, αλλά εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας, συγκρίνοντας τα καθήκοντα αυτά, να κρίνει ποια από αυτά είναι υπέρτερα και περισσότερο υπεύθυνα, δηλαδή εάν υπερέχουν τα καθήκοντα που ασκεί ο συνδικαλιστής από τα καθαρώς τραπεζικά καθήκοντα που ασκεί ο συγκρινόμενος με αυτόν συνάδελφός του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι κατά τις προαγωγικές κρίσεις της 1/1/2006 με την με αριθμό .../2006 πράξη του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης που προήχθησαν στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης με valeur από 1/6/2006, μεταξύ άλλων, οι προτεινόμενοι κατά σειρά προς σύγκριση συνάδελφοι του ενάγοντος: 1) Α. Κ.- Κ., 2) Ι. Π., 3) ... ενώ παραλείφθηκε ο ενάγων ... Από αυτούς ο Ι. Π. προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 20/10/1976 και εντάχθηκε στον κλάδο την Κλητήρων - Νυχτοφυλάκων. Είναι απόφοιτος Λυκείου, δεν γνωρίζει κάποια ξένη γλώσσα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έχει παρακολουθήσει κάποιο εκπαιδευτικό σεμινάριο. Η βαθμολογική του εξέλιξη από της πρόσληψής του και εφεξής έχει ως ακολούθως: α) την 20/10/1976 προσλήφθηκε ως κλητήρας, β) την 1/1/1979 προήχθη σε δόκιμο ταμία, γ) την 1/1/1981 προήχθη σε βαθμό ταμία, δ) την 1/1/1983 προήχθη σε ταμία Γ’ , ε) την 1/1/1985 προήχθη σε ταμία Β’ , στ) την 1/1/1987 προήχθη σε ταμία Α’ , ζ) την 1/1/1989 προήχθη σε Λογιστή Α’ , η) την 1/1/1990 προήχθη σε βοηθό τμηματάρχη, θ) την 1/1/1993 προήχθη σε τμηματάρχη Β’ και ι) την 1/1/1998 προήχθη σε τμηματάρχη Α’ . Τοποθετήθηκε διαδοχικά: α) την 20/10/1976 στο ..., στις 22/4/1977 στο ... και στις 1/1/1982 πάλι στο ... ως υπάλληλος, β) την 4/1/1988 στο ... ως Προϊστάμενος Καταθέσεων, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 29/12/1989 μέχρι 5/9/1990 στο ... ως Προσωρινός Διευθυντής και στις 6/9/1990 ως Διευθυντής, δ) την 7/3/1992 στο ως άνω Κατάστημα ως διευθυντής, ε) την 4/4/1994 στο ... ως υποδιευθυντής, στ) στις 18/10/1999 στο ... ως Διευθυντής, ζ) την 20/6/2001 στη Διεύθυνση Προσωπικού, η) την 10/7/2002 στο ... ως Διευθυντής Καταστήματος, θ) την 21/4/2003 στη Διεύθυνση Προσωπικού και ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1/6/2003 μέχρι 10/12/2006 στο ... ως Διευθυντής. Του χορηγήθηκε: α) δικαίωμα προσωρινής Β’ υπογραφής στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/7/1987 μέχρι την 31/12/1987, β) δικαίωμα προσωρινής Α’ υπογραφής στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 29/12/1989 μέχρι 5/9/1990 και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης και Δωδεκανήσου κατά το χρονικό διάστημα από 28/2/1992 μέχρι 6/3/1992, γ) δικαίωμα Β’ κανονικής υπογραφής κατά το χρονικό διάστημα από 4/1/1988 μέχρι 5/9/Ι9 στο ... ... και δ) δικαίωμα Α’ κανονικής υπογραφής κατά τα χρονικά διαστήματα από 6/9/1990 μέχρι 3/4/1994, από 18/10/1999 μέχρι 25/4/2000 και από 26/4/2000 μέχρι 20/6/2001 στο ..., στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 4/4/1994 μέχρι 17/10/1999, στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 10/7/2002 μέχρι 20/4/2003 και στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/6-2003 μέχρι 10/12/2006. Αξιολογήθηκε κατά τα έτη 2000 και 2002 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,2, κατά το έτος 2003 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,7, κατά το έτος 2004 με μέσο όρο βαθμολογίας 8,6 και κατά το έτος 2005 με τον χαρακτηρισμό "Πολύ Ικανοποιητικό", ενώ κατά το έτος 2001 δεν αξιολογήθηκε, διότι του είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης στις 24/9/2001. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι ο ενάγων υπερέχει του συγκεκριμένου συναδέλφου του ως προς την ειδική αρχαιότητα, αφού ο ενάγων προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη Α’ στις 1/1/1995, ενώ ο συγκρινόμενος προήχθη στον ίδιο βαθμό στις 1/1/1998. Επίσης ο ενάγων υπερέχει του συγκρινόμενου ως προς το χρόνο απόκτησης προσωρινού δικαιώματος Α’ και Β’ υπογραφής καθώς και ως προς τον χρόνο απόκτησης κανονικού δικαιώματος Β’ υπογραφής, αλλά και ως προς τον χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, αφού ο ενάγων από 1/6/1983 ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου στο ..., ενώ ο συγκρινόμενος στις 4/1/1988 έγινε Προϊστάμενος Καταθέσεων στο .... Ακόμη ο ενάγων υπερτερεί του συγκρινόμενου ως προς τους τίτλους σπουδών, καθότι αυτός είναι απόφοιτος ΑΕΙ και έχει παρακολουθήσει 17 εκπαιδευτικά σεμινάρια, σε αντίθεση με τον συγκρινόμενο, ο οποίος είναι απόφοιτος Λυκείου και δεν έχει παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο. Αναφορικά με τη γνώση ξένης γλώσσας και το κριτήριο της βαθμολογίας οι συγκρινόμενοι είναι ισότιμοι, δεδομένου ότι έχουν επαρκή γνώση, χωρίς πιστοποίηση της αγγλικής γλώσσας και οι βαθμολογίες τους σχεδόν συμπίπτουν με μικρές διαφοροποιήσεις. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο συγκρινόμενος υπερτερεί του ενάγοντος ως προς τη στάθμη των υπεύθυνων καθηκόντων που ασκούσε κατά τα πλησιόχρονα της προαγωγής έτη δεδομένου ότι αυτός άσκησε επί σειρά ετών διευθυντικά καθήκοντα σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν άσκησε ποτέ τέτοια, ενώ επιπλέον ο συγκρινόμενος υπερέχει του ενάγοντος και ως προς τη γενική αρχαιότητα. Με βάση τα ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπερέχει καταφανώς του συγκρινόμενου Ι. Π., αφού υπερέχει έναντι αυτού ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, ως προς τους τίτλους σπουδών, ως προς την παρακολούθηση σεμιναρίων και ως προς το χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, ο δε συγκρινόμενος υπερέχει έναντι του ενάγοντος ως προς την γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα και ως προς τη στάθμη των υπευθύνων καθηκόντων που ασκούσε κατά τα πλησιόχρονα της προαγωγής έτη, που δεν είναι ικανά να καταλύσουν την υπεροχή του ενάγοντος σ’ όλα τα υπόλοιπα κριτήρια. Επομένως, η παράλειψη προαγωγής του ενάγοντος κατά την προαγωγική κρίση της 1/1/2006 υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού δευτέρου λόγου της έφεσης της εναγομένης. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται από τις προαναφερόμενες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ότι η παράλειψη του ενάγοντος κατά τις ως άνω προαγωγικές κρίσεις είναι παράνομη , κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, και ως εκ τούτου άκυρη, με αποτέλεσμα να αναγνωρίσει το δικαίωμα της προαγωγής του από 1/1/2006 καθώς και την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σ’ αυτόν τις μισθολογικές διαφορές που απώλεσε, τις οποίες με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων αυτός προσδοκούσε, ως συνέπεια της προαγωγής του στον ανώτερο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης, αν δεν είχε μεσολαβήσει η άδικη ως άνω παράλειψή του. Τέλος, από την μη προαγωγή του ενάγοντος κρίση του αρμόδιου οργάνου της εναγομένης, που λήφθηκε κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος, συνιστώσα αδικοπραξία (άρθρα 281, 914 ΑΚ), ο ενάγων υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του και πρέπει, προς αποκατάσταση αυτής, να του επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος του προαγωγικού οργάνου της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος πρέπει να προσδιοριστεί στο εύλογο ποσό των 2000 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων για την προσβολή που υπέστη στην προσωπικότητά του από την παράλειψη της προαγωγής του στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης υπέστη ηθική βλάβη και στη συνέχεια για την αποκατάσταση αυτής του επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση το αυτό ως άνω ποσό των 2000 ευρώ, δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της". Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Εφετείο έκρινε ότι προκύπτει καταφανής υπεροχή του αναιρεσιβλήτου έναντι του συγκρινομένου συναδέλφου του και ότι η παράλειψη προαγωγής του στον βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης είναι καταχρηστική.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Οργανισμού της αναιρεσείουσας τράπεζας και αυτή του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι υπό τα προαναφερόμενα περιστατικά προκύπτει καταφανής υπεροχή του αναιρεσιβλήτου έναντι του προς σύγκριση συναδέλφου του, ο οποίος προήχθη με τις προαγωγικές κρίσεις της 1/1/2006. Επίσης το Εφετείο, με τις ίδιες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, στηρίζει το διατακτικό της.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο δεύτερος, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμοι. 3. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα τoυ αναιρεσιβλήτoυ, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-12-2016 αίτηση για αναίρεση της 2342/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Προαγωγές υπαλλήλων της Ιονικής και Λαϊκής και ήδη της συγχωνευθείσας με αυτήν εναγομένης -αναιρεσείουσας ALPHA τράπεζας στο βαθμό του Εντεταλμένου Διεύθυνσης σύμφωνα με τον έχοντα ισχύ νόμου Οργανισμό Προσωπικού της. Η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του. του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Έννοια καταφώρως άδικης κρίσης Συγκριτική παράθεση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων αυτών. Κατάδηλη υπεροχή στην ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, στους τίτλους σπουδών, στην παρακολούθηση σεμιναρίων και στον χρόνο άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων. Λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ. (Απορρίπτει αναίρεση ) . | Προαγωγές υπαλλήλων | Απορρίπτει αναίρεση, Προαγωγές υπαλλήλων. | 0 |
Αριθμός 612/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μαραγκού, η οποία δήλωσε ότι διορθώνει την αίτηση αναίρεσης στο σημείο που αναφέρει την επίδοση της εφετειακής απόφασης και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ι., 2) Μ. Β., 3) … και 142)Π. Λ., κατοίκων όλων …. Οι 1η, 3η, 7η, 9η, 19η, 20η, 22η, 45ος, 60η, 83η, 90η, 95ος, 135η και 136ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, που κατάθεσε προτάσεις. Η 44η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγαθή Μεταξά, η οποία ανακάλεσε την από 15-1-2018 δήλωσή της κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Οι λοιποί δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 30-10-2012 (με αριθμούς κατάθεσης 6261/2012, 6262/2012 και 6263/2012) αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1200/2013 και 1849/2013 διορθωτική αυτής του ίδιου Δικαστηρίου και 1537/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την από 20-4-2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 20-4-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1537/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ κατά της 1200/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν τις συνεκδικαζόμενες τρεις αγωγές, με τις οποίες οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι ζητούσαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο ΝΠΔΔ, στο οποίο εργάζονταν με συμβάσεις έργου ή εξαρτημένης εργασίας, να τους καταβάλει τα αναφερόμενα ποσά για οφειλόμενα επιδόματα εορτών και αδείας και "κατ' αποκοπή έξοδα κίνησης" για το αναφερόμενο χρονικό διάστημα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, απορρίφθηκε στη συνέχεια αυτή κατ' ουσίαν. Η αίτηση παραδεκτά έρχεται προς συζήτηση με κλήση των αναιρεσιβλήτων. 2. Καίτοι, κατά το άρθρο 566 ΚΠολΔ το έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 έως 120 απαιτούμενα στοιχεία, κατά δε τα άρθρα 118 και 119 του ίδιου Κώδικα το στο Δικαστήριο υποβαλλόμενο δικόγραφο πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων και το όνομα, επώνυμο και πατρώνυμο των διαδίκων και ακριβή καθορισμό της διεύθυνσης αυτών, σε τρόπο ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτών, η παράλειψη ή η εσφαλμένη αναγραφή κάποιου εκ των στοιχείων αυτών, εφόσον δεν δημιουργείται εντεύθεν αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου, δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου (ΑΠ 415/2016, ΑΠ 1767/1983). Επομένως, η παράλειψη του αναιρεσείοντος να αναγράψει στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης τα ονόματα των λοιπών, πλην της πρώτης, αναιρεσιβλήτων, αρκεσθέντος μετά το όνομα του πρώτου να αναγράψει κ.λ.π., και των οποίων όμως τα ονόματα αναγράφονται στην από 20-4-2017 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της αναίρεσης, εφόσον από το καθόλου περιεχόμενο του δικογράφου ουδεμία αμφιβολία γεννάται περί της ταυτότητος των αναιρεσιβλήτων, δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου και συνακόλουθα απαράδεκτο της αίτησης αναίρεσης. 3. Από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ο ίδιος ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση της αναίρεσης με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν αυτός παρών, υπό την επιφύλαξη του ότι η από αυτόν επίσπευση της συζήτησης είχε λάβει χώρα εγκύρως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του Ν.4509/2017, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή εδικά, για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή, ενώ κατά το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Τέλος, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του ως άνω άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ που καθιερώνει την αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι (Ολ.ΑΠ 39/2005), προκύπτει ότι, εάν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση απουσιάζει ή παρίσταται αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, αυτός θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση αυτού με την οποία εμφανίζεται ως επιμελούμενος τη συζήτηση, με αποτέλεσμα να μην χωρεί εφαρμογή της τελευταίας διάταξης για συζήτηση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (Ολ.ΑΠ 39/2005, Ολ.ΑΠ 9/2003, Ολ.ΑΠ 9/1992). Στην περίπτωση αυτή, εάν δεν προκύπτει άλλοθεν κλήτευση του απολιπομένου ή μη προσηκόντως παρισταμένου διαδίκου, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς αυτόν (ΑΠ 1374/2017, ΑΠ 526/2016, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 453/2011, ΑΠ 340/2011). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.3 εδ. β του ιδίου Κώδικα, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στη προκειμένη περίπτωση, η επίσπευση της συζήτησης της ένδικης από 20-4-2017 αίτηση αναίρεσης του άνω ΝΠΔΔ κατά της 1537/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (16-1-2018), έλαβε χώρα με επιμέλεια όλων των αναιρεσιβλήτων, εκατόν σαράντα δύο (142) τον αριθμό, όπως προκύπτει από την 2845 Δ/ 27-10-2017 έκθεση επίδοσης αυτών με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω ορισθείσα δικάσιμο της 16-1- 2018 προς το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, την οποία συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Γ. και επικαλούνται με τις προτάσεις των και προσκομίζουν οι κατά τη συζήτηση παριστάμενοι αναιρεσίβλητοι. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης εκπροσωπήθηκαν, α) οι αναιρεσίβλητοι με αριθμούς 1, 3, 7, 9, 19, 20, 22, 45, 60, 83, 90, 95, 135 και 136 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρακόπουλο και β) η αναιρεσίβλητη με αριθμό 44 από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγαθή Μεταξά, ενώ οι υπόλοιποι αναιρεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν ούτε παρέστησαν. Ούτε επίσης προκύπτει η εκ μέρους του αντιδίκου τους ΝΠΔΔ κλήτευση των τελευταίων, προκειμένου να παραστούν αυτοί κατά την εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά την ορισθείσα κατά τα άνω δικάσιμο. Επομένως, εφόσον οι τελευταίοι αναιρεσίβλητοι δεν επέσπευσαν νομίμως τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, ούτε κλητεύθηκαν νομίμως, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς αυτούς, οι οποίοι συνδέονται με σχέση απλής ομοδικίας με τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς αυτούς, ενώ για τους παρισταμένους προσηκόντως λοιπούς πρώτους αναιρεσιβλήτους, πρέπει ο Άρειος Πάγος να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση ως προς τους παραπάνω ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 4. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ 1 και 577 παρ 3 του ΚΠολΔ στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλομένη αιτίαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζονται, πλην των άλλων η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, καθώς επίσης, εφ` όσον το δικαστήριο έκρινε επί της ουσίας της υπόθεσης, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, ήτοι τα πραγματικά γεγονότα, που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, εάν δε απέρριψε την αγωγή ή γενικώς τον ισχυρισμό ως μη νόμιμο το περιεχόμενο της αγωγής ή του ισχυρισμού, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου της αναίρεσης δεν δύναται να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 967/2015 ΑΠ 1704/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβιάσεως κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Συγκεκριμένα εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι επί εφέσεως που άσκησε το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης 1200/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η προσβαλλομένη 1537/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω ως προς τον λόγο αναίρεσης εκτίθενται τα εξής: << Ήδη σήμερα, με την παρούσα αίτησή μας αναιρέσεως προσβάλλουμε την απόφαση αυτή του Εφετείου Αθηνών προβάλλοντας ως λόγο την παραβίαση άρθρου κανόνα δικαίου και συγκεκριμένα την παραβίαση του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος καθώς και του άρθρου 21 του ν.2190/1994 για τους παρακάτω νόμιμούς, βάσιμους και αληθείς λόγους: Οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος ορίζουν τα εξής: Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται με ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επιπλέον στο ίδιο άρθρο με την παρ. 7 που προστέθηκε προβλέπεται ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στο έλεγχο Ανεξάρτητης Αρχής. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 επιβλήθηκε στο κοινό νομοθέτη και στην διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την αρχική αγωγή τους προέβαλαν τον ψευδή ισχυρισμό ότι προσελήφθησαν από τον ως άνω Οργανισμό με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας και εξ αυτού προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και εξ αυτού του λόγου θα έπρεπε να μετατραπεί η σχέση εργασίας τους σε ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Όπως ήδη προελέχθη αυτό αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος και για τους λόγους αυτούς ο ισχυρισμός τους αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Εκ του λόγου αυτού παρανόμως αιτούνται τυχόν διαφορές μισθολογικού χαρακτήρα καθώς ως συμβασιούχοι έργου δεν δικαιούνται τις ίδιες παροχές με τους λοιπούς εργαζομένους τους δημοσίου τομέα. Το αίτημά τους αυτό θα πρέπει να απορριφθεί καθώς στηρίζεται σε παράνομο ισχυρισμό ότι θα έπρεπε να έχουν τις ίδιες αποδοχές με τους λοιπούς εργαζομένους του Δημοσίου καθώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός τους έχει απορριφθεί ήδη με σειρά πρωτόδικων αποφάσεων και καθώς δεν έχει κριθεί ότι νομίμως προβάλουν τον ισχυρισμό ότι θα έπρεπε να έχουν τις απολαβές υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αφού, όπως προελέχθη, δεν τους έχει επιδικασθεί το συγκεκριμένο δικαίωμα καθώς αντίκειται στο 103 του Συντάγματος. Επειδή ασκούμε νομίμως την παρούσα αναίρεσή μας κατόπιν της αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΟΠΑΝΔΑ, κι εμπροθέσμως .... Επειδή η παρούσα αναίρεσή μας στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 21 του Κώδικα νόμων Περί δικών του Δημοσίου, 276 παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και 53 παρ. 4 του ΠΔ Ι8/89.
Για τους λόγους αυτούς ΖΗΤΟΥΜΕ .Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας αναιρέσεως. Να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση υπ' αριθμόν 1537/2015 του Εφετείου Αθηνών>>. Με αυτό το περιεχόμενο ο μοναδικός αυτός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος ως αόριστος και συνακόλουθα απορριπτέος, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτόν οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, αν δηλαδή η έφεση έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους ή κατ' ουσίαν ούτε το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, ως ηττηθέν, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων μειωμένα στο ήμισυ, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει τον χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους με αριθμούς 2, 4, 5, 6, 8, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 91, 92, 93, 94, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 137, 138, 139, 140, 141 και 142 αναιρεσιβλήτους.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς αυτούς.
Απορρίπτει την από 20-4-2017 αίτηση αναίρεσης της 1537/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τους λοιπούς παρισταμένους με αριθμούς 1, 3, 7, 9, 19, 20, 22, 44, 45, 60, 83, 90, 95, 135 και 136 αναιρεσιβλήτους.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε οκτακόσια πενήντα (850) ευρώ για το κάθε διάδικο μέρος, που παρέστη με χωριστό δικηγόρο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Η μη αναγραφή όλων των ονομάτων των αναιρεσιβλήτων στο αναιρετήριο , εφόσον δεν γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτών, δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου. Ερημοδικία μερικών αναιρεσιβλήτων. Αόριστος ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτόν οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν δηλαδή η έφεση έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους ή κατ' ουσίαν ούτε το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Απορρίπτει αναίρεση. | Απορρίπτει αναίρεση | Απορρίπτει αναίρεση. | 0 |
Αριθμός 572/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ. Ν. του Γ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Φιλανθρωπικού Σωματείου με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Ανανιάδου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/8/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1356/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 479/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/6/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 7/1/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 2-6-2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 479/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της 356/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε στη συνέχεια κατ' ουσίαν η αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για συμπλήρωση της αποζημίωσης απόλυσής της λόγω συνταξιοδότησης το ποσό των 16.907,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). Ήδη η υπόθεση έρχεται προς συζήτηση με την από 13-3-2017 κλήση της αναιρεσείουσας. 2. Κατά το άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημιώσεως από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 526/2008, ΑΠ 1938/2007). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α' του ΑΚ. η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο επίσης άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007). Η ως άνω προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008), αφετέρου δε διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 44/2006). Εξάλλου, η αποσβεστική αυτή προθεσμία αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. 'Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του ως άνω δικαιώματος. Η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ), με την άσκηση καταψηφηστικής ή αναγνωριστικής αγωγής για την ως άνω αξίωση αποζημίωσης, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι (6) μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 271 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (ΑΠ 1521/2013). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται μεταξύ των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί καταβολής ολοκλήρου της αποζημίωσης και των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί συμπλήρωσης της ως άνω αποζημίωσης, οσάκις ο εργοδότης έχει καταβάλει εμπροθέσμως μέρος αυτής, εφόσον η ίδια η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 3198/1955, η οποία ορίζει "πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το Β.Δ της 16/18 Ιουλ. 1920 αποζημιώσεως ..." κατά τη γραμματική της διατύπωση αφορά αμφότερες τις περιπτώσεις καταβολής ή συμπλήρωσης της αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο. κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή‚ ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ ουσία (Ολ.ΑΠ 10/2011, 21/2013, ΑΠ 246/2015). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20, προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα (λάθος στην ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου), όταν δηλαδή αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 - 465 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πράγματι έχει, ακολούθως δε, καταλήγει, στηριζόμενο σε τούτο μόνον, ή κυρίως σε αυτό, σε περίπτωση συνεκτιμήσεως του με άλλα αποδεικτικά μέσα, σε επιζήμιο για το διάδικο - αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση κατά την οποίαν το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση η οποία είναι σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 15/2014, 432/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένης αγωγής καταβολής συμπληρωματικής αποζημίωσης από απόλυση της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) στις 30-6-2010, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εκ του άρθρου 559 αρ. 20 και 1 ΚΠολΔ, αναιρετικές πλημμέλειες, με τις αιτιάσεις ότι κατά το σχηματισμό της κρίσης της παραμόρφωσε περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, αφετέρου δε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 με το να δεχθεί ότι η ένδικη αγωγή είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν κοινοποιήθηκε μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από την από 30-6-2010 καταγγελία της σύμβασης. Σχετικά με τα ως άνω ζητήματα το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κρίνοντας επί της ένδικης αγωγής, ύστερα από έφεση του εναγομένου - αναιρεσιβλήτου, δέχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε την από 6-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 49…/11-8-2010 αγωγή με την οποία ζητούσε συμπληρωματική αποζημίωση απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης από το εναγόμενο, ότι την αγωγή αυτή επέδωσε στο τελευταίο στις 12-8-2010, καλώντας αυτό να παραστεί προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο στις 26-1-2012, όπως προκύπτει από την με αριθμό 5702Δ'/12-8-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ρ., ότι, επειδή η αγωγή αυτή είχε προσδιοριστεί από παραδρομή στο τμήμα Μισθώσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα κατέθεσε εκ νέου την ίδια αγωγή που έλαβε αριθμό κατάθεσης 48…/11-8-2010, την οποία επέδωσε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, καλώντας αυτό να παραστεί προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο στο τμήμα εργατικών διαφορών στις 23-5-2012, όπως προκύπτει από την με αριθμό 90...'/25-1-2012 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, ότι κατά τη δικάσιμο στις 23-5-2012 δικάστηκε η ένδικη αγωγή και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι από τα παραπάνω προκύπτει ότι ασκήθηκαν (με κατάθεση και επίδοση) από την ενάγουσα δύο αγωγές με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ότι η πρώτη αγωγή, που επιδόθηκε εντός του εξαμήνου από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, διέκοψε την αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ.2 εδ.α' του Ν. 3198/1955, ότι η δεύτερη (ένδικη) αγωγή η οποία εκδικάστηκε, στις 23-5-2012, επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, ήτοι δεκαοκτώ και πλέον μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης, που έγινε στις 30-6-2010,ότι μεταξύ των δύο παραπάνω επιδόσεων, μεσολάβησε χρονικό διάστημα πλέον του εξαμήνου και συνεπώς η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκε με την πρώτη επίδοση συμπληρώθηκε έως τη δεύτερη επίδοση, ότι από το περιεχόμενο της (ένδικης) δεύτερης αγωγής και από το περιεχόμενο των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε από την πρώτη κατατεθείσα αγωγή, ώστε η αποσβεστική προθεσμία να λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την αγωγή αυτή, εφόσον βέβαια και η δεύτερη (ένδικη) αγωγή ασκείτο εντός έξι μηνών, ότι, επειδή οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν συντρέχουν εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή που επιδόθηκε στις 25-1-2012, απαραδέκτως ασκήθηκε μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, καθόσον ήδη επήλθε απόσβεση του ως άνω δικαιώματος της ενάγουσας για λήψη συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα τις ανωτέρω διατάξεις εφάρμοσε, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης και κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη κατ' ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ν' απορριφθεί η αγωγή . Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, Α) με το να δεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκαν εκ μέρους της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) δύο αγωγές, με το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα, ήτοι η με αριθμ. καταθ 49…/11-8-2010, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 12-8-2010, με ορισθείσα δικάσιμο στις 26-1-2012, και η υπ' αριθμ. καταθ. 48…/11-8-2010, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, με ορισθείσα δικάσιμο στις 23-5-2012, δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του περιεχομένου της πρώτης αγωγής, που κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας-αναιρεσείουσας πρόκειται για άλλη αγωγή της με διαφορετικό περιεχόμενο και αίτημα και με διαφορετικό εναγόμενο πρόσωπο, αλλά αφού την ανέγνωσε σωστά, την συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό, και Β) με το να απορρίψει την αγωγή, ως απαράδεκτη, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, αφού η κρινόμενη αγωγή που επιδόθηκε στο αναιρεσίβλητο στις 25-1-2012, απαραδέκτως ασκήθηκε μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, ήτοι δεκαοκτώ και πλέον μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης, που έγινε στις 30-6-2010. Επομένως οι από το άρθρο 559 αριθ.20 και 1 πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2015 αίτηση για αναίρεση της 479/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Η αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημιώσεως από απόλυση του είναι απαράδεκτη, αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή. Λόγοι αναίρεσης: Παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 20. Απορρίπτει αναίρεση. | Αποζημίωση μισθωτού | Αποζημίωση μισθωτού. | 0 |
Αριθμός 567/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2018, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος Χ. Τ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, για επανεξέταση παραλειφθέντων λόγων αναίρεσης που δεν εξέτασε η απόφαση 1880/2017 του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αιτών με την από 20 Ιανουαρίου 2018 αίτησή του, που κατατέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 24 Ιανουαρίου 2018 και τους από 10 Φεβρουαρίου 2018 πρόσθετους λόγους αυτής, ζητεί την επανεξέταση παραλειφθέντων λόγων αναίρεσης που δεν εξέτασε η υπ’ αριθ.1880/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...18.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., που αναφέρεται στη διαδικασία συζητήσεως της αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ, κατά την παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Δηλαδή, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρίσταται στη συζήτηση με συνήγορο, ο οποίος διορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 96 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως ή εκπροσωπείται από συνήγορο, που έχει διοριστεί με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνον από τις πράξεις αυτές. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 514 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν παρασταθεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο, ή αν παρασταθεί αυτοπροσώπως, χωρίς ο ίδιος να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, γραμμένου σε οιοδήποτε Δικηγορικό Σύλλογο της χώρας ή άλλης χώρας της Ε.Ε., θεωρείται μη προσήκουσα η παράστασή του και ως μη εμφανιζόμενος και, εφόσον αυτός κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, η αίτησή του απορρίπτεται λόγω μη εμφανίσεώς του κατά τη συζήτησή της. Τα ίδια ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο αναιρεσείων ζητεί, με νέα αίτησή του ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, την εξέταση αναιρετικού λόγου, τον οποίο είχε προβάλει αυτός με προηγούμενη αίτηση αναιρέσεως αλλά ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει, αφού δεν πρόκειται για περίπτωση από τις οριζόμενες στο εδαφ.δ’ (στοιχ.α’ και β’ ) του άνω άρθρου 514 ΚΠοινΔ (παράθεση εφαρμοσθέντος άρθρου του ποινικού νόμου ή εφαρμογή νέου επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου), κατά τις οποίες και μόνον ο Άρειος Πάγος ενεργεί αυτεπαγγέλτως ακόμη και αν δεν εμφανιστεί (προσηκόντως) ο αναιρεσείων. Εξάλλου, αυτεπάγγελτος ή κατόπιν αιτήσεως διορισμός συνηγόρου στον αναιρεσείοντα που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου και αν ακόμη αφορά η υπόθεση κακούργημα, για οιοδήποτε λόγο, όπως λόγω οικονομικής αδυναμίας του αναιρεσείοντος να διορίσει δικηγόρο της αρεσκείας του, δεν προβλέπεται στην ακυρωτική διαδικασία στον Άρειο Πάγο, ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 20 Συντάγματος εκ του μη αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου και εκ του ότι δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη εμφάνιση και παράσταση από αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μη δικηγόρο, διότι στον Άρειο Πάγο εξετάζονται μόνο νομικά ζητήματα και όχι η ουσία των υποθέσεων. Άλλωστε, έχει θεσμοθετηθεί από την Ελληνική πολιτεία, στο πλαίσιο των αρχών της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6 και 7 του Ν. 3226/2004, διαδικασία διορισμού συνηγόρου και στον Άρειο Πάγο, προ της δικασίμου και όχι επί της έδρας, από κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου, κατόπιν απλής, χωρίς τη μεσολάβηση δικηγόρου, αιτήσεως του ενδιαφερομένου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, απευθυνόμενης προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, για πολίτες χαμηλού εισοδήματος, που δεν διαθέτουν τα μέσα να πληρώσουν συνήγορο για να παραστούν στον Άρειο Πάγο, υποβαλλόμενη 15 ημέρες προ της δίκης, αν έχουν καταδικασθεί με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον 12 μηνών. Έτσι, η ως άνω επιβαλλόμενη από τον νομοθέτη υποχρέωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να παρίσταται στον Άρειο Πάγο μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου δεν είναι υπέρμετρη, διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης στο ανώτατο αυτό επίπεδο αναιρετικού ελέγχου των αποφάσεων και δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση του κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο (βλ. και Ολ. Α.Π. 2/2008) και, ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι οποίες εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, αφού από τις τελευταίες υπερνομοθετικές διατάξεις δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να θέτει όρους και περιορισμούς, υπό τους οποίους ασκείται το υπό των διατάξεων αυτών κατοχυρούμενο δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιστέλλουν την δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια, με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άνω δικαίωμα να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 2018 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθ. ...2-2018 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί προσηκόντως στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της από 20-1-2018, εγχειρισθείσας στις 24-1-2018 στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, αιτήσεώς του προς επανεξέταση παραλειφθέντων λόγων αναιρέσεως που, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν εξέτασε η υπ’ αριθ. 1880/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε προσηκόντως μετά δικηγόρου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, αφού ο αιτών - αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μετά ή διά συνηγόρου και ο ίδιος δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, η ως άνω αίτησή του περί επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως, που δεν εξέτασε η υπ’ αριθ. 1880/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς και οι από 10-2-2018 πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν, λόγω μη προσήκουσας παραστάσεώς του και μη εμφανίσεώς του προσηκόντως κατά τη συζήτησή τους και να επιβληθούν σ’ αυτόν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την εγχειρισθείσα στις 24-1-2018 στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από 20-1-2018 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Τ. του Α., κατοίκου ..., προς επανεξέταση παραλειφθέντων λόγων αναιρέσεως που δεν εξέτασε η υπ’ αριθ. 1880/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς κα τους από 10-2-2018 πρόσθετους λόγους αυτής, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αιτούντα αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παράσταση μετά ή διά συνηγόρου στον Άρειο Πάγο. Δεν χωρεί αυτοπρόσωπη παράσταση μη δικηγόρου. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη προσήκουσας εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας | Δικαστικά έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Δικαστικά έξοδα. | 0 |
Αριθμός 525/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... SECURITY SERVICES ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ και το διακριτικό τίτλο ... SERVICES S.A. που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτη Τερεζάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Φ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Θεοφάνους, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/9/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 484/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4403/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 22/6/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 22-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4403/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 484/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το ποσό των 12.542,88 για αποδοχές από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς του, στην οποία περιήλθε αυτή λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, 7/2006, 4/2005, ΑΠ 837/2015). Με την διάταξη του άρθ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ ελέγχεται η κρίση ως προς τη νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτό δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία ) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα ( ΑΠ 769/2017, ΑΠ785/2017,ΑΠ 837/2015, ΑΠ 614/2015). Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 1262/2014,ΑΠ 119/2014, 765/2008). Δεν αποτελούν αιτήσεις, υπό την ως άνω έννοια, οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και γενικά τα ‘ ‘ πράγματα’ ‘ κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι λόγοι έφεσης, τους οποίους δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία διάταξη, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ‘ ‘ πράγματα ‘ ‘ , η μη λήψη υπόψη των οποίων, καίτοι προταθέντων, θεμελιώνει το λόγο αυτό αναίρεσης, νοούνται οι αυτοτελείς και παραδεκτά προτεινόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν τη βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, με την έννοια δε αυτή πράγματα αποτελούν και οι λόγοι έφεσης που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς. Αν με την αιτίαση αυτή προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε να είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά στο δεύτερο βαθμό, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, τούτο δε συμβαίνει και όταν δέχεται περιστατικά αντίθετα προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 14/2004 ). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρονται, εκτός από τα πράγματα που το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη, αν και προτάθηκαν, και όλα τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1262/2014, ΑΠ 145/2014, 139/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει (α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και (γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή επιδομάτων εορτών, προσαυξήσεων για εργασία κατά Κυριακές και αργίες και νύκτα συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αρκεί ν’ αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς ημερομηνίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλ’ αρκεί η αναφορά αυτών (ΑΠ 984/2013, ΑΠ 1108/2009, 235/2007, 1600/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17-9-2010 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται τα ακόλουθα : Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου προσλήφθηκε στις 19-11-2001 από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως φύλακας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι αποδοχών, όπως ορίζονται στις οικείες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις οποίες συνήψαν τα συνδικαλιστικά σωματεία του κλάδου του. Ωστόσο, η εναγομένη στις 17-6-2010 κατήγγειλε την ως άνω εργασιακή του σύμβαση, αφενός μεν καταβάλλοντάς του μικρότερη. της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης, αφετέρου δε διαπνεόμενη από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, όπως εκείνοι λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή. Ο μήνας Μάιος του έτους 2010 είναι ο τελευταίος μήνας πλήρους απασχόλησής του στην εναγομένη με βάση το .../5-5-2010 ωροπρόγραμμα της. Έτσι οι αποδοχές του, που έπρεπε να του καταβάλει ανέρχονταν ( νόμιμος μισθός και για την πρόσθετη εργασία του τα Σάββατα ,αργίες και νύκτες) : α) Με βάση το άρθρο 6 της από 13.3.1986 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και τα άρθρα 1.1 και 1.2 του Παραρτήματος Α’ της …/2009 εθνικής κλαδικής σσε ο νόμιμος μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1.165,78 ευρώ, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. β) Για νυχτερινή εργασία του που πραγματοποίησε στις 4-5-2010 από 23:ΟΟμ.μ-08:ΟΟ π.μ =7 ώρες, στις 5-5-2010 από 23:ΟΟμ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 6-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 7-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:3Ο ττ.μ =7 ώρες, στις 8-5-2010 από 19:30 μ.μ-07:30 π.μ=8 ώρες, στις 9-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ=7 ώρες,12-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=8 ώρες, στις 13-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ- 08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 14-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ =7 ώρες, στις 16-5-2010 από 14:ΟΟ μ.μ-23:ΟΟ μ.μ=1 ώρα, στις 18-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 19-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ= 8 ώρες, στις 20-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 21.5.10 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ=7 ώρες, στις 23-5-2010 από 19:30 μ.μ-07:30π.μ=8 ώρες, στις 24-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=8 ώρες, στις 6-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, 27-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 28-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ- 07:3Ο ττ.μ=7 ώρες, στις 29-5-20 από 19:30 μ.μ-08:ΟΟπ.μ=8ώρες,ήτοι, 7+7+7+8+8+7+7+1+7+7+8+8+7+7+8 +7+7+7+8=140 ώρες νυχτερινής εργασίας Χ 1,75=245,00 ευρώ. γ) Για τα 3 Σάββατα που εργάσθηκε στην εναγομένη στις 8-5-2010, στις 22-5-2010 και στις 29-5-2010 για 04.30 ώρες για το καθένα από αυτά και σύνολο 04:30Χ3=13:30ώρεςΧ6,99 το ωρομίσθιο = 92,97ευρώΧ30%(ν.3846/10άρθρ.8)=27,89+92,97=120,86ευρώ, δ) Για τις 3 Κυριακές που εργάσθηκε στην εναγομένη στις 16-5-2010 από 14:ΟΟμ.μ-23:ΟΟ μ.μ=10 ώρες, στις 23-5-2010 από 19.30 μ.μ -07.30 π.μ =04.30, στις 30-5-2010 από 18:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=6 ώρες, άρα εφόσον δεν έλαβε ρεπό στην ερχόμενη εβδομάδα της κάθε μίας από τις ανωτέρω απασχολήσεις του, δικαιούται: 10+04:30+6=20:30 ώρες εργασίας Κυριακών Χ 6,99 το νόμιμο ωρομίσθιο= 141,90 ευρώ Χ 75%=248,32 ευρώ και στ) Για τις 2 παράνομες υπερωριακές απασχολήσεις του, στις ημέρες των αντίστοιχων ρεπό του μηνός Μαΐου του 2010, που η εναγομένη στην σχετική εξοφλητική απόδειξή της, αυθαιρέτως ονόμασε οικειοθελείς παροχές, του κατέβαλλε το ποσό των 40,00 ευρώ, έστω όμως και έτσι και εφ’ όσων δεν έγινε αναγγελία τούτων, βάση του Ν.3385!2005 οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 40,00 ευρώ προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 40,00 Χ100%= 40,00+40,00= 80,00 ευρώ. Επομένως για το μήνα Μάιο του έτους 2010 που είναι και ο τελευταίος μήνας πλήρους απασχολήσεώς του στην εναγομένη και για τις υπό στοιχεία α’ , β’ γ’ , ‘ δ’ και στ’ αιτίες, έπρεπε αυτή να του καταβάλλει 1165,78+245,00 +120,86+248,32+80,00=1859,96 ευρώ. Με βάση υπολογισμού το ποσό των 1859,96 ευρώ και πιθανή ημερομηνία συζήτησης της παρούσης αγωγής την 18-6-2011, οφείλει η εναγομένη εξαιτίας και μόνο της άκυρης απολύσεώς του (και με την επιφύλαξη διεκδίκησης των υπολοίπων δεδουλευμένων κλπ) να του καταβάλλει τα κάτωθι ποσά: Α) Για τακτικούς μισθούς υπερημερίας, του χρονικού διαστήματος από 18-6-2010 (επομένης της απολύσεώς του), έως 18-6-2011 το ποσό των 26039,44 ευρώ (1859,96 Χ 14 = 26039,44), άλλως και όλως επικουρικώς το ποσό των 2003,82 ευρώ που προκύπτει ως εξής: 1859,96 Χ 5 μήνες + 1/6 = 9609,79 ευρώ η νόμιμη αποζημίωση που έπρεπε να λάβει μείον 7605,97 η ελλιπής που έλαβε =2003,82 ευρώ η διαφορά αυτής και Β) Για το παραπάνω χρονικό διάστημα (από 18-6-2010 έως και 18-6-2011), για αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας και δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, το ποσό των 9.603,57 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά θα πρέπει να του καταβάλει η εναγομένη νομιμοτόκως από την πρώτη κάθε επομένου μηνός από εκείνου στον οποία είναι καταβλητέα και για κάθε έτος ξεχωριστά, με βάση την εργασιακή του σύμβαση, άλλως με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, άλλως με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ουδεμία αοριστία έπασχε ως προς τις ζητούμενες προσαυξήσεις νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές του μήνα Μαΐου του έτους 2010, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για την επιδίκαση αμοιβών για εργασία κατά τη νύκτα και Κυριακές αρκεί ο αριθμητικός προσδιορισμός των ημερών και ωρών αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, στοιχεία που με πληρότητα παρατίθενται στην αγωγή και μάλιστα αναφέρονται σ’ αυτήν και οι ακριβείς ημερομηνίες και ώρες.
Συνεπώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με το να δεχθεί περιστατικά νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές δεν έσφαλε. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση από τον αριθμό 1 του άρθρου . 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι στην αγωγή δεν περιέχονται περιστατικά νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. 3. Στην έννοια του "κανόνα ουσιαστικού δικαίου" του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ υπάγεται και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που έχει νομίμως καταρτιστεί από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των δύο πλευρών, ύστερα από ελεύθερες μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και έχει δημοσιευθεί νομίμως, αφού στις ΣΣΕ, με τις οποίες συμπληρώνονται οι γενικοί όροι εργασίας που καθορίζονται με νόμο (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), ρυθμίζονται ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών. ‘ Έτσι, η παραβίαση των ΣΣΕ από τα δικαστήρια της ουσίας, κατά την επίλυση των εργατικών διαφορών δημιουργεί τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω το άρθρο 1 παρ.1.2 του Α’ Παραρτήματος της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2009 , με τίτλο << Κατώτατα όρια αποδοχών>> ορίζει τα εξής : << Σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια στα οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι πλην των νεοπροσλαμβανομένων από 1/1/2009 δεν θα επέλθει ουδεμία μισθολογική μεταβολή (βασικός μισθός και επιδόματα) πλην από αυτά που προβλέπει η εργατική νομοθεσία (προσαυξήσεις νυχτερινών, αργιών, κ.λπ.) και των όσων ρητά αναφέρονται ανωτέρω (Άρθρο 1, παρ.1.1)>>. Το άρθρο 1.1. του Α’ Παραρτήματος της ίδιας κλαδικής ΣΣΕ ορίζει : << Οι κατώτατες βασικές αποδοχές των εργαζομένων ....αυξάνονται σε ποσοστό 5,5% για το έτος 2009 και ο μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 739,56 ευρώ στο κλιμάκιο (0-2) και ισχύουν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 Α 3 της ισχύουσας ΕΓΣΣΕ>>. Ακόμη το άρθρο 2 παρ. 2.9 του Ά Παραρτήματος της ίδιας Κλαδικής ΣΣΕ με τίτλο "Επιδόματα" ορίζει :<< Η μεταβατικότητα των κλιμακίων ισχύει μέχρι και την 31/12/2008 (δηλαδή όσοι εργαζόμενοι μέχρι και την παραπάνω ημερομηνία συμπληρώνουν την απαιτούμενη προϋπηρεσία γιο αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου μεταφέρονται στο επόμενο με την ανάλογη προσαύξηση). Από την 1-1-2009 μέχρι και 31-12-2009 δεν θα υπάρξει αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου για τους εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων που υπάγονται στην παρούσα Κ. Σ. Σ. Ε>>. Εξάλλου, στο προοίμιο της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2010, ορίζεται : "Οι παρούσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά εργασίας και κυρίως η αναγκαιότητα διασφάλισης των υφιστάμενων θέσεων εργασίας επιβάλλουν όπως για όλο το διάστημα ισχύος της παρούσης διατηρηθεί αμετάβλητο το μισθοδοτικό καθεστώς, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την προϊσχύουσα έως την 31-12-2009 από 8-4-2009 Κ.Σ.Σ.Ε. των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τους υπαγόμενους στο Παράρτημα Α της παρούσας". Επίσης, το άρθρο 1 παρ.1.1 του Παραρτήματος Α της ΚΣΣΕ 2010 ορίζει : "Οι κατώτατες αποδοχές όλων των μισθολογικών κλιμακίων που καλύπτει η παρούσα Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του Α’ παραρτήματος καταβάλλονται με τους ίδιους όρους όπως η προϊσχύουσα Κ.Σ.Σ.Ε. όπως είχαν διαμορφωθεί την 31-12-2009 αμετάβλητες, έως ότου κατατεθούν, συμφωνηθούν και προσαρτηθούν τα νέα κλιμάκια". Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: <<Δυνάμει της από 19-11-2001 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, η οποία τότε έφερε την επωνυμία "... ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ", προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως προσωπικό ασφαλείας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι του οριζόμενου μισθού, κατέχοντας μάλιστα την απαιτούμενη από το ν. 2518/1997 άδεια εργασίας, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι και τις 5-6-2012. Ειδικότερα, στο πλαίσιο παροχής της ως άνω εργασίας του, τοποθετήθηκε αρχικά στο χώρο φύλαξης του τυπογραφείου της εφημερίδας "Η ...", στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις (στα κεντρικά γραφεία) της εταιρίας ρολογιών … και από τον Ιανουάριο του 2002 στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας οικονομικών ερευνών <<...>>, θέση στην οποία παρέμεινε έως τις 17-6-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την εργασιακή του σύμβαση, καταβάλλοντάς του, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 7.605,97 ευρώ. Περαιτέρω. αποδείχθηκε ότι κατά τον τελευταίο εργασιακό μήνα πριν την απόλυσή του, δηλαδή κατά το διάστημα από τις 17-5-2010 έως τις 17-6-2010, ο ενάγων δικαιούταν να λαμβάνει ως τακτικές αποδοχές: α) 1.113,70 ευρώ (1.039,42 ευρώ ως βασικό μισθό, όπως εκείνος είχε διαμορφωθεί με βάση τη συναφθείσα από τα συνδικαλιστικά σωματεία των διαδίκων από 29-6-2010 εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και το προβλεπόμενο στην ίδια μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο εντασσόταν ο ενάγων ως άγαμος και με βάση της προηγούμενης από 8-4-2009 κλαδικής σύμβασης προϋπηρεσία 6 έως 8 έτη + 74,28 ευρώ ως επίδομα κλάδου), β) 225,45 ευρώ, ως προσαύξηση αμοιβής για παροχή, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, 135 ωρών νόμιμης νυκτερινής εργασίας (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος χ 135 ώρες χ 25% η προβλεπόμενη από το άρθρο μόνον της ΚΥΑ 18310/1946 προσαύξηση), γ) 227,95 ευρώ, ως αμοιβή για παροχή 19 και 1/2 ωρών νόμιμης εργασίας κατά τις Κυριακές 23-5-2010, 30-5-2010, 6-5-2010 και 13-6-2010, δίχως να λάβει ανάπαυση σε άλλη ημέρα των εβδομάδων που ακολούθησαν εκείνες (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος χ 19,5 ώρες + 75% η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του ν. 435/1976 προσαύξηση). Κατά συνέπεια, το συνολικό ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά νόμο και τα υπό στοιχεία β’ και γ’ ποσά εφόσον αυτά χορηγούνταν σταθερώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του εν λόγω διαδίκου ανέρχεται σε 1.567, 10 ευρώ.
Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατάληξε και έκρινε ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα κατά τον τελευταίο χρόνο πριν την απόλυσή του ανερχόταν στο ποσό των 1.567,10 ευρώ δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Κατόπιν των παραπάνω, βάσει του ως άνω ποσού των 1.567,10 ευρώ θα έπρεπε, κατά νόμο (άρθρο 5 παρ. Ι ν. 3198/1955) να υπολογιστεί η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση για την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, η οποία, επομένως ανέρχεται σε 9.141,40 (1.567,10 ευρώ + 1/6 ως προσαύξηση γιο την εξεύρεση της αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας , χ 5 μήνες ενόψει οκταετούς προϋπηρεσίας) και όχι σε 7.605,97 ευρώ ποσό που καταβλήθηκε για το σκοπό αυτό.
Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η από 17-6-2010 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αφού μόνη η διαπίστωση καταβολής αποζημίωσης υπολειπόμενης της νόμιμης, που αναφέρεται στην αγωγή αρκεί για την αναγνώριση της ένδικης απόλυσης ως άκυρης. Η ένσταση δε της εναγομένης περί συγγνωστής της πλάνης ως προς το ακριβές ποσό της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης είναι αβάσιμη στην ουσία της και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον δεν καταβλήθηκε σημαντικό ποσό της αποζημίωσης (1.535,43 ευρώ), αλλά και διότι η εναγομένη απασχολεί πλέον των 2.500 εργαζομένων, έχοντας μάλιστα βραβευθεί για το έτος 2011 ως << ... >>, ενώ συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις 500 πιο κερδοφόρες εταιρίες, κατέχοντας σημαντική θέση στο κλάδο της και έτσι δεν δικαιολογείται η πλάνη της ως προς την καταβολή μισθών ή αποζημιώσεων προς τους εργαζομένους της.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και απέρριψε την ένσταση της εναγομένης περί συγγνωστής πλάνης ως προς το ποσό αποζημίωσης απόλυσης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω συνεπεία της διαγνωσθείσας ακυρότητας της ένδικης απόλυσης, η εναγομένη περιήλθε από τις 18-6-2010 σε υπερημερία δανειστή, η οποία (υπερημερία) τουλάχιστον μέχρι και τις 18- 6-2011, πιθανολογηθέντα από τον ενάγοντα χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν είχε αρθεί.
Συνεπώς, για το διάστημα αυτό, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές υπερημερίας ότι ακριβώς θα ελάμβανε αυτός εάν η ίδια δεν απέκρουε την προσφορά της εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο νόμο προσαυξήσεων για εργασία κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, επρόκειτο για εργασία παρεχόμενη σταθερώς και μονίμως κατά το χρόνο που προηγήθηκε της ένδικης απόλυσης. Πλέον συγκεκριμένα, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή τα ακόλουθα ποσά: α) 814,84 ευρώ, ως αποδοχές 13 εναπομεινασών ημερών για το μήνα Ιούνιο 2010 (62,68 το ημερομίσθιο χ 13 ημέρες), β) 1.567,10 ευρώ ως αποδοχές Ιουλίου 2010, γ) 7.835,50 ευρώ, ως αποδοχές Αυγούστου έως και Δεκέμβριο 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές χ 5 μήνες), δ) 783,55 ευρώ, ως επίδομα άδειας έτους 2010 (1.567,10 ευρώ : 2), ε) 1.632,38 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων έτους 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές χ 0,04166, ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας) και στ’ ) 816,19 - 488,42 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα έτους 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές : 2 χ 0,04166, ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας +783,55) ... Επίσης μετά τη λήξη της από 29-6-2010 προαναφερθείσας εθνικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας τέθηκε σε ισχύ από 1-1-2011, η από 24-2-2011 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας των εργαζομένων της εναγομένης, η οποία εναρμόνισε τις αποδοχές αυτών μετά αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ετών 2010- 2012, των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος ανερχομένων πλέον σε 1.332,37 ευρώ (946,84 ευρώ, βασικός μισθός με βάση 9ετή προϋπηρεσία + 191,70 ευρώ, ως προσαύξηση αμοιβής για την προαναφερθείσα παροχή 135 ωρών νόμιμης νυκτερινής εργασίας + 193,83 ευρώ, ως αμοιβή για την προαναφερθείσα παροχή 19,5 ωρών νόμιμης εργασίας κατά τις Κυριακές), η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για το διάστημα από 1-1-2011 έως 18-6-2011, τα ακόλουθα ποσά: 1) 1.332,37 ευρώ, ως αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2011, 2) 5.329,48 ευρώ, ως αποδοχές Φεβρουάριου έως και Μάιου 2011 (1.332,37 οι μηνιαίες αποδοχές χ 4 μήνες), 3) 959,22 ευρώ, ως αποδοχές 18 ημερών για το μήνα Ιούνιο του 2011 (53,29 ευρώ το ημερομίσθιο χ 18 ημέρες), 4) 666,1812 ως επίδομα άδειας έτους 2011 (1.332,37 ευρώ : 2), 5) 279,79 ευρώ ως τμήμα επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2011 (1.332,37 οι μηνιαίες αποδοχές χ 0,04166 ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας : 25 για την εξεύρεση του ημερομισθίου χ 5,04 η αναλογία των ημερομισθίων για κάθε 19 ημέρες που περιλαμβάνονται στο διάστημα από 1-5-2011 έως 18-6-2011 και 6) 693,93 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα έτους 2011 (1.332,37 ευρώ, οι μηνιαίες αποδοχές δια 2 χ 0,04166 ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας + 666, 18). Τα άνω δε ποσά οφείλονται στον ενάγοντα νομιμότοκα..... .Επομένως το συνολικό ποσό που οφείλει τελικώς η εναγομένη στον αντίδικό της ως αποδοχές υπερημερίας, για το διάστημα από 18-6-2010 έως 18-6-2011, ανέρχεται σε ευρώ 12.542,28...Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω και γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της έφεσης πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση 484/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί κατ’ ουσία η κρινόμενη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 12.542,28 με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε ποσό κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση>>. Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας των ετών 2009 και 2010 και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος από τον αριθμό 1 του 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, ήτοι, ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 403/2017,ΑΠ 638/2016, ΑΠ 677/2015). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ’ αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007, ΑΠ 356/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο επικουρικό, από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται το Εφετείο ότι εσφαλμένα δέχθηκε << ως μέρος του προγράμματος εργασίας του αναιρεσίβλητου κατά το χρονικό διάστημα 17-5-2010 - 17-6-2010, "135 ώρες" νυχτερινής απασχόλησης, καθώς και απασχόληση κατά τις << Κυριακές 23-5-2010, 30-5-2010, 6-6-2010 και 13-6-2010, δίχως ανάπαυση σε άλλη ημέρα των εβδομάδων που ακολούθησαν>>, χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη για τους ισχυρισμούς αυτούς>>. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος. Και αυτό διότι, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, καθώς και τις αναφερόμενες στην απόφαση ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των διαδίκων, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έκρινε χωρίς απόδειξη εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ακυρότητα της από 17-6-2010 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου του εναγομένου αναιρεσιβλήτου και επιδικάζοντας σ’ αυτόν τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ποσά 5. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. 6. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔ αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης επαναφοράς προϋποθέτει την παραδοχή της αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την σωρευόμενη στο αναιρετήριο αίτηση, η αναιρεσείουσα ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να της αποδώσει το επιδικασθέν κεφάλαιο των 12.542,88 ευρώ και τους επ’ αυτού τόκους, που του κατέβαλε, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων είναι αβάσιμη, αφού, κατά τα ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε. 7.Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-6-2017 αίτηση για αναίρεση της 4.403/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018 .
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή επιδομάτων εορτών, προσαυξήσεων για εργασία κατά Κυριακές και αργίες και νύκτα, αρκεί ν' αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς ημερομηνίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ' ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλ' αρκεί η αναφορά αυτών. Στην έννοια του «κανόνα ουσιαστικού δικαίου» του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Κλαδική Σύμβαση Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2009 και 2010. Νομική, ποιοτική και ποσοτική αοριστία της αγωγής. Στη νομική αοριστία ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , ενώ στις λοιπές περιπτώσεις λόγος από τους αριθμούς 8 και 14 του ίδιου άρθρου. Έννοια πράγματος από τον αριθμό 10 για απόδειξη χωρίς αποδείξεις. Επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Προϋπόθεση η παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Απορρίπτει αναίρεση και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων. | Συλλογική σύμβαση εργασίας | Συλλογική σύμβαση εργασίας, Επίδομα εορτών, Απορρίπτει αναίρεση. | 0 |
Αριθμός 469/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Π. Σ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., 2) Μ. Λ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές …, 3) Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., 4) Γ. Γ. του Α., κατοίκου ... και 5)Θ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν ο 1ος από από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ευθύμιο Καυκόπουλο και Αντώνιο Κουδρόγλου, ο 2ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, ο 3ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, ο 4ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Συμεωνίδη και ο 5ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημήτραινα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 184, 185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα - αναιρεσείοντα τον Δήμο ..., που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους νόμιμους εκπροσώπους Ι. Μ. Δήμαρχο και Κ. Ζ. Αντιδήμαρχο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζηνικολάου.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι και ο πολιτικώς ενάγων ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Φεβρουαρίου 2015, 6 Φεβρουαρίου 2015, 5 Φεβρουαρίου 2015, 29 Ιανουαρίου 2015 και 6 Φεβρουαρίου 2015, αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αντίστοιχα, και για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Ιανουαρίου 2015 και 4 Φεβρουαρίου 2015 αιτήσεις αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2015.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και των δύο μερών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) η από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Π. Σ. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 2) η από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Μ. Λ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 3) η από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Β. Π. του Ν., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 4) η από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Γ. Γ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 5) η από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Θ. Γ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 6) η από 30-1-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015 και 7) η από 4-2-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς αναφέρονται στα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση, πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία, εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ. σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. υπηρετούσε από πολλών ετών (1991) ως μόνιμος υπάλληλος στο Τμήμα Εξόδων της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου …, εκτελώντας τα καθήκοντα του διαχειριστή των υπέρ τρίτων αποδοτέων κρατήσεων (φόρων προς το Δημόσιο και ασφαλιστικών εισφορών στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία). Λόγω της ευφυΐας του και της εμπειρίας, που εν τω μεταξύ απέκτησε, αντελήφθη ότι ήταν δυνατή η υπεξαίρεση κάποιου μέρους από τα χρηματικά ποσά που διαχειριζόταν, δεδομένου ότι: α) οι αποδόσεις των κρατήσεων γίνονταν όχι μόνο με τραπεζικές επιταγές αλλά και με μετρητά, β) ο ουσιαστικός έλεγχος των διαχειριστών πληρωμών και κρατήσεων, από τους αρμοδίους προς τούτο (προϊσταμένη του τμήματος εξόδων και γραμματεία διευθυντή Ταμειακής Υπηρεσίας) ήταν ανύπαρκτος και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Προϊστάμενοι της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου … κατά το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω (1.1.1999 - 31.12.2007) ήταν αρχικά ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. από το τέλος Φεβρουάριου 1998 μέχρι τη συνταξιοδότησή του που έλαβε χώρα την 8.8.2007 και στη συνέχεια ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ., από 14.8.2007 ως αναπληρωτής δυνάμει της υπ' αριθ. .../14.8.2007 απόφασης του Δημάρχου (τρίτου κατηγορουμένου Β. Π.). [Στη συνέχεια ως τακτικός δυνάμει της υπ' αριθ. .../4.2.2008 απόφασης του ίδιου Δημάρχου]. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, που εγκρίθηκε με την υπ' αριθ. .../1991 απόφαση του Νομάρχη … (ΦΕΚ ….1991/…), ο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας έχει τις εξής λειτουργικές αρμοδιότητες: 1) Προγραμματίζει, οργανώνει, διευθύνει και ελέγχει, συντονίζει την εργασία των τμημάτων που υπάγονται σ' αυτόν για την επιτυχία του έργου της είσπραξης των εσόδων του Δήμου και της διαχείρισης των χρημάτων κατά νόμο. 2) Έχει προσωπική ευθύνη για τη διεκπεραίωση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, ανεξάρτητα αν αυτή ασκείται με εντολές του από τα διαχειριστικά και εισπρακτορικά όργανα. 3) Προετοιμάζει και υποβάλλει στον Αντιδήμαρχο Οικονομικών προτάσεις για τη βελτίωση της ταμειακής διαχείρισης. 4) Για τη διεκπεραίωση της εργασίας του ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως βοηθείται από τη Γραμματεία, η οποία εκτός των άλλων ελέγχει τα εξοφλημένα εντάλματα, καθώς και τη διαχείριση των διαχειριστών. Ένα από τα βασικά τμήματα της Ταμειακής Υπηρεσίας είναι το Τμήμα Εξόδων. Προϊσταμένη του Τμήματος αυτού υπήρξε αρχικά η Κ. Γ. από 21.4.1999 έως 12.7.2002, ακολούθως η Κ. Π. από 12.7.2002 (απόφαση Δημάρχου .../2002) μέχρι τον Ιούλιο 2007 και τέλος η Α. Μ. από τον Ιούλιο 2007 και στο εξής. Το Τμήμα Εξόδων, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, έχει τα εξής καθήκοντα: 1) Να ενεργεί υπεύθυνα τον έλεγχο των ενταλμάτων πληρωμής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος αφορά στο νόμιμο και έγκυρο της εντελλόμενης δαπάνης, το νομότυπο της υπογραφής του εντάλματος, την πληρότητα των δικαιολογητικών και την έκδοση του εντάλματος, εντός των ορίων της πίστωσης που έχει εγκριθεί. 2) Μεριμνά για την έγκαιρη καταβολή των αναγκαίων ποσών των οφειλών προς το ΙΚΑ και για το συσχετισμό των αποδείξεων πληρωμής και εισφορών με τα χρηματικά εντάλματα. 3) Ελέγχει τα εντάλματα μισθοδοσίας του τακτικού και έκτακτου ημερομισθίου προσωπικού και αποδίδει τις εισφορές εργαζομένων και εργοδότη (Δήμου) στο ΙΚΑ και στα λοιπά ταμεία (ΤΕΑΔΣΕ, ΤΥΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ, ΚΥΤ ΜΕΤΑΛΛΩΝ, ΤΕΑΜΕ, ΤΣΑΥ κ.λπ.). 4) Εξοφλεί τα χρηματικά εντάλματα των δαπανών του Δήμου. 5) Παρακολουθεί την έγκαιρη απόδοση των κρατήσεων, με βάση τις καταστάσεις της Μηχανογραφικής Υπηρεσίας του Δήμου, ώστε να αποφεύγεται η πληρωμή προστίμων, ένεκα καθυστερήσεων. 6) Τηρεί τα εξής βιβλία: α) κρατήσεων, β) κατασχέσεων και εκχωρήσεων, γ) κατατιθεμένων και αποδιδόμενων χρηματικών εγγυήσεων, δ) Δελτίο Ημερήσιας. Υποκείμενες υπηρεσιακές μονάδες της ίδιας διεύθυνσης ήταν επίσης το Τμήμα Λογιστηρίου και το Τμήμα Εσόδων. Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. ήταν ενταγμένος οργανικά στο Τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας και του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Συνολικά διαχειριζόταν τις κρατήσεις 52 ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με τις αποφάσεις υπ' αριθ. …/25.1.91, …/10.2.92, …/25.1.93, …/1994, …/95, …/30.1.96, …/11.2.97, …/12.2.98, …/19.2.1999, …/19.1.2000, …/31.1.2001, …/17.1.2002, …/27.1.2003, …/28.1.2004, …/17.2.2005,
…/31.1.2006 και …/2007 του Δημάρχου …, τα καθήκοντα του διαχειριστή κρατήσεων υπέρ τρίτων, Π. Σ., προσδιορίζονται ως εξής: α) Έγκαιρη απόδοση των κρατήσεων υπέρ των διαφόρων ταμείων (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ, ΚΥΤ, ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΑΓΕ, ΤΕΑΧ, ΜΕΤΑΛΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΩΝ) μετά από προηγούμενο έλεγχο των μισθοδοτικών καταστάσεων και των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου (φόρος εισοδήματος, ΟΔΔΥ - Στεγαστικά Δάνεια- ΤΕΕ κ.λπ.), β) Διαφύλαξη παραστατικών στοιχείων πληρωμής κρατήσεων και υποβολής τους στον Δημοτικό Ταμία στο τέλος του Οικονομικού Έτους, γ) Έλεγχος εξοφληθέντων χρηματικών ενταλμάτων που παραδίδονται από τους διαχειριστές πληρωμών. Στην απόφαση υπ' αριθ. …/22.2.2007 προστίθεται ακόμα μια αρμοδιότητα στα καθήκοντα του διαχειριστή Π. Σ., η εξής: δ) Επιμέλεια της ενταλματοποίησης για τη λογιστική τακτοποίηση των αποδόσεων των υπέρ τρίτων κρατήσεων και εισφορών. Στις ανωτέρω αποφάσεις, τα σχέδια των οποίων συντάσσονταν από τη γραμματεία του Δ/ντή σε συνεργασία με τα τμήματα της ταμειακής Υπηρεσίας και προωθούντο στο Δήμαρχο για υπογραφή, εκτός από τα καθήκοντα των διαχειριστών πληρωμών και του διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, που ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, καθορίζονταν και τα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων. Σχετικά με όλα αυτά στις εν λόγω αποφάσεις, μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής: Από το έτος 1997 (απόφαση υπ' αριθ. …/11.2.1997) μέχρι και το 2001 (απόφαση υπ' αριθ. …/31.1.2001) αναφερόταν λεκτικά στα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων του τμήματος εσόδων (γενικοί διαχειριστές εσόδων): α) Καθημερινή παραλαβή των εισπράξεων... β) Έκδοση του ημερήσιου δελτίου παραλαβής... γ) Παράδοση των εισπράξεων κάθε πρωί, ανάλογα με τις ανάγκες, στους διαχειριστές πληρωμών Α. Α., Ζ. Π., Κ. Ε. και Σ. Π. (εντάσσεται δηλαδή και ο πρώτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με το κείμενο των αποφάσεων, στους διαχειριστές πληρωμών). Από το 2002 (απόφαση υπ' αριθ. …/17.1.2002) αναφερόταν στα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων τμήματος εσόδων τα εξής: α) Καθημερινή παραλαβή... β) Έκδοση του ημερήσιου δελτίου παραλαβής... γ) Παράδοση των εισπράξεων κάθε πρωί στους διαχειριστές πληρωμών Α. Α. και Μ. Α.. Δηλαδή απαλείφθηκε το όνομα του Π. Σ. από τους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους ο κεντρικός διαχειριστής (διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας) μπορεί να δίνει μετρητά. Από την επισκόπηση των ανωτέρω αποφάσεων που καταλαμβάνουν όλο το διάστημα που ο πρώτος κατηγορούμενος ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων (1991-2008) προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Όλες οι αποφάσεις με πάγιο και ομοιόμορφο τρόπο διαστέλλουν τους διαχειριστές πληρωμών από τον διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Ωστόσο, σε ορισμένες, όπως επισημάνθηκε αμέσως ανωτέρω, οι δύο ιδιότητες συγχέονται, στην πράξη δε σε όλες τις αποφάσεις οι διαχειριστές (πληρωμών και κρατήσεων) αντιμετωπίζονταν ομοιόμορφα ως προς την είσπραξη μετρητών και επιταγών και στον τρόπο της χρέωσής τους με αποδείξεις. 2) Κατά τα έτη 1991-1996 προβλέπεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις μόνο στους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους φυσικά δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) και γι' αυτό δεν προβλέπεται παράδοση τέτοιων μετρητών και στον Π. Σ.. Στο ζήτημα αυτό υπάρχει αλλαγή κατά τα έτη 1997-2001 και προβλέπεται πως ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις και στον Π. Σ.. 3) Από το έτος 2002 και στο εξής καταργείται αυτή η αλλαγή και επανέρχεται η ρύθμιση στην αρχική της μορφή. Δηλαδή προβλέπεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις μόνο στους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους φυσικά δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) και γι' αυτό δεν προβλέπεται παράδοση τέτοιων μετρητών και στον Π. Σ.. Παρά τη διατύπωση αυτή των αποφάσεων ο Π. Σ. συνεχίζει να παραλαμβάνει μετρητά από τον κεντρικό διαχειριστή από τις τακτοποιητέες εισπράξεις της ημέρας, προκειμένου να πληρώσει φόρους και εισφορές στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία. 4) Για τον τελευταίο (Π. Σ.) ορίζεται μέχρι το 2004 ότι αυτός όφειλε να διαφυλάττει τα παραστατικά στοιχεία πληρωμής των κρατήσεων που απέδιδε στα Ταμεία και στο Δημόσιο και να τα υποβάλλει στον Δημοτικό Ταμία (Διευθυντή) στο τέλος του οικονομικού έτους. Από τη διατύπωση αυτή δεν αποκλείεται ο έλεγχος των δικαιολογητικών από τα προαναφερόμενα όργανα, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας (ΟΕΥ) δήμου …, αλλά η έννοιά της είναι ότι μετά τον έλεγχο τα δικαιολογητικά θα διαφυλάσσονται από τον Σ. μέχρι τέλους του έτους, όταν και θα παραδίδοντο στον Δ/ντή για την προώθησή τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον κατασταλτικό έλεγχο. 5) Οι διαχειριστές πληρωμών παίρνουν "χρήματα" από τον Προϊστάμενο της Ταμιακής Υπηρεσίας. Χρεώνονται με αποδείξεις εισπράξεως, τις οποίες υπογράφουν και πιστώνονται όταν παραδίνουν εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα, οπότε και τους επιστρέφονται αντίστοιχες αποδείξεις. Τη διαχείριση του χρηματικού λογαριασμού "τακτοποιητέες εισπράξεις" την ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Β. Δ/τος 1959. Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά, οι "τακτοποιητέες εισπράξεις" είναι το χρηματικό ποσό που έχουν κάθε ημέρα στα χέρια τους από εισπράξεις οι δημοτικοί εισπράκτορες και οι λοιποί επί της εισπράξεως δημοτικών εσόδων υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι αυτοί υποχρεούνται να παραδίδουν στο δημοτικό ταμία (δηλαδή το διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας) ή στον εντεταλμένο απ' αυτόν διαχειριστή το σύνολο των εισπράξεων της ημέρας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εισπράκτορες θα παραδίδουν το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνουν από τις εισπράξεις κατά ημέρα και "επί τη παραδόσει εκδίδεται και παραδίδεται εις τους ανωτέρω γραμμάτιο παραλαβής".
Συνεπώς για κάθε εισπράκτορα θα εκδίδεται γραμμάτιο παραλαβής για τα παραδοθέντα χρηματικά ποσά ξεχωριστά. Πριν από την παράδοση όμως των χρημάτων προηγείται η παράδοση όλων των στοιχείων, βάσει των οποίων εισπράχθηκαν τα ποσά στο δημοτικό ταμία για έλεγχο. Άρα ο έλεγχος προηγείται της έκδοσης του γραμματίου παραλαβής των "τακτοποιητέων εισπράξεων". Μετά τον έλεγχο των στοιχείων, βιβλίων εισπράξεως και των οικείων αποσπασμάτων των εισπρακτόρων οι ίδιοι (εισπράκτορες) παραδίδουν και τα καλύπτοντα το σύνολο των εισπράξεων γραμμάτια εκδοθέντα υπό τον λογαριασμό "τακτοποιητέες εισπράξεις". Μετά την παράδοση, σύμφωνα με το άρθρο 59 αρ.1, ο δημοτικός ταμίας επιλαμβάνεται ο ίδιος "της εξελέγξεως των λογαριασμών του εισπράκτορος ή άλλου επί της εισπράξεως υπαλλήλου". Επομένως, διενεργείται ατομικός έλεγχος για τις εισπράξεις του κάθε εισπράκτορα. Στη συνέχεια τα αντίτυπα των αποσπασμάτων εισπράξεων, δεόντως ελεγμένα από τον αρμόδιο ελεγκτή εσόδων, παραπέμπονται στο λογιστικό γραφείο του Ταμείου, το οποίο μετά τον έλεγχο επιμελείται της τακτικής εισαγωγής των εισπράξεων στο δημοτικό ταμείο υπό τα οικεία κεφάλαια και άρθρα του προϋπολογισμού. Έτσι εκδίδονται τα οικεία γραμμάτια εισπράξεως, ο αριθμός των οποίων τοποθετείται στο σώμα της οπίσθιας όψεως των γραμματίων παραλαβής των "τακτοποιητέων εισπράξεων". Από τις διατάξεις αυτές (άρθρα 58 και 59 του β.δ. 17.5/15.6.1959) δεν προβλέπεται δυνατότητα καθυστέρησης τακτικής εισαγωγής στο δημοτικό ταμείο των εισπράξεων από χρήματα που καθημερινά έχουν στα χέρια τους ως εισπράξεις της ημέρας οι δημοτικοί εισπράκτορες και οι λοιποί επί της εισπράξεως δημοτικών εσόδων υπάλληλοι. Υπάρχει όμως στη νομοθεσία πρόβλεψη ότι κάθε δήμος μπορεί να κρατά στο ταμείο του μετρητά μέχρι ένα ορισμένο από το νόμο ποσό. Συγκεκριμένα, αρχικά το π.δ. 410/1995 στο άρθρο 232 παρ. 2 όριζε: "Ο δημοτικός ταμίας δεν έχει δικαίωμα να κρατά στο ταμείο περισσότερο από ένα δωδεκατημόριο, των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό του δήμου. Τα υπόλοιπα χρήματα καταθέτει εντόκως και σε λογαριασμό όψεως σε Πιστωτικό Ίδρυμα ή σε Τράπεζα που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου". Η ανωτέρω παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 28 Ν. 3202/2003 ως εξής: "2. Το ποσό που μπορεί να διατηρεί σε μετρητά στο ταμείο ο δημοτικός ή κοινοτικός ταμίας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τα υπόλοιπα κατατίθενται εντόκως, σε λογαριασμό όψεως ή προθεσμιακό, σε πιστωτικό ίδρυμα, που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Τοποθέτηση των ταμειακών διαθεσίμων σε άλλου είδους τραπεζικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν επιτρέπεται, εκτός από τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως, ουδέποτε εκδόθηκε τέτοια απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 3463/2006 που στο άρθρο 171 ορίζει: "2. Το ποσό που μπορεί να διατηρεί σε μετρητά στο ταμείο ο δημοτικός ή κοινοτικός ταμίας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τα υπόλοιπα κατατίθενται εντόκως, σε λογαριασμό όψεως ή προθεσμιακό, σε πιστωτικό ίδρυμα, που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Τοποθέτηση των ταμειακών διαθεσίμων σε άλλου είδους τραπεζικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν επιτρέπεται εκτός από τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου". Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4686/5.2.2008 Υ.Α. που όρισε: "1. Καθορίζουμε ως ανώτατο όριο του χρηματικού ποσού που μπορεί να διατηρείται σε μετρητά (τραπεζογραμμάτια και κέρματα) στο χρηματοκιβώτιο του δημοτικού ή κοινοτικού ταμείου, σε ημερήσια βάση, για την εξυπηρέτηση της συναλλακτικής κίνησης του οικείου ΟΤΑ, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του ενός δωδεκάτου (1/12) του συνολικού ποσού που του κατανεμήθηκε αποκλειστικά ως τακτική επιχορήγηση κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη σχετική απόφαση μας περί κατανομής των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων των Δήμων και Κοινοτήτων. 2. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, με απόφαση του που εκδίδεται αμέσως μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού του οικείου ΟΤΑ και που ισχύει για το έτος που αφορά ο προϋπολογισμός, δύναται να καθορίζει μικρότερο χρηματικό ποσό, τηρούμενο σε μετρητά στο ταμείο του δήμου ή της κοινότητας, από το ανωτέρω τιθέμενο όριο, εκτιμώντας τις πραγματικές συναλλακτικές ανάγκες αυτού/ής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ένας Δήμος μπορεί να κρατά στο Ταμείο του μετρητά και κατά λογική ακολουθία να πληρώνει με αυτά οφειλές του (ανάγκες και έξοδα), αφού άλλη σκοπιμότητα δεν μπορεί να έχει η παροχή δυνατότητας διατηρήσεως μετρητών στο Ταμείο του. Το ποσό που μπορεί να κρατά στο Ταμείο ποικίλει χρονικά ανάλογα με τις εκάστοτε ρυθμίσεις. Έτσι για το διάστημα από 1995-2003 μπορεί να κρατά ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο (1/12) των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό. Για το διάστημα από 2003-2008 υπάρχει κενό νομοθεσίας, διότι δεν εκδόθηκε η υ.α. που θα καθόριζε το ύψος. Στο διάστημα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή της προηγούμενης ρύθμισης για το 1/12 των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό. Από 5.2.2008 και στο εξής το ποσό ορίζεται στο 10% του 1/12 της τακτικής επιχορήγησης. Στην πράξη ο Δήμος ... από του έτους 1991 τουλάχιστον, δηλαδή οκτώ περίπου έτη πριν εκλεγεί δήμαρχος ο τρίτος κατηγορούμενος, ένα μέρος από τα ποσά "των τακτοποιητέων εισπράξεων" τα διέθετε με τη μορφή μετρητών στους διαχειριστές πληρωμών και στον διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων Π. Σ., προκειμένου να εξοφλήσουν οφειλές του Δήμου προς τρίτους, ειδικότερα δε ο τελευταίος (Σ.) τις υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία από ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές εισφορές. Η παράδοση των χρημάτων στον Π. Σ., που ενδιαφέρει εδώ, γινόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, πριν από το κλείσιμο της διαχείρισης στο τέλος του ωραρίου. Παρ' όλο που στις ετήσιες αποφάσεις του δημάρχου απαλείφθηκε από το 2002 και εντεύθεν η εντολή να παραλαμβάνει ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) μετρητά από τους διαχειριστές εισπράξεων του Τμήματος Εσόδων της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, εν τούτοις ο τελευταίος, όπως προαναφέρθηκε, συνέχισε να παραλαμβάνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν την εισαγωγή τους στο ταμείο του Δήμου. Ο έλεγχος της διαχείρισης του Π. Σ. δεν ήταν ποτέ επιμελημένος και ενδελεχής. Ειδικότερα, για το μέχρι του 2004 διάστημα ο Π. Σ., παρέδιδε τα εξοφλημένα εντάλματα στην προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, η οποία αρκείτο σε ένα επιφανειακό αριθμητικό έλεγχο (έλεγχε δηλαδή αν συμφωνούν τα φερόμενα ως καταβληθέντα χρήματα με τα αναγραφόμενα στο ένταλμα, χωρίς όμως έλεγχο των παραστατικών (δικαιολογητικών) πληρωμής, ώστε να επιβεβαιωθεί η πραγματική καταβολή. Αυτά τα κρατούσε ο Σ. σε φάκελο τον οποίο την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους τον υπέβαλε στο Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας. Και εκεί όμως από τη γραμματεία του Δ/ντη δεν γινόταν έλεγχος των δικαιολογητικών. Ο έλεγχος περιοριζόταν σε αριθμητική συμφωνία και επαλήθευση, όσων φέρονταν ότι καταβλήθηκαν, με αυτά που έπρεπε να καταβληθούν, με βάση την κατάσταση που ο ίδιος ο Σ. είχε συντάξει. Έλεγχος του Σ. δεν γινόταν ούτε και μετά το Μάιο του 2004 που συνέτασσε αυτός ημερήσια κατάσταση Στην κατάσταση αυτή απλώς κατέγραφε τον ισοσκελισμό των ποσών που έλαβε με τα ποσά που έδωσε. Εάν είχε παραλάβει επιταγή, ανέγραφε τον αριθμό της επιταγής. Εάν είχε λάβει μετρητά, ανέγραφε τα ποσά και δίπλα στη στήλη πληρωμών σημείωνε τα ονόματα των δικαιούχων π.χ. ΤΥΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ κλπ. Παραστατικά πληρωμής όμως δεν επισύναπτε. Το πρωτότυπο της κατάστασης το κατέθετε στη γραμματεία του Διευθυντή της Ταμειακής. Αντίγραφό της ως συνημμένο έγγραφο του Ημερησίου Δελτίου, που συνέτασσε η γραμματεία του Δ/ντη παραδινόταν στο Τμήμα Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής. Επίσης, αντίγραφο αυτής ως συνημμένο του ημερήσιου δελτίου κοινοποιούνταν στον εκάστοτε Αντιδήμαρχο Οικονομικών, στον δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., Γενικό Γραμματέα του Δήμου, και στον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., Δήμαρχο, σε καθημερινή βάση. Ειδικότερα στην κατάσταση ο Σ. ανέγραφε τα ποσά που είχε παραλάβει από το Διευθυντή στη μια στήλη (είσπραξη) είτε σε μετρητά (τακτοποιητέες εισπράξεις), είτε σε επιταγές και στην άλλη στήλη τα ποσά που πλήρωσε αναφέροντας μόνο το όνομα του δικαιούχου π.χ. ΤΣΜΕΔΕ και δίπλα το ποσό, χωρίς να αναγράφει τον αριθμό του παραστατικού αξίας (απόδειξη τράπεζας, διπλοτύπου είσπραξης, κ.α.). Συγκεκριμένα η όλη διαδικασία που ακολουθούσε ο Σ. κατά το διάστημα αυτό ήταν η εξής: Από το Τμήμα Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων (ΔΟΜ), εκδίδοντο κάθε φορά που έπρεπε να υλοποιηθεί μια μισθοδοσία, μία φορά το μήνα για την τακτική μισθοδοσία και κάθε φορά που ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες για την καταβολή των οφειλομένων για έκτακτες απασχολήσεις του προσωπικού (υπερωρίες, νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις αργίες κ.λ.π.), μισθοδοτικές καταστάσεις τακτικού (μόνιμου) προσωπικού, οι οποίες αποστέλλονταν στις επιμέρους Διευθύνσεις του Δήμου προς υπογραφή από τους αρμόδιους Προϊσταμένους και στη συνέχεια διαβιβάζονταν στο Τμήμα Εκκαθάρισης Μισθοδοσίας της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών, για την έκδοση σχετικού χρηματικού εντάλματος. Η πληρωμή της μισθοδοσίας του προσωπικού του Δήμου και η απόδοση εισφορών - κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων πραγματοποιείτο χωρίς την ύπαρξη σχετικού χρηματικού εντάλματος, η έκδοση και η εξόφληση του οποίου γινόταν μετά την πληρωμή της μισθοδοσίας. Παράλληλα, το Τμήμα Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων, με βάση τα στοιχεία των παραπάνω μισθοδοτικών καταστάσεων, εξέδιδε, κάθε μήνα, συγκεντρωτική κατάσταση εισφορών και κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων ανά Διεύθυνση του Δήμου, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Αυτή την συγκεντρωτική κατάσταση την εξέδιδαν οι υπάλληλοι του Τμήματος Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων Χ. και Α.. Στη συνέχεια την κατάσταση παραλάμβαναν ανυπόγραφη, άτυπα και χωρίς διαβιβαστικό έγγραφο οι υπάλληλοι του Τμήματος Εξόδων, με τελικό αποδέκτη τον διαχειριστή Π. Σ.. Η εν λόγω κατάσταση δεν αποστελλόταν επίσημα με διαβιβαστικό έγγραφο προς το Τμήμα Εξόδων, και δεν ελεγχόταν από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Στην κατάσταση αυτή αναγράφονταν το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου υπαλλήλου, ο αριθμός μητρώου του, οι μικτές αποδοχές, το ποσοστό και ποσό της κράτησης (ασφαλισμένου) και της εισφοράς (εργοδότη) ανά υπάλληλο. Στο τέλος της κατάστασης αναγράφονταν το συνολικό ποσό της κράτησης και εισφοράς του συγκεκριμένου μήνα, που έπρεπε να αποδοθεί στο Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και τα λοιπά ασφαλιστικά ταμεία. Τέτοια κατάσταση εκδίδετο ξεχωριστά για την τακτική και την έκτακτη μισθοδοσία (υπερωρίες, νυχτερινά, εξαιρέσιμα κ.λπ.), του τακτικού προσωπικού του Δήμου. Στη συνέχεια, με βάση τη συγκεντρωτική κατάσταση εισφορών- κρατήσεων υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων ταμείων, ο διαχειριστής Π. Σ. "έπρεπε να πληρώνει" το αναγραφόμενο σε αυτήν ποσό εισφορών - κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών ταμείων. Η διαδικασία εκταμίευσης χρημάτων προς πληρωμή για όλα τα έξοδα του Δήμου (συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών και κρατήσεων υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών ταμείων), γινόταν είτε σε μετρητά είτε σε επιταγή. Για να λάβει τα μετρητά ή την επιταγή ο διαχειριστής Π. Σ., προκειμένου να πληρώσει το ποσό των εισφορών και των κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ και των άλλων ταμείων ή το φόρο και της κρατήσεις υπέρ συντάξεως, εξέδιδε δική του ενυπόγραφη απόδειξη, σύμφωνα με τη διαδικασία χρεοπίστωσης διαχειριστών πληρωμής. Στην απόδειξη αυτή αναγραφόταν το ποσό και η αιτία πληρωμής. Κατόπιν εισέπραττε μετρητά από τον κεντρικό διαχειριστή του ταμείου ή παραλάμβανε επιταγή από τη Γραμματεία της Διεύθυνσης, παραδίδοντας εκεί αντίστοιχα την ως άνω απόδειξή του. Στην περίπτωση είσπραξης μετρητών, ο κεντρικός διαχειριστής παρέδιδε την απόδειξη του Π. Σ. στη Γραμματεία του Δ/ντή, προκειμένου οι υπάλληλοί της να την καταγράψουν στο Ημερολόγιο του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, ως πληρωμή υπέρ του αντίστοιχου Ταμείου από το διαχειριστή Π. Σ.. Η καταγραφή γινόταν και στην περίπτωση έκδοσης επιταγής από τη Γραμματεία. Την ίδια ημέρα που αναλάμβανε χρήματα ή επιταγή για πληρωμή εισφορών και κρατήσεων υπέρ τρίτων ή το αργότερο το πρωί της επόμενης, που όφειλε να πραγματοποιήσει την αντίστοιχη πληρωμή, ο Π. Σ., συνέτασσε ημερήσια κατάσταση εισπράξεων-πληρωμών, στην οποία κατέγραφε ενυπογράφως το ποσό της απόδειξής του ως "είσπραξη" και το ίδιο ποσό ως "πληρωμή" υπέρ του αντίστοιχου ταμείου. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι διαχειριστές μισθοδοσίας και πληρωμής κρατήσεων και εισφορών υπέρ τρίτων, συμπεριλαμβανομένου και του Σ., άρχισαν να συντάσσουν ημερήσια κατάσταση εισπράξεων πληρωμών από το Μάιο του έτους 2004. Την ημερήσια κατάσταση εισπράξεων-πληρωμών του, ο διαχειριστής Π. Σ. προσκόμιζε στην Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων για έλεγχο. Η κατάσταση όμως αυτή δεν συνοδευόταν, όπως προαναφέρθηκε, από τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης Ε.Τ.Ε. ή διπλότυπα της Δ.Ο.Υ., ανάλογα με το αν το Ταμείο εξυπηρετούνταν μέσω της Εθνικής Τράπεζας ή της …' Δ.Ο.Υ.), τα ποσά των οποίων αναγράφονταν ως "πληρωμή" τη συγκεκριμένη ημέρα. Η Προϊστάμενη έλεγχε την κατάσταση μόνον αριθμητικά χωρίς να ζητά τα παραστατικά πληρωμής και έθετε την υπογραφή της για τον έλεγχο. Τα στοιχεία του παραστατικού πληρωμής (αύξων αριθμός, ημερομηνία έκδοσης, ποσό και αιτία πληρωμής) καταγράφονταν από το έτος 2005 και μετά σε αρχείο Η/Υ από την υπάλληλο του Τμήματος Εξόδων, Σ. Π., από παραστατικά που τις προσκόμιζε ο διαχειριστής Π. Σ. είτε σε πρωτότυπα είτε σε φωτοτυπίες. Ωστόσο, και αυτή η καταγραφή ήταν όχι μόνο ελλιπής, αφού ο Σ. δεν ήταν τακτικός στην ενημέρωση του αρχείου, αλλά και καθυστερημένη - ετεροχρονισμένη, αφού έδινε προς καταχώριση τα παραστατικά στο τέλος του έτους. Πριν το 2005, τα παραστατικά πληρωμής των κρατήσεων ασφαλισμένου καταχωρούνταν από τον ίδιο τον Σ. σε χειρόγραφο βιβλίο κρατήσεων, επίσης χωρίς να συσχετίζονται τα ποσά τους με χρονικά διαστήματα. Τα ποσά των παραστατικών δεν συσχετίζονταν με το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούσαν οι κρατήσεις και εισφορές και δεν αντιπαραβάλλονταν με τις ημερήσιες καταστάσεις εισπράξεων - πληρωμών του διαχειριστή Π. Σ. από την Προϊστάμενη του Τμήματος Εξόδων. Η "ελεγμένη" κατά τα ως άνω και υπογεγραμμένη από την Προϊσταμένη Τμήματος Εξόδων ημερήσια κατάσταση εισπράξεων - πληρωμών του διαχειριστή Π. Σ. αποστελλόταν στη Γραμματεία της Διεύθυνσης για να χρησιμοποιηθούν πλέον τα αριθμητικά δεδομένα της, ως στοιχεία για τη σύνταξη του ημερήσιου δελτίου ταμείου. Οι υπάλληλοι της Γραμματείας παρέδιδαν στο Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας το Ημερολόγιο, στο οποίο είχαν καταγράψει όλες τις συναλλαγές της ημέρας (εισπράξεις και πληρωμές) και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά που είχαν συγκεντρώσει, δηλαδή την ημερήσια κατάσταση και την ενυπόγραφη απόδειξη του Σ. για την παραλαβή των μετρητών ή της επιταγής. Με βάση τις εγγραφές του ημερολογίου, ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας αντιπαρέβαλε τις εγγραφές με τα δικαιολογητικά και έτσι έκλεινε ταμειακά την ημέρα. Για το κλείσιμο αυτό υπέγραφε ημερήσιο δελτίο ταμείου, το οποίο συντάσσονταν από τη Γραμματεία. Στο ημερήσιο δελτίο ταμείου, αναγράφονταν, μεταξύ άλλων το ποσό που εισέπραξε τη συγκεκριμένη ημέρα ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ., είτε με μετρητά είτε με επιταγή, ως "πληρωμή" υπέρ "Τ.Υ.Δ.Κ.Υ" ή άλλου ταμείου. Το ταμειακό κλείσιμο της ημέρας γινόταν λογιστικά, δηλαδή μόνον με αριθμητικά δεδομένα, από υπαλλήλους της Γραμματείας της Διεύθυνσης, οι οποίοι και συνέτασσαν το ημερήσιο δελτίο ταμείου. Η απόδειξη φυλάσσονταν από τον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας στο χρηματοκιβώτιό του, για να αποφευχθεί η απώλεια της, ως παραστατικό ανάληψης χρημάτων (χρέωσης) του διαχειριστή Π. Σ.. Μετά την παραπάνω πληρωμή των εισφορών - κρατήσεων από τον υπόλογο διαχειριστή, Π. Σ., εκδίδονταν από το Τμήμα Εκκαθάρισης Μισθοδοσίας της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών, χρηματικά εντάλματα, σε χρόνο μεταγενέστερο της πληρωμής. Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν να δημιουργούνται προβλήματα ελέγχου και διαφάνειας στη λειτουργία του αρμόδιου Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα διαβιβάζονταν στο Τμήμα Εξόδων, όπου ελέγχονταν ως προς τη νομιμότητα και την εγκυρότητά της έκδοσής τους (π.χ. ύπαρξη σχετικής πίστωσης), σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Ακολούθως, τα χρηματικά εντάλματα της τακτικής μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού που περιέχουν εισφορές και κρατήσεις υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. ή άλλου Ταμείου, τα ποσά των οποίων ήδη είχαν προπληρωθεί, όπως αναλύθηκε παραπάνω, τακτοποιούνταν. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι και το έτος 2004, ο διαχειριστής Π. Σ. πλήρωνε τα χρηματικά εντάλματα μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού, σε ό,τι αφορά τις κρατήσεις ασφαλισμένου και τις εισφορές εργοδότη υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων Ταμείων και απέδιδε στην …' Δ.Ο.Υ. το Φ.Μ.Υ. και εισφορές ταμείων που εκεί εξοφλούντο και στη συνέχεια: α) τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε. ή τα διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ.), με τα οποία είχε πληρώσει τις κρατήσεις ασφαλισμένου και αποδώσει το φόρο, τα φύλασσε σε ειδικό "φάκελο κρατήσεων", τον οποίο υπέβαλε, στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, στο τέλος του οικονομικού έτους. Πριν την υποβολή του φακέλου, πραγματοποιείτο έλεγχος των παραστατικών του φακέλου από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, και υπογράφονταν σχετικές εκθέσεις ελέγχου από την ίδια και τον Π. Σ. . Στη συνέχεια, ο φάκελος με τα παραστατικά παραδινόταν από το Δ/ντη στους υπαλλήλους της Γραμματείας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, Γ. Κ. και Ν. Κ. για νέο τελικό έλεγχο, για λογαριασμό του Διευθυντή, και μετά τον έλεγχο από τους υπαλλήλους αυτούς, συντάσσονταν σχετικές εκθέσεις που υπογράφονταν από κοινού από τον διαχειριστή Π. Σ., την προϊσταμένη του τμήματος εξόδων και τον Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας. Για το συνολικό ποσό των παραστατικών που τηρούσε στο φάκελο των κρατήσεων ο διαχειριστής Π. Σ., μετά τον έλεγχο του φακέλου, όπως αναφέρεται παραπάνω, έπαιρνε πίσω αντίστοιχου ποσού αποδείξεις του από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Το συνολικό ποσό των παραστατικών του φακέλου έπρεπε να συμφωνεί με το συνολικό ποσό των αποδείξεων του διαχειριστή Π. Σ., που έδινε στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, για την πληρωμή των κρατήσεων ασφαλισμένου υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ και των λοιπών Ταμείων και του Φ.Μ.Υ. στη …' Δ.Ο.Υ. β) τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης Ε.Τ.Ε.), με τα οποία φέρεται να πλήρωνε τις εργοδοτικές εισφορές ο διαχειριστής Π. Σ. τα παρέδιδε στον υπάλληλο του Τμήματος Εξόδων, Φ. Σ., γιατί αυτός (δηλ. ο Σ.), σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις Δημάρχου, ήταν υπεύθυνος μόνο για την πληρωμή της μισθοδοσίας (δικαιούχοι οι τακτικοί υπάλληλοι). Δηλαδή, ο Σ. πλήρωνε το χρηματικό ένταλμα μόνο ως προς τους δικαιούχους υπαλλήλους με σχετικό γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε., αλλά ήταν υποχρεωμένος να τακτοποιήσει λογιστικά, ως εξοφλημένο, το σύνολο του χρηματικού εντάλματος. Έτσι, μέσα στο χρηματικό ένταλμα μισθοδοσίας έπρεπε να επισυνάψει, εκτός από το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε που αφορούσε την πληρωμή της μισθοδοσίας που είχε στην κατοχή του ως πληρωτής, και το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε που αφορούσε τις εργοδοτικές εισφορές που είχε πληρώσει ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ.. Δηλαδή, ο διαχειριστής Π. Σ. πλήρωνε και τις εργοδοτικές εισφορές και τις κρατήσεις ασφαλισμένου. Μετά την πληρωμή στην Ε.Τ.Ε. από τον ίδιο, παρέδιδε το παραστατικό πληρωμής των εργοδοτικών εισφορών (γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε.) στο Φ. Σ., προκειμένου αυτός (δηλ. ο Φ. Σ.) να τακτοποιήσει λογιστικά το χρηματικό ένταλμα. Για αυτή τη μεταξύ τους χρεωπιστωτική πράξη, ο Φ. Σ. εξέδιδε δική του απόδειξη ίσου ποσού με το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε. και την έδινε στον Π. Σ.. Στη συνέχεια, ο Π. Σ. προσκόμιζε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας την απόδειξη του Φ. Σ. προκειμένου ο ίδιος (δηλ. ο Σ.) να αναλάβει από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας ίσου ποσού δικές του αποδείξεις, από αυτές που φύλασσε ο Δ/ντης στο χρηματοκιβώτιο. Μετά το 2005 η διαδικασία διαχείρισης των κρατήσεων που έπρεπε ν' αποδοθούν στους δικαιούχους άλλαξε. Εξαιτίας της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.) υπ' αριθ. 7028/3.2.2004 (Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωση και Οικονομίας και Οικονομικών - ΦΕΚ 253 Β') τα χρηματικά εντάλματα της μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού που εκδίδονται και περιέχουν εισφορές και κρατήσεις υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. ή άλλων Ταμείων, εξοφλούνται συμψηφιστικά, ως προς τις εισφορές και τις κρατήσεις, με την έκδοση γραμματίου είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Δηλαδή, όταν εκδίδεται ένα χρηματικό ένταλμα μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού, περιέχει το ποσό υπέρ των δικαιούχων υπαλλήλων, το ποσό της εργοδοτικής εισφοράς υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και το ποσό των κρατήσεων ασφαλισμένου υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων. Για το ποσό των εισφορών και κρατήσεων εκδίδετο γραμμάτιο είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας (συμψηφιστικά), από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης, όπως προβλέπεται από την παραπάνω Κ.Υ.Α. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης παρέδιδε το συμψηφιστικό γραμμάτιο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας στον διαχειριστή, Φ. Σ., και αυτός (δηλ. ο Φ. Σ.) του έδινε προσωπική του απόδειξη ίσου ποσού με το συμψηφιστικά γραμμάτιο για τη μεταξύ τους χρεοπίστωση. Ο Φ. Σ. επισύναπτε στο ένταλμα τα παραστατικά πληρωμής των δικαιούχων υπαλλήλων που ήδη είχαν προπληρωθεί και το συμψηφιστικό γραμμάτιο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας που παρέλαβε από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και έτσι εξοφλούνταν και τακτοποιούνταν το χρηματικό ένταλμα. Για το ποσό του συμψηφιστικού γραμμάτιου είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας που αφορούσε τις εισφορές και κρατήσεις υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και το Φ.Μ.Υ., το Τμήμα Εξόδων, εξέδιδε νέο ένταλμα (δεύτερο ένταλμα) με δικαιούχο το οικείο Ταμείο, στο οποίο επισυνάπτονταν τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης της Ε.Τ.Ε. ή διπλότυπο της ΔΟΥ), με τα οποία ήδη είχαν πληρωθεί οι εισφορές και κρατήσεις υπέρ του Ταμείου και ο φόρος. Έτσι, εξοφλούνταν το νέο (δεύτερο) ένταλμα. Αρμόδιος για την πληρωμή των εισφορών και κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και την τακτοποίηση των νέων (δεύτερων) χρηματικών ενταλμάτων, με την επισύναψη σε αυτά των αντίστοιχων παραστατικών πληρωμής ήταν ο διαχειριστής Π. Σ.. Ο διαχειριστής, Π. Σ., μετά την τακτοποίηση των παραπάνω δεύτερων χρηματικών ενταλμάτων, παρέδιδε αυτά (τα δεύτερα χρηματικά εντάλματα), στην Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων για έλεγχο, με ενυπόγραφη δική του κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων, στην οποία αναγράφονταν οι αριθμοί και τα ποσά των χρηματικών ενταλμάτων που παρέδιδε για έλεγχο. Στη συνέχεια, η Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, έλεγχε την ύπαρξη των συνημμένων παραστατικών πληρωμής υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων, καθώς και τα ποσά των παραστατικών αυτών αντιπαραβάλλοντάς τα με τα αντίστοιχα ποσά των μιισθοδοτικών καταστάσεων των εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ ή άλλου Ταμείου.
Κατόπιν έθετε στην κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων την υπογραφή της για τον έλεγχο. Κατόπιν, η ενυπόγραφη και ελεγμένη από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων μαζί με τα "ελεγμένα" εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα που περιγράφονταν σε αυτήν, παραδίδονταν στο Τμήμα Λογιστηρίου της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, το οποίο καταχωρούσε την ημερομηνία που του παραδόθηκαν τα εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα και τα φύλασσε στο αρχείο του, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Η καταχώρηση της ημερομηνίας αυτής γινόταν από το τμήμα Λογιστηρίου μέχρι και το 2004 και στη συνέχεια από το τμήμα Εξόδων. Επιπλέον, η ενυπόγραφη και ελεγμένη από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων, παραδίδονταν στη Γραμματεία της Διεύθυνσης. Με βάση τα αριθμητικά δεδομένα των παραπάνω καταστάσεων, όπως διαδοχικά αυτές παραδίνονταν κατά τη διάρκεια του έτους, πραγματοποιούνταν ο έλεγχος από τη Γραμματεία του Διευθυντή, για λογαριασμό του στο κλείσιμο του έτους. Ο έλεγχος συνίστατο στον έλεγχο της χρεοπίστωσης του Π. Σ., μόνο με αριθμητικά δεδομένα ως εξής: Αθροίζονταν τα ποσά των ενυπόγραφων και ελεγμένων από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων καταστάσεων παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων του διαχειριστή Π. Σ. και το σύνολό τους αντιπαραβάλλονταν με το σύνολο των ποσών των αποδείξεων, με τις οποίες παρέμενε χρεωμένος στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Επειδή, οι πληρωμές υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών Ταμείων που φέρεται ότι πραγματοποιούσε ο διαχειριστής Π. Σ. κατά τη διάρκεια του έτους (χρέωσή του με αποδείξεις στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας), δεν συμβάδιζαν χρονικά με την εξόφληση των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων (πίστωση) -λόγω της μεταγενέστερης έκδοσης των χρηματικών ενταλμάτων- τη δεδομένη χρονική στιγμή του ελέγχου τα παραπάνω ποσά, δηλ. της χρέωσης και της πίστωσής του, ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν. Για το ποσό της διαφοράς μεταξύ χρέωσης (με αποδείξεις του στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας) και πίστωσης (με καταστάσεις παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων) εκδίδονταν από τον υπόλογο διαχειριστή, Π. Σ., νέα (συμψηφιστική) απόδειξη, την οποία και παρέδιδε στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, έπαιρνε πίσω όλες τις χρεωστικές του αποδείξεις, που είχε εκδώσει έως την ημερομηνία διαχειριστικού ελέγχου και εξέδιδε νέα συμψηφιστική απόδειξη με το ποσό της διαφοράς. Ο διαχειριστικός δηλαδή έλεγχος στο κλείσιμο του έτους συνίστατο στον έλεγχο της χρεοπίστωσης του Π. Σ. μόνο με αριθμητικά δεδομένα, με τον ίδιο τρόπο όπως παραπάνω, δηλαδή με την έκδοση συμψηφιστικής απόδειξης. Η διαφορά μεταξύ χρέωσης και πίστωσης συνίστατο στο γεγονός ότι το ποσό που είχε αναλάβει ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ. για την πληρωμή Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών Ταμείων κατά το έτος που έκλεινε, ήταν μεγαλύτερο από το ποσό υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων Ταμείων, για το οποίο είχαν εκδοθεί χρηματικά εντάλματα, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους που έκλεινε. Την διαφορά αυτή τη δήλωνε ενυπογράφως σε έγγραφο, το οποίο ήλεγχε και προσυπέγραφε η Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων. Κατόπιν η Προϊσταμένη του Τμήματος έστελνε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας έγγραφο, στο οποίο κατέγραφε τις διαφορές συγκεντρωτικά, δηλαδή για όλους τους διαχειριστές, όπως προέκυψαν, κατόπιν του ελέγχου της. Όπως όμως προαναφέρθηκε και η προϊσταμένη του τμήματος Εξόδων μόνο αριθμητικό έλεγχο έκανε. Ουσιαστικά δηλαδή ο διαχειριστής Π. Σ. δεν ελεγχόταν για τις διαχειριστικές του πράξεις άμεσα και καθημερινά από την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, αντίθετα δε ρητά είχε τεθεί γι' αυτόν χρονικό όριο ελέγχου το τέλος του έτους. Αλλά και κατά το τέλος του έτους ο έλεγχος αυτού από το Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας και τη Γραμματεία του δεν ήταν ουσιαστικός αλλά μόνον αριθμητικός. Ο Σ. γνώριζε ότι δεν γινόταν ουσιαστικός έλεγχος της διαχείρισής του, η παράλειψη δε αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι εθεωρείτο από προϊσταμένους και συναδέλφους του ικανός υπάλληλος, που διαχειριζόταν ένα δύσκολο κομμάτι της διαχείρισης, με την απόδοση κρατήσεων σε πολλά ταμεία, το καθένα από τα οποία είχε διαφορετική προθεσμία καταβολής των οφειλομένων και διαφορετικό τόπο καταβολής (ΔΟΥ ή ΕΤΕ ή τα καταστήματα των ίδιων των ταμείων). Γνώριζε επίσης ότι δεν γινόταν έλεγχος της διαχείρισής του ούτε από τη Δ.Ο.Υ. και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία , εκτός του ΙΚΑ. Δηλαδή έλεγχο και μάλιστα λεπτομερειακό για το αν αυτά που απέδιδε ο Σ. ανταποκρίνονταν πράγματι στα οφειλόμενα, με βάση τις καταστάσεις μισθοδοσίας του προσωπικού του δήμου ..., μόνο το ΙΚΑ πραγματοποιούσε, γι' αυτό και δεν διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα με τα καταβαλλόμενα στο ΙΚΑ. Οι υπάλληλοι των λοιπών Ταμείων και της ΔΟΥ, έχοντες την αντίληψη ότι δεν μπορεί ο δήμος ..., ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στην ουσία "ως δημόσιο" να μην αποδίδει σωστά τα οφειλόμενα, αρκούνταν ως προς αυτά στα όσα δήλωνε ο Σ., χωρίς να πραγματοποιούν κάποιο έλεγχο για την ορθότητα των δηλώσεών του και την ανταπόκρισή τους προς τα πράγματι οφειλόμενα. Γνωρίζοντας αυτά ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. αποφάσισε, από του έτους τουλάχιστον 1997 να προβεί σε υπεξαιρέσεις διαφόρων ποσών, από αυτά που του παραδίδοντο σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για να καταβάλει τους οφειλόμενους φόρους και τις λοιπές κρατήσεις υπέρ των διαφόρων ασφαλιστικών Ταμείων. Η δράση του αυτή πριν από το έτος 1999, για την οποία πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει σε δικαιοδοτική κρίση, δεδομένου ότι πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος αυτός έχει κριθεί αθώος για υπεξαίρεση διαπραχθείσα προ του 1999 και θα παραβιαζόταν η διάταξη του άρθρου 470 ΚΠΔ, με τη χειροτέρευση της θέσης του, επιβεβαιώνεται από αναγνωσθέντα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο έγγραφα. Ειδικότερα: 1) Από τα αναγνωσθέντα κατά τη δικάσιμο της 5.2.2014 και συγκεκριμένα α) ενός φακέλου που περιέχει έξι [6] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1997 της τράπεζα ALPHA BANK, του αριθμ. ... λογαριασμού στο όνομα του Π. Σ., με τους αντίστοιχους συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., β) ενός φακέλου που περιέχει δεκαέξι [16] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1997 της τράπεζα ALPHA BANK, του αριθμ. ... λογαριασμού στο όνομα της Ε. Μ., με συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., γ) ενός φακέλου που περιέχει είκοσι εννέα [29] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1998 της τράπεζα ALPHA BANK, των αριθμ. ... και ... λογαριασμών στα ονόματα των Π. Σ. και Ε. Μ., συζύγου του Σ. αντίστοιχα, με συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., αποδεικνύεται ότι την ημέρα που ο Σ. λάμβανε ένα ποσό από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., λίγες ώρες αργότερα την ίδια ημέρα, κατέθετε ακριβώς το ισόποσο σε ορισμένες περιπτώσεις, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις λίγο περισσότερα ή λίγο λιγότερα χρήματα σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό δικό του ή της συζύγου του. Η κρίση ότι πηγή των χρημάτων που κατατέθηκαν από αυτόν στους λογαριασμούς αυτούς είναι οι τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., πέραν της απόλυτης σχεδόν ταύτισης των ποσών ενισχύεται από τη θέση που ο ίδιος έλαβε όταν του ζητήθηκε η θέση του περί της συμπτώσεως αυτής. Όταν την ίδια ημέρα αμέσως μετά την ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων, ερωτήθηκε για τη θέση του απάντησε: "Δεν τα γνωρίζω αυτά τα έγγραφα. Είναι απόλυτα συμπτωματικά τα έγγραφα αυτά, τότε είχα επιχειρήσεις που πήγαιναν πολύ καλά και κατέθετα χρήματα από τις επιχειρήσεις στο λογαριασμό μου. Οι επιχειρήσεις μου άρχισαν το 1996 και έπρεπε να πληρώνω δάνεια, κάρτες, προμηθευτές. Αυτά που υπεξαίρεσα δεν κατατέθηκαν πουθενά". Στην επόμενη συνεδρίαση της 11.2.2014, παρέδωσε στο δικαστήριο δια του συνηγόρου του και καταχωρήθηκε στα πρακτικά έγγραφο σχόλιο, μεταξύ άλλων και για τα έγγραφα αυτά. Στο σχόλιο αυτό αναφέρει ότι τα ποσά αυτά που κατατέθηκαν στους προσωπικούς λογαριασμούς, δικό του και της συζύγου του, τα έλαβε πράγματι από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, πλην όμως, αποτελούν δάνεια του δήμου ... προς αυτόν, όπως γινόταν και με άλλους υπαλλήλους. Η τελευταία αυτή θέση του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αφού, πέραν του ότι το ύψος των ποσών και η συχνότητα αναλήψεως αυτών από το ταμείο του δήμου ... δεν φαίνεται λογικό να στηρίξει εκδοχή περί δανείων, δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο πέραν της δικής του ομολογίας, που δεν κρίνεται πειστική ως προς το ζήτημα αυτό. 2) από τα αναγνωσθέντα δύο πλαστά (νοθευμένα) διπλότυπα της …' ΔΟΥ ... και συγκεκριμένα: α) Το με αριθ. .../14.2.98 ποσού 39.662.269 δρχ. β) Το με αριθ. .../9.7.98 ποσού 19.051.597 δρχ. Το πρώτο έχει εκδοθεί νόμιμα το έτος 1997, από την υπάλληλο Τ. της (τότε) ΔΟΥ …, πλην όμως νοθεύτηκε εκ των υστέρων από τον κατηγορούμενο Σ. ως προς το έτος εκδόσεως αυτού το οποίο αντί για 1997 έγινε 1998.Το δεύτερο διπλότυπο έχει και αυτό εκδοθεί νόμιμα το έτος 1996 και νοθεύτηκε και αυτό ως προς το έτος που μεταβλήθηκε από 1996 σε 1998. Στις αντίστοιχες θέσεις των ετών 1997 και 1996 στους φακέλους των δικαιολογητικών του Σ. από τους οποίους και ανασύρθηκαν τα διπλότυπα αυτά, έχουν τοποθετηθεί φωτοαντίγραφα την ακρίβεια των οποίων βεβαιώνει χειρόγραφα και ενυπόγραφα ο ίδιος ο Σ.. Τα ποσά που αναφέρονται στα νοθευμένα αυτά διπλότυπα και οι αριθμοί των τελευταίων, έχουν καταχωρηθεί στο χειρόγραφο βιβλίο κρατήσεων που τηρούσε ο Σ., από τον ίδιο, το έτος 1998. Ο ίδιος στη συνεδρίαση της 4.3.2014 ομολόγησε ότι "Το βιβλίο κρατήσεων καταρτίζεται όποτε θέλω εγώ, δεν είναι επίσημο βιβλίο, το είχα για δική μου χρήση". 3) από τις αναγνωσθείσες τρεις πλαστές προσωρινές δηλώσεις προς τη ΔΟΥ των μηνών Μάϊου, Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 1997 ποσών 4.305.315 δρχ., 6.700.698 δρχ. και 9.052.673 δρχ., αντίστοιχα. Από το αναγνωσθέν .../14.5.2014 έγγραφο της …' ΔΟΥ ... προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, αποδεικνύεται ότι οι δηλώσεις αυτές δεν υποβλήθηκαν στη ΔΟΥ και δεν πληρώθηκαν σ' αυτήν τα αναγραφόμενα στις δηλώσεις ποσά. Τις δηλώσεις αυτές κατάρτισε ο Σ., για να δικαιολογήσει υπεξαιρεθέντα υπ' αυτού ποσά. Ο ίδιος καταχώρησε τα ποσά των δηλώσεων αυτών και τους αριθμούς τους ως δικαιολογητικά στο χειρόγραφο βιβλίο απόδοσης κρατήσεων που τηρούσε. Την ίδια δραστηριότητα της υπεξαιρέσεως ο Σ. τη συνέχισε και μετά κατά τα έτη 1999-2007. Για την επίτευξη του σκοπού του για να υπεξαιρεί τα χρήματα του δήμου ..., που του παραδίδοντο, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, για να τα αποδώσει στην ΔΟΥ ή τα αντίστοιχα ασφαλιστικά ταμεία, ο Σ. χρησιμοποιούσε την ακόλουθη μεθοδολογία: Για την απόδοση των υπέρ τρίτων κρατήσεων λάμβανε από το Δ/ντή της ταμειακής Υπηρεσίας, είτε τραπεζικές επιταγές είτε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του Ταμείου πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν και εισαχθούν κατά τα προαναφερόμενα στον τραπεζικό λογαριασμό του Δήμου. Τα ληφθέντα όφειλε ο Σ., την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επόμενη, να καταβάλλει στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα μετρητά αυτά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, με το πρόσχημα να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, υπεξαιρούσε το μεγαλύτερο μέρος και στο τέλος του έτους προσκόμιζε στην Υπηρεσία του, ισόποσα με τα υπεξαιρεθέντα ποσά παραστατικά πληρωμών, τα οποία αυτός κατά βάση κατάρτιζε απαρχής πλαστά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας και δεν ανήκαν στην κυριότητα του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, έστω και αν ο δράστης τα παραλάμβανε με το πρόσχημα να αποδώσει δήθεν μ' αυτά φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Οι φόροι, οι κρατήσεις του ταμείου συντάξεως και ορισμένων άλλων ασφαλιστικών ταμείων καταβάλλονταν στη ΔΟΥ, οι μεν φόροι επί τη βάσει φορολογικών δηλώσεων, προσωρινών και οριστικών, που συνοδεύονταν από τις οικείες μισθολογικές καταστάσεις, οι δε ασφαλιστικές εισφορές, επί τη βάσει των μισθολογικών καταστάσεων και των προφορικών δηλώσεων του Σ. για τον αντίστοιχο κωδικό κάθε καταβολής. Οι κρατήσεις των λοιπών ασφαλιστικών ταμείων, εκτός του ΙΚΑ που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, καταβάλλονταν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), τυπικά επί τη βάσει των οικείων μισθοδοτικών καταστάσεων, στην πραγματικότητα όμως με βάση παραστατικά (αποδείξεις είσπραξης) της ΕΤΕ που συμπλήρωνε ο ίδιος ο Σ., από σχετικά "μπλοκ" της Τραπέζης που του είχαν παραδοθεί, για χρονική διευκόλυνση της όλης διαδικασίας, διότι αλλιώς, λόγω του μεγάλου αριθμού των ταμείων και των αντίστοιχων παραστατικών θα απαιτείτο πολύ μεγάλος χρόνος για την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας, με συνέπειες και στην εύρυθμη λειτουργία της ΕΤΕ, αφού ένα ταμείο της θα απασχολείτο επί μακράν με την εξυπηρέτηση του δήμου .... Τα παραστατικά αυτά (γραμμάτια είσπραξης) που συντάσσονταν είτε οι καταβολές γίνονταν με επιταγές είτε με μετρητά, προσκόμιζε στη συνέχεια ο κλητήρας του δήμου ... Α. Π. για λογαριασμό του Σ. στην Τράπεζα, κάνοντας και τις σχετικές πληρωμές, σύμφωνα με τα παραστατικά που του είχε παραδώσει ο Σ.. Όταν οι καταβολές έπρεπε να γίνουν στην ΔΟΥ ο Σ. προσκόμιζε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις που είχε εκδώσει η Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων του δήμου ... για όλες τις μισθοδοσίες, τακτική μηνιαία και έκτακτες (νυκτερινά, υπερωρίες, αργίες κ.λ.π.), με την αντίστοιχη φορολογική δήλωση, όσον αφορά τους φόρους που έπρεπε να καταβληθούν και λάμβανε από το Δ/ντη της ταμειακής Υπηρεσίας την υπογραφή του στη φορολογική δήλωση και αντίστοιχη επιταγή συνολική για όλο το ποσό που έπρεπε να καταβληθεί στη ΔΟΥ είτε για παρακρατηθέντες φόρους είτε για ασφαλιστικές εισφορές που εξοφλούντο σ' αυτή, χωρίς ειδικότερη διευκρίνιση κάθε επί μέρους ποσού. Αφού λάμβανε στα χέρια του την επιταγή, απευθυνόταν εκ νέου στην Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων και ζητούσε, με το πρόσχημα ότι τα διαθέσιμα του Ταμείου δεν επαρκούσαν για την εξόφληση όλων των οφειλών προς την ΔΟΥ, να εκτυπωθούν νέες συγκεντρωτικές μισθολογικές καταστάσεις, με περιεχόμενο λιγότερες επί μέρους μισθοδοσίες, αφού αφαιρούνταν από τις αρχικές οι επί μέρους έκτακτες μισθοδοσίες που αυτός υποδείκνυε. Οι αφαιρούμενες επί μέρους καταστάσεις αντιστοιχούσαν κατά ποσό οφειλών σε ποσό που ό ίδιος είχε λάβει σε μετρητά για να καταβάλει εισφορές διαφόρων ταμείων στη ΔΟΥ. Ακολούθως προσερχόταν στη ΔΟΥ και με την επιταγή πλήρωνε μέρος των φόρων για τους οποίους αυτή είχε εκδοθεί ή και εισφορών αν στο σύνολο των οφειλών για τις οποίες είχε εκδοθεί η επιταγή συμπεριλαμβάνονταν και ασφαλιστικές εισφορές προς διάφορα ταμεία και με το υπόλοιπο της επιταγής εξοφλούσε και τα ασφαλιστικά ταμεία για τα οποία είχε λάβει μετρητά. Στη συνέχεια για να καλύψει τη διαφορά κατάρτιζε πλαστά παραστατικά για το υπόλοιπο του ποσού για το οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή, το οποίο δεν είχε εξοφληθεί με αυτή. π.χ. Αν οι παρακρατηθέντες φόροι που έπρεπε να καταβληθούν με βάση τις συγκεντρωτικές μισθολογικές καταστάσεις και τη σχετική δήλωση που ο ίδιος ο Σ. είχε συντάξει ήταν 200.000 ευρώ και τα μετρητά που αυτός είχε λάβει για να καταβάλει παρακρατηθείσες εισφορές διαφόρων ταμείων που εξοφλούντο στην ΔΟΥ ήταν 50.000 ευρώ, αυτός λάμβανε την επιταγή των 200.000 ευρώ από το Δ/ντή της Ταμειακής. Στη συνέχεια ζητούσε και λάμβανε από τη Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων νέες συγκεντρωτικές καταστάσεις, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, για συνολικούς φόρους 150.000 ευρώ, ενώ συνέτασσε και πλαστή για το ποσό αυτό φορολογική δήλωση, θέτοντας σ' αυτή ο ίδιος την υπογραφή του Δ/ντη της Ταμειακής, χωρίς τη συναίνεσή του, προσερχόταν στην ΔΟΥ εξοφλούσε με βάση την πλαστή δήλωση και τις νέες καταστάσεις φόρους ( ή και εισφορές αν συμπεριλαμβάνονταν στο ποσό της επιταγής) 150.000 ευρώ και με το υπόλοιπο της επιταγής (50.000) εξοφλούσε τα ταμεία για τα οποία είχε λάβει μετρητά. Τέλος για να συμφωνήσει αριθμητικά και να λάβει πίσω αντίστοιχη δική του απόδειξη, με την οποία φερόταν χρεωμένος, από το Δ/ντη της Ταμειακής, κατάρτιζε πλαστά παραστατικά (ένα συνήθως αλλά μερικές φορές και περισσότερα), για το πέραν των 150.000 ποσό των 50.000 που αφορούσε η επιταγή, το οποίο δεν είχε εξοφληθεί με αυτή. Αντίστοιχο τρόπο χρησιμοποιούσε στην ΕΤΕ, εξοφλώντας με την επιταγή που συνήθως εκδιδόταν για τα μεγάλα ταμεία (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ) και μικρά ταμεία για τα οποία είχε πάρει μετρητά και καταρτίζοντας για τη διαφορά ανάλογα πλαστά καταθετήρια. Επί πλέον σε δύο περιπτώσεις, που αναφέρονται κατωτέρω, ο Σ. νόθευσε παραστατικά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για να δικαιολογήσει υπεξαιρεθέντα. Με τη μέθοδο αυτή κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.133.074,08 ευρώ. Συγκεκριμένα, παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου ανά έτος τα ακόλουθα ποσά: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ 2003 2.606.280,64 ευρώ 2004 3.093.981,17 ευρώ 2005 4.350.525,35 ευρώ 2006 4.528.202,88 ευρώ 2007 3.963.834,84 ευρώ Ανά ημέρα παρέλαβε τα εξής ποσά: ..." (Στο σημείο αυτό, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περιλαμβάνονται πίνακες ανά έτος, στους οποίους εμφαίνονται αναλυτικά τα ποσά των μετρητών που παρέλαβε κάθε φορά από το Ταμείο του Δήμου ο Π. Σ. προς διαχείριση, η ημερομηνία που παρέλαβε το κάθε ποσό μετρητών και ο αριθμός της αποδείξεως με βάση την οποία το παρέλαβε). "... Από τα ποσά αυτά ο Σ. υπεξαίρεσε κατ' έτος τα εξής: Το έτος 1999 με αρχή τον Απρίλιο υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ (170.854 ευρώ). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ (179.774 ευρώ). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,6 ευρώ. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,7 ευρώ. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,7ευρώ. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,7 ευρώ. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,8 ευρώ. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,9 ευρώ. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,4 ευρώ. Συμπερασματικά: Από 1.1.1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,8 ευρώ και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 ευρώ. Ποσοστό 84,88%. Ειδικότερα, όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (1.1.1999 έως 13.8.2007), ο Σ. υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007 - 31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Ειδικότερα: Κατά το διάστημα του έτους 1999 που είναι το πρώτο έτος της δημαρχίας του τρίτου κατηγορουμένου Β. Π. δεν βρέθηκαν κάποια πλαστά παραστατικά ως δικαιολογητικά, με τα οποία ο Π.. Σ. να δικαιολόγησε στην υπηρεσία του τα ποσά που κράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα το έτος αυτό. Κατά τη συνεδρίαση της 4.3.2014, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε, ερωτώμενος σχετικά, ότι "τα υπεξαιρεθέντα το 1999 προέρχονταν από εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν στη ΔΟΥ". Κατά την ίδια συνεδρίαση της 4.3.2014 ανέφερε επίσης, ότι στην αρχή της δημαρχίας Π. υπεξαιρούσε λίγα χρήματα, χωρίς να κάνει πλαστά δικαιολογητικά, σκοπεύοντας με την συμπεριφορά του αυτή να εξακριβώσει αν κάτι άλλαξε με το νέο δήμαρχο ως προς τον έλεγχο των διαχειριστών. Ανέφερε ακόμη απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι κατά το έτος αυτό υπεξαίρεσε ποσό γύρω στα 60.000.000 δρχ. και ότι υπεξαιρούσε ποσό περίπου 5.000.000 έως 6.000.000 δρχ. το μήνα και ότι άρχισε να υπεξαιρεί από το μέσο έως το τέλος του μήνα Απριλίου 1999 (9 μήνες X 6.000.000 δρχ. = 54.000.000 δρχ). Η άποψη του Σ. ότι τα υπεξαιρεθέντα του 1999 είναι από τα χρήματα που έπρεπε να καταβλληθούν στην ΔΟΥ επιβεβαιώνεται από την αναγνωσθείσα Έκθεση Προσωρινού Ελέγχου της …' Δ.Ο.Υ. (επόπτης Σ. Μ., ελεγκτές Ε. Γ. και Μ. Θ.). Μέρος των υπεξαιρεθέντων επιχείρησε να δικαιολογήσει ο Σ. με την εμφάνιση εικονικού πλεονάσματος κατά τη χρήση 1998 ύψους 38.828.150 δρχ. για κύριο φόρο, 6.590.030 δρχ. για χαρτόσημο και 1.317.462 δρχ. για ΟΓΑ χαρτοσήμου. Συνολικά εμφάνισε πλεόνασμα 46.735.500 δρχ. Το εικονικό αυτό πλεόνασμα με πρωτοβουλία του ίδιου του Σ. εμφανίσθηκε ως πιστωτικό υπόλοιπο που ο Δήμος ... το συμψήφισε στην οριστική δήλωση ΦΜΥ έτους 1999, συμψηφισμός που δεν έγινε βεβαίως δεκτός από τη ΔΟΥ. Το τέχνασμα αυτό σε συνδυασμό με τη βεβαιότητα ότι δεν του γίνεται έλεγχος χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει τα υπεξαιρεθέντα του 1999, αποβλέποντας σε περίπτωση ελέγχου να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία λάθος κατά την άθροιση των ποσών. Το έτος 2000 ο Π. Σ. υπεξαίρεσε όπως προαναφέρθηκε συνολικά 61.258.128 δρχ (179.774,7 ευρώ). Το υπεξαιρεθέν ποσό αποδεικνύεται από τη συνεκτίμηση όσων κατέθεσε απολογούμενος ο Π. Σ. σε συνδυασμό με τα πορίσματα της "Έκθεσης Προσωρινού Ελέγχου" της …’ ΔΟΥ. Σύμφωνα με την έκθεση προσωρινού ελέγχου προκύπτει διαφορά μεταξύ των διαπιστωθέντων από το βιβλίο κρατήσεων και των πράγματι καταβληθέντων στην ΔΟΥ με βάση τις 12 προσωρινές δηλώσεις. Για τη δικαιολόγηση της διαφοράς ο Σ. συνέταξε την πλαστή προσωρινή δήλωση (Δεκεμβρίου) που αναφέρεται στην κατηγορία της πλαστογραφίας με ημερομηνία συντάξεως 26.2.2001 για 61.258.128 δρχ (179.774,40 ευρώ), δηλαδή όσο είναι το τελικά υπεξαιρεθέν κατά τα ανωτέρω ποσό. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,6 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 3 πλαστά διπλότυπα της …' ΔΟΥ. που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Τα ανευρεθέντα ως άνω πλαστά έχουν ως εξής: Το 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,7 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 7 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (1.496.450,3 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 5 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (634.428,4 ευρώ) και γ) από άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (11.255,53 και 38.045,56 ευρώ αντίστοιχα) που εντοπίστηκαν μεν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Το 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,7 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 7 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (1.795.997,6 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 2 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (182.643,8 ευρώ) και γ) από άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (335.289,01 και 445.018,34 ευρώ αντίστοιχα) που επισυνάφθηκαν στο υπ' αριθ. .../24.12.2004 Χρηματικό 'Ενταλμα (Ταμείο Συντάξεως) και εντοπίστηκαν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ. (είναι συνημμένα με α/α … στον υποφάκελο … της Γ' Πορισματικής Έκθεσης …/10.11.2010), αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Υπάρχουν όπως αναφέρθηκε και άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (335.289,01 και 445.018,34 € αντίστοιχα) που επισυνάφθηκαν στο υπ' αριθ. .../24.12.2004 Χρηματικό Ένταλμα (Ταμείο Συντάξεως) και εντοπίστηκαν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ. (είναι συνημμένα με α/α … στον υποφάκελο … της Γ' Πορισματικής Έκθεσης …/10.11.2010), αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Τα παραστατικά αυτά εκδόθηκαν για να δικαιολογήσουν την πληρωμή του Ταμείου Συντάξεως για καθυστερούμενες εισφορές. Το 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,8 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 14 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (2.401.190 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 2 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (411.948 ευρώ), γ) από άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ (152.249,81 ευρώ) που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../30-12-05 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Επίσης, δ) ποσό 965.839 ευρώ που δικαιολογήθηκε με το χρηματικό ένταλμα πληρωμής υπ' αριθμ. .../30-12-2005, συνολικού ποσού 15.714.277,34 ευρώ για καταβολές στην ΕΤΕ χωρίς ωστόσο να προσκομίσει κάποιο παραστατικό για την καταβολή αυτή. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Διπλότυπα ...’ Δ.Ο.Υ. με εκδότες "Γ. Α." και "Β. Μ." Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, και άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ ποσού 152.249,81 ευρώ που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../30-12-05 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Επίσης, υπεξαιρέθηκε και επί πλέον ποσό 965.839 ευρώ που δικαιολογήθηκε με το χρηματικό ένταλμα πληρωμής υπ' αριθ. .../30-12-2005, συνολικού ποσού 15.714.277,34 ευρώ για καταβολές στην ΕΤΕ χωρίς ωστόσο ο Σ. να προσκομίσει κάποιο παραστατικό για την καταβολή αυτή. Το 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,9 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 15 πλαστά διπλότυπα της ... Δ.Ο.Υ. (2.910.458,1 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 8 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (1.136.458,6 ευρώ), γ) από άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτια είσπραξης του ΤΠκΔ (173.870,2 ευρώ) που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../29-12-06 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, και άλλο νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ ποσού 173.870,18 ευρώ που εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα για το ποσό των 173.870,18 ευρώ πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σύμφωνα και με το αρ. πρωτ. .../17-4-2008/18.4.2008 έγγραφό του προς το Δήμο ... γνωστοποιεί και χορηγεί κατάσταση με γραμμάτια είσπραξης του καταστήματος του για δόσεις στεγαστικών δανείων Υπαλλήλων του δήμου από 1.1.2003 έως 31.3.2008 στα οποία φαίνονται τα ποσά που ο Δήμος κατέθεσε και η ακριβής ημερομηνία είσπραξης αυτών. Στην εν λόγω κατάσταση το ποσόν το οποίο κατατέθηκε εκ 173.870,18 ευρώ φέρει ημερομηνία κατάθεσης 30.1.2007 με α/α … . Κατατέθηκε μάλιστα με το γραμμάτιο είσπραξης αριθ. .../30.1.2007 για μήνα δόσης 2006/12. Η κατάσταση κατάθεσης φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων του Τ.Π. και Δανείων λογιστή (Α. Τ.) Προϊστ. Τμήματος (Μ. Φ.) και Προϊστ. Δ/νσης (Τ. - Η. Ά.). Ο διαχειριστής Π. Σ. την απόδειξη αυτή την προσκόμισε ως δικαιολογητικό πληρωμής, η οποία μετά τον προσήκοντα έλεγχο από τους κατά νόμο αρμόδιους την επισύναψαν στο Β' ΧΕΠ που εξέδωσαν με αριθ. .../29.12.06. Όπως και τα άλλα πλαστά δικαιολογητικά πληρωμής, έτσι και η απόδειξη αυτή (γραμμάτιο του Τ.Π. και Δανείων) παραποιήθηκε με χρήση "μπλάνγκο" ως προς την ημερομηνία και χρησιμοποιήθηκε δύο φορές προκειμένου να κλείσει "άνοιγμα" στη διαχείριση του Π. Σ. του έτους 2006. Επομένως, η εν λόγω απόδειξη του Τ.Π.&Δ ποσού 173,870,18 ευρώ παραποιήθηκε (με την χρήση blanco ως προς την ημερομηνία) και χρησιμοποιήθηκε για να "κλείσει" -στα πλαίσια των τακτοποιήσεων για κάλυψη ποσών που είχαν αναληφθεί με μη νόμιμο τρόπο- αντίστοιχο ποσό που είχε υπεξαιρέσει ο Π. Σ. μέσα στο οικονομικό έτος 2006 ευρώ. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,4 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 9 πλαστά διπλότυπα της ...’ Δ.Ο.Υ. (2.407.020 ευρώ) και β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (1.179.359,4 ευρώ). Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Διπλότυπα ... Δ.Ο.Υ. με εκδότες "Γ. Α." και "Β. Μ." Συμπερασματικά: Από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 ευρώ και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 ευρώ. Ειδικότερα όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (από τον Απρίλιο του 1999 έως 13.8.2007), ο δράστης υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007 - 31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός των τρίτων, υπέρ των οποίων γινόνταν οι αποδοτέες κρατήσεις, εξυπηρετούνταν με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν κατά βάση στην Εθνική Τράπεζα (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ, ΙΚΑ κ.λπ.). Το Δημόσιο για τους φόρους και τα υπόλοιπα Ταμεία για τις οφειλόμενες σ' αυτά ασφαλιστικές εισφορές εξυπηρετούνταν με πληρωμές στην κατά τόπο αρμόδια ...’ Δ.Ο.Υ., ενώ άλλα ταμεία μεταξύ των οποίων και το ΤΠκΔ εξυπηρετούντο στα καταστήματά τους. Ειδικότερα τα Ταμεία που διαχειριζόταν ο Π. Σ. και ο τρόπος, με τον οποίο εξυπηρετούνταν οι προς αυτά αποδόσεις των εισφορών, φαίνεται στον κατωτέρω πίνακα:
Πρέπει να τονιστεί ότι οι πληρωμές προς τη Δ.Ο.Υ. για την απόδοση τόσο του Φ.Μ.Υ., όσο και των ασφαλιστικών εισφορών των Ταμείων που εξυπηρετούνταν μέσω αυτής έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με τραπεζικές επιταγές, εφόσον το αποδοτέο ποσό υπερέβαινε ένα όριο. Ειδικότερα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 1819/51, η εξόφληση των χρεών προς το Δημόσιο γίνεται με μετρητά ή με επιταγές. Με αποφάσεις του Υπουργείου Οικονομικών αναπροσαρμόζονται και καθορίζονται κάθε φορά τα όρια καταβολής χρεών με μετρητά από τους υπόχρεους. Έτσι με την υπ' αριθ. 576/1988 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών καθορίσθηκε το ποσό που μπορεί να πληρωθεί στις ΔΟΥ με μετρητά στις 250.000 δρχ. και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι 300.000 δρχ. Και τούτο για διασφάλιση των συμφερόντων τόσο του Δημοσίου όσο και των φορολογούμενων. Ακολούθως, το Υπουργείο ανταποκρινόμενο σε αιτήματα φορολογουμένων για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους από τις ΔΟΥ, και για την βελτίωση των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογούσας αρχής και πολιτών, με την υπ' αριθ. ΠΟΛ 1273/18.10.- 5.11.1996 απόφασή του, καθόρισε σε εξαιρετικές περιπτώσεις την πληρωμή με μετρητά μέχρι του ποσού των 500.000 δρχ. αντί των 300.000δρχ. που ίσχυε μέχρι τότε. Ακολούθως με την υπ' αριθ. Α.Υ.Ο. 1114260/6631-26/0016/ΠΟΛ1383/ 24.12.2001 - 14.1.2002 απόφασή του τροποποίησε το όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η καταβολή μετρητών στο ποσό των 1.500 ευρώ με έναρξη την 1.1.2002. Επομένως: Μέχρι την 31.12.2001 το όριο των μετρητών για πληρωμές σε ΔΟΥ. ήταν 300.000 δρχ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις 500.000 δρχ., από δε την 1.1.2001 και στο εξής το όριο των μετρητών ήταν 1.500 ευρώ. Τη ρύθμιση αυτή, λόγω της προχειρότητας με την οποία λειτουργούσε η Ταμειακή υπηρεσία στον τομέα αποδόσεως των υπέρ τρίτων κρατήσεων, την αγνοούσαν οι υπάλληλοι που ασχολούντο στον τομέα αυτό και έτσι έγιναν υποχείρια του Σ., εκτελώντας πιστά ότι αυτός τους υποδείκνυε, αφού του είχαν εμπιστοσύνη και τον θεωρούσαν ικανό υπάλληλο. Έτσι παρά την εν λόγω ρύθμιση ο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας έδινε βέβαια πάντοτε για τις πληρωμές στη ΔΟΥ επιταγές, έδιδε όμως σε τακτική βάση μετρητά πάνω από το όριο αυτό για την πληρωμή ταμείων που εξυπηρετούνταν μέσω της ...’ Δ.Ο.Υ. (όπως εξαγορά θητείας, χορηγία δημάρχου, διαδοχική ασφάλιση, ΤΠΔΥ, ΜΤΠΥ, ΤΕΑΔΥ κ.α.), αγνοώντας όμως ότι τα ταμεία αυτά εξοφλούντο στη ΔΟΥ. Αγνοούσε πάντως ο εκ των Δ/ντων Γ. και την ύπαρξη του ορίου πληρωμών στη ΔΟΥ, όπως ο ίδιος ομολόγησε. Όπως προαναφέρθηκε τα υπεξαιρεθέντα, από πλευράς δικαιολογητικών, ο Σ. τα κάλυπτε με πλαστά παραστατικά. Ειδικότερα δε τα διπλότυπα της ... Δ.Ο.Υ. που προσκόμιζε ο Π. Σ. έφεραν σχεδόν πάγια ως εκδότες τους τα ονόματα δύο ανύπαρκτων εφοριακών υπαλλήλων: "Β. Μ." και "Γ. Α.". Η πλαστότητα δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή, αφού όπως προαναφέρθηκε, οι αρμόδιοι για τον έλεγχο των δικαιολογητικών, αρκούνταν σε απλή αριθμητική αντιπαραβολή, χωρίς έλεγχο των παραστατικών. Αλλά και αν γινόταν απλός έλεγχος των δικαιολογητικών, λόγω της επιμελημένης μεθόδου της πλαστογραφίας, ήταν δύσκολο να αποκαλυφθεί αυτή. Τη δυσκολία αποκαλύψεως των πλαστών επιβεβαιώνουν οι περισσότεροι μάρτυρες. Με βάση τα προαναφερόμενα, κατά την ομόφωνη κρίση του δικαστηρίου, ο Π. Σ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος: 1) Για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 ΠΚ) τελεσθείσα από Απριλίου 1999 έως 31.12.2007, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, όπως ειδικότερα οι μερικότερες πράξεις αναφέρονται παραπάνω και στο διατακτικό, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950), δεδομένου ότι ι) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε οκτώ έτη και εννέα μήνες περίπου διάστημα που κρίνεται όχι απλά αλλά ιδιαιτέρως μακρό σε σχέση με τις συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και ιι) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 ευρώ, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ., συγκρινόμενο δε με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. Επομένως, με βάση τα στοιχεία αυτά, το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 1608/1950. 2) Πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος, όπως η πράξη αυτή χαρακτηρίσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν μπορεί ως προς το σημείο αυτό να διαφοροποιηθεί γιατί θα παραβιαζόταν το άρθρο 470 ΚΠΔ, για τις επί μέρους πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29.6.2007, με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως αυτών, όπως ειδικότερα οι πράξεις αυτές περιγράφονται στο διατακτικό. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν περαιτέρω και τα εξής ακόμη περιστατικά: Κατά την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω χρονική περίοδο των ετών 1999 - 2008 ο κατηγορούμενος Π. Σ. δήλωσε οικογενειακό εισόδημα και δαπάνες ως εξής: 1) για το οικονομικό έτος 2000 (χρήση 1999) ατομικό του εισόδημα 19.767,81 ευρώ (6.735.880 δραχμές), στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 6.737,37 ευρώ (2.295.758 δραχμών), και δαπάνες 22.496,94 ευρώ (7.665.832 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 31.517,51 ευρώ (10.739.592 δραχμές) και δαπάνες αυτής 21.133,22 ευρώ (7.201.146 δραχμές), δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 51.285,32 ευρώ και συνολικές δαπάνες 43.630,16 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 7.655,15 ευρώ, 2) για το οικονομικό έτος 2001 (χρήση 2000) ατομικό του εισόδημα 130.572,59 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 117.397,38 ευρώ (40.003.157 δραχμών), και δαπάνες 53.909,71 ευρώ (18.369.733 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 52.491,07 ευρώ (17.886.331 δραχμές) και δαπάνες αυτής 34.015,45 ευρώ (11.590.764 δραχμές), δηλαδή οικογενειακά συνολικό εισόδημα 183.063,65 ευρώ και συνολικές δαπάνες 87.925,16 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 95.138,50 ευρώ, 3) για το οικονομικό έτος 2002 (χρήση 2001) ατομικό του εισόδημα 103.279,65 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 89.246,12 ευρώ (30.410.615 δραχμών) και δαπάνες 42.683,74 ευρώ (14.544.486 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 73.721,97 ευρώ (25.120.762 δραχμές) και δαπάνες αυτής 22.241,17 ευρώ (7.578.678 δραχμές), δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 177.001,62 ευρώ και συνολικές δαπάνες 64.924,91 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 112.076,71 ευρώ, 4) για το οικονομικό έτος 2003 (χρήση 2002) ατομικό του εισόδημα 163.737,39 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 141.606,10 ευρώ, και δαπάνες 149.060,57 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 52.298,55 ευρώ και δαπάνες αυτής 10.168,57 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 216.035,94 ευρώ και συνολικές δαπάνες 159.229,14 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 56.806,80 ευρώ, 5) για το οικονομικό έτος 2004 (χρήση 2003) ατομικό του εισόδημα 85.861,87 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 10.769,21 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 22.933,60 ευρώ και δαπάνες αυτής 3.622,07 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 108.795,47 ευρώ και συνολικές δαπάνες 14.391,28 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 94.404,19 ευρώ, 6) για το οικονομικό έτος 2005 (χρήση 2004) ατομικό του εισόδημα 130.575,65 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό κέρδους από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 32.670,10 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 3.600,0 ευρώ και δαπάνες αυτής 6.384,10 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 134.175,65 ευρώ και συνολικές δαπάνες 38.385,54 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 95.790,11 ευρώ, 7) για το οικονομικό έτος 2006 (χρήση 2005) ατομικό του εισόδημα 17.681.44 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη λαχείων κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 32.670,10 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 3.600,00 ευρώ και δαπάνες αυτής 3.235.44 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 21.281,44 ευρώ και συνολικές δαπάνες 35.405,54 ευρώ, με επακόλουθο να μην υπάρχει νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό, αφού συνολικά οικογενειακά υπήρχαν ζημίες ποσού 14.124,10 ευρώ, 8) για το οικονομικό έτος 2007 (χρήση 2006) ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε φορολογική δήλωση, 9) για το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007) ατομικό του εισόδημα 38.782,03 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη λαχείων κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 8.855,40 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 14.768,40 ευρώ και δαπάνες αυτής 11.788,18 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 53.550,43 ευρώ και συνολικές δαπάνες 20.143,58 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 33.406,85 ευρώ, 10) για το οικονομικό έτος 2009 (χρήση 2008) ατομικό του εισόδημα 10.592,26 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), εισόδημα της συζύγου του 15.600,00 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 26.192,26 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 26.192,26 ευρώ. Επίσης, σε ατομικούς ή κοινούς (με τη σύζυγό του) λογαριασμούς του κατηγορουμένου και ειδικότερα στους λογαριασμούς των Τραπεζών Eurobank με αριθμούς ..., ... , ... , ... , ..., ..., Probank με αριθμούς ..., ..., Εθνική Τράπεζα με αριθμούς ..., Alpha Bank με αριθμούς ..., ..., ..., και Τράπεζα Κύπρου με αριθμό ..., κατατέθηκαν: 1) το έτος 1999 συνολικά 88.043.249 δραχμές ή 258.380,77 ευρώ, 2) το έτος 2000 συνολικά 67.729.434 δραχμές ή 198.765,76 ευρώ, 3) το έτος 2001 συνολικά 105.402.085 δραχμές ή 309.323,80 ευρώ, 4) το έτος 2002 συνολικά 708.321,40 ευρώ, 5) το έτος 2003 συνολικά 366.862,78 ευρώ, 6) το έτος 2004 συνολικά 61.607,68 ευρώ, 7) το έτος 2005 συνολικά 200.521,87 ευρώ, 8) το έτος 2006 συνολικά 115.137,09 ευρώ, 9) το έτος 2007 συνολικά 194.767,00 ευρώ, 12) το έτος 2008 συνολικά 42.085,74 ευρώ. Προκύπτουν έτσι φορολογικά αδικαιολόγητες καταθέσεις του: α) για το έτος 1999 ποσού (258.380,77 - 7.655,15 =) 250.725,62 ευρώ, πλην όμως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να αξιολογηθεί ποσό μεγαλύτερο εκείνου το οποίο υπεξαίρεσε το ίδιο έτος, δηλαδή του ποσού των 170.854 ευρώ, β) για το έτος 2000 ποσού (198.765,76 - 95.138,50 =) 103.627,26 ευρώ, γ) για το έτος 2001 ποσού (309.323,80 - 112.076,71 =) 197.247,09 ευρώ, δ) για το έτος 2002 ποσού (708.321,40 - 56.806,80 =) 651.514,60 ευρώ, ε) για το έτος 2003 ποσού (366.862,78 - 94.404,19 =) 272.458,59 ευρώ, στ) για το έτος 2004 δεν προκύπτουν αδικαιολόγητες καταθέσεις, αφού το συνολικό οικογενειακό εισόδημα των 95.790,11 ευρώ υπερβαίνει τις καταθέσεις ποσού 61.607,68 ευρώ, η δε λογιστική απόκλιση των 34.182,43 ευρώ, μεταφέρεται στο επόμενο έτος, ζ) για το έτος 2005 ποσού (200.521,87 + 14.124,10 [προς υπερκάλυψη της ισόποσης ζημίας] =) 214.645,97 ευρώ, και με συνυπολογισμό του πλεονάσματος του έτους 2004, ποσού (214.645,97 - 34.182,43 =) 180.463,54 ευρώ, η) για το έτος 2006, δεδομένου ότι έγιναν καταθέσεις συνολικού ποσού 115.137,09 ευρώ, ελλείψει υποβολής φορολογικής δήλωσης για την εν λόγω χρήση, θα πρέπει να θεωρηθεί ως προϊόν αδικαιολόγητης φορολογικά κατάθεσης το ποσό των (115.137,09 ευρώ - 19.543,90 ευρώ =) 95.593,19 ευρώ, καθόσον από τη σχετική αναλυτική επεξεργασία των καταθέσεων του κατηγορουμένου που έγινε από την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., προκύπτει ότι καταθέσεις ποσού 19.543,90 ευρώ προέρχονται από τη μισθοδοσία του κατηγορουμένου, θ) για το έτος 2007 ποσού (194.767,00 - 33.406,85 =) 161.360,15 ευρώ ι) για το έτος 2008 ποσού (42.085,74 - 26.192,26 =) 15.893,48 ευρώ. Συνακόλουθα, στη διάρκεια των ετών 1999 - 2008 προκύπτουν αδικαιολόγητες καταθέσεις αυτού συνολικού ποσού 1.841.356,75 ευρώ, για τις οποίες, ενόψει και της ανυπαρξίας κάποιας άλλης ευλογοφανούς εξήγησης της προέλευσής τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι προέρχονται από χρήματα που κατά τα προαναφερόμενα είχαν υπεξαιρεθεί από τον κατηγορούμενο από το Ταμείο του Δήμου ... κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2007. Επίσης, ο κατηγορούμενος Π. Σ. εμφάνισε ως κέρδη από συμμετοχή του σε τυχερά παίγνια διεξαγόμενα από την "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε." και δη από το "ΣΤΟΙΧΗΜΑ", τα εξής ποσά: 1) ποσό 312.838 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.982 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 2) ποσό 308.113 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.457 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8- 1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 3) ποσό 1.206.686 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 104.104 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 4) ποσό 280.184 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 28.336 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 5) ποσό 428.668 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 44.852 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 6) ποσό 564.344 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 50.946 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 8.480 δραχμές και πληρώθηκε στις 10-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 7) ποσό 1.049.728 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 101.632 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 7.360 δραχμές και πληρώθηκε στις 14- 2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 8) ποσό 1.885.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 9) ποσό 1.700.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 10) ποσό 942.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 11) ποσό 982.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 12) ποσό 1.290.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 13) ποσό 932.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 14) ποσό 5.517.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 330.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-6-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/21-6-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 15) ποσό 1.010.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12- 10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 16) ποσό 1.717.700 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 114.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 17) ποσό 1.292.685 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 18) ποσό 5.040.445 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 560.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 19) ποσό 5.230.440 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 369.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 20) ποσό 5.380.265 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.090.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 21) ποσό 2.417.625 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 80.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 5-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../9-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 22) ποσό 2.050.435 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 120.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../23-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 23) ποσό 10.375.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 4.199.996 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 30-8-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-9-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 24) ποσό 7.964.280 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 145.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 9-10-2001 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/11-10-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 25) ποσό 121.501,31 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 38.280,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 4-10-2002 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/8-10-2002 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 26) ποσό 20.104,84 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 2.358,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 27) ποσό 63.575,70 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 13.284,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 28) ποσό 80.598,85 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 20.739,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 14-6-2004 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-6-2004 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 29) ποσό 65.282,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 14.529,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-1-2005 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2005 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 30) ποσό 125.160,15 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 889,46 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 19.331,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-1-2006 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2006 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 31) ποσό 210.373,74 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.782,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 32.340,90 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 11-1-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-1-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 32) ποσό 179.618,00 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.185,67 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 36.584,70 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/18-12-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 33) ποσό 9.074,90 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.523,40 ευρώ και πληρώθηκε στις 8-10-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 8-10-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/9-10-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 34) ποσό 14.537,59 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 261,00 ευρώ και πληρώθηκε στις 24-4-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 24-1-2008 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/25-1-2008 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", ήτοι είχε κέρδη συνολικού ποσού 1.065.554,05 ευρώ, για τα οποία επιβαρύνθηκε με φόρο συνολικού ποσού 5.012,09 ευρώ, από δελτία συνολικού κόστους 201.047,10 ευρώ. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι συμμετείχε ως παίκτης στα ανωτέρω παιχνίδια με χρήματα από αυτά που είχαν υπεξαιρεθεί, επιχείρησε δε να εξηγήσει την προέλευση των περισσότερων κερδιζόντων δελτίων από το πρακτορείο που διατηρεί ο αδελφός του Γ. Σ. στην οδό … αρ. … στη …, αναφέροντας ότι ο τελευταίος τον εξυπηρετούσε τηλεφωνικά στο στοιχηματισμό, μη αποδεχόμενος έτσι ότι προέβαινε σε εξαγορά των κερδιζόντων δελτίων. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του δεν κρίνονται βάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν διότι δεν επιβεβαιώθηκαν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, επί πλέον δε μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη αν αφορούσε στοιχηματισμό μικρών ποσών. Από το συνδυασμό όλων αυτών με το γεγονός ότι αποτελεί συνήθη πρακτική νομιμοποίησης χρημάτων που συνιστούν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας η εξαγορά κερδιζόντων δελτίων, κρίνεται ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Π. Σ. εφάρμοζε την πρακτική αυτή, δηλαδή, αξιοποιώντας κυρίως το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ του αδελφού του, προέβαινε σε εξαγορά τέτοιων δελτίων προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή προέλευση στα χρήματα που είχε υπεξαιρέσει. Ακόμα, προκύπτει ότι οι ανωτέρω επιμέρους πράξεις έγιναν από κερδοσκοπία και, όπως συνάγεται από τα ποσά που αφορούσε η νομιμοποίηση και η δεκαετής σχεδόν χρονική έκταση της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του, τόσο με χρηματικές καταθέσεις, όσο και με μετατροπή μέρους των χρηματικών απολήψεων σε κέρδη από τυχερά παίγνια, συνέτρεχε και σκοπός συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων. Ο σκοπός αυτός είναι προφανής στο δεύτερο τρόπο δράσης, αλλά συντρέχει και στον πρώτο, καθόσον ο κατηγορούμενος προέβαινε ποικιλότροπα σε αναλήψεις των κατατιθέμενων χρηματικών ποσών, όπως συνάγεται από την κατάθεση της επιθεωρήτριας Α. Τ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και δη από την εκ μέρους αυτής καταγραφή των ετησίων χρεώσεων των λογαριασμών του, με ποσά 270.160,04 ευρώ (92.057.034 δραχμών) για το έτος 1999, 208.536,30 ευρώ (71.058.746 δραχμών) για το έτος 2000, 412.391,28 ευρώ (140.552.331 δραχμών) για το έτος 2001, 744.401,50 ευρώ για το έτος 2002, 373.279,87 ευρώ για το έτος 2003, 43.918,56 ευρώ για το έτος 2004, 224.156,86 ευρώ για το έτος 2005, 85.058,93 ευρώ για το έτος 2006, 117.700,18 ευρώ για το έτος 2007, 87.339,86 ευρώ για το έτος 2008, με επακόλουθο της σκοπούμενης αυτής συμπεριφοράς του στους τηρούμενους λογαριασμούς να μη διατηρούνται μεγάλα χρηματικά διαθέσιμα, που θα μπορούσαν να κινήσουν υποψίες από μόνο το υπόλοιπο του τηρούμενου λογαριασμού, χωρίς ανάλυση - επεξεργασία των κινήσεών του. Μάλιστα με τα αναλαμβανόμενα ποσά υποστήριζε αφανώς, ως υποκρυπτόμενος χρηματοδότης (χωρίς δηλαδή να εμφανίζεται εξωτερικά - φορολογικά), άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, και δη τη λειτουργία κέντρων διασκέδασης (π.χ. "…", "…", "…", "…"). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε πέραν αυτών ότι με την ανωτέρω μεθοδευμένη δράση του είχε διαμορφώσει τέτοια υποδομή, με την οποία επεδίωκε τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Ως εκ τούτου πρέπει μεν, κατά την ομόφωνη επίσης κρίση του δικαστηρίου, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως αυτής ο κατηγορούμενος Π. Σ., χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεώς της, η οποία δεν αναγνωρίστηκε και πρωτοδίκως, με συνέπεια να δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο από το άρθρο 470 Κ.Π.Δ., κατά τα προαναφερόνα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Όσον αφορά όμως τα ποσά τα αναφερόμενα στο έτος 1998 για τα οποία δεν καταδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και συνακόλουθα δε μπορεί να καταδικασθεί και με την παρούσα για κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995 πράξεις , αλλά και το πέραν των υπεξαιρεθέντων 170.854 ευρώ για το έτος 1999 ποσό, για το οποίο επίσης δε μπορεί να κηρυχθεί ένοχος ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού δεν υπάρχει για το επιπλέον αυτό ποσό καταδίκη ή κατηγορία για κάποια από τις αναφερόμενες στο ν. 2331/1995 αξιόποινες πράξεις, πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση που επικράτησε στο δικαστήριο, αποδείχθηκαν και τα εξής ακόμη περιστατικά: Ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π. αναδείχθηκε Δήμαρχος ... στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1998. Η ανάληψη των καθηκόντων του έγινε την 1.1.1999. Ο δήμαρχος όρισε ως γενικό γραμματέα του δήμου, δηλαδή στην πλέον σημαντική και καίρια μετά τη δική του θέση, τον από πολλών ετών στενότατο συνεργάτη του, δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ενδεικτικό των στενότατων προσωπικών σχέσεων και του μεγάλου βαθμού της εμπιστοσύνης που ο Β. Π. έτρεφε προς το Μ. Λ. είναι ότι τον διατήρησε σταθερά και αμετακίνητα στη θέση του γενικού γραμματέα και τις τρεις τετραετίες που εξελέγη δήμαρχος, ακόμη και κατά το διάστημα μετά το 2006 που ο γενικός γραμματέας επικρίθηκε για διαφθορά με εξαιρετική μάλιστα σφοδρότητα από την αντιπολίτευση και τον τοπικό αλλά και τον Αθηναϊκό τύπο, καθώς και το ότι τον διατήρησε στη θέση αυτή και μετά την 28.6.2007 που άρχισε να ισχύει το άρθρο 161 του ν. 3584/2007, διάταξη με την οποία ορίσθηκε ότι ο γενικός γραμματέας ενός δήμου πρέπει να κατέχει πτυχίο Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ, προσόν που δεν είχε ο Μ. Λ., που είχε μόρφωση μέσης εκπαίδευσης. Παρά τη διάταξη λοιπόν αυτή ο Β. Π. εξακολούθησε να τον διατηρεί στη θέση του γενικού γραμματέα, καίτοι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει με άλλον κατάλληλο που διέθετε το αξιούμενο προσόν, στηριζόμενος στην υπ' αριθ. 49.732/3.9.2007 ερμηνευτική εγκύκλιο του τότε υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης, κατά την οποία όσοι ήταν ήδη διορισμένοι πριν την ισχύ του νέου νόμου -έστω και αν δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα- παραμένουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Οι δύο άνδρες συνδέονταν στην πολιτική ζωή στενότατα ήδη από το 1990 που ο Μ. Λ. αποσπάσθηκε από τον …, του οποίου ήταν υπάλληλος στο πολιτικό γραφείο του τότε βουλευτή Β. Π.. Η στενή συνεργασία τους συνεχίσθηκε και μάλιστα αναβαθμίστηκε καθότι διορίστηκε απ' αυτόν και ως ειδικός σύμβουλός του όταν ανέλαβε το υφυπουργείο … κατά τα έτη 1991-1992. Τον ακολουθούσε παντού στην πολιτική εν γένει πορεία του και στο δήμο. Ο δεσμός τους ήταν ισχυρός μέχρι του σημείου ο Λ. να διαχειρίζεται τη δημαρχιακή χορηγία του Π., υπό την έγκριση και κάλυψη του οποίου, ως πολιτικού προσώπου, είχε δημιουργηθεί στους συναλλασσόμενους με το δήμο ... η πεποίθηση ότι χωρίς την έγκριση του Λ. δεν αποφασιζόταν τίποτα στο δήμο. Ο τελευταίος τους πρώτους μήνες που ανέλαβε το νέο του "πόστο" στο δήμο, τους αφιέρωσε στην εξοικείωση και στην κατανόηση των λειτουργιών των διαφόρων υπηρεσιών και πρώτης από όλες της Ταμειακής Υπηρεσίας που είναι η "καρδιά" κάθε Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Ταμειακή Υπηρεσία και τα στελέχη αυτής λογικό είναι να επικεντρώσουν από την αρχή το ενδιαφέρον -γενικότερα- ενός δημάρχου και του γενικού γραμματέα του είτε οι προθέσεις τους είναι αγαθές (αφού η κατάσταση και λειτουργία του Ταμείου και οι ικανότητες και η ποιότητα των ανθρώπων που το υπηρετούν είναι ζητήματα ζωτικής σημασίας), είτε είναι υστερόβουλες. Στην τελευταία περίπτωση, οι λειτουργικοί μηχανισμοί ασφάλειας της Ταμειακής Υπηρεσίας και η ηθική ποιότητα των υπηρετούντων σ' αυτήν προσώπων εύλογο είναι να μελετηθούν και να αξιολογηθούν από τους διοικούντες το δήμο. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, ο Λ., με την έγκριση του δημάρχου Π. χρειάσθηκε να συμβουλευθεί έμπιστους ανθρώπους που υπηρετούσαν στο δήμο ... πριν αυτός διορισθεί γενικός γραμματέας και γνώριζαν εκ των έσω την κατάσταση. Τέτοιος ήταν ο μετέπειτα αποβιώσας, τότε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Σ. Κ.. Αυτός (Κ.) υπήρξε στενότατος (αδελφικός) φίλος του Β. Π., μία φιλία που σφυρηλατήθηκε κατά τη νεότητά τους όταν άρχισαν την αθλητική τους δραστηριότητα όντας τα δύο από τα 4 μέλη της ομάδας … του αθλητικού σωματείου …. Στην πορεία συνδέθηκαν στενότατα και ο Β. Π. τον ενέταξε στο συνδυασμό του "…". Είχε εκλεγεί σε προηγούμενες εκλογές, εκλέχθηκε όμως επανειλημμένα και υπό την ηγεσία του Π. δημοτικός σύμβουλος και του ανατέθηκαν (από τον Π.) καίριες θέσεις αντιδημάρχου, καθώς και σημαντικά καθήκοντα στη δημοτική … . Υπήρξε λοιπόν όχι μόνο στενότατος προσωπικός φίλος του Β. Π. αλλά και βασικός συνεργάτης του στην αυτοδιοίκηση. Εξ αυτού ανέπτυξε, όπως είναι φυσικό, στενότατες σχέσεις και με το M. Λ., τον πλέον άμεσο και έμπιστο συνεργάτη του (φίλου του) Β. Π.. Ο Σ. Κ. γνώριζε τον Π. Σ. αρκετό καιρό, λόγω της κοινής τους αγάπης για τον αθλητικό σύλλογο "ΑΡΗΣ" Θεσσαλονίκης, αλλά και λόγω του ότι και οι δύο είχαν εξοχική κατοικία στο …, τη νευραλγική θέση του οποίου ως διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων στην Ταμειακή Υπηρεσία είχε ήδη επισημάνει ο γενικός γραμματέας Μ. Λ.. Ο Π. Σ. δεν ήταν ένας απλός και συνηθισμένος δημοτικός υπάλληλος. Ήταν προσωπικότητα με "προφίλ" πλούσιου και άνετου ανθρώπου. Παράλληλα με τα καθήκοντά του, ως υπαλλήλου του δήμου ..., είχε αναπτύξει, επ' ονόματι της συζύγου του, την οποία υποκαθιστούσε, μεγάλη δραστηριότητα και παρουσία στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης. Στα κέντρα διασκεδάσεως που εκμεταλλευόταν προσκαλούσε ακριβά ονόματα του πενταγράμμου και δεν ήταν λίγοι οι συνάδελφοί του που εργάζονταν (για τη συμπλήρωση των εισοδημάτων τους) σ' αυτά. Αργότερα τα επιχειρηματικά του ενδιαφέροντα επεκτάθηκαν και στον χώρο των κατασκευών αλλά και στο χώρο του αθλητισμού. Η παρουσία του στο δήμο ..., όπως είναι φυσικό, δεν περνούσε απαρατήρητη. Κατείχε και οδηγούσε ακριβά αυτοκίνητα και δεν έκρυβε τις δραστηριότητές του. Ήταν με λίγα λόγια "επώνυμος" στον κόσμο της νυκτερινής διασκέδασης και αναγνωρίσιμος στον υπαλληλικό και επαγγελματικό του χώρο. Ο ίδιος επιδίωξε να σχηματισθεί στο προσωπικό του δήμου ... η πεποίθηση ότι η επιχειρηματική του πρόοδος και η πολυτελής διαβίωσή του γενικότερα οφείλονται σε μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε η σύζυγός του από τον πατέρα της. Μετά την εκλογή του Β. Π. στο αξίωμα του δημάρχου ... και την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Σ. ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει το περιβάλλον του νέου δημάρχου και να σταθμίσει τις διαθέσεις του για τον τρόπο λειτουργίας των οικονομικών υπηρεσιών του δήμου, ώστε να βεβαιωθεί αν μπορούσε να συνεχίσει να υπεξαιρεί χρήματα, όπως είχε αποφασίσει, χωρίς κίνδυνο να αποκαλυφθεί. Έτσι, τους πρώτους μήνες του 1999, με τη μεσολάβηση του γνωστού του, από τις προηγούμενες θητείες του ως δημοτικού συμβούλου, αλλά και επανεκλεγέντος στη θέση αυτή και διορισθέντος αντιδημάρχου Σ. Κ., συναντήθηκε με τον Μ. Λ., νέο γενικό γραμματέα του δήμου ... στο γραφείο του τελευταίου. Παρόντες στην πρώτη αυτή συνάντηση ήταν ακόμη οι Σ. Κ. και Κ. Ε., δημοτικός σύμβουλος στο προηγούμενο δημοτικό συμβούλιο, που δεν είχε επανεκλεγεί στις εκλογές του Οκτωβρίου 1998, ο οποίος είχε βρεθεί την ημέρα της συνάντησης τυχαία στο χώρο του δημαρχείου. Η συνάντηση αυτή, όπως διευκρινίζει ο Π. Σ., "έγινε με τη λογική ότι ο Παναγιώτης είναι παιδί δικό μας". Η ρήση αυτή δεν ήταν χωρίς ερείσματα. Συγκεκριμένα ο ίδιος ο Σ. είχε μεν, χωρίς επιτυχία, θέσει υποψηφιότητα το 1994 για να εκλεγεί εκπρόσωπος στην ομοσπονδία δημοτικών υπαλλήλων με την παράταξη της "…", που, αποτελούμενη κατά κανόνα από στελέχη και φίλους του "…", δεν δραστηριοποιείτο στον ίδιο ιδεολογικό χώρο με αυτόν στον οποίο εκινείτο η δημοτική παράταξη του δημάρχου Π., που εκινείτο στον ίδιο χώρο με τη …, έκτοτε όμως δεν είχε αναπτύξει κάποια συνδικαλιστική και γενικότερα πολιτική δράση. Αντίθετα η σύζυγός του, δραστηριοποιείτο πολιτικά στον ίδιο πολιτικό χώρο με την δημοτική παράταξη του τότε δημάρχου και μάλιστα είχε επί μακρό χρονικό διάστημα προσφέρει τις υπηρεσίες της στο πολιτικό γραφείο του τότε βουλευτή της … στη … Π. Ψ.. Ο Γενικός Γραμματέας, όπως προαναφέρθηκε, μόλις είχε ενημερωθεί για το μηχανισμό λειτουργίας της Ταμειακής Υπηρεσίας και έχοντας "ιδιοτελείς" προθέσεις, όπως εκ των μετέπειτα ενεργειών του καταδείχθηκε, επιχειρούσε να "γνωρίσει" και το ανθρώπινο υπαλληλικό δυναμικό της Υπηρεσίας αυτής. Αναζητούσε μία πηγή στις οικονομικές υπηρεσίες του δήμου, από την οποία ο επιτήδειος υπάλληλος θα μπορούσε να "εκταμιεύσει" κάποια ποσά με προβαλλόμενο πρόσχημα την οικονομική ενίσχυση της δημοτικής παράταξης του Β. Π. "…". Ως τέτοιον γρήγορα, μετά την πρώτη γνωριμία τους, εντόπισε το διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, πρώτο κατηγορούμενο Π. Σ., η διαχείριση του οποίου προσφερόταν για το σκοπό αυτό, αφού όπως προαναφέρθηκε α) για τις αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (κυρίως ασφαλιστικών εισφορών) χρησιμοποιούντο μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρείτο από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το κυριότερο όμως ήταν η προσωπικότητά του εν λόγω διαχειριστή. Εκτιμήθηκε ότι ως άνθρωπος που δραστηριοποιείτο στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης οι ηθικές του αντιστάσεις θα ήταν μειωμένες σε μία πρόταση "συνεργασίας". Και στην εκτίμησή του αυτή ο γενικός γραμματέας δεν έπεσε έξω. Στις επόμενες, μετά την πρώτη, συναντήσεις έγιναν οι κατάλληλες βολιδοσκοπήσεις και στη συνέχεια ο Μ. Λ. συμφώνησε με τον Π. Σ. να υπεξαιρεί ο τελευταίος (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε) εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων. Ως πρόσχημα για τις "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "…". Ο Π. Σ. γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες του συστήματος και έχοντας ήδη λάβει την απόφαση να συνεχίσει την υπεξαίρεση, που, όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον από του έτους 1997 διέπραττε σε βάρος του δήμου ..., του ανέπτυξε τις δυνατότητες που υπήρχαν για τέτοιου είδους, φυσικά παράνομες, "εκταμιεύσεις" στη διαχείρισή του, είχε δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος ανέφερε "την τεχνογνωσία", αλλά πρόβαλε κάποιες επιφυλάξεις μήπως ο τρόπος υπεξαίρεσης γινόταν αντιληπτός, από τον έλεγχο, ο οποίος ενόψει της νέας διοίκησης στο δήμο και κυρίως του νέου δημάρχου, που ήταν ο επικεφαλής της διοίκησης, υπήρχε πιθανότητα να διαφοροποιηθεί, από τα νέα πρόσωπα που ήταν ενδεχόμενο να τοποθετηθούν στην Ταμειακή υπηρεσία, είτε σε επίπεδο υπαλλήλων είτε σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού. Ο Μ. Λ. διασκέδασε τις ανησυχίες του και τον καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι "αυτός ασκεί τη διοίκηση" στο Δήμο και υποσχέθηκε ότι μόνο "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν", εννοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου και ότι ο δήμαρχος είναι εν γνώσει της καταστάσεως. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ειλημμένη ήδη από τον Π. Σ. απόφαση για εξακολούθηση της υπεξαιρέσεως, παρέχοντάς του ψυχική συνδρομή στην κατ' εξακολούθηση τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης. Το αξιόπιστο της ως άνω υποσχέσεως του Λ. προς τον Σ. επιβεβαιώθηκε από την εν συνεχεία απρόσκοπτη δραστηριότητα του τελευταίου, που ανωτέρω περιγράφηκε. Στις συζητήσεις που είχαν οι Σ. και Λ. για τις "εκταμιεύσεις", συμφώνησαν ότι μερίδιο από αυτές θα έχουν και οι δύο πλευρές. Η συμφωνία στο ζήτημα αυτό τηρήθηκε, πλην δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί το ακριβές ποσοστό συμμετοχής της κάθε πλευράς στη "λεία", το οποίο πάντως ήταν μεγαλύτερο για την πλευρά του γενικού γραμματέα και του δημάρχου. Βεβαίως αρχικά ο Σ. είχε ελάχιστους ενδοιασμούς, ως προς την αξιοπιστία της υποσχέσεως του Λ., τον οποίο μόλις είχε γνωρίσει και δεν μπορούσε ανενδοίαστα να δώσει πίστη στις διαβεβαιώσεις του. Έτσι απευθύνθηκε στο Σ. Κ., που τον έφερε σε επαφή με το Λ., στον οποίο εξιστόρησε πλήρως την συζήτηση που είχε με το Γενικό Γραμματέα. Αυτός τον διαβεβαίωσε ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο, προσφερόμενος μάλιστα να τον στηρίζει. Από το ανωτέρω γεγονός, αλλά και από άλλα περιστατικά που στη συνέχεια εκτίθενται, με ασφάλεια δημιουργείται η πεποίθηση ότι γνώστης όλων των σχεδιαζομένων ήταν και ο δήμαρχος Β. Π., "για την ενίσχυση της παράταξης" του οποίου άλλωστε θα γινόταν η σχετική εκταμίευση. Ο Σ. Κ. ήταν αδελφικός, όπως προαναφέρθηκε, φίλος του, ενώ ο Λ. ο εξ απορρήτων συνεργάτης του επί μακρό χρονικό διάστημα. Εν όψει της πραγματικότητας αυτής δεν φαίνεται λογικό κάποιος από τους Λ. και Κ. να γνωρίζει κάτι ή να προβαίνει σε ενέργειες σχετικές με τη διαχείριση των δημοτικών πραγμάτων και να μην έχει ενημερωθεί ο δήμαρχος Β. Π. και να μην έχει δώσει την έγκρισή του. Ο τελευταίος είχε ευθεία ενημέρωση για όλα τα ανωτέρω και όσα ακολούθησαν από τον ίδιο το γενικό του γραμματέα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι τόσο κατά την αρχική διεργασία των συζητήσεων, όσο και αργότερα κατά την εξέλιξη του σχεδίου ο ίδιος ο Π. δεν είχε άμεση επαφή ή οποιαδήποτε συζήτηση με το δράστη των υπεξαιρέσεων Π. Σ., σχετικά με την παράνομη αυτή δραστηριότητα. Η παραμονή του στο παρασκήνιο, δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας των όσων γίνονται, αλλά συνιστά μία συνειδητή επιλογή σχέσεως και συμπεριφοράς, παρότι γνωρίζει τις κινήσεις του γενικού γραμματέα, ώστε να δείχνει αποστασιοποιημένος από τέτοιου είδους πρακτικές. Ενδεικτική και χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε ο Μ. Λ. στο εύλογο ερώτημα του Π. Σ. "τι γνωρίζει ο Δήμαρχος;". Όπως αναφέρει επί λέξει ο Σ. "ο Γενικός μου απαντάει ότι ο Δήμαρχος δεν θέλει να γνωρίζει από πού προέρχονται τα χρήματα, αν προέρχονται από χορηγούς ή από αλλού", διαβεβαίωσε δηλαδή το Σ. ότι χρήματα από τα υπεξαιρεθέντα λαμβάνει και ο δήμαρχος, τρίτος κατηγορούμενος Β. Π.. Το νόημα της φράσης αυτής συνάδει με την προσποιητή στάση άγνοιας που κρατούσε ο κατηγορούμενος Β. Π.. Στην πραγματικότητα, όμως, λόγω των πολύ στενών σχέσεών του με το γενικό του γραμματέα, ο τελευταίος δεν ενεργούσε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεσή του, όπως και κατωτέρω θα εκτεθεί λεπτομερέστερα, αλλ' αυτός (Π.) γνώριζε και αποδεχόταν τα πάντα, άφηνε όμως την εκτέλεσή τους στο δεξί του χέρι, το γενικό γραμματέα, ώστε να μη μπορεί να κατηγορηθεί. Έτσι ο Β. Π. παρά το ότι είχε, υπό την ιδιότητα του δημάρχου, σύμφωνα με τις διατάξεις που στη συνέχεια θα αναφερθούν, τη νομική υποχρέωση, να προστατεύει την δημοτική περιουσία, ως προϊστάμενος δε των υπαλλήλων του δήμου ..., το καθήκον ελέγχου τους, προς αποφυγή καταχρήσεων και επίτευξη της υποχρεώσεώς του για προστασία της δημοτικής περιουσίας, παρέλειψε ηθελημένα, να διατάξει οποιοδήποτε έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., του οποίου προΐστατο, παρέχοντας έτσι συνδρομή στον Π. Σ. για την υπεξαίρεση που αυτός διέπραξε, αποδεχόμενος την αξιόποινη αυτή πράξη του τελευταίου, αφού όπως προαναφέρθηκε λάμβανε μέρος των υπεξαιρεθέντων. Κατά τις συζητήσεις μεταξύ Π. Σ. και Μ. Λ. προσδιορίσθηκε και ο τρόπος δράσης του πρώτου με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά και ο τρόπος που θα γινόταν "η ενίσχυση της …". Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι οι "εκταμιεύσεις" θα καλύπτονταν με πλαστά παραστατικά, που θα κατασκεύαζε ο Π. Σ., ενώ το προϊόν των εκταμιεύσεων θα παραδινόταν από τον Π. Σ. στο Μ. Λ. σε τακτικά διαστήματα. Έτσι συνέχισε ο Π. Σ. τις υπεξαιρέσεις του και μετά την 1.1.1999 μέχρι και το τέλος του 2007, παραδίνοντας παράλληλα (όπως είχε προσυμφωνηθεί) σημαντικό μέρος από τα κάθε φορά υπεξαιρούμενα ποσά, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, σε τακτά διαστήματα στον Μ. Λ. και ο τελευταίος ακολούθως μέρος αυτών που λάμβανε στον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π.. Ο Λ. αρχικά τα παραδοθέντα κατέθετε σε κοινό με τον Β. Π. τραπεζικό λογαριασμό, που ο ίδιος, με την έγκριση του Π., όπως ο τελευταίος ομολόγησε κατά την απολογία του, άνοιξε. Στη συνέχεια παρέδινε μέρος από αυτά που του παρέδιδε ο Σ. στο δήμαρχο Β. Π.. Η διανομή του μερίσματος μεταξύ των δύο ανδρών (Π. και Λ.) φυσικά γινόταν μυστικά σε κατ' ιδίαν συναντήσεις τους, χωρίς να έχουν προκύψει τα μεγέθη της μεταξύ τους ποσόστωσης. Άλλωστε δεν θεωρείται σύνηθες το φαινόμενο, οι συμμετέχοντες σε παράνομες δραστηριότητες να κοινολογούν τον τρόπο δράσεώς τους και κυρίως τον προορισμό των ωφελημάτων. Για όλα αυτά περί των συναντήσεων των δύο πρώτων κατηγορουμένων και της συμφωνίας τους για τις "εκταμιεύσεις" που θα πραγματοποιούσε ο πρώτος εξ αυτών Π. Σ., πειστική είναι η απολογία του τελευταίου (Π. Σ.), ο οποίος ομολόγησε την πράξη του τόσο ενώπιον του παρόντος, όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά και στην προδικασία. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου για το σχηματισμό της βασικής αυτής κρίσεώς της δεν στηρίχθηκε όμως αποκλειστικά και μόνο στην απολογία του κατηγορουμένου Π. Σ., αλλά συνδυαστικά τόσο στην απολογία αυτού, όσο και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και ενδείξεις), τα οποία επιβεβαιώνουν στα βασικότερα σημεία την απολογία αυτού έτσι ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 211Α ΚΠΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι λοιποί κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα: 1) Σημαντικό στοιχείο, ενισχυτικό της πειστικότητος των όσων ομολόγησε ο Σ. αποτελεί η ύπαρξη του κοινού λογαριασμού υπ' αριθ. ... στην Τράπεζα Κύπρου μεταξύ των Μ. Λ. και Β. Π.. Ο λογαριασμός αυτός ανοίχθηκε από το Μ. Λ., με τη συναίνεση και έγκριση του Π., όπως προαναφέρθηκε, την 23.8.1999, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη συμφωνία του με το Σ. για τις "εκταμιεύσεις" προς ενίσχυση της … . Όπως προκύπτει από το αντίγραφο κινήσεώς του που αναγνώστηκε στο ακροατήριο άρχισε να κινείται με πρώτη κατάθεση από το Μ. Λ. την 23.9.1999 ποσού 5.000.000 δρχ. Ακολούθησαν καταθέσεις την 16.12.1999 άλλων 5.000.000 δρχ., την 21.12.1999 άλλων 15.000.000 δρχ., την 11.2.2000 άλλων 8.000.000 δρχ., την 31.5.2000 άλλων 15.000.000 δρχ., την 2.11.2000 3.000.000 δρχ., την 14.12.2000 15.000.000 δρχ., την 15.5.2001 5.000.000 δρχ., την 6.8.2001 12.500.000 δρχ. και την 13.8.2001 η τελευταία κατάθεση 5.000.000 δρχ. Συνολικά έγιναν καταθέσεις ύψους 88.500.000 δρχ. (259.791 ευρώ). Η χρονική συχνότητα και τα σύνολα των ποσών των καταθέσεων μαρτυρούν καταφανώς ότι τα κατατιθέμενα προέρχονται από κάποια πηγή που παραδίδει στο Μ. Λ. μεγάλες χρηματικές ποσότητες κατά διαστήματα. Η πηγή αυτή ήταν ο Π. Σ.. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι στο λογαριασμό αυτό ο Μ. Λ., ενεργώντας και για τον συνδικαιούχο Β. Π. που ήταν πάντοτε ενήμερος των κινήσεών του, κατέθετε ένα μέρος από τα χρηματικά ποσά που του παρέδιδε σε τακτική βάση ο Π. Σ., όπως είχαν συνεννοηθεί. Εν τω μεταξύ έγιναν σε διάφορες ημερομηνίες αναλήψεις και συγκεκριμένα την 2.3.2000 ποσό δρχ. που αντιστοιχεί σε 2.934,7 ευρώ, την 21.3.2000 ποσό δρχ. που αντιστοιχεί σε 6.749,892 ευρώ, την 5.4.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 32.281,73 ευρώ, την 2.5.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 53.220,84 ευρώ, την 7.7.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 20.542,92 ευρώ, την 13.7.2001 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 88.041,09 ευρώ και την 9.8.2001 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 14.673,51 ευρώ. Έγιναν δηλαδή συνολικά αναλήψεις που αντιστοιχούν σε 218.444,68 ευρώ. Έκτοτε ο λογαριασμός έμεινε στην ουσία ανενεργός, με μόνες κινήσεις τις καταχωρήσεις των τόκων. Εν τέλει έκλεισε στις 29.8.06 με υπόλοιπο 48.993,78 ευρώ και με αιτιολογία "μεταφορά σε άλλο λογαριασμό". Ο "άλλος" αυτός λογαριασμός με αριθμό ... με δικαιούχους τον Β. Π. (Δήμαρχο) και τον Δ. Γ. (Αντιδήμαρχο Πολιτισμού) ανοίγει στις 29.8.06 με ποσό κατάθεσης 48.993,78 ευρώ, όσο ακριβώς και το υπόλοιπο του με αρ. ... λογαριασμού, και κλείνει στις 28.8.07. Αυτός, ο τελευταίος είναι πράγματι ο επίσημος λογαριασμός της δημοτικής παράταξης "...", πλην όμως το υπόλοιπο που αποτέλεσε την εναρκτήρια κατάθεσή του (48.993,78 ευρώ) αποτέλεσε μέρος του προϊόντος των ποσών που παρέδινε κατά τα προαναφερόμενα ο Π. Σ. στον Μ. Λ.. Οι κατηγορούμενοι Β. Π. και Μ. Λ. ισχυρίσθηκαν ότι τα ποσά που κατατέθηκαν στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό της τράπεζας Κύπρου είχαν πηγή προελεύσεως τις χρηματικές καταβολές των υποψηφίων του συνδυασμού κατά τις εκλογές του 1998 και ποσοστά από τις αντιμισθίες όσων εκλεγέντων κατά τις εκλογές συμβούλων διορίσθηκαν σε θέσεις αντιδημάρχων ή άλλες αμειβόμενες θέσεις στο δήμο ..., καθώς και την αντιμισθία του πρώτου εξ αυτών ως δημάρχου, η οποία μέχρι το 2003 διατίθετο εξ ολοκλήρου για τις ανάγκες του συνδυασμού. Η δικαιολογία αυτή των κατηγορουμένων δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια αφού δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Κάποιο βιβλίο που τηρήθηκε για τη συλλογή και είσπραξη τόσο μεγάλων χορηγιών ή κάποιο έγγραφο παραστατικό για τις αιτίες που δαπανήθηκαν όσα ποσά αναλήφθηκαν τμηματικά στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, αφού τέτοιο δεν προσκομίσθηκε , ώστε να αναγνωσθεί. Αντίθετα υπέρ του αβασίμου του ισχυρισμού αυτού των κατηγορουμένων και της βασιμότητας της κρίσης ότι τα χρήματα αποτελούσαν προϊόν της υπεξαίρεσης που διέπραττε σε βάρος του δήμου ..., ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ., συνηγορούν αρκετά στοιχεία. Ειδικότερα: α) Δεν φαίνεται λογική ενέργεια το άνοιγμα παραταξιακού λογαριασμού δέκα μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές και η απενεργοποίησή του δέκα πέντε μήνες πριν από τις επόμενες δημοτικές εκλογές, λαμβανομένου υπόψη ότι οι μεγάλες ανάγκες των εκλογικών συνδυασμών σε χρηματοδότηση για τις εκλογικές δαπάνες, εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και αμέσως μετά τις εκλογές για την εκκαθάριση των σχετικών υποχρεώσεων και όχι στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα. β) Παραμονές των δημοτικών εκλογών του 2002 το κόμμα της … κατέθεσε χορηγία 115.000 ευρώ υπέρ του συνδυασμού της "...". Η κατάθεση όμως του εν λόγω ποσού δεν έγινε στον λογαριασμό αυτό αλλά στον απ' αριθ. ... ατομικό λογαριασμό του Μ. Λ. στην Εθνική Τράπεζα. Ειδικότερα η κατάθεση έγινε στις 9.10.2002 με το υπ' αριθ. ... γραμμάτιο είσπραξης, στο οποίο αναγράφεται: "Η κατάθεση έγινε από τη ...", Αιτιολογία: "Σε πίστωση του λογαριασμού ...", "Ισότιμο σε δρχ. 39.186.250", "Ονοματεπώνυμο Δικαιούχου: Λ. Μ., Π. Β.". Η δικαιολογία ότι, λόγω του κατεπείγοντος, η ... ζήτησε διαθέσιμο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία και η ίδια διέθετε το λογαριασμό, από τον οποίο διατέθηκε το ποσό, ώστε η διακίνηση του ποσού να γίνει ενδοτραπεζικά και όχι διατραπεζικά δεν φαίνεται πειστική. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει πιστευτή η δικαιολογία αν τα κατατεθέντα στον προσωπικό λογαριασμό του Λ., για τον ανωτέρω προβαλλόμενο λόγο είχαν στη συνέχεια κατατεθεί στον επίμαχο λογαριασμό που προβάλλεται ως λογαριασμός της δημοτικής παράταξης. γ) Από τις υπεύθυνες δηλώσεις δημοτικών συμβούλων της παράταξης, αλλά και διαφόρων τρίτων που προσκομίσθηκαν από τους κατηγορουμένους και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, προκύπτει όχι οι πρώτοι εξακολούθησαν να αποδίδουν ποσοστό της αμοιβής που λάμβαναν από το δήμο υπέρ της δημοτικής παράταξης μέχρι και το τέλος του 2003, ενώ οι δεύτεροι μέχρι την ίδια καταληκτική ημερομηνία κατέβαλλαν ποσά για κουπόνια που αγόρασαν προς ενίσχυση της παράταξης "...", πλην όμως αντίστοιχες καταθέσεις στον επίμαχο λογαριασμό δεν εμφανίζονται, αφού αυτός, όπως προαναφέρθηκε κατέστη στην ουσία ανενεργός μετά τον Αύγουστο του 2001. δ) Ο μάρτυρας Σ. κατέθεσε ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι αμείβονταν, όσοι ήταν αμειβόμενοι για τις υπηρεσίες τους στο δήμο, ανά τρίμηνο, ενώ οι αντιδήμαρχοι κάθε μήνα. Όμως οι καταθέσεις στο λογαριασμό, όπως ανωτέρω καταγράφονται δεν συμπίπτουν με τα χρονικά αυτά διαστήματα. ε) Ο προταθείς από το Λ. ως μάρτυρας υπερασπίσεως Ν. Τ., εκλεγείς δημοτικός σύμβουλος κατά τις εκλογές του 1998 και του 2002, αναφέρει στην κατάθεσή του ότι είχαν οριστεί δημοτικοί σύμβουλοι, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα χρήματα της παράταξης και σχετική επιτροπή του συνδυασμού για παρακολούθηση της κίνησης των κουπουνιών, ενώ τον επίμαχο λογαριασμό τον διακινούσε αποκλειστικά ο Λ., με την έγκριση μόνου του Π.. Ο ίδιος μάρτυρας, έμπειρος στα εκλογικά δρώμενα των δημοτικών εκλογών, αφού από παλαιότερα χρόνια εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος στο δήμο ..., κατέθεσε για το λογαριασμό αυτό χαρακτηριστικά "δεν έχω εξήγηση γιατί άνοιξε ο λογαριασμός τον Αύγουστο του 1999". στ) Ο Μ. Λ., απολογούμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, υποστήριξε ότι το 2002 με εντολή του δημάρχου Β. Π. επένδυσε στο Χρηματιστήριο, σε δικό του κωδικό, το σύνολο των αναληφθέντων ( σε 210.000 ευρώ τα προσδιορίζει), επιδιώκοντας την επαύξηση της περιουσίας της "…", αλλά λόγω της κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου τα χρήματα εν τέλει απωλέσθησαν. Συγκεκριμένα, είπε: "Το έτος 2002, με εντολή του Δημάρχου Π., επενδύω τα 210.000 ευρώ, που υπάρχουν στο λογαριασμό της "..." από εισφορές των μελών της, στο Χρηματιστήριο. Το Χρηματιστήριο, όμως, καταρρέει". Οι χρόνοι ωστόσο και το σταδιακό των αναλήψεων (από 2.3.2000 έως 9.8.2001), διαφορετικό χρόνο αναλήψεων καταδεικνύουν. Αντίθετα, ο Β. Π., ερωτηθείς για το ίδιο ζήτημα, έδωσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τις εξής απαντήσεις. Κατ' αρχήν είπε: "Ερωτώμαι γιατί ανοίχτηκε λογαριασμός για τις ανάγκες της παράταξης τον Αύγουστο του 1999, ήτοι ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ενώ φυσιολογικά οι σχετικοί λογαριασμοί ανοίγονται πριν τις εκλογές και για τις συνεχείς καταθέσεις που έμπαιναν στο λογαριασμό αυτό, δεδομένου ότι ο Σ. αναφέρει ότι τα υπεξαιρεθέντα πήγαιναν για την παράταξη και απαντώ τα εξής: ... Υπάρχει ανάγκη δημιουργίας τέτοιου λογαριασμού για την παράταξη, διότι και μετά τις εκλογές παίρνουμε το 10% των αμοιβών των συμβούλων, που πρέπει κάπου να κατατίθεται. Εμείς είχαμε και την συμβολή του Δημάρχου στην παράταξη, που πρέπει να κατατίθεται κάπου κι αυτή. Αλλά το κυριότερο, που είχαμε, ήταν τα κουπόνια. Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1998, βγάζουμε κουπόνια και παίρνουν κάποια φίλοι και συγγενείς, για να τα πουλήσουν.." Και συμπλήρωσε: "... Έτσι, μέσα στο έτος 1999, υπάρχει το 10% των δημοτικών συμβούλων, η συμβολή του Δημάρχου και τα χρήματα από τα κουπόνια. Πού θα τα βάλεις όλα αυτά τα χρήματα;" Ωστόσο, ουδόλως εξηγεί γιατί σταμάτησαν οι χορηγίες την 14.8.2001 και, αν δεν σταμάτησαν, πού στη συνέχεια κατατίθεντο. Ακολούθως, προσπαθώντας να δικαιολογήσει γιατί αναλήφθηκαν στο μεσοδιάστημα πριν έλθει η επόμενη εκλογική μάχη τα συναχθέντα μέχρι τότε ποσά, στην αρχή συντάσσεται με την εκδοχή του Μ. Λ. ότι επενδύθηκαν και χάθηκαν στο Χρηματιστήριο, λέγοντας επί λέξει: "Τι έγινε τώρα με τις μετοχές της "...". Το θέμα των μετοχών είναι απόλυτα νόμιμο. Όλα αυτά γίνονται επί πρωθυπουργίας Σ. και αργότερα Π., που καλούν τους πολίτες να τοποθετήσουν χρήματα στο Χρηματιστήριο. Έτσι κι εμείς βάλαμε χρήματα, για να τα πάρουμε παραμονές των εκλογών και να τα χρησιμοποιήσουμε κατά την προεκλογική περίοδο, για να μην επιβαρύνουμε τους συμβούλους μας...". Στη συνέχεια όμως, εντελώς αντιφατικά, δικαιολογεί την πρόωρη (πριν την έλευση της επόμενης εκλογικής περιόδου) ανάληψη με την ανάγκη της ικανοποιήσεως τρεχουσών αναγκών της παράταξης για διαφημίσεις, δημοσκοπήσεις, δεξιώσεις, "ουζάκια", όλα δε αυτά πάντοτε με απόλυτα αόριστο τρόπο. Συγκεκριμένα, λέγει: "... Όσον αφορά το ποσό των 250.000 ευρώ, που, μεσούσης της θητείας μας, ξοδεύτηκαν για τις ανάγκες της παράταξης, που μου αναφέρεται, έχω να πω ότι διαχειριστής ήταν ο Λ. και όχι εγώ. Αλλά ξέρω, από την εικοσαετή μου θητεία, τι γίνεται. Συνάπτονται συμφωνίες με διαφημιστικές εταιρείες και εταιρίες δημοσκοπήσεων για την παράταξη, υπάρχουν οι δεξιώσεις, οι δημοσιογράφοι, τα ουζάκια...". Το αβάσιμο της εκδοχής ότι τα χρήματα του λογαριασμού που αναλήφθηκαν σταδιακά κατά τα ανωτέρω από το Λ., επενδύθηκαν δήθεν στο χρηματιστήριο ώστε έτσι να αυξηθούν επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από του Σεπτεμβρίου του 1999 έχει αρχίσει η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, η πτωτική του δε πορεία είναι συνεχής μέχρι και το 2003, δηλαδή καθ' όλη την περίοδο που αναλήφθηκαν τα χρήματα και φέρεται ότι οι αναλήψεις έγιναν για να επενδυθούν στο χρηματιστήριο, δεν φαίνεται λογική κίνηση η αγορά μετοχών, αφού δεν διαφαίνεται προσδοκία αυξήσεως της αξίας τους στο άμεσο μέλλον. Καταδεικνύεται δηλαδή ότι ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε από τον Μ. Λ., με τη συναίνεση και έγκριση του Π., για να μπορεί να δικαιολογήσει, με το να τις εμφανίζει ως χρηματοδοτήσεις της δημοτικής παράταξης "..." από τα μέλη της, τις εισροές που γίνονταν προς τους δύο αυτούς κατηγορουμένους από το Σ. ως μέρος των υπεξαιρεθέντων. Όταν το 2001 το ύψος των υπεξαιρεθέντων άρχισε να αυξάνεται, με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου που λάμβαναν οι κατηγορούμενοι, σε βαθμό που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως συμβολή προς την "..." των μελών της, ο λογαριασμός απενεργοποιήθηκε. Λίγο αργότερα (21.1.2002) ο Λ., δια της συζύγου του και της θυγατέρας του μίσθωσε θυρίδα στο κατάστημα … της Εμπορικής Τράπεζας, προς διαφύλαξη του μεριδίου των υπεξαιρεθέντων που λάμβανε από το Σ.. Αυτός ήταν ο πραγματικός σκοπός μισθώσεως της θυρίδας και όχι ο προσχηματικά εμφανιζόμενος της διαφυλάξεως των κοσμημάτων της συζύγου του. Το προσχηματικό του υποστηριζομένου αυτού λόγου επιβεβαιώνεται από τη θέση της συζύγου του Μ. Λ., η οποία, εξεταζόμενη ως μάρτυρας υπερασπίσεώς του, ανέφερε ότι τη θυρίδα μίσθωσε για τη φύλαξη των κοσμημάτων που αποτελούσαν δώρα της μνηστείας της, η οποία βεβαίως έγινε προ πολλών ετών και όχι το 2002 και πάντως αν υπονοούσε ότι το έτος αυτό (2002) αποφάσισε να ασφαλίσει τα κοσμήματα της μνηστείας της, αλλά διατυπώθηκε λανθασμένα στα πρακτικά η κατάθεσή της στο σημείο αυτό, δεν δικαιολογεί με αφορμή ποιο περιστατικό αποφάσισε το χρόνο αυτό να εξασφαλίσει τα κοσμήματά της, μη επιβεβαιώνοντας έτσι την προβληθείσα από τον κατηγορούμενο σύζυγό της κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αόριστη δικαιολογία ότι το άνοιγμα της θυρίδας έγινε δήθεν επειδή "υπήρξαν κλοπές στην πολυκατοικία τους", χωρίς αναφορά συγκεκριμένων θυμάτων των κλοπών, ώστε να μη μπορεί να αποδειχθεί το αβάσιμό της, δικαιολογία πάντως που δεν επανέλαβε απολογούμενος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Η θυρίδα αυτή παρέμεινε μισθωμένη, με ανανεώσεις των ετησίων συμβάσεων μέχρι το 2012 που δεσμεύθηκε, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να ελεγχθεί. Ο Λ. κατά την απολογία του ανέφερε ότι ο ίδιος καταχωρούσε σε ειδικό βιβλίο κατά τις εκλογές του 1998 τα χρήματα που του παρέδιδαν οι υποψήφιοι για παραλαβή κουπονιών του συνδυασμού, συγκεκριμένα δε ότι για κάθε υποψήφιο σημείωνε το ενάριθμο μπλόκ κουπονιών που του παρέδιδε. Τέτοιο βιβλίο δεν εμφανίσθηκε όμως στο δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε. Για την αιτιολόγηση της περαιτέρω τύχης των αναληφθέντων κατά τα ανωτέρω από το Λ., από τον επίμαχο λογαριασμό, ο κατηγορούμενος Π. ισχυρίσθηκε ότι "όταν τελειώσαμε με τις εκλογές του 2006 και σταμάτησε να λειτουργεί ο νόμος 3203/2003, πουλήθηκαν οι μετοχές οι οποίες άξιζαν 181.000 ευρώ. Το αρχικό ποσό, που παίχθηκε στο Χρηματιστήριο, ήταν 200.000 ευρώ (εμφάνιση διαφορετικών ποσών ως επενδυθέντων κάθε φορά όπως 210.000 πριν, 200.000 τώρα αν και τα αναληφθέντα συνολικά ανέρχονται, όπως προαναφέρθηκε σε 218.444,68 ευρώ). Οι 181.000 μπήκαν στο λογαριασμό του Λ.. Αυτός μου έφερε τρεις επιταγές, συνολικά ισόποσες του ανωτέρω ποσού και του τις επέστρεψα, του είπα να κρατήσει τα χρήματα για να δούμε τι ανάγκες είχαμε, που έπρεπε να πληρώσουμε. Αργότερα μου έφερε τα χρήματα. Ο λογαριασμός έκλεισε το 2006 και δεν ξανάνοιξε γιατί επρόκειτο να βγει νέος νόμος και πράγματι βγήκε νέος νόμος το 2010 και γιατί ήταν και η απόφαση να μην ξαναβάλω υποψηφιότητα για Δήμαρχος. Όλοι ενημερώθηκαν για όλα αυτά, όλα αυτά τα συζητούσαμε". Την ύπαρξη των επιταγών επικαλείται και ο Λ., ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι ο Π. υπέγραψε τις τρεις επιταγές και του τις επέστρεψε, χωρίς να εξηγεί βεβαίως, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε η υπογραφή των επιταγών από τον Π. και η επιστροφή τους στον ίδιο. Και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού, πέραν των ομολογιών των δύο κατηγορουμένων, που δεν κρίνονται πειστικές, δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο πειστικό αποδεικτικό μέσο, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι αγοράσθηκαν με αυτά μετοχές, αφού δεν προσκομίσθηκαν έγγραφα στοιχεία από χρηματιστηριακές εταιρίες, που να αποδεικνύουν ότι κατά την ημέρα αναλήψεως του κάθε επί μέρους ποσού, έγινε ισόποσης αξίας αγορά μετοχών. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος Π., ότι τα χρήματα που του παρέδωσε μετά την "είσπραξη" των επιταγών ο Λ. τα διέθεσε περαιτέρω, δήθεν για λογαριασμό της "...", όμως ατομικά ο ίδιος, όπως φαίνεται από τα επικαλούμενα και αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκόμισε, σε διάφορους "ευαγείς" σκοπούς , όπως 1500 ευρώ την 2.4.2007 σε πολύτεκνη οικογένεια, 4.100 ευρώ την 4.9.2007 υπέρ των πυροπλήκτων της Ηλείας, διάφορα άλλα μικρά σχετικά ποσά για την αγορά ανταλλακτικών των αυτοκινήτων του δήμου ... το 2010, 15.000 ευρώ για την αγορά εθιμοτυπικών δώρων για λογαριασμό του δήμου ... και για πληρωμή αγγελιοσήμου και πληρωμή διαφόρων ανακοινώσεων σε εφημερίδες κατά τα έτη 2009 και 2010, χωρίς βεβαίως να αποδεικνύεται αφενός μεν ότι όλες αυτές οι πληρωμές έγιναν για λογαριασμό της δημοτικής παράταξης και χωρίς να αποδεικνύεται περαιτέρω η τύχη των ποσών αυτών κατά το ενδιάμεσο διάστημα, δεδομένου ότι κατά τον ισχυρισμό του πρόκειται για παραταξιακά χρήματα. 2) Η ύπαρξη του υπ' αριθ. ... λογαριασμού της τράπεζας Πειραιώς στα ονόματα Π.-Α. (πρόεδρος ΔΕΚΜΕ) Ζ. (κλητήρας που διορίσθηκε 2000), που ανοίχθηκε την άνοιξη του 2001 και έκλεισε την 17.5.2002, χωρίς να δικαιολογείται η προέλευση των χρημάτων και ο σκοπός του. Ο τρίτος κατηγορούμενος Π. ισχυρίζεται ότι πρόκειται για λογαριασμό με σκοπό την παροχή βοήθειας σε "αναξιοπαθούντες", όμως αυτός, λίγο πριν το κλείσιμό του, στις 14.12.2001, εμφανίζει κίνηση με αιτιολογία "ΑΓΟΡΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ" που ελάχιστα ταιριάζει με "αναξιοπαθούντες". Μάλιστα, από αντιπαραβολή με τον ατομικό λογαριασμό χρεογράφων με αριθμό ... που τηρεί ο Β. Π. στην Τράπεζα Πειραιώς, διαπιστώνεται ευχερώς ότι τα χρεόγραφα (ομόλογα της Τράπεζας της Ελλάδος) που αγοράστηκαν με χρέωση του κοινού λογαριασμού, αξίας δρχ. 1.000.000 περίπου, πιστώθηκαν στον ΑΤΟΜΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ αυτόν του Β. Π., διαπίστωση που καταδεικνύει ότι και αυτός ο λογαριασμός στόχο είχε να δέχεται τα χρήματα που ο Σ. παρέδιδε από τα υπεξαιρεθέντα, μέσω του Λ. στον Π.. 3) Ο Σ. Κ. υπήρξε στενός και εξ απορρήτων φίλος του Β. Π.. Πέρα από την αθλητική φιλία τους, αυτή επισφραγίσθηκε και επαυξήθηκε με πνευματικές συγγένειες, αφού ο Β. Π. ήταν κουμπάρος στο γάμο του Κ. και βάφτισε το παιδί του. Αυτός (Σ. Κ.) και με το Μ. Λ. ανέπτυξε στενότατες σχέσεις, κάτι πολύ φυσικό, αφού ήταν ο στενότερος πολιτικός συνεργάτης του φίλου του (Β. Π.). Άλλωστε, και οι δύο συμμετείχαν ενεργά στην ίδια αυτοδιοικητική παράταξη. Οι σχέσεις λοιπόν Μ. Λ. και Σ. Κ. μόνο τυπικές δεν ήταν, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι Λ. και Π.. Αντίθετα αναπτύχθηκαν όχι μόνο σε προσωπικό και πολιτικό-αυτοδιοικητικό επίπεδο, αλλά και σε οικονομικό. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από έναν κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα EUROBANK EFG μεταξύ του γενικού γραμματέα Μ. Λ. και των αντιδημάρχων Α. Τ. (αντιδημάρχου Οικονομικών) και Σ. Κ. (αντιδημάρχου Αρχιτεκτονικών Έργων 1999 και 2001 και αντιδημάρχου Δημοσίων Έργων και Κυκλοφορίας το 2003). Ο λογαριασμός αυτός (Ταμιευτηρίου) υπ' αριθ. ... άνοιξε την 30.12.1999 και έκλεισε την 8.9.2003 χωρίς να είναι καταγεγραμμένη κάποια κίνηση. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός, ότι τα τρία αυτά πρόσωπα (πρωτοκλασάτα αυτοδιοικητικά στελέχη της παράταξης Π.) ανοίγουν ένα κοινό μεταξύ τους τραπεζικό λογαριασμό και μάλιστα στο τέλος του πρώτου έτους της δημαρχίας Π. καταδεικνύει ότι οι σχέσεις αυτών μόνον τυπικές δεν ήσαν, όπως θέλουν να τις υποβαθμίσουν οι κατηγορούμενοι Λ. και Π., αντιλαμβανόμενοι ότι ο υψηλός βαθμός των σχέσεων του Λ. με τον Σ. Κ. επιβεβαιώνει την θέση που εξέφρασε ο Π. Σ. απολογούμενος, ότι δηλαδή ο Σ. Κ. τον προσήγαγε στο γενικό γραμματέα και έκανε τις κατάλληλες "συστάσεις", δείχνοντας επί πλέον ότι γνώριζε το σκοπό για τον οποίο ήθελε να τον χρησιμοποιήσει. Μία τέτοια ενέργεια δεν θα μπορούσε να γίνει εκ μέρους του Σ. Κ. αν δεν υπήρχε σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης - σε όλα τα επίπεδα- μεταξύ αυτού και του γενικού γραμματέα. Η ύπαρξη όμως του προαναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, που για λόγους που δεν εξακριβώθηκαν, παρέμεινε εν τέλει ανενεργός, φανερώνει ότι οι σχέσεις τους ήταν στενότατες και αναδεικνύει πνεύμα "εμπιστοσύνης" μεταξύ τους ως προς τα οικονομικά (άλλωστε τέτοιο σκοπό έχει το άνοιγμα ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού) και μάλιστα στα πλαίσια των προαναφερόμενων ιδιοτήτων τους εντός του δήμου .... Άρα όποια συναλλαγή έμελλε να καταχωρηθεί στο λογαριασμό αυτό, πηγή αναφοράς θα είχε το εν λόγω πλαίσιο. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Μ. Λ. ότι το λογαριασμό αυτό άνοιξε ο αντιδήμαρχος Α. Τ. χωρίς τη έγκρισή του, αλλά αντιφατικά με τα προηγούμενα του το ζήτησε (ο Τ.), με προορισμό να "εξυπηρετήσει" μελλοντικά την από κοινού υπό των τριών δικαιούχων συμμετοχή τους σε χρηματιστηριακές αγορές είναι πρόδηλα αβάσιμος και δεν πρέπει να αξιολογηθεί θετικά διότι, πέραν της αοριστίας του προβαλλόμενου σκοπού, ουδόλως αποδείχθηκε ότι μεταξύ των τριών συνδικαιούχων υπήρξε κάποια κοινή επένδυση ή αγορά στο χρηματιστήριο. Ούτε βέβαια ο προβληθείς κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αντιφατικός με τα προηγούμενα όσον αφορά τη γνώση του Λ. για το άνοιγμα του λογαριασμού, ισχυρισμός ότι του ζητήθηκε από τον Τ., λόγω γνωριμίας του από τις εμπορικές του δραστηριότητες με το διευθυντή του σχετικού υποκαταστήματος της τράπεζας ν' ανοίξουν το λογαριασμό για να πραγματοποιήσουν χρηματιστηριακές συναλλαγές, σε εποχή μάλιστα που το χρηματιστήριο είχε ραγδαία πτωτική πορεία και συμφώνησε να συμμετέχει από ντροπή έναντι του Τ., διότι ο τελευταίος είχε προεκλογικά παραχωρήσει στην παράταξη "..." ένα γραφείο του, το οποίο η παράταξη μετά τις εκλογές το είχε αφήσει σε άθλια κατάσταση, φαίνεται σοβαρός και δεν εξηγεί γιατί έπρεπε να είναι κοινός ο λογαριασμός και να μην ανοίξει ο καθένας από τους συμμετέχοντες δικό του λογαριασμό, ώστε να μπορεί να αναπτύσσει ελεύθερα έναντι των άλλων τις χρηματιστηριακές του δραστηριότητες. Επιβεβαιώνονται λοιπόν τα κατατεθέντα από τον Σ. ότι ο (εκ των εγγυτέρων) φίλος του δημάρχου Σ. Κ. διατηρούσε στενότατες σχέσεις και με το γενικό γραμματέα Μ. Λ. και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί τα προαναφερόμενα (τη γνωριμία και τις συστάσεις του Σ. προς το γενικό γραμματέα). Η στενή σχέση του Σ. με τον Κ. και το Λ. επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του μάρτυρα Σ., υπαλλήλου του δήμου ..., που υπηρετούσε και αυτός, όπως και ο Σ., στο τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας, ο οποίος κατέθεσε ότι ο ίδιος ο Σ. του είχε ανακοινώσει ότι είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Σ. Κ.. Ο ίδιος μάρτυρας περαιτέρω καταθέτει ότι φαινόταν στο δήμο ότι ο Λ. με το Σ. είχαν μια άνεση στις σχέσεις τους. Οι κατηγορούμενοι Λ. και Π. , αμφισβητώντας την αξιοπιστία του Σ. υποστηρίζουν ότι βασίζει την άποψή του ότι με τη μεσολάβηση του Σ. Κ. συναντήθηκε αυτός με το Λ. σε ένα αποβιώσαντα (Σ. Κ.) που δεν μπορεί να τον διαψεύσει. Τούτο δεν είναι αληθές, διότι ο Σ. επικαλείται και τον Ε., ο οποίος είναι εν ζωή, γνωρίζοντας ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αυτός να τον διαψεύσει, ο οποίος και πράγματι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αρνήθηκε τα υποστηριζόμενα υπό του Σ.. Η διάψευση όμως του Ε. δεν είναι πειστική. Αντίθετα είναι πειστική η θέση του Σ. ως προς το περιστατικό αυτό. Αν ήταν αναληθής η εκδοχή του, αυτός θα αρκείτο στην αναφορά μόνο του ονόματος του αποβιώσαντος Κ. και δεν θα ανέφερε άλλον που μπορούσε, ως ζών, να τον διαψεύσει και μάλιστα τον Ε., που δεν είχε στις δημοτικές εκλογές του 1998 εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος και δεν μπορεί να εξηγηθεί η αναφορά του ονόματος του, ως μη έχοντος το κρίσιμο διάστημα σχέση με το δήμο ..., παρά μόνο αν είναι ακριβής η αναφορά στην παρουσία του κατά τη συνάντηση. 4) Ο Σ. ισχυρίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι κατά τακτά χρονικά διαστήματα, παρέδιδε μεγάλο μέρος των υπεξαιρεθέντων στον Λ., τις περισσότερες φορές στο γραφείο του, αλλά και σε άλλα μέρη, μεταξύ ων οποίων και η μουσική ταβέρνα "...", που λειτουργούσε στο όνομα της συζύγου του, προς το σκοπό δε αυτό, αλλά και γενικότερα για τον τρόπο δράσης του επικοινωνούσε πολύ συχνά με το Λ.. Κατά τη συνεδρίαση της 28.5.2014 και κατά τη διάρκεια της απολογίας του Σ. ο συνήγορος του δευτέρου κατηγορουμένου Μ. Λ., Σ. Κ., ζήτησε από το δικαστήριο να ερωτηθεί ο Σ. μεταξύ άλλων και για τον τρόπο επικοινωνίας του με τον εντολέα του, λέγοντας χαρακτηριστικά: "... Επίσης να μας πει ο κατηγορούμενος από ποιο τηλέφωνο και σε ποιο τηλέφωνο έκανε τις επικοινωνίες του με το Λ.". Απαντώντας στην ερώτηση ο Σ. ανέφερε κατά λέξη τα εξής: "Το σταθερό τηλέφωνο στο οποίο έπαιρνα το Λ. είχε αριθμό ..., το κινητό του Λ. ήταν ... και το δικό μου κινητό ήταν ...". Το αληθές των αριθμών κλήσεως των τηλεφώνων δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Η απάντηση του Σ. στην αιφνιδιαστική και μη αναμενόμενη αυτή ερώτηση, επιβεβαιώνει τα υπ' αυτού υποστηριζόμενα για τις σχέσεις του με το Λ.. Κατά την κοινή πείρα, δεν μπορεί κάποιος, όσο ευφυής και αν είναι, να έχει αποστηθίσει τον αριθμό κλήσεως κινητού τηλεφώνου κάποιου συγκεκριμένου προσώπου και μάλιστα μετά μακρό χρόνο, αν δεν έχει προηγουμένως καλέσει αρκετές φορές αυτόν τον αριθμό και ο Σ. εν προκειμένω, παρά το ότι τουλάχιστον από το έτος 2008 δεν φαίνεται να είχε κάποια επικοινωνία με το Λ., έδωσε την εύστοχη απάντηση όταν ερωτήθηκε για τον αριθμό κλήσεως του κινητού τηλεφώνου του Λ.. Ο τελευταίος για να αποδείξει ότι δεν είχε κάποια επικοινωνία με τον Σ. στο κινητό του τηλέφωνο με τον ανωτέρω αριθμό κλήσης, στην επομένη συνεδρίαση της 29.5.2014 κατέθεσε στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν καταστάσεις της COSMOTE στις οποίες εμφανίζονται οι κλήσεις που έκανε από το ανωτέρω κινητό του τηλέφωνο κατά το διάστημα από 23.2.2000 έως 16.11.2001, χωρίς όμως οι καταστάσεις αυτές να περιλαμβάνουν όλους τους μήνες του διαστήματος αυτού. Από την επιλεκτική αυτή προσκομιδή πράγματι δεν φαίνεται αυτός να έχει επικοινωνήσει με το κινητό τηλέφωνο του Σ. στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται στις αναγνωσθείσες καταστάσεις. Για το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα δεν προσκομίσθηκε κάποια αντίστοιχη κατάσταση που να περιλαμβάνει τους αριθμούς των τηλεφώνων που τον κάλεσαν στο ανωτέρω κινητό του τηλέφωνο ή που κάλεσε αυτός από το κινητό του τηλέφωνο. Αντ' αυτού προσκόμισε, κατά τη συνεδρίαση της 30.5.2014 και αναγνώσθηκε, μία αίτησή του που απευθύνεται προς την COSMOTE, με την οποία ζητάει να του γνωστοποιηθεί σχετικός κατάλογος για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (1999-2007), πλην όμως η αίτηση αυτή δεν έχει κατατεθεί στην COSMOTE, ούτε βεβαίως προσκομίσθηκε στις επόμενες συνεδριάσεις του δικαστηρίου, κάποια σχετική βεβαίωση της COSMOTE. Περαιτέρω ο Λ. στην απολογία του αρνείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση με τον Σ., αναφέροντας χαρακτηριστικά "...Το Σ. το συνάντησα μια-δυο φορές στην Ταμειακή, μετά από δύο-τρία χρόνια αφότου αναλάβαμε εμείς το Δήμο. Εγώ ζητούσα οι υπάλληλοι να βλέπουν Προϊστάμενους και Διευθυντές, δεν είχα οργανόγραμμα των υπαλλήλων. Στα Ημερήσια Δελτία τα ονόματα τα έβλεπα, ταυτοποίηση με τα πρόσωπα έγινε στις 12.2.2008, μέχρι τότε έβλεπα απλώς τα ονόματα..". Ίδια περίπου θέση είχε εκφράσει και κατά τη συνεδρίαση της 24.3.2014, όταν ανέφερε σε σχετική ερώτηση που του έγινε "Τον Σ. τον γνώρισα το 2008, τον είχα δει μέχρι τότε μια-δυο φορές, από τις καταστάσεις γνώριζα όχι ήταν διαχειριστής". Διαψεύδει δε τον Σ., ο οποίος ανέφερε κατά τη δική του απολογία ότι κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων του 2007 υποδέχθηκε το Λ. και την οικογένειά του σε κέντρο διασκέδασης που εκμεταλλευόταν στην περιοχή του πολυχώρου "…" στη … και είχε συζήτηση μαζί του και μάλιστα σε κάποιο διάλειμμα του προγράμματος αναφέρθηκαν και σε υπηρεσιακά θέματα. Επιβεβαιώνει μεν ο Λ. ότι μετέβη την παραμονή της πρωτοχρονιάς στον ανωτέρω χώρο οικογενειακώς, αφού προηγουμένως ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, που μεσολάβησε στο κλείσιμο του τραπεζιού, του ανέφερε ότι υπεύθυνος στο κατάστημα είναι κάποιος υπάλληλος του δήμου (εννοώντας το Σ.), αλλά με το Σ. ουδεμία επαφή είχε ούτε τον είδε καν. Δεν φαίνεται όμως λογικό να προσέρχεται ο γενικός γραμματέας του δήμου ... σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης, το οποίο διευθύνει υπάλληλος του δήμου, στον οποίο και απευθύνθηκε ο αντιδήμαρχος που έκλεισε το τραπέζι και να μη συναντηθούν ο διασκεδάζων γραμματέας με τον υπεύθυνο του καταστήματος υπάλληλο του δήμου. 5) Ο Λ. εμφάνισε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως γενικού Γραμματέα, ασυνήθιστη για μισθωτό αγορά αυτοκινήτων, η οποία μόνο αν αυτός έχει και άλλες πλην του μισθού του (συμπεριλαμβανομένου του μισθού της συζύγου του) πηγές χρηματοδότησης, όπως αυτός από τα χρήματα της υπεξαίρεσης, δικαιολογείται. Συγκεκριμένα ο ίδιος, κατά τη συνεδρίαση της 12.5.2014, ερωτηθείς σχετικά ανέφερε "το1998 είχα τρία αυτοκίνητα, το 2003 αγόρασα ένα μάρκας RENO και το 2004 ένα τζιπ, το οποίο επέστρεψα πίσω και πήρα ένα ibiza. Στη συνέχεια πούλησα το SUBARU και πήρα μία MERCEDES την οποία επίσης άλλαξα και πήρα ένα με αυτόματο κιβώτιο. Τα αυτοκίνητα τα αγόρασα μετρητοίς, μόνο το SUBARU πλήρωσα με γραμμάτια". Η σύζυγός του καταθέτοντας ως μάρτυρας ανέφερε σχετικά: " Ο σύζυγός μου έχει μεγάλο πρόβλημα με το ισχίο του, δεν μπορούσε να πατήσει συμπλέκτη γι' αυτό άλλαζε συχνά αυτοκίνητα" δικαιολογία που δεν φαίνεται πειστική, διότι αν ήταν αληθής δεν θα προχωρούσε σε αγορά αυτοκινήτων με συμπλέκτη μόνο και μόνο για να τα αλλάξει με νέα αυτόματα και μάλιστα περισσότερες από μία φορές. 6) Παρόμοια με τον Λ. ασυνήθιστη αγορά αυτοκινήτων, πέραν των αγορών ακινήτων, εμφάνισε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δημάρχου και ο Β. Π.. Συγκεκριμένα το 2003 έχοντας στην κατοχή του ένα αυτοκίνητο 14 φορολογήσιμων ίππων, από το 1989 και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 249.378,98 ευρώ, αγοράζει δύο καινούργια αυτοκίνητα και συγκεκριμένα το υπ' αριθ. ... 18 φορολογήσιμων ίππων, δηλαδή κυβισμού 2.500 cc αντί 73.233 ευρώ και το υπ' αριθ. ... 9 φορολογήσιμων ίππων αντί 34.400 ευρώ, διέθεσε δηλαδή για την αγορά αυτοκινήτων το 44% του ετησίου οικογενειακού εισοδήματος. Στη συνέχεια το έτος 2008 παρά το ότι εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του το αυτοκίνητο των 18 φορολογήσιμων ίππων που είχε αγοράσει το 2003, που θεωρείται, λόγω της ποιότητάς του, σχετικά καινούργιο, αλλά και το αυτοκίνητο που είχε από το 1989, αγοράζει νέο καινούργιο αυτοκίνητο, το με αριθμό κυκλοφορίας ..., 35 φορολογήσιμων ίππων, κυβισμού 5000 cc, αντί 111.760 ευρώ, διέθεσε δηλαδή για την αγορά του αυτοκινήτου το 43% του ετησίου οικογενειακού εισοδήματος. Προέβη δηλαδή στις δύο ως άνω περιπτώσεις σε αγορά πολυτελών αυτοκινήτων διαθέτοντας, πολύ μεγάλο ποσοστό του διαθέσιμου, μετά το αναγκαίο για τη συνήθη διαβίωσή του, ετησίου οικογενειακού του εισοδήματος, συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται σε μέσα εισοδηματικά στρώματα, όπως ο κατηγορούμενος Π., ο οποίος ομολόγησε ότι για την συνήθη διαβίωσή του ξόδευε με τη σύζυγό του το 50% των εισοδημάτων τους. Όταν ερωτήθηκε σχετικά κατά την απολογία του απάντησε, ότι λίγο πριν το τέλος της δημαρχιακής του θητείας (ο ίδιος επίσης ανέφερε ότι δεν σκόπευε να διεκδικήσει εκ νέου την εκλογή του στις εκλογές του 2010), αγόρασε το αυτοκίνητο των 5000 cc για να το διαθέσει για τη φιλοξενία των υψηλών επισκεπτών του δήμου ..., επειδή τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα ήταν παλαιά και σε κακή για το σκοπό αυτό κατάσταση, δικαιολογία, που καθόλου εύλογη και πειστική δεν φαίνεται. Ενισχύεται δηλαδή και από το στοιχείο αυτό η κρίση της πλειοψηφίας ότι είναι πειστική η άποψη που εξέφρασε ο Σ. απολογούμενος, ότι δηλαδή μέρος των υπεξαιρεθέντων διοχετευόταν στον Β. Π.. 7) Κατά τις δημοτικές εκλογές του 2005 η αντιπολίτευση, που πάντοτε κατήγγελε τη διοίκηση Π. ως αδιαφανή και τον ίδιο ως αλαζόνα, εξαπέλυσε σφοδρά πυρά εναντίον του στενού του συνεργάτη και "μονίμου" γενικού γραμματέα Μ. Λ., για διαφθορά με βάση τις πληροφορίες που υπήρχαν σε βάρος του, πλην άλλων, για την "αγορά" και δωρεά οικοπεδικών τμημάτων μεγάλης αξίας εκ μέρους μίας δημότισσας που τα ακίνητά της ήταν δεσμευμένα σε πολεοδομική απαλλοτρίωση και τελούσε σε αντιδικία με το δήμο, το τέκνο της δε είχε διορισθεί στο δήμο το 1999, με την ανάληψη δηλαδή υπό του Λ. των καθηκόντων του ως γενικού γραμματέα, με σύμβαση έργου, που μετά αλλεπάλληλες ανανεώσεις μετετράπη σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, "αγορά" διαμερισμάτων από κατασκευαστή, του οποίου τα δύο τέκνα προσελήφθησαν στο δήμο ..., τον ίδιο με το προγενέστερο τέκνο της δωρήτριας χρόνο και με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εξέλιξη, διαμονή δωρεάν για διακοπές σε διαμέρισμα εργολάβου, που εκτελούσε έργα για λογαριασμό του δήμου ..., ο δε τοπικός τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτεταμένα με τα καταγγελλόμενα. Συγκεκριμένα οι καταγγελίες αφορούσαν τις εξής περιπτώσεις: α) Το 2004 η δημότισσα ... Σ. σύζυγος Σ. Τ. φέρεται ότι πωλεί στον Μ. Λ. αντί τιμήματος 12.517 ευρώ ένα μικρό ιδανικό μερίδιο (μόλις 1,34%) από ένα οικόπεδό της στη … που αποτελούσε ενιαίο σύνολο με άλλα τρία οικόπεδα. Όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. .../30.3.2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου, η Σ. Σ. Τ., φέρεται ότι πωλεί και μεταβιβάζει κατά κυριότητα στο γενικό γραμματέα του δήμου ... Μ. Λ. ποσοστό 1,346% εξ αδιαιρέτου από ένα οικόπεδό της, εκτάσεως 3.716 τ.μ., κείμενο στην οδό … της ..., του οποίου είχε τη συγκυριότητα ισομερώς με τον Α. Φ.. Δηλαδή, του μεταβιβάζει αναλογία επί του οικοπέδου 50 τ.μ., αντί τιμήματος - ίσου με την αντικειμενική αξία του- 12.517 ευρώ. Επομένως το 2004 η αντικειμενική αξία όλου του οικοπέδου ήταν 930.263 ευρώ (250,34 ευρώ ανά τ.μ.). Φυσικά η πραγματική και αγοραία αξία του ήταν πολλαπλάσια. Το οικόπεδο αυτό μαζί με άλλα τρία αποτελούσαν αρχικά ένα ενιαίο οικόπεδο και κατέληξε στη μορφή αυτή μετά από την έκδοση της υπ' αριθ. .../1995 πράξης αναλογισμού και αποζημιώσεως. Η ανωτέρω πολεοδομική απαλλοτρίωση που έγινε από το δήμο … προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης δεν είχε ολοκληρωθεί κατά το χρόνο της ανωτέρω "αγοράς" και μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στο πωλητήριο συμβόλαιο στην 8η σελίδα (και γι' αυτό ήταν αναμφίβολα γνωστό στον "αγοραστή" Μ. Λ.), ένα από τα απαλλοτριωθέντα για τη διάνοιξη της οδού … και συγκεκριμένα εκείνο με έκταση 2.946,20 τ.μ. ήταν επίδικο. Διεκδικούνταν από την "πωλήτρια" Σ. Τ. και το συγκύριό της της Α. Φ., σε βάρος του δήμου .... Ειδικότερα, είχαν ασκήσει αναγνωριστική αγωγή κυριότητας κατά του δήμου .... Μάλιστα, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. πρωτ. …/2008 βεβαίωση της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου ..., εν τέλει ο δήμος κέρδισε την υπόθεση και αναγνωρίσθηκε αυτός κύριος του οικοπέδου με την υπ' αριθ. 6184/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ απορρίφθηκε ως αβάσιμη η αγωγή της "πωλήτριας", τούτο όμως έγινε πολύ μετά την συναλλαγή με το Λ.. Από το συνδυασμό όλων αυτών συνάγεται ότι η Σ. Τ., επιδιώκοντας με την αβάσιμη αγωγή της να καρπωθεί την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου, εκτάσεως 2.946,20 τ.μ και σημαντικότατης αξίας, από το δήμο ... αναζήτησε "βοήθεια" από το γνωστό της γενικό γραμματέα του δήμου, ο οποίος ασκούσε κυριαρχική εξουσία σε κάθε οικονομική και μη υπόθεση του δήμου. Στα πλαίσια αυτά καταρτίσθηκε και το προαναφερόμενο "πωλητήριο" που, αν δεν είναι καθ' ολοκληρίαν εικονικό (με υποκρυπτόμενη δωρεά, όπως μεταγενέστερα φανερά έγινε για άλλο όμορο οικόπεδο), σε κάθε περίπτωση το τίμημα που πράγματι καταβλήθηκε υπήρξε συμβολικό και κατά πολύ απολειπόμενο από το πραγματικό, ενώ η αναγραφή της αντικειμενικής αξίας ως τιμήματος έγινε για λόγους αποκλειστικά φορολογικούς. Η πλειοψηφία έχει την άποψη ότι στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε τίμημα για τη μεταβίβαση αυτή. Ο κατηγορούμενος Μ. Λ., κατά την απολογία του τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν μπόρεσε να αποδείξει μία τέτοια καταβολή τιμήματος. Καίτοι του ζητήθηκε πρωτοδίκως, δεν προσκόμισε βεβαίωση ή κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού, από το οποίο να αποδεικνύεται η ανάληψη ποσού ίσου με το "τίμημα" από κάποιο τραπεζικό λογαριασμό του την 30.3.2004, όπως θα ήταν εύλογο να έχει συμβεί αν είχε καταβληθεί ένα τέτοιο ποσό. Για την απόδειξη του γεγονότος αυτού προσκομίζει και επικαλείται την από 1.1.2001 έως 31.12.2008 χρηματική καρτέλα του στη χρηματιστηριακή εταιρία …, από την οποία όμως το μόνο που προκύπτει είναι ότι πιστώθηκε ο λογαριασμός του στην εν λόγω εταιρία την 15.1.2004
με ποσό 69.888 ευρώ και χρεώθηκε αντίστοιχα την 23.1.2004 ισόποσα, κινήσεις που ουδόλως σχετίζονται με εκταμίευση κάποιου χρηματικού ποσού την 30.3.2004. Την επόμενη ακριβώς ημέρα (1.4.2004) συμβάλλονται οι αρχικοί συνιδιοκτήτες του οικοπέδου αυτού (Τ. και τα τέκνα της), ο νέος συνιδιοκτήτης κατά το ποσοστό 1,346% εξ αδιαιρέτου Μ. Λ. ως οικοπεδούχοι, καθώς και η ανώνυμη τεχνική εταιρία με την επωνυμία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" εκπροσωπούμενη από τον εργολάβο Β. Π. (ως εργολήπτρια) και συνάπτουν το υπ' αριθ. .../1.4.2004 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου με δικαίωμα ανοικοδόμησης πολυκατοικίας κατά το σύστημα της αντιπαροχής και σύμβαση εργολαβίας. Με το συμβόλαιο αυτό η κατασκευάστρια εταιρία αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανοικοδομήσει πολυκατοικία με το σύστημα της αντιπαροχής παρέχοντας το 40% των κτισμάτων στους οικοπεδούχους, χωρίς να προβαίνει σε άλλες λεπτομερέστερες ρυθμίσεις που αφέθηκαν να ρυθμιστούν μελλοντικά. Η μόνη εξειδικευμένη ρύθμιση αφορά στα ποσοστά του (συνιδιοκτήτη πλέον) Μ. Λ., για τον οποίο ρητά αναφέρεται ότι θα λάβει ως αντιπαροχή (για το ποσοστό του 1,346% εξ αδιαιρέτου) "ένα ή δύο διαιρετούς χώρους που στο σύνολό τους θα έχουν εμβαδόν 120 τ.μ.", αντιπαροχή δηλαδή ασυνήθιστα μεγάλη κατά τα κρατούντα στον χώρο της οικοδομής ανεγειρόμενης με το σύστημα αυτό, ο δε κατηγορούμενος Μ. Λ. δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις γι' αυτό. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αυτή η εργολαβική σύμβαση είναι εξαιρετικά ευμενής για τα συμφέροντα του Μ. Λ., πλην όμως αδικαιολόγητη. Η εξήγηση μπορεί να δοθεί από το γεγονός ότι το όλο σύμπλεγμα των όμορων ακινήτων που είναι δεσμευμένα πολεοδομικά λόγω της προαναφερόμενης απαλλοτρίωσης ενδιαφέρει την εργολάβο εταιρία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" για συνολική ανοικοδόμηση και προς αυτή την κατεύθυνση είναι σαφές ότι προσδοκάται η παρεμβατική βοήθεια του γενικού γραμματέα του δήμου Μ. Λ., από τον "πάγκο" του οποίου αν δεν περνούσε κάποιος, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο νυν δήμαρχος ... Γ. Μ., που εξετάσθηκε ως μάρτυρας, δεν προωθείτο κανένα ζήτημα στο δήμο. Μάλιστα ρητά αναφέρεται στο εργολαβικό (18ο φύλλο) ότι "εφόσον ευοδωθεί η ασκηθείσα από τους δημότες-συγκυρίους (μεταξύ των οποίων και η δικαιοπάροχος του Μ. Λ.) αγωγή κυριότητας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επί της οποίας, έχουν διαταχθεί αποδείξεις με την υπ' αριθ. .../2001 απόφαση ...", η εργολαβία θα επεκταθεί και επί των λοιπών δεσμευμένων πολεοδομικά όμορων οικοπέδων. Έτσι ο γενικός γραμματέας του δήμου, αν και γνωρίζει ότι η δικαιοπάροχος του αντιδικεί με το δήμο, τα συμφέροντα του οποίου όφειλε να υπερασπίζεται, δεν διστάζει να συναλλάσσεται με τη δημότισσα και τον εργολάβο για τα διεκδικούμενα. Από δε το γεγονός ότι η εργολήπτρια εταιρία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" είναι ο συχνότερος εργολάβος των οικοδομικών εργολαβιών επί οικοπέδων του δήμου και αναλάμβανε με απευθείας ανάθεση αρκετά δημοτικά έργα (παρά τις πολλές και έντονες καταγγελίες της αντιπολίτευσης), ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Β. Π. είναι προσωπικός και στενός φίλος του Μ. Λ. σε βαθμό που του παραχωρεί δωρεάν ακόμη και την αποκλειστική χρήση εξοχικής οικίας στο …, είναι φανερό ότι Λ. και Π. "συνεργάζονται" στενά εν προκειμένω για την πρόοδο της εργολαβίας αυτής εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της Σ. Τ. και των λοιπών οικοπεδούχων που βλέπουν τα ακίνητά τους να αχρηστεύονται λόγω της πολεοδομικής δέσμευσης. Στη συνέχεια την 31.5.2006, δηλαδή δύο έτη μετά την πρώτη συναλλαγή, η Σ. Τ. μεταβιβάζει πάλι στο Μ. Λ. κατά κυριότητα ποσοστό εξ αδιαιρέτου 9,232%, ενός άλλου οικοπέδου, γειτονικού του πρώτου, εκτάσεως 2.708 τ.μ., λόγω δωρεάς . Η δωρεά αυτή, για την οποία δεν τηρήθηκε πλέον ούτε το πρόσχημα μίας εικονικής πώλησης, συντελέστηκε με το υπ' αριθ. .../31.5.2006 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Σ. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. Στο δωρητήριο γίνεται μνεία ότι "η δωρεά αυτή γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης της δωρήτριας προς το δωρεοδόχο", χωρίς να διευκρινίζεται χάριν ποιας "ευεργεσίας" εκ μέρους του Μ. Λ. η δωρήτρια ανταποδίδει το "δώρο" αυτό ως ευγνωμοσύνη. Επίσης δηλώνεται ότι "η δωρήτρια δεν έχει καμία συγγένεια με τον δωρεοδόχο". Το δωρηθέν ποσοστό 9,232%, με αναλογία επί του εδάφους 250 τ.μ., είχε αντικειμενική αξία του 57.358 ευρώ. Επομένως το 2006 η αντικειμενική αξία όλου του οικοπέδου ήταν 621.301 ευρώ (229,32 ευρώ ανά τ.μ.). Φυσικά η πραγματική και αγοραία αξία του ήταν πολλαπλάσια. Ο κατηγορούμενος Λ., αλλά και η σύζυγός του που εξετάσθηκε ως μάρτυρας, δίδουν την εξήγηση ότι η ευγνωμοσύνη, οφείλεται στο γεγονός ότι όταν ήταν ο σύζυγος της δωρήτριας άρρωστος από καρκίνο του προστάτη, ο οποίος πάντως δεν είχε δυσμενή κατάληξη, της συμπαραστάθηκαν ηθικά, όταν δε η ίδια υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, που είχε επιπλοκές της συνέστησε ο Λ. γνωστό του γιατρό, που προέβη σε σωστή θεραπεία, ενώ τους συνδέει και πνευματική συγγένεια, αφού είναι δωρήτρια και δωρεοδόχος κουμπάροι, δηλαδή ο Λ. βάπτισε το τέκνο της δωρήτριας . Η εξήγηση αυτή δεν είναι πειστική. Φυσικά, και αν ακόμη υπάρχει μία τέτοια σχέση "πνευματική" μεταξύ τους, αυτό δεν δικαιολογεί όλες τις προηγούμενες συναλλαγές που περιγράφηκαν και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί την παροχή δώρου αξίας (μόνον κατά την αντικειμενική του αξία) 57.358 ευρώ με χρόνο μάλιστα αποτιμήσεως το 2006, από δωρητή που έχει τέκνα και όχι υπερβολικά μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ούτε η περαιτέρω εξήγηση ότι η δωρεά έγινε όπως χαρακτηριστικά είπε ο κατηγορούμενος απολογούμενος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο "... διότι ο κουμπάρος μου, Σ. Τ., έπασχε τότε από καρκίνο του προστάτη. Είναι ακόμη εν ζωή ο άνθρωπος. Μου έκανε τη δωρεά, διότι ήθελε να διασφαλίσει ότι εγώ θα αναλάβω τη δέσμευση να τακτοποιήσω το υπόλοιπο οικόπεδο, να κτιστεί δηλαδή αυτό, για τα παιδιά του και έτσι να συνεχιστεί η μεταξύ μας φιλία και από τα παιδιά μας....Μέσω των ικανοτήτων μου και όχι μέσω των γνωριμιών μου στο Δήμο, αφού δεν ήμουν ισόβιος στη θέση που κατείχα, ήθελε να διασφαλίσει το χτίσιμο και του δικού του μεριδίου.... Ο κουμπάρος μου Σ., μου είπε ότι θα μου το άφηνε στη διαθήκη του. Του είπα ότι δεν ήθελα κάτι τέτοιο, εξάλλου πλήρωσα και 10.000 ευρώ φόρο για τη δωρεά αυτή. ... Θέλω να δεθούν οι οικογένειές μας μου είπε ο Σ., ...να δεθούν τα παιδιά μας και η δωρεά αυτή είναι ένας τρόπος δεσίματος..." είναι πειστική. Η μόνη πειστική εξήγηση για όλα αυτά είναι το γεγονός ότι ο γιος της Σ. Τ. και συγκύριος μετέπειτα του ίδιου ακινήτου λόγω γονικής παροχής Φ. Τ. είχε προσληφθεί στο δήμο ... το 1999 αρχικά με σύμβαση ορισμένου χρόνου που από το 2004 μετετράπη σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 164/2004 σε σύμβαση αορίστου χρόνου. β) Το Δεκέμβριο 1999, ο Λ., μεσολάβησε να διοριστούν επίσης στο δήμο ... τα δύο παιδιά του γνωστού του εργολάβου οικοδομών Λ. Δ., τα γραφεία του οποίου είναι στην πολυκατοικία όπου κατοικεί. Από τον ίδιο εργολάβο ο Μ. Λ. με πωλητήρια συμβόλαια "αγόρασε" το 2003 για τον ίδιο και τη σύζυγό του ένα μικρό διαμέρισμα και στη συνέχεια ένα ακόμη διαμέρισμα για τη θυγατέρα του σε οικοδομή αυτού κείμενη στους … αντικειμενικής αξίας 22.000 ευρώ, μολονότι δεν συνέτρεχαν οικιστικές του ανάγκες στους … . Γι' αυτό και αργότερα τα εκποιεί δια πωλήσεως προς τρίτους. Φυσικά του απομένει ως κέρδος το τίμημά τους. Είναι φανερό ότι οι διορισμοί συναρτώνται άμεσα με τις "αγορές" αυτές και συνιστούν το αντίτιμό τους. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος προέβαλε ως δικαιολογία ότι το διαμέρισμα στην κόρη του το αγόρασε ενόψει του γάμου της επειδή εκεί τα διαμερίσματα ήταν τότε φθηνότερα και το μικρό διαμέρισμα το αγόρασε για να μπορούν με τη σύζυγό του να βρίσκονται κοντά στη θυγατέρα τους, να τη βοηθούν στην περίπτωση που αποκτούσε τέκνα. Η δικαιολογία δεν είναι πειστική. Δε νοείται αγορά διαμερίσματος (του μικρού) να γίνει για τον προβαλλόμενο σκοπό πριν γίνει η αγορά για να εγκατασταθεί η θυγατέρα προς βοήθεια της οποίας υποτίθεται έγινε η αγορά του πρώτου μικρού διαμερίσματος. γ) Το τρίτο καταγγελλόμενο περιστατικό, αφορά την πραγματοποίηση δωρεάν διακοπών εκ μέρους του κατηγορουμένου Λ. και της οικογενείας του στο …, σε διαμέρισμα που του παραχώρησε ο προαναφερόμενος εργολάβος Π., που εκτελούσε σημαντικά έργα για λογαριασμό του δήμου ... (βιβλιοθήκη της …, διαμόρφωση της …). Επ' αυτού οι εξηγήσεις που έδωσε ο Λ. κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η θέση που εξέφρασε η σύζυγός του, εξετασθείσα ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ως μάρτυρας, είναι αντιφατικές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έκανε διακοπές σε διαμέρισμα του Π. και απλώς από τη …, όπου παραθέριζε, είχε πάει για έναν μικρό περίπατο στο …, όταν έγινε αντιληπτός από δημοτικό σύμβουλο της τότε αντιπολίτευσης στο δήμο ..., χωρίς όμως να διαμείνει στο …. Αντίθετα η σύζυγός του διαβεβαίωσε ότι μίσθωσαν το εν λόγω διαμέρισμα για μια διετία και μάλιστα επιβαρύνονταν με το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που ερχόταν επ' ονόματί τους, χωρίς όμως κάποιο περαιτέρω έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο (μισθωτήριο, δήλωση της μίσθωσης στην εφορία, λογαριασμός της ΔΕΗ), που να επιβεβαιώνει αυτά. Για τις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις, σε συνδυασμό με άλλες δημοτικές υποθέσεις, έγινε την 13.6.2008 ανώνυμη αναφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ότι "ο Μ. Λ. αποκόμισε πολλά οικονομικά οφέλη εκμεταλλευόμενος την θέση το στο δήμο ...", για την οποία διεξήχθη προκαταρκτική έρευνα, με τελικό αποτέλεσμα να τεθεί η καταγγελία στο αρχείο κατά το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, ελλείψει επαρκών ενδείξεων προς άσκηση ποινικής διώξεως για παθητική δωροδοκία, απιστία ή παράβαση καθήκοντος. Μάλιστα η σχετική υπ' αριθ. .../2009 αναφορά του εισαγγελέα πρωτοδικών εγκρίθηκε και από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η αρχειοθέτηση αυτή από τον εισαγγελέα της μηνύσεως δεν παράγει δεδικασμένο που να εμποδίζει την επανάκριση και μάλιστα παρεμπιπτόντως του ζητήματος από το δικαστήριο (ΑΠ 1053/2013, ΑΠ 1913/2010, ΑΠ 903/2009 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα περιστατικά αυτά καταδεικνύεται η κερδοσκοπική παρεμβατική συμπεριφορά του γενικού γραμματέα του δήμου Μ. Λ. χάριν του προσωπικού του πλουτισμού από "ευκαιρίες" που ανακάλυπτε κατά την άσκηση των εξουσιών που απέρρεαν από τη θέση του στο δήμο και η χωρίς ηθικούς δισταγμούς απόκτηση πλούτου από κάθε πηγή. Παρά τις σοβαρές και βάσιμες, όμως ως άνω αποκαλύψεις της αντιπολίτευσης και του τοπικού τύπου το 2006 για πράξεις διαφθοράς του συνεργάτη του, ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π., ερωτώμενος σχετικά στην απολογία του ούτε ως πιθανό δεν θέλησε να αποδεχτεί το ενδεχόμενο να είναι ο Μ. Λ., υπαίτιος για τις πράξεις αυτές που δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες της χρηστής, διαφανούς και ηθικής διοίκησης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τον διατήρησε στη θέση του διότι τον θεωρεί ικανό, έντιμο και εργατικό, θεώρησε δε επαρκείς και πειστικές τις εξηγήσεις που ο συνεργάτης του του έδωσε. Η απόλυτη αυτή ταύτιση των δύο (Λ. - Π.) ενισχύει έτι περαιτέρω κατά την γνώμη της πλειοψηφίας την κρίση για τη γνώση και συμμετοχή αμφοτέρων στις υπεξαιρέσεις Σ., καθώς και φόβο από πλευράς Π. αποκαλύψεων σε βάρος του εκ μέρους του γενικού γραμματέα και επιβεβαιώνει το υποστηριζόμενο από το Σ. ως ρηθέν από το Λ., όταν του επισήμανε ότι υπήρχαν φήμες για αντικατάστασή του, λόγω των ως άνω καταγγελιών της αντιπολίτευσης και τον ερώτησε τι θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση με τη δραστηριότητα που είχαν αναπτύξει "αν θέλει, ας έλθει να με βγάλει ο δήμαρχος, εμείς συνεχίζουμε". 8) Από τα προαναφερόμενα και αναφερόμενα στον πρώτο κατηγορούμενο Π. Σ. περιστατικά, φαίνεται ότι αυτός, τόσο πριν αναδειχθεί στη θέση του δημάρχου ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π. και διορισθεί στη θέση του γενικού γραμματέα του δήμου ... ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., όσο και μετά, δεν είχε κανένα ενδοιασμό, έχοντας τη βεβαιότητα ότι δεν θα αποκαλυφθούν οι πράξεις του, να καταθέτει το μέρος που του αναλογούσε από τα υπεξαιρεθέντα, αμέσως μετά την ανάληψη από το ταμείο του δήμου και πριν τα διαθέσει περαιτέρω για προσωπικούς του σκοπούς, σε τραπεζικούς λογαριασμούς δικούς του ή της συζύγου του. Δεν θα είχε λοιπόν λόγο να μην καταθέσει στους λογαριασμούς αυτούς όλα τα υπεξαιρεθέντα αν αυτά είχαν παραμείνει αποκλειστικά στη δική του ιδιοκτησία. Τα κατατεθέντα όμως στους λογαριασμούς αυτούς δεν φαίνεται να υπερβαίνουν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα 3.000.000 ευρώ. Το συνολικό υπεξαιρεθέν κατά το διάστημα αυτό (1999-2007) χρονικό διάστημα ποσό ανέρχεται στα 17.962.336 ευρώ. Είναι λοιπόν εμφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών διοχετεύθηκε στους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, χωρίς εμφανή τρόπο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνηθίζεται τέτοιος τρόπος δράσεως αυτών που συμμετέχουν σε παράνομες πράξεις. 9) Ο τρίτος κατηγορούμενος, θέλοντας να αποφύγει, αν είναι δυνατόν, οποιαδήποτε ένδειξη ή και απόδειξη που τον συνδέει γενικότερα με την οικονομική διαχείριση και ειδικότερα με τον Σ., ανέφερε στο ακροατήριο ερωτηθείς σχετικά, κατά τη διάρκεια εξετάσεως της μάρτυρος Α. Τ., τα εξής: "Δεν ήταν δική μου δουλειά να κάνω τους ελέγχους. Είχα εκχωρήσει δικαιώματα. Ο διαχειριστής Ταμείου ερχόταν για ημερήσια ενημέρωση, εγώ έλεγχα απλώς τη λειτουργία του Ταμείου. Η εισήγηση της απόφασης ερχόταν σε μένα και την υπέγραφα. Τον Σ. τον γνώρισα στο Δικαστήριο, δεν γνώριζα ότι εξακολουθούσε να παίρνει χρήματα. Το Ημερήσιο Δελτίο δεν ανέφερε αναλυτικά τι ποσά δίδονταν, ούτε με ενημέρωναν προφορικά πόσα χρήματα έδιναν στον Σ.. Η απόφαση ανέφερε ονομαστικά ποιοι πρέπει να παίρνουν χρήματα. Σε απόφαση του 2001 έλεγε να παίρνει μετρητά ο Σ.. Στις επόμενες μπορεί να μην υπήρχε μέσα ο Σ. ή κάποιος άλλος. Η εισήγηση ερχόταν από την Ταμειακή Υπηρεσία, από ποιον συγκεκριμένα γίνονταν δεν γνωρίζω, δεν ρώτησα ποτέ. Η εισήγηση δηλαδή να μην δίνονται χρήματα ήταν της Υπηρεσίας, όχι δική μου, εγώ απλώς την υπέγραφα". Η θέση του αυτή δεν είναι βάσιμη. Αποδείχθηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από φωτογραφίες, αλλά και καταθέσεις μαρτύρων, ότι ο τρίτος κατηγορούμενος διασκέδαζε με φιλική του παρέα σε κέντρο διασκεδάσεως που διηύθυνε ο Σ.. Όπως δε αναφέρθηκε, με αφορμή ανάλογο περιστατικό που αφορούσε το δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., δεν φαίνεται λογικό να διασκεδάζει ο δήμαρχος σε κέντρο που διευθύνει υπάλληλος του δήμου και ο τελευταίος να μην τον υποδεχθεί και να μη του συστηθεί, με δεδομένο, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο Σ. δεν είχε κρυφό, ότι είχε τις εξωυπαλληλικές δραστηριότητες που περιγράφηκαν, αντίθετα είχε φροντίσει να τις καταστήσει γνωστές με την εν γένει συμπεριφορά του σε ολόκληρο το δήμο ..., όπως όλοι σχεδόν οι μάρτυρες επιβεβαίωσαν. Επίσης ο Σ. δύο τουλάχιστον φορές είχε εμφανισθεί στο γραφείο του δημάρχου και είχε λάβει μέρος σε σύσκεψη, για θέματα της Ταμειακής Υπηρεσίας, ως εκπροσωπών τη Δ/νση, λόγω απουσίας του Δ/ντη και των προϊσταμένων Εξόδων και Εσόδων. Την παρουσία του αυτή στο γραφείο του δημάρχου, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα την επιβεβαίωσε η μάρτυρας Κ.- Χ.. Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., εφάρμοζε νομοθετική ρύθμιση που απάλλασσε τους οφειλέτες του δήμου του υπολοίπου της συνολικής οφειλής αν κατέβαλαν το 40% της κυρίας οφειλής (χωρίς προσαυξήσεις και τόκους). Κατ' εντολή του δημάρχου, τρίτου κατηγορουμένου ο αντιδήμαρχος οικονομικών του έκανε παρατήρηση γιατί δεχόταν τέτοιες καταβολές, όταν δε ο αντιδήμαρχος μετέφερε τις εξηγήσεις του Γ. στο δήμαρχο ο τελευταίος δεν πείσθηκε και θεώρησε ότι ο Γ. τους παραπλανά, διότι δεν θυμόταν τη ρύθμιση. Το περιστατικό αυτό καταδεικνύει ότι ο τρίτος κατηγορούμενος Π., ως δήμαρχος παρακολουθούσε επισταμένως τα δρώμενα στις οικονομικές του υπηρεσίες, σε συνδυασμό δε με το ότι στις ημερήσιες καταστάσεις των διαχειριστών που από του Μαΐου 2004 συνόδευαν ως συνημμένα τα ημερήσια δελτία του Δ/ντη της Ταμειακής, που σε καθημερινή βάση παραδίδοντο στο γραφείο του και ανέφεραν τα μετρητά που λάμβανε κάθε διαχειριστής με την ένδειξη "τακτοποιητέες εισπράξεις" ήταν ενήμερος για το ύψος των μετρητών που λάμβανε ο Σ.. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι ουδεμία συμμετοχή είχε στην λειτουργία της οικονομικής λειτουργίας του δήμου ... και ως εκ τούτου δεν είχε δήθεν και γνώση των μετρητών που λάμβανε κάθε διαχειριστής. Η αποδεικτική διαδικασία όμως το αντίθετο κατέδειξε. Ο κατηγορούμενος Γ. ανέφερε ότι ο Γενικός Γραμματέας προσυπέγραφε το σχέδιο αποφάσεως δημάρχου, που συνέτασσε κάθε χρόνο η Δ/νση της Ταμειακής Υπηρεσίας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της και τον ορισμό των καθηκόντων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων της. Επίσης το 2003 συζητείτο στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ότι επίκειται νομοθετική ρύθμιση για χορήγηση στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης δανείου από το ΤΠκΔ με ευνοϊκούς όρους, για εξόφληση οφειλών τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ότι προϋπόθεση για συμμετοχή στη σχετική ρύθμιση θα ήταν τα χρέη του ενδιαφερομένου οργανισμού να ήταν μεγαλύτερα ορισμένου ποσοστού των εσόδων του. Προκειμένου λοιπόν να ενταχθεί ο δήμος ... στη ρύθμιση αυτή, η οποία τελικώς υλοποιήθηκε με το ν. 3202/2003, αποφασίσθηκε από τη διοίκησή του να αυξήσει τις οφειλές προς τα μεγάλα ασφαλιστικά ταμεία, με την μη καταβολή εμπροθέσμως των κατά νόμον παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών. Σε εφαρμογή αυτής της πολιτικής απόφασης έπρεπε ο αντιδήμαρχος οικονομικών να υπογράψει σχετική εντολή προς τον Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας για να μην καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές. Ο τότε αντιδήμαρχος Τ. είχε ενδοιασμούς για τη μεθόδευση αυτή, διότι τη θεωρούσε μη σύννομη και επιβλαβή για το δήμο, που θα επιβαρυνόταν με προσαυξήσεις λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής των εισφορών και θα οδηγούσε ενδεχομένως στελέχη του στο ποινικό δικαστήριο για παράβαση του α.ν. 86/1967. Τις αντιρρήσεις του έκαμψε ο δεύτερος κατηγορούμενος Λ. με την συνυπογραφή της σχετικής εντολής, ενέργεια που καταδεικνύει τη συμμετοχή του στην οικονομική λειτουργία του δήμου. Όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν, κατά την άποψη της πλειοψηφίας όσες πληροφορίες έδωσε ο Π. Σ., απολογούμενος στο ακροατήριο, τόσο του πρωτοβαθμίου όσο και του παρόντος δικαστηρίου για τη συμμετοχή των δευτέρου και τρίτου εκ των συγκατηγορουμένων του στις υπεξαιρέσεις σε βάρος του Δήμου .... Είναι αλήθεια ότι κατά την προδικασία (προκαταρκτική εξέταση και κύρια ανάκριση) παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και ελλείψεις στα περιγραφόμενα, σε σχέση με όσα με πληρότητα και ολοκληρωμένο τρόπο είπε στα ακροατήρια. Παρατηρείται, επίσης, και χρονική καθυστέρηση στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία γίνεται τμηματικά. Τα φαινόμενα όμως αυτά και ειδικότερα η καθυστέρηση εξηγούνται από την διαφαινόμενη πρόθεσή του να "εκβιάσει" μέσω της απειλής αποκαλύψεων τους συμμέτοχους του και ισχυρούς ακόμη άνδρες Π. και Λ. ώστε να τον συνδράμουν παρασκηνιακά προς την κατεύθυνση της ελαφρύνσεως της θέσεώς του. Όταν πλέον αντιλήφθηκε ότι αυτοί τον εγκαταλείπουν αποκόπτοντας κάθε επαφή και σχέση μαζί του, αποφάσισε να τους αποκαλύψει για να βελτιώσει την εικόνα του ως κατηγορουμένου. Είναι επίσης αλήθεια ότι το κίνητρο για την αποκάλυψη των συνεργών του ήταν η επιδίωξη να του αναγνωριστεί από το Δικαστήριο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' ΠΚ. Ωστόσο, ένα τέτοιο κίνητρο δεν αναιρεί τη βασιμότητα των πληροφοριών που έδωσε τη στιγμή μάλιστα που τα βασικά σημεία αυτών επιβεβαιώνονται συνδυαστικά και με άλλες αποδείξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 1 του ΚΔκΚ που θεσπίσθηκε με το ν. 3463/2006 (όμοια όριζε και ο προϊσχύσας κώδικας βλ. άρθρο 114 του π.δ. 410/1995) ο Δήμαρχος ενός Δήμου, "προασπίζει τα τοπικά συμφέροντα και ασκεί τα καθήκοντά του με γνώμονα τη διασφάλιση της ενότητας της τοπικής κοινωνίας". Στα "τοπικά συμφέροντα" πρωτίστως διαλαμβάνεται και η έννοια της περιουσίας, κινητής και ακίνητης του ίδιου του νομικού προσώπου του Δήμου. Γι' αυτό άλλωστε, έχει την εξουσία "να συνυπογράφει τους βεβαιωτικούς καταλόγους και τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής των δαπανών και να υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο Δήμος" (περ. ε' και στ' της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου κώδικα (με όμοιο περιεχόμενο το άρθρο 240 του π.δ.410/1995) "οι Δήμοι και οι Κοινότητες οφείλουν να διατηρούν, να προστατεύουν και να διαχειρίζονται την κάθε είδους περιουσία τους με τρόπο επιμελή και αποδοτικό". Η υποχρέωση όμως αυτή προσωποποιείται πρωτίστως στο δήμαρχο που είναι το κορυφαίο όργανο λειτουργίας του Οργανισμού. Περαιτέρω στο άρθρο 86 παρ. 1, ορίζεται ότι ο Δήμαρχος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του δήμου (περ. α). Είναι, επίσης, προϊστάμενος των υπηρεσιών του Δήμου και τις διευθύνει (περ. γ), καθώς και προϊστάμενος όλου του προσωπικού του Δήμου και εκδίδει τις πράξεις που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις για το διορισμό, τις κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές και την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου (περ. δ). Όμοιο περιεχόμενο είχαν οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 114 του π.δ. 410/1995. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 3 ν 3463/2006 (με όμοιο περιεχόμενο το άρθρο 115 στοιχ. γ' του π.δ. 410/1995) "ο δήμαρχος, με απόφασή του που δημοσιεύεται σε μία τουλάχιστον ημερήσια εφημερίδα και, αν δεν υπάρχει ημερήσια, σε μια εβδομαδιαία της πρωτεύουσας του νομού, μπορεί να μεταβιβάζει συγκεκριμένες αρμοδιότητές του σε αντιδημάρχους". Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι πλην άλλων δημοτικών οργάνων, έναντι της εννόμου τάξεως, τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικεί υπέχει κυρίως ο Δήμαρχος. Ιδιαίτερα δε έχει την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐσταται και διευθύνει τις υπηρεσίες του. Επομένως, από σύμπλεγμα των προαναφερόμενων νομικών καθηκόντων του συναπτομένων προς την έννομη σχέση που δημιουργεί η εκλογή του στη θέση του Δημάρχου, κατέχει, όχι μόνο εγγυητική θέση προστασίας του αγαθού της δημοτικής περιουσίας, αλλά και θέση επιβλέψεως - εποπτείας και εξουδετερώσεως κινδύνων για το αγαθό αυτό, προερχόμενων όχι μόνο από τρίτους αλλά και από το προσωπικό του δήμου. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες και υποχρεώσεις ταυτόχρονα του δημάρχου, να διαφυλάσσει δηλαδή την περιουσία του δήμου και να προΐσταται των υπηρεσιών και του προσωπικού του δήμου δεν εκχωρούνται και δεν μεταβιβάζονται στην περίπτωση που ο δήμαρχος εκχωρήσει ορισμένες συγκεκριμένες από τις αρμοδιότητές του σε αντιδήμαρχο, διότι δεν συνεκχωρείται και η προσωπική ευθύνη του για την πλημμελή διοίκηση και κακή εποπτεία των υπηρεσιών και των υπαλλήλων του δήμου και τη διαφύλαξη της δημοτικής περιουσίας(βλ. και 4/2013 πράξη του ΕΣ). Εάν, επομένως, γνωρίζει ότι ένας υπάλληλος πρόκειται να υπεξαιρέσει ή υπεξαιρεί χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον αφήνει ηθελημένα να παραλάβει τα χρήματα και στη συνέχεια να τα ιδιοποιηθεί, αποφεύγοντας να παρέμβει για να παρεμποδίσει και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι είναι σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά, διότι θέλει να συντελεστεί η υπεξαίρεση, από το προϊόν της οποίας προσδοκά να λάβει από τον υπεξαιρέτη υπάλληλο ένα μέρος από τα υπεξαιρεθέντα, τότε καθίσταται συμμέτοχος στην διαπραττόμενη υπό του υπαλλήλου αυτού υπεξαίρεση δια παραλείψεως, η μορφή δε της συμμετοχής του φέρει το χαρακτήρα της απλής συνέργειας (βλ. τις και ανωτέρω αναφερόμενες ΑΠ 1668/1990, ΑΠ 1060/1990 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/1987 ΠΧρ ΛΖ. 391, πρβλ και ΑΠ 1191/2002 ΠΧρΝΒ. 422).
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος Β. Π. ως δήμαρχος ... είχε τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και (από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προσβολές τρίτων. Ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του. Την αρμοδιότητα και υποχρέωση αυτή, που όπως προαναφέρθηκε δεν εκχωρείται και δε μεταβιβάζεται, ο εν λόγω κατηγορούμενος και στην ουσία δεν την εκχώρησε και δεν την μεταβίβασε στον αντιδήμαρχο οικονομικών, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις διορισμού του αντιδημάρχου, που αναγνώσθηκαν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όταν δημοσιοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2008 το γεγονός της υπεξαίρεσης, που διέπραξε ο Σ. σε βάρος του δήμου ..., ο ίδιος ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π., ως δήμαρχος ..., προσωπικά, διέταξε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ., από τον πειθαρχικό του προϊστάμενο και όχι ο αντιδήμαρχος οικονομικών, όπως θα έπρεπε αν είχε μεταβιβασθεί η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου και εποπτείας του προσωπικού, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει. Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος αυτός (Β. Π.) ότι ένας υπάλληλος του Δήμου και συγκεκριμένα ο Π. Σ. υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με επιστάμενο και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, αφού απορριφθούν οι ισχυρισμοί του, περί εφαρμογής του άρθρου 211Α ΚΠΔ και περί ανυπαρξίας ευθύνης του λόγω εκχωρήσεως και μεταβιβάσεως των σχετικών αρμοδιοτήτων ελέγχου και εποπτείας του προσωπικού και των υπηρεσιών, αλλά και της προστασίας και διαφύλαξης της περιουσίας του δήμου στον αντιδήμαρχο οικονομικών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς του και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να κηρυχθεί αυτός ένοχος, απλής συνέργειας δια παραλείψεως σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950). Όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., υπό την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του δήμου ..., αφού ενημέρωσε σχετικά τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., δήμαρχο ... και έλαβε την έγκρισή του, διαβεβαίωσε τον πρώτο κατηγορούμενο, διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων στο Τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... Π. Σ., ότι δεν πρόκειται κάποιος από τους προϊσταμένους του να αλλάξει το καθεστώς λειτουργίας της Ταμειακής υπηρεσίας και συνεπώς δεν διατρέχει κίνδυνο να αποκαλυφθεί, αν υλοποιούσε την απόφαση που είχε ήδη λάβει, να συνεχίσει δηλαδή όπως και πριν την εγκατάσταση των δευτέρου και τρίτου των κατηγορουμένων, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, στο δήμο ... τον Ιανουάριο του 1999, να υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από τα ταμεία του δήμου και να καλύπτει τα υπεξαιρεθέντα με πλαστά δικαιολογητικά που κατασκεύαζε. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε ψυχικά τον εν λόγω αυτουργό στο να υλοποιήσει την απόφαση που είχε ήδη αυτός λάβει για την τέλεση των αξιοποίνων αυτών πράξεων. Πρέπει επομένως , κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, αφού απορριφθεί ο ισχυρισμός του, περί εφαρμογής του άρθρου 211Α ΚΠΔ, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθεί αυτός ένοχος, απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950) και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό πλημμελήματος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικα περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε , εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων , ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως, μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το ως άνω σκεπτικό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Π. Σ. ομόφωνα ένοχο κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση κατάρτισης πλαστών εγγράφων μετά χρήσεως αυτών και κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δεκαοκτώ (18) ετών για την ως άνω υπεξαίρεση, φυλάκιση δύο (2) ετών για την κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως και κάθειρξη έξι (6) ετών και χρηματική ποινή 1.033.978 ευρώ για την κατ' εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και συνολική ποινή καθείρξεως κατά συγχώνευση (18 έτη+6 μήνες +2 έτη) είκοσι (20) ετών και έξι (6) μηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Μ. Λ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δεκατριών (13) ετών για την ως άνω απλή συνέργεια σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ. και φυλάκιση δεκαπέντε (15) μηνών για την απλή συνέργεια σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και συνολική ποινή καθείρξεως κατά συγχώνευση (13 έτη+5 μήνες) δεκατριών (13) ετών και πέντε (5) μηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Β. Π. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δώδεκα (12) ετών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση δύο(2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν και τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Θ. Γ. ομόφωνα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση ενός (1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Π. Σ. του Κ. ένοχο του ότι: Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα κατ' εξακολούθηση που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον ποινικό νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: (Α) Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2007, όντας υπάλληλος ιδιοποιούνταν κατ' εξακολούθηση παράνομα χρήματα που τα είχε λάβει στην κατοχή του λόγω αυτής της ιδιότητάς του, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ήταν μόνιμος υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., ο οποίος ως οργανισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι κατά νόμο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, είτε σε τραπεζικές επιταγές είτε σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Αυτός όμως από τα μετρητά που καθημερινά παραλάμβανε, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ, που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας και δεν ανήκαν στην κυριότητα του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, έστω και αν ο δράστης τα παραλάμβανε για να αποδώσει μ' αυτά φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Στη συνέχεια δε, σε χρόνο μεταγενέστερο μετά τη συντέλεση κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στον δεύτερο κατηγορούμενο, γενικό γραμματέα του δήμου ..., Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσό των υπεξαιρεθέντων, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα, μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π.. Στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (1.1.1999 έως 31.12.2008) ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.133.074,80 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2006 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,8 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ίδια ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, ή το αργότερο την επόμενη ημέρα να το καταβάλλει στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα ανωτέρω ποσά μετρητών που έλαβε για τον προαναφερόμενο σκοπό, ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 € ). Συνολικά το 1999 διαχειρίσθηκε μετρητά 129.417.807 δρχ. (379.802,81 €). Υπεξαιρέθηκε το 45% των μετρητών. Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128
δρχ. (179.774 €). Συνολικά το 2000 διαχειρίσθηκε μετρητά 164.938.104 δρχ. (484.044,33 €). Υπεξαιρέθηκε το 37,1% των μετρητών. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Συνολικά το 2001 διαχειρίσθηκε μετρητά 655.605,62 €. Υπεξαιρέθηκε το 70,45% των μετρητών. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2002 μετρητά 1.070.795 €. Υπεξαιρέθηκε το 44,1% των μετρητών. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70€. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2003 μετρητά 2.606.280,64 €. Υπεξαιρέθηκε το 83,65% των μετρητών. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.093.981,17 €. Υπεξαιρέθηκε το 89,17% των μετρητών. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Τα μετρητά που συνολικά διαχειρίσθηκε ανέρχονται σε 4.350.525,35 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,36% των μετρητών. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 4.528.202,88 €. Υπεξαιρέθηκε το 93,21% των μετρητών. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.963.834 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,50% των μετρητών. Επομένως, από 1.1.1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Επίσης, όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (1.1.1999 έως 13.8.2007), υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007-31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα (9) έτη διάστημα που κρίνεται πρωτοφανές στη διάρκειά του σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. (Β) Στη …, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2007 έως το Δεκέμβριο 2007, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση τους ως προς γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, επιδιώκοντας να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλους περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα, ενώ ήταν μόνιμος υπάλληλος της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου ..., και του είχε ανατεθεί το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν επί τούτου από τις αποδοχές τους, καθώς και του επίσης παρακρατουμένου Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών που τους βάρυνε και για το λόγο αυτόν αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, προκειμένου να αποκρύψει το γεγονός ότι είχε υπεξαιρέσει τα αναφερόμενα στο σκεπτικό ποσά που είχε αναλάβει από το Ταμείο του Δήμου για να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές και παρακρατηθέντα ΦΜΥ των υπαλλήλων του Δήμου, κατασκεύασε πλαστά παραστατικά καταβολών προς ασφαλιστικούς φορείς και δημόσια ταμεία προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί στη διαχείρισή του συνεπεία των υπεξαιρετικών του πράξεων και να παραπλανήσει αυτούς από τους υπηρεσιακούς και πολιτικούς του προϊστάμενους, που δεν συμμετείχαν στις πράξεις του, καθώς και τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου που είχαν αρμοδιότητα προληπτικού και κατασταλτικού ελέγχου στη διαχείρισή του (Οικονομική Επιθεώρηση, Ελεγκτικό Συνέδριο) και να αποκρύψει από αυτούς τις υπεξαιρετικές του πράξεις. Με το σκοπό αυτό ειδικότερα κατασκεύασε τα ακολούθως αναφερόμενα παραστατικά πληρωμών προς τράπεζες και δημόσια ταμεία, στις ακολούθως παρατιθέμενες και αναγραφόμενες σε αυτά ημερομηνίες εκδόσεως του καθενός από αυτά, προκειμένου να αποκρύψει την υπεξαίρεση του αντιστοίχου ποσού που από το πλαστό παραστατικό φέρεται ότι καταβλήθηκε προς το νόμιμο δικαιούχο: α.- Αποδείξεις ΕΤΕ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, προκειμένου να καλύψει την ιδιοποίηση των αντιστοίχως παρατιθέμενων ποσών, κατασκεύασε τις παρακάτω εξ ολοκλήρου πλαστές αποδείξεις καταθέσεως της ΕΤΕ θέτοντας σε αυτές δικής του εμπνεύσεως στοιχεία και υπογραφές:
β.- Διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, έθεσε στις θέσεις του προϊστάμενου και του ταμία στα έντυπα των προσωρινών και οριστικών δηλώσεων απόδοσης παρακρατουμένων φόρων και στα αντίστοιχα διπλότυπα είσπραξης σφραγίδες και υπογραφές με τα ονόματα "Γ. Α. και Β. Μ.", τα οποία όμως είναι πρόσωπα άγνωστα στη ...’ ΔΟΥ και στο Υπουργείο Οικονομικών γενικά και έτσι κατασκεύασε τα ακόλουθα εξ ολοκλήρου πλαστά έγγραφα:
(Γ) Στη …, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, πάντως κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως τις 31-12- 2008, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, δέχθηκε στην κατοχή του και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα την οποία γνώριζε, όπως επίσης, έχοντας τον ίδιο σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, μετέτρεψε περιουσιακά στοιχεία που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα την οποία γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τη χρονική περίοδο των ετών 1991 - 2008, ο κατηγορούμενος διατέλεσε μόνιμος υπάλληλος της ταμειακής υπηρεσίας του Ο.Τ.Α. Α' βαθμού με την επωνυμία "Δήμος ..." και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή κρατήσεων του είχε ανατεθεί νομότυπα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης: α) προς τους δικαιούχους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν για το σκοπό αυτό από τις αποδοχές τους, β) προς το Δημόσιο των παρακρατούμενων φόρων που βάρυναν τις ίδιες αποδοχές, για την εκπλήρωση των οποίων καθηκόντων αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε μέρος των παραπάνω παρακρατούμενων και αποδοτέων εισφορών και φόρων και μετά από οικονομικό έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι αυτός από τα μετρητά που διαχειρίστηκε ως υπάλληλος του δήμου υπεξαίρεσε κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως 31.12.2007 τα ακόλουθα ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Συνολικά το 1999 διαχειρίσθηκε μετρητά 129.417.807 δρχ. (379.802,81 €). Υπεξαιρέθηκε το 45% των μετρητών. Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Συνολικά το 2000 διαχειρίσθηκε μετρητά 164.938.104 δρχ. (484.044,33 €). Υπεξαιρέθηκε το 37,1% των μετρητών. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Συνολικά το 2001 διαχειρίσθηκε μετρητά 655.605,62 €. Υπεξαιρέθηκε το 70,45% των μετρητών. Το 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2002 μετρητά 1.070.795 €. Υπεξαιρέθηκε το 44,1% των μετρητών. Το 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2003 μετρητά 2.606.280,64 €. Υπεξαιρέθηκε το 83,65% των μετρητών. Το 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.093.981,17 €. Υπεξαιρέθηκε το 89,17% των μετρητών. Το 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Τα μετρητά που συνολικά διαχειρίσθηκε ανέρχονται σε 4.350.525,35 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,36% των μετρητών. Το 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 4.528.202,88 €. Υπεξαιρέθηκε το 93,21% των μετρητών. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.963.834
€. Υπεξαιρέθηκε το 90,50% των μετρητών. Συμπερασματικά: Από του Απριλίου 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Για τη συγκάλυψη μάλιστα της εγκληματικής αυτής δράσης γινόταν χρήση πληθώρας πλαστών εγγράφων (διπλότυπα είσπραξης Δ.Ο.Υ., προσωρινών δηλώσεων Φ.ΜΥ. με επ' αυτών ενδείξεις είσπραξης, αποδείξεις είσπραξης της Ε.Τ.Ε.), προκειμένου έτσι να παραπλανούνται οι τρίτοι (αμέτοχοι της εγκληματικής δράσης) ότι είχε γίνει ισόποση απόδοση φόρου και εισφορών που είχαν παρακρατηθεί προς απόδοση, αλλά στην πραγματικότητα είχαν υπεξαιρεθεί. Οι πράξεις του αυτές αναφέρονται λεπτομερώς ανωτέρω στην αντίστοιχη κατηγορία, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο κατηγορούμενος την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα, στη …, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, πάντως κατά το χρονικό διάστημα από του Απριλίου 1999 έως τις 31-12-2008: Α] δέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην κατοχή του και έγινε δικαιούχος: α) συνολικού ποσού 170.854 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 1999, β) συνολικού ποσού 103.627,26 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2000, γ) συνολικού ποσού 197.247,09 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2001, δ) συνολικού ποσού 651.514,60 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2002, ε) συνολικού ποσού 272.458,59 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2003, στ) συνολικού ποσού 180.463,54 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2005, ζ) συνολικού ποσού 95.593,19 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2006, η) συνολικού ποσού 161.360,15 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2007, θ) συνολικού ποσού 15.893,48 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2008, ήτοι συνολικού ποσού 1.986.526,45 ευρώ, τα οποία κατέθεσε σε ατομικούς και κοινούς (με τη σύζυγό του) λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες (Eurobank με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., Probank με αριθμούς ... ..., ..., Εθνική Τράπεζα με αριθμούς ... ..., Alpha Bank με αριθμούς ..., ..., ..., και Τράπεζα Κύπρου με αριθμό ...), τα οποία χρηματικά ποσά προήλθαν, όπως γνώριζε, από την παραπάνω κοινή και συγκλίνουσα στο ίδιο αποτέλεσμα εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση του ιδίου στην υπηρεσία συνολικού ποσού άνω των 73.000 ευρώ και δη άνω των 150.000 ευρώ και σε βάρος της περιουσίας του προαναφερόμενου Ο.Τ.Α., Β] δέχθηκε στην κατοχή του και έγινε δικαιούχος επιμέρους χρηματικών ποσών συνολικού ποσού 1.065.554,05 ευρώ, το οποίο και μετέτρεψε, παρουσιάζοντας το ως δήθεν κέρδος από τη συμμετοχή του στο τυχερό παίγνιο με την ονομασία "ΣΤΟΙΧΗΜΑ" του Ο.Π.Α.Π., κατά τα ακόλουθα ποσά: 1) ποσό 312.838 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.982 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 2) ποσό 308.113 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.457 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 3) ποσό 1.206.686 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 104.104 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 4) ποσό 280.184 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 28.336 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 5) ποσό 428.668 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 44.852 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 6) ποσό 564.344 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 50.946 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 8.480 δραχμές και πληρώθηκε στις 10-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 7) ποσό 1.049.728 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 101.632 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 7.360 δραχμές και πληρώθηκε στις 14-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 8) ποσό 1.885.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000' βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 9) ποσό 1.700.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 10) ποσό 942.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 11) ποσό 982.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 12) ποσό 1.290.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 13) ποσό 932.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 14) ποσό 5.517.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 330.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-6-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/21-6-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 15) ποσό 1.010.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 16) ποσό 1.717.700 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 114.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 17) ποσό 1.292.685 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 18) ποσό 5.040.445 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 560.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 19) ποσό 5.230.440 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 369.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 20) ποσό 5.380.265 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.090.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 21) ποσό 2.417.625 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 80.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 5-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../9-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 22) ποσό 2.050.435 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 120.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../23-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 23) ποσό 10.375.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 4.199.996 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 30-8-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-9-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 24) ποσό 7.964.280 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 145.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 9-10-2001 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/11-10-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 25) ποσό 121.501,31 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 38.280,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 4-10-2002 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/8-10-2002 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 26) ποσό 20.104,84 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 2.358,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-1-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 27) ποσό 63.575,07 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 13.284,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 28) ποσό 80.598,85 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 20.739,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 14-6-2004 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-6-2004 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 29) ποσό 65.282,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 14.529,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-1-2005 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2005 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 30) ποσό 125.160,15 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 889,46 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 19.331,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-1-2006 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2006 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 31) ποσό 210.373,74 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.782,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 32.340,90 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 11-1- 2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-1-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 32) ποσό 179.618,00 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.185,67 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 36.584,70 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/ 18-12-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 33) ποσό 9.074,90 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.523,40 ευρώ και πληρώθηκε στις 8-10-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 8- 10-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/9-10-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 34) ποσό 14.537,59 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 261,00 ευρώ και πληρώθηκε στις 24-4-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 24-1-2008 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/25-1-2008 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", τα οποία κερδίζοντα δελτία τα αγόραζε προς εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού, ωστόσο και το παραπάνω συνολικό ποσό (1.065.554,05 €) προήλθε, όπως γνώριζε, από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση του ιδίου συνολικού ποσού άνω των 73.000 ευρώ και δη άνω των 150.000 ευρώ και σε βάρος της περιουσίας του προαναφερόμενου Ο.Τ.Α., το όποιο συνολικό ποσό έλαβε με τον ειδικότερο τρόπο που προέβη στη διάπραξη του άνω βασικού εγκλήματος υπεξαίρεσης και συγκαλυπτικής αυτής πλαστογραφίας, με την ανωτέρω δε συμπεριφορά του μετέβαλε την υλική μορφή του παραπάνω μέρους της περιουσίας που είχε προέλθει από την εν λόγω υπεξαίρεση, αφού τα αντίστοιχα υπεξαιρεθέντα ποσά μετατρέπονταν σε παραστατικά νομιμοφανούς απόκτησης χρημάτων από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.. Προέβη δε στις ανωτέρω ενέργειες με ενότητα σχεδίου και από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Μ. Λ. του Γ. ένοχο του ότι: Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον ποινικό νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: Α) Στη … κατά το χρονικό διάστημα από του 1.1.1999 έως 31.12.2007 παρείχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της πράξης της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσης στην υπηρεσία σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, την οποία αυτός πράγματι διέπραξε, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχουν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι (ο δράστης) εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, την πράξη δε αυτή του αυτουργού αποδεχόταν. Ειδικότερα: Ως γενικός γραμματέας του δήμου ..., θέση στην οποία διορίσθηκε από τον τρίτο κατηγορούμενο, δήμαρχο ..., Β. Π. τον Ιανουάριο του 1999 και παρέμεινε μέχρι την 31.12.2007, τις πρώτες ημέρες που ανέλαβε τα καθήκοντά του στο δήμο, τις αφιέρωσε στην εξοικείωση και στην κατανόηση των λειτουργιών των διαφόρων υπηρεσιών και πρώτης από όλες της Ταμειακής Υπηρεσίας που είναι η "καρδιά" κάθε Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στο ενδιαφέρον του περιλαμβανόταν και ο υπάλληλος του τμήματος εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας Π. Σ. που από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Σ' αυτόν, στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Το μήνα Μάρτιο του 1999 ο δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Σ. Κ. (στενός φίλος και συνεργάτης του δημάρχου και αυτού, δηλαδή του Μ. Λ.) προσήγαγε τον Π. Σ., τον οποίο γνώριζε από τις πολλές έξω-υπηρεσιακές επαγγελματικές δραστηριότητές του, στο γραφείο του (του γενικού Γραμματέα Μ. Λ.) για να γίνουν οι γνωριμίες και οι κατάλληλες συστάσεις, οι οποίες και έγιναν. Αυτός (Μ. Λ.), από της αρχής της θητείας του, αναζητούσε μία πηγή στις οικονομικές υπηρεσίες του δήμου, από την οποία ο επιτήδειος υπάλληλος θα μπορούσε να "εκταμιεύσει" κάποια ποσά με προβαλλόμενο πρόσχημα την οικονομική ενίσχυση της δημοτικής παράταξης του τρίτου κατηγορουμένου, δημάρχου Β. Π. "...". Ως τέτοιον γρήγορα εντόπισε μετά την πρώτη γνωριμία το διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων Π. Σ., η διαχείριση του οποίου προσφερόταν για το σκοπό αυτό, αφού α) οι αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Φ.Μ.Υ. και ασφαλιστικών εισφορών) γινόταν όχι μόνο με επιταγές αλλά και με μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις πρώτες συναντήσεις έγιναν οι κατάλληλες βολιδοσκοπήσεις και στη συνέχεια ο Μ. Λ. συμφώνησε με τον Π. Σ. να υπεξαιρεί (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε) ο τελευταίος εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων. Ως πρόσχημα για τις "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "...". Ο Π. Σ., γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες του συστήματος, αφού υπεξαιρούσε χρήματα τουλάχιστον από το 1997 και είχε λάβει την απόφαση να συνεχίσει την παράνομη αυτή δραστηριότητα, του ανέπτυξε τις δυνατότητες που υπήρχαν για τέτοιου είδους, φυσικά παράνομες, "εκταμιεύσεις" στη διαχείρισή του, εξέφρασε όμως κάποιες ανησυχίες μήπως οι πράξεις του, σε ενδεχόμενη αλλαγή από τη νέα διοίκηση του δήμου στον τρόπο λειτουργίας και τη στελέχωση της Ταμειακής υπηρεσίας, υπέπιπταν στην αντίληψη των προϊσταμένων του. Αυτός (Μ. Λ.) τον καθησύχασε και διασκέδασε τις ανησυχίες και τους ενδοιασμούς του μήπως αποκαλυφθεί από τον έλεγχο των προϊσταμένων του, διαβεβαιώνοντάς τον με πειστικότητα, λόγω της σημαντικής θέσεώς του, ότι "αυτός ασκεί τη διοίκηση" στο Δήμο και υποσχόμενος ότι "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν", εννοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου και ότι ο δήμαρχος είναι εν γνώσει της καταστάσεως. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ειλημμένη ήδη από τον Π. Σ. απόφαση για εξακολούθηση της υπεξαιρέσεως, παρέχοντάς του ψυχική συνδρομή στην κατ' εξακολούθηση τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης. Αφού λοιπόν επήλθε η συμφωνία, σε επόμενη συνάντηση που είχε ο Π. Σ. με το Μ. Λ. προσδιόρισαν περαιτέρω και τις λεπτομέρειες: Οι "εκταμιεύσεις" θα καλύπτονταν με πλαστά παραστατικά, που θα κατασκεύαζε ο Σ. από τα αποδοτέα στη ...’ Δ.Ο.Υ. και στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το προϊόν των εκταμιεύσεων θα παραδινόταν, στη συνέχεια κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από τον Π. Σ. στο Μ. Λ. σε τακτικά διαστήματα. Με τον τρόπο αυτό γενικός γραμματέας και διαχειριστής συμφώνησαν το σχέδιο συνέχισης των υπεξαιρέσεων με στόχο για το τρέχον έτος 1999 ποσό περί τα 60.000.000 δρχ. προς "ενίσχυση της ...", όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Μ. Λ. για να εξωραΐσει τα κίνητρα της ενέργειάς του. Έτσι συνέχισε ο Π. Σ. τις υπεξαιρέσεις του, παραδίνοντας (όπως είχε προσυμφωνηθεί) μέρος από τα κάθε φορά υπεξαιρούμενα ποσά κατά τα ανωτέρω, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, σε τακτά ανά μήνα διαστήματα στον Μ. Λ.. Τελικά, ο Π. Σ., εκτέλεσε εξακολουθητικά τις πράξεις υπεξαιρέσεως, όπως είχε συμφωνηθεί με τον Μ. Λ., δραστηριότητα η οποία άρχισε, υπό τη νέα διοίκηση Π., περί το τέλος Απριλίου 1999 και διάρκεσε μέχρι τον Δεκέμβριο 2007, αποκαλύφθηκε δε τον Ιανουάριο του 2008. Πιο συγκεκριμένα, ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Στη συνέχεια, σε χρόνο μεταγενέστερο μετά τη συντέλεση κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στο γενικό γραμματέα του δήμου Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσοστό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π., σε ποσοστό που επίσης δεν εξακριβώθηκε. Στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από Απριλίου 1999 έως 31.12.2007) ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.156.779,4 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2004 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,80 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το σύνολο των αναληφθέντων μετρητών, ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Επομένως, από του Απριλίου 1999 έως 31.22.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα έτη διάστημα που κρίνεται όχι απλώς αλλά εξαιρετικά μακρό σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. Β) Στη …, στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας υπάλληλος με πρόθεση παρέσχε σε άλλον, ο οποίος είχε επίσης την ιδιότητα του υπαλλήλου, συνδρομή πριν από την τέλεση της πράξης του και κατά τον χρόνο τέλεσης αυτής. Ειδικότερα, ενώ ήταν Γενικός Γραμματέας του Ν.Π.Δ.Δ με την ονομασία "ΔΗΜΟΣ …" από το έτος 1999 μέχρι και τις 31.12.2007 και του είχε νομότυπα, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δήμου, ανατεθεί η προστασία ολοκλήρου του προσωπικού του Δήμου και η εποπτεία και ο έλεγχος σε όλες τις υπηρεσίες του Δήμου και δη στην Ταμειακή Υπηρεσία αυτού, όπως λεπτομερώς η λειτουργία αυτής περιγράφεται στο σκεπτικό, με τα πραγματικά περιστατικά και τις ηθελημένες ενέργειες, όπως όλα αυτά εκτενώς περιγράφονται στο σκεπτικό, παρείχε (πριν και κατά το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως την 31.12.2007), με ισάριθμες εξακολουθητικές πράξεις του, ψυχική συνδρομή στον Π. Σ. πριν και κατά την τέλεση των μερικότερων πράξεων κατάρτισης πλαστών εγγράφων, τα οποία αυτός κατασκεύασε με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση τους ως προς γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, ο Π. Σ., έχοντας λάβει την απόφαση να συνεχίσει και μετά την 1.1.1999, που εγκαταστάθηκε στο δήμο ... η διοίκηση του νέου δημάρχου, τρίτου κατηγορουμένου Β. Π., τις υπεξαιρέσεις χρημάτων, που ήδη είχε αρχίσει από του έτους 1997, από τα μετρητά τα οποία λάμβανε, ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου, για να καταβάλει στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, αφού τον Απρίλιο 1999 έλαβε τη διαβεβαίωση αυτού (Μ. Λ.), ως γενικού γραμματέα του δήμου, όπως στην αμέσως προηγούμενη διάταξη αναφέρεται, ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στη στελέχωση και λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου, ώστε να μπορεί να εκτελεί εξακολουθητικά υπεξαιρέσεις μετρητών που λάμβανε από το Ταμείο του Δήμου, του ανέπτυξε σε συνάντηση που είχαν τον τρόπο, με τον οποίο θα υλοποιούσε τις υπεξαιρέσεις από το Ταμείο του Δήμου, καθώς και τον τρόπο, με τον οποίο θα κάλυπτε αυτές (κατά τον υπηρεσιακό έλεγχο που θα ακολουθούσε), δηλαδή με την προσκομιδή πλαστών αποδείξεων της ΕΤΕ για τα ασφαλιστικά ταμεία και διπλοτύπων της ...’ Δ.Ο.Υ. για τον αποδοτέο στο Δημόσιο Φ.Μ.Υ., μάλιστα του επέδειξε και δείγμα των πλαστών που θα κατασκεύαζε, αυτός (γενικός γραμματέας Μ. Λ.) συμφώνησε μαζί του και ενίσχυσε την απόφασή του να το κάνει, ενθαρρύνοντας την επιλογή του αυτή (για την κάλυψη με πλαστά), με την διαβεβαίωση ότι "αυτός είναι η διοίκηση στο δήμο". Έτσι τον συνέδραμε ψυχικά ώστε να προβεί στην πράξη της κατάρτισης των πλαστών που αναφέρονται στο σκεπτικό διότι γνώριζε ότι θα είχε την κάλυψη του γενικού γραμματέα του δήμου. Με τον τρόπο λοιπόν αυτό παρείχε με τη θέλησή του ψυχική συνδρομή, για την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασής της εν λόγω πράξης, στο μόνιμο υπάλληλο της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου ..., Π. Σ.. Σ' αυτόν είχε ανατεθεί το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν επί τούτου από τις αποδοχές τους, καθώς και του επίσης παρακρατουμένου Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών που τους βάρυνε και για το λόγο αυτόν αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους. Αυτός λοιπόν προκειμένου να συγκαλύψει, από το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό των 17.962.336 ευρώ, κατά το χρόνο και τις μερικότερες πράξεις που περιγράφονται στο σκεπτικό, τις κατ' εξακολούθηση μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης που διέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως 31.12.2007 σε βάρος του Δήμου ..., όπως ειδικότερα οι πράξεις του αυτές περιγράφονται ανωτέρω, αλλά και στο σκεπτικό, κατασκεύασε πλαστά παραστατικά καταβολών προς ασφαλιστικούς φορείς και δημόσια ταμεία, με το σκοπό δε, αυτό ειδικότερα κατασκεύασε τα ακολούθως αναφερόμενα παραστατικά πληρωμών προς τράπεζες και δημόσια ταμεία, στις ακολούθως παρατιθέμενες και αναγραφόμενες σε αυτά ημερομηνίες εκδόσεως του καθενός από αυτά. Ειδικότερα, ο Π. Σ..ς κατάρτισε τα εξής πλαστά έγγραφα: α.- Αποδείξεις ΕΤΕ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, προκειμένου να καλύψει την ιδιοποίηση των αντιστοίχως παρατιθεμένων ποσών, κατασκεύασε τις παρακάτω εξ ολοκλήρου πλαστές αποδείξεις καταθέσεως της ΕΤΕ θέτοντας σε αυτές δικής του εμπνεύσεως στοιχεία και υπογραφές:
Β.- Διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, έθεσε στις θέσεις του προϊστάμενου και του ταμεία στα έντυπα των προσωρινών και οριστικών δηλώσεων απόδοσης παρακρατουμένων φόρων και στα αντίστοιχο διπλότυπα είσπραξης σφραγίδες και υπογραφές με τα ονόματα "Γ. Α. και Β. Μ.", τα οποία όμως είναι πρόσωπα άγνωστα στη ...’ ΔΟΥ και στο Υπουργείο Οικονομικών γενικά και έτσι κατασκεύασε τα ακόλουθα εξ ολοκλήρου πλαστά έγγραφα:
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Β. Π. του Ν. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση παρείχε, δια παραλείψεως, σε υπάλληλο, κατά την έννοια του νόμου, οποιαδήποτε συνδρομή για να τελεί υπεξαιρέσεις μετρητών από το ταμείο της Υπηρεσίας του κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και συγκεκριμένα αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίζει κάθε φορά την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, εν τούτοις αυτός ηθελημένα παρέλειπε να το πράττει εν γνώσει της τελέσεως της κύριας πράξεως από το δράστη, η οποία τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχουν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι (ο δράστης) εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Ανέλαβε, από 1.1.1999 τη διοίκηση του δήμου ... του οποίου ανακηρύχθηκε δήμαρχος συνολικά επί τρεις συνεχείς τετραετίες( 1999-2010). Υπό την ιδιότητα αυτή του δημάρχου όρισε ως γενικό γραμματέα του δήμου, δηλαδή στην πλέον σημαντική και καίρια μετά τη δική του θέση, τον από πολλών ετών στενότατο συνεργάτη του Μ. Λ., τον οποίο διατήρησε στη θέση αυτή και στις τρεις τετραετίες της διοικήσεώς του κυρίως γιατί διατηρούσε απόλυτη εμπιστοσύνη προς αυτόν. Ο γενικός του γραμματέας Μ. Λ.ς, αφού προηγήθηκε ενημέρωση και έγκριση αυτού (Β. Π.), συμφώνησε με τον υπάλληλο του δήμου Π. Σ., να υπεξαιρεί ο τελευταίος εξακολουθητικά χρήματα από τα ταμεία του δήμου, όπως ειδικότερα η πράξη του αναλύεται ανωτέρω αλλά και στο σκεπτικό. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του τμήματος εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Σ' αυτόν, στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Η διαχείριση αυτού προσφερόταν για υπεξαιρέσεις, για τις οποίες συμφώνησε μαζί του ο γενικός γραμματέας του δήμου, αφού α) οι αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Φ.Μ.Υ. και ασφαλιστικών εισφορών) γινόταν όχι μόνο με επιταγές αλλά και με μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όλα αυτά δε ήταν εν γνώσει του δημάρχου και του γενικού γραμματέα του δήμου. Ο Μ. Λ. ευθέως ενίσχυσε τον Π. Σ. στην ειλημένη απόφασή του να υπεξαιρεί (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε) εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι "αυτός είναι η διοίκηση του δήμου" και "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν" για τις εκταμιεύσεις, υπονοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη στελέχωση και τη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας και ότι εν γνώσει όλων είναι και ο δήμαρχος. Ως πρόσχημα για τις συμφωνημένες "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "...". Με τον τρόπο αυτό, γενικός γραμματέας και διαχειριστής έθεσαν, κατά τη διάρκεια της διοίκησης του νέου δημάρχου (Β. Π.) σε λειτουργία το σχέδιο των υπεξαιρέσεων, τις οποίες ο Σ.ς διέπραττε από το 1997 και είχε λάβει απόφαση να συνεχίσει και υπό τη νέα διοίκηση, με στόχο για το τρέχον έτος 1999 ποσό περί τα 60.000.000 δρχ. προς ενίσχυση της "...", όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Μ. Λ. για να εξωραΐσει τα κίνητρα της θέσεώς του. Έτσι ο Π. Σ. συνέχισε εξακολουθητικά τις πράξεις υπεξαιρέσεως, όπως είχε συμφωνήσει με το Μ. Λ., δραστηριότητα η οποία άρχισε περί το τέλος Απριλίου 1999 και διάρκεσε μέχρι την 31.12.2007, αποκαλύφθηκε δε τον Ιανουάριο του 2008. Πιο συγκεκριμένα, ο Π. Σ.ς από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, με το πρόσχημα να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ, που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Στη συνέχεια δε, σε χρόνο μεταγενέστερο της συντέλεσης κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, που υλοποιείτο είτε την ίδια ημέρα που λαμβάνονταν τα μετρητά είτε το αργότερο την επομένη, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στο γενικό γραμματέα του δήμου Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσοστό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π.. Αυτός (δήμαρχος Β. Π.) γνώριζε το συνολικό σχέδιο και τη χρονική του εξέλιξη τόσο από την πληροφόρηση που είχε από το γενικό του γραμματέα, ο οποίος πριν αρχίσει την υλοποίησή του τον ενημέρωσε και το ενέκρινε, όσο και από την τακτική απόληψη του προϊόντος των υπεξαιρέσεων μέσω του γενικού του γραμματέα που το παραλάμβανε από το δράστη και για δικό του λογαριασμό. Αν και είχε, ως δήμαρχος, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του, που ειδικότερα αναφέρονται στο σκεπτικό, τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προβολές τρίτων, ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του, ήταν δε προϊστάμενος όλου του προσωπικού του οποίου ασκούσε και τον πειθαρχικό έλεγχο, γνωρίζοντας ότι ο υπάλληλος του Δήμου Π. Σ. υπεξαιρεί χρήματα από το ταμείο του Δήμου, τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, παραλείποντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με ενδελεχή και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του. Έτσι καθίστατο κάθε φορά απλός συνεργός αυτού δια παραλείψεως. Με την (αρνητική) αυτή συνδρομή παρείχε στο δράστη (Π. Σ. ) την ευχέρεια να τελεί ανενόχλητα τις υπεξαιρέσεις. Ειδικότερα στο χρονικό διάστημα από Απριλίου 1999 έως 31.1.2007 ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.156.779,40 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2006 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,80 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα ανωτέρω αναληφθέντα μετρητά ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Επομένως, από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα έτη, διάστημα που κρίνεται όχι απλώς αλλά εξαιρετικά μακρό σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Γ. του Α. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο των υφισταμένων του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχει η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο δράστης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 1.760.048 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Γ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Γ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 1.944.805 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Το ποσό αυτό των 1.944.805 ευρώ ο Π. Σ. το ιδιοποιήθηκε παράνομα, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχει δε η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 662.692.303 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (2007-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 162 ετών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Θ. Γ. του Γ. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο υφισταμένου του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 5.7.2007 έως 13.8.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας , κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Θ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Θ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά, αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το ποσό αυτό των 407.991,54 ευρώ ο Π. Σ. ιδιοποιήθηκε παράνομα 369.232,34 ευρώ, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ." Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, ως προς τις συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις ρητέα τα εξής: 1. Ως προς την από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αναίρεση του Π. Σ. του Κ.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του Ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2655/1998, "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την ως άνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρεται ως υποπερίπτωση (αζ) και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος. Με την τροποποίηση του Ν. 2331/1995 δια του Ν. 3424/13-12-2005 απαλείφθηκε, από τα περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α', η υποπερίπτωση (αζ) που αφορά την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, προστέθηκε, όμως, με την παρ.1 του άρθρου 1 του Ν. 3424/2005, η υποπερίπτωση (ιι), σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", επομένως και η πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, αφού αυτή τιμωρείται με κάθειρξη που το ελάχιστο όριο της είναι πέντε (5) έτη. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορούν να εναλλαχθούν, ενώ, στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, τελείται ένα μόνο έγκλημα, του οποίου, μάλιστα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τελέσεως, αντικειμενικώς μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και, επιπλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη γραμματική δε διατύπωση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του Ν. 3424/2005), συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνον στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Τούτο διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 και, στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Το ότι ακολούθως οι Ν. 3424/2005 και 3691/2008 όρισαν, ο μεν πρώτος στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. δ', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσεως, ο δε δεύτερος στο άρθρο 45 παρ. 1 εδ. ε', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των πράξεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω νόμοι θέσπισαν για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις ταυτίσεως του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποιήσεως, αλλά απλώς οι νόμοι αυτοί περιέλαβαν ρητώς στις διατάξεις τους τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες υπό την προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 θεωρούνταν αυτονόητες. Τέλος, ναι μεν στο δυσμενέστερο στο σύνολό του Ν. 3691/5-8-2008 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ' αυτού τυποποιείται για πρώτη φορά ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων "η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα", δηλαδή ότι μπορεί να θεωρηθεί η απλή και μόνο κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, ως αυτοτελής πράξη νομιμοποιήσεως εσόδων, όμως, και υπό το κράτος της ισχύος του προηγούμενου νόμου, που ως επιεικέστερος στο σύνολό του διέπει την κρινόμενη περίπτωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα να γίνει με κατάθεση αυτών σε Τράπεζα, εφόσον ο δράστης, με τον τρόπο αυτό, συγκάλυπτε την παράνομη προέλευση των εσόδων που προερχόταν από την παράνομη δραστηριότητά του, επιχειρώντας να προσδώσει στα εν λόγω έσοδά του νομιμοφανή υπόσταση, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Π. Σ. τέλεσε την αξιόποινη πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για την οποία καταδίκαστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, 1 παρ. 1 και 3 παρ. 1 εδ. δ' του Ν. 3424/2005, 2 παρ. 2 στοιχ. δ' και 45 παρ. 1 εδ. ε' του 3691/2008 και 2 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την οποία και μόνον προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως του Π. Σ. η προσβαλλόμενη απόφαση, στις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκτίθεται με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, εκτός του ότι ορισμένες φορές εμφάνιζε τα υπεξαιρεθέντα χρήματα ως κέρδη από συμμετοχή του σε τυχερά παίγνια διεξαγόμενα από την "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε." και δη από το "ΣΤΟΙΧΗΜΑ" και συγκεκριμένα, αξιοποιώντας κυρίως το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ του αδελφού του, προέβαινε σε εξαγορά κερδιζόντων δελτίων του Ο.Π.Α.Π. προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή προέλευση στα χρήματα που είχε υπεξαιρέσει, τις περισσότερες φορές, με σκοπό την κερδοσκοπία και τη συγκάλυψη της παράνομης προελεύσεως των εσόδων που αποκόμισε με τον προαναφερόμενο τρόπο από την πράξη της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ..., επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση σ' αυτά μέσω του τραπεζικού συστήματος, την ίδια ημέρα που υπεξαιρούσε ένα ποσό από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., λίγες ώρες αργότερα, κατέθετε ακριβώς το ισόποσο σε ορισμένες περιπτώσεις, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις λίγο περισσότερα ή λίγο λιγότερα χρήματα, σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό δικό του ή της συζύγου του ή σε κοινό λογαριασμό και των δύο, ακολούθως δε προέβαινε σε αναλήψεις και καταθέσεις ποσών μεταξύ των λογαριασμών, χρησιμοποιώντας μάλιστα και μέρος των χρημάτων που αναλάμβανε και για τις ανάγκες των επιχειρήσεών του. Ακόμη, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι επιμέρους πράξεις νομιμοποιήσεως έγιναν από κερδοσκοπία και, όπως συνάγεται από τα ποσά που αφορούσε η νομιμοποίηση και η δεκαετής σχεδόν χρονική έκταση της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Π. Σ., τόσο με χρηματικές καταθέσεις, όσο και με μετατροπή μέρους των χρηματικών απολήψεων σε κέρδη από τυχερά παίγνια, συνέτρεχε και σκοπός συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσειόντος Π. Σ. ότι, υπό την ισχύ του Ν. 2331/2095, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 3424/2005, δεν μπορούσε ο δράστης του προηγουμένου βασικού εγκλήματος να είναι και δράστης της νομιμοποιήσεως των εσόδων που προέρχονταν από αυτό, ενώ η απλή κατάθεση στην Τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων μετά την ισχύ του δυσμενέστερου Ν. 3691/2008, είναι αβάσιμες, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και υπό το κράτος του Ν. 2331/1995, όπως και μετά την τροποποίησή του με το Ν. 3424/2005, αποκλειόταν η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνον στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενεχόταν σε εγκληματική δραστηριότητα, περί της οποίας περιπτώσεως δεν πρόκειται εδώ, όχι δε και στις λοιπές περιπτώσεις, ενώ η κατάθεση σε Τράπεζα εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα στοιχειοθετούσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, έστω και αν δεν προβλεπόταν ρητώς. Αιτιολογείται δε επαρκώς ότι η πραγμάτωση του βασικού εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, καθώς και αυτή του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων ήταν προσχεδιασμένα, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται κατά ποιο τρόπο η κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς προσέδωσε νομιμοφανή υπόσταση στα συγκεκριμένα έσοδα, εάν, δηλαδή, και πώς παρήχθη με την κατάθεση νόμιμος τίτλος που να δικαιολογεί την κατοχή των ποσών αυτών ως προερχομένων από νόμιμες δραστηριότητες, αρκεί δε το αναγραφόμενο ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Π. Σ. επεδίωκε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στα παράνομα έσοδα μέσω του τραπεζικού συστήματος, και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του είναι αβάσιμες.
