text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1870/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2776/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με κατηγορούμενο τον X1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βλάχο και πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "INTERAMERICAN ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αριστομένης Τζανετής. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 45/21-12-2006 έκθεση αναιρέσεώς του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2035/2006. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α-γ ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 3346/17-6-2005 (άρθρο 16), το δικαστήριο μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης για τον λόγο αυτό να διατάξει την διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, δεν την επιτρέπουν. Ως σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστού στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, μετά το οποίον εξεδόθη αυτή, αφού είναι δυνατόν να μή κρίνει κατά τρόπον, ανεπηρέαστον. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστού αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ' αυτή εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του, δίκαια δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσεως είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 2776/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προέκυψεν ότι η εκ των μελών της παρούσης συνθέσεως Βιολέττα Κυτέα Αρεοπαγίτης, πρό της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχεν ασχοληθεί με την κατά του Χ1 κατηγορία. Ειδικότερα, κατά την δικάσιμο της 9-5-2005, το πρώτον εισήχθη η δικογραφία κατά του Χ1 για απόπειρα κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, υπό την προεδρίαν της άνω Αρεοπαγίτου, τότε προεδρευούσης Εφέτου, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και την ανάγνωση των εγγράφων, εν όψει της απουσίας του μάρτυρος ....., υπαλλήλου του ΕΚΑΒ, ανέβαλε την υπόθεση δια κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου ούτος να προσέλθει και διευκρινίσει εάν είναι πράγματι ο Χ1 που μετεφέρθη με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ εις τον Ευαγγελισμόν την 23-3-1997, διότι εις το ημερήσιο δελτίο αυτού ανεγράφετο άλλο όνομα, ο δε "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", εις το από 8-4-1997 πιστοποιητικό νοσηλείας, βεβαιώνει ότι ο ανωτέρω Χ1 την άνω ημερομηνοχρονολογία ενοσηλεύθη εκεί, εξέδωσε δε (το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) την υπ' αριθμ. 1521/2005 απόφασή του με εγκαλούσα εταιρία την "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΡΕΙΑ". Μετά ταύτα και λαμβανομένου υπ' όψη ότι είς λόγος αναιρέσεως αναφέρεται εις το από 8-4-1997 ως άνω πιστοποιητικόν και το οποίον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εκδόσαν αυτή δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε, μόνον ως προς την μεταφορά του εκεί και όχι ως προς τα τραύματα του κατηγορουμένου Χ1, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικασθεί αυτή από σύνθεση χωρίς τη συμμετοχή της ως άνω Αρεοπαγίτου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Αναβάλλει την εκδίκαση της από 21 Δεκεμβρίου 2006 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά της υπ' αριθμ. 2776/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ούτος, προκειμένου να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει η Αρεοπαγίτης Βιολέττα Κυτέα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει την εκδίκαση προκειμένου να δικαστεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ορισμένος αρεοπαγίτης. Σημαντικό αίτιο αναβολής είναι και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, εάν έχει ήδη εκφράσει γνώμη, όπως όταν έχει συμπράξει στην απόφαση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να διατυπωθεί το ακριβές ιατρικού πιστοποιητικού (νοσηλείας), στο οποίο αφορά ο λόγος αναιρέσεως
Σημαντικά αίτια
Σημαντικά αίτια, Αναβολή συζήτησης.
0
Αριθμός 1853/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 και 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία των Αντεισαγγελέων Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου και Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας), αντίστοιχα και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητούμενου Χ1,που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Παπατσώρη, κατά του με αριθμό 194/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του, αποφάσισε την εκτέλεση του από 11.9.2006 και με αριθμό ........... Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, που εκδόθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της Πράγας Τσεχίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά του βουλεύματος αυτού ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, την από 31 Ιουλίου 2007 και με αριθμό εκθέσεως 62 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν, ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Κρήτης Ευδοκίας Παπαδοπούλου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1410/2007. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση του εκζητουμένου και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν.3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης....", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο καθού το ένταλμα και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσομένης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Επομένως, η από 31.7.2007 υπό κρίση έφεση, με αριθμό εκθέσεως 62/2007, του Χ1, κατά της 194/30.7.2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ΄ αυτού εκδοθέντος ............ της 11.9.2006 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου της Πράγας Τσεχίας, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέα του ανωτέρω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν.3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ΄ αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λ.π. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεώς του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή του. Τέλος, από τη μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του αυτού νόμου, που ορίζει ότι "οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση", συνάγεται, κατ΄ αντιδιαστολήν, ότι για τις αιτήσεις εκδόσεως που παραλήφθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δηλαδή για τις εκδόσεις με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού (3251/2004). Από το περιεχόμενο και τις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, γίνεται φανερό ότι ο νόμος αυτός είναι, ως προς τις άνω διατάξεις του, ποινικός δικονομικός νόμος και όχι ουσιαστικός ποινικός νόμος, αφού αυτός δεν περιέχει διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά προβλέπει απλώς τις διαδικασίες της συλλήψεως και της, μετά από δικαστική κρίση, παραδόσεως του εκζητουμένου προσώπου στα πλαίσια της μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δικαστικής συνεργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε προφορικά στο ακροατήριο ο παραστάς συνήγορος του εκκαλούντος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφασή του, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης αποφάσισε την εκτέλεση του με αριθ. ........ της 11.9.2006 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Πράγας Τσεχίας, το οποίο βασίζεται στην απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με αρ. πρωτ. ....... από 2.2.1993 και στην απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Πράγας με αρ. πρωτ. ...... από 14.12.1994, κατά του εκκαλούντος, Χ1.Το ένταλμα αυτό περιέχει όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του Ν.3251/2005, που προαναφέρθηκε, στοιχεία, εκδόθηκε δε προκειμένου να εκτελεσθεί κατά του ανωτέρω εκκαλούντος απομένον υπόλοιπο πέντε ετών, εννέα μηνών και δύο ημερών, από συνολική ποινή στερητική της ελευθερίας οκτώ ετών, που επιβλήθηκε σ΄ αυτόν με τις ως άνω αποφάσεις για τα εγκλήματα της κλοπής, με προξενηθείσα ζημία "πάρα πολύ μεγάλη" και της απάτης με προξενηθείσα ζημία "καθόλου μικρή", τα οποία τέλεσε στην Πράγα στις 31.10.1991 το πρώτο, σε βάρος της εταιρίας ............., από την κατοχή της οποίας αφήρεσε, αφού έσπασε την πόρτα του γενικού κτιρίου της, δύο Ι.Χ. αυτοκίνητα μάρκας MERCEDES, συνολικής αξίας 9.873.790,15 τσέχικων κορωνών και στις 29.8.1991 το δεύτερο, σε βάρος του .............., από τον οποίο απέσπασε, με ψευδείς παραστάσεις, 50.000 τσέχικες κορώνες. Τα εν λόγω εγκλήματα προβλέπονται η μεν κλοπή από τα άρθρα 247/1β και 247/4, η δε απάτη από το άρθρο 250/1-2 του Τσέχικου Ποινικού Κώδικα, τιμωρούμενα με στερητική της ελευθερίας ποινή από πέντε έως δώδεκα χρόνια το πρώτο και από έξη μήνες έως τρία χρόνια το δεύτερο, οι ίδιες δε αξιόποινες αυτές πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται ως πλημμελήματα και κατά τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα (άρθρα 372, 386 ΠΚ). Ενόψει αυτών και των οριζομένων στις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν.3251/2004, το ως άνω ένταλμα εκδόθηκε συντρεχουσών των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της εκδόσεώς του, συντρέχουν δε και οι προβλεπόμενες στις ίδιες διατάξεις προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκτέλεσή του, ενώ δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ως άνω νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως η δυνατότητα να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος. Στο άρθρο 13 παρ. 1 του Ν.3251/2004 ορίζεται ότι αν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί προς το σκοπό εκτελέσεως ποινής, που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα ερήμην του εκζητουμένου και το πρόσωπο αυτό δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως, ούτε είχε ενημερωθεί κατ΄ άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμην του εκδοθείσα απόφαση, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος θα παράσχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εκζητούμενος θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικασθεί εκ νέου στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος και να παρίσταται κατά τη λήψη της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από το υπόψη ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποδεικνύεται ότι ο ήδη εκκαλών εκζητούμενος δικάστηκε μεν ερήμην κατ΄ έφεση, στις 14.12.1994 στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο της Πράγας, πλην όμως κατά τη δικάσιμο της 19.1.1994, που είχε οριστεί αρχικά για την εκδίκαση της εφέσεώς του, έγινε ακροαματική διαδικασία και η δίκη αναβλήθηκε παρόντος αυτού για την ως άνω δικάσιμο της 14.12.1994, η οποία του ανακοινώθηκε και προειδοποιήθηκε ότι αν δεν εμφανισθεί κατ΄ αυτήν θα δικαστεί ερήμην. Αποδεικνύεται, ακόμη, ότι στις 14.12.1994 ο ανωτέρω δεν εμφανίσθηκε στη δίκη, η οποία έγινε με την παρουσία του δικηγόρου του. Συνεπώς ο πρώτος λόγος εφέσεως ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι ο εκκαλών είχε ενημερωθεί για τον τόπο και χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας επί της εφέσεώς του στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο της Πράγας είναι αβάσιμος. Το δε αίτημα του εκκαλούντος, κατ΄ εκτίμηση, να μην εκτελεσθεί το ένταλμα κατ΄ εφαρμογήν του ανωτέρω άρθρου 13 δεν βρίσκει έρεισμα στην εν λόγω διάταξη. Με τον δεύτερο και τέταρτο λόγους εφέσεως παραπονείται ο εκκαλών ότι εσφαλμένα εφαρμόσθηκε αναδρομικώς ο Ν.3251/2004 ενόψει του ότι οι πράξεις τελέσθηκαν και η απόφαση εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι καθόσον, όπως προεκτέθηκε, ο Ν.3251/2004, ως δικονομικός, εφαρμόζεται αναδρομικώς, ως μόνη δε χρονική προϋπόθεση εφαρμογής του θέτει το να έχει παραληφθεί η οικεία αίτηση μετά την έναρξη της ισχύος του, εν προκειμένω δε το υπόψη ένταλμα εκδόθηκε το έτος 2006 και η περί της εκτελέσεώς του αίτηση παραλήφθηκε από τις Ελληνικές αρχές στις 11.6.2007, δηλαδή υπό την ισχύ του Ν.3251/2004. Αβάσιμοι και απορριπτέοι είναι, περαιτέρω, και οι λοιποί λόγοι εφέσεως καθόσον, ειδικότερα, α) η αμοιβαιότητα που επικαλείται ο εκζητούμενος, ισχυριζόμενος ότι η Τσεχία δεν εκδίδει πολίτες της για πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την 1.11.2004, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση προεχόντως διότι ο εκζητούμενος δεν είναι Έλληνας πολίτης, β) μόνη η πάροδος δέκα τριών ετών από την έκδοση της αποφάσεως μέχρι την έκδοση του υπόψη Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως δεν παριστά καταχρηστική την εκτέλεση του εντάλματος αυτού, πέραν του ότι η καταχρηστικότητα δεν αποτελεί λόγο που απαγορεύει την εν λόγω εκτέλεση και γ) παρεκτός του ότι η παραγραφή της ποινής κατά τους νόμους του Κράτους που εξέδωσε το ένταλμα δεν προβλέπεται στο Ν.3251/2004 μεταξύ των περιπτώσεων απαγορεύσεως της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος, στην προκειμένη περίπτωση η ποινή δεν έχει παραγραφεί, διότι στο χρόνο παραγραφής της δεν περιλαμβάνεται το μετά την 31.1.1994 χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν ήταν δυνατόν να αρχίσει η εκτέλεσή της (του απομένοντος υπολοίπου της για το οποίο το ένταλμα), (άρθρο 68 παρ. 2 του Τσέχικου ΠΚ), αφού, όπως στο ένταλμα περιγράφεται, ο εκζητούμενος εγκατέλειψε το έδαφος της Τσεχίας μετά την 31.1.1994 αδικαιολόγητα, ήτοι μολονότι εκκρεμούσε η έφεσή του ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου της Τσεχίας διέφυγε στο εξωτερικό και έτσι κατέστη ανέφικτη έκτοτε η εκτέλεση της ποινής. Τέλος στο άρθρο 12 εδ. ε΄ του Ν.3251/2004 ορίζεται ότι "η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση αν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους". Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής από το αρμόδιο να αποφασίσει σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαστήριο, προϋποθέτει ότι η ελληνική πολιτεία, η οποία και κινεί τη διαδικασία της εκτέλεσης του εντάλματος, θα υποβάλλει μετά ταύτα στο κατά τα άνω αρμόδιο δικαστήριο, σαφή αίτηση - δήλωση, στην οποία αφού διαγιγνώσκει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως, θα αναλαμβάνει την υποχρέωση εκτέλεσης της ποινής στην ημεδαπή και θα ζητεί την, για τον λόγο αυτό, μη εκτέλεση του εντάλματος. Αλλά, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει η υποβολή της κατά τα ανωτέρω αίτησης - δήλωσης. Συνεπώς και ο συναφής λόγος εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού του είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος ενόψει της διατάξεως του άρθρου 37 του Ν.3251/2004, κατά την οποία, αν από την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί του Ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31 Ιουλίου 2007 έφεση του Χ1 κατά του υπ΄ αριθμ.194/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2007.. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση - Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εκδοθέν από Τσέχικη Αρχή κατά Γερμανού υπηκόου προκειμένου να εκτελεσθεί στερητική της ελευθερίας ποινή (απομένον υπόλοιπο) άνω των τεσσάρων μηνών, επιβληθείσα για εγκλήματα (κλοπής και απάτης) που τελέσθηκαν στην Τσεχία. Περιεχόμενο και τύπος. Προϋποθέσεις εκδόσεως και εκτελέσεως. Ο νόμος 3251/2004 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως είναι δικονομικός (όχι ουσιαστικός) ποινικός νόμος και εφαρμόζεται και στις αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν την ισχύ του. Κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του είναι ο χρόνος παραλαβής της περί εκτελέ-σεως του εντάλματος αιτήσεως και όχι ο χρόνος τελέσεως της πράξεως. Όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος εκδόσεως του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση αποφάσεως εκτελέσεως του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται έφεση στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Απορρίπτεται η έφεση του εκζητουμένου κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του συγκεκριμένου εντάλματος
Έκδοση
Έκδοση.
1
Αριθμός 1850/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανδρεουλάκο, για αναίρεση της 6305/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 19 Απριλίου 2007 προσθέτους λόγους, που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1237/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 §1 του Ν. 1882/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 § 1 του Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 §§ 1, 2, και 3 του Ν. 3220/2004, η ποινική δίωξη του προβλεπομένου από αυτή εγκλήματος της παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, προϋποθέτει απλή αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και όχι την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 21 §§ 2 και 4 του Ν. 2523/1997, που προβλέπει α)την επισύναψη στη μηνυτήρια αναφορά του ως άνω προϊσταμένου της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας επικυρωμένων αντιγράφων των οικείων εκθέσεων φορολογικού ελέγχου, των καταλογιστικών πράξεων των ενδίκων φόρων, καθώς και των στοιχείων από τα οποία να αποδεικνύεται η οριστικοποίηση των ενδίκων φορολογικών εγγραφών, και β)την ύπαρξη τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί των ασκηθεισών προσφυγών ή την οριστικοποίηση των φορολογικών εγγραφών, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως των προσφυγών τούτων κατά των σχετικών φορολογικών εγγραφών, η οποία αφορά τα χρέη εκ των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997 και όχι τα χρέη εκ του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η αιτίαση ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ΄ έφεση, με την προσβαλλόμενη 6305/2006 απόφασή του, καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα) για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ενώ έπρεπε να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη γιατί δεν προηγήθηκε αυτής έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού Δικαστηρίου, επί των ασκηθεισών, στις 29-3-2004, από την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο (αναιρεσείοντα) ανώνυμη εταιρεία "Δ. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε" προσφυγών κατά της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης. Όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, ο οποίος καταδικάσθηκε για παραβίαση προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την άσκηση ποινικής δίωξης, δεν ήταν απαραίτητη η τελεσίδικη, επί της ασκηθείσας προσφυγής του, απόφαση του αρμόδιου διοικητικού Δικαστηρίου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας ως άνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Απορριπτέος επίσης, επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος, είναι ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγος του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι δεν αναφέρει τον τρόπο πληρωμής του εν λόγω χρέους (εφάπαξ ή σε δόσεις), τον ακριβή χρόνο καταβολής, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, τη μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολοκλήρου του ποσού, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου της καταβολής του. Και τούτο, διότι το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιουμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, και αυτό ανεξάρτητα του ότι, κατά το συνημμένο στο διατακτικό πίνακα χρεών, το εκ 98.055,83 χρέος που βεβαιώθηκε στις 18.10.2002 ήταν καταβλητέο εφάπαξ. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει, ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης, με την ειδικότερη αιτίαση, ότι το Δικαστήριο αν και δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος καθυστέρησε να καταβάλει προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, χρέη συνολικού ύψους 375.708,87 ευρώ, για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, προσδιορίζοντας ως χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων την 30.3.2003 και το χρονικό διάστημα από 31.8.2004 έως 1.12.2004 δέχθηκε παράλληλα ότι το συνολικό ως άνω ποσό περιέχει κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις που αφορούν χρόνο μέχρι την 17.5.2005, ήτοι χρονικό διάστημα, μετά τη φερόμενη ημερομηνία τέλεσης εκ μέρους του των αδικημάτων, χωρίς έτσι να προκύπτει ποιό είναι το συνολικό ποσό κατά τον χρόνο τέλεσης αυτών (μέχρι την 1.12.2004), καθόσον το αναφερόμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει και ποσά (τόκους και προσαυξήσεις), αγνώστου ύψους, που δεν είχαν βεβαιωθεί (και συνεπώς δεν ήταν αξιόποινη η καθυστέρηση στην καταβολή τους) κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από τον συνημμένο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πίνακα χρεών, αναγράφονται, πλην του ληξιπροθέσμου κεφαλαίου, ως συνεισπραττόμενα και οι προσαυξήσεις και οι τόκοι αυτού, τα οποία, προστιθέμενα, αποτελούν το απαιτητό σύνολο κάθε επί μέρους ληξιπρόθεσμου χρέους. Κατά το άρθρο 23 § 1 εδ. α του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έξι (6) τουλάχιστον μηνών, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής μαζί με κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000), όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, ενώ, με το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1887/1990, αντικαθίσταται ως εξής: Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α)τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β)έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ)ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ΄ έφεση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 § 1 του Ν. 1882/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004, για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ΄ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στις 30-3-2003 και κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-2004 έως 1-12-2004, με την ιδιότητα του Προέδρου της Εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΏΝ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε", με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, καθυστέρησε να καταβάλει στο Δημόσιο βεβαιωμένα στις Δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρέη, όπως το καθένα από αυτά στο διατακτικό αναφέρεται, από διάφορες αιτίες (συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων), συνολικού ύψους πάνω από 120.000 ευρώ, για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τις ημερομηνίες που επίσης σ΄ αυτό (διατακτικό) αναφέρονται και κατά τις οποίες έπρεπε να καταβληθούν. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατ΄ εξακολούθηση της αποδιδόμενης σ΄ αυτόν κατηγορίας, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό της παρούσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση στο παρόν σκεπτικό, αν ήταν τα μερικότερα ποσά καταβλητέα σε δόσεις ή εφάπαξ, σύμφωνα με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 (δημοσίευση στο ΦΕΚ στις 28-1-2004). Σημειώνεται ότι, για την πρώτη μερικότερη πράξη που αναφέρεται στο διατακτικό, το Δικαστήριο θεωρεί ως αξιόποινη και την συμπεριλαμβάνει στην ενοχή του κατηγορουμένου υπό τον νέο νόμο, αφού ούτως ή άλλως και υπό την ισχύ του προηγουμένου νόμου (άρθρ. 23 § 1 του Ν. 2523/97) ήταν αξιόποινη, λόγω του ύψους του οφειλόμενου ποσού (98.045,83 ευρώ), δηλαδή ανωτέρα των 2.000.000 δρχ., αφού ανήκει στην κατηγορία των λοιπών φόρων (σημειωτέον ότι για την κατηγορία παρακρατουμένων ή επιρριπτομένων φόρων απαιτείται ποσό μεγαλύτερο του 1.000.000 δρχ., )....". Στο διατακτικό, εξάλλου, της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό, διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος : "Στη Θεσσαλονίκη ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ & ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε" (στις) 30-3-2003 και κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-2004 έως 1-12-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, καθυστέρησε να καταβάλει προς το Δημόσιο βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες χρέη, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ. Ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης χρέη συνολικού ύψους 374.708,83 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την 17-5-2005 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), καθυστέρησε να τα καταβάλει προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών". Από το συνδυασμό όμως του σκεπτικού με το διατακτικό, αλλά και τη μνεία του άρθρου 98 του ΠΚ στις διατάξεις που έλαβε υπόψη του, δεν καθίσταται σαφές, αν το Δικαστήριο, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δύο ετών, εφάρμοσε αποκλειστικά τη νεότερη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν.3220/2004, με την οποία, κατά τα ανωτέρω, απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, αν και δέχθηκε ότι και η αξιόποινη μερικότερη πράξη, που τελέσθηκε υπό το καθεστώς του Ν.2523/1997, εμπίπτει στην εφαρμογή του νεότερου Νόμου, με τον οποίον επιβάλλεται ενιαία ποινή, ανεξαρτήτως χρόνου κατά τον οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, ή αντίθετα, δέχθηκε ότι η τελευταία αποτελεί μερικότερη πράξη κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος. Η ασάφεια όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης κατέστησε ανέφικτο τον έλεγχο του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης, όσον αφορά την επιβλητέα ποινή. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς την διάταξή της περί επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠΔ) και να απορριφθούν, κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 6305/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, μόνο ως προς την περί ποινής διάταξή της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 6 Ιουλίου 2006 αίτηση του X1 και τους από 19.4.2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της παραπάνω απόφασης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρέη προς το Δημόσιο: Ορθή εφαρμογή νεώτερου νόμου (ν. 3220/2004) ως επιεικέστερου in concreto. Εσφαλμένη εφαρμογή. Εκ πλαγίου παράβαση λόγω ασάφειας περί την εφαρμογή ή μη της διάταξης του άρθρου 98 ΠΚ. Αναιρεί μόνο ως προς την επιβληθείσα ποινή
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Νόμος επιεικέστερος.
0
Αριθμός 1844/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Βασίλειο Κουρκάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Ανδριόπουλο, περί αναιρέσεως της 620/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Γεωργίου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Ιουλίου 2006 αίτησή της και στους από 3 Ιανουαρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1453/06. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί κατά τα λοιπά καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 33, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, σαφώς συνάγεται ότι όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του από το άνω άρθρο 358 ΚΠΔ απορρέοντος υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Προϋπόθεση όμως προς τούτο είναι ότι πρέπει να πρόκειται περί αποδεικτικού εγγράφου, ενώ δεν ιδρύεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης, αν το έγγραφο, που φέρεται ως μη ευθέως αναγνωσθέν, προκύπτει από το περιεχόμενο άλλου αναγνωσθέντος εγγράφου ή όταν το μη αναγνωσθέν έγγραφο απλώς αναφέρεται διηγηματικά στην απόφαση. Επίσης δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης όταν το έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε, αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης για κάποιο έγκλημα, αφού, αυτός, προς αντίκρουση τούτου, μπορεί, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, κατά το οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, δηλαδή α) την υπ' αριθμ. 1924/1988 απόφαση του Α΄ Τμήματος Αρείου Πάγου, τις υπ' αριθμ. 6010/1985 και 6502/1981 πολιτικές αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, και την υπ' αριθμ. 13052/1984 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι τα ανωτέρω έγγραφα, κατά τα στην μεθεπόμενη σκέψη εκτιθέμενα, (με αριθμό 4), αναφέρονται διηγηματικώς. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά το οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί το ανωτέρω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για τον σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης, μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, δηλαδή α) την υπ'αριθμ. ........, δήλωση αποδοχής κληρονομίας, β) την υπ' αριθμ. 399/1990 απόφαση του Δ΄ τμήματος του Αρείου Πάγου, γ) την από 2/3/1997 αγωγή περί κλήρου και τα υπ'αριθμ. ......... και ......... συμβόλαια γονικής παροχής, πρέπει, ως αβάσιμος, να απορριφθεί, δεδομένου ότι τα ανωτέρω έγγραφα, αποτελώντας στοιχεία του κατηγορητηρίου και, κατά συνέπεια, αναπόσπαστο μέρος της κατά της αναιρεσείουσας ποινικής δίωξης, καθιστούσε δυνατό σε αυτήν, προς απόκρουση του περιεχομένου των εν λόγω εγγραφών, να εκθέσει, κατ' άρθρο 358 Κ.Π.Δ., τις περί αυτού απόψεις της και να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις. Περαιτέρω, ως προς τα αναγνωσθέντα έγγραφα, στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητάς του, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα όποια άλλα στοιχεία εξατομικεύουν αυτό, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικώς με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο στα πρακτικά, αλλά από τα αν αναγνώσθηκε. Εξάλλου, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των "αναγνωσθέντων" εγγράφων, όταν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν ως και όταν τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προσκομίσθηκαν από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα. Τέλος, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, αρκεί για την πληρότητά της να αναφέρονται σ' αυτή κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα. Προκειμένου δε για φωτογραφίες, ή απεικονίσεις ή σχεδιαγράμματα, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, η αναφορά σ' αυτή ότι αναγνώσθηκαν τα στα πρακτικά έγγραφα, χωρίς να μνημονεύονται ειδικά σ' αυτή ως ίδιο αποδεικτικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, στο προοίμιο του σκεπτικού αυτής, αναφέρεται ότι το Πενταμελές Εφετείο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του και να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα απόφασή του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, κατ' είδος σ' αυτό μνημονευομένων, και τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριό του. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επισκοπήθηκαν τέσσερις φωτογραφίες, τις οποίες προσκόμισε η κατηγορούμενη. Με την αναφορά των πιο πάνω στοιχείων για τα εν λόγω έγγραφα, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν "αναγνώσθηκαν", αφού ειδικότερα ήταν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, εφόσον η ίδια τα είχε προσκομίσει, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, δεν εξαρτάται δε από τον τρόπο με τον οποίο αυτά αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, ενόψει του ότι δεν δημιουργείται αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους, προδήλως δε, υπό τον όρο "ανάγνωση των εγγράφων αυτών", εννοεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι επιδείχθηκαν τα εν λόγω έγγραφα στους διαδίκους και, σε κάθε περίπτωση, ότι τέθηκαν υπόψη τους για να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Επομένως, οι αντίθετοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Α' και Δ΄ Κ.Ποιν.Δικ., δεύτερος και τρίτοι λόγοι αναίρεσης α) για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι έλαβε υπόψη το Εφετείο έγγραφα, (φωτογραφίες), των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, και β) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτίαση ότι, "εφόσον οι φωτογραφίες δεν "αναγιγνώσκονται", για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, πρέπει να μνημονεύονται σ' αυτή ειδικά, ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, μη εμπίπτον στην κατηγορία του εγγράφου, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και ως, τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνο ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν. 2207/1994, "αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία έτη και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο, από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου, κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του". Εξάλλου, αν υποβληθεί αίτημα αναστολής της επιβληθείσας ποινής, που είναι μεγαλύτερη από δύο και δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό και, σε περίπτωση που το κρίνει απορριπτέο, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα τη σχετική απόφαση του, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, στη μεν πρώτη περίπτωση, από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Β' εδ. β' και 170 παρ.2 ΚΠΔ, στη δε δεύτερη, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, όμως, το ως άνω αίτημα να έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που το προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστό στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο συνήγορος της κατηγορουμένης, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου για την ποινή, ζήτησε να ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή των τριών (3) ετών που επιβλήθηκε στην τελευταία. Το αίτημα αυτό, όπως προβλήθηκε, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν ήταν αναγκαία για την αποτροπή της κατηγορουμένης από τη τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, είναι αόριστο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος αυτού, και τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική, εκ περισσού δε διέλαβε ειδική αιτιολογία για την απόρριψη αυτού, γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα. 4. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 3 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με την παρ. 11 του άρθρου 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με την παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν τελείται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρθρ. 5 του Ν. 2943/2001, των 15.000 Ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ.1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1 της παρ.1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, για το άθροισμα του ποσού και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι, στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, ρύθμιση ,δεν προβλεπόταν καθόλου προσδιορισμός ποσού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα ης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 518 του ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει ήδη μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 50 αριθ. 9 του Ν. 3160/2003, αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη 620/2006 απόφασή του, δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα), στις 1-4-91 (στον Πειραιά, στο γραφείο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, παρέστησε ψευδώς ότι είχε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά της ένα οικόπεδο εκτάσεως 1.134,75 τ.μ., κείμενο στην ........... Αττικής επί της οδού ..........., το οποίο δήθεν είχε περιέλθει σε αυτήν κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ'αριθ. ........ προικοσυμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.ΠΟΛΥΚΑΛΑ και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, λόγω άτυπης προφορικής δωρεάς από τον πατέρα της Χ, που έλαβε δήθεν χώρα προς αυτήν το έτος 1956, ότι δήθεν στη συνέχεια αυτή συνέστησε κάθετη ιδιοκτησία επί του οικοπέδου, και χώρισε αυτό σε 2 αυτοτελείς ιδιοκτησίες, στο ένα από τα οποία και συγκεκριμένα το προικώο, έκτισε σπίτι όπου πάντα κατοικούσε με την οικογένεια της. Με τις άνω ψευδείς παραστάσεις, εν γνώσει των αληθινών, έπεισε την άνω Συμβολαιογράφο να συντάξει και να υπογράψει τα υπ'αριθ. ........ και ........... συμβόλαια γονικής παροχής. Με αυτά η κατηγορούμενη φέρεται να μεταβίβασε στα παιδιά της το 1/2 εξ αδιαιρέτου, παρακρατώντας το υπόλοιπο 1/2, καίτοι εγνώριζε και δολίως απέκρυψε ότι το προαναφερθέν ακίνητο δεν ήταν όλο δικό της, άλλο μόνο το μισό, που της μεταβιβάστηκε με το προικοσυμβόλαιο που προαναφέρθηκε και ουδέποτε είχε γίνει άτυπη δωρεά προς αυτήν του άλλου μισού από τον πατέρα της. Το τελευταίο, που ψευδώς, εν γνώσει παρέστησε στην άνω Συμβολαιογράφο, ότι δήθεν νεμόταν αποκλειστικά δυνάμει άτυπης παραχώρησης του πατέρα της είχε περιέλθει στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά τον Μάϊο του 1976, αποβιώσαντος πατέρα της, μεταξύ των οποίων και αυτή και κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου σε καθέναν από αυτούς. Η εκκαλούσα ήγειρε κατά των συγκληρονόμων της την από 2-3-77 αγωγή περί κλήρου ενώπιον του ΠολΠρωτΑθ. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 13052/84 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση. Επί της έφεσης εκδόθηκαν οι υπ'αριθ. 6010/85 και 6502/87 αποφάσεις του ΕφΑθ. Κατά της τελευταίας ασκήθηκε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ'αριθ. 1924/88 απόφαση του Α' Τμ. του ΑΠ για τον, στο άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ αναφερόμενο, λόγο, και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Δ' Πολ. Τμ. του ΑΠ. Το τελευταίο εξέδωσε την υπ'αριθ. 399/90 απόφαση, με την οποία αναγνωρίσθηκε η νυν εκκαλούσα εξ αδιαθέτου κληρονόμος και κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου του άνω, από 3-5-76, αποβιώσαντος πατέρα της και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να αποδώσουν σε αυτή ποσοστό εξ αδιαιρέτου 6,916 εκ. των κληρονομούμενων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και το νυν επίδικο, στην οδό .............., εμβαδού 571,50 τ.μ., το οποίο αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις του ν. 3741/29, όπως περιγράφεται στα ......... και ......... συμβόλαια του ιδίου Συμβολαιογράφου σε συνδυασμό με την υπ'αριθ. ....... πράξη του. Κατά το διάστημα του δικαστικού αυτού αγώνα οι αδελφοί της εκκαλούσας επώλησαν το πιο πάνω οικόπεδο στους ......... και ............. (νυν μηνυτές) και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου με το υπ'αριθ. .......... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.ΒΑΣΑΛΑΚΗ-ΤΣΟΥΛΑΚΗ. Οι άνω πωλητές είχαν ενημερώσει τους αγοραστές, μεταξύ των οποίων και ο μηνυτής, για την αγωγή της εκκαλούσας που εκκρεμούσε και με το αυτό συμβόλαιο είχαν αναλάβει την υποχρέωση, μόλις περατώνετο η εκκρεμοδικία να διαγράψουν αυτήν από τα βιβλία διεκδικήσεων. Συνεπώς την 01-4-91 όταν η εκκαλούσα εμφανίστηκε στην άνω Συμβολαιογράφο Πειραιά Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ως η ιδιοκτήτρια των 2 αναφερθέντων οικοπέδων με τα στοιχεία ....... και ......... υποστηρίζοντας κατά τα άνω ότι το τελευταίο το είχε δωρήσει σ'αυτήν ο πατέρας της με άτυπη δωρεά και με τα προαναφερθέντα με αριθμούς ......... και ........... συμβόλαια της ίδιας Συμβολαιογράφου έκανε γονική παροχή στους γιους της ..... και .........., εκ των οποίων ο πρώτος εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως επ' ακροατηρίω, ενώ ο δεύτερος έχει ήδη αποβιώσει, ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα (1/2 και στους δύο) επί των 2 αυτών οικοπέδων, τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των άνω περιστατικών, ήτοι ότι δεν της είχε μεταβιβασθεί λόγω άτυπης δωρεάς το ένα εκ των άνω οικοπέδων σ 'αυτήν από τον άνω αποβιώσαντα πατέρα της αλλά είχε χωρήσει, ως προς αυτήν, εξ αδιαθέτου διαδοχή και είχε περιέλθει σ 'αυτήν μόλις το 6,916% ποσοστό εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου και όχι ολόκληρο. Στη συνέχεια η εκκαλούσα, καίτοι τελούσε εν γνώσει ότι το δεύτερο των άνω οικοπέδων ανήκε σ'αυτήν μόνον κατά 6,916% και όχι ολόκληρο, στις 31-8-00 με την με αριθμό ......... πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.ΑΤΛΑΝΗ χώρισε και πάλι το αποτελούμενο από τα πιο πάνω 2 οικόπεδα ενιαίο οικόπεδο σε 2 τμήματα που ταυτίζονταν με τα αρχικά και ενεφάνισε το κάθε τμήμα ως ανεξάρτητη ιδιοκτησία και το μεν αρχικό με τα στοιχεία ......... όρισε να ανήκει στην εκκαλούσα, το δε με στοιχεία ........ στους άνω υιούς της και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και επομένως παρέστησε ψευδώς στην άνω Συμβολαιογράφο ότι αυτή (εκκαλούσα) είχε την πλήρη κυριότητα του άνω ακινήτου βλάπτοντας έτσι την περιουσία του μηνυτή, και η βλάβη αυτή, όπως και το οικόπεδο αντίστοιχα, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, καίτοι γνώριζε ότι είχε δημοσιευθεί ήδη η άνω απόφαση του ΑΠ. Συνεπώς, έκτοτε, ήτοι από τον χρόνο δημοσιεύσεως της άνω αποφάσεως, έπαυσε να υπάρχει σ'αυτήν η όποια καλή πίστη υπάρχει και ίσως εδικαιολογείτο μέχρι τότε με την ιδιοκτησιακή κατάσταση του άνω οικοπέδου. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν την 01-4-91 εμφανίσθηκε η εκκαλούσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ι.ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ για την σύνταξη των άνω οικοπέδων γονικής παροχής είχε περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους αφότου δημοσιεύθηκε η άνω απόφαση του ΑΠ, που έλυσε αμετάκλητα το μέχρι τότε αμφίβολο ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του επίδικου οικοπέδου, και συνεπώς γνώριζε και δολίως απέκρυψε από την άνω Συμβολαιογράφο ότι το επίδικο υπό στοιχεία ......... ακίνητο δεν ανήκε σ'αυτήν κατά πλήρη κυριότητα αλλά κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου και ότι τα υπόλοιπα 9/10 εξ αδιαιρέτου ανήκαν στα υπόλοιπα 9 αδέλφια της, γεγονός που αναγνώρισε αμετάκλητα η πιο πάνω απόφαση του ΑΠ. Με αυτόν τον τρόπο ήτοι με τις άνω ψευδείς παραστάσεις εν γνώσει της αναλήθειας και την δόλια από αυτήν απόκρυψη των άνω γεγονότων έπεισε την άνω Συμβολαιογράφο να συντάξει και να υπογράψει τα υπ'αριθ. ........ και ......... συμβόλαια γονικής παροχής με τα οποία μεταβίβαζε το άνω επίδικο οικόπεδο στους γιούς της κατ' ισομοιρίαν, έπραξε δε αυτό με σκοπό να αποκομίσουν οι άνω γιοί της παράνομο περιουσιακό όφελος αντίστοιχο με την αξία του επίδικου που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 15.000 Ευρώ, ζημιώνοντας έτσι ισόποσα το μηνυτή, και τον.........., οι οποίο το έτος 1981 είχαν, όπως αποδείχθηκε, αγοράσει κατ' ισομοιρίαν τα 7/10 ες αδιαρέτου αυτού από τα 7 αδέλφια της κατηγορουμένης δυνάμει του με αριθμό ........ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.ΒΑΣΑΛΑΚΗ. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη παρέστησε ψευδώς στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Κ.ΑΤΛΑΝΗ τα ίδια ως άνω ψευδή περιστατικά και αποσιωπώντας τα αληθή δόλια, την έπεισε να συντάξει την με αριθ. ........ πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας με την οποία το επίδικο ακίνητο αποτέλεσε και πάλι χωριστή και διαιρεμένη ιδιοκτησία, με τον αυτόν ως άνω σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Στις άνω ψευδείς παραστάσεις προέβη με σκοπό να προσπορίσει στους γιούς της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του μηνυτή και του άλλου αγοραστή του άνω ακινήτου και να παραπλανήσει τις άνω Συμβολαιογράφους ότι αυτή τυγχάνει αποκλειστική κυρία του άνω ακινήτου. Τα παραπάνω αποδείχθηκαν ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίες δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, ενισχύονται δε και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων η άνω απόφαση του ΑΠ, η υπ'αριθ. ........ δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.ΚΟΝΤΑΡΙΝΗ, με την οποία η νυν εκκαλούσα αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά του πατέρα της Χ, κατά ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ....... οικοπέδου, κατά το ίδιο δε ποσοστό αποδέχθηκαν και 7 από τα αδέλφια της την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά επί του ως άνω οικοπέδου, δυνάμει του υπ'αριθ................ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, αναγνωρίζοντας τόσον αυτή, όσο και τα αδέλφια της, ότι το περί ου ο λόγος ακίνητο (........) δεν είχε παραχωρηθεί ατύπως, λόγω δωρεάς του πατέρα της, στην εκκαλούσα το έτος 1956, όπως αυτή ψευδώς παρέστησε στη Συμβολαιογράφο την 1-4-91 και την 31-8-00, αλλά είχε χωρήσει προς αυτήν εξ αδιαθέτου διαδοχή και τέλος στις από 2-3-77 και 26-11-90 αγωγές της εκκαλούσας περί κλήρου και περί διανομής αντίστοιχα, με τις οποίες διεκδικεί μόνο το κληρονομιαίο ποσοστό του 1/10 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα της επί του νυν επίδικου ακινήτου, το οποίο και μόνον αποδέχθηκε, αυτοδιαψευόμενη για την άνω άτυπη δωρεά του άνω οικοπέδου, το οποίο είναι συνεχόμενο του προικώου. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ούτος ο μάρτυρας υπερασπίσεως, γιός της, ρητά κατάθεσε: "...έλαβε γνώση (της άνω αρεοπαγιτικής αποφάσεως) γιατί ασφαλώς της το είπε ο δικηγόρος της... ". Περαιτέρω, καθ'όσον αφορά την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη κατ' επάγγελμα τέλεση της πιο πάνω κατ' εξακολούθηση πράξεως εγκλήματος της απάτης που μετήλθε, αποδείχθηκε ότι συντρέχει η επιβαρυντική αυτή περίσταση, αφού η κατηγορουμένη τέλεσε την πράξη όχι ευκαιριακά αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου με διαμόρφωση σχετικής υποδομής και οργανωμένη ετοιμότητα, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, από την οποία προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, κατά την έννοια της κατ "επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος, όπως αυτό ορίζεται με το άρθρο 13 στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2408/99. Ομοίως, όσον αφορά την αποδιδομένη στην άνω κατηγορουμένη τέλεση του άνω εγκλήματος της απάτης κατ' εξακολούθηση κατά συνήθεια, αποδείχθηκε ότι επίσης συντρέχει στο πρόσωπό της η επιβαρυντική αυτή περίσταση, καθ'όσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σταθερή ροπή της κατηγορουμένης για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της, όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 13 εδ. στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2408/99. Κατ' ακολουθίαν η κατηγορουμένη διέπραξε απάτη κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος υπέρ της ιδίας και των τέκνων της, σε βάρος των άνω αγοραστών του οικοπέδου που αποξενώθηκαν των νομίμων δικαιωμάτων τους κυριότητας με ζημία που υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ. III. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, από τις παραπάνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς ελλείψεις και κενά, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και του ΚΠΔ, αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της κακουργηματικής μορφής της απάτης, που τελέσθηκε τη 1-4-1991, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραϊώς Ι. Ασημακοπούλου, όπως αυτή προβλέπεται και τιμωρείται, με την έχουσα εν προκειμένω εφαρμογή, ως ευμενέστερη στην συγκεκριμένη περίπτωση, διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 του ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της, με την παρ 4 του άρθρου 14 του Ν 2721/1999, κατά την οποία, εκτός από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της κακουργηματικής μορφής του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται όπως, από την κατ' εξακολούθηση τέλεσή του, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ή το ποσό των 15.000 Ευρώ), αφού από την παραπάνω παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, με τη σύνταξη των δύο ως άνω συμβολαίων γονικής παροχής, το μεν τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση το έγκλημα της απάτης, το δε προκλήθηκε συνολική βλάβη στη περιουσία των ως άνω αγοραστών του επίδικου, με αντίστοιχο όφελος των γιών της κατηγορουμένης, ίση με την αξία αυτού (επιδίκου), που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, μη απαιτουμένου για την πληρότητα της αιτιολογίας να καθορίζεται ποιό ήταν το ακριβές ποσό του οφέλους ή της ζημίας. Πρέπει επομένως να απορριφθούν ως αβάσιμοι τόσον ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ (με στοιχεία 6.2-8) λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης, με τον οποίο προσδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 98 παρ.1 του ΠΚ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατάφαση της τέλεσης κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, όσο και οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ίδιου Κώδικα λόγοι του δικογράφου των προσθέτων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται το ύψος του περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης περιουσιακής ζημίας. Όσον όμως αφορά την φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 31-8-2000 αξιόποινη πράξη της απάτης, με την παράσταση των ίδιων ψευδών περιστατικών στην Συμβολαιογράφο Αθηνών Καλ. Αλτάνη, με αποτέλεσμα να πεισθεί η τελευταία να συντάξει την με αριθμό ........... πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας επί του επίδικου οικοπέδου, το Δικαστήριο της ουσίας έσφαλε ως προς την εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, διότι, με την ως άνω Συμβολαιογραφική πράξη, δεν υπάρχει το αξιούμενο για την στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος στοιχείο της πρόκλησης περιουσιακής βλάβης, αφού αυτή συντελέσθηκε ήδη με την σύνταξη των ως άνω προηγηθέντων αυτής συμβολαίων γονικής παροχής. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ πέμπτος λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο καθό μέρος έκρινε επί της ως άνω αξιόποινης πράξης, καθώς και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής συνολικής ποινής, να κηρυχθεί αθώα η κατηγορουμένη της πράξης αυτής, κατ' άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς επιμέτρηση και μόνο της επιβληθείσας για την άλλη κατ' εξακολούθηση τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ποινής, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 620/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μόνο κατά το μέρος που έκρινε επί της αξιόποινης πράξης της της απάτης, φερόμενης ως τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα στην Αθήνα στις 31-8-2000 καθώς και κατά τη διάταξή τους για την επιβληθείσα σ' αυτήν συνολική ποινή. Κηρύσσει αθώα την αναιρεσείουσα Χ1, του ότι στην Αθήνα στις 31-8-2000, από κοινού ενεργώντας, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση των τέκνων της εντός του γραφείου του .......... επί της οδού .........., παρέστησε ψευδώς στη Συμβολαιογράφο Ελευσίνας Καλομοίρας Αλτάνη ότι ήταν αποκλειστικοί συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα ποσοστά που αναφέρονται παραπάνω και την έπεισε, προσκομίζοντάς της τα με αριθ............ και ......... συμβόλαια γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ι. Ασημακοπούλου, να συντάξει και υπογράψει την υπ'αριθμ. ......... πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία το επίδικο ακίνητο αποτέλεσε και πάλι χωριστή και διακεκριμένη ιδιοκτησία, με επιφάνεια 587,50 τ.μ., με δικαίωμα ανεγέρσεως επί αυτής κτιρίου καθόλο το επιτρεπόμενο ύψος και κατ' επιφάνεια κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της πρώτης κατηγορουμένης κατά τις κείμενες διατάξεις, το οποίο και ανήγειρε η τελευταία κατά το σύστημα της αντιπαροχής. Παραπέμπει την υπόθεση, για επιμέτρηση της ποινής, ως προς την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση απάτης, που τελέσθηκε στον Πειραιά Αττικής την 1-4-1991, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 31-7-2006 αίτηση αναίρεσης και τους από 3-1-2007 πρόσθετους λόγους. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη: Επιεικέστερος νόμος στη κατ’ εξακολούθηση τέλεσηΑπάτη: Εσφαλμένη εφαρμογή 386 παρ. 1, έλλειψη του στοιχείου της πρόκλησης περιουσιακής βλάβης-Αναιρεί1) Έγγραφα: Δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα η μη ανάγνωση α) των διηγηματικώς αναφερομένων, β) των αποτελούντων στοιχεία του κατηγορητηρίου γ) των προσκομισθέντων από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα φωτογραφίες2) Αίτημα: Αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών για το ορισμένο αυτού.
Ποινής αναστολή
Απάτη, Έγγραφα, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Ποινής αναστολή.
2
Αριθμός 1843/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενους τους: 1) X1, 2) X2, 3) X3, 4) X4, 5) X5, 6) X6 και 7) X7 και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ψ1 2) Ψ2 , 3) Ψ3, 4) Ψ4, 5) Ψ5 και 6) Ψ6. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1542/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμό 338/20.09.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 137 παρ.1β ΚΠΔ, την 3592/07 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμ/κών Ηρακλείου Ηρακλείου, με την οποία ζητά την παραπομπή της υποθέσεως για επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή, ηθική σ' αυτή αυτουργία, εξύβριση, κατά συρροή, και απειλή,[άρθρα 46 παρ.1α,308 παρ.1,309 παρ.1,310 παρ.2,94 παρ.1,361 παρ.1 και 333 ΠΚ], που έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμ/κείου Ηρακλείου, στη δικάσιμο αυτού της 29-10-07,από το δικαστήριο τούτο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2-Κατά το άρθρο 136 περ.γ του ΚΠΔ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, και στην περίπτωση που επιβάλλουν τούτο σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αρμόδιο δικαστήριο να διατάξει την παραπομπή, κατά το άρθρο 137 ΚΠΔ, όταν πρόκειται να γίνει παραπομπή από το ένα εφετείο στο άλλο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο. Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν πρόκειται να γίνει παραπομπή για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας επιλαμβάνεται ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, εφόσον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου την υιοθετεί. 3-Στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση αφορά κατηγορία για επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή, ηθική σ' αυτή αυτουργία, εξύβριση, κατά συρροή, και απειλή [άρθρα 46 παρ.1α, 94 παρ.1,333,308 παρ.1,309 παρ.1,310 παρ.2 και 361 παρ.1 ΠΚ], με κατηγορούμενους τους 1) Χ1,2)Χ2,3) Χ3,4) Χ6,5) Χ7,6) Χ4 και 7) Χ5, η οποία έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμ/κείου Ηρακλείου στη δικάσιμη αυτού της 29-10-07. Οι αξιόποινες αυτές πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους στο χώρο του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στις 30-11-05, αμέσως μετά την λήξη της δίκης κατά την οποία εκδικαζόντουσαν δυο αγωγές των κατηγορουμένων εναντίον των παθόντων Ψ1 κλπ, την τέλεση των οποίων δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν οι εγχώριες αστυνομικές αρχές, παρά τις προειδοποιήσεις που έγιναν σ' αυτές από τους παθόντες και τους συνηγόρους τους. Ήδη, ο Εισαγγελέας Πλημμ/κών Ηρακλείου, ύστερα από την από 11-9-07 αίτηση των μαρτύρων 1) Ψ1,2) Ψ2,3) Ψ4,4) Ψ3,5) Ψ5 και 6) Ψ6, ζητά την παραπομπή της υπόθεσης από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου σε άλλο ομοειδές και ομοιόβαθμο δικαστήριο για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθόσον, όπως αναφέρει ο αιτών κατά το χρόνο της εκδίκασης αυτής ενώπιον του αρμοδίου Πρωτοδικείου προοιωνίζεται ότι θα δημιουργηθούν επεισόδια μεταξύ των αντιθέτων πλευρών σε βαθμό τέτοιο, ώστε οι εγχώριες αστυνομικές δυνάμεις να μην μπορέσουν να τα αποτρέψουν. Την άποψή του αυτή την υιοθετούμε, καθόσον, μεταξύ των αντιδίκων πλευρών υπάρχουν μακρόχρονες διαφορές που τους οδηγεί σε οξύτητες και σε βιαιοπραγίες. Συντρέχει, επομένως, η προϋπόθεση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, κατά το άρθρο 136 περ.γ ΚΠΔ, για την οποία αρμόδιο να την διατάξει, κατά το άρθρο 137 παρ.1β ΚΠΔ, είναι το Δικαστήριο του Αρείου σε συμβούλιο. 4-Κατ'ακολουθία, να γίνει δεκτή η αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμ/κών Ηρακλείου ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση από το καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο του Ηρακλείου στο ομοιόβαθμο και ομοειδές Πρωτοδικείο Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1-Να γίνει δεκτή η 3592/07 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμ/κών Ηρακλείου Ηρακλείου, και 2-Να παραπεμφθεί η ανωτέρω υπόθεση από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 περ. γ του ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, και στην περίπτωση που επιβάλλουν τούτο σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αρμόδιο δικαστήριο να διατάξει την παραπομπή, κατά το άρθρο 137 ΚΠΔ, όταν πρόκειται να γίνει παραπομπή από το ένα εφετείο στο άλλο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο. Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν πρόκειται να γίνει παραπομπή για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας επιλαμβάνεται ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα, εφόσον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου την υιοθετεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ηρακλείου εκκρεμεί προς εκδίκαση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, στις 29-10-07, υπόθεση που αφορά κατηγορία για επικίνδυνη σωματική βλάβη, άπαξ και κατά συρροή, ηθική σ' αυτή αυτουργία, εξύβριση, άπαξ και κατά συρροή, και απειλή [άρθρα 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 333, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1, 310 παρ. 2 και 361 παρ. 1 ΠΚ], με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ6, 5) Χ7, 6) Χ4 και 7)Χ5. Οι αξιόποινες αυτές πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους στο χώρο του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στις 30-9-05, αμέσως μετά την λήξη της δίκης κατά την οποία εκδικάζονταν δυο αγωγές των κατηγορουμένων εναντίον των παθόντων Ψ1 κλπ, την τέλεση δε αυτών δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν οι εγχώριες αστυνομικές αρχές, παρά τις προειδοποιήσεις που έγιναν σ' αυτές από τους παθόντες και τους συνηγόρους τους. Ήδη, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, ύστερα από την από 11-9-07 αίτηση - αναφορά του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, ζητεί, με την 3592/17-9-2007 αναφορά του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την παραπομπή της υπόθεσης από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου σε άλλο ομοειδές και ομοιόβαθμο δικαστήριο για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθόσον, όπως αναφέρει ο αιτών, κατά το χρόνο της εκδίκασης αυτής ενώπιον του αρμόδιου Πρωτοδικείου, διαφαίνεται ότι θα δημιουργηθούν επεισόδια μεταξύ των αντιθέτων πλευρών σε βαθμό τέτοιο, ώστε οι εγχώριες αστυνομικές δυνάμεις να μην μπορέσουν να τα αποτρέψουν. Τον ίδιο κίνδυνο επισημαίνουν, εκτός από τον πιο πάνω πολιτικώς ενάγοντα, με την 7807/3-9-2007 αίτηση-αναφορά τους προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και οι παθόντες- μάρτυρες της υποθέσεως Ψ2, Ψ4, Ψ3, Ψ5 και Ψ6. Εκ τούτων πιθανολογείται ότι σοβαροί λόγοι αναγόμενοι στη δημόσια ασφάλεια και τάξη επιβάλλουν την παραπομπή της εν λόγω υπόθεσης, κατά το άρθρο 136 περ. γ ΚΠΔ, από το καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου στο ομοιόβαθμο και ομοειδές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, όπως βάσιμα ζητεί ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, με την πιο πάνω αναφορά του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει τη στο σκεπτικό υπόθεση κατά των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ6, 5) Χ7, 6) Χ4 και 7) Χ5 κατηγορίας από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου στο ομοιόβαθμο και ομοειδές Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ: Κανονισμός για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας, Δημόσια τάξη.