Επομένως, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Π. Σ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως μόνον κατά το μέρος που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Π. Σ. για κατ' εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Π. Σ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 2. Ως προς την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Μ. Λ. του Γ.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη και για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την τροποποίησή της (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ)το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) πράξη παράνομης ιδιοποίησης ξένων κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, δηλαδή πραγμάτων ή χρημάτων των οποίων η κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει (πλήρως ή εν μέρει) σε τρίτα πρόσωπα, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του Π.Κ. και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, άσχετα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία εκδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (πλήρως ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν (δράστη) από τον νόμο, ενώ δεν αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται είτε ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης να είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ είτε το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία συνολικά ανώτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 258 του Π.Κ., νοούνται υλικές ενέργειες ή παραλείψεις του υπαλλήλου που αποσκοπούν και συντελούν στην πραγματοποίηση και στη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης πραγμάτων ή χρημάτων, με την πρόσδοση φαινομενικής και απατηλής νομιμοφάνειας στις επιλήψιμες ενέργειες ή παραλείψεις του και με την παρεμπόδιση ή τη δυσχέρανση των τακτικών ή εκτάκτων ελέγχων από τα εκάστοτε αρμόδια ελεγκτικά όργανα, ώστε αυτός, επωφελούμενος από τη δημιουργούμενη φαινομενική και απατηλή νομιμοφάνεια και τη συνακόλουθη παρεμπόδιση ή δυσχέρανση των σχετικών ελέγχων, να πραγματώνει και να συνεχίζει την εγκληματική δράση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235. 236, 237, 242. 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης. Ενώ, εάν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, και ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η εν λόγω διάταξη δεν τυποποιεί εξαρχής νέα εγκλήματα, αλλά εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις και επαυξάνει το αξιόποινο των αντίστοιχων βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. με τη συνδρομή ζημίας ορισμένου ύψους και συγκεκριμένα ανώτερης των 150.000 ευρώ (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 2943/2001) σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 263α του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Ο.Τ.Α. (Δήμοι, κ.λπ.), προϋποθέτοντας την πλήρωση όλων των νομοτυπικών στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. που αναφέρονται σ' αυτή. Έτσι, εάν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, λόγω του ύψους της αξίας του αντικειμένου του, υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, είναι χωρίς έννομη σημασία η συνδρομή ή μη των επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 258 στοιχείο γ' περ. αα' και ββ' του Π.Κ.. Όταν δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα που υπάγεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδιωκόμενου παράνομου οφέλους η της ζημίας που προκλήθηκε η απειλήθηκε και για τον καθορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος (βλ. άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/1953). Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π.Κ. από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Τέλος, κατά μεν το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β' του Π.Κ. τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1, που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός", όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και την ενθάρρυνση αυτού, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος, είτε με την εξάλειψη των ιχνών του, είτε με την μη αποκάλυψή του. Ακόμη, η απλή συνδρομή στον δράστη αξιόποινης πράξης μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν ο απλός συνεργός, παρόλο που έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις 1) της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και 2) της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία εγγράφων μετά χρήσεως που τέλεσε επίσης ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., για τις οποίες καταδικάστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία εγγράφων μετά χρήσεως που τέλεσε επίσης ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., για τα οποία εγκλήματα καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Μ. Λ., τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. α' και γ', 47 παρ. 1, 258, 375 παρ. 1, 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, 263α και 216 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το χρόνο τελέσεως της απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στην κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού, από τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό της, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ως χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στις κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεις στην υπηρεσία που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 1999 μέχρι και 31-12-2007. Απλώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. είχε αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα του Δήμου ... από 1-1-1999 που ανέλαβε Δήμαρχος ο συγκατηγορούμενός του Β. Π. και ότι ο Π. Σ. τελούσε υπεξαιρέσεις στην υπηρεσία και πριν συνεννοηθεί προς τούτο με τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. τον Μάρτιο του 1999, οπότε και τον συνάντησε, με τη μεσολάβηση του Σ. Κ., τότε δημοτικού συμβούλου και αντιδημάρχου του Δήμου … και συνεννοήθηκε μαζί του για τις υπεξαιρέσεις προς δήθεν ενίσχυση της δημοτικής παρατάξεως του Δημάρχου Π. "...". Η αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το χρόνο τελέσεως της απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στην κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού, από τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό της, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ως χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στις κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίες μετά χρήσεως που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως 31-12-2007, η δε αναφορά της ημερομηνίας από Απρίλιο του έτους 1999 στην περιγραφή της εν γένει συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος αναφέρεται στον χρόνο ενάρξεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειάς του στην κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση και όχι στο χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειάς του στην κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Οι αιτιάσεις ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο της επαφής και της πρώτης συνάντησης του αναιρεσείοντος Μ. Λ. με τον Π. Σ., είναι αβάσιμες, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ότι η επαφή και η πρώτη συνάντηση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. με τον Π. Σ. έγινε τους πρώτους μήνες του έτους 1999 και συγκεκριμένα κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 1999, σε συνάντησή τους που έγινε με τη μεσολάβηση του Σ. Κ., η παραδοχή δε ότι για τη συνάντηση αυτή δεν ενδιαφερόταν μόνον ο αναιρεσείων Μ. Λ., αλλά και ο Π. Σ., που υπεξαιρούσε μέχρι τότε χρήματα από το Δήμο ... και ήθελε για τους δικούς του λόγους να βολιδοσκοπήσει τη νέα ηγεσία του Δήμου, για να διαπιστώσει αν θα άλλαζε κάτι στους ελέγχους των οικονομικών του Δήμου, δεν δημιουργεί καμιά αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ., υπό το πρόσχημα της δήθεν οικονομικής ενισχύσεως του συνδυασμού "..." του Δημάρχου Β. Π., έψαχνε να βρει υπάλληλο στην Ταμειακή Υπηρεσία του Δήμου που να μπορεί να υπεξαιρεί χρήματα από το Δήμο και βρήκε αυτόν στο πρόσωπο του Π. Σ.. Δεν υπάρχει αντίφαση στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκ του ότι δέχεται ότι κατά τη συνάντηση του αναιρεσείοντος με τον Π. Σ. συμφωνήθηκε να καλύπτονται οι υπεξαιρέσεις με πλαστά παραστατικά και στη συνέχεια δέχεται ότι η υπεξαίρεση του ποσού των 58.216.863 δραχμών, που έγινε από τον Απρίλιο του έτους 1999 μέχρι το τέλος του έτους 1999, η οποία, όπως επίσης δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αποδείχθηκε από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, καλύφθηκε με εικονικό πλεόνασμα που είχε δημιουργήσει ο Π. Σ., αφού, για όλα τα επόμενα έτη, από το 2000 μέχρι και το 2007 δέχεται ότι οι υπεξαιρέσεις καλύφθηκαν και με πλαστά παραστατικά, η δε περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι αβάσιμη. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, αλλά και για το λόγο ότι προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο Π. Σ. ενεργούσε υπεξαιρέσεις και πριν από την κατά το Μάρτιο του έτους 1999 συνάντησή του και τη συμφωνία του με τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. και ότι από την αρχή του έτους 1999 που ανέλαβε Δήμαρχος ο Β. Π. συνέχισε να υπεξαιρεί μικρά ποσά για να διαπιστώσει αν είχε αλλάξει κάτι στον έλεγχο της υπηρεσίας του, δεν υπάρχει αντίφαση εκ του ότι δέχεται ότι κατά τη συνάντηση του αναιρεσείοντος με τον Π. Σ. κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 1999 συμφωνήθηκε να καλύπτονται οι υπεξαιρέσεις με πλαστά παραστατικά και στη συνέχεια δέχεται ότι στις αρχές του έτους 1999 υπεξαιρούσε μικρά ποσά χωρίς πλαστά παραστατικά και ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι αβάσιμη. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στην παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ναι μεν δεν εξακριβώθηκε επακριβώς το ποσό που λάμβανε ο Π. Σ. και το ποσό που λάμβανε η πλευρά των Μ. Λ. και Β. Π. από τις υπεξαιρέσεις, πλην όμως σε κάθε περίπτωση το ποσό που λάμβανε η πλευρά των Μ. Λ. και Β. Π. ήταν μεγαλύτερο από αυτό που λάμβανε ο Π. Σ. και η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι επίσης αβάσιμη. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο Π. Σ. νομιμοποίησε ως έσοδα από κακουργηματική υπεξαίρεση μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από αυτά που υπεξαίρεσε, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμη, αφού, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες παραδοχές της, δεν δέχεται ότι ο Π. Σ. νομιμοποίησε ως έσοδα από κακουργηματική υπεξαίρεση μεγαλύτερα χρηματικά ποσά απ' αυτά που υπεξαίρεσε, αλλά δέχεται ότι με βάση τις δηλώσεις εισοδήματος του ιδίου και της συζύγου του, υπήρχαν αποταμιεύσεις χρημάτων μεγαλύτερες κατά πολύ από τα δηλωθέντα εισοδήματά τους, η παραδοχή δε αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση και αντίφαση με την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι από το σύνολο των χρημάτων που υπεξαίρεσε ο Π. Σ. κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από Απρίλιο του 1999 μέχρι 31-12-2007, το οποίο ανέρχεται σε 17.962.336 ευρώ, το ποσό που κατατέθηκε σε λογαριασμούς δικούς του ή της συζύγου δεν υπερβαίνει συνολικά τα 3.000.000 ευρώ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος από το υπόλοιπο ποσό που υπεξαίρεσε το διοχέτευσε, χωρίς εμφανή τρόπο, στον αναιρεσείοντα Μ. Λ. για λογαριασμό του ιδίου και του Β. Π., αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει πόσα ακριβώς χρήματα έδινε μετά από κάθε υπεξαίρεση ο Π. Σ. στον Μ. Λ., αλλά μόνον το συνολικό ποσό που του έδωσε και το συνολικό ποσό που κράτησε αυτός. Επίσης, η ίδια παραδοχή, δεν έρχεται σε αντίθεση με την παραδοχή ότι ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Μ. Λ. και Β. Π. στην Τράπεζα Κύπρου ανοίχθηκε για να δεχθεί χρήματα που έδινε από τις υπεξαιρέσεις ο Π. Σ. στον Μ. Λ. και ότι ο λογαριασμός αυτός δέχθηκε χρήματα από τις υπεξαιρέσεις. Αλλ' ούτε η παραδοχή ότι στους λογαριασμούς του Π. Σ. και της συζύγου του μπήκαν μέχρι 3.000.000 ευρώ, έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι ο Π. Σ., με τα ποσά που υπεξαιρούσε, υποστήριζε αφανώς και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες κέντρων διασκεδάσεως που διατηρούσε επ' ονόματι της συζύγου του. Τέλος, η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. συμμετείχε στην οικονομική λειτουργία του Δήμου και γνώριζε τα μετρητά που λάμβανε ο κάθε διαχειριστής, δεν έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι οι αποφάσεις του Δημάρχου δεν τηρούνταν για τον Π. Σ. από του έτους 2002. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα η αιτίαση ότι δεν δίδεται καμιά αιτιολογία γιατί αυτός αναζήτησε και βολιδοσκόπησε τον Π. Σ., υπάλληλο της Ταμειακής Υπηρεσίας και όχι τον Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας Θ. Γ., η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί χρειάστηκε να υποδείξει αυτός στον Π. Σ. τον τρόπο δράσης με κατάρτιση πλαστών παραστατικών κατά τη συνάντησή τους, ενώ ο Π. Σ. υπεξαιρούσε ήδη με πλαστά παραστατικά, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί πως δέχεται ότι κατά το έτος 1999 υπεξαιρέθηκε το ποσό των 58.216.863 δραχμών, ενώ τα ποσά που αναφέρονται στην Έκθεση Προσωρινού Ελέγχου της ...’ Δ.Ο.Υ. είναι μεγαλύτερα και δεν ταυτίζονται με το ως άνω ποσό που υπεξαιρέθηκε, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. διασκέδασε τις επιφυλάξεις του Π. Σ. για τυχόν νέα πρόσωπα στους ελέγχους, χωρίς να διευκρινίζει, ποία πρόσωπα ήταν μέχρι τότε στον έλεγχο, γιατί φοβήθηκε ο Π. Σ. ότι θα αντικατασταθούν και πως ο ίδιος εγγυήθηκε ότι τα πρόσωπα αυτά θα παραμείνουν στις θέσεις τους, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με ανεπαρκή αιτιολογία στηρίζει τη συνέργειά του στο ότι μεσολάβησε ο Σ. Κ. για να γνωρίσει το Π. Σ., στο ότι γνώριζε και ο δήμαρχος Β. Π. για τις υπεξαιρέσεις και στο ότι αυτός ήταν ο εξ απορρήτων συνεργάτης του Β. Π., η αιτίαση ότι αυθαίρετα δέχθηκε το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ότι μίσθωσε αυτός διά της συζύγου και της θυγατέρας του θυρίδα στην Εμπορική Τράπεζα για να φυλάξει τα υπεξαιρεθέντα χρήματα, η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα εκτίμησε το περιστατικό ότι ο Π. Σ., όταν ρωτήθηκε κατά την απολογία του, γνώριζε τους αριθμούς των τηλεφώνων του αναιρεσείοντος Μ. Λ., η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας υποθετικά και με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι συνάντησε ο αναιρεσίων Μ. Λ. τον Π. Σ. στο κέντρο διασκεδάσεως της συζύγου του τελευταίου, η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι αγόρασε πολλά αυτοκίνητα και η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι αυτός είναι άτομο που επιδίωκε την απόκτηση πλούτου χωρίς δισταγμό, είναι όλες απαράδεκτες, αφού με τις αιτιάσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η επί της ουσίας κρίση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., που προστέθηκε με το άρθρ. 2 παρ. 8 του Ν. 2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει, κατ' αρχήν, ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, μόνης της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφορήσεώς τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη και δεν ιδρύεται ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως (για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο), όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία συγκατηγορουμένου του, αλλά συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Επομένως, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται απολύτως η αξιοποίηση και του αποδεικτικού μέσου της μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης, δηλαδή υποδεικνύεται στον δικαστή να μη θεμελιώνει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον στην ύπαρξη μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, που θεωρείται διαβλητή και αμφιβόλου ειλικρίνειας, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία να ελέγχεται αναιρετικά και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Μ. Λ., με τους σχετικούς λόγους της αιτήσεώς του, προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση αποκλειστικά και μόνον στο περιεχόμενο των όσων κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Πλην όμως, από τα πρακτικά, το οικείο σημείο του σκεπτικού (βλ. σελ. 1907 επ. πρακτικών) και τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. μετά από συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, που αξιολόγησε συνδυαστικά, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Μ. Λ. και Β. Π. στην Τράπεζα Κύπρου και οι κινήσεις του σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων, μέσω δε όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που εκτίμησε συνδυαστικά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα όσα κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Π. Σ., στα οποία δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ. και έτσι δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ούτε υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συνακόλουθα οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Μ. Λ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, με το από 16-11-2016 έγγραφο υπόμνημά του, ο αναιρεσείων Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον 'Αρειο Πάγο διότι μετά την απολογία του αναγνώστηκαν έγγραφα και δεν κλήθηκε μετά την ανάγνωσή τους να απολογηθεί εκ νέου. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την περάτωση της απολογίας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. (βλ. σελ. 1289 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως), απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός του Β. Π., στη συνέχεια απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός του Γ. Γ. και τέλος απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός Θ. Γ.. Τόσο ο αναιρεσείων Μ. Λ., όσο και όλοι οι συγκατηγορούμενοί του, κατά τη διάρκεια της απολογίας τους και προς απόδειξή της, προσκόμιζαν και έγγραφα τα οποία αναγιγνώσκονταν από το δικαστήριο. Μετά τις απολογίες όλων των κατηγορουμένων, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2014, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, πριν κηρύξει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ρώτησε τον εισαγγελέα και τους διαδίκους αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αυτοί απάντησαν αρνητικά (βλ. σελ. 1343 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ρωτήθηκε μετά την απολογία του, τις απολογίες των συγκατηγορουμένων του και την ανάγνωση των εγγράφων που προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια των απολογιών τους αν έχει ανάγκη να συμπληρώσει ή να διασαφήσει κάτι και απάντησε αρνητικά και ως εκ τούτου δεν παραβιάστηκε κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα και ουδεμία ακυρότητα επήλθε από το ότι αναγνώσθηκαν μετά την απολογία του έγγραφα, αφού τα έγγραφα αυτά μπορούσε να τα αντικρούσει ή να τα σχολιάσει όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο, πριν ο τελευταίος κηρύξει το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, αν έχει ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση επί της αποδεικτικής διαδικασίας. Επίσης, με το από 16-11-2016 έγγραφο υπόμνημά του, ο αναιρεσείων Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αναιρετέα από λόγο που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον Άρειο Πάγο και συγκεκριμένα για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας (510 παρ. 1 στ. Δ' Κ.Ποιν.Δ.) διότι δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του για την επί της ενοχής κρίση του και το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της αναγνωσθείσας από 29-11-2013 έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των Δ. Π. και Α. Σ., καθηγητών Πανεπιστημίου, που είχε διαταχθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού δεν την αναφέρει στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του. Πράγματι, μεταξύ των κυριοτέρων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρ. 178 περ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται στα πλαίσια εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου που πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνον, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτά. Όμως, η πραγματογνωμοσύνη που δεν διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε για την υπόθεση και της ποινικής διαδικασίας που επακολούθησε, αλλά στα πλαίσια άλλης ποινικής διώξεως που αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα, αφού αυτή δεν διενεργείται στα πλαίσια της ποινικής δίωξης και της ποινικής διαδικασίας που ασκήθηκε για ορισμένη πράξη ύστερα από παραγγελία του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του ποινικού δικαστηρίου, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του και το πόρισμά της συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή της. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναγνωσθείσα από 29-11-2013 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των Δ. Π. και Α. Σ., καθηγητών Πανεπιστημίου, αφορούσε πραγματογνωμοσύνη που δεν διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε για την υπόθεση και της ποινικής διαδικασίας που επακολούθησε, αλλά πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής διώξεως που αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση και ως εκ τούτου δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα, αλλά η έκθεσή της (πόρισμά της) λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται από το δικαστήριο ως απλό έγγραφο πραγματογνωμοσύνης από άλλη ποινική υπόθεση και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο πραγματογνωμοσύνης, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή του πορίσματός της. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Μ. Λ., καθώς και οι λόγοι που αναφέρει στο έγγραφο υπόμνημά του για να ληφθούν αυτεπάγγελτα υπόψη από τον Άρειο Πάγο, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Μ. Λ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... ( άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 3. Ως προς την από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Β. Π. του Ν.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη και για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την τροποποίησή της (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ)το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) πράξη παράνομης ιδιοποίησης ξένων κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, δηλαδή πραγμάτων ή χρημάτων των οποίων η κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει (πλήρως ή εν μέρει) σε τρίτα πρόσωπα, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του Π.Κ. και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, άσχετα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία εκδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (πλήρως ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν (δράστη) από τον νόμο, ενώ δεν αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται είτε ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης να είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ είτε το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία συνολικά ανώτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 258 του Π.Κ., νοούνται υλικές ενέργειες ή παραλείψεις του υπαλλήλου που αποσκοπούν και συντελούν στην πραγματοποίηση και στη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης πραγμάτων ή χρημάτων, με την πρόσδοση φαινομενικής και απατηλής νομιμοφάνειας στις επιλήψιμες ενέργειες ή παραλείψεις του και με την παρεμπόδιση ή τη δυσχέρανση των τακτικών ή εκτάκτων ελέγχων από τα εκάστοτε αρμόδια ελεγκτικά όργανα, ώστε αυτός, επωφελούμενος από τη δημιουργούμενη φαινομενική και απατηλή νομιμοφάνεια και τη συνακόλουθη παρεμπόδιση ή δυσχέρανση των σχετικών ελέγχων, να πραγματώνει και να συνεχίζει την εγκληματική δράση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235. 236, 237, 242. 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης. Ενώ, εάν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, και ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η εν λόγω διάταξη δεν τυποποιεί εξαρχής νέα εγκλήματα, αλλά εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις και επαυξάνει το αξιόποινο των αντίστοιχων βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. με τη συνδρομή ζημίας ορισμένου ύψους και συγκεκριμένα ανώτερης των 150.000 ευρώ (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 2943/2001) σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 263α του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Ο.Τ.Α. (Δήμοι, κ.λπ.), προϋποθέτοντας την πλήρωση όλων των νομοτυπικών στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. που αναφέρονται σ' αυτή. Έτσι, εάν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, λόγω του ύψους της αξίας του αντικειμένου του, υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, είναι χωρίς έννομη σημασία η συνδρομή ή μη των επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 258 στοιχείο γ' περ. αα' και ββ' του Π.Κ.. Όταν δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα που υπάγεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδιωκόμενου παράνομου οφέλους η της ζημίας που προκλήθηκε η απειλήθηκε και για τον καθορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος (βλ. άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/1953). Τέλος, κατά μεν το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β' του Π.Κ. τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1, που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός", όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της, χωρίς όμως να χρειάζεται ο απλός συνεργός να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της πράξης που θα τελέσει ο αυτουργός και ιδίως πότε, που, καθώς και υπό ποιες ειδικές συνθήκες θα τελέσει την αξιόποινη πράξη. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και την ενθάρρυνση αυτού, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος, είτε με την εξάλειψη των ιχνών του, είτε με την μη αποκάλυψή του. Ακόμη, η απλή συνδρομή στον δράστη αξιόποινης πράξης μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν ο απλός συνεργός, παρόλο που έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Β. Π. τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία καταδικάστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για το οποίο έγκλημα καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Β. Π., τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. α', 47 παρ. 1, 258, 375 παρ. 1, 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και 263α, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση εκ του ότι καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία που διαπράχθηκε από τον Π. Σ., ενώ είχε αθωωθεί πρωτόδικα για την πράξη της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση κατάρτιση πλαστών εγγράφων από τον Π. Σ., αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με σαφήνεια ότι αυτός, ως δήμαρχος …, γνώριζε ότι υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο ... ο Π. Σ. και παρέλειψε να τον εμποδίσει, ανεξάρτητα από το ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε δεχθεί ότι αυτός δεν παρέσχε απλή συνδρομή και στην από μέρους του Π. Σ. κατάρτιση των πλαστών εγγράφων προς κάλυψη της υπεξαιρέσεως που διενεργούσε σε βάρος του Δήμου ..., δεχόμενη ότι αρκούσε το γεγονός ότι γνώριζε ότι υπεξαιρούσε και δεν χρειαζόταν να γνωρίζει και τον τρόπο που κάλυπτε τις υπεξαιρέσεις. Η αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το περιεχόμενο της συνέργειας που παρείχε ο αναιρεσείων Β. Π. στις υπεξαιρέσεις που τέλεσε σε βάρος του Δήμου ... ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ., με συνέπεια να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμη, αφού με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η συνέργεια του αναιρεσείοντος Β. Π. έγινε με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο παρεμποδίσεως των υπεξαιρέσεων από μέρους του, ως Δημάρχου που γνώριζε ότι υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο ο ως άνω δημοτικός υπάλληλος, δεχόμενη, επί λέξει, τα εξής: "Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος Β. Π., ως δήμαρχος ..., είχε τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και (από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προβολές τρίτων. Ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του. Την αρμοδιότητα και υποχρέωση αυτή, που όπως προαναφέρθηκε δεν εκχωρείται και δε μεταβιβάζεται, ο εν λόγω κατηγορούμενος και στην ουσία δεν την εκχώρησε και δεν την μεταβίβασε στον αντιδήμαρχο οικονομικών, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις διορισμού του αντιδημάρχου, που αναγνώσθηκαν. ... Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος αυτός (Β. Π.) ότι ένας υπάλληλος του Δήμου και συγκεκριμένα ο Π. Σ. υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με επιστάμενο και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, ... κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς του και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να κηρυχθεί αυτός ένοχος απλής συνέργειας δια παραλείψεως σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950)". Η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι με τις ετήσιες εντολές του δημάρχου απαλείφθηκε από το έτος 2002 η δυνατότητα στους διαχειριστές των υπέρ τρίτων κρατήσεων να παραλαμβάνουν μετρητά χρήματα από τον Δήμο, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της αποφάσεως ότι από δόλο και ηθελημένα, ενώ γνώριζε o δήμαρχος ότι ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ. συνέχιζε, παρά τις ως άνω ετήσιες εντολές του, να παραλαμβάνει μετρητά και να υπεξαιρεί από το Δήμο ... χρήματα, τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να τον παρεμποδίσει και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα και ως εκ τούτου η σχετική αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας είναι αβάσιμη. Η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι συγκατηγορούμενοί του Θ. Γ. (Διευθυντής Ταμειακής Υπηρεσίας) και Γ. Γ. (Αναπληρωτής Διευθυντής Ταμειακή Υπηρεσίας), ως άμεσοι προϊστάμενοι του Π. Σ., είχαν υποχρέωση να αποτρέψουν την από μέρους του τελευταίου υπεξαίρεση με επιστάμενο καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της αποφάσεως ότι και αυτός, ως δήμαρχος, ενώ γνώριζε ότι ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ. υπεξαιρούσε εξακολουθητικά από το Δήμο ... χρήματα, μολονότι είχε και αυτός ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τις υπεξαιρέσεις και ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα, από δόλο και ηθελημένα τον άφηνε να υπεξαιρεί εξακολουθητικά τα χρήματα από το Δήμο, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να τον παρεμποδίσει και να αποτρέψει τις υπεξαιρέσεις και ως εκ τούτου οι σχετικές αιτιάσεις περί αντιφατικής αιτιολογίας είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του να αποτρέψει ως δήμαρχος την υπεξαίρεση που γνώριζε ότι τελούσε ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ., αναφέρει τις διατάξεις από τις οποίες προκύπτει κατά το νόμο η υποχρέωσή του αυτή ως δημάρχου και δέχεται με σαφήνεια ότι αυτός γνώριζε για τις υπεξαιρέσεις και παρέλειπε ηθελημένα να τις αποτρέψει και τούτο διότι χρήματα από τις υπεξαιρέσεις περιέρχονταν και σ' αυτόν με τη μεσολάβηση του άμεσου συνεργάτη του και προσωπικού του φίλου Μ. Λ.. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το ότι αυτός, ως δήμαρχος, είχε προσωπική ευθύνη για την εποπτεία των υπηρεσιών και των υπαλλήλων του Δήμου ... και για τη διαφύλαξη της δημοτικής περιουσίας και ότι η προσωπική αυτή ευθύνη του δεν είχε εκχωρηθεί στον αντιδήμαρχο των οικονομικών. Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει την κρίση της ότι αυτός γνώριζε ότι ο Π. Σ. υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο μόνο σε όσα καταθέτει στην απολογία του ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει την κρίση της ότι αυτός γνώριζε ότι ο Π. Σ. υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο, όχι μόνον στην απολογία του τελευταίου, αλλά και στις στενές σχέσεις που διατηρούσε αυτός με τον Μ. Λ. και στο ότι μπήκαν 17.000.000 ευρώ από τα υπεξαιρεθέντα χρήματα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε αυτός μαζί με τον Μ. Λ.. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Β. Π. που αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη γνώση του για τις υπεξαιρέσεις που ενεργούσε ο Π. Σ. και συγκεκριμένα η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει τη γνώση του για τις υπεξαιρέσεις μόνον σε συμπέρασμα από τις στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον Μ. Λ., η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί, ενώ δέχεται ότι δεν είχε καμμιά προσωπική επαφή ο ίδιος με τον Π. Σ., εντούτοις δέχεται ότι αυτός γνώριζε και ήταν ενημερωμένος για την παράνομη δραστηριότητα του τελευταίου, η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δέχεται ότι αυτός είχε γνώση και δόλο, ενώ αυτός τοποθέτησε στην ταμειακή υπηρεσία τον ορκωτό λογιστή στον οποίο έδωσε εντολή ο συγκατηγορούμενός του Θ. Γ., που κρίθηκε ότι δεν είχε δόλο, για να ενεργήσει έλεγχο, η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δέχεται ότι αυτός είχε γνώση και δόλο, ενώ αυτός δημοσιοποίησε την υπεξαίρεση σε συνέντευξη και έδωσε εντολή για διενέργεια Ε.Δ.Ε. στον συγκατηγορούμενό του Γ. Γ., που κρίθηκε ότι δεν είχε δόλο και η αιτίαση ότι η δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί, ενώ ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ. έχει καταθέσει σε πολλές καταθέσεις του και στην απολογία του στον Ανακριτή ότι δεν γνωρίζει αν αυτός γνώριζε για τις υπεξαιρέσεις, δέχεται ότι αυτός είχε γνώση των υπεξαιρέσεων και δόλο απλής συνδρομής στις υπεξαιρέσεις και είναι ένοχος, ανεξάρτητα από το ότι είναι πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι αυτός είχε γνώση για τις υπεξαιρέσεις που τελούσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ. σε βάρος του Δήμου ... και ότι αυτός με δόλο παρέσχε απλή συνδρομή στις υπεξαιρέσεις αυτές με παράλειψη, παρόλο που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ως Δήμαρχος ... να τις εμποδίσει, αφού, όπως προαναφέρθηκε η γνώση και ο δόλος του δεν στηρίζεται μόνον στην απολογία του Π. Σ., αλλά και στις στενές σχέσεις που διατηρούσε αυτός με τον Μ. Λ. και στο ότι μπήκαν 17.000.000 ευρώ από τα υπεξαιρεθέντα χρήματα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε αυτός μαζί με τον Μ. Λ., είναι όλες απορριπτέες πρωτίστως ως απαράδεκτες, αφού με τις αιτιάσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η επί της ουσίας κρίση του. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης του. Η ακυρότητα αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της απόφασης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Κατά δε το άρθρο 15 του Κ.Ποιν.Δ., όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (14) είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του Κ.Ποιν.Δ., από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να προταθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ, πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α' του Κ.Ποιν.Δ., που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 16, καθορίζει το χρόνο πρότασης της αίτησης εξαίρεσης, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, όταν γίνεται επίκληση όμως, ως λόγου, υπονοιών μεροληψίας, όχι δε και όταν γίνεται επίκληση ως λόγου εξαίρεσης κάποιου λόγου αποκλεισμού του άρθρου 14 του Κ.Ποιν.Δ., διότι οι τελευταίοι, δηλαδή οι λόγοι αποκλεισμού του δικαστή από τη σύνθεση του δικαστηρίου, ως κωλύματα, προκαλούν απόλυτη ακυρότητα (άρθ. 171 παρ. 1 α' Κ.Ποιν.Δ.) και λαμβάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα και άρα προτείνονται οποτεδήποτε σε κάθε στάση της διαδικασίας της δίκης και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 στοιχ. Β' παρ. 1 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, ακολούθως από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 και ακολούθως με το άρθρο 93 παρ.5Α του Ν.4139/2013, "1. Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες Εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. Στα Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται για μια διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για δύο ακόμη έτη. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια, περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, κατά τις επόμενες παραγράφους. 2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικάσιμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα. 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ` αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: .... Στο εφετείο: α) των αρχαιοτέρων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων. .... 4. Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός. Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ` επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την εξαίρεση τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα. Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία. Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς. 6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης. 7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. .... 11. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης". Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 4022/2011, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 με το άρθρο 63 του Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α 181/24.12.2015), που αφορά την εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών, καθώς και την εκδίκαση κακουργημάτων που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και υπάλληλοι κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, ορίζεται στην παρ. 1 ότι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναβολής και στην παρ. 2 ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες. Αν μετά τη διακοπή, δεν μπορεί να συνεχισθεί η δίκη για οποιοδήποτε λόγο, αναβάλλεται και προσδιορίζεται σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες, σε αυτήν προεδρεύει δε ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί. Η τελευταία αυτή διάταξη, που ορίζει ότι προεδρεύει στην μετ' αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί, η οποία ήδη καταργήθηκε με την αντικατάσταση της παρ. 2 του Ν. 4022/2011 με το άρθρο 63 του Ν. 4356/2015, εκτός του ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις περιπτώσεις που οι συνθέσεις των δικαστηρίων καθορίζονται με κλήρωση, αφού δεν μπορεί να γνωρίζει ο δικαστής που αναβάλλει την υπόθεση πότε και σε ποια δικαστήρια θα κληρωθεί για να προεδρεύσει κατά τους επόμενους μήνες, απλώς ορίζει, για την ταχεία περάτωση της σχετικής δίκης, να προεδρεύσει στην μετ' αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής που είχε προεδρεύσει και στην αρχική δικάσιμο, προκειμένου να περιορίσει τα προσχηματικά αιτήματα αναβολής που υποβάλλονται όταν θεωρείται αυστηρός και δεν είναι αρεστός στον κατηγορούμενο ο δικαστής που προεδρεύει και δεν απαγορεύει, με ποινή ακυρότητας, να προεδρεύσει άλλος δικαστής που ορίστηκε νόμιμα, ούτε δημιουργεί κώλυμα σε άλλους δικαστές για να προεδρεύσουν, με συνέπεια, αν προεδρεύσει άλλος δικαστής που κληρώθηκε νόμιμα για να προεδρεύσει, ως τακτικός ή ως αναπληρωματικός, να μην υπάρχει κακή σύνθεση του Δικαστηρίου. Έτσι, η παραβίαση της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση αναβολής η δίκη προσδιορίζεται σύντομα και ότι προεδρεύει και στη μετ' αναβολή δίκη ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί και η οποία έχει θεσπισθεί για να περιορίσει τα προσχηματικά αιτήματα αναβολής και να επιτύχει την ταχεία περαίωση της σχετικής δίκης, σε περίπτωση που προεδρεύσει άλλος δικαστής που επίσης κληρώθηκε νόμιμα, είτε ως τακτικός, είτε ως αναπληρωματικός προεδρεύων, δεν επιφέρει καμμιά ακυρότητα, αφού τέτοια ακυρότητα δεν ορίζεται ρητά από τον νόμο και ούτε απαγορεύεται ρητά από το νόμο να προεδρεύσει άλλος δικαστής, που θα ορισθεί ή θα κληρωθεί κατά τις κείμενες διατάξεις του "Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, άσκησε χρέη προέδρου ο Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Κατσιρούμπας, ο οποίος ορίστηκε να προεδρεύει αποκλειστικά σε ποινικά δικαστήρια με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης και ο οποίος νόμιμα κληρώθηκε ως αναπληρωματικός Πρόεδρος Εφετών για τη συγκρότηση με κλήρωση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω κωλύματος και προς αναπλήρωση της κληρωθείσας ως τακτικής προέδρου Ευφροσύνης Καλογεράτου - Ευαγγέλου, Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης, χωρίς να προβάλει αντίρρηση κανένας παράγοντας της δίκης και χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ακυρότητα από μέρους των κατηγορουμένων. Επομένως, ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, ουδεμία ακυρότητα επήλθε εκ του ότι άσκησε καθήκοντα προέδρου στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Κατσιρούμπας, που νόμιμα είχε κληρωθεί για να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο της 16ης Ιανουαρίου 2014 και όχι η Πρόεδρος Εφετών Καλλιρόη Χειμαριού, η οποία είχε ασκήσει καθήκοντα προέδρου στο ίδιο δικαστήριο στην δικάσιμο της 22ας Οκτωβρίου 2013, κατά την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για την ως άνω νέα αρχική δικάσιμο της 16ης Ιανουαρίου 2014, ο δε περί του εναντίου σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π. είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2408/1996 "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα, λόγω παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου αποκλειστικά και μόνον της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή πληροφορήσεώς τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Το ανωτέρω άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος λειτουργεί διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στη βασική αρχή του άρθρου 177 του Κ.Ποιν.Δ., την οποία δεν καταλύει, ούτε άλλωστε απαγορεύει την αξιοποίηση της απολογίας ή της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται στη μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα τη δικανική του πεποίθηση. Όμως, δεν παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά τόσο σ' αυτή, όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ακόμη, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται απολύτως η αξιοποίηση και του αποδεικτικού μέσου της μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης, δηλαδή υποδεικνύεται στον δικαστή να μη θεμελιώνει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον στην ύπαρξη μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, που θεωρείται διαβλητή και αμφιβόλου ειλικρίνειας, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία να ελέγχεται αναιρετικά και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Β. Π., με τους σχετικούς λόγους της αιτήσεώς του, προβάλλει την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, αλλά και την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση αποκλειστικά και μόνον στο περιεχόμενο των όσων κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Πλην όμως, από τα πρακτικά, το οικείο σημείο του σκεπτικού (βλ. σελ. 1907 επ. πρακτικών) και τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα Β. Π. μετά από συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, που αξιολόγησε συνδυαστικά, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Β. Π. και Μ. Λ. στην Τράπεζα Κύπρου και οι κινήσεις του σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων, μέσω δε όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που εκτίμησε συνδυαστικά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα όσα κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Π. Σ., στα οποία δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ. και έτσι δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συνακόλουθα οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι ειδικότερες αιτιάσεις των ως άνω λόγων, κατά τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα κατέληξε στην περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος Β. Π., λαμβάνοντας υπόψη του την ψευδή, κατ' αυτόν, κατάθεση του συγκατηγορουμένου του, αφού από τα αναφερόμενα από αυτόν αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται η αθωότητά του, αφορούν την εκτίμηση της ουσίας από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένα αφορούν την εκτίμηση της αξιοπιστίας του Π. Σ. σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα που συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας, πλήττουν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας, την περί τα πράγματα και την ουσία αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και είναι απαράδεκτες.
Όπως προαναφέρθηκε, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων Β. Π. πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα για μη λήψη υπόψη και συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και από τις προαναφερθείσες παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το προοίμιο του σκεπτικού της, στο οποίο ορίζεται επί λέξει: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς αναφέρονται στα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση, πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία, εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ. σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά", αλλά και από το σύνολο του σκεπτικού της, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση της, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου που την εξέδωσε, καθώς επίσης και όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, αφού οι μάρτυρες της πολιτικής αγωγής περιλαμβάνονται στην ευρύτερη έννοια των μαρτύρων κατηγορίας και είναι μάρτυρες κατηγορίας και όχι άλλη ξεχωριστή κατηγορία μαρτύρων. Για την ειδική δε και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, αρκούσε η ως άνω αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο που την εξέδωσε κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αφού προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βάρυνε ή ποια αποδεικτικά μέσα βάρυναν περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως και το ότι εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα. Κατά συνέπεια, ο ως άνω τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος. Τέλος, οι ίδιες αιτιάσεις του τελευταίου αυτού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., κατά το μέρος που με αυτές πλήττεται η αξιολογική εκτίμηση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων, δηλαδή ότι δεν εκτιμήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν ορθά από το δικαστήριο της ουσίας τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στο λόγο αυτό, από την εκτίμηση των οποίων προέκυπτε η αθωότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Β. Π., είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πλήττεται απαράδεκτα η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Β. Π., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Β. Π., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 3. Ως προς την από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αναίρεση του Γ. Γ. του Α.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 "Προιστάμενοι υπηρεσιών ή Επιθεωρηταί γενόμενοι ένοχοι παραλείψεως ή αμελίας περί τον έλεγχον των υφισταμένων αυτών ή των εις επιθεώρησιν αυτών υποκειμένων τιμωρούνται, εν περιπτώσει τελέσεως τινός των εν τω άρθρω 1 αδικημάτων, αν δεν συντρέχη δεινότερα του Νόμου παράβασις δια φυλακίσεως, τουλάχιστον έξ μηνών. Η πράξις δικάζεται κατά τας διατάξεις του παρόντος". Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, δηλαδή έγκλημα του οποίου η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται με μόνη την παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας καθεαυτή και άσχετα από την επέλευση αποτελέσματος, αλλά τιμωρεί την παράλειψη του ελέγχου ή την προς αυτή ισοδύναμη αμελή διενέργεια του ελέγχου (ελλιπή έλεγχο), που είχε ως αποτέλεσμα να τελεσθεί αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή πλαστογραφία, κλοπή, υπεξαίρεση κ.λπ. σε βάρος του δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ., προς αποτροπή των οποίων είναι διαγεγραμμένος ό έλεγχος που δεν έγινε ή που έγινε ελλιπώς, υπό την επιφύλαξη τυχόν βαρύτερης παραβάσεως του νόμου, η οποία θα συντρέχει σε περίπτωση που δεν διενεργήθηκε έλεγχος ή διενεργήθηκε ελλιπής έλεγχος από δόλο και όχι από αμέλεια. Έτσι, προς στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος, απαιτείται το μεν αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως του ελέγχου ή του ελλιπούς ελέγχου και της τελέσεως του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, ο οποίος υπάρχει, όπως και στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν προκύπτει σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας ότι δεν θα τελείτο το αδίκημα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αν δεν παραλειπόταν τελείως ο έλεγχος ή αν ο έλεγχος που έγινε δεν ήταν ελλιπής, το δε η ύπαρξη των κατά το άρθρο 28 του Π.Κ. όρων της αμελείας, ως μορφής υπαιτιότητας, που συνίστανται στην έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής που ορίζεται από το άρθρο αυτό και τη δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων ως και των υποκειμενικών τοιούτων και δη των προσωπικών ιδιοτήτων του πράξαντος, ήτοι των γνώσεων και της ικανότητας αυτού. Το ότι ο νομοθέτης θέλησε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 να τιμωρείται και η παράλειψη του ελέγχου και ο ελλιπής έλεγχος που έγιναν από αμέλεια, σε περίπτωση που εξαιτίας τους τελέστηκε αδίκημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, προκύπτει από την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή (βλ. Κώδ. θέμ. 1950, 770 επ.), αφού η εισηγητική έκθεση του Ν. 1608/1950 ουδεμία μνεία περιέχει για την ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε το πρώτον με τροπολογία, κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου. Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι μόνον προϊστάμενος υπηρεσίας ή επιθεωρητής του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950) και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερο έγκλημα. Το έγκλημα αυτό τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής, δηλαδή με ποινή φυλακίσεως 6 μηνών μέχρι 5 ετών, και όταν τελεσθεί από δόλο (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. α Π.Κ.), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης παραβάσεως του νόμου και όταν τελεσθεί από αμέλεια (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. β), ο βαθμός δε της υπαιτιότητας συνεκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρθ. 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' Π.Κ.). Τέλος, η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, εκ του ότι τιμωρεί με το ίδιο πλαίσιο ποινής φυλακίσεως από 6 μήνες μέχρι 5 έτη, τόσο την από δόλο, όσο και την από αμέλεια, μη ενέργεια ελέγχου ή μη ενέργεια επιμελούς, αλλά ελλιπούς ελέγχου, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, που διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως και αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ' του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι αντισυνταγματική. Τούτο διότι, ενόψει του ότι ο δόλος δεν χρειάζεται να επικαλύπτει και την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, διότι τότε θα έχουμε συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, η απαξία της ως άνω αξιόποινης πράξης, η οποία έγκειται στο ότι εξαιτίας της μη διενέργειας του ελέγχου ή της μη διενέργειας του επιμελούς ελέγχου, τελέστηκε αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, είναι η ίδια, είτε αυτή τελέστηκε εκ δόλου είτε εξ αμελείας και εφόσον το αν η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εκ δόλου ή εξ αμελείας θα συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' του Π.Κ., με την ως άνω διάταξη δεν θεσπίζονται κυρώσεις που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το μέγεθος της προσβολής του συγκεκριμένου έννομου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία (πρβλ. σχετ. - Πολ. Ολομ. Α.Π. 10/2003, Ποιν. Ολομ. Α.Π. 14 & 15/2001). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε' του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Γ. Γ., το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, επί λέξει, τα εξής: "Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν, δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων, ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως, μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Γ. του Α. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο των υφισταμένων του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκε σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχει η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο δράστης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου .., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 1.760.048 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Γ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Γ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 1.944.805 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Το ποσό αυτό των 1.944.805 ευρώ ο Π. Σ. το ιδιοποιήθηκε παράνομα, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχει δε η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 662.692.303 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (2007-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 162 ετών". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα Γ. Γ. για την αξιόποινη πράξη της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950, 26 παρ. 1 και 28 του Π.Κ. και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες.
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Γ. Γ., με τον οποίο αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι τελείται και από αμέλεια το πλημμέλημα του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950 και 26 παρ. 1 του Π.Κ., επικαλούμενος και την αρχή της αναλογικότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας δημιουργεί σχετική ακυρότητα (άρθ. 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), η οποία, αν δεν προταθεί κατά τα άρθρα 173 και 174 στο δικαστήριο της ουσίας, καλύπτεται, διαφορετικά, αν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και δεν καλυφθεί, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως ως μαρτύρων των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στην ίδια ποινική υπόθεση στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες, ενόψει του ότι: α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται, β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, γ) ο νομοθέτης του Ν. 3160/2003, που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β' και γ' και 47 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής διώξεως, εφόσον έχει διενεργηθεί, εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, και ένορκη διοικητική εξέταση, δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητική εξέταση υπάλληλοι και δ) όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία, άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ., 122 Ν. 3030/1954, 7 παρ.4 Ν. 2331/1995, 421 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση της εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη (Ολομ. Α.Π. 4/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2065/1992, οι αναφερόμενοι στη διάταξη αυτή επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ασκούν ποινικά καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων μόνον στα αδικήματα λαθρεμπορίας, φοροδιαφυγής, φορολογικών παραβάσεων, παραβάσεων της νομοθεσίας για το εθνικό νόμισμα, καθώς και για συναφή αδικήματα, κατόπιν αδείας του αρμόδιου εισαγγελέως, και όχι για άλλα ποινικά αδικήματα, με συνέπεια οι ανακριτικές πράξεις που ασκούν για άλλα ποινικά αδικήματα, να αποτελούν στην πραγματικότητα διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε., στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις που έγιναν στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και οι ίδιοι να μην έχουν στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2, 105 εδ. 2 και 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της καταθέσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο καταθέσεως, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του Κ.Ποιν.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρ. 171 παρ.1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, διακηρυσσόμενο ήδη στο άρθρο 14 παρ.3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974), καθώς και το δικαίωμά του, από το προαναφερθέν άρθρο 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. Α.Π. 1/2004). Παραβίαση, όμως, της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνον με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου της πιο πάνω μαρτυρικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την ποινική διαδικασία (προδικασία), αποκάλυψε εκουσίως σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικά. Ακόμη, παραβίαση της ως άνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου, επέρχεται μόνον με την εις βάρος του κατηγορουμένου αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών καταθέσεων αυτού, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανώμοτη ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Έτσι, όταν η ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του κατηγορουμένου, που δόθηκε πριν από την κτήση της ιδιότητάς του αυτής, δεν περιέχει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα, τότε, με την ανάγνωσή της και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσεως του δικαστηρίου, δεν επέρχεται παραβίαση του άνω δικαιώματός του της μη αυτοενοχοποιήσεως, αφού η αξιολόγησή της δεν γίνεται σε βάρος του και έτσι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά και νόμιμα εξέτασε ως μάρτυρα την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., παρά τη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ., αφού, όπως δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αυτή δεν ήταν αρμόδια να ασκήσει και δεν άσκησε στην υπόθεση ποινικά προανακριτικά καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα ενήργησε διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και ως εκ τούτου αυτή δεν είχε στην κρινόμενη υπόθεση την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας για να μην επιτρέπεται, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., να εξετασθεί ως μάρτυρας στην υπόθεση. Κατά συνέπεια, η παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ. εξέταση της ως άνω Οικονομικής Επιθεωρήτριας ως μάρτυρα, ουδεμία ακυρότητα επέφερε στη διαδικασία και ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα όπως αναφέρεται στο προοίμιο του σκεπτικού της, το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, "εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ.". Προκύπτει, δηλαδή, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κρίση του, χωρίς να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τις μαρτυρικές καταθέσεις του, που λήφθηκαν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και που περιλαμβάνονταν στα αντίστοιχα πορίσματα που αναγνώστηκαν. Κατά συνέπεια, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν για την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση οι καταθέσεις του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που είχαν ληφθεί πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως επέρχεται μόνον με την αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικής καταθέσεως του κατηγορουμένου που δόθηκε στα πλαίσια και κατά την διαδικασία της ποινικής δίκης και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την ποινική προδικασία, αποκάλυψε κατά τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. εκουσίως σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικά, ουδεμία απόλυτη ακυρότητα επήλθε, από παραβίαση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποιήσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ., εκ του ότι κατέθεσε ως μάρτυρας η Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ. σχετικά με όσα διεπίστωσε από την Ε.Δ.Ε. που ενήργησε και εκ του ότι αναγνώστηκε το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. αυτής, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσε στην ως άνω μάρτυρα οικονομική επιθεωρήτρια ο ίδιος και ως εκ τούτου ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, η παραβίαση της ως άνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου, επέρχεται μόνον με την εις βάρος του κατηγορουμένου αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων που έδωσε αυτός πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανώμοτη ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Όταν, όμως, η ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του κατηγορουμένου, που δόθηκε πριν από την κτήση της ιδιότητάς του αυτής, δεν περιέχει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα, τότε, με την ανάγνωσή της και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσεως του δικαστηρίου, δεν επέρχεται παραβίαση του άνω δικαιώματός του της μη αυτοενοχοποιήσεως, αφού η αξιολόγησή της δεν γίνεται σε βάρος του και έτσι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, προκειμένου να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του εξαιτίας της λήψεως υπόψη και συνεκτιμήσεως μαρτυρικών καταθέσεων που είχε δώσει πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, πρέπει να προσδιορίζονται τα επιβαρυντικά στοιχεία που περιείχαν οι μαρτυρικές του καταθέσεις που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση. Εξάλλου, η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει ισχυρισμό του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι ο ως άνω ισχυρισμός υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένος, οπότε και μόνον έχει υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλο που ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του υποβλήθηκε αόριστα και απαράδεκτα, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν προσδιόριζε σ' αυτόν ποία ήταν τα επιβαρυντικά σε βάρος του στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις μαρτυρικές του καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό του αυτό το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, εν τούτοις, το τελευταίο, του απάντησε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό του, αναφέροντας ρητώς στο σκεπτικό του ότι εξαιρεί από τα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνει υπόψη του τις μαρτυρικές καταθέσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και που περιλαμβάνονταν στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα και ότι ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες ανέφερε και στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παραβιαζόταν η αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεώς του από την ανάγνωση των πορισμάτων της προκαταρκτικής και των Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκαν εκτός ποινικής διαδικασίας και από την εξέταση ως μάρτυρα της Οικονομικής Επιθεωρήτριας Α. Τ. που δεν ήταν αρμόδια ειδική ανακριτική υπάλληλος στην ποινική διαδικασία. Κατά συνέπεια, ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', Α' Β' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Γ. Γ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, για απόλυτη ακυρότητα, για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Γ. Γ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 4. Ως προς την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Θ. Γ. του Γ.:
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας δημιουργεί σχετική ακυρότητα (άρθ. 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), η οποία, αν δεν προταθεί κατά τα άρθρα 173 και 174 στο δικαστήριο της ουσίας, καλύπτεται, διαφορετικά, αν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και δεν καλυφθεί, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως ως μαρτύρων των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στην ίδια ποινική υπόθεση στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες, ενόψει του ότι: α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται, β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, γ) ο νομοθέτης του Ν. 3160/2003, που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β' και γ' και 47 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής διώξεως, εφόσον έχει διενεργηθεί, εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, και ένορκη διοικητική εξέταση, δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητική εξέταση υπάλληλοι και δ) όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία, άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ., 122 Ν. 3030/1954, 7 παρ.4 Ν. 2331/1995, 421 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση της εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη (Ολομ. Α.Π. 4/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2065/1992, οι αναφερόμενοι στη διάταξη αυτή επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ασκούν ποινικά καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων μόνον στα αδικήματα λαθρεμπορίας, φοροδιαφυγής, φορολογικών παραβάσεων, παραβάσεων της νομοθεσίας για το εθνικό νόμισμα, καθώς και για συναφή αδικήματα, κατόπιν αδείας του αρμόδιου εισαγγελέως, και όχι για άλλα ποινικά αδικήματα, με συνέπεια οι ανακριτικές πράξεις που ασκούν για άλλα ποινικά αδικήματα, να αποτελούν στην πραγματικότητα διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε., στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις που έγιναν στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και οι ίδιοι να μην έχουν στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά και νόμιμα εξέτασε ως μάρτυρα την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., παρά τη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Θ. Γ., αφού, όπως δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αυτή δεν ήταν αρμόδια να ασκήσει και δεν άσκησε στην υπόθεση ποινικά προανακριτικά καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα ενήργησε διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και ως εκ τούτου αυτή δεν είχε στην κρινόμενη υπόθεση την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας για να μην επιτρέπεται, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., να εξετασθεί ως μάρτυρας στην υπόθεση. Κατά συνέπεια, η παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Θ. Γ. εξέταση της ως άνω Οικονομικής Επιθεωρήτριας ως μάρτυρα, ουδεμία ακυρότητα επέφερε στη διαδικασία και ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 "Προιστάμενοι υπηρεσιών ή Επιθεωρηταί γενόμενοι ένοχοι παραλείψεως ή αμελίας περί τον έλεγχον των υφισταμένων αυτών ή των εις επιθεώρησιν αυτών υποκειμένων τιμωρούνται, εν περιπτώσει τελέσεως τινός των εν τω άρθρω 1 αδικημάτων, αν δεν συντρέχη δεινότερα του Νόμου παράβασις δια φυλακίσεως, τουλάχιστον έξ μηνών. Η πράξις δικάζεται κατά τας διατάξεις του παρόντος". Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, δηλαδή έγκλημα του οποίου η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται με μόνη την παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας καθεαυτή και άσχετα από την επέλευση αποτελέσματος, αλλά τιμωρεί την παράλειψη του ελέγχου ή την προς αυτή ισοδύναμη αμελή διενέργεια του ελέγχου (ελλιπή έλεγχο), που είχε ως αποτέλεσμα να τελεσθεί αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή πλαστογραφία, κλοπή, υπεξαίρεση κ.λπ. σε βάρος του δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ., προς αποτροπή των οποίων είναι διαγεγραμμένος ό έλεγχος που δεν έγινε ή που έγινε ελλιπώς, υπό την επιφύλαξη τυχόν βαρύτερης παραβάσεως του νόμου, η οποία θα συντρέχει σε περίπτωση που δεν διενεργήθηκε έλεγχος ή διενεργήθηκε ελλιπής έλεγχος από δόλο και όχι από αμέλεια. Έτσι, προς στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος, απαιτείται το μεν αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως του ελέγχου ή του ελλιπούς ελέγχου και της τελέσεως του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, ο οποίος υπάρχει, όπως και στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν προκύπτει σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας ότι δεν θα τελείτο το αδίκημα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αν δεν παραλειπόταν τελείως ο έλεγχος ή αν ο έλεγχος που έγινε δεν ήταν ελλιπής, το δε η ύπαρξη των κατά το άρθρο 28 του Π.Κ. όρων της αμελείας, ως μορφής υπαιτιότητας, που συνίστανται στην έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής που ορίζεται από το άρθρο αυτό και τη δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων ως και των υποκειμενικών τοιούτων και δη των προσωπικών ιδιοτήτων του πράξαντος, ήτοι των γνώσεων και της ικανότητας αυτού. Το ότι ο νομοθέτης θέλησε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 να τιμωρείται και η παράλειψη του ελέγχου και ο ελλιπής έλεγχος που έγιναν από αμέλεια, σε περίπτωση που εξαιτίας τους τελέστηκε αδίκημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, προκύπτει από την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή (βλ. Κώδ. θέμ. 1950, 770 επ.), αφού η εισηγητική έκθεση του Ν. 1608/1950 ουδεμία μνεία περιέχει για την ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε το πρώτον με τροπολογία, κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου. Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι μόνον προϊστάμενος υπηρεσίας ή επιθεωρητής του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950) και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερο έγκλημα. Το έγκλημα αυτό τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής, δηλαδή με ποινή φυλακίσεως 6 μηνών μέχρι 5 ετών, και όταν τελεσθεί από δόλο (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ.), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης παραβάσεως του νόμου και όταν τελεσθεί από αμέλεια (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. β'), ο βαθμός δε της υπαιτιότητας συνεκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρθ. 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' Π.Κ.). Τέλος, η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, εκ του ότι τιμωρεί με το ίδιο πλαίσιο ποινής φυλακίσεως από 6 μήνες μέχρι 5 έτη, τόσο την από δόλο, όσο και την από αμέλεια, μη ενέργεια ελέγχου ή μη ενέργεια επιμελούς, αλλά ελλιπούς ελέγχου, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, που διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως και αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ' του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι αντισυνταγματική. Τούτο διότι, ενόψει του ότι ο δόλος δεν χρειάζεται να επικαλύπτει και την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, διότι τότε θα έχουμε συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, η απαξία της ως άνω αξιόποινης πράξης, η οποία έγκειται στο ότι εξαιτίας της μη διενέργειας του ελέγχου ή της μη διενέργειας του επιμελούς ελέγχου, τελέστηκε αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, είναι η ίδια, είτε αυτή τελέστηκε εκ δόλου είτε εξ αμελείας και εφόσον το αν η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εκ δόλου ή εξ αμελείας θα συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' του Π.Κ., με την ως άνω διάταξη δεν θεσπίζονται κυρώσεις που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το μέγεθος της προσβολής του συγκεκριμένου έννομου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία (πρβλ. σχετ. - Πολ. Ολομ. Α.Π. 10/2003, Ποιν. Ολομ. Α.Π. 14 & 15/2001). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε' του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Θ. Γ., το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, επί λέξει, τα εξής: "Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικα περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν, δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων, ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως , μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Θ. Γ. ομόφωνα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση ενός (1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Θ. Γ. του Γ. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο υφισταμένου του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 5.7.2007 έως 13.8.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Θ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Θ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά, αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το ποσό αυτό των 407.991,54 ευρώ ο Π. Σ. ιδιοποιήθηκε παράνομα 369.232,34 ευρώ, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ." Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα Θ. Γ. για την αξιόποινη πράξη της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω πλημμελήματος της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Θ. Γ., παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των ως άνω περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950, 26 παρ. 1 και 28 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεχόμενη ότι για την τέλεση του πλημμελήματος του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 αρκεί και αμέλεια, συνειδητή ή ασυνείδητη, και δεν είναι απαραίτητο ο μη έλεγχος ή ο πλημμελής έλεγχος των υφισταμένων να οφείλεται σε δόλο του προϊσταμένου της δημόσιας υπηρεσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Δέχεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Θ. Γ., υπό την ιδιότητά του ως προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις, να επιδείξει, αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του, δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., παρέλειψε να προβεί στον ουσιαστικό έλεγχο του υφισταμένου του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, μη φροντίζοντας να ελέγχονται καθημερινά τα παραστατικά που κατέθετε αυτός στην υπηρεσία για τη διαχείριση των υπέρ τρίτων κρατήσεων, με συνέπεια να παρασχεθεί εξαιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα στον υφιστάμενό του Π. Σ. να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βάρος του Δήμου ..., από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο του Δήμου ... υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 150.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, οι περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Ε' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Θ. Γ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Θ. Γ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 4. Ως προς την από 30-1-2015 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως .../2015 και την συμπληρωματική αυτής από 4-2-2015 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως …/2015:
Κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι' αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές (ήδη 44 ευρώ). Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση αποζημίωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατ' έφεση, αλλά και από την υπ' αριθ. 524/2013 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοδίκως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δήμος ... παρέστη νόμιμα ως πολιτικώς ενάγων, αφενός για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, συνιστάμενης στη μείωση του κύρους και της πίστης του ως νομικού προσώπου ενόψει της προκληθείσας καθολικής σχεδόν αμφισβήτησης των πολιτών αναφορικά με τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του και της ικανότητάς του να διαχειρίζεται με την πρέπουσα προσοχή και διαφάνεια την περιουσία του και τα χρήματα εν τέλει των πολιτών, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 44 ευρώ από τον καθένα από αυτούς, αφετέρου δε για αποζημίωσή του για την υλική - θετική ζημία που υπέστη από τις ίδιες αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 50.000 ευρώ, από τον καθένα από τους κατηγορουμένους, επιφυλασσόμενος ρητά για την άσκηση περαιτέρω αξιώσεων του Δήμου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την πιο πάνω απόφασή του, δέχθηκε την αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... και υποχρέωσε τους κατηγορουμένους Π. Σ., Μ. Λ., Β. Π., Γ. Γ. και Θ. Γ. να πληρώσουν στον πολιτικώς ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν και το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, ως αποζημίωσή του για τη ζημία που υπέστη από τις ίδιες αξιόποινες πράξεις. Πλην όμως, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό κατόπιν εφέσεων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων και στο οποίο παραστάθηκε προς υποστήριξη της πολιτικής αγωγής και ο πολιτικώς ενάγων Δήμος ..., ενώ ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να αποφασίσει επί της πολιτικής αγωγής που στρεφόταν καθ' όλων των κατηγορουμένων ή, εάν την έκρινε ως προς ορισμένα κεφάλαια ανεκκαθάριστη, να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς να κρίνει ανεκκαθάριστη την πολιτική αγωγή κατά τα κεφάλαιά της που αφορούσαν την υποχρέωση των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ. να καταβάλουν ως αποζημίωση στον Δήμο ..., εις ολόκληρον μετά των υπολοίπων κατηγορουμένων, το ποσό των 50.000 ευρώ, παρέλειψε να αποφανθεί επί της πολιτικής αγωγής που αφορούσε την επιδίκαση αποζημιώσεως στον πολιτικώς ενάγοντα Δήμο ... εκ μέρους των δύο ως άνω κατηγορουμένων. Έτσι, όμως, το δικαστήριο που δίκασε κατ' έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και γι' αυτό, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερου λόγου της από 30-1-2015 αιτήσεως αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ..., παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως που προβάλλει ο πολιτικώς ενάγων με αμφότερα τα δικόγραφα των αιτήσεών του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που δεν αποφάνθηκε επί της πολιτικής αγωγής όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ. και, κατ' εφαρμογή του άρθρου 521 του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφεί η υπόθεση για την απαίτηση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος κατά των ως άνω καταδικασθέντων κατηγορουμένων ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης, όπως ορίζεται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) την από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Π. Σ. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 2) την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Μ. Λ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 3) την από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Β. Π. του Ν., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 4) την από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Γ. Γ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 5) την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Θ. Γ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 6) την από 30-1-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015 και 7) την από 4-2-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει τις ως άνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των: 1) Π. Σ. του Κ., 2) Μ. Λ. του Γ., 3) Β. Π. του Ν., 4) Γ. Γ. του Α. και 5) Θ. Γ. του Γ.. Επιβάλλει στον κάθε ένα από τους ως άνω αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τον καθένα από τους ως άνω αναιρεσείοντες στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ..., την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Δέχεται τις ως άνω αιτήσεις αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ....
Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που δεν αποφάνθηκε επί της πολιτικής αγωγής όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ.. Και
Παραπέμπει την υπόθεση όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ. ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναιρέσεις κατηγορουμένων κατά αποφάσεως που τους καταδίκασε: Τον πρώτο για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Δήμου Θεσσαλονίκης (Ν.Π.Δ.Δ.) με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 2 150.000 ευρώ, με τους όρους του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρόν την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία. Τον δεύτερο για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και για κατ' εξακολούθηση απλή ψυχική συνδρομή σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση. Τον τρίτο για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Τους τέταρτο και πέμπτο για παράβαση του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950. Αναίρεση και από τον πολιτικώς ενάγοντα Δήμο Θεσσαλονίκης για την πολιτική αγωγή. Απορρίπτει αναιρέσεις κατηγορουμένων και επιβάλλει στον καθένα τα έξοδα. Δέχεται αναίρεση του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου Θεσσαλονίκης. Αναιρεί κατά ένα μέρος ως προς την πολιτική αγωγή και παραπέμπει κατά το μέρος που αναιρέθηκε στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. | Υπεξαίρεση στην υπηρεσία | Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 470/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Α. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Μαλαμή, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Χ. του Β., κατοίκου ..., 2)Α. Π. του Ν., κατοίκου ..., και 3)Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Μαυραγάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22.456/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 684/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/4/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 24-4-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 684/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου κατά της 22.456/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν την αγωγή, με την οποία οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της από 14-2-2011 απόφασης του εναγομένου- αναιρεσείοντος για μονομερή επιβολή σε βάρος τους συστήματος εκ περιτροπής εργασίας και την υποχρέωση του τελευταίου να τους καταβάλει για μισθούς υπερημερίας τα αναφερόμενα ποσά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, απορρίφθηκε στη συνέχεια αυτή κατ' ουσίαν. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212), ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας". Κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου "Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του "σύστημα εκ περιτροπής εργασίας", μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι: α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014 ), γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο "αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας", προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγκης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής "συστήματος εκ περιτροπής εργασίας", αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ.3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014, σχετ. ΑΠ 969/2011 υπό το πριν το Ν. 3846/2010 ισχύον νομοθετικό καθεστώς). Συνακόλουθα δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στην περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ' άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1920 (και επί εργατοτεχνιτών των άρθρων 3 και 5 του Β.Δ. της 16/18.7.1920 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.2 του Ν.2112/1920), 174 και 180 του ΑΚ, η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού με ποινή την σχετική ακυρότητα αυτής υπέρ του μισθωτού, πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η προβλεπομένη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω μη τήρησης των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων, η σύμβαση εργασίας δεν λύεται και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση παραμένουν ακέραια. Έτσι ο εργαζόμενος, για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 771/2017). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 130/2016ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 781/2017). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,ΑΠ 781/2017). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου ( 771/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα : <<Ο εναγόμενος διατηρεί και εκμεταλλεύεται τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό με τον διακριτικό τίτλο "... FM", που εδρεύει ενταύθα στον οικισμό "…". Ο σταθμός αυτός ιδρύθηκε το έτος 1997, είναι τοπικής εμβέλειας και λειτουργεί με προσωρινή άδεια εκπομπής και λειτουργίας, είναι δε αμιγώς αθλητικού περιεχομένου απευθυνόμενος στο κοινό των φιλάθλων με εκπομπές ανάλογου περιεχομένου. Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος στις 13-9-2004, ο δεύτερος στις 16-1-2003 και ο τρίτος στις 21-5-2003, προκειμένου να εργαστούν κατά το πλήρες νόμιμο ωράριο και κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως ηχολήπτες τεχνικοί ραδιοφώνου με την ειδικότητα του ηχολήπτη -ηλεκτρονικού στο ραδιοφωνικό σταθμό του τελευταίου αντί των νομίμων αποδοχών των αναφερόμενων στις σχετικές συλλογικές ρυθμίσεις (ΣΣΕ) " για τους όρους αμοιβής και εργασίας των τεχνικών ραδιοφώνου - ηλεκτρονικών και ηχοληπτών". Οι νόμιμες αποδοχές με βάση την υπηρεσία και προϋπηρεσία τους και την οικογενειακή τους κατάσταση ανέρχονταν, τον Φεβρουάριο του έτους 2011, στο ποσό των 1.477,64 ευρώ για τον πρώτο , στο ποσό των 1.567,74 ευρώ για τον δεύτερο και τέλος στο ποσό των Ι 644,92 ευρώ για τον τρίτο. Βάσει δε και του άρθρου 6 της από 13-4-2009 ΣΣΕ " για τους όρους αμοιβής και εργασίας των τεχνικών ραδιοφώνου-ηλεκτρονικών και ηχοληπτών", το σύστημα παροχής της εργασίας τους ήταν αυτό της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το νόμιμο δε ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας τους ανερχόταν στις 7 ώρες ημερησίως και 35 εβδομαδιαίως. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2011 (λίγο πριν την παρακάτω μονομερή εκ μέρους του εναγομένου επιβολή διαφορετικού συστήματος απασχόλησης) ο εναγόμενος, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, απασχολούσε 32 εργαζόμενους στην επιχείρησή του και δη στο τμήμα δημοσιογραφίας 12 δημοσιογράφους, στο τμήμα λογιστηρίου και εμπορικό τμήμα 9 υπάλληλους (3 λογιστές, 3 στο εμπορικό τμήμα και 3 υπαλλήλους γραφείου), στο τμήμα τηλεφωνητών 3 τηλεφωνήτριες και στο τμήμα ηχοληψίας 9 υπαλλήλους και δη 7 ηχολήπτες και άλλους δύο υπαλλήλους που ασκούσαν και τα καθήκοντα του ηχολήπτη. Στις 25 Ιανουαρίου του παραπάνω έτους ο εναγόμενος, μετά και από προφορικές ενημερώσεις, προσκάλεσε στα γραφεία του σταθμού του όλους τους ηχολήπτες προκειμένου να πραγματοποιηθεί διαβούλευσή, δεδομένου ότι ήδη πρόθεσή του ήταν να μεταβάλει το σύστημα παροχής της εργασίας στο τμήμα ηχοληψίας του σταθμού του σ' αυτό της εκ περιτροπής απασχόλησης. Στη συνάντηση εκείνη παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων και ο πρώτος ενάγων, που ήταν και … του σωματείου με την επωνυμία "Ένωση Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας - Θράκης" και εκπροσωπούσε και τους μη παριστάμενους, αλλά και ο δεύτερος ενάγων. Τότε ο εναγόμενος και ο. πληρεξούσιος δικηγόρος του, που παραστάθηκαν μαζί, επικαλέστηκαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην επιχείρηση, τα οποία επέβαλαν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας των εργαζόμενων ηχοληπτών με πλήρη απασχόληση σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης προκειμένου να αντιμετωπισθεί με τον τρόπο αυτό η φθίνουσα οικονομική πορεία της επιχείρησης. Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους επικαλέστηκαν τις περί τούτου εισηγήσεις του λογιστή και του οικονομικού διευθυντή της επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι με τη σειρά τους δεν συμφώνησαν με την επιβολή του μέτρου και ζήτησαν να σταλούν οι ως άνω εισηγήσεις στο ΔΣ του σωματείου της Ένωσης Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας-Θράκης ηχοληπτών, αρνούμενοι να τις παραλάβουν και να υπογράψουν το σχετικό πρακτικό. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, στις 8-2-2011, προσκάλεσε όλους τους εργαζόμενους και ιδίως τους ηχολήπτες, αλλά και τους εκπροσώπους του σωματείου της Ένωσης Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας-Θράκης και πάλι σε εκ νέου διαβούλευση, στη σχετική δε συζήτηση παραστάθηκαν πέραν του εναγομένου και του πληρεξουσίου του δικηγόρου και του πρώτου ενάγοντος, μεταξύ άλλων, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω σωματείου καθώς και οι εργαζόμενοι ηχολήπτες Γ. Δ. και Γ. Χ.. Και στη συνάντηση εκείνη ο εναγόμενος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επικαλέστηκαν τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην επιχείρησή ( μείωση τζίρου και εσόδων επιχείρησης ) καθώς και τις προαναφερθείσες εισηγήσεις, προβλήματα, που κατά την άποψή τους, επέβαλαν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας των εργαζόμενων ηχοληπτών με πλήρη απασχόληση σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, όταν δε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του σωματείου ζήτησε να λάβει γνώση του νέου προγράμματος εργασίας, όπως θα διαμορφωνόταν με την εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, του γνωστοποιήθηκε ότι το πρόγραμμα αυτό θα κοινοποιηθεί όταν ληφθεί η σχετική απόφαση, πλην όμως, η πρόταση ήταν το νέο σύστημα να αφορά τους τρεις εργαζόμενους του τμήματος. Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και τα μέλη του σωματείου αρνήθηκαν να παραλάβουν τις εισηγήσεις και να υπογράψουν το σχετικό πρακτικό (πλην του εργαζόμενου Γ. Χ.) ούτε όμως και συναίνεσαν στην επιβολή του συστήματος, οι δε εκπρόσωποι του σωματείου δήλωσαν ότι θα καθόριζαν τη στάση τους, αφού πρώτα γινόταν διοικητικό συμβούλιο στο σωματείο. Με τον τρόπο αυτό, αφού προηγήθηκε και συζήτηση για την αλληλεγγύη των εργαζομένων μεταξύ τους καθώς και μεταξύ αυτών και της επιχείρησης περατώθηκε η διαδικασία της διαβούλευσης. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, στις 14-2-2011, επέβαλε με απόφασή του, μονομερώς, και μόνο στους ενάγοντες, σύστημα "εκ περιτροπής εργασίας" από την 15-2-2011 έως την 14-11-2011, ήτοι για 9 μήνες. Συγκεκριμένα η απασχόληση κατά το σύστημα αυτό καθορίσθηκε για τον πρώτο ενάγοντα ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη (09.00 -16.00) και Παρασκευή (09 -16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 496,00 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως. Για τον δεύτερο ενάγοντα, ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα (13.00 -20.00) και Τρίτη (9.00 - 16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 546,66 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως. Για τον τρίτο ενάγοντα, ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα (09.00 - 16.00) και Πέμπτη (09.00 - 16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 571,00 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως (βλ. και το από 25/812011 υπόμνημά του προς το Σώμα Επιθεώρησης εργασίας όπου ομιλεί για την εφαρμογή του συστήματος μόνο στους τρεις εργαζόμενους ενάγοντες). Την απόφασή του αυτή ο εναγόμενος γνωστοποίησε μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από τη λήψη της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας στην οποία καταχωρήθηκε με αριθ. πρωτ. …/14-2-2011 καταθέτοντας συνάμα και το με ΑΠ 4.559/14-2-2011 νέο πρόγραμμα εργασίας των ηχοληπτών στην επιχείρησή του. Στις 15-2-2011 ο εναγόμενος τοιχοκόλλησε στο λογιστήριο της επιχείρησης την απόφαση αυτή και τους νέους πίνακες προσωπικού με βάση το νέο σύστημα (βλ. και την από 11-2-2011 εξώδικη δήλωσή του κοινοποιηθείσα στις 14-2-2011 στο προαναφερθέν σωματείο, που δηλώνει ότι Τρίτη 15-2-2011 θα αναρτηθεί στο χώρο εργασίας το νέο πρόγραμμα εργασίας των ηχοληπτών). Οι ενάγοντες, όμως, δεν αποδέχθηκαν την άνω μεταβολή στο σύστημα εργασίας τους από πλήρη απασχόληση σε εκ περιτροπής εργασία και στις 15-2-2011 προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, διαμαρτυρόμενοι για μη νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, ενώ με την από 14-2-2011 εξώδικη πρόσκλησή τους, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 15-2-2011, διαμαρτυρήθηκαν ρητά για την ανεπίτρεπτη μεταβολή και του δήλωσαν σαφώς ότι αποκρούουν το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας που τους επιβλήθηκε μονομερώς και ότι θα συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και τις πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως και προηγουμένως, με σκοπό να τον καταστήσουν υπερήμερο ως προς την αποδοχή της εργασίας τους επιφυλασσόμενοι των νομίμων δικαιωμάτων τους προς ικανοποίηση των οποίων άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την ένδικη αγωγή, οπότε το ότι εργάσθηκαν προσωρινά, μέχρι την έκβαση του δικαστικού αγώνα, με τους νέους όρους, δεν αποτελεί, σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, σιωτιηρή αποδοχή του νέου συστήματος, ισχυρισμός άλλωστε που δεν προβλήθηκε από τον εναγόμενο. Σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, ο εργοδότης επιτρέπεται να επιβάλλει μόνο "σύστημα" εκ περιτροπής εργασίας, και εφόσον πράγματι πρόκειται για τέτοιο σύστημα, στη συνέχεια ελέγχονται και οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το σύστημα που επέλεξε και επέβαλε μονομερώς ο εναγόμενος με το οποίο ουδόλως προβλέπεται η εναλλάξ παροχή. εργασίας να καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων του τμήματος ηχοληψίας, που κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου εμφάνιζε μειωμένη δραστηριότητα, πλην όμως μόνο στους ενάγοντες, δε συνιστούσε σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης και επομένως η επιβολή του εν λόγω συστήματος επιλεκτικά μόνο στους ενάγοντες εργαζόμενους, εξαιρουμένων απ' αυτό των λοιπών, οι οποίοι ουδέποτε τίθεντο εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, δεν ήταν νόμιμη. Όπως μάλιστα προκύπτει από τον προαναφερθέντα πίνακα, που ο εναγόμενος υπέβαλε στο ΣΕΠΕ μαζί με την απόφασή του για την επιβολή του συστήματος, οι λοιποί εργαζόμενοι του τμήματος προβλέφθηκε να εργάζονται όλες τις ημέρες εργασίας του πενθημέρου με μειωμένο ημερήσιο ωράριο, δηλαδή, όπως κατέθεσε και η μάρτυρας ανταπόδειξης, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, εισάγοντας έτσι ο εναγόμενος κατ' αποτέλεσμα όχι σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης για το σύνολο του εργαζόμενου προσωπικού στο τμήμα ηχοληψίας, το οποίο μόνο ο νόμος επιτρέπει στον εργοδότη να επιβάλει μονομερώς, αλλά ένα μικτό σύστημα μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, περιοριζόμενης της τελευταίας σε μεμονωμένους μόνο εργαζόμενους του τμήματος αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι και το Τμήμα Συντονισμού Ελέγχου και Αξιολόγησης-Τεκμηρίωσης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, στο οποίο οι ενάγοντες προσέφυγαν στις 20-4-2011, με την υπ' αριθ. …/24-5-2011 απόφασή του, επίσης έκρινε ότι το σύστημα που επέβαλε ο εναγόμενος δεν αποτελεί σύννομη οργάνωση του χρόνου εργασίας και αποτελεί συνδυασμό συστήματος μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, το οποίο μπορεί να επιβληθεί μόνα με συμφωνία και όχι μονομερώς. Συνακόλουθα παράνομα επιβλήθηκε στους ενάγοντες το προαναφερθέν σύστημα απασχόλησης , αφού ο εναγόμενος δεν είχε το σχετικό διευθυντικό δικαίωμα για το σύστημα που εν τέλει επέλεξε και επομένως δεν επήλθε αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης των εναγόντων, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής τους. Η βλαπτική αυτή μεταβολή των όρων εργασίας, στην οποία οι ενάγοντες δεν συμφώνησαν και έγινε χωρίς σχετικό δικαίωμα του εναγομένου, αποτελεί (παράνομη) μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και εφόσον αυτοί ενέμειναν, με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή τους, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, ο δε εναγόμενος δεν αποδέχθηκε τούτο, ο τελευταίος κατέστη υπερήμερος και τους οφείλει αποδοχές υπερημερίας πλήρους απασχόλησης και δη τους μισθούς υπερημερίας, το μηνιαίο ύψος των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, για το χρονικό διάστημα από 15-2-2011 μέχρι 15-11-2011, αφαιρουμένων των ποσών που τους κατέβαλε λόγω της προσωρινής απασχόλησής τους με το νέο σύστημα (ποσά που δεν αμφισβητήθηκαν από τον εναγόμενο), ήτοι τους οφείλει : α) 8.834,76 για μισθούς υπερημερίας και 521,59 για δώρο Πάσχα 2011 στον πρώτο ενάγοντα..., β) 9.189,72 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και 543,19 ευρώ για δώρο Πάσχα 2011 στον δεύτερο ενάγοντα.... και γ) 10.533,30 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και 571,22 ευρώ για δώρο Πάσχα 2011 στον τρίτο ενάγοντα.... Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 14- 2-2011 απόφασης περί επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον καθέναν από τους ενάγοντες τα συνολικά ποσά των 9.356,35 ευρώ, 9.732,91 ευρώ και 11.104,52 ευρώ, αντίστοιχα, νομιμότοκα.... Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή της εργασιακής σύμβασης των εναγόντων έστω και με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε σοβαρός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας του εναγομένου , η οποία παραδεκτά αντικαθίσταται με την παρούσα, έκαμε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα παραπάνω ποσά , ορθά κατά αποτέλεσμα τον νόμο εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Συνακόλουθα πρέπει η έφεση ν' απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη >>.
Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 3 εδ. δ του Ν. 1892/1990 όπως τροποποιηθείς ισχύει, και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατά το μέρος που πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τις επικαλούμενες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα εκ μέρους του αναιρεσείοντος η επιβολή μέτρου εκ περιτροπής εργασία στους αναιρεσιβλήτους είναι απαράδεκτες, εφ' όσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Περαιτέρω οι αιτιάσεις για πλημμέλειες στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν αιτιολογεί επαρκώς το αποδεικτικό της πόρισμα σχετικά με το είδος της απασχόλησης των υπολοίπων εργαζομένων στο τμήμα ηχοληψίας στους οποίους δεν επιβλήθηκε το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, με βάση τα επικαλούμενα σε αυτήν αποδεικτικά στοιχεία, είναι αβάσιμος, εφόσον τυχόν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, όπως στη προκειμένη περίπτωση, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες και δεν ιδρύουν το λόγο αυτό.
3. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ενστάσεως ή αντενστάσεως, καθώς και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015, ΑΠ 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 781/2017 ,ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010). Επομένως η παραδοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανύπαρκτου λόγου εφέσεως ή η επανάκριση κεφαλαίου της απόφασης έξω από τα όρια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμούς που κατά τα ανωτέρω όφειλε να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 781/2017) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εδώ χρόνο, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, "Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν, 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ενάγοντα...ως υπεράσπιση κατά της εφέσεως και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ..., 2)....., 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος, που υπήρξε στην πρωτοβάθμια δίκη ενάγων, παραδεκτά προβάλλει στην κατ` έφεση ισχυρισμούς που τείνουν σε ενίσχυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης, έστω και αν δεν έχει προβάλει αυτούς στην πρωτοβάθμια δίκη ή τις είχε προβάλει απαραδέκτως, αρκεί αυτοί να συντελούν σε απόκρουση της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής της ίδιας διάταξης (του άρθρου 527 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων εκ μέρους του εφεσίβλητου ενάγοντος το πρώτο ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή, εφόσον συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται επί πλέον στη διάταξη αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής (ΑΠ 1420/2015). Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2014, ΑΠ1525/2013). Τέλος, κατά το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς ο εφεσίβλητος ν` ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση (εκτός αν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και δικάσει την υπόθεση κατ` ουσίαν), κατά δε το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της εκκληθείσας απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι και εάν το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται ο ως άνω από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, εκτός εάν το εντεύθεν παραγόμενο δεδικασμένο είναι δυσμενέστερο και ως εκ τούτου επέρχεται βλάβη του διαδίκου που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του για την άσκηση αναιρέσεως (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 298/2010, 134/2008, 1253/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο ως προς το θέμα της υπέρβασης των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης με την αντικατάσταση της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με τους λόγους έφεσης του εναγομένου -εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, 1) << ως προς την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης ότι δεν επήλθε περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου>> και 2) << ως προς την παραδοχή της εκκαλούμενης απόφασης ότι η με απόφαση του εναγομένου επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας είναι άκυρη>> , που ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, μεταβιβάζεται στο Εφετείο η υπόθεση στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι, που υπήρξαν στην πρωτοβάθμια δίκη ενάγοντες, παραδεκτά προβάλλουν στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμούς ως προς το θέμα του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου, που τείνουν σε ενίσχυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης. Να σημειωθεί, α) ότι ακόμη και στην περίπτωση απόδειξης περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου (που αποτελεί και τον λόγο έφεσης) και πάλι δεν ήταν νόμιμη η εκ περιτροπής εργασία μόνο στους ενάγοντες και β) ότι με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυριζόταν όσα δέχθηκε το Εφετείο. Επομένως ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεσή του και αντικαθιστώντας εν μέρει κατ` εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης ως προς το θέμα του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου, υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και συνεπώς έλαβε υπόψη του <<πράγμα>> , που δεν προτάθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, ήτοι, ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017,ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 403/2017,ΑΠ 638/2016, ΑΠ 677/2015). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007, ΑΠ 356/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι με τον πίνακα που υπέβαλε στο ΣΕΠΕ προβλέφθηκε για πρώτη φορά οι λοιποί εργαζόμενοι να απασχολούνται στην επιχείρησή του με μειωμένο ημερήσιο ωράριο , ενώ αυτό ίσχυε από την ημέρα της πρόσληψής τους. 0 λόγος αυτός, πέραν του ότι πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος. Και αυτό διότι, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, καθώς και τις αναφερόμενες στην απόφαση ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγόντων, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έκρινε χωρίς απόδειξη εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ακυρότητα της απόφασης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος περί επιβολής στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους της εκ περιτροπής εργασίας και επιδικάζοντας σ' αυτούς τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ποσά.
5. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-4-2017 αίτηση για αναίρεση της 684/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | ΘΕΜΑ : Εκ περιτροπής εργασία. Βασικά της γνωρίσματα, μορφές που μπορεί να λάβει, προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της μονομερούς επιβολής της, καθώς και ορθός τρόπος εφαρμογής της. Δεν είναι επιτρεπτή η μονομερής επιβολή της σε κάποιους μόνο μισθωτούς της επιχείρησης και όχι σε όλους. Ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις, στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές ή αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων. Η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Δικαιώματα εργαζομένου στην περίπτωση μη νόμιμης επιβολής του. Συνέπειες της ακυρότητας. Αντικατάσταση αιτιολογίας από το Εφετείο. Νόμιμοι οι ισχυρισμοί στο Εφετείο από τον ενάγοντα εφεσίβλητο προς υπεράσπιση της αγωγής του. Ο εφεσίβλητος ενάγων παραδεκτά προβάλλει στην κατ' έφεση ισχυρισμούς που τείνουν σε ενίσχυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης, έστω και αν δεν έχει προβάλει αυτούς στην πρωτοβάθμια δίκη ή τις είχε προβάλει απαραδέκτως, αρκεί αυτοί να συντελούν σε απόκρουση της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής. Αναίρεση . Απορρίπτει λόγους από τους αριθμούς 1, 19 ,8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. (Απορρίπτει την αναίρεση κατά της 684/2017 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης). | Μισθωτοί | Μισθωτική διαδικασία, Μισθωτοί, Επιχείρηση. | 0 |
Αριθμός 426/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Λ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Ποδηματά, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ρίζο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/3/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2108/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 462/2015 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1/12/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 27/11/2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 1-12-2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 462/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της 1ης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας καθώς και του 2ου εναγομένου (μη εδώ διαδίκου) κατά της 2108/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε στη συνέχεια κατ' ουσίαν η αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε, 1) να αναγνωριστεί ότι η από 4-1-2013 γενόμενη από την εναγομένη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που τον συνέδεε μ' αυτήν ως οδηγού λεωφορείου, είναι άκυρη και 2) να υποχρεωθεί η 1η εναγομένη να του καταβάλει το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2013 μέχρι τις 30.9.2014 με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης του ενάγοντος ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α' του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001" (ΦΕΚ Α 261/29.11.2006), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2963/2001 "Οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων επιβατικών μεταφορών, με λεωφορεία, τεχνικός έλεγχος οχημάτων και ασφάλεια χερσαίων μεταφορών και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 268/23.11.2001) και του οποίου η ισχύς άρχισε από 1.1.2007 (άρθρο 39 αυτού), ορίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 3 αυτού το προσωπικό των ΚΤΕΛ διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο και τακτικό μεν είναι το προσωπικό που κατέχει οργανικές θέσεις, εξυπηρετεί διαρκείς και πάγιες ανάγκες και συνδέεται με το ΚΤΕΛ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, έκτακτο δε είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται για εκτέλεση εποχικής ή έκτακτης εργασίας, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες και συνδέεται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Στο άρθρο 26 του ίδιου ως άνω π.δ/τος, στο οποίο επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του προϊσχύσαντος κανονισμού (π.δ/μα 229/1994), ορίζεται ότι "1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους λόγους: α) Εξ αιτίας κατάργησης οργανικής θέσης εργασίας ή Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΤΕΛ, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ως προς το ποσοστό απολύσεων, κτλ.). Εξαιρείται της παρούσας ρύθμισης το κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισμού υπηρετούν τακτικό προσωπικό, για το οποίο, ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφαρμόζονται οι λοιπές ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού, β) εξ αιτίας καταδίκης για κακούργημα ή κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, απιστία εν γένει και εγκλήματα κατά των ηθών σε βαθμό πλημμελήματος, γ) εξ αιτίας ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας ή επαγγελματικής ανικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων, που έχουν ανατεθεί σ' αυτό, δ) εξ αιτίας σωματικής ή πνευματικής νόσου που έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη ανικανότητα του υπαλλήλου να εκτελέσει τα καθήκοντα της ειδικότητας του και διαπιστώνεται από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία του ΙΚΑ, ε) εξ αιτίας επιβολής της ποινής της οριστικής απόλυσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος. 2. Οι παραπάνω λόγοι απόλυσης ισχύουν και για τους οδηγούς του άρθρου 4 του παρόντος και είναι υποχρεωτικοί για τους ιδιοκτήτες των λεωφορείων, στα οποία εργάζονται οι οδηγοί αυτοί. Οι λόγοι των περιπτώσεων β, γ, δ και ε ισχύουν και για τους ιδιοκτήτες - οδηγούς που απασχολούνται στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους. 3. Ιδιοκτήτης λεωφορείου, που ειδοποιείται εγγράφως από το ΚΤΕΛ, ότι συντρέχει λόγος απόλυσης του οδηγού του, οφείλει το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίησή του να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ομοίως και ο ιδιοκτήτης οδηγός, που απασχολείται στο λεωφορείο ιδιοκτησίας του παύει μέσα στο διάστημα αυτό να εκτελεί τα καθήκοντα του ως οδηγού". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονταν στο τακτικό ή το έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ απολύονταν μόνον για κάποιον από τους παραπάνω περιοριστικά αναγραφόμενους στον Κανονισμό λόγους και ότι σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας τους γινόταν αναιτιωδώς, κατά τις κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δεν θα ήταν έγκυρη. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α' 28/14.02.2012), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Μemorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ (28/14.02.2012), στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε` "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε' υπό τον τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις" του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα "υφιστάμενες" σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου "existing") συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο "Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι" προβλέπει τα εξής: "Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας". Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης. Τούτο προκύπτει απερίφραστα και ανεπιφύλακτα και από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με την οποία οι ρυθμίσεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του νόμου αυτού συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, αποτελούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και κατά συνέπεια επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωση των προβλέψεών τους ως κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής προβλέπεται να ρυθμίζεται με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά συνέπεια ο νομοθέτης δεν ήθελε να καταλείψει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις του μνημονίου αποτελούν ήδη δεσμευτικούς κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης και μάλιστα πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων του προγράμματος, προκειμένου να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία, εγκαίρως, τη διεθνή χρηματοδότηση από το Διεθνές Νομισματικό ταμείο (ΔΝΤ), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλούσε η οξύτατη δημοσιονομική κρίση και το υπέρογκο δημόσιο χρέος της χώρας. Με τον τρόπο αυτό ο Έλληνας νομοθέτης επέλυσε αυθεντικά το ζήτημα της κανονιστικής ισχύος των συγκεκριμένων διατάξεων του μνημονίου, κατά τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη νομική φύση των μνημονίων και το είδος των συγκεκριμένων διατάξεων, εξ απόψεως Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις των μνημονίων στηρίζουν την κανονιστική τους ισχύ απευθείας στο άρθρο 1 παρ. 6 εδ. α' ν. 4046/2012 και όχι στο χαρακτήρα των μνημονίων ως διεθνών συνθηκών ή κειμένων με κανονιστικό ή μη κανονιστικό χαρακτήρα. Είναι, συνεπώς, αδιάφορο, αν οι συγκεκριμένες διατάξεις του μνημονίου θα αποτελούσαν καθ' εαυτές διατάξεις "αυτοδύναμης εφαρμογής" ή, κατ' άλλη διατύπωση, διατάξεις "αυτοεκτελέσιμες", "αυτοεκτελεστές" ή "αυτόθροες", σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου των διεθνών συνθηκών (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 2307/2014). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη, ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο α' ) ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Με τη διάταξη του εδ. β' του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος προβλέπεται ότι φορείς της εξουσιοδότησης για την έκδοση πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση, που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης και ρυθμίζεται ήδη, σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο από την εξουσιοδοτική διάταξη του τυπικού νόμου (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1892/2010). Αυτονόητο και αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει ο εξουσιοδοτικός νόμος, όχι απλώς τον καθ' ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον να καθορίζει τα όριά της σε σχέση με αυτό, προκειμένου η διοίκηση να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1210/2010, ΟλΣτΕ 1892/2010, ΟλΣτΕ 3220/2010). Αν η εξουσιοδοτική διάταξη είναι ορισμένη, η ευρύτητα αυτής, δηλαδή ο μικρός ή μεγάλος αριθμός περιπτώσεων, τις οποίες καλείται να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει αυτής η διοίκηση, δεν επηρεάζει το κύρος της (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΣτΕ 1210/2010, 1892/2010). Στη συνέχεια, κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η πράξη 6 της 28.2.2012, (εφεξής Π.Υ.Σ.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 38/28.2.2012, για τη "ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012". Στην τελευταία αναφέρεται, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "Έχοντας υπόψη: 1. Την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α' 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε' "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφος 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στον ν. 4046/2012, 3. Το γεγονός, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της, 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα (π.δ. 63/2005, Α' 98), 7. Το γεγονός ότι, από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει:...Άρθρο 5 1. Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)". Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. 1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, μη περιοριζόμενη στη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων με χρόνο λήξης σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας του μισθωτού ή στη συνταξιοδότηση αυτού, δεν έχει θεσπιστεί καθ' υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθόσον η κατάργηση των κανονιστικών όρων εργασίας, που ορίζουν ως προς την απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαφορετικές προϋποθέσεις, σε σχέση με αυτές που προβλέπουν ο Ν. 2112/1920 και η κοινή εργατική νομοθεσία, λόγω ενσωματωμένων σε αυτές ρητρών μονιμότητας, προκύπτει από τις σχετικές με το εξεταζόμενο ζήτημα ρυθμίσεις, οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 1 παρ. 6 του εξουσιοδοτικού Ν. 4046/2012, και συγκεκριμένα στις σχετικές ρήτρες της παραγράφου 29 του Κεφαλαίου Ε του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και της παραγράφου 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την έννοια, όπως αυτή συνάγεται από την γενικότητα της διατύπωσης αυτών ["αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις", "καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας..."] και αυτήν ακριβώς την έννοια αποδίδει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. (ΟλΣτΕ 2307/2014). Η αναφορά στις παραπάνω ρυθμίσεις στη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που λήγουν με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας του μισθωτού ή των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, για την οποία μετατροπή προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 5 της εν λόγω Π.Υ.Σ., αφορά την πλέον συνήθη περίπτωση κανονισμών εργασίας ή οργανισμών προσωπικού που τις προβλέπουν και, κατά την αληθή έννοια των παραπάνω ρυθμίσεων, δεν περιορίζεται μόνον σε αυτές. Όμως η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του εξουσιοδοτούντος Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με τις ανωτέρω ρυθμίσεις των μνημονίων για τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας δεν εξειδικεύει, αν ως σχετικές ρήτρες μονιμότητας νοούνται εκείνες που προβλέπονται σε τυπικό ή ουσιαστικό νόμο, ή σε συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς επιχειρήσεων ή οργανισμούς προσωπικού ή σε αποφάσεις διοικήσεων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια τα ειδικότερα αυτά θέματα καταλήφθηκε να ρυθμισθούν με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β' του Συντάγματος. Επομένως, α) εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, οι ρυθμίσεις των μνημονίων που διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 συνιστούν διατάξεις τυπικού νόμου και ρυθμίζουν με υψηλό βαθμό νοηματικής πληρότητας συγκεκριμένα ζητήματα εργασιακών σχέσεων και συλλογικής αυτονομίας περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας, η παρεχομένη με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής εξουσιοδότηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο έχουσα προφανώς την έννοια, ότι αυτό καλείται να ρυθμίσει τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, είναι επιτρεπτή, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και εγκύρως παρέχεται σε διοικητικό όργανο, διαφορετικό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και β) η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. που αφορά τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, δεν έχει τεθεί καθ' υπέρβαση της χορηγηθείσας από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012 νομοθετικής εξουσιοδότησης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που διέπονται από κανονισμό που θεσπίζει όριο ηλικίας αποχώρησης του μισθωτού ή την προϋπόθεση συνταξιοδότησης ως λόγο λήξης αυτών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι η ανωτέρω υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. στόχευε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων (για το λόγο αυτό άλλωστε θεσμοθετήθηκε και η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα) και στην αποδέσμευσή τους από κανονιστικούς όρους που καθιερώνουν ρήτρες μονιμότητας, οι οποίες εγκλωβίζουν τις εργασιακές σχέσεις σε συγκεκριμένο νομοθετικό καθεστώς εξαιρετικά δυσμενέστερο από το προβλεπόμενο από τις κείμενες εργατικές διατάξεις, στερώντας από τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους, κατήργησε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 αυτής από 14-2-2012 την διάταξη του άρθρου 26 του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001", η οποία προέβλεπε περιοριστικά συγκεκριμένους λόγους για τη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού αυτών (τακτικού και εκτάκτου) και κατά συνέπεια η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν δεσμευόταν πλέον από όσα ορίζονταν στη διάταξη αυτή, έχοντας τη δυνατότητα να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης) (ΟλΑΠ 11/2017). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της από 6-7-2004 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ως οδηγός λεωφορείου με πλήρες ωράριο και έναντι των προβλεπομένων από τις εκάστοτε ΣΣΕ μηνιαίων αμοιβών. Η εναγομένη αποτελεί ιδιότυπη συγκοινωνιακή επιχείρηση, με σκοπό τη μεταφορά, μέσω λεωφορείων ιδιοκτησίας των μετόχων της, του επιβατικού κοινού στο νησί της .... Ο ενάγων από την 6-7-2004 και εντεύθεν παρείχε στην εναγόμενη τις υπηρεσίες του υπό την ως άνω ιδιότητά του, όταν η εναγομένη του κοινοποίησε την 4-1-2013 την με αρ. πρωτοκόλλου 2/2013 προειδοποίηση λύσης της εργασιακής του σχέσης, ενημερώνοντάς τον ότι η σύμβασή του θα λυθεί την 4-4-2013, επικαλούμενη κατάργηση οργανικής θέσης οδηγού λεωφορείου για την αντιμετώπιση της οικονομικής δυσχέρειάς της λόγω μείωσης των εσόδων από την πώληση των εισιτηρίων, ως συνακόλουθη συνέπεια της κάθετης μείωσης των επιβατών. Αντιδρώντας ο ενάγων στην ενέργεια αυτή της εναγομένης άσκησε την υπό κρίση αγωγή και την από 26-3-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία με την 1731/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ασφαλιστικών μέτρων) έγινε δεκτή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται από 5-4-2013 τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές του. Η εναγομένη αν και ο ενάγων έθεσε εαυτόν στη διάθεσή της, δεν τον απασχόλησε, αλλά του καταβάλει ανελλιπώς τις μηνιαίες νόμιμες αποδοχές του. Όμως η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτως του με αυτήν επικαλουμένου λόγου καταγγελίας, που έγινε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ 3 ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ 6 του ν. 4046/2012, και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 ΠΔ 246/2006, οι οποίες σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη δεν εφαρμόζονται ως καταργηθείσες, είναι ισχυρή και έγκυρη, παράγουσα όλες τις από το νόμο προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ισχύ της από 6-7-2004 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος.
Συνεπώς ενόψει ότι ο ενάγων, κατά την κυρία βάση της αγωγής του, δεν επικαλέστηκε άλλο λόγο ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας, πέραν της μη νομιμότητας αυτής ως αντιτιθέμενης στη διάταξη του άρθρου 26 του ΠΔ 246/2006, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά την κυρία βάση της ως αβάσιμη κατ' ουσία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε αντιθέτως με συνέπεια να μην ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθά τις ως άνω διατάξεις, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεως.
Συνεπώς η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η αγωγή" .
Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε, τελεσιδίκως, ότι η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, που έγινε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ 3 ν. 3 198/1955 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ 6 του ν. 4046/2012, και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 ΠΔ 246/2006, οι οποίες δεν εφαρμόζονται ως καταργηθείσες, είναι έγκυρη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με την εφαρμογή τους, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 6 του ν. 4046/2012, 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920, 1 και 5 του Ν. 3198/1955 και 43 παρ. 2β του Συντάγματος. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, είναι αβάσιμοι. 3. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-12-2015 αίτηση για αναίρεση της 462/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | ΘΕΜΑ : Προσωπικό των ΚΤΕΛ. Προϋποθέσεις απολύσεως του τακτικού ή έκτακτου προσωπικού. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 της 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή καταργήθηκαν, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης, οι περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή άλλες αντίστοιχες πηγές κανόνων δικαίου, ή του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρ. 5 της ΠΥΣ 6/2012, δεν έχει θεσπιστεί καθ' υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης και δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που διέπονται από κανονισμό που θεσπίζει όριο ηλικίας αποχώρησης του μισθωτού ή την προϋπόθεση συνταξιοδότησης ως λόγο λήξης αυτών. Επομένως, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρ. 5, από 14-2-2012, καταργείται η διάταξη του άρ. 26 του π.δ/τος 246/2006 "Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ ΑΕ και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001", η οποία προέβλεπε περιοριστικά συγκεκριμένους λόγους για τη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού του _ και κατά συνέπεια η εναγομένη εταιρεία "ΚΤΕΛ ΑΕ" δεν δεσμεύεται πλέον ( από όσα ορίζονταν στη διάταξη αυτή, έχοντας τη δυνατότητα να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης). (Απορρίπτει την αναίρεση οδηγού λεωφορείο κατά της 462/2015 Εφετείου Πειραιώς ) | Προσωπικό των ΚΤΕΛ | Προσωπικό των ΚΤΕΛ, Οδηγός, Απορρίπτει αναίρεση. | 0 |
Αριθμός 339/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΤΑΙΡΕΙΑ, και το διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρήγο, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: Α1)Σ. (Μ.) Χ., κατοίκου ..., 2)Β. Α., κατοίκου ..., 3)Α. Π., κατοίκου ..., 4)Κ. Π., κατοίκου ..., 5)Α. Μ. - Π., 6)Π. Τ., κατοίκου ..., 7)Ν. Χ., κατοίκου ..., 7)Ν. Χ., κατοίκου ..., 8)Χ. Μ., κατοίκου ... και 9)Β. Χ., κατοίκου ..., και Β)1)Σ. Γ., 2)Κ. Σ., 3)Λ. Ν. 4)Μ. Χ., 5)Γ. Π., 6)Ν. Μ., 7)Μ. Ε., 8)Γ. Δ. και 9)Σ. Μ., κατοίκων απάντων .... Οι Α 1η, 2η, 3η, 7η, 9η, και Β 1η,3η ,7η, 8η και 9η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Παπασταυρόπουλο και τους Α 4η, 5η, 6η, 8η και Β 2η, 4η, 5η και 6ος παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/6/2013 αγωγή των ήδη Α αναιρεσιβλήτων και την από 18/7/2013 αγωγή των ήδη Β αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1364/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 38/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/3/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 21-3-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 38/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 1364/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγιναν δεκτές στη συνέχεια τυπικά κατ’ ουσίαν οι συνεκδικαζόμενες αγωγές των αναιρεσιβλήτων και υποχρεώθηκαν 1) ο ... Συνεταιρισμός με την επωνυμία "... Συνεταιρισμός Π.Ε - Ο ..." και 2) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ".......ΑΕ" και ήδη αναιρεσείουσα να τους καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εντόκως τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, για αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Επειδή, σύμφωνα με το αρθ. 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και κατά το αρθ. 61 ΑΚ τα νομικά πρόσωπα αποκτούν προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος. Συγκεκριμένα, προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών η ικανότητα αυτή αρχίζει μετά την σύστασή τους από την καταχώρηση στο Δελτίο Α.Ε και Ε.Π.Ε της ΕτΚ, της εγκριτικής Υπουργικής Αποφάσεως και του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας, παύει δε να υπάρχει από την λύση της εταιρείας με οποιονδήποτε τρόπο. Εξ άλλου, κατά το αρθ. 73 ΚΠολΔ το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το αρθ. 62 του ιδίου Κώδικα προϋπόθεση, ενώ κατά το αρθ. 230 ΚΠολΔ οι διατάξεις των αρθ. 228 και 229 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου, τη συζήτηση της οποίας έχει δικαίωμα να επισπεύσει οποιοσδήποτε διάδικος, αλλά η κλήση για συζήτηση από μη διάδικο είναι άκυρη ανεξαρτήτως βλάβης, διότι με βάση την αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων που καθιερώνεται στη διάταξη του αρθ. 108 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με επιμέλεια και με πρωτοβουλία των διαδίκων, εκτός αν ορίζει άλλως ο νόμος, συνάγεται ότι σε περίπτωση που κατά παράβαση της ανωτέρω αρχής επιχειρούνται διαδικαστικές πράξεις από μη διαδίκους επέρχεται ακυρότητα των πράξεων αυτών, ανεξαρτήτως βλάβης κατά τους ορισμούς του αρθ. 159 αριθ. 2 ΚΠολΔ, αν δε έλαβαν χώρα χωρίς να έχει γίνει νόμιμη έναρξη της δίκης, αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η κλήση προς συζήτηση αγωγής που απευθύνεται κατά φυσικού προσώπου που έχει αποβιώσει ή κατά νομικού προσώπου που δεν υπάρχει είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η ικανότητα να είναι κανείς διάδικος αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για την δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας. Περαιτέρω στο ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" προσετέθησαν με το Π.Δ. 498/1987, μεταξύ άλλων διατάξεων, και τέσσερα κεφάλαια 12, 12α, 12β και 12γ, αποτελούμενα από τα άρθρα 81, 82 - 87, 88 και 89 αντιστοίχως, και αναφερόμενα στη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών, προς προσαρμογή του νόμου αυτού στις διατάξεις της από 17.12.1982 έκτης οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το άρθρο 81 ορίζει τα εξής: "1. Η διάσπαση ανωνύμων εταιρειών πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέων εταιρειών, είτε με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιρειών. 2. Διάσπαση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία ανώνυμη εταιρεία (διασπώμενη), η οποία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζει σε άλλες υφιστάμενες ανώνυμες εταιρείες (επωφελούμενες) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους μετόχους της μετοχών εκδιδόμενων από τις επωφελούμενες εταιρίες και, ενδεχομένως, καταβολής ενός χρηματικού ποσού σε μετρητά προς συμψηφισμό μετοχών τις οποίες δικαιούνται.... 3. Διάσπαση με σύσταση νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία ανώνυμη εταιρεία (διασπώμενη), η οποία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζει σε άλλες ανώνυμες εταιρείες, που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους μετόχους της μετοχών εκδιδομένων από τις επωφελούμενες εταιρείες και, ενδεχομένως, καταβολής ενός χρηματικού ποσού σε μετρητά προς συμψηφισμό μετοχών τις οποίες δικαιούνται.. 4 ". Περαιτέρω, το άρθρο 85 ορίζει τα εξής: "1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης, που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 84, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση τόσο για τις εταιρείες που συμμετέχουν στη διάσπαση όσο και έναντι τρίτων τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) Η μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας (ενεργητικού και παθητικού) της διασπώμενης εταιρείας στις επωφελούμενες εταιρείες. β) ...γ) Η διασπώμενη εταιρεία παύει να υπάρχει 2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από τις επωφελούμενες εταιρείες ή κατ’ αυτών, κατά την προβλεπόμενη κατανομή από το σχέδιο σύμβασης διάσπασης της παρ. 2 του άρθρου 82 ή από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 82. χωρίς καμιά ειδικότερη διατύπωση από μέρους των εταιρειών αυτών για τη συνέχιση, χωρίς να επέρχεται βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους". Από τις διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920 προκύπτει ότι σε περίπτωση διασπάσεως ανωνύμου εταιρείας με σύσταση νέων εταιρειών και από το χρονικό σημείο της καταχωρήσεως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της σχετικής εγκριτικής αποφάσεως της διασπάσεως, η μεν διασπώμενη εταιρεία λύεται και παύει να υπάρχει, οι δε επωφελούμενες νέες εταιρείες, κατά το μέρος της περιουσίας, η οποία μεταβιβάζεται σε κάθε μία από αυτές, καθίστανται, ακόμη και έναντι τρίτων, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως χωρίς καμία άλλη περαιτέρω διατύπωση, καθολικοί διάδοχοι αυτής (ΟλΑΠ 12/1999, ΣτΕ 1954/2013, ΑΠ 828/2011, ΑΠ 830/2011, ΑΠ 736/2002). Ακόμη κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της σχετικής εγκριτικής αποφάσεως της διασπάσεως, επί δικών που έχουν αρχίσει με την συμμετοχή της απορροφούμενης εταιρίας, νομιμοποιείται παθητικώς για την απεύθυνση κατ’ αυτής μόνο η απορροφούσα εταιρία ως οιονεί καθολική διάδοχος της απορροφούμενης, αφού η τελευταία έχει παύσει να υπάρχει ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΑΠ 913/2001). Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 ΚΠολΔ η έφεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό : α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Επομένως, δεν προσβάλλονται με έφεση παραδεκτώς μη οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό, ήτοι αποφάσεις που δεν περατώνουν την δίκη. Μη οριστική απόφαση είναι και εκείνη που κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής. Εφόσον ασκηθεί έφεση κατά μη οριστικής απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αυτή είναι απαράδεκτη και το δικαστήριο την απορρίπτει ως τέτοια και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολΔ. Τέλος κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 562 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση ως εκ του χρόνου άσκησης της αίτησης αναίρεσης μετά την 1.1.2016, η οποία αποσκοπεί στο να μην παραμείνει άθικτη απόφαση που εμφανίζει σοβαρό ελάττωμα από το ότι δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος κατ’ εξαίρεση ερευνά και αυτεπαγγέλτως, μεταξύ άλλων, και λόγο αναίρεσης που ιδρύεται από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Με τις από 19-6-2013 (αριθμ. καταθ. .../2013) και από 18-7-2013 (αριθμ. καταθ. .../2013) αγωγές τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ζήτησαν να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα, α) ο ... Συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... Συνεταιρισμός Π.Ε - Ο ..." και β) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", να τους καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το καθένα, το πρώτο από την ιδιότητα του ως αρχικού εργοδότη τους και το δεύτερο, λόγω μεταβίβασης σ’ αυτό της ασκούμενης από το πρώτο επιχείρησης, τα αναφερόμενα στην αγωγή για τον καθένα ποσά, που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές τους και αποζημίωση απόλυσης, βάσει των περιγραφομένων στις αγωγές, καταρτισθεισών μεταξύ αυτών και του πρώτου εναγομένου, εγγράφων συμφωνιών. Οι αγωγές επιδόθηκαν στους ανωτέρω εναγομένους η πρώτη στις 28-6-2013 και η δεύτερη στις 25 και 26-7-2013, αντίστοιχα. Από με τις με αριθμούς .../31-12-2013 αποφάσεις διάσπασης της Αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αττικής, που δημοσιεύθηκαν στις 8-1-2014 στο ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 53/8-1-2014, προκύπτει ότι εγκρίθηκε η διάσπαση της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας σε δύο τμήματα- κλάδους και ο μεν κλάδος εκμετάλλευσης ακινήτων αυτής μεταβιβάστηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...-... ΑΕ", ο δε εμπορικός κλάδος, που ενδιαφέρει στην προκειμένη υπόθεση, μεταβιβάστηκε στην ανώνυμη εταιρεία- με την επωνυμία "... ... Τεχνική Κτηματική Μελετών Εισαγωγών Εξαγωγών ..." με δ.τ, "... ΑΕ", σύμφωνα με τις από 27-12-2013 αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων της διασπώμενης και των επωφελούμενων Α.Ε., κατά τις διατάξεις των άρθρων 81-88 του Κ.Ν 2190/20, τις διατάξεις των άρθρων 1-5 του Ν 2166/1993 και το υπ’ αριθμ. .../30-12-2013 συμβόλαιο διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Κ.. Επομένως, από την ανωτέρω καταχώρηση, ήτοι από 8-1-2014, η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " ..." έπαυσε να υφίσταται ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία " ... ... Τεχνική Κτηματική Μελετών Εισαγωγών Εξαγωγών ...", ως καθολική διάδοχος αυτής κατά το τμήμα που της μεταβιβάστηκε. Μετά από διαδοχικές ματαιώσεις της συζήτησης των αγωγών, με τις από 13-3-2014 δύο κλήσεις των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, που επιδόθηκαν επίσης στα ίδια ως άνω αρχικά εναγόμενα νομικά πρόσωπα, ορίστηκε η συζήτηση αυτών στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για τη δικάσιμο της 4-11-2014. Κατά τη συζήτηση των αγωγών στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (4-11-2014) η αναιρεσείουσα εταιρεία παρέστη, επικαλέστηκε το περιστατικό της διάσπασης και ζήτησε την απόρριψή των αγωγών ως απαραδέκτων, επικουρικά δε προέβαλε τους ισχυρισμούς της κατ’ αυτών (των αγωγών ). Οι ως άνω κλήσεις δεν απευθύνθηκαν ούτε επιδόθηκαν στην νέα επωφελούμενη εταιρεία-αναιρεσείουσα αλλά στην διασπώμενη αρχική δεύτερη εναγομένη (βλ. τις υπ’ αριθ. ...11-6-2014 και .../11-6-2014 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δ. Γ.). Επειδή η νέα επωφελούμενη εταιρεία που προέκυψε από τη διάσπαση καθίσταται πλέον διάδικος στην ανοιγείσα δίκη ως καθολική διάδοχος της αρχικής διαδίκου, κατά τα προδιαληφθέντα, η επίδοση των παραπάνω κλήσεων στην αρχική διάδικο δεύτερη εναγομένη εταιρεία είναι άκυρη. Εν όψει τούτων, οι προκείμενες κλήσεις για συζήτηση των ως άνω αγωγών είναι απαράδεκτες, ως απευθυνόμενες κατ’ ανύπαρκτου νομικού προσώπου, και πρέπει να απορριφθούν και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παραδεκτού τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 1364/2015 απόφασή του 1) κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τη δεύτερη εναγομένη κρίνοντας ότι οι επίδικες από 13-3-2014 κλήσεις, με τις οποίες έγινε η επίσπευση της συζήτησης των ένδικων αγωγών, συνιστούν άκυρες διαδικαστικές πράξεις, ως ασκηθείσες κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου, καθώς η εταιρεία αυτή "...", μετά την κατά τα ανωτέρω διάσπαση της, δεν υφίστατο ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η δε αναιρεσείουσα εταιρεία "... ... Τεχνική Κτηματική Μελετών Εισαγωγών Εξαγωγών ...", είχε υποκατασταθεί αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, ως καθολική διάδοχος αυτής, γεγονός που μπορούσαν να γνωρίζουν οι ενάγοντες λόγω της δημοσίευσης του στο ανωτέρω ΦΕΚ και 2) έκανε δεκτές τις αγωγές κατ’ ουσίαν ως προς τον ερημοδικασθέντα πρώτο εναγόμενο συνεταιρισμό και τον υποχρέωσε να καταβάλει στον καθένα των εναγόντων τα αναφερόμενα ποσά. Κατά της ως άνω 1364/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου οι ενάγοντες άσκησαν την από 29-10-2015 έφεση την οποία απηύθυναν κατά του πρώτου εναγομένου συνεταιρισμού και κατά της αναιρεσείουσας ως καθολικής διαδόχου της δεύτερης αρχικής εναγομένης για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση , ώστε να γίνουν δεκτές στο σύνολο τους οι αγωγές και ως προς την αναιρεσείουσα. Το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε τυπικά παραδεκτή την έφεση, δέχθηκε στη συνέχεια ότι οι ως άνω κλήσεις των αναιρεσιβλήτων ως προς την δεύτερη εναγομένη ,με τις οποίες επισπευδόταν η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν είναι άκυρες και ότι συνεπώς δεν είναι απαράδεκτη η συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού η αναιρεσείουσα παρέστη και δήλωσε ότι παρίσταται ως καθολική διάδοχος αυτής χωρίς να επικαλεστεί οιαδήποτε δικονομική βλάβη, κάνοντας δεκτό κατ’ ουσίαν τον σχετικό λόγο της έφεσης.
Έτσι που έκρινε, το Εφετείο με το να δεχθεί ότι είναι τυπικά παραδεκτή η έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έχει κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, παρά τον νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση. Και τούτο διότι, η 1364/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου είναι μη οριστική και συνεπώς δεν χωρεί κατ’ αυτής έφεση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και γι’ αυτό παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης.
3. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, επιβάλλεται, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να κρατηθεί και να δικαστεί η έφεση κατά της 1364/2015 απόφασης του Πρωτοδικείου ως προς την πρώτη εναγομένη από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί αυτή, ως απαράδεκτη προκειμένου να συνεχισθεί η δίκη στο Πρωτοδικείο. Τέλος πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 179 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 38/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς την δεύτερη εναγομένη.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 29-10-2015 με αριθμό κατάθ. .../30-10-2015 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της 1364/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την δεύτερη εναγομένη.
Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Διάσπαση ανώνυμης εταιρείας. Έννοια και συνέπειες της διάσπασης. Από το χρονικό σημείο της καταχωρήσεω | Κλήτευση | Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης, Κλήτευση . | 1 |
Αριθμός 329/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)", για το οποίο τη δίκη συνεχίζει, ως καθολικός διάδοχος, το καλούν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής" (1η Δ.Υ.Π.Ε. Αττικής), που εδρεύει στην Aθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Μουζουράκη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Ν. Α. του Μ. 2)Α. Α. του Κ., 3)Η. Η. του Σ., 4)Γ. Κ. του Π., 5)Π. Κ. του Β., 6)Ι. Κ. του Λ., 7)Ι. Λ. του Κ., 8)Δ. Λ. του Θ., 9)Κ. Ν. του Ε., 10)Ι. Π. του Π., 11)Δ. Π. του Γ., 12)Γ. Π. του Ι., 13)Γ. Π. του Π., 14)Α. Π. του Κ., 15)Αλεξάνδρου Σ. του Π., 16)Ε. Σ. - Π. του Α., και 17)Φ. Σ. του Θ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2003 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 996/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 2347/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το ΙΚΑ ΕΤΑΜ με την από 22/1/2007 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 884/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Η υπόθεση επαναφέρεται με την από 17/12/2015 κλήση του καλούντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ως προς τους καθών η κλήση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το καλούν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 7/1/2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-1-2007 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2347/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων κατά της 996/2004 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οι συμβάσεις, που έχουν συνάψει οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΝΔ 104/1972, έχουν το χαρακτήρα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 16-6-1993. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). Ήδη η υπόθεση φέρεται για συζήτηση με την από 17-12-2015 κλήση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής" (1η ΔΥΠΕ Αττικής), ως καθολικού διαδόχου του αναιρεσείοντος, για τους μεταφερθέντες εκ των αναιρεσιβλήτων σ' αυτό. 1). Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Περαιτέρω με το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 4305/31-10-2014, μετά το άρθρο 6 του Νομοθετικού Διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος Δικών του Δημοσίου" προστέθηκε άρθρο 6Α ως εξής: "Άρθρο 6Α. 1. Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. κάθε ενδίκου βοηθήματος και ενδίκου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να γίνει: α) στους αντιδίκους του ή τον αντίκλητο τους, β) στον δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα, κατά τις κείμενες διατάξεις, διεύθυνση τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, έκτος εάν ο διάδικος, κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή την έδρα του Ν.Π.Δ.Δ., το διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος οφείλει να παραδίδει αμελλητί το επιδιδόμενο έγγραφο. Επιδόσεις που έχουν διενεργηθεί κατά τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια θεωρούνται νόμιμες και για εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για επιδόσεις που διενεργούνται, κατ` εφαρμογή κείμενων διατάξεων, από τη Γραμματεία οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές". Ως δικηγόρος του διαδίκου, στον οποίο μπορεί εγκύρως να γίνει επίδοση, κατά τη σαφή έννοια της ως άνω διατάξεως, θεωρείται εκείνος ο οποίος εκπροσώπησε τον διάδικο στην τελευταία συζήτηση που εκπροσωπήθηκε αυτός από δικηγόρο ή υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό του, υπογεγραμμένο από δικηγόρο, κατά την διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, εφόσον ο δικηγόρος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί κατά τον αναφερόμενο στην διάταξη αυτή τρόπο (ΑΠ 620/2017, ΑΠ 789/2017, ΑΠ 405/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης αυτής (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής : α) Προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προσδιορίστηκε δικάσιμος η 18η -1-2011 και μετ' αναβολή από το πινάκιο η 13η -12-2011. Επ' αυτής εκδόθηκε η 884/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, γιατί οι αναιρεσίβλητοι δεν παρέστησαν νόμιμα. β) Με την από 1-10-2013 κλήση των αναιρεσιβλήτων με πράξη ορισμού δικασίμου προσδιορίστηκε δικάσιμος για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης η 28η -1-2014, η οποία ματαιώθηκε. Το δικόγραφο αυτό της κλήσης των αναιρεσιβλήτων στον Άρειο Πάγο, είχε υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους ο δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνος Ζιάγκος. γ) Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από το ήδη καλούν ΝΠΔΔ (1η ΔΥΠΕ Αττικής), επίσημο αντίγραφο της ως άνω κλήσης των αναιρεσιβλήτων με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 28ης-1-2014, κάτω από το οποίο υπάρχει παραγγελία προς επίδοση αυτής από τον υπογράφοντα την κλήση ως πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Κωνσταντίνο Ζιάγκο και στο οποίο υπάρχει η κατά το άρθρο 139 παρ 3 ΚΠολΔ σημείωση του ενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή Γ. Ξ. (έκθεση επιδόσεως δεν προσκομίζεται, ούτε γίνεται επίκληση της), προκύπτει ότι το δικόγραφο της κλήσης αυτής επιδόθηκε στο αναιρεσείον ΙΚΑ - ΕΤΑΜ την 1η-11-2013. Μάλιστα στο ίδιο αντίγραφο της κλήσης υπάρχει και πράξη παραλαβής του αναιρεσείοντος την 1η -11-2013 με αριθμ. πρωτ. …/1-11-2013. δ) Με την από 27-12-2015 κλήση του ήδη καλούντος με την κάτω απ` αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου προσδιορίστηκε δικάσιμος για συζήτηση της υποθέσεως η 31η -5-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε από το πινάκιο η συζήτηση για την δικάσιμο της 14ης -2-2017 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (26ης-9-2017). Και ε) Από την υπ' αριθμ. …/29-3-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Κ. προκύπτει ότι, με επιμέλεια του ήδη καλούντος, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ακριβές αντίγραφο της άνω κλήσης του με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 31ης -5-2016, στον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Ζιάγκο, ο οποίος, είχε υπογράψει ως δικηγόρος το τελευταίο ως άνω δικόγραφο της κλήσης που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων στον Άρειο Πάγο, κατά την διαδικαστική πορεία της υποθέσεως. Ο εν λόγω δικηγόρος δεν προκύπτει ότι αντικαταστάθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα είναι αυτός που έδωσε την παραγγελία για λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων προς επίδοση του προαναφερθέντος δικογράφου της κλήσης στο αναιρεσείον (βλ. σχετική παραγγελία κάτω από το επιδοθέν στο αναιρεσείον αντίγραφο της κλήσης ) και συνεπώς είναι αντίκλητός τους για την επίδοση στην παρούσα δίκη. Επομένως, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση και εφόσον για την παρούσα δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 του ΚΠολΔ), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
2) Το άρθρο 1 του ν. 119/1975 "Περί µονιµοποιήσεως των ιατρών του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.λπ." (ΦΕΚ Α` 172) ορίζεται ότι: "1. Το µόνιµον Ιατρικόν Προσωπικόν του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελείται: α) Εξ Ιατρών θεραπευτών ... 2. Το περί ων η προηγουµένη παράγραφος προσωπικόν κατατάσσεται εις θέσεις μισθολογικής κλίµακος αντιστοίχου της βαθµίδος των µονίµων διοικητικών υπαλλήλων του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ....". Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν.δ. 1204/1972, προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νοµοθεσία του Ι.Κ.Α. οι ασφαλισµένοι σ` αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισµένου, από κατάλογο που καταρτίζει το Ίδρυµα, ο οποίος περιλαµβάνει ιατρούς που ασκούν νόµιµα το επάγγελµά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Σαν τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεράποντες ιατροί του ιδρύµατος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του ίδιου ν. δ/τος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν.δ/τος, η σχέση των θεραπόντων ιατρών µε το Ι.Κ.Α., µη συνιστώσα σχέση ή σύµβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόµου αυτού, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το ΙΚΑ, του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ο δε χρόνος παροχής απ` αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο Ίδρυµα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ίδιου ν.δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων, καθώς και οι κατ` άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται µε το ΙΚΑ µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του ιδίου ν. δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή άλλοι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρµογή των άρθρων 2, 8 και 9 αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συµβάσεων µε θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, µε αµοιβή οριζόµενη είτε αναλόγως του αριθµού των δικαιούχων, είτε άλλως πως, χωρίς περιορισµό από τις περί αµοιβής των ιατρών διατάξεις, οι ειδικές δε αυτές συµβάσεις, µη συνιστώσες σχέσεις ή συµβάσεις εργασίας, µπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε µετά μηνιαία προειδοποίηση και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω ν. δ/τος, σύµφωνα µε το άρθρο 5 αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθµιση μισθολογικών θεµάτων γιατρών ΙΚΑ µε σύµβαση κλπ" ορίζει: Στην παράγραφο 1, ότι οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί µε σύµβαση ορισµένου ή αορίστου χρόνου ή µε ειδική σύµβαση, σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις, εξοµοιώνονται μισθολογικά µε τους µόνιµους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύµατος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη τους. Στην παράγραφο 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήµατα που ισχύουν για τους µόνιµους ιατρούς του ΙΚΑ, στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 3, ότι στις παραπάνω ρυθµίσεις δεν υπάγονται : α) οι µε ειδική σύµβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δηµοσίου, β) οι µε ειδική σύµβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζηµίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθµιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν µε αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθµιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α` και β` εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Τέλος, στην παράγραφο 4 ορίζεται, ότι για τους προσλαµβανόµενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύµφωνα µε το άρθρο 10 του ν. δ/τος 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ` εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληµατικές, άγονες και παραµεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφεροµένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισµό της αποζηµίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η µε το ΙΚΑ σχέση των ιατρών που προσλήφθηκαν σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972 είναι εκείνη της ειδικής σύµβασης εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, η δε γενοµένη µε το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξοµοίωση µε τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ, που συνδέονται µε αυτό µε σχέση δηµοσίου δικαίου, δεν µετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής µε το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000, ΟλΑΠ 22/2007, ΑΠ 121/2016, ΑΠ 284/2015, ΑΠ 7/2014). Έτσι οι συμβάσεις των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1972 εξακολουθούν να είναι ειδικές συμβάσεις εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ( ΑΠ 7/2014). Εφαρµογή στις συµβάσεις αυτές έχει η διάταξη που εξακολουθεί να ισχύει, επειδή δεν καταργήθηκε, και µετά την ισχύ του ν. 2150/1993, του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, κατά την οποία οι εν λόγω συµβάσεις καταγγέλλονται οποτεδήποτε µετά από προειδοποίηση ενός µηνός. Μετά την παραπάνω απόφαση του ΑΕΔ 5/2000 ψηφίστηκε και δηµοσιεύτηκε ο ν. 3232/12-2-2004, ο οποίος µε τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ` όρισε ότι "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συµβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συµβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου". Όµως η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, που φέρεται ότι ερµηνεύεται, είναι σαφής, καθόσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει µε ειδικές συµβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων µε το ΙΚΑ, αφού προβλέπει ρητά ότι οι ειδικές αυτές συµβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συµβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγµατι ερµηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερµηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν µπορεί να έχει εδώ αναδροµική ισχύ, σύµφωνα µε το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγµατος, όπως αναθεωρήθηκε µε το ψήφισµα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στην µεν παράγραφο 1 αυτού ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόµων ανήκει στη νοµοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφό του 2 ότι νόµος που δεν είναι πράγµατι ερµηνευτικός ισχύει µόνο από τη δηµοσίευσή του (Ολ ΑΠ 22/2007, ΑΠ 284/2015). Περαιτέρω από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 2150/1993 (16.6.93) οι ήδη υπηρετούντες στο ΙΚΑ γιατροί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 3 περ. α' και β' και της παρ. 4 εδ. β' του ν. 2150/1993, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές του ΙΚΑ (ΑΠ 121/2016). Το γεγονός ότι η γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση των προσληφθέντων με το καθεστώς του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 γιατρών στο ΙΚΑ με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ από ειδική σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου(ΑΠ 121/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ) Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής : Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι- καθών η κλήση), οι οποίοι είναι γιατροί με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, συνήψαν, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.Δ. 1204/1972, με τους Διευθυντές των Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ διαφόρων περιοχών της Αττικής και άλλων πόλεων της Ελλάδας, σε εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του Διοικητή του εναγομένου ΝΠΔΔ "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ- ΕΤΑΜ)", έγγραφες "ειδικές συμβάσεις (έργου)" αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν ιατρική περίθαλψη στους ασθενείς ασφαλισμένους στο ΙΚΑ της ειδικότητας του ο καθένας, κατά τις αναφερόμενες στη σύμβαση ώρες στα ιατρεία των Υγειονομικών Μονάδων ΙΚΑ και με τις αναφερόμενες στις συμβάσεις μηνιαίες αμοιβές, ανεξαρτήτως του αριθμού των περιστατικών. Όλοι οι ενάγοντες παρέχουν τις ιατρικές φροντίδες της ειδικότητας τους, στους ασφαλισμένους ασθενείς του Ιδρύματος, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου. Το εναγόμενο μετά την ισχύ του νόμου 2150/1993, εξομοίωσε τους ενάγοντες που υπηρετούσαν με ειδικές συμβάσεις μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές γιατρούς του Ιδρύματος και υπολόγισε για τη μισθολογική εξέλιξη τους το χρόνο υπηρεσίας τους στο Ι.Κ.Α. (άρθρο 18 παρ. 1) και τους ενέταξε αναλόγως της υπηρεσίας τους αυτής σε μισθολογικά κλιμάκια. Επομένως αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τις παραπάνω ειδικότητες στους ασφαλισμένους ασθενείς του Ιδρύματος στα παραπάνω καταστήματα του ΙΚΑ, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου , μετά δε την ισχύ του νόμου 2150/1993 (16-6-1993) λαμβάνουν τις αποδοχές και έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μόνιμων γιατρών του Ιδρύματος (ωράριο, συνθήκες εργασίας κ.λ.π.).
Συνεπώς οι συμβάσεις αυτές, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις των παραγράφων 3 α' και β' και 4 περ. β' του ν. 2150/1993 για τις οποίες το εργασιακό καθεστώς ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972, έχουν το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για μεν τους προσληφθέντες προ της 16-6-1993, από την 16-6-1993, ήτοι από της ισχύος του νόμου 2150/1993, οι δε προσληφθέντες μετά την 16-6-1993, από την πρόσληψή τους. Επομένως οι ενάγοντες έχουν έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί ότι η σχέση που τους συνδέει με το εναγόμενο είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη την κρινόμενη αγωγή των εναγόντων, έκανε δεκτή κατ' ουσία την από 30-10-2003 αγωγή. Με την κρίση του αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972., καθόσον οι συμβάσεις των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1972 εξακολουθούν να είναι ειδικές συμβάσεις εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ,γι' αυτό και η έρευνα του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. 3) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση>>. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προεκτεθέντα η ένδικη αξίωση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, και γι' αυτό, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, επιβάλλεται, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί η έφεση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων. Και αυτό, διότι, εφόσον η έφεση ασκήθηκε από τους ενάγοντες-αναιρεσιβλήτους και με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή τους ως απαράδεκτη, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή η έφεση και απορριπτόταν η αγωγή ως μη νόμιμη, τότε θα γινόταν χειρότερη η θέση τους (άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 179 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. υπ' αριθμ. 2347/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση
Απορρίπτει την έφεση. Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Σε δίκες Δημοσίου ή ΝΠΔΔ οι επιδόσεις από αυτά γίνονται στους αντιδίκους του ή στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό τους. Ιατροί ΙΚΑ. Προσλήψεις αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 10 του v. 1204/1972. Πρόκειται για ειδικές συμβάσεις εργασίας (και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), που διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Λόγοι αναίρεσης: Παραίτηση του άρθρου 559 αρ. 1. Δεκτός, αφού η ως άνω σύμβαση δεν αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη. Αναιρεί και απορρίπτει αγωγή. | Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας | Επίδοση εγγράφου , Ιατροί, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. | 0 |
Αριθμός 330/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)", για το οποίο, σύμφωνα με το 11/2016 πρακτικό του δικαστηρίου τούτου, τη δίκη συνεχίζει, ως καθολικός διάδοχος, το καλούν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας" (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ολυμπία Παναγιωτοπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Ι. Α., του Α., κατοίκου ..., 2)Χ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 3)Χ. Α. του Δ., κατοίκου ..., 4)Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 5)Δ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 6)Ε. Γ. του Β., κατοίκου ..., 7)Γ. Θ. του Σ., κατοίκου ..., 8)Μαρίας Κ. του Ν., κατοίκου ..., 9)Α. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 10)Ν. Μ. του Ζ., 11)Σ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 12)Έ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., 13)Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 14)Θ. Π. του Π., κατοίκου ..., 15)Γ. Π. του Κ., κατοίκου ..., 16)Σ. Ρ. του Π., κατοίκου ..., 17)Ι. Σ. του Ε., κατοίκου ..., και 18)Π. Φ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2003 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 996/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 2347/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το ΙΚΑ ΕΤΑΜ με την από 22/1/2007 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 884/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Η υπόθεση επαναφέρεται με την από 25/8/2015 κλήση του καλούντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ως προς τους καθών η κλήση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το καλούν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 7/1/2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-1-2007 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2347/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων κατά της 996/2004 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οι συμβάσεις, που έχουν συνάψει οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΝΔ 104/1972, έχουν το χαρακτήρα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 16-6-1993. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). Ήδη η υπόθεση φέρεται για συζήτηση με την από 25-8-2015 κλήση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας" (ΕΟΠΥΥ), ως καθολικού διαδόχου του αναιρεσείοντος, για τους μεταφερθέντες εκ των αναιρεσιβλήτων σ' αυτό. 1). Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Περαιτέρω με το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 4305/31-10-2014, μετά το άρθρο 6 του Νομοθετικού Διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος Δικών του Δημοσίου" προστέθηκε άρθρο 6Α ως εξής: "Άρθρο 6Α. 1. Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. κάθε ενδίκου βοηθήματος και ενδίκου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να γίνει: α) στους αντιδίκους του ή τον αντίκλητο τους, β) στον δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα, κατά τις κείμενες διατάξεις, διεύθυνση τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, έκτος εάν ο διάδικος, κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή την έδρα του Ν.Π.Δ.Δ., το διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος οφείλει να παραδίδει αμελλητί το επιδιδόμενο έγγραφο. Επιδόσεις που έχουν διενεργηθεί κατά τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια θεωρούνται νόμιμες και για εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για επιδόσεις που διενεργούνται, κατ` εφαρμογή κείμενων διατάξεων, από τη Γραμματεία οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές". Ως δικηγόρος του διαδίκου, στον οποίο μπορεί εγκύρως να γίνει επίδοση, κατά τη σαφή έννοια της ως άνω διατάξεως, θεωρείται εκείνος ο οποίος εκπροσώπησε τον διάδικο στην τελευταία συζήτηση που εκπροσωπήθηκε αυτός από δικηγόρο ή υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό του, υπογεγραμμένο από δικηγόρο, κατά την διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, εφόσον ο δικηγόρος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί κατά τον αναφερόμενο στην διάταξη αυτή τρόπο (ΑΠ 789/2017 ΑΠ 620/2017, ΑΠ 405/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης αυτής (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής : α) Προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προσδιορίστηκε δικάσιμος η 18η -1-2011 και μετ' αναβολή από το πινάκιο η 13η -12-2011. Επ' αυτής εκδόθηκε η 884/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, γιατί οι αναιρεσίβλητοι δεν παρέστησαν νόμιμα. β) Με την από 1-10-2013 κλήση των αναιρεσιβλήτων με πράξη ορισμού δικασίμου προσδιορίστηκε δικάσιμος για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης η 28η -1-2014, η οποία ματαιώθηκε. Το δικόγραφο αυτό της κλήσης των αναιρεσιβλήτων στον Άρειο Πάγο, είχε υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους ο δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνος Ζιάγκος. γ) Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από το ήδη καλούν ΝΠΔΔ (ΕΟΠΥΥ), επίσημο αντίγραφο της ως άνω κλήσης των αναιρεσιβλήτων με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 28ης -1-2014, κάτω από το οποίο υπάρχει παραγγελία προς επίδοση αυτής από τον υπογράφοντα την κλήση ως πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Κωνσταντίνο Ζιάγκο και στο οποίο υπάρχει η κατά το άρθρο 139 παρ 3 ΚΠολΔ σημείωση του ενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή Γ. Ξ. (έκθεση επιδόσεως δεν προσκομίζεται, ούτε γίνεται επίκληση της), προκύπτει ότι η κλήση αυτή επιδόθηκε στο αναιρεσείον ΙΚΑ - ΕΤΑΜ την 1η -11-2013. Μάλιστα στο ίδιο αντίγραφο της κλήσης υπάρχει και πράξη παραλαβής του αναιρεσείοντος την 1η -11-2013 με αριθμ. πρωτ. .../1-11-2013. δ) Με την από 25-8-2015 κλήση του ήδη καλούντος με την κάτω απ` αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου προσδιορίστηκε δικάσιμος για συζήτηση της υποθέσεως η 23η -2-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε από το πινάκιο η συζήτηση για την δικάσιμο της 31ης-5-2016, ακολούθως για τη δικάσιμο της 14ης -2-2017 και τέλος για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (26ης-9-2017). Και ε) Από την υπ' αριθμ. ...'/13-11-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Ζ. προκύπτει ότι, με επιμέλεια του ήδη καλούντος, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ακριβές αντίγραφο της άνω κλήσης του με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της της 23ης -2-2016, στον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Ζιάγκο, ο οποίος, είχε υπογράψει ως δικηγόρος το τελευταίο ως άνω δικόγραφο της κλήσης που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων στον Άρειο Πάγο, κατά την διαδικαστική πορεία της υποθέσεως. Ο εν λόγω δικηγόρος δεν προκύπτει ότι αντικαταστάθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα είναι αυτός που έδωσε την παραγγελία για λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων προς επίδοση του προαναφερθέντος δικογράφου της κλήσης στο αναιρεσείον (βλ. σχετική παραγγελία κάτω από το επιδοθέν στο αναιρεσείον αντίγραφο της κλήσης ) και συνεπώς είναι αντίκλητός τους για την επίδοση στην παρούσα δίκη. Επομένως, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση και εφόσον για την παρούσα δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 του ΚΠολΔ), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
2) Στο άρθρο 1 του ν. 119/1975 "Περί µονιµοποιήσεως των ιατρών του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.λπ." (ΦΕΚ Α` 172) ορίζεται ότι: "1. Το µόνιµον Ιατρικόν Προσωπικόν του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελείται: α) Εξ Ιατρών θεραπευτών ... 2. Το περί ων η προηγουµένη παράγραφος προσωπικόν κατατάσσεται εις θέσεις μισθολογικής κλίµακος αντιστοίχου της βαθµίδος των µονίµων διοικητικών υπαλλήλων του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ....". Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν.δ. 1204/1972, προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νοµοθεσία του Ι.Κ.Α. οι ασφαλισµένοι σ` αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισµένου, από κατάλογο που καταρτίζει το Ίδρυµα, ο οποίος περιλαµβάνει ιατρούς που ασκούν νόµιµα το επάγγελµά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Σαν τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεράποντες ιατροί του ιδρύµατος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του ίδιου ν. δ/τος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν.δ/τος, η σχέση των θεραπόντων ιατρών µε το Ι.Κ.Α., µη συνιστώσα σχέση ή σύµβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόµου αυτού, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το ΙΚΑ, του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ο δε χρόνος παροχής απ` αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο Ίδρυµα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ίδιου ν.δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων, καθώς και οι κατ` άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται µε το ΙΚΑ µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του ιδίου ν. δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή άλλοι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρµογή των άρθρων 2, 8 και 9 αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συµβάσεων µε θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, µε αµοιβή οριζόµενη είτε αναλόγως του αριθµού των δικαιούχων, είτε άλλως πως, χωρίς περιορισµό από τις περί αµοιβής των ιατρών διατάξεις, οι ειδικές δε αυτές συµβάσεις, µη συνιστώσες σχέσεις ή συµβάσεις εργασίας, µπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε µετά μηνιαία προειδοποίηση και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω ν. δ/τος, σύµφωνα µε το άρθρο 5 αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθµιση μισθολογικών θεµάτων γιατρών ΙΚΑ µε σύµβαση κλπ" ορίζει: Στην παράγραφο 1, ότι οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί µε σύµβαση ορισµένου ή αορίστου χρόνου ή µε ειδική σύµβαση, σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις, εξοµοιώνονται μισθολογικά µε τους µόνιµους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύµατος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη τους. Στην παράγραφο 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήµατα που ισχύουν για τους µόνιµους ιατρούς του ΙΚΑ, στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 3, ότι στις παραπάνω ρυθµίσεις δεν υπάγονται : α) οι µε ειδική σύµβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δηµοσίου, β) οι µε ειδική σύµβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζηµίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθµιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν µε αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθµιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α` και β` εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Τέλος, στην παράγραφο 4 ορίζεται, ότι για τους προσλαµβανόµενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύµφωνα µε το άρθρο 10 του ν. δ/τος 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ` εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληµατικές, άγονες και παραµεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφεροµένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισµό της αποζηµίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η µε το ΙΚΑ σχέση των ιατρών που προσλήφθηκαν σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972 είναι εκείνη της ειδικής σύµβασης εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, η δε γενοµένη µε το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξοµοίωση µε τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ, που συνδέονται µε αυτό µε σχέση δηµοσίου δικαίου, δεν µετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής µε το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000, ΟλΑΠ 22/2007, ΑΠ 121/2016, ΑΠ 284/2015, ΑΠ 7/2014). Έτσι οι συμβάσεις των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1972 εξακολουθούν να είναι ειδικές συμβάσεις εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ( ΑΠ 7/2014) . Εφαρµογή στις συµβάσεις αυτές έχει η διάταξη που εξακολουθεί να ισχύει, επειδή δεν καταργήθηκε, και µετά την ισχύ του ν. 2150/1993, του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, κατά την οποία οι εν λόγω συµβάσεις καταγγέλλονται οποτεδήποτε µετά από προειδοποίηση ενός µηνός. Μετά την παραπάνω απόφαση του ΑΕΔ 5/2000 ψηφίστηκε και δηµοσιεύτηκε ο ν. 3232/12-2-2004, ο οποίος µε τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ` όρισε ότι << Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συµβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συµβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου>>. Όµως η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, που φέρεται ότι ερµηνεύεται, είναι σαφής, καθόσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει µε ειδικές συµβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων µε το ΙΚΑ, αφού προβλέπει ρητά ότι οι ειδικές αυτές συµβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συµβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγµατι ερµηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερµηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν µπορεί να έχει εδώ αναδροµική ισχύ, σύµφωνα µε το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγµατος, όπως αναθεωρήθηκε µε το ψήφισµα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στην µεν παράγραφο 1 αυτού ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόµων ανήκει στη νοµοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφό του 2 ότι νόµος που δεν είναι πράγµατι ερµηνευτικός ισχύει µόνο από τη δηµοσίευσή του (Ολ ΑΠ 22/2007, ΑΠ 284/2015). Περαιτέρω από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 2150/1993 (16.6.93) οι ήδη υπηρετούντες στο ΙΚΑ γιατροί, όπως και οι στο εξής προσλαμβανόμενοι με την ειδική σύμβαση του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972, εφόσον δεν υπάγονται στις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις της παρ. 3 περ. α' και β' και της παρ. 4 εδ. β' του ν. 2150/1993, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές του ΙΚΑ (ΑΠ 121/2016). Το γεγονός ότι η γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση των προσληφθέντων με το καθεστώς του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 γιατρών στο ΙΚΑ με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ από ειδική σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 121/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ) Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής : Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι-καθών η κλήση), οι οποίοι είναι γιατροί με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, συνήψαν, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.Δ. 1204/1972, με τους Διευθυντές των Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ διαφόρων περιοχών της Αττικής και άλλων πόλεων της Ελλάδας, σε εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του Διοικητή του εναγομένου ΝΠΔΔ <<Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ- ΕΤΑΜ)>>, έγγραφες <<ειδικές συμβάσεις (έργου)>> αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν ιατρική περίθαλψη στους ασθενείς ασφαλισμένους στο ΙΚΑ της ειδικότητας του ο καθένας, κατά τις αναφερόμενες στη σύμβαση ώρες στα ιατρεία των Υγειονομικών Μονάδων ΙΚΑ και με τις αναφερόμενες στις συμβάσεις μηνιαίες αμοιβές, ανεξαρτήτως του αριθμού των περιστατικών. Όλοι οι ενάγοντες παρέχουν τις ιατρικές φροντίδες της ειδικότητας τους, στους ασφαλισμένους ασθενείς του Ιδρύματος, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου. Το εναγόμενο μετά την ισχύ του νόμου 2150/1993, εξομοίωσε τους ενάγοντες που υπηρετούσαν με ειδικές συμβάσεις μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές γιατρούς του Ιδρύματος και υπολόγισε για τη μισθολογική εξέλιξη τους το χρόνο υπηρεσίας τους στο Ι.Κ.Α. (άρθρο 18 παρ. 1) και τους ενέταξε αναλόγως της υπηρεσίας τους αυτής σε μισθολογικά κλιμάκια. Επομένως αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τις παραπάνω ειδικότητες στους ασφαλισμένους ασθενείς του Ιδρύματος στα παραπάνω καταστήματα του ΙΚΑ, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου , μετά δε την ισχύ του νόμου 2150/1993 (16-6-1993) λαμβάνουν τις αποδοχές και έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μόνιμων γιατρών του Ιδρύματος (ωράριο, συνθήκες εργασίας κ.λ.π.).