1
Αριθμός 1842/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 152-153/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Ιανουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 857/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 284/03.07.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών την από 31 Ιανουαρίου 2005 αίτησιν αναιρέσεως του κατηγορουμένου ..... , κατά της υπ΄αριθμ. 152-153/31-1-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και εκθέτομεν τα εξής: Κατά την διάταξιν του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., με την επιφύλαξιν της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικον μέσον ασκείται με δήλωσιν εις τον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφασιν (ή το βούλευμα) ή εις τον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή εις τον προϊστάμενον της προξενικής αρχής που ευρίσκεται εις το εξωτερικόν και εις την περιφέρειαν των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατήται εις την φυλακήν, η δήλωσις δύναται να γίνη και ενώπιον του διευθύνοντος αυτήν. Περί της δηλώσεως συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπό του δηλούντος ή του αντιπροσώπου του και εκείνου προς τον οποίον γίνεται η δήλωσις. Περαιτέρω κατά την διάταξιν του άρθρου 473 παρ. 2 ίδιου Κώδικος, η αίτησις αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως δύναται να ασκηθή υπό του καταδικασθέντος και δια δηλώσεως περιεχούσης τα εν τη παρ. 2 του επομένου άρθρου οριζόμενα και επιδιδομένης εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εντός προθεσμίας είκοσιν ημερών, η οποία αρχίζει συμφώνως με την παρ. 1. Εκ των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η αίτησις αναιρέσεως ασκείται μόνον κατά τους προαναφερθέντας τρόπους. Συνεπώς δεν δύναται αυτή να ασκηθή δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά του εκδόντος την αναιρεσιβαλομένην απόφασιν δικαστηρίου. Η δε άσκησίς της κατά τον τρόπον αυτόν καθιστά αυτήν απαράδεκτον. Εις την προκειμένην περίπτωσιν μετά την καταδίκην του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δια της προσβληθείσης αποφάσεως και την επιβολήν εις αυτόν της σχετικής ποινής, οι συνήγοροι του ήσκησαν αναίρεσιν, δια δηλώσεώς των καταχωρισθείσης εις τα πρακτικά. Συγκεκριμένως εδήλωσαν, ότι "ο κατηγορούμενος ..... ασκεί αναίρεση κατά της τρέχουσας απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, για τους εξής λόγους: 1) γιατί έγινε εσφαλμένη εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το Δικαστήριο το άρθρο 12 παρ. 1 ν.1729/1987 και 2) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας". Η αίτησις αυτή αναιρέσεως, ασκηθείσα κατά τον προαναφερθέντα τρόπον, ήτοι δια δηλώσεως καταχωρισθείσης εις τα πρακτικά, τυγχάνει απαραδέκτος ως ασκηθείσα άνευ των νομίμων διατυπώσεων, πέρα της πλήρους αοριστίας των προβαλομένων δι΄αυτής λόγων αναιρέσεως. Συνεπώς ως τοιαύτη πρέπει να απορριφθή. Επειδή εν όψει πάντων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να κηρυχθή απαράδεκτος η προαναφερθείσα αίτησις αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να κηρυχθή απαράδεκτος η από 31 Ιανουαρίου 2005 αίτησις αναιρέσεως του κατηγορουμένου ...... , κατά της υπ΄αριθμ. 152-153/31-1-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΙΙ. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 11 Ιουνίου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή εις τον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στην φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, η αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως ασκείται μόνο κατά τους προαναφερόμενους τρόπους. Συνεπώς δεν δύναται αυτή να ασκηθεί με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Η δε άσκησή της κατά τον τρόπον αυτόν την καθιστά απαράδεκτη. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης, που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Ως προς τον από τα άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην κρινόμενη περίπτωση, μετά την καταδίκη του αναιρεσείοντος .... με την 152-153/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και τριών μηνών για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, οι συνήγοροί του, κατά την γενόμενη στις 31-1-2005 συνεδρίαση του Δικαστηρίου, με δήλωσή τους που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, δήλωσαν ότι ασκούν αναίρεση κατά της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως για τους εξής λόγους: "1) γιατί έγινε εσφαλμένη εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το Δικαστήριο το άρθρο 12 παρ. 1 ν. 1729/1987 και 2) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας". Η αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε με τον προαναφερθέντα τρόπο, είναι απαράδεκτη, προεχόντως διότι ασκήθηκε χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, ανεξαρτήτως του ότι έτσι όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι παντελώς αόριστοι, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31 Ιανουαρίου 2005 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ......, κατά της 152-153/31-1-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Kαταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(Βούλευμα)ΑΝΑΙΡΕΣΗ: Απαράδεκτη για μη νόμιμη άσκηση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1840//2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Γεωργία Αντωνέλου, για αναίρεση της 199/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1950/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 τουΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη περίπτωση, με τη 109/9-10-2006 έκθεση αναιρέσεως κατά της 199 /4-10-2006 συγχωνευτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία καθορίστηκε συνολική ποινή κάθειρξης εννέα ετών, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση αυτής για "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο". Έτσι όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο μοναδικός αυτός λόγος, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω παντελούς αοριστίας αυτού. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 109/9-10-2006 έκθεση αναιρέσεως κατά της 199 /4-10-2006 συγχωνευτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου του Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αοριστία λόγων, οδηγεί σε απαράδεκτο.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1838/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 923-924/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ..... και 2. ..... Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1623/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περίπτ. ζ' του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών τιμωρείται όποιος, εκτός άλλων, μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, είτε στο έδαφος της επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το διακεκριμένο και αυτοτελές έγκλημα της μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών πραγματώνεται, όταν ο δράστης μετακινεί αυτές από τόπο σε τόπο, με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, είτε στο έδαφος της Ελληνικής επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάμενος στον Ελληνικό εναέριο χώρο. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεώς της όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 923-924/2006 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα σ' αυτή μνημονευόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο 1ος κατηγορούμενος (......), από κοινού ενεργώντας με άλλον (.......), πώλησε και παρέδωσε στους 2ο και 3ο κατηγορουμένους στις 21-2-2001 (21:30 ώρα περίπου) δύο δέματα χασίς σε φούντα, συνολικού βάρους 1518,4 γραμμ. και τρία σακκουλάκια με καθαρή ηρωϊνη, συνολικού βάρους 0,9 γραμμαρίων, αντί ανεξακρίβωτου τιμήματος. Η πράξη αυτή έλαβε χώραν στην περιοχή ..... Θεσσαλονίκης. Τις ανωτέρω ποσότητες ναρκωτικών ο 1ος κατηγορούμενος τις μετέφερε στην παραπάνω περιοχή με το ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ίδιος. Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι, τις παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών, που αγόρασαν, τις κατείχαν από κοινού (εν γνώσει τους και έχοντας την πραγματική εξουσίαση τους) έχοντας αποκρύψει αυτές και δη ένα δέμα (647,6 γραμμ.) στο 5ο χιλ/τρο της Ε.Ο. Κατερίνης - Ελασσόνας, άλλο δέμα (870,8 γραμμ.) εντός του ...... αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του 3ου κατηγορούμενου και 0,9 γραμμ. που είχε πάνω του ο 3ος κατηγορούμενος, στο 1ο χιλ/τρο της ΕΟ Κατερίνης - Ελασσόνας. Τις παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών τις μετέφεραν οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι με το ....... ...... .... αγροτικό αυτοκίνητο, από το ..... Θεσσαλονίκης, που τις αγόρασαν, στις προαναφερθείσες τοποθεσίες. Την κρίση του αυτή το δικαστήριο τη στηρίζει στα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικότερα στη με λόγο γνώσης και σε δική του αντίληψη στηριζόμενη κατάθεση του μάρτυρα ....... αστυνομικού, στα αναγνωσθέντα έγγραφα και ιδιαίτερα στις εκθέσεις κατάσχεσης. Ακόμη στο γεγονός ότι ο 3ος κατηγορούμενος ομολόγησε κατά την κυρία ανάκριση τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, ενώ ο 2ος κατηγορούμενος δέχεται μόνο την κατηγορία που αφορά τα ναρκωτικά. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ως τοξικομανή, αγοράς, κατοχής και μεταφοράς της ίδιας ποσότητας ναρκωτικής ουσίας (ινδικής κάνναβης) ναρκωτικής ουσίας και, αναγνωρίζοντας σ' αυτόν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών και εξ (6) μηνών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, μεταξύ άλλων και στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 ΠΚ και 4 παρ. 1, 3 πιν. Α5 και Α6, 5 παρ. 1 στοιχ. γ, του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, τις οποίες εφήρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, με την αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση α) του τόπου από τον οποίο παρέλαβαν ο κατηγορούμενος με τον συγκατηγορούμενό του ..... τις προαναφερθείσες ποσότητες ινδικής κάνναβης (...... Θεσσαλονίκης) και του τόπου όπου βρέθηκαν αυτές (5ου και 1ου χιλιομέτρων της Εθνικής Οδού Κατερίνης - Ελλασόνας), ήτοι περιοχών που βρίσκονται στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας, και β) του μέσου, με το οποίο μεταφέρθηκαν οι ως άνω ναρκωτικές ουσίες (του υπ' αριθ. ..... ...... ..... αγροτικού αυτοκίνητου), η προσβαλλόμενη απόφαση έχει όλα τα αξιούμενα για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας στοιχεία, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της μεταφοράς ναρκωτικής ουσίας τα οποία, ως προς τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αυτής, διαφοροποιούνται από εκείνα της κατοχής, με την οποία και συρρέει αληθώς, γι' αυτό είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, θεμελιώνεται μόνο η αξιόποινη πράξη της κατοχής ναρκωτικής ουσίας και όχι της μεταφοράς. Κατά το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του Ν. 1729/1987, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το Ν. 2408/1996, δράστης ο οποίος απέκτησε την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις (τοξικομανής) αν είναι υπαίτιος, πλην άλλων, πράξεων του άρθρου 5 παρ. 1 περίπτ. γ' και ζ', δηλαδή αγοράς, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κάνναβις (άρθρ. 4 πιν. Α' περ. 6 ίδιου νόμου), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή 200.000 δραχμών έως 5.000.000 δρχ., ενώ, εάν είναι υπαίτιος της πράξεως του άρθρου 12 παρ. 1 δηλαδή, αν για δική του αποκλειστική χρήση κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες, παραμένει ατιμώρητος. Από τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός άλλων, προκύπτει ότι η από τον δράστη αγορά, κατοχή και μεταφορά της ναρκωτικής ουσίας για δική του αποκλειστική χρήση, ή για περαιτέρω διάθεσή της, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων της αγοράς, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικής ουσίας. Συνεπώς, για την πληρότητα της αιτιολογίας της ως άνω αξιόποινης πράξης της μεταφοράς της παραπάνω ναρκωτικής ουσίας, δεν απαιτείτο ειδική μνεία ότι ο σκοπός του μεταφέροντος αυτή κατηγορουμένου ήταν η εμπορία και εντεύθεν δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο, εκ μόνου του λόγου ότι δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής, να αιτιολογήσει ότι οι ως άνω ποσότητες ναρκωτικής ουσίας δεν προορίζονταν για αποκλειστικά δική του χρήση, αφού τούτο, δεν αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της μεταφοράς, αλλά αυτοτελή ισχυρισμό, που πρέπει, για να είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει, να έχει υποβληθεί ορισμένως και παραδεκτώς. Όπως, όμως, από τα πρακτικά της δίκης, προκύπτει, τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός δεν είχε προταθεί από τον εκπροσωπήσαντα τον κατηγορούμενο συνήγορό του. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου από τους παραπάνω λόγους της αναίρεσης. Μετά από αυτά και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του ...... για αναίρεση της 923-924/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαϊου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επαρκής αξιολόγηση και ορθή εφαρμογή του νόμου.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 1837/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ..... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Θεοδώρου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 62/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 7/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, επί καταδικαστικών αποφάσεων, να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού έχει και το αίτημα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, για επιβολή μειωμένης ποινής στην περίπτωση του άρθρου 133 εδ. 1 του ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν κάποιος, κατά τον χρόνο που τελέσθηκε η πράξη, έχει συμπληρώσει το 17ο όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), για την προβολή δε του ισχυρισμού αυτού, είναι προφανές το έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 62/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.00) ευρώ, για τις κακουργηματικές πράξεις της εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, ως υπότροπος και ως ενεργήσας κατ' επάγγελμα. Για να αιτιολογήσει την παραπάνω καταδικαστική κρίση του το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Αξιοποιώντας σχετικές πληροφορίες, που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία, σύμφωνα με τις οποίες επρόκειτο να γίνει στην Χώρα εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών, από την Αλβανία, έγινε επιτήρηση όλης της περιοχής, απ' όπου, κατά τις πληροφορίες, θα επιχειρούνταν η εισαγωγή των ναρκωτικών, από άνδρες του σώματος συνοριοφυλάκων, οι οποίοι έστησαν θερμική κάμερα νυκτός και με αυτή εντόπισαν, τις πρωινές ώρες της 17-3-2004, δυο άτομα σε δύσβατη περιοχή, στη θέση ...., τα οποία οδηγούσαν δυο ζώα ( ίππους), στα οποία ήταν φορτωμένα ναρκωτικά. Τα άτομα αυτά σταμάτησαν σε ένα σημείο, όπου άρχισαν να ξεφορτώνουν τα ζώα από τα ναρκωτικά, τα οποία επεχείρησαν να μεταφέρουν προς τον κεντρικό δρόμο. Τότε έλαβε χώρα επέμβαση των ανδρών του σώματος συνοριοφυλάκων, οι οποίοι κατόρθωσαν να συλλάβουν τον ένα από τους δυο άνδρες, που ήταν Αλβανοί υπήκοοι και συγκεκριμένα τον παρόντα κατηγορούμενο, ο δε άλλος ονόματι ...... κατόρθωσε να διαφύγει, εκμεταλλευόμενος το δύσβατο της περιοχής, τα ναρκωτικά δε τα οποία περιήλθαν στα χέρια τους ήταν ποσότητα ινδικής κάνναβης, συσκευασμένη σε εκατόν δώδεκα (112) δέματα και βρίσκονταν μέσα σε τέσσερις ταξιδιωτικούς σάκους, συνολικού βάρους εκατόν δεκατεσσάρων ( 114) κιλών και οκτακοσίων σαράντα (840) γραμμαρίων. Την προαναφερθείσα ποσότητα ναρκωτικών εισήγαγε ο ως άνω κατηγορούμενος, μαζί με τον διαφυγόντα τη σύλληψη, ομοεθνή του, την ανωτέρω ημερομηνία στην Ελληνική Επικράτεια, από στην Αλβανία και την κατείχε από κοινού με αυτόν, στην Ελλάδα, κατά τον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης επ' αυτής και της διάθεσής της σε τρίτους, με οικονομικό αντάλλαγμα, την μετέφερε δε μαζί με τον προαναφερθέντα ομοεθνή του, μέσα στην Ελληνική Επικράτεια. Τις παραπάνω δε πράξεις, παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, που αφορούν την ίδια ποσότητα, τέλεσε ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα, αφού, από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με τη χρήση ζώων (ίππων), για τη μεταφορά των ναρκωτικών και την γνώση εκ μέρους του της ευρύτερης περιοχής και της διαδρομής που ακολούθησε, αλλά και από την επανειλημμένη τέλεση αυτής, ενόψει του ότι έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών και, συγκεκριμένα, με την υπ' αριθμ. 107/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Δυτικής Μακεδονίας, επιβλήθηκε σε βάρος του, ως τότε ανηλίκου, ποινικός σωφρονισμός κατ' ελάχιστο όριο τρία (3) χρόνια και κατά μέγιστο όριο επτά (7) χρόνια, για εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια ναρκωτικών κατ' εξακολούθηση, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμό εισοδήματος, επιπλέον δε είναι εκείνος και υπότροπος, αφού, με την προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Δυτικής Μακεδονίας, που είναι αμετάκλητη, καταδικάσθηκε για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών για κακούργημα (εισαγωγή στην Επικράτεια ναρκωτικών ουσιών κατ εξακολούθηση) και επιβλήθηκε σε βάρος του η ποινή του ποινικού σωφρονισμού κατ' ελάχιστο όριο τρία (3) χρόνια και κατά μέγιστο όριο επτά (7) χρόνια, εντός της προηγούμενης δεκαετίας. Στη συνέχεια το Δικαστήριο έκρινε αβάσιμους, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, τους προβληθέντες από τον κατηγορούμενο, (ο οποίος ομολόγησε μόνο την πράξη της εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια των ναρκωτικών ουσιών), αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, ότι δεν είχε αυτός καμία εξουσία διάθεσης των ναρκωτικών ουσιών, δεδομένου ότι εγκέφαλος της σπείρας ήταν αυτός που διέφυγε τη σύλληψη, ο οποίος του είχε αναθέσει να τις εισαγάγει στην Ελλάδα αντί αμοιβής 300 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε το αίτημα να αναγνωρισθεί στον τελευταίο το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας (αριθμ. 133 εδ. 1, 83 του ΠΚ). Το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου με την αιτιολογία, ότι τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό περιστατικά σε σχέση με την επιδειχθείσα από αυτόν παράνομη συμπεριφορά, παρελθούσα και επίδικη, μαρτυρούν ωριμότητα, καθώς και συναισθηματική ψυχρότητα, αλλά και επικινδυνότητα αυτού, ενόψει του ότι δεν στάθμισε ο ίδιος την τεράστια ζημία, που θα προξενούσε σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ιδίως δε νέων, που θα έκαναν χρήση των ναρκωτικών, από την πολύ μεγάλη ποσότητα ινδικής κάνναβης, την οποία είχε εισαγάγει στη χώρα και την οποία κατείχε και μετέφερε. Έτσι κρίνοντας και άνω Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, ενώ, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω απορριπτική του ως άνω αιτήματος κρίση του και να δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε ωριμότητα, συναισθηματική ψυχρότητα και επικινδυνότητα διαλαμβάνει ότι την κρίση του αυτή τη στηρίζει τόσο στα περιστατικά τα οποία εξέθεσε στο σκεπτικό της και αφορούν την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, όσο και στα περιστατικά, της άλλης αξιόποινης πράξης για την οποία είχε καταδικασθεί προηγουμένως, δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του σκεπτικού ποια ήταν αυτά (τα τελευταία). Συνακόλουθα πρέπει, κατά παραδοχή, ως κατ' ουσίαν βασίμου, του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ δεύτερου λόγου της αναίρεσης, και παρελκούσης της έρευνας του άλλου λόγου, ως αλυσιτελούς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο καθ' ό μέρος αφορά τις διατάξειςτης για την αναγνώριση του παραπάνω ελαφρυντικού και την επιβολή ποινής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμό 62/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, μόνο ως προς τη διάταξή της για τη μη αναγνώριση του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας καθώς και ως προς εκείνη περί επιβολής ποινής. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ως προς το αναιρούμενο μέρος αυτής, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
΄Ελλειψη αιτιολογίας επί αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικού μετεφηβικής ηλικίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής.
1
Αριθμός 1836/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ε' Ποιν.Τμήμα-σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 και 12 Οκτωβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσας-εκζητουμένης χ1 και ήδη κρατουμένης στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Κουρδαλλού, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Μαυροκέφαλο, κατά της υπ' αριθμ. 8/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε την εκτέλεση του από 18 απριλίου 2006 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Πρόεδρος του Τμήματος Δικαστών για Προανακρίσεις - Δικαστών Προκαταρκτικής Ακρόασης του Δικαστηρίου της Τεργέστης της Ιταλίας σε βάρος της ανωτέρω εκζητουμένης. Κατά της αποφάσεως αυτής, η πιο πάνω εκζητουμένη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 2/16 Μαϊου 2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς Θεμιστοκλή Παπακωνσταντίνου και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 893/2007. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούντας-εκζητουμένης, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση της εκζητουμένης και να εκτελεστεί το από 3 Μαϊου 2006 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης των αρχών της Ιταλίας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αριθμ. 8/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του υπ' αριθμ............., ........... εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε από τον Πρόεδρο του Τμήματος Δικαστών Προκαταρκτικής ακρόασης του δικαστηρίου της Τεργέστης της Ιταλίας, εναντίον της εκκαλούσης χ1, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Επειδή, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η εκκαλούσα και ο παραστάς συνήγορος αυτής προφορικά στο ακροατήριο και με το υπόμνημά του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλουμένη απόφασή του το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς αποφάσισε την εκτέλεση του υπ' αριθμ. ............, ........... εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε από τον Πρόεδρου του Τμήματος Δικαστών Προκαταρκτικής ακρόασης του Δικαστηρίου της Τεργέστης της Ιταλίας εις βάρος της εκκαλούσης χ1, η οποία γεννήθηκε στο ......... Βουλγαρίας στις 11 Ιανουαρίου 1977 και κρατείται στη δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, δυνάμει των υπ' αριθμ. 977/24-3-2006 και 1513/11-5-2006 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με τις οποίες της έχουν επιβληθεί ποινές φυλακίσεως τριών (3) ετών και καθείρξεως επτά (7) ετών και έξι (6) μηνών αντιστοίχως για απόπειρα διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής κατά συναυτουργία και για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατ' εξακολούθηση από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Αυτή στις 27-4-2007 φυλακίστηκε, με την υπ' αριθμ. ........... εντολή συλλήψεως του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, προκειμένου να εκδοθεί στις Ιταλικές αρχές για να δικασθεί για τις πράξεις: α) της συνέργειας σε διακεκριμένες κλοπές εκ θυλακίων, β) σύστασης και συμμορίας με σκοπό το εμπόριο δούλων, γ) συνέργειας σε διακεκριμένη περίπτωση εμπορίας ανθρώπων και δ) συνέργειας σε διακεκριμένη περίπτωση εμπορίας ανθρώπων, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα.... 10, 112 παρ. 2 και 4, 624, 625 παρ. 4, 416 παρ. 1,2,3,5,6, 600 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα. Επί πλέον οι πράξεις αυτές, είναι αξιόποινες και κατά τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 2, 46, 98. 374 παρ. παρ. δ' και ε' σε συνδυασμό με άρθρο 372 παρ. 1 α, 323 παρ. 1,2 και 323 Α παρ. 1 και 4 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Οι αμέσως προηγούμενες πράξεις συνίστανται στο ότι η εκζητουμένη: Α) Στην ........... Ιταλίας, στις 13-3-2004, ενεργώντας από κοινού με την Γ1 και άλλα άτομα καθώς και με τις φυσικές αυτουργούς τις Γ2 και Γ3 (με την τελευταία να είναι μικρότερη των 14 ετών), και με σκοπό το παράνομο όφελος και ενεργώντας για την προώθηση, την οργάνωση και την διεύθυνση της παράνομης αυτής δραστηριότητας, εξανάγκασε την ανήλικη να διαπράξει το αδίκημα της κλοπής πορτοφολιού από την τσάντα της ........... το οποίο στη συνέχεια περιήλθε στην κατοχή της διωκόμενης Β) Σε ιταλικό έδαφος, από το τέλος του 2001 έως σήμερα, έχοντας ιδρύσει και οργανώσει, σε συνεργασία με 40 συγκατηγορουμένους της και με 10 ακόμη άγνωστα άτομα, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και τόπους, μία σύνθετη εγκληματική οργάνωση με μέλη προερχόμενα από διάφορα κράτη και έδρα την Βουλγαρία, στις πόλεις ........ και .........., με στόχο την τέλεση εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας μέσω πυρήνων ή ομάδων δράσης οργανωμένων ιεραρχικά και στενά συνδεδεμένων με 3 ανήλικα κορίτσια, με κύριο σκοπό τις κλοπές πορτοφολιών αδιακρίτως από τις ανωτέρω ανήλικες, οι οποίες είχαν λάβει οδηγίες και είχαν αγοραστεί και στρατολογηθεί στην χώρα καταγωγής τους και στη συνέχεια είχαν οδηγηθεί στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ιταλία περιήλθαν σε κατάσταση δουλείας και εξαναγκάστηκαν να γίνουν αυτουργοί κλοπών εκ θυλακίων υπό την ενεργό εποπτεία μεγαλύτερων γυναικών και εμπειροτέρων. Γ) Σε ιταλικό έδαφος τον Οκτώβριο του 2003, ενεργώντας από κοινού με τους Γ4, Γ5, Γ6, Γ7 και με πέντε ακόμη άτομα που δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητά τους περιήγαγε στην Ιταλία και σε διάφορα κράτη Δυτικής Ευρώπης την ανήλικη Ζ1 (Ψευδώνυμο .......... και ..............) εκμεταλλευόμενη την ψυχολογική κατάστασή της και την φυσική αναπηρία της και με απειλές και σωματική βία την εξανάγκασε από κοινού με τις ανωτέρω να διαπράττει κλοπές με επιδεξιότητα, υποχρεώνοντας την να τους παραδίδει το προϊόν της παράνομης πράξης και εμποδίζοντάς την να απομακρυνθεί ή να κινηθεί χωρίς την συνεχή παρουσία τους, και Δ) το Μάρτιο του 2004 σε ιταλικό έδαφος σε συνεργασία με τους Γ6, Γ1(αλλιώς ..........), Γ8 (αλλιώς Γ2, Γ7 και με άλλους αγνώστους αλλά όμως πάνω από πέντε άτομα τον αριθμό, για τον εξαναγκασμό σε σκλαβιά ή εν πάση περιπτώσει σε συνθήκες ανάλογες με εκείνης της σκλαβιάς, της ανήλικης κάτω των 14 ετών Ζ1, εκμεταλλευόμενοι την ψυχολογική και φυσική κατωτερότητα της ανήλικης, αφού την εκπαίδευαν στην Βουλγαρία, στην πρακτική του "ξαφρίσματος" τσαντών, την οδηγούσαν στην Ιταλία και γενικά στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και με απειλές και σωματική βία την εξανάγκαζαν να διαπράττει κλοπές με επιδεξιότητα και να τους παραδίδει το προϊόν της παράνομης πράξης και την εμπόδιζαν να απομακρυνθεί ή να κινηθεί χωρίς τη συνεχή παρουσία τους. Αυτή (εκζητουμένη), στις 25-4-2007, όταν εμφανίστηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και ενημερώθηκε για το συγκεκριμένο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν αμφισβήτησε μεν την ταυτότητά της, πλην όμως δήλωσε ότι δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή της και συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο προκειμένου να αποφασίσει για την εκτέλεση τούτού (ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης). Ενόψει, λοιπόν, των όσων προεκτέθηκαν, το παραπάνω ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 στοιχεία, δεν αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, αφορά πράξεις οι οποίες συνιστούν εγκλήματα και κατά τους ελληνικούς ποινικούς, νόμους, τα οποία τιμωρούνται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητικές της ελευθερίας ποινές, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον 12 μηνών καταδίκη, οπότε είναι σύμφωνο με τα άρθρα 5 και 10 παρ. 1 του ίδιου πάντα νόμου και δεν συντρέχει κάποια, από τις προβλεπόμενες, στα άρθρα 11 και 12 αυτού του νόμου, περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος για τις προαναφερόμενες πράξεις, οι οποίες έχουν τελεστεί στην Ιταλία, που είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα όσον αφορά την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης χωρίς έλεγχο του διπλού αξιοποίνου, αφού αυτή περιλαμβάνεται στη παράγραφο 2 του άρθρου 10 (στοιχ. α) του πιο πάνω άρθρου, για την οποία επιτρέπεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος για την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης. Από το περιεχόμενο του μνημονευομένου στο προσβαλλόμενο βούλευμα ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σαφώς προκύπτει ότι στο τελευταίο αναφέρονται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. δ' και ε' του Ν. 3251/2004, η συμμετοχική δράση της εκκαλούσας στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ζητείται η εκτέλεση του εντάλματος αυτού κατά τρόπο πορισμένο, καθώς επίσης και ο χρόνος και τόπος τέλεσης των αξιόποινων αυτών πράξεων. Τα αντίθετα δε ισχυριζόμενη με την κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα είναι αβάσιμα. Η δικαστική δε αρχή, εν προκειμένω το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά που αποφάσισε την εκτέλεση του πιο πάνω ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 18 του Ν. 32512004, δεν είχε την εξουσία από τις διατάξεις του ιδίου Νόμου να κρίνει και το βάσιμο των αποδιδομένων στην εκκαλούσα αξιοποίνων πράξεων και συνεπώς αλυσιτελώς ισχυρίζεται αυτή ότι δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτή αξιόποινες πράξεις. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων ουσία αβάσιμη ελέγχεται η κρινόμενη έφεση και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την υπ' αριθμ. 2/16-5-2007 έφεση της εκκαλούσης χ1 κατά της υπ' αριθμ. 8/2007 αποφάσεως (βουλεύματος) του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και, Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, εκδοθέν από Ιταλική αρχή εις βάρος υπηκόου Βουλγαρίας για εγκλήματα τελεσθέντα στην Ιταλία. Οι αποδιδόμενες στην εκκαλούσα πράξεις είναι αξιόποινες και κατά το Ελληνικό δίκαιο. Αβάσιμη η έφεση της κατηγορουμένης γιατί το Συμβούλιο Εφετών που αποφάσισε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν είχε την εξουσία να κρίνει και τα βάσιμα των αποδιδομένων στην εκκαλούσα αξιοποίνων πράξεων.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 1831/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτιο Βασιλείου, περί αναιρέσεως της 1746/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1437/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των 333 και 369 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίνεται υποχρεωτικώς ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του περί της ενοχής και μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως δίνεται στον ίδιο ή τον συνήγορό του ο λόγος σε σχέση με την ποινή . Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση ο ..... . καταδικάσθηκε, με την απόφαση 293/2006 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων για έκδοση δύο ακάλυπτων επιταγών και συγκεκριμένα της υπ' αριθμ. .... επί της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 3733017δρχ. και της υπ' αριθμ. ..... επί της αυτής Τράπεζας, ποσού 2.512.612 δρχ. και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2δ Π.Κ. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την απόφαση 843/2007 του Αρείου Πάγου α) ως προς τη διάταξη που αφορούσε στην καταδίκη για την έκδοση της πρώτης των ανωτέρω ακαλύπτων επιταγών, λόγω υποβολής της εγκλήσεως παρά μη δικαιούχου και κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης της επιταγής αυτής και β) ως προς την ποινή. Στη συνέχεια παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο για να επιβληθεί νέα ποινή για την έκδοση της δευτέρας ως άνω ακάλυπτης επιταγής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την απόφαση 1746/2007 επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 ημερών για την πράξη της έκδοσης της δευτέρας ακάλυπτης επιταγής, η τέλεση της οποίας είχε κριθεί αμετάκλητα. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλομένη απόφαση, η διευθύνουσα τη συζήτηση, μετά την πρόταση του Εισαγγελέως περί της επιβλητέας ποινής δεν έδωσε το λόγο στον συνήγορο του αναιρεσείοντος τον οποίο νομίμως εκπροσωπούσε περί της ποινής. Ενόψει αυτών, το παραπάνω Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ και, συνεπώς, είναι βάσιμος ο από αυτή δεύτερος λόγος της αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. 3.- Επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού και χωρίς έρευνα των άλλων λόγων, που είναι περιττή, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραγραφής του εγκλήματος καθόσον η ανωτέρω απόφαση με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος έγινε αμετάκλητη κατά τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. με την απόρριψη της αναιρέσεως ως προς αυτήν, οπότε μετά το ως άνω αμετάκλητο της αποφάσεως περί ενοχής, παύει να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1746/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα, λόγω απόλυτης ακυρότηττας διότι δεν δόθηκε στον συνήγορό του ο λόγος περί της ποινής.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Συνήγορος κατηγορουμένου.
1
Αριθμός 1829/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πανάγο, περί αναιρέσεως της ΒΤ7536/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Απριλίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 788/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. α΄ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ΒΤ 7536/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1550/2002 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε μηνών (15) και χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) Ευρώ για παράβαση του άρθρου 79 Ν.5960/1933. Με την έφεση της, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη επικαλέσθηκε και προέβαλε ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης που της επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής και ότι κακώς της κοινοποιήθηκε η απόφαση ως άγνωστης διαμονής, ενώ είχε γνωστή στις αρχές διαμονή στην ......., οδό ......, αρ. ..... Ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ακόλουθα: "Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ήτοι ασκήθηκε στις 14-11-2003, ενώ η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην κατ/νη ως αγνώστου διαμονής στις 17-10-2002 (βλ. αποδεικτ. Επίδοσης απόφασης σε κατ/νο με άγνωστη διαμονή του ....), η δε κατ/νη δεν επικαλέστηκε ούτε και απέδειξε ότι ένεκα λόγου ανωτέρας βίας δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι ήταν, κατά το χρόνο επίδοσης προς αυτήν της εκκαλούμενης απόφασης, γνωστής διαμονής, και για τη θεμελίωση της κρίσης του ότι καλώς έγινε η επίδοση αυτή ως άγνωστης διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα δεν αναφέρεται στο αιτιολογικό της απόφασης αν η αναιρεσείουσα ήταν ή όχι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, άγνωστης διαμονής για τη δικαστική αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της απόφασης. Προσέτι από το περιεχόμενο του σκεπτικού δεν προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην προαναφερόμενη απορριπτική κρίση του και ειδικότερα ότι η βεβαίωση σύμφωνα με την οποία η κατηγορούμενη ήταν άγνωστη στην διεύθυνση, όπου αναζητήθηκε, και ότι δεν είχε γνωστή διαμονή, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε την κατάθεση του εξετασθέντος ενόρκως μάρτυρα .... που περιέχεται στα πρακτικά της δίκης, αφού η κατάθεση αυτή δεν μνημονεύεται ούτε στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε στο κύριο περιεχόμενο αυτού, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την ΒΤ 7536/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων. Επίδοση ως αγνώστου διαμονής. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί-Παραπέμπει
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1828/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3031/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενους τους: 1) x1 και 2) x2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Σωτήριο Νίκα και Νικολέττα Μπασδέκη, με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ψ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή και 2)ψ2, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 15/27-3-2007 έκθεση αναιρέσεώς του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 509/2007. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους πληρεξουσίους των παραστάντων κατηγορουμένων και του πρώτου, παραστάντος, πολιτικώς ενάγοντος, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ του ιδίου Κώδικος, λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και την μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής ή όποιας άλλης κρίσεώς του. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων, όπως τα ονόματα των εξετασθέντων μαρτύρων κλπ. δεν είναι αναγκαία, όπως και η αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα εξ αυτών, πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένοι δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος, κατά την ποινική διαδικασία, αλλά και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, που δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, ειδικότερα μάλιστα, όταν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενον αυτής (αιτιολογίας), ότι ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, στην αιτιολογία της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 3031/2006 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, αναφέρεται, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ".....τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, την απολογία της β' κατηγορουμένης στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Από την παράθεση αυτή, χωρίς αμφιβολία προκύπτει ότι το δικαστήριο, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων ψ1 και ψ2, οι οποίοι αναφέρονται στα πρακτικά, ως μάρτυρες κατηγορίας και δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά, ότι λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τόσο μάλλον καθόσον στην αρχή της αιτιολογίας της αποφάσεως, γίνεται μνεία περί λήψεως υπόψη "των καταθέσετων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως", χωρίς διάκριση αν ορισμένοι από αυτούς εξετάστηκαν ενόρκως ή χωρίς όρκο. Προσθέτως, αφού λήφθηκαν υπόψη και τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αναγκαίως εντεύθεν έπεται, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν και οι χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα εν λόγω πρακτικά. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά τον μοναδικό, από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, λόγο αυτής, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της αποφάσεως, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 27 Μαρτίου 2007 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3031/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία δικαστικής αποφάσεως: Η μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Από την αναφορά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη «οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως» προκύπτει αναμφισβήτητα ότι λήφθηκαν υπόψη και οι χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Πολιτικός ενάγων.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1830/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ............. και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Φανή Παναγοπούλου, περί αναιρέσεως της 1220/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 992/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά τις υπ' αριθμ. 1220/2007 ανεκκλήτου αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (Ολ ΑΠ 6/2002) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Επειδή κατά το άρθρο 551 του Κ.Π.Δ. αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού νόμου για τη συρροή, δηλαδή τα άρθρα 94 επ. αυτού και κατά της αποφάσεως που καθορίζει συνολική ποινή επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον Εισαγγελέα, για τους περιλαμβανόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. λόγους. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Π.Κ. κατά του υπαίτιου δύο η περισσότερων εγκλημάτων, που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, επαυξημένη από τις άλλες συντρέχουσες ποινές. Η επαύξηση όμως αυτή δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των συντρεχουσών αυτών ποινών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 97 του ίδιου κώδικα η παραπάνω διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαρισθεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικασθεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε και αν αυτή τελέσθηκε. Τέλος όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του Π.Κ. η υπό τον όρο της ανακλήσεως χορηγούμενη απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της, που επιδιώκει την αποτροπή υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ. Α.Π. 106/1991). Επομένως μπορεί η ποινή στην οποία αυτή αναφέρεται, να συγχωνευθεί με άλλες ποινές αν συναντάται με αυτές κατά την εκτέλεση και εφόσον οι εν λόγω ποινές δεν αναφέρονται σε εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε επέρχεται άρση της αναστολής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1220/2007 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, έκανε δεκτή την από 27-2-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος για συγχώνευση των παρακάτω ποινών που συναντήθηκαν κατά την εκτέλεση, ήτοι: α) της ποινής φυλακίσεως των τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 425/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, β) της ποινής φυλακίσεως ενός (1) έτους, πέντε (5) μηνών και είκοσι έξι (26) ημερών, ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής φυλακίσεως δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών που επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 33/6/2005 απόφαση του ιδίου, ως άνω δικαστηρίου - και γ) της ποινής φυλακίσεως των δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 60 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 43480/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ο αναιρεσείων για τη δεύτερη απόφαση έτυχε, με το υπ' αριθμ. 293/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου της υπό όρον απολύσεως, με ανασταλέν το ως άνω, υπό στοιχ. β', υπόλοιπο ποινής (ενός έτους, πέντε μηνών και 26 ημερών). Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, προκειμένου να καθορίσει τη συνολική εκτιτέα ποινή, έλαβε ως ποινή βάση την βαρύτερη ποινή φυλακίσεως των τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την προμνημονευθείσα υπ' αριθμ. 425/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, την οποία επαύξησε κατά ένα (1) έτος από το ανασταλέν, με το προαναφερθέν βούλευμα, υπόλοιπο ποινής του ενός (1) έτους, πέντε (5) μηνών και χρηματική ποινή 30 ευρώ από την ποινή φυλακίσεως των δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 60 ευρώ που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 43481/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ετσι που έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 και 551 και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή δεν έπρεπε να υπολογισθεί στη συνολική ποινή το ως άνω ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής φυλακίσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, σημειουμένου ειδικότερα εδώ, ότι η υπό όρον απόλυση του αναιρεσείοντος, που διατάχθηκε με το προαναφερθέν υπ' αριθμ. 293/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, αποτελεί τρόπο έκτισης της ποινής, η οποία (ποινή) εξακολουθεί να αποτίεται υπό κατάσταση περιορισμένης ελευθερίας. Απορριπτομένης της αιτήσεως, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-4-2007 αίτηση του ................ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1220/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ, για την άσκηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο. Για τον καθορισμό συνολικής ποινής προσμετρείται και το κατ’ άρθρο 105 ΠΚ ανασταλέν υπόλοιπο ποινής φυλακίσεως.
Ποινή συνολική
Ποινή συνολική, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 40/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα - Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου), Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη - Εισηγητή, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση: (αναφέρονται 37 ονόματα), 38)..... για την ίδια και για τα ανήλικα παιδιά της .... και ....., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα σ' αυτά, όλων καθολικών διαδόχων-κληρονόμων του δικαιοπαρόχου τους ....., που πέθανε στις 4-7-2003, (αναφέρονται ακόμη 24 ονόματα). Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 15ου εκ των αναιρεσειόντων (.....), ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν περιλαμβάνεται στους καλούντες της κρινόμενης και από 6 Μαρτίου 2007 κλήσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άρι Καζάκο. Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης - καθής η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Goodyear Dunlop Ελαστικά Ελλάς ΑΒΕΕ", όπως μετονομάστηκε, μετά από τροποποίηση του καταστατικού της, από την αρχική "Goodyear Ελλάς ΑΒΕΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη και Κωνσταντίνο Κρεμαλή. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ των καλούντων - αναιρεσειόντων: Tριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας Γ.Σ.Ε.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο. Κοινοποιήθηκε η κλήση προς τους: 1) Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση - σωματείο με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας-ΓΣΕΕ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο, 2) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου και 3) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελληνία Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Οκτωβρίου 1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με πρόσθετες παρεμβάσεις της ήδη παρεμβαίνουσας, της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3898/1997 του ίδιου δικαστηρίου, 1171/1999 μη οριστική και 8497/1999 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν, αφ ενός μεν οι αναιρεσείοντες με την από 15 Ιανουαρίου 2002 αίτησή τους και αφετέρου η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 30-10-2002 πρόσθετη παρέμβασή της. Εκδόθηκε η 139/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Η υπόθεση επανήλθε εκ νέου για συζήτηση με την από 30 Οκτωβρίου 2003 κλήση των αναιρεσειόντων, επί της οποίας εκδόθηκε η 998/2004 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα του παραδεκτού της από 15-1-2002 ως άνω αίτησης αναίρεσης ως και τον πρώτο λόγο αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 1 Σεπτεμβρίου 2004 κλήση των αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση εισήχθη στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εξέδωσε την 27/2005 απόφαση, με την οποία: 1. κήρυξε παραδεκτή την από 15-1-2002 αίτηση αναίρεσης, 2. ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης, 3. απηύθυνε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο ερώτημα: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου, ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδαφ. Δ΄ της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση" και 4. διέταξε να διαβιβαστούν από τη γραμματεία του Αρείου Πάγου προς τη γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα της απόφασης αυτής, της προσβαλλομένης 8497/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, ως και των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια το Δ.Ε.Κ. στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 εξέδωσε απόφαση επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-187/05, C-188/05, C-189/05 και C-190/05, με την οποία αποφάνθηκε επί του παραπάνω ερωτήματος. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η υπόθεση εισάγεται εκ νέου για συζήτηση ενώπιον της Τακτική Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου με την από 6 Μαρτίου 2007 κλήση των αναιρεσειόντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, πλην του 15ου εκ των αναιρεσειόντων. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας καθώς και της 2ης από αυτούς προς τους οποίους κοινοποιήθηκε η κλήση, την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης καθώς και της πρόσθετης παρέμβασης, οι δε πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι παραπεμφθέντες λόγοι στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, ως βάσιμοι. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την με επίκληση προσκομιζόμενη ..... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..... και τις συνοδεύουσες αυτή απόδειξη παραλαβής δικογράφου και βεβαίωση, προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, στον από τους αναιρεσείοντες .... (15ο), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επίσης, από την προσκομιζόμενη με επίκληση ..... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ....., προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην προσθέτως παρεμβαίνουσα ενώπιον του Εφετείου "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την 998/2004 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και 1 παρ. 2 περιπτ. δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των κατά το έτος 1996 γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων μισθωτών χωρίς να εφαρμοσθούν οι τότε ισχύοντες όροι και η διαδικασία για τις ομαδικές απολύσεις, όταν με απόφαση της εργοδότριας διακόπηκε η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως, χωρίς να έχει προηγηθεί έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή αυτή. Με την 27/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, ο Άρειος Πάγος αφού ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας πράξεως οργάνων της Ε.Ε. από το Δ.Ε.Κ., η δε απόφαση του Δικαστηρίου αυτού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 παρ. 1 και 3 της Συνθήκης Ε.Κ., απηύθυνε στο Δ.Ε.Κ. προδικαστικό ερώτημα με το εξής περιεχόμενο: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου: Ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση". Αναβλήθηκε δε η έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρις ότου το Δ.Ε.Κ. αποφανθεί επί του παραπάνω ερωτήματος. Με την από 7 Σεπτεμβρίου 2006 απόφασή του, το Δ.Ε.Κ. αποφάνθηκε επί του ανωτέρω ερωτήματος, ότι η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγουμένη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', της εν λόγω Οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της. Το νομικό πλαίσιο της απόφασης αυτής του Δ.Ε.Κ. έχει σχετικώς ως εξής: Η Οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 100 της Συνθήκης της ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης Ε Κ, τώρα άρθρο 94 Ε.Κ.), αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας. Ως "ομαδικές απολύσεις", κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α' της Οδηγίας αυτής, νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από ένα εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών, στις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά δε την παράγραφο 2 εδ. δ' του ίδιου άρθρου 1, η παρούσα Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατ'αρχάς υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους. Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, σε κάθε περίπτωση, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 75/129 ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Με το νόμο 1387/1983 (έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις) θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, η οποία εξασφαλίζει α) την πλήρη πληροφόρηση των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, β) στάδιο διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και γ) σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών, αποφασιστική παρέμβαση της διοικητικής αρχής. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ' του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι "οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης". Ο Ν. 1387/1983 αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 Ε.Ο.Κ., με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. δ' της οποίας ορίζεται ότι "η παραπάνω Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής απόφασης". Η Οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, κατόπιν της εγκρίσεως του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9-12-1989. Στο πλαίσιο της τροποποίησης επήλθε κατάργηση του στοιχείου δ' του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 75/129 και προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το ακόλουθο εδάφιο: "Εν τούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της". Οι τροποποιήσεις που επέφερε η Οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Η προβλεπομένη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 24η Ιουνίου 1994. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι η μη εφαρμογή της Οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Και ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την Οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Ότι, συναφώς, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Εθνικού δικαίου δεν προβλέπουν προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. Ότι, ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (Ιούλιος 1996) των κυρίων δικών, η εργοδότρια υπείχε υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων της εκμεταλλεύσεως, αφού η διακοπή αυτή αποφασίσθηκε οικειοθελώς από αυτήν, χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρία ιδρύθηκε κατόπιν εισαγωγής κεφαλαίων από την αλλοδαπή, από εδρεύουσα εκεί ανώνυμη εταιρία, και σκοπός της ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάμων για αυτοκίνητα, καθώς και υλικών επισκευής και αναγόμωσής τους, ιμάντων, σωλήνων, ψυγείων, υλικών συσκευασίας τροφίμων, ως και η εμπορία των προϊόντων αυτών. Η βιομηχανική δραστηριότητα, που αφορούσε την παραγωγή των άνω προϊόντων ήταν από την αρχή διακεκριμένη από την εμπορική, που αφορούσε την εμπορία των εν λόγω προϊόντων. Στο καταστατικό της αναιρεσίβλητης και το Β.Δ. 531/1967, με το οποίο εγκρίθηκε η εισαγωγή των κεφαλαίων για την ίδρυσή της (παραγρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 12), γίνεται σαφής διαχωρισμός των κλάδων δραστηριότητάς της (βιομηχανικού - εμπορικού). Τα εισαγόμενα κεφάλαια που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα δεν υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953 και η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται να τα επανεξαγάγει, επιβάλλεται δε σ'αυτήν η υποχρέωση να τηρεί ξεχωριστά λογιστικά βιβλία για την εμπορική της δραστηριότητα και άλλα για την βιομηχανική, ώστε να εξάγονται χωριστά οικονομικά αποτελέσματα για κάθε κλάδο. Η αναιρεσίβλητη οργάνωσε δύο χωριστούς κλάδους της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, από τους οποίους ο ένας αφορούσε την παραγωγή των παραπάνω προϊόντων και ο άλλος αφορούσε την εμπορία των προϊόντων αυτών, καθώς και άλλων που εισήγε από το εξωτερικό. Για την παραγωγή των προϊόντων της ίδρυσε και έθεσε σε λειτουργία βιομηχανικό συγκρότημα στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε σύνολο τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για την επίτευξη των παραγωγικών σκοπών της. Το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα αποτελούσαν το εργοστάσιο παραγωγής και το εργοστάσιο αναγόμωσης, ενώ η επιχείρηση που αφορούσε την εμπορία των παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων ήταν εγκατεστημένη στη Λ. Κηφισσού 94 στην Αθήνα και είχε ξεχωριστά μέσα για την επίτευξη των οικονομικών της σκοπών (γραφεία, αποθήκες) στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο αυτοί κλάδοι διευθύνονταν από διαφορετικά πρόσωπα και καθένας τους ήταν ανεξάρτητος από τον άλλο, τόσο κατά τα κεφαλαιουχικά αγαθά που τους συγκροτούσαν, όσο και κατά το εργατοτεχνικό προσωπικό, και επί πλέον και κατά τη διαδικασία της οικονομικής τους λειτουργίας, με την έννοια ότι τηρούσαν χωριστά λογιστικά βιβλία, εξήγαν χωριστά αποτελέσματα κέρδους και ζημίας, τηρούσαν χωριστές καταστάσεις προσωπικού και λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η αυθυπαρξία και η ανεξαρτησία του ενός από το άλλο και κατ'αποτέλεσμα η αυτοτέλειά τους ως ξεχωριστών κλάδων. Ως ξεχωριστοί κλάδοι ελέγχθηκαν από την οικονομική εφορία, και από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Στις 19-7-1996 η γενική συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης αποφάσισε τη διακοπή της βιομηχανικής δραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22-7-1996. Το Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης εξουσιοδότησε τους αναφερόμενους υπαλλήλους να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στο βιομηχανικό κλάδο, περίπου, 340 ατόμων, έγιναν δε οι καταγγελίες των συμβάσεών τους από τον παραπάνω χρόνο χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του ισχύοντος, κατά το χρόνο των καταγγελιών, νόμου 1387/1983, από δε τον Οκτώβριο 1996 άρχισε η αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων του κλάδου. Έτσι, ο βιομηχανικός κλάδος, που αποτελούσε εκμετάλλευση αυτοτελή από τον εμπορικό, διέκοψε τη λειτουργία του πλήρως και οριστικώς. Με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε το Εφετείο ότι οι ως άνω ομαδικές απολύσεις, ως γενόμενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της άνω αυτοτελούς εκμεταλλεύσεως με τη βούληση του εργοδότου, είναι έγκυρες, παρά το γεγονός ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως αυτής έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση και απέρριψε την έφεση των απολυθέντων εργαζομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις " και άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Και τούτο, διότι η αναιρεσίβλητη εργοδότρια εταιρία δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους στην ερευνωμένη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της ανωτέρω επιχειρήσεως, όπως υπείχε την υποχρέωση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, αφού η εν λόγω διακοπή των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως αποφασίσθηκε οικειοθελώς από την αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (στο σύνολό της), να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και της υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαίνουσας "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε." (άρθρα 176, 182, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8497/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και της υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαίνουσας "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε.", τα οποία ορίζονται στα ποσά των οκτακοσίων (800) και τριακοσίων (300) Ευρώ, αντίστοιχα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουλίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπόθεση Goodyear. Ρύθμιση ομαδικών απολύσεων Ν.1387/1983.
null
null
1
Αριθμός 41/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β΄ Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη- Εισηγητή, Αθανάσιος Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων-καλούντων: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ..... και 3) ...., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γιώργος Βασιλακάκις. Των αναιρεσιβλήτων-καθών η κλήση: 1) .... και 2) ....., ως έχοντες και ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους .... και ....., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Σαργιαννίδης Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27.3.2002 των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6178/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 09.02.2006 αίτησή τους και τους από 05.07.2006 με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετους λόγους αυτής. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 196/2007 απόφαση του Α1΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 07.05.2007 κλήση των αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο, πρότεινε να παραπεμφθεί η συζήτηση του προαναφερόμενου λόγου αναιρέσεως στη πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος έδωσε τον λόγο στους πληρεξουσίους των διαδίκων, από τους οποίους ο μεν των αναιρεσειόντων δήλωσε ότι συντάσσεται με τη κρίση του Δικαστηρίου, ο δε των αναιρεσιβλήτων ζήτησε να απορριφθεί η πρόταση του Εισαγγελέα. Μετά από αυτά, το Δικαστήριο αποσύρθηκε, προκειμένου να διασκεφθεί επί της παραπάνω προτάσεως, με την παρουσία της γραμματέως και χωρίς την παρουσία του Εισαγγελέα. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνήλθε, εκ νέου, με την ίδια ως άνω σύνθεση και αποφάσισε δημόσια στο ακροατήριό του τα οριζόμενα στην ταυτάριθμη με το παρόν πρακτικό απόφαση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 563 § 2 του ΚΠολΔ και 23 § 2 εδ. γ και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1.756/1995), όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 § 1 του ν. 2.331/1995, προκύπτει ότι στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπάγονται: α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, και β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτή για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας (ΑΠ 11/1999 Α' Τακτική Ολομέλεια), η δε παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι ως ασκούντες τη γονική μέριμνα επί των δύο ανηλίκων τέκνων τους ... και .... με την από 27.3.02 αγωγή τους κατά των αναιρεσειόντων, ιστορώντες ότι με την εκπομπή του πανελληνίας εμβέλειας τηλεοπτικού σταθμού της πρώτης αναιρεσειούσης, στο δελτίο ειδήσεων της 26.7.2000 που συνέταξε ο δεύτερος αναιρεσείων και με ρεπορτάζ της τρίτης ως δημοσιογράφου, προσεβλήθη η τιμή και υπόληψη των, εζήτησαν μετά τον παραδεκτώς γενόμενο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, την αναγνώριση της υποχρεώσεως των αναιρεσειόντων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον καθένα εξ' αυτών το ποσό των 293.470,28 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η ανωτέρω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ' αριθμ. 6178/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ειδικότερα για το ποσό των 105.000 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με έφεση οι αναιρεσείοντες και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης που την απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της τελεσιδίκου αυτής αποφάσεως οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 9.2.2006 αίτηση αναιρέσεως και το Α1 Τμήμα του Δικαστηρίου τούτου, που την δίκασε, με την υπ' αριθμ. 196/2007 απόφασή του παρέπεμψε προς κρίση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον πρώτο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως, δια του οποίου προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου η αιτίαση ότι με το να επιδικάσει τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή της προσωπικότητας των παραπάνω ανηλίκων, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας που ισχύει με βάση το άρθρο 25 του Συντάγματος για το άρθρο 932 ΑΚ. Η ανωτέρω παραπομπή έγινε σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 ΚΠολΔ, γιατί εκρίθη ως γενικοτέρου ενδιαφέροντος το ζήτημα αν η αναλογικότητα, ως υπερνομοθετική αρχή που καθιερώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ώστε να ελέγχεται αναιρετικά η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το εύλογο ή όχι του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως που επιδικάσθηκε ή η αναλογικότητα είναι ερμηνευτική αρχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα δικαίου, οπότε (στην δεύτερη περίπτωση) δεν ιδρύεται μ' αυτή λόγος αναιρέσεως, αλλά προϋποτίθεται η ύπαρξη λόγου αναιρέσεως για παράβαση κανόνος δικαίου κατά τον έλεγχο του οποίου θα κριθεί εάν κατά την τελολογική ερμηνεία αυτού παραβιάσθηκε και η αρχή της αναλογικότητος. Ενόψει όλων των παρατεθέντων η Τακτική Ολομέλεια κρίνει, ότι με τον παραπεμφθέντα σε αυτή ως άνω πρόσθετο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 563 παρ. 2 ΚΠολΔ, τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 23 εδ. γ' και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, όπως αυτό κατά τα προδιαληφθέντα τροποποιήθηκε και ισχύει, επιβάλλεται ο παραπεμφθείς από το Τμήμα στην Τακτική Ολομέλεια πρόσθετος λόγος αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη γνώμη όμως (3) μελών του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα των: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κων/νου Κούκλη και Γεωργίας Λαλούση, Αρεοπαγιτών, δεν συντρέχει ζήτημα εξαιρετικής σημασίας στην προκείμενη περίπτωση, προς παραπομπή της υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει τον παραπεμφθέντα στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ' αριθμ. 196/2007 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τακτική ολομέλεια. Η αναλογικότητα ως υπερνομοθετική αρχή. Παραπέμπεται σε πλήρη ολομέλεια.
null
null
1
Αριθμός 38/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα - Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου), Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη - Εισηγητή, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση : (αναφέρονται 100 ονόματα). Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 3ου και του 70ου εκ των αναιρεσειόντων (..... και ....) οι οποίοι δεν παραστάθηκαν και δεν περιλαμβάνονται στους καλούντες της κρινόμενης και από 6 Μαρτίου 2007 κλήσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άρι Καζάκο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 1ος αναιρεσείων ....., απεβίωσε στις 26-12-2005 και την παρούσα δίκη συνεχίζουν επ΄ονοματί του οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ....., ...., .... και ....., τους οποίους εκπροσωπεί ο ίδιος δια πληρεξουσίων εγγράφων. Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης - καθής η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Goodyear Dunlop Ελαστικά Ελλάς ΑΒΕΕ", όπως μετονομάστηκε, μετά από τροποποίηση του καταστατικού της, από την αρχική "Goodyear Ελλάς ΑΒΕΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη και Κωνσταντίνο Κρεμαλή. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Tριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας Γ.Σ.Ε.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο. Κοινοποιήθηκε η κλήση προς τους: 1)Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση - σωματείο με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας-ΓΣΕΕ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο, 2) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου και 3) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελληνία Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Οκτωβρίου 1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με πρόσθετες παρεμβάσεις της ήδη παρεμβαίνουσας, της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2623/1997 του ίδιου Δικαστηρίου, 1170/1999 μη οριστική και 8496/1999 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν, αφ ενός μεν οι αναιρεσείοντες, με την από 15 Ιανουαρίου 2002 αίτησή τους και τους από 7 Ιανουαρίου 2002 πρόσθετους λόγους τους και αφετέρου η προσθέτως παρεμβαίνουσα, με την από 30-10-2002 πρόσθετη παρέμβασή της. Εκδόθηκε η 138/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Η υπόθεση επανήλθε εκ νέου για συζήτηση, με την από 30 Οκτωβρίου 2003 κλήση των αναιρεσειόντων, επί της οποίας εκδόθηκε η 1000/2004 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα του παραδεκτού της από 15-1-2002 ως άνω αίτησης αναίρεσης ως και τον πρώτο λόγο αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 1 Σεπτεμβρίου 2004 κλήση των αναιρεσειόντων, η προκείμενη υπόθεση εισήχθη στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εξέδωσε την 25/2005 απόφαση, με την οποία: 1. κήρυξε παραδεκτή την από 15-1-2002 αίτηση αναίρεσης, 2.ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης, 3. απηύθυνε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο ερώτημα: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου, ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδαφ. Δ΄της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση" και 4. διέταξε να διαβιβαστούν από τη γραμματεία του Αρείου Πάγου προς τη γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα της απόφασης αυτής, της προσβαλλομένης 8496/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, ως και των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια το Δ.Ε.Κ., στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, εξέδωσε απόφαση επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-187/05, C-188/05, C-189/05 και C-190/05, με την οποία αποφάνθηκε επί του παραπάνω ερωτήματος. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η υπόθεση εισάγεται εκ νέου για συζήτηση ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου με την από 6 Μαρτίου 2007 κλήση των αναιρεσειόντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, πλην των 3ου και 70ου εκ των αναιρεσειόντων, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν, οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας καθώς και της 2ης από αυτούς, προς τους οποίους κοινοποιήθηκε η κλήση, την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης καθώς και της πρόσθετης παρέμβασης, οι δε πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης, την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι παραπεμφθέντες λόγοι στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, ως βάσιμοι. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση .... και ..... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..... και τις συνοδεύουσες αυτές αποδείξεις παραλαβής δικογράφου και βεβαιώσεις, προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, στους από τους αναιρεσείοντες .... (3ο) και ..... (70ό), οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσαν δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επίσης, από την προσκομιζόμενη με επίκληση ..... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...... προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην προσθέτως παρεμβαίνουσα στο Εφετείο "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διϋλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ. Πρέπει, συνεπώς, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επίσης, παραδεκτώς, συνεχίζεται η δίκη μεταξύ των λοιπών διαδίκων και ....., ...., ..... και ...., συζύγου της πρώτης και τέκνων των λοιπών και εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος πρώτου των αναιρεσειόντων ...., μετά την από αυτές σχετική δήλωσή τους (περί συνεχίσεως της δίκης), κατά τα άρθρα 287, 288 και 290 ΚΠολΔ. Με την 1000/2004 απόφαση του Β2΄Πολιτικού Τμήματος, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "Ελεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και 1 παρ. 2 περιπτ. δ΄ της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των κατά το έτος 1996 γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων μισθωτών χωρίς να εφαρμοσθούν οι τότε ισχύοντες όροι και η διαδικασία για τις ομαδικές απολύσεις, όταν, με απόφαση της εργοδότριας, διακόπηκε η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως, χωρίς να έχει προηγηθεί έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή αυτή. Με την 25/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, ο Άρειος Πάγος, αφού ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας πράξεως οργάνων της Ε.Ε. από το Δ.Ε.Κ., η δε απόφαση του Δικαστηρίου αυτού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 παρ. 1 και 3 της Συνθήκης Ε.Κ., απηύθυνε στο Δ Ε Κ προδικαστικό ερώτημα με το εξής περιεχόμενο: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό ( Εθνικό ) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου: Ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ , οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση". Αναβλήθηκε δε η έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρις ότου το Δ Ε Κ αποφανθεί επί του παραπάνω ερωτήματος. Με την από 7 Σεπτεμβρίου 2006 απόφασή του, το ΔΕΚ αποφάνθηκε επί του ανωτέρω ερωτήματος, ότι η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', της εν λόγω Οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της. Το νομικό πλαίσιο της απόφασης αυτής του ΔΕΚ έχει σχετικώς ως εξής: Η Οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 100 της Συνθήκης της ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ, τώρα άρθρο 94 ΕΚ), αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας. Ως "ομαδικές απολύσεις", κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α' της Οδηγίας αυτής, νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από ένα εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών, στις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά δε την παράγραφο 2 εδ. δ' του ίδιου άρθρου 1, η παρούσα Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατ' αρχάς υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους. Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, σε κάθε περίπτωση, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 75/129 ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Με το νόμο 1387/1983 (έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις), θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, η οποία εξασφαλίζει α) την πλήρη πληροφόρηση των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, β) στάδιο διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και γ) σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών, αποφασιστική παρέμβαση της διοικητικής αρχής. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ' του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι "οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης". Ο Ν. 1387/1983 αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. δ' της οποίας ορίζεται ότι η παραπάνω Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής απόφασης. Η Οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, κατόπιν της εγκρίσεως του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9-12-1989. Στο πλαίσιο της τροποποίησης επήλθε κατάργηση του στοιχείου δ' του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 75/129 και προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το ακόλουθο εδάφιο: "Εν τούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της". Οι τροποποιήσεις που επέφερε η Οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 24η Ιουνίου 1994. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι η μη εφαρμογή της Οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Και ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την Οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Ότι, συναφώς, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Εθνικού δικαίου δεν προβλέπουν προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. Ότι, ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (Ιούλιος 1996) των κυρίων δικών, η εργοδότρια υπείχε υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων της εκμεταλλεύσεως, αφού η διακοπή αυτή αποφασίσθηκε οικειοθελώς από αυτήν, χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρία ιδρύθηκε κατόπιν εισαγωγής κεφαλαίων από την αλλοδαπή, από εδρεύουσα εκεί ανώνυμη εταιρία, και σκοπός της ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάμων για αυτοκίνητα, καθώς και υλικών επισκευής και αναγόμωσής τους, ιμάντων, σωλήνων, ψυγείων, υλικών συσκευασίας τροφίμων, ως και η εμπορία των προϊόντων αυτών. Η βιομηχανική δραστηριότητα, που αφορούσε την παραγωγή των άνω προϊόντων ήταν από την αρχή διακεκριμένη από την εμπορική, που αφορούσε την εμπορία των εν λόγω προϊόντων. Στο καταστατικό της αναιρεσίβλητης και το Β.Δ. 531/1967, με το οποίο εγκρίθηκε η εισαγωγή των κεφαλαίων για την ίδρυσή της (παραγρ. 2,3 και 4 του άρθρου 12), γίνεται σαφής διαχωρισμός των κλάδων δραστηριότητάς της (βιομηχανικού - εμπορικού). Τα εισαγόμενα κεφάλαια που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα δεν υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953 και η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται να τα επανεξαγάγει, επιβάλλεται δε σ'αυτήν η υποχρέωση να τηρεί ξεχωριστά λογιστικά βιβλία για την εμπορική της δραστηριότητα και άλλα για την βιομηχανική, ώστε να εξάγονται χωριστά οικονομικά αποτελέσματα για κάθε κλάδο. Η αναιρεσίβλητη οργάνωσε δύο χωριστούς κλάδους της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, από τους οποίους ο ένας αφορούσε την παραγωγή των παραπάνω προϊόντων και ο άλλος αφορούσε την εμπορία των προϊόντων αυτών, καθώς και άλλων που εισήγε από το εξωτερικό. Για την παραγωγή των προϊόντων της, ίδρυσε και έθεσε σε λειτουργία βιομηχανικό συγκρότημα στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε σύνολο τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για την επίτευξη των παραγωγικών σκοπών της. Το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα αποτελούσαν το εργοστάσιο παραγωγής και το εργοστάσιο αναγόμωσης, ενώ η επιχείρηση που αφορούσε την εμπορία των παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων ήταν εγκατεστημένη στη Λ. Κηφισσού 94 στην Αθήνα και είχε ξεχωριστά μέσα για την επίτευξη των οικονομικών της σκοπών (γραφεία, αποθήκες) στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο αυτοί κλάδοι διευθύνονταν από διαφορετικά πρόσωπα και καθένας τους ήταν ανεξάρτητος από τον άλλο, τόσο κατά τα κεφαλαιουχικά αγαθά που τους συγκροτούσαν, όσο και κατά το εργατοτεχνικό προσωπικό, και επί πλέον και κατά τη διαδικασία της οικονομικής τους λειτουργίας, με την έννοια ότι τηρούσαν χωριστά λογιστικά βιβλία, εξήγαν χωριστά αποτελέσματα κέρδους και ζημίας, τηρούσαν χωριστές καταστάσεις προσωπικού και λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η αυθυπαρξία και η ανεξαρτησία του ενός από το άλλο και κατ' αποτέλεσμα η αυτοτέλειά τους ως ξεχωριστών κλάδων. Ως ξεχωριστοί κλάδοι ελέγχθηκαν από την οικονομική εφορία, και από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Στις 19-7-1996 η γενική συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης αποφάσισε τη διακοπή της βιομηχανικήςδραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22-7-1996. Το Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης εξουσιοδότησε τους αναφερόμενους υπαλλήλους να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στο βιομηχανικό κλάδο, περίπου, 340 ατόμων, έγιναν δε οι καταγγελίες των συμβάσεων τους από τον παραπάνω χρόνο χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του ισχύοντος, κατά το χρόνο των καταγγελιών, νόμου 1387/1983, από δε τον Οκτώβριο 1996 άρχισε η αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων του κλάδου. Έτσι, ο βιομηχανικός κλάδος, που αποτελούσε εκμετάλλευση αυτοτελή από τον εμπορικό, διέκοψε τη λειτουργία του πλήρως και οριστικώς. Με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε το Εφετείο ότι οι ως άνω ομαδικές απολύσεις, ως γενόμενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της άνω αυτοτελούς εκμεταλλεύσεως με τη βούληση του εργοδότου, είναι έγκυρες, παρά το γεγονός ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως αυτής έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση και απέρριψε την έφεση των απολυθέντων εργαζομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Και τούτο, διότι η αναιρεσίβλητη εργοδότρια εταιρία δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους στην ερευνώμενη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της ανωτέρω επιχειρήσεως, όπως υπείχε την υποχρέωση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, αφού η εν λόγω διακοπή των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως αποφασίσθηκε οικειοθελώς από την αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (στο σύνολό της), να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε." και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης" (άρθρο 176, 182, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8496/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος" και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης", τα οποία ορίζονται στα ποσά των οκτακοσίων (800), τριακοσίων (300) και τριακοσίων (300) ευρώ, αντίστοιχα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπόθεση Goodyear. Ρύθμιση ομαδικών απολύσεων Ν.1387/1983.