Συνεπώς οι συμβάσεις αυτές, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις των παραγράφων 3 α' και β' και 4 περ. β' του ν. 2150/1993 για τις οποίες το εργασιακό καθεστώς ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972, έχουν το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για μεν τους προσληφθέντες προ της 16-6-1993, από την 16-6-1993, ήτοι από της ισχύος του νόμου 2150/1993, οι δε προσληφθέντες μετά την 16-6-1993, από την πρόσληψή τους. Επομένως οι ενάγοντες έχουν έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί ότι η σχέση που τους συνδέει με το εναγόμενο είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη την από 30-10-2003 κρινόμενη αγωγή των εναγόντων, έκανε δεκτή κατ' ουσία την αγωγή. Με την κρίση του αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972., καθόσον οι συμβάσεις των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1972 εξακολουθούν να είναι ειδικές συμβάσεις εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ,γι' αυτό και η έρευνα του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω , κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση>>. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προεκτεθέντα η ένδικη αξίωση των εναγόντων -αναιρεσιβλήτων είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, και γι' αυτό, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, επιβάλλεται, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί η έφεση των εναγόντων -αναιρεσιβλήτων. Και αυτό, διότι, εφόσον η έφεση ασκήθηκε από τους ενάγοντες-αναιρεσιβλήτους και με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή τους ως απαράδεκτη, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή η έφεση και απορριπτόταν η αγωγή ως μη νόμιμη, τότε θα γινόταν χειρότερη η θέση τους (άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 179 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. υπ' αριθμ. 2347/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση
Απορρίπτει την έφεση. Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Σε δίκες Δημοσίου ή ΝΠΔΔ οι επιδόσεις από αυτά γίνονται στους αντιδίκους του ή στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό τους. Ιατροί ΙΚΑ. Προσλήψεις αυτών στο ΙΚΑ σύμφωνα με τα άρθρα 10 του ν. 1204/1972. Πρόκειται για ειδικές συμβάσεις εργασίας (και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), που διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος. Λόγοι αναίρεσης: Παραίτηση του άρθρου 559 αρ. 1. Δεκτός, αφού η ως άνω σύμβαση δεν αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη. Αναιρεί και απορρίπτει αγωγή | Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας | Επίδοση εγγράφου , Ιατροί, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. | 0 |
Αριθμός 335/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "..." (..., που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μαραγκού, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ζ. Α., 2)Μ. Γ., 3)Π. Γ., 4)Ε. Γ., 5)Ε. Δ. - Κ., 6)Σ. Ζ., 7)Φ. Θ., 8)Δ. Κ., 9)Ά. Κ., 10)Μ. Κ., 11)Β. Κ., 12)Ε. Ρ. - Π., 13)Μ. Σ., 14)Ά. Γ., 15)Ε. Μ., 16)Π. Κ., 17)Ά. Μ., 18)Μ. Δ., 19)Π. Σ. 20)Σ. Κ., 21)Ε. Λ., 22)Β. Α. - Χ., 23)Κ. Α., 24)Κ. Κ., 25)Γ. Κ., 26)Δ. Κ., 27)Α. Π., 28)Θ. Τ., 29)Κ. Τ., 30)Ζ. Γ., 31)Ι. Γ., 32)Κ. Κ., 33)Σ. Κ., 34)Θ. Κ., 35)Χ. Σ., 36)Κ. Π., 37)Κ. Ν., 38)Α. Α., 39)Α. Α., 40)Θ. Α., 41)Σ. Ζ., 42)Π. Ζ., 43)Ε. Κ., 44)Ν. Κ., 45)Γ. Κ., 46)Ι. Κ., 47)Κ. Λ., 48)Θ. Μ., 49)Ι. Μ., 50)Ι. Μ., 51)Ε. Μ., 52)Γ. Μ., 53)Π. Ν., 54)Μ. Ν., 55)Γ. Π., 56)Η. Ρ., 57)Π. Σ., 58)Δ. Σ., 59)Π. Σ., 60)Ε. Σ., 61)Ι. Σ., 62)Α. Σ., 63)Ε. Τ., 64)Β. Τ., 65)Χ. Τ., 66)Α. Τ., 67)Α. Τ., 68)Μ. Γ., 69)Ε. Ι., 70)Α. Κ., 71)Ε. Κ., 72)Α. Κ., 73)Ε. Κ., 74)Ε. Κ., 75)Α. - Π. Λ., 76)Ν. Λ., 77)Κ. Μ., 78)Χ. Μ., 79)Α. Μ., 80)Χ. Ν., 81)Γ. Ν., 82)Μ. Ξ., 83)Μ. Π., 84)Σ. Π., 85)Ι. Π., 86)Μ. Ρ., 87)Σ. Σ., 88)Ι. Σ., 89)Μ. Σ., 90)Β. Σ., 91)Σ. Τ., 92)Ε. Τ., 93)Ν. Φ., απάντων κατοίκων .... Οι 4η, 6η, 8η, 10η, 19η, 20η, 21η, 26ου, 27ου, 32ου, 34ου, 36ου, 37ου, 42ου, 48η, 50η, 55ος, 66ος, 75η, 79η και 81η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπείται νόμιμα και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Σ., ο οποίος δήλωσε τα εξής: Ι)η (19η) Π. Σ., έχει αποβιώσει και η σχετική δήλωση έχει γίνει στο Πρωτοδικείο, τη δίκη συνεχίζουν οι α)Χ. Θ., )Α. - Μ. Θ. και )Φ. Θ.,
ΙΙ) η (22η) Β. Α. - Χ. και )Π. Χ. του Ι., )Κ. Χ. του Π. και )Α. Χ. του Π., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο και
ΙΙΙ)η καταχωρημένη με αριθμούς 49η και 50η αναιρεσίβλητη είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Σημειώνεται ότι ο ως άνω δικηγόρος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/6/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1529/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1240/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την από 6/7/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 6-7-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1240/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν αντιθέτων εφέσεων κατά της 1529/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "..., στο οποίο εργάζονταν οι ενάγοντες με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ή με συμβάσεις έργου να καταβάλει στον καθένα τους το αναφερόμενο ποσό ως αποζημίωση για τις δαπάνες που έκαναν οι ίδιοι για την αγορά ειδών ατομικής προστασίας και υγιεινής για τα έτη 2004 έως και 2006. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν οι εφέσεις. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ο ίδιος ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση της αναίρεσης με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν αυτός παρών, υπό την επιφύλαξη του ότι η από αυτόν επίσπευση της συζήτησης είχε λάβει χώρα εγκύρως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ενώ κατά το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Τέλος το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του ως άνω άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ που καθιερώνει την αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι (ΟλΑΠ 39/2005), προκύπτει ότι εάν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση απουσιάζει ή παρίσταται αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, αυτός θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση αυτού με την οποία εμφανίζεται ως επιμελούμενος τη συζήτηση, με αποτέλεσμα να μην χωρεί εφαρμογή της τελευταίας διάταξης για συζήτηση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003, ΟλΑΠ 9/1992). Στη περίπτωση αυτή, εάν δεν προκύπτει άλλοθεν κλήτευση του απολιπομένου ή μη προσηκόντως παρισταμένου διαδίκου, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς αυτόν (ΑΠ 1374/2017, ΑΠ 526/2016, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 453/2011, ΑΠ 340/2011). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.3 εδ. β του ιδίου Κώδικα, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στη προκειμένη περίπτωση η επίσπευση της συζήτησης της ένδικης από 6-7-2016 αίτησης του άνω ΝΠΔΔ κατά της 1240/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23ης Μαΐου 2017, κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (14 Νοεμβρίου 2017), έλαβε χώρα με επιμέλεια όλων των αναιρεσιβλήτων, ενενήντα τριών (93) τον αριθμό, όπως προκύπτει από την ... 14-3-2017 έκθεση επίδοσης αυτών με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23ης Μαΐου 2017 προς το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, την οποία συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Γ. και επικαλούνται με τις προτάσεις των και προσκομίζουν οι κατά τη συζήτηση παριστάμενοι αναιρεσίβλητοι. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω μετ’ αναβολή δικάσιμο της 14ης Νοεμβρίου 2017, εκπροσωπήθηκαν όλοι οι αναιρεσίβλητοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Σ. με δήλωση του τελευταίου, πλην των Γ. Ε. (4), Ζ. Σ. (6ης), Κ. Δ. (8ης), Κ. Μ. (10ης), Κ. Σ. (20ης), Λ. Ε. (21ης), Κ. Δ. (26ου), Π. Α. (27ου), Κ. Κ. (32ου), Κ. Θ. (34ου), Π. Κ. (36ου), Ν. Κ. (37ου), Ζ. Π. (42ου), Μ. Θ. (48ου), Π. Γ. (55ου), Τ. Α. (66ου), Λ. Α.-Π. ( 75ης), Μ. Α. (79ης) και Ν. Γ. (81ης). Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται η παροχή ρητής πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο από τους Σ. Μ. (13η) και Κ. Κ. (24ο) αναιρεσιβλήτους, ούτε αποδεικνύεται ότι ο ίδιος ως άνω δικηγόρος Ν. Σ., που έδωσε την παραγγελία για την ως άνω επίδοση, είχε πληρεξουσιότητα να επισπεύσει τη συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης και από αυτούς, αφού δεν προσκομίζονται συμβολαιογραφικά πληρεξούσιά τους. Ούτε επίσης προκύπτει η εκ μέρους του αντιδίκου τους ΝΠΔΔ κλήτευση αυτών, προκειμένου να παραστούν αυτοί κατά την εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά την ορισθείσα κατά τα άνω δικάσιμο. Επομένως, εφόσον οι ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν επέσπευσαν νομίμως τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, ούτε κλητεύθηκαν νομίμως, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς αυτούς, οι οποίοι συνδέονται με σχέση απλής ομοδικίας με τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς αυτούς, ενώ για τους παρισταμένους προσηκόντως λοιπούς αναιρεσιβλήτους, πρέπει ο Άρειος Πάγος να χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης 3.Κατά το άρθρ. 62 εδ.α ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, που ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρ. 73 ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρ. 35 ΑΚ). Εξ άλλου κατά το άρθρ. 313 §1 εδ.δ ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι διαδικαστική πράξη, που ασκήθηκε στο όνομα προαποβιώσαντος προσώπου, είναι απαράδεκτη και πρέπει αυτή να ασκηθεί από τους κληρονόμους του, όπως για την αναίρεση ειδικότερα ορίζει το άρθρ. 556 ΚΠολΔ.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε στο όνομα διαδίκου ήδη αποβιώσαντος κατά την άσκησή της, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή του ίδιου του υποκειμένου της διαδικαστικής πράξης (ΑΠ 1611/2011). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η 19η αναιρεσίβλητη Σ. Π. απεβίωσε στις 20-10-2008, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο και αυτής της συζήτησης κατά τη δικάσιμο της 24-9-2009 της από 18-6-2008 ένδικης αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δήλωσε τον θάνατό της και τη συνέχιση της βιαίας διακοπής της δίκης από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της Χ. Θ., Α. - Μ. και Φ. Θ.. Στη συνέχεια εκδόθηκαν στα ονόματα των κληρονόμων της άνω θανούσας τόσο η 1259/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών όσο και η 1240/2016 αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Συνεπώς ως προς αυτήν η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 4. Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α’ , 287, 291 και 292 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση και, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 21/2017, ΑΠ 807/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, η 22η αναιρεσίβλητη Α. - Χ. Β. απεβίωσε στις 3-12-2016, δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (6-7-2016), η οποία με την από 15-2-2016 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Ειρηνοδικείο Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία, κατέλειπε ως κληρονόμους της, τους μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς της, ήτοι τον σύζυγό της Π. Χ. και τα δύο ενήλικα τέκνα της Κ. Χ. και Α. Χ., οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομία της. Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, οι ανωτέρω κληρονόμοι της ως άνω αποβιώσασας δήλωσαν στο ακροατήριο, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, δια του νομίμως παρισταμένου εκπροσωπούντος αυτούς πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ν. Σ., τον θάνατο της προαναφερομένης αναιρεσίβλητης και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε λόγω του θανάτου αυτής. Ενόψει αυτών και αφού δεν αμφισβητείται από το αναιρεσείον η ιδιότητα των ανωτέρω ως κληρονόμων της άνω θανούσας 22ης αναιρεσίβλητης, η διακοπείσα δίκη νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται από τους προαναφερόμενους κληρονόμους αυτής. 5. Από το άρθρο 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης πρέπει να είναι σαφής και ορισμένος, πρέπει δηλαδή στο αναιρετήριο να καθορίζονται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον αναιρεσείοντα στοιχειοθετούν την πλημμέλεια, που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση του λόγου αναίρεσης με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή, η έφεση ή οι προτάσεις του αναιρεσείοντος. (Ολ. ΑΠ 57/1998, ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 1018/2009). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (ήτοι η παραβίαση να προκύπτει μόνο από την ανάγνωση της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων) και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 168/2015). Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 168/2015, ΑΠ 1620/2005). Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και, συνακόλουθα, του άρθρου 560). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 560 αριθμ. 1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 849/2007). Στην προκείμενη περίπτωση το αναιρεσείον ΝΠΔΔ με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβίασης διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα αυτών των άρθρων 48 παρ.1 και 3 και 49 του νδ 496/1974, γιατί αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες τους επιδικάστηκαν για τα έτη 2004 και 2005, κατά το χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής τους στο αναιρεσείον (24-10-2008) είχαν ήδη υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ.1 και 3 του νδ 496/1974, εν τούτοις η αγωγή κατά το μέρος αυτό έγινε δεκτή. Με το περιεχόμενο αυτό, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, αφενός μεν διότι στο δικόγραφο της αναίρεσης ουδόλως διαλαμβάνονται οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προς το ζήτημα της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη στο λόγο αναίρεσης παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφετέρου δε διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ’ έφεση. Ομοίως, απαράδεκτοι είναι και ο τρίτος και τέταρτος κατά το πρώτο σκέλος του λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια, κατ’ εκτίμηση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα, α) τη ΚΥΑ 2/12542/022 (ΦΕΚ Β’ 441/14-4-2003) "Χορήγηση ειδών ατομικής προστασίας σε υπαλλήλους των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και μέτρα προληπτικής ιατρικής" και β) τις διατάξεις των άρθρων 11 του ΠΔ 164/2004, 1 του ν.3320/2005 και 662 ΑΚ, χωρίς ουδόλως να καθορίζεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών διατάξεων και χωρίς επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. 6. Από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται μετά την 1η-1-2016, προκύπτει ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, οι οποίες εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση για ορισμένους λόγους που διαλαμβάνονται περιοριστικά στην υπόψη διάταξη και ότι σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα λόγος (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 82/2011, ΑΠ 1130/2009), ο οποίος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται σε αυτή και που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητά της ή, αντίθετα, έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και περιλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης (ΑΠ 64/2017 , ΑΠ 496/2016, ΑΠ 853/2014, ΑΠ 314/ 2004). Εξάλλου, ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο των στοιχείων που είναι αναγκαία για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε, ως αόριστη(ΑΠ 807/2017). Στην προκείμενη περίπτωση με τους δεύτερο και τέταρτο κατά το τρίτο σκέλος του λόγους αναίρεσης αποδίδεται η αιτίαση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το δικόγραφο της αγωγής και συγκεκριμένα ότι εσφαλμένως δεν απέρριψε ως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής. Ειδικότερα: Με τον μεν δεύτερο λόγο αναφέρονται στο δικόγραφο της αναίρεσης αυτολεξεί τα κάτωθι : "Επειδή η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, λόγω αοριστίας, αφού από το συνδυασμό των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας πρέπει το δικόγραφο, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, πλην άλλων και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν, κατά νόμο, την αγωγή και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών των αναγκαίων προς συγκρότηση του αξιούμενου δικαιώματος.
Εν προκειμένω όμως, με το δικόγραφο της αγωγής τους οι αντίδικοι δεν αναφέρουν και εξειδικεύουν το είδος και την ποσότητα των ειδών ατομικής προστασίας που αγόρασε έκαστος ενάγων, το ακριβές ποσό της δαπάνης που προέβη για την απόκτηση αυτών και για κάθε είδος, όπως και τη χρονική περίοδο για την οποία προέβη στην αγορά, αλλά ούτε και εάν προσκόμισαν ή όχι αποδείξεις ή τιμολόγιο αγοράς σε εμάς και το κατάστημα αγοράς και τον αριθμό ή την ημερομηνία της αγοράς, ώστε να είναι δυνατό σε εμάς και το Δικαστήριό σας να ελέγξει την θετική ζημία των αντιδίκων. Επομένως, η αγωγή τους είναι αόριστη ως προς τα ανωτέρω και πρέπει να απορριφθεί" . Με τον δε τέταρτο κατά το τρίτο σκέλος του λόγο αναφέρονται στο δικόγραφο της αναίρεσης αυτολεξεί τα κάτωθι: "Επειδή επίσης, η υπό κρίση αιτούμενη ηθική βλάβη, πρέπει να απορριφθεί, ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, λόγω αοριστίας, αφού από το συνδυασμό των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας πρέπει το δικόγραφο, επί ποινή απαραδέκτου να περιέχει, πλην άλλων και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν, κατά νόμο, την αγωγή και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών των αναγκαίων προς συγκρότηση του αξιούμενου δικαιώματος.
Εν προκειμένω όμως με το δικόγραφο της αγωγής τους οι αντίδικοι δεν αναφέρουν και δεν εξειδικεύουν σε τι συνίσταται ακριβώς η ηθική τους βλάβη, σε τι προσεβλήθη η προσωπικότητά τους ως εργαζομένων και σε τι συνίσταται η ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκαν για την αγορά των ειδών. Για τις δε δαπάνες αγοράς που αναφέρουν ότι υπεβλήθησαν, ούτε αναφέρονται στο κείμενο της αγωγής για κάθε διάδικο ξεχωριστά, ούτε όμως και προσκομίζονται οι σχετικές αποδείξεις αγοράς τους, έγγραφα που θα αποδείκνυαν την αγορά των ειδών πέραν πάσης αμφιβολίας. Τέλος, δεν αναφέρονται ούτε τα απαιτούμενα από τον Νόμο στοιχεία της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων, από τα οποία το Δικαστήριό σας θα μπορούσε να επιδικάσει την προσήκουσα και εύλογη αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Πρέπει επομένως το ανωτέρω αίτημα των αντιδίκων να απορριφθεί, ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας". Με το περιεχόμενο αυτό, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης δεν ανάγονται στη νομική αοριστία της αίτησης αλλά στηρίζονται στο λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, ο οποίος, όμως, δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 560 του ίδιου Κώδικα. Ανεξάρτητα από αυτό με το περιεχόμενο αυτό, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αόριστοι και ως εκ τούτου απαράδεκτοι, καθόσον στο δικόγραφο της αναίρεσης ουδόλως διαλαμβάνονται, ότι οι ισχυρισμοί περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και ότι αυτοί προτάθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθώς επίσης δεν διαλαμβάνονται και συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για τη στήριξη των αγωγικών δικαιωμάτων. Να σημειωθεί τέλος ότι με την 1259/2009 απόφαση της Ειρηνοδικείου Αθηνών το αίτημα της αγωγής για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η δε έφεση του αναιρεσείοντος κατ’ αυτής της απόφασης απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν . 7. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 319/2017). Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα επιδίκασε αποζημίωση και στους αναφερομένους ενάγοντες (επτά τον αριθμό) αφού αυτοί δεν την δικαιούνται είτε γιατί παραιτήθηκαν είτε γιατί αποσπάστηκαν σε άλλους Δήμους, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας.
8. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον ΝΠΔΔ του Δήμου που ηττήθηκε στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων (άρθ. 281 ν. 3463/2006).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει τον χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους Γ. Ε. (4), Ζ. Σ. (6), Κ. Δ. (8η), Κ. Μ. (10η), Σ. Μ. (13η), Σ. Π. (19η), Κ. Σ. (20), Λ. Ε. (21η), Κ. Κ. (24ο), Κ. Δ. (26ο), Π. Α. (27ο), Κ. Κ. (32ο), Κ. Θ. (34ο), Π. Κ. (36ο), Ν. Κ. (37ο), Ζ. Π. (42ο), Μ. Θ. (48ο), Π. Γ. (55ο), Τ. Α. (66ο), Λ. Α.-Π. (75η), Μ. Α. (79η) και Ν. Γ. (81η).
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς αυτούς.
Απορρίπτει την από 6-7-2016 με αριθ. κατάθ. ...2016 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 1240/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε εννιακόσια (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αποζημίωση εργαζομένων σε ΝΠΔΔ Δήμου για δαπάνες αγοράς ειδών ατομικής προστασίας και υγιεινής για τα έτη 2004 έως και 2006. Αναίρεση κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε κατ' έφεση. Επίσπευση αναίρεσης από αναιρεσιβλήτους. Έλλειψη πληρεξουσιότητας και ερημοδικία αναιρεσιβλήτων. Βιαία διακοπή δίκης λόγω θανάτου αναιρεσιβλήτου και επανάληψη της δίκης από τους κληρονόμους του. Αναίρεση κατά προσώπου προαποβιώσαντος της άσκησης. Απαράδεκτη η συζήτηση. Λόγοι αναίρεσης αόριστοι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 για διετή παραγραφή της αξίωσης και παραβίαση άλλων διατάξεων. Ο λόγος για αοριστία της αγωγής που ανάγεται στον αριθμό 14 για παράνομη κήρυξη ακυρότητας ή απαραδέκτου του 559 ΚΠολΔ δεν συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο 560 ΚΠολΔ. Απορρίπτει αναίρεση. | Αποζημίωση | Αποζημίωση, Αοριστία αναίρεσης. | 2 |
Αριθμός 288/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: V. Q. του S., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παπανικολάου, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Χαριτίδου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/6/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1757/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-3-2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 15-3-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1757/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων μερών κατά της 18/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή εν μέρει κατ' ουσίαν και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 31.425,25 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως. Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της από 29-12-80 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το ν. 1157/81, κατά τη διαδικασία του ν. 3299/55 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών εργατικών διαφορών εργασίας κ.λ.π.", προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων στο νόμο αυτό, πλην μισθωτών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, δύναται να καθιερούται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωση ισχύοντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας. Σε εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας υπήχθησαν από 28-10-83 και οι οικοδόμοι σύμφωνα με την υπ` αριθμ. 8/84 ΔΑ, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-6-84 με την ΥΑ 16080/84. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β' , 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983 (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 864/2015). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ` αρ. 904 Α.Κ.(ΑΠ 314/2017, ΑΠ 864/2015). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές εργασθέντα (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 67/2015, 32/2013). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1.10.2005): 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχολήσεως. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 1317/2015). Η στην άνω διάταξη έκφραση, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση, επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως εξακολουθεί να είναι το 9ωρο επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχολήσεως. Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως. Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερεργασιακής απασχολήσεως, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 45 (αντί 48) ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 1409/2014) Από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 Ν. 2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ' εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου 2874/2000 ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 206/2009, 196/2008).Έτσι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο της ημερήσιας απασχόλησης (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 526/2013), που είναι το οκτάωρο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ως άνω Ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1914 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 181/2016, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 888/2015). Πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι "ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου", καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κλπ, αδικοπραξία (ΑΠ 518/2017, ΑΠ 182/2015,ΑΠ 1116/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ) Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα : << Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη ο ενάγων την 1-11-2006 από την εναγομένη εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των σιδηροδρομικών έργων και αναλαμβάνει την εκτέλεση τεχνικών έργων σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης - οικοδόμος στα έργα που η εναγομένη θα εκτελούσε. Κατά την πρόσληψή του ο ενάγων, γνωστοποίησε στα αρμόδια όργανα της εργοδότριας εταιρείας την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση, δηλαδή ότι ήταν έγγαμος με μία ανήλικη και μία ενήλικη θυγατέρα ότι ήταν απόφοιτος Γυμνασίου και ότι ασκούσε το επάγγελμα του οικοδόμου από το 2004, όντας και μέλος του συνδικάτου οικοδόμων Κορίνθου από της ημερομηνίας αυτής. Αρχικά απασχολήθηκε στην τοποθέτηση νέων σιδηροδρομικών γραμμών στη γραμμή Κιάτου - Κορίνθου στο εργοτάξια του Κιάτου. Από 1-9-2007 εργάσθηκε στο εργοτάξια Μενιδίου για τη συντήρηση του εκεί υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου. Από 1-12-2007 έως 31-3-2008 εργάσθηκε στα εργοτάξια της εναγομένης στην Τρίπολη και στο Μελιγαλά και από 1-4-2008 έως την 7-5-2009 στα εργοτάξιο της εναγομένης στο σιδηροδρομικό κέντρο Θριασίου Πεδίου στον Ασπρόπυργο. Σε όλα τα εργοτάξια που απασχολήθηκε ο ενάγων παρείχε εργασία από την 7 π.μ. έως την 16.00 μ.μ. δηλαδή απασχολείτο επί 9 ώρες κατά μέσο όρο την ημέρα και 45 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ το νόμιμο εβδομαδιαία ωράριο εργασίας του ήταν 38,75 ώρες την εβδομάδα (Δ.Α.58/1985 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνικών οικοδόμων και συναφών κλάδων όλης της χώρας). Πραγματοποιούσε έτσι πρόσθετη εργασία πέραν των 38,75 ώρες και μέχρι την 40 ώρα (ΑΚ 659) και υπερεργασία 5 ωρών εβδομαδιαίως και 21 ώρες το μήνα (ν.3385/2005). Επίσης απασχολείτο επί 2 Σάββατα το μήνα επί 9 επίσης ώρες χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως. Περαιτέρω προκύπτει ότι για την εργασία του αυτή εισέπραττε ως ημερομίσθιο το ποσόν των 32 ευρώ και από 1-1-2008 38 ευρώ...Την 10-9-2008 λόγω ατυχήματος ο ενάγων απείχε από την εργασία του έως 7-1-2009 και ακολούθως από 11-2-2009 έως 7-3-2009. Κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που εργάσθηκε έως την 7-5-2009 οπότε έπαυσε να εργάζεται λόγω του ότι αναλάμβανε εργασία χρονικά αργότερα από τους άλλους συναδέλφους του. Επομένως με βάση τα ανωτέρω και τις ισχύουσες για τον κλάδο του Κλαδικές ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών οικοδόμων και συναφών κλάδων όλης της χώρας και συγκεκριμένα τις από 6-6-2006, 21-6-2007, 18-7-2008 και από 14-7-2009 που Ισχύουν αντίστοιχα από 1-1-2006, 1-1-2007, 1-1-2008 και 1-1-2009 και κηρύχθηκαν υποχρεωτικές αντίστοιχα με τις ΥΑ 11893/5-7-2006 (ΦΕΚ 1018 Τ.Β. της 28-7-2006), 13019/4-12-2007 (ΦΕΚ 2355 Τ.Β της 11-12-2007), 69018/3228/6-10-2008 (ΦΕΚ 2137 Τ.Β. της 15-10-2008), και 27699/2250/17-9-2009 (ΦΕΚ 2078 Τ.Β. της 28-9- 2009), το ημερομίσθιο του ενάγοντος κατά την επίδικη χρονική περίοδο ως ανειδίκευτος εργάτης οικοδόμος έγγαμος, απόφοιτος Γυμνασίου και με μία τριετία ανερχόταν από 1-11-2006 στο ποσό των 43,55 ευρώ, από 1-1-2007 στο ποσό των 46,60 ευρώ, από 1-1-2008 στο ποσό των 50,10 και από 1-1-2009 στο ποσό των 55,10 ευρώ, ενώ πλέον των επιδομάτων γάμου 10%, τριετιών 5% και αποφοίτου Γυμνασίου 5% τα νόμιμα ημερομίσθια του ενάγοντος διαμορφώνονται ως εξής: από 1-11-2006 στο ποσό των 50,10 ευρώ, από 1-1-2007 στο ποσό των 55,92 ευρώ, από 1-1-2008 στο ποσό των 60,10 ευρώ και από 1-1-2009 στο ποσό των 66,12 ευρώ. Κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το συμφωνηθέν ημερομίσθιο ποσού 32 ευρώ έως 31-12- 2007 και 1-1-2008 έως την 7-5-2009, οπότε λύθηκε η εργασιακή τους σχέση, 38 ευρώ, ήτοι ημερομίσθια κατώτερα των νομίμων. Επομένως ο ενάγων δικαιούται για τα χρονικά αυτά διαστήματα τις προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές από 13.616 ευρώ. Επίσης δικαιούται να λάβει για αμοιβή πρόσθετης εργασίας (ΑΚ 659), ήτοι της πέραν των 38,75 ευρώ και μέχρι των 40 ωρών την εβδομάδα (βλ. στοιχείο ΣΤ αριθ.4 ΣΣΕ των οικοδόμων) το συνολικό ποσό των 1.240 ευρώ (ως προς τον υπολογισμό του οποίου δεν βάλλει η εναγομένη). Για αμοιβή υπερεργασίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, 5 ωρών εβδομαδιαίως και 21,5 ωρών μηνιαίως το συνολικό ποσό των 7.018 ευρώ ως προς τον ειδικότερο υπολογισμό του οποίου επίσης δεν βάλλει η εναγομένη. Για αμοιβή εργασίας δύο Σάββατα το μήνα συνολικά δικαιούται να λάβει 3.026 ευρώ. Ακολούθως προκύπτει ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις ετήσιες άδειες αναπαύσεως του, παρά το γεγονός ότι τις ζητούσε προφορικά και δικαιούται να της λάβει και προς τούτο ενοχλούσε επανειλημμένα τους εργοταξιάρχες οι οποίοι δεν επέτρεπαν τη χορήγηση αδειών λόγω των αυξημένων εργασιακών αναγκών. Κατά συνέπεια εφόσον ο ενάγων είχε τις προϋποθέσεις λήψεως αδείας και η εναγομένη αρνείτο την χορήγησή οφείλει να του καταβάλλει τις αποδοχές αδείας ως προσαύξηση 100% πέραν των καταβλητέων καθώς και τις προκύπτουσες χρηματικές διαφορές των επιδομάτων εορτών και αδείας, συνολικού ύψους 6.525,25 ευρώ, ως προς τον ειδικότερο υπολογισμό του οποίου και πάλι δεν βάλλει η εναγομένη. Περαιτέρω δεν προκύπτει ότι λόγω βλαπτικής μεταβολής της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος διεκόπη η εργασιακή του σχέση με την εργοδότρια εταιρεία. Αντίθετα προκύπτει ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του στις 7-5-2009 με δήλωση του ότι θέλει να αποχωρήσει. Ειδικότερα την 10-9-2008 ο ενάγων εργαζόταν στο εργοτάξιο της εναγομένης στον Ασπρόπυργο Αττικής κατά την ώρα της παροχής της εργασίας του συνεπεία εργατικού ατυχήματος μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο … όπου διεγνώσθη κάκωση κνήμης και κάταγμα περόνης, κρίθηκε δε ανίκανος προς εργασία έως 7-1-2009 οπότε επανήλθε στην εργασία του, στο εργοτάξιο Ασπροπύργου Αττικής. Εκεί απασχολήθηκε έως την 16-2-2009, οπότε έλαβε νέα αναρρωτική άδεια έως 7-3-2009....Από τα ανωτέρω δεν προέκυψε βούληση της εργοδότριας να εξαναγκάσει τον εργαζόμενό της σε παραίτηση, αντίθετα από τις καταθέσεις των μαρτύρων προκύπτει ότι μετά το ατύχημα του ανατέθηκαν πιο ελαφριά καθήκοντα και ότι στην εργασία του προσήρχετο αργότερα και συγκεκριμένα, ενώ πριν το ατύχημα ασχολείτο με την τακτοποίηση στρωτήρων, το τρόχισμα των σιδηροτροχιών και άλλες εργασίες, μόλις επανήλθε του ανατέθηκαν καθήκοντα μεταφοράς και τακτοποίησης εργαλείων μετρήσεων και επισήμανσης με σπρέι του άξονα γραμμής. Με δεδομένο δε ότι η εργασία του οικοδόμου είναι Ιδιαίτερα επίπονη και απαιτεί δύναμη και σωματική υγεία για να ανταποκριθεί ο εργαζόμενος, τις οποίες το χρονικό διάστημα εκείνο δεν διέθετε στο βαθμό που απαιτείτο ο ενάγων, συνεπεία του ατυχήματος και της καταπονήσεως του οργανισμού του, πρέπει να σημειωθεί ότι η εργοδότρια εταιρεία δεν επέλεξε να τον απολύσει καταβάλλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωση, ούτε διατύπωσε κάποιο παράπονο για την απόδοση του στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά δήλωσε ρητά ότι επιθυμεί να συνεχίσει να τον απασχολεί. Δεν προέκυψε συνεπώς ουδεμία μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως προς το χειρότερο, ούτε μεθόδευση της παραιτήσεώς του ενάγοντα όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος...Ακολούθως και σε σχέση με το επικαλούμενο εργατικό ατύχημα και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Πράγματι την 10-9-2008 ο ενάγων κατά την εργασία του στο σιδηροδρομικό κέντρο Θριασίου Πεδίου στον Ασπρόπυργο στο εργοτάξιο της εναγομένης τεχνικής εταιρείας, υπέστη ατύχημα με συνέπεια να μεταφερθεί στο Νοσοκομείο όπου διεγνώσθη κάκωση κνήμης και κάταγμα περόνης. Από την κατάθεση του Θ. Χ. υπεύθυνου του έργου στον Ασπρόπυργο Αττικής, προκύπτει ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση της εργασίας του παραπάτησε και χτύπησε το πόδι του στη σιδηροτροχιά. Η δήλωση ατυχήματος η οποία φέρει την υπογραφή του παθόντος και δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο, αναφέρει επί λέξει "Γλίστρησα και έπεσα πάνω σε σίδερα και έπαθα κάταγμα το πόδι μου περόνη". Η έκθεση έρευνας του τεχνικού Επιθεωρητή Σ. Α. που συνετάγη την 9-2-2009 αναφέρει ότι όπως κατέθεσαν οι 4 μάρτυρες ( 1) Θ. Χ., 2) Κ. D., 3) Τ. X. και 4) Ρ. E. ), που ο επιθεωρητής, εξέτασε κατ, ιδίαν, "ο παθών καθώς περπατούσε πάνω στους στρωτήρες όπου εδράζονται οι σιδηροδρομικές ράγες, παραπάτησε και έπεσε. Κατά την πτώση του το αριστερό πόδι προσέκρουσε σε σταθερό αντικείμενο (στρωτήρα ή μεταλλική ράγα) και υπέστη κάταγμα περόνης"....Με βάση όσα προ αναφέρθηκαν το Δικαστήριο οδηγείται στην πεποίθηση ότι πρόκειται περί τυχαίου γεγονότος για το οποίο δεν βαρύνει την εταιρεία ουδεμία αμέλεια, δεδομένου ότι δεν προέκυψε και παράβαση όρων ασφαλείας που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης ..". Μετά από αυτά το Εφετείο, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και αντέφεση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή του αναιρεσείοντος και ερευνώντας την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτήν και επιδίκασε στον αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 31.425,25 ευρώ (13.616 + 1.240 + 7.018 + 3.026 + 6.525,25), στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή του ενάγοντος-αναιρεσείοντος των 3.026 ευρώ για την προσφερόμενη εργασία του των εννιά ωρών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα δύο Σάββατα κάθε μήνα, χωρίς, όμως να γίνει υπολογισμός της ενάτης ώρας εργασίας του κάθε Σαββάτου ως υπερωρίας. Με την κρίση του αυτή το εφετείο, με το να μην υπολογίσει την αμοιβή της ενάτης ώρας εργασίας τα Σάββατα ως υπερωρίας, αλλά ως εργασίας εντός του νόμιμου οκτάωρου, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 435/1976, 6 της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και 4 του ν. 2874/2000. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια αυτή είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ, ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του για το μισθό, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργασθεί για σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του και κατά τη διάταξη του άρθρου 658 του ίδιου κώδικα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο η αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του μισθωτού από την εργασία του για σπουδαίο λόγο, όπως είναι η ασθένεια αυτού, ο μισθωτός διατηρεί την αξίωση του προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, εάν το κώλυμα παροχής εργασίας, λόγω ασθένειας, επήλθε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, επί μισό δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 791/2011 ). Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αποτελεί κύρωση της αρχής της διαθέσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 106 ΚΠολΔ και σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι με βάση και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 308/2017, ΑΠ. 875/2013). Ως "αίτηση", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, (αίτηση δηλ. που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης), με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας με οποιανδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, όπως είναι η αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανακοπή, τριτανακοπή, κάθε ένδικο μέσο (ΑΠ 780/2017, ΑΠ 288/2017, ΑΠ 209/2017 ), Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, εκτός των άλλων, με την αγωγή του ζήτησε κατά τις διατάξεις των άρθρων 657-658 του ΑΚ την καταβολή των νομίμων αποδοχών του για τα χρονικά διαστήματα από 11-09-2008 έως 11-10-2008 και από 16-02-2009 έως 07-03-2009, λόγω της αποχής του από την εργασία του για σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του και ειδικότερα λόγω του σοβαρού τραυματισμού του ποδιού του που συνέβη κατά την εργασία του στην αναιρεσίβλητη την 10-9-2008 (έχοντας ήδη συμπληρώσει πλέον του έτους συνεχή εργασία από τη πρόσληψή του στην αναιρεσίβλητη) και λόγω της ασθένειάς του που ήταν απότοκος του τραυματισμού του, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 9.634 ευρώ. Επί του αιτήματος αυτού το Εφετείο, στο οποίο με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο αναιρεσείων επανέφερε το αίτημα, στην προσβαλλομένη απόφασή του, ουδέν διέλαβε. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, κατ` ορθή δε εκτίμηση του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
4. Μετά από αυτά πρέπει, κατά παραδοχή των δύο λόγων αναίρεσης, που κρίθηκαν βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αφορά τις αιτούμενες, από την αναιρεσίβλητη, με την αγωγή αποδοχές υπερωριών τα Σάββατα καθώς και κατά το μέρος της με το οποίο άφησε αδίκαστο το αγωγικό αίτημα, περί καταβολής αποδοχών κατά τις διατάξεις των άρθρων 657-658 ΑΚ, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου ν. 4335/2015) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1757/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά τους ως άνω λόγους (από τον αριθμό 1 και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ)..
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ .
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Η εργασία των εργαζομένων με πενθήμερη εργασία την εβδομάδα (όπως και των οικοδομών) πέραν των οκτώ ωρών τα Σάββατα και Κυριακές αποτελεί υπερωρία. Αδίκαστη αίτηση για καταβολή αποδοχών κατά το διάστημα της ασθενείας του κατά τις διατάξεις των άρθρων 657-658 ΑΚ. Αναιρεί. Παραπέμπει. | Υπερωριακή απασχόληση | Αποδοχές μισθωτού, Υπερωριακή απασχόληση. | 0 |
Αριθμός 270/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης M. S. - K. του S., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Αμπράζη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 49/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2017 αίτησή της αναιρέσεως, που επιδόθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5 Σεπτεμβρίου … και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../5.9.2017, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του N.1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Το ως άνω άρθρο του Ν. 1882/1990, ακολούθως, αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνεχεία συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 και ακολούθως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 και τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 3 παρ.1 του Ν. 3943/2011. Μετά την αντικατάσταση, που έγινε με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν.3220/2004, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία, κατά τον εν προκειμένω χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο εισπράξεως τους, ορισθέντος ότι είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: " 1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Ήδη με το άρθρο 20 του Ν.4321/2015 αντικατεστάθησαν οι άνω διατάξεις, αλλά ο νόμος αυτός δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως δυσμενέστερος των ανωτέρω διατάξεων που προίσχυαν (άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ.) αφού για χρέη συνολικού ύψους άνω των 100.000 ευρώ που δεν υπερβαίνουν τα 120.000 ευρώ, όπως τα επίδικα, προβλέπει βαρύτερη ποινή ενός (1) τουλάχιστον έτους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 "Την ίδια ευθύνη με τους οφειλέτες έχουν και οι από οποιαδήποτε αιτία συνυπόχρεοι καταβολής και οι εγγυητές χρεών κατά τα ανωτέρω. Κατά των εγγυητών και των συνυποχρέων καταβολής χρεών προς το Δημόσιο λαμβάνονται όλα τα μέτρα που προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει κατά των πρωτοφειλετών, χωρίς να απαιτείται βεβαίωση του χρέους σε βάρος τους". Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2238/1994, ο οποίος ίσχυε μέχρι την κατάργησή του από το Ν. 4172/2013 (άρθ. 72 περ. 25, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν.4223/2013) και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ορίζεται ότι: "1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. 2. Ειδικά, το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του". Στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: "2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του". Και στη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 4 του ίδιου νόμου, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 16 άρθρου 8 του Ν.3842/2010 (βλ. άρθ. 10 παρ. 7 του Ν. 4110/2013), ορίζεται ότι: "4. Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά. Επίσης, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 5, για την καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος". Με τις προαναφερθείσες διατάξεις ορίζονται ποίοι είναι οι υπόχρεοι και ποίοι είναι οι συνυπόχρεοι καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και ειδικά για το σύζυγο του υποχρέου, ορίζεται ότι είναι συνυπόχρεος, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 5, δηλαδή, εφόσον το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του, τότε, για την καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προαναφερθέντος εγκλήματος της μη έγκαιρης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται κατά τα προδιαληφθέντα, είναι: 1) η αρχή, που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαίως με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος, ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη, που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του σε δόσεις χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, οπότε συνάγεται και προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος και 6) η ιδιότητα του υπέχοντος ποινική ευθύνη για την καταβολή των χρεών ως υποχρέου ή συνυποχρέου προς τούτο.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 49/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, σε σχέση με την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς και σε συνδυασμό με την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η κατηγορουμένη ... κατά το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 02/02/2014 καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία … (πρώην ...) χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από το χρόνο καταβολής τους, που μάλιστα αφορούν σε δική της οικονομική δραστηριότητα και δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), ανερχόμενο συνολικά σε 111.334,09 €, όπως αναλυτικά περιλαμβάνεται ανά χρέος, αιτία, στοιχεία βεβαίωσης και ημερομηνία καταβολής στον ακόλουθο ... πίνακα χρεών:" (Στο σημείο αυτό ενσωματώνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο υπ’ ...2014 πίνακας χρεών της ..., στον οποίο περιλαμβάνονται συνολικά επτά (7) χρέη, από τα οποία έξι (6) αφορούν φόρο εισοδήματος, εισφορές, τέλος επιτηδεύματος και Ε.Τ.ΑΚ. του υπόχρεου με Α.Φ.Μ. ..., για τα οποία ευθύνεται κατά τον πίνακα η αναιρεσείουσα με την ιδιότητα της συζύγου του υποχρέου και μόνον ένα χρέος, το έβδομο, το οποίο αφορά Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., με υπόχρεο την ίδια την αναιρεσείουσα που έχει Α.Φ.Μ. ...). "Περαιτέρω, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα με αριθ. πρωτ. .../6-3-2017 έγγραφη ενημέρωση της ..., η κατηγορουμένη δεν έχει εξοφλήσει, ούτε ρυθμίσει τις εν λόγω οφειλές (ποσού 111.334,09 ευρώ), οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο σε φόρο εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2009-2012 και σήμερα ανέρχονται σε ποσό 111.029,12 ευρώ (κεφάλαιο 87.168,68 ευρώ και προσαυξήσεις 23.860,44 ευρώ), η οποία μείωση του κεφαλαίου κατά 304,97 ευρώ, είναι αποτέλεσμα συμψηφισμού ποσών από κατασχέσεις λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα (βλ. σχ. έγγραφο). Συνακόλουθα, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της άνω πράξης, κατά το διατακτικό". Στη συνέχεια, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτήν ένοχη του ότι: ... κατά το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 02/02/2014 ενεργώντας με πρόθεση, όντας οφειλέτης του δημοσίου, ειδικότερα, καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία … χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό τότε των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), όσο και πλέον των εκατό χιλιάδων ευρώ, ανερχόμενο συνολικά σε 111.334,09 €, και συγκεκριμένα η κατηγορούμενη οφείλει προς το Δημόσιο από άνω αιτίες με τις κάθε είδους προσαυξήσεις τα ποσά τα οποία αναλυτικά αναφέρονται στον παρακάτω ... πίνακα χρεών:" (Στο σημείο αυτό ενσωματώνεται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο ως άνω υπ’ ...2014 πίνακας χρεών της ...). Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση παρίσταται ελλιπής και ασαφής. Συγκεκριμένα, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο σκεπτικό της, στο οποίο αναφέρεται επί λέξει ότι τα χρέη που καθυστέρησε την καταβολή τους η αναιρεσείουσα "αφορούν σε δική της οικονομική δραστηριότητα και δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της", δέχεται ότι η ποινική της ευθύνη αφορά σε δικά της χρέη και σε δικά της εισοδήματα, εν τούτοις, στη συνέχεια του σκεπτικού της και ειδικότερα στον ενσωματωμένο στο σκεπτικό της πίνακα χρεών, δέχεται ότι η ποινική ευθύνη της αναιρεσείουσας αφορά σε χρέη του συζύγου της, κυρίως από φόρους εισοδήματος, για τα οποία ευθύνεται με την ιδιότητά της ως συζύγου, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει γιατί αυτή ευθύνεται για τα χρέη του συζύγου της, δηλαδή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 74 παρ. 4 του Ν. 2238/1994 του ίδιου νόμου, όπως η τελευταία ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παρ. 16 του άρθρου 8 του Ν.3842/2010 (βλ. άρθ. 10 παρ. 7 του Ν. 4110/2013).
Έτσι, όμως, από τις ως άνω αντιφατικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δημιουργείται ασάφεια ως προς την ιδιότητα στην οποία θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για την καθυστέρηση της καταβολής των επίδικων χρεών προς το Δημόσιο, και ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά ασαφής και ελλιπής. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης της αναιρεσείουσας λόγω μη έγκαιρης καταβολής των επίδικων χρεών προς το Δημόσιο, είναι βάσιμος, οπότε, κατά παραδοχή του αναιρετικού τούτου λόγου, και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που έγινε δεκτός ως βάσιμος, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 49/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Δέχεται αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αντιφατική και ασαφής η αιτιολογία, διότι ενώ αναφέρεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι τα χρέη αφορούν σε δικά της εισοδήματα και όχι του συζύγου της, στη συνέχεια στον πίνακα χρεών που ενσωματώνεται και αποτελεί μέρος τόσο του σκεπτικού της αποφάσεως, όσο και του διατακτικού της, τα έξι από τα επτά χρέη αναφέρονται ως χρέη του συζύγου της, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί οφείλει αυτή και τα χρέη του συζύγου της. Αναιρεί και παραπέμπει. | Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο | Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, Αναιρεί και παραπέμπει. | 1 |
Αριθμός 231/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Λ. του Ε., και 2)Ε. Μ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/2/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2042/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 114/2014 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/2/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 17-2-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 114/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 2042/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.483,84 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.191,48 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών , που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι , δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στον πρώτο αυτών, το ποσό των 29.862,92 ευρώ και στο δεύτερο αυτών, το ποσό των 16.186,79 ευρώ, που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, με το νόμιμο τόκο, οι οποίες (διαφορές) προέκυψαν, επειδή η εναγομένη δεν τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας αυτών, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές άδειας) και κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης, που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλόμενη 114/2014 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Ότι οι ενάγοντες, έγγαμος με δύο τέκνα ο πρώτος και άγαμος χωρίς τέκνα ο δεύτερος, προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, στις 24-4-1989 και οι δύο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι αντικείμενο, δηλαδή, της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς. Ότι οι όροι εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία "'Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ". Ότι ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες οι ενάγοντες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης εταιρίας σε διάφορες βάρδιες και απασχολούνταν με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση είτε με σταθερό ημερομίσθιο και, ανάλογα με την εργασία που παρείχαν, καταβάλλονταν σ' αυτούς το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κανονισμού και τις οικείες ΕΣΣΕ, σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονταν επιπλέον του ελάχιστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο, δηλαδή από 1-1-2001 έως 31-12-2005, όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλέπεται και καταβάλλεται στους εργαζόμενους της εναγομένης εταιρίας τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και, συνεπώς, η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, επί των οποίων πρέπει να υπολογίζονται οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας, διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (δηλαδή του ΑΝ. 539/1945 και του Ν. 4504/1966). Ότι, ειδικότερα, όμως, το επίδομα αδείας που ελάμβαναν οι ενάγοντες κατά την ως άνω χρονική περίοδο δεν διαμορφωνόταν με βάση το ημερομίσθιο που προέκυπτε από την πραγματική απόδοσή τους και καταβαλλόταν σ' αυτούς κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη λήψη της αδείας, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, αλλά με βάση το κατώτερο ημερομίσθιο ασφαλείας, προσαυξημένο κατά 20% από το έτος 1990 και 25% αργότερα, κατά την σχετική πρόβλεψη των αντίστοιχων ΕΣΣΕ. Ότι ο τρόπος, όμως, αυτός υπολογισμού του επιδόματος αδείας σε ποσά κατώτερα από εκείνα, που αναλογούσαν στο προβλεπόμενο και πραγματικά καταβαλλόμενο ημερομίσθιο απόδοσης κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας δωδεκάμηνο, είναι βλαπτικός γι' αυτούς (ενάγοντες), οι οποίοι δικαιούνται να αξιώσουν τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας, σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας (δηλαδή του άρθρου 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 και του άρθρου 3 ΑΝ. 539/1945), κατά τις οποίες το επίδομα αδείας είναι ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών του εργαζομένου κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας δωδεκάμηνο (ώστε να περιληφθούν όλες οι εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά ανά μήνα) δια του αριθμού 12, ενώ οι διατάξεις αυτές, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, υπερισχύουν, με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, από τις αντίθετες και δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους διατάξεις των σχετικών κανονισμών εργασίας ή των οικείων ΕΣΣΕ. Ότι τέλος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 2, 3 και 8 του ΑΝ. 539/1945 και 1 του Ν. 1346/1983, το επίδομα αδείας, όπως προαναφέρθηκε, είναι ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών, με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών του εργαζομένου κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας δωδεκάμηνο (ώστε να περιληφθούν όλες οι εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά ανά μήνα) δια του αριθμού 12 (και ακολούθως δια 25), και όχι με τη διαίρεση δια αριθμού (μικρότερου του 12), που προκύπτει από τις ημέρες πραγματικής απασχόλησης εκάστου ενάγοντος εντός του χρονικού διαστήματος του ως άνω δωδεκαμήνου. Ότι επίσης, καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2001 μέχρι 31-12-2005, κατά το οποίο οι ενάγοντες δικαιούνταν να λάβουν κανονική άδεια, δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών τους περιλαμβάνονται και ποσά, που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κινήσεως και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, τα οποία δεν συνυπολογίζονται στην εξεύρεση των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών των εναγόντων περιλαμβάνονται και ποσά που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, ο πρώτος ενάγων δικαιούται να λάβει για διαφορές επιδόματος αδείας κατά το έτος 2001 τις αποδοχές 13 ημερομισθίων, δηλαδή με αποδοχές α) για το έτος 2001 (1.158.574 δρχ. τον Ιούλιο 2000 + 656.377 δρχ. τον Αύγουστο + 906.633 δρχ. τον Σεπτέμβριο + 7 15.614 δρχ. τον Οκτώβριο + 1.002.747 δρχ. το Νοέμβριο + 928.058 δρχ. τον Δεκέμβριο 2000 + 875.350 δρχ. τον Ιανουάριο 2001 + 797.122 δρχ. τον Φεβρουάριο + 882.976 δρχ. τον Μάρτιο + 786.839 δρχ. τον Απρίλιο + 991.872 δρχ. το Μάιο + 855.752 δρχ. τον Ιούνιο 2001 = 10.557.914 δραχμές, δηλαδή το ισόποσο των 30.984,34 ευρώ : 12 μήνες απασχόλησης = 2.582,02 ευρώ ο μέσος όρος του τελευταίου Ι2μήνου : 25 ημέρες = ) 103,28 ευρώ το ημερομίσθιο Χ 13 ημέρες =) 1.342,65 ευρώ. Αντ` αυτών έλαβε ο πρώτος ενάγων 501,64 ευρώ και δικαιούται τη διαφορά των 841,01 ευρώ. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, υπολόγισε το Εφετείο τις διαφορές επιδόματος αδείας για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα και επιδίκασε σε αυτούς τα ποσά των 6.483,84 και 3.191,48 ευρώ, αντίστοιχα. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας δωδεκάμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. 3.Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 114/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την 114/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς). | Μίσθωση εργασίας | Αποδοχές μισθωτού, Μίσθωση εργασίας. | 0 |
Αριθμός 228/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαγούρο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ν. Γ. του Η., κατοίκου ... και 2)Ν. Χ. του Γ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/6/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1854/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 203/2016 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 19/7/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 19-7-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 203/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων κατά της 1854/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγιναν δεκτές οι εφέσεις, εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως σε έκαστο των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων το ποσό των 2.820,67 και 3.455,77 ευρώ, αντίστοιχα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415-417/2017, ΑΠ 1171-1172/2014 ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών , που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ, που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιώς κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος από 2001 έως 2002, ο μεν πρώτος, συνολικού ποσού 14.396,79 ευρώ για το χρονικό διάστημα 2001-2003, ο δε δεύτερος συνολικού ποσού 23.455,67 ευρώ. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 203/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας, απέρριψε ως μη νόμιμο, με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2003, έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ`` στις 5-1-1965 ο πρώτος και στις 14-6-1977 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι οι όροι εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία `` Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ``. Ότι με βάση τις άνω συμβάσεις οι ενάγοντες προσέφεραν την εργασία τους στην εναγομένη μέχρι 3-12-2002 ο πρώτος και μέχρι 31-12-2003 ο δεύτερος, οπότε έληξαν οι συμβάσεις εργασίας λόγω συνταξιοδότησής τους. Ότι αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένα Πειραιώς. Ότι στις εργασίες αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούντο εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στη χύδην φορτία (δημητριακά κλπ), άλλες στις φορτοεκφορτώσεις γενικά εμπορευμάτων επί πλοίων (γερανογέφυρες) και άλλες φορές σε διάφορες κομιστικές εργασίες μεταφοράς επισκευών και επιβατών κλπ και σε διάφορες συνθήκες εργασίες. Ότι οι ενάγοντες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2001-2003) απασχολήθηκαν κύρια και δη κατά ποσοστό 75- 80% της συνολικής τους απασχόλησης στις γερανογέφυρες. Ότι ανάλογα με την εργασία που παρείχαν (οι λιμενεργάτες της εναγομένης) αμείβονταν είτε με το προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σταθερό ημερομίσθιο ή επίσης προβλεπόμενο από τις ίδιες ΣΣΕ κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που εκφορτώνονταν επί πλέον του ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης. Ότι με βάση το τελευταίο ημερομίσθιο (κυμαινόμενο απόδοσης) διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν, κατά το επίδικο διάστημα από την εναγομένη στους εργαζόμενους της (συμπεριλαμβανομένων και των εναγόντων), τα προβλεπόμενα επιδόματα (εορτών κλπ) και οι λοιπές πρόσθετες παροχές. Ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή που καταβαλλόταν στους εργαζομένους της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της εργασιακής νομοθεσίας (ΑΝ 539/1945, Ν 4504/1960) οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Ότι η εναγομένη όμως προκειμένου να καταβάλει στους εργαζόμενους - λιμενεργάτες της τις ως άνω αποδοχές και επίδομα εφάρμοζε τον Κανονισμό εργασίας και όχι τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας , που κατά τους ισχυρισμούς τους ήταν ευνοϊκότερες γι' αυτούς, υπολόγιζε τις ως άνω αποδοχές και συνακόλουθα και το επίδομα αδείας των εναγόντων λιμενεργατών της, που όπως προαναφέρθηκε, η κύρια απασχόληση τους σ' όλο το επίδικο διάστημα ήταν στης φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοκιβωτίων με τη γερανογέφυρα του ΟΛΠ, με βάση το ισχύον βασικό ημερομίσθιο της παραγράφου 1β του άρθρου 23 του Κανονισμού, δηλαδή με αυτό που προβλεπόταν για τους νόμιμους λιμενεργάτες που απασχολούντο στο εν λόγω αντικείμενο (φορτοεκφορτώσεις με γερανογέφυρα). Ότι το εν λόγω ημερομίσθιο είναι το ίδιο με το ασφαλιστικό, δηλαδή με αυτό που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν προβαίνουν σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες ελλείψει αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 του Κανονισμού). Ότι το ημερομίσθιο, με βάση του οποίου υπολογιζόντουσαν οι αποδοχές και το επίδομα αδείας των επίδικων ετών για τους ενάγοντες κατά τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΣΣΕ και αποφάσεις του ΔΣ της εναγομένης, ανερχόταν : 1) Για τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 30 χρόνια υπηρεσίας, κατά το πρώτο έτος 2001 : βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ +30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% επίδομα οικογενειακό + 66% επίδομα πολυετίας (επιδόματα που κατά τον Κανονισμό συνυπολογίζονται για το ημερομίσθιο καθορισμού των αποδοχών του επιδόματος αδείας) +25% προσαύξηση = 53,81 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : βασικό ημερομίσθιο 17,487 ευρώ +30% επίδομα ειδικών συνθηκών +20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας +25% προσαύξηση = 56,60 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 24 χρόνια υπηρεσίας κατά τα επίδικα έτη : α) κατά το πρώτο έτος 2001 βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ +30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα +60% επίδομα πολυετίας +25% προσαύξηση = 51,87 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : βασικό ημερομίσθιο 17,487 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών +20% οικογενειακό επίδομα + 60% επίδομα πολυετίας +25% προσαύξηση = 54,59 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : βασικό ημερομίσθιο 17,802 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών +20% οικογενειακό επίδομα + 60% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 55,54 ευρώ. Ότι το πραγματικό ημερομίσθιο που προκύπτει από τις πλήρεις και τακτικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους (με βάση την απόδοσή του) του τελευταίου δωδεκαμήνου και με βάση αυτό υπολογίζονται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, ανερχόταν : Για τον πρώτο ενάγοντα, α) κατά το πρώτο έτος 2001 [ 1.325,093 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 +1835.044 δρχ αποδοχές Αυγούστου 2000 + 1082.122 δρχ αποδοχές Σεπτεμβρίου 2000 + 1392.171 δρχ αποδοχές Οκτωβρίου 2000 + 1.198.333 δρχ Νοέμβριου 2000 + 1388.158 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 702.729 δρχ Ιανουαρίου 2001 +1081.292 δρχ Φεβρουαρίου 2001 +741.338 δρχ Μαρτίου 2001 + 1509.111 δρχ Απριλίου 2001 + 1291.549 δρχ Μαΐου 2001 +1124.512 δρχ Ιουνίου 2001 = 14.671.432 δρχ ή 43.056,35 ευρώ : 12 :25 ήμερες= 143,52 ευρώ, Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, υπολόγισε το Εφετείο το ημερομίσθιο για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα ως προς τον δεύτερο ενάγοντα. Έτσι το ημερομίσθιο υπολογίσθηκε, για μεν τον πρώτο ενάγοντα.. β) για το δεύτερο έτος 2002 σε 169,48 ευρώ, για δε τον δεύτερο ενάγοντα, α) για το έτος 2001 σε 139,54 ευρώ, β) για το έτος 2002 σε 195,63 ευρώ και γ) για το έτος 2003 σε 231,89 ευρώ. Ότι στις ως άνω μηνιαίως τακτικές αποδοχές των ως άνω εργαζομένων λιμενεργατών δεν περιλαμβάνονται καταβολές που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες έξοδα κίνησης αποζημίωσης για απασχόληση σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως και για εκτός έδρας εργασίας και επιδόματος εορτών. Ότι από τη σύγκριση των ως άνω ημερομισθίων που προκύπτουν, αναφορικά με τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας των εν λόγω λιμενεργατών, από την εφαρμογή του προαναφερθέντος Κανονισμού και των προαναφερθέντων αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ευνοϊκότερο ως προς αυτούς είναι το προβλεπόμενο από τις τελευταίες διατάξεις. Ότι, επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αναφορικά με την καταβολή του επιδόματος αδείας εναγόντων της επίδικης περιόδου, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι ευνοϊκότερες γι' αυτούς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ότι, έτσι, αυτοί δικαιούνται τα κάτωθι ποσά ως επίδομα αδείας : 1) ο πρώτος ενάγων α) κατά το πρώτο έτος 2001 το ποσό των ( ημερομίσθιο 143,52 ΕΥΡΩ Χ 13 ημ/σθια = ) 865,76 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε, εφαρμόζοντας εσφαλμένως τον κανονισμό, το ποσό των 637,91 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1865,76- 637,91 =) 1.227,85 ΕΥΡΩ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 το ποσό των (ημερομίσθιο 169,48 ΕΥΡΩ Χ 25 ημ/σθια=) 2203,24 ΕΥΡΩ. Έναντι αυτού έλαβε, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τον κανονισμό, το ποσό των 610,42 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται (2203,24-610,42=) 1592,81 ΕΥΡΩ και συνολικά το ποσό (1227,85 + 1532,82=) 2.820,67 ΕΥΡΩ. 2) Ο δεύτερος ενάγων κατά πρώτο έτος 2001 το ποσό των (ημερομίσθιο 139,54 ΕΥΡΩ Χ 13 ημ/σθια=) 1814,02 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού το ποσό των 600,03 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1814,02-600,03=) 1213,99 ΕΥΡΩ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 το ποσό των (ημερομίσθιο 195,63 Ευρώ Χ 13=)2.543,19 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού το ποσό των 664,35 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται επί πλέον το ποσό των (2543,19-664,35=) 1878,84 ΕΥΡΩ. Συνολικά για τα δύο ως άνω έτη δικαιούται το ποσό των (1213,99 + 1878,84=) 3092,83 ΕΥΡΩ, γ) κατά το έτος 2003 το ποσό των (ημερομίσθιο 231,89 ΕΥΡΩ Χ 13=) 3014,57 ΕΥΡΩ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε από την εναγομένη εφαρμόζοντας εσφαλμένως τον κανονισμό το ποσό των 642,55 ΕΥΡΩ και επομένως δικαιούται ακόμη το ποσό των (3014,50-642,55=)2.372,02 ΕΥΡΩ. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή των εφέσεων των διαδίκων εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επιδίκασε στους εργαζομένους λιμενεργάτες ως οφειλόμενες διαφορές επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2003, στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.820,67 ευρώ, στον δε δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.455,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας δωδεκάμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. 3.Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 203/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την υπ' αριθ. 203/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς). | Μίσθωση εργασίας | Μίσθωση εργασίας, Επίδομα αδείας. | 0 |
Αριθμός 227/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Π. του Ε., κατοίκου ..., 2)Ε. χήρας Χ. Χ., το γένος Ν. Α., 3)Α. Χ. του Χ. και 4)Σ. Χ. του Χ., κατοίκων ..., των τριών τελευταίων ως κληρονόμων του Χ. Χ.. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/4/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 187/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 224/2016 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/7/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 20-7-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 224/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 176/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.424,70 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 1.434,09 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 2.151,14 ευρώ και στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.151,14 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους... μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3). Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών , που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη ο πρώτος ενάγων στις 28-3-1973 και στις 24-10-1967 ο Χ. Χ., σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών δύο εναγουσών, που απεβίωσε και κληρονομήθηκε από αυτές, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη ως λιμενεργάτες. Ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ, που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. Η κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, όπως το επίδομα ειδικών συνθηκών 30%, το επίδομα γάμου 20%, το επίδομα τριετιών ( η 1η τριετία 10%, η 2η τριετία 10%, η 3η τριετία 7% κλπ) , το ειδικό επίδομα πρόσθετης εργασίας 52,82 ευρώ μηνιαίως κλπ., πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 μήνες απασχόλησης για τα έτη 2001 έως και 2004 και 10,366 αντίστοιχα για το έτος 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 224/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι ο πρώτος ενάγων Κ. Π. και ο Χ. Χ. προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ`` στις 28-3-1973 ο πρώτος και στις 31-3-1971 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας των άνω εργαζομένων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία `` Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ``. Ότι αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς. Ότι ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες οι εργαζόμενοι -λιμενεργάτες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης εταιρείας σε διάφορες βάρδιες και απασχολούντο με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές αμείβονταν με βάση την απόδοσή τους είτε με σταθερό ημερομίσθιο και, ανάλογα με την εργασία που παρείχαν, καταβάλλονταν σ` αυτούς το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κανονισμού και τις οικείες ΣΣΕ σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονταν επιπλέον του ελάχιστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 1-1-2001 έως 31-12-2005 όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι ο πρώτος ενάγων και ο οικείος των λοιπών εναγόντων Χ. Χ. απασχολήθηκαν κύρια στις γερανογέφυρες και δη κατά ποσοστό 75%-80% της συνολικής τους απασχόλησης. Ότι, σημειωτέον, η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλεπόταν και καταβαλλόταν στους εργαζόμενους-λιμενεργάτες της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και, συνεπώς, η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας κατά τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας ( ΑΝ 539/1945 και Ν.4504/1966). Ότι η εναγομένη όμως προκειμένου να καταβάλει στους εργαζόμενους- λιμενεργάτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο πρώτος ενάγων και ο οικείος των λοιπών εναγόντων Χ. Χ. τις αποδοχές και το επίδομα αδείας εφάρμοσε, κατά την ένδικη περίοδο, τον έχοντα ισχύ νόμου Κανονισμό εργασίας. Κατ' αυτόν (Κανονισμό) βάση υπολογισμού των εν λόγω αποδοχών και επιδόματος αποτελούσε το βασικό ημερομίσθιο του άρθρου 23 παρ.1β δηλαδή αυτό που ελάμβαναν αυτοί ( μεταξύ των οποίων και οι ως άνω λιμενεργάτες) που η απασχόλησή τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγησή του τρίμηνο είχε μεγαλύτερη διάρκεια στις φορτοεκφορτώσεις με γερανογέφυρες. Ότι, σημειωτέον, το ημερομίσθιο αυτό αποτελεί και ασφαλιστικό ημερομίσθιο, δηλαδή ημερομίσθιο που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες λόγω μη υπάρξεως αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 Κανονισμού). Ότι , περαιτέρω, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την επίδικη περίοδο ΕΣΣΕ, τις ΕΓΣΣΕ και τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, το κατ' εφαρμογή του Κανονισμού λαμβανόμενο ημερομίσθιο για την καταβολή των αποδοχών και επιδόματος αδείας των άνω εργαζομένων, που και οι δύο ήταν έγγαμοι και είχαν συμπληρώσει 22 χρόνια υπηρεσίας στην εναγομένη, ανερχόταν, α) για το έτος 2001 ( βασικό ημερομίσθιο 16.625 ΕΥΡΩ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών +20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση =) 53,815 ευρώ, β) για το έτος 2002 ( βασικό ημερομίσθιο 17.487 ευρώ, +30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας +25% προσαύξηση =) 56,605 ευρώ, γ) για το έτος 2003 (βασικό ημερομίσθιο 18.552 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα ειδικών συνθηκών +25% προσαύξηση=) 60,052 ευρώ, δ) για το έτος 2004 (βασικό ημερομίσθιο 19.294 ευρώ +30% επίδομα ειδικών συνθηκών +20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας +25% προσαύξηση=) 62,454 ευρώ και ε) για το έτος 2005 (βασικό ημερομίσθιο 20,113 + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση=) 65,10 ευρώ ( άρθρο 35 παρ.2,3,4,5 Κανονισμού). Ότι το πραγματικό ημερομίσθιο για τον καθένα από τους άνω εργαζομένους και το υπολογιζόμενο από τις τακτικές αποδοχές κατά τις αναγκαστικού δικαίου της εργατικής νομοθεσίας κατά το τελευταίο πριν τη χορήγηση του επιδόματος αδείας δωδεκαμήνου ανερχόταν : 1) Για τον πρώτο ενάγοντα Κ. Π., α) για το έτος 2001 ( 993.874δρχ τον Ιούλιο του 2000 + 1.527.633 δρχ τον Αύγουστο του 2000 + 899.837 δρχ τον Σεπτέμβριο του 2000 + 1.282.390 δρχ τον Οκτώβριο του 2000 + 814.298 δρχ τον Νοέμβριο του 2000 + 1.716.748 δρχ τον Δεκέμβριο του 2000 + 734.126 δρχ τον Ιανουάριο του 2001 + 704.387 δρχ τον Μάρτιο του 2001 + 625.225 δρχ τον Απρίλιο του 2001 + 720.127 δρχ τον Μάιο του 2001 + 725.683 δρχ τον Ιούνιο του 2001 =12.115.395 δρχ, που αντιστοιχεί σε 35.555,08 ευρώ : 12 μήνες=2.962,92 ευρώ ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών : 25 ημέρες=) 118,51 ευρώ το ημερομίσθιο. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, υπολόγισε το Εφετείο το ημερομίσθιο για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα όσον αφορά τον Χ. Χ. .Έτσι το ημερομίσθιο υπολογίσθηκε, για μεν τον πρώτο ενάγοντα.. β) για το έτος 2002 σε 67,46 ευρώ, γ) για το έτος 2003 σε 247,23 ευρώ, δ) για το έτος 2004 σε 320,25 ευρώ και ε) για έτος 2005 σε 262,36 ευρώ, για δε τον Χ. Χ., α) για το έτος 2001 σε 87,39 ευρώ, β) για το έτος 2002 σε 99,92 ευρώ, γ) για το έτος 2003 σε 192,08 ευρώ, δ) για το έτος 2004 σε 236,31 ευρώ και ε) για το έτος 2005 σε 215,12 ευρώ. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε και τα εξής : Ότι στις ως άνω μηνιαίως τακτικές αποδοχές των ως άνω εργαζομένων λιμενεργατών δεν περιλαμβάνονται καταβολές που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες έξοδα κίνησης αποζημίωσης για απασχόληση σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως και για εκτός έδρας εργασίας και επιδόματος εορτών. Ότι από τη σύγκριση των ως άνω ημερομισθίων που προκύπτουν, αναφορικά με τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας των εν λόγω λιμενεργατών, από την εφαρμογή του προαναφερθέντος Κανονισμού και των προαναφερθέντων αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ευνοϊκότερο ως προς αυτούς είναι το προβλεπόμενο από τις τελευταίες διατάξεις. Ότι, επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφαρμογή για την καταβολή των αποδοχών αδείας και συνακόλουθα και του επιδόματος του πρώτου ενάγοντος και του οικείου των λοιπών εναγόντων, έχουν οι διατάξεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας καθόσον αυτές υπερισχύουν λόγω της ευνοϊκότερης ως προς αυτούς από τον Κανονισμό ρύθμισης του εν λόγω θέματος. Ότι, έτσι, αυτοί δικαιούνται αποδοχές και επίδομα αδείας υπολογιζόμενα με βάση το ημερομίσθιο που προκύπτει από τις σημειούμενες ανά μήνα ως άνω αποδοχές τους. Ειδικότερα : 1) Ο πρώτος ενάγων δικαιούται, α) για το έτος 2001 (118,51 ευρώ Χ 13= ) 1540,63 ΕΥΡΩ. Έναντι αυτού έλαβε, σύμφωνα με τους κατά τον Κανονισμό λαμβανομένους υπολογισμούς, το ποσό των 565,34 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (1940,63-565,34=) 975,29 ΕΥΡΩ, β) για το έτος 2002 (67,46 Χ 13 = ) 876,98 ευρώ. Έναντι αυτού έλαβε το ποσό των 610,42 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (876,98-610,42=) 266,56 ευρώ, γ) για το έτος 2003 (247,23 Χ 13=) 3213,99 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε 642,55 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (3213,99-642,55= ) 2571,44 ευρώ, δ) για το έτος 2004 (320.25 Χ 13=) 4163,25 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε το ποσό των 668,53 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (4163,25 - 668,53 =) 3494,72 ευρώ και ε) για το έτος 2005 (262,36 Χ 13=) 3410,68 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε το ποσό των 722,55 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (3410,68-722,55 =) 2.688,13 ευρώ. 2) Ο εργαζόμενος Χ. Χ. δικαιούται , α) για το έτος 2001 (87,39 Χ 13 = ) 1135,68 ευρώ,. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε, λανθασμένα κατά τον Κανονισμό, το ποσό των 565,34 ευρώ και δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1135,68 - 565,34 =) 570,34 ευρώ, β) για το έτος 2002 (99,92 ευρώ Χ 13=) 1298,96 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε το ποσό των 610,42 ευρώ και δικαιούται επί πλέον το ποσό των (1298,96- 610,42 ευρώ =) 688,54 ευρώ, γ) για το έτος 2003 (192,08 Χ 13=)2497,04 ευρώ. 'Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε το ποσό των 642,55 ευρώ και δικαιούται επί πλέον το ποσό των (2497,04- 642,55=) 1854,49 ευρώ, δ) για το έτος 2004 (236,31 ευρώ Χ Ι3=) 3072,03 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε το ποσό των 668,53 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (3072, 03- 668,53 = ) 2403,5 ευρώ και ε) για το έτος 2005 (215,12 Χ 13=) 2796,56 ευρώ Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε λανθασμένα το ποσό των 722,55 ευρώ και δικαιούται επί πλέον (2796,56- 722,55=) 2074,01 ευρώ. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή της έφεσης των εναγόντων -αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επιδίκασε εντόκως στους εργαζομένους λιμενεργάτες ως οφειλόμενες διαφορές επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2005, στον πρώτο των εναγόντων Κ. Π. το ποσό των 7.424,70 ευρώ και στους Ε., Α. και Σ. Χ. ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος την 20-12-2007 Χ. Χ. το ποσό των 5.736,39 ευρώ και ειδικότερα στην ενάγουσα Ε. Χ. το ποσό 1434,09 ευρώ και στην καθεμία από τις ενάγουσες Α. και Σ. Χ. το ποσό των 2.151,14 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας δωδεκάμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 224/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος..
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την υπ΄ αριθ. 224/2016 Εφ. Πειραιώς). | Συλλογική σύμβαση εργασίας | Συλλογική σύμβαση εργασίας, Μίσθωση εργασίας, Επίδομα αδείας. | 0 |
Αριθμός 229/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Νομικού, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., και 2)Ι. Μ. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τoν πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/9/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1716/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 48/2015 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16/2/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 16-2-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 48/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 1716/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.535,31 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.845,24 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στις 29-5-1989 και 1-2-1988 αντίστοιχα, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει εντόκως στον πρώτο αυτών, το ποσό των 38.197,49 ευρώ και στο δεύτερο αυτών, το ποσό των 32.166,64 ευρώ, που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, οι οποίες (διαφορές) προέκυψαν, επειδή η εναγόμενη δε τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας αυτών, κατά το ανωτέρω διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους. και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές άδειας) και κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης, που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές• συμβάσεις εργασίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη 48/2015 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ`` στις 295-1989 ο πρώτος και στις 1-2-1988 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι οι όροι εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία ``Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ``. Ότι αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένα Πειραιώς. Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας, των εναγόντων, όπως επίσης και οι συνθήκες αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτωτικών εργασιών του Λιμένος καθορίζονταν πριν, αλλά και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ σε ΑΕ, από τον υπάρχοντα Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που είχαν υπογραφεί από το έτος 1973 μέχρι και το έτος 1998 μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία "Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 1876/1990 "περί συλλογικών διαπραγματεύσεων" .Ότι η ισχύς της ειδικής ΣΣΕ που ίσχυε για τα έτη 1997-1998 παρατάθηκε διαδοχικά για τα επόμενα έτη και επί των προβλεπόμενων σε αυτή αποδοχών αθροίζονταν κάθε χρόνο οι αυξήσεις που χορηγούσε η κάθε φορά Εθνική Γενική ΣΣΕ, μετά τη λήψή αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΟΛΠ ΑΕ ‚ενώ από την 1-12-2005 εφαρμόζεταί η με αρ. 61/2005 Διαιτητική απόφαση. Ότι σύμφωνα με την τελευταία καθιερώθηκε ενιαίο βασικό ημερομίσθιο για όλους τους λιμενεργάτες 40 ευρώ με πενθήμερη εργασία, ενώ το βασικό ημερομίσθιο το έτος 2000 από 1-7-2000 έως 31-12-2000 για τους λιμενεργάτες με βάση την εξαήμερη εργασία είχε διαμορφωθεί σε 16,332 ευρώ και για τα επόμενα έτη με τις με αρ. 150/1-8-001, 48/17-2-2003, 213/3-9-2004 και 224/4-8-2005 αποφάσεις του Δ.Σ ΟΛΠ τα βασικά ημερομίσθια των λιμενεργατών είχαν διαμορφωθεί ως εξης Α. Για το έτος 2001 : από 1-1-2001 έως 30-6-2001 σε 16,625 ευρώ και από 1-7-2001 έως 3 1-12-2001 σε 16,875 ευρώ. Β. Για τα έτη 2002 και 2003 : από 1-1-2002 έως 30-6-2002 σε 17,487 ευρώ ,από 1-7-2002 έως 31-12-2002 σε 17.802 ευρώ και από 1-1- 2003 έως 31-12-2003 σε 18,552 ευρώ Γ. Για το έτος 2004 : από 1-1-2004 έως 31-8-2004 σε 19,294 ευρώ, από 1-9-2004 έως 31-12-2004 σε 19,680 ευρώ Δ. Για το έτος 2005 : από 1-1-2005 έως 31-8-2005 σε 20,113 ευρώ και από 1-9-2005 έως 30-12-2005 σε 20,777 ευρώ. Ότι ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες οι ενάγοντες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα της εναγόμενης εταιρίας σε διάφορες βάρδιες και απασχολούνταν με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση, είτε με σταθερό ημερομίσθιο και, ανάλογα με την εργασία που παρείχαν, καταβάλλονταν σ' αυτούς το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κανονισμού και τις οικείες ΕΣΣΕ, σταθερό ημερομίσθιο το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονταν επιπλέον του ελάχιστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο, δηλαδή από 1-1-2001 έως 31-12-2005, όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλέπεται και καταβάλλεται στους εργαζόμενους της εναγόμενης εταιρίας τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και, συνεπώς, η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, επί των οποίων πρέπει να υπολογίζονται οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας ‚σύμφωνα με τις διατάξέις της εργατικής νομοθεσίας (δηλαδή του ΑΝ. 539/1945 και του Ν. 4504/1966). Ότι, περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη προέβαινε στον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας όλων των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, εφαρμόζοντας τον Κανονισμό Εργασίας, αλλά με βάση το βασικό ημερομίσθιο της παραγράφου 1β του άρθρου 23 του Κανονισμού, ήτοι το καταβαλλόμενο στους μόνιμους εργάτες που απασχολούντο στις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοκιβωτίων με τη γερανογέφυρα του ΟΛΠ . Ότι το ημερομίσθιο αυτό αποτελεί και ασφαλιστικό ημερομίσθιο, ημερομίσθιο δηλαδή που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες ελλείψει αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 του Κανονισμού) και όχι με βάση το ημερομίσθιο της επικρατέστερης απασχόλησης του καθένα . Ότι όσον αφορά την επικρατέστερη απασχόληση των εναγόντων ‚σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι ίδιοι αλλά και η εναγόμενη ήταν στις γερανογέφυρες σε ποσοστό 75%-80% της συνολικής τους απασχόλησης. Ότι , επομένως, σύμφωνα με τα ως άνω διαλαμβανόμενα, βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας και συνακόλουθα του επιδόματος αδείας τους αποτελούσε το βασικό ημερομίσθιο του άρθρου 23 παρ. 1 εδ.β, το οποίο ελάμβανε ως βάση και η εναγόμενη. ¨ότι, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, οι οποίες, σύμφωνα με τις νόμιμα επικληθείσες και προσκομισθείσες καταστάσεις αποδοχών και επιδόματος αδείας αλλά και με τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων οι ενάγοντες δικαιούντο να λάβουν και έλαβαν για επίδομα αδείας τα παρακάτω ποσά, σημειουμένου του ότι για τον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το εκάστοτε βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης σε κομιστικές εργασίες ‚που ήταν και η επικρατέστερη απασχόληση στις επίδικες περιπτώσεις: Α. Ο πρώτος ενάγων Α. Κ. : α) το έτος 2001 το ποσό των 517,56 ευρώ, β) το έτος 2002 το ποσό των 561,07 ευρώ, γ) το έτος 2003 το ποσό των 590,48 ευρώ‚ δ) το έτος 2004 το ποσό των 632,35 ευρώ . Β) ο δεύτερος ενάγων Ι. Μ. : α) το έτος 2001 το ποσό των 605,85 ευρώ ,β) το έτος 2002 το ποσό των 544,61 ευρώ, γ) το έτος 2003 το ποσό των 573,12 ευρώ ,δ) το έτος 2004 το ποσό των 614,27 ευρώ και ε) το 2005 το ποσό των 663,72 ευρώ. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών των εναγόντων περιλαμβάνονται και ποσά που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, ο πρώτος ενάγων δικαιούται να λάβει για διαφορές επιδόματος αδείας κατά το έτος 2001 τις αποδοχές 13 ημερομισθίων, δηλαδή με αποδοχές α) για το έτος 2001 (1.141.106 δρχ τον Ιούλιο 2000 + 731.176 δρχ. τον Αύγουστο + 1.001.063 δρχ. τον Σεπτέμβριο + 1.044.746 δρχ. τον Οκτώβριο + 899.425 δρχ. το Νοέμβριο + 882.855 δρχ. τον Δεκέμβριο 2000 + 677.952 δρχ. τον Ιανουάριο 2001 + 894.850 δρχ. τον Φεβρουάριο + 463.741 δρχ. τον Μάρτιο + 370.941 δρχ. τον Απρίλιο + 45 1.219 δρχ. το Μάιο + 349.032 δρχ. τον Ιούνιο 2001 =) 8.907.065 δραχμές, δηλαδή το ισόποσο των 26.141,32 ευρώ : 12 μήνες απασχόλησης = 2.178,44 ευρώ ο μέσος όρος του τελευταίου 12μήνου : 25 ημέρες = 87,13 ευρώ το ημερομίσθιο και συνεπώς το επίδομα αδείας ανερχόταν σε (13 ημερομίσθια Χ 87,13 ευρώ =) 1.132,79 ευρώ. Αντ` αυτών έλαβε ο πρώτος ενάγων 517,56 ευρώ και δικαιούται τη διαφορά των 615,16 ευρώ. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, υπολόγισε το Εφετείο τις διαφορές επιδόματος αδείας για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα και συνεπώς αυτοί εδικαιούντο τα ποσά των 8.432,61 και 7.457,25 ευρώ, αντίστοιχα. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας δωδεκάμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. 3. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 48/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιά κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την υπ' αριθ. 48/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς). | Σύμβαση έργου | Σύμβαση έργου, Μίσθωση εργασίας. | 0 |
Αριθμός 230/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Δ. του Μ., κατοίκου ... και 2)Α. Π. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/6/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1934/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 601/2010 μη οριστική και 117/2014 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/2/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από 17-2-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 117/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 1934/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας και υποχρεώθηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 10.025,65 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.040,55 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α' 27), κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (Ολ ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών , που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στον πρώτο αυτών, το ποσό των 42.505,02 ευρώ και στο δεύτερο αυτών, το ποσό των 42.483,41 ευρώ, που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, με το νόμιμο τόκο, οι οποίες (διαφορές) προέκυψαν, επειδή η εναγομένη δεν τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας αυτών, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές άδειας) και κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης, που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 224/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες, έγγαμοι με δύο τέκνα ο πρώτος και τρία τέκνα ο δεύτερος, προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``ΟΛΠ ΑΕ`` στις 15-6-1972 ο πρώτος και στις 14-6-1977 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι αντικείμενο, δηλαδή, της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς. Ότι οι όροι εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία "'Ενωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ". Ότι ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες οι ενάγοντες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης εταιρίας σε διάφορες βάρδιες και απασχολούνταν με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση είτε με σταθερό ημερομίσθιο και, ανάλογα με την εργασία που παρείχαν, καταβάλλονταν σ' αυτούς το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Κανονισμού και τις οικείες ΕΣΣΕ, σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονταν επιπλέον του ελάχιστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο, δηλαδή από 1-1-2001 έως 31-12-2005, όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλέπεται και καταβάλλεται στους εργαζόμενους της εναγομένης εταιρίας τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και, συνεπώς, η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, επί των οποίων πρέπει να υπολογίζονται οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας, διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (δηλαδή του Α.Ν. 539/1945 και του Ν. 4504/1966). Ότι, ειδικότερα, όμως, το επίδομα αδείας που ελάμβαναν οι ενάγοντες κατά την ως άνω χρονική περίοδο δεν διαμορφωνόταν με βάση το ημερομίσθιο που προέκυπτε από την πραγματική απόδοσή τους και καταβαλλόταν σ' αυτούς κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη λήψη της αδείας, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, αλλά με βάση το κατώτερο ημερομίσθιο ασφαλείας, προσαυξημένο κατά 20% από το έτος 1990 και 25% αργότερα, κατά την σχετική πρόβλεψη των αντίστοιχων ΕΣΣΕ. Ότι ο τρόπος, όμως, αυτός υπολογισμού του επιδόματος αδείας σε ποσά κατώτερα από εκείνα, που αναλογούσαν στο προβλεπόμενο και πραγματικά καταβαλλόμενο ημερομίσθιο απόδοσης κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας δωδεκάμηνο, είναι βλαπτικός γι' αυτούς (ενάγοντες), οι οποίοι δικαιούνται να αξιώσουν τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας, σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας (δηλαδή του άρθρου 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 και του άρθρου 3 Α.Ν. 539/1945), κατά τις οποίες το επίδομα αδείας είναι ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών του εργαζομένου κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας δωδεκάμηνο (ώστε να περιληφθούν όλες οι εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά ανά μήνα) διά του αριθμού 12, ενώ οι διατάξεις αυτές, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, υπερισχύουν, με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, από τις αντίθετες και δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους διατάξεις των σχετικών κανονισμών εργασίας ή των οικείων ΕΣΣΕ. Ότι τέλος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 2, 3 και 8 του Α.Ν. 539/1945 και 1 του Ν. 1346/1983, το επίδομα αδείας, όπως προαναφέρθηκε, είναι ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών, με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών του εργαζομένου κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας δωδεκάμηνο (ώστε να περιληφθούν όλες οι εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά ανά μήνα) διά του αριθμού 12 (και ακολούθως διά 25), και όχι με τη διαίρεση δια αριθμού (μικρότερου του 12), που προκύπτει από τις ημέρες πραγματικής απασχόλησης εκάστου ενάγοντος εντός του χρονικού διαστήματος του ως άνω δωδεκαμήνου. Ότι επίσης, καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2001 μέχρι 31-12-2005, κατά το οποίο οι ενάγοντες δικαιούνταν να λάβουν κανονική άδεια, δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών τους περιλαμβάνονται και ποσά, που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κινήσεως και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, τα οποία δεν συνυπολογίζονται στην εξεύρεση των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας έκρινε στη συνέχεια το Εφετείο ότι καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν προέκυψε ότι στο μηνιαίο σύνολο των αποδοχών των εναγόντων περιλαμβάνονται και ποσά που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης και αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, ο πρώτος ενάγων δικαιούται να λάβει για διαφορές επιδόματος αδείας κατά το έτος 2001 τις αποδοχές 13 ημερομισθίων, δηλαδή με αποδοχές 1.647,725 δρχ. τον Ιούλιο 2000 + 648.913 δρχ. τον Αύγουστο + 1.381.776 δρχ. τον Σεπτέμβριο + 1.351.667 δρχ. τον Οκτώβριο +1.104.063 δρχ. το Νοέμβριο + 1.443.296 δρχ. τον Δεκέμβριο 2000 + 588.768 δρχ. τον Ιανουάριο 2001 + 1.199.697 δρχ. τον Φεβρουάριο + 561.798 δρχ. τον Μάρτιο + 661.777 δρχ. τον Απρίλιο + 645.687 δρχ. το Μάιο + 3 13.785 δρχ. τον Ιούνιο 2001 = 11.548.925 δραχμές, δηλαδή το ισόποσο των 33.892,66 ευρώ : 12 μήνες απασχόλησης = 2.824,38 ευρώ ο μέσος όρος του τελευταίου 12μήνου : 25 ημέρες = 112,97 ευρώ το ημερομίσθιο Χ 13 ημέρες =) 1.468,67 ευρώ . Αντ` αυτών έλαβε ο πρώτος ενάγων 565,34 ευρώ και δικαιούται τη διαφορά των 903,33 ευρώ. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο, υπολόγισε το Εφετείο τις διαφορές επιδόματος αδείας για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, καθώς και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα και επιδίκασε σε αυτούς τα ποσά των 10.025,65 και 10.040,55 ευρώ, αντίστοιχα. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. 3. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 117/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την υπ' αριθ. 117/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς). | Μίσθωση εργασίας | Αποδοχές μισθωτού, Μίσθωση εργασίας. | 0 |
Αριθμός 2104/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου - Φλουρή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη αυτοπροσώπως χωρίς να είναι δικηγόρος, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3626/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Χ. του Ι., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2017 και με αριθ. Πρωτ. .../7.9.2017 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και οι από 2 Νοεμβρίου 2017 πρόσθετοι λόγοι (που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 10 Νοεμβρίου 2017), η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017.
Αφού άκουσε
Τον πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η από 30 Αυγούστου 2017 και με αριθ. Πρωτ. .../7.9.2017 αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι από 2 Νοεμβρίου 2017 πρόσθετοι λόγοι (που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 10 Νοεμβρίου 2017), όπως επίσης και η ενσωματωμένη στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων από 5 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση διορθώσεως και συμπληρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (που κατατέθηκε στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών στις 8 Σεπτεμβρίου 2017 και παραπέφθηκε στο Δικαστήριο τούτο με την υπ’ αριθμ. 5833/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών).
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ. Ποιν. Δ., που αναφέρεται στη διαδικασία συζητήσεως στον Άρειο Πάγο, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ, κατά την παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Δηλαδή, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρίσταται στη συζήτηση με συνήγορο, ο οποίος διορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 86 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως ή εκπροσωπείται από συνήγορο, που έχει διοριστεί με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνον από τις πράξεις αυτές. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 514 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν παρασταθεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο, ή αν παρασταθεί αυτοπροσώπως, χωρίς ο ίδιος να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, γραμμένου σε οιοδήποτε Δικηγορικό Σύλλογο της χώρας ή άλλης χώρας της Ε.Ε. θεωρείται μη προσήκουσα η παράστασή του και ως μη εμφανιζόμενος και, εφόσον αυτός κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η αίτησή του απορρίπτεται λόγω μη εμφανίσεώς του κατά τη συζήτησή της. Εξάλλου, αυτεπάγγελτος ή κατόπιν αιτήσεως διορισμός συνηγόρου στον αναιρεσείοντα που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου και αν ακόμη αφορά η υπόθεση κακούργημα, για οιοδήποτε λόγο, όπως λόγω οικονομικής αδυναμίας του αναιρεσείοντος να διορίσει δικηγόρο της αρεσκείας του, δεν προβλέπεται στην ακυρωτική διαδικασία στον Άρειο Πάγο, ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 20 Συντάγματος εκ του μη αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου και εκ του ότι δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη εμφάνιση και παράσταση από αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μη δικηγόρο, διότι στον Άρειο Πάγο εξετάζονται μόνο νομικά ζητήματα και όχι η ουσία των υποθέσεων. Άλλωστε, έχει θεσμοθετηθεί από την Ελληνική πολιτεία, στο πλαίσιο των αρχών της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6 και 7 του Ν. 3226/2004, διαδικασία διορισμού συνηγόρου και στον Άρειο Πάγο, προ της δικασίμου και όχι επί της έδρας, από κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου, κατόπιν απλής, χωρίς τη μεσολάβηση δικηγόρου, αιτήσεως του ενδιαφερομένου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, απευθυνόμενης προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, για πολίτες χαμηλού εισοδήματος, που δεν διαθέτουν τα μέσα να πληρώσουν συνήγορο για να παραστούν στον Άρειο Πάγο, υποβαλλόμενη 15 ημέρες προ της δίκης, αν έχουν καταδικασθεί με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον 12 μηνών. Έτσι, η ως άνω επιβαλλόμενη από τον νομοθέτη υποχρέωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να παρίσταται στον Άρειο Πάγο μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου δεν είναι υπέρμετρη, διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης στο ανώτατο αυτό επίπεδο αναιρετικού ελέγχου των αποφάσεων και δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση του κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο (βλ. και Ολ. Α.Π. 2/2008) και ως εκ τούτου δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι οποίες εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, αφού από τις τελευταίες υπερνομοθετικές διατάξεις δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να θέτει όρους και περιορισμούς υπό τους οποίους ασκείται το υπό των διατάξεων αυτών κατοχυρούμενο δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιστέλλουν την δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια, με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άνω δικαίωμα να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ. και από το υπό ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ. προς τον αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Ν. Π., (λόγω επιδόσεως στον πρώτο τούτων με θυροκόλληση), ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. .../9.10.2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της κατωτέρω αναφερόμενης αιτήσεώς του, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε προσηκόντως μετά δικηγόρου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μετά ή διά συνηγόρου και ο ίδιος δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, η υπό κρίση από 30-8-2017 αίτησή του περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 3626/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και οι συνεκδικαζόμενοι από 2.11.2017 πρόσθετοι λόγοι της μετά της ενσωματωμένης σ’ αυτούς από 5.9.2017 αιτήσεως διορθώσεως και συμπληρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 5833/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκασή τους), πρέπει να απορριφθούν, λόγω μη προσήκουσας παραστάσεως του και μη εμφανίσεως του κατά τη συζήτηση τους, να επιβληθούν σ’ αυτόν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοιν.Δ) και να καταδικασθεί ο ίδιος στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.8.2017 δήλωση - αίτηση του Χ. Τ. του Α. και της Α., κατοίκου ..., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7.9.2017, καθώς και τους από 2.11.2017 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 10.11.2017, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3626/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και την ενσωματωμένη στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων από 5.9.2017 αίτηση διορθώσεως και συμπληρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατατεθείσα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών στις 8.9.2017 και παραπεμφθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 5833/2017 απόφασή του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, Γ. Χ. του Ι., την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παράσταση μετά ή διά συνηγόρου στον Άρειο Πάγο. Δεν χωρεί αυτοπρόσωπη παράσταση μη δικηγόρου. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη προσήκουσας εμφανίσεως του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας και τον καταδικάζεΓσπν δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 2071/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Στυλιανό Σταματόπουλο και Κωνσταντίνο Μπότσαρη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Σ. του Ι., 2) Ι. Σ. του Δ. και 3) Π. Σ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουρτζούδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2000 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Σ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2002 και 44/2006 μη οριστικές, 131/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1053/2015 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-9-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου ανέγνωσε την από 15-2-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Κράνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 1053/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε στην ουσία την από 26.10.2012 έφεση και τους από 24.1.2014 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 131/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Με την απόφαση αυτή, που εκδόθηκε ύστερα από τις υπ’ αριθ. 53/2002 και 44/2006 προδικαστικές αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου, έγινε δεκτή η από 20.12.2000 αγωγή της Π. Σ. και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους, που μετά το θάνατο της αρχικής ενάγουσας κατά τη διάρκεια της επιδικίας υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της στη δικονομική της θέση και συνέχισαν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, το συνολικό ποσό των 59.866,76 ευρώ, ως υπόλοιπο του τιμήματος που συμφωνήθηκε για την πώληση από την αρχική ενάγουσα στην αναιρεσείουσα ποσότητας 935.520 κιλών σκληρού σίτου.
Από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης εφετειακής αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή, αφού έλαβε υπόψη της τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και τα ακόλουθα: "Η αρχικώς ενάγουσα Π. Σ., που απεβίωσε στις 9.1.2003, διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας αγροτικών προϊόντων, δραστηριοποιούμενη στο νομό Σερρών. Ειδικότερα, αυτή αγόραζε από παραγωγούς τα αγροτικά τους προϊόντα, όπως σιτάρι, και στη συνέχεια τα μεταπωλούσε με κέρδος σε μεγάλες επιχειρήσεις συγκέντρωσης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία έχει ως αντικείμενο την εμπορία σε ευρεία κλίμακα αγροτικών προϊόντων και συγκεκριμένα την αγορά σιτηρών και άλλων δημητριακών από την Ελλάδα και το εξωτερικό προς μεταπώλησή τους... Εξάλλου η εταιρεία "... ΕΠΕ" ασκούσε την ίδια δραστηριότητα με αυτή της Π. Σ., διαθέτοντας μεγάλες αποθήκες αγροτικών προϊόντων στο ... του νομού Σερρών. Κατά το έτος 1995 και ενώ η παραπάνω εταιρεία αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα, συμφώνησε να έχει συνεργασία με την εκκαλούσα, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε την εκμίσθωση προς την εκκαλούσα για ένα έτος, δυνάμει του από 25.7.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού, των αποθηκών της για τα αγροτικά προϊόντα, εμβαδού 2000 m2, που βρίσκονταν στο ... Σερρών. Περί τα τέλη Ιουλίου 1995 επισκέφθηκε την Π. Σ. ο υπάλληλος της εκκαλούσας Γ. Σ., που ήταν εξουσιοδοτημένος απ’ αυτή για τη διερεύνηση της αγοράς σιτηρών στο νομό Σερρών και τη σύναψη συμφωνιών με εμπόρους του νομού για την αγορά απ’ αυτούς σιταριού, τον έλεγχο της ποιότητάς του και την αποθήκευσή του στην ως άνω μίσθια αποθήκη. Κατά τη συνάντηση τους αυτή συμφωνήθηκε προφορικά να πουλήσει η Π. Σ. στην εκκαλούσα την ποσότητα σκληρού σίτου που είχε συγκεντρώσει, ήτοι συνολικά 935.520 κιλά αντί τιμήματος 61 δραχμών ανά κιλό, πλέον Φ.Π.Α. 8%, που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι το τέλος του 1995. Κατά τη συμφωνία των μερών το σιτάρι θα παραδινόταν σταδιακά τις επόμενες ημέρες, με φορτηγά αυτοκίνητα, στην εκκαλούσα, στο ... Σερρών και συγκεκριμένα στην ως άνω μίσθια αποθήκη... Για τις αποστολές αυτές συμφωνήθηκε με την εκκαλούσα και την εταιρεία "... ΕΠΕ" να εκδοθούν δελτία αποστολής από την Π. Σ. προς την εκκαλούσα, όμως τα τιμολόγια συμφωνήθηκε να εκδοθούν εικονικά στο όνομα της εταιρείας "... ΕΠΕ" για λόγους κυρίως φορολογικούς, που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ της εκκαλούσας και της εταιρείας αυτής. Πράγματι, η Π. Σ. απέστειλε από 31.7.1995 έως 9.8.1995 στην εκκαλούσα, με φορτηγά αυτοκίνητα, το σιτάρι που συμφώνησε να της πουλήσει, ήτοι συνολικά 935.520 κιλά και σχετικώς εξέδωσε τα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής. Εξάλλου η Π. Σ., βάσει της ως άνω συμφωνίας της, εξέδωσε για τις ανωτέρω πωλήσεις τα υπ’ αριθ. ....1995 και ....1995 τιμολόγια της προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", ποσών αντίστοιχα 10.078.981 και 51.553.076 δραχμών, με πίστωση του τιμήματος. Προηγουμένως, όμως, η ως άνω εταιρεία είχε εκδώσει τα υπ’ αριθ. .../31.7.1995 και ...16.8.1995 τιμολόγια πωλήσεως προς την εκκαλούσα για τις ίδιες ποσότητες σίτου, με μικρότερες ωστόσο τιμές πωλήσεως, ήτοι 58 και 59 δραχμές ανά κιλό αντιστοίχως, αναγράφοντας σ’ αυτά τους αριθμούς των ως άνω δελτίων αποστολής της Π. Σ.. Σημειώνεται ότι στα δελτία αυτά αποστολής είχε τεθεί η ένδειξη "Κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ... ΕΠΕ". Στην ύπαρξη της ένδειξης αυτής και των ως άνω τιμολογίων της Π. Σ.... στηρίζει η εκκαλούσα τους ισχυρισμούς της ότι οι επίδικες συμβάσεις πωλήσεως καταρτίστηκαν μεταξύ της Π. Σ. και της εταιρείας "... ΕΠΕ", η οποία στη συνέχεια μεταπώλησε σ’ αυτή (εκκαλούσα) τις αναφερόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια ποσότητες σίτου, δηλαδή επρόκειτο για μια τριγωνική συναλλαγή, ήτοι για δύο διαφορετικές πωλήσεις των ίδιων εμπορευμάτων, αρχικά από την Π. Σ. προς την εταιρεία "... ΕΠΕ" και ακολούθως από την τελευταία προς την εκκαλούσα, με αποστολή απευθείας των εμπορευμάτων από την Π. Σ. προς την εκκαλούσα, που έγινε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας "... ΕΠΕ". Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας κρίνονται αβάσιμοι, όπως προκύπτει ιδίως από τα ακόλουθα: 1) Οι καταθέσεις των μαρτύρων των εφεσιβλήτων (αναιρεσιβλήτων), που είχαν άμεση αντίληψη των κρίσιμων ζητημάτων, κρίνονται πειστικότερες από αυτές των μαρτύρων της εκκαλούσας. 2) Η Π. Σ. είχε μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από αυτήν της επιχείρησης "... ΕΠΕ", η οποία επιπλέον αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και μάλιστα λίγο αργότερα πτώχευσε, γι’ αυτό δεν είναι εύλογο να γίνει δεκτό ότι η Π. Σ. πούλησε και μάλιστα με πίστωση τις ως άνω ποσότητες σίτου στην εταιρεία "... ΕΠΕ". Αυτό που πράγματι συνέβη, όπως προκύπτει από τα εμπορικά βιβλία της εκκαλούσας, είναι ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών η εκκαλούσα προκατέβαλλε προς την εταιρεία "... ΕΠΕ" σημαντικά ποσά, προκειμένου αυτή, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εκκαλούσας, να προβαίνει σε πληρωμές των εμπόρων, όπως η Π. Σ., που πουλούσαν τα εμπορεύματα τους φαινομενικά στην εταιρεία "... ΕΠΕ", αλλά στην πραγματικότητα προς την εκκαλούσα. Κατ’ αυτό τον τρόπο καταβλήθηκε στην Π. Σ. μέρος του τιμήματος των πωληθέντων από αυτή εμπορευμάτων και συγκεκριμένα 41.232.457 δραχμές, οπότε απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο 20.399.600 δραχμές ή 59.866,67 ευρώ. Εάν, αντίθετα, η εκκαλούσα αγόραζε πράγματι το σιτάρι από την εταιρεία "... ΕΠΕ", ούτε τις αποθήκες της εταιρείας αυτής θα χρειαζόταν να μισθώσει ούτε μεγάλα χρηματικά ποσά θα έθετε στη διάθεση της ως άνω εταιρείας, αλλά θα της κατέβαλλε κάθε φορά το τίμημα της κάθε πώλησης. 3) Στη συναλλακτική πρακτική υφίσταται η αποκαλούμενη τριγωνική συναλλαγή, στην οποία ο αποστολέας-πωλητής των αγαθών αποστέλλει τα αγαθά στον υποδεικνυόμενο από τον αγοραστή τρίτο και τιμολογεί τον αγοραστή, με τη σειρά του δε ο αγοραστής, ενεργώντας ως πωλητής έναντι του τελικού παραλήπτη, εκδίδει προς αυτόν τιμολόγιο, αφού τα αγαθά έχουν αποσταλεί σε αυτόν με δελτίο αποστολής του αρχικού πωλητή. Η διαδικασία αυτή είναι νόμιμη.... Στην προκειμένη όμως περίπτωση είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μια κανονική τριγωνική συναλλαγή, που έγινε για να εξυπηρετήσει τις συναλλακτικές ανάγκες, δηλαδή αντί να μεταφέρονται τα αγαθά από το ένα μέρος στο επόμενο, να μεταφέρονται από το πρώτο στο τελευταίο μέρος της αλυσίδας, αφού ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων της Π. Σ., εάν η παράδοση γινόταν προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", δεν θα διέφερε από τον τόπο, όπου έγινε η παράδοση έγινε προς την εκκαλούσα. Η ένδειξη έτσι στα δελτία αποστολής ότι η μεταφορά γίνεται "κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ... ΕΠΕ" τέθηκε εικονικά για να καλυφθεί η απαίτηση του Κ.Β.Σ. προκειμένου για κανονική, τριγωνική συναλλαγή. 4) Κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, η εταιρεία "... ΕΠΕ", στα πλαίσια της επικαλούμενης τριγωνικής συναλλαγής, έλαβε παραγγελία από την εκκαλούσα για την πώληση σ’ αυτή των ως άνω ποσοτήτων σιταριού και ακολούθως η εταιρεία αυτή, για να ανταποκριθεί στην ως άνω παραγγελία, παρήγγειλε τις αυτές ποσότητες σιταριού από την Π. Σ., ζητώντας από αυτή να στείλει τα εμπορεύματα απευθείας στην εκκαλούσα. Όμως εάν έτσι είχαν τα πράγματα, το λογικό θα ήταν να αποκόμιζε η εταιρεία "... ΕΠΕ" κάποιο κέρδος από την όλη διαδικασία, ενώ στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται να ζημιώνεται, αφού αγοράζει προς 61 δραχμές το κιλό και πουλάει προς 58 και 59 δραχμές το κιλό. Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έπεσε στην αγορά η τιμή του σκληρού σιταριού, είναι αβάσιμοι, διότι ... δεν μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ αγοράς και πώλησης, αφού οι μεν χρόνοι της αγοράς και της πώλησης του κάθε φορτίου ταυτίζονται..., οι δε χρόνοι υλοποίησης των σχετικών συμφωνιών επίσης ταυτίζονται, αναγόμενοι στο χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων από την Π. Σ. στην εκκαλούσα. Τα ανωτέρω και ειδικότερα η απευθείας συμβατική σχέση πώλησης μεταξύ της Π. Σ. και της εκκαλούσας δεν μπορεί να αναιρεθούν από το περιεχόμενο της προγενέστερης από 7.10.1996 αγωγής, που άσκησε η Π. Σ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών κατά της εταιρείας "... ΕΠΕ" και της εκκαλούσας, η οποία και απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Συγκεκριμένα στην αγωγή αυτή αναγραφόταν ότι η Π. Σ. "ανέλαβε την υποχρέωση πώλησης και παράδοσης για λογαριασμό της "... ΕΠΕ" στη δεύτερη των εναγομένων (εκκαλούσα) σκληρού σίτου". Φαίνεται, δηλαδή, σαν να προβάλλεται ότι η Π. Σ. θα πουλούσε το σιτάρι της εταιρείας "... ΕΠΕ" στην εκκαλούσα, ενώ στη συνέχεια της αγωγής αναφέρεται ότι η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε προς αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες τις επίδικες ποσότητες σιταριού. Επομένως το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής ήταν εντελώς αόριστο και αντιφατικό, γι’ αυτό ουδεμία εξώδικη ομολογία της Π. Σ. μπορεί από αυτή να συναχθεί...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη οριστική απόφαση, που δέχθηκε την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους το συνολικό ποσό των 59.866,76 ευρώ, ως υπόλοιπο του τιμήματος που συμφωνήθηκε για την πώληση από την Π. Σ. στην αναιρεσείουσα ποσότητας 935.520 κιλών σκληρού σίτου. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου πλημμέλεια από τον αριθμό 8(α) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι, χωρίς να έχει προβληθεί ισχυρισμός περί εικονικότητας είτε από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. είτε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της και ήδη αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι μετά το θάνατό της κατά τη διάρκεια της επιδικίας στον πρώτο βαθμό υπεισήλθαν στη δικονομική θέση της και συνέχισαν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, έκρινε εικονική την πώληση σίτου από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", για την οποία εκδόθηκαν από αυτή ως πωλήτρια αφενός μεν τα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής με καταχωρημένη σ’ αυτά την ένδειξη ότι η μεταφορά γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της "... ΕΠΕ", η οποία όμως ένδειξη κρίθηκε ότι εικονικά τέθηκε, αφετέρου δε τα υπ’ αριθ. ....1995 και ....1995 τιμολόγια προς την ως άνω εταιρεία, που επίσης κατά την προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν εικονικά στο όνομα της εταιρείας αυτής. Ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού ο ισχυρισμός περί εικονικότητας στηρίζει ένσταση καταχρηστική, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, αρκεί τα περιστατικά που τη συγκροτούν να έχουν προταθεί νόμιμα από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον, όπως ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω, που οι αναιρεσίβλητοι κατ’ επανάληψη με τις προτάσεις τους σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ισχυρίστηκαν ότι η αγορά της επίδικης ποσότητας σίτου έγινε από την αναιρεσείουσα δια μέσου της εταιρείας "... ΕΠΕ", τα δε σχετικά παραστατικά συντάχθηκαν σύμφωνα με τις υποδείξεις της για να είναι σαφές πόσοι τόνοι σίτου διακινήθηκαν μέσω της εταιρείας αυτής, ώστε να μπορεί να καθοριστεί η προμήθειά της, δηλαδή αυτή ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της αναιρεσείουσας και με την έννοια αυτή τέθηκε η ένδειξη στα δελτία αποστολής της αρχικής ενάγουσας ότι η μεταφορά του σίτου γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας. Σαφώς επομένως οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν περιστατικά που υποδηλώνουν ότι εικονικά εμφανίζεται στα οικεία παραστατικά η αρχική ενάγουσα να έχει δήθεν πωλήσει τις επίδικες ποσότητες σίτου στην εταιρεία "... ΕΠΕ" και όχι στην αναιρεσείουσα (βλ. ενδεικτικά στις σελ. 2, 3, 4, 7, 8, 9, 11 και 14 των πρωτόδικων προτάσεων και 5, 8, 11, 17 και 18 των κατ’ έφεση προτάσεων των αναιρεσιβλήτων). Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης. Εξ άλλου αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ με το να δεχθεί ότι η εταιρεία "... ΕΠΕ" εικονικά εμφανίζεται να αγοράζει από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. και ακολούθως να μεταπωλεί στην αναιρεσείουσα τις ποσότητες σίτου που αναφέρονται στα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής και στα υπ’ αριθ. ...1995 τιμολόγια της Π. Σ., παρόλο που στα μεν δελτία αποστολής υπάρχει η ένδειξη ότι η μεταφορά και παράδοση του σίτου απευθείας στην αναιρεσείουσα γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας "... ΕΠΕ", στα δε ως άνω τιμολόγια αναφέρεται ως αγοράστρια η εν λόγω εταιρεία, η οποία για τις ίδιες ποσότητες σίτου αναφέρεται ως πωλήτρια στα υπ’ αριθ. .../1995 και ...1995 τιμολόγια που εξέδωσε προς την αναιρεσείουσα, δηλαδή, όπως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, παραβιάστηκε το νόημα των ως άνω παραστατικών εγγράφων. Ωστόσο, η έκδοση δελτίων αποστολής και τιμολογίων στο όνομα προσώπου που εμφανίζεται έτσι ως πωλητής ή αγοραστής, δεν αποτελεί έκφραση δικαιοπρακτικής βούλησης, ώστε η εκτίμηση του περιεχομένου τους από το δικαστήριο της ουσίας να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ για παράβαση των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων αυτών κατά την αναζήτηση από το δικαστήριο της ουσίας του αληθούς νοήματος των ως άνω παραστατικών εγγράφων. Περαιτέρω αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αφού αντίθετα με όσα υποστηρίζονται με το λόγο αυτό, δεν αποτελεί αντιφατική αιτιολογία της εφετειακής απόφασης η παραδοχή ότι στο πλαίσιο της επίδικης πώλησης σίτου από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. στην αναιρεσείουσα η δεύτερη αντιπροσωπεύτηκε τόσο από τον υπάλληλό της Γ. Σ. όσο και από την εταιρεία "... ΕΠΕ", αφού ο μεν υπάλληλος της ενήργησε ως αντιπρόσωπός της κατά τη σύναψη αρχικά της σχετικής συμφωνίας με την Π. Σ., η δε εταιρεία "... ΕΠΕ" υπήρξε αντιπρόσωπός της για την παραλαβή και αποθήκευση του σίτου στις εγκαταστάσεις της.
Η διάταξη του άρθρ. 8 § 1(α) του π.δ/τος 219/1991, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρ. 6 § 1 του π.δ/τος 312/1995, όριζε ότι για την εφαρμογή του εν λόγω π.δ/τος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως. Ωστόσο κατά τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του εδαφίου (β) της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, το έγγραφο δεν αποτελούσε συστατικό ή έστω αποδεικτικό τύπο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (ΑΠ 1277/2013), αλλά προβλέφθηκε για λόγους αποδεικτικής και μόνον διευκόλυνσης των μερών αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης (ΑΠ 653/2004, 1301/2006, 1670/2008). Επομένως, και υπό την ισχύ της παραπάνω διάταξης, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εγκύρως καταρτιζόταν ατύπως και ίσχυε τόσο μεταξύ των μερών όσο και έναντι των τρίτων, όπως ήδη ρητά ορίζεται μετά την αντικατάσταση της εν λόγω διάταξης με αυτήν του άρθρου 14 § 3 του ν. 3557/2007. Είναι έτσι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 11(α) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παρά την έλλειψη έγγραφου τύπου δέχθηκε την ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης της αναιρεσείουσας από την εταιρεία "... ΕΠΕ" και μάλιστα παρά το νόμο έλαβε υπόψη προς απόδειξη της σχέσης αυτής ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις προς αναπλήρωση του έγγραφου τύπου.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, 222/2008) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 911/2002, 864/2003, 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008). Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, 1072-3/2005, 798/2010). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 11(γ) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον υπ’ αριθμ. ...2002 πίνακα κατάταξης δανειστών, που κατάρτισε ο συμβολαιογράφος Νιγρίτας Κ. Λ. και με επίκληση προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη του γεγονότος ότι οι αποθήκες της εταιρείας "... ΕΠΕ", στο ... Σερρών, ήταν συνολικού εμβαδού 5.285 m2 και άρα η εταιρεία αυτή με το να εκμισθώσει στην αναιρεσείουσα αποθήκες εμβαδού 2.000 m2 δεν εκμίσθωσε το σύνολο των αποθηκών της, όπως φαίνεται να δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά διατήρησε στην κατοχή της αποθήκες εμβαδού 3.285 m2, που σημαίνει ότι είχε εμπορική δραστηριότητα και μπορούσε να αγοράσει πραγματικά και όχι εικονικά ποσότητες σίτου από την Π. Σ.. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, αφού ρητά το Εφετείο βεβαιώνει με την προσβαλλόμενη απόφαση του ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που με επίκληση νόμιμα προσκόμισαν οι διάδικοι, το ότι δε δεν αναφέρθηκε ειδικά στον παραπάνω πίνακα κατάταξης δανειστών οφείλεται στο ότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δεν τον αξιολόγησε ως κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά για το δικαστήριο καθορίζει ο νόμος. Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρ. 561§1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 353/2007, 1531/2010). Επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα, στα οποία, σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να προσδώσει δύναμη πλήρους απόδειξης, δηλαδή ο λόγος αυτός προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα αυξημένης αποδεικτικής δύναμης (ΑΠ 416/1999, 387/2007, 1152/2008, 278/2010, 683/2013, 1596/2014). Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, μολονότι στα υπ’ αριθ. ...1995 τιμολόγια της Π. Σ. εμφανίζεται ως αγοράστρια η εταιρεία "... ΕΠΕ" και όχι η αναιρεσείουσα, εντούτοις η απόφαση αυτή με το να κρίνει ως εικονική αγοράστρια την ως άνω εταιρεία δεν προσέδωσε τη δέουσα αποδεικτική δύναμη αφενός μεν στα εν λόγω τιμολόγια, τα οποία-κατά την αναιρεσείουσα-αποτελούν πλήρη κατά το άρθρ. 445 ΚΠολΔ απόδειξη ως προς το ότι πραγματική και όχι εικονική αγοράστρια υπήρξε η παραπάνω εταιρεία, αφετέρου δε στην εξώδικη ομολογία της Π. Σ., που συνάγεται για το ίδιο ζήτημα από την από 7.10.1996 προηγούμενη αγωγή της, στην οποία αυτή εκθέτει ότι ανέλαβε την υποχρέωση πώλησης και παράδοσης σκληρού σίτου για λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας στην αναιρεσείουσα. Ωστόσο η εξώδικη ομολογία, που κατά την αναιρεσείουσα συνάγεται από την ως άνω αγωγή της Π. Σ., η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη με την υπ’ αριθ. 1844/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκτιμάται ελεύθερα κατά το άρθρ. 352§2 ΚΠολΔ και δεν έχει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, ενώ το ίδιο ελεύθερα εκτιμώνται και τα προαναφερθέντα τιμολόγια, αφού δεν περιέχουν δηλώσεις δικαιοπρακτικής βούλησης.
Συνεπώς ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί αυτή ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2015 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1053/2015 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Πώληση σίτου· ανεξόφλητο υπόλοιπο του τιμήματος· ο ισχυρισμός περί εικονικής πώλησης θεμελιώνει ένσταση καταχρηστική, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, αρκεί τα περιστατικά που τη συγκροτούν να έχουν προταθεί νόμιμα από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον· σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας· άτυπη κατάρτιση και υπό την ισχύ του άρθρ. 8§1(α) του π.δ. 219/1991, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρ. 6§1 του π.δ. 312/1995· ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα αυξημένης αποδεικτικής δύναμης. | Σύμβαση έργου | Αντιπροσώπευση, Σύμβαση έργου, Αποδεικτικών μέσων δύναμη. | 2 |
Αριθμός 2036/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Λ. του Ι., 2)Μ. Τ. του Α. και 3)Τ. Τ. του Δ., κατοίκων ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, για αναίρεση της 993/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Α. Φ. του Β., κάτοικο ... και 2)Π. Π. του Ε., κάτοικο ..., που δεν παρέστησαν.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του Μ. Τ., β)από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του Τ. Τ. και γ)από 24 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του Γ. Λ., που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι προκείμενες αιτήσεις.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση 1)η από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του κατηγορουμένου Μ. Τ. του Α., 2)η από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αίτηση του κατηγορουμένου Τ. Τ. του Δ. και 3) η από 24 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως ….2017 αίτηση του κατηγορουμένου Γ. Λ. του Ι., για αναίρεση της 993/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκαν ο πρώτος (Μ. Τ.) για δύο πράξεις ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή, ο δεύτερος (Τ. Τ.) για τρεις πράξεις συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή και ο τρίτος (Γ. Λ.) επίσης για τρεις πράξεις συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες Μ. Τ. του Α., Τ. Τ. του Δ. και Γ. Λ. του Ι., όπως προκύπτει, όσον αφορά τον πρώτο από το υπό ημερομηνία 7 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Β. Τ., όσον αφορά τον δεύτερο από το υπό ημερομηνία 30 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Μ. Τ., σε συνδυασμό με το υπό ημερομηνία 4 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ό. Χ. προς την αντίκλητο δικηγόρο του και όσον αφορά τον τρίτο από το υπό ημερομηνία 23 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Μ. Τ., σε συνδυασμό με το υπό ημερομηνία 4 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ό. Χ. προς την αντίκλητο δικηγόρο του, κλητεύθηκαν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την ...1-8-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β’ , παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να υποστηρίξουν τις προαναφερόμενες υπό κρίση τρείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στον κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις συνεκδικαζόμενες 1) από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017, 2) από 20 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 και 3) από 24 Απριλίου 2017 και με αριθμό εκθέσεως …2017 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Μ. Τ. του Α., Τ. Τ. του Δ. και Γ. Λ. του Ι., αντίστοιχα, για αναίρεση της 993/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες ασκήθηκαν με τις ως άνω εκθέσεις αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στον κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει τις αναιρέσεις λόγω μη εμφανίσεως των αναιρεσειόντων παρά τη νόμιμη κλήτευσή τους. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1887/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου K. Y. του C., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ψαρρή, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 103/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτ.Στερεάς Ελλάδος.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δυτ.Στερεάς Ελλάδος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...15.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμεη απόφαση και δη α)ως προς την απορριπτική της ελαφρυντικής περίστασης του αρθρ.84 παρ.2 εδ.Α’ του ΠΚ. β)ως προς τη διάταξη της περί επιβολής ποινής και γ)ως προς την απέλαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, δηλαδή προς τη θεμελίωση της εκφερόμενης δικαιοδοτικής κρίσεως σε σχέση με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά να επεκτείνεται και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, ήτοι εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (Ολ. Α.Π. 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του αυτού άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη σ’ αυτό υπό στοιχείο α’ , ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ’ απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, υπέβαλε, μεταξύ άλλων, και αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ., ο οποίος καταχωρήθηκε στα πρακτικά και είχε, επί λέξει, ως εξής: "Έως τη σύλληψή μου έζησα μια έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή, αφού διαμένω ήδη από το 1992 στο ... σε σταθερή και μόνιμη κατοικία (οράτε το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 13-06-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό κατοικίας, σχετ. 1), από το έτος 2000 τυγχάνω παντρεμένος και είμαι πατέρας δυο ανηλίκων τέκνων, του Y. R. και της Y. R., τα οποία φοιτούν σε ελληνικά σχολεία στο ... (οράτε τις πλείστες επικαλούμενες και προσκομιζόμενες βεβαιώσεις, τίτλους και ελέγχους προόδου, σχετ. 2), εργαζόμουν δε όλα αυτά τα έτη σε διάφορες αγροτικές εργασίες και εργοδότες μου έχουν υπάρξει οι περισσότεροι από τους κατοίκους του ... (οράτε τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από 02-1-2008 και από 16-04-2009 ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία κάτοικοι του ... και συγχρόνως ιδιοκτήτες εκτάσεων γης μου παραχωρούσαν τους ελαιώνες, των οποίων είχαν την κυριότητα, προς καλλιέργεια και μάλιστα για χρονικό διάστημα τεσσάρων και δέκα ετών αντίστοιχα, σχετ. 3 και 4 αντίστοιχα), εκ δε των χρημάτων, που αποκέρδαινα συντηρούσα πέραν του εαυτού μου, τη σύζυγό μου και τα δυο ανήλικα τέκνα μας, δεύτερον ουδέποτε έχω έρθει με κάποιον σε αντιπαράθεση, όντας μέλος της κοινωνίας του ..., αντιθέτως μάλιστα διατηρούσα άριστες και πολλές φορές φιλικές σχέσεις με όλους τους κατοίκους της περιοχής (οράτε προσκομιζόμενη και επικαλούμενη δήλωση-βεβαίωση των κατοίκων της περιοχής, σχετ. 5), ελάμβανα δε μέρος μαζί τους σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις που ελάμβαναν χώρα στην περιοχή και τρίτον έχω λευκό ποινικό μητρώο, μην έχοντας ουδέποτε και μέχρι της συλλήψεώς μου απασχολήσει τις αρχές, όντας μάλιστα από όλες τις απόψεις νομοταγής πολίτης, λαμβανομένων υπόψη των εξής στοιχείων: α) υπέβαλα νομίμως φορολογικές δηλώσεις (σχετ. 6), β) ήμουν εγγεγραμμένος στα μητρώα ασφαλισμένων του ΟΓΑ (σχετ. 7), ήμουν κάτοχος του υπ’ αρίθμ. ... ΑΦΜ (οράτε σχετ. 6), συνάμα καθ’ όλη την διάρκεια διαμονής μου στην Ελλάδα και μέχρι τη στιγμή της συλλήψεώς μου είχαν εκδοθεί για το πρόσωπό μου πλείστες άδειες διαμονής (οράτε ενδεικτικά προσκομιζόμενες και επικαλούμενες υπ’ αρίθμ. GR ... άδεια διαμονής ισχύος από 15-07-2004 έως 06-06- 2006, υπ’ αρίθμ. GR ... άδεια διαμονής ισχύος από 12-10-2006 έως 06-06-2008 και υπ’ αρίθμ. GR ... άδεια διαμονής ισχύος από 02-06-2008 έως 06-06-2010, σχετ. 8-10 αντίστοιχα), καθώς και άδειες εργασίας (οράτε ενδεικτικά υπ’ αρίθμ. πρωτ. .../07-05-2003 άδεια εργασίας ισχύος από 07-06-2003 έως 07-06-2004, υπ’ αρίθμ. πρωτ. .../07-05-2004 άδεια εργασίας ισχύος από 08-06-2004 έως 07-06-2006 και υπ’ αρίθμ. πρωτ. .../12-10-2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδος για χορήγηση άδειας διαμονής ισχύος από 07-06-2006 έως 06-06-2008, σχετ. 11-13 αντίστοιχα)". Όμως, ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του ήδη αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου εντίμου βίου από το άρθρ. 84 παρ. 2 περ. α’ Π.Κ., με τον οποίο αυτός επικαλείται απλώς την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, συνοδευόμενου από καλή και συνήθη συμπεριφορά, και δη ομαλή οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή χωρίς παραβατικότητα και μόνον, δεν πληροί τις απαιτούμενες, κατά τα άνω, προϋποθέσεις για τη συγκρότηση και θεμελίωση της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως και δεν μπορεί να θεμελιώσει τον αντίστοιχο αυτοτελή ισχυρισμό, αφού δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, που να καταδεικνύουν τη συνδρομή στο πρόσωπό του θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσεως και συμπεριφοράς, οπότε, ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός, όπως προτάθηκε, ήταν απαράδεκτος ως αόριστος και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Επομένως, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., σε σχέση με την απόρριψη του επικαλούμενου από τον αναιρεσείοντα αυτοτελούς ισχυρισμού περί χορηγήσεως σ’ αυτόν του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 35 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (Ν.3459/2006), για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή καθείρξεως το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι’ αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1 (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π.Κ., με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Η διάταξη αυτή που προέβλεπε την υποχρεωτική απέλαση του αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε περίπτωση καταδίκης του σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αφού το δικαστήριο που τον καταδίκασε όφειλε να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, εκτός αν συνέτρεχαν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούσαν την παραμονή του σ’ αυτήν, τους οποίους έπρεπε να προβάλει ο κατηγορούμενος, καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 του Ν.4139/2013, σύμφωνα με την οποία "από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται ο ν.3459/2006, εκτός των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2, 58 και 61 του νόμου αυτού". Μετά την κατάργηση της ως άνω διατάξεως, για την απέλαση του αλλοδαπού που δεν είναι υπήκοος Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 23 του Ν. 4055/2012 (η οποία κατ’ άρθρ. 113 αυτού ισχύει από 2 Απριλίου 2012) και κατά την οποία "με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα το βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία". Η διάταξη αυτή που προβλέπει δυνητική απέλαση είναι επιεικέστερη της προηγουμένης και εφαρμόζεται και για την κρινόμενη πράξη που τελέσθηκε μετά την ισχύ της και ίσχυε και κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, αφού η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση του αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη για παράβαση του νόμου για τα ναρκωτικά, μετά την ισχύ του Ν.4139/2013 και την κατάργηση του άρθρου 35 παρ. 2 του Ν.3459/2006, οπότε εφαρμόζεται για την απέλαση του αλλοδαπού αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 23 του Ν. 4055/2012, για να έχει την επιβαλλόμενη από τα ως άνω άρθρα του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρει στην αιτιολογία της τους λόγους που συντρέχουν και επιτρέπουν ή καθιστούν αναγκαία την επιβολή της απελάσεως του αλλοδαπού κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 74 του Π.Κ., διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών (διακίνησης ναρκωτικών) σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και παράλληλα, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 74 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., ως ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της πράξης, διατάχθηκε και η ισόβια απέλασή του από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής, χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολογία. Έτσι όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, κατά το μέρος που διέταξε την ισόβια απέλαση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου μετά την έκτιση της ποινής του, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου 74 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δίκασαν Δικαστήριο δεν αναφέρει κανένα περιστατικό, που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο της απελάσεώς του και δη από εκείνα που ανάγονται στο είδος του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, στο βαθμό της υπαιτιότητάς του, στις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, στις συνέπειες αυτής, στο χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, στη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, στην εν γένει συμπεριφορά του, στο επάγγελμά του, στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα και γενικότερα στο βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την διάταξή της που διατάσσει την απέλαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη ειδικής και εμπερστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνον κατά την διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος από τη χώρα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 Κ.Ποιν.Δ.), απορριπτόμενης κατά τα λοιπά της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 103/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και δη μόνον κατά τη διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος από την χώρα.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατηγορουμένου. Δεν χρειάζεται να αιτιολογήσει το δικαστήριο την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικής περιστάσεως που είχε υποβληθεί αορίστως και απαραδέκτως. Μετά το Ν. 4139/2013 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 35 παρ. 2 του Ν. 3459/2006 που προέβλεπε υποχρεωτική απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη για ναρκωτικά και ισχύει η διάταξη του άρθρου 74 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4055/2012, που προβλέπει δυνητική απέλαση, η οποία πρέπει να αιτιολογείται γιατί διατάχθηκε, διαφορετικά είναι αναιρετέα η απόφαση που διέταξε αναιτιολόγητα την απέλαση του αλλοδαπού για έλλειψη αιτιολογίας. | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού απέλαση. | 0 |
Αριθμός 1881/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα και Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ.533/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2017 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αριστέα Θεοδόση εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη, με αριθ.πρωτ....-9-2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. α, την με αριθμό …2017 αίτηση αναίρεσης του Δ. Π. του Ν., κατά του με αριθμό 533/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων 148-153, 473, 474 παρ. 476 παρ. 1, ή 484 Κ.Π.Δ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ’ ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναίρεσης ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 478 Κ.Π.Δ., η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην υπό κρίση περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος, και του πρωτόδικου βουλεύματος, διότι δεν επεκαλείτο λόγους από τους ρητά αναφερόμενους στο αρθρ. 478 Κ.Π.Δ. Με την κρινόμενη αναίρεση ο αναιρεσείων διατείνεται ότι κακώς απερρίφθη ως απαράδεκτη η αναίρεση του, πλην όμως δεν διαλαμβάνει ούτε ένα λόγο από τους προβλεπόμενους στο αρθρ. 484 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου με το δικόγραφο της αναιρέσεως στην ουσία της υποθέσεως, ισχυριζόμενος ότι δεν διέπραξε τις πράξεις για τις οποίες παραπέμφθηκε. Με αυτό όμως το περιεχόμενο, η αίτηση αναιρέσεως δεν είναι παραδεκτή, αφού όπως προεκτέθηκε δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή, συγκεκριμένοι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος.Συνεπώς σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω 1)Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η με αριθμ. …2017 αίτηση αναίρεσης του Δ. Π. του Ν., και το με αριθμό 533/2017 βούλευμα και 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ακριτίδης."