null
null
0
Αριθμός: 22/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αχιλλέα Νταφούλη, - Εισηγητή, Δημήτριο Κιτρίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιάνο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας: ..............., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιλτιάδη Καϊλα. Του αναιρεσίβλητου - καθού η κλήση: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Των προσθέτως παρεμβαινουσών υπέρ της αναιρεσείουσας: 1. Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Ι.Κ.Α. (Π.Ο.Σ.Ε.Υ.Π.Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χαϊκάλη και 2. Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-1-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1937/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 6460/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 22-11-2004 αίτησή της και τους από 3-1-2006 πρόσθετους λόγους αυτής. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1476/2006 απόφαση του Β1΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο του κυρίου αναιρετηρίου και τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 559 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 26 Σεπτεμβρίου 2006 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: οι μεν της αναιρεσείουσας και των προσθέτως παρεμβαινουσών την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων παρεμβάσεων, οι δε του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων καθώς και των προσθέτων υπέρ της αναιρεσείουσας παρεμβάσεων. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την από 26-9-2006 κλήση της αναιρεσείουσας νόμιμα εισάγονται για συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι από το άρθρο 559 εδάφιο 1 Κ.Πολ.Δ. πρώτος κύριος και πρώτος πρόσθετος λόγοι της από 22-11-2004 αίτησή της, για αναίρεση της 6460/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σε αυτή με την 1476/2006 απόφαση του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, μετά από εκδίκαση και απόρριψη των λοιπών λόγων, διότι κρίθηκε ότι με τους παρόντες λόγους δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β΄ Κ.Πολ.Δικ.), εξαιτίας της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων στο κρινόμενο ίδιο ζήτημα. Με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 10 ου ν.δ. 1204/1972, 18 του ν. 2150/1993 και 53 του π.δ. 410/1988. ΙΙ. Οι από 7-12-2006 και 6-12-2006 πρόσθετες υπέρ της αναιρεσείουσας οδοντιάτρου παρεμβάσεις: α) της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.)" και β) της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού ΙΚΑ (Π.Ο.Σ.Ε.Υ.Π.Ι.Κ.Α.)", αντίστοιχα, ασκήθηκαν παραδεκτά με δικόγραφα για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας αυτής του Αρείου Πάγου και είναι νόμιμες (άρθρα 80, 675Α και 669 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ., όπως το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3189/2003). Πρόδηλο είναι εδώ το έννομο συμφέρον των επαγγελματικών αυτών οργανώσεων για παρέμβαση διότι η αναιρεσείουσα είναι μέλος της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης "Σύλλογος Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού Ι.Κ.Α. Πειραιά", που αποτελεί μέλος της παρεμβαίνουσας ως άνω δευτεροβάθμιας οργάνωσης, η οποία είναι επίσης μέλος της παρεμβαίνουσας "Γ.Σ.Ε.Ε.", και το νομικό ζήτημα που θα κριθεί, δηλαδή αν υπάρχει εξομοίωση των ιατρών με σύμβαση του ΙΚΑ με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς και ποια η σχέση των με σύμβαση ιατρών αυτών με το ΙΚΑ, αφορά άμεσα τη δικαστική προστασία τόσο της αναιρεσείουσα, όσο και του πλήθους (6.000 περίπου) συμβασιούχων ιατρών του ΙΚΑ και άρα την προστασία του συλλογικού συμφέροντος των συμβασιούχων ιατρών όλης της χώρας, που είναι μέλη πρωτοβάθμιων επαγγελματικών οργανώσεών τους (Ολ ΑΠ 18/2006, 36/2005 και 25/2004). Συνεπώς πρέπει να συνεκδικαστούν οι παρεμβάσεις αυτές με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ). ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν. δ/τος 1204/1972, προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ οι ασφαλισμένοι σ' αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρού της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου, από κατάλογο που καταρτίζει το ίδρυμα, ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Σαν τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του ιδρύματος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυ του νομοθετικού διατάγματος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν. δ/τος, η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το ΙΚΑ, μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το ΙΚΑ του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ο δε χρόνος παροχής απ' αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ίδιου ν. δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων, καθώς και οι κατ' άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται με το ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του αυτού ν. δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των άρθρων 2, 8 και 9 αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, με αμοιβή οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων, είτε άλλως πως, χωρίς περιορισμό από τις περί αμοιβής των ιατρών διατάξεις, οι ειδικές δε αυτές συμβάσεις, μη συνιστώσες σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, μπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά μηνιαία προειδοποίηση και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω ν. δ/τος, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων γιατρών ΙΚΑ με σύμβαση κλπ" ορίζει: Στην παράγραφο 1, ότι οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους. Στην παράγραφο 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ, στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 3, ότι στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτησή τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α΄ και β΄ εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Τέλος στην παράγραφο 4 ορίζεται, ότι για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ/τος 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ' εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν. δ/τος 1204/1972. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η με το ΙΚΑ σχέση των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972 είναι, ότι συνδέονται με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν. δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, η δε γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000), Επομένως έχει εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές η διάταξη που εξακολουθεί να ισχύει, επειδή δεν καταργήθηκε, και μετά την ισχύ του ν. 2150/19993, του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, κατά την οποία οι εν λόγω συμβάσεις καταγγέλλονται οποτεδήποτε μετά από προειδοποίηση ενός μηνός. Μετά την παραπάνω απόφαση του ΑΕΔ 5/2000 ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε ο ν. 3232 της 12-2-2004, ο οποίος με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ όρισε ότι "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου". Όμως η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του ν. δ/τος 1204/1972, που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφής καθόσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει με ειδικές συμβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων με το ΙΚΑ, αφού προβλέπει ρητά, ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερμηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν μπορεί να έχει εδώ αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στην μεν παράγραφο 1 αυτού, ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφο 2, ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, ότι η ενάγουσα (αναιρεσείουσα), προσλήφθηκε από το εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) ΙΚΑ το έτος 1991, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως οδοντίατρος με την ειδική σύμβαση αόριστου χρόνου του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 και ότι στις ........ το εναγόμενο κατήγγειλε εγγράφως την επίδικη σύμβαση, η οποία λύθηκε μετά την πάροδο ενός μηνός, δηλαδή στις ........... Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι, μετά το ν. 2150/1993 επήλθε μισθολογική μόνο εξομοίωση της ενάγουσας με τους μόνιμους ιατρούς του εναγομένου και ότι μόνον οι εκάστοτε ισχύουσες γι' αυτούς διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις, τις αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα, ίσχυαν εφεξής και για την ενάγουσα και ότι συνεπώς για το κύρος της επίδικης καταγγελίας, δεν ήταν αναγκαία η από το άρθρο 53 του π.δ. 410/1988 απαιτούμενη - για το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου - σχετική απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίού, ούτε η συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελίας, αλλά αρκούσε η τήρηση της μηνιαίας προθεσμίας προειδοποίησης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε , με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και ιδίως τις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα διατάξεις των άρθρων 10 του ν. δ/τος 1204/1972, 18 του ν. 2150/1993 και 53 του π.δ. 410/1988. Συνακόλουθα δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γι' αυτό και πρέπει: α) να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι πρώτος κύριος και πρώτος πρόσθετος λόγοι της αναίρεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και οι πρόσθετες παρεμβάσεις και β) να καταδικαστούν η αναιρεσείουσα και οι παρεμβαίνουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά τα άρθρα 176, 182 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ, 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με άρθρα 7 και 9 ν.δ. 2698/1953 και την ΥΑ 134423/1993 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια, πρώτο κύριο και πρώτο πρόσθετο, λόγους της από 22-11-2004 αίτησης της ..........., για αναίρεση της 6460/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα και τις προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου που ορίζει συνολικά σε εννιακόσια ενενήντα (990) ευρώ, από τα οποία εξακόσια εξήντα (660) ευρώ βαρύνουν την αναιρεσείουσα και τριακόσια τριάντα (330) ευρώ τις παρεμβαίνουσες οργανώσεις. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2007. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
IKA
null
null
1
Αριθμός 29/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Λοβέρδο, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αχιλλέα Νταφούλη, Δημήτριο Κιτρίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη- Εισηγητή, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1. ....... και 2. ..................., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Κανέλλο. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: .............., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χαρούλα Απαλαγάκη. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο τούτο ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε ν΄αναβληθεί η συζήτηση της προκείμενης υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο καθώς ο πληρεξούσιος Ιωάννης Μαυροματίδης, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, που χειρίζεται από την αρχή την υπόθεση, δεν δύναται να παρασταθεί σήμερα στο ακροατήριο και να εκπροσωπήσει τους αναιρεσείοντες διότι νοσηλεύεται στο ......., όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση χολοκυστεκτομής, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα από ..........ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση των ιατρών .......... και ..........., η οποία και αναγνώσθηκε. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι για το ζήτημα της αναβολής της υπόθεσης επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου. Ο Εισαγγελέας πρότεινε την αναβολή της συζήτησης της προκείμενης υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο. Μετά από αυτά το Δικαστήριο αποσύρθηκε για να διασκεφθεί με την παρουσία της γραμματέως και χωρίς την παρουσία του Εισαγγελέα και απέρριψε κατά πλειοψηφία το αίτημα για την αναβολή της υπόθεσης. Στη συνέχεια το Δικαστήριο συνήλθε εκ νέου για τη συζήτηση της προκείμενης υπόθεσης, συγκροτούμενο από την ίδια, όπως παραπάνω αναφέρεται, σύνθεση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-1996 αγωγή αποζημιώσεως του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24788/1998 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 495/2000 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 11 Φεβρουαρίου 2002 αίτησή τους και τους από 21 Ιουλίου 2006 πρόσθετους λόγους αυτής. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1764/2006 απόφαση του Α1΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 11 Ιανουαρίου 2007 κλήση του ήδη αναιρεσιβλήτου, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν, ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου, η δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρόσθετου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την 1764/2006 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β' του ΚΠολΔ, διότι κρίθηκε ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, κατά της 495/2000 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το ζήτημα που δημιουργείται είναι αν, στην περίπτωση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δικαιούχος της αποζημιώσεως από αδικοπραξία είναι μόνο ο κομιστής που εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή ή και ο κατόπιν αναγωγής αποκτήσας τον τίτλο από τον κομιστή. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλο παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5.960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρο 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής), ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ). Αν όμως η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής, παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 5960/1933 (άρθρο 44), σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Ο οπισθογράφος δε που πλήρωσε την επιταγή, δύναται επιπλέον να διαγράψει την οπισθογράφησή του, καθώς και τις οπισθογραφήσεις των επομένων οπισθογράφων με συνέπεια να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (άρθρα 19 και 47 παρ. 2 του Ν. 5960/1933). Αντίθετη άποψη, ότι δηλ. δικαιούχος της αποζημιώσεως από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που είχε προστεθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, και κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ. 1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Κατά συνέπεια, ως "κομιστής" θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Εξάλλου, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 και ορίζεται πλέον ρητώς, ότι δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, για την άρση κάθε αμφισβήτησης, ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.). Τέλος, η άποψη ότι ο εξ αναγωγής δικαιούχος ή ο ενεχυράσας την επιταγή κομιστής δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 914 και επ. του ΑΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελείται τελικά ο εκδότης, παρότι η δόλια συμπεριφορά του αποτελεί εκτροπή του θεσμού της επιταγής από την κατά νόμο λειτουργία του και συντελεί στη μείωση της αξιοπιστίας της επιταγής ως ex lege οργάνου πληρωμών. Το ότι οι παραπάνω ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα να στραφούν κατά του εκδότη ή των προηγουμένων οπισθογράφων ασκώντας το προαναφερόμενο δικαίωμα αναγωγής αυτών δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού η παρεχόμενη από τις σχετικές διατάξεις προστασία είναι ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποβαίνει αναποτελεσματική. Επομένως, και υπό την ισχύ της παρ. 5 του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, ο ενεχυράσας την επιταγή οφειλέτης, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου κομιστής αυτής, έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, υπό την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΝΟΒΑ Α.Β.Ε.Ε.", εξέδωσαν εις διαταγήν του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου την αναφερόμενη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως .........για ποσό 3.675.000 δρχ., πληρωτέα επί της CITIBANK. Ο αναιρεσίβλητος μεταβίβασε στις ......., λόγω ενεχύρου, την επιταγή αυτή προς την Εμπορική Τράπεζα, η οποία την εμφάνισε στις ........... προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας. Ακολούθως, ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε στην κομίστρια τράπεζα το ποσό της επιταγής και έγινε εκ νέου κομιστής της επιταγής. Σημειώνεται, ότι η προαναφερόμενη επιταγή είναι μία από τις 39 επιταγές, συνολικού ποσού 116.059.050 δραχμών, που εξέδωσε η εκπροσωπούμενη από τους αναιρεσείοντες εταιρεία κατά το χρονικό διάστημα από ......... έως ........ εις διαταγήν του αναιρεσιβλήτου, και οι οποίες ουδέποτε πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας. Περαιτέρω, το Εφετείο, αφού δέχτηκε ότι οι αναιρεσείοντες γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν κεφάλαια στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής της επιταγής, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ως αμέσως ζημιωθείς από την παραπάνω αδικοπραξία της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δικαιούται την αναφερόμενη στην απόφαση αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της ευθύνης των αναιρεσειόντων από αδικοπραξία έναντι του αναιρεσιβλήτου, ο δε περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-2-2002 αίτηση των .............. και ........... για αναίρεση της 495/2000 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες διακόσια (2200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συντέλεση αδικοπραξίας λόγω ακάλυπτης επιταγής
null
null
0
Αριθμός: 36/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα - Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου), Δημήτριο Λοβέρδο, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Αχιλλέα Νταφούλη, Ανδρέα Μαρκάκη - Εισηγητή, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αιμιλία Λίτινα, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια και Ιωάννη Παπουτσή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2007 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2. Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτούλα Κοροπούλη και ο 2ος παραστάθηκε με την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του. Των αναιρεσίβλητων: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σταυρούλα Δανιήλ - Καρπαθάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25 Αυγούστου 2003 δύο αγωγές των ήδη 1ου και 2ου εκ των αναιρεσίβλητων, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκε η 627/2005 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 4604/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή τους, την οποία εισήγαγαν προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ' αριθμ. 47/1-3-2007 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κατόπιν της από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτησης του 2ου αναιρεσείοντος, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Μαρκάκης ανέγνωσε την από 8 Μαΐου 2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε ν΄ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Κατόπιν, οι πληρεξούσιες των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν η μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η δε των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και καθεμία την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στις πιο πάνω πληρεξούσιες των διαδίκων, οι οποίες αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το 47/1.3.2007 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε για εκδίκαση στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 1, 2 περ. β' και 3 Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά το Ν. 2331/1995, η από 20.9.2006 αίτηση των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητείται η αναίρεση της 4604/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αφού κρίθηκε ότι με την αίτηση αυτή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου ή εφάρμοσε τέτοιο κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ' αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, συνάγεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ως αντιπαροχή της εργασίας του τον συμφωνημένο ή νόμιμο ή ειθισμένο μισθό, δεδομένου ότι, κατά την δεύτερη των εν λόγω διατάξεων, η συμφωνία για μισθό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι υπάρχει συμφωνία για παροχή εργασίας, η οποία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό. Συμφωνημένος ή συμβατικός είναι ο μισθός πουως προς το ποσό και τη μορφή του καθορίζεται με συμφωνία του εργοδότη και του μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή. Αντίθετα, νόμιμος μισθός είναι ο μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που καθορίζονται άμεσα με κανόνεςδικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κανονιστικές διατάξεις Σ.Σ.Ε., Δ.Α. και Υπουργικών αποφάσεων, δια των οποίων θεσπίζονται κατά τρόπο υποχρεωτικό κατώτατα όρια νομίμου μισθού. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990 "ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις", κατά την οποία οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας - άρα και τα ελάχιστα όρια αμοιβών - και ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Παρέπεται εξ αυτών ότι ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου νομίμου μισθού που καθορίζεται με τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκτός ανσυνδυάζεται με υποχρέωση παροχής από τον εργαζόμενο χρονικώς μειωμένης εργασίας, κάθε δε αντίθετη ατομική συμφωνία για καταβολή μικρότερου μισθού, είναι άκυρη και δεν ισχύει (αρθρ. 174, 180 ΑΚ). Εξάλλου, με το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 3239/1955 "περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κλπ.", όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 12 του Ν.Δ. 3755/1957 "περί αυξήσεως αναδρομικώς των αποδοχών των μισθωτών κλπ.", ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τη ρύθμιση των όρων, συνθηκών και αμοιβής εργασίας των αμέσως στην καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων ή στην κτηνοτροφία απασχολουμένων μισθωτών, πλην εκείνων που υπηρετούν σε γεωργικές, κτηνοτροφικές εργασίες που ασκούνται από εμπορικές επιχειρήσεις ή από το Δημόσιο ή από Ν.Π.Δ.Δ. ή εφόσον οι σχέσεις αυτών διέπονται ήδη από Σ.Σ.Ε., διαιτητικές αποφάσεις, υπουργικές αποφάσεις ή άλλες σχετικές πράξεις ή υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, ανεξάρτητα από τη μορφή υπό την οποία ασκείται η εκμετάλλευση. Ομοίως, με το άρθρο 8 παρ. 3 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. "περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων, αυξήσεως των ημερών αδείας αναπαύσεως των εργατών και καθιερώσεως 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών", η οποία δημοσιεύθηκε με την 11400/1710/4.3.1975 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης (ΦΕΚ Β' 276) και κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, ως πληρούσα τους όρους του Ν. 3239/1955, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, ορίσθηκε, κατ' επανάληψη της άνω διάταξης (αρθρ. 42 παρ. 3 Ν. 3239/1955), ότι στις διατάξεις αυτής (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) δεν υπάγονται οι αμέσως στην καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων ή στην κτηνοτροφία, την αλιεία και τις δασικές εργασίες απασχολούμενοι, με εξαίρεση για τους αμέσως στην καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων και την κτηνοτροφία απασχολούμενους, α) τους υπηρετούντες σε γεωργικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις ασκούμενες από εμπορικές εταιρίες ή Ν.Π.Δ.Δ., β) τους διεπόμενους ήδη από Σ.Σ.Ε., Δ.Α., Υπουργικές αποφάσεις ή άλλες σχετικές πράξεις και γ) τους υπαγόμενους στην ασφάλιση του ΙΚΑ, ανεξαρτήτως από τη νομική μορφή υπό την οποία ασκείται η εκμετάλλευση στην οποία απασχολούνται. Το παραπάνω εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς σε σχέση με τους όρους εργασίας και αμοιβής των αμέσως στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων απασχολουμένων μισθωτών, το οποίο διατηρήθηκε και με τις επακολουθήσασες μέχρι το έτος 1989 ΔΑ και ΕΓΣΣΕ περί των γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων μισθωτών απάσης της χώρας, μετέβαλε ο Ν. 1876/1990 ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 35 αυτού και την κατ' εξουσιοδότηση της ίδιας διάταξης εκδοθείσα 12386/1990 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης, άρχισε να ισχύει από 8.5.1990. Ειδικότερα ο εν λόγω νόμος, στα άρθρα 1 παρ. 1, 3 παρ. 1 περ. α' και 8 παρ. 1 εδ. α' αυτού, ορίζει ότι "ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα της οικονομίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στη γεωργία, κτηνοτροφία και συναφείς εργασίες, καθώς και οι κατ' οίκον εργαζόμενοι", ότι "οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται α) σε εθνικές γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας ..." και ότι "οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας....". Εξάλλου, με το άρθρο 23 παρ. 1 περ. β' αυτού, καταργήθηκε ρητά η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 παρ. 12 του Ν.Δ. 3755/1957. Επομένως οι παραπάνω διατάξεις του Ν. 1876/1990, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, επεξέτειναν από τις 8.5.1990 το θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και στους αμέσως εργαζόμενους στη γεωργία, ανεξαρτήτως από την υπαγωγή ή μη αυτών στην ασφάλιση του ΙΚΑ και την ιδιότητα του εργοδότη τους, υπάγοντας εφεξής και αυτούς στους κανονιστικούς όρους της εκάστοτε ισχύουσας εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας και ως προς τους οποίους ουδεμία πλέον ισχύ έχει η αντιθέτου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 της με τον Ν. 133/1975 κυρωθείσας από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ούτε οι όμοιες διατάξεις των ΔΑ και ΕΓΣΣΕ που επακολούθησαν. Κατ' ακολουθίαν, τα χρονικά όρια εργασίας των άνω εργαζομένων, έως ότου συναφθούν κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διέπονται από το άρθρο 6 εδ. α' της από 14.2.1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ με την 11770/1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β', 81), κατά το οποίο "η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνται σε οποιοδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλης της Χώρας, ορίζεται σε 40 ώρες". Περαιτέρω, κατά την ίδια Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της 1/1982 Απόφασης του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με τον Ν. 1346/1983, από 1.1.1984, η εργασία που προσφέρουν οι άνω εργαζόμενοι μετά την 40η ώρα του εβδομαδιαίου ωραρίου και μέχρι την 48η ώρα, χαρακτηρίζεται ως υπερεργασία και αμείβεται με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως ίσχυσε μέχρι την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, από 1.4.2001, οι πέραν του 40ώρου εβδομαδιαίως, τρεις ώρες εργασίας χαρακτηρίζονται ως ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, για την οποία οφείλεται το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, η δε απασχόληση πέραν των 43 ωρών ανά εβδομάδα θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης και αμείβεται μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Προκειμένου για υπερωριακή απασχόληση πέραν των 120 ωρών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976, σε κάθε δε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, οφείλεται αποζημίωση για κάθε ώρα ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 150%. Εξάλλου, οι αυτοί ως άνω εργαζόμενοι, εφόσον προσφέρουν εργασία κατά τις Κυριακές και άλλες μη εργάσιμες εορτές, δικαιούνται να λάβουν την προσαύξηση εξ 75%, την οποία καθορίζουν η 8900/1946 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με το άρθρο 1 της 25825/1951 απόφασης των ίδιων υπουργών, καθώς και το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 3755/1957, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 435/1976. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής: Ότι στις 2.9.2000 και 10.9.2000, αντίστοιχα, οι αναιρεσίβλητοι αλβανοί υπήκοοι, οι οποίοι δεν είχαν άδεια παραμονής και εργασίας, προσλήφθηκαν με προφορική σύμβαση εργασίας από τους αναιρεσείοντες, που είναι σύζυγοι και διατηρούν γεωργική επιχείρηση παραγωγής και πώλησης κηπευτικών στην ευρύτερη περιοχή του ............... Αττικής, προκειμένου να εργαστούν ως γεωργικοί εργάτες στα θερμοκήπια και στα κτήματα των αναιρεσειόντων. Ότι οι αναιρεσείοντες, διατηρούν εκτάσεις στο ......., στο ........... και στο ......... Αττικής, όπου καλλιεργούν κηπευτικά είδη και στη συνέχεια τα διοχετεύουν στην αγορά, απασχολώντας για την καλλιέργεια αυτή και προσωπικό, την εργασία του οποίου και επιβλέπουν. Ότι η επιχείρηση των αναιρεσειόντων είναι ενιαία (γεωργική επιχείρηση), αφού ουσιαστικά έχουν τις ίδιες εκτάσεις γης, απασχολούν το ίδιο (αλλοδαπό πάντοτε) προσωπικό, με το ίδιο ωράριο, τις ίδιες εργασιακές συνθήκες και με το ίδιο ημερομίσθιο, το οποίο τους καταβάλλει πότε ο ένας και πότε ο άλλος και ακολουθούν την ίδια πολιτική τιμών προς τους εμπόρους της Κεντρικής Λαχαναγοράς και των διαφόρων πολυκαταστημάτων, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ενιαία επιχείρηση. Ότι η εργασία των αναιρεσιβλήτων συνίστατο στο σκάψιμο, φύτεμα, πότισμα, ράντισμα και κόψιμο των φυτών και γενικά σε όλες τις γεωργικές εργασίες που τους υποδείκνυαν οι αναιρεσείοντες. Ότι οι αναιρεσίβλητοι, από την πρόσληψή τους, απασχολήθηκαν στην επιχείρηση των αναιρεσειόντων μέχρι 6.5.2003, οπότε αποχώρησαν οικειοθελώς. Ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, οι αναιρεσίβλητοι εργάστηκαν με το σύστημα της εργασίας των έξι (6) ημερών εβδομαδιαίως -αφού στην επιχείρηση των αναιρεσειόντων δεν ίσχυε το νόμιμο πενθήμερο εργασίας, λόγω έλλειψης σχετικής Σ.Σ.Ε., ούτε αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες εφάρμοζαν συμβατικά το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας- και κατά τις ημέρες από Δευτέρα έως και Σάββατο επί οκτάωρο καθημερινά, δηλαδή από ώρα 07.00 πρωινή έως 15.00 απογευματινή, ενώ απασχολούνταν δύο Κυριακές το μήνα κατά μέσο όρο. Ότι, πέραν του παραπάνω οκταώρου καθημερινής απασχόλησης, αποδείχτηκε ότι εργάζονταν, για δύο ημέρες κατά μέσο όρο, επί δύο ώρες επί πλέον ημερησίως και μάλιστα πραγματοποιώντας την εβδομάδα συνολικά 52 ώρες εργασίας. Ότι περαιτέρω αποδείχτηκε, άλλωστε συνομολογείται από τους διαδίκους, ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος Ψ1 ελάμβανε ως ημερομίσθιο α) από 1.10.2000 έως 3.11.2002, 11,75€, β)από 1.12.2002 έως και 28.2.2003, 14,67€ και γ) από 1.3.2003 έως τη λήξη της εργασιακής του σχέσης (6.5.2003), 16,15€, ο δε δεύτερος αναιρεσίβλητος Ψ2 α) από 1.10.2000 έως 30.8.2002, 14,67€, β) από 1.9.2002 έως 2.5.2003, 16,15€ και γ) από 3.5.2003 έως τη λήξη της εργασιακής του σχέσης, 17€. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, κατ' ακολουθίαν των οποίων επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους με βάση τα από τις ισχύσασες κατά το χρονικό διάστημα παροχής της εργασίας τους Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. καθοριζόμενα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων, διαφορές αποδοχών και αμοιβών για υπερεργασιακή και νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (για το χρόνο της άκυρης σύμβασης εργασίας τους, λόγω έλλειψης της νόμιμης άδειας παραμονής, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού), αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή απασχόληση και προσαύξηση αμοιβής για εργασία κατά Κυριακές, ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις α) των άρθρων 1 παρ. 1, 3 παρ. 1 περ. α' και 8 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, β) της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., γ) των με αρ. 8900/1946 και 25825/1951 αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και δ) τις διατάξεις του Ν. 435/1976 και του Ν. 2874/2000. Εξάλλου, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975, από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ούτε τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για το ότι, με το να δεχθεί ότι οι άνω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας έχουν εφαρμογή και επί των γεωργικών εργατών και ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνταν ημερομίσθιο διαφορετικό από το συμβατικώς καταβαλλόμενο, το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την ημερήσια εργασιακή τους απασχόληση και κατά τις ημέρες των Κυριακών και το οποίο λάμβαναν χωρίς ποτέ να διατυπώσουν την ελάχιστη διαφωνία, παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα αναγκαία περιστατικά για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως προς τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή για τη μη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, ιδίως δε όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με το να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από τους αναιρεσείοντες συζύγους, που διατηρούν γεωργική επιχείρηση παραγωγής και πώλησης (χονδρικώς) κηπευτικών στην ευρύτερη περιοχή του ............. Αττικής, προκειμένου να εργασθούν ως γεωργικοί εργάτες στα θερμοκήπια και τα κτήματα αυτών και ότι η επιχείρησή τους είναι ενιαία, αφού έχουν τις ίδιες εκτάσεις γης, απασχολούν το ίδιο (αλλοδαπό πάντοτε) προσωπικό, με το ίδιο ωράριο, τις ίδιες εργασιακές συνθήκες και με το ίδιο ημερομίσθιο το οποίο καταβάλλει πότε ο ένας και πότε ο άλλος, χωρίς να περιλαμβάνει (η απόφαση) οποιονδήποτε χαρακτηρισμό ως προς τη νομική μορφή της άνω ενιαίας επιχείρησής τους, ήτοι αν είναι Ο.Ε., Ε.Ε., Ε.Π.Ε. ή Α.Ε. και περαιτέρω, με το να δεχθεί, σε αντίθεση προς τα ανωτέρω, ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο δεν ήταν το ίδιο και για τους δύο αναιρεσιβλήτους, δεν έχει νόμιμη βάση, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος σε ό,τι αφορά τη νομική ακολουθία μεταξύ, αφενός των πραγματικών γεγονότων, τα οποία η ίδια δέχθηκε ως αποδειχθέντα και, αφετέρου, του συμπεράσματος της δικανικής κρίσης ως προς τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ή δεν εφαρμόσθηκαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, είναι, κατά το πρώτο μέρος του, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, γιατί, δεχόμενη η προσβαλλόμενη απόφαση το ενιαίο της επιχείρησης των αναιρεσειόντων, για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης αυτών, δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίσει και την ύπαρξη εταιρικού τύπου αυτής, καθόσον, μετά την ισχύ του Ν. 1876/1990, είναι χωρίς σημασία για την εφαρμογή και στους γεωργικούς εργάτες της εργατικής νομοθεσίας, ο εταιρικός τύπος και η εμπορική μορφή της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται. Κατά δε το δεύτερο μέρος του, είναι απορριπτέος, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος, δεδομένου ότι τη διαφορετικότητα του καταβαλλόμενου ημερομισθίου η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε σε σχέση με έκαστο των αναιρεσιβλήτων και όχι σε σχέση με τους καταβάλλοντες αυτό αναιρεσείοντες. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-9-2006 αίτηση των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της 4604/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι ισχύουσες διατάξεις (κατώτατο ημερομίσθιο, υπερωριακή αμοιβή κλπ.) αφορούν και όσους απασχολούνται σε γεωργικές εργασίες
null
null
0
Αριθμός 37/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα - Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου), Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη - Εισηγητή, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων - υπερών οι πρόσθετες παρεμβάσεις: ...(ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΙ 79 ΟΝΌΜΑΤΑ). Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλήν των 3ου και 5ου αναιρεσειόντων (.... και ....) οι οποίοι δεν παραστάθηκαν και δεν περιλαμβάνονται στην υπό κρίση και από 6-3-2007 κλήση των αναιρεσειόντων, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άρι Καζάκο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 1ος αναιρεσείων (...) απεβίωσε στις 24-3-2006 και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του: α. .... και β. ..... , τους οποίους εκπροσωπεί ο ίδιος δια πληρεξουσίων εγγράφων. Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης - καθής οι πρόσθετες παρεμβάσεις: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Goodyear Dunlop Ελαστικά Ελλάς ΑΒΕΕ", όπως μετονομάστηκε, μετά από τροποποίηση του καταστατικού της, από την αρχική "Goodyear Ελλάς ΑΒΕΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη και Κωνσταντίνο Κρεμαλή. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσειόντων 1) Tριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας Γ.Σ.Ε.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και 2) Δευτεροβάθμιου σωματείου με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης" που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Καζάκου. Κοινοποιήθηκε η κλήση προς τους: 1)Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση - σωματείο με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας-ΓΣΕΕ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο, 2) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου και 3) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελληνία Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Οκτωβρίου 1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με πρόσθετες παρεμβάσεις των ήδη παρεμβαινόντων και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2624/1997 του ίδιου Δικαστηρίου, 1169/1999 μη οριστική και 8495/1999 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν, αφ ενός μεν οι αναιρεσείοντες με την από 1 Μαρτίου 2001 αίτησή τους και τους από 7 Ιανουαρίου 2002 πρόσθετους λόγους τους και, αφετέρου, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 10-1-2002 δύο πρόσθετες παρεμβάσεις τους. Εκδόθηκε η 141/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή τους. Η υπόθεση επανήλθε εκ νέου για συζήτηση, με την από 30 Οκτωβρίου 2003 κλήση των αναιρεσειόντων, επί της οποίας εκδόθηκε η 1001/2004 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτους λόγους των δικογράφων της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων της. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 1 Σεπτεμβρίου 2004 κλήση των αναιρεσειόντων, η προκείμενη υπόθεση εισήχθη στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εξέδωσε την 24/2005 απόφαση, με την οποία: 1. ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης, 2. απηύθυνε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο ερώτημα: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου, ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδαφ. Δ΄της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση" και 3. διέταξε να διαβιβαστούν από τη γραμματεία του Αρείου Πάγου προς τη γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα της απόφασης αυτής, της προσβαλλομένης 8495/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, ως και των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια το Δ.Ε.Κ. στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 εξέδωσε απόφαση επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-187/05, C-188/05, C-189/05 και C-190/05, με την οποία αποφάνθηκε επί του παραπάνω ερωτήματος. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η υπόθεση εισάγεται εκ νέου για συζήτηση ενώπιον της Τακτική Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου με την από 6 Μαρτίου 2007 κλήση των αναιρεσειόντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, πλην των 3ου και 5ου εκ των αναιρεσειόντων, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής καθώς και των προσθέτων παρεμβάσεων, οι δε πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι παραπεμφθέντες λόγοι στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, ως βάσιμοι. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ..... και .... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..... και τις συνοδεύουσες αυτές αποδείξεις παραλαβής δικογράφου και βεβαιώσεις, προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις του άρθρου 128 παρ.4 ΚΠολΔ, στους από τους αναιρεσείοντες .... (3ο) και .... (5ο), οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επίσης, από την προσκομιζόμενη με επίκληση ..... έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...., προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην προσθέτως παρεμβαίνουσα ενώπιον του Εφετείου δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διϋλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης, παραδεκτώς, συνεχίζεται η δίκη μεταξύ των λοιπών διαδίκων και .... και ..... , συζύγου και τέκνου, αντίστοιχα και εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος πρώτου των αναιρεσειόντων ...., μετά την από αυτούς σχετική δήλωσή τους (περί συνεχίσεως της δίκης), κατά το άρθρο 287, 288 και 290 ΚΠολΔ. Με την 1001/2004 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και ο ταυτόσημος πρώτος λόγος των προσθέτων από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και 1 παρ. 2 περιπτ. δ'της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των κατά το έτος 1996 γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων μισθωτών χωρίς να εφαρμοσθούν οι τότε ισχύοντες όροι και η διαδικασία για τις ομαδικές απολύσεις, όταν με απόφαση της εργοδότριας διακόπηκε η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως, χωρίς να έχει προηγηθεί έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή αυτή. Με την 24/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, ο Άρειος Πάγος, αφού ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας πράξεως οργάνων της Ε.Ε. από το Δ.Ε.Κ., η δε απόφαση του Δικαστηρίου αυτού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 παρ. 1 και 3 της Συνθήκης Ε.Κ., απηύθυνε στο Δ Ε Κ προδικαστικό ερώτημα με το εξής περιεχόμενο: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου: Ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση". Αναβλήθηκε δε η έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρις ότου το ΔΕΚ αποφανθεί επί του παραπάνω ερωτήματος. Με την από 7 Σεπτεμβρίου 2006 απόφασή του, το ΔΕΚ αποφάνθηκε επί του ανωτέρω ερωτήματος, ότι η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', της εν λόγω Οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της. Το νομικό πλαίσιο της απόφασης αυτής του Δ Ε Κ έχει σχετικώς ως εξής: Η Οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 100 της Συνθήκης της ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ, τώρα άρθρο 94 ΕΚ), αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας. Ως "ομαδικές απολύσεις", κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α'της Οδηγίας αυτής, νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από ένα εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών, στις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά δε την παράγραφο 2 εδ. δ' του ίδιου άρθρου 1, η παρούσα Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατ'αρχάς υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους. Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, σε κάθε περίπτωση, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 75/129 ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Με το νόμο 1387/1983 (έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις), θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, η οποία εξασφαλίζει α) την πλήρη πληροφόρηση των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, β) στάδιο διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και γ) σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών, αποφασιστική παρέμβαση της διοικητικής αρχής. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ' του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι "οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης". Ο Ν. 1387/1983 αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. δ' της οποίας ορίζεται ότι η παραπάνω Οδηγία δεν εφαρμόζεται "επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής απόφασης". Η Οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/ ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, κατόπιν της εγκρίσεως του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9-12-1989. Στο πλαίσιο της τροποποίησης επήλθε κατάργηση του στοιχείου δ' του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 75/129 και προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το ακόλουθο εδάφιο: "Εν τούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της". Οι τροποποιήσεις που επέφερε η Οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 24η Ιουνίου 1994. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι η μη εφαρμογή της Οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Και ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την Οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Ότι, συναφώς, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Εθνικού δικαίου δεν προβλέπουν προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. Ότι, ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (Ιούλιος 1996) των κυρίων δικών, η εργοδότρια υπείχε υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων της εκμεταλλεύσεως, αφού η διακοπή αυτή αποφασίσθηκε οικειοθελώς από αυτήν, χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρία ιδρύθηκε κατόπιν εισαγωγής κεφαλαίων από την αλλοδαπή, από εδρεύουσα εκεί ανώνυμη εταιρία, και σκοπός της ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάμων για αυτοκίνητα, καθώς και υλικών επισκευής και αναγόμωσής τους, ιμάντων, σωλήνων, ψυγείων, υλικών συσκευασίας τροφίμων, ως και η εμπορία των προϊόντων αυτών. Η βιομηχανική δραστηριότητα, που αφορούσε την παραγωγή των άνω προϊόντων ήταν από την αρχή διακεκριμένη από την εμπορική, που αφορούσε την εμπορία των εν λόγω προϊόντων. Στο καταστατικό της αναιρεσίβλητης και το Β.Δ. 531/1967, με το οποίο εγκρίθηκε η εισαγωγή των κεφαλαίων για την ίδρυσή της (παραγρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 12), γίνεται σαφής διαχωρισμός των κλάδων δραστηριότητάς της (βιομηχανικού-εμπορικού). Τα εισαγόμενα κεφάλαια που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα δεν υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953 και η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται να τα επανεξαγάγει, επιβάλλεται δε σ'αυτήν η υποχρέωση να τηρεί ξεχωριστά λογιστικά βιβλία για την εμπορική της δραστηριότητα και άλλα για την βιομηχανική, ώστε να εξάγονται χωριστά οικονομικά αποτελέσματα για κάθε κλάδο. Η αναιρεσίβλητη οργάνωσε δύο χωριστούς κλάδους της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, από τους οποίους ο ένας αφορούσε την παραγωγή των παραπάνω προϊόντων και ο άλλος αφορούσε την εμπορία των προϊόντων αυτών, καθώς και άλλων που εισήγε από το εξωτερικό. Για την παραγωγή των προϊόντων της ίδρυσε και έθεσε σε λειτουργία βιομηχανικό συγκρότημα στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε σύνολο τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για την επίτευξη των παραγωγικών σκοπών της. Το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα αποτελούσαν το εργοστάσιο παραγωγής και το εργοστάσιο αναγόμωσης, ενώ η επιχείρηση που αφορούσε την εμπορία των παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων ήταν εγκατεστημένη στη Λ. Κηφισσού 94 στην Αθήνα και είχε ξεχωριστά μέσα για την επίτευξη των οικονομικών της σκοπών (γραφεία, αποθήκες) στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο αυτοί κλάδοι διευθύνονταν από διαφορετικά πρόσωπα και καθένας τους ήταν ανεξάρτητος από τον άλλο, τόσο κατά τα κεφαλαιουχικά αγαθά που τους συγκροτούσαν, όσο και κατά το εργατοτεχνικό προσωπικό, και επί πλέον και κατά τη διαδικασία της οικονομικής τους λειτουργίας, με την έννοια ότι τηρούσαν χωριστά λογιστικά βιβλία, εξήγαγαν χωριστά αποτελέσματα κέρδους και ζημίας, τηρούσαν χωριστές καταστάσεις προσωπικού και λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η αυθυπαρξία και η ανεξαρτησία του ενός από το άλλο και κατ'αποτέλεσμα η αυτοτέλειά τους ως ξεχωριστών κλάδων. Ως ξεχωριστοί κλάδοι ελέγχθηκαν από την οικονομική εφορία, και από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Στις 19-7-1996 η γενική συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης αποφάσισε τη διακοπή της βιομηχανικής δραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22-7-1996. Το Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης εξουσιοδότησε τους αναφερόμενους υπαλλήλους να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στο βιομηχανικό κλάδο, περίπου, 340 ατόμων, έγιναν δε οι καταγγελίες των συμβάσεών τους από τον παραπάνω χρόνο χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του ισχύοντος, κατά το χρόνο των καταγγελιών, νόμου 1387/1983, από δε τον Οκτώβριο 1996 άρχισε η αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων του κλάδου. Έτσι, ο βιομηχανικός κλάδος, που αποτελούσε εκμετάλλευση αυτοτελή από τον εμπορικό, διέκοψε τη λειτουργία του πλήρως και οριστικώς. Με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε το Εφετείο ότι οι ως άνω ομαδικές απολύσεις, ως γενόμενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της άνω αυτοτελούς εκμεταλλεύσεως με τη βούληση του εργοδότου, είναι έγκυρες, παρά το γεγονός ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως αυτής έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση και απέρριψε την έφεση των απολυθέντων εργαζομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. γ'του Ν. 1387/1983 "έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Και τούτο, διότι η αναιρεσίβλητη εργοδότρια εταιρία δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους στην ερευνώμενη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της άνω επιχειρήσεως, όπως υπείχε την υποχρέωση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, αφού η εν λόγω διακοπή των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως αποφασίσθηκε οικειοθελώς από την αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση. Επομένως, οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια πρώτος λόγος αναιρέσεως και ταυτόσημος πρώτος λόγος των προσθέτων, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (στο σύνολό της), να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος-ΓΣΕΕ" και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης" (άρθρα 176. 182. 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8495/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα, την αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος-ΓΣΕΕ" και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης", τα οποία ορίζει στα ποσά των οκτακοσίων (800), τριακοσίων (300) και τριακοσίων (300) ευρώ, αντίστοιχα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 4 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπόθεση Goodyear. Ρύθμιση ομαδικών απολύσεων Ν.1387/1983.
null
null
1
Αριθμός 39/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα - Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου), Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη - Εισηγητή, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων - υπερών οι πρόσθετες παρεμβάσεις: (αναφέρονται 81 ονόματα). Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άρη Καζάκο. Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης - καθής οι πρόσθετες παρεμβάσεις: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Goodyear Dunlop Ελαστικά Ελλάς ΑΒΕΕ", όπως μετονομάστηκε, μετά από τροποποίηση του καταστατικού της, από την αρχική "Goodyear Ελλάς ΑΒΕΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη και Κωνσταντίνο Κρεμαλή. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσειόντων: 1) Tριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας Γ.Σ.Ε.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και 2) Δευτεροβάθμιου σωματείου με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης" που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Καζάκου. Κοινοποιήθηκε η κλήση προς τους: 1)Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση - σωματείο με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας-ΓΣΕΕ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο, 2) Δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου και 3) Δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελληνία Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Οκτωβρίου 1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με πρόσθετες παρεμβάσεις των ήδη παρεμβαινόντων και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διυλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2624/1997 του ίδιου δικαστηρίου, 1172/1999 μη οριστική και 3899/1999 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν, αφ ενός μεν οι αναιρεσείοντες με την από 1 Μαρτίου 2001 αίτησή τους και τους από 7 Ιανουαρίου 2002 πρόσθετους λόγους τους και αφετέρου οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 10-1-2002 δύο πρόσθετες παρεμβάσεις τους. Εκδόθηκε η 140/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση τους. Η υπόθεση επανήλθε εκ νέου για συζήτηση με την από 30 Οκτωβρίου 2003 κλήση των αναιρεσειόντων, επί της οποίας εκδόθηκε η 999/2004 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτους λόγους των δικογράφων της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων της. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 1 Σεπτεμβρίου 2004 κλήση των αναιρεσειόντων, η προκείμενη υπόθεση εισήχθη στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εξέδωσε την 26/2005 απόφαση, με την οποία: 1. ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης, 2. απηύθυνε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο ερώτημα: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου, ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδαφ. Δ΄της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση" και 3. διέταξε να διαβιβαστούν από τη γραμματεία του Αρείου Πάγου προς τη γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα της απόφασης αυτής, της προσβαλλομένης 8498/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, ως και των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια το Δ.Ε.Κ. στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 εξέδωσε απόφαση επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-187/05, C-188/05, C-189/05 και C-190/05, με την οποία αποφάνθηκε επί του παραπάνω ερωτήματος. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η υπόθεση εισάγεται εκ νέου για συζήτηση ενώπιον της Τακτική Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου με την από 6 Μαρτίου 2007 κλήση των αναιρεσειόντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής καθώς και των προσθέτων παρεμβάσεων, οι δε πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι παραπεμφθέντες λόγοι στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, ως βάσιμοι. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την προσκομιζόμενη με επίκληση .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..... προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο κλήσεως προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την παρούσα δικάσιμο, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην προσθέτως παρεμβαίνουσα ενώπιον του Εφετείου "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Διϋλιστήρια και τις Χημικές Βιομηχανίες", η οποία δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την 999/2004 απόφαση του Β2΄ Πολιτικού Τμήματος, παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και ο ταυτόσημος πρώτος λόγος των προσθέτων από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τους οποίους προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. γ΄ του Ν.1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και 1 παρ. 2 περιπτ. δ΄ της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των κατά το έτος 1996 γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων μισθωτών χωρίς να εφαρμοσθούν οι τότε ισχύοντες όροι και η διαδικασία για τις ομαδικές απολύσεις, όταν με απόφαση της εργοδότριας διακόπηκε η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως, χωρίς να έχει προηγηθεί έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή αυτή. Με την 26/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, ο Άρειος Πάγος αφού ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας πράξεως οργάνων της Ε.Ε. από το Δ.Ε.Κ, η δε απόφαση του Δικαστηρίου αυτού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 παρ. 1 και 3 της Συνθήκης Ε.Κ., απηύθυνε στο Δ Ε Κ προδικαστικό ερώτημα με το εξής περιεχόμενο: "Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό (Εθνικό) δίκαιο προηγούμενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως με μόνη τη βούληση του εργοδότου: Ερωτάται αν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρμόζονται επί ομαδικών απολύσεων προκαλουμένων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίσθηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση". Αναβλήθηκε δε η έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρις ότου το Δ Ε Κ αποφανθεί επί του παραπάνω ερωτήματος. Με την από 7 Σεπτεμβρίου 2006 απόφασή του, το ΔΕΚ αποφάνθηκε επί του ανωτέρω ερωτήματος, ότι η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγουμένη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', της εν λόγω Οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της. Το νομικό πλαίσιο της απόφασης αυτής του ΔΕΚ έχει σχετικώς ως εξής : Η Οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 100 της Συνθήκης της ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ, τώρα άρθρο 94 ΕΚ), αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας. Ως "ομαδικές απολύσεις", κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α' της Οδηγίας αυτής, νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από ένα εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών, στις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά δε την παράγραφο 2 εδ. δ' του ίδιου άρθρου 1, η παρούσα Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως , εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατ' αρχάς υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους. Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, σε κάθε περίπτωση, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 75/129) ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που προβλέπονται στο άρθρο 2 , και ιδίως τους λόγους της απολύσεως , τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Με το νόμο 1387/1983 (έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις) θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, η οποία εξασφαλίζει α) την πλήρη πληροφόρηση των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, β) στάδιο δια-βουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και γ) σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών, αποφασιστική παρέμβαση της διοικητικής αρχής. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ' του παραπάνω νόμου, ορίζεται ότι "οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης". Ο Ν.1387/1983 αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. δ' της οποίας ορίζεται ότι η παραπάνω Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής απόφασης ". Η Οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/567 ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, κατόπιν της εγκρίσεως του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9-12-1989. Στο πλαίσιο της τροποποίησης επήλθε κατάργηση του στοιχείου δ' του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 75/129 και προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, το ακόλουθο εδάφιο : "Εν τούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της". Οι τροποποιήσεις που επέφερε η Οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Η προβλεπομένη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 24η Ιουνίου 1994. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι η μη εφαρμογή της Οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Και ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων, της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την Οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Ότι, συναφώς, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Εθνικού δικαίου δεν προβλέπουν προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. Ότι, ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (Ιούλιος 1996) των κυρίων δικών, η εργοδότρια υπείχε υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους σε όλες τις περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων της εκμεταλλεύσεως, αφού η διακοπή αυτή αποφασίσθηκε οικειοθελώς από αυτήν, χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη εταιρία ιδρύθηκε κατόπιν εισαγωγής κεφαλαίων από την αλλοδαπή, από εδρεύουσα εκεί ανώνυμη εταιρία, και σκοπός της ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, η ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάμων για αυτοκίνητα, καθώς και υλικών επισκευής και αναγόμωσής τους, ιμάντων, σωλήνων, ψυγείων, υλικών συσκευασίας τροφίμων, ως και η εμπορία των προϊόντων αυτών. Η βιομηχανική δραστηριότητα, που αφορούσε την παραγωγή των άνω προϊόντων ήταν από την αρχή διακεκριμένη από την εμπορική, που αφορούσε την εμπορία των εν λόγω προϊόντων. Στο καταστατικό της αναιρεσίβλητης και το Β.Δ. 531/1967, με το οποίο εγκρίθηκε η εισαγωγή των κεφαλαίων για την ίδρυσή της (παραγρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 12), γίνεται σαφής διαχωρισμός των κλάδων δραστηριότητάς της (βιομηχανικού - εμπορικού). Τα εισαγόμενα κεφάλαια που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα δεν υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.Δ. 2687/1953 και η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται να τα επανεξαγάγει, επιβάλλεται δε σ' αυτήν η υποχρέωση να τηρεί ξεχωριστά λογιστικά βιβλία για την εμπορική της δραστηριότητα και άλλα για την βιομηχανική, ώστε να εξάγονται χωριστά οικονομικά αποτελέσματα για κάθε κλάδο. Η αναιρεσίβλητη οργάνωσε δύο χωριστούς κλάδους της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, από τους οποίους ο ένας αφορούσε την παραγωγή των παραπάνω προϊόντων και ο άλλος αφορούσε την εμπορία των προϊόντων αυτών, καθώς και άλλων που εισήγε από το εξωτερικό. Για την παραγωγή των προϊόντων της ίδρυσε και έθεσε σε λειτουργία βιομηχανικό συγκρότημα στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε σύνολο τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού για την επίτευξη των παραγωγικών σκοπών της. Το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα αποτελούσαν το εργοστάσιο παραγωγής και το εργοστάσιο αναγόμωσης, ενώ η επιχείρηση που αφορούσε την εμπορία των παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων ήταν εγκατεστημένη στη Λ. Κηφισσού 94 στην Αθήνα και είχε ξεχωριστά μέσα για την επίτευξη των οικονομικών της σκοπών (γραφεία, αποθήκες) στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο αυτοί κλάδοι διευθύνονταν από διαφορετικά πρόσωπα και καθένας τους ήταν ανεξάρτητος από τον άλλο, τόσο κατά τα κεφαλαιουχικά αγαθά που τους συγκροτούσαν, όσο και κατά το εργατοτεχνικό προσωπικό, και επί πλέον και κατά τη διαδικασία της οικονομικής τους λειτουργίας, με την έννοια ότι τηρούσαν χωριστά λογιστικά βιβλία, εξήγαν χωριστά αποτελέσματα κέρδους και ζημίας, τηρούσαν χωριστές καταστάσεις προσωπικού και λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η αυθυπαρξία και η ανεξαρτησία του ενός από το άλλο και κατ' αποτέλεσμα η αυτοτέλειά τους ως ξεχωριστών κλάδων. Ως ξεχωριστοί κλάδοι ελέγχθηκαν από την οικονομική εφορία, και από το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Στις 19-7-1996 η γενική συνέλευση των μετόχων της αναιρεσίβλητης αποφάσισε τη διακοπή της βιομηχανικής δραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22-7-1996. Το Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης εξουσιοδότησε τους αναφερόμενους υπαλλήλους να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στο βιομηχανικό κλάδο, περίπου, 340 ατόμων, έγιναν δε οι καταγγελίες των συμβάσεών τους από τον παραπάνω χρόνο χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του ισχύοντος, κατά το χρόνο των καταγγελιών, νόμου 1387/1983, από δε τον Οκτώβριο 1996 άρχισε η αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων του κλάδου . Έτσι, ο βιομηχανικός κλάδος , που αποτελούσε εκμετάλλευση αυτοτελή από τον εμπορικό, διέκοψε τη λειτουργία του πλήρως και οριστικώς. Με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε το Εφετείο ότι οι ως άνω ομαδικές απολύσεις, ως γενόμενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της άνω αυτοτελούς εκμεταλλεύσεως με τη βούληση του εργοδότου, είναι έγκυρες, παρά το γεγονός ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως αυτής έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση και απέρριψε την έφεση των απολυθέντων εργαζομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. γ' του Ν. 1387/1983 "έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις " και άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση δ' της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις". Και τούτο, διότι η αναιρεσίβλητη εργοδότρια εταιρία δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους στην ερευνωμένη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της ανωτέρω επιχειρήσεως, όπως υπείχε την υποχρέωση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, αφού η εν λόγω διακοπή των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως αποφασίσθηκε οικειοθελώς από την αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια και έγινε χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση. Επομένως, οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια πρώτος λόγος αναιρέσεως και ο ταυτόσημος πρώτος λόγος των προσθέτων, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλεται αιτίαση παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (στο σύνολό της), να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε." και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης" (άρθρο 176, 182, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8498/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και των υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαινόντων "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε." και "Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης", τα οποία ορίζονται στα ποσά των οκτακοσίων (800), τριακοσίων (300) και τριακοσίων (300) ευρώ, αντίστοιχα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπόθεση Goodyear. Ρύθμιση ομαδικών απολύσεων Ν.1387/1983.
null
null
1
Αριθμός 21/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αχιλλέα Νταφούλη, - Εισηγητή, Δημήτριο Κιτρίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ρένα Ασημακοπούλου, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιάνο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Του αναιρεσίβλητου - καλούντος: ........., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Κατσαμπάνη. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ του αναιρεσίβλητου: 1. Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Ι.Κ.Α. (Π.Ο.Σ.Ε.Υ.Π.Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χαϊκάλη και 2. Πρωτοβάθμιου Σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Συμβασιούχων Ιατρών ΙΚΑ Αττικής", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζιάγκο. Κοινοποιουμένης της κλήσης στην προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ του αναιρεσίβλητου: Τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15 Οκτωβρίου 1998 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1017/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 5608/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 1 Μαρτίου 2002 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1311/2006 απόφαση του Β1΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 9 Νοεμβρίου 2006 κλήση του ήδη αναιρεσίβλητου, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη των προσθέτων παρεμβάσεων, οι δε του αναιρεσιβλήτου και των προσθέτως παρεμβαινόντων την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την παραδοχή των προσθέτων παρεμβάσεων και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμων. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με την από 9-11-2006 κλήση του αναιρεσιβλήτου νόμιμα εισάγονται για συζήτηση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι από το άρθρο 559 εδάφιο 1 δύο ταυτόσημοι λόγοι της από 1-3-2002 αίτησης του Ι.Κ.Α., για αναίρεση της 5608/2001 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σε αυτή με την 1311/2006 απόφαση του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι με τους μοναδικούς αυτούς λόγους του αναιρετηρίου δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β Κ.Πολ.Δικ.), εξαιτίας της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων στο κρινόμενο ίδιο ζήτημα. Με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους προβάλλεται ειδικότερα η αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 10 του ν.δ. 1204/1972, 18 του ν. 2150/1993 και 53 του π.δ. 410/1988. ΙΙ.- Οι από 8-12-2006, 17-1-2007 και 22-12-2005 πρόσθετες υπέρ του αναιρεσιβλήτου καρδιολόγου ιατρού παρεμβάσεις: α) της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού ΙΚΑ (Π.Ο.Σ.Ε.Υ.Π.Ι.Κ.Α.)", β) του πρωτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Συμβασιούχων Ιατρών ΙΚΑ Αττικής" και γ) της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.)", αντίστοιχα, έχουν ασκηθεί παραδεκτά με δικόγραφα για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας αυτής (οι δύο πρώτες) και του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε (η τρίτη) και είναι νόμιμες (άρθρα 80, 675Α και 669 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3189/2003). Πρόδηλο είναι εδώ το έννομο συμφέρον των επαγγελματικών αυτών οργανώσεων - σωματείων για παρέμβαση, διότι ο αναιρεσίβλητος είναι μέλος του δεύτερου παρεμβαίνοντος επαγγελματικού σωματείου, που αποτελεί μέλος της παρεμβαίνουσας ως άνω δευτεροβάθμιας οργάνωσης, η οποία είναι επίσης μέλος της παρεμβαίνουσας "Γ.Σ.Ε.Ε.", και το νομικό ζήτημα που θα κριθεί, δηλαδή αν υπάρχει εξομοίωση των ιατρών με σύμβαση του ΙΚΑ με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς και ποία η σχέση των με σύμβαση ιατρών αυτών με το ΙΚΑ, αφορά άμεσα τη δικαστική προστασία τόσο του αναιρεσιβλήτου, όσο και του πλήθους (6.000 περίπου) συμβασιούχων ιατρών του ΙΚΑ, και άρα την προστασία του συλλογικού συμφέροντος των συμβασιούχων ιατρών όλης της χώρας, που είναι μέλη πρωτοβάθμιων επαγγελματικών οργανώσεών τους (ΟλΑΠ 18/2006, 36/2005 και 25/2004). Συνεπώς πρέπει να συνεκδικαστούν οι παρεμβάσεις αυτές με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ.). ΙΙΙ.- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν. δ/τος 1204/1972, προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ οι ασφαλισμένοι σ' αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου, από κατάλογο που καταρτίζει το ίδρυμα, ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Σαν τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεράποντες ιατροί του ιδρύματος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυτού ν.δ/τος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν. δ/τος, η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το ΙΚΑ, μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το ΙΚΑ, του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ο δε χρόνος παροχής απ' αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ίδιου ν.δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων, καθώς και οι κατ' άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται με το ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του αυτού ν.δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των άρθρων 2, 8 και 9 αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, με αμοιβή οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων, είτε άλλως πως, χωρίς περιορισμό από τις περί αμοιβής των ιατρών διατάξεις, οι ειδικές δε αυτές συμβάσεις, μη συνιστώσες σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, μπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά μηνιαία προειδοποίηση και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω ν.δ/τος, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων γιατρών ΙΚΑ με σύμβαση κλπ" ορίζει: Στην παράγραφο 1, ότι οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους. Στην παράγραφο 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ, στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 3, ότι στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτησή τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α΄ και β΄ εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν.δ/τος 1204/1972. Τέλος στην παράγραφο 4 ορίζεται, ότι για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ/τος 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ' εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ/τος 1204/1972. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η με το ΙΚΑ σχέση των ιατρών που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972 είναι, ότι συνδέονται με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ν.δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, η δε γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000). Επομένως έχει εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές η διάταξη που εξακολουθεί να ισχύει, επειδή δεν καταργήθηκε, και μετά την ισχύ του ν. 2150/1993, του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972, κατά την οποία οι εν λόγω συμβάσεις καταγγέλλονται οποτεδήποτε μετά από προειδοποίηση ενός μηνός. Μετά την παραπάνω απόφαση του ΑΕΔ 5/2000 ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε ο ν. 3232 της 12-2-2004, ο οποίος με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ όρισε ότι "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου". Όμως η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972, που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφής καθόσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει με ειδικές συμβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων με το ΙΚΑ, αφού προβλέπει ρητά, ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερμηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν μπορεί να έχει εδώ αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στην μεν παράγραφο 1 αυτού, ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφο 2, ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος), καίτοι είχε προσληφθεί, ως θεράπων ιατρός καρδιολόγος το έτος 1992 από το εναγόμενο (αναιρεσείον) ΝΠΔΔ, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972, μετά την εξομοίωσή του μισθολογικά με τους μόνιμους θεράποντες ιατρούς του ΙΚΑ, εντάχθηκε στο μόνιμο ιατρικό προσωπικό αυτού από το έτος 1993, δηλαδή ένα έτος μετά την πρόσληψή του, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του άνω άρθρου 18 του ν. 2150/1993, μετά δε την ένταξή του - που είχε ως συνέπεια την κατάργηση του εδαφίου β΄ του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972 - υπήχθη στις διατάξεις του π.δ/τος 410/1988 και ότι συνδεόταν με το αναιρεσείον με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, οπότε το τελευταίο μόνο με συνδρομή σπουδαίου λόγου μπορούσε να την καταγγείλει, ελλείψει δε τέτοιου λόγου η μετά από απλή προειδοποίηση γενομένη το έτος 1998 καταγγελία είναι άκυρη. Στη συνέχεια το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη 1017/2000 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών που έκρινε όμοια και αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις επικαλούμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 10 του ν.δ/τος 1204/1972, 18 του ν. 2150/1993 και 53 του π.δ. 410/1988 και επομένως υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Συνακόλουθα, οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια δύο ταυτόσημοι λόγοι του αναιρετηρίου του ΙΚΑ είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο που την εξέδωσε, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ.). Οι πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν και να καταδικαστούν ο αναιρεσίβλητος και οι προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά τα άρθρα 176, 182 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με άρθρα 7 και 9 ν.δ. 2698/1953 και την ΥΑ 134423/1993 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 5608/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο και τους προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που ορίζει συνολικά σε εννιακόσια ενενήντα (990) ευρώ, από τα οποία εξακόσια εξήντα (660) ευρώ βαρύνουν τον αναιρεσίβλητο και τριακόσια τριάντα (330) ευρώ βαρύνουν τους παρεμβαίνοντες. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
IKA
null
null
0
Αριθμός 20/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Δημήτριο Κιτρίδη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Μιχαήλ Δέτση, Δημήτριο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Των αναιρεσιβλήτων: (Αναφέρονται 5 αναιρεσίβλητοι). Οι 1η, 2η, 4η και 5ος παραστάθηκαν με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Δημήτριο Βερβεσό και Ιωάννη Κουκιάδη και ο 3ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βερβεσό. Του καλουμένου: Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (Ε.Λ.Γ.Α.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παζιώτη. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ των αναιρεσιβλήτων: Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Μαΐου 2005 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 83100/7030/2005 αίτηση (διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 9518/2005 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 2 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, την οποία εισήγαγαν προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ' αριθμ. 188/13-11-2006 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναίρεση της πιο πάνω απόφασης. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κανελλόπουλος ανέγνωσε την από 5 Φεβρουαρίου 2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατόπιν, ο πληρεξούσιος του καλουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς του, που αναφέρονται στις προτάσεις του και ζήτησε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη της υπέρ των αναιρεσιβλήτων πρόσθετης παρέμβασης. Στη συνέχεια οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων, αφού έλαβαν και αυτοί το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την παραδοχή της υπέρ αυτών πρόσθετης παρέμβασης, άλλως την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ., ο πληρεξούσιος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, λαμβάνοντας επίσης τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης και την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, αναφερόμενος στις προτάσεις του, και τέλος καθένας πληρεξούσιος ζήτησε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 699 εδ. α' του ΚΠολΔικ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τα επόμενα εδάφια του ίδιου άρθρου, που προστέθηκαν με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005, ορίζονται τα εξής: "Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης, αν κατά την κρίση του δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον, η οποία εκδίδεται σε αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων και στην οποία διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Οι αποφάσεις αυτές επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ως προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 552 επ. Κ, Πολ.Δ. Η απόφαση η οποία εκδίδεται για την αναίρεση αυτή παράγει γα τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρα 579 έως και 582 Κ.Πολ.Δ. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης". Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, από τη διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων που προστέθηκαν, κατά τα προεκτιθέμενα, στην αρχική διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔικ και το σκοπό που με αυτές επιδιώκεται, ο οποίος συνίσταται στον έλεγχο της νομικής ορθότητας των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δηλαδή πρόσωπα τα οποία, στην πραγματικότητα, διοικούν ή έχουν στην κυριότητά τους και διαχειρίζονται την κρατική περιουσία, προκύπτει ότι η δυνατότητα που παρασχέθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την άσκηση αναίρεσης κατά των πιο πάνω αποφάσεων, που δεν έχει τη νομική φύση της αναίρεσης υπέρ του νόμου, δεν τον καθιστά διάδικο στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση και συνακόλουθα ούτε οιονεί ομόδικο του διαδίκου εκείνου, ο οποίος θα ωφεληθεί από την αναίρεση της απόφασης, ούτε οιονεί αντίδικο του διαδίκου, τον οποίο η αναίρεση βλάπτει, αφού ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενεργεί ως ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός και ως εκπρόσωπος της Πολιτείας, υποχρέωση της οποίας είναι να περιφρουρεί τη δημόσια περιουσία, και δικαιούται να ασκεί αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή κάποιο από τα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα, σε περίπτωση που κατά την κρίση του προκύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, δηλαδή εναντίον όχι μόνον της απόφασης, στην οποία το Δημόσιο ή ένα από τα πιο πάνω πρόσωπα έχει ηττηθεί, αλλά και της απόφασης, στην οποία αυτά έχουν νικήσει. Και ναι μεν με τη δυνατότητα που έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση υπέρ του νόμου, χωρίς αποτελέσματα για τους διαδίκους, διασφαλίζεται πάγια και ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου, πλην όμως με τα ασφαλιστικά μέτρα συχνά ρυθμίζονται θέματα ιδιαίτερα σοβαρά ως προς την αληθινή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με σοβαρές επιπτώσεις για το Δημόσιο ή τα άλλα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα, στα οποία έτσι, χωρίς τη δυνατότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση με παραγωγή αποτελεσμάτων και για τους διαδίκους, ουδεμία προστασία εξασφαλίζεται, ενόψει και του ότι ο νομοθέτης κρίνει, για να αποφευχθεί αύξηση της επιβάρυνσης του Αρείου Πάγου, να μη δοθεί δικαίωμα άσκησης αναίρεσης σε όλες τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, γι' αυτό άλλωστε, με τη δικονομική μεταρρύθμιση του έτους 1971 (ν.δ. 958/71) καταργήθηκε η αρχική δυνατότητα των διαδίκων να ασκούν αναίρεση κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, ενώ μια ενδεχόμενη ρύθμιση για την παροχή δυνατότητας μόνο στο Δημόσιο ή στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, να ασκούν αναίρεση εφόσον έχουν ηττηθεί, θα καθιέρωνε μια δικονομική ανισότητα. Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, η ήδη, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, παρεχόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δυνατότητα, για άσκηση αναίρεσης κατά των πιο πάνω αποφάσεων με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων και δεν αντίκεινται έτσι οι διατάξεις αυτές στις περί ισότητας διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλ' ούτε και στις διατάξεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Περαιτέρω, οι ίδιες πιο πάνω διατάξεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 25 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα που μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, αφού με τις διατάξεις αυτές δεν στερείται το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, ούτε παρεμποδίζεται από κρατικά όργανα η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών και η δυνατότητα γενικά δικαστικής προσφυγής ή η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτές καταστούν απρόσβλητες από ένδικα μέσα που ο νόμος καθιερώνει, ούτε αναιρείται η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, όσα δε αντιθέτως υποστηρίζει η πιο κάτω προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβαίνουσα είναι αβάσιμα. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η κρινόμενη από 2-10-2006 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 9518/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία υποχρεώθηκε ο καθού Οργανισμός, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αλλά ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, να αποδέχεται προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, τις υπηρεσίες των αναιρεσιβλήτων και μετά τη λήξη των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με τις οποίες είχαν προσληφθεί και η οποία (αίτηση) εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, με το από 13-11-2006 κοινό Πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με το οποίο κρίνεται, ότι με την παραπάνω αίτηση τίθενται νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 3 ΚΠολΔικ και 23 παρ. 2 του Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το ν. 2331/1995 (άρθρο 16 τούτου), είναι παραδεκτή. Μειοψήφησαν δέκα επτά (17) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες, Νικόλαος Κασσαβέτης, Αναστάσιος - Φιλητάς Περίδης, Δημήτριος Κιτρίδης, Ρένα Ασημακοπούλου, Σταύρος Γαβαλάς, Ελένη Παναγιωτάκη, Αντώνιος Παπαθεοδώρου, Χρήστος Αλεξόπουλος, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτης Παρτσιλίβας, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Σπυρίδων Ζιάκας, Χαράλαμπος Παπαηλιού, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Μιχαήλ Θεοχαρίδης, Ζήσης Βασιλόπουλος και Ελευθέριος Νικολόπουλος, που διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με το άρθρο 699 εδάφ. α' του ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τα επόμενα εδάφια του ίδιου άρθρου, που προστέθηκαν με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005, ορίζεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης η οποία εκδίδεται σε αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων, υπό την διττή προϋπόθεση ότι α) κατά την κρίση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον και β) η απόφαση εκδόθηκε σε δίκη στην οποία διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο δημόσιο, με την έννοια προδήλως ότι στη δίκη μετείχε ως διάδικος ένα τουλάχιστο από τα πρόσωπα αυτά και όχι ότι η δίκη έγινε μόνο μεταξύ τέτοιων προσώπων ως διαδίκων. Επίσης ορίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ότι ως προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 522 επ. του ΚΠολΔ, ότι η απόφαση που εκδίδεται για την αναίρεση αυτή παράγει για τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρα 579 έως και 582 ΚΠολΔ και ότι η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Προβλέπεται, δηλαδή, από τις διατάξεις αυτές η δυνατότητα άσκησης, εντός ορισμένης προθεσμίας, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρότι αυτός δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, αίτησης αναίρεσης, η οποία διαφέρει από την προβλεπόμενη από το άρθρο 557 του ΚΠολΔ αναίρεση υπέρ του νόμου. Η τελευταία, η οποία δεν αποκλείεται ούτε κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων (ΟλΑΠ 13/1999), δεν ασκείται εντός ορισμένης προθεσμίας και κατά κανόνα δεν παράγει αποτελέσματα για τους διαδίκους, αλλά αποβλέπει στην εξασφάλιση πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής των νόμων, ανάγκη η οποία υπάρχει και όταν δημιουργούνται ζητήματα με .γενικότερο ενδιαφέρον. Αλλ' η με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους αίτηση αναίρεσης, η οποία μάλιστα εμποδίζει και όσο ακόμη τρέχει η προς άσκηση αυτής προθεσμία την παραγωγή των αποτελεσμάτων της απόφασης, εισάγει ως διάδικο, στη σχετική με ιδιωτικά δικαιώματα αντιδικία, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μάλιστα σε θέση οιονεί ομοδίκου του διαδίκου ο οποίος θα ωφεληθεί από την αναίρεση της απόφασης και αντιδίκου εκείνου τον οποίο αυτή θα βλάψει. Η καθιερούμενη έτσι παρέκκλιση τόσο από τον κανόνα του αποκλεισμού των ένδικων μέσων σε αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 699 εδάφ. α' του ΚΠολΔ), όσο και από την αρχή της διάθεσης (άρθρο 106 ΚΠολΔ), παρέχει ένα πρόσθετο δικονομικό πλεονέκτημα στο διάδικο που ωφελείται από την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεδομένου δε ότι στο βλαπτόμενο αντίδικό του δεν παρέχεται δικαίωμα άσκησης αίτησης αναίρεσης, ούτε ακόμη και κατά το μέρος που ηττήθηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, δημιουργείται ανισότητα μεταξύ των διαδίκων, αφού μόνο ο ένας εξοπλίζεται κατ' ουσίαν με ένδικο μέσο που δεν μπορούσε να διαθέτει ο αντίδικός του και για την προάσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων του έχει πρόσθετο συμπαραστάτη τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ακόμη, ανισότητα δημιουργεί και η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μόνο στις υποθέσεις όπου διάδικος είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και νομικά πρόσωπα που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Η προβλεπόμενη για την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προϋπόθεση να δημιουργείται κατά την κρίση του ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον, δε δικαιολογεί τη διάκριση, αφού γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα δεν αποκλείεται να δημιουργούνται και σε δίκες όπου διάδικοι είναι μόνο ιδιώτες. Υιοθέτηση δε της εκδοχής ότι γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, που δικαιολογεί την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δημιουργείται, μόνο σε περίπτωση που θίγονται τα συμφέροντα του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων που προαναφέρθηκαν, θα είχε ως συνέπεια ότι ο νόμος θέλησε να παράσχει δικονομικό πλεονέκτημα μόνο στα πρόσωπα αυτά. Εξάλλου, η πρόβλεψη δυνατότητας αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αποτελέσματα για τους διαδίκους, σημαίνει ότι ο νόμος ανήγαγε σε γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα και εκείνο που δημιουργείται από τις επιπτώσεις που έχει η προσωρινή δικαστική προστασία που παρασχέθηκε στη συγκεκριμένη ιδιωτική διαφορά, αφού για ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο επίλυσης γενικότερων ζητημάτων που ενδιαφέρουν ευρύτερο κύκλο προσώπων από εκείνα που επηρεάζονται από τη συγκεκριμένη απόφαση, ή ευρύτερο κύκλο υποθέσεων, αρκεί η δυνατότητα διασφάλισης πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου που παρέχει η άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου, χωρίς αποτελέσματα για τους διαδίκους. Συνεπώς, η παροχή δυνατότητας άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αποτελέσματα για τους διαδίκους, στη δίκη παροχής προσωρινής προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων μεταξύ των διαδίκων και έτσι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στις υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στοιχείο της οποίας αποτελεί και η ισότητα των δικονομικών όπλων (ΕΔΔΑ Borgers v. Begique απόφαση της 30ης Οκτωβρίου 1991, Dombo Becheer n. Pays - Bas απόφαση Α 274 της 27ης Οκτωβρίου 1993, Πλατάκος κατά Ελλάδος απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001), καθώς και του άρθρου 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2467/1997. Κατ' ακολουθίαν η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως προσκρούουσα στις ανωτέρω αυξημένης ισχύος διατάξεις, έπρεπε ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη.- II. Η τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.)", με το από 10-1-2007 αυτοτελές δικόγραφο, παραδεκτώς παρεμβαίνει προσθέτως το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81, 215, 663 επ και 669 παρ. 2 ΚΠολΔικ, υπέρ των αναιρεσιβλήτων, που είναι μέλη της, ζητώντας, υπό την επίκληση εννόμου συμφέροντός της, να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή τής εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό τής εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Από τις διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικά χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του αρθρ. 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ/φων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη που επικράτησε, όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία αρχικώς προσλαμβάνονταν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη, τυπικά, πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος αλλά και της κοινής νομοθεσίας (άρθρα 56 έως 82 του π.δ. 410/1988), στη συνέχεια διαπιστώνονταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, "τακτοποιούνταν" το κατά τον πιο πάνω τρόπο προσλαμβανόμενο προσωπικό, είτε με το διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, κατ' αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις, βάσει των πάγιων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεως της Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ/21-3-2001 σελ 768, 771, 772, 782). Έτσι μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Για να αποτρέψει λοιπόν τη συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε την προμνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ' της παρ/φου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες "τακτοποίησης" προσωπικού με τον πιο πάνω τρόπο ήταν ακόμα εκκρεμείς κατά το χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 17 του ν. 2839/2000 που ακολούθησε την πρακτική ρυθμίσεων προγενέστερων διατάξεων) και προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν και χωρίς να προσκρούουν οι σχετικές για την τακτοποίηση διατάξεις του κοινού νομοθέτη σε οψιγενή "αντισυνταγματικότητα", ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ/φο 7, κατά την οποία "νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών". Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Δηλαδή ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Εξάλλου, επίσης, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος-μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 23/1998). Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/ και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή τής κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αόριστου χρόνου. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται"). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Αλλά και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C - 212/04 της 4ης Ιουλίου 2006 διαλαμβάνει στη σκέψη 91 της αποφάσεώς του, ότι "η συμφωνία - πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών - μελών να προβλέπουν τη μετατροπή σε συμβάσεις αόριστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων". Περαιτέρω στην 94η σκέψη του δέχεται, "ότι όταν το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστωνόταν μ' όλα ταύτα καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά, για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας - πλαισίου". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού π.δ/τος τα εξής: "1 .Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του Ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου π.δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του", ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, κατά τα προαναφερόμενα, από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω π.δ/γμα, ως μεταβατικές, οι διατάξεις του άρθρου 11, που ορίζουν τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση...." (άρθρ 11 παρ. 1α). Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία, με το π.δ. 164/2004, των άνω μέτρων, για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της επίμαχης Οδηγίας έγινε, αφού έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία αυτή, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων, και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, κατά τη γνώμη πάντοτε της πλειοψηφίας, ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού. IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Οι αιτούντες προσλήφθηκαν από το καθού, με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες ανανεώνονταν κατά τη λήξη τους, για την κάλυψη όπως αναφέρεται στις συμβάσεις αυτές, εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών εκτίμησης ζημιών της φυτικής παραγωγής, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από το τακτικό προσωπικό του. Ειδικότερα εργάστηκαν σε διάφορα περιφερειακά υποκαταστήματα του καθ' ού κατά τα παρακάτω χρονικά διαστήματα και με την αντίστοιχη ειδικότητα: Η πρώτη, από 30-9-1996 έως 16-1-1997, από 17-2-1997 έως 23-4-1997, από 5-5-1997, έως 11-7-1997, από 18-5-1998 έως 7-9-1998, από 1-12-1998 έως 17-2-1999, από 17-6-1999 έως 11-8-1999, από 9-9-1999 έως 3-3-2000, από 17-4-2000 έως 24-6-2000, από 31-7-2000 έως 20-9-2000, από 25-4-2001 έως 5-11-2001, από 19-11-2001 έως 18-7-2002, από 24-7-2002 έως 20-12-2002, από 27-1-2003 έως 26-9-2003 και από 2-8-2004 έως 1-4-2005, με την ειδικότητα της γεωπόνου-εκτιμήτριας. Η δεύτερη, από 20-6-1996 έως 9-8-1996, από 3-9-1996 έως 13-11-1996, από 5-5-1997 έως 30-9-1997, από 29-10-1997 έως 23-1-1998, από 25-5-1998 έως 19-8-1998, από 7-9-1998 έως 26-11-1998, από 1-12-1998 έως 17-2-1999, από 12-7-1999 έως 11-3-2000, από 19-7-2000 έως 8-9-2000, από 13-9-2000 έως 27-11-2000, από 13-12-2000 έως 9-3-2001, από 25-4-2001 έως 26-5-2001, από 26-11-2001 έως 25-07-2002, από 1-8-2002 έως 20-12-2002, από 30-1-2003 έως 29-9-2003 και από 2-8-2004 έως 1-4-2005, με την ειδικότητα της γεωπόνου-εκτιμήτριας. Ο τρίτος, από 19-11-1997 έως 31-12-1997, από 25-5-1998 έως 25-9-1998, από 6-11-1998 έως 18-12-1998, από 5-1-1999 έως 16-2-1999, από 21-6-1999 έως 22-9-1999, από 13-12-1999 έως 21-3-2000, από 11-5-2000 έως 3-10-2000, από 10-5-2001 έως 20-11-2001, από 23-1-2002 έως 22-9-2002, από 3-10-2002 έως 2-6-2003, από 9-6-2003 έως 8-8-2003, από 2-8-2004 έως 1-4-2005, με την ειδικότητα γεωπόνου - εκτιμητή. Η τέταρτη, από 3-7-2000 έως 13-9-2002, από 11-12-2000 έως 31-5-2001, από 19-11-2001 έως 18-7-2002, από 29-7-2002 έως 5-2-2003, από 10-4-2003 έως 9-12-2003, από 9-8-2004, έως 8-4-2005, με την ειδικότητα της γεωπόνου-εκτιμήτριας. Ο πέμπτος, από 15-10-1996 έως 2-12-1996, από 11-12-1996 έως 21-12-1996, από 13-1-1997 έως 7-2-1997, από 19-2-1997 έως 7-3-1997, από 7-5-1997 έως 7-8-1997, από 5-11-1997 έως 22-12-1997, από 8-4-1998 έως 18-9-1998, από 19-7-1999 έως 20-7-1999, από 12-7-2000 έως 11-3-2001, από 27-6-2001 έως 16-10-2001, από 12-11-2001 έως 22-3-2002, από 3-6-2002 έως 2-2-2003, από 14-4-2003 έως 13-12-2003, από 16-2-2004 έως 15-6-2004 και από 27-9-2004 έως 26-5-2005, με την ειδικότητα του γεωπόνου-εκτιμητή. Οι πιο πάνω συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν εγγράφως, επιγράφονται ως συμβάσεις "ορισμένου χρόνου", πλην όμως κατ' επίφαση χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, δεδομένου ότι οι αιτούντες με την παρεχομένη εργασία τους κάλυπταν πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες του καθ' ου. Ειδικότερα οι διαδοχικές προσλήψεις των αιτούντων δεν αφορούσαν στην αντιμετώπιση, πράγματι, εποχιακών και έκτακτων αναγκών στα διάφορα περιφερειακά υποκαταστήματα του καθ' ού, αλλά έγιναν, λόγω έλλειψης μόνιμου προσωπικού του τελευταίου, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία του να λειτουργήσει με το μόνιμο προσωπικό, γεγονός που οδήγησε το καθ' ού, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του, να προσφύγει στην τακτική τής εκ περιτροπής πρόσληψης, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, των αιτούντων. Οι τελευταίοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ήτοι εκτιμήσεις ζημιών από διάφορα ζημιογόνα αίτια της φυτικής παραγωγής και έλεγχο των αιτήσεων για χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων, κάτω από τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του καθ' ού με το ίδιο ωράριο και κατά τόπο και χρόνο παροχή της εργασίας, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι αυτού. Η κάλυψη από τους αιτούντες παγίων και διαρκών αναγκών του καθ' ού ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτοί δεν εργάζονταν σε συγκεκριμένο διάστημα του έτους, αλλά κάλυπταν σχεδόν όλους τους μήνες του έτους. Αυτό προκύπτει από την εκ μέρους του καθ' ού κατ' επανάληψη ανανέωση των συμβάσεων των αιτούντων μέσα στο ίδιο έτος, από το συνολικό κατ' έτος χρόνο εργασίας αυτών, που κυμαινόνταν ιδίως κατά τα τελευταία έτη από 7 έως 8-10 μήνες το έτος, καθώς και από τη συνολική διάρκεια απασχόλησης των αιτούντων. Συγκεκριμένα οι αιτούντες εργάστηκαν κατά την διάρκεια των πιο πάνω χρονικών διαστημάτων, η πρώτη με συνολικό χρόνο απασχόλησης πέντε περίπου χρόνια, η δεύτερη με συνολικό χρόνο απαασχόλησης έξι περίπου χρόνια, ο τρίτος με συνολικό χρόνο απασχόλησης τέσσερα χρόνια περίπου, η τέταρτη με συνολικό χρόνο απασχόλησης δύο και ήμισυ περίπου χρόνια και ο πέμπτος τέσσερα και ήμισυ περίπου χρόνια. Έτσι οι σχέσεις εργασίας των αιτούντων με το καθ' ού είχαν από την έναρξη των πιο πάνω χρονικών διαστημάτων τα χαρακτηριστικά ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ενόψει αυτών ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας των αλλεπάλληλων διαδοχικών συμβάσεων των αιτούντων δεν δικαιολογούνταν από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του καθ' ού, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι αιτούντες, ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του καθ' ού ούτε υπαγορεύτηκε από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών του καθ' ού. Επομένως οι συμβάσεις αυτές συνήφθηκαν με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/20 ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειάς τους, με συνέπεια να καθίστανται αυτές άκυρες και να συνιστούν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζει να υπάρχει και μετά τη συμφωνημένη λήξη τους, για την αποφυγή κατάχρησης των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή οι απαγορεύσεις που επιβάλλουν ο ν. 2190/94, ως αντίθετες προς το πνεύμα και τους σκοπούς της προαναφερόμενης Οδηγίας". Ακολούθως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, το Μονομελές Πρωτοδικείο υποχρέωσε τον καθού Οργανισμό να αποδέχεται προσωρινά τις προαναφερόμενες από τους αναιρεσιβλήτους εργασίες. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της απόφασής του, κατέληξε στην παραπάνω κρίση του, δεχόμενο ότι οι διαδοχικές συμβάσεις που συνήψαν οι αναιρεσίβλητοι με τον καθού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και ότι ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων αυτών ως ορισμένου χρόνου έγιναν από το καθού αδικαιολόγητα για να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα των αιτούντων από έγκυρη σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου. Όμως, οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν ως ορισμένου χρόνου κατ' επιταγή των προαναφερόμενων διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, βάσει των οποίων απαγορεύεται η μετατροπή τους σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Επομένως, το Πρωτοδικείο με την παραπάνω κρίση του, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, οι οποίες σε καμμία περίπτωση δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθρων 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, 21 του ν. 2190/1994 και 5 και 11 του π. 160/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε αλλά ήταν εφαρμοστέες. Έτσι, ο πρώτος από το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔικ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται οι προαναφερόμενες αναιρετικές πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Μειοψήφησαν είκοσι δύο (22) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες, Νικόλαος Κασσαβέτης, Αναστάσιος - Φιλητάς Περίδης, Ανδρέας Μαρκάκης, Δημήτριος Κιτρίδης, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρας Αναστασάκης, Σταύρος Γαβαλάς, Ελένη Παναγιωτάκη, Αντώνιος Παπαθεοδώρου, Μάριος - Φώτιος Χατζηπανταζής, Γεώργιος Πετράκης, Χρήστος Αλεξόπουλος, Ιωάννης Ιωαννίδης, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Σπυρίδων Ζιάκας, Χαράλαμπος Ζώης, Χαράλαμπος Παπαηλιού, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Μιχαήλ Θεοχαρίδης, Ζήσης Βασιλόπουλος και Βασίλειος Κουρκάκης, που διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Με την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε. στις 28-6-1999, επιδιώχθηκε η υλοποίηση της συμφωνίας -πλαισίου, για την εργασία ορισμένου χρόνου, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP. Οι ρυθμίσεις της αναφέρονται σε όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, κατά τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους. Αποσκοπεί αφενός στη διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αόριστου χρόνου και αφετέρου στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποφυγή κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη συμφωνία πλαίσιο που έχει ενσωματώσει η εν λόγω οδηγία, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση ΔΕΚ C - 212 Κ. Αδενέλερ, σκέψεις 61, 62 και 63). Όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ρήτρας 5 της ενσωματωμένης στην οδηγία συμφωνίας - πλαισίου, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες ειδικών τομέων ή κατηγοριών εργαζομένων, λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, θεσπίζοντας κανόνες που καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 της ρήτρας 5, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να καθορίζει, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται "διαδοχικές", β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αόριστου χρόνου. Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής στην ελληνική έννομη τάξη έληξε, μετά από παράταση, κατά το άρθρο 2 εδάφιο δεύτερο αυτής, στις 10 Ιουλίου 2002. Η μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη έγινε εκπρόθεσμα, αναφορικά με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, στις 2-4-2003, με το ΠΔ 81/2003 και ως προς τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα στις 19-7-2004, με το ΠΔ 164/2004. Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, όχι μόνο πριν από τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, αλλά και πριν από την ημερομηνία που έπρεπε να μεταφερθεί, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με την καταχρηστική επιλογή της σύμβασης ορισμένου χρόνου, αντί αόριστου χρόνου που αντικειμενικά δικαιολογείται, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Οι διατάξεις αυτές, που εφαρμόζονται για όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα και καθιερώνουν "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", του εθνικού μας δικαίου, για την αποτροπή και αντιμετώπιση καταχρήσεων, κατά την έννοια της ρήτρας - πλαισίου που ενσωματώθηκε στην εν λόγω οδηγία, παρέχουν προστασία στους εργαζομένους από τις καταχρήσεις του είδους που προαναφέρθηκαν, με το να καθιερώνουν την αρχή ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι δεν είναι δεσμευτικός, αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης ορισμένου ή αόριστου χρόνου, δίδεται από το δικαστήριο από τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πληρέστερη εκείνης της οδηγίας, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου έχει παγιωθεί η ερμηνεία ότι μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αόριστου χρόνου, έστω και αν μια μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου καταρτίσθηκε. Εξάλλου, η ανωτέρω οδηγία, η οποία δεν προβλέπει αμέσου εφαρμογής ειδικές κυρώσεις σε περιπτώσεις καταχρήσεων του είδους που προαναφέρθηκαν, αφήνει στις εθνικές αρχές τη λήψη των πρόσφορων μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, τα οποία πρέπει να είναι όχι μόνο αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας - πλαισίου. Εντούτοις, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς το σκοπό αυτό για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Επίσης, δεν επιτρέπεται να εφαρμόσουν εθνική νομοθεσία η οποία αντίκειται προς τους σκοπούς της οδηγίας (ΔΕΚ υπόθεση C - 212 Κ. Αδενέλερ σκέψεις 108, 124 και αποφάνσεις 1, 3 και 4). Συνεπώς, η σύμφωνη προς την ανωτέρω οδηγία ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, οδηγεί στο ερμηνευτικό πόρισμα, ότι για τις συμβάσεις που ήταν ενεργές την 10-7-2002 ή καταρτίστηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή έως τουλάχιστο την 19-7-2004, ημέρα της έναρξης ισχύος του Π.Δ. 164/2004, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί ως αόριστου χρόνου μια σύμβαση εργασίας, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τα μέρη ως σύμβαση ορισμένου χρόνου, εάν ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας, έστω και αν η σύναψή της για ορισμένη μόνο διάρκεια προβλέπεται από το νόμο, οπότε, όπως είχε νομολογηθεί πριν από την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας, δεν επιτρεπόταν τέτοιος αναχαρακτηρισμός της (ολΑΠ 1807/1986). Δεν αποκλείει επομένως, από την 10-7-2002, τον ορθό από το δικαστήριο χαρακτηρισμό ως σύμβασης αόριστου χρόνου, της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο, και τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, η διάταξη του άρθρου 21 παραγρ. 2 εδάφιο τελευταίο του ν. 2194/1994, που ορίζει ότι είναι άκυρη η μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου. Η συμφωνία - πλαίσιο, η οποία επιβάλλει την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας, σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν τους εργαζομένους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, καθώς και της αποτελεσματικότητας, εμποδίζει την εφαρμογή της διάταξης αυτής, κατά το μέρος που αυτή απαγορεύει απολύτως τέτοια "μετατροπή" των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας που έγιναν προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, μόνο στο δημόσιο τομέα, χωρίς μάλιστα να υφίσταται άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και προστασίας του εργαζομένου από αυτές (ΔΕΚ υπόθεση C - 212/04 Κ. Αδενέλερ σκέψεις 95, 99 και 105, αποφάνσεις 2 και 3). Τέτοιο δε προστατευτικό για τους εργαζόμενους μέτρο, δεν είναι μόνη η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων κατά των, παραβατών των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, προϊσταμένων των υπηρεσιών. Με ερμηνεία, συνεπώς, σύμφωνη προς τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας, η απαγόρευση της μετατροπής που προβλέπει το άρθρο 21 του ν. 2190/1994, πρέπει να νοηθεί ότι αναφέρεται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που πράγματι καταρτίσθηκαν για την εξυπηρέτηση απρόβλεπτων και επειγουσών ή εποχιακών αναγκών και δεν αφορά και τις συμβάσεις που συμφωνήθηκαν ορισμένου χρόνου, χωρίς να υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν την ορισμένη διάρκειά τους, αλλά καταρτίσθηκαν για την εξυπηρέτηση πράγματι πάγιων και διαρκών αναγκών. Περαιτέρω, εμπόδιο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του ΑΚ και του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν, δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 αυτού α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το δημόσιο τα ν.π.δ.δ. τους Ο.Τ.Α και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε μη νομοθετημένες θέσεις για την κάλυψη απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, αλλά και η πρόσληψη με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αόριστου χρόνου για την πλήρωση νομοθετημένων οργανικών θέσεων, β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, η απαγόρευση όμως αυτή αναφέρεται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έγιναν πράγματι για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, οπότε μόνο επιτρέπεται και η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου και δεν αναφέρεται και σε συμβάσεις που έγιναν για την απασχόληση σε μη νομοθετημένες οργανικές θέσεις, για την κάλυψη όχι τέτοιων αναγκών, αλλά πάγιων και διαρκών αναγκών, οπότε η σύναψή τους για ορισμένη χρονική διάρκεια έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων που ορίζουν πότε επιτρέπονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, πλην για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι νόμοι που εκδόθηκαν κατ' επιταγή αυτών, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" των συμβάσεων ορισμένου σε αόριστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι "μετατροπή", αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (Oλ ΑΠ 18/2006). Ο ορθός χαρακτηρισμός της σχέσης, ως αόριστου χρόνου, εξάλλου, προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας, δεν προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της πρόσληψης στο δημόσιο τομέα με σύμβαση αόριστου χρόνου μόνο σε οργανικές θέσεις, καθώς και με διαγωνισμό ή επιλογή, υπό τους όρους του νόμου, εφόσον η οδηγία αναφέρεται όχι μόνο σε συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν εγκύρως, αλλά και σε σχέσεις εργασίας, στις πραγματικές δηλαδή εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν, έστω και αν δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας, ως προς τις οποίες επίσης είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Με ερμηνεία δε σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι εφαρμοστέες, ως προς το δημόσιο τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ., και οι διατάξεις των άρθρων 46 περ. δ' και 53 του Π.Δ. 410/1988, που επιβάλλουν την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου. Τέλος, τον ορθό χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας ως αόριστου χρόνου και σε περιπτώσεις που καταρτίστηκε σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς αυτή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, προϋποθέτει ως μη αποκλειόμενο από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και το Π.Δ. 164/2004, με το οποίο ενσωματώθηκε η ανωτέρω οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη. Οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω Π.Δ/τος ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του και είναι ενεργές κατ' αυτήν ή κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από αυτήν, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου και έτσι αναγνωρίζουν τον αληθινό χαρακτήρα των σχετικών συμβάσεων και δεν μετατρέπουν αυτές από ορισμένου σε αόριστου χρόνου, αφού τέτοια μετατροπή θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη. Ωστόσο, συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που ήταν ενεργές ή καταρτίσθηκαν πριν από την ισχύ του εν λόγω Π.Δ/τος, μετά δε την 10-7-2002, ημέρα έως την οποία έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η εν λόγω οδηγία, καταλαμβάνονταν ήδη από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, δεν είναι δε επιτρεπτή, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, η χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων και συνεπώς εξακολουθούν αυτές να διέπονται από το ευνοϊκότερο καθεστώς των εν λόγω διατάξεων και να μη περιορίζεται η αναγνώριση της σχέσης ως αόριστου χρόνου μόνο για το μετά την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004 χρονικό διάστημα, ούτε να εξαρτάται ο χαρακτηρισμός αυτός από προϋποθέσεις που δεν προβλεπόταν πριν από αυτήν. Η πρόβλεψη, εξάλλου, ότι μεσολαβεί για την αναγνώριση της σχέσης ως αόριστου χρόνου διοικητική διαδικασία, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του υπαγορευόμενου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού τους έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν στη σχετική σύμβαση ή σχέση το χαρακτήρα σύμβασης ή σχέσης εργασίας αόριστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων εργαζομένων, οι οποίες ήταν ενεργές στις 10-7-2002 ή εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από την 10-7-2002 (ημέρα που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου) έως τις 19-7-2004 (ημέρα της έναρξης ισχύος του Π.Δ. 164/2004), συνιστούν συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, διότι καλύπτουν, όπως ανελέγκτως δέχθηκε, πάγιες και διαρκείς ανάγκες και όχι πρόσκαιρες, απρόβλεπτες ή κατεπείγουσες, όπως προσχηματικά αυτές χαρακτηρίσθηκαν κατά την κατάρτισή τους, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 7 και 8 του Συντάγματος, 21 του ν. 2190/1994, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και 11 του Π. Δ. 164/2004. Επομένως έπρεπε ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. VI. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 669 εδ. ε, που προστέθηκε με το άρθρο 4Ε παρ. 4 του ν. 3388/2005 και 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 9518/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων). Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συμβασιούχοι
null
null
0
Αριθμός 2/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ A΄ ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Ρένα Ασημακοπούλου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη - Εισηγητή, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του καταστήματός του, στις 23 Νοεμβρίου 2006, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... κατά κόσμον .... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, για αναίρεση της 1121-1122/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ... , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γραμματικάκη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την υπ' αριθμ. 1121-1122/2005 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ΄ αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1781/2005. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1162/2006 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την 1162/2006 απόφαση του Ε΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική ποινική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του Ν. 3810/1957 ο μοναδικός λόγος της από 28.9.2005 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου ... από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, κατά της 1121-1122/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο αυτής εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμετόχους της. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον αρχής ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης. Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 119 ΠΚ ορίζεται ότι "Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς", ενώ στη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 1 και 2 ΠΚ "Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται κατ΄ έγκληση". Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι η έγκληση συνδέεται όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και εντεύθεν έχει μικτό νομικό χαρακτήρα. Έτσι η έγκληση αφενός αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως και αφετέρου συνιστά και δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης. Εκ τούτου έπεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 117 παρ. 1 και 2, 119 και 120 παρ. 1 και 2 ΠΚ αποτελούν θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι στις περιπτώσεις αυτές το συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 310 παρ. 1β και 370 περ. β, γ ΚΠΔ, παύει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Περαιτέρω με τις διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ καθιερώνεται η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως, που αφορά την πράξη και όχι τα κατ΄ ιδίαν πρόσωπα και έχει εφαρμογή όταν ο εγκαλών δεν επιθυμεί οπωσδήποτε την τιμωρία του σε βάρος του διαπραχθέντος και κατ΄ έγκληση διωκομένου εγκλήματος. Τότε μόνον η υπέρ ενός των συμμετόχων ανάκληση ή παραίτηση εκ της εγκλήσεως επεκτείνεται και στους υπολοίπους. Ο περιορισμός όμως της εγκλήσεως σε ορισμένους μόνο συμμετόχους δεν θεωρείται ως σιωπηρή παραίτηση ως προς εκείνους που δεν περιελήφθησαν στην έγκληση, ώστε, κατ΄ εφαρμογή της αρχής του αδιαιρέτου αυτής, η σιωπηρή αυτή παραίτηση να επεκτείνεται και υπέρ των περιλαμβανομένων στην έγκληση συμμετόχων ως προς τους οποίους ο εγκαλών δηλώνει τη βούλησή του να τιμωρηθούν. Διότι στην περίπτωση αυτή, κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 119 ΠΚ, η ποινική δίωξη επεκτείνεται εναντίον όλων των συμμετόχων και δεν είναι αναγκαίο να υποβληθεί έγκληση εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ και ως προς αυτούς, η δε παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και εναντίον τους δεν δημιουργεί ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ. 1β ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την προς τον Εισαγγελέα Σπάρτης υποβληθείσα από 10.7.2002 έγκλησή του ο .... ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του .... , κατά κόσμον .... , και των σ΄ αυτή αναφερομένων και εγκαλουμένων εννέα προσώπων, για το λόγο ότι με το υπό τον τίτλο ".... " και ημερομηνία 26.4.2002 δακτυλογραφημένο κείμενο, το οποίο είχε συνταχθεί από τον πρώτο των εγκαλουμένων, υπογραφεί από 305 αναφερόμενα σ΄ αυτό πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονταν και οι δεύτερος μέχρι και όγδοος των εγκαλουμένων δημοσιεύτηκε από τον ένατο εξ αυτών στην τοπική εφημερίδα της Σπάρτης "... ", ο συντάκτης και οι υπογράψαντες τούτο ισχυρίστηκαν και διέδωσαν προς κατανομαζομένους τρίτους, εν γνώσει της αναληθείας αυτών, γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και περαιτέρω εξύβρισαν αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον "διάβολο" και έχοντα "σατανικό πνεύμα". Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε κατά των ως άνω εννέα εγκαλουμένων ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου από κοινού και εξύβριση δια του τύπου από κοινού. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των προσώπων που υπέγραψαν το συκοφαντικό κείμενο επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. ιβ ΚΠΔ και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, άλλως να θεωρηθεί κατηργημένη αυτή, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 120 ΠΚ. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι νομίμως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε την ποινική δίωξη κατά των αναφερομένων στην έγκληση προσώπων, χωρίς να δημιουργείται καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο από το ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά των λοιπών προσώπων που υπέγραψαν το παραπάνω κείμενο ".... ", αφού εκ της παραλείψεως αυτής δεν επέρχεται καμία παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 119 ΠΚ αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ και ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια μοναδικός λόγος της από 28.9.2005 αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει ν΄απορριφθεί και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). Κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου, των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Κιτρίδη και Ελένη Μαραμαθά, κατά τη διάταξη του άρθρου 119 του ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός απ' αυτούς. Με τη διάταξη αυτή, που είναι ουσιαστικού δικαίου, καθιερώνεται η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως, που συμπληρώνεται με τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 2 του ΠΚ, κατά την οποία η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξεως έχει συνέπεια την παύση της ποινικής διώξεως και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση. Η εν λόγω αρχή ισχύει όχι μόνο επί της ανακλήσεως της εγκλήσεως αλλά κι επί της σιωπηρής παραιτήσεως από το δικαίωμα αυτής, που επέρχεται με την πάροδο άπρακτης της τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή εγκλήσεως από το δικαιούχο. Συνεπώς, ο περιορισμός της παραιτήσεως από το δικαίωμα της εγκλήσεως ως προς ορισμένους μόνο από τους περισσότερους τυχόν συμμετόχους του εγκλήματος εκτείνεται και προς τους υπόλοιπους απ' αυτούς, για τους οποίους δεν έγινε παραίτηση και έχει σαν νόμιμη συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου και ως προς τους τελευταίους. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης υποβληθείσα από 10.7.2002 έγκλησή του ο .... ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των ... κατά κόσμον ... , (αναφέρονται 8 ονόματα), για το λόγο ότι με το υπό τον τίτλο "..." και ημερομηνία 26.4.2002 δακτυλογραφημένο κείμενο, το οποίο είχε συνταχθεί από τον πρώτο των εγκαλουμένων, υπογραφεί από 305 αναφερόμενα σ' αυτό πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονταν και οι δεύτερος μέχρι τον όγδοο από τους εγκαλουμένους και δημοσιευθεί από τον ένατο εξ αυτών σε αποσπάσματα στην τοπική εφημερίδα της Σπάρτης ".... ", ο συντάκτης και οι υπογράψαντες τούτο ισχυρίσθηκαν και διέδωσαν προς κατονομαζόμενους τρίτους, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα αναφερόμενα στην έγκληση ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και περαιτέρω εξύβρισαν αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον "διάβολο" και έχοντα σατανικό πνεύμα". Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε κατά των ως άνω εννέα εγκαλουμένων ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου από κοινού και εξύβριση δια του τύπου από κοινού, πράξεις για τις οποίες κατά το άρθρο 368 παρ. 1 του ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, εφόσον οι κατηγορούμενοι Νεκτάριος κατά κόσμον .... , (αναφέρονται 7 ονόματα), καθώς και οι υπόλοιποι 298 που υπέγραψαν το φερόμενο ως συκοφαντικό και υβριστικό ανωτέρω κείμενο, ισχυρίσθηκαν και διέδωσαν σε τρίτους, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα αναφερόμενα στο τελευταίο ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και περαιτέρω προσέβαλαν την τιμήν αυτού, χαρακτηρίζοντάς τον "διάβολο" και "έχοντα σατανικό πνεύμα", υπήρξαν συμμέτοχοι, ήτοι συναυτουργοί των πράξεων της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της εξυβρίσεως δια του τύπου, με αποτέλεσμα η σιωπηρώς γενόμενη παραίτηση από το δικαίωμα της εγκλήσεως, με την άπρακτη παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, ως προς τους 298 συμμετόχους να επεκταθεί υποχρεωτικώς, λόγω της αρχής του αδιαιρέτου της παραιτήσεως από το δικαίωμα της εγκλήσεως και υπέρ των λοιπών συμμετόχων στις πράξεις αυτές εννέα πιο πάνω κατηγορουμένων, με συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου και ως προς αυτούς. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας το Εφετείο που δίκασε και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, ο οποίος περιλαμβανόταν στους εννέα κατηγορουμένους εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 119 του ΠΚ και έπρεπε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο της από 28.9.2005 αιτήσεως του .... για αναίρεση της 1121-1122/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που ορίζεται σε πεντακόσια (500) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Μαρτίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως ισχύει μόνον επί ανακλήσεως ή παραιτήσεως από αυτή υπέρ ενός συμμέτοχου, οπότε η ανάκληση ή παραίτηση επεκτείνεται και στους υπόλοιπους και όχι σε περίπτωση υποβολής της έγκλησης σε βάρος ορισμένων μόνον από τους συμμέτοχους, οπότε είναι με δυνατή η δίωξη των υπόλοιπων, από την παράλειψη όμως του Εισαγγελέα να ασκήσει τη δίωξη και κατά των τελευταίων, ούτε ακυρότητα δημιουργείται (για παραβίαση της αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως), ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η περιορισμένη αυτή έγκληση, ενέχει σιωπηρή παραίτηση από του δικαιώματος υποβολής έγκλησης σε βάρος των άλλων και επομένως με την απόρριψη από το Εφετείο (που προχώρησε στην καταδίκη των εγκαλούμενων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου), του αυτοτελούς ισχυρισμού των εγκαλούμενων, για παραβίαση της αρχής του αδιαιρέτου της έγκλησης, δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ο λόγος αναιρέσεως για το αντίθετο, είναι απορριπτέος. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Έγκληση, Ακυρότητα.
2
Αριθμός 1/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Α΄ ΣΥΝΘΕΣΗ ----- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Ρένα Ασημακο-πούλου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη - Εισηγητή, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Mε την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του Καταστήματός του στις 23 Νοεμβρίου 2006, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου .... κατά κόσμον ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, περί αναιρέσεως της με αριθμό 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ... , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γραμματικάκη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με τη με αριθμό 1119-1120/2005 απόφασή του διέταξε όσα αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του περί αναιρέσεως και στο από 25 Απριλίου 2006 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1780/2005. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1560/2006 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την 1560/2006 απόφαση του Ε΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική ποινική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του Ν. 3810/1957 ο μοναδικός λόγος της από 28.9.2005 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου ..... από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, κατά της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο αυτής εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμετόχους της. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον αρχής ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης. Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 119 ΠΚ ορίζεται ότι "Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς", ενώ στη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 1 και 2 ΠΚ "Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται κατ΄ έγκληση". Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι η έγκληση συνδέεται όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και εντεύθεν έχει μικτό νομικό χαρακτήρα. Έτσι η έγκληση αφενός αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως και αφετέρου συνιστά και δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης. Εκ τούτου έπεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 117 παρ. 1 και 2, 119 και 120 παρ. 1 και 2 ΠΚ αποτελούν θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι στις περιπτώσεις αυτές το συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 310 παρ. 1β και 370 περ. β, γ ΚΠΔ, παύει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Περαιτέρω με τις διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ καθιερώνεται η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως, που αφορά την πράξη και όχι τα κατ΄ ιδίαν πρόσωπα και έχει εφαρμογή όταν ο εγκαλών δεν επιθυμεί οπωσδήποτε την τιμωρία του σε βάρος του διαπραχθέντος και κατ΄ έγκληση διωκομένου εγκλήματος. Τότε μόνον η υπέρ ενός των συμμετόχων ανάκληση ή παραίτηση εκ της εγκλήσεως επεκτείνεται και στους υπολοίπους. Ο περιορισμός όμως της εγκλήσεως σε ορισμένους μόνο συμμετόχους δεν θεωρείται ως σιωπηρή παραίτηση ως προς εκείνους που δεν περιελήφθησαν στην έγκληση, ώστε, κατ΄ εφαρμογή της αρχής του αδιαιρέτου αυτής, η σιωπηρή αυτή παραίτηση να επεκτείνεται και υπέρ των περιλαμβανομένων στην έγκληση συμμετόχων ως προς τους οποίους ο εγκαλών δηλώνει τη βούλησή του να τιμωρηθούν. Διότι στην περίπτωση αυτή, κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 119 ΠΚ, η ποινική δίωξη επεκτείνεται εναντίον όλων των συμμετόχων και δεν είναι αναγκαίο να υποβληθεί έγκληση εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ και ως προς αυτούς, η δε παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και εναντίον τους δεν δημιουργεί ακυρότητα από το άρθρο 171 πα. 1β ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την προς τον Εισαγγελέα Σπάρτης υποβληθείσα από 10.7.2002 έγκλησή του ο .... ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του .... , κατά κόσμον .... , και των σ΄ αυτή αναφερομένων και εγκαλουμένων δύο προσώπων, για το λόγο ότι με το υπό τον τίτλο ".... " και ημερομηνία 26.4.2002 δακτυλογραφημένο κείμενο, το οποίο είχε συνταχθεί από τον πρώτο των εγκαλουμένων, υπογραφεί από 305 αναφερόμενα σ΄ αυτό πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονταν και η δεύτερη και τρίτη των εγκαλουμένων, ο συντάκτης και οι υπογράψαντες τούτο ισχυρίστηκαν και διέδωσαν προς κατανομαζομένους τρίτους, εν γνώσει της αναληθείας αυτών, γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και περαιτέρω εξύβρισαν αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον "διάβολο" και έχοντα "σατανικό πνεύμα". Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε κατά των ως άνω τριών εγκαλουμένων ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου από κοινού και εξύβριση δια του τύπου από κοινού. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των προσώπων που υπέγραψαν το συκοφαντικό κείμενο επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. ιβ ΚΠΔ και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, άλλως να θεωρηθεί κατηργημένη αυτή, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 120 ΠΚ. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι νομίμως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε την ποινική δίωξη κατά των αναφερομένων στην έγκληση προσώπων, χωρίς να δημιουργείται καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο από το ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά των λοιπών προσώπων που υπέγραψαν το παραπάνω κείμενο ".... ", αφού εκ της παραλείψεως αυτής δεν επέρχεται καμία παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 119 ΠΚ αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ και ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος της από 28.9.2005 αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει ν΄απορριφθεί. Μετά ταύτα, ενόψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί όλοι οι υπόλοιποι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 3 εδ. 2 και 3 του Ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 3514/2006. Κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου, των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Κιτρίδη και Ελένης Μαραμαθά, κατά τη διάταξη του άρθρου 119 του ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός απ' αυτούς. Με τη διάταξη αυτή, που είναι ουσιαστικού δικαίου, καθιερώνεται η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως, που συμπληρώνεται με τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 2 του ΠΚ, κατά την οποία η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξεως έχει συνέπεια την παύση της ποινικής διώξεως και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση. Η εν λόγω αρχή ισχύει όχι μόνο επί της ανακλήσεως της εγκλήσεως αλλά κι επί της σιωπηρής παραιτήσεως από το δικαίωμα αυτής, που επέρχεται με την πάροδο άπρακτης της τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή εγκλήσεως από το δικαιούχο. Συνεπώς, ο περιορισμός της παραιτήσεως από το δικαίωμα της εγκλήσεως ως προς ορισμένους μόνο από τους περισσότερους τυχόν συμμετόχους του εγκλήματος εκτείνεται και προς τους υπόλοιπους απ' αυτούς, για τους οποίους δεν έγινε παραίτηση και έχει σαν νόμιμη συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου και ως προς τους τελευταίους. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης υποβληθείσα από 21.7.2002 έγκλησή του ο .... ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των .... κατά κόσμον ...., ....., και .... , για το λόγο ότι με το υπό τον τίτλο "...." και ημερομηνία 26.4.2002 δακτυλογραφημένο κείμενο, το οποίο είχε συνταχθεί από τον πρώτο των εγκαλουμένων, υπογραφεί από 180 αναφερόμενα σ' αυτό πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονταν και η δεύτερη και η τρίτη από τους εγκαλούμενους και δημοσιευθεί στην τοπική εφημερίδα της Σπάρτης ".....", ο συντάκτης και οι υπογράψαντες τούτο ισχυρίσθηκαν και διέδωσαν προς τους αναφερόμενους τρίτους, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα διαλαμβανόμενα στην έγκληση ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και περαιτέρω εξύβρισαν αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον "διάβολο - με σατανικό πνεύμα". Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε κατά των ως άνω τριών εγκαλουμένων ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου από κοινού πράξη για την οποία κατά το άρθρο 368 παρ. 1 του ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση, καθώς και για εξύβριση δια του τύπου από κοινού, η οποία όμως δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, εφόσον οι κατηγορούμενοι .... κατά κόσμον ...., ...., και .... , καθώς και οι υπόλοιποι 178 που υπέγραψαν το φερόμενο ως συκοφαντικό και υβριστικό ανωτέρω κείμενο, ισχυρίσθηκαν και διέδωσαν σε τρίτους, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, τα αναφερόμενα στο τελευταίο ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος υπήρξαν συμμέτοχοι, ήτοι συναυτουργοί της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου, με αποτέλεσμα η σιωπηρώς γενόμενη παραίτηση από το δικαίωμα της εγκλήσεως, με την άπρακτη παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, ως προς τους 178 συμμετόχους να επεκταθεί υποχρεωτικώς, λόγω της αρχής του αδιαιρέτου της παραιτήσεως από το δικαίωμα της εγκλήσεως και υπέρ των λοιπών συμμετόχων στις πράξεις αυτές των τριών πιο πάνω κατηγορουμένων, με συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου και ως προς αυτούς. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας το Εφετείο που δίκασε και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, ο οποίος περιλαμβανόταν στους τρεις κατηγορουμένους, για την πράξη της συκοφαντική δυσφήμησης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 119 του ΠΚ και έπρεπε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια πρώτο λόγο της από 28.9.2005 αιτήσεως του ... για αναίρεση της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Αναπέμπει την υπόθεση στο ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους της ως άνω αιτήσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Μαρτίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως ισχύει μόνον επί ανακλήσεως ή παραιτήσεως από αυτή υπέρ ενός συμμέτοχου, οπότε η ανάκληση ή παραίτηση επεκτείνεται και στους υπόλοιπους και όχι σε περίπτωση υποβολής της έγκλησης σε βάρος ορισμένων μόνον από τους συμμέτοχους, οπότε είναι με δυνατή η δίωξη των υπόλοιπων, από την παράλειψη όμως του Εισαγγελέα να ασκήσει τη δίωξη και κατά των τελευταίων, ούτε ακυρότητα δημιουργείται (για παραβίαση της αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως), ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η περιορισμένη αυτή έγκληση, ενέχει σιωπηρή παραίτηση από του δικαιώματος υποβολής έγκλησης σε βάρος των άλλων και επομένως με την απόρριψη από το Εφετείο (που προχώρησε στην καταδίκη των εγκαλούμενων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου), του αυτοτελούς ισχυρισμού των εγκαλούμενων, για παραβίαση της αρχής του αδιαιρέτου της έγκλησης, δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ο λόγος αναιρέσεως για το αντίθετο, είναι απορριπτέος. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Έγκληση, Ακυρότητα.