Αφού άκουσε
την παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Ποιν.Δ. με το άρθρο 34 στοιχ. γ’ του Ν. 3904/23-12-2010, δεν χορηγείται πλέον στον κατηγορούμενο δικαίωμα αναιρέσεως εναντίον οιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και παραπεμπτικού, του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή των εφετών. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ακόμη και αυτού που αποφαίνεται για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 52/1974 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου εξασφαλίζεται πλήρως, αφού παρέχεται σ’ αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να υποβάλει τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του ως προς όσα δέχθηκε το βούλευμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο" και κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ. "αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476 το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη ...". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την κρινόμενη αναίρεση του, προσβάλλει και ζητεί την αναίρεση του 533/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που απέρριψε την έφεσή του κατά του 3244/2016 παραπεμπτικού βουλεύματος, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το τελευταίο. Ενόψει λοιπόν του ότι το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν υπόκειται σε αναίρεση από μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα υπό του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος εναντίον του οποίου δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από μέρους του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, μετά και την εμπρόθεσμη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος για να εμφανισθεί στο Συμβούλιο αυτό και να εκθέσει τις απόψεις του, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της γραμματέως επί του φακέλου της δικογραφίας και την εμφάνισή του και έκθεση των απόψεών του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-4-2017 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Π. του Ν. και της Β. κατά του υπ’ αριθ. 533/2017 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...-4-2017 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2017.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου ως απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος, το οποίο μετά το άρθρο 34 περ. γ του Ν. 3904/2010 και την κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοιν.Δ δεν προσβάλλεται με αναίρεση από τον κατηγορούμενο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1880/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., που αναφέρεται στη διαδικασία συζητήσεως της αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ, κατά την παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου (513 ΚΠοινΔ), οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Δηλαδή, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρίσταται στη συζήτηση με συνήγορο, που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 96 περ. α’ του ίδιου Κώδικα με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως ή εκπροσωπείται από συνήγορο που έχει διοριστεί με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνον από τις πράξεις αυτές. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 514 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν παρασταθεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο, ή αν παρασταθεί αυτοπροσώπως, χωρίς ο ίδιος να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, γραμμένου σε οιοδήποτε Δικηγορικό Σύλλογο της χώρας ή άλλης χώρας της Ε.Ε., θεωρείται μη προσήκουσα η παράστασή του και ως μη εμφανιζόμενος, εφόσον δε αυτός κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, η αίτησή του απορρίπτεται. Εξάλλου, αυτεπάγγελτος ή κατόπιν αιτήσεως διορισμός συνηγόρου στον αναιρεσείοντα που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου και αν ακόμη αφορά η υπόθεση κακούργημα, για οιοδήποτε λόγο, όπως λόγω οικονομικής αδυναμίας του αναιρεσείοντος να διορίσει δικηγόρο της αρεσκείας του, δεν προβλέπεται στην ακυρωτική διαδικασία στον Άρειο Πάγο, ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 20 Συντάγματος εκ του μη αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου και εκ του ότι δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη εμφάνιση και παράσταση από αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μη δικηγόρο, διότι στον Άρειο Πάγο εξετάζονται μόνο νομικά ζητήματα και όχι η ουσία των υποθέσεων. Άλλωστε, έχει θεσμοθετηθεί από την Ελληνική πολιτεία, στο πλαίσιο των αρχών της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6 και 7 του Ν. 3226/2004, διαδικασία διορισμού συνηγόρου και στον Άρειο Πάγο, προ της δικασίμου και όχι επί της έδρας, από κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου, κατόπιν απλής, χωρίς τη μεσολάβηση δικηγόρου, αιτήσεως του ενδιαφερομένου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, απευθυνόμενης προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, για πολίτες χαμηλού εισοδήματος, που δεν διαθέτουν τα μέσα να πληρώσουν συνήγορο για να παραστούν στον Άρειο Πάγο, υποβαλλόμενη 15 ημέρες προ της δίκης, αν έχουν καταδικασθεί με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον 12 μηνών. Έτσι, η ως άνω επιβαλλόμενη από τον νομοθέτη υποχρέωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να παρίσταται στον Άρειο Πάγο με ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου δεν είναι υπέρμετρη, διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης στο ανώτατο αυτό επίπεδο αναιρετικού ελέγχου των αποφάσεων και δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση του κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο (βλ. και Ολ. Α.Π. 2/2008), ως εκ τούτου, δε, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι οποίες εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, αφού από τις τελευταίες υπερνομοθετικές διατάξεις δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να θέτει όρους και περιορισμούς υπό τους οποίους ασκείται το υπό των διατάξεων αυτών κατοχυρούμενο δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιστέλλουν την δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια, με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άνω δικαίωμα να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 18 Αυγούστου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ. και από το υπό ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του ίδιου επιμελητή προς τον αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Α. Δ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...10-7-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της κατωτέρω μνημονευομένης αιτήσεώς του, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε προσηκόντως μετά δικηγόρου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μετά ή διά συνηγόρου και ο ίδιος δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, η υπό κρίση αίτησή του περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και οι συνεκδικαζόμενοι από 24-9-2017 πρόσθετοι λόγοι αυτής (κατατεθέντες αρμοδίως στις 28-9-2017), πρέπει να απορριφθούν, λόγω μη προσήκουσας παραστάσεώς του και μη εμφανίσεώς του κατά τη συζήτησή τους και να επιβληθούν σ’ αυτόν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-6-2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Χ. Τ. του Α. και της Α., κατοίκου ..., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-6-2017, καθώς και τους από 24-9-2017 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 28-9-2017, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 13208/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παράσταση μετά ή δια συνηγόρου στον Αρειο Πάγο. Δεν χωρεί αυτοπρόσωπη παράσταση μη δικηγόρου. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Κατηγορούμενος | Αναιρέσεως απόρριψη, Κατηγορούμενος, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1889/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιτάρα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Π. του Δ., κατοίκου ..., 2)Ι. Χ. του Π., κατοίκου ... και 3)Σ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαριαλένα Παπαχρήστου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1421/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου του Π.Κ., μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 2 α, β του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 1β του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012). Με την ίδια ποινή τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το νέο ποσό των 30.000 αναπροσαρμόστηκε με την παρ. 2α του άρθρου 25 του ιδίου ως άνω Ν. 4055/2012). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ., σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ. Α.Π. 3/2008). Με τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ’ του Π.Κ. ορίζεται ότι "κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος", ενώ "κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως εγκλήματος κατ’ επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Όμως, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατά συνήθεια, απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Έτσι, δεν συντρέχει κατά συνήθεια τέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικά χρήση πλαστού εγγράφου, όταν ο κατηγορούμενος καταστήσει προσιτό το πλαστό έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ’ αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει γνώση πράγματι ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται το έγκλημα της απάτης, το οποίο στρέφεται κατά της περιουσίας και για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) Σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωσή του. β) Εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία ως παραγωγό αιτία να έχει παραπλανηθεί κάποιος και να έχει προβεί σε επιζήμια γι’ αυτόν ή για άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Και γ) Βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, που να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ο δράστης πρέπει να επιδιώκει το όφελος άμεσα από την περιουσία του βλαπτόμενου, κατά τρόπο που αυτό να είναι η αντίστροφη όψη της βλάβης, χωρίς να είναι αναγκαία η ταύτιση ως προς το ποσό και το ποιόν τους. Αν δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός, αλλά μόνο σκοπός βλάβης της περιουσίας του παθόντος, τότε τελείται απατηλή πρόκληση βλάβης (άρθρο 389 Π.Κ.) και όχι απάτη. Ως παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η οποία μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρά από τη συμπεριφορά του δράστη, νοείται οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, διαβεβαίωση ή ισχυρισμός αυτού, που εμπεριέχει ανακριβή παρουσίαση ή απεικόνιση της πραγματικότητας και αποσκοπεί στην απόκτηση από τον ίδιο ή από άλλον παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία. Ενώ ως βλάβη νοείται η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου ή η απατηλή δημιουργία σε βάρος του υποχρεώσεων από ακυρώσιμη δικαιοπραξία, την οποία βλάβη δεν αναιρεί η δυνατότητα δικαστικής αντιμετώπισης της ακυρωσίας ή η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας κατά αυτού που την προκάλεσε, (δράστη ή τρίτου) έστω και αν οι τελευταίοι είναι απόλυτα αξιόχρεοι, αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη. Η απειλή περιουσιακής ζημίας θεωρείται βλάβη, όταν προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης που υπάρχει κατά την τέλεση της πράξης. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν η βλάβη επέρχεται ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή, ενώ δεν απαιτείται η βλάβη να έχει ως μόνη αιτία την απατηλή συμπεριφορά του δράστη και τη συνακόλουθη πράξη ή ανοχή περιουσιακής διάθεσης εκείνου που παραπλανήθηκε, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτόν που ζημιώθηκε. Επίσης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως γεγονότα νοούνται εξωτερικά πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή στο παρόν, που έχουν συντελεστεί το αργότερο μέχρι τον χρόνο της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη, και όχι ενδιάθετα στοιχεία του δράστη ή πραγματικά περιστατικά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Η πιο πάνω πράξη της απάτης λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 στοιχ. β’ του ιδίου ως άνω άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 2δ του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012). Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Π.Κ., που έχει τον υπότιτλο απλός συνεργός, "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β` του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή που δεν είναι άμεση κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. β’ , υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά αντλήθηκαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ή η έξαρση κάποιου ή κάποιων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του. Επίσης, ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικά και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεση και η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ειδικά, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής ή στη γνώση και αποδοχή ενδεχόμενης παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αυτονοήτως προκύπτει από την πραγμάτωση των σχετικών περιστατικών. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξης απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή της, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση από τον δράστη ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία και ως προς αυτά τα στοιχεία. Ειδικότερα, στην περίπτωση της απάτης, η ειδική αιτιολογία πρέπει να καλύπτει τόσο τον δόλο του δράστη ως προς τη γνώση της ψευδούς παράστασης γεγονότων σαν αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, όσο και τον σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του παραπλανώμενου ή τρίτου, με παράθεση στην απόφαση των περιστατικών που δικαιολογούν την προαναφερόμενη γνώση και τον σκοπό προσπορισμού του παράνομου περιουσιακού οφέλους. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι αναιρετέα. Η δε δικαστική κρίση αν η ζημία της απάτης είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ως κρίση ουσίας, δεν ελέγχεται αναιρετικά, αρκεί να προσδιορίζεται το ύψος της. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης αυτής εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, πλην όμως το δικαστήριο οφείλει, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους και να αντικρούει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα αυτών. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σε σχέση με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο από το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., συντρεχουσών ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, ανακριτή, το δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο ή το Συμβούλιο και συνεκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για την διαμόρφωση της κρίσης τους, ως απλό έγγραφο. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη, εάν το δικαστήριο ή το Συμβούλιο καταλήγει σε διαφορετική κρίση από το πόρισμα της γνωμοδότησης, να αιτιολογήσει το αντίθετο προς αυτήν πόρισμά του. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1421/2015 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε κατά πλειοψηφία ενόχους τους αναιρεσείοντες και μάλιστα την πρώτη αναιρεσείουσα Σ. Χ. ένοχη κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου και κατ’ εξακολούθηση απάτης με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ και τους άλλους δύο αναιρεσείοντες ενόχους κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου, κατ’ εξακολούθηση απάτης με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ, απλής συνέργειας σε κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου που διέπραξε η ως άνω πρώτη αναιρεσείουσα και απλής συνέργειας σε κατ’ εξακολούθηση απάτης με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ που διέπραξε η ως άνω πρώτη αναιρεσείουσα, αναγνώρισε σ’ αυτούς τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας και καταδίκασε την πρώτη αναιρεσείουσα σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και πέντε (5) μηνών και τον καθένα από τους άλλους δύο αναιρεσείοντες σε φυλάκιση δύο (2) ετών για την ως άνω πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, σε φυλάκιση δύο (2) ετών για την ως άνω απάτη κατ’ εξακολούθηση, σε φυλάκιση ενός (1) έτους για την ως άνω απλή συνέργεια σε κακουργηματική πλαστογραφία, σε φυλάκιση ενός (1) έτους για την ως άνω απλή συνέργεια σε κακουργηματική απάτη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και εννέα (9) μηνών. Στο αιτιολογικό (σκεπτικό) της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν, κατά νόμο, στο ακροατήριο και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα πιο πάνω πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, από την Έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης [31.3.2004] του Φ. Γ., δικαστικού γραφολόγου, διορισθέντος, ως πραγματογνώμονος, κατά την κυρία ανάκριση, δυνάμει της .../8.12.2003 Διατάξεως της Ανακρίτριας του 3ου τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, σε συνδυασμό προς την ...2.2004 Διάταξη της ιδίας Ανακρίτριας για παράταση προθεσμίας διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, από την Έκθεση [ιδιωτικής] γραφολογικής γνωμοδοτήσεως [16.3.2000] του Δ. Β. Κ., ασκούμενου δικαστικού γραφολόγου, που έκανε τη γνωμοδότηση, με εντολή του Μ. Δ., δικηγόρου, συνηγόρου υπερασπίσεως της κατηγορουμένης Σ. Χ. και από την Έκθεση αξιολογήσεως και παρατηρήσεων γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης [6.5.2004] του αυτού, ως άνω, Δ. Β. Κ., ειδικού δικαστικού γραφολόγου, αναγνωσθείσες, όπως στα πρακτικά, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που, επίσης, έχουν αναγνωσθεί, όπως στα πρακτικά, μετά της εκκαλουμένης αποφάσεως και των πρακτικών της, σε συνδυασμό προς την απολογία των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα: Η εταιρεία "... S.A.", που εδρεύει στο …, έχει θυγατρικές εταιρείες ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα και δη την "...", που εδρεύει στην … και έχει υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Αντικείμενο των εργασιών της είναι η προσφορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων προς τους επενδυτές, τα οποία διαχειρίζεται ανάλογα με τις εντολές των επενδυτών. Πελάτισσες αυτής ήταν και η Ε. και Α. Κ., οι οποίες ήταν νόμιμες κάτοχοι μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που τα διαχειριζόταν η παραπάνω εταιρεία, συνολικής αξίας 348.098.379 δρχ.. Ο γ’ κατ/νος Γ. Δ. Π., μετέπειτα σύζυγος της α’ κατ/νης και γαμπρός της κόρης του β’ κατ/νου, ο οποίος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα συνδεόταν αισθηματικά με την α’ κατ/νη, ήταν υπάλληλος της ως άνω εταιρείας, αρμόδιος για να διαβιβάζει τις εντολές πληρωμής που ερχόταν στην εταιρεία με φαξ, τα οποία περνούσαν σε κομπιούτερ στα κεντρικά της εταιρείας στο Λουξεμβούργο. Ο τελευταίος (γ’ κατ/νος) γνωστοποίησε στην α’ κατ/νη την ύπαρξη των παραπάνω αμοιβαίων κεφαλαίων των Ε. και Α. Κ.. Ο β’ κατ/νος, πατέρας της α’ κατ/νης, όπως προαναφέρθηκε, εφόδιασε αυτήν (α’ κατ/νη) με το υπ’ αριθμ. ... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με χρόνο εκδόσεως την 16-1-1992 της Α. Ν., το οποίο είχε αφαιρέσει παράνομα από την κατοχή αυτής. Με το Δ.Α.Τ. αυτό η α’ κατ/νη εμφανίσθηκε ως Α. Ν. στα υποκαταστήματα της ..., καθώς και στα υποκαταστήματα της ...), της ... Τράπεζας (πλατεία ..., της Τράπεζας "...), όπου συμπλήρωσε ισάριθμες αιτήσεις ανοίγματος κοινών τραπεζικών λογαριασμών και δη δύο (2) με την Α. Κ. και τους υπόλοιπους με την Ε. Κ., όπως οι λογαριασμοί αυτοί ειδικότερα παρατίθενται και εξειδικεύονται στο διατακτικό της παρούσας, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή των παραπάνω χωρίς τη συναίνεση αυτών ως δήθεν συνδικαιούχων στους λογαριασμούς αυτούς. Τις ως άνω αιτήσεις η α’ κατ/νη κατέθεσε στις παραπάνω Τράπεζες και άνοιξε αντίστοιχους κοινούς λογαριασμούς, παραπλανώντας, έτσι, τους αρμόδιους υπαλλήλους των παραπάνω Τραπεζών, με σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ. Ακολούθως, οι λοιποί κατ/νοι από κοινού κατήρτισαν στις 22-11-1999, στην Αθήνα, τις υπ’ αριθμ. ... αιτήσεις εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή της Α. Κ. στις 1η, 4η, 6η και 7η από τις παραπάνω αιτήσεις και της Ε. Κ. στις 2η, 3η και 5η στις παραπάνω απ’ αυτές, χωρίς τη συναίνεσή τους. Τις εν λόγω αιτήσεις διαβίβασαν στην εγκαλούσα εταιρεία εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτής και, έτσι, πέτυχαν τη ρευστοποίηση του συνόλου των αμοιβαίων κεφαλαίων των ως άνω επενδυτριών (Ε. και Α. Κ.), συνολικής αξίας 348.098.379 δρχ., που πιστώθηκαν στους ως άνω κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Προς τούτο η α’ κατηγορουμένη στις 29-11-1999, 30-11-1999, 3-12-1999, 6-12-1999, 8-12-1999, 9-12-1999 και 13-12-1999 προσήλθε στα υποκαταστήματα των προαναφερόμενων Τραπεζών ως δήθεν Α. Ν. και υπέγραψε εικοσιπέντε συνολικά εντάλματα πληρωμής, τους οποίους έπεισαν να καταβάλουν το τίμημα της αγοράς των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων στους κοινούς λογαριασμούς κατά τα επί μέρους ποσά σε κάθε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, όπως ειδικότερα παρατίθεται και εξειδικεύεται στο διατακτικό της παρούσας, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος δικό τους, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και αντίστοιχη ζημία τη εγκαλούσας εταιρείας, η οποία αντικατέστησε στη συνέχεια το χαρτοφυλάκιο των πραγματικών δικαιούχων των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Να σημειωθεί ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι, με τις παραπάνω αιτήσεις ρευστοποίησης που κατήρτισαν, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσας εταιρείας ότι οι νόμιμες κάτοχοι αυτών, ήτοι οι Ε. και Α. Κ., επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία εξαγοράς τους και, έτσι, τους έπεισαν να προβούν στη σταδιακή ρευστοποίηση του συνόλου της αξίας τους. Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι β’ και γ’ κατ/νοι τέλεσαν την πράξη της απλής συνέργειας σε απάτη και πλαστογραφία κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση άνω των 73.000 ευρώ και ειδικότερα ο β’ κατ/νος με τον εφοδιασμό της α’ κατ/νης με το ως άνω δελτίο αστυνομικής ταυτότητας της Α. Ν., ο δε γ’ κατηγορούμενος με τη γνωστοποίηση των στοιχείων ταυτότητας και των στοιχείων των επενδύσεων των Ε. και Α. Κ. σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "... S.A.", παρέχοντας, έτσι, με πρόθεση συνδρομή στην πρώτη κατηγορουμένη προκειμένου η τελευταία να διαπράξει τις πράξεις (κακουργηματικές) της πλαστογραφίας κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ με αντίστοιχη βλάβη της εγκαλούσας εταιρείας καθώς και της απάτης κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και εκ του ότι οι κατηγορούμενοι ήλθαν σε συμβιβασμό με την εγκαλούσα εταιρεία για την επίδικη υπόθεση, όπως σαφώς και κατηγορηματικά περί τούτου καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο μάρτυρας της εγκαλούσας εταιρείας, ο οποίος, μάλιστα, διενήργησε και την έρευνα της επίδικης υπόθεσης για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας (C. W. A. του W.), γεγονός (το συμβιβασμό) που δεν αμφισβήτησαν οι κατηγορούμενοι στην απολογία τους. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν και πρωτοδίκως και οι οποίες αναφέρονται και στο κατηγορητήριο". Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κήρυξε κατά πλειοψηφία τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους ενόχους, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: "
Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ενόχους κατά πλειοψηφία του ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και τους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις πραγμάτωσαν, με πρόθεση, την αντικειμενική υπόσταση των παρακάτω περιγραφόμενων εγκλημάτων, τα οποία τιμωρούνται, σύμφωνα με το νόμο, με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Πιο συγκεκριμένα: Α) Η πρώτη από αυτούς, Σ. Χ. : 1) Με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση του κακουργήματος της πλαστογραφίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και παρ. 3 εδ. α’ του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με πρόθεση κατάρτισε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως, δε, προέβη σε χρήση του πλαστού εγγράφου και σκόπευε, βλάπτοντας τρίτον, να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: α) Την 19-11-1999, έχοντας στην κατοχή της το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με τον αριθμό ... της Α. Ν., προσήλθε, διαδοχικά, στα τραπεζικά καταστήματα, που βρίσκονταν στην πλατεία Συντάγματος και στην οδό ... Τράπεζας και στην οδό ..., όπου συμπλήρωσε ισάριθμες έντυπες αιτήσεις ανοίγματος κοινών λογαριασμών, με συνδικαιούχο αυτών την Α. Κ., θέτοντας, κατ’ απομίμηση και χωρίς τη συγκατάθεση της Α. Ν., την υπογραφή της τελευταίας κάτω από την ένδειξη, που αναγράφεται στις αιτήσεις αυτές, "Ο καταθέτης", καθώς επίσης προσήλθε, διαδοχικά, στα τραπεζικά καταστήματα που βρίσκονταν στη συμβολή των οδών ... της ..., στην πλατεία Συντάγματος της ... Τράπεζας, στην ... και στην ... Αττικής της ..., όπου συμπλήρωσε ισάριθμες έντυπες αιτήσεις ανοίγματος κοινών λογαριασμών, με συνδικαιούχο αυτών την Ε. Κ., θέτοντας, κατ’ απομίμηση και χωρίς τη συγκατάθεση της Α. Ν., την υπογραφή της τελευταίας κάτω από την ένδειξη που αναγράφεται στις αιτήσεις αυτές "Ο καταθέτης", ακολούθως, δε, κατέθεσε τις αιτήσεις αυτές στα πιο πάνω αναφερόμενα τραπεζικά καταστήματα με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους τους, σχετικά με το γεγονός των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητας της και να τους πείσει να προβούν στο άνοιγμα των αιτούμενων κοινών τραπεζικών λογαριασμών, με συνδικαιούχους αυτής τις Α. Κ. και Ε. Κ., νόμιμες κατόχους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.A.", συνολικής αξίας 348.098.379 δραχμών, προκειμένου στη συνέχεια, να επιτύχει, αφενός μεν τη σταδιακή ρευστοποίηση του συνόλου της αξίας τους, αφετέρου δε, την πίστωση των πιο κάτω αναφερόμενων κοινών τραπεζικών λογαριασμών, με το ποσό της εξαγοράς των μεριδίων αυτών, μέσω της αποστολής αντίστοιχων χρηματικών εμβασμάτων και β) τις ημερομηνίες 29-11-1999, 30-11-1999, 3-12-1999, 6-12-1999, 7-12-1999, 8-12-1999, 9-12-1999 και 13-12-1999, έχοντας στην κατοχή της το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με τον αριθμό ..., της Α. Ν., προσήλθε σε διάφορα καταστήματα των προαναφερόμενων Τραπεζών και έθεσε, κατ’ απομίμηση και χωρίς τη συγκατάθεση της Α. Ν., την υπογραφή της τελευταίας σε είκοσι πέντε (25) συνολικά εντάλματα πληρωμής, τα οποία, στη συνέχεια, κατέθεσε στα εν λόγω καταστήματα, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους τους, σχετικά με το γεγονός των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητάς της και να τους πείσει να της καταβάλουν το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό που αντιπροσώπευε το τίμημα εξαγοράς των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, των οποίων νόμιμες κάτοχοι ήταν η Α. Κ. και η Ε. Κ.. 2) Με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση του κακουργήματος της απάτης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 3 εδ. β’ του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, α) την 19-11-1999, έχοντας στην κατοχή της το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με τον αριθμό ... της Α. Ν., προσήλθε, διαδοχικά, στα τραπεζικά καταστήματα που βρίσκονταν στην πλατεία Συντάγματος και στην οδό ... Τράπεζας και στην οδό ... και παρέστησε, εν γνώσει της, ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους αυτών ότι ονομάζονταν Α. Ν. και ότι η ίδια μαζί με την Α. Κ. που ήταν νόμιμη κάτοχος μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.Α.", συνολικής αξίας 223.393.967 δραχμών, επιθυμούσαν να ανοίξουν ισάριθμους κοινούς λογαριασμούς στο όνομά τους, καθώς επίσης, προσήλθε διαδοχικά, στα τραπεζικά καταστήματα που βρίσκονταν στη συμβολή των οδών ... της ..., στην πλατεία Συντάγματος της ... Τράπεζας, στην ... και στην ... Αττικής της ... και παρέστησε, εν γνώσει της, ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών ότι ονομαζόταν Α. Ν. και ότι η ίδια μαζί με την Ε. Κ. που ήταν νόμιμη κάτοχος μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.A.", συνολικής αξίας 124.704.412 δραχμών, επιθυμούσαν να ανοίξουν ισάριθμους κοινούς λογαριασμούς στο όνομά τους και έτσι έπεισε τους υπαλλήλους των προαναφερόμενων τραπεζικών καταστημάτων να προβούν αντίστοιχα στο άνοιγμα των κοινών τραπεζικών λογαριασμών με τους αριθμούς ..., ..., ..., από τους οποίους αυτή (δηλαδή, η πρώτη κατηγορουμένη) ανέλαβε, σταδιακά, το σύνολο της αξίας των πιο πάνω μεριδίων, με αποτέλεσμα να προξενήσει αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρίας και β) τις ημερομηνίες 29-11-1999, 30-11-1999, 3-12-1999, 6-12-1999, 7-12-1999, 8-12-1999, 9-12-1999 και 13-12-1999, έχοντας στην κατοχή της το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, με τον αριθμό ..., της Α. Ν., προσήλθε σε διάφορα καταστήματα των προαναφερόμενών Τραπεζών και παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους αυτών ότι η ίδια ήταν η συνδικαιούχος των προαναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών, Α. Ν. και έτσι τους έπεισε να της καταβάλουν, από τον τηρούμενο στην ... (κατάστημα πλατείας ... λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 69.449.000 δραχμών, από τον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδού ...) λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 65.206.000 δραχμών, από τον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδού ...) λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 63.357.000 δραχμών, από τον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδών ......) λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 25.480.000 δραχμών, από τον τηρούμενο στην Αγροτική Τράπεζα (κατάστημα πλατείας ... λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 19.795.000 δραχμών, από τον τηρούμενο στην Τράπεζα ... (κατάστημα ... Αττικής) λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 52.810.000 δραχμών και από τον τηρούμενο στην ... (κατάστημα ...ς Αττικής) λογαριασμό, το συνολικό χρηματικό ποσό των 43.072.000 δραχμών, που προέρχονταν από τη ρευστοποίηση του συνόλου της αξίας των πιο πάνω μεριδίων και είχαν κατατεθεί στους λογαριασμούς αυτούς από την εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.A.", με αποτέλεσμα να προξενήσει αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της τελευταίας. Β) Και οι τρεις από αυτούς, Σ. Χ., Ι. Χ. και Γ. Π.: 1) Με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πραγμάτωσαν την αντικειμενική υπόσταση του κακουργήματος της πλαστογραφίας, η δε πρώτη κατηγορούμενη κατ’ εξακολούθηση των πιο πάνω πράξεων πλαστογραφίας, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και παρ. 3 εδ. α’ του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με πρόθεση, κατάρτισαν από κοινού πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως, δε, προέβησαν σε χρήση του πλαστού εγγράφου και σκόπευαν, βλάπτοντας τρίτον, να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα, την 22 Νοεμβρίου 1999 κατάρτισαν τις αιτήσεις εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων με τους αριθμούς ..., έθεσαν κατ’ απομίμηση κάτω από τη θέση του αιτούντος την υπογραφή της Α. Κ. στην πρώτη, τέταρτη, έκτη και έβδομη από αυτές και την υπογραφή της Ε. Κ. στη δεύτερη, τρίτη και πέμπτη από αυτές, εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεση τους, ακολούθως, δε, τις διαβίβασαν στην εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.Α.", με σκοπό να παραπλανήσουν τους αρμόδιους υπαλλήλους αυτής σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες αιτήσεις είχαν υποβληθεί πραγματικά από τις αναφερόμενες Α. Κ. και Ε. Κ., νόμιμες κατόχους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, που προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρία και να τους πείσουν να προβούν στη σταδιακή ρευστοποίηση του συνόλου της αξίας τους, η οποία ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 348.098.379 δραχμών και στην πίστωση
των προαναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών, με το ποσό της εξαγοράς τους, μέσω της αποστολής αντίστοιχων χρηματικών εμβασμάτων. 2) Με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πραγμάτωσαν την αντικειμενική υπόσταση του κακουργήματος της
απάτης, η δε πρώτη κατηγορουμένη κατ’ εξακολούθηση των πιο πάνω ιδίων πράξεων απάτης, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 3 εδ. β’ του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ, έβλαψαν από κοινού ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα, την 22 Νοεμβρίου 1999, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους της εγκαλούσας εταιρίας ότι οι νόμιμες κάτοχοι των πιo πάνω αναφερόμενων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, Α. Κ. και Ε. Κ., επιθυμούσαν να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία εξαγοράς τους και έτσι τους έπεισαν να προβούν στη σταδιακή ρευστοποίηση του συνόλου της αξίας τους, καταθέτοντας α) στον τηρούμενο στην ... (κατάστημα πλατείας ... λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 69.399.405 δραχμών την 29-11-1999, β) στον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδού ...) λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 65.156.720 δραχμών την 30-11-1999, γ) στον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδού ...) λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 63.357.393 δραχμών την 1-12-1999, δ) στον τηρούμενο στην ... (κατάστημα οδών ......) λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 25.480.449 δραχμών την 2-12-1999, ε) στον τηρούμενο στην Αγροτική Τράπεζα (κατάστημα πλατείας ... λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 19.815.358 δραχμών την 1-12-1999, στ) στον τηρούμενο στην Τράπεζα ... (κατάστημα ... Αττικής) λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 52.810.208 δραχμών την 29-11-1999 και ζ) στον τηρούμενο στην ... (κατάστημα ... Αττικής) λογαριασμό, το χρηματικό ποσό των 52.072.846 δραχμών στις 1-12-1999, με αποτέλεσμα να προξενήσουν αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρίας. Γ) Ο δεύτερος και ο τρίτος από αυτούς, Ι. Χ. και Γ. Π.: Στην Αθήνα, την 19 Νοεμβρίου 1999 παρείχαν, με πρόθεση, σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε. Ειδικότερα, στον τόπο και κατά το χρόνο που αναφέρονται προηγουμένως, ο μεν Ι. Χ. παρέδωσε στην πρώτη κατηγορουμένη, Σ. Χ., το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με τον αριθμό ..., που είχε εκδοθεί στις 16-1-1992 και το οποίο ο ίδιος είχε αφαιρέσει από την κατοχή της νόμιμης κατόχου του, Α. Ν., ο δε Γ. Π. γνωστοποίησε επίσης, στην πρώτη κατηγορουμένη, Σ. Χ., τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία των επενδύσεων των Α. Κ. και Ε. Κ. σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, που προωθούσε και διαχειριζόταν η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... S.A.", παρέχοντας με πρόθεση, κατά τον τρόπο αυτό, συνδρομή στην πρώτη κατηγορουμένη, προκειμένου η τελευταία να διαπράξει τα κακουργήματα της πλαστογραφίας με χρήση πλαστού εγγράφου, κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό το όφελος, το οποίο υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ, με βλάβη τρίτου και της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκε, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ή των 73.000 ευρώ) και ήδη των 120.000 ευρώ, όπως τα κακουργήματα αυτά περιγράφονται προηγουμένως υπό τα στοιχεία ...". Με αυτά που δέχθηκε κατά πλειοψηφία στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 1421/2015 αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου και της κατ’ εξακολούθηση απάτης με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ, για τις οποίες καταδικάστηκε η πρώτη αναιρεσείουσα Σ. Χ. και της κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου, της κατ’ εξακολούθηση απάτης με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ, της απλής συνέργειας σε κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ με βλάβη τρίτου και της απλής συνέργειας σε κατ’ εξακολούθηση απάτη με σκοπό περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι άλλοι δύο αναιρεσείοντες Ι. Χ. και Γ. Π., αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 14, 16, 17, 26 παρ.1α, 27, 47 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. α’ και 386 παρ. 1 και 3 εδ. β’ του Π.Κ., όπως το άρθρο 216 ισχύει μετά αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 2 α’ , β’ του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2 α’ του Ν. 4055/2012 και το άρθρο 386 παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 1 ιδ’ και παρ. 2 δ’ του Ν. 4055/2012, τις οποίες ουσιαστικές διατάξεις ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέληξε σε αντίθετο πόρισμα από την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για να χρειάζεται να αιτιολογήσει την αντίθετη πεποίθησή του, αφού, όπως προκύπτει από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Φ. Γ., η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για να κριθεί η βασιμότητα του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αυτή δέχεται στα τελικά συμπεράσματά της ότι είχαν πλαστογραφηθεί οι αιτήσεις εξαγοράς και τα πειστήρια έγγραφα κατά τις χειρόγραφες ενδείξεις γραφής και κατά τις υπογραφές της Κ. Α., Κ. Ε. και της Ν. Α. και ότι δεν εντοπίσθηκαν γραφολογικά γνωρίσματα για να μπορέσει ο πραγματογνώμονας να γνωμοδοτήσει αν η πλαστογραφία έγινε από τους κατηγορουμένους, δεχόμενη επί λέξει, ότι: 1) Ως προς τις χειρόγραφες ενδείξεις γραφής "... δεν εντοπίσθηκαν τα γραφολογικά εκείνα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν ή να αποκλείσουν οποιαδήποτε αξιόπιστη γραφολογική σχέση (no conlusion)" και "Συγκριτική εξέταση μεταξύ των χειρόγραφων ενδείξεων γραφής (στοιχείων συμπλήρωσης) επί των πειστηρίων αιτήσεων ..., με την γραφή των: α) Κ. Α. και β) Κ. Ε., δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί, ελλείψει δειγματικής γραφής τους". 2) Ως προς τις υπογραφές επί των πειστηρίων εγγράφων ... "Οι υπογραφές που υπάρχουν στη θέση "Υπογραφή", στις σημανθείσες υπό στοιχεία ... αιτήσεις, πιθανότατα δεν έχουν χαραχθεί από την Κ. Α., αλλά από ένα άλλο, διαφορετικό άτομο. Οι υπογραφές που υπάρχουν στη θέση "Υπογραφή", στις σημανθείσες υπό στοιχεία ... αιτήσεις, πιθανότατα δεν έχουν χαραχθεί από την Κ. Ε., αλλά από ένα άλλο, διαφορετικό άτομο. Από την περαιτέρω συγκριτική εξέταση των ανωτέρω αμφισβητούμενων υπογραφών με τις δειγματικές υπογραφές των α) Χ. Σ., β) Π. Γ., γ) Χ. Ι. και δ) Ν. Α., δεν εντοπίσθηκαν εκείνα τα γραφολογικά γνωρίσματα τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν οποιονδήποτε αξιόπιστο γραφολογικό συσχετισμό". Και 3) Ως προς τις υπογραφές επί των πειστηρίων εγγράφων ... "Οι εν λόγω υπογραφές δεν έχουν χαραχθεί από τη Ν. Α. στην οποία αποδίδονται, αλλά από άλλο άτομο, που έθεσε με τη μέθοδο της "ελεύθερης απομίμησης" (freehand simulation), τις αμφισβητούμενες υπογραφές επί των πειστηρίων εγγράφων .... Από την περαιτέρω συγκριτική εξέταση των προαναφερομένων υπογραφών, επί των πειστηρίων εγγράφων ..., με τις δειγματικές υπογραφές των α) Χ. Σ., β) Π. Γ. και γ) Χ. Ι., δεν εντοπίσθηκαν εκείνα τα γραφολογικά γνωρίσματα τα οποία θα μπορούσαν να θεμελειώσουν οποιονδήποτε αξιόπιστο γραφολογικό συσχετισμό, αφού οι πειστήριες υπογραφές αποτελούν επιτυχημένη, ως ένα βαθμό, απομίμηση των γνήσιων υπογραφών της Ν. Α.". Δηλαδή, το πόρισμα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δεν δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν πλαστογράφησαν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγγραφα για να χρειάζεται να αιτιολογήσει ειδικά η προσβαλλόμενη απόφαση που καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για πλαστογραφία γιατί δέχθηκε τα αντίθετα από το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης ότι τα έγγραφα ήταν πλαστά και ότι δεν υπήρχαν επαρκή γραφολογικά γνωρίσματα για να γνωμοδοτήσει αν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι τα πλαστογράφησαν και δεν χρειαζόταν να αντικρούσει την πραγματογνωμοσύνη, αφού η τελευταία δεν δέχθηκε στο πόρισμά της ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν πλαστογράφησαν τα έγγραφα. Επίσης, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αυτή, για να καταλήξει στην καταδικαστική της κρίση, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα και όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων και δεν χρειαζόταν για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της να αναφέρει τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο και κάθε μαρτυρική κατάθεση χωριστά, ούτε να κάνει αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των αποδεικτικών μέσων και ιδίως των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους. Ακόμη, από τις παραδοχές της αποφάσεως που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της, όπως αυτό συμπληρώνεται και από το διατακτικό της, παραπλανηθείσα και αμέσως ζημιωθείσα από τις αξιόποινες πράξεις της απάτης των αναιρεσειόντων είναι η εταιρεία "... S.A.", η οποία παραπλανήθηκε, ρευστοποίησε τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων των πελάτιδων της και τα κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς να υπάρχει προς τούτο εντολή των πελάτιδων της, με συνέπεια να ζημιωθεί η ίδια κατά τα αντίστοιχα ποσά που κατέθεσε στους τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού οι πελάτιδες της εξακολουθούσαν να έχουν απαίτηση απέναντί της για τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων τους και σε κάθε περίπτωση αξίωση αποζημιώσεώς τους για την απώλεια των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων τους. Κατά συνέπεια ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 386 του Π.Κ. η προσβαλλόμενη απόφαση με το να δεχθεί ότι αμέσως ζημιωθείσα από την απάτη των κατηγορουμένων ήταν η ως άνω εταιρεία και όχι οι πελάτιδες της, στις οποίες άλλωστε απέδωσε η εταιρεία τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων τους κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. συναφείς, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, ότι δηλαδή η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα από αυτούς (άθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως των 1) Σ. Χ. του Ι., 2) Ι. Χ. του Π. και 3) Γ. Π. του Δ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-9-2016, για αναίρεση της 1421/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατηγορουμένων. Κατ' εξακολούθηση κακουργηματική πλαστογραφία οφέλους ανω των 120.000 ευρώ. Κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη οφέλους άνω των 120.000 ευρώ. Απλή συνέργεια σε κακουργηματική πλαστογραφία. Πραγματογνωμοσύνη. Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Πραγματογνωμοσύνη | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1888/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Φ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κ. Φ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 44088/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποία ορίζεται ότι "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις", προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξεως μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδικάσεως της υποθέσεως, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τελέσεως της πράξεως νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. γ’ , 514 εδ. δ’ περ. β και 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταστεί ανέγκλητη η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 3/1995). Εξάλλου, με την παράγραφο 5 εδ. α’ του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", η οποία είχε προστεθεί με την παρ. 2 του άρθρου 76 του Ν. 3842/2010 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3888/2010, οριζόταν ότι "με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13". Το τελευταίο αυτό ποινικό αδίκημα είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του Ν. 2523/1997 (βλ. άρθρ. 19 παρ. 2 και 5 εδ. τελευταίο Ν. 2523/1997). Ήδη, με το άρθρου 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 129/17-10-2015), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δηλ. από τις 17-10-2015), οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, όπως άλλωστε και οι διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, αντικαταστάθηκαν με τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 66, που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 "Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κ.λπ.", με το οποίο προβλέπονται τα εξής: "1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ).... 2. .... 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες(100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. 5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος". Ακόμη, με το νέο άρθρο 70 παρ. 2 του παραπάνω Ν. 4174/2013, που επίσης προστέθηκε με το άρθρ. 8 του Ν. 4337/2015, ορίζεται ότι "αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 66 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς μηνυτήριες αναφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα", κατά δε το άρθρο 71 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που ομοίως προστέθηκε με το άρθρ. 8 Ν. 4337/2015, "τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου (άρθρα 66-70)". Από τις ως άνω νέες διατάξεις, που καλύπτουν τις σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εξορθολογίζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως των σχετικών εγκλημάτων φοροδιαφυγής, προκύπτει, σε σχέση με το αδίκημα της μη εκδόσεως φορολογικών στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών, ότι το αδίκημα αυτό, που τιμωρείτο ποινικά με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α του Ν. 2523/1997 ανεξάρτητα από το αν απώλεσε φόρο και σε τι ποσό το Δημόσιο, πλέον, μετά την κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 με το άρθρο 71 παρ. 1 του Ν. 4337/2015, τιμωρείται ως πλημμέλημα μόνον όταν εμπίπτει στις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 66 που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, δηλαδή μόνον όταν το ποσό του φόρου εισοδήματος ή άλλου φόρου που απώλεσε το Δημόσιο υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος τα 100.000 ευρώ ή όταν το ποσό του Φ.Π.Α. που απώλεσε το Δημόσιο υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος τα 50.000 ευρώ και έπαυσε να είναι αξιόποινη πράξη και να τιμωρείται ως αυτοτελές και ανεξάρτητο έγκλημα μη εκδόσεως φορολογικών στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ανεξάρτητα από το ποσό του φόρου ή του Φ.Π.Α. που απώλεσε το Δημόσιο από τη μη έκδοση των φορολογικών στοιχείων. Έτσι, οι νέες διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, που προστέθηκαν με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 και ισχύουν από 17-10-2015 που δημοσιεύθηκε ο τελευταίος νόμος (βλ. άρθρ. 23 Ν. 4337/2015), είναι επιεικέστερες ως προς την ως άνω αξιόποινη πράξη της μη εκδόσεως φορολογικών στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ανεξάρτητα από το ποσό του φόρου ή του Φ.Π.Α. που απώλεσε το Δημόσιο από τη μη έκδοση των φορολογικών στοιχείων, που ήταν αυτοτελές πλημμέλημα, αφού την καθιστούν πλέον ανέγκλητη και ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., εφαρμόζονται και στις πράξεις που τελέστηκαν πριν από τις 17-10-2015 που άρχισε η ισχύς του Ν. 4337/2015.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 44088/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για το ότι κατά τη χρήση των ετών 2010 και 2011 δεν εξέδωσε τα προβλεπόμενα από το Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) φορολογικά στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, όπως ήταν υποχρεωμένος και ειδικότερα ότι ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας εμπορίας φαρμάκων με την επωνυμία "... Α.Ε." από 1-6-2010 μέχρι 30-9-2010 δεν εξέδωσε είκοσι δύο (22) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 67.514,84 ευρώ, από 30-9-2010 μέχρι 31-12-2010 δεν εξέδωσε είκοσι δύο (22) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 51.536,05 ευρώ και κατά το έτος 2011 δεν εξέδωσε δεκατρία (13) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 77.815,60 ευρώ, δηλαδή για το αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα φοροδιαφυγής ποινικό αδίκημα που προβλεπόταν από την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α του Ν. 2523/1997. Όμως, αφού μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ίσχυσε κατά τα προαναφερθέντα ο νέος ως άνω επιεικέστερος νόμος 4337/2015, με τον οποίο το ως άνω αυτοτελές και ανεξάρτητο ποινικό αδίκημα της μη εκδόσεως φορολογικών στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών, ανεξάρτητα από το ποσό του φόρου ή του Φ.Π.Α. που απώλεσε το Δημόσιο από τη μη έκδοση των φορολογικών στοιχείων, έχει καταστεί πλέον ανέγκλητη πράξη και αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και ως περιέχουσα ορισμένους και παραδεκτούς λόγους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας απορρίψεως αυτοτελούς ισχυρισμού, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από 17-10-2015, ήτοι μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος της ως άνω πράξεως για την οποία καταδικάστηκε και η οποία δεν αποτελεί πλέον αυτοτελές και ανεξάρτητο έγκλημα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 44088/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Κ. Φ. του Α. και Α., κάτοικο ..., του ότι: Στην Αθήνα, κατά τους παρακάτω αναφερομένους χρόνους, δεν εξέδωσε τα προβλεπόμενα από το Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) φορολογικά στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, όπως ήταν υποχρεωμένος. Ειδικότερα, με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία εδρεύει στην …, επί της οδού ... και έχει ως αντικείμενο την εμπορία φαρμάκων, δεν εξέδωσε αποδείξεις λιανικής πώλησης ή άλλο φορολογικό στοιχείο αξίας και συγκεκριμένα κατά τη χρήση του έτους 2010 α) από 1-6-2010 μέχρι 30-9-2010 δεν εξέδωσε είκοσι δύο (22) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 67.514,84 ευρώ και β) από 30-9-2010 μέχρι 31-12-2010 δεν εξέδωσε είκοσι δύο (22) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 51.536,05 ευρώ και κατά τη χρήση του έτους 2011 δεν εξέδωσε δεκατρία (13) τιμολόγια αγοράς συνολικής αξίας 77.815,60 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατηγορουμένου. Η πράξη κατέστη ανέγκλητη με επιεικέστερο νόμο μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η αναίρεση είναι παραδεκτή. Ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει το επιεικέστερο νόμο. Αναιρεί την προσβαλλομένη απόφαση και κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα. | Αναιρέσεως παραδοχή | Αναιρέσεως παραδοχή. | 0 |
Αριθμός 1762/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου - Φλουρή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Τ. του Η., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 4334/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 23 Μαϊου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Δράμας Π. Κ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...11-5-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί κατά τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Μαρτίου 2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Τ. Ν. του Η., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22 Μαρτίου 2017, για αναίρεση της 4334/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1761/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου - Φλουρή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 1312/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου τούτου, κατά τη σημερινή δικάσιμο (4-10-2017), εμφανίστηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Αθηνών Α. Μ. και υπέβαλε, ως πληρεξούσια δικηγόρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως για το λόγο ότι επίκειται συμφωνία εξυγίανσης της "..." και μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης θα εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις της. Όμως το ως άνω αίτημα αναβολής, εκτός από το ότι δεν συνιστά ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση για αναβολή της συζητήσεως στον Άρειο Πάγο η επικείμενη εξυγίανση της "..." και η μέλλουσα καταβολή των χρεών της, είναι απορριπτέο πρωτίστως εκ του ότι έχει ήδη αναβληθεί για εξαιρετική περίπτωση η συζήτηση της υποθέσεως στον Άρειο Πάγο κατά την δικάσιμο της 15ης Μαρτίου 2017 με την υπ’ αριθ. 484/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου μπορεί να αναβάλει μόνο για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο οπότε δεν επιτρέπεται από το νόμο η εκ νέου χορήγηση αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως.
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του Αρχ/κα Κ. Μ. του Α.Τ. Ηρακλείου Κρήτης, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. ...16-2-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στην αρχική συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2017, οπότε με την 484/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αφού η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος παρέστη μόνον για να υποβάλει το αίτημα αναβολής και ακολούθως αποχώρησε. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα αναβολής.
Απορρίπτει την από 13 Ιανουαρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του Α. Σ. του Ι., κατοίκου ..., για αναίρεση της 1312/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, η οποία ασκήθηκε με τη σύνταξη της …2017 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αίτημα αναβολής. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 2 |
Αριθμός 1715/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου - Φλουρή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βασιλειάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 865/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 18 Σεπτεμβρίου 2017 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 13-4-2017 αίτηση και οι επ’ αυτής από 18-9-2017 πρόσθετοι λόγοι του Γ. Π. του Ι., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ’ αριθ.865/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του Π.Κ., "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, με την οποία προστατεύεται το έννομο αγαθό της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας, για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263Α του Π.Κ., απαιτούνται α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημόσιων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους, β) δόλος του δράστη, που συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος) και γ) σκοπός, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί ο σκοπός και να επέλθει η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη. Επομένως, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνο αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων. Για να συντρέχει δε ο ανωτέρω σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει, όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος "με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον" λογικά σημαίνει, ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον, ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε ο αποκλειστικός τρόπος είτε ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί του δόλου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όμως, όταν για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και πρόσθετα στοιχεία, όπως, μεταξύ άλλων, ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), όπως συμβαίνει επί παραβάσεως καθήκοντος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν τον ως άνω σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας και καθίσταται αναιρετέα για τον προεκτεθέντα λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 865/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (2-1) ανελέγκτως, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως προσκομιζομένων και επικαλούμενων προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς, αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και από την όλη, εν γένει, αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι με τη .../17.4.1992 απόφαση του Διευθυντή της Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης εγκρίθηκε η μεταφορά συντελεστή δόμησης από ακίνητα, κείμενα στις τότε Κοινότητες Νέας Μηχανιώνας και Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης, σε ακίνητο κείμενο επί των οδών Θερμαϊκού και Δημοκρατίας (Ο.Τ.Ν.), στο συνοικισμό ... Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η δόμηση, στο τελευταίο αυτό οικόπεδο, 120,12 τ.μ., πέραν εκείνων, που επέτρεπαν οι ισχύοντες στην περιοχή όροι δομήσεως. Ακολούθησε η με αριθ. ...1992 οικοδομική άδεια της ως άνω Διευθύνσεως Πολεοδομίας, με την οποία, ενόψει και της προαναφερόμενης εγκρίσεως μεταφοράς συντελεστή δομήσεως, επετράπη στην Α. Μ. η ανέγερση, στο ωφελούμενο από τη μεταφορά οικόπεδο, τετραώροφης οικοδομής, με υπόγειο, υπόστυλο χώρο (pilotis) και κατάστημα. Κατά των πράξεων αυτών (εγκρίσεως μεταφοράς συντελεστή δομήσεως και οικοδομικής άδειας) ασκήθηκε από περιοίκους, μεταξύ των οποίων και τον μάρτυρα, Ν. Κ., αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 330/1996 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή ακυρώθηκε η απόφαση εγκρίσεως της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως και η οικοδομική άδεια, κατά το μέρος που επετράπη με αυτήν, ενόψει και της εγκρίσεως μεταφοράς συντελεστή δομήσεως, η προσθήκη δομήσιμης επιφάνειας, κατά προσαύξηση του ανωτάτου ορίου του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δομήσεως. Στη συνέχεια η δικαιούχος της πιο πάνω οικοδομικής άδειας Α. Μ. υπέβαλε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης την από 20.11.1996 αίτηση, με την οποία ζητούσε να εξαιρεθούν από τη κατεδάφιση τα τμήματα εκείνα της οικοδομής (συνολικής επιφάνειας 120,12 τ.μ., κατανεμημένων σε τέσσερις ορόφους), τα οποία είχαν στο μεταξύ χαρακτηριστεί ως αυθαίρετα και κατεδαφιστέα, με την από 22.4.1996 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων της ίδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με την .../19.12.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 8 παρ. 7 του Ν. 1512/1985, στη συνέχεια δε, η ανωτέρω Διεύθυνση Πολεοδομίας, με την ...12.1.1998 πράξη της, αναθεώρησε την ...1992 οικοδομική άδεια, παρατείνοντας επ’ αόριστον, κατ’ επίκληση της προαναφερόμενης αποφάσεως εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, την ισχύ της άδειας ως προς τα τμήματα της οικοδομής, τα ανεγειρόμενα με βάση τη μεταφορά του συντελεστή δομήσεως. Οι τελευταίες αυτές δύο πράξεις (απόφαση Νομάρχη για εξαίρεση από την κατεδάφιση και πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής άδειας) ακυρώθηκαν μετά από αίτηση, μεταξύ άλλων, και του ως άνω μάρτυρα, Ν. Κ., με την 2580/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία, ότι δεν είναι επιτρεπτή, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 7 του Ν. 1512/1985, η εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαιρέτων, ανεγερθέντων μετά την 31.1.1983. Ακολούθως η Α. Μ., δικαιούχος της ως άνω οικοδομικής άδειας, μετά τη θέση σε ισχύ της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3044/2002, υπέβαλε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης νέα αίτηση για εξαίρεση από τη κατεδάφιση των προαναφερομένων τμημάτων της οικοδομής, τα οποία είχαν χαρακτηριστεί, όπως προαναφέρθηκε, ως αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό, με την .../12.11.2004 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 του .../2002, στη συνέχεια δε η ανωτέρω Διεύθυνση της Πολεοδομίας, με την με αριθ. .../24.11.2004 πράξη της, αναθεώρησε σχετικώς την ως άνω υπ’ αριθ. ...1992 οικοδομική άδεια. Οι δύο αυτές τελευταίες πράξεις (απόφαση για εξαίρεση από την κατεδάφιση και πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής άδειας) ακυρώθηκαν, μετά από αίτηση, μεταξύ άλλων, και του ως άνω μάρτυρα, Ν. Κ. , με την με αριθ. .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3044/2002, με την οποία επετράπη η εξαίρεση από τη κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων, ανεγερθέντων μετά την 31.1.1983, είναι ανίσχυρη, γιατί προσκρούει στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Παρά την έκδοση της απόφασης αυτής η ιδιοκτήτρια της πολυώροφης οικοδομής Α. Μ. συνέχιζε τις αυθαίρετες κατασκευές (υπέρβαση του ύψους, υπέρβαση του όγκου κ.λπ.) καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας, χωρίς όμως η Διεύθυνση της Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, της οποίας Προϊστάμενος, όπως προκύπτει από την αριθ. πρωτ. .../21.12.2007 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ήταν ο κατηγορούμενος, να επιβάλλει κάποιο πρόστιμο, ενώ ο μάρτυρας Ν. Κ. με την αριθ. πρωτ. .../9.7.2009 αίτησή του προς την ως άνω Διεύθυνση Πολεοδομίας, επικαλούμενος έννομο συμφέρον και αναφερόμενος στη με αριθ. .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε νόμιμα σ’ αυτή (συγκεκριμένη Διεύθυνση Πολεοδομίας) στις 18.5.2009 με Δικαστικό Επιμελητή, ζήτησε "να μας γνωρίσετε, εν όψει της ανωτέρω ακυρωτικής Απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, πότε προτίθεσθε να εφαρμόσετε τα προβλεπόμενα από το Νόμο, ήτοι την διακοπή Ηλεκτροδότησης της εν λόγω οικοδομής". Ωστόσο ο μάρτυρας Ν. Κ. δεν έλαβε απάντηση και έτσι απευθύνθηκε με αίτησή του με αριθ. πρωτ. .../23.9.2009 προς την επιτροπή εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 5 Ν. 1943/1991, λόγω μη τήρησης προθεσμίας και επιβλήθηκε πρόστιμο στην Διεύθυνση Πολεοδομίας, ποσού 500 ευρώ, υπέρ αυτού ( μάρτυρα), ενώ η Διεύθυνση Πολεοδομίας με την αριθ. πρωτ. ....../...5.10.2009 απάντησή της, που υπογράφει ο κατηγορούμενος με την παραπάνω ιδιότητα του Προϊσταμένου Διεύθυνσης της Πολεοδομίας, του επισημαίνει ότι "η εφαρμογή των νόμων είναι υποχρέωση όλων συμπεριλαμβανομένης και της Υπηρεσίας μας". Ο μάρτυρας Ν. Κ., σε απάντηση σχετικού εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, που υπογράφει ο κατηγορούμενος, με αριθ. πρωτ. ....../8.2.2010, με το οποίο ενημερώνεται ότι με την έκδοση της απόφασης .../2008 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, επανήλθε σε ισχύ η με αρ. πρ. ....../5.2.97 απόφαση με την οποία ανακλήθηκε μερικώς η με αριθ. ...1992 οικοδομική άδεια, υπέβαλε προς αυτή και νέα αίτηση με την οποία ζητούσε να πληροφορηθεί γιατί επί ένα και πλέον έτος, που εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση, δεν επιβάλλονται για τα 120,12 τ.μ. αυθαίρετης κατασκευής, τα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης, δεδομένου ότι η εν λόγω Υπηρεσία για ελάχιστα (μονοψήφιο αριθμό τετραγωνικών μέτρων) αυθαίρετης κατασκευής επιβάλλει πρόστιμα. Επίσης, ζήτησε να πληροφορηθεί γιατί δεν επιβάλλονται τα σχετικά πρόστιμα στην ως άνω οικοδομή, για το "κλείσιμο των ημιυπαιθρίων χώρων και τμήματος πυλωτής", σύμφωνα με τα έγγραφα αυτής ....../17.2.2006 και ......30.11.2007, δεδομένου δε ότι ο Συνήγορος του Πολίτη με τα έγγραφά του ...23.9.2008 και .../25.5.2009 επισημαίνει σ’ αυτή την "παράλειψη επιβολής προστίμων αυθαιρέτου" και την "απώλεια δημοσίων εσόδων", καθώς και η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας (Π.Κ.Μ.) με το έγγραφο ....2.2010 επισημαίνει ότι "το άρθρο 1 του Π.Δ. 267/98, σχετικά με τον τρόπο διαπίστωσης και χαρακτηρισμού των νέων αυθαιρέτων κατασκευών είναι σαφές και συγκεκριμένο και δεν χρήζει ερμηνείας περί του τρόπου εφαρμογής του". Όμως και πάλι δεν προέβη η Διεύθυνση της Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, μετά τη κατάργηση της οποίας υπεισήλθε νόμιμα ο Δήμος Θεσσαλονίκης, δια του αρμοδίου υπαλλήλου της -κατηγορουμένου- και με την ιδιότητα, που προαναφέρθηκε, σε υλικές ενέργειες για την εκτέλεση της ανωτέρω με αριθ. .../2008 ακυρωτικής απόφασης. Έτσι, ο μάρτυρας Ν. Κ. με αίτησή του απευθύνθηκε προς το Τριμελές Συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (άρθρ. 2 Ν. 3068/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 56 Ν. 3900/2010), με την οποίαν παραπονέθηκε όχι η Διοίκηση δεν είχε συμμορφωθεί με την ακυρωτική με αριθ. .../2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το με αριθ. ....9.2011 πρακτικό του εν λόγω Συμβουλίου, το οποίο, αφού δέχτηκε ότι η Διοίκηση συμμορφούμενη προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση, όφειλε όχι μόνο να θεωρήσει ανύπαρκτες τις ακυρωθείσες με την απόφαση αυτή πράξεις, αλλά και με θετικές ενέργειές της να χωρίσει στην αναμόρφωση της δημιουργηθείοας βάσει των πράξεων αυτών, καταστάσεως, ώστε να επανέλθουν τα πράγματα στη θέση που θα βρίσκονταν, αν οι πράξεις αυτές δεν είχαν εκδοθεί και ειδικότερα ότι η Διοίκηση είχε υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες υλικές ενέργειες για την κατεδάφιση των τμημάτων της οικοδομής, που ήδη χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετα και κατεδαφιστέα, ο χαρακτηρισμός τους δε αυτός επανήλθε σε ισχύ μετά την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής απόφασης, διαπίστωσε την αδικαιολόγητη παράλειψη του Δήμου Θεσσαλονίκης να συμμορφωθεί προς την .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και κάλεσε το ανωτέρω Δήμο να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση, εντός τριμήνου από τη κοινοποίηση σ’ αυτόν του ως άνω πρακτικού. Και πάλι όμως η Διοίκηση δεν συμμορφώθηκε, όπως διαπιστώθηκε άλλωστε και με το με αριθ. ....3.2012 πρακτικό του Τριμελούς Συμβουλίου του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, μετά από σχετική αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά , το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία (2-1) ότι στοιχειοθετείται εις βάρος του κατηγορουμένου η αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, αφού αυτός ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος υπάλληλος με βάση την ως άνω από 21.12.2007 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και με την ιδιότητά του ως υπάλληλος- Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης (έως τις 31-12-2010) και εν συνεχεία προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2009, οπότε και κοινοποιήθηκε νόμιμα η με αριθ. .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και έλαβε γνώση αυτής, μέχρι 6 Οκτωβρίου του έτους 2011, οπότε και τέθηκε αυτός σε αργία, παρέβη το υπηρεσιακό του καθήκον σχετικά με την υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως, εν προκειμένω της Πολεοδομικής Υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια της ίδιας υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, (όπως η διοίκηση εκπροσωπείται από τον ίδιο ως φυσικό προϊστάμενο πρόσωπο αυτής στις άνω υπηρεσίες), προς την ως άνω με αριθ. .../2008 ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (δημ. 22-12-2008), σύμφωνα με την οποία ακυρώθηκε η από 12-11-2004 απόφαση εξαίρεσης από την κατεδάφιση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και η υπ’ αριθ. .../12*11-2004 πράξη αναθεώρησης της υπ’ αριθ. ...1992 οικοδομικής αδείας που αφορούσε ακίνητο ιδιοκτησίας της Α. Μ. και είχε επιτραπεί (με την άνω άδεια) στην δικαιούχο η μεταφορά συντελεστή δόμησης από ακίνητα κείμενα στη ... σε ακίνητο κείμενο στο συνοικισμό ..., κατά τα προεκτεθέντα. Οι άνω ακυρωθείσες με την υπ’ αριθ. .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, πράξεις, επέτρεπαν την εξαίρεση από την κατεδάφιση των τμημάτων της οικοδομής που είχαν ανεγερθεί μετά την έγκριση της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και είχαν χαρακτηριστεί αυθαίρετα και κατεδαφιστέα με την από 22-4-1996 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, η δε παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος του κατηγορουμένου, συνίσταται στη συμμόρφωση του προς την υπ’ αριθ. .../2008 απόφαση του Δ.Ε.Θ., με την ιδιότητα του ως προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία της ίδιας υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης και την υποχρέωση του ως αρμοδίου προς τούτο να προβεί στις αναγκαίες υλικές ενέργειες για την κατεδάφιση των τμημάτων της οικοδομής που ήδη χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετα και κατεδαφιστέα και ο οποίος χαρακτηρισμός τους ως τέτοια επανήλθε σε ισχύ μετά την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής απόφασης και ειδικότερα στο ότι δεν εξέδωσε και δεν απέστειλε ως προϊστάμενος της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας προς εκτέλεση στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης, την οριστική πλέον πράξη χαρακτηρισμού κτίσματος ως αυθαίρετου και κατεδαφίσεως, προκειμένου η τελευταία να εκτελέσει αυτήν με την υλική ενέργεια της κατεδάφισης, παραλείποντας έτσι ο κατηγορούμενος αδικαιολόγητα να συμμορφωθεί προς την ως άνω απόφαση, ενώ από την παράλειψη των οφειλομένων εκ μέρους ενεργειών του στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιακών του καθηκόντων, προκλήθηκε βλάβη στον αναφερόντα από τη μη κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων Ν. Κ., με αντίστοιχη ωφέλεια της δικαιούχου των αυθαιρέτων Α. Μ.. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχτεί, κατά πλειοψηφία(2-1), ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξεως της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, όπως και πρωτοδίκως ....". Στη συνέχεια, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ.2 περ. α’ Π.Κ.), της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε φυλάκιση έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο κατά πλειοψηφία για το του ότι: Στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 18 Μαΐου 2009 μέχρι 6 Οκτωβρίου 2011, τυγχάνοντας υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263 α’ Π.Κ., με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να βλάψει κάποιον και να ωφελήσει άλλον και ειδικότερα ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως υπάλληλος και δη Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης (έως τις 31-12-2010) και εν συνεχεία προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, παρέβη το υπηρεσιακό του καθήκον σχετικά με την υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως, εν προκειμένω της Πολεοδομικής Υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια της ίδιας υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, (όπως η διοίκηση εκπροσωπείται από τον ίδιο ως φυσικό προϊστάμενο πρόσωπο αυτής στις άνω υπηρεσίες), προς την με αριθμό .../2008 ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (δημ. 22-12-2008), σύμφωνα με την οποία ακυρώθηκε η από 12-11-2004 απόφαση εξαίρεσης από την κατεδάφιση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και η υπ’ αριθ. .../12-11-2004 πράξη αναθεώρησης της υπ’ αριθ. ...1992 οικοδομικής αδείας που αφορούσε ακίνητο ιδιοκτησίας της Α. Μ. και είχε επιτραπεί (με την άνω άδεια) στην δικαιούχο η μεταφορά συντελεστή δόμησης από ακίνητα κείμενα στη ... σε ακίνητο κείμενο στο συνοικισμό .... Οι άνω ακυρωθείσες με την υπ’ αριθ. .../2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, πράξεις, επέτρεπαν την εξαίρεση από την κατεδάφιση των τμημάτων της οικοδομής που είχαν ανεγερθεί μετά την έγκριση της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και είχαν χαρακτηριστεί αυθαίρετα και κατεδαφιστέα με την από 22-4-1996 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, η δε παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος του κατηγορουμένου, συνίσταται στη συμμόρφωση του προς την υπ’ αριθ. .../2008 απόφαση του Δ.Ε.Θ., με την ιδιότητα του ως προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία της ίδιας υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης και την υποχρέωση του ως αρμοδίου προς τούτο να προβεί στις αναγκαίες υλικές ενέργειες για την κατεδάφιση των τμημάτων της οικοδομής που ήδη χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετα και κατεδαφιστέα και ο οποίος χαρακτηρισμός τους ως τέτοια επανήλθε σε ισχύ μετά την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής απόφασης και ειδικότερα στο ότι δεν εξέδωσε και δεν απέστειλε ως προϊστάμενος της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας προς εκτέλεση στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης, την οριστική πλέον πράξη χαρακτηρισμού κτίσματος ως αυθαίρετου και κατεδαφίσεως, προκειμένου η τελευταία να εκτελέσει αυτήν με την υλική ενέργεια της κατεδάφισης, παραλείποντας έτσι ο κατηγορούμενος αδικαιολόγητα να συμμορφωθεί προς την ως άνω απόφαση, ενώ από την παράλειψη των οφειλομένων εκ μέρους ενεργειών του στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιακών του καθηκόντων, προκλήθηκε βλάβη στον αναφέροντα από τη μη κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων Ν. Κ., με αντίστοιχη ωφέλεια της δικαιούχου των αυθαιρέτων Α. Μ.". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει στο σκεπτικό της την επιβαλλόμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, αφού δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, ως προς τον αξιούμενο από τη διάταξη του άρθρου 259 του Π.Κ. σκοπό προσπορίσεως παράνομου οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό παράνομης βλάβης του Κράτους ή κάποιου άλλου, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής του υποστάσεως (υπερχειλής δόλος). Συγκεκριμένα, όσον αφορά το κατά τα άνω πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο, ότι δηλαδή η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα παράβαση καθήκοντος έγινε με σκοπό να βλάψει τον αναφέροντα Ν. Κ. και να προσπορίσει παράνομο όφελος στην ιδιοκτήτρια των αυθαιρέτων κτισμάτων Α. Μ., δεν εκτίθεται κανένα περιστατικό που να δικαιολογεί την επιδίωξη του πιο πάνω σκοπού, μη αιτιολογουμένου ιδιαιτέρως του στοιχείου τούτου του υπερχειλούς δόλου, όπως απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Αντίθετα, στις μεν παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αναφέρεται καθόλου ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή σκοπό να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο, στις δε παραδοχές του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που συμπληρώνουν τις παραδοχές του σκεπτικού της, αναφέρεται αόριστα, στην αρχή, ότι ο αναιρεσείων κηρύσσεται ένοχος του ότι "... παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να βλάψει κάποιον και να ωφελήσει άλλον ...", χωρίς να αναφέρεται στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως ποίον είχε σκοπό να βλάψει ή να ωφελήσει παράνομα ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και από ποία περιστατικά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι ο τελευταίος είχε σκοπό με την παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του να βλάψει παράνομα κάποιον και συγκεκριμένα τον αναφέροντα Ν. Κ. και να ωφελήσει παράνομα κάποιον άλλο και συγκεκριμένα την Α. Μ.. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ύπαρξη του υπερχειλούς δόλου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δηλαδή δεν αιτιολογείται ότι αυτός είχε σκοπό με την παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει άλλον, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την επίδικη αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση και οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, και του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια αυτή, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή των λόγων αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως (κύριων και προσθέτων). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ , 511 και 514 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (Ολ. ΑΠ 7/2005). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ. ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η παράβαση καθήκοντος από μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου φέρεται ότι τελέσθηκε με παράλειψη, κατ’ εξακολούθηση, διαρκώς κατά το χρονικό διάστημα από 18 Μαΐου 2009 μέχρι 6 Οκτωβρίου 2011. Ορισμένες όμως από τις επί μέρους πράξεις παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε με παράλειψη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και συγκεκριμένα αυτές που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 18 Μαΐου 2009 μέχρι και 19 Οκτωβρίου 2009, αφού από του χρόνου της τελέσεώς τους μέχρι τη διάσκεψη και την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και εξαλείφθηκε το αξιόποινό τους.
Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τις εν λόγω επί μέρους πράξεις παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, λόγω παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου τους και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση μόνον ως προς τις μη παραγραφείσες επί μέρους πράξεις παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση που τελέστηκαν από 20 Οκτωβρίου 2009 μέχρι 6 Οκτωβρίου 2011, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 865/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παύει οριστικά την ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., ποινική δίωξη για τις επί μέρους κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις παραβάσεως καθήκοντος, που φέρεται ότι τέλεσε αυτός στην Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 18 Μαΐου 2009 μέχρι και 19 Οκτωβρίου 2009.
Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση μόνον ως προς τις μη παραγραφείσες επί μέρους πράξεις παραβάσεως καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, που τελέστηκαν από 20 Οκτωβρίου 2009 μέχρι 6 Οκτωβρίου 2011, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Παράβαση καθήκοντος. Δέχεται Αναίρεση. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τον απαιτούμενο υπερχειλή δόλο (δόλο σκοπού). Παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. ΠΟΠΔ για ορισμένες κατ' εξακολούθηση πράξεις που υπέπεσαν σε παραγραφή. Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τι μη παραγραφείσες κατ' εξακολούθηση πράξεις για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστ'ηριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. | Παράβαση καθήκοντος | Παράβαση καθήκοντος, Αναιρεί και παραπέμπει. | 0 |
Αριθμός 1533/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Α. Ρ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιά.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαΐου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990 περί φοροδιαφυγής, φορολογίας κ.λπ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, το τελευταίο των οποίων ισχύει από 1-1-2004 και καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση ως εκ του χρόνου τελέσεως της επίδικης πράξεως και ως επιεικέστερο, για ποσά συνολικού χρέους άνω των 120.000 ευρώ, όπως το επίδικο, των εκ νέου διαδοχικών τροποποιήσεων αυτού (με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015 και το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015), "η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω....", ενώ κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου, "για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή....". Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 34 παρ.1 Ν.3220/2004, προκύπτει ότι: α) Το έγκλημα της καθυστέρησης της καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και στα τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον με ενιαίο τρόπο ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον αν αυτό ήταν καταβλητέο σε δόσεις ή εφάπαξ. β) Στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, συνυπολογίζονται και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. γ) Οι ποινές καθορίζονται με βάση το κατώτερο ποσό της συνολικής, κατά οφειλέτη, ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.). Και δ) Αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη για κάθε πίνακα χρεών, που γεννήθηκαν μετά την 1-1-2004. Έτσι, αφού συνυποβληθεί στον εισαγγελέα ο συνοδευτικός πίνακας βεβαιωμένων χρεών με τη σχετική αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ κ.λπ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία και ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του συνολικού χρέους που αναφέρεται στον πίνακα, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης του κάθε μερικότερου χρέους. Δεν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες ομοειδείς πράξεις, οι οποίες προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουν χρονικά και συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούν σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, αλλά η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των βεβαιωμένων χρεών, που περιέχονται στον πίνακα, τυποποιείται σε μία και μόνη αξιόποινη πράξη, που τελείται μόλις συμπληρωθεί τετράμηνο από τον χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στον νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από αυτά παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του οικείου πίνακα χρεών που συνοδεύει την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης, ο οποίος χρόνος καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων χρεών που έχουν προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις και, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Από την προαναφερθείσα ρύθμιση που επήλθε με την τροποποίηση και αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενο της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.) και η οποία συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ενώ, όπως ήδη σημειώθηκε, ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη, για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 περ. α’ και 3 του Ν. 1882/1990, με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου των ανωνύμων εταιριών, οι οποίοι υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν κατά το χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή, προκύπτει ότι στην καταδικαστική απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της πρέπει ακόμη να αναφέρεται, εκτός των άλλων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου στην εταιρεία που αυτός εκπροσωπεί καθώς και η ταυτότητα της εταιρείας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που προσδιορίζονται ως προς το είδος τους σ’ αυτή, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Επειδή από την κατάθεση του μάρτυρος της υπεράσπισης, που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 29/09/2009 έως 30/03/2011, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ... ΑΕ, ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ ..., σε βάρος του, διάφορα χρέη προς το Δημόσιο, που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, από πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή στο Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, συνολικού ποσού 502.527,05 €, όπως αυτά αναλυτικά παρατίθενται κατά ποσό, ημερομηνία βεβαίωσης, αρχή βεβαίωσης, τρόπο καταβολής, ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμο, κ.λπ. προσδιοριστικά αυτών στοιχεία, στον συνημμένο στο διατακτικό πίνακα χρεών.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2δ Π.Κ., όπως πρωτοδίκως". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, για το ότι: "Στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 29/09/2009 έως 30/03/2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή της οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος του, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠ., όπως ακριβώς αναφέρονται στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ... (αρ. ειδ. βιβλίου ...) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 18-4-2011 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 502.527,05 ευρώ, μέσα στη νόμιμη προθεσμία". Και στη συνέχεια, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, ενσωματώνει στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του και καθιστά αναπόσπαστο μέρος του διατακτικού της τον πίνακα των ενδίκων χρεών για τα οποία υπέχει ποινική ευθύνη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στον οποίο παραπέμπει και με το σκεπτικό της αποφάσεώς του και στον οποίο περιέχονται και προσδιορίζονται τα μερικότερα χρέη ως προς την Αρχή και τα στοιχεία της βεβαίωσής τους, την αιτία προέλευσης, τον τρόπο πληρωμής (εφάπαξ ή σε δόσεις) και τις ειδικότερες ημεροχρονολογίες που έγιναν ληξιπρόθεσμα και έπρεπε να πληρωθούν μέσα στο χρονικό διάστημα από 29-9-2009 έως 30-3-2011. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεώς του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) διαλαμβάνονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η δικαστική κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη έγκαιρης καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, για το οποίο κηρύχτηκε ένοχος ο αναιρεσείων, β) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και στα οποία αυτό στήριξε τη δικανική πεποίθησή του και γ) περιέχονται νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, όπως ήδη σημειώθηκε, προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της και με την ενσωμάτωση στο διατακτικό της του προαναφερόμενου πίνακα χρεών (...) της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ..., που είχε προσαρτηθεί και στην οικεία μηνυτήρια αναφορά, η φορολογική αρχή που βεβαίωσε τα χρέη σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, η ιδιότητα του κατηγορουμένου υπό την οποία βεβαιώθηκαν σε βάρος του τα χρέη και ζητήθηκε η ποινική του δίωξη ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και το είδος και το ύψος των χρεών, ο χρόνος βεβαίωσής τους, ο τρόπος πληρωμής τους και οι συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες που έγιναν απαιτητά τα μερικότερα χρέη και έπρεπε να καταβληθούν από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο υπό την ανωτέρω ιδιότητά του. Επίσης, από τον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς εκδίκασε και αποφάνθηκε για την ένδικη κατηγορία ως μία ενιαία αξιόποινη πράξη καθυστέρησης (μη έγκαιρης) καταβολής του αθροίσματος περισσότερων βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, όπως το ειδικό αυτό έγκλημα τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 και προσδιορίζεται ως προς τα ειδικότερα στοιχεία του στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στον ενσωματωμένο σ’ αυτό πίνακα χρεών, και όχι ως κατ’ εξακολούθηση έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 98 του Π.Κ., η μετά δε την τέλεση και ολοκλήρωση της ενιαίας αξιόποινης πράξης της καθυστερήσεως της καταβολής των ενδίκων χρεών καταβολή μέρους των χρεών αυτών, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή, αφού κατά τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 μόνον με την ολοσχερή εξόφληση ολόκληρου του συνολικού ποσού των χρεών μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό μπορεί να κριθεί ατιμώρητη η πράξη που ήδη τελέστηκε με την καθυστέρηση (μη έγκαιρη) καταβολή των χρεών του πίνακα για τα οποία ζητήθηκε η ποινική δίωξη του ποινικά υπεύθυνου. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας έλαβε με βεβαιότητα υπόψη και συνεκτίμησε κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματός του και για τη θεμελίωση της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Επίσης, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο οποίο ενσωματώνεται και ο πίνακας χρεών, στον οποίο αναφέρεται ως ιδιότητα του κατηγορουμένου υπό την οποία ευθύνεται για την καταβολή των χρεών του πίνακα η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, η κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου θεμελιώθηκε στην ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", δηλαδή προκύπτει με σαφήνεια ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτός βαρυνόταν να καταβάλει εντός τετραμήνου τα βεβαιωθέντα χρέη ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω ανωνύμου εταιρείας κατά την βεβαίωση των ενδίκων χρεών, όπως τούτο αναφέρεται με σαφήνεια στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και διευκρινίζεται και συγκεκριμενοποιείται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι δε περί του εναντίου λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως ότι δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και ότι αυτή έχει αντιφάσεις και ασάφειες ως προς το αν ο κατηγορούμενος καθυστέρησε να καταβάλει εγκαίρως τα ένδικα χρέη του πίνακα ως δικά του προσωπικά χρέη ή ως χρέη που όφειλε να τα καταβάλει ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, είναι αβάσιμοι. Επομένως, αφού οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 με αντιφατικές και ασαφείς παραδοχές που στερούν την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-5-2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Β. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατηγορουμένου. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με στέρηση νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Αιτιολογίας ανεπάρκεια | Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1534/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ά. Σ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 12608/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 14 Μαρτίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Μ. Μ. Γ. Ι. και από το υπό ημερομηνία 9 Μαρτίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς την αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος της ίδιας επιμελήτριας, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...1-3-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στην αρχική συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2017, οπότε με την 751/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2 Φεβρουαρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του Ά. Σ. του Α. και της Η., κατοίκου ..., για αναίρεση της 12608/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία ασκήθηκε με τη σύνταξη της …//2017 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου λόγω μη εμφανίσεώς του παρά τη νόμιμη κλήτευση του. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1532/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 4272/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Χρήστο Κοραντζάνη, πάρεδρο του νομικού συμβουλίου του Κράτους.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 28 Απριλίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά Γ. Ι., η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. ...28-4-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στην αρχική συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 2017, οπότε με την 967/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ) και να καταδικασθεί αυτή και στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παραστάθηκε (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.1 Ν. 3693/1957), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Φεβρουαρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως της Μ. συζύγου Χ. Χ., το γένος Ι. Δ., για αναίρεση της 4272/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία ασκήθηκε με τη σύνταξη της ...2017 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της γραμματέα του Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένης λόγω μη εμφανίσεώς της παρά τη νόμιμη κλήτευσή της Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας και την καταδικάζει και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1530/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 645/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Ξάνθης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η από τον υπαίτιο κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π.Κ.), είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με την θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή, επιπρόσθετα δε και σκοπός του δράστη (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού της παραπλανήσεως άλλου. Για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος της πλαστογραφίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ. δεν απαιτείται να σκοπεύει ο δράστης να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να βλάψει τρίτον, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του κακουργήματος της πλαστογραφίας που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 216 του Π.Κ.. Τέλος, η χρήση του πλαστού εγγράφου, η οποία όταν τελείται από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, τελείται όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το πλαστό έγγραφο στον τρίτο που πρόκειται να παραπλανηθεί απ’ αυτό και δώσει τη δυνατότητα στον τρίτο να λάβει γνώση του πλαστού εγγράφου, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του πλαστού εγγράφου και να παραπλανηθεί απ’ αυτό ο τρίτος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α’ του Π.Κ. "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται, α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ...". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Η ιδιοποίηση εκδηλώνεται τόσο με την κατακράτηση όταν υπάρχει νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση για απόδοση, όσο και με την άρνηση αποδόσεως στον ιδιοκτήτη όταν ζητηθεί το πράγμα. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ., ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο πλημμέλημα της πλαστογραφίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 645/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "... Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, ήτοι από τα έγγραφα που διαβάστηκαν νόμιμα και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, στα οποία περιλαμβάνονται και τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτόδικης δίκης, σε συνδυασμό με τα όσα οι μάρτυρες κατέθεσαν ένορκα στο ακροατήριο και όσα ο κατηγορούμενος έθεσε υπ’ όψιν του Δικαστηρίου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με βάση την από 27-7-2009 σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" που εδρεύει στην …, ανέλαβε την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Για κάθε ένα από τα προγράμματα κατάρτισης εγκρίθηκε προϋπολογισμός 4.000 € και σύμφωνα με τον 4° όρο της ανωτέρω σύμβασης, το Επιμελητήριο Ξάνθης ανέλαβε την υποχρέωση με τη λήξη κάθε προγράμματος να εκδίδει τα απαραίτητα παραστατικά σύμφωνα με τον ΚΒΣ. Για κάθε πρόγραμμα δικαιολογούνταν να εκδοθεί ένα χρηματικό ένταλμα το οποίο ήταν ονομαστικό. Από κάθε πρόγραμμα το Επιμελητήριο θα εισέπραττε τελικώς το ποσό των 3.800 ευρώ από τα οποία το επιμελητήριο θα είχε όφελος 1.800 ευρώ, -γι’ αυτό άλλωστε και ανέλαβε την εκτέλεση του ενώ άλλες φορές τα έδινε σε ΚΕΚ (Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης) , τα οποία είχαν την κατάλληλη υποδομή-, ενώ τα υπόλοιπα 2.000 ευρώ θα έπρεπε να πληρωθούν οι δικαιούχοι. Στη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής του ΕΒΕ Ξάνθης της 29ης Οκτωβρίου 2009, ενημερώθηκαν τα μέλη αυτής ότι το Επιμελητήριο είχε ήδη υλοποιήσει τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης και ότι επρόκειτο να καταβληθεί το ποσό των 2.000 € για κάθε πρόγραμμα, στις υπαλλήλους της γραμματειακής υποστήριξης, στην κα Κ. Κ. και στον κατηγορούμενο, Διευθυντή του ΕΒΕ Ξάνθης, ως αμοιβή για την απασχόληση τους για την υλοποίηση των προγραμμάτων. Ας σημειωθεί ότι στην ίδια συνεδρίαση, αμέσως μετά, πήρε το λόγο ο επόπτης των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης Χ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι οι συνεργάτες και οι αμοιβές αυτών που χρειάζονται για την υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης πρέπει να αποφασίζονται από τη Διοικητική Επιτροπή (όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. 14/29-10-2009 πρακτικό της Διοικητικής Επιτροπής). Ακολούθως, στις 7-12-2009 και στις 11-12-2009, ο κατηγορούμενος κατά την πληρωμή της υπαλλήλου Ε. Σ. που απασχολήθηκε στην γραμματειακή υποστήριξη ενός εκ των ως άνω προγραμμάτων, έθεσε στην με αριθ. ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 € κάτω από το στοιχείο "Λήπτης" και στην με αριθ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 € κάτω από το στοιχείο "Ο Εισπράξας" κατ’ απομίμηση την υπογραφή της παραπάνω εργαζομένης, δίχως εκείνη να το γνωρίζει και να συναινεί προς τούτο. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι εκείνος έθεσε τις επίμαχες υπογραφές, τούτο όμως αποδεικνύεται αναμφίβολα πέρα από την κατάθεση της εργαζομένης, και από την κατάθεση της προϊσταμένης των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ, η οποία ανέφερε ότι η ίδια απούσιαζε και έδωσε τα μετρητά στον κατηγορούμενο για να κάνει τις πληρωμές και ότι οι αποδείξεις δεν μπορεί να πέρασαν στα χέρια άλλου. Το γεγονός ότι η υπογραφή κάτω από την ένδειξη "ο εισπράξας" δεν τέθηκε από την Ε. Σ., επιβεβαιώνεται και από την από Μάιο 2015 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Χ. Α. που γνωμοδότησε κατόπιν σχετικής εντολής του κατηγορουμένου. Στην κατάρτιση των πλαστών αυτών εγγράφων προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης ότι κατέβαλε στην Ε. Σ. το χρηματικό ποσό των 1.540 ευρώ για την απασχόληση της στην γραμματειακή υποστήριξη, ενώ στην πραγματικότητα της κατέβαλε μόνο το ποσό των 350 ευρώ. Ακολούθως δε ο κατηγορούμενος προέβη σε χρήση της ανωτέρω πλαστής απόδειξης δαπάνης και της ανωτέρω πλαστής απόδειξης πληρωμής, τις οποίες προσκόμισε στην Οικονομική Υπηρεσία του ΕΒΕ Ξάνθης. Με βάση τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα, η προϊσταμένη των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης προέβη στην έκδοση του από 11-12-2009 χρηματικού εντάλματος πληρωμής ποσού 2.000€ με δικαιούχο την Ε. Σ.. Αναφορικά με τη δεύτερη εργαζόμενη, Α. Π., η οποία απασχολήθηκε στη γραμματειακή υποστήριξη άλλου προγράμματος κατάρτισης, αποδείχθηκε από την κατάθεση της ιδίας αλλά και του κατηγορουμένου ότι εισέπραξε και αυτή μόνο το ποσό των 350€ από τον κατηγορούμενο παρόλο που η ίδια υπέγραψε την αριθμ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 ευρώ (2.000 ευρώ μείον τις κρατήσεις) και εν συνεχεία για την ίδια εκδόθηκε χρηματικό ένταλμα πληρωμής 2.000 ευρώ. Συνολικά, εκδόθηκαν τρία χρηματικά εντάλματα στα ονόματα της Κ. Κ., Α. Π., και Ε. Σ., ενώ δεν εκδόθηκε παραστατικό στο όνομα του κατηγορουμένου αφενός γιατί δικαιολογούνταν τρία μόνο παραστατικά (ένα για κάθε πρόγραμμα) αφετέρου, όπως κατέθεσε η μάρτυρας Δ. Σ., προϊσταμένη της οικονομικής υπηρεσίας του Επιμελητηρίου, επειδή ο ίδιος ήταν δημόσιος υπάλληλος δε μπορούσε να εκδοθεί χρηματικό ένταλμα στο όνομά του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου (άρθρα 13 περ. α’ και 263Α παρ. 1 Π.Κ.), όντας Διευθυντής του ΕΒΕ Ξάνθης, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα έλαβε λόγω αυτής της ιδιότητας του και συγκεκριμένα, ενώ έλαβε από την προϊσταμένη των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης, Δ. Σ., το χρηματικό ποσό των 2.000 € ευρώ για κάθε εργαζόμενη στη γραμματειακή υποστήριξη των εν λόγω προγραμμάτων κατάρτισης, εντούτοις δεν τους κατέβαλλε το ποσό των 1.540 € (2.000 ευρώ - 460 ευρώ κρατήσεις), που αναγράφονταν στις με αριθ. ...11-12-2009 και ...11-12-2009 αποδείξεις πληρωμής, αλλά το ποσό των 350 € σε κάθε εργαζόμενη, παρακρατώντας το υπόλοιπο ποσό των 2.380
(1.540 ευρώ - 350 ευρώ X δύο εργαζόμενες) και ενσωματώνοντας το παράνομα στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό διανεμήθηκε μεταξύ του ιδίου, της κας Κ. Κ. και της καθαρίστριας που επιμελήθηκε την καθαριότητα του χώρου, σύμφωνα με την από 29-10-2009 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του ΕΒΕ Ξάνθης. Όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι μέρος του ποσού των 2.380 € περιήλθε στην κατοχή κάποιου από τα ανωτέρω, πλην του κατηγορουμένου, πρόσωπα, καθώς για τη κα Κ. εκδόθηκε ονομαστικό χρηματικό ένταλμα για δε τα λοιπά έξοδα δεν εκδόθηκαν αντίστοιχα παραστατικά από το Επιμελητήριο. Η ίδια μάλιστα η προϊσταμένη της οικονομικής υπηρεσίας του Επιμελητηρίου κατέθεσε ότι αν τις πληρωμές των χρηματικών ενταλμάτων τις είχε ενεργήσει η ίδια θα έδινε όλο το αναγραφόμενο ποσό στις δικαιούχους και όχι μόνο το ποσό των 350 ευρώ. Τέλος, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η αμοιβή αυτή ήταν υπερβολική για την απασχόληση τους για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη γραμματειακή υποστήριξη, είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι από τη στιγμή που προβλέφθηκε η αμοιβή αυτή για τους εκπαιδευόμενους από την αντισυμβαλλόμενη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ δεν ήταν στην κρίση του κατηγορουμένου να αποφασίσει ποιο ποσό αντιστοιχεί στην παρασχεθείσα από αυτές εργασία το οποίο και τελικά θα καταβαλλόταν. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου για την καταβολή αμοιβής στα αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο πρόσωπα, παρά μόνο έγινε ενημέρωση των μελών της Διοικητικής Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 29ης-10-2009, ενώ ήδη είχαν πραγματοποιηθεί τα σεμινάρια. Τέλος, είναι αδιάφορος εν προκειμένω ο ισχυρισμός ότι το Επιμελητήριο Ξάνθης δεν υπέστη οποιαδήποτε οικονομική βλάβη (υπ’ αριθ. πρωτ. .../14-9-2012 έγγραφο), διότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, τα αντικείμενα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα) δεν είναι ανάγκη να ανήκουν στο ΝΠΔΔ, αλλά μπορεί να ανήκουν σε άλλο πρόσωπο, αρκεί ότι ο υπάλληλος τα έλαβε ή τα κατέχει με την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Και με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "... στην Ξάνθη στους κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Ειδικότερα: Α) στην Ξάνθη στις 07-12-2009 και 11-12-2009 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του Διευθυντή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, κατά την εκτέλεση της από 22-07- 2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" που εδρεύει στη Αθήνα, με αντικείμενο την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις και συγκεκριμένα κατά την πληρωμή των υπαλλήλων που απασχολήθηκαν στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο εκ των ως άνω προγραμμάτων, έθεσε στην με αριθ. ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 ευρώ υπό το στοιχείο "Λήπτης" και στην με αριθ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 ευρώ υπό το στοιχείο "Ο Εισπράξας" απομίμηση της υπογραφής της εργαζομένης Ε. Σ. του Μ., δίχως εκείνη να το γνωρίζει και να συναινεί προς τούτο, προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, ότι της καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό των 1.540 ευρώ για την απασχόληση της στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο προγραμμάτων, ενώ στην πραγματικότητα της κατέβαλλε το ποσό των 350 ευρώ. Ακολούθως δε προέβη σε χρήση της ανωτέρω πλαστής απόδειξης δαπάνης και της ανωτέρω πλαστής απόδειξης πληρωμής, τις οποίες προσκόμισε στην Οικονομική Υπηρεσία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης. Β) στην Ξάνθη στις 11-12-2009 ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου (άρθρα 13 περ. α’ και 263Α παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα), ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, που τα έλαβε λόγω αυτής της ιδιότητας του και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του Διευθυντή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, κατά την εκτέλεση της από 27-7-2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ", που εδρεύει στην …, με αντικείμενο την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, και συγκεκριμένα, κατά την πληρωμή των υπαλλήλων, Ε. Σ. του Μ. και Α. Π. του Γ., που απασχολήθηκαν στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο εκ των ως άνω προγραμμάτων, ενώ έλαβε από την Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας του Επιμελητηρίου, Δ. Σ. του Γ., το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ για κάθε εργαζόμενη, εντούτοις δεν τους κατέβαλλε το ποσό των 1.540 ευρώ (2.000 ευρώ 460 ευρώ κρατήσεις), που αναγράφονταν στις με αριθ. ...11-12-2009 και ...11-12-2009 αποδείξεις πληρωμής, αλλά το ποσό των 350 ευρώ, παρακρατώντας το υπόλοιπο ποσό των 2.380 (1.540 ευρώ - 350 ευρώ) και ενσωματώνοντας το παράνομα στην ιδιοκτησία του, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) διαλαμβάνονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η δικαστική κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, β) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και στα οποία αυτό στήριξε τη δικανική πεποίθησή του και γ) περιέχονται νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α και γ, 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 2 εδ. β’ , 94 παρ. 1, 98 παρ.1, 216 παρ. 1, 258 περ. α και 263Α του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο κατά τα ανωτέρω πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση και αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, με σαφήνεια δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογίες που περιέχονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έθεσε στην με αριθμό ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 ευρώ στη θέση του λήπτη και στη συνέχεια στην με αριθμό ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής 1.450 ευρώ στη θέση του εισπράξαντος κατ’ απομίμηση την υπογραφή της Ε. Σ. που είχε εργασθεί στην γραμματειακή υποστήριξη προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, εν αγνοία της και χωρίς να έχει τη συναίνεσή της, αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και μάλιστα ο σκοπός του με την κατάρτιση και τη χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Ε.Β.Ε. Ξάνθης ότι η ως άνω Ε. Σ. είχε εισπράξει ως αμοιβή για την εργασία της στη γραμματειακή υποστήριξη του προγράμματος κατάρτισης 1.450 ευρώ, αν και στην πραγματικότητα αυτή είχε εισπράξει για την ως άνω εργασία της μόνον 350 ευρώ, ενώ δεν χρειαζόταν για την καταδικαστική του κρίση ως προς την πλαστογραφία να δεχθεί και ότι παραπλανήθηκαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι και ότι επήλθε βλάβη από την παραπλάνηση σε κάποιον, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για τη στοιχειοθέτηση τη πλαστογραφίας απαιτείται μόνον σκοπός παραπλανήσεως και όχι και επέλευση της παραπλανήσεως και βλάβη ή ζημία κάποιου. Ακόμη δέχθηκε με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όντας υπάλληλος και συγκεκριμένα Διευθυντής του Ε.Β.Ε. Ξάνθης, έχοντας στην κατοχή του ξένα χρήματα που ανήκαν κατά κυριότητα στις Ε. Σ. και Α. Π., ως αμοιβές τους για την εργασία τους σε γραμματειακή υποστήριξη προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία ανέρχονταν για την κάθε μία σε 1.540 ευρώ και είχαν περιέλθει σ’ αυτόν ως εκ της υπηρεσίας του για να τους τα καταβάλει, δεν τους τα κατέβαλε ολόκληρα, αλλά κατέβαλε στην κάθε μία μόνον 350 ευρώ και τα υπόλοιπα χρήματα, συνολικά 2.380 ευρώ, τα κράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ο ίδιος. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσειόντος, οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από την αξιολόγηση που έκανε το ως άνω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού συνιστούν ανεπίτρεπτη αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-9-2016 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …2016 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 645/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατηγορουμένου. Πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση και υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η ευθεία και εκ πλαγίου εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Υπεξαίρεση στην υπηρεσία | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1440/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 118/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης: Ε. Τ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κουτσούκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 117/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Mε πολιτικώς ενάγων τον Κ. Κ. του Γ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο.
Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2016 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη ως προς το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται και αποκτάται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως, είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ’ αυτόν από το νόμο και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο, αφότου ο δράστης επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου νόμιμου και ορισμένου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα. Όμως, όταν ο ισχυρισμός που προβάλλεται δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ιδιαίτερα (ξεχωριστά) και μάλιστα αιτιολογημένα γι’ αυτόν, αφού στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς απαντά εμμέσως με το αιτιολογικό της κύριας περί ενοχής απόφασης. Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν τέλεσε την υπεξαίρεση που του αποδίδεται γιατί τα χρήματα που κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε του δόθηκαν ως δάνειο και είχαν περιέλθει στην κυριότητά του και δεν ήταν ξένα, δεν προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να του απαντήσει ιδιαίτερα, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, στον οποίο απαντά το δικαστήριο με τις παραδοχές της αποφάσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από τις αποδείξεις ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία της αποφάσεως, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 117/2015 απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, δέχθηκε στο σκεπτικό του, επί λέξει, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Από τις προφορικές καταθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νόμιμα, όλα γενικώς και χωρίς εξαίρεση τα νομίμως αναγνωσθέντα έγγραφα και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, όπως αναλυτικά αναφέρεται στα πρακτικά της παρούσας, αποδείχθηκαν τα εξής: Η κατηγορουμένη είναι δικηγόρος και εκμεταλλευόμενη τη γνωριμία της με τον πολιτικώς ενάγοντα του πρότεινε να φροντίσει για λογαριασμό του να αποκτήσει μέσω αναγκαστικών πλειστηριασμών ακινήτων (που όπως υποστήριζε, αυτή γνώριζε εμπιστευτικά λόγω της ιδιότητάς της) την κυριότητα τέτοιων ακινήτων. Πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ο πολιτικώς ενάγων, της κατέβαλε για την υλοποίηση της συμφωνίας τους στις 29.6.2011, 1.7.2011 και 12.7.2011 αντιστοίχως τα ποσά των 15.000 €, 40.000 €, 50.000 € (προκειμένου δήθεν να συμμετάσχει αυτή σε δημόσιους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς για λογαριασμό του στο Ειρηνοδικείο Ρόδου, ενώ ποτέ δεν συμμετείχε σε τέτοιους πλειστηριασμούς). Τα ανωτέρω ποσά συνολικού ύψους 105.000 € η κατηγορουμένη τα ενσωμάτωσε στην ατομική της περιουσία ως δικό της αγαθό χωρίς δικαίωμα, το δε παραπάνω αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι τα ποσά αυτά έλαβε από τον πολιτικώς ενάγοντα δυνάμει συμβάσεως δανείου και επομένως δεν υπεξαίρεσε ξένα κινητά πράγματα, ελέγχεται ως αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι τα προαναφερόμενα ποσά (συνολικά 105.000 ευρώ) παραδόθηκαν στην κατηγορούμενη όχι ως δάνειο αλλά για την υλοποίηση της ανωτέρω εντολής που της έδωσε να προβεί ως δικηγόρος. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη της αποδιδόμενης σ’ αυτήν πράξης, απορριπτομένων των προβληθέντων απ’ αυτήν ισχυρισμών ως αβασίμων". Ακολούθως, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη, επί λέξει, κατά πιστή μεταφορά, του ότι: "... στη Ρόδο και στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα και δη χρήματα που περιήλθαν στην κατοχή της, το δε αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη που είναι δικηγόρος πρότεινε στον πολιτικώς ενάγοντα να φροντίσει για λογαριασμό του να αποκτήσει μέσω αναγκαστικών πλειστηριασμών ακινήτων την κυριότητα τέτοιων ακινήτων. Πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ο πολιτικώς ενάγων, της κατέβαλε για την υλοποίηση της συμφωνίας τους στις 29.6.2011, 1.7.2011 και 12.7.2011 αντιστοίχως τα ποσά των 15.000 €, 40.000 €, 50.000 € (προκειμένου δήθεν να συμμετάσχει αυτή σε δημόσιους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς για λογαριασμό του στο Ειρηνοδικείο Ρόδου, ενώ ποτέ δεν συμμετείχε σε τέτοιους πλειστηριασμούς). Τα ανωτέρω ποσά συνολικού ύψους 105.000 € η κατηγορουμένη τα ενσωμάτωσε στην ατομική της περιουσία ως δικό της αγαθό χωρίς δικαίωμα, το δε παραπάνω αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο και καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και να στερεί την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε κατά το νόμο ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε και αποδείχθηκε από το κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε και ανάγκη κατά το νόμο αξιολογήσεως του κάθε αποδεικτικού μέσου και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιέχονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των αναγνωσθέντων και αναφερομένων στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εγγράφων, καθώς και όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ’ είδος στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη κάποιου εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του κατ’ αυτήν αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε οι συνήγορός της στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, κατά τον οποίο η αναιρεσείουσα δεν τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης γιατί τα χρήματα που κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε της δόθηκαν ως δάνειο, είναι αβάσιμη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό αλλά αρνητικό της κατηγορίας, σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη διαλαμβάνονται και συνεπώς δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας αφού αυτή καλύπτεται από την αιτιολογία της κύριας περί ενοχής απόφασης. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αντίθετων προς τα αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα αντιθέτων προς τα αναγνωσθέντα τρία (3) ιδιωτικά συμφωνητικά και τα αναγνωσθέντα τρία (3) φωτοαντίγραφα των συναλλαγματικών, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης αποφάσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση η κατηγορουμένη καταδικάστηκε για πλημμεληματική υπεξαίρεση του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όπως και πρωτοδίκως, ως εκ τούτου δε, ουδεμία μεταβολή της κατηγορίας επί τα χείρω και ουδεμία υπέρβαση εξουσίας συνέτρεξε εκ του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται στο σκεπτικό της ότι τα χρήματα παραδόθηκαν στην κατηγορούμενη όχι ως δάνειο, αλλά για την υλοποίηση της εντολής που της έδωσε ο πολιτικώς ενάγων να προβεί ως δικηγόρος στην αγορά μεριδίων ακινήτων για λογαριασμό του σε πλειστηριασμούς.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , Ε’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου επειδή δέχθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του ότι τα χρήματα παραδόθηκαν στην αναιρεσείουσα δικηγόρο για την εκτέλεση εντολής και όχι ως δάνειο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτή και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Ιανουαρίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της Ε. Τ. του Γ., που ασκήθηκε με τη σύνταξη της 1/2016 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Δωδεκανήσου Ε. Ψ., για αναίρεση της 117/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας λόγοι αναιρεσεως ελλείψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και υπέρβαση εξουσίας Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα και την καταδικάζει και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος. | Υπεξαίρεση | Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 2 |
Αριθμός 1439/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 118/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου E. S. του R., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Αλιγιζάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 189/2015 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., κατά την οποία "στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία", προκύπτει, ότι ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση, χωρίς αυτή να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ’ της "Ε.Σ.Δ.Α." (Ν.Δ. 53/1974) και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του "Διεθνούς συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (Ν. 2462/1997), να εξετάζει τους μάρτυρες και δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, εφόσον βεβαιώσει στην απόφασή του την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα, έστω και αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί σχετικά. Η εναντίωση αυτή του κατηγορουμένου αποτελεί περιστατικό, το οποίο εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 334 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. και μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη, αν εμποδίζει την εξακρίβωση της αλήθειας. Τούτο ισχύει ιδίως όταν ο μάρτυρας έχει αποβιώσει ή είναι αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η ανεύρεσή του ή η εμφάνισή του στο ακροατήριο και η κατάθεσή του, που λήφθηκε στην προδικασία, είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Διαφορετικά η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας κατάθεσης, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδριάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, τούτο, για την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, ανέγνωσε και έλαβε υπόψη την από 16-1-2008 ένορκη κατάθεση που είχε δώσει κατά την προανάκριση η μάρτυρας B. E. του V. και την από 16-1-2008 ένορκη κατάθεση που είχε δώσει κατά την προανάκριση η μάρτυρας S. T. I., παρά τη ρητή εναντίωση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος. Για την ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων το Εφετείο δέχθηκε με πλήρη αιτιολογία ότι η εμφάνιση των ως άνω μαρτύρων στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, εξαιτίας του γεγονότος ότι είχαν μετοικήσει σε άγνωστη διεύθυνση και δεν υπήρχε γνωστή διαμονή τους για να κληθούν και ότι η ανάγνωση των ενόρκων καταθέσεών τους κατά την προανάκριση, ως παθουσών, ήταν εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν δημιουργήθηκε καμία ακυρότητα από το γεγονός ότι το Μικτό Εφετείο Αθηνών ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής του τις προαναφερόμενες ένορκες, κατά την προδικασία, καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων. Άλλωστε, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος διατηρούσε το από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαίωμά του να προβεί σε παρατηρήσεις, εξηγήσεις και δηλώσεις επί των ως άνω ενόρκων καταθέσεων που αναγνώστηκαν και να τις αντικρούσει και ως εκ τούτου, από την ανάγνωσή των ενόρκων καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων λόγω του ανεφίκτου της εμφανίσεώς τους ενώπιον του δικαστηρίου, δεν παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τις αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1 του Π.Κ. όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του Ν. 3064/2002 "όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει, με ή χωρίς αντάλλαγμα, σε άλλον ή παραλαμβάνει από τον άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στην γενετήσια εκμετάλλευση του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε επίσης με το άρθρο 8 του Ν. 3064/2002 "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η πράξη: α)...β)... γ) ... δ) τελείται κατ’ επάγγελμα". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ’ του Π.Κ., που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης συγκεκριμένου εγκλήματος κατ’ επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, που συντρέχει και στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη της παραπάνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, υπό την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικάσαντος Εφετείου, είναι απαράδεκτες, αφού ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 189/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, το τελευταίο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο κατά πλειοψηφία (5-2) τον αναιρεσείοντα, αναγνωρίζοντάς του τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ του Π.Κ., της πράξης της σωματεμπορίας κατ’ επάγγελμα κατά συρροή και τον καταδίκασε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης πέντε (5) ετών για κάθε σωματεμπορία και σε συνολική ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης επτά (7) ετών. Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ είδος αναφέρει, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την ουσία κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Η E. B. του V., ρωσίδα υπήκοος χήρα και μητέρα τριώ παιδιών, ζούσε στην πόλη ... και αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τον Ιανουάριο του 2006 μέσω της φίλης της L. S., ρωσίδας υπηκόου, η οποία τα τελευταία πέντε έτη εργαζόταν ως ιερόδουλη σε διάφορες χώρες της ευρώπης, γνώρισε (η E. B.) τον E. S. όταν ο τελευταίος πήγε στη Ρωσία και παρέμεινε επί δεκαήμερο φιλοξενούμενος της L. S.. Η τελευταία της εκμυστηρεύτηκε ότι ο E. S. την είχε εφοδιάσει στο παρελθόν με πλαστό ελληνικό διαβατήριο, με όνομα κατόχου Α., το οποίο χρησιμοποιούσε για να εργάζεται ως εκδιδόμενη στη Γερμανία, στο Βέλγιο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τον Φεβρουάριο του 2006 η L. S. ήρθε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως εκδιδόμενη, διατηρώντας παράλληλα ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο E. S., ο οποίος μέσω αυτής προέτρεπε τηλεφωνικώς την E. B., που μέχρι τότε διέμενε στην πατρίδα της, να μεταβεί στην Ελλάδα, όπου είχε τη δυνατότητα να της βρεί εργασία σε μπαρ με πολύ ικανοποιητικές αποδοχές. Την 9-6-2006 η E. B. πεισθείσα από τις διαβεβαιώσεις των πιο πάνω για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, ταξίδευσε αεροπορικώς από τη Μόσχα στην Αθήνα με δαπάναις του κατηγορουμένου E. S., όταν δε έφθασε στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος την ανέμενε ο E. S. και η φίλη της L. S., την παρέλαβαν και ο E. S. την οδήγησε στο επί της οδού ... διαμέρισμα που διέμεναν οι γονείς του, ο αδελφός του και η L. S.. Μετά την πάροδο λίγων ημερών ο κατηγορούμενος E. S. μεσολάβησε και η E. B. προσελήφθη στο μπαρ με το διακριτικό τίτλο ... που βρισκόταν στην οδό ..., για να εργασθεί ως σερβιτόρα. Εκεί η B. εργάστηκε καθημερινά για ένα μήνα κατά τις ώρες 23.00 έως 5.00 π.μ. προσφέροντας τη συντροφιά της στους πελάτες του καταστήματος έναντι αμοιβής 100 ευρώ επιπλέον ποσοστού για κάθε ποτό που κατανάλωνε με έξοδα του πελάτη. Παράλληλα την ίδια περίοδο, με προτροπή του κατηγορουμένου, η E. B. εργάστηκε ως ιερόδουλη προσφέροντας ερωτικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής 100 έως 150 ευρώ για κάθε ερωτική συνεύρεση με άγνωστο αριθμό ανδρών, τους οποίους συναντούσε κατόπιν συνεννόησης με τον κατηγορούμενο που κανόνιζε τα ραντεβού σε δωμάτια διαφόρων ξενοδοχείων στα οποία την μετέφερε και την παραλάμβανε ο ίδιος, πραγματοποιώντας έτσι καθημερινά περισσότερα ερωτικά ραντεβού. Μετά την πάροδο ενός μήνα από την άφιξή της στη χώρα η E. B. έπαυσε να εργάζεται στο μπαρ ... επειδή έληξε η θεώρηση εισόδου που είχε και συνέχισε να εκδίδεται έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, πραγματοποιώντας ερωτικές συναντήσεις που κανόνιζε ο κατηγορούμενος. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε με την L. σε μισθωμένο διαμέρισμα επί της οδού .... Τα έσοδα που συγκέντρωνε η E. B. ως παρανόμως εκδιδομένη σε αόριστο αριθμό ανδρών, περίπου 1000 ευρώ την εβδομάδα, παρέδιδε εξ ολοκλήρου στον κατηγορούμενο, είτε απευθείας στα χέρια του, είτε μέσω της L. S.. Από τα χρήματα αυτά ο κατηγορούμενος της έδινε περί τα 100 ευρώ την εβδομάδα για τα προσωπικά της έξοδα και παρακρατούσε τα υπόλοιπα υποσχόμενος να αποστείλει μέρος αυτών στα τέκνα της E. B. στη … καθώς και για να εκδώσει νομιμοποιητικά έγγραφα γι’ αυτήν. Τον Δεκέμβριο του 2006 η E. B. εκδήλωσε τη βούλησή της να φύγει από την Ελλάδα, όμως ο κατηγορούμενος την έπεισε να παραμείνει και να συνεχίσει να εργάζεται ως ιερόδουλη, υποσχόμενος ότι θα προέβαινε στις απαιτούμενες ενέργειες για να φέρει τα τέκνα της από τη Ρωσία. Πράγματι τον Ιούνιο του 2007, η T. S., κόρη της E. B. ηλικίας 18 ετών, ταξίδευσε στην Ελλάδα συνοδευόμενη από την G., αδελφή της E. B. και εγκαταστάθηκε στο μισθωμένο διαμέρισμα όπου διέμενε ο κατηγορούμενος με την οικογένειά του. Ο τελευταίος (E. S.) εφόδιασε την T. S. με την με αριθ. .../2007 βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που κατόρθωσε να υφαρπάξει, υποβάλλοντας την με αριθ. Πρωτ. ...-6-2007 αίτηση προς τη Δ/νση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης μέσω του Δήμου ... για την έκδοση άδειας διαμονής επ’ ονόματί της ως δήθεν αποφοίτου δημοσίου εκπαιδευτικού ιδρύματος και προσκομίζοντας ως δικαιολογητικό έγγραφο την από 8-6-2007 πλαστή βεβαίωση αποφοίτησης, φερομένη ως εκδοθείσα από το ... Γενικό Λύκειο Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η T. S. φερόταν ότι ήταν μαθήτρια του πιο πάνω σχολείου κατά τα σχολικά έτη 2002-2003, 2003-2004 και 2004-2005 στις Α’ , Β’ και Γ’ τάξεις του σχολείου με Α.Μ.Μ. …. και ημερομηνία αποφοίτησης 31-6-2005. Στη συνέχεια ο E. S., ανακοίνωσε στην T. ότι για την έκδοση των νομιμοποιητικών της εγγράφων του όφειλε το ποσό των 5.000 ευρώ, για τη αποπληρωμή του οποίου, όφειλε να εργασθεί για λογαριασμό του, ως σερβιτόρα και χορεύτρια αισθησιακού θεάματος (στριπτήζ). Πράγματι με τη μεσολάβηση του S. η T. εργάστηκε έως τις αρχές Νοεμβρίου του 2007 στο μπαρ ... επί της οδού ... ως σερβιτόρα - χορεύτρια - στριπτηζ και πρόσφερε τη συντροφιά της στους πελάτες του καταστήματος έναντι αμοιβής 200 - 300 ευρώ ημερησίως. Από το ποσό αυτό το μισό εισέπραττε ο κατηγορούμενος, το δε υπόλοιπο, δηλαδή το μερίδιο της T. S., κρατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος του επίσης ο κατηγορούμενος ως εξόφληση του χρηματικού ποσού των 5.000 ευρώ που του χρωστούσε η T. και προς κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών της τελευταίας στο ΙΚΑ, καθώς επίσης για την κάλυψη των δαπανών για την ένδυσή της και τη μεταφορά της από και προς το κατάστημα όπου εργαζόταν, με αποτέλεσμα να καταλήγει τελικά στα χέρια της T. ένα ελάχιστο ποσό. Το Σεπτέμβριο του 2007 ο κατηγορούμενος εφοδίασε την E. B. με την αριθ. ...21-9-2007 βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που κατόρθωσε να υφαρπάξει και πάλι, υποβάλλοντας την με αριθ. πρωτ. 2714/21-9-2007 αίτηση προς τη Δ/νση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, μέσω του Δήμου ... για την έκδοση άδειας διαμονής επ’ ονόματί της, ως δήθεν αποφοίτου δημοσίου εκπαιδευτικού ιδρύματος και προσκομίζοντας ως δικαιολογητικό έγγραφο την με αριθμ. πρωτ. ...-7-2007 πλαστή βεβαίωση σπουδών, φερομένη ως εκδοθείσα από το ΤΕΕ Μαθητείας Πειραιά, σύμφωνα με την οποία η E. B. φερόταν ότι φοίτησε στην πιο πάνω σχολή κατά τα σχολικά έτη 2003 έως και 2006 στις Α’ , Β’ και Γ’ τάξεις με αριθμό μητρώου μαθητριών … στην ειδικότητα Μαγειρικής Τέχνης. Στη συνέχεια η E. B. με τη μεσολάβηση του κατηγορουμένου εργάστηκε στο μπαρ ... ενώ την πίεζε καθημερινά να εργασθεί ως εκδιδόμενη σε οίκο ανοχής, διότι τα χρήματα που αποκόμιζε από την εργασία της στο μπαρ δεν ήταν αρκετά και ο ίδιος προσδοκούσε σε μεγαλύτερα κέρδη από την εργασία της σε οίκο ανοχής. Ένα πρωϊνό του Νοεμβρίου 2007 ο κατηγορούμενος εισήλθε στο μισθωμένο διαμέρισμα όπου διέμεναν οι E. B. και T. S. και με την βία κτυπώντας την E. B. στο πρόσωπο, την εξανάγκασε να ντυθεί και να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, στη συνέχεια δε τη μετέφερε σε οίκο ανοχής όπου αυτή εργάστηκε για μια ημέρα. Την ίδια περίοδο ο κατηγορούμενος φρόντισε να προσληφθεί η T. S. στο κέντρο διασκέδασης ... επί της οδού … όπου εργάστηκε για τέσσερις ημέρες ως σερβιτόρα και χορεύτρια (στριπτήζ). Και τις δύο γυναίκες ο κατηγορούμενος επόπτευε συνεχώς, δεν τους επέτρεπε να έχουν σχέσεις ή φιλίες με πελάτες ή τρίτους, απατούσε να ενημερώνεται τηλεφωνικά για κάθε κίνησή τους, τις μετέφερε συχνά ο ίδιος από και προς τον τόπο της εργασίας τους, ενώ ήθελε να γνωρίζει για ποιο λόγο εξέρχονταν από το διαμέρισμα όπου διέμεναν, Ένα βράδυ του Νοεμβρίου 2007 ο κατηγορούμενος εισέβαλε στο διαμέρισμα όπου διέμεναν οι πιο πάνω γυναίκες και κτύπησε με γροθιές στο πρόσωπο την T. S. επειδή το πρωϊνό της ίδιας ημέρας εξήλθε από το διαμέρισμα χωρίς να ενημερώσει και προέβη στην αποστολή του χρηματικού ποσού των 300 ευρώ στην αδελφή της στη Ρωσία. Η E. B. βλέποντας τον κατηγορούμενο να γρονθοκοπεί τη θυγατέρα της, προσπάθησε να τον σταματήσει, πλην όμως εκείνος την απώθησε βίαια και συνέχισε να κτυπά την T. S.. Μετά το επεισόδιο αυτό οι δύο γυναίκες αποχώρησαν από το διαμέρισμα αυτό και κατέφυγαν σε φιλικό σπίτι. Ο κατηγορούμενος έμαθε τον τόπο διαμονής τους και μετέβη εκεί, όπου ποσπάθησε να τις πείσει να επιστρέψουν, όταν δε αυτές αρνήθηκαν θύμωσε και πήρε από τη τσάντα της T. S. το διαβατήριό της, την με αριθμό ...-6-2007 βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής και το έγγραφο της Δ.Ο.Υ. με το Α.Φ.Μ. της. Στη συνέχεια προσπάθησε να πάρει και τα έγγραφα της E. B. που ητελευταία όμως είχε κρύψει. Την επόμενη ημέρα οι παθούσες απευθύνθηκαν στο Α.Τ. … και κατάφεραν με την μεσολάβηση του αξιωματικού υπηρεσίας που κάλεσε τηλεφωνικά τον κατηγορούμενο να ανακτήσουν το διαβατήριο και την με αριθ. ...-6-2007 βεβαίωση, τα οποία τους παρέδωσε η L. S.. Ακολούθως αυτές φιλοξενήθηκαν σε άλλο σπίτι ενώ άλλαξαν και τα κινητά τους τηλέφωνα, τους αριθμούς κλήσεως δηλαδή, ώστε ο κατηγορούμενος να χάσει τα ίχνη τους. Επειδή όμως αυτός τις έψαχνε, φοβούμενες κατέφυγαν την 16-1-2008 στην Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος (Τμήμα Εμπορίας Ανθρώπων) και κατήγγειλαν τις τελεσθείσες σε βάρος τους πράξεις, ζητώντας την προστασία της πολιτείας. Από την ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης της E. B. προέκυψε ότι κατά το διάστημα που εργάστηκε στην Ελλάδα υπό το πιο πάνω καθεστώς παρέδωσε στον κατηγορούμενο το συνολικό ποσό των 90.000 ευρώ, από το οποίο μόλις το ποσό των 4.000 ευρώ κατέληξε στα τέκνα της στη Ρωσία ενώ το υπόλοιπο ποσό ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος απολογούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες, ισχυρίστηκε ότι διέμενε με την L. και δεν είχε πάρει είδηση ότι ήταν ιερόδουλη, όσο ήταν μαζί του δούλευε ως καθαρίστρια, ότι μαζί της είχε ερωτικό δεσμό και δεν εξηγεί πως ενώ συνέχισε να μένει μαζί της συνήψε ερωτικό δεσμό με την T., την οποία ισχυρίζεται ότι τη χώρισε επειδή έπινε και ερχόταν το πρωί. Τελικά ισχυρίζεται ότι οι παθούσες όλες αυτές τις κατηγορίες εις βάρος του τις διατύπωσαν για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στη χώρα. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν προκύπτουν ως βάσιμοι, διαψεύδονται πλήρως από όλα τα προσκομισθέντα στοιχεία τα οποία λεπτομερώς αναφέρθηκαν πιο πάνω και ιδιαίτερα από τις καταθέσεις των παθουσών που λεπτομερώς και χωρίς αντιφάσεις περιγράφουν το καθεστώς της εργασίας τους, τη συμφωνία που είχε συνάψει μαζί τους ο κατηγορούμενος, τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε, τα συχνά ταξίδια του στη Ρωσία, για τα οποία πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος ουδεμία εξήγηση έδωσε, όπως επίσης και για το γεγονός ότι περιστοιχιζόταν από Ρωσίδες υπηκόους που ήσαν ιερόδουλες ή εργάζοντο ως χορεύτριες αισθησιακών χορών (στριπτήζ) και τις οποίες, χωρίς να γνωρίζει ιδιαίτερα, φιλοξενούσε στο σπίτι του. Πρέπει συνεπώς και κατ’ ακολουθία των όσων πιο πάνω λεπτομερώς αναφέρθηκαν να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης εις αυτόν κατηγορίας της σωματεμπορίας κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή ....". Στη συνέχεια, το δικάσαν Μικτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε στο διατακτικό, κατά πλειοψηφία (5-2) ένοχο τον κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2006 έως το τέλος Νοεμβρίου 2007, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, με τη χρήση απατηλών μέσων απέσπασε την συναίνεση και παρέσυρε εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση τους, με υποσχέσεις περί παροχής υψηλών αμοιβών, τις υπηκόους Ρωσίας, E. B. και T. S. με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευσή τους κι’ εν συνεχεία με τη χρήση βίας και απειλών προσέλαβε, μετέφερε και κατακράτησε τις πιο πάνω παθούσες, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευσή τους, συνισταμένη στην επιχείρηση από κερδοσκοπία οποιασδήποτε ασελγούς πράξης και στη χρησιμοποίηση από κερδοσκοπία του γυναικείου σώματος για την πραγματική ή προσποιητή επιχείρηση τέτοιας πράξης ή για την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που αποσκοπούσαν στην γενετήσια διέγερση, τελεί δε τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα. Πιο συγκεκριμένα στον άνω τόπο και κατά το άνω χρονικό διάστημα: Α) Με την χρήση απατηλών μέσων απέσπασε την συναίνεση και παρέσυρε εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη οικονομική και κοινωνική θέση της ρωσίδας υπηκόου, E. B., η οποία ήταν χήρα, μητέρα τριών τέκνων κι’ αντιμετώπιζε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, με υποσχέσεις περί εξεύρεσης νόμιμης εργασίας, ως σερβιτόρας στην Ελλάδα, έναντι υψηλών αποδοχών, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευσή της, πείθοντας την να ταξιδεύσει, με δαπάνες του από την Μόσχα στην Αθήνα, από όπου την παρέλαβε και την εγκατέστησε στην οικία του, επί της οδού ... διαμέρισμα, όπου διέμεναν οι γονείς του, ο αδελφός του, ο ίδιος και’ η ερωτική του σύντροφος L. S., μετά δε την πάροδο λίγων ημερών, μεσολάβησε για την πρόσληψή της στο επί της οδού ..., μπαρ, με τον διακριτικό τίτλο "...", όπου εργάστηκε ως "συνοδός πελατών", καθημερινά για χρονικό διάστημα ενός μηνός, κατά τις ώρες 23:00 έως 05:00, προσφέροντας την συντροφιά της στους πελάτες του καταστήματος, έναντι 100 ευρώ ημερησίως και επιπλέον ποσοστού για κάθε ποτό που κατανάλωνε με έξοδα του πελάτη, παράλληλα δε την ίδια χρονική περίοδο, εργάστηκε ως ιερόδουλη, προσφέροντας ερωτικές υπηρεσίες έναντι χρηματικού ανταλλάγματος 50 έως 100 ευρώ για κάθε ερωτική συνεύρεση, σε άγνωστο αριθμό ανδρών, τους οποίους συναντούσε, κατόπιν δικής του μεσολάβησης, σε δωμάτια ξενοδοχείων, στα οποία την μετέφερε και την παραλάμβανε συνήθως ο ίδιος, πραγματοποιώντας καθημερινά περί τα 5 ερωτικά ραντεβού, μετά δε την πάροδο ενός μήνα, έπαυσε να εργάζεται στο μπαρ "...", συνέχισε όμως να εκδίδεται έναντι του προπεριγραφομένου χρηματικού ανταλλάγματος, πραγματοποιώντας ερωτικές συναντήσεις που κανόνιζε ο ίδιος, ενώ την ίδια περίοδο την εγκατέστησε σε μισθωμένο διαμέρισμα, επί της οδού ..., στερώντας της το δικαίωμα της ελευθερίας κίνησης, θέτοντάς την υπό την εποπτεία του και υποχρεώνοντάς την να του παραδίδει όλα τα έσοδα που συγκέντρωνε, ως ιερόδουλη, περί τα 1000 ευρώ κάθε εβδομάδα, από τα οποία της απέδιδε ένα πολύ μικρό μέρος, περί τα 100 ευρώ για τα προσωπικά της έξοδα, τα δε υπόλοιπα παρακρατούσε, με τις απατηλές υποσχέσεις ότι θα αποστείλει μέρος αυτών στα τέκνα της στην Ρωσία, ότι θα εξασφαλίσει τον ερχομό τους στην Ελλάδα και ότι θα διαθέσει μέρος αυτών για την έκδοση των νομιμοποιητικών της εγγράφων, ώστε να παραμείνει νόμιμα στη χώρα, συνολικά δε απέσπασε από την παθούσα το χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ που προερχόταν από την γενετήσια εκμετάλλευσή της, από το οποίο μόλις το ποσό των 4.000 ευρώ απέστειλε στα τέκνα της στην Ρωσία, ενώ ιδιοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου. Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2007, εφόδιασε την E. B. με την αριθμ. ...21-9-2007 βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που κατόρθωσε να υφαρπάξει από την Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, μεσολάβησε για την επαναπρόσληψή της, ως σερβιτόρα στο μπαρ "...", ενώ της ασκούσε διαρκείς πιέσεις, προκειμένου να εξαναγκαστεί να εργαστεί ως εκδιδόμενη σε οίκο ανοχής προσδοκώντας σε μεγαλύτερα κέρδη από την εργασία της, ένα πρωινό δε του Νοεμβρίου του 2007, εισήλθε στο μισθωμένο διαμέρισμα, όπου διέμενε και με τη βία και χτυπώντας την στο πρόσωπο, την εξανάγκασε να ντυθεί και να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, στη συνέχεια δε την μετέφερε σε οίκο ανοχής, όπου εργάστηκε για μία ημέρα. Β) Με την χρήση απατηλών μέσων απέσπασε την συναίνεση και παρέσυρε, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη οικονομική και κοινωνική θέση της, την ρωσίδα υπήκοο T. S., η οποία ήταν θυγατέρα της E. B. κι’ αντιμετώπιζε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, με υποσχέσεις περί επανένωσής της με την μητέρα της και περί εξεύρεσης νόμιμης εργασίας, ως σερβιτόρας και χορεύτριας στην Ελλάδα, έναντι υψηλών αποδοχών, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευσή της, πείθοντας την να ταξιδεύσει, από την Μόσχα στην Αθήνα, από όπου την παρέλαβε και την εγκατέστησε στο επί της οδού ..., μισθωμένο διαμέρισμα, όπου διέμενε η μητέρα της, στερώντας της το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης, θέτοντάς την, υπό την εποπτεία του και αφού την εφοδίασε με την αριθ. ...-6-2007 βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που κατόρθωσε να υφαρπάξει από την Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με την χρήση απατηλών και εξαναγκαστικών μέσων, ότι δήθεν για την έκδοση των νομιμοποιητικών της εγγράφων του όφειλε το ποσό των 5.000 ευρώ, για την αποπληρωμή του οποίου έπρεπε να εργαστεί ως σερβιτόρα και χορεύτρια αισθησιακού θεάματος (στριπτήζ), υποχρεώθηκε να εργαστεί, με τη μεσολάβησή του, από τον Ιούνιο έως τις αρχές Νοεμβρίου του 2007, στο κέντρο διασκέδασης - μπαρ με τον διακριτικό τίτλο "..." επί της οδού ... κι’ εντός του Νοεμβρίου του 2007, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών, στο κέντρο διασκέδασης - μπαρ με τον διακριτικό τίτλο "..." επί της οδού …, ως σερβιτόρα και χορεύτρια, όπου πρόσφερε την συντροφιά της στους θαμώνες του καταστήματος και χόρευε αισθησιακά, αποβάλλοντας τα ενδύματά της και λικνίζοντας το σώμα της, προς τέρψη των θεατών έναντι αμοιβής ποσού 200-300 ευρώ ημερησίως από το οποίο, το ήμισυ ελάμβανε ο ίδιος, από το δε υπόλοιπο ήμισυ που αναλογούσε στο μερίδιό της, ελάμβανε ένα μεγάλο μέρος έναντι εξόφλησης του δήθεν χρέους της, ποσού των 5.000 ευρώ και προς δήθεν κάλυψη των ασφαλιστικών της εισφορών στο Ι.Κ.Α. και των δαπανών για ένδυση και μεταφορά της από και προς το κατάστημα, όπου εργαζόταν, με αποτέλεσμα ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό να καταλήγει εν τέλει εις χείρας της. Καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα προκειμένου να κάμψει τις αντιρρήσεις αμφοτέρων των θυμάτων του και να τις υποχρεώσει να υποκύπτουν στις εντολές του, τις κατακρατούσε παράνομα, στερώντας τους το δικαίωμα της ελευθερίας κίνησης, θέτοντάς τες υπό την διαρκή εποπτεία του, μεταφέροντάς τες συχνά από και προς τον τόπο εργασίας τους, μη επιτρέποντας σ’ αυτές να έχουν σχέσεις ή φιλίες με πελάτες ή με τρίτους, απαιτώντας να ενημερώνεται τηλεφωνικά πότε μετέβαιναν στον τόπο εργασίας τους, πότε αποχωρούσαν από αυτόν και πότε και για ποιο λόγο εξέρχονταν από το διαμέρισμα, ένα δε βράδυ του Νοεμβρίου του 2007, εισέβαλε στο διαμέρισμα όπου διέμεναν οι παθούσες και χτύπησε με γροθιές την T. S., στο πρόσωπο, γιατί παράκουσε τις εντολές του και εξήλθε ασυνόδευτη από το διαμέρισμα, προκειμένου να αποστείλει το χρηματικό ποσό των 300 ευρώ στην αδελφή της στην Ρωσία, ασκώντας και σωματική βία για την επίτευξη των στόχων του, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, απέσπασε με τη βία και παρακράτησε το διαβατήριο και τα νομιμοποιητικά έγγραφα της T. S., προκειμένου να την εξαναγκάσει, με την απειλή της απέλασής της από τη χώρα, να εξακολουθήσει να εργάζεται για λογαριασμό του, υπό τους πιο πάνω όρους. Τελεί δε πράξεις σωματεμπορίας κατ’ επάγγελμα, καθώς από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, καθώς ενήργησε βάσει οργανωμένου σχεδίου, εξασφαλίζοντας την έκδοση πλαστών δικαιολογητικών εγγράφων, τα οποία προσκόμισε για λογαριασμό των θυμάτων του στις αρμόδιες αρχές με σκοπό να υφαρπάξει την έκδοση νομιμοποιητικών εγγράφων επ’ ονόματί τους προς διευκόλυνση της εργασιακής τους απασχόλησης στην Ελλάδα και της οικονομικής και γενετήσιας εκμετάλλευσής τους, έχοντας τις κατάλληλες διασυνδέσεις σε οίκους ανοχής και νυκτερινά κέντρα-γυμνού θεάματος (στριπτήζ) και φροντίζοντας για την πρόσληψη και απασχόληση των θυμάτων του σ’ αυτά, για την συνοδεία, μετακίνησή τους και τον έλεγχο των εισπράξεων, έτσι ώστε να ασκεί διαρκή εποπτεία στα θύματά του, έστω και χωρίς να τελούν διαρκώς και πλήρως υπό τη φυσική του εξουσία, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης της σωματεμπορίας κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ, 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1, 94, 351 παρ. 1, 4 περ. δ’ του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αντιφατική αιτιολογία διότι δέχεται ότι πλαστογράφησε βεβαιώσεις σπουδών και ότι απέσπασε διά της βίας και παρακρατούσε ταξιδιωτικά έγγραφα ενώ από την αναγνωσθείσα 42334/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προέκυπτε ότι αυτός αθωώθηκε για τα πλημμελήματα αυτά, με συνέπεια να έχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του, αλλά και να στερείται νομίμου βάσεως λόγω της κατά τα ανωτέρω αντιφατικής αιτιολογίας της και να συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 351 παρ. 1 και 4 περ. δ’ του Π.Κ. λόγω του ανεφίκτου του αναιρετικού ελέγχου, ανεξάρτητα από την αβασιμότητά τους, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναγνώστηκε απόσπασμα της αθωωτικής 42334/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, από το οποίο δεν προέκυπτε για ποίες πράξεις υπεξαγωγής εγγράφων, υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση και πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση αθωώθηκε ο αναιρεσείων, τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και οι λόγοι για τους οποίους αθωώθηκε, σε κάθε περίπτωση προκύπτει ότι το Μικτό Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την καταδικαστική κατά πλειοψηφία κρίση του, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το αναγνωσθέν απόσπασμα της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως, από το οποίο δεν δεσμευόταν για να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση για την κατηγορία της σωματεμπορίας κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή, οι ως άνω δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι πρωτίστως απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού με τις αιτιάσεις αυτές, ο αναιρεσείων, υπό το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας και της στερήσεως νομίμου βάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα προσβάλλει την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας και την ανέλεγκτη από μέρους του εκτίμηση των αποδείξεων.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη εκ πλαγίου εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι απορριπτέοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Δεκεμβρίου 2015 αίτηση αναιρέσεως του E. S. του R., που ασκήθηκε με τη σύνταξη της 82/2015 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Γρεβενών, για αναίρεση της 189/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Σωματεμπορία από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συρροή. Λόγοι αναίρεσης απόλυτην ακυρότητα διότι απορρίφθηκε αίτημα του να μην αναγνωσθούν καταθέσεις τω παθουσών, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. | Σωματεμπορία | Αναιρέσεως απόρριψη, Σωματεμπορία, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1438/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Προεδρεύων Αεροπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 136-Α/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος Σ. Π. του Α., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον διορισθέντα δικηγόρο Ανδρέα Τζίμα με την υπ’ αριθμ. 21/2016 πράξη προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3606, 3607/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2015.
Αφού άκουσε
Τον διορισθέντα δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ. 1 και 510 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ’ ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας και για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, είτε υπό την θετική είτε υπό την αρνητική μορφή υπέρβασης, πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σε ποια περίπτωση υπάγεται ο λόγος, ώστε το Δικαστήριο να δύναται να προβεί σε έρευνα του λόγου αυτού. Αν δεν περιέχεται στην αναίρεση ένας τουλάχιστον ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση αόριστου λόγου αναίρεσης με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με άσκηση προσθέτων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, κατά το άρθρο 509 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., την άσκηση παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Παραδεκτή συμπλήρωση με παραπομπή σε λόγους αναίρεσης που περιέχονται σε άλλο έγγραφο, υπάρχει μόνο όταν η έκθεση αναίρεσης περιέχει ρητή αναφορά στο σχετικό έγγραφο, που είναι προσαρτημένο σ’ αυτή και φέρει την υπογραφή του αναιρεσείοντος ή του πληρεξουσίου συνηγόρου του και του αρμόδιου υπαλλήλου, οπότε αυτό συναποτελεί με την έκθεση αναίρεσης αναπόσπαστο και ενιαίο ολικό κείμενο αναιρετικών λόγων κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η τυχόν έλλειψη υπογραφής του αρμόδιου υπαλλήλου στο προσαρτημένο έγγραφο μπορεί να αναπληρώνεται από άλλο στοιχείο, που πιστοποιεί τη διαδικαστική σύνδεση και ενοποίηση του με την έκθεση αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης, στην κρινόμενη με αριθμ. εκθ. ...-7-2015 αίτηση αναιρέσεως του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος Σ. Π. του Α. κατά της με αριθμ. ΒΤ 3607/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που απέρριψε αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος για τη μη εκτέλεση της 178/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, η οποία αναίρεση συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον της αναπληρούσας τον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Τ. Κ., όπου κρατείται ο αναιρεσείων, αναφέρεται επί λέξει ότι ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της ως άνω αποφάσεως, "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει 1) Της υπέρβασης εξουσίας. 2) Της μη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ως σχετικής συνημμένης αναιρέσεως", δηλαδή αναφέρει επιγραμματικά και τελείως αόριστα τους ως άνω δύο λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τις επικαλούμενες πλημμέλειες, η δε συνημμένη στην ως άνω έκθεση από 21-7-2015 χειρόγραφη αναίρεση, εκτός του ότι δεν φέρει και την υπογραφή του αρμοδίου υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού ή κάποιο άλλο στοιχείο που να πιστοποιεί τη διαδικαστική σύνδεση και ενοποίηση της χειρόγραφης αυτής αναιρέσεως με την έκθεση αναιρέσεως που υπογράφεται και από την αρμόδια αναπληρώτρια του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, δεν περιέχει και αυτή σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως, αλλά αναφέρει και αυτή επιγραμματικά και τελείως αόριστα τους ως άνω δύο λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τις επικαλούμενες πλημμέλειες, παραπέμποντας μάλιστα σε σχετικά έγγραφα που αναφέρει και που δεν επισυνάπτονται στην έκθεση αναιρέσεως. Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκαν οι λόγοι αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστοι, ασαφείς και ακατάληπτοι και ως εκ τούτου ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω και αφού δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κάποιος ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Ιουλίου 2015 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Π. του Α., που ασκήθηκε με τη σύνταξη της ...-7-2015 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της αναπληρώτριας του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Τ. Κ., για αναίρεση της ΒΤ 3607/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΕΡΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε επί αντιρρήσεων ως προς την εκτέλεση ποινής. Οι λόγοι αναιρέσεως αναφέρονται επιγραμματικά και είναι όλοι αόριστοι με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η αναίρεση. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. | Δικαστικά έξοδα | Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως απόρριψη, Δικαστικά έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1437/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά Προεδρεύων Αεροπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 136-Α/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήττα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Ρ., του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 7/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας.
Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαρτίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 4198/2013 ορίζεται ότι: "α. Ποινές στερητικές της ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. β. Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές ...". Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, ύστερα από την απόσυρση και τοποθέτηση της δικογραφίας στο αρχείο ως προς τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, της παραβάσεως του άρθρου 22 του Ν.1599/1986 και της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του όγδοου άρθρου του Ν. 4411/2016 και την εισαγωγή της υποθέσεως στο παρόν δικαστήριο μόνον για τις πράξεις της χρήσεως πλαστού εγγράφου και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν κατ’ έφεση Πενταμελές Εφετείο Λαμίας όφειλε με την προσβαλλόμενη απόφασή του να προχωρήσει στην υφ’ όρο παραγραφή της ποινής των δέκα (10) μηνών που του επέβαλε με την ως άνω υπ’ αριθμ. 187/31-5- 2013 απόφασή του το πρωτοδίκως δικάσαν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και τούτο διότι κατά τον υπολογισμό της συνολικής ποινής το ως άνω δικαστήριο, επαύξησε την ποινή βάση των δώδεκα(12) μηνών κατά πέντε(5) μήνες από την ως άνω ποινή των δέκα (10) μηνών που επιβλήθηκε για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και κατά συνέπεια τελικά η ποινή που του επιβλήθηκε για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου είναι πέντε (5) μηνών, δηλαδή μικρότερη των έξι (6) μηνών και έπρεπε γι’ αυτήν, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 4198/2013, το δικάσαν κατ’ έφεση Πενταμελές Εφετείο Λαμίας να προχωρήσει στην υφ’ όρο παραγραφή της ποινής που του επιβλήθηκε για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και μη πράττοντας αυτό υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, άλλως στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, άλλως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Όμως, όπως προκύπτει από την επιτρεπτώς επισκοπούμενη υπ’ αριθμ. 187/2013 απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, στον αναιρεσείοντα επιβλήθηκαν αυτοτελώς οι ποινές των δέκα (10) μηνών για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και των δώδεκα (12) μηνών για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση, το γεγονός δε ότι στη συνολική ποινή που καθορίστηκε κατά συγχώνευση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 του Π.Κ. και 551 του Κ.Ποιν.Δ. προστέθηκε στην ποινή βάση των δώδεκα (12) μηνών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση ένα μέρος πέντε (5) μηνών από την ποινή των δέκα (10) μηνών που του επιβλήθηκε για την πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου, δεν σημαίνει ότι η ποινή που του επιβλήθηκε αυτοτελώς για την πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου έπαυσε να είναι δέκα (10) μηνών και έγινε πέντε (5) μηνών, όσο δηλαδή είναι το μέρος της που συγχωνεύθηκε στη συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατά συγχώνευση των ποινών που του επιβλήθηκαν για τις επί μέρους αξιόποινες πράξεις που καταδικάστηκε και ότι θα έπρεπε για την πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου να εφαρμοσθεί από το δικάσαν κατ’ έφεση Πενταμελές Εφετείο Λαμίας η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 4198/2013 περί υφ’ όρον παραγραφής της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Η’ πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, άλλως της υπέρβασης εξουσίας, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ.1 και 509 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι στη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως πρέπει αναγκαίως να διαλαμβάνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται τούτο, γιατί, διαφορετικά, αν δεν περιέχει λόγους ή περιέχει λόγους αορίστους, το ένδικο μέσο ή ο σχετικός λόγος απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως λόγω απαραδέκτου. Δεν αρκεί απλή αναφορά του λόγου που προβλέπεται από το νόμο, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται στην δήλωση ή έκθεση σε τι συνίσταται ειδικότερα ο λόγος και τα κατ’ ιδίαν περιστατικά που τον θεμελιώνουν. Από την αξίωση αυτή του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναιρέσεως, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ.. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας ή ποιες οι συγκεκριμένες αντιφάσεις αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια (Ολ. Α.Π. 2/2002 και 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται επί λέξει η αιτίαση, κατά πιστή αντιγραφή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "δεν έχει α) ειδική και ανεπτυγμένη αιτιολογία, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κωδ. Ποιν. Δικον., β) δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 42, 46, 98, 216, 220 και 224 Π.Κ., γ) δεν περιέχει τις αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς λόγους που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις παραπάνω ποινικές διατάξεις. Επίσης η αναιρεσιβαλλόμενη δεν αιτιολόγησε ειδικά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντα ότι όφειλε να παύσει την ποινική δίωξη για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία που φέρεται ότι τέλεσε ο Ι. Μ., για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22 Ν. 1599/86, για την πράξη της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και για την πράξη της χρήσεως πλαστού. Η έλλειψη αυτή δεν επιτρέπει τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου. Για το λόγο αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κωδ. Ποιν. Δικονομίας." Όμως, ύστερα από την απόσυρση και τοποθέτηση της δικογραφίας στο αρχείο ως προς τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, της παραβάσεως του άρθρου 22 του Ν.1599/1986 και της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του όγδοου άρθρου του Ν. 4411/2016 και την εισαγωγή της υποθέσεως στο παρόν δικαστήριο μόνον για τις πράξεις της χρήσεως πλαστού εγγράφου και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση, ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με το ως άνω περιεχόμενο, είναι παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον, ενόψει του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται παντελώς αιτιολογίας αλλά έχει εκτεταμένη αιτιολογία, δεν προσδιορίζεται σ’ αυτόν κατά τρόπο συγκεκριμένο σε τι συνίσταται η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ποια συγκεκριμένα κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως αφορά, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές της, δηλαδή δεν εξειδικεύεται, ούτε διευκρινίζεται, όπως επιβάλλεται, σε τι συνίσταται η επικαλούμενη έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και γι’ αυτό ο δεύτερος αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. περί υπερβάσεως εξουσίας, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, είναι αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αόριστος και απαράδεκτος, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 Κ. ΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Μαρτίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Β. Ρ. του Γ., που ασκήθηκε με τη σύνταξη της με αριθμό ...3-2016 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Λαμίας Π. Κ., για αναίρεση της με αριθμό 7/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΕΡΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Χρήση πλαστού εγγράφου και υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 4α Ν. 4198/2013 περί παραγραφής της ποινής υφ' όρον περί έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή. Αβάσιμος ο πρώτος λόγος και αόριστος και απαράδεκτος ο δεύτερος. Απορρίπτει την αναίρεση και επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα. | Χρήση ψευδής βεβαίωσης | Αναιρέσεως απόρριψη, Χρήση ψευδής βεβαίωσης, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1436/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Προεδρεύων Αεροπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 136-Α/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα - Εισηγητή, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 74286, 78401/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με κατηγορουμένους τους: 1. Ο. Χ. του Α., κάτοικο ... και 2. Π. Σ. του Χ., κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν. Με πολιτικώς ενάγων τον Χ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Καλφοπούλου.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό … και ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 2015, έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2016.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ.. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/74), έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά. Όμως, δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της αθωωτικής αποφάσεως να εκθέτει το δικαστήριο σ’ αυτή τα περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ’ είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δολία προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Τέλος, από τις άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 366 παρ. 1 και 3 και 367 παρ. 1 και 2β του Π.Κ. προκύπτουν τα εξής: α) αν το δυσφημιστικό γεγονός που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος δεν είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως (αρθρ. 363), δεν τιμωρείται δε ούτε ως απλή δυσφήμηση, αρκεί να μην απαγορεύεται η απόδειξη της αλήθειας, η οποία όμως επιτρέπεται πάντοτε στον κατηγορούμενο για συκοφαντική δυσφήμηση (αρθρ. 366 παρ. 1 Π.Κ.). Δεν αποκλείεται όμως να τιμωρηθεί ο υπαίτιος για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης (αρθρ. 366 παρ. 3). Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 30 Δεκεμβρίου 2015 ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου δήλωσή του, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...2015 έκθεση, ασκεί αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με αριθμούς 74286/2015 και 78401/2015 που κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους της αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως από κοινού, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 1-12-2015 και ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που αναφέρει στην αναίρεσή του και συγκεκριμένα λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και λόγω εκ πλαγίου εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η αναίρεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Όπως προκύπτει από την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο αυτό, οι κατηγορούμενοι Ο. Χ. του Α. και Π. Σ. του Χ. κηρύχθηκαν αθώοι της αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως που φέρεται ότι τέλεσαν σε βάρος του εγκαλούντος Χ. Σ. του Κ.. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για να στηρίξει την ως άνω απαλλακτική κρίση του, διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: "Από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος και των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα εξής: Ο πολιτικώς ενάγων είναι αντιδήμαρχος ... και επίτιμος Πρόεδρος του συλλόγου με την επωνυμία "...". Η πρώτη κατηγορουμένη είναι μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου ... και Πρόεδρος της Ένωσης ...". Στην έκτακτη γενική συνέλευση του Συνδέσμου ... που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 21.3.2010 η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίστηκε για τον πολιτικώς ενάγοντα τα ακόλουθα γεγονότα, τα οποία συνοψίζονται στα εξής: α) ότι αυτός επί πέντε χρόνια δεν επέτρεπε να γίνουν εκλογές στον σύλλογο "...", εμποδίζοντας έτσι τη δημοκρατική λειτουργία του συλλόγου, β) ότι οι εκλογές που διεξήχθησαν πρόσφατα στο σύλλογο ήταν "μαϊμού", καθόσον δεν εξελέγη εφορευτική επιτροπή για να διεξάγει τις εκλογές, γ) ότι δεν υπήρχε εκ μέρους του εγκαλούντος ενημέρωση για το θέμα της αγοράς των οικοπέδων, ο οποίος δεν λογοδοτούσε τι πληρώθηκε για τα οικόπεδα που είχαν αγοραστεί, ποια ήταν τα συμβολαιογραφικά έξοδα κ.λπ., και ότι έχει εξαπατήσει πολλούς από τους νεοπρόσφυγες και δ) ότι έκανε μια προβοκάτσια στην Καλλιθέα με ανυπόγραφα φέιγ βολάν του Ε. Β. στο άγαλμα και ότι ο Δήμαρχος για τον λόγο αυτό τον έβγαλε από υπεύθυνο του Κέντρου Στήριξης και τον απέπεμψε από την παράταξη. Περαιτέρω και ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ως το 1999 μέλος του ως άνω συλλόγου, ισχυρίστηκε για τον πολιτικώς ενάγοντα στην ως άνω έκτακτη γενική συνέλευση ότι εκμεταλλεύτηκε οικονομικά και ιδεολογικά τους Ποντίους, ιδίως αναφορικά με το θέμα των οικοπέδων που αγόρασαν οι τελευταίοι για την δημιουργία του οικισμού ισχυρίστηκε επί λέξει ότι "τα οικόπεδα που αγοράσανε αν πάτε εκεί στο χωριό μέσα και ρωτήσετε πόσο κάνει το οικόπεδο θα σας πει ο μεσίτης 2.000. Αυτός τους τα πούλησε 6.000 τρία χιλιόμετρα χωματόδρομο και έξω από το χωριό ...". Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε η αναλήθεια των αναφερόμενων στις ανωτέρω δηλώσεις των κατηγορουμένων γεγονότων και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης. Σε κάθε δε περίπτωση οι κατηγορούμενοι πίστευαν ότι τα ανωτέρω γεγονότα που ισχυρίστηκαν ήσαν αληθή και ισχυρίστηκαν αυτά όχι με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος αλλά προκειμένου να διαφυλάξουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον τους. Δηλαδή οι ανωτέρω δηλώσεις των κατηγορουμένων στο πλαίσιο της ανωτέρω γενικής συνέλευσης μπορούσαν μεν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, πλην όμως αυτές έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αφού, όπως προαναφέρθηκε, οι κατηγορούμενοι, με τις ως άνω ιδιότητές τους, είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν κριτική στον τρόπο λειτουργίας του ως άνω ποντιακού συλλόγου, ακόμη και με οξείς εκφράσεις, για τη στάση και τις ενέργειές του, τόσο όσον αφορά τη λειτουργία και την δράση του συλλόγου, όσο και όσον αφορά το οικονομικό θέμα της αγοράς των οικοπέδων, στην οποία ο εγκαλών είχε άμεση ανάμειξη. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι αποσκοπούσαν με τις ανωτέρω δηλώσεις τους να διαφυλάξουν τα οικονομικά συμφέροντά τους, ιδίως αναφορικά με την αγορά των ακινήτων για την δημιουργία του οικισμού, δεδομένου ότι οι τελευταίοι είχαν δώσει χρήματα για την αγορά οικοπέδων, τα οποία διαχειριζόταν ο εγκαλών. Από δε τον τρόπο που διατυπώθηκαν οι δηλώσεις αυτές δεν προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό εξύβρισης του εγκαλούντος, δηλαδή δεν προέκυψε πρόθεση αυτών που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του τελευταίου, έστω και αν ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν, είναι οξείς. Οι εν λόγω δηλώσεις δηλαδή κατέτειναν όχι στην προσωπική μείωση του εγκαλούντος, αλλά στην ενημέρωση των παρισταμένων στην ως άνω έκτακτη συνέλευση για τα επίμαχα ως άνω θέματα του συλλόγου και στη διαφύλαξη των ως άνω συμφερόντων τους. Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της εξύβρισης, αφού δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι". Ακολούθως, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους, επί λέξει, για το ότι: "... στην Αθήνα, στις 21.03.2010, ισχυρίστηκαν ενώπιον τρίτων, για άλλο πρόσωπο, ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τελώντας σε γνώση του ψεύδους. Ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ισχυρίσθηκαν ενώπιον της έκτακτης γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου ..., για τον εγκαλούντα Σ. Χ., τα ακόλουθα: Α) Η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίστηκε τα εξής: "Θέλουμε να θέσουμε ένα ακόμη θέμα και μιλάω στον πληθυντικό γιατί είναι και αρκετά μέλη από τον ποντιακό σύλλογο …, ένα θέμα δημοκρατικής λειτουργίας του συλλόγου, δεν υπάρχει καμία δημοκρατική λειτουργία εκεί. Πρόσφατα έγιναν εκλογές αφού επέτρεψε ο κ. Σ., αλλά ήταν εκλογές μαϊμού .... Η μία έκφανση είναι η δικτατορική λειτουργία του συλλόγου εξαιτίας του ανθρώπου αυτού και δεύτερον η οικονομική εκμετάλλευση πολλών μελών με έναν οικοπεδικό συνεταιρισμό που έχει φτιαχτεί... Το ένα σκέλος αφορά τη δημοκρατική λειτουργία του συλλόγου … και έχει να κάνει με το γεγονός ότι επί πέντε χρόνια ο Χ Σ. δεν επέτρεπε να κάνουμε εκλογές το απαγόρευε, ενώ το ζητούσε συνεχώς η κ. Κ. Σ., η πρώην Πρόεδρος, εκείνος απαγόρευε να συγκαλέσουμε γενική συνέλευση. Το δεύτερο είναι ότι τον Σεπτέμβρη συγκάλεσε μετά από πάρα πολλές παρακλήσεις γενική συνέλευση, στην οποία δεν επέτρεψε στην προηγούμενη πρόεδρο να κάνει απολογισμό, αντίθετα την έδιωξε με τον χειρότερο τρόπο, με βρισιές και με μεθοδεύσεις άλλες που δεν θα αναφερθώ, και έκανε ο ίδιος ο οποίος είναι απλά ο επίτιμος πρόεδρος, έναν απολογισμό που δεν ήταν απολογισμός, ήταν τα ανδραγαθήματα του Χ. Σ., δεν είχε μορφή απολογισμού. Από τη μια αυτό. Και όπως όλοι ξέρουμε πρέπει να εκλεγεί εφορευτική επιτροπή και για να γίνουν εκλογές. Δεν εξελέγη καμία εφορευτική επιτροπή παρά μόνο στην συνέχεια έβαζε τις υπαλλήλους του Κέντρου Στήριξης να τηλεφωνούν και να παίρνουν τον κόσμο που θεωρούσε του χεριού του, εμένα δεν με πήρε ούτε τον άντρα μου που είμαστε μέλη, να πηγαίνουν να ψηφίζουν επί περίπου μία εβδομάδα στο Κέντρο Στήριξης ούτε καν στον σύλλογο χωρίς εφορευτική επιτροπή, χωρίς τίποτα. Όπως καταλαβαίνετε έβγαλε αυτούς που ήθελε. Μου είχε πει η κ. Σ.. ξέρω ποιους θα βγάλει, ποιες μαριονέτες. Αυτό έγινε τον Σεπτέμβρη... Εν τω μεταξύ στη συνέλευση διακαώς ζητούμε ο κόσμος να μπει το θέμα των οικοπέδων γιατί πριν από περίπου επτά χρόνια με πρόταση του Χ. Α. που ήταν τότε, τον οποίο τον έδιωξε κακήν κακώς, ξεκίνησε να αγοράζεται μια περιοχή στην Εύβοια, κομμάτι, κομμάτι... Παρόλο που πέρασαν επτά χρόνια έκανε μία γενική συνέλευση πριν από τέσσερα χρόνια από εκεί και έπειτα τίποτα, ο κόσμος ζητούσε συνεχώς συνέλευση και ενημέρωση την επιτροπή την είχε γραμμένη στα παλιά του παπούτσια, μόνο για αγγαρείες τους έστελνε, φέρτε μου από την τράπεζα 20 χιλιάδες, 30 χιλιάδες και για όποιες ενέργειες γίνονταν ενεργούσε εκείνος. ... Ούτε λογοδοτεί τι πληρώθηκε για τα κομμάτια που έχουν αγοραστεί, τι έξοδα έγιναν για τα συμβολαιογραφικά, δεν δίνει λογαριασμό κανέναν το τι συμβαίνει οικονομικά αυτό είναι το παραμύθι που πουλάει, αυτός είναι ο σωτήρας των νεοπροσφύγων, χωρίς αυτόν δεν γίνεται τίποτα, έχει αυτοδιοριστεί εν πάση περιπτώσει ο μεσίας τους...Και σε αλλεπάλληλες προσπάθειες να μας ενημερώσει η απάντηση ήταν κόψτε τον λαιμό σας και με βρισιές άλλες, με κάποια τσιράκια του ... Το πράγμα είναι ως εξής, είπε κόψτε τον λαιμό σας πηγαίνετε στα δικαστήρια. .. Σε κάποιους πουλάει όνειρο και είναι άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα οι περισσότεροι. Αλλά στο μεταξύ ο άνθρωπος αυτός δεν φέρεται έντιμα και κάποιος πρέπει να του κόψει την φόρα... ο άνθρωπος αυτός έχει εξαπατήσει πολλούς από εμάς, η αλήθεια είναι ότι έχει κάνει κάποια πράγματα για τους νεοπρόσφυγες, αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Από εκεί και πέρα να αυτοδιορίζεται Σ. και να κάνει τα ακατονόμαστα αυτό δεν γίνεται. Πέρυσι κάποιους από εμάς πραγματικά μας εξαπάτησε στην εκδήλωση αυθημερόν που έγινε της γενοκτονίας, δηλαδή καπέλωσε μέχρι βαθμού που δεν συζητιέται το πράγμα και φέρθηκε πάρα πολύ άσχημα... τελευταία έκανε και μία προβοκάτσια στην Καλλιθέα με ανυπόγραφα φέιγ βολάν του Ε. Β. στο άγαλμα και πρόσφατα ο δήμαρχος για ένα από αυτούς τους λόγους τον έβγαλε από υπεύθυνο του Κέντρου Στήριξης και τον απέπεμψε από την παράταξη...". Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε τα εξής: "...Σίγουρα δεν είναι έκπληξη για μας. Πριν τέσσερα χρόνια κατήγγειλα αυτό το γεγονός ότι γίνεται εκμετάλλευση των Ποντίων στον Σύλλογο …, δεν ήμουνα πια εκεί γιατί είχα φύγει. Είχα φύγει γιατί οποιαδήποτε ιδέα δική μας αν έβγαινε αυτή η ιδέα δεν θα εφαρμοζότανε γιατί δεν ήταν ιδέα του Σ..