2
Αριθμός 8/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΒ΄ ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά-Εισηγητή, Ελένη Παναγιωτάκη και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Μαρκή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 11 Μαϊου 2006, για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου: ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 926/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1615/2005. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 179/2006 απόφαση του Στ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ εΤον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για οριστική κρίση ο (μοναδικός), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας), λόγος της από 9 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησης του ... για αναίρεση της 926/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, μετά την παραπομπή του σ' αυτήν με την 179/2006 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος, επειδή ο λόγος αυτός κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μιας ψήφου.- Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 του ν.3160/2003 «Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη». Ορίζει δε η παράγραφος 2 του άρθρου 340, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ.1 του ν.3160/2003 και ακολούθως με το άρθρο 13 του ν.3346/2005, ότι σε πταίσματα, πλημμελήματα και (από την 17-6-2005, ημέρα έναρξης της ισχύος του ν.3346/2005)κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του...Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του διενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι θεωρείται πως είναι παρών ο εκκαλών, στην περίπτωση κατά την οποία, προς υποστήριξη της έφεσής του, δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως, αλλά δια του συνηγόρου του, τον οποίο ο ίδιος διόρισε με έγγραφη δήλωσή του για να τον εκπροσωπήσει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ.1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ.1 του ν.3160/2003, «Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση», κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ.2 του ν.3160/2003, «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 – 338, 340, 344, 347, 349, 352, 357 – 360, 366 – 373». Από τις διατάξεις αυτές, εκείνη του άρθρου 344 παρ.1 εδάφ. α΄ ορίζει ότι «η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας». Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 501 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.3 του ν.3160/2003, «Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανισθεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών». Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αν ο εκκαλών – κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζήτησης, αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει, για την ομοιότητα της περίπτωσης, κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη νέα, μετ' αναβολή, δικάσιμο ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου ΚΠΔ για την αιτιολόγηση της ρύθμισης του άρθρου 501 παρ.1 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεσή του σιωπηρά παραιτείται από αυτήν, αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό την έννοια ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της, να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της απόφασης που προσέβαλε. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της έφεσης, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά, η απόφαση του εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας (ολΑΠ 3/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα : Ο αναιρεσείων, με την 6189/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή, για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση από κοινού. Κατά της πιο πάνω απόφασης αυτός άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας, που είχε ορισθεί για την 11 Ιανουαρίου 2005 και την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων, ο ίδιος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 35/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Πολυχρόνη Τσιρίδη, τον οποίο είχε διορίσει ως συνήγορό του για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, με την από 5-1-2005 εξουσιοδότησή του, η οποία αναγνώσθηκε. Από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι στην ανωτέρω συνεδρίαση από συνεργάτη του συνηγόρου υπεράσπισης του παρόντος συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος ...., υποβλήθηκε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω αδυναμίας του συνηγόρου αυτού , δικηγόρου Πειραιώς, Παναγιώτη Κανάκη να προσέλθει στο δικαστήριο κατά την εν λόγω δικάσιμο και να τον υπερασπισθεί, εξαιτίας απασχόλησής του σε άλλο δικαστήριο. Ακολούθως ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων της κατηγορίας, οι οποίοι διαπιστώθηκε ότι δεν εμφανίσθηκαν. Αμέσως μετά εμφανίσθηκε ο ... και προσκόμισε στο δικαστήριο την από 10-1-2005 ιατρική βεβαίωση του ΓΝΘ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ, η οποία αναγνώσθηκε και με την οποία βεβαιώνεται ότι ο απολειπόμενος μάρτυρας ... ήταν ασθενής. Ακολούθησε πρόταση της Εισαγγελέως και το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω 35/2005 απόφασή του, ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου ... και για το ενιαίο της κρίσεως και για τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, τον οποίο έτσι θεώρησε παρόντα, εκπροσωπούμενο από το συνήγορό του, σε ρητή δικάσιμο και συγκεκριμένα για τις 10 Μαΐου 2005, χωρίς κλήτευση των κατηγορουμένων. Κατά τη ρητή αυτή, μετ' αναβολή δικάσιμο, της 10 Μαΐου 2005, δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ο αναιρεσείων, αλλά είχε διορίσει με την ανωτέρω από 5-1-2005 εξουσιοδότησή του ( έγγραφη δήλωσή του), για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη το δικηγόρο Πολυχρόνη Τσιρίδη. Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην 629/2005 απόφαση πρακτικά, εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Πειραιώς Σωκράτης Βασιλειάδης και δήλωσε ότι «ο απών κατηγορούμενος ... εκπροσωπείται από το δικηγόρο Πολυχρόμη Τσιρίδη, δυνάμει της από 5-1-2005 εξουσιοδοτήσεως, η οποία αναγνώσθηκε νομότυπα. Στη συνέχεια προσκόμισε την από 9-5-2005 επιστολή του ως άνω δικηγόρου, η οποία επίσης αναγνώσθηκε νομότυπα, από την οποία προκύπτει ότι ο Πολυχρόνης Τσιρίδης βρίσκεται στην τελευταία φάση ανάρρωσης κατ' οίκον μετά από εγχείρηση δισκεκτομής μεσοσπονδυλίου δίσκου στην οποία υποβλήθηκε την 8-4-2005 και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να παρουσιασθεί σήμερα στο Δικαστήριο αυτό και να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο ... Ζητά δε για το λόγο αυτό αναβολή της δίκης». Ακολούθησε η υποβολή αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω κωλύματος να εμφανισθεί και του συνηγόρου υπεράσπισης του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος και επίσης εκκαλούντος ..., ο οποίος είχε εμφανισθεί αυτοπροσώπως. Κατόπιν εκφωνήθηκαν τα ονόματα των μαρτύρων και εξετάσθηκε και μάρτυρας, ο οποίος κατέθεσε για το λόγο απουσίας του μάρτυρα κατηγορίας ... Ακολούθως, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα, το Εφετείο, με την ως άνω 629/2006 απόφασή του, δέχθηκε τα αιτήματα αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, κατ' άρθο 349 ΚΠΔ, στο πρόσωπο των πληρεξούσιων δικηγόρων αμφοτέρων των κατηγορουμένων και ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο και συγκεκριμένα για τις 27 Ιουνίου 2005, χωρίς κλήτευση αυτών (και των μαρτύρων ... και ...). Κατά την τελευταία όμως αυτή δικάσιμο ο εκκαλών κατηγορούμενος ... (ήδη αναιρεσείων) δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο και το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη 926/2005 απόφασή του, απέρριψε την έφεσή του, ως ανυποστήρικτη, «σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 320, 326, 340 ΚΠΔ». Όμως , κατά τα προεκτιθέμενα, ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε εμφανισθεί, δια συνηγόρου για να υποστηρίξει την έφεσή του και είχε αρχίσει πλέον η συζήτηση της έφεσης, αφού το δικαστήριο είχε φθάσει τουλάχιστον στην εκφώνηση του καταλόγου των μαρτύρων, κατά την αρχική δικάσιμο της 11 Ιανουαρίου 2005, κατά την οποία, είχε μεν θεωρηθεί αυτός παρών, εκπροσωπούμενος από το συνήγορό του, αλλά, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου του συγκατηγορουμένου του, αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης για τις 10 Μαΐου 2005, κατά την οποία, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο των συνηγόρων τόσο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, όσο και του συγκατηγορουμένου του, αναβλήθηκε και πάλι η υπόθεση για τις 27-6-2005, οπότε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Άρα, το Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεση του εκκαλούντος κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ως ανυποστήρικτη, υπερέβη την εξουσία του, αφού όφειλε, κατά τη τελευταία, μετ' αναβολή, δικάσιμο, να θεωρήσει παρόντα τον εκκαλούντα – κατηγορούμενο (ήδη αναιρεσείοντα) και να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Επομένως είναι βάσιμος ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' λόγος της από 9-9-2005 αίτησης αναίρεσης, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει και το οποίο, αφού εξετάσει το παραδεκτό ή μη της έφεσης, θα ερευνήσει, εάν την κρίνει παραδεκτή, και το ζήτημα της παραγραφής μερικότερων πράξεων του κατ΄ εξακολούθηση πλημμελήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος και θα παύσει αυτό οριστικώς την ποινική δίωξη, έστω και αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ο εκκαλών (άρθρο 501 παρ. 3 του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.8 του ν.1941/1991, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν.3160/2003), για όσες μερικότερες πράξεις διαπιστώσει ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος της παραγραφής, ενώ εάν την κρίνει απαράδεκτη, θα την απορρίψει, χωρίς να ανακύπτει ζήτημα παραγραφής (ΟλΑΠ 1/1998).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 926/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς.- Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2006.- Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας στην κατ’ έφεση δίκη και στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, η δίκη αναβληθεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος και στη νέα μετ’αναβολή δικάσιμο δεν εμφανισθεί, ούτε εκπροσωπηθεί από συνήγορο, το Δικαστήριο οφείλει να τον θεωρήσει παρόντα και να ερευνήσει την έφεσή του στην ουσία, αν δε απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερβαίνει την εξουσία του. Αναίρεση της απόφασης του Εφετείου που σε μία τέτοια περίπτωση, η έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, κατά παραδοχή του λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 7/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ A΄ ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Χλαμπουντάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Δαλιάνη-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημοσθένη Κορδοπάτη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. ΣΥΝΗΛΘΕ σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 15 Δεκεμβρίου 2005, για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος – πολιτικώς ενάγοντος: Ψ1 , που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων – πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 378/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1865/2005 απόφαση του Στ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημοσθένης Κορδοπάτης, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την 572/30.11.2005 πρότασή του, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Εισάγω, ενώπιον της Τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου, κατ΄άρθρο 23 παρ. 1, 2 Ν. 1756/1988, και άρθ. 3 παρ. 3 Ν. 3810/1957 λόγω παραπομπής εις αυτήν με την υπ΄αριθ. 1865/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος - σε Συμβούλιο - του Αρείου Πάγου, την από 27-2-2003 αίτηση αναιρέσεως πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 , κατά του υπ΄αριθ. 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου η Τακτική Ολομέλειά σας να αποφανθεί περί του παραδεκτού ή όχι της ως άνω αναιρέσεως, εκθέτω τα κάτωθι: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το ανωτέρω υπ΄αριθ. 488/2003 βούλευμά του, απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ1 για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδούς καταμηνύσεως β) της ψευδορκίας μάρτυρος, γ) της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) μετά χρήσεως, κατ΄εξακολούθηση και δ) της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, από υπαίτιο που διαπράττει απάτη κατ΄επάγγελμα, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (άρθ. 13 περιπτ. στ΄, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 224 παρ. 1, 2, 229 παρ. 1, 386 παρ. 1, 3 α Π.Κ.) πράξεις τις οποίες ούτος φέρεται ότι ετέλεσε, στην Αθήνα, την 12-3-1998 και 21-5-1998, σε βάρος του εγκαλούντος, και ήδη αναιρεσείοντος, ως άνω, Ψ1 Κατά του ανωτέρω απαλλακτικού βουλεύματος ο εγκαλών άσκησε, δια της νομίμως εξουσιοδοτημένης, από αυτόν, πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ελένης Μποφιλιάκη, την από 27-2-2003 αίτηση αναιρέσεως, δια δηλώσεως της τελευταίας ενώπιον του Γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών (συνταχθείσης, προς τούτο, της υπ΄αριθ. 1/27-2-2003 Εκθέσεως Αναιρέσεως), η οποία είναι εμπρόθεσμη, αφού ασκήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας εφέσεως (άρθ. 473 παρ. 1, 480 ΚΠΔ), και η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε νομίμως σε αυτόν, δια θυροκολλήσεως στην κατοικία του, την 7-2-2003. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, επιτρεπτώς ούτος, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της, υπό κρίση, αιτήσεως αναιρέσεως (27-2-2003), προσέβαλε, υπό τη φερομένη ιδιότητά του, του πολιτικώς ενάγοντος, το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα, κατ΄άρθρο 482 περιπ. Β, β΄ Κ.Π.Δ., (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από τη γενομένη αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 3160/2003, ΦΕΚ Α/165 της 30-6-2003), αφού κατ΄άρθρο 54 παρ. 3 του ως άνω Ν. 3160/2003, ορίζεται ότι «ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων, τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν προβλέπονται και έχουν ασκηθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, εισάγονται και κρίνονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο». Η, ως άνω, αίτηση αναιρέσεως, μετά της σχετικής δικογραφίας, εισήχθη, προς κρίση, κατ΄άρθ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώπιον του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος – σε Συμβούλιο – του Αρείου Πάγου, με την υπ΄αριθ. 2/27-7-2005 πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Απόστολου Οικονόμου, προτείνοντος, εις αυτό, την απόρριψή της ως απαραδέκτου, κατ΄άρθ. 476 παρ. 1, 485 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδαφ. α΄ ΚΠΔ, για τον λόγο ότι δεν υπήρχε νομότυπη δήλωση, του αναιρεσείοντος, για παράσταση αυτού ως πολιτικώς ενάγοντος, αφού ούτος, με την από 20-3-2002 έγκλησή του, που υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά του Χ1 (συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις), δήλωσε, κατά λέξη, ότι «θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης…..». Η δήλωση αυτή εκτιμήθηκε, κατά την εισαγγελική πρόταση ως μη νομότυπη, καθ΄όσον αναφέρεται στο μέλλον και όχι στο παρόν, με συνέπεια να μη προσδίδει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στον αναιρεσείοντα, κατά τα άρθρα 63, 64, 83 και 84 ΚΠΔ, για να δικαιούται ούτος κατά τα άρθρα 480 παρ. 2, 482 περ. Β΄ β΄ ΚΠΔ (όπως το τελευταίο τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του, με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 3160/30.6.2003), σε άσκηση αναιρέσεως κατά του, ως άνω, απαλλακτικού βουλεύματος. Το Στ΄ Ποινικό Τμήμα – σε Συμβούλιο – του Αρείου Πάγου που έκρινε την υπόθεση, δέχθηκε κατά πλειοψηφία με την υπ΄αριθ. 1865/2005 απόφαση του ότι η, υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ψ1 είναι απαράδεκτη για τον ανωτέρω λόγο, πλην όμως επειδή η αναιρετική αυτή απόφαση ελήφθη με την πλειοψηφία μιας ψήφου, (ενός μέλους του Συμβουλίου, έχοντος τη γνώμη ότι η ανωτέρω δήλωση, συνιστά παράσταση πολιτικής αγωγής ενεστώσα και όχι μελλοντική), παρέπεμψε, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 εδαφ. α και γ και παρ. 2 εδαφ. α΄ Ν. 1756/1988 και το άρθρο 3 παρ. 3 Ν. 3810/1957, το οποίο προκύπτει ότι διατηρήθηκε σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις από το άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ΄ Ν. 1756/1988, το ανακύψαν, κατά τα ανωτέρω νομικό ζήτημα (περί του παραδεκτού ή όχι της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως του Ψ1 στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η ανωτέρω γνώμη της μειοψηφίας περί του παραδεκτού της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής του αναιρεσείοντος Ψ1 στηρίζεται στη νομική σκέψη ότι η δήλωση αυτού, καθ΄εαυτή, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: «…..Δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποίαν υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του (μηνυομένου), για το ποσό των 44 ευρώ, με επιφύλαξη του υπολοίπου….», αποτελεί δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενεστώσα και όχι μελλοντική, αφού, «αν ο εγκαλών (πολιτικώς ενάγων) ήθελε να δηλώσει επιφύλαξη παραστάσεως μελλοντικά πολιτικής αγωγής, θα εκδήλωνε τη θέλησή του αυτή με την αναφορά «επιφυλάσσομαι να δηλώσω» (όπως τέτοια δήλωση επιφυλάξεως έκανε για το πέραν των 44 ευρώ ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως) ή με κάποιαν άλλη αναλόγου περιεχόμενου διατύπωση, και όχι με την αναφορά «δηλώνω, ενώ και το γεγονός ότι ενσωματώνει στην έγκλησή του και το κατά νόμο παράβολο χαρτοσήμου, της (ενεστώσας) δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, καταδεικνύει τη θέλησή του, για ενεστώσα και όχι μελλοντική δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής». Επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος, το οποίον και άλλες φορές στο παρελθόν απασχόλησε τα δικαστήρια και τους νομικούς συγγραφείς, η γνώμη μου είναι η εξής: Από τον συνδυασμό των άρθρων 63, 64, 83 και 84 ΚΠΔ, συνάγεται ότι ως πολιτικώς ενάγων νομιμοποιείται να παραστεί ο δικαιούμενος να ζητήσει την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι προ της εκδόσεως του βουλεύματος δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής και δεν απεβλήθη της διαδικασίας (οράτε και το άρθρο 480 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα). Η δε δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει είτε με την υποβολή της εγκλήσεως, είτε και μεταγενεστέρως με κατάθεση ή με υπόμνημα, οπωσδήποτε όμως απαιτείται σαφής έκφραση της βουλήσεως για παράσταση πολιτικής αγωγής, και όχι αβέβαιη ή αναγομένη στο μέλλον. Τέλος η διαπιστουμένη τυχόν έλλειψη του δικαιώματος του πολιτικώς ενάγοντος προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι ανεξάρτητη από την μη αποβολή αυτού κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε ποινικής προδικασίας, καθ' όσον η ενεργητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας. Η άποψη αυτή, η οποία έχει γίνει κατ' επανάληψη δεκτή δια πολλών αποφάσεων των Ποινικών Τμημάτων, Ε΄ και Στ΄ του Αρείου Πάγου (2/2002, 137/2002, 187/2002, 275/2002, 427/2004, 1404/2004) φαίνεται ότι είναι και η κρατούσα. Έχει όμως γίνει δεκτή και αντίθετη άποψη (Α.Π. 1129/2002, ΑΠ 1681/2002, Ποιν. Χρ. ΝΓ΄/2003, σελ. 635), σύμφωνα με την οποίαν η δήλωση «θα παραστώ ως πολιτικώς ενάγων….», ερμηνευομένη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στη μήνυση έχει προσαρτηθεί και γραμμάτιο παραστάσεως πολιτικής αγωγής, έχει την έννοια ότι ο εγκαλών ασκεί την προβλεπομένη από τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ. αγωγή, ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από την, εις βάρος του, καταμηνυομένη πράξη, αποβλέποντας στην άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία, με σκοπό να αποκτήσει τα δικαιώματα που παρέχει ο νόμος στον πολιτικώς ενάγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της, από 20-3-2002, εγκλήσεως του Ψ1 κατά του Χ1 και των άλλων εγγράφων της δικογραφίας, η αναγραφομένη, εις την 12η σελίδα αυτής δήλωση «ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων….», δεν ενέχει, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής, αφού σαφώς αυτή αναφέρεται στο μέλλον και όχι στο παρόν, κατά τον χρόνο που κατατέθηκε η έγκληση. ΄Εκτοτε, δεν υπήρξε μεταγενέστερη δήλωση νόμιμης παραστάσεως πολιτικής αγωγής υπό του εγκαλούντος (αναιρεσείοντος), ούτε με την, από 26-4-2002, ανώμοτη εξέταση αυτού, ως μάρτυρα, ενώπιον του Ανακριτή 20ου Τμήματος Αθηνών, ούτε με την από 21-6-2002 αίτηση αυτού προς τον αυτόν, ως άνω, Ανακριτή, προς χορήγηση «πιστοποιητικού» πορείας της ΑΒΜ Δ2002/1085 εγκλήσεώς του, κατά του Χ1. Ούτε, επίσης, καλύπτεται η, κατά τα ανωτέρω, ελλιπής δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής του αναιρεσείοντος, από τον διορισμό της δικηγόρου Αθηνών, Ελένης Μποφιλιάκη ως πληρεξουσίου και αντικλήτου αυτού, (οράτε έγκληση στη σελ. 13 αυτής), ή από την επισύναψη στην έγκληση του σχετικού «Παραβόλου Χαρτοσήμου» ο αριθμός του οποίου ανεγράφη σε αυτή (έγκληση), από τον αρμόδιο δικαστικό υπάλληλο, υπό την σφραγίδα με την ένδειξη «Πολιτική Αγωγή», αφού πάντα ταύτα προϋποθέτουν έγκυρη και νομότυπη δήλωση πολιτικής αγωγής, μη υπάρχουσα εν προκειμένω (Α.Π. 1404/2004, ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα). Συνεπώς, ο αναιρεσείων δεν απέκτησε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, και δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά του εκδοθέντος στην ένδικη υπόθεση βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Κατ΄ακολουθία τούτων η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως αυτού, κατά του υπ΄αριθμ. 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1 για τις αποδιδόμενες σε αυτόν ως άνω αξιόποινες πράξεις, είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατ΄αυτού, και πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί, και να επιβληθούν εις αυτόν, κατ΄άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 210 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από, 27-2-2003, αίτηση αναιρέσεως του Ψ1 , κατά του υπ΄αριθ. 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Να επιβληθούν στον ανωτέρω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε 210 ευρώ. Αθήνα, 18-11-2005 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημοσθένης Κορδοπάτης Aφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημοσμένη Κορδοπάτη, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με τη 1865/2005 απόφαση του Στ΄ Ποινικού Τμήματος – σε Συμβούλιο - του Αρείου Πάγου, που ελήφθη κατά πλειοψηφία, η από 27-2-2003 αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 περί αναιρέσεως του 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να αποφανθεί περί του παραδεκτού της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως. ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 480 παρ. 2 και 482 παρ. Ι Β΄ ΚΠοινΔ, όπως η τελευταία ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, κατά του βουλεύματος, με το οποίο το οικείο συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου, ο πολιτικώς ενάγων δικαιούται να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως, εφόσον δήλωσε πριν από την έκδοση τούτου (βουλεύματος) ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή και δεν έχει αποβληθεί από την ποινική διαδικασία. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 82, 83 παρ. 1 και 84 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η άσκηση της πολιτικής αγωγής πρέπει η σχετική δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ή η έγκλησή του, στην οποία περιλαμβάνεται η δήλωση αυτή, να περιέχει, πρωτίστως, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τα στοιχεία της νομιμοποιήσεώς του, δηλαδή τους γενεσιουργούς λόγους του δικαιώματός του να αξιώσει, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, την επιδίκαση αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία ή χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη, που υπέστη από την αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου. Επιπλέον, η δήλωση αυτή πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, με συνέπεια να μην παρέχεται σ' αυτόν το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά του βουλεύματος. Δεν είναι όμως απαραίτητη, κατά νόμο, η χρήση στην ως άνω διατύπωση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί, από το κείμενο της δηλώσεως ή και της διαλαμβάνουσας αυτή εγκλήσεως, να μη δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της διατυπωθείσας δηλώσεώς του ήταν η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος στον πολιτικώς ενάγοντα. Έτσι, η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση «δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του (δηλ. του μηνυομένου), για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπολοίπου» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, παραστάσεως του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος. Το νόημα δε αυτό γίνεται εναργέστερο αν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο διορισμός, με την έγκληση, δικηγόρου ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δηλούντος ή η συνυποβολή του γραμματίου καταθέσεως παραβόλου πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 20-3-2002 έγκλησή του κατά του Χ1 για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Στο τέλος του εγγράφου της εγκλήσεως ο αναιρεσείων έχει διατυπώσει την εξής δήλωση: «Δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του (εννοείται: του μηνυομένου), για το ποσό των 44 Ευρώ, με επιφύλαξη του υπολοίπου». Στο ίδιο έγγραφο, το οποίο περιέχει όλα τα στοιχεία της ουσιαστικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσείοντος ως πολιτικώς ενάγοντος, αναφέρεται επιπλέον ότι ως πληρεξούσια δικηγόρος και αντίκλητος του αναιρεσείοντος διορίζεται η δικηγόρος Αθηνών Ελένη Μποφιλιάκη, επισυνάπτεται δε και το γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής. Από την εκτεθείσα διατύπωση και από τα υπόλοιπα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι η πρόδηλη έννοια της δηλώσεως αυτής του αναιρεσείοντος, παρά τη χρησιμοποίηση της φράσεως «δηλώνω ότι θα παρασταθώ», ήταν η άμεση και ανεπιφύλακτη, κατά τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, παράστασή του ως πολιτικώς ενάγοντος και όχι η προαναγγελία μελλοντικής παραστάσεώς του σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο, αφού στη δεύτερη περίπτωση η δήλωσή του, μη επαγόμενη καμία έννομη συνέπεια, θα ήταν περιττή και, πάντως, η περιεχόμενη σ' αυτή επιφύλαξη θα ανεφέρετο σ' αυτή καθεαυτή την παράσταση και όχι μόνο στο επιπλέον των 44 ευρώ ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, ο αναιρεσείων απέκτησε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και είχε, ως εκ τούτου, δικαίωμα να ασκήσει την ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατά του 488/2003 βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του Χ1 για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αναιρέσεως, κατά το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια μέρος της, είναι παραδεκτή και να αναπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Τμήμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφαίνεται ότι η από 27-2-2003 αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 περί αναιρέσεως του 488/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι παραδεκτή, ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της. Αναπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Στ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαρτίου 2006.- Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 13 Μαρτίου 2006.- Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγής, πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον αλλά στο παρόν, να είναι δηλαδή ενεστώσα και όχι μελλοντική, για τη δημιουργία όμως βεβαιότητας ότι το νόημα της δηλώσεως είναι η άμεση παράσταση και η απόκτηση των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντος, δεν απαιτούνται πανηγυρικές εκφράσεις. Έτσι η δήλωση που διαλαμβάνεται στην έγκληση, «… δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του μηνυόμενου, για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπόλοιπου …», όταν μάλιστα συνοδεύεται και με το διορισμό δικηγόρου ως πληρεξούσιου και αντικλήτου και την καταβολή του νόμιμου παραβόλου, έχει με βεβαιότητα το νόημα, της άμεσης και ανεπιφύλακτης κατά την υποβολή της έγκλησης παράστασης πολιτικής αγωγής (Ποιν. Χρ. ΝΖ/32). (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Πολιτική αγωγή
Πολιτική αγωγή, Έγκληση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 6/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)Β' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Στέφανο Γαβρά, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη – Εισηγήτρια και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο, περί αναιρέσεως της 2587/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 831/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1463/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την 1463/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β΄ του ν. 1756/1988, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη έγκληση, μετά την παραδοχή του λόγου αυτού ως βασίμου με διαφορά μιας ψήφου. 2.- Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 1325/72), «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάστασή του, παράγραφος 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, ενώ, κατά το εδάφιο γ΄ αυτής, ορίστηκε ότι, για τις πράξεις έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για τις οποίες, κατά τη δημοσίευση του νόμου (4-6-1996), έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και η ποινική δίωξη παύει οριστικά, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δεν δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχισή της. Η δήλωση γίνεται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ. Τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999, το τελευταίο αυτό εδάφιο γ΄ του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε και ορίστηκε ότι η διαδικασία για τις παραπάνω πράξεις συνεχίζεται, «αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου», ενώ, με εκείνη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, αν η πιο πάνω δήλωση δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου (3-6-1999), δηλαδή μέχρι τις 3-12-1999, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Η παραπάνω δήλωση και η ανάκληση της έγκλησης γίνονται στις Αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του ΚΠΔ. (Ας σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη εξάμηνη προθεσμία παρατάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2743/1999, μέχρι τις 26-12-1999, λόγω των σεισμών της 7-9-1999). Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης, καθόσον αφορά την παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/33, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι «η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [ΟλΑΠ 1096/76]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20 να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του «εντολέα» και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Τα ίδια ισχύουν και για την κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά του οποίου, αρχικά, η δίωξη αυτή είχε ασκηθεί αυτεπαγγέλτως, αφού η εν λόγω δήλωση ισοδυναμεί (προσομοιάζει ουσιαστικά) με την υποβολή έγκλησης. 3. -Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, η ποινική δίωξη για την έκδοση της επίμαχης ακάλυπτης επιταγής ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος αυτεπάγγελτα, συνεπεία σχετικής αναφοράς της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ενόψει όμως των μεταγενέστερων διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996 και 22 παρ. 1 του ν. 2721/1999 την απαιτούμενη, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας εναντίον του αναιρεσείοντος, υπέβαλε η κομίστρια των επιταγών Α.Ε. με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ Α.Ε.Ε.», με το από 26 Νοεμβρίου 1999 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, ο δικηγόρος Ρόδου Κωνσταντίνος Ζ1 , «υποβαλών συνημμένως το υπ' αριθμ. 56/15-11-1999 πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., και τα αναφερόμενα ΦΕΚ, ήτοι τα με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ)». Από το προαναφερόμενο πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω ΑΕ κατά τη συνεδρίασή του της 15-11-1999, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και τα λοιπά τέσσερα μέλη, «αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση του Προέδρου (που εξέθεσε ότι ο Χ1 είχε εκδώσει σε διαταγή της εταιρείας των, τις απαριθμούμενες ακάλυπτες επιταγές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο επίμαχες επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), μετά από συζήτηση, ομοφώνως αποφασίζει και δηλώνει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του Χ1 και για τον σκοπό αυτό παρέχει στον Ζ1 δικηγόρο, κάτοικο Ρόδου, την ειδική εντολή και το δικαίωμα, όπως εμφανιστεί ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου και δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του ως άνω Χ1 για την έκδοση των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών». Εξάλλου, από τα επισυναφθέντα στην άνω δήλωση τρία ΦΕΚ [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ], με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, στα οποία διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, ανακοινώσεις καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών 1. της σύστασής της ΑΕ με περίληψη του καταστατικού της, 2. τροποποιήσεις του καταστατικού αυτού, και 3. του από 26.5.1998 πρακτικού της Γ.Σ. περί εκλογής Δ.Σ., δεν προκύπτει ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό που επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο την κατά το άρθρο 22 παρ. 3 μεταβίβαση εξουσιών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρακτικό της Γ. Σ. της 26.5.98 [ΦΕΚ 9210/2.1.2.1998] ορίζονται συγκεκριμένα μέλη του Δ.Σ., τα οποία ανά δύο ή ένα από αυτά αλλά με τη σύμπραξη ενός εκ των δύο κατονομαζόμενων τρίτων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος δικηγόρος, «…δεσμεύουν και εκπροσωπούν την εταιρεία στις πάσης φύσεως συναλλαγές της με τρίτους…… και την εκπροσωπούν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου…..υπό οποιαδήποτε ιδιότητα….». Περαιτέρω όμως δεν αναφέρει ότι επιτρέπεται στο Δ.Σ. να μεταβιβάζει τις εξουσίες του εν όλω ή εν μέρει [μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της εταιρείας] σε άλλα μέλη του ή σε τρίτους. 4.- Με τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του Δ.Σ. της Α.Ε. για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που του ανατέθηκε, και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της Α.Ε), και επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό του έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με τη δήλωση συνέχισης της δίκης, να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους από Αρχή ή δικηγόρο. Η επικύρωση όμως από το δικηγόρο, του αναφερόμενου αντιγράφου του πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, το οποίο φέρει (κατά τη βεβαίωσή της) τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και το οποίο ως εξουσιοδοτικό έγγραφο, προσαρτήθηκε στη δήλωση συνέχισης της δίκης, που ισοδυναμεί με έγκληση, ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών, όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Συνεπώς, η κατά το άρθρο 22 του ν. 2721/99 δήλωση [έγκληση] εγκύρως υποβλήθηκε από τον εξουσιοδοτηθέντα με το άνω πρακτικό του Δ.Σ. δικηγόρο, Ζ1 και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, και ειδικότερα προβάλλεται η ανυπαρξία στο άνω αντίγραφο του πρακτικού βεβαίωσης της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του ΔΣ της παραπάνω εταιρείας. Κατά τη γνώμη όμως έξι μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Γεωργίου Ναυπλιώτη, Γεωργίου Φώσκολου, Ελένης Μαραμαθά, Δημητρίου Κιτρίδη, Γεωργίου Καλαμίδα, και Ελένης Παναγιωτάκη, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση η προς τον αναφερόμενο τρίτο εξουσιοδότηση χαρακτηρίζεται ως απλή εντολή, έπρεπε στο αντίγραφο του πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου που προσαρτήθηκε στην άνω δήλωση [έγκληση] να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων - μελών του Δ.Σ., από δικηγόρο ή δημόσια κλπ. αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠΔ. Τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή, η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό, αποτελεί «ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο το οποίο παρέβαλε και επικυρώνει» ο δικηγόρος Νικ. Κωστόπουλος. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Η΄ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης έπρεπε κατά την ίδια γνώμη να κριθεί βάσιμος. 5.- Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και αφού οι υπόλοιποι λόγοι της κρινόμενης από 30.1.2003 αίτησης αναίρεσης έχουν απορριφθεί από το Τμήμα και δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσίων στα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.1.2003 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2587/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παρ. 2 (ή 22 παρ. 3) του ν. 2190/1920 για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο, αυτός είναι απλός πληρεξούσιος της εταιρίας και το πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που του παρέχει την πληρεξουσιότητα, προς υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της ή της δηλώσεως του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, ότι είναι επιθυμητή η δίωξη εκείνου που είχε αυτεπάγγελτα διωχθεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (που εξομοιώνεται με έγκληση) και προσαρτάται στην έγκληση, πρέπει κατ’ αρχή να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα, η επικύρωση όμως από δικηγόρο του αντιγράφου του πρακτικού του Δ.Σ. της εταιρίας που φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του και προσαρτήθηκε στη δήλωση ότι η δίωξη είναι επιθυμητή (που ισοδυναμεί με έγκληση), ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών όλων των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, εκ της φερόμενης ως μη νομότυπης υποβολής της δήλωσης (έγκλησης) για το επιθυμητό της διώξεως (Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/402).(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Ανώνυμη εταιρία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 5/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)Β' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Στέφανο Γαβρά, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη – Εισηγήτρια και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο, περί αναιρέσεως της 2589/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 833/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1500/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. -Στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την 1500/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β΄ του ν. 1756/1988, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη έγκληση, μετά την παραδοχή του λόγου αυτού ως βασίμου με διαφορά μιας ψήφου. 1.- Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 1325/72), «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάστασή του, παράγραφος 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, ενώ, κατά το εδάφιο γ΄ αυτής, ορίστηκε ότι, για τις πράξεις έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για τις οποίες, κατά τη δημοσίευση του νόμου (4-6-1996), έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και η ποινική δίωξη παύει οριστικά, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δεν δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχισή της. Η δήλωση γίνεται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ. Τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999, το τελευταίο αυτό εδάφιο γ΄ του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε και ορίστηκε ότι η διαδικασία για τις παραπάνω πράξεις συνεχίζεται, «αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου», ενώ, με εκείνη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, αν η πιο πάνω δήλωση δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου (3-6-1999), δηλαδή μέχρι τις 3-12-1999, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Η παραπάνω δήλωση και η ανάκληση της έγκλησης γίνονται στις Αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του ΚΠΔ. (Ας σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη εξάμηνη προθεσμία παρατάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2743/1999, μέχρι τις 26-12-1999, λόγω των σεισμών της 7-9-1999). Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης, καθόσον αφορά την παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/33, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι «η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [ΟλΑΠ 1096/76]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20 να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του «εντολέα» και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Τα ίδια ισχύουν και για την κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά του οποίου, αρχικά, η δίωξη αυτή είχε ασκηθεί αυτεπαγγέλτως, αφού η εν λόγω δήλωση ισοδυναμεί (προσομοιάζει ουσιαστικά) με την υποβολή έγκλησης. 3. -Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, η ποινική δίωξη για την έκδοση των επίμαχων δύο ακάλυπτων επιταγών ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος αυτεπάγγελτα, συνεπεία σχετικής αναφοράς της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ενόψει όμως των μεταγενέστερων διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996 και 22 παρ. 1 του ν. 2721/1999 την απαιτούμενη, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας εναντίον του αναιρεσείοντος, υπέβαλε η κομίστρια των επιταγών Α.Ε. με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ Α.Ε.Ε.», με το από 26 Νοεμβρίου 1999 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, ο δικηγόρος Ρόδου Κωνσταντίνος Ζ1 , «υποβαλών συνημμένως το υπ' αριθμ. 56/15-11-1999 πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., και τα αναφερόμενα ΦΕΚ, ήτοι τα με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ)». Από το προαναφερόμενο πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω ΑΕ κατά τη συνεδρίασή του της 15-11-1999, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και τα λοιπά τέσσερα μέλη, «αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση του Προέδρου (που εξέθεσε ότι ο Χ1 είχε εκδώσει σε διαταγή της εταιρείας των, τις απαριθμούμενες ακάλυπτες επιταγές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο επίμαχες επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), μετά από συζήτηση, ομοφώνως αποφασίζει και δηλώνει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του Χ1 και για τον σκοπό αυτό παρέχει στον Ζ1 δικηγόρο, κάτοικο Ρόδου, την ειδική εντολή και το δικαίωμα, όπως εμφανιστεί ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου και δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του ως άνω Χ1 για την έκδοση των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών». Εξάλλου, από τα επισυναφθέντα στην άνω δήλωση τρία ΦΕΚ [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ], με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, στα οποία διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, ανακοινώσεις καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών 1. της σύστασής της ΑΕ με περίληψη του καταστατικού της, 2. τροποποιήσεις του καταστατικού αυτού, και 3. του από 26.5.1998 πρακτικού της Γ.Σ. περί εκλογής Δ.Σ., δεν προκύπτει ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό που επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο την κατά το άρθρο 22 παρ. 3 μεταβίβαση εξουσιών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρακτικό της Γ. Σ. της 26.5.98 [ΦΕΚ 9210/2.1.2.1998] ορίζονται συγκεκριμένα μέλη του Δ.Σ., τα οποία ανά δύο ή ένα από αυτά αλλά με τη σύμπραξη ενός εκ των δύο κατονομαζόμενων τρίτων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος δικηγόρος, «…δεσμεύουν και εκπροσωπούν την εταιρεία στις πάσης φύσεως συναλλαγές της με τρίτους…… και την εκπροσωπούν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου…..υπό οποιαδήποτε ιδιότητα….». Περαιτέρω όμως δεν αναφέρει ότι επιτρέπεται στο Δ.Σ. να μεταβιβάζει τις εξουσίες του εν όλω ή εν μέρει [μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της εταιρείας] σε άλλα μέλη του ή σε τρίτους. 4.- Με τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του Δ.Σ. της Α.Ε. για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που του ανατέθηκε, και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της Α.Ε). και επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό του έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με τη δήλωση συνέχισης της δίκης, να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους από Αρχή ή δικηγόρο. Η επικύρωση όμως από το δικηγόρο, του αναφερόμενου αντιγράφου του πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, το οποίο φέρει (κατά τη βεβαίωσή της) τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και το οποίο ως εξουσιοδοτικό έγγραφο, προσαρτήθηκε στη δήλωση συνέχισης της δίκης, που ισοδυναμεί με έγκληση, ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών, όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Συνεπώς, η κατά το άρθρο 22 του ν. 2721/99 δήλωση [έγκληση] εγκύρως υποβλήθηκε από τον εξουσιοδοτηθέντα με το άνω πρακτικό του Δ.Σ. δικηγόρο, Ζ1 και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, και ειδικότερα προβάλλεται η ανυπαρξία στο άνω αντίγραφο του πρακτικού βεβαίωσης της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του ΔΣ της παραπάνω εταιρείας. Κατά τη γνώμη όμως έξι μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Γεωργίου Ναυπλιώτη, Γεωργίου Φώσκολου, Ελένης Μαραμαθά, Δημητρίου Κιτρίδη, Γεωργίου Καλαμίδα, και Ελένης Παναγιωτάκη, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση η προς τον αναφερόμενο τρίτο εξουσιοδότηση χαρακτηρίζεται ως απλή εντολή, έπρεπε στο αντίγραφο του πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου που προσαρτήθηκε στην άνω δήλωση [έγκληση] να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων - μελών του Δ.Σ., από δικηγόρο ή δημόσια κλπ. αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠΔ. Τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή, η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό, αποτελεί «ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο το οποίο παρέβαλε και επικυρώνει» ο δικηγόρος Νικ. Κωστόπουλος. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Η΄ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης έπρεπε κατά την ίδια γνώμη να κριθεί βάσιμος. 5.- Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και αφού οι υπόλοιποι λόγοι της κρινόμενης από 30.1.2003 αίτησης αναίρεσης έχουν απορριφθεί από το Τμήμα και δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσίων στα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.1.2003 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2589/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παρ. 2 (ή 22 παρ. 3) του ν. 2190/1920 για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο, αυτός είναι απλός πληρεξούσιος της εταιρίας και το πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που του παρέχει την πληρεξουσιότητα, προς υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της ή της δηλώσεως του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, ότι είναι επιθυμητή η δίωξη εκείνου που είχε αυτεπάγγελτα διωχθεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (που εξομοιώνεται με έγκληση) και προσαρτάται στην έγκληση, πρέπει κατ’ αρχή να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα, η επικύρωση όμως από δικηγόρο του αντιγράφου του πρακτικού του Δ.Σ. της εταιρίας που φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του και προσαρτήθηκε στη δήλωση ότι η δίωξη είναι επιθυμητή (που ισοδυναμεί με έγκληση), ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών όλων των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, εκ της φερόμενης ως μη νομότυπης υποβολής της δήλωσης (έγκλησης) για το επιθυμητό της διώξεως (Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/402).(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Ανώνυμη εταιρία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)Β' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Στέφανο Γαβρά, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη – Εισηγήτρια και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο, περί αναιρέσεως της 2591/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 825/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1314/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. -Στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την 1314/2005 απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β΄ του ν. 1756/1988, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη έγκληση, μετά την παραδοχή του λόγου αυτού ως βασίμου με διαφορά μιας ψήφου. 2.- Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 1325/72), «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάστασή του, παράγραφος 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, ενώ, κατά το εδάφιο γ΄ αυτής, ορίστηκε ότι, για τις πράξεις έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για τις οποίες, κατά τη δημοσίευση του νόμου (4-6-1996), έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά και η ποινική δίωξη παύει οριστικά, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δεν δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχισή της. Η δήλωση γίνεται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ. Τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999, το τελευταίο αυτό εδάφιο γ΄ του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε και ορίστηκε ότι η διαδικασία για τις παραπάνω πράξεις συνεχίζεται, «αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου», ενώ, με εκείνη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, αν η πιο πάνω δήλωση δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου (3-6-1999), δηλαδή μέχρι τις 3-12-1999, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Η παραπάνω δήλωση και η ανάκληση της έγκλησης γίνονται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του ΚΠΔ. (Ας σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη εξάμηνη προθεσμία παρατάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2743/1999, μέχρι τις 26-12-1999, λόγω των σεισμών της 7-9-1999). Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι «η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [ΟλΑΠ 1096/76]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του «εντολέα» και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Τα ίδια ισχύουν και για την κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά του οποίου, αρχικά, η δίωξη αυτή είχε ασκηθεί αυτεπαγγέλτως, αφού η εν λόγω δήλωση ισοδυναμεί (προσομοιάζει ουσιαστικά) με την υποβολή έγκλησης. 3. -Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, η ποινική δίωξη για την έκδοση των επίμαχων ακάλυπτων επιταγών ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος αυτεπάγγελτα, συνεπεία της από 22.9.95 αναφοράς της Τράπεζας Πίστεως. Ενόψει όμως των μεταγενέστερων διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2408/1996 και 22 παρ. 1 του ν. 2721/1999 την απαιτούμενη, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας εναντίον του αναιρεσείοντος, υπέβαλε η κομίστρια των επιταγών Α.Ε. με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ Α.Ε.Ε.», με το από 26 Νοεμβρίου 1999 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, ο δικηγόρος Ρόδου Ζ1 , «υποβαλών συνημμένως το υπ' αριθμ. 56/15-11-1999 πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., και τα αναφερόμενα ΦΕΚ, ήτοι τα με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ)». Από το προαναφερόμενο πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω ΑΕ κατά τη συνεδρίασή του της 15-11-1999, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και τα λοιπά τέσσερα μέλη, «αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση του Προέδρου (που εξέθεσε ότι ο Χ1 είχε εκδώσει σε διαταγή της εταιρείας των, τις απαριθμούμενες ακάλυπτες επιταγές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο επίμαχες επί της Τραπέζης Πίστεως), μετά από συζήτηση, ομοφώνως αποφασίζει και δηλώνει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του Χ1 και για τον σκοπό αυτό παρέχει στον Ζ1 δικηγόρο, κάτοικο Ρόδου, την ειδική εντολή και το δικαίωμα, όπως εμφανιστεί ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου και δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του ως άνω Χ1, για την έκδοση των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών». Εξάλλου, από τα επισυναφθέντα στην άνω δήλωση τρία ΦΕΚ [τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ], με αριθ. 1484/5.5.1993, 9206/2.12.1998 και 9210/2.12.1998, στα οποία διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, 1. ανακοινώσεις καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της σύστασής της ΑΕ με περίληψη του καταστατικού της, 2. τροποποιήσεις του καταστατικού αυτού, και 3. του από 26.5.1998 πρακτικού της Γ.Σ. περί εκλογής Δ.Σ., δεν προκύπτει ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό που επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο την κατά το άρθρο 22 παρ. 3 μεταβίβαση εξουσιών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρακτικό της Γ. Σ. της 26.5.98 [ΦΕΚ 9210/2.12.1998] ορίζονται συγκεκριμένα μέλη του Δ.Σ., τα οποία ανά δύο ή ένα από αυτά αλλά με τη σύμπραξη ενός εκ των δύο κατονομαζόμενων τρίτων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος δικηγόρος, «…δεσμεύουν και εκπροσωπούν την εταιρεία στις πάσης φύσεως συναλλαγές της με τρίτους…… και την εκπροσωπούν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου…..υπό οποιαδήποτε ιδιότητα….». Περαιτέρω όμως δεν αναφέρει ότι επιτρέπεται στο Δ.Σ. να μεταβιβάζει τις εξουσίες του εν όλω ή εν μέρει [μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της εταιρείας] σε άλλα μέλη του ή σε τρίτους. 4.- Με τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, ότι ο προαναφερόμενος δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του Δ.Σ. της Α.Ε. για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που του ανατέθηκε, και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της Α.Ε), και επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό του έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με τη δήλωση συνέχισης της δίκης, να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους από Αρχή ή δικηγόρο. Η επικύρωση όμως από το δικηγόρο, του αναφερόμενου αντιγράφου του πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, το οποίο φέρει (κατά τη βεβαίωσή της) τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και το οποίο ως εξουσιοδοτικό έγγραφο, προσαρτήθηκε στη δήλωση συνέχισης της δίκης, που ισοδυναμεί με έγκληση, ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών, όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Συνεπώς, η κατά το άρθρο 22 του ν. 2721/99 δήλωση [έγκληση] εγκύρως υποβλήθηκε από τον εξουσιοδοτηθέντα με το άνω πρακτικό του Δ.Σ. δικηγόρο, Ζ1 και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, και ειδικότερα προβάλλεται η ανυπαρξία στο άνω αντίγραφο του πρακτικού βεβαίωσης της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του ΔΣ της παραπάνω εταιρείας. Κατά τη γνώμη όμως έξι μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Γεωργίου Ναυπλιώτη, Γεωργίου Φώσκολου, Ελένης Μαραμαθά, Δημητρίου Κιτρίδη, Γεωργίου Καλαμίδα, και Ελένης Παναγιωτάκη, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση η προς τον αναφερόμενο τρίτο εξουσιοδότηση χαρακτηρίζεται ως απλή εντολή, έπρεπε στο αντίγραφο του πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου που προσαρτήθηκε στην άνω δήλωση [έγκληση] να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων - μελών του Δ.Σ., από δικηγόρο ή δημόσια κλπ. αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠΔ. Τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή, η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό, αποτελεί «ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο το οποίο παρέβαλε και επικυρώνει» ο δικηγόρος Νικ. Κωστόπουλος. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Η΄ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης έπρεπε κατά την ίδια γνώμη να κριθεί βάσιμος. 4.- Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και αφού οι υπόλοιποι λόγοι της κρινόμενης από 30.1.2003 αίτησης αναίρεσης έχουν απορριφθεί από το Τμήμα και δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσίων στα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.1.2003 αίτηση του ..., για αναίρεση της 2591/31.10.2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παρ. 2 (ή 22 παρ. 3) του ν. 2190/1920 για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο, αυτός είναι απλός πληρεξούσιος της εταιρίας και το πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που του παρέχει την πληρεξουσιότητα, προς υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της ή της δηλώσεως του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 2721/1999, ότι είναι επιθυμητή η δίωξη εκείνου που είχε αυτεπάγγελτα διωχθεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (που εξομοιώνεται με έγκληση) και προσαρτάται στην έγκληση, πρέπει κατ’ αρχή να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα, η επικύρωση όμως από δικηγόρο του αντιγράφου του πρακτικού του Δ.Σ. της εταιρίας που φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του και προσαρτήθηκε στη δήλωση ότι η δίωξη είναι επιθυμητή (που ισοδυναμεί με έγκληση), ενέχει και βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών όλων των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, εκ της φερόμενης ως μη νομότυπης υποβολής της δήλωσης (έγκλησης) για το επιθυμητό της διώξεως (Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/402).(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Ανώνυμη εταιρία.
2
Αριθμός 3/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη - Εισηγητή, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ..... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Μαγγίβα, περί αναιρέσεως της 2732/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή. Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.4.2004 αίτησή του αναιρέσεως και το από 20.4.2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 851/2004. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1674/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για οριστική κρίση ο (μοναδικός) λόγος του κυρίου δικογράφου της από 7.4.2004 αίτησης του ...., για αναίρεση της υπ' αριθ. 2732/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ο οποίος λόγος στηρίζεται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ. (υπέρβαση εξουσίας) μετά την παραπομπή του σ' αυτήν με την υπ' αριθ. 1674/2005 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος, επειδή ο λόγος αυτός κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μίας ψήφου. Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3160/2003 «Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη». Ορίζει δε η παρ. 2 του άρθρου 340, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 3160/2003 ότι «Σε πταίσματα και πλημμελήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του … Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο εκκαλών, για την υποστήριξη της έφεσής του, εμφανισθείς ενώπιον του Εφετείου όχι αυτοπροσώπως αλλά δια συνηγόρου τον οποίο ο ίδιος έχει διορίσει με έγγραφη δήλωσή του, αυτός πλέον θεωρείται ότι είναι παρών. Εξάλλου κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ. 1 Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 3160/2003 «Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή συνήγορός του στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελεύς αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση», κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 2 του Ν. 3160/2003 «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 – 338, 340, 344, 347, 349, 352, 357 – 360, 366 – 373» (Κ.Π.Δ.). Από τις διατάξεις αυτές η διάταξη του άρθρου 344 παρ. 1 εδ. α' ορίζει ότι «η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας». Ενώ σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 501 του Κ.Π.Δ. που προστέθηκε με το άρθρο 49 παρ. 3 του ν. 3160/2003 «Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αν ο εκκαλών – κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στην συνέχεια μετά την έναρξη της συζητήσεως αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 Κ.Π.Δ. αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει για την ομοιότητα της περίπτωσης κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος η δίκη αναβλήθηκε αλλά ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στην νέα μετ' αναβολή δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Σ.Κ.Π.Δ. για την αιτιολόγηση της ρύθμισης του άρθρου 501 παρ. 1 Κ.Π.Δ. σύμφωνα με την οποία εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεσή του παραιτείται σιωπηρά από αυτήν αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υπό την έννοια ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της αποφάσεως που προσέβαλε. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της έφεσης, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ. για υπέρβαση εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του μοναδικού λόγου του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την 36681/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή, για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Κατά της πιο πάνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας, που είχε οριστεί για τις 10.12.2003, αυτός δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Μαγγίβα, τον οποίο ο ίδιος είχε διορίσει με ειδικό πληρεξούσιο. Μάλιστα το Τριμελές Εφετείο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, επέτρεψε στον προαναφερόμενο συνήγορο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούμενο. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που είναι ενσωματωμένα στην πιο κάτω απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η διαδικασία εξελίχθηκε ως εξής: Ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας και βρέθηκε παρών ο α' μάρτυρας. Στο σημείο αυτό της δίκης ο μηνυτής – πολιτικώς ενάγων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο δικηγόρος Ιωάννης Χουλιαράς, που διόρισε ως πληρεξούσιο ήταν απασχολημένος σε άλλο δικαστήριο και ζήτησε αναβολή της δίκης. Ακολούθησε πρόταση του Εισαγγελέως και το Τριμελές Εφετείο, με τη 12170/10.12.2003 απόφασή του, ανέβαλε λόγω σημαντικών αιτίων, τη δίκη σε ρητή δικάσιμο και συγκεκριμένα για τις 19.3.2004. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Λόγω της απουσίας του αυτής, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλόμενη 2732/19.3.2004 απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠΔ. Όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, στις 10.12.2003 η δίκη αναβλήθηκε, αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος είχε εμφανιστεί, διά συνηγόρου, για να υποστηρίξει την έφεσή του και είχε αρχίσει πλέον η διαδικασία και η συζήτηση της έφεσης αφού το Δικαστήριο είχε φθάσει τουλάχιστον στην εκφώνηση του καταλόγου των μαρτύρων. Άρα το Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη την εξουσία του, αφού όφειλε, κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, να θεωρήσει παρόντα τον κατηγορούμενο και να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ μοναδικός λόγος του από 7.4.2004 κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). Τέσσερα όμως μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες Αλέξανδρος Κασιώλας, Χρύσανθος Παπούλιας, Γεώργιος Φώσκολος και Πλαστήρας Αναστασάκης έχουν την εξής γνώμη: Ως «διάρκεια της δίκης», κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 344 του ΚΠΔ, όπως συνάγεται και από τα άρθρα 339, 340, 342, 343 και ιδίως από το άρθρο 502 παρ. 1 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι «Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση», νοείται η εξέλιξή της μετά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, που στο εφετείο λαμβάνει χώρα, όταν δίδεται ο λόγος στον εισαγγελέα να αναπτύξει συνοπτικά την έφεση. Έτσι, αν ο εκκαλών κατηγορούμενος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και στη συνέχεια, χωρίς ο εισαγγελέας να αναπτύξει συνοπτικά την έφεση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε σε νέα ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε, ο τελευταίος λογίζεται απών, διότι η αναβολή έγινε πριν αρχίσει η δίκη με την πιο πάνω έννοια, οπότε το δικαστήριο πρέπει να απορρίψει, κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, την έφεση ως ανυποστήρικτη. Διαφορετικά η απόφασή του είναι αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται πιο πάνω, η αναβολή δόθηκε πριν αρχίσει η δίκη, αφού δεν προκύπτει ότι ο εισαγγελέας είχε αναπτύξει συνοπτικά την έφεση. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτήν, ορθώς το εφετείο θεώρησε απόντα τον εκκαλούντα κατηγορούμενο κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και δεν υπερέβη την εξουσία του με το να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη και έτσι είναι αβάσιμος ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την αριθ. 2732/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2006. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Φεβρουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος εμφανίζεται στο ακροατήριο δια πληρεξουσίου δικηγόρου, θεωρείται σαν να εμφανίζεται αυτοπροσώπως και όταν εμφανίζεται ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατά την έναρξη της διαδικασίας στην κατ’έφεση δίκη, για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια αποχωρήσει, λογίζεται παρών και κατά την εξέλιξη και η έφεση δεν πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, αλλά να ερευνηθεί στην ουσία, το ίδιο δε ισχύει και όταν η δίκη αναβληθεί με παραδοχή σχετικού αιτήματος και ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από το συνήγορό του, ανεξάρτητα από την ουσιαστική έναρξη ή μη της διαδικασίας. Αναίρεση της απόφασης του Εφετείου με την οποία απορρίφθηκε κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο, απόντος του εκκαλούντος - κατηγορούμενου, η έφεση ως ανυποστήρικτη, για υπέρβαση εξουσίας. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ορθά απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού κατά την αναβλητική δικάσιμο, το δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην έρευνα της έφεσης, με τη συνοπτική ανάπτυξη αυτής από τον Εισαγγελέα (Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/635).(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Εφέσεως ανυποστήρικτο
Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο – Εισηγητή, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θέμελη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για διόρθωση της 4/2005 αποφάσεως του Δικαστηρίου της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με κατηγορούμενο τον ...... και ήδη κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η Πλήρης Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφασή της, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την διόρθωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουνίου 2005 αίτησή του, κατόπιν της υπ' αριθμ. 131/2005 πράξεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1120/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε τη διόρθωση της ανωτέρω απόφασης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στο Δικαστήριο της πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η από 28 Ιουνίου 2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί διορθώσεως, κατ' άρθρο 145 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, της αριθ. 4/2005 αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου και στο σκεπτικό και το διατακτικό της, πλέον της αναιρετικής διάταξης περιλήφθηκε εκ παραδρομής και η διάταξη περί παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως. Στις προϋποθέσεις διόρθωσης – συμπλήρωσης της αποφάσεως τάσσεται από τη διάταξη του άρθρου 145 παρ. 1 ΚΠΔ και η αρνητική προϋπόθεση να μην επέρχεται δια της διορθώσεως ουσιώδης μεταβολή εις τρόπον ώστε να αλλοιώνεται η βεβαίωση των πράγματι λαβόντων χώραν και το είδος της απαγγελθείσης στο ακροατήριο αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση με την απάλειψη – διαγραφή, όπως ζητείται, από το σκεπτικό και το διατακτικό της ως άνω προς διόρθωση απόφασης, της άνευ εννόμου επιρροής φράσης περί παραπομπής της υπόθεσης για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που περιλήφθηκε εκ παραδρομής – αφού η κατ' άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ αναίρεση υπέρ του νόμου για τους λόγους του άρθρου 510 ΚΠΔ, ως καθαρώς διαπιστωτικού χαρακτήρα αναφορικά με την παρερμηνεία νομικών διατάξεων έχει ως αποτέλεσμα την τυπική μόνο επανόρθωση της νομικής παράβασης, ενώ η αναιρούμενη αμετάκλητη απόφαση διατηρεί την ισχύ της χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των διαδίκων, οπότε δεν τίθεται ζήτημα παραπομπής προς περαιτέρω συζήτηση – επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως εις τρόπον ώστε να αλλοιώνεται η δι' αυτής βεβαίωση των πράγματι λαβόντων χώραν και το είδος της απαγγελθείσης στο ακροατήριο αποφάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος προς διόρθωση της αριθ. 4/2005 απόφασης του Δικαστηρίου της πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διόρθωση της δικαστικής απόφασης (της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου), προϋποθέτει κατά το άρθρο 145 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., αρνητικά, την μη επέλευση με τη διόρθωση, ουσιώδους μεταβολής στην απόφαση και των όσων έλαβαν χώρα στο ακροατήριο. Επομένως η διαγραφή με τη διαδικασία της διόρθωσης, από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας, που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου, της φράσεως, που τέθηκε εκ παραδρομής και αναφέρεται στην παραπομπή της υπόθεσης για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, η οποία (παραπομπή) δεν διατάσσεται επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου, είναι ανεπίτρεπτη και η αίτηση του Εισαγγελέα για διόρθωση απορριπτέα.(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αποφάσεως διόρθωση
Αποφάσεως διόρθωση.
0
Αριθμός 1/2006 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο - Εισηγητή, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για διόρθωση της υπ΄ αριθμ. 3/2005 αποφάσεως του Δικαστηρίου της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Με κατηγορούμενο τον ..... και ήδη κρατούμενο στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το Δικαστήριο της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την διόρθωση-συμπλήρωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουνίου 2005 αίτησή του, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 132/2005 πράξεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1119/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε τη διόρθωση της ανωτέρω απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στο Δικαστήριο της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η από 28 Ιουνίου 2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί διορθώσεως, κατ' άρθρο 145 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, της αριθ. 3/2005 αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου και στο σκεπτικό και το διατακτικό της, πλέον της αναιρετικής διάταξης, περιλήφθηκε εκ παραδρομής και η διάταξη περί παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως. Στις προϋποθέσεις διόρθωσης – συμπλήρωσης της αποφάσεως τάσσεται από τη διάταξη του άρθρου 145 παρ. 1 ΚΠΔ και η αρνητική προϋπόθεση να μην επέρχεται δια της διορθώσεως ουσιώδης μεταβολή εις τρόπον ώστε να αλλοιώνεται η βεβαίωση των πράγματι λαβόντων χώραν και το είδος της απαγγελθείσης στο ακροατήριο αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την απάλειψη – διαγραφή, όπως ζητείται, από το σκεπτικό και το διατακτικό της ως άνω προς διόρθωση απόφασης, της άνευ εννόμου επιρροής φράσης περί παραπομπής της υπόθεσης για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που περιλήφθηκε εκ παραδρομής – αφού η κατ' άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ αναίρεση υπέρ του νόμου για τους λόγους του άρθρου 510 ΚΠΔ, ως καθαρώς διαπιστωτικού χαρακτήρα αναφορικά με την παρερμηνεία νομικών διατάξεων έχει ως αποτέλεσμα την τυπική μόνο επανόρθωση της νομικής παράβασης, ενώ η αναιρούμενη αμετάκλητη απόφαση διατηρεί την ισχύ της χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των διαδίκων, οπότε δεν τίθεται ζήτημα παραπομπής προς περαιτέρω συζήτηση – επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως εις τρόπον ώστε να αλλοιώνεται η δι' αυτής βεβαίωση των πράγματι λαβόντων χώραν και το είδος της απαγγελθείσης στο ακροατήριο αποφάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος προς διόρθωση της αριθ. 3/2005 απόφασης του Δικαστηρίου της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2006. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διόρθωση της δικαστικής απόφασης (της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου), προϋποθέτει κατά το άρθρο 145 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., αρνητικά, την μη επέλευση με τη διόρθωση, ουσιώδους μεταβολής στην απόφαση και των όσων έλαβαν χώρα στο ακροατήριο. Επομένως η διαγραφή με τη διαδικασία της διόρθωσης, από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας, που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου, της φράσεως, που τέθηκε εκ παραδρομής και αναφέρεται στην παραπομπή της υπόθεσης για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, η οποία (παραπομπή) δεν διατάσσεται επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου, είναι ανεπίτρεπτη και η αίτηση του Εισαγγελέα για διόρθωση απορριπτέα.(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αποφάσεως διόρθωση
Αποφάσεως διόρθωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 10/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα-Εισηγητή, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θέμελη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 357/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενο τον ...., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθ. 357/2005 απόφασή του, διέταξε όσα με λεπτομέρεια αναφέρονται σ' αυτήν. Την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως ζητεί τώρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 19 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1585/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ εΤον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 119 § 1 ΚΠοινΔ, η αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109 – 115 προσδιορίζεται εκ του χαρακτηρισμού της πράξεως από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 § 2 του ιδίου Κώδικα, το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της § 1 αυτού, διά των οποίων κατανέμονται οι παρ' ανηλίκων τελεσθείσες πράξεις μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ' αυτό και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, είτε ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενεστέρως, κατά νομοθετικό χαρακτηρισμό ή επαγγελματική εξέλιξη, ορισμένη ιδιότητα, είτε η πράξη εχαρακτηρίσθη από το νομοθέτη άλλως, εν συνδρομή του οποίου, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση θα ανήκε σε άλλο δικαστήριο και μετά από άσκηση εφέσεως στο αντίστοιχο διαφορετικό εφετείο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το εφετείο, στο οποίο υπάγεται το διαγνώσαν ορισμένη υπόθεση πρωτόδικο δικαστήριο, έχει εξουσία προς εκδίκαση της κατ' αποφάσεως του τελευταίου εφέσεως, εφόσον η υπόθεση αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της στο πρωτόδικο δικαστήριο, τυχόν δε αντιθέτως κρίνον υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του. Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ....., γεννηθείς την 3.8.1984 κατηγορήθη ως άμεσος συνεργός στο κακούργημα της ληστείας κατά συναυτουργία, που φέρεται ότι ετελέσθη στις 19.9.2001, ήτοι όταν ήταν ηλικίας 17 ετών, 1 μηνός και 16 ημερών και συνεπώς ενήλικος κατά το πριν από την ισχύ του ν. 3189/2003 νομοθετικό καθεστώς. Ως ενήλικος κατά το προϊσχύσαν καθεστώς εισήχθη σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και δια της αριθ. 1003/5.11.2002 αποφάσεώς του, καθ' ον χρόνον ήταν ηλικίας 18 ετών, 3 μηνών και 2 ημερών κατεδικάσθη σε ποινή καθείρξεως 6 ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ήσκησε έφεση, εισαχθείσα προς εκδίκαση ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τη δικάσιμο της 17ης Μαρτίου 2005, ήτοι μετά την ισχύ του ν. 3189/2003, δια του οποίου ηυξήθη το όριο της ποινικής ανηλικότητας από το 17ο στο 18ο έτος της ηλικίας. Το ανωτέρω Πενταμελές Εφετείο είχε αρμοδιότητα να προβεί στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, αφού η πρωτόδικη απόφαση είχε εκδοθεί, κατά τα ισχύοντα πριν από το ν. 3189/2003, όταν αυτός ήταν, σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς, ενήλικος. Έπρεπε λοιπόν το Δικαστήριο να εκδικάσει κατ' ουσίαν την υπόθεση και να εφαρμόσει την ηπιότερη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3189/2003, με την οποία αυξήθηκε το όριο της ποινικής ανηλικότητας από το 17ο έτος στο 18ο έτος της ηλικίας. Το Πενταμελές Εφετείο όμως, δια της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, κατόπιν ακυρώσεως, κατ' άρθρο 121 εδ. β' ΚΠοινΔ, της πρωτόδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως αναρμοδίως εκδοθείσης, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση και πάλι σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Ούτως όμως το Δικαστήριο, κηρύξαν εαυτό παρά το νόμο αναρμόδιο καθ' ύλην, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και επομένως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί υπέρ του νόμου η πληττομένη απόφασή του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί υπέρ του νόμου την αρ. 357/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Δεκεμβρίου 2005. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι το Εφετείο στο οποίο αυτό υπάγεται, εφόσον η υπόθεση αρμόδια εισήχθη, κατά το νόμο που ίσχυε το χρόνο εισαγωγής της, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ανεξάρτητα από το μεταγενέστερο τυχόν διαφορετικό νομοθετικά χαρακτηρισμό της πράξεως ή την απόκτηση από τον κατηγορούμενο ορισμένης ιδιότητας. Αναίρεση υπέρ του νόμου για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, στο οποίο εισήχθη κατ’ έφεση υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων για να δικαστεί πάλι σε πρώτο βαθμό, εκ της μεταγενέστερης νομοθετικής διαφοροποίησης του ορίου ανηλικότητας. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Ανήλικοι εγκληματίες, Αναίρεση υπέρ του νόμου, Αρμοδιότητα.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 8/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια – Εισηγητη, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θέμελη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 3034/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με κατηγορούμενο τον ...... που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ' αριθ. 3034/2004 απόφασή του, διέταξε όσα με λεπτομέρεια αναφέρονται σ' αυτήν. Την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως ζητάει τώρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 25 Μαϊου 2005 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αργυρώς Κωνσταντάκη και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1015/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τον Αντεισαγγελέα που ζήτησε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την αναίρεση υπέρ του νόμου της υπ' αριθμό 3034/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δικάζοντος κακουργήματα, με την οποία ανακλήθηκε η υπ' αριθμό 2400/2004 προηγούμενη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Με την τελευταία αυτή απόφα-ση, είχε ανασταλεί η διαδικασία σε βάρος του κατηγορούμενου στο ακροατήριο και είχε διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτησή του, κατ' αντικατάσταση των περιοριστικών όρων που του είχαν επιβληθεί, μέχρι την εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία δικονομικής ποινικής διατάξεως (παράβαση των τύπων της διαδικασίας - αρθ. 505 παρ. 2 εδ. 2 περ. β' του Κ.Π.Δ.). ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 435 του Κ.Π.Δ. (όπως έχει αντικατασταθεί πρόσφατα με το άρθρο 36 του ν. 3160/2003), ''αν η προσωρινή κράτηση εκείνου που παραπέμφθηκε για κακούργημα αρθεί ή αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους, κατά τα άρθρα 286 και 291 του Κ.Π.Δ. και δεν εμφανισθεί αυτός στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο, το δικαστήριο ανακαλεί τη διάταξη ή την απόφαση για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και διατάσσει ταυτόχρονα την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται τα άρθρα 433 και 434. Το ίδιο διατάσσει το δικαστήριο και αν δεν είχε διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορού-μενου''. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια, ότι σε περίπτωση φυγοδικίας εκείνου που έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για κακούργημα, το δικαστήριο ''ανακαλεί'' τη διάταξη ή την απόφαση, με την οποία είχε αρθεί η προσωρινή κράτησή του ή είχε αντικατασταθεί (με περιοριστικούς όρους) και διατάσσει τη σύλληψή και προσωρινή κράτησή του, καθώς και την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Είναι φανερό, ότι προκειμένου περί δικαστηρίου, γίνεται στο άρθρο 435 του Κ.Π.Δ. και μετά την πρόσφατη αντικατάστασή του, χρήση (μη οφειλόμενη σε παραδρομή) του όρου ''ανάκληση'' της διάταξης ή της απόφασης με την οποία είχε αρθεί η προσωρινή κράτηση, αντί του όρου ''άρση'' της προσωρινής κράτησης, του οποίου γίνεται χρήση στο άρθρο 286 του ίδιου Κώδικα, επί ανακριτή ή Δικαστικού Συμβουλίου. Αν ο κατηγο-ρούμενος μεταγενέστερα εμφανισθεί, το Δικαστήριο έχει πάλι τη δυνατότητα να ''ανακαλέσει'' επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 και 291 του Κ.Π.Δ. την προηγούμενη απόφασή του, με την οποία είχε ανακληθεί η διάταξη για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους, κατά τις διατάξεις αυτές, μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η προηγούμενη αυτή απόφασή του, έχει ή όχι χαρακτήρα προ-παρασκευαστικό και της δυνατότητας που έχει (το Δικαστήριο) για ανάκληση των προπαρασκευαστικών του αποφάσεων, εκ της διατάξεως του άρθρου 548 του Κ.Π.Δ., κατά την οποία, ''η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί και το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του''. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ' αριθμό 2400/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δικάζοντος κακουργήματα, ανακλήθηκε η υπ' αριθμό 18/2003 διάταξη του ανακριτή του 10ου Ειδικού Τμήματος Αθηνών, με την οποία είχε αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου (για κακουργήματα) ......, με περιοριστικούς όρους και διατάχθηκε η σύλληψη και προσωρινή κράτησή του, καθώς και η αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 3034/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ανακλήθηκε η προηγούμενη (υπ' αριθμό 2400/2004) απόφασή του (με την οποία είχε διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή κράτησή του), κατά παραδοχή της από 4-11-2004 σχετικής αιτήσεως του εμφανισθέντος κατηγορούμενου. ΙΙΙ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις δικονομικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 435 και 548 του Κ.Π.Δ. και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό, εκ του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. 2 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25ης Μαΐου 2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου, της υπ' αριθμό 3034/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Δεκεμβρίου 2005. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σε περίπτωση φυγοδικίας εκείνου που έχει παραπεμφθεί για κακούργημα, ανακαλείται η διάταξη ή η απόφαση με την οποία είχε αρθεί η προσωρινή κράτησή του ή είχε αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους και διατάσσεται η σύλληψη και προσωρινή κράτησή του, καθώς και η αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δε ο κατηγορούμενος εμφανισθεί μεταγενέστερα, το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει εκ νέου, κατά τα άρθρα 286 και 291 του Κ.Π.Δ., τη προηγούμενη απόφασή του με την οποία είχε ανακληθεί η διάταξη για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους, ανεξάρτητα από το αν η προηγούμενη απόφασή του είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Φυγόδικος
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Φυγόδικος.
0
Αριθμός 7/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου Προεδρεύοντα (κωλυομένου του Προέδρου), Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Πολύκαρπο Βούλγαρη – Εισηγητή, Γεώργιο Σαραντινό, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα και Μιχαήλ Δέτση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ...... , κατοίκου …..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Γιαννόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6678/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Αυγούστου 2003 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1722/2003. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την 2207/2004 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος (Ποινικού) του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου (ν. 1756/1988) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995 και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957 που έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του ν. 3810/1957 που έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του Εις. Ν. ΚΠολΔ, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά της 6678/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με τον οποίο προσβάλλεται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης του δικαστηρίου αυτού που απέρριψε αίτημα της αναιρεσείουσας για αναβολή της δίκης λόγω συνδρομής σημαντικών αιτίων στο πρόσωπό της, ένεκα των οποίων ήταν αδύνατη η εμφάνισή της στο ακροατήριο, και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη.Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΔ «αν ατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη….Η διάταξη του άρθρου 349 του ίδιου Κώδικα για αναβολή της συζήτησης, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξ άλλου η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 6678/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 92584/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτή καταδικάσθηκε για απάτη σε φυλάκιση δέκα μηνών μετά την απόρριψη αιτήματός της για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων εμφανίσεώς της στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ' αυτής εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η θυγατέρα της ……..., η οποία ανήγγειλε ότι η κατηγορουμένη αδυνατεί λόγω ασθενείας της να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσκόμισε στο δικαστήριο το από 24-6-2003 εισιτήριο εισαγωγής του Νοσοκομείου Ζακύνθου, το οποίο αναγνώσθηκε, και η ιδία εξετάσθηκε ως μάρτυρας καταθέτοντας ότι «η μητέρα μου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Ζακύνθου. Έχει πάθει ηλίαση και θα μείνει στο Νοσοκομείο 2 και 3 ημέρες». Το δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση «Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη δίκη για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο λόγος που προβάλλει η κατηγορουμένη ...... είναι τέτοιος ώστε να την εμποδίζει να εμφανισθεί στο δικαστήριο αυτό κατά τη σημερινή δικάσιμο και συνακόλουθα, να αποτελεί σημαντικό αίτιο που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης. Γι' αυτό πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως προκύπτει από την 4869/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που βρίσκεται στη δικογραφία, αναβλήθηκε και πάλι η συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 16-5-2003 σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ ύστερα από αίτηση της κατηγορουμένης». Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Δεν εξηγεί επίσης τι κατέθεσε η μάρτυρας της κατηγορουμένης ή τι περιλαμβάνει το έγγραφο του Νοσοκομείου Ζακύνθου και πως παρά ταύτα αιτιολογείται η κρίση του ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σημαντικό αίτιο για αδυναμία εμφανίσεως της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και πρότερον αναβολή για την ίδια υπόθεση με βάση την ίδια διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Εφόσον μετά ταύτα το παραπάνω δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα το πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας για αναβολή της δίκης, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για τον αναφερόμενο ως άνω λόγο και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση της κατηγορουμένης κατά της 92584/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε αυτή για απάτη σε φυλάκιση δέκα (10) μηνών, πράξη η οποία, όπως από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει, τελέσθηκε στην Αθήνα στις 14-5-1997. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού από την τέλεσή της (14-5-1997) μέχρι τη διάσκεψη και δημοσίευση της παρούσης έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας που γίνονται δεκτοί, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, μη συντρέχοντος λόγους παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 6678/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της ……..για απάτη, πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου 1997. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 10 Μαϊου 2005. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 16 Ιουνίου 2005.
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης που απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης λόγω συνδρομής σημαντικών αιτίων. Η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, (ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα) και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό και βάσιμο λόγος αναίρεσης. Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Δεν εξηγεί επίσης τι κατέθεσε η μάρτυρας της κατηγορουμένης ή τι περιλαμβάνει το έγγραφο του Νοσοκομείου και πως παρά ταύτα αιτιολογείται η κρίση του ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σημαντικό αίτιο για αδυναμία εμφανίσεως της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και προηγουμένως αναβολή για την ίδια υπόθεση με βάση την ίδια διάταξη του άρθρου 349 ΚΠοινΔ δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. (Ολομ. ΑΠ 7/2005 Ποιν. Χρον ΝΕ.791). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 5/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αθανάσιο Κρητικό, Στυλιανό Μοσχολέα και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα-Εισηγητή, Μιχαήλ Δέτση και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου της 329/2003 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ........, κάτοικο …., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 329/2003 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιανουαρίου 2005 αίτησή του, που εγχειρίστηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αργυρώς Κωνσταντάκη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 52/2005. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτησή του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η 2/11-1-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου-λόγω καθύλην αναρμοδιότητας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ζ ΚΠΔ)- της 329/2003 αμετάκλητης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατά παραδοχή της από 19-2-2003 αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας του κατηγορουμένου ........, ακυρώθηκε η 80-81/2003 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που είχε απορρίψει ως ανυποστήρικτη έφεσή του και διατάχθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως στο Α' ΜΟΕ Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 10-11-2003. Κατά το άρθρο 341 ΚΠΔ η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας, σε περίπτωση αδυναμίας του κατηγορουμένου, από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια, να γνωστοποιήσει εγκαίρως στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφανίσεώς του και να ζητήσει αναβολή της συζητήσεως, επιτρέπεται μόνο επί πλημμελημάτων για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση και εισάγεται για εκδίκαση στο δικαστήριο που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Εξάλλου κατά το άρθρο 501 παρ.1 του ίδιου κώδικα, αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως ο εκκαλών δεν εμφανιστεί, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εφαρμόζεται δε ανάλογα η διάταξη του άρθρου 341. Από την παραπομπή στο τελευταίο αυτό άρθρο έπεται ότι και η διάταξη του άρθρου 501 παρ.1 είχε υπόψη μη εμφανισθέντα εκκαλούνται επί πλημμελημάτων. Για τα κακουργήματα δεν υπήρχε ούτε υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη. Η παράλειψη αυτή εξηγείται από το ότι αρχικά, κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν επί κακουργημάτων, δεν προβλεπόταν έφεση, άρα δεν υπήρχε περίπτωση απόρριψης αυτής ως ανυποστήρικτης. Γι'αυτό ο νομοθέτης, για την περίπτωση αυτή, δεν αντιμετώπισε το ενδεχόμενο αδυναμίας γνωστοποιήσεως από τον εκκαλούντα του τυχόν ανυπέρβλητου κωλύματος εμφανίσεώς του. Μετά την καθιέρωση όμως, με το ν.969/1979 δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας και επί κακουργημάτων, τέτοιο ενδεχόμενο ανακύπτει και γίνεται πλέον δεκτό ότι, κατ'ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 591 παρ.1 και 341 ΚΠΔ, επιτρέπεται αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας και κατά της αποφάσεως που απέρριψε ως ανυποστήρικτη έφεση κατά καταδικαστικής για κακούργημα αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 8/1998). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 405 παρ.3 ΚΠΔ, αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας ή της αποφάσεως μικτού ορκωτού δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 341 ή 430, επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση καταδίκης συναιτίου για συναφή πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που τελέστηκε από αυτόν' η σχετική αίτηση εκδικάζεται από τους τακτικούς δικαστές. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με όσα προεκτέθηκαν, συνάγεται ότι για την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας κατά αποφάσεως του εκ τακτικών δικαστικών μικτού ορκωτού εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση κατά καταδικαστικής για κακούργημα αποφάσεως, αρμόδιο-ακόμη και μετά τη λήξη της συνόδου- είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του μικτού ορκωτού εφετείου και όχι το πενταμελές εφετείο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 341 παρ.2 εδάφιο προτελευταίο του ΚΠΔ, αν η αίτηση ακυρώσεως γίνει δεκτή, ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση και διατάσσεται νέα συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί Προσδιορισμός όμως της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο είναι νοητός μόνο ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου. 'Ετσι το πενταμελές εφετείο, σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν θα μπορούσε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο για την κατ'ουσίαν εκδίκαση εκ τακτικών δικαστών μικτό ορκωτό εφετείο σε ρητή δικάσιμο ούτε βεβαίως αορίστως. Επομένως το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την 329/2003 αμετάκλητη απόφαση ακύρωση την 80-81/2003 απόφαση του εκ τακτικών δικαστών Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε αποφανθεί ως ανυποστήρικτη έφεση του εκκαλούντος ....... κατά της καταδικαστικής για κακούργημα 48-54/1993 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμφίσσης και όρισε, για την κατ'ουσίαν εκδίκαση της εφέσεως, ρητή δικάσιμο ενώπιον του Α' ΜΟΕ Αθηνών τη 10-11-2003, αναρμοδίως επιλήφθηκε και εκδίκασε την αίτηση ακυρώσεως και Συνεπώς κατά τον βάσιμο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ζ ΚΠΔ, μοναδικό λόγο αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πρέπει να αναιρεθεί υπέρ του νόμου η προαναφερόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί υπέρ του νόμου την 329/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαίου 2005.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας κατά αποφάσεως του εκ τακτικών δικαστών Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Από τις διατάξεις των άρθρων 341, 591 παρ.1, 405 παρ. 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι για την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας κατ’ αποφάσεως του εκ τακτικών δικαστών Μικτού Ορκωτού Εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση κατά καταδικαστικής για κακουργήματα αποφάσεως, αρμόδιο - ακόμη και μετά την λήξη της συνόδου - είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου και όχι το Πενταμελές Εφετείο, το οποίο σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν θα μπορούσε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο για την κατ’ ουσίαν εκδίκαση εκ τακτικών δικαστών ΜΟΕ σε ρητή δικάσιμο, ούτε βεβαίως αορίστως(Ολομ. ΑΠ 5/2005 ΠοινΔικ.8.664, ΝοΒ 53. 1330, Ποιν. Χρον ΝΕ.788 και Δίκη. 36.1235). Η Ολομ. ΑΠ 8/1998 (Ποιν.Χρον. ΜΗ. 882) έκρινε ότι κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 591 παρ. 1 και 341 ΚΠΔ επιτρέπεται αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας και κατά αποφάσεως που απέρριψε ως ανυποστήρικτη έφεση κατά καταδικαστικής για κακουργήματα αποφάσεως. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αναρμοδιότητα καθ'ύλη
Αναρμοδιότητα καθ'ύλη, Αναίρεση υπέρ του νόμου, Ακυρώσεως διαδικασίας αίτηση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αθανάσιο Κρητικό, Στυλιανό Μοσχολέα, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Μιχαήλ Δέτση - Εισηγητή, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως υπέρ του νόμου της 3200/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ……….., κάτοικο …... και ήδη κρατούμενο στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ' αριθ. 3200/2004 απόφαση του, διέταξε όσα με λεπτομέρεια αναφέρονται σ' αυτήν. Την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως ζητάει τώρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 1 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αργυρώς Κωνσταντάκη και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 247/2005. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια (ποινική) η από 1-2-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των σχετικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97 ΠΚ και 551 Κ.ΠοινΔ (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ) της υπ' αριθ. 3200/2004 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το εν λόγω Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση προς καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής για τον καταδικασθέντα, δυνάμει των αναφερόμενων σ' αυτήν καταδικαστικών αποφάσεων, ………..., σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, επειδή κατά την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέκυπτε ότι οι προδιαληφθείσες καταδικαστικές αποφάσεις είχαν καταστεί αμετάκλητες. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ, οι περί συρροής εγκλημάτων και καθορισμού συνολικής γι' αυτά ποινής ορισμοί εφαρμόζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ως αναγόμενοι στην επιμέτρηση της ποινής και όταν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν διαδοχικώς και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις, είτε από το ίδιο, είτε από διαφορετικά δικαστήρια, αρκεί να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ. Και στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων χωρεί και πριν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνουν αμετάκλητες, τούτου συναγομένου και από το άρθρο 491 εδ. β' Κ.Ποιν.Δ, κατά το οποίο επιτρέπεται επίσης έφεση και κατά αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή, αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά, εκδοθεισών περισσοτέρων αποφάσεων, «η δε συνολική ποινή καθορίστηκε πριν όλες οι αποφάσεις αυτές γίνουν αμετάκλητες». Σε αυτά δεν αντιτίθεται η αναφερόμενη στην εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για συρρέοντα εγκλήματα διάταξη του άρθρου 551 Κ.Ποιν.Δ, η οποία, καθώς και στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται, καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής σε εκτέλεση περισσοτέρων αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του αυτού προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα, διότι το άρθρο αυτό σκοπεί να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατός για οποιοδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής πριν οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την από 15-9-2004 αίτηση του ………., με την οποία ζητούσε τον καθορισμό συνολικής ποινής από τις ποινές που του είχαν επιβληθεί α) Καθείρξεως 18 ετών με την υπ' αριθ. 492-493/2003 απόφαση του Μ.Ο.Δ. Αθηνών, β) καθείρξεως 15 ετών με την υπ' αριθ. 492/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, γ) συνολικής καθείρξεως 15 ετών και χρηματικής ποινής 5.200.000 δρχ. με την υπ' αριθ. 1387/1996 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, δ) συνολικής καθείρξεως 13 ετών και 6 μηνών και χρηματικής ποινής 200.000 δρχ. με την υπ' αριθ. 661-662/1997 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, ε) συνολικής καθείρξεως 6 ετών και 6 μηνών με την υπ' αριθ. 1358/1999 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, στ) συνολικής φυλακίσεως 13 μηνών και χρηματικής ποινής 10.000 δρχ. με την υπ' αριθμ. 4213/1992 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσ/νίκης, ζ) φυλακίσεως 2 μηνών με την υπ' αριθ. 6035/1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσ/νίκης, η) συνολικής ποινής φυλακίσεως 25 ημερών με την υπ' αριθ. 745/1996 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αλμυρού και θ) φυλακίσεως 30 ημερών με την υπ' αριθ. 10807/1992 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης, επειδή δεν προέκυπτε ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν καταστεί αμετάκλητες, εσφαλμένως ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97, ΠΚ και 551 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Κατά τη γνώμη όμως δεκαπέντε μελών του Δικαστηρίου, ήτοι των Αντιπροέδρων, Νικολάου Γεωργίλη και Αθανασίου Κρητικού και των Αρεοπαγιτών, Γεωργίου Ναυπλιώτη, Σταματίου Γιακουμέλου, Κων/νου Μουλαγιάννη, Χρύσανθου Παπούλια, Γεωργίου Βούλγαρη, Αναστασίου Φιλητά – Περίδη, Ελένης Μαραμαθά, Δημητρίου Κιτρίδη, Αθανασίου Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεωργίου Καλαμίδα, Φώτιου Καϋμενάκη και Μιχαήλ Δέτση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 546 παρ. 1 και 551 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει σαφώς ότι για τον καθορισμό συνολικής ποινής κατ' άρθρο 551 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτείται, αφενός μεν οι καταδικαστικές αποφάσεις να συναντώνται κατά την εκτέλεση, αφετέρου δε αυτές να είναι αμετάκλητες, καθόσον μόνον οι τελευταίες είναι εκτελεστές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος ορίζει διαφορετικά, όπως π.χ. είναι αυτές των άρθρων 429 παρ. 2, 497 παρ. 4 και 5 και 507 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το άρθρο 491 του Κ.Ποιν.Δ., σκοπός των διατάξεων του οποίου είναι η παροχή σ' εκείνον που καταδικάστηκε για περισσότερα εγκλήματα της δυνατότητας να ασκεί έφεση για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα, και όταν ακόμη για ορισμένα από αυτά, με βάση τις επί μέρους ποινές δεν επιτρέπεται έφεση, σύμφωνα με το άρθρο 489 του Κ.Ποιν.Δ. ή άλλη ειδική διάταξη, της επεκτάσεως του εκκλητού εξαρτωμένης από τη θέληση του καταδικασθέντος, ο οποίος δεν στερείται του δικαιώματος του να εκκαλέσει την απόφαση για ένα μόνον έγκλημα ή να περιορίσει την έφεση για ορισμένα μόνον εγκλήματα στην περίπτωση του εδ. α' του άρθρου 491 του Κ.Ποιν.Δ. ή να περιορίσει την έφεση σε ορισμένες μόνον αποφάσεις στην περίπτωση του εδ. β' του ίδιου άρθρου, εφόσον βεβαίως και στις δυο περιπτώσεις συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις του εκκλητού και επομένως, ο καθορισμός συνολικής ποινής στη δεύτερη περίπτωση γίνεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος που υποβάλλεται εν όψει ασκήσεως από αυτόν εφέσεως κατά της αποφάσεως που θα καθορίσει συνολική ποινή. Συνιστούν, επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 491 του Κ.Ποιν.Δ ειδική ρύθμιση, στο πλαίσιο της οποίας εισάγεται απόκλιση από τον κανόνα, ότι κατά τον καθορισμό συνολικής ποινής από αποφάσεις που συναντώνται κατά την εκτέλεση, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθόσον χωρίς την απόκλιση αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί πλήρως το άρθρο 491 εδάφ. β' του Κ.Ποιν.Δ., κατά το πνεύμα του νομοθέτη, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να περιληφθούν στον καθορισμό της συνολικής ποινής ανέκκλητες αποφάσεις, οι οποίες συναντώνται μεν κατά την εκτέλεση, πλην δεν έχουν ακόμη καταστεί αμετάκλητες γιατί δεν παρήλθε η προθεσμία της αναίρεσης και δεν αναιρεί επομένως η απόκλιση αυτή το γενικό κανόνα του άρθρου 551 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., που είναι, όπως εκτίθεται πιο πάνω, ουσιαστική ποινική διάταξη, αφού αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Συνεπώς, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση προς καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής για τον καταδικασθέντα δυνάμει των αναφερόμενων σ' αυτήν καταδικαστικών αποφάσεων, ………., σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, επειδή δεν προέκυπτε, ότι οι προδιαληφθείσες καταδικαστικές αποφάσεις είχαν καταστεί αμετάκλητες και κατόπιν αυτού, απέρριψε την αίτηση του ανωτέρω καταδικασθέντος ως απαράδεκτη, ορθώς τις οικείες ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97 Π.Κ. και 551 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. ερμήνευσε και έπρεπε κατ' ακολουθίαν να απορριφθεί ο περί αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 3200/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει αυτήν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαϊου 2005.
Ο καθορισμός συνολικής ποινής χωρεί ανεξαρτήτως του αμετακλήτου των καταδικαστικών αποφάσεων. Από τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ και 491 εδ. β ΚΠΔ προκύπτει ότι για τον καθορισμό συνολικής ποινής κατ’ άρθρο 551 ΚΠοινΔ, δεν είναι αναγκαίο οι καταδικαστικές αποφάσεις να είναι αμετάκλητες και ότι δεν συνάγεται το αντίθετο από τη διάταξη του άρθρο 551 ΚΠΔ που αναφέρεται στην εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για συρρέοντα εγκλήματα, η οποία, καθώς και στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται, καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής σε εκτέλεση περισσοτέρων αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του αυτού προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα, διότι το άρθρο αυτό σκοπεί να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν έχει καταστεί δυνατός για οποιοδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής, πριν οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες. Αντίθετη η μειοψηφία 15 μελών(Ολομ. ΑΠ 4/2005 ΠοινΔικ.8.660, ΝοΒ 53.1322 και Ποιν. Χρον ΝΕ. 787 ). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ποινή συνολική
Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 2/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Γεώργιο Σαραντινό, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Φώτιο Καϋμενάκη – Εισηγητή, Γεώργιο Καράμπελα και Μιχαήλ Δέτση, Αρεοπαγίτες.Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του καταστήματός του, την 17 Φεβρουαρίου 2005, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος –κατηγορουμένου ……..., κατοίκου …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Χαλιακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθανάσιος Γιαννόπουλος. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Νοεμβρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2195/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2015/2004 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την υπ' αριθμ. 2015/2004 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος, λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μίας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β' του ν. 1756/1988, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προβληθέντος ενώπιον του Εφετείου αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ΚΠΔ, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην παρ. 2 εδάφιο πρώτο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας Κατά τη συζήτηση. Αυτό άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του ΚΠΔ και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της πρώτης από 21-11-2003 αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε, χωρίς αιτιολογία, ο αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και β' ΠΚ. Ο λόγος όμως αυτός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε προβληθεί παραδεκτώς, αφού ναι μεν είχε περιληφθεί σε υπόμνημα του αναιρεσείοντος που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, πλην όμως δεν αναπτύχθηκε και προφορικά ούτε προκύπτει ότι το εν λόγω υπόμνημα αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ή ότι έγινε προφορική αναφορά του αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του στο ουσιώδες περιεχόμενο αυτού. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό. Μετά από αυτά, ενόψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος έχει ήδη απορριφθεί η δεύτερη από 24-11-2003 αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής από 17-9-2004 πρόσθετοι λόγοι, πρέπει να απορριφθεί και η κρινομένη πρώτη από 21-11-2003 αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 24-11-2003 και 21-11-2003 αιτήσεις του ……….. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που ορίζεται σε τετρακόσια σαράντα (440) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2005. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Μαiου 2005.
Αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρίστηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτά, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 331,141 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίω κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του ΚΠΔ και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξή τους(Ολομ. ΑΠ 2/2005 ΠοινΔικ.8.656. ΝοΒ 53.1321 και Ποιν. Χρον. ΝΕ. 783). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προφορική ανάπτυξη
Ισχυρισμός αυτοτελής, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη.
0
Αριθμός 1/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ A’ ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Στυλιανό Μοσχολέα και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Σπυρίδωνα Κολυβά, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Ανδρέα Μαρκάκη – Εισηγητή, Aθανάσιο Μπίλλη και Μιχαήλ Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της Σύνθεσης). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. ΣΥΝΗΛΘΕ σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, για να αποφανθεί για την αίτηση του κατηγορουμένου ... , κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 197/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2002 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2332/2002.Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 252/2004 απόφαση του Στ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την 319/15.6.2004 πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Πέτρου Βέρροιου, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω μετά την υπ’αριθμ. 252/2004 απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) που λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου την από 2.10.2002 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ..., κάτοικου ..., κατά του υπ’αριθ. 197/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα κατωτέρω: Το αναιρεσιβαλλόμενο άνω υπ’αριθ. 197/2002, βούλευμα απέρριψε κατ’ουσία την υπ’αριθμ. 12/2002 έφεση του κατηγορούμενου ... κατά του υπ’αριθ. 26/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, για να δικαστεί για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο νομοτύπως και εμπροθέσμως για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και είναι τυπικά δεκτή (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 εδάφ. α’, 484 παρ. 1 στοιχ α’, β’, δ’ Κ.Π.Δ.). Ο πρώτος λόγος αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας κρίθηκε με την άνω απόφαση αριθμ. 252/2004 (σε Συμβούλιο) παμψηφεί αβάσιμος, οι δε λοιποί δύο λόγοι (της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης) κρίθηκαν με την ίδια απόφαση κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου ως αβάσιμοι. Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή (αριθ. 252-2004-σε Συμβούλιο) λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου (για τους τελευταίους δύο λόγους) παραπέμφθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του ν. 1756/1988 και 3 παρ. 3 του ν.3810/1957, που έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις, ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο), προκειμένου να αποφανθεί γι’αυτή για τους ανωτέρω δύο λόγους αναίρεσης, επί των οποίων λεκτέα τα εξής: Α’. Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 στοιχ. β’ του Π.Κ. υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη και η ανάκριση αξιόποινων πράξεων αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού (της κατάχρησης εξουσίας) υπό την ανωτέρω μορφή του όταν τελείται με την παράλειψη του υπαλλήλου να διώξει τον υπαίτιο απαιτείται αντικειμενικώς μεν ο υπάλληλος να ήταν αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού που συνίσταται στη γνώση ότι εκείνος για τον οποίο παραλείπει τη δίωξη είναι υπαίτιος αξιόποινης πράξης. Υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος είναι και ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών ο οποίος επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων (αλλά και επί πταισμάτων όταν είναι συναφή προς κακουργήματα ή πλημμελήματα) ασκεί κατ’ άρθρα 27 παρ. 1 και 43 Κ.Π.Δ. την ποινική δίωξη στο όνομα της πολιτείας (βλεπ. ΑΠ, σε Συμβούλιο, 273/2000 Ποιν. Χρον. Ν/881). Το έγκλημα αυτό, της κατάχρησης εξουσίας, τελεί ο Εισαγγελέας των Πλημμελειοδικών και με τη θέση της μήνυσης ή της αναφοράς στο αρχείο και τη σύνταξη και την υποβολή της σχετικής αναφοράς του στον Εισαγγελέα Εφετών (κατ’άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ ως νυν ισχύει, ή κατ’άρθρο 43 παρ. 1 εδάφ. β’ Κ.Π.Δ. ως ίσχυε προ τη αντικατάστασής του με το άρθρο 5 ν.3160/30.6.2003) τελώντας εν γνώσει ότι η μήνυση (ή η αναφορά) στηρίζεται στο νόμο και δεν είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ούτε ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, δηλ. ενώ τελεί εν γνώσει ότι υπάρχουν οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση» σελ. 257, 274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ’άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ’ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης. Βέβαια ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών απολαμβάνει της από το Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1,2) και τον Νόμο (άρθρο 177 παρ. 1 Κ.Π.Δ. άρθρο 24 παρ. 1 ν.1756/1988) θεσπιζόμενης προσωπικής και λειτουργικής δικαστικής ανεξαρτησίας και η εσφαλμένη δικαιοδοτική κρίση του (ή η εσφαλμένη έκφραση γνώμης), ακόμη και εάν οφείλεται σε αμέλεια ή ανεπάρκεια ή αδιαφορία, δεν δύναται να οδηγήσει στην καθίδρυση της έννοιας της αξιόποινης «παράλειψης», αλλ’εάν όμως, ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών , με άμεσο δόλο (δεν αρκεί, κατ’άρθρο 27 παρ. 2 Π.Κ., ο ενδεχόμενος) που περιλαμβάνει τη γνώση ότι συντρέχουν οι άνω νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση σε συγκεκριμένη περίπτωση της ποινικής δίωξης, παραλείπει να πράξει τούτο, εφαρμόζοντας τον δικονομικό τύπο της αρχειοθέτησης, τότε διαπράττει τετελεσμένο έγκλημα κατάχρησης εξουσίας (και όχι, σημειωτέο, το έγκλημα αυτό σε απόπειρα, ακόμη και εάν ο εισαγγελέας εφετών, μη συμφωνώντας με την αρχειοθέτηση, παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης, και ούτε βέβαια, πολύ περισσότερο, δύναται να γίνει λόγος εν προκειμένω για μη τιμωρούμενη ποινικά προπαρασκευαστική πράξη εγκλήματος κατάχρησης εξουσίας). Β’. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με δικές του σκέψεις και με μνεία κατ’είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα (συνοπτικά) πραγματικά περιστατικά: «... Την 23-6-1999 περιήλθε εις τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων ανώνυμος επιστολή-καταγγελία, η οποία είχε ως ακολούθως: «Κύριε Τσιαρδάκα έμαθα ότι κάνατε έρευνα για κυκλώματα επίορκων Αστυνομικών. Θέτω υπόψιν σας ένα έγγραφο που καταμαρτυρά πώς προ τετραετίας ο ... πιάσθηκε από το Α.Τ. Καλαμπάκας να μεταφέρει Αλβανούς και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη. Ο ... δεν πήγε κατηγορούμενος, διότι έδωσαν αυτός και ο ..., που ήταν συνοδηγός, ΑΔΡΑ ΑΜΟΙΒΗ στον τότε Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και υπεύθυνο Ασφαλείας ... . Αυτοκίνητο εδόθη στον ... μετά από τρεις ημέρες και το ίδιο βράδυ ο ..., ο ... ΟΙ ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΙ του Α.Τ. ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ μαζί με τον ... έτρωγαν ψητό αρνί στο κέντρο ΒΡΑΧΟΣ απέναντι από το ξενοδοχείο ΑΜΑΛΙΑ». Το «έγγραφο», το οποίο ετίθετο υπ' όψιν του ασχολουμένου με την αναφερομένη εις την επιστολή αυτή έρευνα, Αντεισαγγελέα Τρικάλων, Βασ. Τσιαρδάκα, ήτο μία έκθεση ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, με ημερομηνία 11-4-1995, εις απλή φωτοτυπία, με διαγεγραμμένα τα στοιχεία της ταυτότητας των προανακριτικών υπαλλήλων, που εφέροντο ότι έλαβαν αυτή και του φερομένου ως εξετασθέντος μάρτυρος, με πλήρη όμως την υπογραφή του τελευταίου, ενώ διεκρίνετο ότι όλοι οι ανωτέρω ήσαν αστυνομικοί του Α.Τ. Καλαμπάκας. Συνημμένη δε εις την αυτή ανώνυμον επιστολή ήτο και μία κάρτα ταχογράφου εις φωτοτυπία, με ημερομηνία 10-4-1995 τον αριθμό αυτοκινήτου ... και τα στοιχεία «... Βασίλης». Κατά το περιεχόμενο της, ως άνω, εκθέσεως εξετάσεως μάρτυρος, ο φερόμενος εις αυτή ως εξεταζόμενος μάρτυς, αστυνομικός, καταθέτει, ότι «την 10-4-1995 ήτο υπηρεσία από ώρα 22.00 έως 06.00 της 11-4-1995. Την 00.15' ώρα περίπου της 11-4-1995 πήρε εντολή από τον Αξ/κό υπηρεσίας να μεταβεί μαζί με το συνάδελφό του, οδηγό της υπηρεσίας, στην Ε.Ο. Καλαμπάκας Τρικάλων, για έλεγχο υπόπτων αυτοκινήτων που μεταφέρουν Αλβανούς λαθρομετανάστες. Περί ώρα 01.00 και ενώ ευρίσκοντο στο 1ο χιλιόμετρο της ανωτέρω οδού αντελήφθησαν ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας ..., το οποίο τους φάνηκε ύποπτο και αποφάσισαν να το καταδιώξουν και να το σταματήσουν. Αυτό έγινε και μπόρεσαν να το σταματήσουν στο 5ο χιλ/ρο περίπου της Ε.Ο. Καλαμπάκας Τρικάλων, πλησίον του Ξενοδοχείου «...». Μόλις κατέβηκαν από το περιπολικό, ο οδηγός και συνοδηγός του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου «τράπηκαν σε φυγή» αφού πρώτα ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα της καρότσας με αποτέλεσμα «να το σκάσουν» από εκεί μέσα περίπου 16 άτομα, που αργότερα έμαθαν ότι ήταν Αλβανοί λαθρομετανάστες. Μη μπορώντας να τους συλλάβουν, λόγω του σκότους που επικρατούσε, έτρεξαν και συνέλαβαν τους υπόλοιπους έξι Αλβανούς, που είχαν μείνει στην καρότσα του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου… Στη συνέχεια οδήγησαν το φορτηγό με τους Αλβανούς στο τμήμα και εκεί έμαθε ότι το φορτηγό τους φόρτωσε από το ποτάμι της αγροτικής περιοχής Διάβας Καλαμπάκας, με τελικό προορισμό τα Φάρσαλα, έναντι κομίστρου κατ' άτομο 5.000 δραχμών. Σε έλεγχο που έκανε, μαζί με τον Αξ/κό υπηρεσίας, στο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, δεν βρήκαν τίποτα, εκτός από την κάρτα του ταχογράφου, που ανέγραφε το ονομ/μο του οδηγού, που είναι ... , τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και ημερομηνία 10-4-1995». Επί τη βάσει τούτων, (καταγγελλομένων) ο κατηγορούμενος, ως Εισαγγελέας Πρωτοδικών Τρικάλων, δια της υπ' αριθμ.239/1999 παραγγελίας του, προς τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Βασίλειο Τσιαρδάκα, διέταξε την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προκειμένου να διακριβωθεί αν ετελέσθησαν, εκ μέρους των, εις την ανώνυμον επιστολή αναφερομένων, προσώπων, αξιόποινες πράξεις και ειδικότερον αυτές: α) της υποθάλψεως εγκληματία, της δωροληψίας, υπεξαγωγής εγγράφων και παραβιάσεως κατασχέσεως εκ μέρους του πρώην Δ/ντού του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και του Υ/Α ... του αυτού Α.Τ. και β) της παραβάσεως του άρθρου 33 παρ.1 του Ν. 1975/1991, με σκοπό το παράνομο κέρδος, της δωροδοκίας δια παράνομες πράξεις και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της υποθάλψεως εγκληματία, της υπεξαγωγής εγγράφων και της παραβιάσεως κατασχέσεως, εκ μέρους των ... και ... , καθώς και λοιπές άλλες πράξεις. Ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας, αφού επεραίωσε την διενέργεια της διαταχθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το στάδιο της οποίας προέβη εις την εξέταση μεγάλου αριθμού μαρτύρων (περί των οποίων θα γίνει λόγος κατωτέρω) και εις την συλλογή των αναγκαίων εγγράφων, υπέβαλε την σχηματισθείσα δικογραφία εις τον κατηγορούμενο, δια της υπ' αριθμ. 3396/15-12-1999 αναφοράς του, δια τις περαιτέρω ενέργειες τούτου, αναφέροντας συνάμα εις αυτόν «… όπως και σεις θα διαπιστώσετε, από τις διάφορες καταθέσεις προκύπτουν νέες αξιόποινες πράξεις από διαφόρους τρίτους (αστυνομικούς υπαλλήλους και ιδιώτες), με την περαιτέρω έρευνα των οποίων δεν ασχολήθηκα, ως εκ του κατεπείγοντος χαρακτήρος της παρούσης, λόγω επικειμένης παραγραφής των σ' αυτή εγκλημάτων (τα οποία οπωσδήποτε αυτός εθεώρει ότι έχουν τελεσθεί) και είμαι πρόθυμος να συνεχίσω κατόπιν νέας εντολής σας …». Ο κατηγορούμενος … κατέληξε εις την μη άσκηση ποινικής διώξεως κατά οποιουδήποτε προσώπου, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, και δια της από 1-2-2000 αναφοράς του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης (κατ' άρθρ. 43 παρ.1 Κ.Π.Δ.), αποτελουμένης από είκοσι πέντε σελίδες, ανέφερε τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του. Όμως, από το πραγματικό υλικό το οποίο προέκυψε από την διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ετέθη υπ' όψιν τούτου, προέκυπτε όχι μόνο απλή πιθανότητα τελέσεως αξιοποίνων πράξεων, που επέβαλε υποχρεωτικώς την άσκηση ποινικής διώξεως, κατά τα ανωτέρω εις την μείζονα σκέψη εκτεθέντα, αλλά σοβαρές ενδείξεις τελέσεως αυτών, έτσι ώστε η παράλειψη διώξεως των υπαιτίων, από τον κατηγορούμενο, να μη ανταποκρίνεται προς την αντικειμενικώς ορθή αξιολόγηση του αυτού πραγματικού υλικού, αλλά αντιθέτως να έρχεται εις οξεία αντίθεση προς τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτό. Ειδικότερον, εν σχέσει προς τα, ως άνω, καταγγελλόμενα , αφού διεπιστώθη ότι, κατά τη νύκτα της 10ης προς 11-4-1995, που τοποθετείται το γεγονός της παρανόμου μεταφοράς Αλβανών λαθρομεταναστών, από τους ... και ..., εξετέλουν υπηρεσία εις το Α.Τ. Καλαμπάκας οι αστυνομικοί ..., ως Αξ/κός υπηρεσίας, και οι ... ... και ..., εκλήθησαν αυτοί και εξητάσθησαν, ως μάρτυρες, από τον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση, ως άνω, Αντεισαγγελέα, από τις καταθέσεις δε τούτων επιβεβαιώνονται τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται εις την προαναφερομένη ένορκον εξέταση μάρτυρος, που ήτο συνημμένη εις την ανώνυμον επιστολή-καταγγελία και των οποίων αυτοί είχαν ιδίαν αντίληψη, εφ' όσον ο φερόμενος ως καταθέτων μάρτυς, εις αυτήν την έκθεση ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, είναι ο ανωτέρω ..., προανακριτικός υπάλληλος, ο τότε Αξ/κός υπηρεσίας ... και β' προανακριτικός υπάλληλος ο Ασ/κας ... Ο ανωτέρω μάρτυς και νυν μηνυτής, ..., δια της από 9-7-1999 καταθέσεώς του, αφού βεβαιώνει ότι οι συλληφθέντες αλλοδαποί λαθρομετανάστες και το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο κατέληξαν εις το Α.Τ. Καλαμπάκας, έγινε σωματική έρευνα των συλληφθέντων λαθρομεταναστών και αυτοί ωδηγήθησαν εις το κρατητήριο, ερευνήθη το αυτοκίνητο, εις το οποίο ανευρέθη η κάρτα ταχογράφου με τα στοιχεία του αριθμού κυκλοφορίας (...) και το ονοματεπώνυμο του οδηγού, ..., με ημερομηνία 10-4-1995, εξιστορεί ότι, προ της περατώσεως του ελέγχου του ρηθέντος αυτοκινήτου, έλαβε τηλεφώνημα από τον Διοικητή του Α.Τ. ..., ο οποίος εζήτησε επιβεβαίωση «αν έπιασαν ένα φορτηγό στο ξενοδοχείο «...» με κατεύθυνση προς Τρίκαλα, και αν είναι του ...». Αφού δε έλαβε την επιβεβαίωση αυτή, του έδωσε κατά λέξη την εξής εντολή «Μην κάνεις καμία ενέργεια, μην συντάξεις δικογραφία και να μην ενημερώσεις σημαντικά τις προϊστάμενες υπηρεσίες, αλλά επικοινώνησε με τον ..., γνωρίζει αυτός, έχουμε συζητήσει μαζί, το αυτοκίνητο θα δοθεί». Ο ίδιος, όμως, δεν υπήκουσε εις την προφορική από τηλεφώνου εντολή αυτή και αφού δεν ηδυνήθη να επικοινωνήσει με τον Υ/τη ..., παρά τις προσπάθειές του, αφήρεσε, παρουσία των προαναφερομένων συναδέλφων του, τις βαλβίδες των εμπροσθίων ελαστικών του αυτοκινήτου, ώστε να φύγη ο αέρας από αυτά και να μη είναι δυνατή η απομάκρυνσή του και άρχισε τον σχηματισμό της σχετικής δικογραφίας, λαμβάνοντας την ανωτέρω κατάθεση του μάρτυρος ... (με το περιεχόμενο που προανεφέρθη) και συντάσσοντας έκθεση κατασχέσεως του ρηθέντος αυτοκινήτου που εχρησιμοποιήθη προς τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της μεταφοράς λαθρομεταναστών, ενώ «αν θυμάται καλά» προέβη και εις σχετική εγγραφή του συμβάντος εις το βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων του Α.Τ. Την σχηματισθείσα αυτή ημιτελή δικογραφία, κατά την λήξη της υπηρεσίας του, παρέδωσε, με τα κλειδιά του αυτοκινήτου (που είχαν αφεθή εις αυτό από τον οδηγό του, όταν ακινητοποιήθηκε, συνεπεία του ελέγχου και ο ίδιος εξηφανίσθη) εις τον αντικαταστάτη του, ..., προκειμένου αυτός να μεριμνήσει δια την συμπλήρωσή της και την παράδοσή της εις τον Δ/τή ... ή τον Υ/τή ..., οι οποίοι θα μεριμνούσαν δια την ανακάλυψη του οδηγού και συνοδηγού του αυτοκινήτου, ενώ ο πρώτος ήτο και αποκλειστικός αρμόδιος δια την διαβίβαση αυτής εις τον Εισαγγελέα «και να υπογράψει το σχετικό διαβιβαστικό». Ωσαύτως, ότι ο ίδιος επανήλθε εις την υπηρεσία του μετά τετραήμερο, εφ’ όσον παραδόξως του εδόθησαν δύο συνεχόμενα «ρεπό» και όταν ρώτησε τον υπαστυνόμο ... για το αυτοκίνητο, «επειδή είχαν συμβεί τα προαναφερθέντα» αυτός του είπε «μην ασχολείσαι εσύ ασχολείται ο Διοικητής». Εξάλλου, ο ίδιος μάρτυς, δια της από 2-12-1999 καταθέσεώς του, συμπληρώνοντας την προηγουμένη κατάθεσή του, εξιστόρησε ότι, κατά τον μήνα Αύγουστο 1999, συνήντησε τυχαίως εις τον χώρο των Δικαστηρίων τον ... και εις συζήτηση που εγένετο σχετικώς με το φορτηγό αυτοκίνητό του «που είχαν πιάσει τις νυκτερινές ώρες της 10 προς 11-4-1995, αυτός του είπε ότι «το φορτηγό το οδηγούσε ο ίδιος (...), με συνοδηγό τον ...» και ότι «το ίδιο βράδυ και αμέσως μετά την κατάληψη του φορτηγού, επικοινώνησε, με το κινητό του, με τον τότε Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και του ανέφερε το περιστατικό, αυτός δε τον καθησύχασε ότι όλα θα πάνε καλά». Ωσαύτως (του είπε) ότι «μετά από 1-2 ημέρες από το περιστατικό, μετά από αλλεπάλληλα τηλέφωνα που δέχθηκε από τον ..., πήγε ο ίδιος μαζί με τον ... στο Α.Τ. Καλαμπάκας…ο ... ανέβηκε στο γραφείο του Δ/τή ..., ο οποίος έδωσε τα κλειδιά του προαναφερθέντος αυτοκινήτου και στη συνέχεια ο ... και ... έφυγαν μαζί με αυτό». Τα αυτά δε περιστατικά περιλαμβάνονται και στις από 8-10-1999 και 22-11-1999 αναφορές του. Ωσαύτως, τα ανωτέρω αναφερόμενα από τον ρηθέντα μάρτυρα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν εις τον έλεγχο των συλληφθέντων λαθρομεταναστών και του φορτηγού αυτοκινήτου, την δέσμευση τούτου και της κάρτας ταχογράφου που ανευρέθη εις αυτό, την αφαίρεση του αέρα από τα εμπρόσθια ελαστικά του αυτοκινήτου, ώστε να μη είναι δυνατή η μετακίνηση αυτού, από τον προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο, επιβεβαίωσαν και οι μάρτυρες ... και ..., δια των από 8-7-1999 ενόρκων καταθέσεών των, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Βασ. Τσιαρδάκα. Ωσαύτως, αμφότεροι εβεβαίωσαν ότι, αμέσως μετά τον έλεγχο του αυτοκινήτου, εδόθη ένορκος κατάθεση από τον πρώτο (...) εις τον Αξ/κό Υπηρεσίας, την οποία και το περιεχόμενό της ανεγνώρισαν εις το φωτοτυπικό αντίγραφο της προαναφερομένης από 11-4-1995 εκθέσεως ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, το οποίο τους επεδείχθη (εφόσον ο δεύτερος τούτων είχε παραστεί κατά την σύνταξη αυτής ως β' προανακριτικός υπάλληλος). Πλέον τούτων, ο εξ αυτών ..., δια της από 13-10-1999 ομοίας καταθέσεώς του, εβεβαίωσε ότι ενθυμείται ότι «το πρωϊ, κατά την αλλαγή της βάρδιας (06.00’), ο ..., ό,τι έγγραφα είχε συντάξει για την υπόθεση, μαζί και τα κλειδιά του φορτηγού αυτοκινήτου, τα παρέδωσε στον πρωϊνό αξ/κό υπηρεσίας, ..., ενημερώνοντάς τον σχετικά». Περαιτέρω την ύπαρξη του, ως άνω Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, εις τον χώρο του Α.Τ. Καλαμπάκας, εβεβαίωσε και ο μάρτυς αστυνομικός, ..., δια της από 21-7-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, εκθέτοντας δι' αυτής, ότι «ενώ ήταν υπηρεσία από ώρα 22.00 της 11-4-1995 έως 06.00' της επομένης, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του κάποια στιγμή ο ... και τον πληροφόρησε ότι την προηγούμενη νύχτα κατέλαβαν το φορτηγό του ... (δια τον οποίον ο ίδιος γνώριζε ότι ησχολείτο με μεταφορές λαθρομεταναστών) και ότι αυτό ευρίσκετο ακριβώς έξω από το τμήμα. Πράγματι διεπίστωσε ότι το αυτοκίνητο ήταν εκεί με ξεφουσκωμένα τα εμπρόσθια ελαστικά και αυτό το παρετήρησε γιατί ο συνάδελφός του είχε επιστήσει την προσοχή να μην το πάρει κανείς. Τα αυτά γεγονότα του εβεβαίωσε ακολούθως και ο συνάδελφός του ..., που είχε υπηρεσία το βράδυ εκείνο μαζί με τον ..., ενώ του ιδίου του έμεινε η εντύπωση ότι η υπόθεση πήρε το νόμιμο δρόμο και το αυτοκίνητο παραδόθηκε στο Τελωνείο προς φύλαξη, ενώ αυτό δεν συνέβη, όπως επληροφορήθη προ δεκαημέρου (από της καταθέσεώς του) και το αυτοκίνητο το παρέλαβε ο ... ή κάποιος συνεργάτης του». Παραλλήλως, ο μάρτυς αυτός, δια της αυτής καταθέσεώς του, εξέθεσε την εκτίμησή του ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μη πληροφορήθηκε το περιστατικό αυτό ο Δ/της του τμήματος, καθ' όσον ήταν κοινό μυστικό σε όλο το τμήμα ότι πιάστηκε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, ενώ, δια της από 13-12-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του Πταισ/κου Καλαμπάκας (εξ αφορμής άλλης υποθέσεως), διευκρίνισε ότι «το επόμενο βράδυ (της 11ης προς 12-4-1995), που ανέλαβε αυτός υπηρεσία ήταν καταχωρημένη η σχετική εγγραφή στο βιβλίο συμβάντων» του οποίου, όμως, αφηρέθη (σχίστηκε) το σχετικό φύλλο, όπου είχε καταχωρηθεί. Την παράνομον, εξάλλου, αφαίρεση και εξαφάνιση του σχετικού φύλλου από το Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Α.Τ. Καλαμπάκας, όπου είχε καταχωρηθεί το γεγονός της δεσμεύσεως του αυτοκινήτου του ..., λόγω της παρανόμου μεταφοράς δι' αυτού λαθρομεταναστών, καθώς και της συλλήψεως ωρισμένων από αυτούς, διεπίστωσε και ο κατά το έτος 1999 Διοικητής του Α.Τ. Καλαμπάκας ..., κατόπιν προσωπικής του ερεύνης…Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση και του συνεργάτη του ..., εις την μεταφορά δια του προαναφερομένου αυτοκινήτου, λαθρομεταναστών, συνοδηγού του αυτού αυτοκινήτου, ..., ο οποίος, δια της από 24-9-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω Αντεισαγγελέως, βεβαιώνει το γεγονός της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών, κατά τον, ως άνω, χρόνο, της ακινητοποιήσεως του αυτοκινήτου του ... εις το οποίο επέβαινε, εις το ύψος του ξενοδοχείου «...», από τους αστυνομικούς και της διαφυγής του ... και του ιδίου καθώς και ομάδος λαθρομεταναστών, μέσα στα χωράφια όπου κρύφθηκαν σ' ένα χαντάκι, και επί πλέον καταθέτει ότι «από εκεί (όπου είχαν κρυφθεί) ο ... επικοινώνησε, με το κινητό του, με τον Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας και του είπε «Κύριε διοικητά είμαι ο ... μόλις πιάσανε το φορτηγό μου» και εκείνος απάντησε» «θα το κανονίσω εγώ ή κάτι τέτοιο». Ότι την επομένη ημέρα επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του ο ... και του είπε «αν εύρη το ... να του ειπή ή να του τηλεφωνήσει ή να πάει να πάρει το φορτηγό», ο ίδιος δε μετέφερε τα ανωτέρω εις το ... Ο μάρτυρας ..., δια της από 22-11-1999 ενόρκου καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, εβεβαίωσε «… Μετά από λίγες ημέρες με πληροφόρησε ο ..., όταν επισκέφθηκα το κατάστημά του επί της Ε.Ο., ότι το αυτοκίνητο, που πιάσθηκε ήταν του Βολιώτη (...), ο οποίος το οδηγούσε μαζί με το ..., μεταφέροντας Αλβανούς και ότι το αυτοκίνητο το πήραν πίσω, από το Α.Τ. Καλαμπάκας, μετά από πρόσκληση του Δ/του του Α.Τ., ο οποίος τους παρέδωσε και τα κλειδιά. Αυτό έγινε γιατί, όπως μου είπε ο ..., ο ... ήταν πληροφοριοδότης της Αστυνομίας…». Επί τη βάσει τούτων, προέκυπταν επαρκή στοιχεία, δια την άσκηση ποινικής διώξεως, δια τις αξιόποινες πράξεις : 1) της καταχρήσεως εξουσίας εις βάρος των ... και ..., Διοικητού και Υποδιοικητού του Α.Τ. Καλαμπάκας (άρθρ. 239 εδ. β' Π.Κ.) , εφόσον αυτοί, ως αρμόδιοι υπάλληλοι, ενεργούντες από κοινού, καίτοι έλαβαν γνώση, την 11-4-1995, της τελέσεως , από τους ... και ..., της αξιοποίνου πράξεως της παρανόμου προωθήσεως εις την χώρα- μεταφοράς 22-25 αλλοδαπών (Αλβανών), που εστερούντο των αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων, αντί αμοιβής 5.000 δραχμών κατά μεταφερόμενο πρόσωπο, δια του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου του πρώτου, το οποίο είχε μεταφερθεί και ακινητοποιηθεί εις τον προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο, καθώς και της ενεργείας από τον τότε Αξ/κό Υπηρεσίας, ..., των πρώτων αναγκαίων προανακριτικών πράξεων, ήτοι της λήψεως ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος Αστ/κος ... και της συντάξεως εκθέσεως κατασχέσεως του ανωτέρω αυτοκινήτου και της κάρτας ταχογράφου αυτού, δεν μερίμνησαν δια την βεβαίωση της ταυτότητος και την σύλληψη των ανωτέρω, που είχαν διαφύγει αυτή, εν όψει του ότι το αδίκημα ήτο αυτόφωρο και παρέλειψαν την συμπλήρωση της σχηματισθείσης ατελούς δικογραφίας ή την διαβίβαση αυτής, έστω και ημιτελούς, εις τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων, προς άσκηση ποινικής διώξεως, αλλά αντιθέτως απέκρυψαν και εξαφάνισαν τα ανωτέρω έγγραφα, ενώ απέδωσαν το αυτοκίνητο παρανόμως εις τους προαναφερόμενους, με σκοπό αλλά και με αποτέλεσμα να αποτρέψουν την ποινική των δίωξη και να προκαλέσουν την απαλλαγή των από την νόμιμον τιμωρία. 2) της υπεξαγωγής εγγράφων, εις βάρος των αυτών, ως άνω, αναφερομένων (άρθρ. 242 παρ.2, 45 Π.Κ.), εφόσον αυτοί, από κοινού ως υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρ. 13 παρ. α' Π.Κ., εκ προθέσεως υπεξήγαγαν έγγραφα, που τους εμπιστεύθηκαν και ήσαν προσιτά , ως εκ της υπηρεσίας των, ήτοι, ενώ έλαβαν εις την κατοχή των την, ως άνω, σχηματισθείσα από τον Αξ/κό υπηρεσίας, ..., ατελή δικογραφία, κατά των ... και ..., η οποία απετελείτο από την, από 11-4-1995, έκθεση εξετάσεως του μάρτυρος ..., την κάρτα ταχογράφου του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και έκθεση κατασχέσεως τούτου, δεν υπέβαλαν αυτή εις τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων, ώστε να κινηθεί κατά των ανωτέρω η ποινική διαδικασία, αλλά αντιθέτως απέκρυψαν τα, ως άνω, έγγραφα αυτής και τελικώς κατέστρεψαν αυτά, ώστε να είναι αδύνατος η χρήση των, 3) της παραβάσεως καθήκοντος κατά συναυτουργία, εις βάρος των αυτών, ως άνω, αναφερομένων (άρθρ. 259, 45 Π.Κ.), εφόσον αυτοί, την 13-4-1995, υπό την ανωτέρω ιδιότητά των, παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας των, με σκοπό να προσπορίσουν εις άλλους παράνομο όφελος, ήτοι, ενώ ήσαν αρμόδιοι δια την φύλαξη του προαναφερομένου αυτοκινήτου, το οποίο είχε κατασχεθεί, ως χρησιμοποιηθέν δια την παράνομον μεταφορά λαθρομεταναστών, μέχρι της εκδικάσεως της υποθέσεως εις βάρος των υπαιτίων, απέδωσαν αυτό παρανόμως εις τον, ως άνω, ..., με σκοπό να ωφελήσουν παρανόμως αυτόν. 4) Της ηθικής αυτουργίας εις την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της καταχρήσεως εξουσίας και της παραβάσεως καθήκοντος, από τους ... και ..., εις βάρος του ..., ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει ο ίδιος και ο ... την τιμωρία, δια την αξιόποινον πράξη της παρανόμου προωθήσεως λαθρομεταναστών εις το εσωτερικό της χώρας, που έλαβε χώρα την 10 προς 11-4-1995 και ανωτέρω αναφέρεται, προσέτι δε να λάβει παρανόμως εις την κατοχή του το υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εκ προθέσεως, με παροτρύνσεις και προτροπές, προκάλεσε εις τους ... και ... την απόφαση δια την τέλεση των, ως άνω, αξιοποίνων πράξεων (άρθρ. 46, 239 εδ. β', 259 Π.Κ.). 5) της παραπλανήσεως εις ψευδορκία (άρθρ. 224 παρ.2 εν συνδ. προς 1 Π.Κ.), κατ' εξακολούθηση, εις βάρος των ... και ..., εφόσον αυτοί, κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-1999 έως 16-11-1999, και εις μη ειδικότερον διακριβωθείσες ημερομηνίες πλην της 19-10-1999 δια τον πρώτο και της 24-9-1999 δια τον δεύτερο, εις Καλαμπάκα και Τρίκαλα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, προσεπάθησαν να πείσουν τον ..., ο οποίος την 24-9-1999 και την 1-10-1999 είχε καταθέσει ενόρκως, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Τρικάλων, Βασιλείου Τσιαρδάκα, που διενήργει προκαταρκτική εξέταση, κατά τα ανωτέρω, δια την διακρίβωση της τελέσεως προηγουμένων πράξεων, εις βάρος των και τυχόν τρίτων (και ειδικότερον δια το όπως εξελίχθησαν τα γεγονότα της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών, της συγκαλύψεως της υποθέσεως, της αποδόσεως του καταληφθέντος μεταφορικού μέσου κ.