Συνεπώς, δεν εκμεταλλεύτηκε μόνο οικονομικά τους Ποντίους, τους εκμεταλλεύτηκε ιδεολογικά και εδώ πάσχει ο ποντιακός χώρος. Και περισσότερο σε εμάς στην Καλλιθέα μας κατέστρεψε σαν Ποντίους το λέω τώρα εδώ γιατί βρίσκω γόνιμο έδαφος να το πω γιατί στην προηγούμενη συνέλευση δεν μπορούσα να το πω, δεν θέλατε να το ακούσετε. Η Καλλιθέα ιδεολογικά σαν Πόντιοι έχει καταστραφεί από τον Σ.... Ο Σ. είναι καρκίνωμα....θα πεθάνουμε μαζί του.... Να πω το εξής. Τα οικόπεδα που αγοράσανε αν πάτε εκεί στο χωριό μέσα και ρωτήσετε πόσο κάνει το οικόπεδο θα σας πει ο μεσίτης 2000. Αυτός τους τα πούλησε 6000 τρία χιλιόμετρα χωματόδρομο και έξω από το χωριό...". Πλην, όμως, τα ανωτέρω ήταν ψευδή, ενώ η αλήθεια ήταν ότι στον εν λόγω Σύλλογο υπήρχε δημοκρατική λειτουργία χωρίς απαγορεύσεις, παρατυπίες και δήθεν "μαϊμούδες" και δεν έγινε καμιά εκμετάλλευση μελών του Συλλόγου με τα αγορασθέντα οικόπεδα, ούτε εξαπάτησε κάποιον ο εγκαλών. Οι κατηγορούμενοι δε, γνώριζαν το ψεύδος των ισχυρισμών τους, των οποίων έλαβαν γνώση όλα τα παρευρισκόμενα στη συνέλευση μέλη, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής και προσωπικής του εντιμότητας και αξιοπρέπειας". Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362, 363, 366, και 367 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, αφού εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφασή του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και εκτίθενται και οι σκέψεις για τις οποίες δέχθηκε το δικαστήριο ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συγκροτούν εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου ούτε την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για την οποία ασκήθηκε κατά των κατηγορουμένων ποινική δίωξη, ούτε την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης, αλλ’ ούτε και την αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως, αφού δέχεται κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι ήταν αληθή τα όσα ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι για τον εγκαλούντα και ότι ισχυρίστηκαν αυτά τα αληθή γεγονότα στα πλαίσια της γενικής συνελεύσεως του συλλόγου (σωματείου) στο οποίο είναι μέλη, όχι με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και να τον εξυβρίσουν, αλλά ως έχοντες το δικαίωμα ως μέλη του συλλόγου να ασκήσουν κριτική στον τρόπο λειτουργίας του, ακόμη και με οξείς εκφράσεις, για τη στάση και τις ενέργειες του εγκαλούντος, τόσο όσον αφορά τη λειτουργία και την δράση του συλλόγου, όσο και όσον αφορά το οικονομικό θέμα της αγοράς των οικοπέδων, στην οποία ο εγκαλών είχε άμεση ανάμειξη, προκειμένου να διαφυλάξουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον των ιδίων, αλλά και των υπολοίπων μελών του συλλόγου τους και περαιτέρω δέχεται ότι αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι αποσκοπούσαν, με τα όσα αληθή ισχυρίστηκαν κατά τα προδιαληφθέντα, να διαφυλάξουν τα οικονομικά συμφέροντά τους, ιδίως αναφορικά με την αγορά των ακινήτων για την δημιουργία του οικισμού, δεδομένου ότι αυτοί, όπως και τα άλλα μέλη του συλλόγου, είχαν δώσει χρήματα για την αγορά οικοπέδων, τα οποία διαχειριζόταν ο εγκαλών και ότι από τον τρόπο που διατυπώθηκαν οι αληθείς ισχυρισμοί που αφορούσαν τη συμπεριφορά του εγκαλούντος, δεν προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό εξύβρισης του εγκαλούντος, δηλαδή δέχεται, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι δεν προέκυψε πρόθεση των κατηγορουμένων που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του εγκαλούντος.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ., είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Δεκεμβρίου 2015 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε με τη σύνταξη της ...2015 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της με αριθμούς 74286/2015 και 78401/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΕΡΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Συκοφαντική δυσφήμηση από κοινού. Αναίρεση Εισαγγελέα. Λόγοι αναιρέσεις έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστιι ποινικής διατάξεως εκ πλαγίου. Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. | Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα | Αναιρέσεως απόρριψη, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα , Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. | 0 |
Αριθμός 1435/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήττα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Μ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Αργυριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 850/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, οριζόταν ότι η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ίσχυαν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφερόταν στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονταν εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δυο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διωκόταν , ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείτο με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού που όταν οφειλόταν καθιστούσε αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι, πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες, καθίσταντο πλέον ανέγκλητες αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερέβαινε το όριο του 1.000.000 δραχμών προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και το όριο των 2.000.000 δραχμών όταν επρόκειτο για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Η ίδια διάταξη αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχιζε από την 1- 1-2004 και ορίστηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνόδευε υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερέβαινε το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερέβαινε το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερέβαινε το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η ίδια διάταξη τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 3 παρ.1 του Ν. 3943/2011 ως εξής: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ...". Τέλος, η ίδια διάταξη τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015 ως εξής: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.ΟΎ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων ...".Τα ποσά των περιπτώσεων α και β της παρ.1 του ως άνω άρθρου αναπροσαρμόστηκαν σε 100.000 και 200.000 αντιστοίχως με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 . Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, για κάθε πίνακα χρεών που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, την μη καταβολή του συνολικού χρέους που αναφέρεται στον πίνακα, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επί μέρους χρέους του πίνακα. Δηλαδή, δεν πρόκειται, λόγω της μη καταβολής ενός εκάστου χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος θεωρεί κυριαρχικά ότι τα περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη, μη καταβληθέντα, συνιστούν ένα και μόνον έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και δη με χρόνο τελέσεως τη συμπλήρωση τετραμήνου από την καθυστέρηση της καταβολής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 εδ. α του Ν. 1882/1990 "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω β) για εταιρείες ομόρρυθμες ή ετερρόρυθμες, στους ομορρύθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους ...". Τέλος κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997 "για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή ...". Ακόμη, η τυχόν άσκηση προσφυγής κατά του πίνακα βεβαίωσης και η συνεπεία αυτής αναστολή της καταβολής χρεών, δεν ασκεί καμία επιρροή στο αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος άρσεως του αδίκου ή εξαλείψεως του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος. Κατά συνέπεια, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις ), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του σε δόσεις χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, οπότε συνάγεται και προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της αποφάσεως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο του εγκλήματος, όπως τη γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσο δόλο) ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που δεν συμβαίνει στο έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 που τιμωρείται με φυλάκιση και είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 Π.Κ), στο οποίο δεν χρειάζεται να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του δράστη, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή του και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 850/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το τελευταίο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ είδος αναφέρει, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την ουσία κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 31/01/2010 έως 31/03/2012 με περισσότερες παράνομες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ενός και αυτού εγκλήματος πραγμάτωσε έγκλημα (πλημμέλημα) κατ’ εξακολούθηση που τιμωρείται κατά το νόμο με πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή και συγκεκριμένα ως διευθύνουσα σύμβουλος και νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας ... ΑΒΕΕ, με έδρα τη ..., με ατομικό ΑΦΜ ... και εταιρικό ΑΦΜ ... καθυστέρησε με πρόθεση να καταβάλλει βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) χρέη προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €) και ειδικότερα κατά τον παραπάνω χρόνο, που περιγράφεται αναλυτικά κατωτέρω, καθυστέρησε να καταβάλλει χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στη ..., συνολικού ποσού τριών εκατομμυρίων επτακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (3.775.480,62 €), συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων η προσαυξήσεων μέχρι και τις 18-9-2012 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους. Ειδικότερα δεν κατέβαλε (1) χρέος ποσού 11.409,66 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 8.485,49 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 2.924,17 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 17,413,03 ευρώ εκ του οποίου καταβλήθηκε, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης το ποσό των 8.927,54 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...25-5-2009 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2009 και ήταν καταβλητέο σε 8 μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμο δόσεων 4 και με ημερομηνία λήξης της πρώτης εξ αυτών την 30-9-2009 και της τελευταίας την 31-12-2009, (2) χρέος ποσού 19.387,68 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 15.635,23 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 3.752,45 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 17.868,83 ευρώ εκ του οποίου καταβλήθηκε, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης το ποσό των 2.233,60 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../25-5-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε 8 μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμο δόσεων 7 και με ημερομηνία λήξης της πρώτης εξ αυτών την 30-06-2010 και της τελευταίας την 31-12-2010, (3) χρέος ποσού 1.926,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 1.500,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 426,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.500,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../03-06-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο επιβολής διοικητικών κυρώσεων οικονομικού έτους 2009 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 30-7-2010, (4) χρέος ποσού 233.987,08 ευρώ, πού αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 194.989,23 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 38.997,85 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 194.989,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (5) χρέος ποσού 198.461,75 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 165.384,79 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 33.076,96 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 165.384,79 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (6) χρέος ποσού 77.278,54 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 64.398,18 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 12.879,36 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 194.989,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ, την 31-01-2011, (7) χρέος ποσού 7.998,70 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 6.665,58 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 1.333,12 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 10.652,624 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε πριν την ποινική δίωξη το ποσό των 3.987,06 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (8) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ οικονομικού έτους 2003 προσφυγή και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (9) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12- 2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ - (προσφυγή) οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (10) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφαλαίο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ - (προσφυγή) οικονομικού έτους 2005 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (11) χρέος ποσού 660.402,97 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 539.544,91 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 120.858,06 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 539.544,91 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΧ, (προσφυγή), οικονομικού έτους 2003 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (12) χρέος ποσού 1.917.332,60 ευρώ. που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 1,566.448,20 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 350.884,40 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.566.448,20 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, προσφυγή, οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (13) χρέος ποσού 615.211,96 ευρώ που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 502.624,15 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 112.587,81 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 502.624,15 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΣ (προσφυγή), οικονομικού έτους 2005 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (14) χρέος ποσού 6.985,48 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 1.164,25 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 5.821,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα, προσφυγή, μη παρακρατούμενοι, οικονομικού έτους 2006 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1-2011, (15) χρέος ποσού 2.606,17 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 2.171,81 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 434,36 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 2.171,81 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2007 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1-2011, (16) χρέος ποσού 4.168,72 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 3.473,93 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 694,79 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 3.473,93 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2005 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1-2011, (17) χρέος ποσού 11.341,96 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 10.357,96 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 984,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 21.544,56 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../17-08-2011 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2011 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις, με ληξιπρόθεσμες (4) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 31-10-2011 και της τελευταίας την 31-1-2012, (18) χρέος ποσού 4.151,92 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 3.844,37 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 307,55 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 7.688,75 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 3.844,38 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (3) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 29-2-2012, (19) χρέος ποσού 881,72 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 815,63 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 66,09 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.715,63 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 900,00 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (3) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 29-2-2012, (20) χρέος ποσού 390,71 ευρώ,, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 358,99 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 31,72 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.258,99 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 900,00 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε πέντε μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (2) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 31-1-2012 και (21) χρέος ποσού 657,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 600,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 57,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 600,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../31-10-2011 βεβαίωση, αφορά εισφορές και τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2011 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις, με ληξιπρόθεσμες (2) και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-11-2011 και της τελευταίας την 30-12-2011, ήτοι συνολικά δεν κατέβαλε το ποσό των 3.775.480,62 ευρώ. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της πράξης μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι άσκησε προσφυγές κατά μερικών από τις ως άνω βεβαιώσεις χρεών, επί των οποίων δεν εκδόθηκαν τελεσίδικες αποφάσεις, δεν αναιρεί την ποινική της ευθύνη για την καθυστέρηση καταβολής των ως άνω οφειλών της, ούτε τον δόλο της προς τέλεση της πράξης για την οποία κατηγορείται, ο οποίος αποδείχθηκε χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς αυτόν στηριζόμενη απλώς στην άσκηση προσφυγών ή στην αναστολή εκτέλεσης λόγω της άσκησης αυτών των προσφυγών (αναφερόμενων κατά κύριο λόγο σε αιτιάσεις που αφορούν το τυπικό μέρος διοικητικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε προς είσπραξη των χρεών, ενώ η βασιμότητα όσων απ’ αυτούς αναφέρονται σε ουσιαστικά ζητήματα δεν αποδείχθηκε παντάπασι από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ώστε να προκύψει αμφιβολία για το δόλο της)". Στη συνέχεια, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, επί λέξει, του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 31/01/2010 έως 31/03/2012 με περισσότερες παράνομες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ενός και αυτού εγκλήματος πραγμάτωσε έγκλημα (πλημμέλημα) κατ’ εξακολούθηση που τιμωρείται κατά το νόμο με πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή και συγκεκριμένα, ως Διευθύνουσα σύμβουλος και νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας ... ΑΒΕΕ, με έδρα τη ..., με ατομικό ΑΦΜ ... και εταιρικό ΑΦΜ ... καθυστέρησε να καταβάλει βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) χρέη προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €) και ειδικότερα κατά τον παραπάνω χρόνο, που περιγράφεται αναλυτικά στο συνημμένο πίνακα χρεών, καθυστέρησε να καταβάλλει χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στη ..., συνολικού ποσού τριών εκατομμυρίων επτακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (3.775,480,62 €), συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι και τις 18-9-2012 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους. Ειδικότερα δεν κατέβαλε (1) χρέος ποσού 11.409,66 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 8.485,49 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 2.924,17 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 17.413,03 ευρώ εκ του οποίου καταβλήθηκε, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης το ποσό των 8.927,54 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...25-5-2009 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2009 και ήταν καταβλητέο σε 8 μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμο δόσεων 4 και με ημερομηνία λήξης της πρώτης εξ αυτών την 30-9-2009 και της τελευταίας την 31 -12- 2009, (2) χρέος ποσού 19.387,68 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 15.635.23 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 3.752,45 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 17.868,83 ευρώ εκ του οποίου καταβλήθηκε, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης το ποσό των 2.233,60 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό 2998/25-5-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε 8 μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμο δόσεων 7 και με ημερομηνία λήξης της πρώτης εξ αυτών την 30 -06-2010 και της τελευταίας την 31-12-2010, (3) χρέος ποσού 1.926,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 1.500,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 426,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.500,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../...2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο επιβολής διοικητικών κυρώσεων οικονομικού έτους 2009 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 30-7-2010, (4) χρέος ποσού 233.987,08 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 194.989,23 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 38.997,85 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 194.989,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (5) χρέος ποσού 198.461,75 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 165.384,79 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 33.076,96 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 165.384,79 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (6) χρέος ποσού 77.278,54 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 64.398,18 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 12.879,36 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 194.989,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (7) χρέος ποσού 7.998,70 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 6.665,58 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 1.333,12 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 10.652,624 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε πριν την ποινική δίωξη το ποσό των 3.987,06 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό ...24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (8) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ οικονομικού έτους 2003 (προσφυγή) και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (9) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ (προσφυγή) οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (10) χρέος ποσού 300,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 250,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 50,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 250,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά ΦΠΑ-προσφυγή οικονομικού έτους 2005 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-01-2011, (11) χρέος ποσού 660.402,97 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 539.544,91 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 120.858,06 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 539.544,91 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΣ (προσφυγή) οικονομικού έτους 2003 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (12) χρέος ποσού 1.917.332,60 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 1.566.448,20 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 350.884,40 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.566.448,20 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, προσφυγή, οικονομικού έτους 2004 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (13) χρέος ποσού 615.211,96 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 502.624,15 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 112.587,81 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 502.624,15 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά πρόστιμο ΚΒΣ, προσφυγή, οικονομικού έτους 2005 2005 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων (2) με ημερομηνία λήξεως η πρώτη την 31-1-2011 και η τελευταία την 28-2-2011, (14) χρέος ποσού 6.985,48 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 5.821,23 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 1.164,25 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 5.821,23 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι) οικονομικού έτους 2006 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1 2011, (15) χρέος ποσού 2.606,17 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 2.171,81 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 434,36 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 2.171,81 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2007 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1-2011, (16) χρέος ποσού 4.168,72 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 3.473,93 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 694,79 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 3.473,93 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../24-12-2010 βεβαίωση, αφορά? εισόδημα (προσφυγή, μη παρακρατούμενοι), οικονομικού έτους 2005 και ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-1-2011, (17) χρέος ποσού 11,341,96 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 10.357,96 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 984,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 21.544,56 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../17-08-2011 βεβαίωση, αφορά εισόδημα ΝΠ, προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, οικονομικού έτους 2011 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (4) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 31-10-2011 και της τελευταίας την 31-1-2012, (18} χρέος ποσού 4.151,92 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 3.844,37 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 307,55 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 7.688,75 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 3,844,38 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες {3} εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 29-2-2012, (19) χρέος ποσού 881,72 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 815,63 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 66,09 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.715,63 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 900,00 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες {3} εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 29-2-2012, (20) χρέος ποσού 390,71 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 358,99 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 31,72 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 1.258,99 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 900,00 ευρώ πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../30-9-2011 βεβαίωση, αφορά ΦΕΝ ρυθμ. Εκπρ. Δήλωση αρθ. 18 ν.4002/2011, οικονομικού έτους 2010 και ήταν καταβλητέο σε πέντε μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (2) εξ αυτών και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-12-2011 και της τελευταίας την 31-1-2012 και (21) χρέος ποσού 657,00 ευρώ, που αποτελείται από ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 600,00 ευρώ και συνεισπραττόμενα εκ ποσού 57,00 ευρώ, με αρχική βεβαίωση εκ ποσού 600,00 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την με αριθμό .../31-10-2011 βεβαίωση, αφορά εισφορές και τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2011 και ήταν καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με ληξιπρόθεσμες (2) και με ημερομηνία λήξης της πρώτης ληξιπρόθεσμης την 30-11-2011 και της τελευταίας την 30-12-2011, ήτοι συνολικά δεν κατέβαλε το ποσό των 3.775.480,62 ευρώ". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ και ήδη των 200.000 ευρώ ( άρθρα 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015), για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1888/1990 που εφαρμόσθηκε, όπως αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν.3220/2004, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ακόμη, στην απόφαση προσδιορίζεται η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών σε βάρος της αναιρεσείουσας, το είδος και το ύψος των χρεών, ο χρόνος βεβαιώσεώς τους, ο τρόπος πληρωμής τους (δόσεις ή εφάπαξ) και ο χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, έπρεπε να καταβληθούν από την υπόχρεη αναιρεσείουσα, ενώ προσδιορίζεται και η ιδιότητά της ως Διευθύνουσας Συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Β.Ε.Ε", τόσο κατά το χρόνο γέννησης των χρεών, όσο και κατά το χρόνο της βεβαιώσεώς τους, υπό την οποία ιδιότητά της ήταν υπεύθυνη για την καταβολή των βεβαιωμένων χρεών κατά το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν 1882/1990 και την οποία ιδιότητά της, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν αμφισβήτησε. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, λεκτέα τα εξής: 1) Ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ δέχεται ότι η αναιρεσείουσα έπαυσε λόγω παραιτήσεώς της από τη θέση της Διευθύνουσας Συμβούλου της "ΑΒΕΕ ..." στις 16-4-2010, παρά ταύτα τη θεωρεί υπεύθυνη για τα βεβαιωθέντα χρέη της "ΑΒΕΕ ..." από 1-1-2010 μέχρι 31-3-2012, αφού πουθενά στις προδιαληφθείσες παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχεται ότι η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε και έπαυσε να είναι Διευθύνουσα Σύμβουλος της "ΑΒΕΕ ..." από 16-4-2010, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος. 2) Ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που δέχθηκε κατ’ εξακολούθηση έγκλημα και όχι ένα έγκλημα που αφορούσε το συνολικό ποσό των χρεών προς το δημόσιο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 98 του Π.Κ. είναι επίσης αβάσιμος, αφού από τις παραδοχές του δικαστηρίου, παρά το ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε κατ’ εξακολούθηση το έγκλημα, προκύπτει ότι αυτό δέχθηκε τέλεση όχι κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, αλλά ενός και μόνο ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, για την θεμελίωση του οποίου έλαβε υπόψη το άθροισμα όλων των χρεών του πίνακα, όπως προβλέπει το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, και κατά συνέπεια ότι δεν εφάρμοσε το άρθρο 98 του Π.Κ. αλλά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε, το οποίο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. 3) Ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία δέχθηκε οφειλή της από ΦΠΑ ύψους 300 ευρώ ενώ προσκομίστηκε εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ ότι δεν χρωστούσε, ανεξάρτητα από το ότι όπως προαναφέρθηκε η αμφισβήτηση χρέους που περιλαμβάνεται στον πίνακα χρεών δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή στην στοιχειοθέτηση του εγκλήματος και του αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας. 4) Ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, κατά το σκέλος του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς αιτιολογία δέχθηκε την ενοχή της αναιρεσείουσας ενώ εκκρεμούσαν προσφυγές της κατά των χρεών της προς το δημόσιο στα διοικητικά δικαστήρια και ζητήθηκε η αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως επί των προσφυγών της, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος, αφού, ανεξάρτητα από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, η άσκηση προσφυγής κατά του πίνακα βεβαίωσης των χρεών και η συνεπεία αυτής αναστολή της καταβολής των χρεών δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή επί της στοιχειοθετήσεως και του αξιοποίνου του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε αίτημα αναβολής επειδή εκκρεμούσαν προσφυγές της αναιρεσείουσας στα διοικητικά δικαστήρια, ενώ κατά το σκέλος του ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο δόλος της αναιρεσείουσας είναι επίσης αβάσιμος, αφού όπως προαναφέρθηκε στο πλημμέλημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο δεν χρειάζεται να αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος του κατηγορουμένου. 5) Ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ότι η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε και έπαυσε να είναι Διευθύνουσα Σύμβουλος της "ΑΒΕΕ ..." από 10-4-2010, στηρίζεται επίσης επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος, αφού πουθενά στις προδιαληφθείσες παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχεται ότι η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε και έπαυσε να είναι Διευθύνουσα Σύμβουλος της "ΑΒΕΕ ..." από 16-4-2010, αλλ’ ούτε και από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα τέτοιος ισχυρισμός. Και 6) Ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως ότι το δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν δέχθηκε αυτεπάγγελτα ότι είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξεως που τέλεσε η αναιρεσείουσα με παραγραφή και δεν έπαυσε οριστικά την εναντίον της ποινική δίωξη είναι αβάσιμος, αφού από τις παραδοχές του δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτό δέχθηκε τέλεση ενός και μόνο ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, για την θεμελίωση του οποίου κατά το νόμο λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των χρεών του πίνακα, προκειμένου να κριθεί εάν αυτό υπερβαίνει κάθε φορά το ποσοτικό όριο, πέραν του οποίου η πράξη είναι αξιόποινη, και όχι κάθε μεμονωμένο χρέος, τα οποία (μεμονωμένα χρέη) στην περίπτωση αυτή χάνουν την αυτοτέλειά τους και κατά συνέπεια, αφού δέχεται στις προαναφερθείσες παραδοχές του ότι ο πίνακας χρεών συντάχθηκε στις 18-9-2012, ως εκ του χρόνου που το συνολικό χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή τέσσερις μήνες μετά την σύνταξη του πίνακα, δεν είχε παρέλθει οκταετία όταν δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στις 10-3-2015 και δεν είχε εξαλειφθεί με παραγραφή το αξιόποινο της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο που τέλεσε η αναιρεσείουσα και το δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. και 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι απορριπτέοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-9-2015 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως της Μ. Σ. του Δ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16-9-2015, για αναίρεση της 850/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη ειδικής εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστι ποινικής διατάξεως. Απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως γιατί υπό επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των απόδειξε από το Δικαστήριο της ουσίας Αβάσιμοι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναίρεση και επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα. Διάσκεψη: | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1434/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγουν περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. Α1902/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με κατηγορούμενο τον Κ. Σ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βούλγαρη και πολιτικώς ενάγουσα την "...", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ...3-3016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γ. Σ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 11 Απριλίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., η πολιτικώς ενάγουσα στην κρινόμενη υπόθεση "..." κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...5-4-2016 κλήση της, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως που άσκησε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πλην όμως αυτή σήμερα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ.. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 3 Μαρτίου 2016 ενώπιον του Γραμματέα του Αρείου Πάγου δήλωσή του, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...2016 έκθεση, ασκεί αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας με αριθμό 1902/2015 που κήρυξε κατά πλειοψηφία αθώο τον κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως του νόμου 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 3-2-2016 και ζητεί την αναίρεσή της για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ.) και συγκεκριμένα λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου με λογικά κενά και ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ. ζ και 66 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 και ως εκ τούτου στερείται νομίμου βάσεως. Η αναίρεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Με το άρθρο 1 του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, ορίζεται ότι "1. Οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). 2. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν τις εξουσίες, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος νόμου". Με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1. Το περιουσιακό Δικαίωμα δίνει στους δημιουργούς ιδίως την εξουσία (δικαίωμα) να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν: α) Την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει. β) ... γ)... δ)... ε)... στ)... ζ) Τη μετάδοση ή αναμετάδοση των έργων τους στο κοινό με τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με καλώδια ή με άλλους υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων. ..." και με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1. Το ηθικό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό ιδίως τις εξουσίες: α) της απόφασης για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο κατά τους οποίους το έργο θα γίνει προσιτό στο κοινό (δημοσίευση)". Με το άρθρο 35 παρ. 2 του ίδιου νόμου, που αναφέρεται στις ρυθμίσεις για την ραδιοφωνική και τηλεοπτική μετάδοση του έργου της πνευματικής ιδιοκτησίας, ορίζεται ότι "Η σύμβαση ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής μετάδοσης, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, δεν δίνει στον αντισυμβαλλόμενο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό την εξουσία να επιτρέψει σε τρίτους τη μετάδοση ή αναμετάδοση του έργου στο κοινό με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων". Με το άρθρο 66 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 81 παρ. 9 του Ν. 3057/2002, το οποίο αναφέρεται στις ποινικές κυρώσεις για την προστασία του δημιουργού του έργου της πνευματικής ιδιοκτησίας, ορίζεται ότι "Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 2.900 15.000 ευρώ όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εγγράφει έργα ή αντίτυπα, αναπαράγει αυτά άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα, με οποιαδήποτε μορφή, εν όλω ή εν μέρει, μεταφράζει, διασκευάζει, προσαρμόζει ή μετατρέπει αυτά, προβαίνει σε διανομή αυτών στο κοινό με πώληση ή με άλλους τρόπους ή κατέχει με σκοπό διανομής, εκμισθώνει, εκτελεί δημόσια, μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά κατά οποιονδήποτε τρόπο, παρουσιάζει στο κοινό έργα ή αντίτυπα με οποιονδήποτε τρόπο, εισάγει αντίτυπα του έργου που παρήχθησαν παράνομα στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού και γενικά εκμεταλλεύεται έργα, αντίγραφα ή αντίτυπα που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας ή προσβάλλει το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού να αποφασίζει για τη δημοσίευση του έργου στο κοινό, καθώς και να παρουσιάζει αυτό αναλλοίωτο χωρίς προσθήκες ή περικοπές. (άρθρο 8 παρ. 1 Οδηγίας 2001/29)". Και με το άρθρο 66 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 81 παρ. 10 του Ν. 3057/2002, το οποίο αναφέρεται στις ποινικές κυρώσεις για την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων επί της πνευματικής ιδιοκτησίας, ορίζεται ότι "Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων προβαίνει στις ακόλουθες πράξεις: Α) Χωρίς την άδεια των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών: α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά με οποιονδήποτε τρόπο τη ζωντανή ερμηνεία ή εκτέλεση, εκτός αν η μετάδοση αυτή αποτελεί αναμετάδοση νόμιμης μετάδοσης, στ) ... ζ) ... . Β) ... . Γ) ... . Δ) Χωρίς την άδεια των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών: α) αναμεταδίδει τις εκπομπές τους με οποιονδήποτε τρόπο, β) παρουσιάζει στο κοινό τις εκπομπές τους σε χώρους όπου η είσοδος επιτρέπεται με εισιτήριο, γ) εγγράφει τις εκπομπές τους σε υλικούς φορείς ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, είτε οι εκπομπές αυτές μεταδίδονται ενσυρμάτως είτε ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης, δ) προβαίνει σε άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, της υλικής ενσωμάτωσης των εκπομπών τους, ε) προβαίνει σε διανομή στο κοινό των υλικών φορέων με την εγγραφή των εκπομπών τους, στ) εκμισθώνει τον υλικό φορέα με την εγγραφή των εκπομπών τους, ζ) διαθέτει στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση, όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, στην υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους. (άρθρο 8 παρ.1 οδηγίας 2001/29)". Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι το άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 καθιερώνει σωρευτικώς μικτό έγκλημα προς προστασία του εννόμου αγαθού της πνευματικής ιδιοκτησίας από διαφόρους τρόπους προσβολής της, καθένας από τους οποίους συνιστά αυτοτελές έγκλημα προσβολής του αυτού εννόμου αγαθού και ότι η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ποινικές κυρώσεις για την προσβολή των περιουσιακών εξουσιών των συγγενικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο άρθρο 46 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 81 παρ. 3 του Ν. 3057/2002, για τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, στο άρθρο 47 παρ. 2 για τους παραγωγούς οπτικοακουστικών έργων και στο άρθρο 48 παρ. 1 για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, οι οποίοι, όμως, σε κάθε περίπτωση, και όταν έχουν σύμβαση ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής μετάδοσης, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, δεν έχουν την εξουσία να επιτρέψουν σε τρίτους τη μετάδοση ή αναμετάδοση του έργου στο κοινό με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων (άρθρ. 35 παρ. 2 Ν. 2121/1993). Δηλαδή οι έχοντες συγγενικά δικαιώματα επί του έργου της πνευματικής ιδιοκτησίας ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία με τον δημιουργό του πνευματικού έργου και ιδιοκτήτη της πνευματικής ιδιοκτησίας ή με την ..., αν αυτή έχει την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού (άρθρ. 13 Ν. 2121/1993), δεν έχουν την εξουσία να επιτρέψουν σε τρίτους τη μετάδοση ή αναμετάδοση του πνευματικού έργου στο κοινό. Μόνον αν ραδιοτηλεοπτικός σταθμός έχει άδεια εκμεταλλεύσεως κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2121/1993, με την οποία ο δημιουργός του έργου του έχει επιτρέψει την άσκηση των εξουσιών του από το περιουσιακό του δικαίωμα, μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες του δημιουργού και ιδιοκτήτη του πνευματικού έργου και να συναινέσει στην μετάδοση ή αναμετάδοση του πνευματικού έργου από τρίτο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο αυτό, ο κατηγορούμενος Κ. Σ. του Ε. κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία αθώος της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 63 και 66 παρ. 1 του Ν.2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας που φέρεται ότι τέλεσε στις 22-3-2008 στο Βόλο ως υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού με τον τίτλο "...", με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Ν. 2121/1993 "Με την ίδια ποινή (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 2.500 - 15.000 ευρώ) τιμωρείται όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων προβαίνει στις ακόλουθες πράξεις: Α) χωρίς την άδεια των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών: α) ... ε) μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά με οποιονδήποτε τρόπο τη ζωντανή ερμηνεία ή εκτέλεση εκτός αν η μετάδοση αυτή αποτελεί αναμετάδοση νόμιμης μετάδοσης...". Στην προκειμένη περίπτωση από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και, ειδικότερα, από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, από την ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης και των πρακτικών αυτής καθώς και των λοιπών εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας και, γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός "...", που λειτουργεί στο Βόλο, συμφώνησε με τον ραδιοφωνικό σταθμό "...", υπογράφοντας το από 2-4-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, την αναμετάδοση του προγράμματος του τελευταίου επί 5 ώρες ημερησίως. Το ... χορήγησε τη σχετική άδεια δικτυώσεως (βλ. την ...-10- 2007 απόφαση …). Από την κατάθεση, δε, του μάρτυρα Π. Σ. προέκυψε ότι κατά τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο χρόνο, ήτοι μεταξύ των ωρών 13:15 έως 13:55, την 22-3-2008, ο ραδιοφωνικός σταθμός "..." αναμετάδιδε ένα "μαγκαζίνο" του ραδιοφωνικού "..." ενημερωτικού χαρακτήρα. Ενόψει των ανωτέρω και αφού η εκπομπή του ραδιοσταθμού "..." αποτελούσε αναμετάδοση νόμιμης μετάδοσης, για την οποία ... (αρχική μετάδοση) ο ραδιοσταθμός "..." όφειλε να διαθέτει άδεια της ..., ο κατηγορούμενος, υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού "..." πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά πλειοψηφία". Ακολούθως, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε κατά πλειοψηφία αθώο τον κατηγορούμενο, επί λέξει, για το ότι: "Στο …, στις 22-3-2008, ημέρα Σάββατο και μεταξύ των ωρών 13.15 έως 13.55, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 63, 66§1 του Ν. 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού με τον τίτλο "..." που λειτουργεί στο …, και στην οδό ..., εκτέλεσε δημόσια και έκανε προσιτές σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, μουσικές συνθέσεις και τραγούδια, που προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα εταιρία "..." (Ελληνική Εταιρία Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας), ύστερα από μεταβίβαση των πνευματικών δικαιωμάτων από τους Έλληνες Δημιουργούς (συνθέτες και στιχουργούς) ή τις αντίστοιχες αλλοδαπές εταιρείες συγγραφέων, συνθετών και εκδοτών μουσικής, χωρίς την κατά νόμο απαιτούμενη έγγραφη άδεια της, δηλαδή ως υπεύθυνος του ανωτέρω ραδιοφωνικού σταθμού λειτουργούσε αυτόν μεταδίδοντας ραδιοφωνικά στους ακροατές του σταθμού αυτού τις παρακάτω δειγματοληπτικά αναφερόμενες μουσικές συνθέσεις και τραγούδια. ΤΙΤΛΟΣ- ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ: ...". Με αυτά που δέχθηκε κατά πλειοψηφία το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, ανεξάρτητα από το ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 2 του Ν. 2121/1993 που αφορά στην προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων και όχι στη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 που αφορά στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 1 σε συνδ. με 1, 3 παρ. 1 περ. ζ’ , 13, 35 παρ. 2 και 53 του Ν. 2121/1993, αφού στο πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφασή του στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζεται στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως αν ο ραδιοφωνικός σταθμός "..." είχε συνάψει σύμβαση ραδιοφωνικής μετάδοσης των αναφερομένων σ’ αυτήν μουσικών συνθέσεων με τους πνευματικούς δημιουργούς τους ή με την ... που είχε την αποκλειστική εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας τους και αν στη σύμβαση αυτή υπήρχε ειδική συμφωνία που επέτρεπε στον ραδιοφωνικό σταθμό "..." να επιτρέπει σε τρίτους (άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς) την μετάδοση ή αναμετάδοση των μουσικών συνθέσεων ή αν ο ραδιοφωνικός σταθμός "..." είχε άδεια εκμεταλλεύσεως της πνευματικής ιδιοκτησίας των μουσικών συνθέσεων, αφού στην αιτιολογία της αναφέρεται ότι αυτός "όφειλε να διαθέτει άδεια της ...", με συνέπεια να μην μπορεί να ελεγχθεί από τον Άρειο Πάγο η ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του Ν. 2121/1993 και ιδίως της διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 του νόμου αυτού. Επομένως, ενόψει τούτων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να στερείται αυτή νομίμου βάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και η οποία τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρ. 66 παρ. 1 του Ν.2121/1993), φέρεται ότι τελέσθηκε απ’ αυτόν στις 22 Μαρτίου 2008. Έτσι, αφού από χρόνο της τελέσεώς της (22-3-2008) μέχρι και την συζήτηση της αναιρέσεως (2-11-2016) παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της με παραγραφή. Κατά συνέπεια, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της ως παραδεκτού και βάσιμου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη του, λόγω παραγραφής του αξιοποίνου της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1902/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Και
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου Κ. Σ. του Ε., κατοίκου ..., για το ότι: Στο Βόλο, στις 22-3-2008, ημέρα Σάββατο και μεταξύ των ωρών 13.15 έως 13.55, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 63, 66§1 του Ν. 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού με τον τίτλο "..." που λειτουργεί στο Βόλο, και στην οδό ..., εκτέλεσε δημόσια και έκανε προσιτές σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, μουσικές συνθέσεις και τραγούδια, που προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα εταιρία "..." (Ελληνική Εταιρία Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας), ύστερα από μεταβίβαση των πνευματικών δικαιωμάτων από τους Έλληνες Δημιουργούς (συνθέτες και στιχουργούς) ή τις αντίστοιχες αλλοδαπές εταιρείες συγγραφέων, συνθετών και εκδοτών μουσικής, χωρίς την κατά νόμο απαιτούμενη έγγραφη άδεια της, δηλαδή ως υπεύθυνος του ανωτέρω ραδιοφωνικού σταθμού λειτουργούσε αυτόν μεταδίδοντας ραδιοφωνικά στους ακροατές του σταθμού αυτού τις παρακάτω δειγματοληπτικά αναφερόμενες μουσικές συνθέσεις και τραγούδια. ΤΙΤΛΟΣ- ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ: ....
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2016.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Πνευματική ιδιοκτησία. Αναίρεση Εισαγγελέα. Λόγος αναιρέσεως εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και στέρηση νόμιμης βάσης. Βάσιμος ο λόγος. Δέχεται την αναίρεση. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λογω παραγραφής. | Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα | Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Πνευματική ιδιοκτησία, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα . | 0 |
Αριθμός 1433/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Δ. Π. του Κ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ 518/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαρτίου 2016 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση .
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται, Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 20 Απριλίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ι. Μ. και από το υπό ημερομηνία 19 Απριλίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...1-4-2016 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Περαιτέρω, η πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση που γίνεται ανεξάρτητα από τέλεση και εγκλήματος φοροδιαφυγής, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, η οποία προβλεπόταν και τιμωρείτο από το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 2523/1997, στο οποίο οριζόταν ότι "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών", δεν κατέστη ανέγκλητη με μεταγενέστερο επιεικέστερο νόμο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα στην αναίρεσή της, αλλά συνεχίζει να αποτελεί έγκλημα, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. α’ του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος". Τούτο δε διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχει παραδοχή ότι τα επίμαχα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του Ν.4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρ. 8 του Ν.4337/2015 (αντίστοιχες των προϊσχυσασών παραβάσεων των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997) και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο -μόνο επί συνδρομής της προϋποθέσεως, ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τον ανωτέρω σκοπό- ήδη ισχύουσας διατάξεως του άρθρου 66 παρ.5 εδ. γ’ του Ν. 4174/2013, κατά την οποία στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για τη συντέλεση παραβάσεων φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, λόγω καθιερώσεως, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων. Κατά συνέπεια, αφού δεν συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. άρθρ. 511 εδ. τελευταίο και 514 εδ. γ’ περ. β’ Κ.Ποιν.Δ.) και αφού η αναιρεσείουσα, παρόλο που κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί (άρθρ. 514 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ.) και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Μαρτίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της Δ. Π. του Κ. και Α. για αναίρεση της 518/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία ασκήθηκε με τη σύνταξη της …2016 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως της αναιρεσείουσας παρά τη νόμιμη κλήτευσή της και μη υπάρξεως περιπτώσεως αυτεπαγγέλτου εφαρμογής επιεικέστερου νόμου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 2 |
Αριθμός 1408/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ε. Π. του Γ., 2. Θ. Ε. του Κ., 3. Κ. Π. του Μ., κάτοικοι ... από τους οποίους οι πρώτος και δεύτερος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρυσόστομο Βελάκη και ο τρίτος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κογκαλίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1071/2016. απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας.
Mε πολιτικώς ενάγων τον Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 και 28 Δεκεμβρίου 2016 τρεις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προσκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) η από 22-12-2016 αίτηση του Κ. Π. του Μ., η οποία κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Καβάλας με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...12-2016, 2) η από 28-12-2016 (με αρ. πρωτ. .../29-12-16) αίτηση - δήλωση του Ε. Π. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29-12-2016 και 3) η από 28-12-2016 (με αρ. πρωτ. .../29-12-16) αίτηση -δήλωση του Θ. Ε. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29-12-2016, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 1071/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας που δίκασε κατ’ έφεση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα Ζ. Ι. του Αστυνομικού Τμήματος …, ο πολιτικώς ενάγων Γ. Π. του Ι. κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...25-1-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α’ και β’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση των αναιρεσειόντων, πρέπει να συζητηθούν σαν να ήταν παρών και ο πολιτικώς ενάγων, αφού ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο.3 Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδ. α’ του Π.Κ. "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του Π.Κ., κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται, να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, τη κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όπου για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπόχρεου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση η συνδρομή αυτής της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Περαιτέρω από τις διατάξεις του Ν. 3850/2010 "Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων", ο οποίος ισχύει από 1Π Ιουλίου 2010 και οι διατάξεις του οποίου αντικατέστησαν τις όμοιες διατάξεις του Ν.1568/1985 (βλ. άρθρο δεύτερο -ακροτελεύτιο- παρ. 1 και 3 Ν.3850/2010), ορίζονται τα εξής. "Ο παρών κώδικας έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία" (άρθρ.1 εδ. α). "Οι διατάξεις του κώδικα εφαρμόζονται, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα" (αρθρ. 2 παρ. 1). "Για την εφαρμογή του παρόντος, νοείται ως: α) ... β) Εργοδότης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο και έχει την ευθύνη για την επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση" (αρθρ. 3 παρ. 1 περ. β). "Στις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας, σύμφωνα και με το άρθρο 12 παράγραφος 4" (αρθρ. 8 παρ. 1). "Ο τεχνικός ασφάλειας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφάλειας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο. Ειδικότερα ο τεχνικός ασφάλειας: α) συμβουλεύει σε θέματα σχεδιασμού, προγραμματισμού, κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων, εισαγωγής νέων παραγωγικών διαδικασιών, προμήθειας μέσων και εξοπλισμού, επιλογής και ελέγχου της αποτελεσματικότητας των ατομικών μέσων προστασίας, καθώς και διαμόρφωσης και διευθέτησης των θέσεων και του περιβάλλοντος εργασίας και γενικά οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, β) ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία τους, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων ή τη διεύθυνση της επιχείρησης" (αρθρ. 14). "Για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας ο τεχνικός ασφάλειας έχει υποχρέωση: α) να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγείας και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισης της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους, β) ... γ) να ερευνά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων, να αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών του και να προτείνει μέτρα για την αποτροπή παρόμοιων ατυχημάτων, .... Για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση ο τεχνικός ασφάλειας έχει υποχρέωση: α) να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους" (αρθρ. 15 παρ. 1 περ. α’ και γ’ και 2 περ. α’ ). "Ο εργοδότης οφείλει να συντηρεί τους τόπους εργασίας και να μεριμνά για την κατά το δυνατό άμεση αποκατάσταση των ελλείψεων, που έχουν σχέση με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Αν από τις ελλείψεις αυτές προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία, στο σημείο που εμφανίζονται οι ελλείψεις, μέχρι την αποκατάσταση τους" (αρθρ. 31 παρ. 1). "Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων. Αν ο εργοδότης προσφεύγει σε άτομα εκτός της επιχείρησης ή σε ΕΞ.ΥΠ.Π. για την ανάθεση των καθηκόντων τεχνικού ασφάλειας ή/και ιατρού εργασίας, αυτό δεν τον απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις του στον τομέα αυτό. Οι υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας, του ιατρού εργασίας και των εκπροσώπων των εργαζομένων δεν θίγουν την αρχή της ευθύνης του εργοδότη. ... Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων, β)... γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, ... στ) να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, ... Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5, βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, β) εκτίμηση των κινδύνων που δεν μπορούν να αποφευχθούν, γ) προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, ειδικότερα όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, καθώς και την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας και των μεθόδων εργασίας και παραγωγής, προκειμένου ιδίως να μετριασθεί η μονότονη και ρυθμικά επαναλαμβανόμενη εργασία και να μειωθούν οι επιπτώσεις της στην υγεία, δ) αντικατάσταση του επικινδύνου από το μη επικίνδυνο ή το λιγότερο επικίνδυνο," (αρθρ. 42 παρ. 1, 2, 3, 5, 6 περ. α’ , γ’ και στ’ και 7 περ. α’ , β’ , γ’ και δ’ ). "Ο εργοδότης οφείλει: α) ... β) Να καθορίζει τα μέτρα προστασίας που πρέπει να ληφθούν και, αν χρειαστεί το υλικό προστασίας που πρέπει να χρησιμοποιηθεί" (αρθρ. 43 παρ. 1 περ. β’ ). "Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας, για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων ευρώ (900,00 Ε) ή και με τις δύο αυτές ποινές. ... Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων από αμέλεια οι παραπάνω δράστες τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή" (αρθρ. 72 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ ). Και "Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Υ.Α.Ε., καθορίζονται τα μέτρα υγιεινής, ασφάλειας και προστασίας της υγείας των εργαζομένων, που πρέπει να λαμβάνονται για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου κατά ειδικές εργασίες, είδη εργασιών ή δραστηριότητες για την εφαρμογή του παρόντος κώδικα. Τα προεδρικά αυτά διατάγματα μπορεί να προβλέπουν και σταδιακή εφαρμογή των μέτρων που καθορίζουν" (αρθρ. 73 παρ. 1). Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Π.Δ. 16/1996, που εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων προς τις διατάξεις της οδηγίας 89/654/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30ης Νοεμβρίου 1989 και που καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας (αρθρ. 1 παρ. 1 και 2 Π.Δ. 16/1996), ορίζεται ότι: "Οι χώροι εργασίας που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995 πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που περιέχονται στο παράρτημα II του άρθρου 10 του παρόντος διατάγματος, το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία αυτή" και στο άρθρο 10 παράρτημα II ορίζονται, μεταξύ άλλων, "13. Προστασία από πτώσεις και πτώση αντικειμένων - Ζώνες κινδύνου 13.1. θέσεις εργασίας, διάδρομοι, εξέδρες, πλατύσκαλα, πεζογέφυρες, κεκλιμένα επίπεδα και κάθε άλλο δάπεδο που έχουν πρόσβαση οι εργαζόμενοι και που βρίσκεται σε ύψος μεγαλύτερο του 0.75 μέτρα πρέπει να έχει σε κάθε ελεύθερη πλευρά προστατευτικό έναντι πτώσης προπέτασμα. Το προστατευτικό προπέτασμα πρέπει να έχει ύψος τουλάχιστον 1.00 μέτρο από το δάπεδο, να είναι συμπαγές στηθαίο ή κιγκλίδωμα με χειρολισθήρα (κουπαστή), θωράκιο (σοβατεπί) ύψους τουλάχιστον 0.15 μέτρα και ράβδο μεσοδιαστήματος ή αντ’ αυτής να έχει πλέγμα ή άλλη κατάλληλη κατασκευή που να μην επιτρέπει την διαμέσου χειρολισθήρα και θωρακίου πτώση εργαζομένου. ... 23. Εξωτερικοί χώροι εργασίας (ιδιαίτερες διατάξεις)... 23.2. περ. δ’ Εφόσον οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε εξωτερικές θέσεις εργασίας, αυτές πρέπει να διευθετούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εργαζόμενοι: α) ... δ) Να μην κινδυνεύουν να γλιστρήσουν ή να πέσουν" και στο άρθρο 12 παρ. 2 του ίδιου Π.Δ. 2 ότι "Σε κάθε εργοδότη, κατασκευαστή, παρασκευαστή, εισαγωγέα ή προμηθευτή, που παραβαίνει από αμέλεια ή πρόθεση τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 25 του Ν. 2224/94", το οποίο άρθρο 25 του Ν. 2224/94 ορίζει, όπως και το προαναφερθέν άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 3850/2010 που το αντικατέστησε (βλ. άρθρο δεύτερο παρ. 1 Ν.3850/2010), ότι "Κάθε εργοδότης, κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προμηθευτής, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας του νόμου αυτού και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων από αμέλεια οι παραπάνω δράστες τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή". Ακόμη, από το Π.Δ. 395/1994, που εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ, ορίζεται στο άρθρο 9 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι αριθ. 2.23 ότι: "Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται". Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις και κυρίως από τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 εδ. α και γ του Ν. 3850/2010, αλλά και από τις διατάξεις των άρθρων 25 του Ν. 2224/1994 και 12 παρ. 2 του Π.Δ.16/1996 που ίσχυαν πριν καταργηθούν από το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3850/2010, ποινική ευθύνη για την παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της, έχει μόνον ο εργοδότης, δηλαδή το πρόσωπο που συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο και έχει την ευθύνη για την επιχείρηση ή και την εγκατάσταση και όταν αυτό είναι νομικό πρόσωπο, το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που το διευθύνουν και το διοικούν και έχουν την ευθύνη για την επιχείρηση του, όπως είναι επί νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρείας ο Διευθύνων Σύμβουλος και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και όχι και ο τεχνικός ασφάλειας της επιχειρήσεως που εργάζονται οι εργαζόμενοι, ο οποίος, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 3850/2010, επιβλέπει και ελέγχει την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, ο οποίος ευθύνεται ποινικά μόνον για σωματική βλάβη ή θάνατο που προκλήθηκε από αμέλεια του κατά την άσκηση των καθηκόντων του σε εργαζόμενο στην επιχείρηση. Μάλιστα και η ποινική ευθύνη του εργοδότη για την παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της, αν μεν αυτή οφείλεται σε δόλο του τιμωρείται αυστηρότερα με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι (6) μηνών μέχρι πέντε (5) έτη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 900 ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές, αν δε αυτή οφείλεται σε αμέλεια του τιμωρείται ελαφρότερα με ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ( αρθρ. 72 παρ. 1 εδ. α και γ του Ν. 3850/2010). Τέλος, με το άρθρο 8 παρ. 3.α. του Ν. 4198/2013, που ισχύει από 11-10-2013 (βλ. αρθρ. 10 Ν. 4198/2013), ορίζεται ότι: "Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.8.2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη". Έτσι, ο εργοδότης που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της και που τιμωρείται με φυλάκιση από 6 μήνες μέχρι πέντε έτη δεν εμπίπτει στην ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3.α. του Ν. 4198/2013 περί υφ’ όρον παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως του, ενώ ο εργοδότης που παραβαίνει από αμέλεια τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της και που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος εμπίπτει στην ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3.α. του Ν. 4198/2013 περί υφ’ όρον παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως του και εφόσον τέλεσε την πράξη του μέχρι 31-8-2013, παραγράφεται το αξιόποινο της πράξεως του υπό τον όρο ότι δεν θα υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του Ν. 4198/2013 σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, οπότε συνεχίζεται η εναντίον του ποινική δίωξη που έπαυσε λόγω της υφ’ όρον παραγραφής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στη προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση του κήρυξε ενόχους όλους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο και της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως του άρθρου 9 παράρτημα Ι περ. 2.23 του Π.Δ. 395/1994 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 2224/1994 και τους πρώτο και δεύτερο από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, δηλαδή τον Κ. Π. και Ε. Π., ενόχους και της παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 13.1 και 23.5δ παραρτήματος II του Π.Δ. 16/1996 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 2224/1994 και αφού αναγνώρισε σε όλους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, καταδίκασε τον καθένα αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για την σωματική βλάβη από αμέλεια και σε φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών για κάθε μία από τις άλλες αξιόποινες πράξεις που τους έκρινε ενόχους και επέβαλε κατά συγχώνευση στον καθένα από τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες Κ. Π. και Ε. Π. συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών και στον τελευταίο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Θ. Ε. συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε ως προς όλους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του το δίκασαν δικαστήριο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ’ είδος στην προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο, τις απολογίες των κατηγορούμενων, αλλά και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τις απογευματινές ώρες της 18-12-2010, στη ... στην επιχείρηση με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία ασχολείται με την παραγωγή και επεξεργασία υδρογονανθράκων, της οποίας ο πρώτος κατηγορούμενος, Κ. Π. του Μ., τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος, ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Π. του Γ., πρόεδρος του Δ. Σ. αυτής και ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Ε. του Κ., τεχνικός ασφαλείας της ιδίας εταιρείας, ο πολιτικώς ενάγων Γ. Π. του Ι., εργαζόμενος στις εγκαταστάσεις πετρελαίου αυτής ως χειριστής παραγωγής, έλαβε εντολή από το θάλαμο ελέγχου να μεταβεί στη μονάδα θείου για να ρυθμίσει χειροκίνητα βάνα που αφορούσε την παροχή αέρα. Η συγκεκριμένη βάνα από την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου το έτος 1981 ρυθμιζόταν αυτόματα, αλλά τους τελευταίους δύο μήνες ρυθμιζόταν χειροκίνητα λόγω μείωσης των ροών πετρελαίου. Έτσι σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής, ανέβηκε μέσω σκάλας σε πατάρι ύψους τεσσάρων (4) μέτρων και μετά σε σωλήνα που βρισκόταν σε ύψος πενήντα (50) εκατοστών πάνω από το πατάρι διατομής δεκαπέντε (15) εκατοστών με μόνωση που διέρχεται παράλληλα με το άκρο του παταριού και βρέθηκε στην εξωτερική πλευρά του παταριού έμπροσθεν της βάνας, προκειμένου να ρυθμίσει αυτή (βάνα), η οποία ήταν στραμμένη προς την εξωτερική πλευρά του παταριού, στηριζόμενος με την πλάτη του σε μεταλλικό σωλήνα πάχους δύο (2) ιντσών που βρισκόταν σε ύψος 1,5 μέτρων από την επιφάνεια του παταριού. Σημειωτέον ότι ο πολιτικώς ενάγων, όπως και άλλοι εργαζόμενοι, δεν προέβαιναν σε ρύθμιση της βάνας χειροκίνητα, η οποία γινόταν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους, από την εσωτερική πλευρά του παταριού καθόσον από τη θέση αυτή οι ενδείξεις ήταν αντίστροφες και δυσχέραιναν αυτούς στο χειρισμό της βάνας αλλά από την εξωτερική πλευρά προκειμένου ευκολότερα να ρυθμίζουν αυτή (βάνα). Επίσης προέβαιναν σε χειρισμό της βάνας όχι με βανόκλειδο, το οποίο ήταν μεγάλο και δύσχρηστο, αλλά με μικρό κάβουρα, προκειμένου με λεπτούς χειρισμούς να επιτύχουν ακριβή ρύθμιση αυτής. Στο σημείο αυτό μόλις ο πολιτικώς ενάγων έβγαλε από τη τσέπη του μικρό κάβουρα προκειμένου να ρυθμίσει τη βάνα, υποχώρησε ο μεταλλικός σωλήνας (τσέρκι) στον οποίο στηριζόταν με την πλάτη του, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο έδαφος από ύψος τεσσάρων (4) μέτρων. Από τη πτώση του αυτή, ο πολιτικώς ενάγων υπέστη κάταγμα του 8ου θωρακικού σπονδύλου λόγω πτώσεως εξ ύψους μετά συνοδού τραυματισμού του νωτιαίου μυελού, επιπλοκή από λοίμωξη της μήνιγγος, θλάση πνευμόνων, διενεργηθείσα χειρουργική επέμβαση αποσυμπιέσεως του μυελού διά επεκτάσεως της αρχικής πεταλεκτομής, διενεργηθείσης σπονδυλοδεσίας και τοποθετήσεως οστικού αλλομοσχεύματος, παραπληγία από τη μεσότητα του κορμού και κάτω με πλήρη έκπτωση της κινητικής και αισθητικής λειτουργίας από τη μέση και κάτω και φυσικά των άκρων, υποδόριο οίδημα κατά το δεξιό κάτω άκρο άνευ θρομβώσεως. Σημειωτέον ότι το πατάρι πάνω στο οποίο βρισκόταν η βάνα δεν διέθετε στην εξωτερική του πλευρά προστατευτικό προπέτασμα. Επομένως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, με τις ανωτέρω ιδιότητες τους, επέτρεψαν στον πολιτικώς ενάγοντα να πάει στη μονάδα του θείου και να ρυθμίσει χειροκίνητα βάνα για παροχή αέρα ανεβαίνοντας σε πατάρι ύψους τεσσάρων(4) μέτρων, χωρίς να έχουν λάβει όλα τα προστατευτικά μέτρα για να μπορεί να εκτελεστεί η ως άνω εργασία με ασφάλεια, καθώς, παρά το γεγονός ότι ο ως άνω πολιτικώς ενάγων εκτελούσε επικίνδυνη εργασία, δεν φρόντισαν για την ασφαλή παραμονή του στη συγκεκριμένη θέση εργασίας, στην οποία ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση ήταν ορατός και ειδικότερα δεν φρόντισαν ώστε το πιο πάνω αναφερόμενο πατάρι να διαθέτει και σε εκείνο το τμήμα του που χρησιμοποιούνταν για τη χειροκίνητη ρύθμιση της βάνας προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο, με αποτέλεσμα αυτός (πολιτικώς ενάγων) για να φτάσει στη χειροκίνητη βάνα, να πατήσει πάνω σε οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών με μόνωση, που διέρχεται παράλληλα με το άκρο του παταριού, και με την πλάτη γυρισμένη στο κενό, για να φτάσει την βάνα, να ακουμπήσει σε έναν οριζόντιο σωλήνα παροχής αέρα, διαμέτρου 2 ιντσών, που υπήρχε σε ύψος περίπου 1,5 μέτρου από το πατάρι, να υποχωρήσει ο σωλήνας από τη στήριξη του και ο παθών πριν προλάβει να αντιδράσει να πέσει και να βρεθεί στο έδαφος κατά παράβαση των άρθρων 9 παρ. 2.23 παραρτ. ΠΔ 395/1994 και αρθρ. 9 παρ. 13.1 σε συνδ. παρ.23.5δ’ παραρτ. II ΠΔ 16/1996. Επίσης και ο τέταρτος κατηγορούμενος ως τεχνικός ασφαλείας της επιχείρησης στα καθήκοντα του οποίου αναγόταν η τακτική επιθεώρηση των θέσεων εργασίας από πλευράς υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, η αναφορά στη διοίκηση οποιασδήποτε παράλειψης των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και οι προτάσεις προς αυτή για λήψη μέτρων ασφαλείας, παρά το γεγονός ότι με αφορμή την αλλαγή της διαδικασίας ρύθμισης παροχής αέρα με χειροκίνητη βάνα, γνώριζε για τον κίνδυνο πτώσης από το σημείο του παταριού που δεν είχε προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης δεν ενημέρωσε τη διοίκηση για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η νέα θέση εργασίας, προκειμένου να ληφθούν όλα τα προαναφερθέντα αναγκαία μέτρα (τοποθέτηση κουπαστής-ράβδου μεσοδιαστήματος με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο) κατά παράβαση του άρθρου 48 παρ.1, 2δ Ν.3850/2010. Το γεγονός ότι είχαν γίνει οι σχετικοί έλεγχοι και είχαν εκδοθεί πιστοποιητικά ασφαλούς λειτουργίας από ελεγκτικούς μηχανισμούς δεν αναιρεί την ευθύνη του πρώτου των κατηγορουμένου, ο οποίος παρά το γεγονός ότι κατά το τελευταίο δίμηνο προ του ατυχήματος λάμβανε χώρα η διαδικασία χειροκίνητης ρύθμισης της βάνας, δεν προέβλεψε τη δυνατότητα κινδύνου για τους εργαζόμενους από τη χρήση της νέας θέσης εργασίας, απορριπτόμενου του ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Όσον αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο, αντιπρόεδρο του Δ. Σ. της εταιρείας, αυτός δεν υπέχει ποινική ευθύνη καθόσον κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης δεν αναπλήρωνε τον πρόεδρο του Δ.Σ., ο οποίος εκτελούσε κανονικά τα καθήκοντα του, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 του κωδικοποιημένου της εταιρείας, τον πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Τέλος, αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω εταιρεία δια του διευθυντή του εργοστασίου της προέβη σε αναγγελία εργατικού ατυχήματος στο ΣΕΠΕ την Δευτέρα 20-12-2010.Δεν ήταν δε δυνατό το ατύχημα να αναγγελθεί εντός 24ωρου στο ΣΕΠΕ καθόσον έλαβε χώρα απογευματινές ώρες του Σαββάτου 18-12-2010 και η ανωτέρω υπηρεσία κατά τις ημέρες και ώρες του Σαββατοκύριακου δεν είναι ανοιχτή στο κοινό και επομένως δεν υπήρξε πρόθεση των τριών πρώτων κατηγορουμένων να μην προβούν σε αναγγελία εντός 24ωρου από την τέλεση του εργατικού ατυχήματος και επομένως για την πράξη αυτή (υπό στοιχείο 2) πρέπει να κηρυχθούν αθώοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος των κατηγορουμένων πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αξιόποινων πράξεων της σωματικής βλάβης από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, της παράβασης του άρθρου 9 παρ. 2.23 παραρτ. ΠΔ 395/1994,48 παρ. 1,2δ Ν.3850/2010 και αρθρ. 9 παρ. 13.1 σε συνδ. παρ. 23.5δ’ παραρτ. II ΠΔ 16/1996 σε συνδ. με αρθ. 25παρ.1α’ Ν.2224/1994, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος αθώος αυτών". Στη συνέχεια το Δικαστήριο, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, επί λέξει, ως εξής: "
Κηρύσσει τον 1° κατηγορούμενο (Π. Κ. του Μ.), τον 2° κατηγορούμενο (Π. Ε. του Γ.) και τον 4° κατηγορούμενο (Ε. Θ. του Κ.) ένοχους για την 1η και 3η πράξη, ήτοι του ότι: 1) την 18-12-2010, στη ... και συγκεκριμένα στην επιχείρηση με την επωνυμία "... Α.Ε.", από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις λόγω του επαγγέλματος τους και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους και προκάλεσαν σωματική βλάβη σε άλλο άτομο. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος, Κ. Π. του Μ., ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Π. του Γ., ως πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Ε. του Κ., ως τεχνικός ασφαλείας της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις λόγω του επαγγέλματος τους και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους και προκάλεσαν σωματική βλάβη στον Γ. Π. του Ι., χειριστή παραγωγής στην ως άνω εταιρεία και συγκεκριμένα ο πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων επέτρεψαν στον παθόντα, Γ. Π. του Ι., να πάει στη μονάδα του θείου και να ρυθμίσει με χειροκίνητη βάνα την παροχή αέρα ανεβαίνοντας σε πατάρι ύψους 4 μέτρων, χωρίς να έχουν ληφθεί όλα τα προστατευτικά μέτρα για να μπορεί να εκτελεστεί η ως άνω εργασία με ασφάλεια, καθώς παρά το γεγονός ότι ο ως άνω παθών εκτελούσε επικίνδυνη εργασία, δεν φρόντισαν για την ασφαλή παραμονή του ως άνω εργαζομένου - παθόντα στη συγκεκριμένη θέση εργασίας, στην οποία ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση ήταν ορατός και ειδικότερα δεν φρόντισαν ώστε το πιο πάνω αναφερόμενο πατάρι να διαθέτει και σε εκείνο το τμήμα προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο, με αποτέλεσμα ο παθών για να φτάσει στη χειροκίνητη βάνα, να πατήσει πάνω σε οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών με μόνωση, που διέρχεται παράλληλα με το άκρο του παταριού, και με την πλάτη γυρισμένη στο κενό, για να φτάσει την βάνα, να ακουμπήσει σε έναν οριζόντιο σωλήνα παροχής αέρα, διαμέτρου 5 εκατοστών, που υπήρχε σε ύψος περίπου 1,5 μέτρου από το πατάρι, να υποχωρήσει ο σωλήνας από τη στήριξη του και ο παθών πριν προλάβει να αντιδράσει να πέσει και να βρεθεί στο έδαφος και να υποστεί από την πτώση του αυτή, κάταγμα του 8ου θωρακικού σπονδύλου λόγω πτώσεως εξ ύψους μετά συνοδού τραυματισμού του νωτιαίου μυελού, επιπλοκή από λοίμωξη της μήνιγγος, θλάση πνευμόνων, διενεργηθείσα χειρουργική επέμβαση αποσυμπιέσεως του μυελού δια επεκτάσεως της αρχικής πεταλεκτομής, διενεργηθείσης σπονδυλοδεσίας και τοποθετήσεως οστικού αλλομοσχεύματος, παραπληγία από τη μεσότητα του κορμού και κάτω με πλήρη έκπτωση της κινητικής και αισθητικής λειτουργίας από τη μέση και κάτω και φυσικά των άκρων, υποδόριο οίδημα κατά το δεξιό κάτω άκρο άνευ θρομβώσεως, ενώ ο τέταρτος των κατηγορουμένων με αφορμή την αλλαγή της διαδικασίας ρύθμισης παροχής αέρα με χειροκίνητη βάνα παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τον κίνδυνο πτώσης από το σημείο του παταριού που δεν είχε προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης δεν ενημέρωσε τη διοίκηση για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η νέα θέση εργασίας προκειμένου να ληφθούν όλα τα προαναφερθέντα αναγκαία μέτρα (τοποθέτηση κουπαστής-ράβδου μεσοδιαστήματος με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο). 2) Στη ..., στις 18-12-2010, δεν έλαβαν τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για την ασφαλή πρόσβαση και παραμονή των εργαζομένων σε πατάρι ύψους τεσσάρων (4)μέτρων στο όπου βρισκόταν βάνα ρυθμιζόμενη χειροκίνητα, στην οποία ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση ήταν ορατός και συγκεκριμένα το πατάρι δεν διέθετε και σε εκείνο το τμήμα προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέτρο". Και "
Κηρύσσει τον 1° κατηγορούμενο (Π. Κ. του Μ.) και τον 2° κατηγορούμενο (Π. Ε. του Γ.) ένοχους για την 4η πράξη, ήτοι του ότι: Ο πρώτος και ο δεύτερος των κατηγορουμένων, Κ. Π. του Μ. και Ε. Π. του Γ., στη ..., στις 18-12-2010, ως εργοδότες, δεν εξασφάλισαν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος, Κ. Π. του Μ., ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Π. του Γ., ως πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", δεν έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών ρύθμισης με χειροκίνητη βάνα της παροχής αέρα στη μονάδα του θείου, που θα απέτρεπαν τον κίνδυνο πτώσης κάθε εργαζομένου σε αυτό και ειδικότερα δεν φρόντισαν ώστε το πατάρι να διαθέτει και σε εκείνο το τμήμα της βάνας προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή- ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο, ώστε να είναι ασφαλής η πρόσβαση και παραμονή των εργαζομένων στη συγκεκριμένη θέση εργασίας". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ του Ν. 3850/2010, αλλά και της όμοιας διατάξεως του άρθρου 25 του Ν.2224/1994 που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και που είχε καταργηθεί με το άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν. 3850/2010, κήρυξε ένοχο και καταδίκασε και τον τρίτο αναιρεσείοντα και τεχνικό ασφαλείας Θ. Ε. για το ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για την ασφαλή πρόσβαση και παραμονή των εργαζομένων σε πατάρι ύψους τεσσάρων (4) μέτρων, αφού όπως προαναφέρθηκε για τη μη λήψη των μέτρων προστασίας και ασφάλειας των εργαζομένων που ορίζονται από το νόμο ευθύνονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 72 του Ν. 3850/2010, που καθιερώνουν ιδιαίτερα εγκλήματα, κάθε εργοδότης, καθώς και κάθε κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προμηθευτής και όχι και ο τεχνικός ασφαλείας της επιχειρήσεως, αφετέρου δε δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την επιβαλλόμενη κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, αλλά η αιτιολογία της περιέχει ασάφειες, ελλείψεις και λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., 72 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ του Ν. 3850/2010, αλλά και της όμοιας διατάξεως του άρθρου 25 του Ν.2224/1994 που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και που είχε καταργηθεί με το άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν. 3850/2010, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3.α. του Ν. 4198/2013. Ειδικότερα, ως προς την σωματική βλάβη από αμέλεια, ενώ δέχεται ότι την τέλεσαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, οι δύο πρώτοι, Δ/νων Σύμβουλος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας στην οποία εργαζόταν ο παθών, παραλείποντας να λάβουν τα μέτρα ασφαλείας που ως εργοδότες είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λάβουν με βάση τους προαναφερθέντες επιτακτικούς κανόνες και συγκεκριμένα παραλείποντας να τοποθετήσουν προστατευτικό προπέτασμα (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) στο κατάλληλο ύψος που να αποτρέπει την πτώση των εργαζομένων από το πατάρι, το οποίο πατάρι δέχεται ότι αποτελούσε τη θέση εργασίας για τη ρύθμιση με βανόκλειδο της βάνας παροχής αέρα χειροκίνητα και ο τρίτος, τεχνικός ασφάλειας της επιχειρήσεως, παραλείποντας να ασκήσει τα καθήκοντα του ως τεχνικός ασφάλειας για να διαπιστώσει και να ενημερώσει τους ως άνω εργοδότες, όπως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο από τους προαναφερθέντες επιτακτικούς κανόνες, για το ότι έπρεπε για την ασφάλεια των εργαζομένων και την προστασία τους να τοποθετηθεί προστατευτικό προπέτασμα (κουπαστή-ράβδος μεσοδιαστήματος) στο κατάλληλο ύψος που να αποτρέπει την πτώση των εργαζομένων από το πατάρι, ταυτόχρονα, εντελώς αντιφατικά, δέχεται και ότι ο παθών εργαζόμενος δεν έπεσε από το πατάρι εξαιτίας του ότι έλειπε και δεν είχε τοποθετηθεί προστατευτικό προπέτασμα (κουπαστή-ράβδος μεσοδιαστήματος) στο κατάλληλο ύψος που να αποτρέπει την πτώση των εργαζομένων από αυτό, αλλά από έναν οριζόντιο σωλήνα με μόνωση, που βρισκόταν έξω από το πατάρι και διερχόταν παράλληλα με αυτό, διαμέτρου 15 εκατοστών, στον οποίο ανέβηκε με την πλάτη γυρισμένη στο κενό και ακουμπώντας με αυτήν σε έναν άλλο οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου πέντε εκατοστών (2 ιντσών) που βρισκόταν και αυτός εκτός παταριού και σε ύψος περίπου 1,5 μέτρου από το πατάρι, ο οποίος υποχώρησε, με συνέπεια να πέσει αυτός από το σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών στον οποίο είχε ανέβει και πατούσε για να ρυθμίσει τη βάνα παροχής αέρα, δεχόμενο επίσης ότι ο παθών, όπως και άλλοι εργαζόμενοι, προς διευκόλυνση του, δεν ρύθμιζε την βάνα παροχής αέρα από το πατάρι με βανόκλειδο, επειδή το βανόκλειδο είναι βαρύ και οι ενδείξεις της βάνας από το πατάρι φαινόντουσαν ανάποδα, αλλά με μικρό κάβουρα βγαίνοντας από το πατάρι και ανεβαίνοντας και πατώντας πάνω στον σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών που διερχόταν εκτός παταριού, σε ύψος 50 εκατοστών απ’ αυτό και παράλληλα μ’ αυτό, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει αν οι αναιρεσείοντες γνώριζαν ότι η ρύθμιση της βάνας χειροκίνητα γινόταν όχι από το πατάρι με βανόκλειδο, αλλά και με τον ως άνω αναφερόμενο τρόπο προς διευκόλυνση των εργαζομένων και παρά ταύτα το επέτρεπαν, αλλ’ ούτε και αν η τοποθέτηση στο πατάρι προστατευτικού προπετάσματος (κουπαστής-ράβδου μεσοδιαστήματος) στο κατάλληλο ύψος θα εμπόδιζε τους εργαζομένους να ανεβαίνουν στο σωλήνα που βρισκόταν έξω και παράλληλα με το πατάρι για να ρυθμίζουν ευκολότερα τη βάνα παροχής αέρα με κάβουρα και θα τους ανάγκαζε να την ρυθμίζουν με βανόκλειδο από το πατάρι, που ήταν και η θέση εργασίας για τη ρύθμιση της, για να κριθεί αν δέχεται ότι το αποτέλεσμα της πτώσης και της σωματικής βλάβης του παθόντος τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την παράλειψη των κατηγορουμένων να μεριμνήσουν για την τοποθέτηση στο πατάρι προστατευτικού προπετάσματος (κουπαστής-ράβδου μεσοδιαστήματος). Επίσης και ως προς τα πλημμελήματα της μη λήψεως των προβλεπομένων από το νόμο μέτρων προστασίας και ασφάλειας των εργαζομένων από μέρους των δύο πρώτων αναιρεσειόντων Κ. Π., Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας εταιρείας και Ε. Π., Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εργοδότριας εταιρείας, που είχαν την ευθύνη για την επιχείρηση της εργοδότριας και για τις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως της και κατά το νόμο θεωρούνται εργοδότες (βλ. αρθρ. 3 παρ. 1 περ. β Ν. 3850/2010), η προσβαλλόμενη απόφαση παρουσιάζει στην αιτιολογία της ασάφεια και έλλειψη, αφού δεν προσδιορίζει και δεν διασαφηνίζει αν τα ως άνω πλημμελήματα τέλεσαν οι ως άνω δύο πρώτοι αναιρεσείοντες με πρόθεση ή από αμέλεια, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος του αν ορθά το δίκασαν δικαστήριο εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 72 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ του Ν. 3850/2010 (όμοιο με το προϊσχύσαν άρθρο 25 του Ν. 2224/1994) και 8 παρ. 3.α. του Ν. 4198/2013 και τους καταδίκασε ή αν αυτό έπρεπε να παύσει την ποινική δίωξη εναντίον τους λόγω παραγραφής του αξιοποίνου τους υφ’ όρον και υπερέβη την εξουσία του καταδικάζοντας τους.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αναιρεσείοντες οι πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου ως προς την καταδίκη του τρίτου αναιρεσείοντος Θ. Ε. για το πλημμέλημα της μη λήψεως των καταλλήλων προστατευτικών μέτρων για την ασφαλή πρόσβαση και παραμονή των εργαζομένων σε πατάρι ύψους τεσσάρων (4) μέτρων και της ελλείψεως πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στερήσεως νομίμου βάσεως ως προς την καταδίκη όλων των αναιρεσειόντων για τα υπόλοιπα πλημμελήματα είναι βάσιμοι, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων των συνεκδικαζόμενων αναιρέσεων, πρέπει αυτές να γίνουν δεκτές, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς όλους τους αναιρεσείοντες και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Ποιν.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) την από 22-12-2016 αίτηση του Κ. Π. του Μ., η οποία κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Καβάλας με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...12-2016, 2) την από 28-12-2016 (με αρ. πρωτ. .../29-12-16) αίτηση - δήλωση του Ε. Π. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29-12-2016 και 3) την από 28-12-2016 (με αρ. πρωτ. .../29-12-16) αίτηση - δήλωση του Θ. Ε. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29-12-2016.
Δέχεται τις συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις.
Αναιρεί ως προς όλους τους αναιρεσείοντες την 1071/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναιρέσεις κατά αποφάσεως που καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για σωματική βλάβη από αμέλεια εργαζομένου και για μη λήψη προστατευτικών μέτρων και μέτρων ασφαλείας για τους εργαζομένους. Δέχεται αναιρέσεις για εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. | Σωματική βλάβη από αμέλεια | Αναιρέσεως παραδοχή, Σωματική βλάβη από αμέλεια. | 0 |
Αριθμός 1237/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας Α. Χ. του Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέργιο Γιαλάογλου για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ.809/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2016 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Παπαγεωργίου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη με αριθμό 118/1-8-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ’ άρθρο 528 1 ΚΠΔ την με ημερομηνία 23-3-2016 κατατεθείσα αίτηση της Α. Χ., κατοίκου ..., με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της με αριθμ. 809/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, για παθητική δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση (άρ. 235 παρ.1 Π.Κ.) και την επανάληψη της διαδικασίας και εκθέτω τα ακόλουθα: Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο αρμόδιο κατ’ άρθρο 528 § 1 ΚΠΔ Συμβούλιο του Αρείου Πάγου από τον δικηγόρο Ξάνθης Στέργιο Γιαλάογλου, νόμιμα προς τούτο εξουσιοδοτημένο από την αιτούσα (την 8-3-2016), στρέφεται κατά απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία η αιτούσα καταδικάστηκε στην παραπάνω αναφερόμενη ποινή και ζητεί την ακύρωση της απόφασης αυτής και την επανάληψη της διαδικασίας και η οποία περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 527 § 1 ΚΠΔ , που είναι η επίκληση νέων γεγονότων αγνώστων στους δικαστές που δίκασαν, τα οποία προέκυψαν μετά την δίκη και τα οποία καθιστούν φανερό ότι είναι αθώα των κατηγοριών βάσει των οποίων καταδικάστηκε. Η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη όπως προκύπτει από τις δύο υπ’ αρ. Πρωτ. .../2016 βεβαιώσεις των Γραμματέων της Εισαγγελίας του Αρείου και του Εφετείου Θράκης αντίστοιχα συνεπώς η αίτηση είναι νόμιμη, παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, για την οποία εκθέτω τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 525 §1 αριθμ. 2 κατά την οποία "Η ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα η κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1)
2) Εάν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε ..." προκύπτει ότι κατ’ αληθή έννοια της διάταξης αυτής για να υπάρξει περίπτωση επανάληψης διαδικασίας η οποία είναι έκτακτο ένδικο βοήθημα και αποσκοπεί στην κατά το δυνατό αποτροπή αδικιών σε βάρος των καταδικασμένων, την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και την αποτροπή απαραδέκτων για το συναίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων πρέπει να συντρέξουν οι κατά την παραπάνω διάταξη περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων είναι, 1) ο κατηγορούμενος να έχει καταδικασθεί για πλημμέλημα ή κακούργημα, 2) η απόφαση να είναι αμετάκλητη και 3) να προκόψουν μετά την οριστική καταδίκη του νέα γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία είτε μόνα είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα δε γεγονότα και αποδείξεις κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται όλα εκείνα τα οποία υπήρχαν μεν κατά τον χρόνο της εκδίκασης πλην όμως δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που τον δίκασε και έτσι παρέμειναν άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν. Τέτοια είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις μαρτύρων, ακόμη και νεώτερες εκείνων που έχουν εξετασθεί προηγουμένως, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές όσων είχαν τεθεί υπ’ όψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης με την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε καθιστούν φανερό και όχι πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερη πράξη (ΑΠ 13/1998 ΠΧ ΜΗ 661 ΑΠ 476/2005 ΠΧ ΝΕ 2005-987). Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του από την αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: "... η κατηγορουμένη είναι κτηνίατρος, υπάλληλος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προϊσταμένη του Σ.Υ.Κ.Ε. ..., στα καθήκοντα της οποίας ανάγονται μεταξύ άλλων και ο έλεγχος της καταλληλότητας προϊόντων ζωικής προέλευσης ... το φθινόπωρο του έτους 2008 η επιχείρηση της Ε. Θ. ενδιαφέρθηκε ... να εισάγει από την Τουρκία δίθυρα μαλακια από την τουρκική εταιρεία εκτροφής ... ... παρά το γνωστό στις αρμόδιες κτηνιατρικές υπηρεσίες γεγονός ότι η ως άνω τουρκική εταιρεία εκτροφής οστρακοειδών είχε σχετική καταχώρηση προειδοποίησης στο σύστημα ... (σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τρόφιμα και ζωοτροφές) και υπήρχε επομένως απαγόρευση από 18-1-2008 και για ένα έτος εισαγωγής των προϊόντων της σε χώρες της Ε.Ε. Λόγω ακαταλληλότητας των εμπορευμάτων της, γεγονός, που καθυστερημένα περιήλθε σε γνώση της επιχείρησης της Ε. Θ.. ... ο Τούρκος υπήκοος S. K. ... ως οδηγός του ... φορτηγού ψυγείου διεθνών μεταφορών ... μετέφερε στην Ελλάδα αλιεύματα από την Τουρκία για λογαριασμό εισαγωγικών επιχειρήσεων μεταξύ των οποίων είναι και η εταιρεία "...". Ο ως άνω οδηγός ... κατέβαλε στην κατηγορουμένη ποσό 100 ευρώ συνολικά παραδίδοντας σ’ αυτήν τα υπ’ αρ. ... χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας 50 ευρώ το καθένα, τα οποία είχαν προηγουμένως προσημειωθεί από την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Β. Ελλάδας, από το ως άνω δε καταβληθέν ποσό των 100 ευρώ, το ποσό των 55 ευρώ αντιστοιχούσε στα νόμιμα κτηνιατρικά τέλη ... ενώ το ποσό των 45 ευρώ καθώς και 6 κιλά ψάρια τύπου "συναγρίδα", που παρέδωσε στην κατηγορουμένη, αντιστοιχούσαν σε δώρο, προκειμένου να γίνει η συγκεκριμένη εισαγωγή, χωρίς έλεγχο καταλληλότητας των εισαγομένων αλιευμάτων, ... ". Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την αιτούσα - κατηγορούμενη για την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας και της επέβαλε την προαναφερόμενη ποινή. Με την υπό κρίση αίτηση της, η ανωτέρω καταδικασθείσα, ζητεί την προς το συμφέρον της επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, διότι, ως ισχυρίζεται, προέκυψαν νέα στοιχεία, που καθιστούν βεβαία την απαλλαγή της και συγκεκριμένα η ένορκη κατάθεση του Γ. Θ. σε παρόμοια δίκη σε βάρος της καθώς και οι δύο υπ’ αρ. ...-4-2014 και ...-2-2014 ένορκες καταθέσεις των Ε. Θ. και Λ. Θ. αντίστοιχα, οι οποίες εδόθησαν ενώπιον της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Ε. Β. και σύμφωνα με τις οποίες η καταγγελία της δωροδοκίας έγινε από τους μηνυτές λόγω παρεξηγήσεως, διότι είχαν και οι ίδιοι εξαπατηθεί από τους οδηγούς των οχημάτων, που μετέφεραν τα εισαγόμενα από την Τουρκία εμπορεύματα, οι οποίοι ισχυρίσθηκαν ψευδώς, ότι έδωσαν χρήματα στην αιτούσα- κατηγορουμένη κτηνίατρο, μετά από απαίτηση της, προκειμένου να μην προβεί σε κτηνιατρικούς ελέγχους των εισαγομένων αλιευμάτων, ενώ στην πραγματικότητα τα χρήματα, που δόθηκαν από τους μηνυτές δεν κατέληξαν στην κατηγορουμένη αλλά στα θυλάκια των αλλοδαπών οδηγών. Όμως, οι καταθέσεις των μαρτύρων, που επικαλείται η αιτούσα, δεν καθιστούν φανερή την αθωότητα της, διότι αφενός μεν αφορούν άλλη ποινική υπόθεση σε βάρος της ιδίας κατηγορουμένης, αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης δεν χρησιμοποίησε μόνον μαρτυρικές καταθέσεις αλλά κυρίως έγγραφα από τα οποία προκύπτει η προσημείωση των χαρτονομισμάτων και η ανεύρεση και κατάσχεση τους στο γραφείο της αιτούσας. Το αποδεικτικό υλικό που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο για την καταδίκη της αιτούσας αποτελείται κυρίως από δημόσια έγγραφα, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη του περιεχομένου τους και των οποίων η αποδεικτική αξία κλονίζεται μόνον με την προσβολή τους ως πλαστών. Επομένως, τα επικαλούμενα από την αιτούσα ανωτέρω στοιχεία δεν είναι αρκετά ισχυρά ώστε να ανατρέψουν δικανική πεποίθηση που θεμελιώθηκε επί δημοσίων εγγράφων ούτε παρέχουν την βεβαιότητα, ότι θα ανατρέψουν την κρίση του Δικαστηρίου. Τέλος, όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της κρινόμενης αιτήσεως αφορούν στην έλλειψη των προϋποθέσεων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων, στην έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης καθώς και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το Εφετείο της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 222 ΠΚ θα μπορούσαν να εκτιμηθούν ως λόγοι αναίρεσης αλλά δεν συνιστούν λόγους επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αιτούσης. (ΚΠΔ583 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως αβάσιμη η με ημερομηνία 23-3-2016 κατατεθείσα αίτηση της Α. Χ., κατοίκου ..., με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της διαδικασίας της με αριθμ. 809/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, για παθητική δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση (άρ. 235 παρ.1 Π.Κ.) Β) Να επιβληθούν σ’ αυτήν τα σχετικά δραστικά έξοδα ύψους 250 Ευρώ. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο της αιτούσας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, ή, παρόλο που είχαν υποβληθεί, δεν λήφθηκαν υπόψη από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ’ αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528 παρ. 1 εδ. α’ και 527 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία η αιτούσα επιδιώκει την επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη, καταδικαστική γι’ αυτήν, για πλημμέλημα, υπ’ αριθ. 809/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, για το λόγο ότι, από τις αναφερόμενες στην αίτηση νέες και άγνωστες στους δικαστές που την καταδίκασαν αποδείξεις, γίνεται φανερό, όπως διατείνεται, ότι είναι αθώα της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο) κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με την υπ’ αριθ. 809/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης η αιτούσα καταδικάσθηκε για παθητική δωροδοκία (δωροληψία), της αναγνωρίστηκαν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, η εκτέλεση της οποία ανεστάλη επί τριετία. Συγκεκριμένα καταδικάστηκε για το ότι αυτή, στο χώρο του τελωνείου ..., στις 18-11-2009, ως υπάλληλος κατά παράβαση των καθηκόντων της, έλαβε με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό της, ωφελήματα οποιοσδήποτε φύσεως, προκειμένου να παραλείψει ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντα της και συγκεκριμένα, όντας κτηνίατρος, υπάλληλος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προϊσταμένη του Σ.Υ.Κ.Ε. ..., στα καθήκοντα της οποίας ανάγονταν, μεταξύ άλλων, και ο έλεγχος καταλληλότητας των εισαγομένων στην Ελλάδα αλιευμάτων και δίθυρων μαλακίων, με τη μεσολάβηση του S. K. του I., τούρκου υπηκόου, οδηγού φορτηγού ψυγείου διεθνών μεταφορών της εταιρίας "...", η οποία μεταφέρει αλιεύματα από την Τουρκία στην Ελλάδα, για λογαριασμό ελληνικών εισαγωγικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων είναι και η εταιρία "Ε. Θ. - ...", έλαβε από την τελευταία με τη μορφή δώρου, το ποσό των 45 ευρώ, πλέον του νομίμου ποσού των 55 ευρώ, για το οποίο χορήγησε σχετική απόδειξη στον παραπάνω οδηγό, καθώς και 6 κιλά ψάρια τύπου "συναγρίδα", προκειμένου να γίνει η συγκεκριμένη εισαγωγή χωρίς έλεγχο καταλληλότητας των εισαγομένων προϊόντων και να μη δημιουργήσει, γενικά, προσκόμματα κατά τη διαδικασία εισαγωγής τους.
Ήδη, η αιτούσα επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την ως άνω υπ’ αριθ. 809/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, επικαλούμενη και προσκομίζοντας, ως νέα αποδεικτικά στοιχεία (νέες αποδείξεις), από τα οποία, όπως υποστηρίζει, γίνεται φανερό ότι είναι αθώα της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας για την οποία καταδικάσθηκε: 1) Την υπ’ αριθ. 458/2015 μεταγενέστερη αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η οποία εκδόθηκε επί συναφούς υποθέσεως και την αθώωσε για τις αξιόποινες πράξεις της κατ’ εξακολούθηση εκβίασης με απειλή βλάβη επιχειρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και της κατ’ εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας, 2) την κατάθεση του μάρτυρα Γ. Θ. στα πρακτικά της ως άνω μεταγενέστερης αθωωτικής αποφάσεως, ο οποίος είναι υιός του μάρτυρα κατηγορίας Λ. Θ. και της εκπροσώπου της καταγγέλουσας εταιρείας Ε. Θ. και ο οποίος καταθέτει ότι από αυτά που γνωρίζει από τους γονείς του το θέμα προέκυψε από παρεξήγηση και ότι τα χρήματα τα έπαιρναν οι Τούρκοι οδηγοί και αυτοί υπενόησαν ότι τα έπαιρνε η κατηγορουμένη, 3) την κατάθεση του μάρτυρα και συζύγου της Χ. Γ. στα πρακτικά της ως άνω μεταγενέστερης αθωωτικής αποφάσεως, ο οποίος κατέθεσε ότι τίποτε δεν προέκυψε για χρηματισμό της κατηγορούμενης συζύγου του και ότι η σύζυγος του απειλόταν και εκβιαζόταν από την καταγγέλουσα επιχείρηση επειδή τους ενημέρωσε ότι οι τουρκικές εγκαταστάσεις είχαν μικροβιολογικά προβλήματα και ήταν σε καραντίνα και θα έπρεπε να γίνουν δέκα δεσμευτικές δειγματοληψίες, 3) την υπ’ αριθ. ...-4-2014 ένορκη βεβαίωση (κατάθεση) της Ε. Θ., εκπροσώπου της καταγγέλουσας εταιρείας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Β., στην οποία βεβαιώνει (καταθέτει) ότι η καταγγελία με την αναφορά της ήταν απόρροια παρεξήγησης που οφειλόταν σε κάποιους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν που τους χρέωναν παραπάνω κόμιστρα λέγοντας τους ότι καταβάλλουν χρήματα σε υπαλλήλους του ..., μεταξύ των οποίων και στην αιτούσα, για να περνάνε τα αλιεύματα ευκολότερα και γρηγορότερα και 4) την υπ’ αριθ. ...-2-1014 ένορκη βεβαίωση (κατάθεση) του Λ. Θ., συζύγου της ως άνω εκπροσώπου της καταγγέλουσας εταιρείας, ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Β., στην οποία βεβαιώνει (καταθέτει) και αυτός ότι η μηνυτήρια αναφορά της συζύγου του ήταν απόρροια παρεξήγησης που οφειλόταν σε κάποιους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν που τους χρέωναν παραπάνω κόμιστρα λέγοντας τους ότι καταβάλλουν χρήματα σε υπαλλήλους του ..., μεταξύ των οποίων και στην αιτούσα, για να περνάνε τα αλιεύματα ευκολότερα και γρηγορότερα. Όμως, από τις νέες αυτές αποδείξεις, εκτιμώμενες σε συνδυασμό με εκείνες που έλαβε υπόψη του το Τριμελές Εφετείο Θράκης που εξέδωσε την ανωτέρω υπ’ αριθ. 809/2014 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, δεν καθίσταται μετά βεβαιότητας φανερό ότι η καταδικασθείσα αιτούσα είναι αθώα της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας για την οποία καταδικάστηκε. Τούτο διότι από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αποδεικνύεται ότι η αιτούσα καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να έχει στο συρτάρι του γραφείου της τα υπ’ αριθ. ... χαρτονομίσματα, ονομαστικής αξίας 50 ευρώ καθένα, τα οποία είχαν προηγουμένως προσημειωθεί από την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Β. Ελλάδας, ενώ στα νόμιμα κτηνιατρικά τέλη αντιστοιχούσε ποσό μόνον 55 ευρώ, για την καταβολή του οποίου είχε εκδοθεί το υπ’ αριθ. ... διπλότυπο εισπράξεως. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση οι ως άνω νέες αποδείξεις, αυτό θα κατέληγε και πάλι στην ίδια καταδικαστική απόφαση, αφού στην κρίση του θα βάρυνε η επ’ αυτοφώρω κατάληψη της αιτούσας κατηγορουμένης με τα προσημειωμένα από την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Β. Ελλάδας δύο χαρτονομίσματα των πενήντα (50) ευρώ.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού δεν καθίσταται φανερό από τις νέες αποδείξεις, εκτιμώμενες σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που καταδίκασε αμετάκλητα την αιτούσα για παθητική δωροδοκία, ότι αυτή είναι αθώα της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-3-2016 και με αριθ. πρωτ. .../2016 αίτηση της Α. Χ. του Σ., η οποία εγχειρίστηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ίδια ημερομηνία, περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης 809/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Και
Επιβάλλει στην αιτούσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αίτηση επανάληψης διαδιΚασίας. Ακόμη κα, με τ,ς νέες αποδείξε,ς δεν καθίσταται φανερό ότι θα αθωωθεί. Απορρίπτει την αίτηση. Επιβάλλει έξοδα. Διάσκεψη: | Επανάληψη διαδικασίας | Επανάληψη διαδικασίας, Έξοδα. | 2 |
Αριθμός 1235/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Δ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ομόρρυθμο εταιρεία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2016 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ....
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 12 Μαϊου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., η πολιτικώς ενάγουσα στην κρινόμενη υπόθεση εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε." κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου κατά τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ. περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, παρόλο που εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, εφόσον κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την δικανική του πεποίθηση, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, οπότε και μόνον έχει υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τουτέστιν με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην ποινή που θα επιβληθεί και η απόρριψή του από το δικαστήριο πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή της ελαφρυντικής περιστάσεως οδηγεί κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου στην επιβολή μειωμένης κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου κώδικα ποινής. Ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση του πρότερου έντιμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνηθισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Επίσης ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Τέλος, ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, απαιτείται η μετά την αξιόποινη πράξη καλή συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα να εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, τούτο δε διότι μόνον την καλή συμπεριφορά που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας για μεγάλο χρονικό διάστημα νοείται να επιβραβεύει η έννομη τάξη με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο παριστάμενος κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, αμέσως μετά την έναρξη της συζήτησης και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως καταγράφεται επί λέξει στην 3η σελίδα των πρακτικών, "ζήτησε την αναβολή της δίκης για να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη για το αν έχει υπεξαιρέσει τα χρήματα και να βγει απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων". Όμως, το αίτημα αυτό, όπως διατυπώθηκε και υποβλήθηκε, είναι αόριστο, αφού δεν προσδιορίζεται σ’ αυτό, ούτε ποιο θα είναι το αντικείμενο της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για το οποίο απαιτούνται ειδικές λογιστικές γνώσεις, δηλαδή ποιες λογιστικές εγγραφές θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει ο πραγματογνώμονας λογιστής για να γίνει ακριβής διάγνωση του αν έχει υπεξαιρέσει ή όχι η κατηγορουμένη τα χρήματα, αλλ’ ούτε και το αντικείμενο της πολιτικής δίκης και της απόφασης των πολιτικών δικαστηρίων που πρέπει να προηγηθεί για την ασφαλή και ακριβή διάγνωση του αν έχει υπεξαιρέσει ή όχι η κατηγορουμένη τα χρήματα. Κατά συνέπεια, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της αοριστίας του κατά τα ανωτέρω υποβληθέντος αιτήματος αναβολής, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή του και παρά ταύτα διέλαβε αιτιολογία, δεχόμενο επί λέξει ότι "το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την ενοχή ή την αθωότητα της κατηγορούμενης από τα στοιχεία της δικογραφίας (μάρτυρες, έγγραφα) και δεν χρειάζονται νέες αποδείξεις, περισσότερες, για αυτό το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί στην ουσία" και ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση της κρινόμενης αναιρέσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Ακόμη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο παριστάμενος κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, ζήτησε προφορικά κατά την αγόρευσή του, επί λέξει, "την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων των άρθρων 84 § 2α ΠΚ, 84 § 2ε ΠΚ και 84 § 2δ ΠΚ". Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο της κατηγορουμένης ήταν τελείως αόριστος και απαράδεκτος, αφού δεν περιείχε καθόλου έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση των ελαφρυντικών περιστάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α, δ και ε του Π.Κ. και ως εκ τούτου και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παρά ταύτα διέλαβε αιτιολογία, δεχόμενο επί λέξει ότι: "Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 84§2 α, δ και ε ΠΚ και το συναφές αίτημα να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι αντίστοιχες ελαφρυντικές περιστάσεις είναι αόριστο και εκ τούτου απαράδεκτο γιατί δεν προβάλλονται πραγματικά περιστατικά που να αποτελούν προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, ενώ θα έπρεπε να γίνει επίκληση συγκεκριμένων θετικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι η κατηγορούμενη πράγματι μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης της έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης της και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη της. Εξάλλου, δεν αποδείχτηκαν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία θετικά πραγματικά περιστατικά τα οποία να αποτελούν πράγματι τις προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων. Κατά συνέπεια ο σχετικός ισχυρισμός και το αντίστοιχο αίτημα της κατηγορουμένης να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της οι παραπάνω ελαφρυντικές περιστάσεις πρέπει να απορριφθεί". Ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση της κρινόμενης αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα. Επομένως, ενόψει τούτων, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις και για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου έντιμου βίου, της ειλικρινούς μετάνοιας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ , δ’ και ε’ του Π.Κ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-4-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως της Δ. Ρ. του Σ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-4-2016, για αναίρεση της 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης ως προς την απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις με διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων. Αόριστο το αίτημα αναβολής για λογιστική πραγματογνωμοσύνη και αόριστος και ο αυτοτελής ισχυρισμός περί ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν υπήρχε υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει στο αόριστο αίτημα αναβολής και στον αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό και παραταύτα απάντησε με επαρκή αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα. | Υπεξαίρεση | Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 1 |
Αριθμός 1236/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Χ. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύριο Καρρά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 529/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουνίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως μετά των από 21 Σεπτεμβρίου 2016 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ....
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 242 του Π.Κ., υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που αποτελεί έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263α του ίδιου Κώδικα και τέτοιος είναι και ο συμβασιούχος ιατρός του Ι.Κ.Α. που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ., β) ο υπάλληλος αυτός να είναι αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, γ) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π.Κ. και μάλιστα δημόσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ., ήτοι έγγραφο που συντάσσεται από αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, δ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης δημόσιας ή ιδιωτικής σχέσεως ή καταστάσεως, ψευδές δε είναι το περιστατικό όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθές ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθές που έπρεπε να αναφερθεί, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε νομική υποχρέωση να βεβαιώσει τούτο ο υπάλληλος και τούτο υπέπεσε στην αντίληψή του και ε) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εκ προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού. Για τη στοιχειοθέτηση της ψευδούς βεβαιώσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση η εγκυρότητα του εγγράφου, το οποίο μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με το νόμο, ούτε η καθ’ ολοκληρίαν συμπλήρωση και αποπεράτωσή του. Το έγκλημα πραγματώνεται και στην περίπτωση που προσαπαιτείται για την ολοκλήρωση του εγγράφου η προσυπογραφή του και από άλλα πρόσωπα εκτός του υπαλλήλου που το εξέδωσε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού (σκεπτικού) προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη για την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, αν το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της αποφάσεως. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παράγραφος 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Επίσης, δεν αποτελούν έλλειψη αιτιολογίας και λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η ύπαρξη του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος). Για τον άμεσο δόλο του δράστη, που περιλαμβάνει και την γνώση του ότι τα βεβαιωθέντα περιστατικά είναι ψευδή, υπάρχει η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω αιτιολογία όταν σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως η σχετική με το ψευδές περιστατικό βεβαίωση του κατηγορουμένου θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δίκη του πράξη ή παράλειψη οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 529/2016 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Κατά τον Ιούνιο του 2008 η Φαρμακευτική Υπ/νση του Υποκαταστήματος ΙΚΑ διενήργησε έλεγχο στο φαρμακείο του Μ. Π., κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι το 90% τουλάχιστον των συνταγών προερχόταν από τον κατηγορούμενο, ιατρό παθολόγο, συμβασιούχο του ΙΚΑ, που υπηρετούσε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών στην .... Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος: 1) στις 7-3-2008 εξέδωσε 3 συνταγές φαρμάκων συνολικής αξίας 611,15 ευρώ, στο όνομα του ασφαλισμένου Γ. Γ., ο οποίος ουδέποτε είχε μεταβεί στο ως άνω ΙΚΑ, όπου υπηρετούσε ο κατηγορούμενος, ούτε υπήρχε συνταγογράφηση στο βιβλιάριό του από άλλον ιατρό του ΙΚΑ, 2) στις 19-3-2008 εξέδωσε δύο συνταγές φαρμάκων, συνολικής αξίας 396,23 ευρώ, στο όνομα του ασφαλισμένου Κ. Φ., του οποίου όμως τα φάρμακα συνταγογραφούντο από τους ιατρούς Ε. Ζ. και Χ. Π. και ουδέποτε αυτός είχε μεταβεί στο ..., καθόσον εξυπηρετείτο πάντα από το ΙΚΑ Κορυδαλλού, 3) στις 11-3-2008 εξέδωσε 1 συνταγή φαρμάκων αξίας 153,90 ευρώ, στο όνομα της ασφαλισμένης Κ. Λ., όμως ο αναγραφόμενος αριθμός διευθύνσεώς της δεν υπήρχε, ενώ ο Α.Μ. ανήκει στην ασφαλισμένη Ε. Ν., 4) στις 19-3-2008 εξέδωσε 1 συνταγή φαρμάκων αξίας 117,31 ευρώ, στο όνομα της ασφαλισμένης Ε. Α., όμως η συνταγή αυτή δεν ήταν καταχωρημένη στο βιβλιάριό της και η ίδια ουδέποτε μετέβη στο ΙΚΑ όπου υπηρετούσε ο κατηγορούμενος, 5) στις 21-3-2008 εξέδωσε 1 συνταγή φαρμάκων στο όνομα της συζύγου του ασφαλισμένου Δ. Κ., χωρίς να υπάρχει σχετική καταχώρηση στο βιβλιάριο υγείας της ασφαλισμένης η οποία ουδέποτε μετέβη στο ΙΚΑ όπου υπηρετούσε ο κατηγορούμενος και δεν έπασχε από Ca μαστού ούτε λάμβανε αντίστοιχα φάρμακα. Ο κατηγορούμενος παρέδωσε τις παραπάνω συνταγές στον ίδιο φαρμακοποιό Μ. Π. προς εκτέλεση, ο οποίος αφού τις κατάθεσε, εισέπραξε τα αναγραφόμενα σ’ αυτές ποσά, εν αγνοία των ασφαλισμένων και με ισόποση της αξίας των φαρμάκων ζημία του ως άνω ταμείου. Το γεγονός της συνταγογραφήσεως φαρμάκων εκτός της ειδικότητας του κατηγορουμένου, της μεγάλης αξίας αυτών άνω των 100 ευρώ εκάστη, χωρίς σχετική καταχώρηση στα βιβλιάρια ασθενείας των ασφαλισμένων, καταδεικνύει και τον δόλο του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, ως και πρωτοδίκως, απορριπτομένων των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του ως αβασίμων". Ακολούθως, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στην Αθήνα, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2008: Με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, με πρόθεση βεβαίωσε σε τέτοια έγγραφα ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, τυγχάνοντας ιατρός παθολόγος, υπηρετών στον Α’ Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΙΚΑ, που βρίσκεται στην ..., κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, εξέδωσε τις κατωτέρω λεπτομερώς αναφερόμενες συνταγές στο όνομα ασφαλισμένων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, στις οποίες βεβαίωνε ψευδώς τη συνταγογράφηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σε αυτούς, οι οποίοι ουδέποτε επισκέφθηκαν το ανωτέρω Υποκατάστημα του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και δεν γνώριζαν τον κατηγορούμενο και αληθές είναι ότι οι προαναφερόμενες συνταγές είναι προϊόν κατευθυνόμενης συνταγογράφησης του φαρμακοποιού Π. Μ., ο οποίος διατηρεί φαρμακείο στην οδό ..., από το οποίο οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ουδέποτε παρέλαβαν τα συνταγογραφημένα σκευάσματα. Αποτέλεσμα της ανωτέρω παράνομης συνταγογράφησης, ήταν να επέλθει ζημία στο ανωτέρω ταμείο, ως προς την αξία των συνταγογραφημένων σκευασμάτων, αφού ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε τις συνταγές με τους αντίστοιχους λογαριασμούς, εισέπραττε τα αντίστοιχα ποσά, παρά το γεγονός ότι οι συνταγές αυτές εκδόθηκαν εν αγνοία των ασφαλισμέvωv. Ειδικότερα εξέδωσε: α] στις 07/03/2008 τις υπ’ αριθμ. ... ...-08, ... ...-08 και ... ...3-08 συνταγές, με αναγραφόμενα ιδιοσκευάσματα Dilatrend 12,5 Bt4, Pradif caps Bt2 & Pariet 20 tabl bt3 (για την πρώτη συνταγή), Pygnogenol tabl bt2, Triatec tabl Bt3 & Plavix tabl bt1 (για τη δεύτερη συνταγή) και Efexor tabl bt3, Seretide discus Bt2 & Ladinon tabl 500 bt4 (για την τρίτη συνταγή) στο όνομα του ασφαλισμένου Γ. Γ., εν άγνοια αυτού, συνολικής αξίας [611,15] ευρώ, β] στις 19/03/2008 τις υπ’ αριθμ. ...19-3-08 και .../19-3-08 συνταγές με αναγραφόμενα ιδιοσκευάσματα Theodur 200 mg bt2, Berovent inh bt4 &.Pulmicort amp bt3 (για την πρώτη συνταγή) και Klaricid tabl bt1, Zinadol 500 mg tabl bt4 & Pariet 20 mg bt6 (για τη δεύτερη συνταγή) στο όνομα του ασφαλισμένου Φ. Κ., εν αγνοία αυτού, συνολικής αξίας [396,23] ευρώ, γ] στις 11/03/2008 την υπ’ αριθμ. .../11-3-08 συνταγή με αναγραφόμενα σκευάσματα Seropram tabl 20 mg, Cipralex tabl 10 mg bt2 & Lostin tabl 40 mg bt2, στο όνομα της Ασφαλισμένης Λ. Κ., εν αγνοία αυτής, αξίας [153,90] ευρώ, δ] στις 19/03/2008 την υπ’ αριθμ. ...19-3-08 συνταγή με αναγραφόμενα σκευάσματα Norvasc 5 mg b5, Diovan 50 mg bt3 & Actos tabl bt1, στο όνομα της ασφαλισμένης Α. Ε., αξίας [117,31] ευρώ, εν αγνοία της και ε] στις 21/03/2008 την υπ’ αριθμ. .../21-3-08 συνταγή με αναγραφόμενα ιδιοσκευάσματα Lorbef caps 400 mg bt2, Spectracef tabs 400 mg bt1 & Losec caps 20 mg Bt5, στο όνομα της συζύγου του ασφαλισμένου Κ. Δ., εν αγνοία αυτού. Τις ανωτέρω συνταγές παρέδωσε στον
φαρμακοποιό Π. Μ. προς εκτέλεση, ο οποίος αφού κατέθεσε αυτές με τους αντίστοιχους λογαριασμούς, εισέπραξε τα προαναφερόμενα ποσά, εν αγνοία των ασφαλισμένων". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α’ και γ’ , 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27, 98 και 242 παρ. 1 του Π.Κ., διέλαβε δε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλημάτος της ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και με τρόπο που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, τα οποία προκύπτει ότι το ως άνω δικαστήριο αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδείξεων και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όπως διαπιστώνεται από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο ορθά υπήγαγε στην έννοια του δημοσίου εγγράφου τις κρίσιμες συνταγές που εξέδωσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ως ιατρός παθολόγος του ..., με τις οποίες βεβαίωσε ψευδώς τη συνταγογράφηση φαρμακευτικών σκευασμάτων, η δε ανάγκη εκ των υστέρων θεωρήσεως των συνταγών για να ολοκληρωθούν και να μπορούν να πληρωθούν από το ΙΚΑ και να εισπραχθούν από τον φαρμακοποιό δεν επηρεάζει την υπάρχουσα δυνατότητα παραγωγής έννομων συνεπειών από την ψευδή βεβαίωση με αυτές, ούτε τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, αφού όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της ψευδούς βεβαίωσης δεν αποτελεί προϋπόθεση η καθ’ ολοκληρίαν συμπλήρωση και αποπεράτωσή του εγγράφου, αλλά το έγκλημα πραγματώνεται και στην περίπτωση που προσαπαιτείται για την ολοκλήρωση του εγγράφου η προσυπογραφή του και από άλλα πρόσωπα εκτός του υπαλλήλου που το εξέδωσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος για εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων δεν ευσταθεί, αφού αφενός ουδεμία ασάφεια προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως ως προς το ζήτημα της ανάγκης θεώρησης των επιλήψιμων ιατρικών συνταγών, αφετέρου δε στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται δεκτό ότι οι επίδικες ιατρικές συνταγές κατατέθηκαν στο ΙΚΑ με τους αντίστοιχους λογαριασμούς και εισπράχθηκαν από τον φαρμακοποιό που τις εκτέλεσε και πουθενά δεν γίνεται δεκτό ότι οι συνταγές αυτές βρέθηκαν στο φαρμακείο Μ.Π. κατά τον έλεγχο και δεν εισπράχθηκαν, ώστε να δημιουργείται αντίφαση στις παραδοχές της. Αλλά και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ευσταθούν. Ειδικότερα, το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, αλλά, απεναντίας, παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται και καθιστούν την αιτιολογία πλήρη και ουσιαστική και όχι "τυπική". Επίσης, το δικαστήριο προσδιορίζει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα και προκύπτει σαφώς ότι όλα τα συνεκτίμησε μη εξαιρώντας κάποια από αυτά. Η αιτίαση ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως γίνεται λόγος για καταθέσεις των "μαρτύρων κατηγορίας" ενώ μόνον ένας μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε, είναι αβάσιμη. Τούτο διότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται η φράση "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο", δηλαδή ο πληθυντικός αριθμός αναφέρεται όχι μόνον στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και στις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που περιλαμβάνονται τόσο στο δικόγραφο της κρινόμενης αναιρέσεως, όσο και στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες παραπονείται ο αναιρεσείων για αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται σε εσφαλμένη κατά την κρίση του αναιρεσείοντος εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό το πρόσχημα της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ενόψει τούτων, οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής, ευθείας και εκ πλαγίου, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίοι προβάλλονται με την κρινόμενη αναίρεση και με τους πρόσθετους λόγους της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-6-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Δ. Χ. του Ε., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-6-2016, καθώς και τους 21-9-2016 πρόσθετους λόγους της, για αναίρεση της 529/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Ψευδής βεβαίωση κατ' εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως: α) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ. και β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης ως προς την ενοχή. Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή. Αβάσιμοι οι λόγοι κατά το μέρος που οι αιτιάσεις τους δεν είναι απαράδεκτες. Απορρίπτει αναίρεση.Επιβάλει έξοδα. | Ψευδής βεβαίωση | Αναιρέσεως απόρριψη, Ψευδής βεβαίωση, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1207/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 441, 443, 444/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου.
Με κατηγορούμενους τους: 1)Γ. Κ. του Κ. κάτοικο ... και 2)Ν. Σ. του Ε., κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1)Α. Ν. του Χ., κάτοικο ... και 2)Κ. Σ. του Ι., κάτοικο ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Βγόντζα.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Νάξου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ...1-2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των πολιτικώς εναγουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα του Α.Τ. Θήρας Β. Ι., από το υπό ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα του Α’ Α.Τ. Ηρακλείου Κρήτης Γ. Α. και από το υπό ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου Κρήτης Γ. Κ., οι απολειπόμενοι κατηγορούμενοι Γ. Κ. του Κ. και Ν. Σ. του Ε. κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ.1 εδ. α’ , 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ. από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...-2-2016 κλήση της, για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως που άσκησε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πλην όμως αυτοί δεν εμφανίσθηκαν καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως της Εισαγγελέως, πρέπει να συζητηθεί σαν να ήταν παρόντες και οι κατηγορούμενοι. Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του Π.Κ., κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση σωματικής βλάβης σε άλλον, υποκειμενικά δε α) ο δράστης να μην κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσης προσοχής, είτε δεν πρόβλεψε είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για την κατ’ αυτόν τον τρόπο τελούμενη σωματική βλάβη από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του Π.Κ., αλλά και εκείνων του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης ( δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτή αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου για ενέργεια ή από ειδική έννομη σχέση που απορρέει από σύμβαση ή από προηγούμενη μονομερή ενέργεια του υπόχρεου, με την οποία αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων για έννομα αγαθά τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει (Ολομ. Α.Π. 4/2010). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, προκειμένου ειδικώς για αθωωτική απόφαση, εν όψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, υπάρχει όταν: α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου, είτε αναφέρονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιοποίνου πράξεως, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις) για τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει στο πόρισμα, ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ελεγχόμενης αξιόποινης πράξης. Επίσης, στην αθωωτική απόφαση, για να είναι αυτή αιτιολογημένη, πρέπει να αναφέρεται ή να συνάγεται από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στα πρακτικά, και όχι μόνο το περιεχόμενο μερικών από αυτά, επιλεκτικώς. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη στο σύνολό τους όλα τα έγγραφα ή το περιεχόμενο όλων των μαρτυρικών καταθέσεων. Ούτε αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας της αθωωτικής αποφάσεως μόνη η σκέψη ότι προέκυψαν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου ή ότι δεν πείσθηκε το δικαστήριο (εκτός αν δεν προσκομίσθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε εξετάσθηκε μάρτυρας). Δεν συνιστούν όμως έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ή η έξαρση της αποδεικτικής αξίας κάποιου αποδεικτικού μέσου, που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του ή αιτιάσεις για παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης ή συσχέτισης μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, οι οποίες, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Νάξου, που δίκασε κατ’ έφεση και κήρυξε αθώους του αναιρεσείοντες κατηγορουμένους σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά συρροή που τελέστηκε με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά συνεδριάσεώς του, με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει τα εξής: "Από την επ’ ακροατηρίου αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από την χωρίς όρκο κατάθεση της παρούσας πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και του μάρτυρα υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλούμενης αποφάσεως, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν νόμιμα και βρίσκονται στην υπό κρίση δικογραφία, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες και το σκίτσο, που επιδείχθηκαν και επισκοπήθηκαν, από τις απολογίες των κατηγορουμένων, εκτιμωμένων, κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (βλ. άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠΔ), και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, για την υπόθεση αυτή: Ο Α. Α. του Π. και Κ., που γεννήθηκε στην ..., το έτος 1977, κάτοικος μέχρι και το έτος 2008 της νήσου ... και έκτοτε κατάδικος και έγκλειστος στις φυλακές, γνωρίστηκε με την Α. Κ. το έτος 2003 στην ..., όπου ο ίδιος διέμενε με τους γονείς του. Η Α. Κ. σπούδαζε τότε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και συνήψαν ερωτικό δεσμό. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 η Α. Κ. μετατέθηκε ως δασκάλα όπου κατέλαβε μόνιμη θέση στη Θήρα Κυκλάδων και διέμεινε έκτοτε με τον ανωτέρω σύντροφό της, ενώ κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στη Θεσσαλονίκη. Ο Α. Α. από τον μήνα Μάιο του έτους 2008 άρχισε να εργάζεται ως μάγειρας στο ξενοδοχείο με τον διακριτικό τίτλο "...", που βρισκόταν στην περιοχή ... Θήρας του Νομού Κυκλάδων, πλην, όμως, ισχυριζόταν ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με τον εργοδότη του, ο οποίος του φερόταν υποτιμητικά και τον αποκαλούσε "ανίκανο". Τούτο δε συνέβη περί τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2008. Την 1-8-2008 περί ώρα 18.00 μ.μ. ο Α. Α. επισκέφτηκε το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Κέντρου Υγείας Θήρας μαζί με την ανωτέρω σύζυγό του, γιατί τις δύο (2) με τρεις (3) προηγούμενες ημέρες αισθανόταν έντονο άγχος λόγω των προβλημάτων, που αντιμετώπιζε με τον εργοδότη του και είχε αϋπνίες. Εκεί ανέλαβε να τον εξετάσει ο αγροτικός γιατρός Χ. Δ., στον οποίο τόσο ο Α. Α. όσο και η ανωτέρω σύζυγός του, ανέφεραν τα προεκτεθέντα, χωρίς, όμως, να του κάνουν οποιαδήποτε αναφορά ή νύξη σε κάποιο προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό του πρώτου, παρότι αυτοί ερωτήθηκαν σχετικώς. Ακολούθως, ο ως άνω ιατρός, ο οποίος διαπίστωσε ότι η κλινική εικόνα του ήταν καλή, χωρίς ένδειξη κάποιας ψυχικής νόσου, όπως άλλωστε τον διαβεβαίωσε και το ζεύγος, έκανε στον ανωτέρω ενδομυϊκά μία (1) ηρεμιστική ένεση με ουσία διαζεπάμης, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως και έχει μυοχαλαρωτικό και ηρεμιστικό χαρακτήρα και του συνέστησε περαιτέρω διερεύνηση της κατάστασής του από ψυχίατρο. Η ανωτέρω επίσκεψη διήρκησε περί τα (20) είκοσι λεπτά. Τις απογευματινές ώρες της 3- 8-2008 η Α. Κ., επικοινώνησε με τον πατέρα του συζύγου της Π., ο οποίος διέμενε στην ..., και του ανέφερε ότι ο σύζυγός της δεν αισθανόταν καλά καθώς είχε δέκατα και έντονο άγχος και ότι η ίδια είχε προβεί σε τηλεφωνική κράτηση δύο (2) εισιτηρίων για ... με την πτήση της 4-8-2008. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και περί ώρα 18.30 μ.μ. ο Α. Α. του Π. διαπληκτίστηκε με την ανωτέρω σύζυγό του εντός του ισογείου διαμερίσματος τους, στο οποίο διέμεναν στην περιοχή ... της νήσου ..., γιατί η τελευταία άρχισε πλέον να τον πιέζει ότι πρέπει να σταθεροποιηθεί σε μία εργασία, να κάνει υποχωρήσεις και να μην έχει υπέρμετρες αξιώσεις σχετικά με την αμοιβή του, με αποτέλεσμα να αλλάζει συνέχεια εργασίες, όπως έπραττε μέχρι τότε, προσπαθώντας να του εξηγήσει ότι μόνο το κόστος διαβίωσης είναι υψηλό, προς απόδειξη προφανώς όλων αυτών του επέδειξε το βιβλιάριο της Αγροτικής Τράπεζας στην οποία κατατίθετο ο μισθός της. Κατά τη διάρκεια δε της λογομαχίας τους αυτής η Α. Κ. τον αποκάλεσε "τεμπέλη". Τότε αυτός, ενεργώντας με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αφού έκαψε το ανωτέρω βιβλιάριο, το οποίο εν συνεχεία πέταξε έξω από το μπαλκόνι της οικίας τους, επιτέθηκε στη σύζυγό του Α. Κ., άρχισε να την τραβά με δύναμη από τα μαλλιά και την τράβηξε στο μπαλκόνι στο εσωτερικό της οικίας και άρχισε να την χτυπά δυνατά πίσω στην πλάτη με την λαβή ενός μαχαιριού. Αυτή άρχισε να καλεί σε βοήθεια, και ο Α. της έλεγε να σταματήσει, παράλληλα εξαιτίας όλης αυτής της αναστάτωσης που δημιουργήθηκε άρχισε να γαβγίζει επίμονα ο σκύλος της Α.. Από τις φωνές της τελευταίας και τα επίμονα γαβγίσματα του σκύλου της αναστατώθηκε όλη η γειτονιά και οι περισσότεροι από τους περίοικους βγήκαν έξω στον δρόμο και ρωτούσαν τον Α. Α. του Π. τι ακριβώς έχει συμβεί. Αυτός απάντησε ότι δεν συμβαίνει τίποτα και εισήλθε ξανά μέσα στην οικία του, όπου, αφού πρώτα αποκεφάλισε τον σκύλο της συζύγου του και πέταξε το κεφάλι του στον δρόμο, εν συνεχεία άρχισε να μαχαιρώνει τη σύζυγό του με διάφορα μαχαίρια, που βρίσκονταν κρεμασμένα στον χώρο της κουζίνας εντός της οικίας τους. Ο δράστης την έπληξε σε επτά (7) σημεία του σώματός της, χρησιμοποιώντας διαδοχικά διάφορα μαχαίρια, προκαλώντας της τραύματα σε διάφορα μέρη του σώματός της, φωνάζοντάς της ταυτόχρονα "ψόφα γουρούνα". Στη συνέχεια και ενώ ακόμη η σύζυγός του Α. Κ. ήταν εν ζωή, αυτός, με τη χρήση των ως άνω μαχαιριών, της απέκοψε το κεφάλι, με συνέπεια από τα ανωτέρω τραύματα να επέλθει ως μόνης ενεργούς αιτίας, ο θάνατός της. Ακολούθως, με τα ίδια μαχαίρια επέφερε στη θανούσα σύζυγό του και μεταθανάτια τραύματα σε διάφορα μέρη του σώματός της. Στη συνέχεια αυτός κρατώντας το κεφάλι της δολοφονηθείσας συζύγου του και ένα από τα μαχαίρια, με το οποίο της είχε επιφέρει νωρίτερα θανατηφόρα τραύματα, μήκους τριάντα οκτώ (38) εκατοστών, εξήλθε από την οικία τους και κατευθύνθηκε πεζός από την περιοχή ... προς την περιοχή ... Θήρας. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι την ίδια ως άνω ημέρα και περί ώρα 18.00 μ.μ. ο δεύτερος κατηγορούμενος, Γ. Κ., ο οποίος υπηρετούσε τότε στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας ως ... και εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία περιπολίας ως οδηγός περιπολικού οχήματος, με συνοδηγό τον δόκιμο αστυφύλακα Γ. Α., ενημερώνεται τηλεφωνικά μέσω ασυρμάτου από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του ιδίου ως άνω αστυνομικού τμήματος Ν. Σ. και ήδη πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος υπηρετούσε τον ίδιο χρόνο ως ..., εκτελώντας την ημέρα τούτη καθήκοντα Αξιωματικού Υπηρεσίας, από ώρα 14.00 μ.μ. έως ώρα 22.00 μ.μ., ότι στην περιοχή ... Θήρας του Νομού Κυκλάδων υπάρχει σε εξέλιξη έντονο οικογενειακό επεισόδιο. Τη χρονική εκείνη στιγμή ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. βρισκόταν με το υπηρεσιακό όχημα, που οδηγούσε, σε απόσταση περίπου είκοσι δύο (22) χιλιομέτρων από τη συγκεκριμένη περιοχή, και μόλις έλαβε το ως άνω σήμα κατευθύνθηκε προς το σημείο εκείνο, όπου, κατά τις πληροφορίες που έλαβε από τον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Σ., εκτυλισσόταν το οικογενειακό συμβάν. Κατά την πορεία του με το υπηρεσιακό όχημα ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. προς την ανωτέρω κατεύθυνση λαμβάνει δεύτερο σήμα και συγκεκριμένα σχετική προφορική ενημέρωση από το κέντρο ότι το επεισόδιο είχε λάβει σοβαρές διαστάσεις, διότι ένας άνδρας είχε σφάξει έναν σκύλο, είχε πετάξει το κεφάλι του έξω από το μπαλκόνι της οικίας του και παράλληλα εκείνη τη στιγμή έκαιγε ένα βιβλιάριο τράπεζας. Τότε ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού θεώρησε το περιστατικό αυτό σοβαρό, κατευθύνθηκε με το περιπολικό όχημα προς το Αστυνομικό Τμήμα Θήρας, με σκοπό να πάρει μαζί του ενισχύσεις, προκειμένου ακολούθως να κατευθυνθεί στο σημείο του συμβάντος. Μέχρι να φτάσει ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας τον ενημέρωσαν από το κέντρο αυτού ότι ο άνδρας τελικά, που είχε σφάξει τον σκύλο, είχε προβεί και στον αποκεφαλισμό της συζύγου του, περιφερόμενος μάλιστα με το αποκοπέν κεφάλι αυτής στον δρόμο. Όταν αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) έφτασε τελικά στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας πήρε μαζί του και τον Αξιωματικό Υπηρεσίας, ήτοι τον πρώτο κατηγορούμενο, και επιβιβάστηκαν στο υπηρεσιακό όχημα εποχούμενης περιπολίας με οδηγό τον πρώτο (Γ. Κ.). Παράλληλα ο τελευταίος, διέταξε τους δόκιμους αστυφύλακες του Αστυνομικού ... να τον ακολουθήσουν με έτερο διαθέσιμο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας ..., στο οποίο επέβαιναν ο αρχικός συνοδηγός του δεύτερου κατηγορούμενου Α. Γ. του Α., ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνο ήταν τριτοετής δόκιμος αστυφύλακας και άλλοι δύο (2) δόκιμοι αστυφύλακες από το Γραφείο Ασφαλείας, με κατεύθυνση και των δύο (2) οχημάτων το χωριό ... Θήρας, με σκοπό να εντοπίσουν και να συλλάβουν τον δράστη της ανθρωποκτονίας, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν λάβει εν τω μεταξύ από το κέντρο του Αστυνομικού .... Στον δρόμο, μεταξύ των περιοχών ... και ..., ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. συνάντησε τον Α. Π., ο οποίος τον σταμάτησε και τον ενημέρωσε ότι ο δράστης της ανθρωποκτονίας βαδίζει πεζός στον δρόμο από το χωριό ... προς..την περιοχή ... Θήρας, κρατώντας στο ένα χέρι του το κεφάλι μίας γυναίκας και στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο μαχαίρι. Πράγματι, λίγο πιο κάτω, οι ανωτέρω αστυνομικοί εντόπισαν τον Α. Α. να βαδίζει στην άκρη του δρόμου. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. έφερε μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο, το οποίο είχε μέσα τέσσερις (4) σφαίρες. Αντίθετα, ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Σ. δεν έφερε μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο, όπως ο ίδιος ομολογεί, γεγονός άλλωστε που αποδεικνύεται και από το σύνολο των εισφερόμενων στη δίκη αποδεικτικών στοιχείων. Μόλις οι αστυνομικοί έφτασαν στο ύψος του δράστη, που κινούνταν πεζός, αποβιβάστηκαν από το περιπολικό όχημα και ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ. στάθηκε μπροστά στην πόρτα του οδηγού. Ο Α. Α., όταν τους αντιλήφθηκε, άρχισε να τους λέει διάφορες ακατάληπτες φράσεις και λέξεις, μιλώντας προφανώς στην τούρκικη γλώσσα και μετά να φωνάζει σε αυτούς τη φράση "Μετανοείτε, έρχεται η βασιλεία των ουρανών". Ακολούθως, βλέποντας ο Α. Α. τους δύο (2) ως άνω αστυνομικούς (πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων) σήκωσε ψηλά τα χέρια του, κρατώντας στο ένα του χέρι το αποκοπέν κεφάλι της θανούσας συζύγου του και στο άλλο του χέρι το μαχαίρι και απευθύνθηκε άγρια στον δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Κ. με τις φράσεις "Καταλαβαίνεις τι λέω" και μετά "φύγε θα σε φάω". Τότε ο τελευταίος έβγαλε από τη θήκη του το υπηρεσιακό του περίστροφο, το όπλισε, ώστε οι τέσσερις (4) σφαίρες να είναι έτοιμες στη θαλάμη για πυροβολισμό και φώναξε στον Α. Α. να πέσει μπρούμυτα στο έδαφος, να αφήσει το αποκοπέν κεφάλι της δολοφονηθείσας συζύγου του καθώς και το μαχαίρι στο έδαφος και να φέρει τα χέρια του πίσω στην πλάτη του για να του περάσει τις χειροπέδες, κινούμενος για τον λόγο αυτόν προς το μέρος του δράστη. Στη συνέχεια o αστυνομικός Γ. Κ. είπε στους δόκιμους αστυνομικούς του ετέρου περιπολικού οχήματος να αποβιβαστούν από αυτό, να του φέρουν τις χειροπέδες και κινήθηκε προς το μέρος του δράστη Α. Α.. Μόλις έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου από τον Α. Α. ο τελευταίος εντελώς ξαφνικά άρπαξε από το οδόστρωμα το μαχαίρι με το ένα του χέρι και το αποκοπέν κεφάλι της δολοφονηθείσας συζύγου του με το άλλο χέρι, πετάχτηκε πάνω και κινήθηκε γρήγορα εναντίον του δεύτερου κατηγορούμενου Γ. Κ. κρατώντας το μαχαίρι ψηλά. Ο τελευταίος, φοβούμενος για τη ζωή του, οπισθοχώρησε, έχοντας όμως προτεταμένο το όπλο του προς τον Α. Α.. Αυτός, όμως, συνέχισε να έρχεται γρήγορα προς το μέρος του δεύτερου κατηγορούμενου Γ. Κ. και ο τελευταίος βέβαια δικαιολογημένα λόγω της πρωτοφανούς αυτής και μη αναμενόμενης αντίδρασης του Α. Α. πανικοβλήθηκε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κατά την ένορκη κατάθεσή του στα πλαίσια της ποινικής δίκης σε βάρος του Α. Α. για τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε αυτός, και για τα οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Μυτιλήνης, επί της οποίας εκδόθηκε η με 1-9/2009 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου (σ. 29), "προς στιγμή τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω, αν έπρεπε να πυροβολήσω, αφού δεν είμαι δολοφόνος και δεν ήθελα να σκοτώσω". Πλην, όμως, ο ανωτέρω δεύτερος κατηγορούμενος έριξε μία σφαίρα στον αέρα προς εκφοβισμό του δράστη Α. Α.. Παρά ταύτα ο τελευταίος δεν φοβήθηκε και κινήθηκε απειλητικά πλησιάζοντάς τον. Έτσι ο δεύτερος κατηγορούμενος αναγκάστηκε και τον πυροβόλησε στο αριστερό του χέρι καθώς και στον ώμο του τραυματίζοντάς τον. Παρά όμως τον ως άνω τραυματισμό ο δράστης δεν ακινητοποιήθηκε. Όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ο τελευταίος ήταν σε αμόκ, και, αφού ήλθε μπροστά στον δεύτερο κατηγορούμενο, σήκωσε ψηλά το μαχαίρι και το κατέβασε προς το κεφάλι του, με πρόθεση να τον σκοτώσει. Ο εν λόγω αστυνομικός ενστικτωδώς τραβήχτηκε, πίσω, πλην, όμως, με το μαχαίρι που κρατούσε ο Α. Α., αυτός τραυματίστηκε στο χείλος. Τότε ο δεύτερος κατηγορούμενος πυροβόλησε. εναντίον του Α. Α., τραυματίζοντας τον στην κοιλιά. Αρχικά .ο Α. Α. διπλώθηκε και περπατώντας λίγο πιο πίσω πήγε ανάμεσα στα δύο (2) περιπολικά οχήματα, γονάτισε με συνέπεια ο αστυνομικός Γ. Κ. να πιστέψει δικαιολογημένα ότι είχε πλέον εξουδετερωθεί εξαιτίας του προαναφερόμενου τραυματισμού του. Για τον λόγο τούτο αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος), έδωσε εντολή στου συναδέλφους του αστυνομικούς να κλείσουν τον δρόμο από την περιοχή ... προς την περιοχή ... Θήρας και εισήλθε στο περιπολικό όχημα, που οδηγούσε, προκειμένου να το μετακινήσει λίγο παρακάτω και να κλείσει με αυτό και το άλλο ρεύμα πορείας για να συλλάβει τον δράστη, αν ήταν ζωντανός. Πλην, όμως, ο δεύτερος κατηγορούμενος είδε τον Α. Α. να σηκώνεται, να κρατά στο ένα του χέρι το μαχαίρι και στο άλλο του χέρι το αποκοπέν κεφάλι της θανούσας συζύγου του και να κινείται απειλητικά προς του συναδέλφους του, δοκίμους αστυφύλακες, απευθυνόμενους σε αυτούς με τη φράση "Θα σας φάω όλους σήμερα". Οι τρεις (3) δόκιμοι αστυφύλακες οπισθοχώρησαν και τότε ο Α. Α. προχώρησε προς το περιπολικό όχημα τους, πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού το αποκοπέν κεφάλι της θανούσας συζύγου του στο κάθισμα του συνοδηγού, άνοιξε την πόρτα του περιπολικού οχήματος και αφήνοντας το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του στο κάθισμα του οδηγού έψαξε να βρει το κλειδί της μηχανής του περιπολικού οχήματος. Αφού δεν βρήκε το κλειδί του περιπολικού οχήματος πήρε πάλι το μαχαίρι και κινήθηκε τότε προς το μέρος του δεύτερου κατηγορούμενου Γ. Κ. αρχίζοντας να φωνάζει σε αυτόν τη φράση "τώρα θα σε φάω, θα σου πάρω το κεφάλι". Ο δεύτερος κατηγορούμενος τότε άκουσε τον Π. να του φωνάζει "Ρίχτου στο κεφάλι". Αυτός πράγματι έριξε την τελευταία σφαίρα, που είχε το όπλο του στον δράστη, η οποία τον πέτυχε μπροστά και ψηλά στα πόδια. Ούτε, όμως, και τότε σταμάτησε ο δράστης αλλά συνέχισε να προχωρά εναντίον του δεύτερου κατηγορούμενου απειλητικά. Ο δεύτερος κατηγορούμενος φοβήθηκε, διότι ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη σφαίρα στο όπλο του και οπισθοχώρησε, με συνέπεια να εισέλθει ο Α. Α. στο περιπολικό όχημα, με το οποίο είχε φτάσει στον τόπο του συμβάντος ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Κ., να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή του και στη συνέχεια να κινηθεί με αυτό, καθόσον ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε ξεχάσει μέσα σε αυτό τα κλειδιά της μηχανής. Σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες προέβη ο Α. Α., ευρισκόμενος σε κατάσταση απίστευτης υπερέντασης, ενώ, φάνηκε ότι ουδόλως διακατείχετο από αίσθημα φόβου στη θέα των όπλων των αστυνομικών οργάνων καθώς και των πυροβολισμών που είχαν ως συνέπεια τον τραυματισμό του. Να σημειωθεί δε ότι, όπως αποδείχθηκε από την αποδεικτική διαδικασία, ο Α. Α. με την επιδεικνυόμενη ως άνω συμπεριφορά του, επιδίωκε να διαφύγει τη σύλληψη, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και κάθε μέσο και με οποιεσδήποτε συνέπειες είτε με τη απώλεια της ζωής του ή τρίτων και δη των αστυνομικών οργάνων, που συμμετείχαν στη σύλληψή του. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι μόλις ο Α. Α. έφτασε στο τέλος της ανηφόρας του δρόμου σταμάτησε, και τότε ο δεύτερος κατηγορούμενος φώναξε στους συναδέλφους του αστυνομικούς να τρέξουν να τον συλλάβουν. Όμως, ξαφνικά ο Α. Α. ξεκίνησε να οδηγεί πάλι με το περιπολικό όχημα και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα προς την περιοχή των ... Θήρας. Εξάλλου, ο τρίτος κατηγορούμενος Α. Τ., ο οποίος, κατά τον ίδιο χρόνο (3-8-2008), υπηρετούσε στο Γραφείο Ασφάλειας του Αστυνομικού ..., περί ώρα 18.45 μ.μ. της ίδιας ημέρας ενημερώθηκε ότι κάποιος έχει σκοτώσει τη σύζυγό του, ότι περιφερόταν με τον αποκοπέν κεφάλι αυτής και ότι είχε αντισταθεί στη σύλληψή του, επιτιθέμενος μάλιστα στους συναδέλφους του αστυνομικούς με το ίδιο μαχαίρι και τραυματίζοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο και ότι είχε διαφύγει με το περιπολικό όχημα της αστυνομίας, με κατεύθυνση την περιοχή ... Θήρας. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αν και ήταν εκείνη την ημέρα εκτός υπηρεσίας, πληροφορείς τα ανωτέρω περιστατικά, προσήλθε άμεσα στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας, όπου παρέλαβε υπηρεσιακό όπλο (περίστροφο) φέροντας πολιτική περιβολή. Αυτός, μετά των τριών (3) δοκίμων αστυφυλάκων, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα, συμβατικό του Γραφείου Ασφάλειας του Αστυνομικού ..., προέβη σε αναζήτηση του με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακού οχήματος, που οδηγούσε ο δράστης, ο οποίος κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα με κίνδυνο τραυματισμού των χρηστών της οδού. Στο άλλο υπηρεσιακό όχημα επέβαιναν οι τρεις (3) δόκιμοι αστυφύλακες, καθώς και ο τότε Διοικητής του Αστυνομικού ... Δ. Π., ο οποίος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ... έτερο υπηρεσιακό όχημα του Αστυνομικού ..., φέρον τα σήματα και χρώματα των οχημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο ίδιος (τρίτος κατηγορούμενος) είχε παραλάβει μαζί του τον δόκιμο αστυφύλακα Κ. Σ., υπηρετούντα τότε στη Διεύθυνση Αστυνόμευσης του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών, ο οποίος τελούσε σε μη διατεταγμένη υπηρεσία τον χρόνο εκείνο, ενώ αμφότεροι οι αστυνομικοί έφεραν πολιτική περιβολή. Κατευθυνόμενοι προς την περιοχή ... Θήρας ο τρίτος κατηγορούμενος εντόπισε το περιπολικό όχημα, που οδηγούσε ο δράστης σε χώρο έξω από τον δρόμο, προς την αριστερή κατεύθυνση. Ακολούθως, ο τρίτος κατηγορούμενος μείωσε την ταχύτητα και σταμάτησε το περιπολικό όχημα και με το υπηρεσιακό περίστροφο στο χέρι του κινήθηκε προς το περιπολικό όχημα από την πλευρά του συνοδηγού. Ενώ είχε ήδη φτάσει στο μέσο περίπου και χωρίς να μπορεί να διακρίνει ακόμη εάν υπήρχε κάποιο άτομο μέσα στο περιπολικό όχημα ή όχι, ξαφνικά το τελευταίο άρχισε να κινείται με ταχύτητα προς την περιοχή των ... Θήρας με οδηγό τον Α. Α.. Αμέσως ο τρίτος κατηγορούμενος επέστρεψε στο υπηρεσιακό του όχημα και ξεκίνησε μαζί με τους συναδέλφους του αστυνομικούς την καταδίωξη του δράστη, με τον φάρο και τη σειρήνα του σε λειτουργία. Το περιπολικό όχημα, που οδηγούσε ο Α. Α., εισήλθε τελικά εντός της περιοχής των ... Θήρας, διέσχισε την πλατεία των ..., που ήταν πεζόδρομος, ο οποίος είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα και οδηγήθηκε στην επαρχιακή οδό με κατεύθυνση προς την περιοχή ... Θήρας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα Κ. Σ. του Ι., κατά τον χρόνο του περιγραφόμενου ως άνω συμβάντος, ήταν αγροτική ιατρός, υπηρετούσα στο Κέντρο Υγείας Θήρας, ενώ, αυτή, την ανωτέρω ημέρα επέβαινε στο με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα Α. Ν. με κατεύθυνση από την περιοχή του ... προς την περιοχή των ... Θήρας μετά από τηλεφώνημα που δέχθηκαν να μεταβούν επειγόντως στο Κέντρο Υγείας Θήρας για την αντιμετώπιση σοβαρού περιστατικού. Κατά την πορεία τους εντόπισαν ένα περιπολικό όχημα να κινείται μεγάλη ταχύτητα πάνω από εκατό (100) χιλιόμετρα την ώρα, πάνω στη διαχωριστική γραμμή και πίσω του να το ακολουθούν δύο άλλα περιπολικά οχήματα με τους φάρους σε λειτουργία, συμβάν που τις παρέπεμπε σε καταδίωξη. Επρόκειτο για το περιπολικό όχημα, που οδηγούσε ο δράστης Α. Α., το οποίο προηγουμένως είχε αφαιρέσει από τον δεύτερο κατηγορούμενο. Τότε η ως άνω οδηγός του οχήματος κινήθηκε δεξιά σε σχέση με την πορεία της παρά ταύτα όμως το περιπολικό όχημα, που οδηγούσε ο Α. Α. έπεσε πάνω στο δίκυκλο μοτοποδήλατο με μεγάλη σφοδρότητα, με συνέπεια αυτές να εκτιναχτούν και να τραυματιστούν σοβαρότατα υποστάσασες τις σωματικές βλάβες που αναφέρονται παρακάτω. Μετά τη σύγκρουση του περιπολικού οχήματος, που οδηγούσε ο Α. Α. με το με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, το πρώτο προσέκρουσε στο τοιχίο ύψους τριών (3) περίπου μέτρων και ακινητοποιήθηκε. Τόσο ο τρίτος κατηγορούμενος όσο και ο τότε Διοικητής του Αστυνομικού ... Δ. Π., σταμάτησαν τα περιπολικά οχήματα που οδηγούσαν στη δεξιά πλευρά σε σχέση με την πορεία τους, κατέβηκαν με τα υπηρεσιακά τους όπλα και πλησίασαν το περιπολικό όχημα, προσεκτικά από την πλευρά του οδηγού. Είδαν τον Α. Α. στη θέση του οδηγού με το κεφάλι προς τα πίσω και στη θέση του συνοδηγού ένα μαχαίρι. Τότε, ο τρίτος κατηγορούμενος είπε στον δράστη Α. Α. να βγει έξω και να παραδοθεί. Μετά από λίγα λεπτά ο τελευταίος άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω χωρίς να κρατά στο χέρι του το μαχαίρι. Ξαφνικά ο Α. Α. άρχισε να κινείται εναντίον τους, φωνάζοντας προς αυτούς τη φράση "Θα σας σκοτώσω όλους, δεν φοβάμαι κανέναν ούτε τις σφαίρες σας, είμαι ο αντίχριστος". Εκείνη τη στιγμή ο τρίτος κατηγορούμενος προσπάθησε να ενημερώσει τους διερχόμενους περαστικούς και ο δράστης κινήθηκε εναντίον του τρίτου κατηγορούμενου, έχοντας το ένα χέρι πίσω του. Ο τρίτος κατηγορούμενος φώναξε τότε στον δράστη "παραδώσου όλα τελειώσανε". Ο Α. Α. πλησίασε τον τρίτο κατηγορούμενο και τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και με τα δύο (2) του χέρια και προσπάθησε να του πάρει το όπλο, μάλιστα κάποια στιγμή μπόρεσε και το έστρεψε προς το σώμα του τρίτου κατηγορούμενου. Ο τελευταίος προέβη στη ρίψη έξι (6) σφαιρών εις βάρος του Α. Α., στοχεύοντας χαμηλά στα πόδια του, οι οποίες εξοστρακίστηκαν. Εξαιτίας του εξοστρακισμού των βολίδων του πυροβόλου όπλου τραυματίστηκε από τα θραύσματα η Δ. Π., που βρισκόταν στον τόπο του συμβάντος και η οποία υπέστη ελαφρά σωματική βλάβη κατ’ επικίνδυνο τρόπο, όπως αναφέρεται παρακάτω. Αμέσως μετά όλοι οι αστυνομικοί έπεσαν πάνω στον Α. Α. και μετά από πάλη, παρόλο που είχε βληθεί με τόσες σφαίρες ο δράστης, κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν και να του περάσουν χειροπέδες. Οι ανωτέρω παθόντες και ο Α. Α. στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Υγείας Θήρας για την παροχή πρώτων βοηθειών και ακολούθως αποφασίστηκε η διακομιδή τους σε Νοσοκομείο Γενικής Εφημερίας των Αθηνών για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση των τραυμάτων τους και συγκεκριμένα στο Γ.Κ.Ν.Α. "Γ. Γεννηματάς" και στο Γ.Ν.Ν. Ιωνίας "Αγία Όλγα", ενώ, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέμεινε για νοσηλεία στο Κέντρο Υγείας Θήρας. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ακόμη ότι ο Α. Α. καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του κατά της καταδικαστικής με αριθμό 1-9/2009 οριστικής απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Μυτιλήνης, με τη με αριθμό 72-80/2013 Ν απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη, για τα παρακάτω εγκλήματα, τα οποία επισυνέβησαν τον ανωτέρω χρόνο και τόπο, ήτοι ότι: 1) Με πρόθεση σκότωσε τη σύζυγό του Α. Κ., κατά τον τρόπο, που αναφέρθηκε παραπάνω και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. 2) Με πρόθεση αποπειράθηκε να σκοτώσει άλλον, πράξη η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση πλην, όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του και ειδικότερα όταν εντοπίστηκε από όργανα του Αστυνομικού ... στην επαρχιακή οδό ...- ... Θήρας να κρατά στο ένα του χέρι το αποκομμένο κεφάλι της συζύγου του και στο άλλο χέρι του ένα μεγάλο μαχαίρι και κλήθηκε από τον αστυνομικό Γ. Κ. να παραδοθεί, ώστε τα αστυνομικά όργανα να προβούν στη σύλληψή του κινήθηκε απειλητικά εναντίον των αστυνομικών τείνοντάς τους το μαχαίρι, και, αφού ο αστυνομικός Γ. Κ. τον πυροβόλησε δύο (2) φορές στον αριστερό του ώμο, στην κοιλιακή χώρα, προσπάθησε να τον πλήξει με το μαχαίρι που κρατούσε στο κεφάλι, με σκοπό να τον σκοτώσει, πλην όμως απέτυχε να ολοκληρώσει την πράξη του, την οποία είχε αποφασίσει από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή του, καθώς ο δεύτερος κατηγορούμενος αφενός μεν τραβήχτηκε προς τα πίσω, με συνέπεια να καταφέρει με τη χρήση του μαχαιριού να του σκίσει μόνο το χείλος, ενώ, στη συνέχεια τον πυροβόλησε για μία ακόμη φορά στην κοιλιακή χώρα, με συνέπεια να πέσει στο έδαφος και να αφήσει το μαχαίρι πριν προλάβει να του καταφέρει και άλλα πλήγματα, που θα επέφεραν τον θάνατό του. 3) Έφερε παράνομα όπλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. β’ του νόμου 2168/1993 και συγκεκριμένα έφερε μαζί του παράνομα ένα μαχαίρι, το οποίο χρησιμοποίησε για την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων, 4) Έκανε χρήση του ως άνω όπλου για την τέλεση των ως άνω αδικημάτων. 5) Αφαίρεσε μέλος νεκρού από εκείνους που είχαν δικαίωμα να το φυλάξουν και ενήργησε πράξη υβριστικά ανάρμοστη σχετικά με αυτό και, συγκεκριμένα, με την τέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά της συζύγου του απέκοψε από το νεκρό σώμα, που είχαν δικαίωμα να φυλάξουν οι εγγύτεροι συγγενείς της, με τη χρήση μαχαιριών, το κεφάλι της, το οποίο στη συνέχεια περιέφερε, κρατώντας το με το ένα του χέρι στην περιοχή του ... ..., στη συνέχεια δε, το έρριψε στο κάθισμα του συνοδηγού του υπηρεσιακού οχήματος της αστυνομίας μάρκας "…" εγκαταλείποντάς το εκεί. 6) Μεταχειρίστηκε βία και απειλή βίας για να εξαναγκάσει την αστυνομική αρχή να παραλείψει νόμιμη πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά της, η δε πράξη του αυτή φέρει τον χαρακτήρα της διακεκριμένης αντίστασης, καθόσον αυτός οπλοφορούσε και τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στράφηκε αυτή, διέτρεξαν σοβαρό κίνδυνο και ειδικότερα όταν εντοπίστηκε από τα όργανα του Αστυνομικού ... του δεύτερου κατηγορούμενου Γ. Κ. και του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Σ. και τους δόκιμους αστυφύλακες Α. Γ., Δ. Γ. και Α. Π. στην επαρχιακή οδό ...-... Θήρας μετά τη διάπραξη της πρώτης πράξης και κλήθηκε από αυτούς να παραδοθεί για να προχωρήσουν στην κατ’ άρθρο 275 του ΚΠΔ σύλληψή του αυτός, κρατώντας στο χέρι ένα μαχαίρι, στράφηκε εναντίον τους φωνάζοντας "θα σας σφάξω όλους δεν θα μείνει κανένας ζωντανός" και κινήθηκε απειλητικά εναντίον τους, έχοντας σκοπό να τους πλήξει με το μαχαίρι που κρατούσε, πλήττοντας μάλιστα με αυτό τον αστυνομικό και ήδη δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Κ., στη συνέχεια δε με την απειλή μαχαιριού, αφαίρεσε από την κατοχή των αστυνομικών το με αριθμό κυκλοφορίας ... όχημα της αστυνομίας και τράπηκε σε φυγή, καταδιωκόμενος από τα αστυνομικά όργανα, όταν δε το όχημα που χρησιμοποίησε ακινητοποιήθηκε στην κεντρική οδό ...-... μετά τη σύγκρουση του με το με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, βγήκε απότομα από αυτό και κινήθηκε απειλητικά προς τον αστυνομικό-τρίτο κατηγορούμενο Α. Τ., που είχε καταφθάσει στο σημείο μαζί με τον τότε Διοικητή του Αστυνομικού ... Δ. Π., λέγοντάς του "ποιος είσαι εσύ ρε, δεν θα την βγάλεις καθαρή θα σε καθαρίσω", τον χτύπησε με το χέρι του στο αριστερό μέρος του προσώπου του και προσπάθησε να του αποσπάσει, χρησιμοποιώντας και τα δύο του χέρια, το όπλο που κρατούσε στο χέρι του και να το στρέψει προς το σώμα του για να τον πυροβολήσει χωρίς, όμως, να το καταφέρει καθώς ο ανωτέρω αστυνομικός πυροβόλησε εναντίον του στην περιοχή των ποδιών και, στη συνέχεια, οι αστυνομικοί ασκώντας πάνω του βία κατόρθωσαν να τον συλλάβουν. 7) Με πρόθεση διατάραξε την ασφάλεια των συγκοινωνιών και τέλος 8) Με ενδεχόμενο δόλο αποπειράθηκε να σκοτώσει άλλους επιχειρώντας πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πλην, όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή από λόγους εξωτερικούς της θέλησής του και ειδικότερα στην επαρχιακή οδό ... ... Θήρας, καθώς οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα το με αριθμό κυκλοφορίας ... περιπολικό του Αστυνομικού ..., που είχε αφαιρέσει κατά τη διάρκεια προηγούμενης συμπλοκής του με τους αστυνομικούς, με κατεύθυνση προς τον ..., αν και γνώριζε ότι στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας έβαιναν η Κ. Σ. του Ι. και η Α. Ν. του Χ. με το με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε η τελευταία και ότι ενδέχεται, αν εισέλθει σε αυτό να συγκρουστεί με το όχημά τους και να προκαλέσει από τη σύγκρουση το θανάσιμο τραυματισμό τους, εισήλθε, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, στο αντίθετο ρεύμα πορείας κυκλοφορίας και επέπεσε με σφοδρότητα στο μοτοποδήλατο που αυτές επέβαιναν με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό τους καθώς η πρώτη υπέστη κάταγμα ανοικτό διπολικό αριστερής κνήμης-περόνης καθώς και κάταγμα αριστερού μετακαρπιαίου, η δε δεύτερη κάταγμα ανοικτό αριστερής κνήμης και περόνης, κάταγμα αριστερού αντιβραχίου και εκτεταμένο θλαστικό τραύμα αριστερού μηρού, πλην όμως απέτυχε να ολοκληρώσει την πράξη που είχε αποδεχθεί ότι ενδέχετο να συμβεί, καθόσον οι παθούσες αφενός δεν επλήγησαν καίρια και σε άλλα σημεία του σώματός τους ώστε να επέλθει ακαριαία ο θάνατός τους, αφετέρου διότι μεταφέρθηκαν έγκαιρα στο Κέντρο Υγείας Θήρας και στη συνέχεια με αεροδιακομιδή στο Γενικό Κεντρικό Νοσοκομείο Γεννηματάς, όπου αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά τα τραύματά τους με τοποθέτηση υλικών οστεοσύνθεσης. Ακολούθως, ο Α. Α. καταδικάστηκε στις ακόλουθες ποινές: 1) ισόβιας κάθειρξης για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση σε βάρος της συζύγου του Α. Κ., 2) κάθειρξης δώδεκα (12) ετών για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, 3) φυλάκισης ενός (1) έτους και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας, 4) φυλάκισης ενός (1) έτους για την πράξη της οπλοχρησίας κατ’ εξακολούθηση, 5) φυλάκισης δύο (2) ετών για την πράξη της περιύβρισης νεκρού, 6) φυλάκισης δύο (2) ετών για την πράξη της διακεκριμένης αντίστασης, 7) φυλάκισης δύο (2) ετών για την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με πρόθεση και 8) κάθειρξη δέκα (10) ετών για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή για κάθε μία από τις δύο απόπειρες. Ακολούθως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, με την προαναφερόμενη με αριθμό 72-80/2013 αμετάκλητη ήδη απόφασή του, επέβαλε, με βάση τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ, στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο την συνολική ποινή της καθείρξεως είκοσι τεσσάρων (24) ετών πέραν της ισόβιας κάθειρξης για το υπό στοιχείο (1) αδίκημα. Τέλος, το ως άνω Δικαστήριο υποχρέωσε τον καταδικασθέντα Α. Α. να καταβάλλει στους παρασταθέντες πολιτικώς ενάγοντες, αφενός μεν στον Θ. Κ. του Π. (πατέρα της θανούσας Α. Κ.) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφετέρου στις πολιτικώς ενάγουσες Α. Ν. του Χ. και Κ. Σ. του Ι. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ με επιφύλαξη, όπως πρωτοδίκως στον καθένα εκ των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων. Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι, ήτοι οι Ν. Σ., Γ. Κ. και Α. Τ. κατηγορούνται για ότι: Στη Θήρα,του Νομού Κυκλάδων.στις 3/8/2008 από έλλειψη της ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις, μπορούσαν και ήταν υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματος τους να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις και οι παραλείψεις τους, και προξένησαν σωματική βλάβη σε άλλα άτομα, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος, πηγάζουσα από τον νόμο. Ότι ειδικότερα οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, όντες αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος ..., και έχοντας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους την υποχρέωση, να μεταβούν την ως άνω ημεροχρονολογία στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων προκειμένου να συλλάβουν τον Α. Α., ο οποίος είχε τελέσει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση εις βάρος της συζύγου του, Α. Κ., ένεκα των επιδειχθεισών παραλείψεών τους δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τον ως άνω, με αποτέλεσμα ό Α. Α. να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα (περιπολικό) της Ελληνικής Αστυνομίας, να κινηθεί επί της επαρχιακής οδού ... - ... με κατεύθυνση προς την περιοχή ... Θήρας και να επιπέσει με σφοδρότητα πλαγιομετωπικά επί της με αριθμό κυκλοφορίας ... δίτροχης μοτοσικλέτας, στην οποία επέβαιναν η πολιτικώς ενάγουσα Α. Ν., ως οδηγός, και η πολιτικώς ενάγουσα Κ. Σ., ως συνοδηγός και οι οποίες κινούνταν στην ως άνω επαρχιακή οδό με κατεύθυνση προς ... (ήτοι με αντίθετη κατεύθυνση από τον Α. Α.). Αποτέλεσμα της ως άνω σύγκρουσης υπήρξε ο βαρύς τραυματισμός των ως άνω επιβαινουσών επί της δίκυκλης μοτοσικλέτας. Συγκεκριμένα: 1) Ο πρώτος κατηγορούμενος, Ν. Σ., ως ... του Αστυνομικού ... και ως Αξιωματικός Υπηρεσίας του ιδίου αστυνομικού τμήματος, επέδειξε αμέλεια κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, που συνίσταται στις κάτωθι πράξεις και παραλείψεις: Ι) αν και ενημερώθηκε στις 18:30 μ.μ. περίπου της 3ης/8/2008 τηλεφωνικά από κατοίκους της ... του Νομού Κυκλάδων ότι κάποιος άνδρας κυκλοφορεί στο χωριό ... της ... του Νομού Κυκλάδων έχοντας ανά χείρας ένα αποκοπέν ανθρώπινο κεφάλι και ένα μαχαίρι, διέταξε τον δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Κ., ο οποίος κατευθυνόταν προς το ... της ... του Νομού Κυκλάδων για αντιμετώπιση του ως άνω περιστατικού, να επιστρέφει στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας του Νομού Κυκλάδων, και από κοινού να μεταβούν στο ..., χάνοντας πολύτιμο χρόνο για τη σύλληψη του δράστη της ανθρωποκτονίας (παράβαση άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη -),
ΙΙ) δεν ειδοποίησε άμεσα τον προϊστάμενό του, Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της ... του Νομού Κυκλάδων, Δ. Π. για το ως άνω περιστατικό, το οποίο ήταν ιδιαίτερα σοβαρό (παράβαση άρθρου 60 παρ. 1 περ. ζ’ του π.δ. 141/1991 - αναφορά στον διοικητή κάθε σπουδαίου γεγονότος -),
ΙΙΙ) μετέβη στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων προς σύλληψη δράστη, επικίνδυνου και οπλοφορούντος, χωρίς να φέρει μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο, τελώντας σε γνώση του γεγονότος ότι από τους ολικά πέντε (5) αστυνομικούς του Αστυνομικού ... του Νομού Κυκλάδων, που μετέβαιναν στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων για τη σύλληψη του ως άνω δράστη της ανθρωποκτονίας, οι τρεις (3) ήταν δόκιμοι αστυφύλακες και δεν επιτρεπόταν να φέρουν οπλισμό, με αποτέλεσμα η σύλληψη του ως άνω δράστη της ανθρωποκτονίας να καταστεί ιδιαίτερα δυσχερής, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, μη έχοντας το υπηρεσιακό του περίστροφο να μην δύναται να συμμετάσχει στην σύλληψη του δράστη, ο οποίος έφερε όπλο (ήτοι μαχαίρι μήκους τριάντα οκτώ - 38 - εκατοστών), ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήταν άοπλος, (παράβαση άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη - και άρθρου 2 παρ. 1 εδ. γ’ του νόμου 3169/2003: "ο αστυνομικός φέρει πάντοτε υπηρεσιακό οπλισμό κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του"), IV) μη παροχή υποδείξεων και συντονισμού των υφισταμένων του, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας σύλληψης του δράστη (παράβαση άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη), V) μη σύλληψη και αφοπλισμός του δράστη, όταν αυτός ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, έχοντας δεχθεί δύο (2) σφαίρες, ενώ είχε κατά τη στιγμή εκείνη αντικειμενικά τη δυνατότητα να το πράξει, έστω και μη φέροντας οπλισμό, αλλά προέβη σε λήψη στοιχείων ταυτότητας του αυτόπτη μάρτυρα, Ι. Σ., με αποτέλεσμα ο δράστης Α. Α. να σηκωθεί εκ νέου και αρχικά να αποπειραθεί να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό αυτοκίνητο, (περιπολικό) το οποίο δεν αφαίρεσε, διότι δεν βρίσκονταν επ’ αυτού τα κλειδιά και ακολούθως, να αφαιρέσει από την κατοχή των αστυνομικών το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό - (παράβαση του άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη ), VI) μη καταδίωξη του δράστη, ο οποίος απεχώρησε από το σημείο με το αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό-το οποίο κατά τα ειδικώς αναφερόμενα υπό άνω κατάφερε να αποσπάσει από την κατοχή των αστυνομικών του Αστυνομικού ... του Νομού Κυκλάδων, αλλά μετέβη στο σημείο, όπου είχε λάβει χώρα η τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας προς συλλογή στοιχείων, και πληροφοριών (παράβαση άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη). 2) Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Γ. Κ., ως ... του Αστυνομικού Τμήματος της ... του Νομού Κυκλάδων και ενώ βρισκόταν σε εποχούμενη περιπολία επέδειξε αμέλεια κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, που συνίσταται στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις: I) έφερε εντός του υπηρεσιακού του εξάσφαιρου περιστρόφου τέσσερις (4) σφαίρες, ενώ έπρεπε να φέρει έξι (6) σφαίρες (παράβασή άρθρου 76 παρ. 5 του π.δ. 141/1991), II) μη σύλληψη και αφοπλισμός του δράστη, όταν αυτός ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, έχοντας δεχθεί δύο (2) σφαίρες, ενώ είχε κατά τη στιγμή εκείνη αντικειμενικά τη δυνατότητα να το πράξει, με αποτέλεσμα ο δράστης να σηκωθεί εκ νέου και αρχικά να αποπειραθεί να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό αυτοκίνητο, το οποίο δεν αφαίρεσε, διότι δεν βρίσκονταν επ’ αυτού τα κλειδιά και ακολούθως, να αφαιρέσει από την κατοχή των αστυνομικών το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό - κλειδιά (παράβαση άρθρου 76 παρ. ν8 περ. α και β σε συνδυασμό με το άρθρο 77 παρ. 2 του π.δ. 141/1991) και
ΙΙΙ) παρέλειψε να αφαιρέσει από τη μίζα του με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακού οχήματος - περιπολικού - τα κλειδιά (παρ. αρ. 76 παρ. 8 περ. α και β σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 77 παρ. 2 του π.δ. 141/1991). Όλες οι υπό άνω περιγραφόμενες αμελείς πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων είχαν ως αποτέλεσμα ο Α. Α. να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα (περιπολικό) της Ελληνικής Αστυνομίας, να κινηθεί επί της επαρχιακής οδού ... - ... με κατεύθυνση προς ... και να επιπέσει με σφοδρότητα πλαγιομετωπικά επί της με αριθμό κυκλοφορίας ... δίτροχης μοτοσικλέτας, στην οποία επέβαιναν η Α. Ν., ως οδηγός και η Κ. Σ., ως συνοδηγός και οι οποίες κινούνταν στην ως άνω επαρχιακή οδό με κατεύθυνση προς ... (ήτοι με αντίθετη κατεύθυνση από τον Α. Α.) και να υποστούν βαριές σωματικές βλάβες. Ειδικότερα, η Α. Ν. υπέστη κάταγμα αριστερής περόνης, αριστερής κνήμης (ανοιχτό 1ου βαθμού κατά G.), κάταγμα αριστερής ωλένης (ανοιχτό 1ου βαθμού κατά G.), εξάρθρημα άνω κερκιδωλενικής (τύπου Monteggia) και εκτεταμένο τραύμα αριστερού ώμου και η Κ. Σ., υπέστη ανοιχτό διπολικό κάταγμα αριστερής κνήμης (βαθμού III κατά G.) με διατομή μυϊκών στέρων πρόσθιας επιφάνειας αριστερής κνήμης, βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερού γόνατου και κάταγμα αυχένος 5ου μετακαρπίου αριστερής άκρας χειρός. ....... Σύμφωνα, όμως, με όσα έχουν λεχθεί στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας, αναφορικά με την στοιχειοθέτηση του στοιχείου της εξωτερικής αμέλειας, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός μεν ότι οι κατηγορούμενοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις, ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφ’ ετέρου ότι οι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν και να αποφύγουν το αξιόποινο αποτέλεσμα. Και είναι μεν γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι όντες αστυνομικοί μπορούσαν να έχουν προβεί στις ενέργειες και στα μέτρα που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων τους για τον εντοπισμό, την ακινητοποίηση και σύλληψη του δράστη της ανθρωποκτονίας, όπως μπορούσε να πράξει κάθε συνετός κοινωνικός άνθρωπος, που βρισκόταν στη θέση τους και στην ίδια κοινωνική ομάδα με αυτούς. Από το σύνολο, όμως, των εισφερόμενων στη δίκη αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι δεν υφίστατο εκ μέρους των κατηγορουμένων η "αντικειμενική δυνατότητα πρόβλεψης" του αξιοποίνου αποτελέσματος και δη της σωματικής βλάβης των πολιτικών εναγουσών και της μάρτυρα κατηγορίας Δ. Π. εξ αμελείας με παράλειψη, αφού το εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί από τον μέσο συνετό κοινωνικό άνθρωπο. Συγκεκριμένα, για να αποφύγουν οι κατηγορούμενοι το αξιόποινο αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να προβλέψουν αυτό, πλην, όμως, αυτό ήταν ανθρωπίνως μη προβλέψιμο. Και τούτο, διότι η εν γένει συμπεριφορά του Α. Α. μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας και δη η περιφορά του αποκοπέντος κεφαλιού της θανούσας συζύγου του στο ένα χέρι και το κράτημα του μαχαιριού στο άλλο, η επεισοδιακή και ανεπιτυχής κατ’ αποτέλεσμα καταδίωξή του του από τέσσερα (4) περιπολικά οχήματα της Ελληνικής Αστυνομίας και πλήθος αστυνομικών οργάνων του Αστυνομικού ..., ο τραυματισμός του από τέσσερις (4) σφαίρες, με σκοπό την ακινητοποίησή του και τη σύλληψή του, η οποία παρά ταύτα δεν κατέστη εφικτή, αφού αυτός συνέχισε να κινείται και να ενεργεί αστραπιαία, όπως και πριν από τον τραυματισμό του, γεγονός που δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής, και μάλιστα έχοντας τέτοιες σωματικές ακόμη δυνάμεις, αφού προσπάθησε και μετά τον τραυματισμό του αρχικώς να αφαιρέσει το πρώτο υπηρεσιακό όχημα και όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, να προβεί στην αφαίρεση του με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακού οχήματος, η πρόθεση του να αποπειραθεί να σκοτώσει τους εμπλακέντες στη σύλληψή του αστυνομικούς αλλά και τις πολιτικώς ενάγουσες, οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν με τα όσα έλαβαν χώρα πριν και μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας σε βάρος της συζύγου του, καταδεικνύουν μία εγκληματική προσωπικότητα πρωτοφανή για τα παγκόσμια αστυνομικά δεδομένα. Τούτο, δε, σημαίνει ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να προβλεφθεί η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη μετά την τέλεση του ειδεχθούς κακουργήματος της ανθρωποκτονίας σε βάρος της συζύγου. Η κρίση αυτή ενισχύεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι ασχολήθηκαν με το εν λόγω συμβάν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Συγκεκριμένα σε σχετική εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, η οποία σχολίασε το περιστατικό αναφέρεται ότι το ... με τίτλο "..." σχολιάζει χαρακτηριστικά ότι: "Οι κάτοικοι του νησιού δεν έχουν γίνει μάρτυρες τέτοιας αγριότητας από την εποχή των εκτελέσεων που έκαναν οι ... Στρατιώτες στη διάρκεια της κατοχής. Τονίζεται επίσης ότι οι Αρχές πιστεύουν ότι η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη της ανθρωποκτονίας οφειλόταν στην απόλυσή του από το ξενοδοχείο στο οποίο εργαζόταν ως μάγειρας". Το εν λόγω έγκλημα της ανθρωποκτονίας και της εν γένει μετέπειτα εγκληματικής συμπεριφοράς του Α. Α. απασχόλησε και τον γραπτό τύπο και δη τις αμερικάνικες, βρετανικές και γαλλικές εφημερίδες. Σε κάθε περίπτωση οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν, ενόψει της απειρίας που είχαν, υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, να καταβάλουν την οφειλόμενη επιμέλεια και να αποφύγουν έτσι, την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος, δεδομένου ότι επρόκειτο για ένα πρωτοφανές και πρωτόγνωρο στα παγκόσμια αστυνομικά χρονικά συμβάν, που διαδραματίστηκε για τη σύλληψη του Α. Α.. Και τούτο, διότι αυτοί μέχρι τότε αντιμετώπιζαν στο αστυνομικό τμήμα που υπηρετούσαν και στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους απλά και συνήθη ποινικά αδικήματα και όχι καταδιώξεις φανερά επικίνδυνων και απρόβλεπτων δραστών, τις οποίες θα μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν μόνο οι ειδικές δυνάμεις ασφαλείας. Κατόπιν τούτων και, αφού δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στους κατηγορούμενους κατηγοριών της σωματικής βλάβης από αμέλεια με παράλειψη κατά συρροή και κατά μόνας, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν αθώοι, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας". Ακολούθως το δικαστήριο, υπό τις ως άνω παραδοχές, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κήρυξε αθώους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, κατά πιστή εδώ μεταφορά, του ότι: "Στη ... στις 3-8-2008 από έλλειψη της ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις, μπορούσαν και ήταν υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματος τους να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις και οι παραλείψεις τους, και προξένησαν σωματική βλάβη σε άλλα άτομα, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος, πηγάζουσα από τον νόμο. 1) Ειδικότερα οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, όντες αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος ..., και έχοντας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους την υποχρέωση να μεταβούν την ως άνω ημεροχρονολογία στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων προκειμένου να συλλάβουν τον Α. Α., ο οποίος είχε τελέσει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση εις βάρος της συζύγου του, Α. Κ., ένεκα των επιδειχθεισών παραλείψεών τους δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τον ως άνω, με αποτέλεσμα ο Α. Α. να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα (περιπολικό) της Ελληνικής Αστυνομίας, να κινηθεί επί της επαρχιακής οδού περιοχής ...-... με κατεύθυνση προς την περιοχή ... Θήρας και να επιπέσει με σφοδρότητα πλαγιομετωπικά επί της με αριθμό κυκλοφορίας ... δίτροχης μοτοσικλέτας, στην οποία επέβαιναν η πολιτικώς ενάγουσα Α. Ν., ως οδηγός, και η πολιτικώς ενάγουσα Κ. Σ., ως συνοδηγός και οι οποίες κινούνταν στην ως άνω επαρχιακή οδό με κατεύθυνση προς ... (ήτοι με αντίθετη κατεύθυνση από τον Α. Α.). Αποτέλεσμα της ως άνω σύγκρουσης υπήρξε ο βαρύς τραυματισμός των ως άνω επιβαινουσών επί της δίκυκλης μοτοσικλέτας. Συγκεκριμένα: α) Ο πρώτος κατηγορούμενος, Ν. Σ., ως ... του Αστυνομικού ... και ως Αξιωματικός Υπηρεσίας του ιδίου αστυνομικού τμήματος, επέδειξε αμέλεια κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, που συνίσταται στις κάτωθι πράξεις και παραλείψεις: Ι) αν και ενημερώθηκε στις 18:30 μ.μ. περίπου της 3ης/8/2008 τηλεφωνικά από κατοίκους της ... του Νομού Κυκλάδων ότι κάποιος άνδρας κυκλοφορεί στο χωριό ... της ... του Νομού Κυκλάδων έχοντας ανά χείρας ένα αποκοπέν ανθρώπινο κεφάλι και ένα μαχαίρι, διέταξε τον δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Κ., ο οποίος κατευθυνόταν προς το ... της ... του Νομού Κυκλάδων για αντιμετώπιση του ως άνω περιστατικού, να επιστρέψει στο Αστυνομικό Τμήμα Θήρας του Νομού Κυκλάδων, και από κοινού να μεταβούν στο ..., χάνοντας πολύτιμο χρόνο για τη σύλληψη του δράστη της ανθρωποκτονίας (παράβαση άρθρου 60 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη-),
ΙΙ) δεν ειδοποίησε άμεσα τον προϊστάμενό του, Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της ... του Νομού Κυκλάδων, Δ. Π., για το ως άνω περιστατικό, το οποίο ήταν ιδιαίτερα σοβαρό (παράβαση άρθρου 60 παράγραφος 1 περ. ζ’ του π.δ. 141/1991 - αναφορά στον διοικητή κάθε σπουδαίου γεγονότος -),
ΙΙΙ) μετέβη στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων προς σύλληψη δράστη, επικίνδυνου και οπλοφορούντος, χωρίς να φέρει μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο, τελώντας σε γνώση του γεγονότος ότι από τους συνολικά πέντε (5) αστυνομικούς του Αστυνομικού ... του Νομού Κυκλάδων, που μετέβαιναν στο ... της ... του Νομού Κυκλάδων για τη σύλληψη του ως άνω δράστη της ανθρωποκτονίας, οι τρεις (3) ήταν δόκιμοι αστυφύλακες και δεν επιτρεπόταν να φέρουν οπλισμό, με αποτέλεσμα η σύλληψη του ως άνω δράστη της ανθρωποκτονίας να καταστεί ιδιαίτερα δυσχερής, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, μη έχοντας το υπηρεσιακό του περίστροφο να μην δύναται να συμμετάσχει στην σύλληψη του δράστη, ο οποίος έφερε όπλο (ήτοι μαχαίρι μήκους τριάντα οκτώ - 38 - εκατοστών), ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήταν άοπλος, (παράβαση άρθρου 60 παράγραφος 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη - και άρθρου 2 παρ. 1 εδ. γ’ του νόμου 3169/2003: "ο αστυνομικός φέρει πάντοτε υπηρεσιακό οπλισμό κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του"), IV) μη παροχή υποδείξεων και συντονισμού των υφισταμένων του κατά τη διάρκεια της προσπάθειας σύλληψης του δράστη (παράβαση άρθρου 60 παράγραφος 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη), V) μη σύλληψη και αφοπλισμός του δράστη, όταν αυτός ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, έχοντας δεχθεί δύο (2) σφαίρες, ενώ είχε κατά τη στιγμή εκείνη αντικειμενικά τη δυνατότητα να το πράξει, έστω και μη φέροντας οπλισμό, αλλά προέβη σε λήψη στοιχείων ταυτότητας του αυτόπτη μάρτυρα, Ι. Σ., με αποτέλεσμα ο δράστης Α. Α. να σηκωθεί εκ νέου και αρχικά να αποπειραθεί να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό αυτοκίνητο, (περιπολικό) το οποίο δεν αφαίρεσε, διότι δεν βρίσκονταν επ’ αυτού τα κλειδιά και ακολούθως, να αφαιρέσει από την κατοχή των αστυνομικών το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό - (παράβαση του άρθρου 60 παράγραφος 2 περ. δ’ π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη), VI) μη καταδίωξη δράστη, ο οποίος απoχώρησε από το σημείο με το αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό -, το οποίο κατά τα ειδικώς αναφερόμενα υπό άνω κατάφερε να αποσπάσει από την κατοχή των αστυνομικών του Αστυνομικού ... του Νομού Κυκλάδων, αλλά μετέβη στο σημείο, όπου είχε λάβει χώρα η τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας προς συλλογή στοιχείων και πληροφοριών (παράβαση άρθρου 60 παράγραφος 2 περ. δ’ του π.δ. 141/1991 - μη λήψη απαραίτητων μέτρων για τη σύλληψη δράστη). β)
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Γ. Κ., ως ... του Αστυνομικού Τμήματος της ... του Νομού Κυκλάδων, και ενώ βρισκόταν σε εποχούμενη περιπολία επέδειξε αμέλεια κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, που συνίσταται στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις: I) έφερε εντός του υπηρεσιακού του εξάσφαιρου περιστρόφου τέσσερις (4) σφαίρες, ενώ έπρεπε να φέρει έξι (6) σφαίρες (παράβαση άρθρου 76 παράγραφος 5 του π.δ. 141/1991), II) μη σύλληψη και αφοπλισμός του δράστη, όταν αυτός ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, έχοντας δεχθεί δύο (2) σφαίρες, ενώ είχε κατά τη στιγμή εκείνη αντικειμενικά τη δυνατότητα να το πράξει, με αποτέλεσμα ο δράστης να σηκωθεί εκ νέου και αρχικά να αποπειραθεί να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό αυτοκίνητο, το οποίο δεν αφαίρεσε, διότι δεν βρίσκονταν επ’ αυτού τα κλειδιά και ακολούθως, να αφαιρέσει από την κατοχή των αστυνομικών το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα - περιπολικό - κλειδιά (παράβαση άρθρου 76 παράγραφος 8 περ. α και β σε συνδυασμό με το άρθρο 77 παράγραφος 2 του π.δ. 141/1991) και
ΙΙΙ) παρέλειψε να αφαιρέσει από τη μίζα του με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακού οχήματος - περιπολικού - τα κλειδιά (παράβαση άρθρου 76 παράγραφος 8 περ. α και β σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 77 παράγραφος 2 του π.δ. 141/1991). Όλες οι ως άνω περιγραφόμενες αμελείς πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων είχαν ως αποτέλεσμα ο Α. Α. να αφαιρέσει το με αριθμό κυκλοφορίας ... υπηρεσιακό όχημα (περιπολικό) της Ελληνικής Αστυνομίας, να κινηθεί επί της επαρχιακής οδού ... - ... με κατεύθυνση προς ... και να επιπέσει με σφοδρότητα πλαγιομετωπικά επί της με αριθμό κυκλοφορίας ... δίτροχης μοτοσικλέτας, στην οποία επέβαιναν η Α. Ν., ως οδηγός, και η Κ. Σ., ως συνοδηγός και οι οποίες κινούνταν στην ως άνω επαρχιακή οδό με κατεύθυνση προς ... (ήτοι με αντίθετη κατεύθυνση από τον Α. Α.) και να υποστούν βαριές σωματικές βλάβες. Ειδικότερα, η Α. Ν. υπέστη κάταγμα αριστερής περόνης, αριστερής κνήμης (ανοιχτό 1ου βαθμού κατά G.), κάταγμα αριστερής ωλένης (ανοιχτό 1ου βαθμού κατά G.), εξάρθρημα άνω κερκιδωλενικής (τύπου Monteggia) και εκτεταμένο τραύμα αριστερού ώμου και η Κ. Σ., υπέστη ανοιχτό διπολικό κάταγμα αριστερής κνήμης (βαθμού 111 κατά G.) με διατομή μυϊκών γαστέρων πρόσθιας επιφάνειας αριστερής κνήμης, βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερού γόνατου και κάταγμα αυχένος 5ου μετακαρπίου αριστερής άκρας χειρός. ....... .". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου περί αθωωτικής αποφάσεως, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., δεδομένου ότι αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση για την διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ είδος μνημονεύονται στα πρακτικά, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, ήτοι η χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, οι ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και οι απολογίες των κατηγορουμένων και β) κατά τρόπο πλήρη, σαφή, χωρίς κενά και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις) που δικαιολογούν την κρίση για την μη συνδρομή των στοιχείων της αξιοποίνου πράξεως της εξ’ αμελείας σωματικής βλάβης κατά συρροή που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους και κυρίως του στοιχείου της δυνατότητας να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης άλλων από τροχαίο ατύχημα εξαιτίας των παραλείψεων τους κατά την προσπάθεια της συλλήψεως δράστη ανθρωποκτονίας. Ειδικότερα, δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν υφίστατο εκ μέρους των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων η αντικειμενική δυνατότητα πρόβλεψης του αξιοποίνου αποτελέσματος της σωματικής βλάβης των πολιτικών εναγουσών εξ αμελείας με παράλειψη, αφού το εγκληματικό αυτό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί από τον μέσο συνετό κοινωνικό άνθρωπο και μάλιστα δέχεται ότι για να αποφύγουν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι το αξιόποινο αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να προβλέψουν αυτό, πλην, όμως, αυτό ήταν ανθρωπίνως μη προβλέψιμο, διότι η εν γένει συμπεριφορά του Α. Α. μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, όπως αυτή περιγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καταδεικνύει μία εγκληματική προσωπικότητα πρωτοφανή για τα παγκόσμια αστυνομικά δεδομένα και μία εγκληματική συμπεριφορά δράστη μετά την τέλεση του ειδεχθούς κακουργήματος ανθρωποκτονίας σε βάρος της συζύγου του, που ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να προβλεφθεί και σε κάθε περίπτωση, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, οι οποίοι μέχρι τότε αντιμετώπιζαν στο αστυνομικό τμήμα που υπηρετούσαν και στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους απλά και συνήθη ποινικά αδικήματα και όχι καταδιώξεις φανερά επικίνδυνων και απρόβλεπτων δραστών, τις οποίες θα μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν μόνο οι ειδικές δυνάμεις ασφαλείας, δεν μπορούσαν, ενόψει της απειρίας που είχαν, υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, να καταβάλουν την οφειλόμενη επιμέλεια και να αποφύγουν έτσι, την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος, δεδομένου ότι επρόκειτο για ένα πρωτοφανές και πρωτόγνωρο στα παγκόσμια αστυνομικά χρονικά συμβάν, με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων σ’ αυτούς κατηγοριών της σωματικής βλάβης από αμέλεια με παράλειψη κατά συρροή και κατά μόνας. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση, με αυτά που δέχθηκε, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε, με συνέπεια να μην στερείται νόμιμης βάσης, αφού περιέχει σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα των σωματικών βλαβών των πολιτικώς εναγουσών από αμέλεια με παράλειψη, οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλαν. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι περί του εναντίου λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ. και στέρηση νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και ως εκ τούτου, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αναίρεση της Εισαγγελέα πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-1-2016 αναίρεση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 441, 443, 444/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ ...2016 έκθεση αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2016. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αναίρεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως που αθώωσε αστυνομικούς για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας κατά συρροή. Λόγοι αναίρεσης έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Απορρίπτει αναίρεση | Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας | Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. | 0 |
Αριθμός 1194/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη, και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 26 Απριλίου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, περί κανονισμού αρμοδιότητας μεταξύ ποινικών και στρατιωτικών δικαστηρίων.
Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 2016, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, με αριθμό 77/13-4-2017 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Κατά το άρθρο 193 παρ. 1 ΣΠΚ (Ν. 2287/1995) στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, εξαιρέσει των εγκλημάτων τα οποία αναφέρονται στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου και τα οποία υπάγονται στα κοινά δικαστήρια. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 195 του αυτού κώδικα ορίζεται ότι "αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες αρμόδια είναι α) τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου και, β) τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό" ενώ με τη διάταξη του άρθρου 197, με τίτλο "αρμοδιότητα επί συναφών, κατ’ εξακολούθηση και διαρκών εγκλημάτων" ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι: παρ. 1 "αν συρρέουν εγκλήματα που υπάγονται άλλα σε στρατιωτικά δικαστήρια και άλλα στα κοινά ποινικά δικαστήρια, δικάζονται από το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία για το βαρύτερο έγκλημα....", παρ. 2 "αν από τις μερικότερες πράξεις ενός κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος άλλες τελέσθηκαν σε χρόνο που ο δράστης ήταν στρατιωτικός και άλλες σε χρόνο που ήταν ιδιώτης, δικάζουν για όλες τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα και στα διαρκή εγκλήματα". Εξ άλλου κατά το άρθρο 128 παρ. 1 ΚΠΔ τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη, το δικαστήριο δε που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή, ενώ κατά το άρθρο 129 ΚΠΔ "συναφή" θεωρούνται μόνο τα (ακόλουθα) εγκλήματα: α) όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ή από πολλούς όχι συναίτιους στον ίδιο τόπο και χρόνο β) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και γ) όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά.
Συνεπώς στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης και οι αιχμάλωτοι πολέμου, σε περίπτωση δε συμμετοχής, κατά την έννοια των άρθρων 45 έως 47 του Π Κ στρατιωτικών και ιδιωτών στο έγκλημα, αρμόδια είναι τα κοινά ποινικά δικαστήρια αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου, ενώ αν είναι στρατιωτικό, τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες. Κατά το άρθρο 197 του ΣΠΚ, για πράξεις που είναι απλώς συναφείς, χωρίς το στοιχείο της συμμετοχής υπό την έννοια της σύμπραξης στην κυρία πράξη και στη συναπόφαση, αρμόδια είναι τα στρατιωτικά δικαστήρια για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες. Όταν, δηλαδή, υπάρχει συμμετοχική δράση ιδιώτη στην αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο στρατιωτικός υπάγεται στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων {Α.Π 630/2015, Α.Π 794/2004). Τέλος κατά το άρθρο 132 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, αν αμφισβητείται η αρμοδιότητα για την εκδίκαση ορισμένου εγκλήματος μεταξύ κοινών ποινικών δικαστηρίων και στρατιωτικών δικαστηρίων, ο Άρειος Πάγος προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορούμενου, του πολιτικώς ενάγοντα ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου (ήδη δε υπό το νέο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα που κυρώθηκε με το Ν. 2287/1995, του Εισαγγελέα στρατιωτικού δικαστηρίου), η οποία απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η σύγκρουση αρμοδιότητος είναι α) καταφατική, όταν περισσότερα δικαστήρια (ή ανακριτικές αρχές) που επελήφθησαν της υπόθεσης θεώρησαν εαυτά αρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και β) αποφατική, όταν περισσότερα δικαστήρια απέσχον διότι θεώρησαν εαυτά αναρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος αρνησιδικίας. Σκοπός του κανονισμού της αρμοδιότητος είναι η πρόληψη ή η άρση μεταξύ των περισσοτέρων παραλλήλως ενεργούντων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, της διενέργειας πολλαπλών άσκοπων ενεργειών και αμφισβητήσεων ή διενέξεων και συνεπώς προϋπόθεση του κανονισμού της αρμοδιότητος αποτελεί η ύπαρξη περισσότερων τοπικά αρμοδίων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, που να έχουν επιληφθεί της αυτής υπόθεσης ως αρμόδια ή να αρνούνται να επιληφθούν {Α.Π 630/2015}. Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, κατά το άρθρο 132 του ΚΠΔ, η από 14-10-2016, με αρ. πρωτ. .../46, αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητείται κανονισμός αρμοδιότητας μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με αφορμή ερωτήσεις που τέθηκαν στην Βουλή των Ελλήνων, καθώς και δημοσιεύματα στον τύπο για νοθεία στα καύσιμα στρατιωτικών μονάδων, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παρήγγειλε δειγματοληψίες καυσίμων από στρατιωτικές μονάδες και αποστολή των δειγμάτων στο Γενικό Χημείο του Κράτους με ενημέρωση του Εισαγγελέα για άσκηση των ενδεικνυομένων δικονομικών ενεργειών και τη διερεύνηση τέλεσης των εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της νοθείας καυσίμων. Η Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών σχημάτισε την υπό στοιχεία ΑΒΜ .../2012 δικογραφία και παρήγγειλε τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης. Επειδή στη συνέχεια προέκυψαν στοιχεία προς έρευνα που αφορούσαν μονάδες τοπικής αρμοδιότητας του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, διαβιβάστηκαν αυτά στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης και σχηματίστηκε η υπό στοιχεία ΑΒΜ ...2013 δικογραφία στην οποία συσχετίστηκαν και άλλες δικογραφίες, λόγω αρμοδιότητας, τα στοιχεία των οποίων αναλυτικά αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων και η υπό στοιχεία ΑΒΜ .../..., από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία αφορούσε την έρευνα διάπραξης των εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της νοθείας καυσίμων στο Στρατόπεδο "...". Στη συνέχεια, με το αριθ. .........13 από 15-7-2014 έγγραφο, η Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης επαναδιαβίβασε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την παραπάνω δικογραφία αφού συσχέτισε προηγουμένως σ’ αυτήν και την υπό στοιχεία ΑΒΜ ... δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γρεβενών, που αφορά την έρευνα για διαπίστωση τέλεσης των εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της νοθείας καυσίμων σε δεξαμενές καυσίμων στρατιωτικών μονάδων, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην ως άνω αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με το σκεπτικό ότι: "η υψηλή περιεκτικότητα σε θείο που βρέθηκε σε πετρέλαιο, μέσα στις δεξαμενές καυσίμων των παραπάνω στρατιωτικών μονάδων, προέρχεται από επεξεργασία αποχρωματισμού του αδασμολόγητου ναυτιλιακού πετρελαίου με χρήση θεϊκού οξέος, πλην όμως ούτε οι Μονάδες του στρατού, ούτε τα στελέχη του έχουν τη δυνατότητα από άποψη τεχνολογίας ή τεχνογνωσίας να επέμβουν στο πετρέλαιο που προμηθεύονται και να αφαιρέσουν με θείο τους ιχνηθέτες, ώστε να επωφεληθούν οικονομικά από αυτή την πρακτική και κατά συνέπεια δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει τέλεση από στρατιωτικό ή υπάλληλο της στρατιωτικής υπηρεσίας του αδικήματος της νοθείας καυσίμου (άρθρο 154 ΣΠΚ) ή άλλου εγκλήματος. Από το περιεχόμενο, όμως, της από 5-4-2016 πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε, μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, από την Πολυτεχνική Σχολή-Τμήμα Χημικών Μηχανικών-Εργαστήριο Πετροχημικής Τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο αποχρωματισμός του ναυτιλιακού πετρελαίου με χρήση θεϊκού οξέος, δεν είναι ο μοναδικός τρόπος αποχρωματισμού αυτού και κατά συνέπεια δεν αποκλείεται η τέλεση των ερευνώμενων εγκλημάτων από στρατιωτικό ή υπάλληλο της στρατιωτικής υπηρεσίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από την Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών σχηματίστηκε αντίστοιχη δικογραφία για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση πραγμάτων ανηκόντων στο κράτος και νοθεία κατ’ εξακολούθηση, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 15/2016 βούλευμα του Στρατοδικείου Αθηνών με το οποίο κρίθηκε ότι οι λόγοι εκτροπής σε περιεκτικότητα θείου στα καύσιμα συνοψίζονται διαζευκτικά στους εξής: 1) εσφαλμένος χειρισμός καυσίμων, 2) μη ορθή διαδικασία δειγματοληψίας, 3) εσφαλμένος χειρισμός κατά την ανάλυσή του από τα εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου, 4) μετάπτωση από τον ένα τύπο καυσίμου σε άλλον, χωρίς να προηγηθεί καθαρισμός των περιεκτών (μεταλλοδεξαμενών, δεξαμενών τύπου καυσίμων, δηλαδή αεροπορικό καύσιμο JP-8 με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο 3000 mg/Kgr(ppm) και πετρέλαιο F-54 χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο 10 mg/Kgr(ppm).Συνακόλουθα, στην προκείμενη υπόθεση, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει συμμετοχή ιδιωτών στην τέλεση των ως άνω ερευνώμενων εγκλημάτων και πρέπει να αρθεί η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, που δημιουργήθηκε μεταξύ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και της Εισαγγελίας του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης και να προσδιορισθεί ως αρμόδιο, για τη διερεύνηση αυτής, το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και οι Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές αυτού. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να αρθεί η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας που δημιουργήθηκε μεταξύ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και της Εισαγγελίας του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης και να προσδιορισθεί ως αρμόδιο, για τη διερεύνηση της προκείμενης ποινικής υπόθεσης, το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και οι Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές αυτού. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 132 παρ.1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι, αν αμφισβητείται η αρμοδιότητα για την εκδίκαση ορισμένου εγκλήματος μεταξύ κοινών ποινικών δικαστηρίων και στρατιωτικών δικαστηρίων, ο Άρειος Πάγος προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα, του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος που απευθύνεται προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 193 παρ. 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν. 2287/1995), στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου, με τις ειδικότερες εξαιρέσεις των εγκλημάτων της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω, τα οποία υπάγονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια. Κατά δε το άρθρο 194 παρ.1 στοιχ. α’ του ίδιου Κώδικα (Σ.Π.Κ.), οι στρατιωτικοί του στρατού ξηράς υπάγονται στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου. Τέλος, κατά το άρθρο 195 του αυτού Κώδικα, αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου, β) τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό. Το τελευταίο αυτό άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, με την έννοια της σύμπραξης στην κύρια πράξη και της συναπόφασης, αναφέρεται δηλαδή στα εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα (άρθρ. 45 Π.Κ.), ενώ, όταν η πράξη αποδίδεται σε περισσότερα πρόσωπα χωρίς να συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου, τότε πρόκειται απλώς περί παραυτουργίας, οπότε, στις περιπτώσεις αυτές, η πράξη εκάστου κατηγορουμένου εξετάζεται και κρίνεται αυτοτελώς. Η σύγκρουση αρμοδιότητας είναι α) καταφατική, όταν περισσότερα δικαστήρια (ή ανακριτικές αρχές) που επιλήφθηκαν της υποθέσεως θεώρησαν εαυτά αρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και β) αποφατική, όταν περισσότερα δικαστήρια απείχαν από την έρευνα και εκδίκαση της υποθέσεως διότι θεώρησαν εαυτά αναρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος αρνησιδικίας. Σκοπός του κανονισμού της αρμοδιότητας είναι η πρόληψη ή η άρση μεταξύ των περισσοτέρων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών που ενεργούν παράλληλα, της διενέργειας πολλαπλών άσκοπων ενεργειών και αμφισβητήσεων ή διενέξεων και συνεπώς προϋπόθεση του κανονισμού της αρμοδιότητας αποτελεί η ύπαρξη περισσότερων τοπικά αρμοδίων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, που να έχουν επιληφθεί της αυτής υπόθεσης ως αρμόδια ή να αρνούνται να επιληφθούν. Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, κατά το άρθρο 132 του ΚΠΔ, η από 14-10- 2016, με αρ. πρωτ. .../46, αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητείται κανονισμός αρμοδιότητας μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών σχημάτισε την ΑΒΜ .../2012 δικογραφία για νοθεία καυσίμων και λαθρεμπορία σε καύσιμα του ελληνικού στρατού και παρήγγειλε τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης. Στη συνέχεια, επειδή προέκυψαν στοιχεία προς έρευνα που αφορούσαν μονάδες τοπικής αρμοδιότητας του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, διαβιβάστηκαν αυτά στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης και σχηματίστηκε η ΑΒΜ ...2013 δικογραφία, στην οποία συσχετίστηκαν και άλλες δικογραφίες, λόγω αρμοδιότητας, τα στοιχεία των οποίων αναλυτικά αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων και η ΑΒΜ .../... από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία αφορούσε την έρευνα διάπραξης των εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της νοθείας καυσίμων στο Στρατόπεδο "...". Ακολούθως, με το υπ’ αριθ. .........13 από 15-7-2014 έγγραφό της, η Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης επαναδιαβίβασε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την παραπάνω δικογραφία, αφού συσχέτισε προηγουμένως σ’ αυτήν και την ΑΒΜ ... δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γρεβενών, που αφορά την έρευνα για διαπίστωση τέλεσης των εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της νοθείας καυσίμων σε δεξαμενές καυσίμων στρατιωτικών μονάδων, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην ως άνω αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με το σκεπτικό ότι η υψηλή περιεκτικότητα σε θείο που βρέθηκε σε πετρέλαιο, μέσα στις δεξαμενές καυσίμων των παραπάνω στρατιωτικών μονάδων, προέρχεται από επεξεργασία αποχρωματισμού του αδασμολόγητου ναυτιλιακού πετρελαίου με χρήση θεϊκού οξέος, πλην όμως ούτε οι Μονάδες του στρατού, ούτε τα στελέχη του έχουν τη δυνατότητα από άποψη τεχνολογίας ή τεχνογνωσίας να επέμβουν στο πετρέλαιο που προμηθεύονται και να αφαιρέσουν με θείο τους ιχνηθέτες, ώστε να επωφεληθούν οικονομικά από αυτή την πρακτική και κατά συνέπεια δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει τέλεση από στρατιωτικό ή υπάλληλο της στρατιωτικής υπηρεσίας του αδικήματος της νοθείας καυσίμου (άρθρο 154 ΣΠΚ) ή άλλου εγκλήματος. Όμως, από το περιεχόμενο της από 5-4-2016 πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε, μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, από την Πολυτεχνική Σχολή-Τμήμα Χημικών Μηχανικών-Εργαστήριο Πετροχημικής Τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο αποχρωματισμός του ναυτιλιακού πετρελαίου με χρήση θεϊκού οξέος δεν είναι ο μοναδικός τρόπος αποχρωματισμού αυτού και κατά συνέπεια δεν αποκλείεται η τέλεση των ερευνώμενων εγκλημάτων από στρατιωτικό ή υπάλληλο της στρατιωτικής υπηρεσίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από την Εισαγγελία του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών σχηματίστηκε αντίστοιχη δικογραφία για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση πραγμάτων ανηκόντων στο κράτος και νοθεία κατ’ εξακολούθηση, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 15/2016 βούλευμα του Στρατοδικείου Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε ότι οι λόγοι εκτροπής σε περιεκτικότητα θείου στα καύσιμα συνοψίζονται διαζευκτικά σε 1) εσφαλμένο χειρισμό καυσίμων, 2) μη ορθή διαδικασία δειγματοληψίας, 3) εσφαλμένο χειρισμό κατά την ανάλυσή του από τα εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου, 4) μετάπτωση από τον ένα τύπο καυσίμου σε άλλον, χωρίς να προηγηθεί καθαρισμός των περιεκτών (μεταλλοδεξαμενών, δεξαμενών τύπου καυσίμων, δηλαδή αεροπορικό καύσιμο JP-8 με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο 3000 mg/Kgr(ppm) και πετρέλαιο F-54 χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο 10 mg/Kgr(ppm). Κατά συνέπεια, στην προκείμενη υπόθεση, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει συμμετοχή ιδιωτών στην τέλεση των ως άνω ερευνώμενων εγκλημάτων που φέρονται να τελέστηκαν εντός στρατοπέδων.
Ενόψει τούτων, εφ’ όσον στη συγκεκριμένη περίπτωση, δημιουργήθηκε αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας μεταξύ κοινών και στρατιωτικών δικαστικών αρχών, πρέπει να αρθεί αυτή και να ορισθεί ως αποκλειστικά αρμόδιο να διερευνήσει την προκείμενη ποινική υπόθεση το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι αξιόποινες πράξεις φέρονται ότι τελέστηκαν σε δεξαμενές καυσίμων εντός στρατοπέδων και μπορούσαν να τελεσθούν μόνον από στρατιωτικούς και οι τελευταίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αίρει την αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας που δημιουργήθηκε μεταξύ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και της Εισαγγελίας του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης και ορίζει ως αρμόδιο για τη διερεύνηση της ποινικής υποθέσεως που αναφέρεται στο σκεπτικό το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και τις Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές του τελευταίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2017.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Άρση συγκρούσεως αρμοδιότητας μεταξύ ποινικών και στρατιωτικών δικαστηρίων. | Αρμοδιότητα | Αρμοδιότητα. | 0 |
Αριθμός 1162/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ά. Σ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 12974/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 432/17.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 24 Απριλίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Μ. Μ. και από το υπό ημερομηνία 25 Απριλίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 432/18-4-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β' και δ' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Φεβρουαρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως του Ά. Σ. του Α. για αναίρεση της 12974/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία ασκήθηκε με τη σύνταξη της 7/2017 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Αναιρέσεως απόρριψη | Αναιρέσεως απόρριψη. | 0 |
ΑΡΙΘΜΟΣ 1160/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δέσποινα Καλογήρου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.146α/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ν. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2017 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 11 Απριλίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο πολιτικώς ενάγων στην κρινόμενη υπόθεση Γ. Ν. του Α. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, θα προχωρήσει η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτός παρών.
Το άρθρο 216 του Π.Κ. ορίζει στη μεν παρ. 1 ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και ότι η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, στη δε παρ. 2 ότι με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, β) ότι αυτοτέλεια της χρήσεως υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο και γ) ότι η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο, παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, από το οποίο και απορροφάται. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος μάλιστα, αν κριθεί έστω και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος, λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη ακόμη και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαπιστώνοντας δε τη συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ. ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Η αναφορά του ακριβούς χρόνου τελέσεως της πράξεως στην απόφαση είναι αναγκαία για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής.
Συνεπώς, εάν δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος, δεν μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει για την παραγραφή ή μη της πράξεως και, έτσι, παραβιάζονται εκ πλαγίου οι ανωτέρω περί παραγραφής διατάξεις και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, αφού η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Τέλος, θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού συστήματος αποτελεί η αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου), η οποία αντανακλά και στους λόγους εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, όπως είναι η παραγραφή. Έτσι, εφόσον ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής που επιδρά στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή και, συνεπώς, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χρήσεως πλαστού εγγράφου και συγκεκριμένα χρήσεως πλαστής επιταγής, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, συνίσταται στο ότι αυτός: "Στους ... Αττικής, εντός του έτους 2009, αφού συμπλήρωσε στην υπ’ αριθ. ... επιταγή της ... ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, που είχε η εταιρία "... ΣΥΣΚΕΥΩΝ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "....", τον τόπο έκδοσης "...", την ημερομηνία "6-9-2009", το ποσό "15.000 ευρώ" (αριθμητικά και ολογράφως), σε διαταγή "....", γνωρίζοντας ότι οι υπογραφές που τέθηκαν στην εν λόγω επιταγή δεν είναι του Γ. Ν. και Χ. Ζ., που ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι (Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της ....) για την υπογραφή των επιταγών της εταιρίας ...., προκειμένου να παραπλανήσει τους εκπροσώπους της .... ότι η επιταγή έχει εκδοθεί ορθώς και φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων εκπροσώπων της, έκανε χρήση της επιταγής, παραδίδοντάς την στην εταιρία ...., δηλαδή για παράβαση των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 53, 61, 63, 79, 83, 216 παρ. 1 εδ. β’ Π.Κ.". Στο διατακτικό αυτό δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της χρήσεως του πλαστού εγγράφου (πλαστής επιταγής), ο οποίος δεν προσδιορίζεται ούτε και στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όμως, ο μη προσδιορισμός του ακριβούς χρόνου τελέσεως της χρήσεως του πλαστού καθιστά αβέβαιο το αν το αξιόποινο της πράξεως του αναιρεσείοντος είχε ή όχι εξαλειφθεί με παραγραφή όταν εκδικάσθηκε η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στις 9-1-2017, αφού μέχρι τότε, αν η πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε εντός του έτους 2009 είχε τελεσθεί μέχρι και 8-1-2009, είχε υποπέσει στην οκταετή παραγραφή των πλημμελημάτων και είχε εξαλειφθεί το αξιόποινό της. Έτσι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσεως, η οποία συνίσταται στην εκ πλαγίου παράβαση των προαναφερθεισών περί παραγραφής διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, αφού από το έτος 2009 και συγκεκριμένα από το χρονικό διάστημα του έτους αυτού που φθάνει έως και τις αρχές Μαΐου μέχρι και το χρόνο της συζητήσεως της κρινόμενης αναιρέσεως (3-5-2017) είχε παρέλθει οκταετία, ενόψει και του ως άνω αξιώματος in dubio pro reo, κατά το οποίο, όταν δεν προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως, το δικαστήριο δεν μπορεί να τον προσδιορίσει κατά τρόπο που να επηρεάζεται η παραγραφή, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως της επίδικης χρήσεως πλαστού εγγράφου, η οποία είναι στιγμιαίο έγκλημα, το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι 2-5-2009 το αργότερο και, έτσι, η πράξη αυτή θεωρείται ότι κατά το χρόνο συζητήσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είχε υποκύψει στην παραγραφή. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για χρήση πλαστού εγγράφου και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη αυτή λόγω παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 146α/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο κατηγορούμενος Γ. Ρ. του Σ. και Μ., στους ... Αττικής, εντός του έτους 2009 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημεροχρονολογία, αφού συμπλήρωσε στην υπ’ αριθ. ... επιταγή της ... ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, που είχε η εταιρία "... ΣΥΣΚΕΥΩΝ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "....", τον τόπο έκδοσης "...", την ημερομηνία "6-9-2009", το ποσό "15.000 ευρώ" (αριθμητικά και ολογράφως), σε διαταγή "....", γνωρίζοντας ότι οι υπογραφές που τέθηκαν στην εν λόγω επιταγή δεν είναι του Γ. Ν. και Χ. Ζ., που ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι (Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της ....) για την υπογραφή των επιταγών της εταιρίας ...., προκειμένου να παραπλανήσει τους εκπροσώπους της .... ότι η επιταγή έχει εκδοθεί ορθώς και φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων εκπροσώπων της, έκανε χρήση της επιταγής, παραδίδοντάς την στην εταιρία ....".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Χρήση πλαστού και συγκεκριμένα πλαστής τραπεζικής επιταγής. Όταν δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως και δεν μπορεί ο Άρειος Πάγος να κρίνει για την παραγραφή ή μη της πράξεως, παραβιάζονται εκ πλαγίου οι ουσιαστικές διατάξεις περί παραγραφής και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, αφού η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Όταν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως της που επιδρά στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου και θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος.Δέχεται αναίρεση για εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. | Τραπεζική επιταγή | Αναιρέσεως παραδοχή, Παραγραφή, Τραπεζική επιταγή. | 0 |
Αριθμός 1143/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Β. Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Μυλωνόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 144/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αιγαίου.
Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών" (Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Φεβρουαρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 26.4.2016 πρόσθετους λόγους, που καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία στο ακροατήριο, η ακυρότητα δε αυτή δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος υπάρχει μόνον όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ. όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάστηκε η τηρητέα κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. διαδικασία σε σχέση με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής, όχι όμως και όταν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια. Περαιτέρω κατά το άρθρο 63 εδ. α’ του ίδιου ως άνω Κώδικα η πολιτική αγωγή, με την οποίαν επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ., κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορεύς του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του Ν. 3528/2007 "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.", στην οποία ορίζεται ότι "Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε ζημιά την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του", προκύπτει ότι ο υπαγόμενος στις διατάξεις του δημόσιος υπάλληλος, δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις που οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του και έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά υπέχει ευθύνη έναντι των τρίτων μόνον το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. για την αποζημίωσή τους, ως αστικώς πλέον υπεύθυνο, την οποία, κατά το άρθρο 105 εδ .α’ του Εισ.Ν.Α.Κ., υποχρεούται να καταβάλει στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επίσης, από την ίδια ως άνω διάταξη, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται το δικαίωμα του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. να ζητήσει την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης κατά του υπαλλήλου του που τέλεσε έγκλημα κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του, είναι δε ζήτημα ουσίας που δεν ασκεί επιρροή στη νομιμοποίηση του Δημοσίου το εάν πράγματι υπέστη σε κάθε περίπτωση από το έγκλημα αυτό ηθική βλάβη, ζήτημα που ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι, όταν το έγκλημα (αξιόποινη άδικη πράξη) τελέστηκε από δημόσιο υπάλληλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και είναι έγκλημα σχετικό με την υπηρεσία (άρθρα 235 - 263Β Π.Κ.), το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν, ως αμέσως ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη του δημοσίου υπαλλήλου, το Ελληνικό Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποίαν υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέσθηκε σε βάρος τους και η οποία ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στη μείωση του κύρους των υπηρεσιών τους ως και της πίστεως τους έναντι των τρίτων και όχι και ο τρίτος που τυχόν ζημιώθηκε από το υπηρεσιακό έγκλημα και που έχει αξίωση προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης μόνον από το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος μπορεί να παραστεί μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας, αν έχει υποστεί βλάβη και ζημία από το υπηρεσιακό έγκλημα και δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης γι’ αυτό από το αστικώς υπεύθυνο Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. στο οποίο υπηρετεί ο κατηγορούμενος δημόσιος υπάλληλος. Ειδικότερα επί δωροδοκίας υπαλλήλου του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής, όπου προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η διαφύλαξη του κύρους των δημοσίων υπηρεσιών και η εμπέδωση των πολιτών για την σύννομη, υγιή, ακεραία, καθαρή και αμερόληπτη λειτουργία τους, μόνον το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον κατά του υπαλλήλου του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ ο τρίτος, που υπέστη βλάβη και ζημία από την δωροδοκία και που δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης από το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., μπορεί να παραστεί μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η σχετική δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, που μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία, όσο και στο ακροατήριο, πρέπει κατά το άρθρο 84 του Κ.Ποιν.Δ. να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για παράσταση προς αποζημίωση υλικής ζημίας ή για παράσταση προς χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ή για παράσταση μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η δήλωση παραστάσεως μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας περιλαμβάνεται ως έλασσον, τόσο στη δήλωση παραστάσεως προς αποζημίωση ζημίας, όσο και στη δήλωση παραστάσεως προς χρηματική αποκατάσταση ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο με το κατηγορητήριο, με το οποίο εξειδικεύεται και ο αιτιώδης σύνδεσμος της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της αξιόποινης πράξης. Η δήλωση δε αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των πρακτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δίκης, κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Διευθυντή του Υποκαταστήματος ..., ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατηγορήθηκε για το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας (άρθρο 235 παρ.1 Π.Κ.) σε βάρος της Λ. Ρ., εργοδότριας ιδιωτικού οικοδομοτεχνικού έργου στην περιοχή ..., για το έγκλημα της εκβίασης κατά συρροή (άρθρο 385 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ) σε βάρος της ως άνω Λ. Ρ. και του Χ. Χ. και για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 46 παρ.1α και 259 Π.Κ.), παράβαση καθήκοντος που φέρονταν ότι τέλεσαν προς βλάβη της ως άνω Λ. Ρ. η Π. Μ., Προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων του Υποκαταστήματος ... και η Μ. Κ., υπάλληλος του Τμήματος Εσόδων οικοδομοτεχνικών έργων του Υποκαταστήματος .... Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την 26/4-2-2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου και τα ενσωματωμένα σ’ αυτήν πρακτικά, δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου το Ν.Π.Δ.Δ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο Σύρου Ν. Γ. δυνάμει της με αριθμό πρωτ..../7-8-2013 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως του τότε Διοικητή του ΙΚΑ Ρ. Σ. (βάσει των διατάξεων του Ν.Δ/τος 2698/1953) αιτούμενο την επιδίκαση ποσού 3.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που του προκλήθηκε από τη μείωση της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας του Οργανισμού, εξαιτίας των σε βάρος του τελεσθέντων αδικημάτων, ρητά επιφυλασσόμενο για κάθε περαιτέρω απαίτησή του και η Λ. Ρ. και Χ. Χ. αιτούμενοι την επιδίκαση 40 ευρώ ο καθένας για την ηθική βλάβη που τους προκλήθηκε εξαιτίας των σε βάρος τους τελεσθέντων εγκλημάτων της παθητικής δωροδοκίας και της εκβίασης, επιφυλασσόμενοι για κάθε περαιτέρω απαίτησή τους και προς υποστήριξη της κατηγορίας για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για απόπειρα παθητικής δωροδοκίας, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, για εκβίαση κατά συρροή και για ηθική αυτουργία άπαξ και κατ’ εξακολούθηση σε παραβάσεις καθήκοντος και τον υποχρέωσε να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το ποσό των 3.000 ευρώ και στον καθένα από τους Λ. Ρ. και Χ. Χ. το ποσό των 40 ευρώ. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη 144/2015 απόφαση με πρακτικά του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, δήλωσαν ότι συνεχίζουν την παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου το Ν.Π.Δ.Δ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εκπροσωπούμενο από την δικηγόρο Σύρου Κ. Χ. δυνάμει της με αριθμό πρωτ. .../14-8-2015 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως του τότε Διοικητή του ΙΚΑ Ι. Θ., αιτούμενο την επιδίκαση ποσού 3.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που του προκλήθηκε από τη μείωση της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας του Οργανισμού, εξαιτίας των σε βάρος του τελεσθέντων αδικημάτων, ρητά επιφυλασσόμενο για κάθε περαιτέρω απαίτησή του και η Λ. Ρ. και Χ. Χ. αιτούμενοι την επιδίκαση 40 ευρώ ο καθένας για την ηθική βλάβη που τους προκλήθηκε εξαιτίας των σε βάρος τους τελεσθέντων εγκλημάτων της παθητικής δωροδοκίας και της εκβίασης, επιφυλασσόμενοι για κάθε περαιτέρω απαίτησή τους και προς υποστήριξη της κατηγορίας για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβαλε αντιρρήσεις ως προς τη νομιμοποίηση των παραστάντων κατά τα ανωτέρω ως πολιτικώς εναγόντων εναντίον του και ως προς το παραδεκτό της παραστάσεώς τους και ζήτησε να αποβληθούν από την ποινική διαδικασία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως τη δήλωση του Ν.Π.Δ.Δ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για παράσταση πολιτικής αγωγής προς χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης από το έγκλημα της εκβίασης κατά συρροή, που δεν είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, δέχθηκε δε τη δήλωση του τελευταίου για παράσταση πολιτικής αγωγής προς χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης από τα εγκλήματα τα σχετικά με την υπηρεσία για τα οποία καταδικάστηκε πρωτόδικα ο αναιρεσείων, δηλαδή για τα εγκλήματα της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, δεχόμενο επιπλέον ότι η ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., ως νομιμοποιούμενου ενεργητικά, ήταν σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ορισμένη και σύννομη, αφού δήλωσε τον λόγο για τον οποίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δηλαδή για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από τη μείωση της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας του Ν.Π.Δ.Δ. εξαιτίας των σε βάρος του τελεσθέντων αδικημάτων του αναιρεσείοντος υπαλλήλου του και κατηγορουμένου, με την επιφύλαξη που ασκήθηκε, το ποσό για το οποίο παρίσταται και τον διορισμό συνηγόρου και για το παραδεκτό της δηλώσεως της πολιτικής αγωγής δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο να αναφέρονται οι λόγοι προκλήσεως της ηθικής βλάβης, αφού αυτή εκτίθενται στο κατηγορητήριο και από τα εκτιθέμενα σ’ αυτό πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος με την ηθική βλάβη που άμεσα υπέστη το Ν.Π.Δ.Δ., όπως δε προαναφέρθηκε, στη δήλωσή του για παράσταση πολιτικής αγωγής δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν επί της πίστεως και του μέλλοντος του τα ως άνω υπηρεσιακά εγκλήματα που τέλεσε ως υπάλληλος του. Επίσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της Λ. Ρ. κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τα εγκλήματα περί την υπηρεσία, δηλαδή τα εγκλήματα της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος και για το έγκλημα της εκβίασης, αλλά μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεχόμενο ότι στη δήλωση παραστάσεως που έκανε για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης εμπεριέχεται και δήλωσή της για παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας και δέχθηκε και τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του Χ. Χ. κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για το έγκλημα της εκβίασης, αλλά μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεχόμενο και ως προς αυτόν ότι στη δήλωση παραστάσεως που έκανε για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης εμπεριέχεται και δήλωσή του για παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας. Ενόψει τούτων, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, νόμιμα παραστάθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση το Ν.Π.Δ.Δ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης που υπέστη από τα εγκλήματα περί την υπηρεσία που κατηγορείτο ότι τέλεσε ο αναιρεσείων, δηλαδή της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, η Λ. Ρ. προς υποστήριξη της κατηγορίας για τα ως άνω εγκλήματα περί την υπηρεσία και για την εκβίαση σε βάρος της που κατηγορείτο ότι τέλεσε ο αναιρεσείων και ο Χ. Χ. προς υποστήριξη της κατηγορίας για το έγκλημα της εκβίασης σε βάρος του που κατηγορείτο ότι τέλεσε ο αναιρεσείων και οι σχετικές δηλώσεις τους περί παραστάσεώς τους ως πολιτικώς εναγόντων, ήταν ορισμένες και σύννομες, αφού, με αναφορά στις κατηγορίες που αναφέρονταν στο κατηγορητήριο και για τις οποίες κατηγορείτο ο αναιρεσείων, περιελάμβαναν συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλωνόταν η κάθε παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηριζόταν, δηλαδή αν επρόκειτο για παράσταση προς αποζημίωση υλικής ζημίας ή για παράσταση προς χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ή για παράσταση μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεν ήταν δε αναγκαίο να διαλαμβάνεται και ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης ή της αμέσου ζημίας που υπέστησαν, η οποία ήταν άμεσο αποτέλεσμα των γεγονότων που αποδίδονταν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με το κατηγορητήριο, με το οποίο εξειδικευόταν και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας ή ηθικής βλάβης και αξιόποινης πράξης, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της κάθε αξιόποινης πράξης. Η αιτίαση περί ακυρότητας διότι οι εξουσιοδότησεις των διοικητών του ΙΚΑ δεν ήταν να απαιτήσει το ΙΚΑ εις ολόκληρον την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως εκ τούτου ότι χωρίς εξουσιοδότηση παρέστη και απαίτησε το ΙΚΑ εις ολόκληρον την χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι που ευθύνονται από αδικοπραξία για ζημία ή ηθική βλάβη, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, θεωρείται ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης αφορά όλους τους κατηγορουμένους και ζητείται εις ολόκληρον από τον καθένα τους, δεδομένου ότι η εις ολόκληρον ευθύνη τους ιδρύεται από το νόμο (άρθρ.926 Α.Κ.) και σε κάθε περίπτωση το ως άνω ελάττωμα της εξουσιοδοτήσεως των διοικητών του ΙΚΑ δεν τάσσεται στις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος (άρθρ. 84 Κ.Ποιν.Δ.) για να είναι παραδεκτή η δήλωση της πολιτικής αγωγής, ώστε από την αποδοχή της ως άνω παραστάσεως που απαίτησε τη χρηματική ικανοποίηση εις ολόκληρον από όλους τους κατηγορουμένους να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Τέλος και η αιτίαση ότι η εξουσιοδότηση της δικηγόρου του ΙΚΑ είχε υπογραφεί από τον διοικητή του ΙΚΑ πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως στο εφετείο και κατά το χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως και της δηλώσεως της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής στο εφετείο είχε αλλάξει ο διοικητής του ΙΚΑ που είχε υπογράψει την εξουσιοδότηση, με συνέπεια να έχει δηλωθεί η παράσταση του ΙΚΑ στο εφετείο ως πολιτικώς ενάγοντος χωρίς να υπάρχει έγκυρη εξουσιοδότηση και να έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα από το ότι η εξουσιοδότηση προς την δικηγόρο του ΙΚΑ για να παραστεί το τελευταίο ως πολιτικός ενάγον από τον προηγούμενο διοικητή του ΙΚΑ ήταν καθόλα έγκυρη και δεν χρειαζόταν να γίνει δεύτερη εξουσιοδότηση μετά την αλλαγή του διοικητή του ΙΚΑ, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν η αιτίαση αναφέρεται στην έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεως από αυτόν που εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος. Επομένως, ενόψει τούτων, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη νομίμου παραστάσεως των πολιτικώς εναγόντων (1ος, 5ος και 6ος), είναι απορριπτέοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 352 παρ. 2 και 3, 353 και 139 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή για νέες (κρείσσονες) αποδείξεις, με σκοπό να κληθεί και εξεταστεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο μάρτυρας. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αναβολής, εφόσον αυτό υπεβλήθη παραδεκτώς και είναι ορισμένο και σαφές, και, αν το απορρίψει, οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διαφορετικά, αν δεν απαντήσει, στοιχειοθετείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. για έλλειψη ακροάσεως, ενώ, αν η απορριπτική απόφαση δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη, στοιχειοθετείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.. Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής για νέες αποδείξεις, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και του τεκμηρίου αθωότητας αυτού, κατά τα άρθρα 6 παρ.1, 2 και 3 περ. δ’ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 2 του Δ.Σ.Π.Α.Δ., επιφέρει, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 144/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που δίκασε κατ’ έφεση, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας υπέβαλε στο δικαστήριο την από 7-10-2015 έγγραφη αίτηση - δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας αναπτύχτηκε προφορικά και καταχωρίστηκε στα πρακτικά. Με την αίτηση - δήλωση αυτή ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία και ζήτησε να κλητευθεί ενώπιον του δικαστηρίου ο μάρτυρας κ. Ζ. Κ. του Γ., κάτοικος ..., επί της περιοχής ..., προκειμένου να υποβληθεί στη βάσανο του ακροατηρίου και να συντελέσει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε το ως άνω αίτημα με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Ο μάρτυρας κατηγορίας, Ζ. Κ., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε στη διενεργηθείσα ΕΔΕ, στην αναγνωσθείσα και πρωτοδίκως, χωρίς καμία αντίρρηση, από 15-5-2012 ένορκη κατάθεσή του, ανέφερε τα ακόλουθα: "Τον κ. Π. τον γνώρισα το 2009 στο κατάστημα του ..., στο οποίο εργαζόταν ως Διευθυντής και είχαμε αναπτύξει κάποια απλή-τυπική φιλική σχέση... .Η πρώτη επαφή που είχα με την Ρ. Λ. ήταν περίπου το 2009 και είχαμε συνομιλήσει για πρώτη φορά στο τηλέφωνο, λέγοντάς μου ποια είναι και ότι πήρε το τηλέφωνο από κάποιο φίλο της και ότι ήθελε, επειδή ήμουν καλός άνθρωπος και γνώριζα τον Π., να την βοηθήσω να πάρει κάποια ασφαλιστική ενημερότητα, γιατί ήθελε να πουλήσει κάποια σπίτια στη Μύκονο. Της απάντησα ότι δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Επίσης, κάποια στιγμή ήρθε και με βρήκε και μου ξαναζήτησε να ξαναέρθω σε επαφή με τον Π., λέγοντάς μου ότι είχε κάνει κάποιες αυθαιρεσίες στα σπίτια που είχε χτίσει και ότι ο Π. κάποια στιγμή θα της έκανε κάποιο έλεγχο και όλη αυτή τη διαδικασία δεν την ήθελε. Μετά από κάποια μεγάλα χρονικά διαστήματα συνέχιζε να με παίρνει τηλέφωνο και μου έλεγε τι θα γίνει με αυτόν τον Π., ενώ εγώ συνέχιζα να της λέω ότι δεν μπορούσα με αυτό το θέμα, γιατί δεν με ενδιέφερε. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ξανά, αν θυμάμαι καλά πριν από έξι μήνες, και μου είπε αν γνωρίζω, αν ο Π. χρηματίζεται. Εγώ εκνευρίστηκα και της είπα να μην με ξαναενοχλήσει. Με τον Π. μίλησα για το θέμα αυτό μία φορά στο δρόμο και απλώς τον ρώτησα τι γίνεται με αυτήν την υπόθεση και τίποτε περισσότερο... Ο Π. μου είπε ότι δεν έχει πληρώσει τις εργοδοτικές εισφορές και ότι την είχε καλέσει στο γραφείο του, για να κάνουν κάποιo διακανονισμό για τα χρήματα που οφείλει και ότι αυτή δεν είχε πάει... Τον κ. Δ. τον γνωρίζω πολλά χρόνια και έχουμε μία φιλική σχέση. Ουδέποτε στο παρελθόν μίλησα μαζί του για θέματα που αφορούσαν την Ρ. και ούτε συναντηθήκαμε ποτέ οι τρεις μας....". Τα αναφερόμενα όμως από αυτόν αντικρούονται από τις άνω καταθέσεις, τόσο της πολιτικώς ενάγουσας, όσο και των μαρτύρων κατηγορίας, Γ. Ν. και Κ. Δ.. Ενόψει δε της άνω αρνήσεως όλων των περιστατικών που τον αφορούν, ο άνω μάρτυρας κατηγορίας, Ζ. Κ., κάτοικος ... που κλητεύθηκε νόμιμα και του οποίου η παρουσία στο παρόν Δικαστήριο είναι ανέφικτη από λόγους υγείας, κατά την αναγνωσθείσα από 6-10-2015 αίτηση του, καθώς και από την από 5-10-2015 συνημμένη σε αυτήν ιατρική βεβαίωση, του ιατρού, Σ. Μ. του Ιδιωτικού Ιατρείου Ιατρικής ...", υποκαταστήματος Χώρας Μυκόνου, ουδέν έχει να συνεισφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην αποκάλυψη της αλήθειας, δεδομένου και ότι, δια τον προσκομισθέντων στο Δικαστήριο άνω αποδεικτικών μέσων, είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν πλήρως τα περί την πράξη, κατηγορία και υπεράσπιση, αφορώντα ζητήματα και να προκύψει βεβαία, στηριζόμενη επί βάσιμων αποδείξεων, πεποίθηση περί της δικαζόμενης υποθέσεως.
Συνεπώς, το υποβληθέν από το συνήγορο του πρώτου κατηγορουμένου, όπως εκτιμάται, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις (άρθρο 352 ΚΠοινΔ), προκειμένου να προσέλθει ο άνω κλητευθείς και μη εμφανισθείς, εκ δικαιολογημένου λόγου, μάρτυρας κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί, με την επισήμανση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η επικαλούμενη από αυτόν διάταξη του άρθρου 353 παρ.1 του ΚΠοινΔ, που αναφέρεται σε μάρτυρα που δεν κλητεύθηκε και η μαρτυρία του θεωρείται αναγκαία, εφόσον ήθελε κριθεί εφικτή, διαρκούσης της συνεδριάσεως, η προσέλευση αυτού". Η απόρριψη του ως άνω αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., αφού στην παραπάνω αιτιολογία περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις οι νομικές και ουσιαστικές σκέψεις, με τις οποίες κρίθηκε αβάσιμο το σχετικό αίτημα και ο ειδικότερος λόγος για τον οποίο κρίθηκε μη αναγκαία η αναβολή προς κλήτευση του ως άνω μάρτυρα. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου ορθά και αιτιολογημένα απέρριψε το ως άνω αίτημα αναβολής για νέες αποδείξεις με κλήτευση του ως άνω μάρτυρα κατηγορίας και προχώρησε στην ουσιαστική συζήτηση και στην έκδοση οριστικής απόφασης για την υπόθεση και συνακόλουθα, είναι αβάσιμος ο 2ος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή, κατά τον αναιρεσείοντα, με την αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής για κλήτευση του ως άνω μάρτυρα παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει από τις προαναφερόμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Δ.Σ.Π.Α.Δ.. Επίσης, αφού το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου απάντησε στο ως άνω αίτημα και το απέρριψε αιτιολογημένα πριν προχωρήσει στην έκδοση της αποφάσεώς του επί της ενοχής, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος για αρνητική υπέρβαση εξουσίας από μέρους του δικαστηρίου της ουσίας είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς το ότι κακώς το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να κλητεύσει τον ως άνω μάρτυρα για να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου δέχθηκε τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων και όχι την αναγνωσθείσα κατάθεση του, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό το πρόσχημα του προαναφερθέντος λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πλήττεται η από το δικαστήριο της ουσίας ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει επίσης από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 144/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου υπέβαλε στο δικαστήριο την από 7-10-2015 έγγραφη αίτηση - δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας αναπτύχτηκε προφορικά και καταχωρίστηκε στα πρακτικά, με την οποία αρνήθηκε την κατηγορία και ζήτησε να διατάξει το δικαστήριο την προσκομιδή της επίμαχης ασφαλιστικής ενημερότητας που φερόταν ότι είχε εκδώσει για την πολιτικώς ενάγουσα Λ. Ρ., κατά τους ισχυρισμούς της. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε το ως άνω αίτημα με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "... Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται και ότι η πολιτικώς ενάγουσα, στα πλαίσια της άνω διαδικασίας, ουδέποτε υπέβαλε προς το άνω Υποκατάστημα του ..., αίτηση για χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, αλλά, παραπεφθείσα από την Πολεοδομία, αιτήθηκε τη χορήγηση του απαιτουμένου άνω χειρόγραφου σημειώματος κατάθεσης εισφορών (προκαταβολής), αναγκαίου για την αναθεώρηση της αδείας της, το οποίο εσφαλμένα ονομάζει "ασφαλιστική ενημερότητa". Τούτο κατατέθηκε, τόσο από την άνω πολιτικώς ενάγουσα, αλλά και από τον εξετασθέντα μάρτυρα κατηγορίας, Κ. Δ., υπάλληλο τότε της Πολεοδομίας Σύρου, που έκανε την αναθεώρηση της συγκεκριμένης οικοδομικής αδείας, ο οποίος κατέθεσε σχετικά ότι, "Η άδεια της βγήκε από τη Σύρο. Εγώ την υπέγραψα. Το 2007 εκδόθηκε, το 2008 αναθεωρήθηκε. Της είπα να κάνει αναθεώρηση. Να φέρει τα δικαιολογητικά και μια ασφαλιστική ενημερότητα, για την οποία ο μηχανικός αναφέρει τις επιπλέον εργασίες που χρειάζονται και κοιτούν αν μέχρι τη στιγμή εκείνη έχουν πληρωθεί τα ένσημα. Εμάς μας φέρνει την προκαταβολή του ΙΚΑ. Αφού μου έφερε το χαρτί που μου έφερε, πάει να πει ότι το ΙΚΑ τα βρήκε όλα σύμφωνα ...
Το είδα ότι δεν απαιτείται ενημερότητα, αλλά εμείς πάντα την ζητούσαμε. Τον Ιούλιο έγινε η αναθεώρηση
Και την άδεια και την αναθεώρηση εγώ τις υπέγραψα. Ήταν γνωστή μου και ήθελα να την εξυπηρετήσω ....Ήταν όμως όλα νόμιμα. Το τελευταίο έγγραφο στην λίστα που μου δείχνετε (αναθεώρηση 23-7-2008 διπλότυπα φορολογικά ... 22-7-2008, 90,90 ευρώ) είναι το χαρτί του ΙΚΑ και σημαίνει ότι έγινε ο έλεγχος. Συναθροίσανε τα ένσημα. Είναι διπλότυπο αυτό. Αυτό της δώσανε από το ΙΚΑ ....",
όσο και από τον εξετασθέντα μάρτυρα κατηγορίας, Ι. Μ., Προϊστάμενο του ΙΚΑ ..., που διενήργησε και την ΕΔΕ, ο οποίος ανέφερε σχετικά ότι, " ...Στην αναθεώρηση γίνεται επιτόπιος έλεγχος, για το ότι δεν έχει γίνει αυτό που αιτούνται να αναθεωρηθεί. Ο εργοδότης πληρώνει κάποια προκαταβολή και του δίνεται ένα υπηρεσιακό σημείωμα που αυτό χορηγείται στην Πολεοδομία..... Αυτό κατατέθηκε μάλιστα, τόσο από τις άνω κατηγορούμενες, εκ των οποίων η μεν δεύτερη ανέφερε σχετικά ότι, στις 20-6-2008 ήρθε η αίτηση μεταβολής. Έπρεπε να μας φέρει τα τ.μ. με τον πίνακα. Δεν μας ενδιαφέρει αν χρωστάει. Αυτός ο έλεγχος γίνεται αυθημερόν ή μετά από 2-3 ημέρες, αφού είναι συνήθως νομιμοποιήσεις, δηλαδή το έχουν ήδη φτιάξει και το νομιμοποιούν. Πηγαίνουμε στις αναθεωρήσεις. Ό,τι είναι μπαζωμένο δεν το βλέπεις. Το γνωρίζουμε. Το γνωρίζει και η Πολεοδομία. Εκείνη τη στιγμή δε θα κοιτάξω αν χρωστάει η Ρ. ή όχι. Δεν είναι ασφαλιστική ενημερότητα. Είναι σημείωμα για προκαταβολή. Ένα σημείωμα του μηχανικού. Είναι τριπλότυπο και δείχνει τι πρέπει να πληρώσει. Εσφαλμένα χαρακτηρίστηκε ως ασφαλιστική ενημερότητα. Πήγα στις 26 Ιουνίου. Δώσαμε αμέσως το χαρτί και το πήγε στην Πολεοδομία .....", η δε τρίτη κατηγορουμένη ότι, "η αναθεώρηση δεν είναι ασφαλιστική ενημερότητα. Μπορούσαμε να πάμε κι εκείνη τη μέρα. Βάζεις μέσα στο σύστημα τα χαρτιά που σου δίνει ο μηχανικός", αλλά και ο πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε σχετικά ότι, " ...
Μετά εκδόθηκε από το μηχανογραφικό σύστημα ένα δελτίο με το 1% των ημερομισθίων της αναθεώρησης, ως προκαταβολή. Το υπέγραψε η προϊστάμενη και όχι εγώ. Tης το έδωσα να το πάει στην Πολεοδομία. Ασφαλιστική ενημερότητα δεν θα μπορούσε να πάρει ...."
Συνεπώς, το υποβληθέν από το συνήγορο του πρώτου κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να διαταχθεί η προσκόμιση της αναφερόμενης από την πολιτικώς ενάγουσα "ασφαλιστικής ενημερότητας", απορριπτέο τυγχάνει ως αβάσιμο". Η απόρριψη και του ως άνω αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., αφού στην παραπάνω αιτιολογία περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις οι σκέψεις, με τις οποίες κρίθηκε αβάσιμο το σχετικό αίτημα και ο ειδικότερος λόγος για τον οποίο κρίθηκε μη αναγκαία η αναβολή για να προσκομισθεί η ανύπαρκτη ασφαλιστική ενημερότητα που φερόταν ότι είχε εκδώσει ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου ορθά και αιτιολογημένα απέρριψε και το ως άνω αίτημα αναβολής για νέες αποδείξεις και προχώρησε στην ουσιαστική συζήτηση και στην έκδοση οριστικής απόφασης για την υπόθεση και συνακόλουθα, είναι αβάσιμος ο σχετικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή, κατά τον αναιρεσείοντα, με την αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής για να προσκομισθεί η ασφαλιστική ενημερότητα που φερόταν ότι είχε εκδώσει για την πολιτικώς ενάγουσα Λ. Ρ. παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητάς του, που απορρέει από τις προαναφερόμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Δ.Σ.Π.Α.Δ.. Επίσης, αφού το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου απάντησε και στο ως άνω αίτημα και το απέρριψε αιτιολογημένα πριν προχωρήσει στην έκδοση της αποφάσεώς του επί της ενοχής, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων για αρνητική υπέρβαση εξουσίας από μέρους του δικαστηρίου της ουσίας είναι αβάσιμη και απορριπτέα.
Κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα (20-6-2008), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, αντικειμενικώς, εκτός από την ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263 Α’ του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή διά μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή η αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, ανεξάρτητα αν η μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός ειλικρινά θα την πραγματοποιούσε, αφού το ως άνω έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας πραγματώνεται και είναι τετελεσμένο και με μόνον την απαίτηση ή την αποδοχή των ωφελημάτων ή την αποδοχή της υποσχέσεως των ωφελημάτων. Υποκειμενικώς δε, απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ’ του Π.Κ., όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως σε βαθμό πλημμελήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 του Α.Κ. στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής με την οποία περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος, είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 του Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θελήσεως του εξαναγκαζομένου, ώστε δι’ αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδηλώσεως και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής επενέργησε. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του Π.Κ., να επιχειρήσει ο δράστης πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας, εξαναγκαζόμενος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ή δεν επέφερε σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβιάσεως, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 144/2015 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και εκβίασης κατά συρροή και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) ετών και έξι (6) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "....από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Λ. Ρ. και Χ. Χ., τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης αντίστοιχα, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, όπως αναλυτικά αναφέρονται παραπάνω, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, σε συνδυασμό με τις απολογίες αντίστοιχα των κατηγορουμένων και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος, Β. Π., υπάλληλος του ΙΚΑ (διορίστηκε στις 19-4-1985), που τελευταία υπηρετούσε στο Τοπικό Υποκατάστημα ... (από 6-6-2002 έως 14-1-2008 - Προϊστάμενος Τμήματος Εσόδων και Αναπληρωτής Διευθυντής), με την υπ’ αριθμ....19-12-2007 απόφαση του Α’ Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων του ΙΚΑ, επιλέχθηκε ως Προϊστάμενος Διεύθυνσης και με την ...2-1-2008 Απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ τοποθετήθηκε στο νεοϊδρυθέν Υποκατάστημα Μυκόνου (που μέχρι τότε λειτουργούσε ως Παράρτημα), όπου και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 15-1-2008. Ως Διευθυντής του άνω Υποκαταστήματος εξέδωσε την με αριθμ. πρωτ. ...-2-2008 Απόφαση, με θέμα "Ανάθεση Καθηκόντων σε Υπαλλήλους του Υποκ/τος, Τροποποίηση Αποφάσεως", σύμφωνα με την οποία ανέθεσε: στην μεν δεύτερη κατηγορουμένη, Π. Μ. (υπάλληλο του άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ, με βαθμό Α’ , Κλάδου ΔΕ Διοικ-Λογ), τα ακόλουθα ειδικά καθήκοντα: "καθήκοντα Προϊστάμενης του Τμήματος Εσόδων-Μητρώου και αναπλήρωσης του Διευθυντή σε κάθε περίπτωση που απουσιάζει ή κωλύεται. Προΐσταται, λόγω έλλειψης προσωπικού, και των λοιπών Τμημάτων, Τμήμα Παροχών Συντάξεων-Ασθενείας και Τμήματος Οικονομικού-Διοικητικού, στα οποία οφείλει να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για την εύρυθμη λειτουργία τους. Επίσης, διεκπεραιώνει: Ειδικά θέματα (αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, χορήγηση πιστοποιητικού για μεταφορά χρόνου σε άλλο Ταμείο, αναγνώριση ,χρόνου στρατιωτικής θητείας, προαιρετική ασφάλιση, σωματεία κλπ), έλεγχος και σύνταξη αποφάσεων επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών, έλεγχος ορθής σύνταξης και αποστολής καταστάσεων ταμειακής βεβαίωσης των χρηματικών καταλόγων στο γρ. καθ/σεων του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ερμούπολης, αρχειοθέτηση εγκυκλίων και εγγράφων, εξωτερικός έλεγχος κοιν. Επιχ/σεων και οικοδ/κών έργων, ατυχήματα, διαπιστώσεις, καθώς και το γρ. συντάξεων με όλη τη σχετική αλληλογραφία. Γραφείο προσωπικού και στατιστικά στοιχεία Υποκ/τος. Επίσης θα αντικαθιστά στο ταμείο την κ. Π., σε κάθε απουσία της", στη δε τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ. (υπάλληλο του άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ, με βαθμό Α’ , Κλάδου ΔΕ Διοικ-Λογ), τα ακόλουθα ειδικά καθήκοντα: "σε κάθε περίπτωση απουσίας του Δ/ντή και της Προϊστάμενης του Τμήματος Εσόδων -Μητρώου, οφείλει να αναπληρώνει το Δ/ντή και έχει την υποχρέωση ελέγχου και εποπτείας του Υποκ/τος. Επίσης αναπληρώνει την κ. Μ. όταν απουσιάζει. Αντικείμενο της είναι ο εσωτερικός - εξωτερικός έλεγχος όλων των οικοδ/κών έργων. Καθορισμός ΠΕΔ στα Δημόσια Τεχνικά Έργα. Διεκπεραίωση ατυχημάτων, καταγγελιών, σημειωμάτων αυθαιρέτων κτισμάτων, εκθέσεων επιτοπίου ελέγχου Υποκ/τος, ΕΥΠΕΑ και ότι άλλο έγγραφο, υπηρεσιακό σημείωμα ή αίτημα έχει σχέση με το συγκεκριμένο γραφείο. Επίσης, χορήγηση ασφ/κών ενημεροτήτων, παραλαβή ΑΠΔ, αντικειμένου της και διακίνηση αυτών". Επί πλέον, με την ίδια απόφαση ορίζονταν "Γενικά" και τα ακόλουθα: "1) Αποφάσεις αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών, ασφαλιστικές ενημερότητες και γενικά οτιδήποτε έγγραφο είναι θετικό προς τους συναλλασσόμενους (εργοδότες ή ασφ/νους), θα έχει απαραιτήτως τουλάχιστον δύο υπογραφές εκδότη και αρμοδίου υπαλλήλου επανελέγχου 2) Τα σοβαρά και επείγοντα θέματα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, οφείλουν όλοι οι υπάλληλοι να τα θέτουν υπόψη του/των προϊσταμένων και του Δ/ντή
4) Κανένα οικοδομοτεχνικό έργο δεν κλείνει χωρίς επιτόπιο έλεγχο και κάθε επιτόπιος έλεγχος θα διενεργείται και θα υπογράφεται από τουλάχιστον δύο υπαλλήλους. Λόγω της ιδιορρυθμίας των οικοδομών στην ασφαλιστική μας περιοχή, ακόμα και σε εκκαθαρισθέντα έργα, εάν κρίνεται ορθό, θα γίνονται επιτόπιοι έλεγχοι". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα, Λ. Ρ. του Ι., απογράφηκε ως εργοδότρια στο τότε Παράρτημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Μυκόνου στις 26-3-2007, για το ιδιωτικό οικοδομικό έργο "συγκρότημα 3 κατοικιών με γκαράζ και δεξαμενές", στη διεύθυνση ...-Μυκόνου, με ΑΜΟΕ ..., υποβάλλοντας την με αριθμ. πρωτ. ...26-3-2007 ΑΙΤΗΣΗ - ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ, αναγράφοντας, ως κυρία του έργου, και τα στοιχεία της και ως στοιχεία της έδρας της "οδός ...-Αττικής". Σύμφωνα δε με τον προσκομισθέντα Πίνακα 1, του αρχιτέκτονα μηχανικού, Σ. Μ., οι χώροι, ανά τμ και ημερομίσθια, προσδιορίστηκαν ως εξής: "Υπόγεια 75,60 τμ, 65 ημερ/σθια, χώροι στάθμευσης 24,95 τμ, 15 ημερ/σθια, ακ. xώροι 200 τμ, 12 ημερ/σθια, χώροι κ. χρήσης 254,71 τμ, 344 ημρομ/σθια: Σύνολο 436 ημερομίσθια". Οι δε άνω 436 ημέρες εργασίας κατανεμήθηκαν στις παρακάτω κατασκευαστικές φάσεις ως εξής: "εκσκαφές, οικ. σκελετός, 01: 137 ημέρες, τοιχοποιία 02: 65 ημέρες, επιχρίσματα 03: 96 ημέρες, δάπεδα 04,70 ημέρες, χρωματισμοί 05: 48 4 ημέρες και λοιπές εργασίες πλήρους αποπεράτωσης 06: 26 ημέρες. Σύνολο 436 ημέρες". Μετά την ολοκλήρωση της απογραφής αποδόθηκε στην άνω εργοδότρια ο ΑΜΟΕ ... και της παραδόθηκαν, το από 26-3-2007 Έντυπο Απόδοσης Αριθμού Μητρώου Οικοδομοτεχνικού Έργου, σημείωμα κατάθεσης εισφορών, γραμμάτιο είσπραξης τρεχουσών εισφορών (προκαταβολή), ύψους 190,30 ευρώ, το με αριθμ. πρωτ. ...-3-2007 Ενημερωτικό Σημείωμα, με την ανάλυση των άνω ημερομισθίων κατά φάση εργασίας και σε σύνολο 436 ημέρες εργασίας και επίσης, το με αριθμ. πρωτ. ...26-3-2007 έγγραφο, με θέμα: "υποχρεώσεις εργοδοτών- αντίστοιχες κυρώσεις", αναφέροντας και ότι, "σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.3232/2004, οι εργοδότες οικοδομοτεχνικών έργων υποχρεούνται να υποβάλλουν το ειδικό έντυπο "Δήλωση Μεταβολών Οικοδομοτεχνικού Έργου", στο αρμόδιο Υποκατάστημα παρακολούθησης του έργου, εντός 30 ημερολογιακών ημερών, από το χρόνο που έγινε η μεταβολή". Κατόπιν τούτων δημιουργήθηκε η σχετική Πινακίδα Παρακολούθησης Οικοδομικού Έργου και ο σχετικός φάκελος. Στη συνέχεια και σύμφωνα με την άνω τηρούμενη Πινακίδα Παρακολούθησης του έργου, η άνω εργοδότρια υπέβαλε Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ), για την ασφάλιση των εργαζομένων στο έργο της και εξόφλησε τις αναλογούσες εισφορές, από τον Ιούνιο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2008, κατά μήνα και κατά κατασκευαστική φάση, ως εξής: στις 9-7-2007, τον 6o/2007, 109 ημερομίσθια, που αφορούσαν μπετόν, στις 9-8-2007, τον 7o/2007, 77 ημερομίσθια, που αφορούσαν μπετόν, στις 7-9-2007, τον 8o/2007, 57 ημερομίσθια που αφορούσαν κτισίματα, στις 8-10-2007, τον 9o/2007, 60 ημερομίσθια που αφορούσαν σοβατίσματα και 20 ημερομίσθια που αφορούσαν κτισίματα, στις 7-9-2008, τον 3o/2008, 70 ημερομίσθια που αφορούσαν σοβατίσματα, στις 12-5-2008, τον 4o/2008, 30 ημερομίσθια που αφορούσαν χρωματισμούς, στις 10-6-2008, τον 5o/2008, 22 ημερομίσθια που αφορούσαν κτισίματα, στις 10-7-2008, τον 6o/2008, 22 ημερομίσθια που αφορούσαν τον περιβάλλοντα χώρο. Σύνολο 467 ημερομίσθια. Για την εν λόγω μάλιστα κατασκευή, κατόπιν της από 22-12-2006 αιτήσεώς της, εκδόθηκε η με αριθμό ...4-2007 Αδεια Οικοδομής της Δ/νσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, της Νομαρχιακής Διεύθυνσης Κυκλάδων, για ανέγερση συγκροτήματος τριών (3) κατοικιών με γκαράζ και δεξαμενές, στη συνοικία ..., Δήμου Άνω Μυκόνου. Στη συνέχεια, η άνω εργοδότρια υπέβαλε προς την άνω Πολεοδομία, την με αριθμ.πρωτ....14-3-2008 αίτηση αναθεώρησης της άνω εκδοθείσας με ... οικοδομικής αδείας, ως προς "μερική αλλαγή κουφωμάτων και ισογείων Α’ στάθμης, αύξηση όγκου δεξαμενών και προσθήκη δύο πισινών". Σύμφωνα δε με τις ισχύουσες διατάξεις, πριν την αναθεώρηση οικοδομικής αδείας, λόγω μεταβολών, γίνεται και έλεγχος των φορολογικών και της πληρωμής τους, με βάση τα αντίστοιχα σημειώματα καταβολής εισφορών (προκαταβολή ΙΚΑ, υπέρ ΟΤΑ, ΤΣΕΜΕΔΕ κ.λπ.). Όπως δε αναφέρθηκε και στην προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά τον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΙΚΑ, άρθρο 41 με τίτλο "προϋπόθεση χορηγήσεως άδειας οικοδομής", απαραίτητη προϋπόθεση είναι και, "η προηγουμένη υποβολή στη δημοσία αρχή βεβαιώσεως του I.Κ.Α. περί καταβολής της κατά το άρθρο 39 του παρόντος οριζόμενης προκαταβολής ή καταθέσεως της κατά την παρ. 6 του αυτού άρθρου οριζόμενης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης". Τούτο πραγματοποιούνταν με τα αντίστοιχα χειρόγραφα υπηρεσιακά σημειώματα, που εκδίδονταν από το αρμόδιο Τμήμα Είσπραξης Εσόδων του Υποκ/τος. Προς τούτο δε η άνω εργοδότρια προσήλθε στο άνω Υποκατάστημα πλέον του ..., όπου ενημερώθηκε από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων (δεύτερη κατηγορούμενη), προς την οποία απευθύνθηκε, ότι προς τούτο απαιτούνταν η κατάθεση της σχετικής Δήλωσης Μεταβολών Οικοδομοτεχνικού Έργου και η διενέργεια οπωσδήποτε επιτόπιου ελέγχου στην οικοδομή της, προκειμένου, σύμφωνα με την ακολουθούμενη ασφαλιστική πρακτική, να διαπιστωθεί εάν είχε ήδη προχωρήσει στην κατασκευή των προσθηκών, για τις οποίες αφορούσε η Δήλωση Μεταβολής και τούτο διότι, εάν είχαν ήδη κατασκευασθεί οι προσθήκες, δεν θα επρόκειτο για αναθεώρηση αδείας, αλλά για νομιμοποίησή τους και ως εκ τούτου το ΙΚΑ θα έπρεπε να καταλογίσει τις αναλογούσες στις εκτελεσθείσες εργασίες ασφαλιστικές εισφορές. Κατόπιν τούτων, ως προς το θέμα διενέργειας του επιτόπιου ελέγχου και το χρόνο διενέργειας αυτού, την παρέπεμψε στον Διευθυντή του εν λόγω Υποκαταστήματος (πρώτο κατηγορούμενο), σύμφωνα άλλωστε και με την εκδοθείσα από τον τελευταίο άνω, με αριθμ.πρωτ....-2-2008 Απόφασή του, που όριζε και ότι, "τα σοβαρά και επείγοντα θέματα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, οφείλουν όλοι οι υπάλληλοι να τα θέτουν υπόψη του/των προϊσταμένων και του Δ/ντή", αλλά και με την προαναφερόμενη, με αριθμό ...7.2.2006 εγκύκλιο της Διοίκησης του ΙΚΑ, που όριζε και ότι, "οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων Εσόδων Ελέγχου οικοδομοτεχνικών έργων, σε συνεργασία με τον Διευθυντή της μονάδας, θα πρέπει να οργανώνουν και να προγραμματίζουν τη διενέργεια κατευθυνόμενων επιτόπιων ελέγχων και να συντάσσουν και παραδίδουν σε καθημερινή βάση ημερήσιο δελτίο εργασιών σε κάθε υπάλληλο εξωτερικού ελέγχου, με επιλεγμένα, σύμφωνα με τα κατωτέρω, τα έργα στα οποία θα διενεργείται ο έλεγχος". Τούτο άλλωστε επαναλήφθηκε και στην άνω με αριθμ. πρωτ. ...2-12-2008 εγκύκλιο, με θέμα "Μέτρα για την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής-Εντατικοποίηση του ρυθμού διενέργειας ελέγχων", στην οποία αναφερόταν σχετικά και ότι, "με την ευθύνη και καθοδήγηση των Διευθυντών των Υποκαταστημάτων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών Εσόδων, θα πρέπει να οργανώσουν κατά τέτοιο τρόπο τις εργασίες των αντίστοιχων Τμημάτων, ώστε να εξασφαλίζεται η εκ περιτροπής καθημερινή απασχόληση των υπαλλήλων Εξωτερικού Ελέγχου στη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων και στα οικοδομικά έργα της ασφαλιστικής τους περιοχής......". Έτσι, η άνω πολιτικώς ενάγουσα, επιδιώκοντας τη διενέργεια του ελέγχου άμεσα, απευθύνθηκε, προς τούτο, στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, τον οποίο μάλιστα είχε γνωρίσει, τον Μάιο του 2008, όταν προσήλθε στο γραφείο του, με σκοπό να του εκθέσει την αδυναμία της για έγκαιρη υποβολή ΑΠΔ, λόγω επικαλούμενης κλοπής της τσάντας της, που περιείχε τα σχετικά έγγραφα και να του ζητήσει προθεσμία, δύο-τριών ημερών, για να ανασυντάξει την απολεσθείσα ΑΠΔ και κατά τη διάρκεια παραμονής της στο γραφείο του προσεγγίσθηκε από αυτόν με ιδιαίτερη φιλική συμπεριφορά, αντάλλαξαν κινητά τηλέφωνα και επακολούθησαν και τηλεφωνικές τους επικοινωνίες. Ο τελευταίος της επιβεβαίωσε ότι, για τη χορήγηση της ενημερότητας, απαιτούνταν Προηγουμένως η διενέργεια επιτόπιας αυτοψίας, επικαλούμενος δε τον υπερβολικό χρόνο που αυτή (αυτοψία) θα απαιτούσε λόγω των πολλών εκκρεμών παρόμοιων αιτήσεων και του φόρτου εργασίας των υπαλλήλων, της επισήμανε ότι θα καθυστερήσει πάρα πολύ. Στην αναφορά της ότι την χρειαζόταν άμεσα, της δήλωσε ότι, "θα φροντίσω να γίνει αμέσως, αλλά πρέπει και εσύ να μου δώσεις κάποια χρήματα, τόσα λεφτά έδωσες για τα σπίτια, πρέπει να με βοηθήσεις για να βοηθήσω και εγώ για ότι θέλεις, έτσι γίνεται εδώ". Η πολιτικώς ενάγουσα συγκατένευσε στο αίτημά του αυτό και έτσι ο κατηγορούμενος, αφού κάλεσε στο γραφείο του, τις δύο άνω συγκατηγορούμενές τους, ως αρμόδιες υπαλλήλους, ενώπιον της πολιτικώς ενάγουσας τις έδωσε εντολή, κατ’ εξαίρεση της σειράς χρονικής προτεραιότητας που τηρείτο για τα ίδια αιτήματα, να διενεργήσουν άμεσα επιτόπιο έλεγχο στην οικοδομή της πολιτικώς ενάγουσας. Στη συνέχεια, η άνω πολιτικώς ενάγουσα, υπέβαλε προς το άνω Υποκατάστημα του ..., την με αριθμ.πρωτ. ...26-6-2008 Δήλωση Μεταβολών Οικοδομοτεχνικού Έργου, αναφέροντας ως μεταβολές στοιχείων του έργου, "αναθεώρηση ….2007 οικ. αδ., ως προς την προσθήκη υπογείων δεξαμενών και κατασκευή πισινών", με συνημμένο τον Πίνακα 1 του έργου, του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ν. Λ., στις παρατηρήσεις του οποίου αναγράφονταν χειρόγραφα ότι, "η παρούσα μελέτη αφορά τις εργασίες που θα προστεθούν στην αρχική μελέτη", την οποία παρέλαβε και υπέγραψε, ως αρμόδια υπάλληλος, η τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ.. Σύμφωνα δε με τον προσκομισθέντα άνω Πίνακα 1 της αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας, οι χώροι ανά τμ και ημερομίσθια, προσδιορίζονταν ως εξής: "Υπόγεια 67,80 τμ, 58 ημερ/σθια ,και πισίνες 64 τμ, 57 ημερ/σθια. Σύνολο 115 ημερομίσθια". Οι δε άνω 115 ημέρες εργασίας κατανεμήθηκαν στις παρακάτω κατασκευαστικές φάσεις ως εξής: "εκσκαφές, οικ. σκελετός, 01: 35 ημέρες, τοιχοποιία 02: 17 ημέρες, επιχρίσματα 03: 25 ημέρες, δάπεδα 04, 18 ημέρες, χρωματισμοί 05: 13 ημέρες και λοιπές εργασίες πλήρους αποπεράτωσης 06: 7 ημέρες. Σύνολο 115 ημέρες". Κατόπιν αυτού, σε εκτέλεση της άνω εντολής του πρώτου κατηγορουμένου, οι άνω κατηγορούμενες-υπάλληλοι, Π. Μ. και Μ. Κ., μετέβησαν άμεσα, στις 26-6-2008, στο ελεγχόμενο έργο, όπου παρουσία της άνω εργοδότριας, προέβησαν σε επιτόπιο έλεγχο, συντάσσοντας προς τούτο τη σχετική Έκθεση Επιτόπιου Ελέγχου, αναφέροντας ότι, "κατά τον επιτόπιο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η προσθήκη των υπόγειων δεξαμενών και η κατασκευή των πισινών δεν έχει ξεκινήσει ακόμα". Ήτοι, στην άνω Έκθεση βεβαιώνεται ότι, μέχρι την ημέρα εκείνη, δεν είχε κατασκευαστεί το ελεγχόμενο αντικείμενο της Δήλωσης Μεταβολής και συγκεκριμένα ότι, δεν είχε κατασκευασθεί η προσθήκη των υπόγειων δεξαμενών, επιφανείας 67,80 τμ και οι πισίνες επιφανείας 64 τμ και όχι ότι δεν είχαν κατασκευαστεί οι προβλεπόμενες από την υπ’ .../2007 άδεια οικοδομής, υπόγειες δεξαμενές, οι οποίες βέβαια είχαν κατασκευαστεί και απλώς επιδείχθηκαν, αλλά ήταν κλειστές και μη επισκέψιμες, κατά τους ισχυρισμούς των ανωτέρω. Άλλωστε, για την ανωτέρω αποδοθείσα παράβαση καθήκοντος οι ανωτέρω υπάλληλοι αθωώθηκαν αμετάκλητα, με την εκκαλουμένη απόφαση. Αντίγραφο της άνω Έκθεσης έλαβε αυθημερόν η άνω εργοδότρια-πολιτικώς ενάγουσα και επίσης της παραδόθηκαν: η από 26-6-2006 Βεβαίωση Μεταβολής Στοιχείων Οικοδ/κου Έργου, το σχετικό σημείωμα κατάθεσης εισφορών, με αναγραφέν ποσό προκαταβολής 53,71 ευρώ (5371,21 χ 1%), το με αριθμ. πρωτ. ...-6-2008 Προσωρινό Γραμμάτιο Είσπραξης Τρεχουσών Εισφορών (προκαταβολή), ύψους 67,04 ευρώ, αντίγραφο του προσκομισθέντος Πίνακα 1 και αντίγραφο Ενημερωτικού Σημειώματος για τις ημέρες εργασίας που απαιτούντο, σύμφωνα με τον Πίνακα 1 που είχε υποβάλει, για την ολοκλήρωση του συνολικού έργου (αρχικό έργο + προσθήκες), ανά κατασκευαστική φάση, σύμφωνα με το οποίο απαιτούνταν συνολικά, κατ’ ελάχιστον, 551 (436+115) ημερομίσθια. Κατόπιν τούτων, στις 23-7-2008, αναθεωρήθηκε η με ...2007 οικοδομική άδεια, από τον υπάλληλο της Δ/νσης Πολεοδομίας Κυκλάδων και άνω μάρτυρα κατηγορίας, πολιτικό μηχανικό, Κ. Δ., αναφέροντας και τα σχετικά απαιτούμενα προς τούτο διπλότυπα, μεταξύ των οποίων "ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ, αριθμ..../22-7-2008, 90,90 ευρώ". Σχετικά με τα ανωτέρω η άνω πολιτικώς ενάγουσα, Λ. Ρ., κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και τα ακόλουθα: "Πήγαινα στο ΙΚΑ και κατέθετα ένσημα. Το 2008 εκλάπη η τσάντα μου, στην οποία μέσα είχα ένσημα. Πήγα στο ΙΚΑ, για να πάρω κι άλλη προθεσμία, διότι κόντευε να λήξει. Έτσι γνώρισα τον 1° κατηγορούμενο. Ήταν διευθυντής στο .... Του ζήτησα να μου δώσει κάποιες ημέρες. Έτσι κι έγινε και τα κατέβαλα τα ένσημα. Πήγα να τον ενημερώσω ότι τα έβαλα τα ένσημα και να τον ευχαριστήσω. Ήταν ιδιαίτερα φιλικός. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις, όπως από πού είμαι, τι φτιάχνω, αν έχω παιδιά και άλλα. Του είπα ότι φτιάχνω κατοικίες και ότι ελπίζω να πουλήσω κάποια. Μου είπε ότι εδώ στην Μύκονο αυτοί που κάνουν κατασκευές είναι πλούσιοι και ότι δεν κολλούν τα ένσημα μόνο που τους καταλογίζονται, αλλά πολύ περισσότερα. Ρώτησα γιατί και μου είπε "Έτσι κάνουμε εδώ, αλλά εγώ θα σε βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείς". Μου είπε για τον μισθό του, ότι είναι πολύ μικρός... Κατάλαβα ότι προσπαθεί να πιάσει ένα "ψάρι", ότι έμμεσα ζητούσε χρήματα. Υποψιάστηκα ότι κάτι συμβαίνει. Εκείνη την ημέρα με ρώτησε αν θα ξαναπάω στην Αθήνα και αν θα μπορούσα να του πάρω γυαλιά πρεσβυωπίας.....Νομίζω ότι του έδωσα και το τηλέφωνό μου. Ξαναπήγα στο ΙΚΑ για να του πάω τα γυαλιά. Μετά με πήρε κάποια τηλέφωνα ρωτώντας με τι κάνω, πότε θα ξαναπεράσω από εκεί και τέτοια. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν για προσωπικούς λόγους. Στη συνέχεια δεν σήκωνα το τηλέφωνο για να απαλλαγώ από τα πολλά, πολλά.... Η αρχική άδεια μου ήταν για τρεις κατοικίες. Αποφάσισα η μία κατοικία να χωριστεί σε δύο. Ήθελα να φτιάξω και αντίστοιχες υδατοδεξαμενές. Θεώρησα ότι πρέπει να βγάλω για όλα αναθεώρηση. Μου είπαν από την Πολεοδομία ότι πρέπει να πάρω ενημερότητα από το ΙΚΑ. Πήγα στην 2η κατηγορουμένη. Μου είπε ότι πρέπει να κάνουν αυτοψία και ότι πρέπει να κάνω αίτηση. Η 2η κατηγορουμένη με έστειλε στον 1° κατηγορούμενο να ζητήσω μια αυτοψία. Εκείνος όταν με είδε μου είπε: "Σε έχω πάρει τόσα τηλέφωνα... Πρέπει να σου κάνουμε αυτοψία. Ξέρεις πόσες χιλιάδες αυτοψίες εκκρεμούν γι’ αυτό το νησί; Θα περάσουν μήνες μέχρι να έρθει η σειρά σου". Του λέω λοιπόν εγώ ότι την χρειάζομαι άμεσα. Τότε εκείνος μου είπε: "Δεν γίνεται αυτό, αλλά αν με βοηθήσεις εσύ, τότε θα σε βοηθήσω κι εγώ". Τώρα ξεκάθαρα μου ζήτησε χρήματα. Λίγες μέρες μετά έγινε η αυτοψία από την 2η και 3η των κατηγορουμένων. Ήρθαν αυτές και τα κατέγραψαν όλα. Την ίδια ημέρα πήγα στο ΙΚΑ και πήρα το χαρτί και το έστειλα στην Πολεοδομία Σύρου. Αυτό το χαρτί που μου έδωσαν ήταν μια έκθεση ελέγχου, η οποία για να βγει έπρεπε να είμαι ενήμερη. Αυτό το χαρτί βασικά έλεγε ότι δεν έχουν εκτελεστεί οι εργασίες που ζητούνταν στην αναθεώρηση. Αμέσως μετά από αυτή την ημέρα άρχισαν πάλι τα τηλεφωνήματα. Τώρα έγινε πιο επίμονος. Μου έλεγε: "Πότε θα έρθεις από το γραφείο; Έχουμε κάποια εκκρεμότητα". Καταλάβαινα ότι ήθελε να του δώσω λεφτά. Αυτά όλα τα είπα στον Ν. .....
Ναι, από την πρώτη αυτοψία του 2008 ευνοήθηκα. Στα θεμέλια του σπιτιού υπήρχαν κάποιες δεξαμενές. Πιστοποίησαν ότι δεν κατασκευάστηκαν. Θεώρησα ότι ο 1ος κατηγορούμενος τις έβαλε να μην το γράψουν αυτό, εξαιτίας της εύνοιάς του. Όμως οι δεξαμενές είχαν χτιστεί. Το ΙΚΑ μου έδωσε ένα χαρτί, όπου βεβαιώνει ότι δεν έχω κάνει αυτές τις εργασίες και ότι δεν χρωστάω στο ΙΚΑ. Δεν ξέρω αν αυτό το χαρτί λέγεται ασφαλιστική ενημερότητα"....(βλ. σχ. κατάθεση). Τα ίδια δε κατέθεσε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα ότι: "Σε κάποια φάση μου ζήτησε η Πολεοδομία να προσκομίσω ασφαλιστική ενημερότητα από το ..., επειδή χρειαζόμουν μια αναθεώρηση αδείας και έπρεπε να βεβαιωθεί από το ΙΚΑ ότι οι εργασίες που ζητούσα, με την αίτηση αναθεώρησης, δεν είχαν γίνει. Είχα ζητήσει με την αναθεώρηση, δύο κολυμβητικές δεξαμενές και περισσότερες από τις προβλεπόμενες υδατοδεξαμενές, όπως επίσης και μία αύξηση του πλάτους των ανοιγμάτων στα 10 εκατοστά. Πήγα τότε στην Προϊσταμένη Εσόδων του ΙΚΑ, την κυρία Μ. (2η κατηγορουμένη), η οποία με παρέπεμψε στον Π.. Αυτός μου είπε ότι έπρεπε να γίνει αυτοψία, ότι έχουν προτεραιότητα δεκάδες άλλοι και πλέον μου έθεσε το ζήτημα ότι, για να γίνει γρήγορα η αυτοψία θα έπρεπε να του δώσω χρήματα. Πίστεψα ότι τα πράγματα ήταν έτσι όπως μου τα έλεγε και του απάντησα να προχωρήσει και ότι θα τα βρούμε. Δεν είχα σκοπό να του δώσω χρήματα...Λίγες μέρες μετά, στις 26- 6-2008, έγινε η αυτοψία. Ήρθαν στην οικοδομή, η Μ. με την Κ. (3η κατηγορουμένη), όπου είδαν και κατέγραψαν όλους τους χώρους, ελέγχοντάς τους με τα σχέδια της Πολεοδομίας. Την ίδια ημέρα πήγα στο ΙΚΑ και μου έδωσαν, χέρι με χέρι, τον επιτόπιο έλεγχο, για να τον προσκομίσω στην Πολεοδομία. Το έγγραφο αυτό έλεγε ότι οι εργασίες, για τις οποίες ζητούσα την αναθεώρηση, δεν είχαν υλοποιηθεί. Στην αρχική άδεια προβλεπόταν τρεις κατοικίες, αλλά μετά αποφάσισα να κάνω τέσσερις κατοικίες. Το οικόπεδο ήταν επικλινές...Γι’ αυτό έκανα την αναθεώρηση. Αφού πλέον θα κατασκευάζονταν τέσσερις κατοικίες, θα χρειαζόντουσαν λογικά και περισσότερες υδατοδεξαμενές, δεδομένου ότι τότε είχαμε πρόβλημα με την υδροδότηση στη Μύκονο. Η άδεια αναθεωρήθηκε. Τότε ο Π. άρχισε να μου τηλεφωνεί στο κινητό μου τηλέφωνο, ζητώντας μου επίμονα και φορτικά να πάω στο ΙΚΑ, για να τον δω και να τα πούμε. Εγώ τον απέφευγα, με διάφορες δικαιολογίες. Τότε αυτός μου έστελνε συνεχώς sms. Αυτό συνεχίστηκε έως τις 6-7-2008. Στις 26-6-2008, όταν διενεργήθηκε η αυτοψία, έμαθα ότι προηγήθηκα στη σειρά αναμονής, αυτό μου το είπε ο Π.. Όταν ήρθαν οι δύο κατηγορούμενες για την αυτοψία, υπήρχαν κάποιες κατασκευές εκτός αδείας. Χωρίσαμε την μία κατοικία στα δύο και έτσι από τρεις έγιναν τέσσερις οι κατοικίες. Οι υδατοδεξαμενές αναγκαστικά κατασκευάστηκαν πριν από την αναθεώρηση, επειδή ήταν απαραίτητη η κατασκευή τους για να στηριχθεί η υπόλοιπη οικοδομή επάνω σε αυτές. Στη διενέργεια της αυτοψίας δεν περιγράφηκε το ακίνητο" (βλ. σχ. πρακτικά εκκαλουμένης). Στο από 28-11-2011 Υπόμνημά της προς το ΙΚΑ (αναφορικά με την με αριθμ. πρωτ. .../18-11-2011 Αναφορά-Καταγγελία της), αναφέρει σχετικά και τα ακόλουθα: "Στα μέσα Ιουνίου ζήτησα από τον Π. ασφαλιστική ενημερότητα, για να την προσκομίσω στην Πολεοδομία Σύρου, που μου είχε ζητηθεί για την αναθεώρηση της οικοδομικής μου άδειας. Αυτός μου απάντησε ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε αυτοψία από την υπηρεσία τους, λέγοντάς μου, με μια αδικαιολόγητη βεβαιότητα, ότι σίγουρα θα είχα κάποια παρανομία στο κτίσμα μου και θα μου έκανε αναγκαστικά αυτοψία, αλλά να μην φοβάμαι. Μάλιστα, μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε, "ξέρεις πόσοι περιμένουν να πάρουν ασφαλιστική ενημερότητα και για πόσους μήνες; Τέλος πάντων, εγώ όμως θα φροντίσω για σένα να γίνει αμέσως, πρέπει όμως και εσύ να δώσεις κάποια χρήματα, τόσα λεφτά έχεις δώσει για τα σπίτια, πρέπει να με βοηθήσεις για να σε βοηθήσω κι εγώ για ότι θέλεις, έτσι γίνεται εδώ". Σκέφτηκα ότι βιαζόμουν να τελειώσω με την ασφαλιστική ενημερότητα και του είπα ότι ήμουν διατεθειμένη να δεχθώ τη βοήθειά του και ότι εγώ δεν θα τον άφηνα έτσι και θα του έδινα κάποια χρήματα, παρόλο που τα οικονομικά μου ήταν σε κακή κατάσταση. Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα, στις 26-6-2008, ήρθε στο οίκημά μου, η κ. Μ. και η κ. Κ., έγινε η αυτοψία και πήρα την ασφαλιστική ενημερότητα......". Η ίδια, στην από 16-12-2011 ένορκη εξέταση μάρτυρα, ενώπιον της Ανθυπαστυνόμου, Η. Β., της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, προς διερεύνηση της άνω καταγγελίας της, κατέθεσε σχετικά και τα ακόλουθα: " ...Τον Μάιο του 2008 πήγα στο ..., προκειμένου να καταθέσω τα ένσημα για την οικοδομή που κατασκεύαζα. Με τον Β. Π., τότε Διευθυντή του ..., γνωριστήκαμε, καθόσον ζήτησα από τον Προϊστάμενο του ΙΚΑ δύο ημέρες παράταση, για να καταθέσω τα ένσημά μου. Μου έδωσε την παράταση και ήταν ιδιαίτερα φιλικός μαζί μου.....Αποκτήσαμε μια προσωπική σχέση.......Στη συνέχεια ζήτησα μια ασφαλιστική ενημερότητα για να αναθεωρήσω την οικοδομική μου άδεια, που αφορούσε την προσθήκη δύο κολυμβητικών δεξαμενών και δύο ή τριών υδατοδεξαμενών. Οι υδατοδεξαμενές κατασκευάζονταν στο υπόγειο των σπιτιών, εντός του περιγράμματος του κτηρίου. Πριν την αναθεώρηση της οικοδομικής αδείας είχαν ήδη κατασκευαστεί οι υδατοδεξαμενές, καθόσον λόγω της θέσης τους ήταν αδύνατον να κατασκευαστούν μετά. Πέραν αυτής της κατασκευής, όλη η υπόλοιπη οικοδομή ήταν απολύτως σύννομη, με την οικοδομική άδεια. Μέσα Ιουνίου του 2008 πήγα στο ... και απευθύνθηκα στον κ. Π. και ζήτησα την ασφαλιστική ενημερότητα, όπως μου την ζήτησε η Πολεοδομία....Εκείνος μου είπε ότι για να μου την δώσει χρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει αυτοψία στην οικοδομή μου και μου απάντησε, όπως ακριβώς το περιγράφω στο Υπόμνημά μου. Μου είπε ότι υπάρχουν πολλά αιτήματα πολιτών σχετικά και αυτοψίες σε εκκρεμότητα, που έπρεπε να προηγηθούν... Εγώ του είπα ότι τη χρειάζομαι άμεσα και τότε μου πρότεινε να φροντίσει εκείνος για να την πάρω άμεσα, απαντώντας μου με τα λόγια που αναφέρω στο Υπόμνημά μου. Δέχτηκα την προσφορά του και πράγματι, μετά από λίγες ημέρες, διενεργήθηκε αυτοψία, από τις υπαλλήλους του ΙΚΑ, κ. Μ. και κ. Κ., παρουσία μου. Οι δύο κυρίες που διενήργησαν την αυτοψία ήταν ευγενέστατες και δεν μου άφησαν καμία υπόνοια για οτιδήποτε. Στην έκθεση αυτοψίας όμως, ψευδώς αναφέρεται ότι δεν έχουν κατασκευαστεί οι υδατοδεξαμενές. Αυτό το διαπίστωσα πολύ αργότερα, διότι δεν μου δόθηκε αντίγραφο της έκθεσης επί τόπου. Επί πλέον, όπως διαπίστωσα αργότερα, η έκθεση ανέφερε ότι δεν υπήρχε καμία παρανομία. Το γεγονός αυτό, όταν πήρα την ασφαλιστική ενημερότητα, ο Π. μου είπε ότι το γνώριζε και εκείνος και μου είπε επίσης ότι εκείνος έβαλε τις υπαλλήλους, που έκαναν την αυτοψία, να το γράψουν ψευδώς ότι δεν έχουν κατασκευαστεί οι υδατοδεξαμενές. Την ίδια ημέρα της αυτοψίας πήρα την ασφαλιστική ενημερότητα. Στα τηλεφωνήματά του, μετά την αυτοψία, ο Π. μου ζητούσε να περάσω από το γραφείο του, μου έλεγε ότι έχω υποσχεθεί κάποια πράγματα και δεν τα έχω κάνει (εννοώντας την υπόσχεση που του έδωσα ότι θα του έδινα χρήματα) και τα ίδια έγραφε και στα μηνύματα. Επειδή απαντούσα σε ελάχιστα τηλεφωνήματά του και τον απέφευγα, έγινε αγενής και απότομος, χωρίς όμως να μου πει κάτι πιο συγκεκριμένο από το τηλέφωνο, πέραν του ότι, σε εξυπηρέτησα και εσύ δεν έρχεσαι. .... ". Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται και ότι η πολιτικώς ενάγουσα, στα πλαίσια της άνω διαδικασίας, ουδέποτε υπέβαλε προς το άνω Υποκατάστημα του ..., αίτηση για χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, αλλά, παραπεφθείσα από την Πολεοδομία, αιτήθηκε τη χορήγηση του απαιτουμένου άνω χειρόγραφου σημειώματος κατάθεσης εισφορών (προκαταβολής), αναγκαίου για την αναθεώρηση της αδείας της, το οποίο εσφαλμένα ονομάζει "ασφαλιστική ενημερότητα". Τούτο κατατέθηκε, τόσο από την άνω πολιτικώς ενάγουσα, αλλά και από τον εξετασθέντα μάρτυρα κατηγορίας, Κ. Δ., υπάλληλο τότε της Πολεοδομίας Σύρου, που έκανε την αναθεώρηση της συγκεκριμένης οικοδομικής αδείας, ο οποίος κατέθεσε σχετικά ότι, " ...Η άδεια της βγήκε από τη Σύρο. Εγώ την υπέγραψα. Το 2007 εκδόθηκε, το 2008 αναθεωρήθηκε. Της είπα να κάνει αναθεώρηση. Να φέρει τα δικαιολογητικά και μια ασφαλιστική ενημερότητα, για την οποία ο μηχανικός αναφέρει τις επιπλέον εργασίες που χρειάζονται και κοιτούν αν μέχρι τη στιγμή εκείνη έχουν πληρωθεί τα ένσημα. Εμάς μας φέρνει την προκαταβολή του ΙΚΑ. Αφού μου έφερε το χαρτί που μου έφερε, πάει να πει ότι το ΙΚΑ τα βρήκε όλα σύμφωνα. ...Το είδα ότι δεν απαιτείται ενημερότητα, αλλά εμείς πάντα την ζητούσαμε. Τον Ιούλιο έγινε η αναθεώρηση
Και την άδεια και την αναθεώρηση εγώ τις υπέγραψα. Ήταν γνωστή μου και ήθελα να την εξυπηρετήσω. ...Ήταν όμως όλα νόμιμα. Το τελευταίο έγγραφο στην λίστα που μου δείχνετε (αναθεώρηση 23-7-2008 διπλότυπα φορολογικά ... 22-7-2008, 90,90 ευρώ) είναι το χαρτί του ΙΚΑ και σημαίνει ότι έγινε ο έλεγχος. Συναθροίσανε τα ένσημα. Είναι διπλότυπο αυτό. Αυτό της δώσανε από το ΙΚA ...", όσο και από τον εξετασθέντα μάρτυρα κατηγορίας, Ι. Μ., Προϊστάμενο του ΙΚΑ Σάμου, που διενήργησε και την ΕΔΕ, ο οποίος ανέφερε σχετικά ότι, ".....Στην αναθεώρηση γίνεται επιτόπιος έλεγχος, για το ότι δεν έχει γίνει αυτό που αιτούνται να αναθεωρηθεί. Ο εργοδότης πληρώνει κάποια προκαταβολή και του δίνεται ένα υπηρεσιακό σημείωμα που αυτό χορηγείται στην Πολεοδομία......". Αυτό κατατέθηκε μάλιστα, τόσο από τις άνω κατηγορούμενες, εκ των οποίων η μεν δεύτερη ανέφερε σχετικά ότι, "στις 20-6-2008 ήρθε η αίτηση μεταβολής. Έπρεπε να μας φέρει τα τ.μ. με τον πίνακα. Δεν μας ενδιαφέρει αν χρωστάει. Αυτός ο έλεγχος γίνεται αυθημερόν ή μετά από 2-3 ημέρες, αφού είναι συνήθως νομιμοποιήσεις, δηλαδή το έχουν ήδη φτιάξει και το νομιμοποιούν. Πηγαίνουμε στις αναθεωρήσεις. Ό,τι είναι μπαζωμένο δεν το βλέπεις. Το γνωρίζουμε. Το γνωρίζει και η Πολεοδομία. Εκείνη τη στιγμή δε θα κοιτάξω αν χρωστάει η Ρ. ή όχι. Δεν είναι ασφαλιστική ενημερότητα. Είναι σημείωμα για προκαταβολή. Ένα σημείωμα του μηχανικού. Είναι τριπλότυπο και δείχνει τι πρέπει να πληρώσει. Εσφαλμένα χαρακτηρίστηκε ως ασφαλιστική ενημερότητα. Πήγα στις 26 Ιουνίου. Δώσαμε αμέσως το χαρτί και το πήγε στην Πολεοδομία ...", η δε τρίτη κατηγορουμένη ότι, "η αναθεώρηση δεν είναι ασφαλιστική ενημερότητα. Μπορούσαμε να πάμε κι εκείνη τη μέρα. Βάζεις μέσα στο σύστημα τα χαρτιά που σου δίνει ο μηχανικός", αλλά και o πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε σχετικά ότι, "....Μετά εκδόθηκε από το μηχανογραφικό σύστημα ένα δελτίο με το 1% των ημερομισθίων της αναθεώρησης, ως προκαταβολή. Το υπέγραψε η προϊστάμενη και όχι εγώ. Tης το έδωσα να το πάει στην Πολεοδομία. Ασφαλιστική ενημερότητα δεν θα μπορούσε να πάρει .....".
Συνεπώς, το υποβληθέν από το συνήγορο του πρώτου κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να διαταχθεί η προσκόμιση της αναφερόμενης από την πολιτικώς ενάγουσα "ασφαλιστικής ενημερότητας", απορριπτέο τυγχάνει ως αβάσιμο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι έκτοτε και μέχρι περίπου τέλος Ιουλίου του 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος, επίμονα, με τηλεφωνήματα, αλλά και γραπτά μηνύματα (sms), καλούσε την πολιτικώς ενάγουσα να προσέλθει στο γραφείο του, τηρώντας την υπόσχεσή της (να του δώσει χρήματα για την άνω εξυπηρέτησή της), αλλά η τελευταία απέφευγε να τον συναντήσει. Για το λόγο αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος, επικαλούμενος δήθεν ανώνυμη καταγγελία, η οποία και το περιεχόμενο αυτής δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, έδωσε εντολή στη δεύτερη κατηγορουμένη να προβεί αιφνιδιαστικά σε νέο επιτόπιο έλεγχο στην οικοδομή της πολιτικώς ενάγουσας, με σκοπό να την εκφοβίσει. Έτσι, στις 31-7-2008 και ενώ η πολιτικώς ενάγουσα απούσιαζε, επισκέφθηκαν, προς έλεγχο, την οικοδομή της στη ..., η δεύτερη κατηγορουμένη, Π. Μ., μαζί με τον υπάλληλο του ΙΚΑ, Χ. Ο., ο οποίος ήταν αποσπασμένος (από 20-6-2008) στο ... (με βάση την με αριθμ.πρωτ.../6-6-2008 απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ) και στον οποίο, με την με αριθμ. πρωτ. ...30-6-2008 Απόφαση του πρώτου κατηγορουμένου (Διευθυντή), ανατέθηκαν καθήκοντα ελέγχου κοινών επιχειρήσεων και οικοδομοτεχνικών έργων, με την αναφορά ότι, "ο εν λόγω υπάλληλος θα διενεργεί και εξωτερικούς ελέγχους, σε συνεννόηση με την Προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων και τον Διευθυντή". Στην οικοδομή συνάντησαν τον τότε σύντροφο της πολιτικώς ενάγουσας και άνω μάρτυρα κατηγορίας, Γ. Ν., και δύο εργάτες, που "απασχολούνταν με ηλεκτρικά καλώδια, που υπήρχαν σε μία αποθήκη". Το γεγονός όμως αυτό, εφόσον δεν βρέθηκαν στο χώρο να εργάζονται "εργάτες οικοδόμοι", κατά την κρίση της άνω δεύτερης κατηγορουμένης, δεν ενδιέφερε τη συγκεκριμένη υπηρεσία τους, "διότι οι ηλεκτρολόγοι ανήκουν σε στεγασμένο επάγγελμα". Ως εκ τούτου δεν συντάχθηκε σχετική έκθεση επιτόπιου ελέγχου από τον αρμόδιο προς τούτο και υφιστάμενο της άνω υπάλληλο, Χ. Ο., όπως ανέφερε και η ίδια απολογούμενη. Ούτε βέβαια, με βάση τον εν λόγω έλεγχο, πιστοποιήθηκε οποιαδήποτε παράβαση σε βάρος της άνω πολιτικώς ενάγουσας ή συντάχθηκε οποιαδήποτε ΠΕΕ. Επισημαίνεται δε ότι, κατά τις προαναφερόμενες γενικές διατάξεις (άρθρα 1-30 και 33) του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και επί οικοδομοτεχνικών έργων, "η αρμόδια υπηρεσία του Ιδρύματος, με τους εντεταλμένους υπαλλήλους της, που ενεργούν σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις και τις διαταγές και οδηγίες που ισχύουν κάθε φορά, ελέγχει την καταχώρηση των προσλαμβανομένων μισθωτών στο ειδικό προς τούτο έντυπο, την υπαγωγή στην ασφάλιση των μισθωτών καθώς και την έγκαιρη και πλήρη καταβολή των εισφορών. Η εποπτεία διεξάγεται, το μεν δια παρακολουθήσεως των παρά των Υποκαταστημάτων τηρουμένων περί των ασφαλισμένων και εργοδοτών στοιχείων, το δε δια του επί τόπου ελέγχου μισθολογικών βιβλίων και εγγράφων του εργοδότου, ως και εκ της παρά τη αρμοδία Οικονομική Εφορία φορολογικής δηλώσεως του εργοδότου και της συλλογής πάσης πληροφορίας χρησίμου προς εξακρίβωση της ασφαλιστικής σχέσεως και της τακτικής εκπληρώσεως των έναντι του Ιδρύματος υποχρεώσεων των εργοδοτών και των ασφαλισμένων. ... Ο έλεγχος ενεργείται υπό υπαλλήλων, η κατά τόπον αρμοδιότητα ορίζεται υπό του Διευθυντού του Υποκαταστήματος. Δι’ έκαστον εργοδότη εκδίδεται βιβλιάριο ελέγχου, εις το οποίον ο αρμόδιος υπάλληλος καταχωρεί κατά χρονολογική σειράν τους παρ’ αυτού ενεργουμένους ελέγχους και το αποτέλεσμα αυτών. Το βιβλίο θεωρείται υπό του Διευθυντού του Υποκαταστήματος ή του προς τούτο παρ’ αυτού εντεταλμένου υπαλλήλου......6. Από τους υπαλλήλους των παραπάνω παραγράφων 4 και 5, ενεργούνται, είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από υπηρεσιακή αναφορά ή εντολή, τακτικοί, έκτακτοι ή ειδικοί έλεγχοι και για τον εντοπισμό των απασχολούμενων και μη ασφαλισμένων στο ΙΚΑ μισθωτών, καθώς και για τη διαπίστωση της τήρησης και ενημέρωσης του ειδικού εντύπου νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού. Οι ίδιοι υπάλληλοι είναι αρμόδιοι και για την επιβολή των προστίμων τη ς παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2556/97 (άρθρο 23) Αρθρο 26: 1. Ενεργουμένου ελέγχου σε εργοδότες, οι οποίοι επικολλούν οι ίδιοι τα ένσημα επί των ασφαλ. βιβλιαρίων των ασφαλισμένων σε αυτούς ασχολουμένων (άρθρον 14), εάν ο επί του ελέγχου υπάλληλος πείθεται εκ της εξετάσεως των μισθολογίων και των ασφαλ. βιβλιαρίων και εν γένει εκ της επιτόπιας έρευνας, ότι ο εργοδότης, κατά την καταβολή των μισθών ή πάντως, καθ’ ον χρόνο έδει να ενεργηθεί η καταβολή, δεν επικόλλησε παντάπασιν ένσημα επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων των ασφαλισμένων, είτε είναι ούτοι εγγεγραμμένοι εν τω μισθολογίω είτε μη, ή επικόλλησε τοιαύτα αξίας μικρότερης της κανονικής, καλεί τούτον όπως επικολλήσει τα ελλείποντα ένσημα, συνάμα δε όπως καταβάλει και το πρόσθετο τέλος, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση επιβολής τοιούτου
3. Εάν ο εργοδότης αδυνατεί ή αρνείται να επικολλήσει τα ελλείποντα ένσημα, ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει Πράξη Επιβολής Εισφορών, καλεί δε τούτον δια της αυτής πράξεως, όπως καταβάλει στο Ίδρυμα εντός προθεσμίας τριών ημερών την αξία των ενσήμων μετά του προσθέτου τέλους. Συγχρόνως ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει έκθεση, εμφαίνουσα τους αριθμούς μητρώου τα ονοματεπώνυμα, τις αποδοχές, τον αριθμό των ημερομισθίων, για τα οποία δεν επικολλήθηκαν ένσημα, την μισθολογική περίοδο και την μισθολογική κλάση, που πραγματοποιήθηκαν αυτά. Ελλιπής κατά τ’ ανωτέρω στοιχεία έκθεση ελέγχου δεν συνεπάγεται ακυρότητα της πράξεως επιβολής εισφορών. Για τον υπάλληλο, όστις δεν κατέβαλε την δέουσα προς συμπλήρωση ταύτης επιμέλεια συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα
(άρθρο 26)". Τέλος και στην προαναφερόμενη με αριθμό ...7.2.2006 εγκύκλιο της Διοίκησης του ΙΚΑ, που αφορά στον έλεγχο οικοδομοτεχνικών έργων, αναφέρεται και ότι, "ο έλεγχος των έργων θα πρέπει να είναι ουσιαστικός και πλήρως εμπεριστατωμένος, οι δε εκθέσεις επιτόπιου ελέγχου, που συντάσσονται από τον υπάλληλο, θα πρέπει να αναφέρουν αναλυτικά για κάθε εργατοτεχνίτη, που βρέθηκε να απασχολείται, τα προ της ημερομηνίας ελέγχου
χρονικά διαστήματα απασχόλησής του στο έργο, με τις αντίστοιχες
κατά μήνα ημέρες απασχόλησής
του στο έργο. Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση σύνταξης έκθεσης ελέγχου και ΠΕΕ θα πρέπει αυτές να είναι πλήρως αιτιολογημένες, βάσει των ισχυουσών διατάξεων,
των στοιχείων του επιτόπιου ελέγχου και των λοιπών στοιχείων, που προκύπτουν από την διενεργηθείσα για την υπόθεση έρευνα....". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα, που ενημερώθηκε για τον άνω έλεγχο των άνω υπαλλήλων, από τον άνω τότε σύντροφό της και μάρτυρα κατηγορίας, Γ. Ν., προσήλθε αυθημερόν στο κατάστημα του ..., προκειμένου να πληροφορηθεί το λόγο του εν λόγω ελέγχου, όπου συνάντησε τη δεύτερη κατηγορουμένη, η οποία της είπε ότι ενεργήθηκε κατ’ εντολή του Διευθυντή, λόγω ανώνυμης καταγγελίας, αλλά δεν διαπιστώθηκε τίποτα. Τότε αυτή απευθύνθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο (Διευθυντή) ο οποίος της επανέλαβε την αιτιολογία της ανώνυμης καταγγελίας για εκτέλεση εργασιών και τούτο παραξένεψε την πολιτικώς ενάγουσα, καθώς ήταν γνωστό στην εν λόγω υπηρεσία του ΙΚΑ ότι οι εργασίες στην οικοδομή της ήταν σε εξέλιξη, λόγω της από 26-6-2008 Δηλώσεως Μεταβολής που είχε υποβάλλει για την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, πού πραγματοποιήθηκε στις 23-7-2008, αλλά και των ΑΠΔ, που είχε υποβάλει όλους τους προηγούμενους μήνες. Στοιχεία δε που να βεβαιώνουν την ύπαρξη της επικαλούμενης ανώνυμης καταγγελίας ή που να δικαιολογούν την ανάγκη διενέργειας του ελέγχου αυτού και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τη διενέργεια του προηγούμενου (26-6-2008), ενώ μάλιστα εκκρεμούσαν πάρα πολλές άλλες αιτήσεις για επιτόπιους ελέγχους, δεν προέκυψαν. Κατ’ ακολουθία, η διενέργεια του εν λόγω ελέγχου, κατόπιν διαταγής του πρώτου κατηγορουμένου, μόνο ως μέσον πίεσης και εκφοβισμού προς την εργοδότρια πολιτικώς ενάγουσα, μπορεί να εκληφθεί, προκειμένου αυτή να εξαναγκαστεί να προσέλθει στο κατάστημα του ... και να συναντήσει τον πρώτο κατηγορούμενο, πράγμα που η τελευταία συνειδητά απέφευγε, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο τηλεφωνικές του οχλήσεις και γραπτά μηνύματα, κατά τα ανωτέρω. Πράγματι δε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά τη μεταξύ τους συζήτηση για το τεθέν από αυτόν γεγονός του λόγου για τον οποίο δεν προσήλθε στο ΙΚΑ, παρά τις τηλεφωνικές του κ.λπ. οχλήσεις, της τόνισε ιδιαίτερα ότι δεν του είχε δώσει τα χρήματα που υποσχέθηκε, τα οποία προορίζονταν και για ανωτέρους του. Και πάλι η πολιτικώς ενάγουσα, επικαλούμενη προβλήματα υγείας, τον διαβεβαίωσε ότι θα του τα δώσει σύντομα. Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος συνέχισε τις τηλεφωνικές οχλήσεις, σε μία εκ των οποίων της ζήτησε να προσέλθει στο ΙΚΑ προκειμένου "να κολλήσει πολύ περισσότερα ένσημα από αυτά που είχε βάλει, είτε είχαν πραγματοποιηθεί, είτε όχι", με την αναφορά ότι είχε ολοκληρώσει τις οικοδομικές εργασίες, η δε πολιτικώς ενάγουσα τον απέφευγε συστηματικά. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την τηρηθείσα στο άνω Υποκατάστημα του ... και αναγνωσθείσα Πινακίδα Παρακολούθησης του εν λόγω Οικοδομικού έργου, η άνω εργοδότρια - πολιτικώς ενάγουσα, παρ’ ότι το έργο συνεχιζόταν, δεν υπέβαλε άλλη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ), εκτός από αυτή που αφορούσε την ασφάλιση εργαζομένων στο έργο της για τον 7°/2008, με την οποία δήλωσε 21 ημερομίσθια, που αφορούσαν κτισίματα (αναφέρεται ως παραστατικό .../8-8-2008). Πλην όμως δεν κατέβαλε τις δηλωθείσες - οφειλόμενες εισφορές, δηλαδή, ενόσω με τον άνω Πίνακα 1, που κατέθεσε στις 26-6-2008, με τη Δήλωση Μεταβολών και αφορούσε τις εργασίες που επρόκειτο να προστεθούν στην αρχική μελέτη, οι κατ’ ελάχιστο καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές προσδιορίζονταν σε 115 ημερομίσθια, είχε δηλώσει έκτοτε μόνο 21 ημερομίσθια (115-21=94), τα οποία δεν είχε εξοφλήσει. Όπως δε αναγράφεται στην με αριθμό ...4-2007 οικοδομική της άδεια, η Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, πραγματοποίησε, στις 7-7-2009, αυτοψία στο έργο της, με την οποία διαπιστώθηκε ότι, "οι οικοδομικές εργασίες αποπερατώθηκαν, σύμφωνα με την άδεια, εκτός της πισίνας" και στις 21-7-2009 της χορήγησε σχετική θεώρηση, επί του σώματος της αδείας, υπογεγραμμένη από τον πολιτικό μηχανικό, Κ. Δ.. Κατόπιν τούτων, στις 1-10-2009, η άνω άδεια θεωρήθηκε, από τον αρμόδιο υπάλληλο της άνω Διεύθυνσης Πολεοδομίας, αρχιτέκτονα μηχανικό, Δ. Μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη ΔΕΗ, για την ηλεκτροδότηση της κατασκευής (βλ. σχ. άδεια οικοδομής). Στο μεταξύ, στις 22-9-2009, η τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ., κατόπιν ρητής εντολής του Διευθυντή, πρώτου κατηγορουμένου, συνέταξε και υπέγραψε, την με αριθμ.πρωτ..../22-9-2009 Πρόσκληση, προς την πολιτικώς ενάγουσα, με αναφερόμενη "οδό ..." και χειρόγραφη ένδειξη "...", αναφέροντας τα ακόλουθα: "Σας παρακαλούμε να προσέλθετε στα γραφεία μας για να μας δώσετε πληροφορίες σχετικά με την υπόθεσή σας και συγκεκριμένα: Η Υπηρεσία μας πραγματοποίησε επιτόπιο έλεγχο στις 30-7- 2009 στην οικοδομή σας και διαπιστώσαμε ότι βρίσκεται στο στάδιο περατωμένη. Από έλεγχο στα στοιχεία της Υπηρεσίας μας προκύπτει ότι έχετε προσκομίσει μισθολογικές καταστάσεις για εργασίες 7°/2008. Σας καλούμε εντός 10 ημερών να προσέλθετε στην Υπηρεσία μας, ώρες 8:00 - 13:00, προσκομίζοντας τα παρακάτω δικαιολογητικά: 1. Την παρούσα Πρόσκληση, καθώς και Πίνακα I και III από μηχανικό που αφορά, τόσο τα κτίσματα, όσο και τον περιβάλλοντα χώρο αντιστοίχως. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας είμαστε υποχρεωμένοι, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 του Ν. 1846/51, να συντάξουμε καταλογιστικές πράξεις βεβαίωσης εισφορών, κατά την ανεξέλεγκτη κρίση μας". Επισημαίνεται δε ότι στην άνω Πρόσκληση γίνεται λόγος για "επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποίησε η Υπηρεσία, στις 30-7-2009, στην οικοδομή της και διαπιστώθηκε ότι το έργο ήταν αποπερατωμένο", ενόσω δεν συντάχθηκε ποτέ τέτοια έκθεση επιτόπιου ελέγχου, που να πιστοποιεί την αποπεράτωση του έργου. Με βάση δε την ανύπαρκτη έκθεση επιτόπιου ελέγχου και ως εκ τούτου την αυθαίρετη κρίση περί αποπεράτωσης του έργου, εκδόθηκε η άνω Πρόσκληση, όπως και η επακολουθήσασα. Την εν λόγω πρόσκληση την απέστειλε ταχυδρομικά (ΕΛΤΑ), με συστημένη επιστολή, με απόδειξη παραλαβής, στη δηλωθείσα, με την με αριθμ. πρωτ. ...26-3-2007 αίτηση-δήλωση απογραφής οικοδ/κού έργου, διεύθυνσή της, οδός ... Αττικής. Επειδή η άνω πρόσκληση επιστράφηκε ως αζήτητη (αδυναμία παράδοση-απούσα-σημείωμα), της απέστειλε εκ νέου, με courier (Γενική Ταχυδρομική), με απόδειξη παραλαβής, στην ίδια άνω δηλωθείσα διεύθυνση, την με αριθμ. πρωτ. ...17-11-2009 Πρόσκληση, με το αυτό περιεχόμενο, η οποία επεστράφη και πάλι ως αζήτητη. Ο κατηγορούμενος, παρ’ ότι γνώριζε ότι η πολιτικώς ενάγουσα διαμένει πλέον στη Μύκονο, όπου και το εκτελούμενο έργο, έδωσε ρητή εντολή στην άνω υπάλληλο, να της κοινοποιεί όλα τα έγγραφα στη δηλωθείσα διεύθυνση "..." στην Αθήνα. Ως εκ τούτου η πολιτικώς ενάγουσα δεν έλαβε γνώση των άνω Προσκλήσεων και παρ’ ότι η πρώτη επεστράφη ανεπίδοτη, επακολούθησε η αποστολή και της δεύτερης στην ίδια άνω διεύθυνση και, όπως ήταν φυσικό, επεστράφη και πάλι ανεπίδοτη, χωρίς καν η πολιτικώς ενάγουσα να αναζητηθεί στη Μύκονο, όπου και βρισκόταν και χωρίς περαιτέρω να τοιχοκολληθούν οι άνω Προσκλήσεις στο Υποκατάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 3 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ. Επισημαίνεται δε και πάλι, ότι στο άρθρο 27 του άνω ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΙΚΑ, αναφέρονται τα ακόλουθα: "1. Η επίδοση των πράξεων επιβολής εισφορών προσθέτου τέλους, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, προσαυξήσεως εισφορών οικοδομών, πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης και προστίμου ακαταχώριστων εργαζόμενων, γίνεται με την παράδοση των εγγράφων αυτών στον εργοδότη από τον υπάλληλο ελέγχου του Ιδρύματος. Σε εργοδότες που διατηρούν εγκατάσταση και σε άλλες περιοχές εκτός από την περιοχή του υποκαταστήματος ή Παραρτήματος, που συντάσσει τις πράξεις του πρώτου εδαφίου, η επίδοση γίνεται στον τόπο της εγκατάστασης που βρίσκεται στην περιοχή του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος που την συντάσσει. 2. Εάν ο επιδίδων την πράξη δεν βρίσκει τον εργοδότη στον τόπο λειτουργίας της επιχειρήσεως, επί δε εργοδοτών μη ασκούντων επιχείρηση, στον τόπο της απασχολήσεως των μισθωτών ή του γραφείου του εργοδότου ή της δηλωθείσης τη υπηρεσία του οικείου Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος IΚΑ διαμονής αυτού, εγχειρίζει την πράξη επιβολής εισφορών ή την πράξη προσθέτου τέλους, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος προς τινά των μισθωτών του εργοδότου ή προς τίνα των συνοικούντων έστω και προσκαίρως μετ’ αυτού ή προς τίνα των υπηρετούντων ή προς τον θυρωρό της οικίας ένθα διαμένει, ή, προκειμένου περί οικοδομικών και τεχνικών έργων, προς τον οικείο εργολάβο του έργου. 3. Εάν ο εργοδότης ή οι μισθωτοί ή οι σύνοικοι ή οι υπηρέτες ή ο θυρωρός ή ο εργολάβος αρνηθούν να παραλάβουν την εγχειριζόμενη πράξη επιβολής εισφορών κ.λπ. ......, ως και εάν ουδείς εκ τούτων ευρίσκεται στον τόπο λειτουργίας της επιχειρήσεως ή της απασχολήσεως των μισθωτών ή του γραφείου ή τη δηλωθείσης τη υπηρεσία του ΙΚΑ διαμονής του εργοδότη, κατά τας εν τη προηγουμένη παραγράφω διακρίσεις, δεν διατηρεί δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ο εργοδότης άλλη εγκατάσταση εντός περιοχής, εις ην ισχύει η ασφάλιση του Ιδρύματος, γνωστή τη υπηρεσία του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος του ΙΚΑ, ο επιδίδων τοιχοκολλά την πράξη εις ειδική πινακίδα του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος του ΙΚΑ, συντάσσων περί τούτου σχετική έκθεση. 4. Σε περίπτωση διαλύσεως της επιχειρήσεως ή μεταβολής του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως ή του γραφείου ή της διαμονής του εργοδότη, εάν ο τόπος της νέας εγκαταστάσεως ή διαμονής του εργοδότη τυγχάνει άγνωστος στην υπηρεσία του Υποκαταστήματος ή του Παραρτήματος ή διαμένει αυτός, έστω και πρόσκαιρα, στην αλλοδαπή, η πράξη επιβολής εισφορών ή προσθέτου τέλους ή οποιαδήποτε άλλη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος επιδίδεται εις τον ιερέα της ενορίας της τελευταίας εγκαταστάσεως ή διαμονής του εργοδότου, όστις υποχρεούται να τοιχοκολλήσει την επιδοθείσα πράξη στο δημοσιώτερο μέρος και πέμψει βεβαίωση περί της τοιχοκολλήσεως στο παραγγείλαν την επίδοση Υποκατάστημα ή παράρτημα του ΙΚΑ. Η επίδοση δύναται να γίνει δια του δημάρχου ή προέδρου Κοινότητας της περιφέρειας, όπου έλαβε χώρα η απασχόληση, όστις τοιχοκολλά εις την πινακίδα ανακοινώσεων επί 3ήμερον αντίγραφο της πράξεως επιβολής και συντάσσει σχετικό πρακτικό τοιχοκολλήσεως
5. Η επίδοση δύναται, εξαιρουμένης της περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, να γίνει και δια του Ταχυδρομείου. 6. Η επίδοση γίνεται επί αποδείξει παραλαβής, συντασσόμενης επί της επιδιδόμενης πράξεως και των παραμενόντων εις χείρας του Ιδρύματος αντιγράφων ταύτης, εν η δέον όπως επί ποινή ακυρότητος της επιδόσεως σημειούνται το έτος, ο μην και η ημέρα της επιδόσεως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου, εις ό παρεδόθη η πράξη. Η δια του Ταχυδρομείου επίδοση βεβαιούται δια της σχετικής αποδείξεως του Ταχυδρομείου". Σύμφωνα με το άνω άρθρο, σε περίπτωση ταχυδρομικής επίδοσης, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν παραδοθεί η προς επίδοση Πράξη, αυτή θεωρείται ως μη επιδοθείσα, υφισταμένης της δυνατότητας κινήσεως της διαδικασίας επίδοσης, δια των Οργάνων του ΙΚΑ. Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 2009, την επισκέφθηκε στην οικοδομή της στη ..., όπου διέμενε, ο άνω μάρτυρας κατηγορίας, Κ. Δ., τότε υποδιευθυντής της Πολεοδομίας Σύρου και ως κοινός γνωστός τους, της μετέφερε την επιθυμία του πρώτου κατηγορουμένου να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί του. Αφού η πολιτικώς ενάγουσα του εξιστόρησε τα προηγηθέντα άνω γεγονότα, ο Δ. της υποσχέθηκε ότι θα ζητήσει τη μεσολάβηση από κάποιον κοινό φίλο του ίδιου και του πρώτου κατηγορουμένου, Ζ. Κ. (κάτοικο ...), για να τον "ηρεμήσει", δεδομένου ότι μέχρι τότε δεν του είχε δώσει τα χρήματα. Στη συνέχεια, ο Δ., ενημερώνοντας την άνω πολιτικώς ενάγουσα για την επαφή του Κ. με τον πρώτο κατηγορούμενο, της ανέφερε ότι, κατά τα λεγόμενα του τελευταίου, ο πρώτος κατηγορούμενος είναι έξαλλος μαζί της και ζητάει να του δώσει, προκειμένου "να λήξει το θέμα με το ΙΚΑ και να την αφήσει ήσυχη", το ποσό των 10.000 ευρώ. Μετά δε από διαπραγματεύσεις, που διεξάγονταν με τη μεσολάβηση του Κ. και Δ.υ, ο τελευταίος της μετέφερε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δέχθηκε "με πολύ κόπο" να κατεβάσει το ποσό που ζητούσε στις 5.000 ευρώ και της διεμήνυσε ότι τα χρήματα αυτά είναι πολύ λίγα και αυτή τη φορά θα πρέπει να τα δώσει άμεσα, διότι διαφορετικά "θα την αναγκάσει να κολλήσει πάρα πολλά ένσημα" και ότι "δεν βρίσκεται μακριά από το να χάσει τα σπίτια της στο τέλος". Τον Ιανουάριο του 2010, σε συνάντηση στην καφετέρια starbacks της Μυκόνου, της πολιτικώς ενάγουσας, του Κ. και του Δ., ο Κ. τη διαβεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος θα την άφηνε ήσυχη αν του έδινε τα χρήματα που της ζήτησε και ότι ο ίδιος, που τον γνώριζε καλά, πίστευε ότι θα μπορούσε να την μπλέξει άσχημα με το ΙΚΑ, στην αντίθετη περίπτωση. Έτσι, η πολιτικώς ενάγουσα, διεμήνυσε, μέσω του Κ., στον κατηγορούμενο, ότι δέχεται να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, αλλά άμεσα μπορούσε να του καταβάλει μόνο 2.000 ευρώ. Το ποσό αυτό των 2.000 ευρώ η πολιτικώς ενάγουσα το δανείστηκε από την οικογένεια του Ν. και συγκεκριμένα από την γυναίκα του αδελφού του, Σ. Α. (σύζυγος Λ. Ν.), η οποία, στις 21-1-2010, κατέθεσε στον λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας στην ..., το ποσό των 5.000 ευρώ. Κατά το ορισθέν, με τη μεσολάβηση του Κ., ραντεβού, η πολιτικώς ενάγουσα, στις 26-1-2010, συνοδευόμενη, στο αυτοκίνητο, από τη φίλη της, Α. Ζ. και τον σύντροφό της, Γ. Ν., προσήλθε στο Υποκατάστημα του ... και μπήκε μέσα στο ισόγειο κατάστημα, μαζί με τον Γ. Ν.. Στη συνέχεια η ίδια μπήκε μέσα στο γραφείο του Διευθυντή, που ήταν στο ισόγειο, διαχωρισμένο με γυψοσανίδα, που από τη μέση και πάνω είχε τζάμι με περσίδες, όχι τελείως ανοικτές, ενώ ο Ν. παρέμεινε έξω από αυτό και παρακολουθούσε συνειδητά, από το υπάρχον κενό της τζαμαρίας και των περσίδων, τα όσα διαδραματίζονταν μέσα στο γραφείο. Ο κατηγορούμενος την υποδέχθηκε ιδιαίτερα φιλικά και του παρέδωσε το φάκελο με τις 2.000 ευρώ, τον οποίο, μάλιστα "ιδιαίτερα χαρούμενος", τον τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του. Κατόπιν αυτού ο κατηγορούμενος τη διαβεβαίωσε ότι είναι πρόθυμος να την εξυπηρετήσει σε ότι θα χρειασθεί και της ζήτησε ακόμη, "να βάλει κάποια ένσημα, γιατί έτσι γίνεται πάντα, για να μη δίνουμε στόχο". Η πολιτικώς ενάγουσα όμως δεν δέχθηκε και ο κατηγορούμενος συμφώνησε σε αυτό και την καθησύχασε, λέγοντάς της, "να μη σκέφτεται το ΙΚΑ, διότι θα κάνει για εκείνη, ότι θα έκανε για την αδελφή του". Λίγους μήνες μετά ο κατηγορούμενος άρχισε πάλι τα τηλεφωνήματα, αλλά η πολιτικώς ενάγουσα δεν απαντούσε, διότι δεν είχε να του δώσει τα υπόλοιπα χρήματα, μέχρι που, το καλοκαίρι του 2010, άλλαξε το νούμερο του τηλεφώνου της και ως εκ τούτου δεν μπορούσε πλέον να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί της. Κατόπιν αυτού, ενώ όπως προαναφέρθηκε, από την τηρούμενη στο άνω Υποκατάστημα του ... και αναγνωσθείσα Πινακίδα Παρακολούθησης του εν λόγω Οικοδομικού έργου (την οποία παρακολουθούσε προσωπικά ο πρώτος κατηγορούμενος), προέκυπτε ότι η άνω εργοδότρια-πολιτικώς ενάγουσα, παρ’ ότι το έργο συνεχιζόταν, δεν υπέβαλε άλλη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ), εκτός από αυτή που αφορούσε την ασφάλιση εργαζομένων στο έργο της για τον 7°/2008, με την οποία δήλωσε 21 ημερομίσθια, που αφορούσαν κτισίματα (αναφέρεται ως παραστατικό .../8-8-2008), μόλις στις 1-7-2010, εκδίδεται από την αρμόδια υπάλληλο, τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ., σε βάρος της εργοδότριας-πολιτικώς ενάγουσας, η με αριθμό ...1-7-2010 ΠΕΕ "Λόγω διαφοράς δηλωθέντων-καταβληθέντων", αναφέροντας ότι, "επειδή, μετά τη διενέργεια μηχανογραφικών ελέγχων, διαπιστώθηκε ότι η ανωτέρω εργοδότης (με αναφερόμενη διεύθυνση ... ΜΥΚΟΝΟΥ) δεν κατέβαλε το σύνολο των εισφορών που δήλωσε με τις ΑΠΔ, χρονικών περιόδων από 1-7-2008 έως 31-7-2008, επιβάλλουμε να καταβάλει στο ..., το ποσό των 1.108, 31 ευρώ, με τα νόμιμα πρόσθετα τέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 του ΑΝ 1846/51.....". Την εν λόγω ΠΕΕ υπογεγραμμένη και από την τρίτη των κατηγορουμένων και τον πρώτο κατηγορούμενο (Διευθυντή), την απέστειλε, στις 19-8-2010, ταχυδρομικώς (ΕΛΤΑ) με συστημένη επιστολή, με απόδειξη παραλαβής στη Διεύθυνση του έργου (... ΜΥΚΟΝΟΥ), πλην όμως επεστράφη και πάλι, με σφραγίδα των ΕΛΤΑ στο φάκελο "άγνωστος" και "ανεπαρκής διεύθυνση". Και πάλι όμως η εν λόγω Πράξη δεν τοιχοκολλήθηκε στο Υποκατάστημα. Τον Νοέμβριο του 2010 ο Δ. της μετέφερε υπενθύμιση του κατηγορουμένου, για το υπόλοιπο οφειλόμενο συμφωνηθέν ποσό των 3.000 ευρώ. Τον ίδιο μήνα της τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος, έχοντας λάβει από τον Δ. τον νέο αριθμό του κινητού της, παραπονούμενος ότι "τον ξέχασε" και της ζήτησε να συναντηθούν. Ακολούθησαν και άλλες όμοιες συνομιλίες, αλλά η πολιτικώς ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε. Τον Ιανουάριο του 2011, της ζήτησε τηλεφωνικά να συναντηθούν στη ... και επειδή η προσπάθειά της να τον αποφύγει και πάλι τον εκνεύρισε πολύ, συμφώνησε να τον συναντήσει κατά την επιστροφή της στη Μύκονο. Πράγματι, τον ίδιο μήνα, προσερχόμενη στο γραφείο του, στο ..., αντιμετώπισε το θυμό του, διότι του είπε ότι δεν είχε χρήματα. Ο κατηγορούμενος ήταν έξαλλος και της είπε ότι χρειαζόταν τα χρήματα και την απείλησε ότι θα αλλάξει στάση απέναντι της, θα της έκανε μεγάλη ζημιά και θα φρόντιζε με κάθε τρόπο να βγουν τα σπίτια της σε πλειστηριασμό. Της δήλωσε ότι, "λόγω της θέσης του μπορεί να καταλογίζει όσα ένσημα επιθυμεί, ακόμη και αν δεν έχουν γίνει" και ότι "δεν μπορούσε να τον ελέγξει κανείς". Την απείλησε επίσης λέγοντάς της ότι, "μην κάνεις την έξυπνη, γιατί είσαι μόνη σου με δύο παιδιά και εγώ έχω μεγάλη δύναμη στο νησί". Την ίδια ημέρα, σε αντίστοιχα τηλεφωνήματά της, τόσο ο Κ., όσο και ο Δ., της είπαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πλέον. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την ένορκη κατάθεση του άνω μάρτυρα κατηγορίας, συντρόφου της, Γ. Ν., τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όσο και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία κατέθεσε και κατά τη διενεργηθείσα ΕΔΕ, από τον Ι. Μ., όπως και από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, Α. Ζ.. Επίσης, από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, του μάρτυρα κατηγορίας, Κ. Δ., ο οποίος κατέθεσε σχετικά και ότι: ".... Όσον αφορά τη Λ., εγώ απλώς μεσολάβησα, μέσω κάποιου γνωστού ..... Μέσω του Κ. ο 1ος κατηγορούμενος ζήτησε 10.000 και μετά τις έκανε 5.000. ......Ναι, είπα της Λ. ότι πρέπει να λύσει το πρόβλημα με τον 1° κατηγορούμενο. Ο Κ. ήταν ο δίαυλος επικοινωνίας. Ειπώθηκαν τα 10.000". Ενώπιον δε του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε σχετικά και τα ακόλουθα: ".....Είχε μάλιστα μια στεναχώρια και μου είπε ότι την ενοχλούσε ο Διευθυντής του ΙΚΑ.....Εγώ επέμενα για την αναθεώρηση, για να μην μπορεί κανείς να εκβιάσει την πολιτικώς ενάγουσα.....