λ.π.), τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, να μεταβάλει την κατάθεσή του και να βεβαιώσει τα αντίθετα των όσων είχε καταθέσει, ήτοι ότι δεν οδήγει το προαναφερόμενο αυτοκίνητο ο ..., με συνοδηγό τον ίδιο, αλλά κάποιος Αλβανός, που ειργάζετο δια λογαριασμό του πρώτου και εν αγνοία αυτού, ότι δεν υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες δια το περιστατικό αυτό μεταξύ του ..., του ... και του ίδιου, ότι ο ... δεν τους απέδωσε το ρηθέν αυτοκίνητο, ο μεν ... με την απειλή ότι θα τιμωρηθεί και ο ίδιος, ο δε ... με την υπόσχεση μελλοντικών εξυπηρετήσεων. Τούτο δε επεχείρησαν τόσον ευθέως οι ίδιοι όσον και δια παρενθέτων προσώπων (του ...) και γ) της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών (άρθρ. 33 και 1 του Ν. 1975/1991) εις βάρος των ... και ..., που ετελέσθη από αυτούς την νύκτα της 10 προς 11-4-1995, δια του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, κατά τα ανωτέρω. Όμως, ο κατηγορούμενος, ως αρμόδιος δια την ποινική δίωξη Εισαγγελέας, παρέλειψε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των, ως άνω, υπαιτίων, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, και δια της από 1-2-2000 αναφοράς του, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, ανέφερε τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του, που αφορούν εις το κατ' ουσίαν προφανώς αβάσιμο της κατηγορίας. Ο τελευταίος, διαπιστώσας την αντίθεση μεταξύ της μη ασκήσεως ποινικής διώξεως και των συμπερασμάτων που συνήγοντο από το πραγματικό υλικό, που είχε τεθεί υπόψιν τούτου, δεν ενέκρινε την θέση της υποθέσεως εις το αρχείο και δια της υπ' αριθμ. Επ. 2/8-2-2000 παραγγελίας του, αφού υπέμνησε ότι «η μήνυση ή αναφορά τίθεται στο αρχείο, εάν είναι προφανώς νόμω ή ουσία αβάσιμη, κατά δε τα παγίως γενόμενα αποδεκτά, ασκείται δίωξη, ακόμη και όταν υπάρχουν πιθανότητες και μόνον ευδοκιμήσεώς της, κατά μείζονα δε λόγον ασκείται δίωξη, όταν τα αποδεικτικά στοιχεία «είναι τοιαύτα και τοσαύτα» ώστε να δύνανται να οδηγήσουν σε παραπομπή σε δίκη, διέταξε την άσκηση ποινικής διώξεως, τον χωρισμό της υποθέσεως, ως προς τις αξιόποινες πράξεις, δια τις οποίες διέταξε την άσκηση ποινικής διώξεως, προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής τούτων, την συνέχιση της διενεργείας προκαταρκτικής εξετάσεως, δια την διερεύνηση των νέων αξιοποίνων πράξεων, που δεν είχαν διερευνηθεί επαρκώς και τον περαιτέρω χειρισμόν της υποθέσεως από τον Αντεισαγγελέα, Βασίλειο Τσαρδάκα, που εχειρίσθη και κατείχε αυτή…..Εξάλλου, ο κατηγορούμενος παρέλειψε την, κατά τα ανωτέρω, ποινική δίωξη τελών εν γνώσει ότι υφίστανται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, δια την άσκηση αυτής, εφόσον, ως ικανός και έμπειρος Εισαγγελικός Λειτουργός , ο οποίος έφερε τον βαθμό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών από 24-7-1992 (βλ. πίνακες αρχαιότητος Δικ. Λειτουργών έτους 2001) και επομένως είχε χειρισθεί μεγάλο αριθμό υποθέσεων, εγνώριζε ασφαλώς ότι, δια την άσκηση ποινικής διώξεως, είναι αρκετή και απλή πιθανότητα τελέσεως αξιοποίνων πράξεων και ότι εις την παρούσα περίπτωση υπήρχε πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρούμενο, το οποίο επέβαλε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των υπαιτίων. Όμως, το αποδεικτικό αυτό υλικό το παρέκαμψε, εν γνώσει του, και κατέληξε εις την κρίση περί μη ασκήσεως ποινικής διώξεως, η οποία έρχεται εις οξεία αντίθεση προς αυτό. Τούτο συνάγεται και από το περιεχόμενο της από 1-2-2002 αναφοράς του, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, δια της οποίας αιτείται την έγκριση από αυτόν της ενεργείας του, περί θέσεως της υποθέσεως εις το αρχείο, χωρίς, όμως, να παραθέτει εις αυτή πραγματικά περιστατικά, δια των οποίων να ανατρέπεται ή να τίθεται υπό αμφισβήτηση το, ως άνω , αποδεικτικό υλικό, εις βαθμό τέτοιο, ώστε να εξάγεται ανενδοιάστως κρίση ότι δεν ετελέσθησαν παντάπασιν αδικήματα ή ότι οι κατηγορίες είναι προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμες. Αντιθέτως, αυτός, παραθέτοντας αποσπάσματα των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, επισημαίνει ασήμαντες διαφορές μεταξύ τούτων, που δεν θίγουν την ουσία των γεγονότων και προσπαθεί καταφανώς να μειώσει την αξιοπιστία των μαρτύρων, αστυνομικών, ... και ... και να εξάρη την εντιμότητα και την προσωπικότητα του Διοικητού και Υποδιοικητού τότε του Α.Τ. Καλαμπάκας, ... και ...Χαρακτηριστικό, εξ' άλλου, της προσπαθείας του κατηγορουμένου, όπως αιτιολογήσει την μη άσκηση ποινικής διώξεως, καίτοι το αποδεικτικό υλικό επέβαλε το αντίθετο, είναι και το, εις την ανωτέρω αναφορά αυτού, συμπέρασμα, που έχει ως εξής : «…Κατόπιν αυτών, δήλον καθίσταται ότι οιαδήποτε αξιόποινη πράξη ήθελε θεωρηθεί ότι έχει διαπραχθεί εκ πράξεως ή παραλείψεως αστυνομικού τινός ή και περισσοτέρων οφείλεται στο πολυπρόσωπο της συγκροτήσεως του Αστυνομικού Τμήματος στην διαδοχική μεταξύ των αντικατάσταση μετά το πέρας της ημερήσιας βάρδιας και στην δυσκολία της παραδόσεως και παραλαβής των διαφόρων εγγράφων μεταξύ των, γεγονός το οποίο δημιούργησε σύγχυση στους κόλπους της υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Καλαμπάκας, σε βαθμό που να αίρει το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου και να καθίσταται η ικανοποίηση της ποινικής αξίωσης του κράτους ανενεργός». Κατά την εξαγωγή, όμως, του συμπεράσματος αυτού, δεν διευκρινίζεται από τον ίδιον πως «το πολυπρόσωπο» της συγκροτήσεως του Α.Τ και η δημιουργηθείσα «σύγχυση» στους κόλπους της υπηρεσίας, επηρεάζει και την αφαίρεση του σχετικού φύλλου του Βιβλίου Αδικημάτων και Συμβάντων του Α.Τ., όπου είχε καταχωρηθεί το γεγονός της καταλήψεως του, ως άνω, αυτοκινήτου του ... να μεταφέρει, την νύκτα της 10 προς 11-4-1995, παρανόμως Αλβανούς λαθρομετανάστες, καθώς και την παραλαβή του αυτοκινήτου αυτού από τον ..., από τον προ του Α.Τ. χώρο (ως περιλαμβανομένων και των πράξεων αυτών εις την έννοια της «οιασδήποτε αξιοποίνου πράξεως» ήθελε θεωρηθεί ότι είχε τελεσθεί). Ωσαύτως, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η επιφύλαξη του κατηγορουμένου, εις την αυτή αναφορά του, προς άσκηση ποινικής διώξεως κατά των ... και ..., δια την αξιόποινον πράξη της προωθήσεως λαθρομεταναστών εις το εσωτερικό της χώρας- η οποία ας σημειωθεί παρεγράφετο μετά δύο μήνες και δέκα ημέρες από της υποβολής της ανωτέρω αναφοράς του- (άρθρ. 33 παρ. 1β' του Ν. 1975/1991), εφόσον, δια της επιφυλάξεως αυτής, παραβλέπεται από τον ίδιον, ότι, από το αυτό αποδεικτικό υλικό, που αποδέχεται δια την άσκηση ποινικής διώξεως, δια την ανωτέρω αξιόποινον πράξη, προέκυπτε και ότι το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο του ..., δια του οποίου εγένετο η παράνομος μεταφορά των λαθρομεταναστών, μετεφέρθη και ακινητοποιήθηκε εις το προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο και ότι κατεσχέθη αυτό και η κάρτα ταχογράφου του, οπότε το εύλογο ερώτημα τι απέγινε το αυτοκίνητο αυτό και πώς απεδόθη, οδηγεί εις την πιθανότητα τελέσεως και των λοιπών, ως άνω, αξιοποίνων πράξεων, από τα πρόσωπα, τα οποία ενδιαφέροντο δια την απόδοση τούτου και την μη άσκηση ποινικής διώξεως κατά του οδηγού αυτού και του συνοδηγού του. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, δια της ενδίκου εφέσεώς του, (και των πολυσέλιδων υπομνημάτων του), ενώπιον του Ανακριτού Α. Τμήματος Βόλου, του Συμβουλίου Πλημ/δικών Βόλου και του Συμβουλίου τούτου) ισχυρίζεται, ότι «δεν στοιχειοθετείται εις βάρος του η αποδιδόμενη εις αυτόν αξιόποινος πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, εφόσον αυτός, αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό, έκρινε, κατά την ανέλεγκτο κρίση του», ότι έπρεπε να θέσει τη σχετική δικογραφία εις το αρχείο, κατ' άρθρο 43 Κ.Π.Δ., δι' ένα σκέλος της καταγγελίας, επιφυλασσόμενος να αποφανθεί δια το υπόλοιπο, εν συνεχεία δε υπέβαλε την πράξη του αυτή, προς έγκριση, εις τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες δικονομικές πράξεις και διαδικασίες». Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου κρίνεται απορριπτέος. Και τούτο διότι, επί τη βάσει όσων ανωτέρω εξετέθησαν, εις την συγκεκριμένη περίπτωση, η μη άσκηση ποινικής διώξεως, κατά των υπαιτίων, από τον ίδιον, δεν είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτιμήσεως από αυτόν του αποδεικτικού υλικού, που ετέθη υπό την κρίση του. Αντιθέτως, από το αποδεικτικό υλικό που ετέθη υπό την κρίση του, αυτός ετέλει εν γνώσει της υπάρξεως των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων δια την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των υπαιτίων, ο ίδιος, όμως, παρέλειψε την άσκηση αυτής, ενεργώντας αντιθέτως από όσα διεπίστωσε, κατά την απροσωπόληπτον κρίση του, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, κατά παράβαση της, εκ του άρθρου 43 Κ.Π.Δ. υποχρεώσεώς του. Υπό τα περιστατικά δε αυτά, αποδοχή του τοιούτου ισχυρισμού αυτού, θα είχε την έννοια ότι ο αρμόδιος δια την άσκηση της ποινικής διώξεως και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας Εισαγγελέας, καλυπτόμενος όπισθεν της κατά τον προσήκοντα δικονομικό τρόπο εκφραζομένης και υποβαλλομένης προς έγκριση οιονεί δικαιοδοτικής κρίσεώς του, δύναται να αυθαιρετεί, ασκώντας ποινική δίωξη επιλεκτικώς. Ωσαύτως, αυτός αμφισβητεί τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και παραθέτοντας περικοπές των καταθέσεων των, ως άνω, μαρτύρων, που εδόθησαν ενώπιον του διενεργήσαντος την προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελέως καθώς και αυτών που εδόθησαν από αυτούς ενώπιον άλλων αρχών και συγκρίνοντας αυτές μεταξύ των και μεταξύ των καταθέσεων των μαρτύρων- υπαιτίων, επισημαίνει αναντιστοιχίες εις αυτές και διαφορές μεταξύ των, καταλήγοντας, επί τη βάσει των επί μέρους ισχυρισμών του, ότι οι καταθέσεις των, ως άνω, μαρτύρων, ..., ... και ... ήσαν ψευδείς και αντιφατικές, ότι οι κατηγορίες ήσαν προφανώς ουσιαστικώς αβάσιμες και ο ίδιος ενήργησε ορθώς, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο. Περί αυτών, που συνιστούν λόγους εσφαλμένης εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού, από το Συμβούλιο πλημμελειοδικών Βόλου, εγένετο λόγος ανωτέρω, ενώ οι αναντιστοιχίες και διαφορές που ο κατηγορούμενος επισημαίνει και τα συμπεράσματά του, δεν ανατρέπουν εις το ελάχιστο τα βασικά γεγονότα, όπως αυτά προεξετέθησαν, ως πιθανότητα τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων και δεν οδηγούν ανενδοιάστως και κατά τρόπον έκδηλον εις κρίση ότι δεν ετελέσθησαν παντάπασι αδικήματα. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα αυτά έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο της περαιτέρω ανακρίσεως, δια της ασκήσεως ποινικής διώξεως, ώστε να κριθούν εις τα πλαίσια των αποχρωσών ενδείξεων ή και των αποδείξεων εις το ακροατήριο. Άλλωστε, όπως προελέχθη, δια τις αξιόποινες πράξεις, των οποίων ο ίδιος παρέλειψε την ποινική δίωξη, οι υπαίτιοι παρεπέμφθησαν αμετακλήτως εις δίκη και οι κατ' αυτών κατηγορίες εκκρεμούν ήδη ενώπιον του Μ.Ο.Δ. της Δικαστικής Περιφερείας του Εφετείου Λαρίσης που θα ορισθεί αρμοδίως από τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης. Ο ανωτέρω δε μάρτυς και ήδη μηνυτής, ..., δια της από 20-3-2000 μηνύσεώς του, το περιεχόμενο της οποίας εβεβαίωσε ενόρκως, εμμένει εις τα προαναφερόμενα γεγονότα, όπως και ο μάρτυς ..., αναφερόμενος εις την κατάθεσή του, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Βασιλ. Τσιαρδάκα, κατά την από 11-6-2001 κατ' αντιπαράσταση, μετά του κατηγορουμένου, εξέτασή του, ενώπιον του Ανακριτού Α' Τμήματος Βόλου. Πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί, ότι «τα κίνητρα» που ώθησαν τον κατηγορούμενο εις την παράλειψη της διώξεως, κατά τα ανωτέρω, τα οποία αποδέχεται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, δια της αναφοράς του εις την πρόταση του Εισαγγελέως, δεν ασκούν επιρροή εις την στοιχειοθέτηση της αποδιδόμενης εις τούτον αξιοποίνου πράξεως της καταχρήσεως εξουσίας, εφ' όσον καθοριστικό στοιχείο της πράξεως αυτής είναι η από αυτόν γνώση της υπάρξεως των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, δια την άσκηση ποινικής διώξεως και όχι τα κίνητρα τα οποία τον ώθησαν εις την παράλειψή της. Επομένως, η τυχόν ανυπαρξία τούτων, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, δεν επάγεται διάφορον αποτέλεσμα και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της εφέσεώς του παρίσταται ως αλυστιτελής. Κατ' ακολουθίαν πάντων όσων ανωτέρω εξετέθησαν, στοιχειοθετείται εις βάρος του κατηγορουμένου η αποδιδόμενη εις αυτόν αξιόποινος πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 239 εδ. β' Π.Κ. και όχι αυτή της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρ 259 Π.Κ.), όπως, υπό τα αυτά, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, διαλαμβάνεται εις την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση, εφόσον: α) Η αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινος πράξη είναι τετελεσμένη αφ' ότου παρήλθε ο χρόνος της ασκήσεως από τον ίδιο ποινικής διώξεως, ήτοι από και δια της αρχειοθετήσεως, κατά τα ανωτέρω, της υποθέσεως και είναι ανεξάρτητο το ότι τελικώς ησκήθη κατά των υπαιτίων ποινική δίωξη, επειδή ο Εισαγγελέας Εφετών Λαρίσης δεν ενέκρινε την ενέργεια αυτού περί αρχειοθετήσεως της υποθέσεως και β) η διάταξη του άρθρου 259 Π.Κ. είναι επικουρική έναντι αυτής του άρθρου 239 ΠΚ, εν όψει της διατυπώσεως της πρώτης «… αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη». Υπάρχουν δε σοβαρές ενδείξεις τελέσεως από τον κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως, ώστε να παρίσταται αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος …». Γ.’ Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου (τώρα αναιρεσείοντος) στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για να δικασθεί για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη και έτσι απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 239 στοιχ. β' του Π.Κ, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Διέλαβε δε ρητά, και επανειλλημένα, την ύπαρξη άμεσου δόλου του κατηγ/νου (και τώρα αναιρεσείοντα) προς τέλεση της ανωτέρω πράξης, που περιλαμβάνει τη γνώση του ότι παρέλειπε να διώξει υπαιτίους αξιόποινων πράξεων. Επομένως οι λόγοι αναίρεσης οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περιπτ. β’ και ε’ Κ.Π.Δ. (ως ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της αναίρεσης) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, απορριπέα δε είναι και στο σύνολό της ή από 2.10.2002 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντα μετά την απόρριψη με την άνω αριθ. 252/2004 απόφαση, σε Συμβούλιο, και του λόγου αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί η από 2-10-2002 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ..., κατοίκου ..., κατά του υπ’αριθ. 197/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, Και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Πέτρος ΒέρροιοςAφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριο Λινό, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα κατ' άρθρο 3 παρ. 3 ν. 3810/1957 και 23 παρ. 1 ν. 1756/1988 εισάγεται ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο η από 2.10.2002 αίτηση αναίρεσης του κατηγορούμενου ..., κατοίκου ..., κατά του με αριθμ. 197/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, ως προς τους λόγους έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής δίωξης (484 παρ. 1 εδ. α και δ ΚΠΔ) με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, μετά την απόρριψη αυτών ως αβασίμων με διαφορά μιας ψήφου, με τη 252/2004 απόφαση (σε Συμβούλιο) του ΣΤ τμήματος του Αρείου Πάγου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 Π.Κ., υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων α)….β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της καταχρήσεως εξουσίας με τη μορφή της παράλειψης του υπαλλήλου να διώξει κάποιον υπαίτιο, απαιτείται αντικειμενικά μεν ο δράστης να ήταν αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης, υποκειμενικά δε δόλος αυτού που συνίσταται στη γνώση ότι εκείνος για τον οποίο παραλείπει τη δίωξη είναι υπαίτιος αξιόποινης πράξης. Υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος είναι και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ο οποίος κατά τα άρθρα 27 παρ. 1 και 43 ΚΠΔ ασκεί την ποινική δίωξη στο όνομα της πολιτείας. Το έγκλημα αυτό της κατάχρησης εξουσίας διαπράττει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών και με τη θέση της μήνυσης ή της αναφοράς στο αρχείο και τη σύνταξη και υποβολή της σχετικής αναφοράς του στον Εισαγγελέα Εφετών (κατ' άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ όπως τώρα ισχύει η κατ' άρθρο 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ όπως ίσχυε προ της αντικατάστασης του με το άρθρο 5 του ν. 3160/2003), καίτοι τελεί εν γνώσει ότι η μήνυση ή η αναφορά στηρίζεται στο νόμο και δεν είναι προφανώς αβάσιμη, άρα ότι υποχρεούται σε άσκηση της ποινικής δίωξης, καθόσον η υποχρέωση του αυτή ανακύπτει από το νόμο ακόμη και όταν υπάρχουν απλές μόνο ενδείξεις για τέλεση της μηνυόμενης αξιόποινης πράξης ή υφίσταται ισχνή πιθανότητα να ευδοκιμήσει η εναντίον του μηνυομένου κατηγορία. Και ναι μεν η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Εξ αυτού δε έπεται ότι κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του αυτής ο Εισαγγελέας απολαμβάνει της από το Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1, 2) και το νόμο (άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ, άρθρο 24 παρ. 1 Ν. 1756/88) θεσπιζόμενης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και επομένως η εσφαλμένη δικαιοδοτική κρίση του, ακόμη και αν οφείλεται σε αμέλεια ή ανεπάρκεια δεν δύναται να οδηγήσει στην καθίδρυση της έννοιας της αξιόποινης «παράλειψης». Όταν όμως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών τελεί εν γνώσει, από το περιεχόμενο της μήνυσης ή αναφοράς, πολύ δε περισσότερο, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μετά προκαταρκτική εξέταση που διέταξε (43 παρ. 2 ΚΠΔ) ότι συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της ποινικής δίωξης, παρά ταύτα δε, σε αντίθεση με τα στοιχεία αυτά, αυθαίρετα και με αιτιολογία που αποκλίνει από την αντικειμενική και προσωπόληπτη κρίση, παραλείπει να πράξει τούτο, αρχειοθετώντας τη σχετική μήνυση ή αναφορά, διαπράττει το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας. Το εν λόγω έγκλημα, το οποίο, ως γνήσιο παραλείψεως, είναι ανεπίδεκτο απόπειρας, είναι τετελεσμένο με την αρχειοθέτηση της μήνυσης ή αναφοράς αφού δι' αυτής ο Εισαγγελέας παραλείπει τελειωτικά να πράξει το οφειλόμενο από εκείνον, ήτοι να ασκήσει την ποινική δίωξη και δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του η οριστική ματαίωση της ασκήσεως της ποινικής δίωξης με την έγκριση από τον Εισαγγελέα Εφετών της αρχειοθετήσεως στην οποία προέβη ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Και τούτο γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με συνδρομή εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, τον οποίο όμως η άνω διάταξη του Π.Κ. δεν περιέχει. Περαιτέρω είναι χωρίς σημασία για το τετελεσμένο του εγκλήματος ότι τελικά η ποινική δίωξη ασκήθηκε με παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών, επειδή ο τελευταίος διεφώνησε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, όπως επίσης είναι αδιάφορο αν παρά την παράλειψη του δράστη ο υπαίτιος τελικά τιμωρήθηκε. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή – όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με δικές του σκέψεις και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά:«… Την 23-6-1999 περιήλθε εις τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων ανώνυμος επιστολή-καταγγελία, η οποία είχε ως ακολούθως: «Κύριε Τσιαρδάκα έμαθα ότι κάνατε έρευνα για κυκλώματα επίορκων Αστυνομικών. Θέτω υπόψιν σας ένα έγγραφο που καταμαρτυρά πώς προ τετραετίας ο ... πιάσθηκε από το Α.Τ. Καλαμπάκας να μεταφέρει Αλβανούς και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη. Ο ... δεν πήγε κατηγορούμενος, διότι έδωσαν αυτός και ο ..., που ήταν συνοδηγός, ΑΔΡΑ ΑΜΟΙΒΗ στον τότε Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και υπεύθυνο Ασφαλείας ... . Αυτοκίνητο εδόθη στον ... μετά από τρεις ημέρες και το ίδιο βράδυ ο ..., ο ... ΟΙ ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΙ του Α.Τ. ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ μαζί με τον ... έτρωγαν ψητό αρνί στο κέντρο ΒΡΑΧΟΣ απέναντι από το ξενοδοχείο ΑΜΑΛΙΑ». Το «έγγραφο», το οποίο ετίθετο υπ' όψιν του ασχολουμένου με την αναφερομένη εις την επιστολή αυτή έρευνα, Αντεισαγγελέα Τρικάλων, Βασ. Τσιαρδάκα, ήτο μία έκθεση ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, με ημερομηνία 11-4-1995, εις απλή φωτοτυπία, με διαγεγραμμένα τα στοιχεία της ταυτότητας των προανακριτικών υπαλλήλων, που εφέροντο ότι έλαβαν αυτή και του φερομένου ως εξετασθέντος μάρτυρος, με πλήρη όμως την υπογραφή του τελευταίου, ενώ διεκρίνετο ότι όλοι οι ανωτέρω ήσαν αστυνομικοί του Α.Τ. Καλαμπάκας. Συνημμένη δε εις την αυτή ανώνυμον επιστολή ήτο και μία κάρτα ταχογράφου εις φωτοτυπία, με ημερομηνία 10-4-1995 τον αριθμό αυτοκινήτου ... και τα στοιχεία «... ». Κατά το περιεχόμενο της, ως άνω, εκθέσεως εξετάσεως μάρτυρος, ο φερόμενος εις αυτή ως εξεταζόμενος μάρτυς, αστυνομικός, καταθέτει, ότι «την 10-4-1995 ήτο υπηρεσία από ώρα 22.00 έως 06.00 της 11-4-1995. Την 00.15' ώρα περίπου της 11-4-1995 πήρε εντολή από τον Αξ/κό υπηρεσίας να μεταβεί μαζί με το συνάδελφό του, οδηγό της υπηρεσίας, στην Ε.Ο. Καλαμπάκας Τρικάλων, για έλεγχο υπόπτων αυτοκινήτων που μεταφέρουν Αλβανούς λαθρομετανάστες. Περί ώρα 01.00 και ενώ ευρίσκοντο στο 1ο χιλιόμετρο της ανωτέρω οδού αντελήφθησαν ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας ΤΕ 6114, το οποίο τους φάνηκε ύποπτο και αποφάσισαν να το καταδιώξουν και να το σταματήσουν. Αυτό έγινε και μπόρεσαν να το σταματήσουν στο 5ο χιλ/ρο περίπου της Ε.Ο. Καλαμπάκας Τρικάλων, πλησίον του Ξενοδοχείου «...». Μόλις κατέβηκαν από το περιπολικό, ο οδηγός και συνοδηγός του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου «τράπηκαν σε φυγή» αφού πρώτα ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα της καρότσας με αποτέλεσμα «να το σκάσουν» από εκεί μέσα περίπου 16 άτομα, που αργότερα έμαθαν ότι ήταν Αλβανοί λαθρομετανάστες. Μη μπορώντας να τους συλλάβουν, λόγω του σκότους που επικρατούσε, έτρεξαν και συνέλαβαν τους υπόλοιπους έξι Αλβανούς, που είχαν μείνει στην καρότσα του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου… Στη συνέχεια οδήγησαν το φορτηγό με τους Αλβανούς στο τμήμα και εκεί έμαθε ότι το φορτηγό τους φόρτωσε από το ποτάμι της αγροτικής περιοχής Διάβας Καλαμπάκας, με τελικό προορισμό τα Φάρσαλα, έναντι κομίστρου κατ' άτομο 5.000 δραχμών. Σε έλεγχο που έκανε, μαζί με τον Αξ/κό υπηρεσίας, στο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, δεν βρήκαν τίποτα, εκτός από την κάρτα του ταχογράφου, που ανέγραφε το ονομ/μο του οδηγού, που είναι ..., τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και ημερομηνία 10-4-1995». Επί τη βάσει τούτων, (καταγγελλομένων) ο κατηγορούμενος, ως Εισαγγελέας Πρωτοδικών Τρικάλων, δια της υπ' αριθμ. 239/1999 παραγγελίας του, προς τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Βασίλειο Τσιαρδάκα, διέταξε την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προκειμένου να διακριβωθεί αν ετελέσθησαν, εκ μέρους των, εις την ανώνυμον επιστολή αναφερομένων, προσώπων, αξιόποινες πράξεις και ειδικότερον αυτές: α) της υποθάλψεως εγκληματία, της δωροληψίας, υπεξαγωγής εγγράφων και παραβιάσεως κατασχέσεως εκ μέρους του πρώην Δ/ντού του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και του Υ/Α ... του αυτού Α.Τ. και β) της παραβάσεως του άρθρου 33 παρ.1 του Ν. 1975,1991, με σκοπό το παράνομο κέρδος, της δωροδοκίας δια παράνομες πράξεις και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της υποθάλψεως εγκληματία, της υπεξαγωγής εγγράφων και της παραβιάσεως κατασχέσεως, εκ μέρους των ... και ..., καθώς και λοιπές άλλες πράξεις. Ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας, αφού επεραίωσε την διενέργεια της διαταχθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το στάδιο της οποίας προέβη εις την εξέταση μεγάλου αριθμού μαρτύρων (περί των οποίων θα γίνει λόγος κατωτέρω) και εις την συλλογή των αναγκαίων εγγράφων, υπέβαλε την σχηματισθείσα δικογραφία εις τον κατηγορούμενο, δια της υπ' αριθμ. 3396/15-12-1999 αναφοράς του, δια τις περαιτέρω ενέργειες τούτου, αναφέροντας συνάμα εις αυτόν «… όπως και σεις θα διαπιστώσετε, από τις διάφορες καταθέσεις προκύπτουν νέες αξιόποινες πράξεις από διαφόρους τρίτους (αστυνομικούς υπαλλήλους και ιδιώτες), με την περαιτέρω έρευνα των οποίων δεν ασχολήθηκαν, ως εκ του κατεπείγοντος χαρακτήρος της παρούσης, λόγω επικειμένης παραγραφής των σ' αυτή εγκλημάτων (τα οποία οπωσδήποτε αυτός εθεώρει ότι έχουν τελεσθεί) και είμαι πρόθυμος να συνεχίσω κατόπιν νέας εντολής σας…». Ο κατηγορούμενος, κατόπιν τούτου, αξιολογώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ετέθησαν υπ' όψιν του και αφού την 31-1-1999 έλαβε ο ίδιος συμπληρωματική κατάθεση του ήδη μηνυτού ..., κατέληξε εις την μη άσκηση ποινικής διώξεως κατά οποιουδήποτε προσώπου, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, και δια της από 1-2-2000 αναφοράς του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης (κατ' άρθρ. 43 παρ.1 Κ.Π.Δ.), αποτελουμένης από είκοσι πέντε σελίδες, ανέφερε τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του. Όμως, από το πραγματικό υλικό το οποίο προέκυψε από την διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ετέθη υπ' όψιν τούτου, προέκυπτε όχι μόνο απλή πιθανότητα τελέσεως αξιοποίνων πράξεων, που επέβαλε υποχρεωτικώς την άσκηση ποινικής διώξεως, κατά τα ανωτέρω εις την μείζονα σκέψη εκτεθέντα, αλλά σοβαρές ενδείξεις τελέσεως αυτών, έτσι ώστε η παράλειψη διώξεως των υπαιτίων, από τον κατηγορούμενο, να μη ανταποκρίνεται προς την αντικειμενικώς ορθή αξιολόγηση του αυτού πραγματικού υλικού, αλλά αντιθέτως να έρχεται εις οξεία αντίθεση προς τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτό. Ειδικότερον, εν σχέσει προς τα, ως άνω, καταγγελλόμενα , αφού διεπιστώθη ότι, κατά τη νύκτα της 10ης προς 11-4-1995, που τοποθετείται το γεγονός της παρανόμου μεταφοράς Αλβανών λαθρομεταναστών, από τους ... και ..., εξετέλουν υπηρεσία εις το Α.Τ. Καλαμπάκας οι αστυνομικοί ..., ως Αξ/κός υπηρεσίας, και οι ... ... και ..., εκλήθησαν αυτοί και εξητάσθησαν, ως μάρτυρες, από τον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση, ως άνω, Αντεισαγγελέα, από τις καταθέσεις δε τούτων επιβεβαιώνονται τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται εις την προαναφερομένη ένορκον εξέταση μάρτυρος, που ήτο συνημμένη εις την ανώνυμον επιστολή-καταγγελία και των οποίων αυτοί είχαν ιδίαν αντίληψη, εφ' όσον ο φερόμενος ως καταθέτων μάρτυς, εις αυτήν την έκθεση ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, είναι ο ανωτέρω ... ..., προανακριτικός υπάλληλος ο τότε Αξ/κός υπηρεσίας ... και β' προανακριτικός υπάλληλος ο Ασ/κας ... Ο ανωτέρω μάρτυς και νυν μηνυτής, ..., δια της από 9-7-1999 καταθέσεώς του, αφού βεβαιώνει ότι οι συλληφθέντες αλλοδαποί λαθρομετανάστες και το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο κατέληξαν εις το Α.Τ. Καλαμπάκας, έγινε σωματική έρευνα των συλληφθέντων λαθρομεταναστών και αυτοί ωδηγήθησαν εις το κρατητήριο, ερευνήθη το αυτοκίνητο, εις το οποίο ανευρέθη η κάρτα ταχογράφου με τα στοιχεία του αριθμού κυκλοφορίας (...) και το ονοματεπώνυμο του οδηγού, ..., με ημερομηνία 10-4-1995, εξιστορεί ότι, προ της περατώσεως του ελέγχου του ρηθέντος αυτοκινήτου, έλαβε τηλεφώνημα από τον Διοικητή του Α.Τ. ..., ο οποίος εζήτησε επιβεβαίωση «αν έπιασαν ένα φορτηγό στο ξενοδοχείο «...» με κατεύθυνση προς Τρίκαλα, και αν είναι του ...». Αφού δε έλαβε την επιβεβαίωση αυτή, του έδωσε κατά λέξη την εξής εντολή «Μην κάνεις καμία ενέργεια, μην συντάξεις δικογραφία και να μην ενημερώσεις σηματικά τις προϊστάμενες υπηρεσίες, αλλά επικοινώνησε με τον ..., γνωρίζει αυτός, έχουμε συζητήσει μαζί, το αυτοκίνητο θα δοθεί». Ο ίδιος, όμως, δεν υπήκουσε εις την προφορική από τηλεφώνου εντολή αυτή και αφού δεν ηδυνήθη να επικοινωνήσει με τον Υ/τη ..., παρά τις προσπάθειές του» αφήρεσε, παρουσία των προαναφερομένων συναδέλφων του, τις βαλβίδες των εμπροσθίων ελαστικών του αυτοκινήτου, ώστε να φύγη ο αέρας από αυτά και να μη είναι δυνατή η απομάκρυνσή του και άρχισε τον σχηματισμό της σχετικής δικογραφίας, λαμβάνοντας την ανωτέρω κατάθεση του μάρτυρος ... (με το περιεχόμενο που προανεφέρθη) και συντάσσοντας έκθεση κατασχέσεως του ρηθέντος αυτοκινήτου που εχρησιμοποιήθη προς τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της μεταφοράς λαθρομεταναστών, ενώ «αν θυμάται καλά» προέβη και εις σχετική εγγραφή του συμβάντος εις το βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων του Α.Τ. Την σχηματισθείσα αυτή ημιτελή δικογραφία, κατά την λήξη της υπηρεσίας του, παρέδωσε, με τα κλειδιά του αυτοκινήτου (που είχαν αφεθή εις αυτό από τον οδηγό του, όταν ακινητοποιήθηκε, συνεπεία του ελέγχου και ο ίδιος εξηφανίσθη) εις τον αντικαταστάτη του, ..., προκειμένου αυτός να μεριμνήσει δια την συμπλήρωσή της και την παράδοσή της εις τον Δ/ντή ... ή τον Υ/ντή ..., οι οποίοι θα μεριμνούσαν δια την ανακάλυψη του οδηγού και συνοδηγού του αυτοκινήτου, ενώ ο πρώτος ήτο και αποκλειστικός αρμόδιος δια την διαβίβαση αυτής εις τον Εισαγγελέα «και να υπογράψει το σχετικό διαβιβαστικό». Ωσαύτως, ότι ο ίδιος επανήλθε εις την υπηρεσία του μετά τετραήμερο, εφ’ όσον παραδόξως του εδόθησαν δύο συνεχόμενα «ρεπό» και όταν ρώτησε τον υπαστυνόμο ... για το αυτοκίνητο, «επειδή είχαν συμβεί τα προαναφερθέντα» αυτός του είπε «μην ασχολείσαι εσύ ασχολείται ο Διοικητής». Εξάλλου, ο ίδιος μάρτυς, δια της από 2-12-1999 καταθέσεώς του, συμπληρώνοντας την προηγουμένη κατάθεσή του, εξιστόρησε ότι, κατά τον μήνα Αύγουστο 1999, συνήντησε τυχαίως εις τον χώρο των Δικαστηρίων τον ... και εις συζήτηση που εγένετο σχετικώς με το φορτηγό αυτοκίνητό του «που είχαν πιάσει τις νυκτερινές ώρες της 10 προς 11-4-1995, αυτός του είπε ότι «το φορτηγό το οδηγούσε ο ίδιος (...), με συνοδηγό τον ...» και ότι «το ίδιο βράδυ και αμέσως μετά την κατάληψη του φορτηγού, επικοινώνησε, με το κινητό του, με τον τότε Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και του ανέφερε το περιστατικό, αυτός δε τον καθησύχασε ότι όλα θα πάνε καλά». Ωσαύτως (του είπε) ότι «μετά από 1-2 ημέρες από το περιστατικό, μετά από αλλεπάλληλα τηλέφωνα που δέχθηκε από τον ..., πήγε ο ίδιος μαζί με τον ... Χρήστο στο Α.Τ. Καλαμπάκας…ο ... ανέβηκε στο γραφείο του Δ/ντή ..., ο οποίος έδωσε τα κλειδιά του προαναφερθέντος αυτοκινήτου και στη συνέχεια ο ... και ... έφυγαν μαζί με αυτό». Τα αυτά δε περιστατικά περιλαμβάνονται και στις από 8-10-1999 και 22-11-1999 αναφορές του. Ωσαύτως, τα ανωτέρω αναφερόμενα από τον ρηθέντα μάρτυρα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν εις τον έλεγχο των συλληφθέντων λαθρομεταναστών και του φορτηγού αυτοκινήτου, την δέσμευση τούτου και της κάρτας ταχογράφου που ανευρέθη εις αυτό, την αφαίρεση του αέρα από τα εμπρόσθια ελαστικά του αυτοκινήτου, ώστε να μη είναι δυνατή η μετακίνηση αυτού, από τον προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο, επιβεβαίωσαν και οι μάρτυρες ... ... και ..., δια των από 8-7-1999 ενόρκων καταθέσεών των, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Βασ. Τσιαρδάκα. Ωσαύτως, αμφότεροι εβεβαίωσαν ότι, αμέσως μετά τον έλεγχο του αυτοκινήτου, εδόθη ένορκος κατάθεση από τον πρώτο (...) εις τον Αξ/κό Υπηρεσίας, την οποία και το περιεχόμενό της ανεγνώρισαν εις το φωτοτυπικό αντίγραφο της προαναφερομένης από 11-4-1995 εκθέσεως ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος, το οποίο τους επεδείχθη (εφόσον ο δεύτερος τούτων είχε παραστεί κατά την σύνταξη αυτής ως β' προανακριτικός υπάλληλος). Πλέον τούτων, ο εξ αυτών ... ..., δια της από 13-10-1999 ομοίας καταθέσεώς του, εβεβαίωσε ότι ενθυμείται ότι «το πρωϊ, κατά την αλλαγή της βάρδιας (06.00’), ο ..., ό,τι έγγραφα είχε συντάξει για την υπόθεση, μαζί και τα κλειδιά του φορτηγού αυτοκινήτου, τα παρέδωσε στον πρωϊνό αξ/κό υπηρεσίας, ..., ενημερώνοντάς τον σχετικά». Περαιτέρω την ύπαρξη του, ως άνω Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, εις τον χώρο του Α.Τ. Καλαμπάκας, εβεβαίωσε και ο μάρτυς αστυνομικός, ..., δια της από 21-7-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, εκθέτοντας δι' αυτής, ότι «ενώ ήταν υπηρεσία από ώρα 22.00 της 11-4-1995 έως 06.00' της επομένης, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του κάποια στιγμή ο ... και τον πληροφόρησε ότι την προηγούμενη νύχτα κατέλαβαν το φορτηγό του ... (δια τον οποίον ο ίδιος γνώριζε ότι ησχολείτο με μεταφορές λαθρομεταναστών) και ότι αυτό ευρίσκετο ακριβώς έξω από το τμήμα. Πράγματι διεπίστωσε ότι το αυτοκίνητο ήταν εκεί με ξεφουσκωμένα τα εμπρόσθια ελαστικά και αυτό το παρετήρησε γιατί ο συνάδελφός του είχε επιστήσει την προσοχή να μην το πάρει κανείς. Τα αυτά γεγονότα του εβεβαίωσε ακολούθως και ο συνάδελφός του ... ..., που είχε υπηρεσία το βράδυ εκείνο μαζί με τον ..., ενώ του ιδίου του έμεινε η εντύπωση ότι η υπόθεση πήρε το νόμιμο δρόμο και το αυτοκίνητο παραδόθηκε στο Τελωνείο προς φύλαξη, ενώ αυτό δεν συνέβη, όπως επληροφορήθη προ δεκαημέρου (από της καταθέσεώς του) και το αυτοκίνητο το παρέλαβε ο ... ή κάποιος συνεργάτης του. Παραλλήλως, ο μάρτυς αυτός, δια της αυτής καταθέσεώς του, εξέθεσε την εκτίμησή του ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μη πληροφορήθηκε το περιστατικό αυτό ο Δ/της του τμήματος, καθ' όσον ήταν κοινό μυστικό σε όλο το τμήμα ότι πιάστηκε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, ενώ, δια της από 131-12-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του Πταισ/κου Καλαμπάκας (εξ αφορμής άλλης υποθέσεως), διευκρίνισε ότι «το επόμενο βράδυ (της 11ης προς 12-4-1995), που ανέλαβε αυτός υπηρεσία ήταν καταχωρημένη η σχετική εγγραφή στο βιβλίο συμβάντων» του οποίου, όμως, αφηρέθη (σχίστηκε) το σχετικό φύλλο, όπου είχε καταχωρηθεί. Την παράνομον, εξάλλου, αφαίρεση και εξαφάνιση του σχετικού φύλλου από το Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Α.Τ. Καλαμπάκας, όπου είχε καταχωρηθεί το γεγονός της δεσμεύσεως του αυτοκινήτου του ..., λόγω της παρανόμου μεταφοράς δι' αυτού λαθρομεταναστών, καθώς και της συλλήψεως ωρισμένων από αυτούς, διεπίστωσε και ο κατά το έτος 1999 Διοικητής του Α.Τ. Καλαμπάκας ..., κατόπιν προσωπικής του ερεύνης, εξ αφορμής σχετικού εγγράφου του διενεργούντος τότε την προανακριτική εξέταση Αντεισαγγελέως Τρικάλων, Βασιλείου Τσιαρδάκα, δια του οποίου εζητείτο η πληροφορία, περί του ποίοι αστυνομικοί είχαν εκτελέσει υπηρεσία από ώρα 22.00 της 10-4-1995 έως 06.00 της 11-4-1995, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, δια της από 8-7-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού ως άνω Αντεισαγγελέως και μνημονεύει εις το υπ' αριθμ. 3021/8/281-2/3-7-1999 έγγραφό του, προς την ΑΔ. Τρικάλων, κοινοποιούμενο και προς τον ανωτέρω Αντεισαγγελέα. Ειδικότερον, δια της ανωτέρω καταθέσεώς του, βεβαίωσε, ότι «ανέτρεξε στο Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων, προκειμένου να ενημερωθεί αν υπήρχαν εγγραφές περιστατικών εκείνης της ημέρας, όπου και διεπίστωσε ότι είχε αφαιρεθεί το σχετικό φύλλο. Στη συνέχεια εζήτησε πληροφορίες από τον Αστ/κα ..., ο οποίος, όπως είχε διαπιστώσει, ήταν υπηρεσία κατά τον κρίσιμο χρόνο, περί του εάν είχε συμβεί κάτι σημαντικό». Τότε αυτός του εξιστόρησε όλα τα γεγονότα, που αποτελούν το περιεχόμενό της, εις φωτοαντίγραφο, εκθέσεως καταθέσεως μάρτυρος, περί του οποίου εγένετο λόγος ανωτέρω. Καταλήγοντας δε ο μάρτυς ετόνισε ότι «από τον έλεγχο του Αρχείου της υπηρεσίας, δεν προκύπτει, ότι υποβλήθηκε δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτ/κών Τρικάλων, ούτε είχαν γίνει άλλες υπηρεσιακές ενέργειες, όπως σύνταξη σήματος». Τα αυτά πραγματικά περιστατικά, που αφορούν εις το αυτοκίνητο του ... και την σύλληψη ορισμένων από τους μεταφερόμενους δι' αυτού λαθρομετανάστες, εβεβαίωσε και ο αστυνομικός, ..., δια της από 5-10-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, αναφέροντας ότι είδε έξω από το τμήμα ένα φορτηγό «με ξεφούσκωτα τα λάστιχα», εζήτησε πληροφορίες από τον Αξ/κό υπηρεσίας, Ανθ/μο ...» τι είχε συμβεί και αυτός τον πληροφόρησε, ότι ο βραδινός αξ/κός υπηρεσίας, μετά των άλλων, συναδέλφων, που εκτελούσαν νυχτερινή υπηρεσία, είχαν καταλάβει το αυτοκίνητο να μεταφέρει Αλβανούς λαθρομετανάστες πλην όμως είχαν διαφύγει οι μεταφορείς, ενώ πήγε ο ίδιος στο κρατητήριο και εξήτασε τους Αλβανούς. Όμως, μετά από 2-3 ημέρες, αντελήφθη ότι το αυτοκίνητο έλειπε, χωρίς όμως αυτός να έχει συντάξει κάποιο έγγραφο σχετικό με την παράδοσή του στο Τελωνείο, εφόσον τα έγγραφα αυτά τα συνέτασσε πάντοτε ο ίδιος». Ετόνισε δε ο αυτός μάρτυς ότι «δια το πώς έφυγε το αυτοκίνητο έγιναν αρκετές συζητήσεις μεταξύ των ανδρών του Τμήματος και όλοι ήξεραν ότι κάτι παράνομο συνέβη αλλά δεν το έλεγαν καθαρά», ενώ, δια της από 10-11-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, εβεβαίωσε, ότι, προ διετίας περίπου, από της λήψεως της καταθέσεώς του, ενώ ήταν στο γραφείο του υπαστυνόμου ... με τον ίδιον, ψάχνοντας στο γραφείο του τελευταίου για να βρει διάφορα έντυπα, προς διεκπεραίωση αυτοφώρων υποθέσεων, βρήκε μία δικογραφία, της έριξε μια ματιά και διεπίστωσε ότι αφορούσε την ανωτέρω υπόθεση (...). Συγκεκριμένα ήταν μία κατάθεση του Αστ/κα ..., την οποία και διάβασε και κατάλαβε ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο του ..., που είχε πιαστεί το 1995, μία κάρτα ταχογράφου, μία έκθεση κατασχέσεως που δεν πρέπει να ήταν τελειωμένη και ένα ημιτελές σήμα εις το οποίο είχαν γραφεί τα προκαταρκτικά. Χαρακτηριστική, όμως, είναι η κατάθεση και του συνεργάτη του ..., εις την μεταφορά δια του προαναφερομένου αυτοκινήτου, λαθρομεταναστών, συνοδηγού του αυτού αυτοκινήτου, ..., ο οποίος, δια της από 24-9-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω Αντεισαγγελέως, βεβαιώνει το γεγονός της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών, κατά τον, ως άνω, χρόνο, της ακινητοποιήσεως του αυτοκινήτου του ... εις το οποίο επέβαινε, εις το ύψος του ξενοδοχείου «...», από τους αστυνομικούς και της διαφυγής του ... και του ιδίου καθώς και ομάδος λαθρομεταναστών, μέσα στα χωράφια όπου κρύφθηκαν σ' ένα χαντάκι, και επί πλέον καταθέτει ότι «από εκεί (όπου είχαν κρυφθεί) ο ... επικοινώνησε, με το κινητό του, με τον Διοικητή του Α.Τ. Καλαμπάκας και του είπε «Κύριε διοικητά είναι ο ... μόλις πιάσανε το φορτηγό μου» και εκείνος απάντησε» «θα το κανονίσω εγώ ή κάτι τέτοιο». Ότι την επομένη ημέρα επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του ο ... και του είπε «αν εύρη το ... να του ειπή ή να του τηλεφωνήσει ή να πάει να πάρει το φορτηγό», ο ίδιος δε μετέφερε τα ανωτέρω εις το ... Όταν ενημέρωσε τον ..., αυτός έχοντας πιθανόν ορισμένους ενδοιασμούς του είπε πως δεν θα πήγαινε εκείνη την ημέρα στην Καλαμπάκα, γιατί διαρκούσε το αυτόφωρο. Την άλλη ημέρα, ιδία περίπου ώρα, του τηλεφώνησε ξανά ο διοικητής του Α.Τ. Καλαμπάκας και τον ρώτησε αν ειδοποίησε τον ..., αυτός του είπε ναι και του είπε «γιατί δεν πήγε να πάρει το αυτοκίνητο μπροστά από το Α.Τ. Καλαμπάκας». Αυτός του είπε ότι είχε φοβηθεί (ο ...) και ότι ο Διοικητής του είπε πάλι «πες του να έλθει να πάρει το αυτοκίνητο μπροστά από το Α.Τ. για να μην το βλέπουν και αναρωτιούνται για ποιο λόγο είναι εκεί». Μετά δίωρο περίπου, ήλθε ο ... στο μαγαζί του, του είπε τα παραπάνω και αυτός, αφού επικοινώνησε με το Διοικητή Καλαμπάκας, από το τηλέφωνο του μαγαζιού του, του πρότεινε να πάνε μαζί να πάρουν το αυτοκίνητο. Αυτός αρχικά αρνήθηκε, για να μην μπλέξει, αλλά τελικά πήγε, προκειμένου να φέρει πίσω το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με το οποίο ο ... είχε έλθει εκείνη την ημέρα. Έτσι, πήγαν στο Α.Τ. Καλαμπάκας, χαιρέτησαν τον Αξ/κό υπηρεσίας στο ισόγειο του κτιρίου, τον ρώτησε ο ... αν ο Διοικητής ήταν επάνω, τους είπε ναι και πήγαν στο γραφείο του. Εκεί βρήκαν το Διοικητή, τους χαιρέτησε και ρώτησε τον ... «γιατί δεν πήγε την προηγούμενη να πάρει το αυτοκίνητό του». Όταν αυτός του είπε ότι φοβόταν, ο Διοικητής του είπε γελώντας «γιατί, αφού όλα ήταν εντάξει». Στη συνέχεια ο Διοικητής βγήκε στο διάδρομο και κάλεσε ένα αστυνομικό, ο οποίος ήταν ηλικιωμένος, ψηλός, χονδρός και φαλακρός, τον οποίο αν το ιδεί θα τον γνωρίσει, και του είπε να φέρει τα κλειδιά του φορτηγού και μετά από λίγο εκείνος τα έφερε, χωρίς να ρωτήσει από ποιο φορτηγό και ποιανού, πράγμα που τον κάνει να πιστεύει πως γνώριζε το περιστατικό. Μαζί δε έφερε και κάτι ασφάλειες του αυτοκινήτου, τις οποίες είχαν ήδη αφαιρέσει από το φορτηγό. Τα πήραν, πήγαν στο φορτηγό, έβαλε ο ... τις ασφάλειες, το έθεσε σε κίνηση και το οδήγησε στο μαγαζί του ίδιου, όπου και το στάθμευσε μπροστά «στο πάρκιν» του καταστήματός του, φανερά και στη συνέχεια έφυγε με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του, προς άγνωστη κατεύθυνση. Όταν πήραν το αυτοκίνητο από το Α.Τ. Καλαμπάκας τα λάστιχα ήταν φουσκωμένα». Τα αυτά, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, τα οποία αφορούν εις τον τρόπο παραλαβής του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου του ..., δια του οποίου εγένετο η παράνομος μεταφορά λαθρομεταναστών την νύκτα της 10ης προς 11-4-1995, επανέλαβε ο αυτός μάρτυς και δια της από 17-11-1999 καταθέσεώς του ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, αναφέροντας, όμως, επί πλέον εις αυτήν, ότι, μετά την πρώτη, ως άνω, κατάθεσή του, ο ... τον επίεσε να έλθει να αλλάξει την κατάθεσή του ολόκληρη», δηλαδή ότι δεν ωδήγει ο ίδιος το φορτηγό με αυτόν συνοδηγό, αλλά κάποιος Αλβανός, που δούλευε γι' αυτόν, ούτε ότι ο Διοικητής ... τους έδωσε το αυτοκίνητο». Την αυτή πίεση εδέχθη και από τον Διοικητή ..., ο οποίος τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε «Έμαθα ότι έδωσες κατάθεση στον κ. Τσιαρδάκα και αυτά που είπες μας καίνε». Εις την απάντηση αυτού ότι «είπε μόνο την αλήθεια» εκείνος ανταπάντησε ότι «με αυτά που είπες θα καούμε και οι τρεις» και ότι πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει την κατάθεσή του». Ο ίδιος συνεννοήθηκε με δικηγόρο και αν χρειαζόταν θα τον πήγαινε στον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης να δώσει εκεί μία κατάθεση τελείως αλλαγμένη». Ωσαύτως ότι οι πιέσεις από τον Διοικητή ... ήσαν καθημερινές, εφόσον έπαιρνε τηλέφωνο και τον ρωτούσε συνέχεια πότε θα πάει να αλλάξει την κατάθεσή του, ο ίδιος δε όλο αυτό το διάστημα των αφορήτων πιέσεων από τους ... και ... είχε την άμεση συμπαράσταση της οικογένειάς του, που τον εμψύχωνε ηθικά, λέγοντάς του ότι έκανε το σωστό, με το που κατέθεσε την αλήθεια. Περί των πιέσεων δε αυτών, προκειμένου όπως ο ανωτέρω ... αλλάξει την κατάθεσή του, καταθέτει και ο πατέρας του τελευταίου, ..., δια της από 13-12-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντεισαγγελέως, κατά την οποία…Ο πρώην Διοικητής του Α.Τ. Καλαμπάκας ... τόσο τηλεφωνικά όσο και με επισκέψεις στο κατάστημά μου- τουλάχιστον τρεις φορές τον συνάντησα εγώ- μου είπε να πιέσω τον γυιό μου ... να αλλάξει τις καταθέσεις που έδωσε για την υπόθεση του φορτηγού, που είχε πιαστεί το 1995 να μεταφέρει λαθρομετανάστες, με οδηγό τον ... και συνοδηγό του γυιό μου…όταν εγώ του είπα «πως θα γίνει αυτό, αφού ήδη τα κατέθεσε ο ...», αυτός είπε να καταθέσει ο ... ότι «πιέζεται από τον Εισαγγελέα, γι' αυτό και τα κατέθεσε όσα κατέθεσε». Επίσης πιέσεις δέχεται ο ... και από τον ..., προκειμένου να αλλάξει την κατάθεσή του και να ειπεί ότι το φορτηγό το είχε κλέψει ένας Αλβανός, που μετέφερε Αλβανούς και όχι αυτοί, ενώ είναι γνωστό ότι το οδηγούσε ο ... και τους το έδωσε πίσω ο ..., παραδίδοντάς του τα κλειδιά και τις ασφάλειες και μάλιστα οι αστυνομικοί είχαν φροντίσει από πριν να φουσκώσουν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. Εξάλλου την, ως άνω, παράδοση του αυτοκινήτου εις τον ..., είχε διηγηθεί ο ... εις τον μάρτυρα ..., αμέσως μετά το συμβάν, όπως εβεβαίωσε ο ίδιος, δια της από 5-11-1999 καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω Αντεισαγγελέως, τονίζοντας ότι «όπως γνωρίζω ο ... ασχολείται από πολλά χρόνια, το 1991 περίπου, με μεταφορά λαθρομεταναστών και είχε πάντοτε την κάλυψη της αστυνομίας, από την παράνομη δε αυτή δουλειά έβγαλε πολλά εκατομμύρια, μέρος των οποίων διέθεσε για την κατασκευή πολυτελέστατης βίλας. Ωσαύτως , κατά τον αυτό χρόνο, ο ίδιος επληροφόρησε, περί των ανωτέρω, τον μάρτυρα ..., ο οποίος, δια της από 22-11-1999 ενόρκου καταθέσεώς του, ενώπιον του αυτού, ως άνω, Αντισαγγελέως, εβεβαίωσε «… Μετά από λίγες ημέρες με πληροφόρησε ο ..., όταν επισκέφθηκα το κατάστημά του επί της Ε.Ο., ότι το αυτοκίνητο, που πιάσθηκε ήταν του … (...), ο οποίος το οδηγούσε μαζί με το ..., μεταφέροντας Αλβανούς και ότι το αυτοκίνητο το πήραν πίσω, από το Α.Τ. Καλαμπάκας, μετά από πρόσκληση του Δ/του του Α.Τ., ο οποίος τους παρέδωσε και τα κλειδιά. Αυτή έγινε γιατί, όπως μου είπε ο ..., ο ... ήταν πληροφοριοδότης της Αστυνομίας…». Επί τη βάσει τούτων, προέκυπταν επαρκή στοιχεία, δια την άσκηση ποινικής διώξεως, δια τις αξιόποινες πράξεις : 1) της καταχρήσεως εξουσίας εις βάρος των ... και ..., Διοικητού και Υποδιοικητού του Α.Τ. Καλαμπάκας (άρθρ. 239 εδ. β' Π.Κ.) , εφόσον αυτοί, ως αρμόδιοι υπάλληλοι, ενεργούντες από κοινού, καίτοι έλαβαν γνώση, την 11-4-1995, της τελέσεως , από τους ... και ..., της αξιοποίνου πράξεως της παρανομου προωθήσεως εις την χώρα- μεταφοράς 22-25 αλλοδαπών (Αλβανών), που εστερούντο των αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων, αντί αμοιβής 5.000 δραχμών κατά μεταφερόμενο πρόσωπο, δια του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου του πρώτου, το οποίο είχε μεταφερθεί και ακινητοποιηθεί εις τον προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο, καθώς και της ενεργείας από τον τότε Αξ/κό Υπηρεσίας, ..., των πρώτων αναγκαίων προανακριτικών πράξεων, ήτοι της λήψεως ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος Αστ/κος ... και της συντάξεως εκθέσεως κατασχέσεως του ανωτέρω αυτοκινήτου και της κάρτας ταχογράφου αυτού, δεν μερίμνησαν δια την βεβαίωση της ταυτότητος και την σύλληψη των ανωτέρω, που είχαν διαφύγει αυτή, εν όψει του ότι το αδίκημα ήτο αυτόφωρο και παρέλειψαν την συμπλήρωση της σχηματισθείσης ατελούς δικογραφίας ή την διαβίβαση αυτής, έστω και ημιτελούς, εις τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων, προς άσκηση ποινικής διώξεως, αλλά αντιθέτως απέκρυψαν και εξαφάνισαν τα ανωτέρω έγγραφα, ενώ απέδωσαν το αυτοκίνητο παρανόμως εις τους προαναφερόμενους, με σκοπό αλλά και με αποτέλεσμα να αποτρέψουν την ποινική των δίωξη και να προκαλέσουν την απαλλαγή των από την νόμιμον τιμωρία. 2) της υπεξαγωγής εγγράφων, εις βάρος των αυτών, ως άνω, αναφερομένων (άρθρ. 242 παρ.2, 45 Π.Κ.), εφόσον αυτοί, από κοινού ως υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρ. 13 παρ. α' Π.Κ., εκ προθέσεως υπεξήγαγαν έγγραφα, που τους εμπιστεύθηκαν και ήσαν προσιτά , ως εκ της υπηρεσίας των, ήτοι, ενώ έλαβαν εις την κατοχή των την, ως άνω, σχηματισθείσα από τον Αξ/κό υπηρεσίας, ..., ατελή δικογραφία, κατά των ... και ..., η οποία απετελείτο από την, από 11-4-1995, έκθεση εξετάσεως του μάρτυρος ..., την κάρτα ταχογράφου του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και έκθεση κατασχέσεως τούτου, δεν υπέβαλαν αυτή εις τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Τρικάλων, ώστε να κινηθεί κατά των ανωτέρω η ποινική διαδικασία, αλλά αντιθέτως απέκρυψαν τα, ως άνω, έγγραφα αυτής και τελικώς κατέστρεψαν αυτά, ώστε να είναι αδύνατος η χρήση των, 3) της παραβάσεως καθήκοντος κατά συναυτουργία, εις βάρος των αυτών, ως άνω, αναφερομένων (άρθρ. 259, 45 Π.Κ.), εφόσον αυτοί, την 13-4-1995, υπό την ανωτέρω ιδιότητά των, παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας των, με σκοπό να προσπορίσουν εις άλλους παράνομο όφελος, ήτοι, ενώ ήσαν αρμόδιοι δια την φύλαξη του προαναφερομένου αυτοκινήτου, το οποίο είχε κατασχεθεί, ως χρησιμοποιηθέν δια την παράνομον μεταφορά λαθρομεταναστών, μέχρι της εκδικάσεως της υποθέσεως εις βάρος των υπαιτίων, απέδωσαν αυτό παρανόμως εις τον, ως άνω, ..., με σκοπό να ωφελήσουν παρανόμως αυτόν. 4) Της ηθικής αυτουργίας εις την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της καταχρήσεως εξουσίας και της παραβάσεως καθήκοντος, από τους ... και ..., εις βάρος του ..., ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει ο ίδιος και ο ... την τιμωρία, δια την αξιόποινον πράξη της παρανόμου προωθήσεως λαθρομεταναστών εις το εσωτερικό της χώρας, που έλαβε χώρα την 10 προς 11-4-1995 και ανωτέρω αναφέρεται, προσέτι δε να λάβει παρανόμως εις την κατοχή του το υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εκ προθέσεως, με παροτρύνσεις και προτροπές, προκάλεσε εις τους ... και ... την απόφαση δια την τέλεση των, ως άνω, αξιοποίνων πράξεων (άρθρ. 46, 239 εδ. β', 259 Π.Κ.). 5) της παραπλανήσεως εις ψευδορκία (άρθρ. 224 παρ.2 εν συνδ. Προς 1 Π.Κ.), κατ' εξακολούθηση, εις βάρος των ... και ..., εφόσον αυτοί, κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-1999 έως 16-11-1999, και εις μη ειδικότερον διακριβωθείσες ημερομηνίες πλην της 19-10-1999 δια τον πρώτο και της 24-9-1999 δια τον δεύτερο, εις Καλαμπάκα και Τρίκαλα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, προσεπάθησαν να πείσουν τον ..., ο οποίος την 24-9-1999 και την 1-10-1999 είχε καταθέσει ενόρκως, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Τρικάλων, Βασιλείου Τσιαρδάκα, που διενήργει προκαταρκτική εξέταση, κατά τα ανωτέρω, δια την διακρίβωση της τελέσεως προηγουμένων πράξεων, εις βάρος των και τυχόν τρίτων (και ειδικότερον δια το όπως εξελίχθησαν τα γεγονότα της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών, της συγκαλύψεως της υποθέσεως, της αποδόσεως του καταληφθέντος μεταφορικού μέσου κ.λ.π.), τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, να μεταβάλει την κατάθεσή του και να βεβαιώσει τα αντίθετα των όσων είχε καταθέσει, ήτοι ότι δεν οδήγει το προαναφερόμενο αυτοκίνητο ο ..., με συνοδηγό τον ίδιο, αλλά κάποιος Αλβανός, που ειργάζετο δια λογαριασμό του πρώτου και εν αγνοία αυτού, ότι δεν υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες δια το περιστατικό αυτό μεταξύ του ..., του ... και του ίδιου, ότι ο ... δεν τους απέδωσε το ρηθέν αυτοκίνητο, ο μεν ... με την απειλή ότι θα τιμωρηθεί και ο ίδιος, ο δε ... με την υπόσχεση μελλοντικών εξυπηρετήσεων. Τούτο δε επεχείρησαν τόσον ευθέως οι ίδιοι όσον και δια παρενθέτων προσώπων (του ...) και 6) της παρανόμου μεταφοράς λαθρομεταναστών (άρθρ. 33 και 1 του Ν. 1975/1991) εις βάρος των ... και ..., που ετελέσθη από αυτούς την νύκτα της 10 προς 11-4-1995, δια του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, κατά τα ανωτέρω. Όμως, ο κατηγορούμενος, ως αρμόδιος δια την ποινική δίωξη Εισαγγελέας, παρέλειψε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των, ως άνω, υπαιτίων, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, και δια της από 1-2-2000 αναφοράς του, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, ανέφερε τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του, που αφορούν εις το κατ' ουσίαν προφανώς αβάσιμο της κατηγορίας. Ο τελευταίος, διαπιστώσας την αντίθεση μεταξύ της μη ασκήσεως ποινικής διώξεως και των συμπερασμάτων που συνήγοντο από το πραγματικό υλικό, που είχε τεθεί υπόψιν τούτου, δεν ενέκρινε την θέση της υποθέσεως εις το αρχείο και δια της υπ' αριθμ. Επ. 2/8-2-2000 παραγγελίας του, αφού υπέμνησε ότι «η μήνυση ή αναφορά τίθεται στο αρχείο, εάν είναι προφανώς νόμω ή ουσία αβάσιμη, κατά δε τα παγίως γενόμενα αποδεκτά, ασκείται δίωξη, ακόμη και όταν υπάρχουν πιθανότητες και μόνον ευδοκιμήσεώς της, κατά μείζονα δε λόγον ασκείται δίωξη, όταν τα αποδεικτικά στοιχεία «είναι τοιαύτα και τοσαύτα» ώστε να δύνανται να οδηγήσουν σε παραπομπή σε δίκη, διέταξε την άσκηση ποινικής διώξεως, τον χωρισμό της υποθέσεως, ως προς τις αξιόποινες πράξεις, δια τις οποίες διέταξε την άσκηση ποινικής διώξεως, προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής τούτων, την συνέχιση της διενεργείας προκαταρκτικής εξετάσεως, δια την διερεύνηση των νέων αξιοποίνων πράξεων, που δεν είχαν διερευνηθεί επαρκώς και τον περαιτέρω χειρισμόν της υποθέσεως από τον Αντεισαγγελέα, Βασίλειο Τσαρδάκα, που ενεχειρίσθη και κατείχε αυτή. Ήδη, κατόπιν της ασκηθείσης διώξεως, κατά τα ανωτέρω, οι ..., ..., ... και ... παραπέμφθησαν, αμετακλήτως, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης (Πλημ/των), λόγω της ιδιότητος των δύο πρώτων, ως Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι των αξιοποίνων πράξεων της προωθήσεως λαθρομεταναστών εις το εσωτερικό της χώρας οι γ' και δ' τούτων, της υποθάλψεως εγκληματίου από κοινού, κατά συρροήν οι α' και β', της ψευδούς βεβαιώσεως, υπεξαγωγής εγγράφων και της παραβάσεως καθήκοντος οι α' και β' τούτων, της ηθικής αυτουργίας εις υπόθαλψη εγκληματίου και παράβαση καθήκοντος ο γ' τούτων και της παραπλανήσεως εις ψευδορκία κατ' εξακολούθηση οι α' και γ' τούτων. Όμως, το ανωτέρω Δικαστήριο, δια της υπ' αριθμ. 