Αφού αναθεωρήθηκε η άδεια συνεχίστηκαν οι εργασίες. Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα η Ρ. με ενημέρωσε ότι ενοχλούνταν από τον Π. και της είπα, σε φιλική συζήτηση, ότι πρέπει να τελειώσει μαζί του. Γνώριζα τον Ζ. Κ. και μου είπε ότι αυτός με τη σειρά του γνώριζε τον Π.. Τότε του είπα να μεσολαβήσει στον Π.. Έγιναν συζητήσεις. Έγιναν δύο συναντήσεις και ειπώθηκε ότι έπρεπε η Ρ. να δώσει χρήματα στον Π......Από την αρχή ο Π. ζητούσε 10.000 ευρώ και μετά φιλικά κατέβηκε στα 5.000 ευρώ. Τελικά η Ρ. του έδωσε 2.000 ευρώ......Δεν θυμάμαι αν ειπώθηκε ότι: "αυτά τα χρήματα για τον ΙΚΑτζή είναι μαρουλόφυλλα"....Η μεσολάβηση με τον Ζ. Κ. προέκυψε τυχαία. Ήθελα να βοηθήσω τη Ρ., επειδή έβλεπα τον αγώνα που έκανε. Η Ρ. δεν ήταν σε θέση να δώσει χρήματα. Ακόμη και στη συνάντηση που έγινε μεταξύ μας, ήμουν τελείως αρνητικός....Όντως ζητούσε χρήματα ο Π......Έγιναν δύο συναντήσεις μεταξύ εμένα, της Λ. Ρ. και του Ζ. Κ. και συγκεκριμένα έγιναν για την ενόχληση που δεχόταν η Ρ. από τον Π., για να του δώσει αυτή ένα χρηματικό ποσό....". Ο μάρτυρας κατηγορίας, Ζ. Κ., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε στη διενεργηθείσα ΕΔΕ, στην αναγνωσθείσα και πρωτοδίκως, χωρίς καμία αντίρρηση, από 15-5-2012 ένορκη κατάθεσή του, ανέφερε τα ακόλουθα: "Τον κ. Π. τον γνώρισα το 2009 στο κατάστημα του ..., στο οποίο εργαζόταν ως Διευθυντής και είχαμε αναπτύξει κάποια απλή-τυπική φιλική σχέση... .Η πρώτη επαφή που είχα με την Ρ. Λ. ήταν περίπου το 2009 και είχαμε συνομιλήσει για πρώτη φορά στο τηλέφωνο, λέγοντάς μου ποια είναι και ότι πήρε το τηλέφωνο από κάποιο φίλο της και ότι ήθελε, επειδή ήμουν καλός άνθρωπος και γνώριζα τον Π., να την βοηθήσω να πάρει κάποια ασφαλιστική ενημερότητα, γιατί ήθελε να πουλήσει κάποια σπίτια στη Μύκονο. Της απάντησα ότι δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Επίσης, κάποια στιγμή ήρθε και με βρήκε και μου ξαναζήτησε να ξαναέρθω σε επαφή με τον Π., λέγοντάς μου ότι είχε κάνει κάποιες αυθαιρεσίες στα σπίτια που είχε χτίσει και ότι ο Π. κάποια στιγμή θα της έκανε κάποιο έλεγχο και όλη αυτή τη διαδικασία δεν την ήθελε. Μετά από κάποια μεγάλα χρονικά διαστήματα συνέχιζε να με παίρνει τηλέφωνο και μου έλεγε τι θα γίνει με αυτόν τον Π., ενώ εγώ συνέχιζα να της λέω ότι δεν μπορούσα με αυτό το θέμα, γιατί δεν με ενδιέφερε. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ξανά, αν θυμάμαι καλά πριν από έξι μήνες, και μου είπε αν γνωρίζω, αν ο Π. χρηματίζεται. Εγώ εκνευρίστηκα και της είπα να μην με ξαναενοχλήσει ...
Με τον Π. μίλησα για το θέμα αυτό μία φορά στο δρόμο και απλώς τον ρώτησα τι γίνεται με αυτήν την υπόθεση και τίποτε περισσότερο...Ο Π. μου είπε ότι δεν έχει πληρώσει τις εργοδοτικές εισφορές και ότι την είχε καλέσει στο γραφείο του, για να κάνουν κάποιo διακανονισμό για τα χρήματα που οφείλει και ότι αυτή δεν είχε πάει...Τον κ. Δ. τον γνωρίζω πολλά χρόνια και έχουμε μία φιλική σχέση. Ουδέποτε στο παρελθόν μίλησα μαζί του για θέματα που αφορούσαν την Ρ. και ούτε συναντηθήκαμε ποτέ οι τρεις μας......". Τα αναφερόμενα όμως από αυτόν αντικρούονται από τις άνω καταθέσεις, τόσο της πολιτικώς ενάγουσας, όσο και των μαρτύρων κατηγορίας, Γ. Ν. και Κ. Δ.. Ενόψει δε της άνω αρνήσεως όλων των περιστατικών που τον αφορούν, ο άνω μάρτυρας κατηγορίας, Ζ. Κ., κάτοικος ... που κλητεύθηκε νόμιμα και του οποίου η παρουσία στο παρόν Δικαστήριο είναι ανέφικτη από λόγους υγείας, κατά την αναγνωσθείσα από 6-10-2015 αίτηση του, καθώς και από την από 5-10-2015 συνημμένη σε αυτήν ιατρική βεβαίωση, του ιατρού, Σ. Μ. του Ιδιωτικού Ιατρείου Ιατρικής ...", υποκαταστήματος Χώρας Μυκόνου, ουδέν έχει να συνεισφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην αποκάλυψη της αλήθειας, δεδομένου και ότι, δια τον προσκομισθέντων στο Δικαστήριο άνω αποδεικτικών μέσων, είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν πλήρως τα περί την πράξη, κατηγορία και υπεράσπιση, αφορώντα ζητήματα και να προκύψει βεβαία, στηριζόμενη επί βάσιμων αποδείξεων, πεποίθηση περί της δικαζόμενης υποθέσεως. ..... Κατόπιν των ανωτέρω γεγονότων, που διαδραματίστηκαν τον Ιανουάριο του 2011, όντως η στάση του πρώτου κατηγορουμένου προς την πολιτικώς ενάγουσα μεταβλήθηκε. Στις 2-2-2011 έδωσε ρητή εντολή, στη δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων, να μεταβούν άμεσα στο έργο της πολιτικώς ενάγουσας και να διενεργήσουν επιτόπιο έλεγχο, προς εκκαθάριση του έργου, κατά τον οποίο να συνεκτιμήσουν και το δίφυλλο διαφημιστικό φυλλάδιο, το οποίο τις παρέδωσε και το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα είχε τυπώσει και κυκλοφορούσε. Σύμφωνα δε με το φυλλάδιο αυτό, με αντίστοιχες φωτογραφικές απεικονίσεις, η πολιτικώς ενάγουσα πουλούσε δύο βίλες, επιφανείας αντίστοιχα 120 και 193 τμ και μίσθωνε ένα διαμέρισμα, επιφανείας 85 τμ και μία βίλα, επιφανείας 115 τμ, δηλαδή είχε ολοκληρώσει κτίσματα συνολικής επιφάνειας 513 τμ, ενόσω η χορηγηθείσα οικοδομική άδεια (….2007) προέβλεπε την κατασκευή κατοικιών επιφανείας 254,71 τμ. Χαρακτηριστικά μάλιστα, η τρίτη κατηγορουμένη, απολογούμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανέφερε σχετικά ότι: ".......Τον Φεβρουάριο του 2011 ήρθε στο γραφείο μου ο Π., είχε μαζί του και προσπέκτους της Ρ., μου το πέταξε στο γραφείο και μου είπε ότι η Ρ. είχε ολοκληρώσει τις εργασίες στην οικοδομή. Μου έδωσε και φωτογραφίες από το διαδίκτυο και μου είπε ότι όλοι ήξεραν ότι η Ρ. είχε τελειώσει την οικοδομή της. Μου είπε μάλιστα ότι είχε πληροφορίες ότι η Ρ. το νοίκιαζε από το 2009......". Σε εκτέλεση της άνω εντολής του, οι άνω κατηγορούμενες (υπάλληλοι) μετέβησαν αυθημερόν στο ελεγχόμενο έργο, όπου διαπίστωσαν, αφενός μεν την απουσία της πολιτικώς ενάγουσας ή άλλων προσώπων (φυσικό άλλωστε αφού η πολιτικώς ενάγουσα δεν προσκλήθηκε προς τούτο, οι δε επικαλούμενες από 22-9-2009 και 17-11- 2009 Προσκλήσεις, που αφορούσαν προσκόμιση πινάκων, επέστρεψαν ανεπίδοτες και ως εκ τούτου δεν είχε λάβει γνώση), αφετέρου δε ότι δεν ήταν δυνατόν να προσεγγίσουν στο κτίσμα, αφού το οικόπεδο περιβάλλονταν από μαντρότοιχο και οι εξωτερικές πόρτες ήταν κλειδωμένες (βλ.σχ. φωτογραφίες). Ως εκ τούτου ο επιτόπιος έλεγχος βασίστηκε αποκλειστικά στην ορατή, εξωτερική, γενική περιγραφή του έργου, ενώ δεν λήφθησαν φωτογραφίες από αυτές. Σχετικά με τις φωτογραφίες που βρέθηκαν στο φάκελο της εργοδότριας και φέρουν ημερομηνία 7-9-2010, η τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ., κατά την εξέτασή της στη διενεργηθείσα ΕΔΕ, ανέφερε ότι, "στον έλεγχο ήταν παρών ο Τ.. Δεν τραβήχτηκαν φωτογραφίες. Αργότερα άκουσε ότι ο Π. έστειλε τον Τ. να πάει μόνος του και να βγάλει φωτογραφίες. Τις φωτογραφίες τις είδε για πρώτη φορά μέσα στο φάκελο εργοδότη" (βλ. Πορισματική Έκθεση ΕΔΕ, σελ. 29). Επίσης, η δεύτερη κατηγορουμένη, Π. Μ., εξεταζόμενη επίσης στην ΕΔΕ, ανέφερε σχετικά ότι, "την 7-9-2010 ο υπάλληλος Τ. έβγαλε τις φωτογραφίες, που υπάρχουν στο φάκελο εργοδότη και στις 2-2-2011 διενήργησε έλεγχο επιτόπιο έλεγχο με την Κ." (σελ. 32 της άνω έκθεσης). Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στο Υποκατάστημα, ενημέρωσαν, όπως τις ζητήθηκε, τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος τις είπε να "ορίσουν τον έλεγχο κατά κρίση" και συντάχθηκε η με αριθμ. πρωτ. ...2-2011 Έκθεση Επιτόπιου Ελέγχου, αναφέροντας τα ακόλουθα: "Εργασίες που εκτελέστηκαν: κατοικίες ενωμένες μεταξύ τους με πισίνα και περιβάλλοντα χώρο διαμορφωμένο κερατωμένο. Εκ του επιτόπιου ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή ... Μυκόνου, διαπιστώθηκε ότι κατασκευάστηκε συγκρότημα κατοικιών, ενωμένες μεταξύ τους. Δεν ήταν δυνατόν να κάνουμε έλεγχο στις κατοικίες, διότι η ιδιοκτήτρια έλειπε και παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις που της στείλαμε ουδέποτε τις παρέλαβε ή ενδιαφέρθηκε για τα συγκεκριμένα κτίσματα. Έτσι ο έλεγχος γίνεται κατά κρίση και από ότι στοιχεία συλλέξαμε μέσω ΙΝΤΕΡΝΕΤ και εξωτερικές φωτογραφίες των κατοικιών. Ο αρχικός Πίνακας I από μηχανικό αναφέρεται σε 255 τμ κύριας χρήσης, 25 τμ γκαράζ και 76 τμ βοηθ. Χώρων. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: (ότι η ιδιοκτήτρια δεν είχε προσκομίσει Άδεια Πολεοδομίας). Εκ των υστέρων όμως, στις 26-6-2008, κατέθεσε προσθήκη υπόγειων δεξαμενών και κατασκευή πισίνας, πισίνα 64 τμ και δεξαμενές 68 τμ. Στο διαδίκτυο αναφέρεται σε βίλες, δύο και τριών ορόφων, με α’ κατοικία 120 τμ+ β’ κατοικία 85τμ+ γ’ κατοικία 115 τμ+ δ’ κατοικία 193 τμ = 513 τμ. Το οικόπεδο είναι περιτοιχισμένο με μαντρότοιχο από όλες τις πλευρές και διαμορφωμένο με χωρίσματα από πέτρα, ανάμεσα στις κατοικίες, ενώ στο δάπεδο έχει καλντερίμι (πέτρα τοποθετημένη στο πάτωμα), καθώς και μάρμαρο πλακάκι. Η κατασκευή των κατοικιών και του περιβάλλοντος χώρου είναι πολυτελής. Εκτιμάται ότι για τον περιβάλλοντα χώρο πραγματοποιήθηκαν 400 ημερομίσθια. Συντάχθηκε ΠΕΕ ...11, ΠΕΠΕΕ …/11, ...11-...11". Έτσι, την επόμενη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, στις 3-2-2011, οι άνω κατηγορούμενες, ως αρμόδιες του Γραφείου Ελέγχου οικοδ/κών έργων, προχωρούν σε κατά κρίση έλεγχο και καταλογισμό εισφορών, λαμβάνοντας υπόψη, α) την άνω εξωτερική περιγραφή του έργου και β) την άνω πληροφορία από το διαδίκτυο, που τις παρέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με την οποία η εργοδότρια ανέφερε συνολικά 513 τμ κατοικιών, ενώ σύμφωνα με τον πίνακα της αρχικής μελέτης και τον πίνακα αναθεώρησης τα τμ του έργου ανέρχονταν σε 424 τμ (255τμ κύρια χρήση, 25 τμ γκαράζ και 144 τμ υπόγειοι βοηθητικοί χώροι). Σύμφωνα με τον άνω επιτόπιο έλεγχο, οι ημέρες εργασίας για τον περιβάλλοντα χώρο εκτιμήθηκαν σε 400, πέρα από τις 33 ημέρες, που είχαν προσδιοριστεί σύμφωνα με τον αρχικό Πίνακα 1 και τον Πίνακα 1 της αναθεώρησης. Όπως δε αποδείχθηκε η εκτίμηση αυτή, για το ότι απαιτούνται 400 ημέρες εργασίας επί πλέον για τον περιβάλλοντα χώρο, έγινε με την παρέμβαση του Δ/ντη του Υποκαταστήματος, πρώτο κατηγορούμενο, ενόσω μάλιστα η τρίτη κατηγορουμένη είχε την αρχική άποψη για 200 ημέρες εργασίας και όταν εκκαθάριζε το έργο, θα προχωρούσε στον καταλογισμό των υπολοίπων ημερών εργασίας, αλλά τελικά το αποδέχθηκε, ενόψει και του ότι ήταν σύμφωνη προς τούτο και η Προΐσταμένη, δεύτερη κατηγορουμένη. Σύμφωνα με την Πινακίδα Παρακολούθησης του έργου, η εργοδότρια υπέβαλε ΑΠΔ για την ασφάλιση των εργαζομένων από τον 6°/2007 έως τον 6°/2008, κατά μήνα και κατά κατασκευαστική φάση και συνολικά για 474ημ. Οι ανωτέρω κατηγορούμενες, την ίδια ημέρα (3-2- 2011), λαμβάνοντας υπόψη, τους δύο Πίνακες 1 (αρχικό και της αναθεώρησης), τις ΑΠΔ που προσκόμισε η εργοδότρια, τα ευρήματα του επιτόπιου ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις 2-2-2011, την πληροφορία από το διαδίκτυο ότι τα τμ των κατοικιών είναι συνολικά 513 και τις σχετικές καταχωρήσεις στο διαδίκτυο, από τις οποίες, πέραν των άλλων, προέκυπταν καταχωρημένα σχόλια, σύμφωνα με τα οποία το ελεγχόμενο έργο νοικιάζονταν σε παραθεριστές από το καλοκαίρι του 2009, συνέταξαν την με αριθμό ...3-2-2011 Έκθεση Ελέγχου Οικοδομικού Έργου, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 του Κανονισμού Ασφάλισης Οικοδομών, με την οποία βεβαιώθηκαν ασφαλιστικές εισφορές για εκτελεσθείσες εργασίες, που αναλογούν σε 680 ημερομίσθια, ύψους 31.191,93 ευρώ. Κατόπιν τούτου εξέδωσαν, την ισόποση με αριθμό ...2-2011 Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) και την με αριθμό ...2-2011 Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης (ΠΕΠΕΕ), ύψους 14.036,40 ευρώ, για μη υποβολή ΑΠΔ, για τους μήνες 7°, 8°, 9° και 10° του 2008. Την ίδια ημέρα, στις 3-2-2011, έθεσαν υπό εκκαθάριση, οίκοθεν, το εν λόγω έργο, με ημερομηνία αποπεράτωσης των εργασιών την 1-10-2008 και εξέδωσαν την με αριθμό ...-2-2011 Πράξη Επιβολής Αυτοτελούς Προστίμου, ύψους 150 ευρώ, για μη γνωστοποίηση της εν λόγω μεταβολής. Όλες οι άνω Πράξεις (πλην της εκθέσεως επιτόπιου ελέγχου) στάλθηκαν στην εργοδότρια δια των ΕΛΤΑ, με συστημένη επιστολή, με απόδειξη παραλαβής, και πάλι στη διεύθυνση κατοικίας της, ... στη Βούλα και φυσικά επιστράφηκαν με την ένδειξη "αζήτητο". Ούτε τοιχοκολλήθηκαν στον πίνακα ανακοινώσεων του Υποκαταστήματος, μετά την επιστροφή τους, ούτε επιχειρήθηκε επίδοση αυτών δια των οργάνων του Υποκαταστήματος. Ως εκ τούτου η πολιτικώς ενάγουσα δεν έλαβε γνώση αυτών. Τελικά οι άνω Πράξεις επιδόθηκαν, ως αγνώστου διαμονής, από υπάλληλο του εν λόγω Υποκαταστήματος, κατόπιν εντολής του Διευθυντή του, στο ..., συνταχθείσας προς τούτο της με αριθμό .../3-5-2011 έκθεσης επιδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 3 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ και άρθρο 84 παρ. 2 του Ν.Δ. 356/74 (ΚΕΔΕ) και ο Δήμος Μυκόνου διαβίβασε στο άνω Υποκατάστημα, στις 17-5-2011, το αποδεικτικό τοιχοκόλλησης των επιδοθέντων σε αυτόν Πράξεων. Τέλος, ο πρώτος κατηγορούμενος, ως Διευθυντής του εν λόγω Υποκαταστήματος, με βάση τις άνω καταλογιστικές Πράξεις επίσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της πολιτικώς ενάγουσας, Λ. Ρ. και συγκεκριμένα με τη με αριθμό ...26.4.2011 έγγραφη παραγγελία του (και πίνακα χρεών, συνολικού ποσού 57.053,70 ευρώ) και δυνάμει της με αριθμό ....6.2011 κατασχετήριας έκθεσης, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Νάξου Δ. Θ., επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο επίμαχο ακίνητο της πολιτικώς ενάγουσας, για βεβαιωθείσες οφειλές συνολικού ποσού 67.053,70 ευρώ. Η εν λόγω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα, στις 27-6-2011, στην οικία της στη ... Μυκόνου. Κατά της άνω κατασχετήριας έκθεσης άσκησε, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Σύρου, την από 10-10-2011 ανακοπή και αίτηση αναστολής, στα οποία έγγραφα δηλώνει ρητά ότι, "κατοικεί μόνιμα στη ... και δεν είναι αγνώστου διαμονής". Με την επίδοση της άνω έκθεσης η πολιτικώς ενάγουσα, η οποία ουδέποτε έλαβε γνώση των άνω Προσκλήσεων, Εκθέσεων Ελέγχων ή εκδοθέντων ΠΕΕ και ούτε της επιδόθηκε ατομική ειδοποίηση για να προσέλθει στο Υποκατάστημα προς τακτοποίηση της οφειλής της, έλαβε για πρώτη φορά γνώση της οφειλής της προς το ΙΚΑ. Στις 15-7-2011 η πολιτικώς ενάγουσα υπέβαλε στο Υποκατάστημα του ..., την με αριθμ. πρωτ. ...15-7-2011 αίτηση, ζητώντας να της χορηγηθούν όλα τα στοιχεία που οδήγησαν στον καταλογισμό σε βάρος της και στην επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης και επίσης, "όλες τις αυτοψίες που πραγματοποιήθηκαν από το ΙΚΑ καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών". Την ίδια δε ημέρα παρέλαβε (ενυπόγραφα) τα αντίγραφα των καταλογιστικών Πράξεων, .../2010, .../2011, .../2011, .../2011, .../2011, την ...2011 έκθεση ελέγχου, την από 26-6-2008 έκθεση επιτόπιου ελέγχου, ενημερωτικό σημείωμα ...2007 και τους δύο Πίνακες 1 του Μηχανικού, ενώ δεν της παραδόθηκε η από 2-2-2011 έκθεση επιτόπιου ελέγχου, που οδήγησε στον καταλογισμό. Στη συνέχεια, στις 4-8-2011, η πολιτικώς ενάγουσα υπέβαλε στο Υποκατάστημα ..., την με αριθμ. πρωτ. .../4-8-2011 αίτηση, ζητώντας την ανάκληση του προστίμου των 57.053,70 ευρώ, καθώς και της παραγγελίας κατάσχεσης, με επικαλούμενα στοιχεία, δύο έγγραφα της Πολεοδομίας Σύρου, με αριθμ. πρωτ. ..., .../24-2-2011, σχετικά με αίτησή της για διατήρηση της χρήσης, κατ’ εφαρμογή του Ν.3843/2010, φωτογραφίες του οικοπέδου πριν την ανέγερση της οικοδομής και δύο αεροφωτογραφίες, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Τελικά υπέβαλε την από 16-11-2011 Αναφορά-Καταγγελία, προς τον Διοικητή του ΙΚΑ, την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στο Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης και στο Συνήγορο του Πολίτη. Με βάση την καταγγελία της αυτή, με το με αριθμ. πρωτ. .../6-12-2011 έγγραφο του Διοικητή του ΙΚΑ, διατάχθηκε έκτακτη επιθεώρηση στο Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Μυκόνου, η οποία διενεργήθηκε, από 14-2-2012 έως 17-2-2012, από τους Επιθεωρητές, Κ. Λ. και Π. Ρ., οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, πραγματοποίησαν και επιτόπιο έλεγχο, στις 15-2-2012, στο οικοδομικό έργο της πολιτικώς ενάγουσας, παρουσία της ιδίας, αλλά χωρίς την παρουσία των υπαλλήλων του Γραφείου ελέγχου οικοδ/κων έργων (Μ. και Κ.), οι οποίες αρνήθηκαν να τους συνοδεύσουν, επικαλούμενες ότι φοβούνταν (λόγω ότι είχε καταστραφεί από πυρκαγιά το αυτοκίνητο του Διευθυντή, πρώτου κατηγορουμένου, στον προαύλιο χώρο, που στεγάζεται το Υποκατάστημα), με τις ακόλουθες διαπιστώσεις: "1. Το έργο αποτελείται από 3 κατοικίες, οι 2 είναι λιθόκτιστες και η τρίτη με συμβατική κατασκευή (φωτ.11), 2) το έργο δεν έχει τελειώσει, διότι γίνονται ακόμη εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο με στρώσιμο πέτρας (καλντερίμι) (φωτ.12), 3) σε ένα μικρό ποσοστό του έργου εσωτερικά δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες, έχουν προχωρήσει μέχρι τα μπετά (φωτ.13), 4) έχει αποπερατωθεί η μία πισίνα, ενώ η δεύτερη βρίσκεται υπό κατασκευή (φωτ.14), 5) στα δύο λιθόκτιστα κτίσματα εσωτερικά δεν έχουν γίνει χρωματισμοί λόγω πέτρας (φωτ.15), 6) έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες με μάρμαρα και πλακάκια στο συγκρότημα και στον περιβάλλοντα χώρο (φωτ.16), 7) η περιτοίχιση του οικοπέδου έχει πραγματοποιηθεί με πέτρα (φωτ.17) και 8) μέσα στο χώρο του οικοπέδου έχει ανεγερθεί ένα ισόγειο κτίσμα δίπλα στη ρεματιά που διασχίζει το οικόπεδο, το οποίο δεν αναφέρεται στην οικοδομική άδεια (φωτ.18)". Στην συνταχθείσα δε σχετική Έκθεση Ελέγχου, αναφέρονται και συμπερασματικά τα ακόλουθα: "1. Δεν έπρεπε να τεθεί υπό εκκαθάριση το έργο, οίκοθεν, διότι συνεχίζουν να γίνονται εργασίες στο έργο και θα πρέπει να γίνει ανάκληση της οίκοθεν αποπεράτωσης του έργου, έτσι ώστε να επανέλθει το έργο σε ενεργό κατάσταση. 2. Δεν ενημερώθηκε η απογραφή του έργου στο Ο.Π.Σ. και η Πινακίδα Παρακολούθησης με τις 400 παραπάνω ημέρες εργασίας, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τον περιβάλλοντα χώρο, μετά τον επιτόπιο έλεγχο που έγινε στις 2-2-2011, από την υπάλληλο Μ. Κ. και Γιώτα Μ.. 3. Δεν ελήφθησαν υπόψη από το Γραφείο Ελέγχου Οικοδ/κών έργων του Υποκαταστήματος ..., οι δύο αιτήσεις που υπέβαλλε η εργοδότρια στη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Ερμούπολης-Σύρου, στις 24-2-2011, μετά την πραγματοποίηση του επιτόπιου ελέγχου στις 2-2-2011 και τη σύνταξη, στις 3-2-2011, της ….2011 έκθεσης ελέγχου, για διατήρηση της χρήσης χώρων, συνολικά 131,25 τμ, κατ’ εφαρμογή του Ν.3 843/2010, οι οποίες υποβλήθηκαν στο Γραφείου Ελέγχου οικοδ/κών έργων του Υποκαταστήματος, στις 4-8-2011, παρελήφθησαν από την υπάλληλο, Γ. Μ. και βρέθηκαν στο φάκελο του έργου, κατά τη διάρκεια της έκτακτης επιθεώρησης. 3. Η εργοδότρια, αν και προσκλήθηκε δύο φορές, στις 22-9-2009 και 17-11-2009, δεν προσήλθε στο Υποκατάστημα Μυκόνου (οι προσκλήσεις επέστρεφαν ως αζήτητες). 4. Δεν τοιχοκολλήθηκαν οι άνω Προσκλήσεις στο Υποκατάστημα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 παρ.3 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, οι οποίες στάλθηκαν στην εργοδότρια από την υπάλληλο, Μ. Κ. και τον Διευθυντή, Β. Π. και είχαν επιστρέψει ως αζήτητες. 5. Δεν βρέθηκε ο επιτόπιος έλεγχος, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στις 30-7-2009, βάσει του οποίου στάλθηκαν οι προαναφερόμενες Προσκλήσεις και στον οποίο αναφέρεται ότι το έργο είναι αποπερατωμένο. 6. Δεν προσκλήθηκε η εργοδότρια προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις της, γραπτώς ή προφορικώς, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν.2690/99, μετά τον επιτόπιο έλεγχο που έγινε, στις 2-2-2011 και πριν τη σύνταξη σε βάρος της εργοδότριας, της Μ5/2011 έκθεσης ελέγχου και των ΠΕΕ....Η σύνταξη των ανωτέρω παραστατικών έγινε σύμφωνα με τα ευρήματα του επιτόπιου ελέγχου, που έγινε στις 2-2-2011, με βάσει τα τμ που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο και με βάσει τους Πίνακες, που προσκομίστηκαν από την εργοδότρια, κατά την απογραφή του έργου. Τα προαναφερόμενα παραστατικά συντάχθηκαν από την υπάλληλο, Μ. Κ.. 7. Δεν ενημερώθηκε εγγράφως η εργοδότρια, σύμφωνα με τα έγγραφα .../11- 10-2010 και ...11-4-2011, σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5,6,9 και 10 του Ν.3843/2010, πριν τον καταλογισμό των επιπλέον εισφορών, εφόσον ο καταλογισμός αυτός προσαύξανε τα τμ της δόμησης των κτιρίων σε 513, στηριζόμενο σε μια πληροφορία από το διαδίκτυο και χωρίς να διευκρινίζεται αν τα επιπλέον τμ είναι εντός δόμησης των κτιρίων ή εκτός. 8. Η εργοδότρια δεν προσκόμισε καμία ΑΠΔ για την κατασκευαστική φάση των δαπέδων (04), αν και πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες αυτές". Προτείνονταν δε τα ακόλουθα: "Να ζητηθεί άμεσα η συνδρομή της Πολεοδομίας και σε συνεργασία με το Γραφείο Οικοδ/κων Έργων του Υποκαταστήματος ..., να γίνει ακριβής καταγραφή των πολεοδομικών εργασιών στο έργο. Να προσκομισθεί από την εργοδότρια διάγραμμα κάλυψης. Ο επανέλεγχος να λάβει υπόψη του τα πραγματικα στοιχεία και επικουρικά την πληροφορία του διαδικτύου, διότι αφορά ανάρτηση με σκοπό την προσέλευση αγοραστών. Ο αριθμός των ημερομισθίων που καταλογίστηκαν στην εργοδότρια με την …/2011 έκθεση ελέγχου και τις ΠΕΕ, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί σε πραγματικά στοιχεία, διότι έχουν γίνει λιθοδομές στην περιτοίχιση σχεδόν όλου του οικοπέδου, έχει γίνει επίστρωση στον περιβάλλοντα χώρο με πέτρα (καλντερίμι) και υπάρχουν εμφανείς πολεοδομικές προσθήκες στο συγκρότημα και στο χώρο του οικοπέδου. Η εργοδότρια προφορικά μας δήλωσε ότι για τις πολεοδομικές παραβάσεις ή υπερβάσεις που πραγματοποιήθηκαν εκτός δόμησης, των κυρίων κτιρίων, αλλά μέσα στο χώρο του οικοπέδου, προτίθεται να υπαχθεί με αίτησή της στο Ν.4014/2011". Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: "Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε ότι ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε κατά κρίση, από το Γραφείο Ελέγχου Οικοδ/κων Έργων, του Υποκαταστήματος ..., έγινε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων, με τις παραλείψεις που αναφέρονται στο σκεπτικό" (βλ. Σχ. έκθεση). Επίσης, με βάση την άνω καταγγελία της πολιτικώς ενάγουσας, με εντολή του Διοικητή του ΙΚΑ (με αριθμό .../3-2-2012) διενεργήθηκε ΕΔΕ, από τον Ι. Μ., τότε Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Σάμου, ο οποίος συνέταξε και τη σχετική Πορισματική Έκθεση Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, στην οποία αναφέρονται και όλα τα άνω περιστατικά και ότι διενήργησε αυτοψία, στις 6-3-2012 στο ακίνητο της πολιτικώς ενάγουσας, με τις ακόλουθες διαπιστώσεις: "Αποτελείται από συγκρότημα τριών (3) κτισμάτων, τα οποία, μετά από διαίρεση του ενός, συγκροτούν τέσσερα διαμερίσματα. Τα δύο ισόγεια διαμερίσματα α στάθμης, δηλαδή της μπροστινής (από το δρόμο) πλευράς του οικοπέδου, είναι ολοκληρωμένα. Τα δύο ισόγεια διαμερίσματα β’ στάθμης (ή αλλιώς υπογείου), δηλαδή της πίσω πλευράς του επικλινούς οικοπέδου, βρίσκονται στο στάδιο "μπετό" και διαθέτουν κουφώματα. Οι υπόγειες δεξαμενές κτίστηκαν από τη θεμελίωση του ακινήτου, καθώς περικλείνονται από τον σκελετό της οικοδομής. Περιλαμβάνει δύο πισίνες, μία ολοκληρωμένη και μία υπό κατασκευή, γκαράζ και, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αποπερατωμένο περιβάλλοντα χώρο. Η τοιχοποιία του περιβάλλοντος χώρου έγινε με ανακατασκευή της υπάρχουσας (ντόπιας) πέτρας (συστατικό της ξερολιθιάς) κα όχι με λαξευμένη. Η επιμέτρηση της περιμέτρου της οικοδομής που έκανα, αντιστοιχεί στη σύγκριση με την κάτοψη του ακινήτου, που μου υπέδειξε η εργοδότης. Διαπίστωσα μικρής επιφάνειας υπερβάσεις στις υπόγειες κατοικίες και αλλαγή χρήσης μικρού μέρους των υπογείων, από υδατοδεξαμενή σε χώρο διαμερίσματος. Διαπίστωσα ότι ο μαντρότοιχος, που περιβάλει το οικόπεδο, από την πλευρά του δρόμου, έχει αρκετά μεγάλο ύψος και αφήνει ορατότητα μόνο για την μπροστινή εξωτερική πλευρά της οικοδομής" (βλ.σχ. αναλυτική έκθεση, με το συμπέρασμα για το πώς ενήργησε η Υπηρεσία, με απόδοση ευθυνών στους κατηγορουμένους αντίστοιχα, τις προτάσεις και χαρακτηρισμό των πειθαρχικών αδικημάτων). Τελικά, με βάση και την άνω, με αριθμ. πρωτ. .../9-5-2012 έκθεση έκτακτης επιθεώρησης, της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υπηρεσιών Ασφάλισης και την με αριθμ. πρωτ. .../9-4-2012 Πορισματική Έκθεση του Ι. Μ.υ, Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Σάμου, εκδόθηκε το με αριθμ. πρωτ. ...2-7-2012 Παραπεμπτήριο Έγγραφο του Διοικητή του ΙΚΑ, προς κρίση από το Α’ Υπηρεσιακό Συμβούλιο Υπαλλήλων ΙΚΑ, του πρώτου κατηγορουμένου. Μετά δε την εις βάρος του άσκηση πειθαρχικής δίωξης τελεί σε αργία, όπως ανέφερε και ο ίδιος απολογούμενος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πολιτικώς ενάγων, Χ. Χ., από το τέλος του 2010 έως και τον Απρίλιο του 2011, πραγματοποιούσε εργασίες ανακατασκευής προϋπάρχουσας περίφραξης (ξερολιθιάς) του οικοπέδου του, στην περιοχή Αεροδρομίου στη Μύκονο, χρησιμοποιώντας την ήδη υπάρχουσα πέτρα, αλλά και λαξευμένη. Επισημαίνεται ότι, η δεύτερη κατηγορουμένη, Π. Μ., προϊσταμένη στο Υποκατάστημα ..., τον Δεκέμβριο του 2010, είχε διαπιστώσει, ερχόμενη από άλλο επιτόπιο έλεγχο, στην περιοχή ... (μαζί με την 3η κατηγορουμένη), μεταφέροντας με το αυτοκίνητό της τον τεχνίτη που την πήγε, με το όνομα "Π.", ο οποίος της ζήτησε να τον αφήσει στο οικόπεδο του Χ., ότι ήδη είχαν γίνει και γινόντουσαν εργασίες περιτοίχισης με πέτρα στο συγκεκριμένο οικόπεδο και μάλιστα ο άνω τεχνίτης της είπε ότι την έφτιαξε ο ίδιος και επί πλέον διαπίστωσε ότι εργαζόταν και κάποιος άλλος τεχνίτης. Περί τον Μάιο του 2011 προσήλθε στο Υποκατάστημα ..., μαζί με τον μηχανικό του (Β. Τ.), στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης οικοδομικής άδειας, προκειμένου να απογραφεί ως κύριος ιδιωτικού οικοδομικού έργου, για την ανέγερση στο ακίνητό του δύο (2) ισογείων κατοικιών, μετά υπογείων δεξαμενών και όχι για την περιτοίχιση του οικοπέδου του, που είχε πραγματοποιήσει και να παραλάβει τα απαραίτητα έγραφα, για την έκδοση άδειας από την Πολεοδομία, προσκομίζοντας αίτηση απογραφής του έργου (με ημερομηνία έναρξης εργασιών 15-5-2011, μαζί με τον Πίνακα I του μηχανικού). Στο Υποκατάστημα δεν εκκρεμούσαν, ούτε καταγγελίες σε βάρος του, ούτε αυθαίρετα σήματα από την Πολεοδομία και αν δεν υπήρχε η άνω γνώση της Προϊσταμένης για τις εργασίες περιτοίχισης, θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της απογραφής του. Απευθύνθηκε λοιπόν στην άνω Προϊσταμένη, η οποία αρνήθηκε να προβεί άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες απογραφής του έργου, διότι γνώριζε ότι στο οικόπεδό του είχε πραγματοποιήσει εργασίες περιτοίχισης με πέτρα, χωρίς να καταβάλει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, για τους εργατοτεχνίτες που απασχολήθηκαν στις εργασίες αυτές. Έτσι, του είπε ότι για να γίνει η απογραφή πρέπει να του χρεώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές για την περιτοίχιση και τον παρέπεμψε στον Διευθυντή πρώτο κατηγορούμενο, τον οποίο ενημέρωσε προς τούτο η ίδια. Ο τελευταίος του ζήτησε να προσκομίσει φωτογραφίες, τις οποίες προσκόμισε, προσερχόμενος δύο-τρεις φορές προς τούτο στον Διευθυντή, του ζήτησε και έγγραφο του μηχανικού για τα μέτρα της περίφραξης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του μηχανικού του, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που έπρεπε να καταβληθούν, με βάση τα μέτρα της περίφραξης, ανέρχονταν περίπου σε 14.900 ευρώ. Προσκόμισε δε τα στοιχεία του μηχανικού, από τα οποία, και το τοπογραφικό διάγραμμα και τον Πίνακα III, προέκυπταν σαφώς, τα μέτρα περιτοίχισης του οικοπέδου και το είδος των εργασιών. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν τα δέχθηκε, διότι όπως είπε ήταν λίγα τα υπολογισθέντα ημερομίσθια και έστειλε για επιτόπιο έλεγχο, την υπάλληλο, τρίτη κατηγορουμένη και την προϊσταμένη, δεύτερη κατηγορουμένη, τις οποίες μετέφερε ο Χ.ς με το αυτοκίνητό του, χωρίς όμως να συνταχθεί προς τούτο έκθεση επιτόπιου ελέγχου. Μετά από 2 ημέρες περίπου και από την άρνηση της Υπηρεσίας να τον απογράψει, μετέφερε για αυτοψία στο οικόπεδό του τον πρώτο κατηγορούμενο, Διευθυντή και την Προϊσταμένη, δεύτερη κατηγορουμένη, για νέο επιτόπιο έλεγχο, χωρίς καμία επιμέτρηση και χωρίς να συνταχθεί έκθεση επιτόπιου ελέγχου. Στις 6-6-2011, ο πρώτος κατηγορούμενος, μαζί με την τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ., διενήργησαν και πάλι επιτόπιο έλεγχο και συντάχθηκε η από 6-6-2011 έκθεση (που υπογράφεται και από την δεύτερη, κατηγορούμενη), αναφέροντας ότι:
"κατά τον επιτόπιο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι κατασκευάστηκε περιτοίχιση οικοπέδου με λαξευτούς λίθους, σε οικόπεδο 10.539,93 τμ. Κατατέθηκε Πίνακας III από μηχανικό, ο οποίος δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές ημέρες εργασίας της περιτοίχισης. Οι ημέρες εργασίας υπολογίστηκαν σύμφωνα με το τοπογραφικό και σε συνδυασμό με τον επιτόπιο έλεγχο". Στις 8-6-2011 ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε υπεύθυνη δήλωση (άρθρο 8 Ν.1599/1986), αναφέροντας ότι "οι εργασίες για την περιτοίχιση του οικοπέδου ξεκίνησαν 15-1-2011 μέχρι Μάρτιο του 2011", ενώ προηγουμένως είχε ενημερωθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο, ότι δεν συμφωνούσαν με τον Πίνακα του μηχανικού, αλλά του είπε ότι, "θα σε βοηθήσω εγώ πάρα πολύ για να μην πληρώσεις όλα τα λεφτά ντούκου, θα δε βάλω σε ρύθμιση". Στη συνέχεια ο Διευθυντής, πρώτος κατηγορούμενος, αφού υπολόγισε μόνος του το σύνολο των ημερομισθίων, έδωσε εντολή στην υπάλληλο, τρίτη κατηγορούμενη, Μ. Κ., να συντάξει ΠΕΕ. Όπως δε αναφέρεται στο κεφάλαιο "ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" του Πορίσματος της ΕΔΕ, που συντάχθηκε από την διενεργήσασα αυτήν, Α. Π., "το σύνολο των ημερομισθίων, όπως προκύπτει τόσο από το τοπογραφικό διάγραμμα, όσο και από την αυτοψία της διενεργούσης την ΕΔΕ, είναι ορθό. Ο κωδικός ..., λιθοδομές με λαξευτούς λίθους-λάξευμα επί τόπου-με αριθμό ημερομισθίων ανά μονάδα εργασίας 0,630 είναι ορθός και συμφωνεί και με αυτόν του μηχανικού. Το υπολογισμένο ύψος 1,70 της μάντρας, ως μέσος όρος, είναι ορθό, διότι η μάντρα, αλλού υπερβαίνει τα δύο μέτρα, αλλού φθάνει το 1,5 μέτρο και αλλού τους 0,80 πόντους.
Συνεπώς: 486,80m x l,70m=827,50m2 χ 0,630=521 ημέρες εργασίας". Έτσι, στις 8-6-2011 συντάχθηκε σχετικά, από την αρμόδια υπάλληλο, τρίτη κατηγορουμένη, Μ. Κ., η από 8-6-2011 Έκθεση Ελέγχου Οικοδομοτεχνικού Έργου, με άναφερόμενο είδος έργου "ανέγερση δύο ισογείων κατοικιών, μετά υπόγειων δεξαμενών και περιτοίχιση" και στην περιγραφή "λοιπές εργασίες πλήρους αποπεράτωση, χρονική περίοδος 1ος, 2ος και 30ς του 2011, σύνολο ημερών εργασίας 521, σύνολο αποδοχών 29.465,01 ευρώ και σύνολο εισφορών 24.961,57 ευρώ, επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.2 του Κανονισμού Ασφάλισης Οικοδομών και κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στο ανωτέρω έργο διαπιστώθηκε ότι δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές για εκτελεσθείσες εργασίες, αποφασίζουμε τη χρέωση εισφορών του έργου με τα άνω ποσά". Με βάση την άνω έκθεση εκδόθηκαν αυθημερόν και οι ακόλουθες καταλογιστικές Πράξεις: η με αριθμό ...8-6-2011 ΠΕΕ, για συνολικό ποσό 24.961,57 ευρώ, που αφορούσαν τους μήνες 1°, 2° και 3° του 2011 "επειδή από τον έλεγχο που διενεργήθηκε την 8-6-2011 διαπιστώθηκε ότι δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές για εκτελεσθείσες εργασίες" και η με αριθμό ...-6-2011 Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης (ΠΕΠΕΕ), για. συνολικό ποσό 11.232,69 ευρώ, "για μη υποβολή ΑΠΔ", για την ίδια χρονική περίοδο", ήτοι για συνολικό ποσό 36.194,26 ευρώ. Ο χρόνος για τον καταλογισμό των εισφορών υπολογίστηκε , σύμφωνα με την άνω, από 8-6-2011, υπεύθυνη δήλωση (άρθρο 8 Ν.1599/1986) του εργοδότη, πολιτικώς ενάγοντα. Η άνω έκθεση ελέγχου και οι εκδοθείσες Πράξεις παραδόθηκαν στον πολιτικώς ενάγοντα αυθημερόν, στις 8-6-2011, ο οποίος και υπέγραψε αντίστοιχα στη θέση "ο παραλαβών εργοδότης", όχι όμως και στην αντίστοιχη θέση "ΔΗΛΩΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ: Αποδέχομαι την παρούσα ΠΕΕ ως ανταποκρινόμενη σε πραγματική οφειλή μου και παραιτούμαι από κάθε διοικητικό ή ένδικο μέσο κατ’ αυτής", διότι εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς τον αριθμό των ημερομισθίων και τον υπολογισμό. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, στις 8-6-2011, έγινε η απογραφή του έργου, άνοιξε η Πινακίδα Παρακολούθησης του έργου, όπου καταχωρήθηκαν αρχικά, σύμφωνα με τον Πίνακα I του μηχανικού, συνολικά 467 ημερομίσθια, έγινε μεταβολή στο σύνολο των ημερομισθίων και συμπληρώθηκαν αυτεπάγγελτα ακόμη 521 ημερομίσθια για τις εργασίες περιτοίχισης. Την ίδια ημέρα ο πολιτικώς ενάγων-εργοδότης υπέβαλε την με αριθμ. πρωτ. .../8-6-2011 αίτηση για ρύθμιση των οφειλών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Ν.3863/2010. Έτσι, οι οφειλές του ρυθμίστηκαν, με την εκδοθείσα από την αρμόδια υπάλληλο, Χ. Α., με αριθμ. πρωτ. .../8-6-2011 απόφαση ρύθμισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53-62 του Ν.3863/2010, που υπογράφεται από την προϊστάμενη, Π. Μ. και τον Διευθυντή, πρώτο κατηγορούμενο και κατέβαλε την πρώτη δόση, με το υπ’ αριθμ. .../8-6-2011 γραμμάτιο είσπραξης, ποσού 1.144,08 ευρώ. Ο πολιτικώς ενάγων παρέλαβε ενυπόγραφα τους όρους και περιορισμούς της ρύθμισής του, μαζί με την απόφαση ρύθμισης. Μετά την καταβολή δύο δόσεων (Ιουλίου και Αυγούστου του 2011), ο πολιτικώς ενάγων δεν κατέβαλε τη δόση του Σεπτεμβρίου, που ήταν απαιτητή μέχρι 30-9-2011 και στις 12-10-2011 του εστάλη η με αριθμό ... ενημερωτική επιστολή, με την πληροφορία ότι έχει δικαίωμα να καταβάλει την οφειλόμενη δόση του Σεπτεμβρίου, μαζί με την τρέχουσα του Οκτωβρίου 2011, μέχρι 31-10-2011. Ο πολιτικώς ενάγων όμως δεν κατέβαλε ούτε τη δόση τού Οκτωβρίου, μετά από εσφαλμένη πληροφορία του μηχανικού του ότι με την υπαγωγή στον εκδοθέντα Ν.4014/2011 (ΦΕΚ 209/τ. Α721-9-2011), απαλλάσσεται από τα καταλογισθέντα ποσά, με συνέπεια, στις 1-11-2011 να απωλέσει τη ρύθμιση και να καταστεί άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλομένου ποσού. Ειδοποιηθείς από το Υποκατάστημα ..., ενημερώθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο ότι απώλεσε τη ρύθμιση και ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επανένταξης σε αυτή, ακόμη και αν κατέβαλε τις μη καταβληθείσες δύο δόσεις. Τόσο ο ίδιος, όσο και η προϊστάμενη του Τμήματος Οικοδομοτεχνικών Έργων, Π. Μ., επέμεναν ότι πρέπει πλέον να καταβάλει εφάπαξ του σύνολο του ποσού. Και τούτο, παρ’ όλο που οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 7 του Ν.3863/2010 ορίζουν ότι, σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης ο οφειλέτης θα μπορούσε να υποβάλει νέα αίτηση για ρύθμιση, μετά από ένα χρόνο από το μήνα καταβολής της πρώτης δόσης, κατ’ εξαίρεση δε, θα μπορούσε να εκδοθεί νέα απόφαση ρύθμισης, πριν την παρέλευση δωδεκαμήνου, εάν ο οφειλέτης κατέβαλε το ποσό των τριών δόσεων, η μία από τις οποίες συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και οι υπόλοιπες με τις τελευταίες δόσεις. Στη συνέχεια, κατόπιν ταυτόχρονης εντολής, τόσο του Διευθυντή, πρώτου κατηγορουμένου, όσο και της προϊσταμένης, Π. Μ., εκδόθηκαν από την αρμόδια υπάλληλο, Χ. Α., στις 6-12- 2011, εντολές κατάσχεσης εις χείρας τρίτων (Τραπεζών) και συγκεκριμένα οι με αριθμ. πρωτ. .../6-12-2011 (... Τράπεζα Ελλάδος), 3939/6-12- 2011 ( Τράπεζα Πειραιώς), .../6-12-2011 (... BANK), .../6-12- 2011 (... Τράπεζα), .../6-12-2011 (...), .../6-12-2011 (...), .../6-12-2011 (... Τράπεζα) και .../6-12-2011 (Τράπεζα ...), για ποσό 35.443,48 ευρώ και αφού υπογράφηκαν από τον Διευθυντή, πρώτο κατηγορούμενο, παραδόθηκαν προς επίδοση στον αναγραφόμενο δικαστικό επιμελητή, Δ. Θ., ο οποίος τις επέδωσε στις 12-12-2011. Την ίδια ημέρα (6-12-2011) εκδόθηκε από τον Διευθυντή (πρώτο κατηγορούμενο) η με αριθμ.πρωτ....6-12-2011 (αριθμ. ...) έγγραφη παραγγελία, με τον από 6-12-2011 Πίνακα Χρεών, συνολικού ποσού 35.443,48 ευρώ, προς αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας του άνω οφειλέτη και με βάση αυτήν, ο άνω δικαστικός επιμελητής, δυνάμει της με αριθμό ...12-2011 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία επιδόθηκε στις 12-12-2011, κατάσχεσε αναγκαστικά την περιγραφόμενη ακίνητη περιουσία του οφειλέτη-πολιτικώς ενάγοντα (αγροτεμάχιο 7.486,50 τμ, στην κτηματική περιφέρεια του ..., στη θέση "..."), το οποίο εκτιμήθηκε στο ποσό των 320.000 ευρώ. Τελικά, με την επιβληθείσα άνω κατάσχεση εις χείρας τρίτου των λογαριασμών του οφειλέτη στην ... Τράπεζα (αριθμ.πρωτ..../6-12-2011), εκδόθηκε, στις 14-12-2011, το ... έγγραφο (σχετική επιταγή), με το οποίo εξοφλήθηκε η οφειλή του, σε εκτέλεση της άνω κατάσχεσης. Αυθημερόν, από το Υποκατάστημα ..., εκδόθηκε, από την υπάλληλο, Χ. Α., απόφαση άρσης κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που υπογράφηκε από τον Διευθυντή, πρώτο κατηγορούμενο και παραδόθηκε στο δικαστικό επιμελητή, Θ. Δ., ό οποίος την επέδωσε προς την Τράπεζα, στις 15-12-2011. Στη συνέχεια, στις 16-12-2011, ο πολιτικώς ενάγων υπέβαλε προς το ... την με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 αίτηση άρσης της κατάσχεσης του ακινήτου του, "λόγω εξόφλησης της οφειλής του με την κατάσχεση εις χείρας της ...ς Τράπεζας", με βάση την οποία εκδόθηκε αυθημερόν, από την αρμόδια υπάλληλο, Χ. Α., το με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 έγγραφο της Ταμειακής Υπηρεσίας του ..., προς το Κτηματολογικό Γραφείο Μυκόνου, υπογραφόμενο από τον πρώτο κατηγορούμενο-Διευθυντή, το οποίο αυθημερόν παραδόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος και το προσκόμισε στο Κτηματολογικό Γραφείο και έτσι καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Μυκόνου, με αριθμό καταχώρησης ..., η άνω με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 αίτηση του ..., άρσης της κατάσχεσης στο ακίνητο του πολιτικώς ενάγοντα. Περί των ανωτέρω, στο κεφάλαιο "ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" του Πορίσματος της ΕΔΕ, που συντάχθηκε από την διενεργήσασα αυτήν, Α. Π., αναφέρονται και τα ακόλουθα: "Παρατηρώντας το βιβλίο κατασχέσεων, για τη χρονική περίοδο από 1-1-2002 μέχρι 6-9-2012, διαπιστώνεται η συνήθης τακτική να δίνονται μαζικές εντολές σε μία ημέρα για κατασχέσεις. Στις 6-12-2011, έχει δοθεί μία και μοναδική παραγγελία για κατάσχεση, αυτή του κ. Χ. Χ., όταν η αμέσως προηγούμενη παραγγελία κατάσχεσης ήταν στις 10-6-2011 και η αμέσως επόμενη στις 15-5-2012. Μελετώντας την κατάσταση οφειλετών που απώλεσαν τη ρύθμιση και για τους οποίους δόθηκε παραγγελία κατάσχεσης, διαπιστώνεται ότι, για όλο το έτος 2011, ο χρόνος αναμονής, από την απώλεια της ρύθμισης μέχρι το χρόνο παραγγελίας κατάσχεσης, κυμαίνεται περίπου από εννιά μήνες και πάνω. Στην περίπτωση του οφειλέτη, Χ. Χ., ο χρόνος αναμονής περιορίστηκε στις 25 ημέρες. Επίσης, στην ίδια κατάσταση, για την επίμαχη χρονική περίοδο, αναγράφονται οφειλέτες με μεγαλύτερο ποσό οφειλής, από αυτή του κ. Χ. Χ., για τους οποίους όμως δεν είχαν προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια (π.χ. την ίδια ημέρα 1-11-2011, ημέρα απώλειας της ρύθμισης του Χ. Χ., υπήρχαν οφειλέτες με συνολικό ποσό 105.000 ευρώ, 122.385 ευρώ, 172.773,89 ευρώ κλπ)...." (βλ. Σχ. Πόρισμα ΕΔΕ). Επισημαίνεται δε και το ισχύον, κατά το άνω χρονικό διάστημα, άρθρο 48 του Ν..../2011 (ΦΕΚ Α’ 66/31-3-2011), σύμφωνα με το οποίο: "1. Αναστέλλεται έως την 31.12.2012 η λήψη αναγκαστικών και λοιπών μέτρων είσπραξης κατά των οφειλετών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, εκτός του ΟΕΑ, οι οποίοι, είτε έχουν εκπέσει της ρύθμισης οφειλών του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’ ) ή αντίστοιχων προηγούμενων ρυθμίσεων, είτε δεν έχουν υπαχθεί σε αυτές. Προϋποθέσεις της αναστολής αυτής και της υπαγωγής στον κατωτέρω διακανονισμό είναι: α) η υποβολή σχετικής αίτησης του οφειλέτη στις αρμόδιες υπηρεσίες των ασφαλιστικών φορέων, β) η ανελλιπής καταβολή των από 1.1.2011 και εφεξής τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών, γ) η καταβολή ποσού που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 20% των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών, όπως προσδιορίζονται παρακάτω έναντι της κατωτέρω κεφαλαιοποιημένης οφειλής. Η υπαγωγή στο διακανονισμό αυτόν συνεπάγεται την κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων μέχρι 31.12.2010 οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών μετά των αναλογούντων πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων προστίμων και λοιπών εξόδων αναγκαστικών μέτρων. 2. Στο διακανονισμό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να υπαχθούν και οι εξής κατηγορίες οφειλετών: ΐ. Όσοι οφείλουν εισφορές και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 και εφεξής, εφόσον καταβάλουν τις οφειλές αυτές εφάπαξ ή τις ρυθμίσουν σύμφωνα με το ν. 3863/2010...". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 14-12-2011 έως 16-12-2011, διαδραματίστηκαν τα ακόλουθα γεγονότα: ο πολιτικώς ενάγων, με το που έλαβε γνώση των επιδοθέντων κατασχετήριων εγγράφων, απευθύνθηκε, απελπισμένος, στο γνωστό του, άνω μάρτυρα κατηγορίας, Γ. Μ., νυν συνταξιούχο του ΙΚΑ και πρώην ιδιοκτήτη Τεχνικής Εταιρείας, ο οποίος τον χρησιμοποιούσε ως υπεργολάβο, και του έδειξε τα έγγραφα, προκειμένου, ως έχων περί αυτών μεγάλη εμπειρία, να τον ενημερώσει για το τι μπορούσε να πράξει, καθ’ ότι, έχοντας την αλβανική υπηκοότητα, δεν γνώριζε τι διαδικασίες θα έπρεπε να ακολουθήσει. Ο άνω, Γ. Μ., του είπε ότι πρέπει να τα πληρώσει "γιατί τον έχουν κρεμάσει" και, προκειμένου να βοηθήσει τον Χ., έχοντας, προσωπική φιλική, σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο, του τηλεφώνησε και ο κατηγορούμενος του είπε ότι, για να άρει άμεσα τις κατασχέσεις θέλει να του δώσει ο Χ. 5-10.000 ευρώ και μάλιστα του ζήτησε να τα πάρει από τον Χ. και να του τα πάει, αλλά αυτός αρνήθηκε "να μπλεχτεί σε τέτοιες δουλειές". Κατόπιν, τηλεφώνησε στο Χ. και του είπε να βρει και να δώσει τα λεφτά που του ζητούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, για να κάνει άμεσα την άρση των κατασχέσεων και να μην τον εμφανίσει ως οφειλέτη στη διατραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.". Ο πολιτικώς ενάγων, φοβούμενος ότι η καταγραφή του ως οφειλέτη του Ι.Κ.Α. στη βάση δεδομένων της ως άνω διατραπεζικής εταιρίας θα έχει περαιτέρω επιπτώσεις στην οικονομική του δραστηριότητα ως εργολάβου, ενέδωσε στις απειλές του πρώτου κατηγορουμένου και με πολλές προσπάθειες κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 2.000 ευρώ, δεδομένου ότι οι τραπεζικοί του λογαριασμοί είχαν ήδη δεσμευτεί. Κατόπιν δε συνεννοήσεων, μέσω του Γ. Μ., επισκέφθηκε τον πρώτο κατηγορούμενο στο γραφείο του, στο Υποκατάστημα του ..., περί ώρα 14:40, όπως του είχε πει τηλεφωνικά ο Μ., και του κατέβαλε τέσσερα χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.000 ευρώ, τα οποία ο κατηγορούμενος έβαλε μέσα στο συρτάρι του γραφείου του. Κατά το διάστημα που ο πολιτικώς ενάγων βρισκόταν μέσα στο γραφείο του κατηγορουμένου και του έδινε τα χρήματα, η υπάλληλος, Δ. Π., κοιτώντας από το κενό των περσίδων, είδε τον Χ. που του έδινε τα χρήματα και αυτός τα τοποθέτησε στο συρτάρι του γραφείου του. Αμέσως εισήλθε στο γραφείο του και ο κατηγορούμενος της είπε να βγει έξω και πριν μπει να χτυπάει την πόρτα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, βγήκε από το γραφείο του, συνοδεύοντας τον πολιτικώς ενάγοντα προς την έξοδο του καταστήματος. Η υπάλληλος Π., που έμεινε μόνη στο γραφείο του, άνοιξε το συρτάρι και πήρε τα τέσσερα πεντακοσάρικα. Στη συνέχεια πήγε στο γραφείο της, όπου τα επέδειξε στην υπάλληλο, Χ. Α., λέγοντάς της ότι ο Διευθυντής τα πήρε από τον Χ.. Η υπάλληλος Α., τρομοκρατημένη βγήκε έξω, λέγοντας "φεύγω-φεύγω". Όταν ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο γραφείο του και διαπίστωσε ότι έλειπαν από το συρτάρι τα χρήματα, κατάλαβε προφανώς ότι τα πήρε η Π. και πήγε στο γραφείο της, λέγοντάς της, "έλα μέσα και φέρε πίσω αυτά που πήρες". Του τα πήγε και τα πέταξε επάνω στο γραφείο του, λέγοντάς του, "δεν ντρέπεσαι ρε; Και από Αλβανό τα παίρνεις; Κλείσε το διάστημα στα στόρια να μη βλέπει ο κόσμος τις βρωμοδουλειές σου". Την επόμενη δε ημέρα παρατήρησε ότι το κενό στα στόρια καλύφθηκε με ταινία. Κατόπιν αυτών ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη σε άμεση άρση της κατάσχεσης και μάλιστα η δεύτερη κατηγορουμένη, στα πλαίσια της διενεργηθείσας ΕΔΕ ανέφερε σχετικά ότι, "....Για την άρση της κατάσχεσης ο υπάλληλος δεν παίρνει εντολή, την κάνει μόνος του, συνήθως μέσα σε 5 ημέρες. Ο κ. Χ. Χ. επέμενε για την άρση της κατάσχεσης. Ο Διευθυντής δεν έδωσε εντολή σε εμένα για την άρση της κατάσχεσης", ενώ η υπάλληλος, Χ. Α., ανέφερε ότι, "....Την ίδια ημέρα που έγινε η εξόφληση της οφειλής, κατόπιν εντολής του Διευθυντή, έγινε και η άρση της κατάσχεσης. Οι διαδικασίες έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, με ένα εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα". Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2012, που συναντήθηκε σε καφετέρια της Μυκόνου, η άνω μάρτυρας, Δ. Π., με τον Χ. Χ., τον Γ. Μ. και τον Ι. Σ., ο πολιτικώς ενάγων τους είπε ότι χρημάτισε τον Διευθυντή Π. με 2.000 ευρώ. Για δε το υπόλοιπο ποσό, ο Γ. Μ., δεχόταν τηλεφωνικές ενοχλήσεις από τον κατηγορούμενο, προκειμένου να του το καταβάλει ο πολιτικώς ενάγων. Περί των ανωτέρω, πέραν των καταθέσεων του πολιτικώς ενάγοντα, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και πρωτόδικα (όσο και τις διενεργηθείσες ΕΔΕ), σαφής είναι και η κατάθεση του άνω μάρτυρα κατηγορίας, Γ. Μ., τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, όσο και πρωτόδικα. Επίσης, της άνω μάρτυρος κατηγορίας, Δ. Π., υπαλλήλου του Τμήματος μητρώου ασφαλισμένων και οικονομικού, της οποίας το γραφείο βρίσκεται στο ισόγειο, τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, όσο και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και κατά τις διενεργηθείσες ΕΔΕ. Ο κατηγορούμενος βέβαια την αμφισβητεί, επικαλούμενος, αφ’ ενός την εμπλοκή της ως κατηγορούμενης σε κακούργηματικές πράξεις (η οποία και παραδέχθηκε την πρωτόδικη καταδίκη της) και αφ’ ετέρου την εμπάθειά της στο πρόσωπο του, λόγω διακοπής το καλοκαίρι του 2011 της ερωτικής σχέσης που διατηρούσαν από το 2008. Όμως, τα αναφερόμενα από αυτήν περιστατικά επιβεβαιώνονται, πέραν από τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντα, και από την κατάθεση, κατά τη διενεργηθείσα ΕΔΕ, της υπαλλήλου των Τμημάτων γραμματείας και ταμειακής υποστήριξης, Χ. Α., η οποία, όπως αναφέρεται στο άνω Πόρισμα της ΕΔΕ, κατέθεσε σχετικά ότι: "....Μπαίνει η υπάλληλος, Δ. Π., στο γραφείο μου και λέει ότι είδε τον κ. Χ. Χ., να δίνει χρήματα στον Διευθυντή, Β. Π.. Μπαινόβγαινε στο γραφείο μου και έλεγε αυτό το πράγμα. Κάποια στιγμή απ’ αυτές την είδα να κρατά χρήματα και μου είπε, "τα πήρα". Χειμώνας ήταν. Τα κρατούσε με τα δύο της χέρια. Με την άκρη του ματιού μου είδα το χρώμα, ήταν μωβ. Ο Διευθυντής, Π., κάποια στιγμή μου είπε ότι σε κατάθεση που δόθηκε στον κ. Μ., προσπάθησαν να με ανακατέψουν και ότι αν με ρωτήσουν να πω ότι δεν ξέρω και ότι δεν είδα. Του απάντησα ότι θα πω ότι άκουσα και ότι είδα....". Επίσης, και από την κατάθεση, στα πλαίσια της διενεργηθείσης ΕΔΕ, της υπαλλήλου του Τμήματος Παροχών, Α. Π., η οποία ανέφερε ότι: "Αντιλήφθηκα το γεγονός της τοποθέτησης στο τζάμι του Διευθυντή μιας ταινίας, επειδή μου το είπε η καθαρίστρια. Αντιλήφθηκα ένα έντονο διαπληκτισμό του Διευθυντή Π., με την υπάλληλο, Δ. Π., οι φωνές τους έφταναν σε ολόκληρη τη Μύκονο. Εξυπηρετούσα κόσμο και κάποια στιγμή βγήκε η Π. από το γραφείο του Διευθυντή φωνάζοντας, χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Φθινόπωρο με Χειμώνα του 2011 ήταν. Στη συνέχεια έβλεπα ότι ο ένας έλεγε κουβέντες στον άλλο και πηγαινοερχόταν ο ένας στο γραφείο του άλλου....Έλεγε συνέχεια μετά ότι τον έπιασε με τον άλλον μέσα να τα παίρνει" (βλ. σχ. Πόρισμα ΕΔΕ). Αναφορικά δε με την αναφερόμενη άνω συνάντηση σε καφετέρια της Μυκόνου, αυτή επιβεβαιώνεται και από τον πολιτικώς ενάγοντα και από τον Γ. Μ., αλλά και από τις καταθέσεις, κατά τη διενεργηθείσα ΕΔΕ, του Ι. Σ.. Τα ανωτέρω περιστατικά έγιναν αποδεκτά και αναφέρονται στο συνταχθέν Πόρισμα της ΕΔΕ, που συντάχθηκε από την διενεργήσασα αυτήν, Α. Π., Διευθύντρια του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, πλατείας Συντάγματος, σε εκτέλεση της με αριθμ. .../12-7-2012 Διαταγής του Διοικητή του ΙΚΑ, προς "διερεύνηση εντοπισμού των προσώπων που ευθύνονται για τα όσα αναφέρονται στο υπ’ αριθμ. .../9-42012 Πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης" (βλ. Σχ. έκθεση). Περαιτέρω, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε: α) τις αποδιδόμενες πράξεις της εκβίασης κατά συρροή, οι οποίες, υπό τα αναφερόμενα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούνται αντικειμενικά και υποκειμενικά. Όπως δε αναφέρθηκε στην οικεία νομική σκέψη, από άρθρο 385 παρ.1 στοιχ. γ’ του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφαση του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ιδίου ή άλλου και επιπλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλ. ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαίτησης εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως αξία μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. β) Την πράξη της παθητικής δωροδοκίας, κατά το άρθρο 235 παρ.1 του ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως αυτής (20-6-2008), ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.3666/2008 (ΦΕΚ Α’ 105/10.06.2008), καθ’ ότι, όπως αναφέρθηκε στην οικεία νομική σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικού αυτού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, αντικειμενικά, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263Α του ΠΚ, η από μέρους αυτού του ίδιου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων, που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψη του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντα του και υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό (η πραγματοποίηση του οποίου δεν απαιτείται για την τυπική τέλεση του εγκλήματος) να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά.
Συνεπώς, τετελεσμένο είναι το έγκλημα άμα τη απαιτήσει ή αποδοχή ή αποδοχή της υποσχέσεως των δώρων και δεν απαιτείται και η πραγματική λήψη αυτών. Ως εκ τούτου, το έγκλημα είναι τυπικό και ανεπίδεκτο, ως εκ της φύσεώς του, απόπειρας, διότι η πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεώς του συμπίπτει με την αρχή εκτελέσεώς του, αφού στοιχειοθετεί τετελεσμένο έγκλημα, τόσο η απαίτηση, όσο και η αποδοχή υπόσχεσης τέτοιων ωφελημάτων. Ενόψει όμως του ότι πρωτόδικα, με την εκκαλουμένη καταδικαστική απόφαση, κηρύχθηκε ο κατηγορούμενος ένοχος "κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό", της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας (αντί της αποδοθείσας τετελεσμένης πράξης), το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεσμεύεται από τη θεσπιζόμενη από την προπαρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 470 του ΚΠοινΔ αρχή για μη χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, οπότε δεν έχει την εξουσία, ούτε να τον κηρύξει ένοχο για το βαρύτερο αυτό έγκλημα, ούτε να του επιβάλει δυσμενέστερη ποινή, γιατί στην αντίθετη περίπτωση διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, η οποία, κατά τα προεκτιθέμενα, ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως του. Τούτο όμως, δεν εμποδίζει το παρόν Δικαστήριο να στηρίξει το διατακτικό της αποφάσεώς του, κατά τις περιστάσεις, εν λόγω ή εν μέρει, στην αιτιολογία με την οποία έκρινε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το βαρύτερης μορφής έγκλημα, αρκεί να μην τον κηρύξει ένοχο για το έγκλημα αυτό και να μην του επιβάλει δυσμενέστερη ποινή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στην οικεία νομική σκέψη. Συνακόλουθα πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας, όπως χαρακτηρίστηκε πρωτόδικα η πράξη (άρθρο 470 του ΚΠοινΔ) και της πράξεως της εκβίασης κατά συρροή, κατά το διατακτικό, που συμπληρώνεται και από το σκεπτικό της παρούσας". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Α. Στις 20/6/2008 στη Μύκονο έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει πλημμέλημα, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην, όμως το πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά παράβαση των καθηκόντων του εκδήλωσε αξίωση χρηματικού ανταλλάγματος για ενέργεια και παράλειψη του μελλοντική που ανάγεται στα καθήκοντα του και αντίκειται σε αυτά, πλην όμως δεν έλαβε το αντάλλαγμα από λόγους ανεξάρτητους της θέλησης του. Ειδικότερα, με την ιδιότητα του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Μυκόνου κατά την προσέλευση της Ρ. Λ. του Ι., εργοδότριας ιδιωτικού οικοδομοτεχνικού έργου στην περιοχή ... Μυκόνου, στο Υποκατάστημα του ..., προκειμένου να της χορηγηθεί το απαιτούμενο για την αναθεώρηση της οικοδομικής της άδειας από την Πολεοδομία έγγραφο σημείωμα προκαταβολής των αναλογουσών στην επιδιωκόμενη αναθεώρηση ασφαλιστικών εισφορών, αναφερόμενη από αυτήν εσφαλμένα ως "ασφαλιστική ενημερότητα", από τους αρμοδίους προς έκδοση αυτού υπαλλήλους του υποκαταστήματος ..., της ζήτησε να του καταβάλει χρηματικό αντάλλαγμα, διότι διαφορετικά θα αντιμετώπιζε μεγάλη καθυστέρηση στην ικανοποίηση του αιτήματος της και τη βεβαίωση παρανομιών στην οικοδομή της. Συγκεκριμένα, στις 20/6/2008 η Ρ. Λ. προσήλθε στο υποκατάστημα ΙΚΑ- Μυκόνου και απευθύνθηκε στην προϊσταμένη του τμήματος Εσόδων, Μ. Π., αιτούμενη τα απαιτούμενα έγγραφα για την αναθεώρηση της οικοδομικής της άδειας από την Πολεοδομία, από την οποία παραπέμφθηκε αμέσως στον Διευθυντή και πρώτο κατηγορούμενο. Ο τελευταίος της δήλωσε ότι θα πρέπει να διενεργηθεί αυτοψία στην οικοδομή της και ότι αυτή θα καθυστερήσει πολύ καθώς υπάρχουν πολλοί εργοδότες που περιμένουν μήνες για τη διενέργεια αυτοψίας και της ανέφερε ότι είναι σίγουρος ότι υπάρχουν παρανομίες στο οίκημα της. Επίσης, ότι θα προηγηθεί η αυτοψία της των άλλων, που περίμεναν ήδη πριν από εκείνη, αλλά για την εξυπηρέτηση αυτή θα πρέπει να δώσει κάποια χρήματα διότι "έτσι γίνονται τα πράγματα, ο ένας βοηθάει με τον τρόπο του τον άλλο". Στην αντίδραση της Ρ. Λ. ότι δεν υπάρχουν παρανομίες στην οικοδομή αυτός απάντησε "αν έρθουμε με μεζούρα θα τα βρούμε όλα στο πόντο;". Ακολούθως δε και κατόπιν της προγενέστερης συμπεριφοράς του και λόγω αυτής, στις 26/6/2008, ήτοι έξι ημέρες μετά, διενεργήθηκε με εντολή του επιτόπιος έλεγχος στην οικοδομή Λ. Ρ. στη ... από τις συγκατηγορούμενές του υπαλλήλους του ΙΚΑ Π. Μ. και Μ. Κ. και της χορηγήθηκαν τα σχετικά έγγραφα, που αναφέρονται στο σκεπτικό, αυθημερόν, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε καθόσον η τελευταία δεν του κατέβαλε χρηματικό αντάλλαγμα. Και Β. Στη Μύκονο στα κατωτέρω χρονικά διαστήματα με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και ειδικότερα με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος εξανάγκασε άλλον με απειλή σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου. Συγκεκριμένα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2009 έως και τον Ιανουάριο του 2011 με φορτικότητα απαίτησε από τη Λ. Ρ., μέσω των Δ. Κ. και Κ. Ζ., το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο ακολούθως μείωσε σε 5.000 ευρώ, δεχθείς τελικά το ποσό των 2.000 ευρώ που κατέβαλε η Ρ. Λ. στο γραφείο του στις 16.1.2010, συνέχισε δε να ζητά επιμόνως το υπόλοιπο ποσό των 3.000 ευρώ με τη συνεχή απειλή ότι θα προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου της μετά από πλειστηριασμό λόγω οφειλών της προς το ... και ειδικότερα το Δεκέμβριο του 2009 ο πρώτος κατηγορούμενος διεμήνυσε στην Ρ. Λ. μέσω του Δ. Κ., πρώην υπαλλήλου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Σύρου και κοινού γνωστού της, να του τηλεφωνήσει διότι ήθελε να της μιλήσει. Ο Δ. Κ., κατά τη συνάντηση τους της υποσχέθηκε ότι θα ζητήσει από κοινό φίλο του ιδίου και του Π., ονόματι Κ. Ζ., να μεσολαβήσει μεταξύ της Ρ. Λ. και του Π. ώστε "να τον ηρεμήσει κάπως δεδομένου ότι μέχρι τότε δεν του είχε δώσει τα χρήματα που της ζητούσε". Στη συνέχεια ο Δ. Κ., ενημερώνοντας τη Ρ. για την επαφή του Κ. με τον Π., της ανέφερε ότι κατά τα λεγόμενα του Κ. ο Π. είναι έξαλλος μαζί της και ότι ζητάει να τού δώσει, προκειμένου "να λήξει το θέμα με το ΙΚΑ και να την αφήσει ήσυχη" δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Σε διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ του Π. Β. και της Ρ. Λ. με διαμεσολαβητές τους Δ. Κ. και Ζ. Κ., ο Δ. Κ. μετέφερε στην Ρ. Λ. ότι ο Π. δέχθηκε με πολύ κόπο να κατεβάσει το ποσό που της ζητούσε στις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ως χάρη αποκλειστικά στον Κ.. Επίσης, ο πρώτος κατηγορούμενος της διεμήνυσε ότι τα χρήματα αυτά είναι πολύ λίγα και αυτή τη φορά θα πρέπει να τα δώσει άμεσα διαφορετικά θα την αναγκάσει "να κολλήσει πάρα πολλά ένσημα" και ότι "δε βρίσκεται μακριά από το να χάσει τα σπίτια της στο τέλος". Τον Ιανουάριο του 2010 σε συνάντηση στην καφετέρια ... των Ρ. Λ., Κ. Ζ. και Δ. Κ. ο Κ. Ζ. τη διαβεβαώσε ότι ο Π. θα την άφηνε ήσυχη αν του έδινε τα χρήματα που της ζήτησε. Η Ρ. Λ. διεμήνυσε στον Π. μέσω του Κ. Ζ. ότι δέχεται να του καταβάλει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αλλά άμεσα μπορούσε να του καταβάλει μόνο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Στις 26.1.2010 η Ρ. Λ. προσήλθε στο Υποκατάστημα ... και μπήκε στο υποκατάστημα μαζί με τον σύντροφο της Ν. Γ. του Ι.. Η ίδια μπήκε στο γραφείο του Διευθυντή Π. Β.. Ο Ν. Γ. παρέμεινε έξω από αυτό και παρακολουθούσε από το παράθυρο αυτά που συνέβαιναν μέσα στο γραφείο του. Εκεί η Λ. Ρ. έδωσε στο χέρι του πρώτου κατηγορουμένου φάκελο με ποσό δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο δανείστηκε από την οικογένεια Ν., λόγω οικονομικών δυσκολιών της. Αμέσως μετά την παράδοση του χρηματικού ποσού η Ρ. Λ. ρώτησε τον πρώτο κατηγορούμενο "πως δε φοβάται μήπως τον καρφώσει κανείς γι’ αυτά που κάνει" και αυτός της δήλωσε ότι δεν πρόκειται να τον κουνήσει κανείς από τη θέση του και εάν κάποιος προσπαθήσει να τον "φάει" αυτό θα γυρίσει εναντίον του, γιατί θα στρέφεται με την πράξη του εναντίον του ΙΚΑ. Επίσης, της είπε "βάλε κάποια ένσημα, έτσι γίνεται πάντα για να μη δίνουμε στόχο". Στην άρνηση της να βάλει περισσότερα ένσημα από αυτά που αντιστοιχούν στην αναθεώρηση της οικοδομικής της άδειας εμφανίσθηκε δεκτικός και της είπε να μην ξανασκεφτεί το ΙΚΑ, υποσχόμενος να τη φροντίσει σαν να ήταν η αδερφή του. Το Νοέμβριο του 2010 ο πρώτος κατηγορούμενος διεμήνυσε μέσω του Δ. Κ. στη Ρ. Λ. να της υπενθυμίσει ότι του όφειλε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Τον Ιανουάριο η Ρ. Λ. προσήλθε στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου και εκεί της είπε ότι είναι πολύ θυμωμένος, ότι χρειαζόταν τα χρήματα και ότι επρόκειτο να αλλάξει στάση απέναντι της, την απείλησε ότι εάν δεν του έδινε τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει είχε τη δύναμη να βγάλει τα σπίτια της στον πλειστηριασμό. Της δήλωσε ότι λόγω της θέσης του "μπορούσε να καταλογίζει όσα ένσημα επιθυμεί ακόμη και αν δεν έχουν γίνει" και ότι δεν μπορούσε να τον ελέγξει κανείς. Την απείλησε ότι θα της κάνει "μεγάλη ζημιά" και της δήλωσε "μην κάνεις την έξυπνη γιατί είσαι μόνη με δύο παιδιά και εγώ έχω μεγάλη δύναμη στο νησί". Στη συνέχεια δε και με σκοπό να εξαναγκάσει την Λ. Ρ. να του καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ προκάλεσε, αφενός μεν στις 2.2.2011 τη διενέργεια νέου επιτόπιου ελέγχου στην οικοδομή αυτής, ο οποίος (έλεγχος) πραγματοποιήθηκε από τις δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων, αφετέρου δε στις 3.2.2011 την έκδοση, με βάση τα ευρήματα του ελέγχου αυτού, της με αριθμό ...2011 Πράξης Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε.), της με αριθμό ...2011 Πράξης Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης (Π.Ε.Ε.Π.Ε.) και της με αριθμό ...2011 Πράξης Επιβολής Αυτοτελούς Προστίμου (Π.Ε.Α.Π.), με τις οποίες καταλογίσθηκαν σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας Λ. Ρ. τα ποσά των 31.191,93, 14.036,40 και 150 ευρώ και συνολικά το ποσό των 45.378,33 ευρώ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για εκτελεσθείσες εργασίες και μη υποβολή Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (εφεξής Α.Π.Δ) των μισθολογικών περιόδων των μηνών Ιουλίου έως και Οκτωβρίου του έτους 2010 και για εκπρόθεσμη δήλωση μεταβολών και τις οποίες (Πράξεις) συνέταξε η τρίτη των κατηγορουμένων και εξέδωσε η δεύτερη εξ αυτών. Τέλος δε και για τον ίδιο λόγο, με τη με αριθμό ...26.4.2011 έγγραφη παραγγελία του και δυνάμει της με αριθμό ....6.2011 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Νάξου Δ. Θ. επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο επίμαχο ακίνητο της πολιτικώς ενάγουσας. Και 2) Τον Δεκέμβριο του 2011 απαίτησε με φορτικότητα μέσω του Μ. Γ. το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ από τον Χ. Χ., ο οποίος τελικά του κατέβαλε το ποσό των 2.000 ευρώ στο γραφείο του στο υποκατάστημα του ... με την απειλή ότι διαφορετικά θα ενταχθεί στη λίστα "...", λόγω των επιβληθεισών κατασχέσεων εις χείρας τρίτων (Τραπεζών) και ότι θα προχωρήσει και η κατάσχεση του ακινήτου του και ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 14-12-2011 έως 16-12-2011, διεμήνυσε στον Χ. Χ. του Β., μέσω του Μ. Γ. του Β., ότι "ζητάει δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για να κάνει άμεσα την άρση των κατασχέσεων και να μην τον εμφανίσει ως οφειλέτη στη διατραπεζική εταιρία με την επωνυμία ... Α.Ε.". Ο πολιτικώς ενάγων, Χ. Χ., φοβούμενος ότι η καταγραφή του ως οφειλέτη του Ι.Κ.Α. στη βάση δεδομένων της ως άνω διατραπεζικής εταιρίας θα έχει περαιτέρω επιπτώσεις στην οικονομική του δραστηριότητα ως εργολάβου, ενέδωσε στις απειλές του πρώτου κατηγορουμένου και με πολλές προσπάθειες κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 2.000 ευρώ, δεδομένου ότι οι τραπεζικοί του λογαριασμοί είχαν ήδη δεσμευτεί, κατόπιν δε συνεννοήσεων, μέσω του Γ. Μ., επισκέφθηκε τον πρώτο κατηγορούμενο στο γραφείο του, στο Υποκατάστημα του ... και του κατέβαλε τέσσερα χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.000 ευρώ, τα οποία ο κατηγορούμενος έβαλε μέσα στο συρτάρι του γραφείου του. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος καθησύχασε τον Χ. Χ. λέγοντας του "πρέπει οι κινήσεις από εδώ και πέρα για το ξεμπλοκάρισμα να γίνουν προσεκτικά για να μη καταλάβει κανείς γιατί ενδιαφέρεται ο ίδιος για εκείνον". Τελικά, με την επιβληθείσα άνω κατάσχεση εις χείρας τρίτου των λογαριασμών του οφειλέτη στην ... Τράπεζα (αριθμ. πρωτ. .../6-12-2011), εκδόθηκε, στις 14-12-2011 το ... έγγραφο (σχετική επιταγή), με το οποίο εξοφλήθηκε η οφειλή του, σε εκτέλεση της άνω κατάσχεσης. Αυθημερόν δε, κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορουμένου, από το Υποκατάστημα ..., εκδόθηκε, από την αρμόδια υπάλληλο, Χ. Α., απόφαση άρσης κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που υπογράφηκε από τον Διευθυντή, πρώτο κατηγορούμενο και παραδόθηκε στο δικαστικό επιμελητή, Θ. Δ., ο οποίος την επέδωσε προς την Τράπεζα, στις 15-12-2011. Στη συνέχεια άμεσα, στις 16-12-2011, ο πολιτικώς ενάγων υπέβαλε προς το ... την με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 αίτηση άρσης της κατάσχεσης του ακινήτου του, "λόγω εξόφλησης της οφειλής του με την κατάσχεση εις χείρας της ... Τράπεζας", με βάση την οποία εκδόθηκε αυθημερόν, από την αρμόδια υπάλληλο, Χ. Α., το με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 έγγραφο της Ταμειακής Υπηρεσίας του ..., προς το Κτηματολογικό Γραφείο …., υπογραφόμενο από τον πρώτο κατηγορούμενο-Διευθυντή, το οποίο αυθημερόν παραδόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος και το προσκόμισε στο Κτηματολογικό Γραφείο και έτσι καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Μυκόνου, με αριθμό καταχώρησης ..., η άνω με αριθμ. πρωτ. .../16-12-2011 αίτηση του ..., άρσης της κατάσχεσης στο ακίνητο του πολιτικώς ενάγοντα". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και της εκβιάσεως κατά συρροή, για τα οποία καταδικάσθηκε o αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 42 παρ. 1, 235 παρ. 1, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008 και 385 παρ. 1γ του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή τους. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της αποφάσεως επειδή στο σκεπτικό της δέχεται ότι η παθητική δωροδοκία ήταν τετελεσμένη και στο διατακτικό της καταδικάζει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για απόπειρα παθητικής δωροδοκίας, αφού αναφέρεται σ’ αυτή με σαφήνεια ότι πράττει τούτο επειδή πρωτοδίκως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε καταδικασθεί για απόπειρα παθητικής δωροδοκίας και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 470 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ. δεν μπορεί δικάζοντας την έφεσή του να καταστήσει χείρονα τη θέση του και να τον καταδικάσει για την τετελεσμένη παθητική δωροδοκία που δέχεται ότι τέλεσε. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό της, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια μία πράξη τετελεσμένης εκβίασης σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας Λ. Ρ. και μία πράξη τετελεσμένης εκβίασης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Χ. Χ., δηλαδή δύο πράξεις τετελεσμένης εκβίασης κατά συρροή, για τις οποίες και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αντιφατικές ή ασαφείς αιτιολογίες που να καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχό της, αλλ’ αντίθετα έχει νόμιμη βάση που στηρίζεται σε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, από τις οποίες προκύπτει ότι ορθά εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ. αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Από το άρθρο αυτό συνάγεται ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου που οδηγεί στην κήρυξη της δεύτερης ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης απαιτείται, εκτός της ταυτότητας της πράξεως και της ταυτότητας του προσώπου και αμετάκλητη δικαστική ποινική απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή όχι της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Έτσι, για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται, κατ’ αρχήν αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή απόφαση (βούλευμα) δικαστικού συμβουλίου. Αν δεν έχει γίνει η απόφαση αμετάκλητη, μπορεί να γίνει λόγος για εκκρεμοδικία. Η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου πρέπει να είναι καταδικαστική, αθωωτική ή να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, δηλαδή πρέπει να είναι ποινική απόφαση. Είναι αδιάφορο, αν η απόφαση έχει εκδοθεί από αναρμόδιο καθ’ ύλη ή κατά τόπο ποινικό δικαστήριο ή αν έχει νομικά και πραγματικά σφάλματα, εκτός αν εκδόθηκε από πρόσωπο που δεν είχε πρωτογενή ποινική εξουσία και δικαιοδοσία. Κατά συνέπεια δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα ποινικά δικαστήρια ή συμβούλια οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, των διοικητικών δικαστηρίων και των πειθαρχικών συμβουλίων, οι οποίες δεν δεσμεύουν τα ποινικά δικαστήρια, αλλά αποτελούν στοιχεία που εκτιμώνται ελεύθερα κατά τα άρθρα, 62, 177 και 178 του Κ.Ποιν.Δ.. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και τον καταδίκασε παραβίασε δεδικασμένο επειδή το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ι.Κ.Α. του επέβαλε για τις ίδιες πράξεις την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ι..Κ.Α. δεν ασκεί πρωτογενή ποινική εξουσία και δικαιοδοσία, αλλά πειθαρχική δικαιοδοσία και οι αποφάσεις του δεν είναι αποφάσεις πονικού δικαστηρίου και δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα ποινικά δικαστήρια, αλλά εκτιμώνται ελεύθερα από τα ποινικά δικαστήρια και συνεκτιμώνται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να τα δεσμεύουν. Επομένως, δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ως άνω πειθαρχική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α. που να κώλυε και να καθιστούσε απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας παθητικής δωροδοκίας και της εκβίασης κατά συρροή και ως εκ τούτου ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. έβδομος λόγος αναιρέσεως, περί υπερβάσεως εξουσίας λόγω παραβιάσεως δεδικασμένου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Στο άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν α) ...... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα". Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή .... υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου". Περαιτέρω, στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η υποχρέωση αμεροληψίας αναφέρεται στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η συγκεκριμένη λειτουργία. Η αμεροληψία οικοδομεί την εμπιστοσύνη, την οποία πρέπει ένα δικαστήριο να εμπνέει στους πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η εμπιστοσύνη κλονίζεται, όταν υπάρχουν δεδομένα που μπορούν να θέσουν σε αμφισβήτηση την αμεροληψία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβιάσεως της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας του δικαστηρίου που την εξέδωσε λόγω δημοσιευμάτων των ΜΜΕ, παραθέτοντας και τα σχετικά δημοσιεύματα. Όμως, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των πρακτικών της, δεν προκύπτει ότι έλαβαν γνώση των δημοσιευμάτων αυτών οι δικαστές που συγκροτούσαν το δικαστήριο ή ότι τα δημοσιεύματα αυτά λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ότι αυτά επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου και προσβλήθηκε απ’ αυτά η αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας του δικαστηρίου που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, ούτε ότι παραβιάστηκε από τα δημοσιεύματα αυτά το τεκμήριο της αθωότητας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού δεν χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη και στη διαδικασία και δεν στηρίχθηκε σ’ αυτά η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ενοχής του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο σχετικός όγδοος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας του δικαστηρίου και του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου με δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-2-2016 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-2-2016 και τους από 26-4-2016 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Β. Π. του Π., για αναίρεση της 144/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απόπειρα παθητικής δωροδοκίας αι εκβίασης κατά συρροή. Λόγοι αναίρεσης: Απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη νόμιμης βάσης και υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτει την αναίρεση και επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Δωροδοκία, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 1085/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Β. Σ. του Β., κατοίκου ... και 2)Ε. Χ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σίνο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5588/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Μαρτίου 2017 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση οι από 24-3-2017 και με αριθμούς εκθέσεως …/2017 και …/2017 δύο αιτήσεις αναίρεσεως των κατηγορουμένων Β. Σ. του Β. και Ε. Χ. του Θ., αντίστοιχα, κατά της 5588/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν αμφότεροι για από κοινού αυθαίρετη μεταβολή του αιγιαλού και της παραλίας και για από κοινού αυτογνώμονα κατάληψη δημοσίου κτήματος, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου ένατου (9) του Ν. 4411/2016 (ΦΕΚ Α’ 142/03.08.2016), 2 και 14 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (3.8.2016), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση (παρ. 2 εδ. α του ως άνω νόμου). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε μαζί με την στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία. Τούτο διότι αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμείνει η χρηματική ποινή, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη αυτής και δεν θα προβλεπόταν γενικώς η αρχειοθέτηση της δικογραφίας και γι’ αυτήν. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 και 3304/2005. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του Π.Κ. καθιερωμένη αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν προσμετρηθεί στη "συνολική ποινή", αναφέρονται στις επιμέρους ποινές, έστω και αν έχουν προσμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχείο Η’ του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει όταν το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Υπέρβαση εξουσίας που εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει και όταν το δικαστήριο, καίτοι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση και όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ποινικής υποθέσεως λόγω παραγραφής της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτήν, προχώρησε στην ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως και καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Οι αναιρεσείοντες με την υπ’ αριθμό 6950/17-2-2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν για την πράξη της από κοινού μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας σε φυλάκιση ενός (1) έτους ο καθένας και για την πράξη της από κοινού κατάληψης δημοσίου κτήματος σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ ο καθένας και καθορίστηκε κατά συγχώνευση των ποινών φυλακίσεως που τους επιβλήθηκαν συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και τριών (3) μηνών για τον καθένα, η οποία συνολική ποινή ανεστάλη για αμφοτέρους επί τριετία. Οι ποινές αυτές που επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες, ούτε είχαν εκτιθεί μέχρι την 3η Αυγούστου 2016, ημερομηνία που, όπως προαναφέρθηκε, άρχισε να ισχύει ο Ν. 4411/2016. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως τις με αριθμούς εκθέσεων …2015 και …2015 εφέσεις τους, οι οποίες εκδικάσθηκαν μετά την ισχύ του Ν. 4411/2016 και συγκεκριμένα στις 7-10-2016 και επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 5588/7-10-2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτές οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, εκδικάστηκαν κατ’ έφεση αμφότερες οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες πρωτοδίκως και καταδικάστηκαν γι’ αυτές οι αναιρεσείοντες στις ίδιες ποινές φυλακίσεως που τους είχαν επιβληθεί και πρωτοδίκως. Έτσι όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την αξιόποινη πράξη της καταλήψεως δημοσίου κτήματος για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ, για την οποία όφειλε κατά το νόμο και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων ένατου του Ν. 4411/2016, 2 και 14 και 94 παρ. 3 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ. να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως και να διαβιβάσει την πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτήν στον Εισαγγελέα Εφετών για να την θέσει στο αρχείο, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού επιλήφθηκε της εκδικάσεως των εφέσεων και της υποθέσεως και για την πράξη της κατάληψης δημοσίου κτήματος για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών που είχε με βάση τις ευμενέστερες διατάξεις του Ν. 4411/2016 παραγραφεί υπό όρο και θα έπρεπε κατά το νόμο να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση των εφέσεων ως προς αυτή.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος και συγκεκριμένα να αναιρεθεί κατά το μέρος που δέχθηκε την έφεση και κήρυξε ενόχους αμφότερους τους αναιρεσείοντες για την πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος, ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος σε αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες και ως προς την συνολική ποινή που καθορίστηκε κατά συγχώνευση σε αμφοτέρους του αναιρεσείοντες και να παραπεμφθεί η υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων των συνεκδικαζομένων αναιρέσεων κατά το μέρος που αφορούν την ως άνω αξιόποινη πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος. Περαιτέρω, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της από κοινού αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας για την οποία κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους ο καθένας, η οποία ανεστάλη γι’ αμφοτέρους επί τριετία, λεκτέα τα εξής: Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 29 του Ν. 2971/2001 "όποιος χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόμου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την παραλία, τη θάλασσα, τον πυθμένα, τη ζώνη λιμένα, τη μεγάλη λίμνη, πλεύσιμο ποταμό, όχθη ή παρόχθια ζώνη μεγάλης λίμνης ή πλευσίμου ποταμού οποιαδήποτε μεταβολή με την κατασκευή, τροποποίηση ή καταστροφή έργων του εδάφους ή του πυθμένα με τη λήψη χώματος λίθων ή άμμου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ανεξάρτητα αν με τον τρόπο αυτό επήλθε ζημία σε οποιονδήποτε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ...". Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ιδίου νόμου "Αιγιαλός" είναι η ζώνη της ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της, κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου "Παραλία" είναι η ζώνη της ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα. Κατά τα οριζόμενα περαιτέρω στο άρθρο 2 παρ.1 του ίδιου νόμου ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται. Εξάλλου κατά τα άρθρα 3, 4 και 5 του ίδιου νόμου ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου επιτροπή, ενώ στο άρθρο 7 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι η ίδια ως άνω επιτροπή ταυτόχρονα με τον προσδιορισμό και τη χάραξη του αιγιαλού προσδιορίζει και την παραλία εφόσον κρίνεται απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της παρ. 2 του άρθρου 1. Για την στοιχειοθέτηση της οριζόμενης στο άρθρο 29 του Ν. 2971/2001 αξιοποίνου πράξεως της αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας δεν απαιτείται ως αναγκαία προϋπόθεση ο προηγούμενος καθορισμός του αιγιαλού από την παραπάνω επιτροπή (ή αν είχε γίνει τέτοιος προσδιορισμός πριν την έναρξη εφαρμογής του άνω νόμου, από την επιτροπή του άρθρου 10 του Α.Ν.1540/1938), διότι η ιδιότητα του αιγιαλού δεν δημιουργείται με την έκθεση της επιτροπής αυτής, αλλά υπάρχει με βάση τα φυσικά δεδομένα, ήτοι από τις μέγιστες, πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας, όταν δεν υπάρχει τέτοιος καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, μπορεί να καθορίσει παρεμπιπτόντως τα όρια του αιγιαλού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του αιγιαλού. Προκειμένου όμως περί των ορίων της παραλίας απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία καθορισμού αυτών με έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, που περατώνεται με την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία επικυρώνει την έκθεση της προαναφερθείσας επιτροπής μετά του σχετικού διαγράμματος, που επίσης δημοσιεύονται, οπότε και μόνον από τη δημοσίευση αυτή θεωρείται "οριστικώς καθορισθείσα η παραλία", ενώ ήδη η ανωτέρω αρμοδιότητα του Υπουργού των Οικονομικών, όπως και η αντίστοιχη της επικυρώσεως της εκθέσεως της προαναφερθείσας επιτροπής περί του καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας, μεταβιβάσθηκε στους οικείους Νομάρχες. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που το σκεπτικό εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου προσθέτου αποτελέσματος. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 5588/2016 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, αφού έλαβε υπόψη του και εκτίμησε τα κατ’ είδος αναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες αξιόποινη πράξη της από κοινού αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας: "Στις 23-6-2009 οι κατηγορούμενοι, ως εκπρόσωποι και διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... και Σία Ο.Ε.", στον ..., στην ..., όπου η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία εκμεταλλεύεται το ευρισκόμενο σε κοινόχρηστο τμήμα αιγιαλού αναψυκτήριο με την επωνυμία "...", κατόπιν παραχώρησης της χρήσης αυτού από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", από κοινού ενεργούντες και με κοινό δόλο, επέφεραν, χωρίς άδεια, μεταβολή στον αιγιαλό και στην παραλία, τα όρια των οποίων είχαν καθορισθεί με τις υπ’ αριθμ. 600143/27-2-1979 και 1235/6-4-1994 αποφάσεις του Νομάρχη Πειραιώς (ΦΕΚ 193Δ/29-3-1979 και ΦΕΚ 374Δ/19-4-1994). Ειδικότερα κατασκεύασαν, χωρίς άδεια, εντός των ορίων του αιγιαλού κλειστή ξύλινη κατασκευή, εμβαδού 1,20 τ.μ. και εντός των ορίων της παραλίας: α) Ξύλινα δάπεδα εμβαδού 23 τ.μ., β) επιφάνεια από σκυρόδεμα εμβαδού 2 τ.μ., γ) κάγκελο μήκους 21 μ., δ) διαφημιστική πινακίδα και ε) δύο (2) κολωνάκια, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τον αιγιαλό και την παραλία, ενώ γνώριζαν ότι τούτο απαγορεύεται. ...". Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους του ότι: "Στο Δήμο ... στην ... στη θέση "...", στις 23-6-2009, από κοινού ενεργούντες και με κοινό δόλο, ... με πρόθεση επέφεραν, χωρίς άδεια, μεταβολή επί του αιγιαλού και της παραλίας, με την κατασκευή έργων ενώ αυτό απαγορεύεται, γεγονός που γνώριζαν. Συγκεκριμένα ως διαχειριστές και εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... και Σία Ο.Ε.", η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην ανωτέρω θέση κέντρο με την επωνυμία "...", κατασκεύασαν επί του αιγιαλού κλειστή ξύλινη κατασκευή, εμβαδού 1,20 τ.μ. και επί της παραλίας α) ξύλινα δάπεδα εμβαδού 23 τ.μ., β) επιφάνεια από σκυρόδεμα εμβαδού 2 τ.μ., γ) κάγκελο μήκους 21 μ., δ) διαφημιστική πινακίδα και ε) δύο (2) κολωνάκια, χωρίς προς τούτο να έχουν εφοδιασθεί με την απαιτούμενη άδεια από την αρμόδια αρχή, ενώ αυτό απαγορεύεται, γεγονός που το γνώριζαν". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της από κοινού αυθαίρετης, χωρίς άδεια, μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1, 45 του Π.Κ., 1 παρ. 1 και 2 και 29 παρ. 1 του Ν. 2971/2001, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν και το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, καθώς επίσης και οι αποφάσεις του Νομάρχη Πειραιά που καθόρισαν τα όρια του αιγιαλού και της παραλίας και τα ΦΕΚ στα οποία δημοσιεύθηκαν αυτές. Ακόμη, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας για τις μερικότερες πράξεις μεταβολής του αιγιαλού για τις οποίες είχαν αθωωθεί προγενέστερα με την υπ’ αριθμ. 24896/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον τους για τις πράξεις αυτές που είχαν αθωωθεί προγενέστερα, κηρύσσοντας τους ενόχους μόνον για όσες πράξεις δεν υπήρχε εκκρεμοδικία από την προηγούμενη ως άνω αθωωτική απόφαση. Τέλος, το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του με σαφήνεια δέχθηκε ως χρόνο τελέσεως από μέρους των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της αξιόποινης πράξεως της από κοινού αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας την 23 Ιουνίου 2009 και ανεξάρτητα από το ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι προβλήθηκε ισχυρισμός περί παραγραφής της πράξεως αυτής, σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, το σχετικό με αριθμ. ... κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους στις 9-10-2012, δηλαδή εντός της πενταετίας από του ως άνω χρόνου τελέσεως από μέρους τους της πλημμεληματικής πράξεως της μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας, με συνέπεια να επέλθει η τριετής αναστολή της παραγραφής της με την επίδοσή του και ως εκ τούτου, μέχρι και την 7η Οκτωβρίου 2016 που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία και δεν είχε επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεώς τους με παραγραφή.
Συνεπώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της από κοινού αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας για την οποία κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , Ε’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι των κρινόμενων αναιρέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, οι κρινόμενες αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν κατά το μέρος που αφορούν την ως άνω αξιόποινη πράξη της από κοινού αυθαίρετης μεταβολής του αιγιαλού και της παραλίας.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές μόνον κατά ένα μέρος η κρινόμενες αναιρέσεις, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για την πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος, την επιβολή ποινής γι’ αυτήν και τον καθορισμό συνολικής ποινής και να διαβιβασθεί η υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για τις δικές του νόμιμες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του ένατου άρθρου του Ν. 4411/2016.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται κατά ένα μέρος τις συνεκδικαζόμενες από 24-3-2017 και με αριθμούς εκθέσεως ...2017 αιτήσεις αναίρεσεως των κατηγορουμένων Β. Σ. του Β. και Ε. Χ. του Θ., αντίστοιχα.
Αναιρεί την 5588/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά τις διατάξεις της που αφορούν την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για την πράξη της από κοινού αυτογνωμόνου καταλήψεως δημοσίου κτήματος, την επιβολή ποινής γι’ αυτήν και τον καθορισμό συνολικής ποινής.
Διατάσσει να διαβιβασθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών για τις δικές του, κατά τις διατάξεις του ένατου άρθρου του Ν. 4411/2016, νόμιμες ενέργειες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μεταβολή αιγιαλού και παραλίας και κατάληψη δημοσίου κτήματος. Παραγραφή υπό όρο της ποινής που επιβλήθηκε για την κατάληψη δημοσίου κτήματος με βάση το Ν. 4411/2016 πριν από τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Υπέρβαση εξουσίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως προς το έγκλημα της κατάληψης δημοσίου κτήματος, αφού αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως και ya-διαβιβάσει την απόφαση ως προς το έγκλημα αυτό για να τεθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών στο αρχείο λόγω παραγραφής υπό όρο της ποινής που επιβλήθηκε γΓάυ'τό, προχώρησε σε εκδίκαση της υποθέσεως και για το έγκλημα αυτό και καταδίκασε και γι' αυτό τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους. Όσον αφορά το έγκλημα της μεταβολής αιγιαλού και παραλίας, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν στερείται νομίμου βάσεως και η αναίρεση ως'προς το έγκλημα αυτό είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Δέχεται εν μέρει τις αναιρέσεις για το έγκλημα της κατάληψης δημοσίου κτήματος. Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το έγκλημα της κατάληψης δημοσίου κτήματος και την ποινή που επιβλήθηκε γΓ αυτό καθώς και ως προς τον καθορισμό συνολικής ποινής. Διατάσσει την διαβίβαση της πρωτόδικης αποφάσεως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για να τεθεί στο αρχείο κατά το μέρος που κηρύσσει ενόχους και καταδικάζει τους αναιρεσείοντες για την πράξη της κατάληψης δημοσίου κτήματος. | Αιτιολογία | Αναίρεση μερική, Αιγιαλός, Αιτιολογία. | 0 |
Αριθμός 1081/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χριστίνα Βούρβαχη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 6398/2016 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως Οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου του ως άνω νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτόν με σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ.1 Οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον Ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο ο οποίος έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Με το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005 αρχικά οριζόταν ότι για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες (2000) ευρώ και μετά την αντικατάσταση του άνω άρθρου 33 με το άρθρο 4 της από 16-9-2009 Π.Ν.Π., η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του Ν. 3814/2010 οριζόταν ότι για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, να υπερβαίνει συνολικώς τα πέντε χιλιάδες (5000) ευρώ. Στη συνέχεια με το άρθρο 30 του Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010) αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005 και ορίσθηκε ότι για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Στο άρθρο 18 του Ν. 2434/1996 "Μέτρα για την απασχόληση. Καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ." ορίζεται ότι οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλην των εισφορών των τριών τελευταίων μηνών που είναι απαιτητές κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μαζί με τα αναλογούντα σε αυτές πρόσθετα τέλη, υπολογιζόμενα μέχρι το τέλος του μήνα της δημοσίευσης του νόμου αυτού, καθώς και με τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη, τόκους, λοιπές προσαυξήσεις ή επιβαρύνσεις, δικαστικά έξοδα, έξοδα και δικαιώματα εκτέλεσης κ.λπ., κεφαλαιοποιούνται, διακανονίζονται και εξοφλούνται είτε εφάπαξ είτε με δόσεις άτοκες ως κατωτέρω ορίζεται στις παραγράφους 1-10, ενώ στην παράγραφο 11 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού ορίζεται ότι για όσο διάστημα οι εργοδότες τηρούν τους όρους του διακανονισμού: α)Αναστέλλεται η διαδικασία λήψης αναγκαστικών μέτρων, ενώ διατηρούνται οι κατασχέσεις και υποθήκες που έχουν επιβληθεί. β)Αναστέλλεται η ποινική δίωξη για παράβαση του Α.Ν. 86/1967, εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης και αναβάλλεται η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής ή διακόπτεται η αρξάμενη εκτέλεση αυτής, η οποία τελικά εξαλείφεται σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως .... Επίσης κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.11 του Ν. 1902/1990, αν ως την προηγουμένη ημέρα εκδικάσεως της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό αποδειχθεί από εξοφλητική απόδειξη ή άλλο έγγραφο του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού ότι καταβλήθηκαν, αποδόθηκαν ή διαγράφηκαν οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εισφορές, οι σχετικές υποθέσεις αποσύρονται από τη δικάσιμο και τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα. Οι οικείοι ασφαλιστικοί οργανισμοί υποχρεούνται να ενημερώνουν αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα για την καταβολή απόδοση ή διαγραφή ολόκληρης της οφειλής ή ότι ο μηνυθείς δεν είναι υπεύθυνος. Ακόμη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ως άνω Α.Ν. 86/1967, όπως αναριθμήθηκε και προστέθηκε εκ νέου ως άρθρο 2 με το άρθρο 20 του Ν. 2721/1999, το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος εξόφλησε πλήρως τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης. Σε περίπτωση εξόφλησης και εφόσον δεν έχει επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, οι δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, η οποία εγκρίνεται από τον Εισαγγελέα Εφετών. Από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της από 16-9-2009 Π.Ν.Π. και του Ν. 3904/2010, προκύπτει ότι το όριο των 2.000 ευρώ όπως αυξήθηκε εν συνεχεία σε 5.000 ευρώ και τέλος σε 20.000 ευρώ για τις εργοδοτικές και σε 10.000 ευρώ για τις εργατικές εισφορές αναφέρεται στο συνολικό ποσό των κατά περίπτωση εισφορών (εργοδοτικών ή εργατικών), αφού πρόκειται για δύο αυτοτελή εγκλήματα η αντικειμενική υπόσταση των οποίων συγκροτείται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και ότι αν το συνολικώς οφειλόμενο ποσό ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερο των ορίων που διαμορφώθηκαν ως άνω διαφοροποιημένα για τις εργοδοτικές και τις εργατικές με το άρθρο 30 του Ν. 3904/2010, δεν θεμελιώνεται αξιόποινη πράξη μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών ή παρακρατήσεως εργατικών εισφορών. Ακόμη, η εν λόγω διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγουμένως ισχύουσα, αφού απαιτεί επιπρόσθετα η οφειλή να υπερβαίνει τα ποσά των 20.000 ευρώ για τις εργοδοτικές και των 10.000 ευρώ για τις εργατικές εισφορές και επομένως ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ. εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ στις 23-12-2010 του Ν. 3904/2010, ενώ προκύπτει ακόμη ότι το συνολικό ποσό της οφειλής για εργοδοτικές εισφορές και το συνολικό ποσό της οφειλής για εργατικές εισφορές για να θεωρηθεί ότι δεν θεμελιώνεται αξιόποινη πράξη μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών ή παρακρατήσεως εργατικών εισφορών προσδιορίζεται από το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο υπόχρεος καθυστερεί την καταβολή των εισφορών και όχι από το ύψος της κατά μήνα οφειλής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Π.Κ. "αν περισσότερες από μια πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το Δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος, που επαναλαμβάνονται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το Δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμιά από τις μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της. 0 χρόνος δε τελέσεως εκάστης των μερικότερων πράξεων αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ., πραγματικό περιστατικό και για το λόγο αυτόν υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει χρόνο τελέσεως εκάστης εξ’ αυτών διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, μόνον εάν η μεταβολή αυτή δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξεως ή δεν αποκλείει την παραγραφή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνον όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες από τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κ.λπ.. Ακόμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος μάλιστα, αν κριθεί έστω και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος, λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη ακόμη και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαπιστώνοντας δε τη συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β’ του Κ.Ποιν,Δ.. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν,Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ειδική αυτή αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά για όλες τις αποφάσεις του δικαστηρίου ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν αφορούν σε αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση του καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν,Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 6398/2016 ανέκκλητη απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ και τον καταδίκασε, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ του Π.Κ., σε ποινή φυλακίσεως δύο μηνών για κάθε κατ’ εξακολούθηση πράξη και σε συνολική ποινή κατά συγχώνευση (2+1) 3 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε, επί λέξει, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας που εξετάσθηκε ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΕΠΕ" (...) που εδρεύει στη … και έχει ως αντικείμενο εργασιών την καθαριότητα - φύλαξη, αν και απασχόλησε στη συγκεκριμένη επιχείρηση το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2008 έως και τον Ιούνιο του 2009 προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε δε για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εργοδοτικές και εργατικές εισφορές συνολικού ποσού 61.612,32 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, με πρόθεση δεν το έπραξε αυτό και προς τούτο συντάχθηκε η με αριθμό Α... συνολικού ποσού εισφορών 61.612,32 ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, στη Λάρισα και στον ανωτέρω χρόνο: 1 Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών την ανωτέρω ετερόρρυθμη εταιρία (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 41.074,88 ευρώ δεν κατέβαλε αυτές στο ΙΚΑ μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων στην ανωτέρω εταιρία περιορισμένης ευθύνης (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 20.547,44 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στο ΙΚΑ, δεν τις κατέβαλε σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’ αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Μετά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του, ο κατηγορούμενος επιχείρησε έμπρακτα να μειώσει τις συνέπειες τους, καθώς προέβη, δυνάμει του άρθρου 48 του Ν. 3943/2011 και του Ν. 4019/2011, σε ρύθμιση (στοιχεία ρύθμισης ...-6-2011) και σταδιακή αποπληρωμή μεγάλου μέρους των παραπάνω εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, και για το λόγο αυτό με τις υπ’ αριθμ. 5667/16-9-2011, 2185/11-4-2014, 3127/25-7-2014 και 2989/29-5-2015 αποφάσεις του Δικαστηρίου ανεστάλη η σε βάρος του ασκηθείσα επίδικη ποινική δίωξη. Κατόπιν τούτων, οι ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές της εταιρίας "... ΕΠΕ" που εκπροσωπούσε προς το ΙΚΑ να ανέρχονται πλέον στο συνολικό ποσό των 5.611,56 ευρώ, εκ των οποίων το επιμέρους ποσό των 3.741,04 ευρώ αφορά εργοδοτικές εισφορές και το υπόλοιπο ποσό των 1.870,52 ευρώ αφορά παρακρατηθείσες εργατικές εισφορές για εργασία των εργαζομένων που παρασχέθηκε στην ανωτέρω επιχείρηση τον 12° μήνα του έτους 2008 και έπρεπε να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2009. Ενόψει τούτων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, καθώς η μερική εξόφληση των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών μετά την άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης δεν εξαλείφει το αξιόποινο, αλλά αποτελεί λόγο αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ του Ποινικού Κώδικα". Ακολούθως, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη Λάρισα, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΕΠΕ" (...) που εδρεύει στη Λάρισα και έχει ως αντικείμενο εργασιών την καθαριότητα - φύλαξη, αν και απασχόλησε στη συγκεκριμένη επιχείρηση το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2008 έως και τον Ιούνιο του 2009 προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε δε για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εργοδοτικές και εργατικές εισφορές συνολικού ποσού 61.612,32 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, με πρόθεση δεν το έπραξε αυτό και προς τούτο συντάχθηκε η με αριθμό Α... συνολικού ποσού εισφορών 61.612,32 ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, στη Λάρισα και στον ανωτέρω χρόνο: 1 Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών την ανωτέρω ετερόρρυθμη εταιρία (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 41.074,88 ευρώ δεν κατέβαλε αυτές στο ΙΚΑ μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων στην ανωτέρω εταιρία περιορισμένης ευθύνης (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 20.547,44ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στο ΙΚΑ, δεν τις κατέβαλε σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γΓ αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Μετά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του, ο κατηγορούμενος επιχείρησε έμπρακτα να μειώσει τις συνέπειες τους, καθώς προέβη, δυνάμει του άρθρου 48 του Ν. 3943/2011 και του Ν. 4019/2011 σε ρύθμιση (στοιχεία ρύθμισης ...-6-2011) και σταδιακή αποπληρωμή μεγάλου μέρους των παραπάνω εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, με συνέπεια οι ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές της εταιρίας "... ΕΠΕ" που εκπροσωπούσε προς το ΙΚΑ να ανέρχονται πλέον στο συνολικό ποσό των 5.611,56 ευρώ, εκ των οποίων το επιμέρους ποσό των 3.741,04 ευρώ αφορά εργοδοτικές εισφορές και το υπόλοιπο ποσό των 1.870,52 ευρώ αφορά παρακρατηθείσες εργατικές εισφορές για εργασία των εργαζομένων που παρασχέθηκε στην ανωτέρω επιχείρηση τον 12° μήνα του έτους 2008 και έπρεπε να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2009. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση της παραγράφου 2 εδαφίου δ’ του άρθρου 84 ΠΚ, καθώς δέχεται ότι, ο κατηγορούμενος έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επεδίωξε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, όχι μόνον παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 του Α.Ν. 86/1967, 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον Ν. 2113/1952, 98, 111, 112 και 113 του Π.Κ., αφού οι μερικότερες πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών που αφορούσαν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2008 και οι οποίες κατά το νόμο είχαν τελεσθεί με παράλειψη στις 1-8-2008, στις 1-9-2008, στις 1-10-2008, στις 1-11-2008 και στις 1-12-2008 αντίστοιχα, είχαν υποπέσει λόγω παρόδου οκταετίας από της τελέσεώς τους σε παραγραφή και είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο τους όταν εκδικαζόταν στο δικαστήριο της ουσίας στις 14-12-2016 η υπόθεση και θα έπρεπε ως προς αυτές να είχε παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος, αλλά στέρησε και την προσβαλλόμενη απόφασή του από την απαιτούμενη κατά το σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη του για την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του όλα τα r έγγραφα που αναγνώστηκαν και τούτο διότι δεν αναφέρεται στο προοίμιο του σκεπτικού της ότι έλαβε υπόψη το δικαστήριο και έγγραφα και ούτε προκύπτει από το όλο σκεπτικό και διατακτικό της ότι έλαβε υπόψη της τις αναγνωσθείσες από 2-5-2012 και 8-5-2013 βεβαιώσεις ΠΕΕ σε ρύθμιση του ΙΚΑ.
Επομένως, ενόψει τούτων, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι και συνακόλουθα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τους λόγους αυτούς. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι μερικότερες πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών που αφορούν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2008 και κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2009, οι οποίες έχουν τελεσθεί κατά το νόμο με παράλειψη στις 1-8-2008, στις 1-9-2008, στις 1- 10-2008, στις 1-11-2008 και στις 1-12-2008, στις 1-1-2009, στις 1-2-2009, στις 1-3-2009, στις 1-4-2009 και στις 1-5-2009 αντίστοιχα, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους, έχουν παραγραφεί, καθόσον συμπληρώθηκε οκταετία από τον χρόνο τελέσεώς τους μέχρι και την 25/5/2017 (χρόνο διασκέψεως προς έκδοση της παρούσας απόφασης), γι’ αυτό και πρέπει να παύσει οριστικά η εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για τις μερικότερες αυτές πράξεις, λόγω παραγραφής. Για τις μη παραγραφείσες όμως μερικότερες πράξεις που αφορούν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2009, οι οποίες έχουν τελεσθεί κατά το νόμο με παράλειψη στις 1-6-2009, στις 1-7-2009 και στις 1-8-2009 αντίστοιχα, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 6398/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Ε. Τ. του Δ. και της Ε. για τις μερικότερες πράξεις των κατ’ εξακολούθηση πράξεων της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ που αφορούν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2008 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2009. Και
Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση, δηλαδή για τις μερικότερες πράξεις των κατ’ εξακολούθηση πράξεων της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ που αφορούν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάϊο και Ιούνιο του έτους 2009, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αλλά και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη. Δέχεται αναίρεση ΠΟΠΔ για όσες μερικότερες πράξεις παραγράφηκαν. Παραπάμπει για νέα εκδίκαση για όσες πράξεις δεν παραγράφηκαν. | Αιτιολογίας επάρκεια | Αιτιολογίας επάρκεια, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. | 0 |
Αριθμός 977/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνη Σιταρά.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1)Β. Μ. και 2)Ε. Π. Εισαγγελείς Πρωτοδικών Πειραιά. Και εγκαλούντα τον Σ. Π. του Α..
Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 1 Ιουνίου 2016 και με αριθ...., που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη με αριθμό ...10-10-2016 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιόν Σας, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 ΚΠΔ, την με αριθμό πρωτ. ...1.6.2016 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς με την οποία ζητεί την παραπομπή της έγκλησης του Σ. Π. του Α., κατά των Εισαγγελικών Λειτουργών Ε. Π. και Β. Μ., από το αρμόδιο Πρωτοδικείο Πειραιώς, σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, και εκθέτω τα ακόλουθα : Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136§ ε Κ.Π.Δ. " το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., διατάσσει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, όταν, μεταξύ των άλλων λόγων συντρέχει και η περίπτωση του εδαφίου ε’ , κατά την οποία, ο εγκαλών ή ο ζημιούμενος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 Κ.ΠΔ. Δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137§ 1 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, ενώ στις περιπτώσεις του άρθρου 136 στοιχ. γ’ και δ’ Κ.Π.Δ. μόνο ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης. Για την παραπομπή αποφασίζει α)... β).... γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι δικαιολογητικοί λόγοι της παραπομπής στην περίπτωση του εδαφίου ε’ του άρθρου 136 Κ.Π.Δ., είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και του αποκλεισμού της υπόνοιας μεροληψίας αυτού λόγω της συνυπηρέτησης του με τα αναφερόμενα στη διάταξη πρόσωπα. Από την εννοιολογική παράθεση του άρθρου 136 εδ ε’ Κ.Π.Δ. Προς τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ. στα οποία ρητώς αναφέρεται, συνάγεται ότι ο κανονισμός της αρμοδιότητας κατά παραπομπή δεν περιορίζεται μόνο στην εκδίκαση της υπόθεσης, αφού επεκτείνεται και στην άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά και της προκαταρκτικής ακόμη εξέτασης, αφού και στις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος της εξασφάλισης του ανεπηρέαστου και αδιάβλητου των δικαστικών αποφάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση οι μηνυόμενοι είναι Εισαγγελικοί Λειτουργοί και υπηρετούν με το βαθμό Εισαγγελέων Πρωτοδικών στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς (βλ. την από 26.4.2016 βεβαίωση Υπουργείου Δικαιοσύνης). Συνεπώς οι προϋποθέσεις της κατά παραπομπή αρμοδιότητας από τον Άρειο Πάγο υφίστανται, ώστε αντί της κατ’ αρχήν αρμοδίας Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς να παραπεμφθεί η υπόθεση σε άλλη Εισαγγελία, επειδή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλη Εισαγγελία πλην της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, δηλ. του κατά τόπου αρμοδίου Δικαστηρίου κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, στο οποίο υπηρετούν οι εγκαλούμενες. III. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και να παραπεμφθεί η αίτηση-έγκληση του Σ. Π. του Α. σε βάρος των προαναφερθεισών Εισαγγελικών Λειτουργών από τις αρμόδιες Εισαγγελικές και Ανακριτικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την δικαστική της περαίωση. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η με αριθμό πρωτ. ...1.6.2016 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και 2) Να παραπεμφθεί η από 6.10.2014 αίτηση του Σ. Π. του Α. κατά των Εισαγγελικών Λειτουργών Ε. Π. και Β. Μ., στις αρμόδιες Εισαγγελικές, Δικαστικές και Ανακριτικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τη δικαστική της περαίωση. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ακριτίδης"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που δικάζει σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε’ και 137 παρ. 1 γ του Κ.Ποιν.Δ., η από 1-6-2016 και με αριθμό πρωτ. ... αίτηση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρο 137 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα), με την οποία ζητεί την παραπομπή της επέχουσας θέση μηνύσεως από 2-10-2014 καταγγελίας - αναφοράς του Σ. Π. του Α., που αφορά μεταξύ άλλων μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού και τις εισαγγελικές λειτουργούς Ε. Π. και Β. Μ., Εισαγγελείς Πρωτοδικών, οι οποίες υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, που υποβλήθηκε και εκκρεμεί στις εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και για την οποία σχηματίστηκε η με Α.Β.Μ. ... ποινική δικογραφία, σε εισαγγελικές αρχές άλλου ισόβαθμου και ομοειδούς δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του Κ.Ποιν.Δ. δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας, αλλά και σε εκείνο της προδικασίας και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ του Κ.Ποιν.Δ., αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της από 2-10-2014 έγγραφης καταγγελίας - αναφοράς του Σ. Π. του Α. προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρωτοκολλήθηκε ως εισερχόμενο έγγραφο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού στις 6-10-2014 με αριθμό ..., κατά των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, στα οποία περιλαμβάνονται και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών Πειραιώς Ε. Π. και Β. Μ., για παράβαση καθήκοντος, η οποία επέχει θέση μηνύσεως, σχηματίστηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς η με Α.Β.Μ. ... ποινική δικογραφία για την αναφερόμενη στην ως άνω καταγγελία - αναφορά αξιόποινη πράξη. Ενόψει όμως του ότι η ως άνω καταγγελλόμενες - μηνυόμενες εισαγγελικές λειτουργοί υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, όπως τούτο βεβαιώνεται με το υπ’ αριθμ. πρωτ. .../26-4-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων και του ότι δεν υφίσταται δυνατότητα για την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία που να ανήκει στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, δεδομένου ότι μόνον το Πρωτοδικείο Πειραιώς υπάγεται στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο (άρθρα 136 εδ. ε και 137 παρ. 1 στοιχ. γ του Κ.Ποιν.Δ.) και πρέπει να παραπεμφεί η ως άνω υπόθεση από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς (πρβλ. άρθρ. 116 παρ. 6 Κ.Ποιν.Δ.) στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει την υπόθεση που αναφέρεται στην από 1-6-2016 και με αριθμό πρωτ. ... αίτηση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και αφορά την από 2-10-2014 έγγραφη καταγγελία - αναφορά του Σ. Π. του Α. κατά των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών Πειραιώς Ε. Π. και Β. Μ., για παράβαση καθήκοντος, η οποία επέχει θέση μηνύσεως και για την οποία σχηματίστηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς η με Α.Β.Μ. ... ποινική δικογραφία, από τις κατά τόπον αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Αρμοδιότητα κατά παραπομπή λόγω υποβολής μηνυτήριας αναφοράς κατά εισαγγελικών λειτουργών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Πειραιά. | Αρμοδιότητα | Αρμοδιότητα. | 0 |
Αριθμός 930/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα και Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Π. Π. του Β., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 1516/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου με αριθμό ...-2-2017, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθ. ...-1-2017 αίτηση αναίρεσης του Π. Π. του Β., κατοίκου ... Αττικής (που ασκήθηκε εμπροθέσμως από τον ίδιο), κατά του υπ’ αριθ. 1516/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η υπ’ αριθ. 53/2016 έφεση του κατά του υπ’ αριθ. 1090/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Με τη διάταξη του άρθρου 34 στοιχ. γ’ του Ν. 3904/2010, καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 482 Κ.Π.Δ., που επέτρεπε στους διαδίκους και ειδικότερα στον κατηγορούμενο να ζητήσουν την αναίρεση βουλεύματος. Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ., όπως αυτή αντικ. από το άρθρο 38 Ν. 3160/2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή την 30/6/2003 "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναίρεσης από τους διαδίκους κατά του βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεση τους κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο εκτός των άλλων και όταν ασκήθηκε εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών με το υπ’ αριθ. 1516/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής ένταξης σε εγκληματική οργάνωση κ.λ.π. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος άσκησε την υπ’ αριθ. 53/2016 έφεση του, η οποία όμως απορρίφθηκε κατ’ ουσία με το υπ’ αριθ. 1516/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπεται από το νόμο. Κατ’ ακολουθίαν, η αίτηση αναίρεσης αυτή, αφού ακουσθούν οι διάδικοι, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 3 - 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να απορριφθεί η υπ’ αριθ. ...-1-2017 αίτηση αναίρεσης του Π. Π. του Β., κατοίκου ... Αττικής κατά του αριθ. 1516/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και II) Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο ίδιος ο αναιρεσείων,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Ποιν.Δ. με το άρθρο 34 στοιχ. γ’ του Ν. 3904/23-12-2010, δεν χορηγείται πλέον στον κατηγορούμενο δικαίωμα αναιρέσεως εναντίον οιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και παραπεμπτικού, του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή των εφετών. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ακόμη και αυτού που αποφαίνεται για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 52/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου εξασφαλίζεται πλήρως, αφού παρέχεται σ’ αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να υποβάλει τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του ως προς όσα δέχθηκε το βούλευμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο" και κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ. "αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476 το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη ...". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την κρινόμενη αναίρεση του, προσβάλλει και ζητεί την αναίρεση του 1516/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που απέρριψε την έφεσή του κατά του 1090/2016 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το τελευταίο. Ενόψει λοιπόν του ότι το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν υπόκειται σε αναίρεση από μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα υπό του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος εναντίον του οποίου δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από μέρους του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, μετά και την εμπρόθεσμη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος για να εμφανισθεί στο Συμβούλιο αυτό και να εκθέσει τις απόψεις του, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της γραμματέως επί του φακέλου της δικογραφίας και την μη εμφάνισή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-1-2017 αίτηση αναιρέσεως του Π. Π. του Β. και της Ε., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 10-1-2017, για αναίρεση του 1516/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου ως απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος, το οποίο, μετά το άρθρο 34 περ. γ του Ν3904/2010 και την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Ποιν.Δ, δεν προσβάλλεται με αναίρεση από τον κατηγορούμενο. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 929/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Β. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μάρκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1932/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Κορίνθου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί το έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο πλημμέλημα της απάτης. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1932/2016 απόφασή του, κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ένοχο απάτης και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, κατά πλειοψηφία, επί λέξει, τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που νόμιμα δόθηκαν στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, την απολογία της κατηγορούμενης και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχτηκε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας (2-1) ότι η κατηγορουμένη διέπραξε την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτής. Ειδικότερα, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, αποδείχτηκε ότι η κατηγορούμενη, στις 12-5-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη, κατά τον ως άνω χρόνο, στο ... Κορινθίας, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, εν γνώσει παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής VW, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι η ίδια (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί του τιμήματος των 7.000 ευρώ, αν και γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νομική δυνατότητα να πωλήσει μεταχειρισμένο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Στις ψευδείς αυτές παραστάσεις προέβη τόσο η ίδια αλλά και ο αδελφός της Γ. Τ., ο οποίος ενήργησε για λογαριασμό της, κατόπιν ρητής εντολής της. Εξάλλου, η ίδια η κατηγορουμένη παραίνεσε τον εγκαλούντα να καταθέσει το ποσό της προκαταβολής για την αγορά του ως άνω αυτοκινήτου, καθησυχάζοντάς τον ότι η όποια καθυστέρηση οφείλεται στη μεγάλη ζήτηση αυτοκινήτων που παρατηρείτο την περίοδο εκείνη. Ακολούθως, ο Δ. Ζ. του Κ. πεισθείς από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις της κατηγορουμένης, κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε η κατηγορούμενη στην ... Τράπεζα της Ελλάδος, το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορούμενη αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος, εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορούμενη δεν είχε τη νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε το ποσό των 2.000 ευρώ στην κατηγορούμενη, ποσό που κατέβαλε στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχο την ίδια, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των 7.000 ευρώ, για την αγορά του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. ... Κατόπιν τούτων, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηψία 2 προς 1, μειοψηφούσης της Προέδρου η οποία έκρινε ότι πρέπει να κηρυχθεί αθώα, του ότι στο ... Κορινθίας, στις 12-05-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής WV, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί τιμήματος ύψους 7.000 ευρώ, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νόμιμη δυνατότητα πωλήσεως μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Πεισθείς ο εγκαλών Δ. Ζ. του Κ. στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε αυτή στην ... Τράπεζα της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) χρηματικό ποσό ύψους 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορουμένη αποκόμισε παράνομο οικονομικό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορουμένη δεν είχε την νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου που είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε στην κατηγορουμένη το ανωτέρω χρηματικό ποσό (2.000) ευρώ ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος (7.000) ευρώ για την αγορά του". Και με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, επί λέξει, του ότι: "Στο ... Κορινθίας, στις 12-05-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.X.E. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής WV, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί τιμήματος ύψους 7.000 ευρώ, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νόμιμη δυνατότητα πωλήσεως μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Πεισθείς ο εγκαλών Δ. Ζ. του Κ. στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε αυτή στην ... Τράπεζα της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) χρηματικό ποσό ύψους 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορουμένη αποκόμισε παράνομο οικονομικό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορουμένη δεν είχε την νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.X.E. αυτοκινήτου που είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε στην κατηγορουμένη το ανωτέρω χρηματικό ποσό (2.000) ευρώ ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος (7.000) ευρώ για την αγορά του". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτή περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ο χρόνος τελέσεως της απάτης, αφού δέχεται με σαφήνεια ότι η κατηγορουμένη προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών στις 12-5-2009, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 2 και 386 παρ. 1 του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο κατά τα ανωτέρω πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση και αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτιολογία της αποφάσεως σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, προκειμένου να έχει η καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει, πέραν των άλλων, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, το καθένα στο σύνολό του και όχι μόνο ορισμένα από αυτά ή κάποιο από αυτά αποσπασματικά. Όμως, για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί η κατ’ είδος, προεισαγωγική μνεία των κατά το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικών μέσων (π.χ. καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς την ανάγκη αναφοράς ενός εκάστου ή του περιεχομένου αυτού στις επί μέρους αιτιολογίες της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και στην καταδικαστική του απόφαση, όπως αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε και "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που νόμιμα δόθηκαν στο ακροατήριο", μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπεριλαμβανόταν και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και παθόντος Δ. Ζ. του Κ.. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα (κατάθεση μάρτυρος υπερασπίσεως και αναγνωσθέντα έγγραφα) και την ως άνω ένορκη κατάθεση του παθόντος Δ. Ζ. και ως εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2017 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως της Β. Τ. του Χ. και της Μ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 1-3-2017, για αναίρεση της 1932/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου.
Και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένης κατά απόφασης που την καταδίκασε για απάτη. Πλήρης, επαρκής και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία. Δεν στερείται νόμιμης βάσης η προσβαλλόμενη. Ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Απάτη, Έξοδα. | 0 |
Αριθμός 843/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Ρ. του Ι. κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ' αριθμ 2640/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 149/2017.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση .
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.ΠοινΔ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 22-2-2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αναιρεσείοντα του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Κ. Ζ. και από το υπό ημερομηνία 21-2-2017 αποδεικτικό επιδόσεως προς τον αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Λ. Μ. της Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Σ. Α., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 149/22-2-2017 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β' και γ' και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-1-2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Κ. Ρ. του Ι., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, για αναίρεση της 2640/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ | Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. | Έξοδα | Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα. | 0 |