1249/2000 αποφάσεώς του, όπως διωρθώθη και συνεπληρώθη, χαρακτήρισε την, ως άνω, αποδιδόμενη εις τους ... και ... αξιόποινον πράξη της υποθάλψεως εγκληματίου, ως κατάχρηση εξουσίας (άρθρ. 239 εδ. β' Π.Κ.) και παρέπεμψε όλους τους κατηγορουμένους εις το ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Δικαστικής Περιφέρειας του Εφετείου Λαρίσης, που θα ορισθεί αρμοδίως, από τον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να δικασθούν δια τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος παρέλειψε την, κατά τα ανωτέρω, ποινική δίωξη τελών εν γνώσει ότι υφίστανται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, δια την άσκηση αυτής, εφόσον, ως ικανός και έμπειρος Εισαγγελικός Λειτουργός , ο οποίος έφερε τον βαθμό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών από 24-7-1992 (βλ. πίνακες αρχαιότητος Δικ. Λειτουργών έτους 2001) και επομένως είχε χειρισθεί μεγάλο αριθμό υποθέσεων, εγνώριζε ασφαλώς ότι, δια την άσκηση ποινικής διώξεως, είναι αρκετή και απλή πιθανότητα τελέσεως αξιοποίνων πράξεων και ότι εις την παρούσα περίπτωση υπήρχε πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρούμενο, το οποίο επέβαλε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των υπαιτίων. Όμως, το αποδεικτικό αυτό υλικό το παρέκαμψε, εν γνώσει του, και κατέληξε εις την κρίση περί μη ασκήσεως ποινικής διώξεως, η οποία έρχεται εις οξεία αντίθεση προς αυτό. Τούτο συνάγεται και από το περιεχόμενο της από 1-2-2002 αναφοράς του, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, δια της οποίας αιτείται την έγκριση από αυτόν της ενεργείας του, περί θέσεως της υποθέσεως εις το αρχείο, χωρίς, όμως, να παραθέτει εις αυτή πραγματικά περιστατικά, δια των οποίων να ανατρέπεται ή να τίθεται υπό αμφισβήτηση το, ως άνω , αποδεικτικό υλικό, εις βαθμό τέτοιο, ώστε να εξάγεται ανενδοιάστως κρίση ότι δεν ετελέσθησαν παντάπασιν αδικήματα ή ότι οι κατηγορίες είναι προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμες. Αντιθέτως, αυτός, παραθέτοντας αποσπάσματα των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, επισημαίνει ασήμαντες διαφορές μεταξύ τούτων, που δεν θίγουν την ουσία των γεγονότων και προσπαθεί καταφανώς να μειώσει την αξιοπιστία των μαρτύρων, αστυνομικών, ... και ... και να εξάρη την εντιμότητα και την προσωπικότητα του Διοικητού και Υποδιοικητού τότε του Α.Τ. Καλαμπάκας, ... και ..., οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, δια των από 3-12-1999 και 5-11-1999 ενόρκων καταθέσεών των, αντιστοίχως, ενώπιον του αυτού, ως άνω Αντεισαγγελέως, αρνούνται την οποιαδήποτε σχέση των, εις τα ανωτέρω, ισχυριζόμενοι ότι το πρώτον επληροφορήθησαν περί της υποθέσεως, κατά μήνα Ιούνιο-Ιούλιο 1999, εξ αιτίας της διεξαγομένης προκαταρκτικής εξετάσεως. Ειδικότερον, ως προς τον πρώτο των ανωτέρω μαρτύρων, αφού επισημαίνει ότι αυτός είχε τον πρωτεύοντα ρόλο εις την όλη πλοκή της υποθέσεως, αναφέρει ότι «το περιεχόμενο των πολυσέλιδων καταθέσεων και τα κείμενα των δύο εγγράφων αναφορών προς τις προϊστάμενες υπηρεσίες του, δια των οποίων αναφέρεται εις πρόσωπα και πράγματα και περί παντός επιστητού, είναι διαποτισμένα κατ' επιεική χαρακτηρισμό από εμπάθεια και μίσος κυρίως προς τους Προϊσταμένους της υπηρεσίας του, από υπερβολή των γεγονότων και πέρα από κάθε αίσθηση ευπρέπειας και αστυνομικής δεοντολογίας». Προκειμένου δε να αμφισβητηθεί το, από τον ρηθέντα μάρτυρα κατατιθέμενο, γεγονός της, κατά την νύκτα της 10 προς 11-4-1995, επεμβάσεως του Διοικητού του Α.Τ. Καλαμπάκας, ..., δια τηλεφωνικής επικοινωνίας του με τον ίδιον, κατά την οποία του είπε «Έλα ..., ο Αστυνόμος είμαι ο ..., σε παίρνω από Καρδίτσα, έπιασες κανένα φορτηγό με Αλβανούς… είναι του ... Μην κάνεις καμία ενέργεια και να μην ενημερώσεις σηματικά τις Προϊστάμενες Υπηρεσίες, αλλά επικοινώνησε με τον ..., γνωρίζει αυτός, έχουμε συζητήσει μαζί, το αυτοκίνητο θα δοθεί …» επισημαίνει εις την ανωτέρω αναφορά του: Ο ισχυρισμός του όμως αυτός αφ' ενός μεν διαψεύδεται από τους δύο αστυνομικούς ... και ... (προφανώς νοείται ο ...) γιατί δεν καταθέτουν κάτι τέτοιο, καίτοι όσο διαρκούσε η διαδικασία της ερεύνης του αυτοκινήτου ήταν μαζί του (παραβλέποντας ότι ο αυτός μάρτυς καταθέτει ότι «πριν ακόμη τελειώσει ο έλεγχος του αυτοκινήτου άκουσα να κτυπάει το τηλέφωνο του τμήματος και εγώ ως υπεύθυνος πήγα να απαντήσω …», αφετέρου ο ισχυρισμός του αυτός δεν στηρίζεται στην λογική και στην συνήθη χρήση του λόγου. Δεν είναι δυνατόν ο Αστυνόμος ... να λέει από τηλεφώνου «Έλα ..., ο Αστυνόμος είμαι, ο ...». Γιατί οπωσδήποτε ο ... γνώριζε την φωνή του Αστυνόμου του και αν τον έλεγε ο Αστυνόμος είμαι δεν θα χρειαζόταν να του πει ο ..., γιατί ο Αστυνόμος ήτο ένας». Εν σχέσει δε προς το κατατιθέμενο από τον αυτόν μάρτυρα γεγονός ότι τον Αύγουστο 1999 συνήντησε τον ... και αυτός τον εβεβαίωσε (ο ... τον μάρτυρα) «ότι το φορτηγό το οδηγούσε ο ίδιος με συνοδηγό τον ..., ότι το ίδιο βράδυ επικοινώνησε με τον Δ/ντή του Α.Τ. Καλαμπάκας ... και του ανέφερε σχετικά και ότι μετά από 1-2 ημέρες από το περιστατικό πήγε ο ίδιος μαζί με τον ... στο Α.Τ. Καλαμπάκας και ο ... ανέβηκε στο γραφείο του Διοικητού και του έδωσε τα κλειδιά, ο ίδιος επισημαίνει : «Ο ισχυρισμός αυτός του μάρτυρος ... διαψεύδεται κατ' αρχήν από τον ίδιο τον ... διότι: 1. Στην από 24-9-1999 εξέτασή του ο ... κατέθεσε ότι την 12-4-1995 τον πήρε στο κινητό του ο ... και του είπε ότι την προηγούμενη ημέρα είχε χρησιμοποιήσει το φορτηγό του εν αγνοία του, για να μεταφέρει λαθρομετανάστες και συνελήφθη από αστυνομικούς και 2) στην από 29-10-1999 συμπληρωματική κατάθεσή του ο ... κατέθεσε ότι «την επομένη ημέρα πήγα με τον ... στο Α.Τ. Καλαμπάκας, εκεί συναντήσαμε δύο αστυνομικούς- μας απάντησαν δεν έγινε τίποτε με το αυτοκίνητο- έτσι εγώ πήρα το φορτηγό και έφυγα …». Όμως, εν σχέσει προς το χρησιμοποιούμενο, προς διάψευση, επιχείρημα, παραβλέπεται παντελώς η κατάθεση του συνεργάτου του ..., ..., ο οποίος σαφώς και λεπτομερειακώς καταθέτει τα αντίθετα, ενώ εν σχέσει προς το δεύτερο επιχείρημα (της διαψεύσεως) χρησιμοποιείται περικοπή της καταθέσεως του ..., από την οποία συνάγεται ότι πράγματι αυτός μετέβη, την επομένη εις το Α.Τ. μετά του ... και «πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε», έστω και επειδή του είπαν ότι «δεν έγινε τίποτα» (ανεξαρτήτως του ότι το τελευταίο, ήτοι ότι του είπαν ότι «δεν έγινε τίποτα» δεν δύναται να ληφθεί σοβαρώς υπόψιν, από οποιονδήποτε αμερόληπτο κριτή). Παρά ταύτα, όσον αφορά τις καταθέσεις των ... και ..., εις την αυτή αναφορά του, περιορίζεται να επισημάνει, ότι «έκαστος τούτων διαψεύδει τον έτερον, ως προς την συμμετοχή του ή μη στην μεταφορά των λαθρομεταναστών την συγκεκριμένη ημερομηνία της 10 προς 11-4-1995, τον τρόπο με τον οποίο έχει αφαιρεθεί το φορτηγό αυτοκίνητο, από το Α.Τ. Καλαμπάκας και αν δια την παράδοση αυτή ευθύνεται κάποιο αστυνομικό όργανο». Ωσαύτως, ως προς τον μάρτυρα ..., αμφισβητώντας τα, δια της από 13-10-1999 καταθέσεως αυτού κατατιθέμενα γεγονότα ότι «ο ... επικοινώνησε, το βράδυ που είχαν καταλάβει το φορτηγό του ..., τηλεφωνικά με την οικία του υπαστυνόμου ... για να τον ενημερώσει αλλά δεν στάθηκε δυνατό» και ότι «ο ... ότι έγγραφα είχε συντάξει για την υπόθεση και τα κλειδιά του αυτοκινήτου τα παρέδωσε στον πρωϊνό Αξ/κό υπηρεσίας, ..., προκειμένου όπως μειωθεί η αξιοπιστία τούτου, παραθέτει περικοπές των καταθέσεων του και εντοπίζει επουσιώδεις διαφορές, ενώ θεωρεί την συμπλήρωση των, ως άνω, γεγονότων, ως αποτέλεσμα της εναρμονίσεως της καταθέσεως αυτού προς τις καταθέσεις του ..., αναφέροντας «… τρεις καταθέσεις έδωσε ο μάρτυς και οι τρεις είναι διαφορετικές μεταξύ των, ως προς τον τόπο στον οποίο είχαν μεταβεί με το περιπολικό της υπηρεσίας, άλλοτε στην Ε.Ο. Καλαμπάκας Τρικάλων και άλλοτε στο σιδηροδρομικό σταθμό Καλαμπάκας, ως προς τον αριθμό των λαθρομεταναστών που τράπηκαν σε φυγή και τον αριθμό των συλληφθέντων, ανερχόμενων με την πρώτη σε 6 και με την δεύτερη σε 5-7 και ως προς τον ενδοιασμό «αν θυμάμαι καλά πρέπει να ξεφουσκώσαμε τα ελαστικά των εμπρόσθιων τροχών», αλλά παραδόξως ενθυμείται άλλα τα οποία τότε ήσαν ασήμαντα και αποτελούν σήμερα αντικείμενο έρευνας. Η τρίτη κατάθεσή του της 13-10-1999 είναι πιο βελτιωμένη από την δεύτερη της 8-7-1999… «Όσον αφορά δε εις την από 11-4-1995 κατάθεση του αυτού μάρτυρος, ενώπιον του τότε Αξ/κού Υπηρεσίας, ..., αμφισβητεί ότι αυτή εδόθη κατά τον ανωτέρω χρόνο (αμφισβήτηση που επανέλαβε και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου), εξ αιτίας του χρόνου που χρησιμοποιείται, κατά την διατύπωση του κειμένου της, ήτοι «… την 10-4-1995 ήμουν υπηρεσία …» γεγονός το οποίο, κατ' αυτόν, σημαίνει ότι συνετάγη μεταγενεστέρως, «διότι ο χρόνος του ρήματος «ήμουν σημαίνει ότι τα ιστορούμενα γεγονότα έλαβαν χώρα εις παρελθόντα χρόνο». Χαρακτηριστικό, εξ' άλλου, της προσπαθείας του κατηγορουμένου, όπως αιτιολογήσει την μη άσκηση ποινικής διώξεως, καίτοι το αποδεικτικό υλικό επέβαλε το αντίθετο, είναι και το, εις την ανωτέρω αναφορά αυτού, συμπέρασμα, που έχει ως εξής : «… Κατόπιν αυτών, δήλον καθίσταται ότι οιαδήποτε αξιόποινη πράξη ήθελε θεωρηθεί ότι έχει διαπλεχθεί εκ πράξεως ή παραλείψεως αστυνομικού τινός ή και περισσοτέρων οφείλεται στο πολυπρόσωπο της συγκροτήσεως του Αστυνομικού Τμήματος στην διαδοχική μεταξύ των αντικατάσταση μετά το πέρας της ημερήσιας βάρδιας και στην δυσκολία της παραδόσεως και παραλαβής των διαφόρων εγγράφων μεταξύ των, γεγονός το οποίο δημιούργησε σύγχυση στους κόλπους της υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Καλαμπάκας, σε βαθμό που να αίρει το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου και να καθίσταται η ικανοποίηση της ποινικής αξίωσης του κράτους ανενεργός». Κατά την εξαγωγή, όμως, του συμπεράσματος αυτού, δεν διευκρινίζεται από τον ίδιον πως «το πολυπρόσωπο» της συγκροτήσεως του Α.Τ και η δημιουργηθείσα «σύγχυση» στους κόλπους της υπηρεσίας, επηρεάζει και την αφαίρεση του σχετικού φύλλου του Βιβλίου Αδικημάτων και Συμβάντων του Α.Τ., όπου είχε καταχωρηθεί το γεγονός της καταλήψεως του, ως άνω, αυτοκινήτου του ... να μεταφέρει, την νύκτα της 10 προς 11-4-1995, παρανόμως Αλβανούς λαθρομετανάστες, καθώς και την παραλαβή του αυτοκινήτου αυτού από τον ..., από τον προ του Α.Τ. χώρο (ως περιλαμβανομένων και των πράξεων αυτών εις την έννοια της «οιασδήποτε αξιοποίνου πράξεως» ήθελε θεωρηθεί ότι είχε τελεσθεί). Ωσαύτως, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η επιφύλαξη του κατηγορουμένου, εις την αυτή αναφορά του, προς άσκηση ποινικής διώξεως κατά των ... και ..., δια την αξιόποινον πράξη της προωθήσεως λαθρομεταναστών εις το εσωτερικό της χώρας- η οποία ας σημειωθεί παρεγράφετο μετά δύο μήνες και δέκα ημέρες από της υποβολής τη ανωτέρω αναφοράς του- (άρθρ. 33 παρ. 1β' του Ν. 1975/1991), εφόσον, δια της επιφυλάξεως αυτής, παραβλέπεται από τον ίδιον, ότι, από το αυτό αποδεικτικό υλικό, που αποδέχεται δια την άσκηση ποινικής διώξεως, δια την ανωτέρω αξιόποινον πράξη, προέκυπτε και ότι το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο του ..., δια του οποίου εγένετο η παράνομος μεταφορά των λαθρομεταναστών, μετεφέρθη και ακινητοποιήθηκε εις το προ του Α.Τ. Καλαμπάκας χώρο και ότι κατεσχέθη αυτό και η κάρτα ταχογράφου του, οπότε το εύλογο ερώτημα τι απέγινε το αυτοκίνητο αυτό και πώς απεδόθη, οδηγεί εις την πιθανότητα τελέσεως και των λοιπών, ως άνω, αξιοποίνων πράξεων, από τα πρόσωπα, τα οποία ενδιαφέροντο δια την απόδοση τούτου και την μη άσκηση ποινικής διώξεως κατά του οδηγού αυτού και του συνοδηγού του. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, δια της ενδίκου εφέσεώς του, (και των πολυσέλιδων υπομνημάτων του), ενώπιον του Ανακριτού Α. Τμήματος Βόλου, του Συμβουλίου Πλημ/δικών Βόλου και του Συμβουλίου τούτου) ισχυρίζεται, ότι «δεν στοιχειοθετείται εις βάρος του η αποδιδόμενη εις αυτόν αξιόποινος πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, εφόσον αυτός, αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό, έκρινε, κατά την ανέλεγκτο κρίση του», ότι έπρεπε να θέσει τη σχετική δικογραφία εις το αρχείο, κατ' άρθρο 43 Κ.Π.Δ., δι' ένα σκέλος της καταγγελίας, επιφυλασσόμενος να αποφανθεί δια το υπόλοιπο, εν συνεχεία δε υπέβαλε την πράξη του αυτή, προς έγκριση, εις τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες δικονομικές πράξεις και διαδικασίες». Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου κρίνεται απορριπτέος. Και τούτο διότι, επί τη βάσει όσων ανωτέρω εξετέθησαν, εις την συγκεκριμένη περίπτωση, η μη άσκηση ποινικής διώξεως, κατά των υπαιτίων, από τον ίδιον, δεν είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτιμήσεως από αυτόν του αποδεικτικού υλικού, που ετέθη υπό την κρίση του. Αντιθέτως, από το αποδεικτικό υλικό που ετέθη υπό την κρίση του, αυτός ετέλει εν γνώσει της υπάρξεως των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων δια την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των υπαιτίων, ο ίδιος, όμως, παρέλειψε την άσκηση αυτής, ενεργώντας αντιθέτως από όσα διεπίστωσε, κατά την απροσωπόληπτον κρίση του, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο, κατά παράβαση της, εκ του άρθρου 43 Κ.Π.Δ. υποχρεώσεώς του. Υπό τα περιστατικά δε αυτά, αποδοχή του τοιούτου ισχυρισμού αυτού, θα είχε την έννοια ότι ο αρμόδιος δια την άσκηση της ποινικής διώξεως και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας Εισαγγελέας, καλυπτόμενος όπισθεν της κατά τον προσήκοντα δικονομικό τρόπο εκφραζομένης και υποβαλλομένης προς έγκριση οιονεί δικαιοδοτικής κρίσεώς του, δύναται να αυθαιρετεί, ασκώντας ποινική δίωξη επιλεκτικώς. Ωσαύτως, αυτός αμφισβητεί τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και παραθέτοντας περικοπές των καταθέσεων των, ως άνω, μαρτύρων, που εδόθησαν ενώπιον του διενεργήσαντος την προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελέως καθώς και αυτών που εδόθησαν από αυτούς ενώπιον άλλων αρχών και συγκρίνοντας αυτές μεταξύ των και μεταξύ των καταθέσεων των μαρτύρων- υπαιτίων, επισημαίνει αναντιστοιχίες εις αυτές και διαφορές μεταξύ των, καταλήγοντας, επί τη βάσει των επί μέρους ισχυρισμών του, ότι οι καταθέσεις των, ως άνω, μαρτύρων, ..., ... και ... ήσαν ψευδείς και αντιφατικές, ότι οι κατηγορίες ήσαν προφανώς ουσιαστικώς αβάσιμες και ο ίδιος ενήργησε ορθώς, θέτοντας την υπόθεση εις το αρχείο. Περί αυτών, που συνιστούν λόγους εσφαλμένης εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού, από το Συμβούλιο πλημμελειοδικών Βόλου, εγένετο λόγος ανωτέρω, ενώ οι αναντιστοιχίες και διαφορές που ο κατηγορούμενος επισημαίνει και τα συμπεράσματά του, δεν ανατρέπουν εις το ελάχιστο τα βασικά γεγονότα, όπως αυτά προεξετέθησαν, ως πιθανότητα τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων και δεν οδηγούν ανενδοιάστως και κατά τρόπον έκδηλον εις κρίση ότι δεν ετελέσθησαν παντάπασι αδικήματα. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα αυτά έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο της περαιτέρω ανακρίσεως, δια της ασκήσεως ποινικής διώξεως, ώστε να κριθούν εις τα πλαίσια των αποχρωσών ενδείξεων ή και των αποδείξεων εις το ακροατήριο. Άλλωστε, όπως προελέχθη, δια τις αξιόποινες πράξεις, των οποίων ο ίδιος παρέλειψε την ποινική δίωξη, οι υπαίτιοι παρεπέμφθησαν αμετακλήτως εις δίκη και οι κατ' αυτών κατηγορίες εκκρεμούν ήδη ενώπιον του Μ.Ο.Δ. της Δικαστικής Περιφερείας του Εφετείου Λαρίσης που θα ορισθεί αρμοδίως από τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης. Ο ανωτέρω δε μάρτυς και ήδη μηνυτής, ..., δια της από 20-3-2000 μηνύσεώς του, το περιεχόμενο της οποίας εβεβαίωσε ενόρκως, εμμένει εις τα προαναφερόμενα γεγονότα, όπως και ο μάρτυς ..., αναφερόμενος εις την κατάθεσή του, ενώπιον του Αντεισαγγελέως Βασιλ. Τσιαρδάκα, κατά την από 11-6-2001 κατ' αντιπαράσταση, μετά του κατηγορουμένου, εξέτασή του, ενώπιον του Ανακριτού Α' Τμήματος Βόλου. Πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί, ότι «τα κίνητρα» που ώθησαν τον κατηγορούμενο εις την παράλειψη της διώξεως, κατά τα ανωτέρω, τα οποία αποδέχεται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, δια της αναφοράς του εις την πρόταση του Εισαγγελέως, δεν ασκούν επιρροή εις την στοιχειοθέτηση της αποδιδόμενης εις τούτον αξιοποίνου πράξεως της καταχρήσεως εξουσίας, εφ' όσον καθοριστικό στοιχείο της πράξεως αυτής είναι η από αυτόν γνώση της υπάρξεως των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, δια την άσκηση ποινικής διώξεως και όχι τα κίνητρα τα οποία τον ώθησαν εις την παράλειψή της. Επομένως, η τυχόν ανυπαρξία τούτων, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, δεν επάγεται διάφορον αποτέλεσμα και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της εφέσεώς του παρίσταται ως αλυστιτελής. Κατ' ακολουθίαν πάντων όσων ανωτέρω εξετέθησαν, στοιχειοθετείται εις βάρος του κατηγορουμένου η αποδιδόμενη εις αυτόν αξιόποινος πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 239 εδ. β' Π.Κ. και όχι αυτή της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρ 259 Π.Κ.), όπως, υπό τα αυτά, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, διαλαμβάνεται εις την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση, εφόσον: α) Η αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινος πράξη είναι τετελεσμένη αφ' ότου παρήλθε ο χρόνος της ασκήσεως από τον ίδιο ποινικής διώξεως, ήτοι από και δια της αρχειοθετήσεως, κατά τα ανωτέρω, της υποθέσεως και είναι ανεξάρτητο το ότι τελικώς ησκήθη κατά των υπαιτίων ποινική δίωξη, επειδή ο Εισαγγελέας Εφετών Λαρίσης δεν ενέκρινε την ενέργεια αυτού περί αρχειοθετήσεως της υποθέσεως και β) η διάταξη του άρθρου 259 Π.Κ. είναι επικουρική έναντι αυτής του άρθρου 239 ΠΚ, εν όψει της διατυπώσεως της πρώτης «… αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη». Υπάρχουν δε σοβαρές ενδείξεις τελέσεως από τον κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως, ώστε να παρίσταται αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος …». -5.- Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για να δικασθεί για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη και έτσι απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα. -Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 239 στοιχ. β' του Π.Κ, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει ότι διενεργήθηκε κυρία ανάκριση και όχι προανάκριση, το δε Εφετείο κατέληξε στην ως άνω κρίση του αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, «… και τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση» καθώς και «… πάντα τα συνημμένα εις την δικογραφία έγγραφα …». Επομένως, η αιτίαση ότι δεν ελήφθησαν υπόψη «αποδεικτικά μέσα της προανακρίσεως (απολογίες των κατηγορουμένων ..., ... και ... και το απολογητικό υπόμνημα του αστυνόμου ...), η πειθαρχική αγωγή εις βάρος του, υπομνήματα και απολογίες αυτού και άλλων κατηγορουμένων που σχετίζονται με την υπόθεση και τα λοιπά έγγραφα που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτηση αναιρέσεως, είναι αβάσιμη, διότι από την ανωτέρω αναφορά του Συμβουλίου ότι έλαβε υπόψη και «πάντα τα συνημμένα εις την δικογραφία έγγραφα …» συνάγεται ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα ως άνω έγγραφα, καθόσον για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί να προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Η αιτίαση εξάλλου, ότι δεν αιτιολογείται η ύπαρξη στο πρόσωπό του ο άμεσος δόλος, είναι αβάσιμη. Και αυτό γιατί από την παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, «ο κατηγορούμενος παρέλειψε την κατά τ' ανωτέρω) ποινική δίωξη, τελών εν γνώσει ότι υφίστανται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, δια την άσκηση αυτής, εφόσον ως ικανός και έμπειρος εισαγγελικός λειτουργός … εγνώριζε ασφαλώς ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και απλή πιθανότητα τελέσεως αξιοποίνων πράξεων και ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρχε πλούσιο αποδεικτικό υλικό πολλαπλώς διασταυρούμενο το οποίο επέβαλε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά των υπαιτίων. Όμως το αποδεικτικό αυτό υλικό το παρέκαμψε εν γνώσει του και κατέληξε στη κρίση περί μη ασκήσεως ποινικής διώξεως, η οποία έρχεται εις οξεία αντίθεση προς αυτό». Προκύπτει ότι το Συμβούλιο διέλαβε πλήρη αιτιολογία αναφορικά με τον άμεσο δόλο του αναιρεσείοντος που απαιτείται για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. Επομένως οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά το μέρος που με τις επιμέρους αιτιάσεις τους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμοι, ενώ κατά το μέρος τους με το οποίο υπό την επίκληση των εκ των άνω διατάξεων του ΚΠΔ ιδρυομένων λόγων αναιρέσεως, πλήσσεται η περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, η οποία δε ελέγχεται αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Κατά τη γνώμη όμως του Αρεοπαγίτη Νικολάου Κασσαβέτη στην από τη διάταξη του άρθρου 239 περ. β' Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του και απ' αυτή προβλεπόμενου και τιμωρούμενου εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας απαιτούμενη παράλειψη της δίωξης υπαιτίου δεν εμπίπτει και η από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 43 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αρχειοθέτηση της υπόθεσης με απ' αυτόν υποβολή της σύμφωνα με τη διάταξη αυτή της σχετικής αναφοράς στον Εισαγγελέα των Εφετών αφού η αρχειοθέτηση αυτή ως τελούσα κατά την ίδια δικονομική διάταξη υπό την έγκριση του Εισαγγελέα των Εφετών δεν είναι οριστική με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει από τη φάση της στην έννοια της παράλειψης της δίωξης υπαιτίου. Επομένως και ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος τηρήθηκαν στην προκείμενη περίπτωση από τον αναιρεσείοντα τότε Εισαγγελέα οι διατυπώσεις του άρθρου 43 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. ο από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1β Κ.Ποιν.Δ. λόγος της αναίρεσης έπρεπε κατά την ίδια γνώμη να κριθεί βάσιμος. Κατά συνέπεια πρέπει οι άνω λόγοι αναιρέσεως να απορριφθούν, καθώς και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, μετά την απόρριψη με την 252/2004 απόφαση του Στ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο και του λόγου αυτής για απόλυτη ακυρότητα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2.10.2002 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ..., κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 197/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2004. Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2005. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Διαπράττει το έγκλημα της καταχρήσεως εξουσίας(άρθρο 239 ΠΚ) με την μορφή της παράλειψης του υπαλλήλου να διώξει κάποιον υπαίτιο αξιόποινης πράξης, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, όταν θέσει μήνυση ή αναφορά στο αρχείο και συντάξει σχετική αναφορά στον Εισαγγελέα Εφετών(άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ) και τελεί εν γνώσει από το περιεχόμενο της μήνυσης ή αναφοράς, πολύ δε περισσότερο, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μετά προκαταρκτική εξέταση που διέταξε (43 παρ. 2 ΚΠΔ), ότι συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της ποινικής δίωξης, παρά ταύτα δε, σε αντίθεση με τα στοιχεία αυτά, αυθαίρετα και με αιτιολογία που αποκλίνει από την αντικειμενική και απροσωπόληπτη κρίση, παραλείπει να πράξει τούτο, αρχειοθετώντας τη σχετική μήνυση ή αναφορά(Ολομ. ΑΠ 1/2005 ΝοΒ 53.1319 και Ποιν. Χρον. ΝΕ. 781 ). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Κατάχρηση εξουσίας, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 3/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Αθανάσιο Κρητικό, Στυλιανό Μοσχολέα, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Μιχαήλ Δέτση - Εισηγητή, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως υπέρ του νόμου της 1358/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ……………., κάτοικο ……... και ήδη κρατούμενο στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων – Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 35/17.12.2004 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2059/2004. Αφού άκουσεΤον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην πλήρη ολομέλεια (ποινική) η από 17 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση, λόγω αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ) της υπ' αριθ. 1358/2004 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του καταδικασθέντος, ………. προς καθορισμό συνολικής ποινής, ως απαράδεκτη, λόγω παραιτήσεώς του από αυτήν, επειδή το εν λόγω Δικαστήριο δεν προέβη στη συνέχεια σε καθορισμό της συνολικής ποινής. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με αφορμή την από 28.6.2004 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών υποβληθείσα αίτηση του καταδικασθέντα …….., με το υπ' αριθ. 32250/30.6.2004 έγγραφό του, που είναι ταυτόσημο κατά περιεχόμενο με εκείνο της αιτήσεως, εισήγαγε αυτεπαγγέλτως στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών την υπόθεση προς καθορισμό για τον καταδικασθέντα, ………..., συνολικής ποινής από τις ποινές καθείρξεως 14 ετών και 12 ετών που του επιβλήθηκαν αντιστοίχως με τις υπ' αριθ. 861/2004 και 857/2004 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο ανωτέρω καταδικασθείς παραιτήθηκε από την προδιαληφθείσα αίτησή του και κατόπιν αυτού το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη. Έτσι όμως το Δικαστήριο με την παράλειψή του να καθορίσει συνολική ποινή αν και συνέτρεχαν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι, δοθέντος ότι η υπόθεση εισήγετο στο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως με έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και ως εκ τούτου η γενόμενη παραίτηση του καταδικασθέντος από την υποβληθείσα ως άνω αίτησή του δεν είχε καμία νομική σημασία, έστω και αν δεν προέκυπτε ότι οι υπό συγχώνευση αποφάσεις είχαν καταστεί αμετάκλητες, υπερέβη την εξουσία του αρνητικώς. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου, των αρεοπαγιτών Χρύσανθου Παπούλια και Μιχαήλ Δέτση, το εκδόσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, με το να απορρίψει την από 28.6.2004 αίτηση του ……., ως απαράδεκτη, λόγω παραιτήσεώς του από αυτήν και να μην προχωρήσει στον καθορισμό συνολικής ποινής, δεν υπερέβη την εξουσία του, διότι στο Δικαστήριο εισήχθη η αίτηση του καταδικασθέντος ....... προς καθορισμό συνολικής ποινής και όχι έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών (άλλωστε επί της αιτήσεως σημειώνεται από τον Εισαγγελέα Εφετών «εισαχθεί στο Πενταμελές 19.7.2004»), πέραν του ότι από τα έγγραφα της Δικογραφίας τα οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις με τις οποίες επιβλήθηκαν οι υπό συγχώνευση ποινές είχαν καταστεί αμετάκλητες και έπρεπε, επομένως, να απορριφθεί ο περί αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 1358/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει αυτήν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαϊου 2005.
Παραίτηση από την αίτηση καθορισμού συνολικής ποινής. Όταν ο Εισαγγελέας εισάγει αυτεπαγγέλτως με αφορμή αίτηση του καταδικασθέντος για συγχώνευση ποινών, με ίδιο έγγραφό του που είναι ταυτόσημο με εκείνο της αιτήσεως, η παραίτηση του καταδικασθέντος από την αίτησή του δεν έχει καμία νομική σημασία, έστω και εάν δεν προέκυπτε ότι οι υπό συγχώνευση αποφάσεις έχουν καταστεί αμετάκλητες. Το δε δικαστήριο με το να παραλείψει να καθορίσει συνολική ποινή, αν και συνέτρεχαν οι απαιτούμενοι για αυτό κατά νόμο όροι, υπερέβη την εξουσία του αρνητικώς - άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η - ΚΠΔ (Ολομ. ΑΠ 3/2005 ΠοινΔικ.8.657, ΝοΒ 53.1323 και Ποιν. Χρον. ΝΕ.785 ). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Ποινή συνολική, Υπέρβαση εξουσίας.
1
Αριθμός 6/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Α' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Γεωργίλη, Στυλιανό Πατεράκη, Στυλιανό Μοσχολέα και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Σπυρίδωνα Κολυβά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Ανδρέα Μαρκάκη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ιωάννη Παπανικολάου και Δημήτριο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. ΣΥΝΗΛΘΕ σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2005, για να αποφανθεί για την αίτηση του κατηγορουμένου ……...κατοίκου ……….., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως της με αριθμό 44516/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 44516/2002 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση της άνω αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουλίου 2002 αίτησή του περί αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1622/2002. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2105/2004 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του παραπάνω κατηγορουμένου, με την ως άνω αίτηση περί αναιρέσεως, την 132/10.10.2003 έκθεση παραιτήσεως του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός δήλωσε ότι παραιτείται της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και την 130α/03/17.03.2005 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Επί της από 12.7.2002 αιτήσεως του ......., για αναίρεση της 44516/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επειδή, με την 2105/2004 απόφαση του Στ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, η πιο πάνω αίτηση κρίθηκε παραδεκτή με πλειοψηφία μιάς ψήφου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 ΚΠΔ «το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου……Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1 ΚΠΔ) και από εκείνον που τη δέχεται». Κατά το άρθρο 153, η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία, η αναγραφή των ονομάτων και επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που συμπράττουν, σύμφωνα με το άρθρο 150, ή που εξετάστηκαν ή η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του.Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου στρέφεται κατά της 44516/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) έφεσή του κατά της 514/1999 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικαστεί για καθυστέρηση πληρωμής ασφαλιστικών εισφορών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε συνταχθεί από αυτή η 335/12.7.2002 έκθεση. Στην αρχή της εκθέσεως αυτής, αναγράφεται ότι εμφανίστηκε ο δικηγόρος Δημ.Ελευθεριάδης, ως πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος και δήλωσε ότι ασκεί την αναίρεση αυτή, ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιός του, επισυνάπτοντας στην έκθεση και το σχετικό από 11.7.2002 πληρεξούσιο που υπογράφει ο αναιρεσείων.Η πλειοψηφούσα γνώμη δέχτηκε, ότι ενώπιον της Γραμματέως εμφανίστηκε όχι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, αλλά ο αναιρεσείων, πλην όμως η Γραμματέας παρέλειψε να ελέγξει και να αναγράψει ότι εμφανίστηκε ο αναιρεσείων. Η παράλειψη αυτή, δέχεται η πλειοψηφούσα γνώμη δεν επιτρέπεται να λειτουργήσει εις βάρος του αναιρεσείοντος. Έτσι έκρινε την αναίρεση παραδεκτή. Η γνώμη της μειοψηφίας δέχτηκε ότι η αναίρεση ασκήθηκε δια του αντιπροσώπου του κατηγορουμένου, πιο πάνω δικηγόρου, ο οποίος εμφανίστηκε στη γραμματέα, αλλά δεν υπογράφει την έκθεση. Άρα, είπε η μειοψηφία, η έκθεση αναίρεσης είναι άκυρη και απαράδεκτη.Η διαφωνία δημιουργήθηκε, διότι στο πληρεξούσιο, με το οποίο ο ....... χορηγούσε την εντολή να ασκήσει αναίρεση στο δικηγόρο του Δημήτριο Ελευθεριάδη, υπήρχε η δια συμπλέγματος υπογραφή του, ενώ στην έκθεση αναίρεσης, την οποία μάλιστα κατέθεσε αυτοπροσώπως ο δικηγόρος στην αρμόδια γραμματέα, κάτω από την ένδειξη «ο αναιρεσείων» υπήρχε το ονοματεπώνυμο « .......» και όχι η δια συμπλέγματος υπογραφή του, αλλά ούτε και η υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, χωρίς να προκύπτει η ανάκληση της πληρεξουσιότητας.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 474 παρ. 1, 465 παρ. 1 και 152 ΚΠΔ προκύπτει ότι κάθε έκθεση, και εκείνη του ενδίκου μέσου, είναι άκυρη, όταν λείπει μεταξύ άλλων η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει κατ' άρθρο 150 ΚΠΔ, οπότε πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο το ένδικο μέσο κατ' άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Ωστόσο, η διαζευκτική διατύπωση του άρθρου 153, ότι η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπει «η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει» είναι στο πνεύμα της νομοθετικής βούλησης ότι το ένδικο μέσο είναι άκυρο, όταν στην έκθεση δεν υπάρχει ούτε η υπογραφή ούτε το ονοματεπώνυμο του αναιρεσείοντος, αλλ' ούτε και η υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου και όχι, όταν δεν υπάρχει μεν η υπογραφή του τελευταίου, υπάρχει όμως το ονοματεπώνυμο του εντολέα, έτσι ώστε να μη δημιουργείται καμιά αμφιβολία – ενόψει και της γραπτής εξουσιοδότησης – ως προς την ταυτότητα και βούληση των συμπραττόντων προσώπων και τη ρητή εντολή του καταδικασθέντος προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του προς άσκηση αναίρεσης.Εξάλλου, η υπηρεσιακή παράλειψη της γραμματέα να ελέγξει και ν' αναγράψει ότι εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 151 ΚΠΔ για το περιεχόμενο της έκθεσης, καθώς επίσης και να την παραλάβει χωρίς τη σχετική διόρθωση και την υπογραφή της από τον αναιρεσείοντα, δεν πρέπει να λειτουργήσει εις βάρος του τελευταίου, ο οποίος δεν ευθύνεται για την παράλειψη αυτή.Κατ' ακολουθία των προαναφερθέντων, συντάσσομαι με τη γνώμη της πλειοψηφίας και προτείνω να γίνει δεκτή από την Ολομέλειά σας, διότι είναι σύμφωνη και προς τον κανόνα «IN DUBIO PRO REO», που έχει εφαρμογή και στο χώρο του δικονομικού δικαίου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑΈτσι λοιπόν η υπ'αρ. 335/12.7.2003 αίτηση αναίρεσης του ....... κατά της υπ'αρ. 44516/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έχει ασκηθεί για τους παραπάνω λόγους κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Ωστόσο μετά την επίλυση από την Ολομέλειά σας του νομικού τούτου θέματος, για το οποίο και παραπέμφθηκε υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 23 παρ. 1 και 2 Ν.1756/88 και 3 παρ. 3 Ν.3810/57, λόγω της πλειοψηφίας μιας ψήφου, θα πρέπει να επανέλθει στο ίδιο ΣΤ' Ποινικό Τμήμα σε συμβούλιο προκειμένου ν' αποφανθεί τούτο κατ' ά.476 παρ. 1 ΚΠΔ για το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης λόγω της υπ'αρ. 132/10.10.2003 έκθεσης παραίτησης που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Αθήνα 17 Μαρτίου 2005 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης». Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη πρότασή και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με τη 2105/2004 απόφαση του ΣΤ' τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (ν.1758/1988, όπως αντικαταστάθηκαν, η παρ/φος 1 με το άρθρο 16 παρ. 1 του 2331/1993 και η παρ/φος 2 με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.2479/1997) και 3 παρ. 3 του ν.3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, όπως συνάγεται από τα άρθρα 64 παρ. 5 του Εισ.ν.ΚΠολΔ και 113 παρ. 1 περ. θ' του ν.1756/1988, η από 12.7.2002 αίτηση του ......., για αναίρεση της 44516/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επειδή η αίτηση αυτή κρίθηκε παραδεκτή με πλειοψηφία μιάς ψήφου.2. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 475 παρ. 1 του ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και αν αυτός κρατείται στη φυλακή σ' εκείνον που τη διευθύνει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι όλες οι προαναφερόμενες περιπτώσεις, που αυτή προβλέπει, όπως είναι και η άσκηση του ένδικου μέσου χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες από το νόμο διατυπώσεις για την άσκησή του, καθώς και η νόμιμη παραίτηση από το ένδικο μέσο, ισοτίμως επάγονται την ίδια έννομη συνέπεια, την απόρριψη δηλαδή του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου. Η δε παραίτηση από του ενδίκου μέσου, ως λόγος κηρύξεως αυτού απαραδέκτου, δεν τελεί σε σχέση επικουρικότητας ως προς τον επαγόμενον την αυτή έννομη συνέπεια λόγο της μη τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων για την άσκησή τους. Κατά λογική συνέπεια, αν ο διάδικος παραιτήθηκε νομότυπα από κάποιο ένδικο μέσο κατά αποφάσεως ή βουλεύματος που αυτός έχει ασκήσει, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, λόγω της παραιτήσεως αυτής, χωρίς να είναι ανάγκη να ερευνηθεί προηγουμένως αν για την άσκησή του έχουν τηρηθεί ή όχι οι νόμιμες διατυπώσεις.3. Στην προκείμενη περίπτωση, με την 44516/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η υπό αριθμό 157/2001 έφεση, που ο κατηγορούμενος ....... είχε ασκήσει κατά της 514/1999 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικαστεί, για καθυστέρηση πληρωμής ασφαλιστικών εισφορών, σε φυλάκιση είκοσι μηνών. Κατά της πιο πάνω 44516/2002 απόφασης, ασκήθηκε, για λογαριασμό του κατηγορουμένου, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, με δήλωση ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία και συνέταξε την υπό αριθμό 335/12.7.2002 σχετική έκθεση. Στην αρχή της ενλόγω έκθεσης αναγράφεται ότι εμφανίστηκε ο δικηγόρος Αθηνών Δημήτριος Ελευθεριάδης, ως πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος και δήλωσε ότι ασκεί την αναίρεση ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιός του. Πλην όμως στο τέλος της έκθεσης και υπό την ένδειξη «ο αναιρεσείων» έχει καταχωριστεί το όνομα του αντιπροσωπευόμενου διαδίκου «.......» και όχι του δηλώσαντος την άσκηση του ένδικου μέσου αντιπροσώπου του διαδίκου, έχει δε υπογράψει την έκθεση και η γραμματέας. Όμως στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων παραιτήθηκε νομότυπα από το πιο πάνω ένδικο μέσο της αναίρεσης, με δήλωσή του που έγινε ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια του οποίου αυτός κατοικεί και συντάχθηκε από το γραμματέα αυτό η υπό αριθμό 132/10.10.2003 σχετική έκθεση παραίτησης. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη, η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, λόγω της παραίτησης αυτής και έτσι παρέλκει η έρευνα του παραπεμφθέντος έτερου λόγου απαραδέκτου της αιτήσεως. Ύστερα από όλα αυτά και για τον προαναφερόμενο λόγο πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Ιουλίου 2002 αίτηση του ......., για αναίρεση της 44516/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως απαράδεκτη. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210,00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαϊου 2005. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2005.
Η παραίτηση από του ενδίκου μέσου, ως λόγος κηρύξεως αυτού απαράδεκτου, δεν τελεί σε σχέση επικουρικότητας ως προς τον επαγόμενο την αυτή έννομη συνέπεια λόγο της μη τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων για την άσκησή τους. Σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 1, 475 παρ. 1 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ αν ο διάδικος παραιτήθηκε νομότυπα από κάποιο ένδικο μέσο κατά αποφάσεως ή βουλεύματος που αυτός έχει ασκήσει, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, λόγω της παραιτήσεως αυτής, χωρίς να είναι ανάγκη να ερευνηθεί προηγουμένως αν για την άσκηση του έχουν τηρηθεί ή όχι οι νόμιμες διατυπώσεις, διότι η παραίτηση από του ενδίκου μέσου, ως λόγος κηρύξεως αυτού απαράδεκτου δεν τελεί σε σχέση επικουρικότητας ως προς τον επαγόμενο την αυτή έννομη συνέπεια λόγο της μη τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων για την άσκησή τους (Ολομ. ΑΠ. 6/2005 Ποιν. Χρον ΝΕ.789). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Παραίτηση
Παραίτηση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 9/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη-Εισηγητή, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θέμελη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 528/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενο τον ....., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθ. 528/2001 απόφασή του, διέταξε όσα με λεπτομέρεια αναφέρονται σ' αυτήν. Την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως ζητεί τώρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 14 Ιουνίου 2005 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1121/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ εΤον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η με αριθμό 31/14-6-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου, λόγω αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, της 528/2001 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η 153/1999 έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας κατά της 3010/1000 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας (άρθρο 513 επ. ΚΠΔ). Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στ. Η', 498 εδ. α' και 474 παρ. 2 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της. 2.- Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, «η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριον την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του και ο πολιτικώς ενάγων, ή όχι, για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Παρέπεται απ' όλα αυτά, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, ο κατηγορούμενος ..... με την 3010/16-11-1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας κηρύχτηκε αθώος για την αποδιδόμενη σαυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Βέροιας άσκησε την 153/22-11-1999 έφεσή του. Στην έκθεση της έφεσης αναφέρεται, ότι ο Εισαγγελέας αυτός εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την οποία κηρύχτηκε αθώος ο κατηγορούμενος ..... για παράβαση ανθρωποκτονίας από αμέλεια «ενώ από τα αναγνωστέα έγγραφα, ιδιαίτερα την ιατροδικαστική εξέταση και την έκθεση αυτοψίας (επιφάνεια σύγκρουσης αυτοκινήτων), όσο και από την ακροαματική διαδικασία, ιδιαίτερα από την κατάθεση τόσον του πρώτου, όσον και της δεύτερης μάρτυρος αποδείχτηκε πλήρως η τέλεση της πράξης από τον κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο». Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση αυτή ως απαράδεκτη, γιατί δεν περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, καθόσον ειδικότερα ο Εισαγγελέας στη συνταγείσα έκθεση δεν εκθέτει «με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και επιπλέον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης, μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του ανωτέρω κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την εξενεχθείσα από το ως άνω δικαστήριο κρίση του περί της αθωότητος του εν λόγω κατηγορουμένου». Σύμφωνα μ' αυτά σωστά το Εφετείο εφήρμοσε την ισχυρή και μη αντίθετη στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, για να καταλήξει σε ορθή κρίση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας, η οποία δεν ασκήθηκε όπως απαιτούν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2 και 498 εδ. α' ΚΠΔ. Συνακόλουθα δεν έχει υποπέσει η προσβαλλόμενη απόφαση σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγο αναίρεσης, οι δε αντίθετες αιτιάσεις της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την με αριθμό 31/14-6-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου της 528/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Δεκεμβρίου 2005. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκ της απορρίψεως από το Δικαστήριο της εφέσεως του Εισαγγελέα κατά της απαλλακτικής απόφασης, ως αναιτιολόγητης (το αιτιολογημένο προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 486 του Κ.Π.Δ.), δεν δημιουργείται αρνητική υπέρβαση εξουσίας, ούτε οι ρυθμίσεις αυτές είναι αντίθετες με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. .Απόρριψη του λόγου αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά τέτοιας απόφασης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας.(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Έφεση Εισαγγελέα, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 2/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΒ' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη και Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπροέδρους, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Συρόπουλο, Νικόλαο Οικονομίδη-Εισηγητή, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Αθανάσιο Γιωτάκο και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού, και της Γραμματέως Ελένης Σταθούλια. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2004, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 458/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ4, 2. Χ5, 3. Χ6, 4. Χ1, 5. Χ2, 6. Χ3, 7. Χ7 και 8. Χ8. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ......, 2. ......, 3. ...... και 4. ....... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 458/2003 βούλευμά του διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 249/10-5-2004 πρότασή του εισήγαγε σ' αυτό, μετά την υπ' αριθμ. 2488/2003 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος την ποινική δικογραφία και πρότεινε να απορριφθεί η από 7 Απριλίου 2003 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ανδρεουλάκου, για αναίρεση του 458/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με την παραπάνω απόφαση του Στ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την από 10-5-2004 πρότασή του, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «1.Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 458/2003 βούλευμά του, εκτός άλλων, απέρριψε κατ' ουσίαν την 1109/27-11-2002 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά του 5176/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το πρωτόδικο αυτό βούλευμα κατά το μέρος που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Α) 1) Χ4, 2) Χ5 3) Χ1 και 4) Χ6 για : α) απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. (73.368 ΕΥΡΩ), και β) παράβαση του άρθρου 34 εδ. α' του ν. 3632/1928, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα στο χρονικό διάστημα από 22-10-1999 έως 27-10-1999 και Β) 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ7 και 5) Χ8 για παράβαση του άρθρου 34 εδ. α' του ν. 3632/1928, που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα στις 11-2-2000. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και μάλιστα μόνο ως προς το προαναφερόμενο μέρος του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την από 7-4-2003 αίτηση αναιρέσεως, με τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 3160/2003, μοναδικό λόγο της οποίας προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Το ΣΤ' Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την 2488/2003 απόφασή του, παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως διότι η απόφαση για την παραδοχή του λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. 2. Το απαλλακτικό βούλευμα έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της ποίας ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών ή υποκειμενικών όρων του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις του συμβουλίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να γίνεται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου ούτε να μνημονεύεται τι προκύπτει από καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί ο προσδιορισμός του είδους τους κατά κατηγορίες και να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα στοιχεία από το δικαστικό συμβούλιο. 3. Στην προκειμένη υπόθεση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, εκθέτει ότι, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος προσδιοριζομένων αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν όλα υπόψη, προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις ανωτέρω κατηγορίες: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ (ΜΑΚΛΩ) ιδρύθηκε το έτος 1948 και είχε ως αντικείμενο εργασιών την αγορά και επεξεργασία βάμβακος για την παραγωγή νημάτων διαφόρων τύπων. Η πορεία των εργασιών της κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας της ήταν πάρα πολύ καλή και είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή της κατά το έτος 1974 στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), όπου έκτοτε διαπραγματευόνταν οι μετοχές της. Το έτος 1990 η πλειοψηφία των μετοχών της περιήλθε στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ (ΕΤΕ ΑΕ), η οποία και ασκούσε έκτοτε τη διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεών της με πρόσωπα της επιλογής της. Πριν από το έτος 1990 και μέχρι το έτος 1995 η ΜΑΚΛΩ ΑΕ, όπως και όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις Κλωστοϋφαντουργίας που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, αντιμετώπισε μεγάλη ύφεση και μείωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα την εμφάνιση επί σειρά ετών μεγάλων ζημιών, την επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της και το σπουδαιότερο, τη μη πραγματοποίηση επενδύσεων, σε νέα μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό, γεγονός που καθιστούσε το μέλλον της δυσοίωνο. Για το λόγο αυτό τον Ιανουάριο του 1996 η ΕΤΕ ΑΕ πώλησε το 67% των μετοχών της (ΜΑΚΛΩ ΑΕ0 στον επιχειρηματία Ζ1 αντί του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος των 200.000.000 δραχμών, από το οποίο ο αγοραστής κατέβαλε κατά την υπογραφή της σχετικής σύμβασης το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το υπόλοιπο σε τρεις ισόποσες δόσεις, αρχής γενομένης από τις 4-1-10997. Με την ίδια σύμβαση ρυθμίστηκαν και τα χρέη της ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς την πωλήτρια (ΕΤΕ ΑΕ). Ο Ζ1 ανέλαβε έκτοτε τη διοίκηση και διεύθυνση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και κατέβαλε προσπάθειες για την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εταιρεία αυτή, πλην όμως απεβίωσε στις 3-7-1998, πριν ολοκληρώσει την προσπάθειά του αυτή. Την κληρονομιά του και τη διοίκηση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ανέλαβαν τα τρία τέκνα του, τα οποία δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα σοβαρά οικονομικά και λειτουργικά προβλήματα που εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν τη ΜΑΚΛΩ ΑΕ, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραγωγής του εργοστασίου της και τη διακοπή της λειτουργίας του από τις αρχές Ιανουαρίου 1999. Η δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο τέλος του 1998, αποτυπώνεται στο συνταγμένο, ισολογισμό της 31-12-1998 και το πιστοποιητικό ελέγχου με χρονολογία 18 Μαϊου 1999 του ορκωτού λογιστή ελεγκτή ..... που τον συνοδεύει, σύμφωνα με τα οποία στις 31-12-1998 α) το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν σε 2.870.437.500 δρχ., διαιρούμενο σε 21.262.500 μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δραχμών, πλην όμως λόγω των συσσωρευμένων μέχρι τότε ζημιών όχι μόνο δεν είχε ίδια κεφάλαια, αλλά παρουσίαζε και λογιστικό άνοιγμα 428.728.730 δραχμών, και β) δεν είχε πραγματοποιήσει επί σειρά ετών αποσβέσεις 1) των στοιχείων του ενεργητικού της «Ενσώματες Ακινητοποιήσεις» και «έξοδα εγκαταστάσεων» και δεν είχε κάνει προβλέψεις για υποχρεώσεις της από φόρους και τέλη, το ύψος των οποίων «δεν ήταν προσδιορίσιμο, ενδεχόμενη απώλεια από επισφαλείς απαιτήσεις, ποσού 260.000.000 δρχ. και αποζημιώσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ποσού 60.000.000 δρχ. και έτσι η οικονομική της κατάσταση ήταν κατά πολύ χειρότερη εκείνης που εμφανιζόταν στον ισολογισμό και κατά τους υπολογισμούς του πραγματογνώμονα ορκωτού ελεγκτή ..... το (λογιστικό) άνοιγμα της περιουσίας της ανερχόταν στα 2.008.728.730 δρχ. Για το λόγο αυτό με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΧΑΑ, από τις 29-1-1999 η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ εντάχθηκε σε καθεστώς επιτήρησης. Η διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ συνεχίστηκε μέχρι το Μάϊο του 1999, οπότε ο εκ των κατηγορουμένων Χ1απόκτησε από τους κληρονόμους του Ζ1 το 34% των κοινών και το 51% των προνομιούχων μετοχών της και διορίστηκε έκτοτε πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Μέχρι τότε η οικονομική κατάσταση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο και, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο μηχανολογικός εξοπλισμός της ήταν πολύ παλαιός και οι εργασίες της περιορίζονταν στον προβληματικό κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, η πραγματική (εσωτερική) αξία της μετοχής της είχε μηδενιστεί. Όμως, σαν σύνολο, η ΜΑΚΛΩ ΑΕ, προσφερόταν για την εισαγωγή άλλης εταιρείας στο ΧΑΑ, μέσω της μεθόδου της συγχώνευσης ή απορρόφησης, που παρέκαμπτε την χρονοβόρο και δυσχερή διαδικασία εισαγωγής νέων εταιρειών στο ΧΑΑ. Ο κατηγορούμενος Χ1, κατά την αγορά των πιο πάνω μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, γνώριζε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει μόνος του στην οικονομική εξυγίανση αυτή της εταιρείας και την αυτόνομη συνέχιση των δραστηριοτήτων της, με το μέχρι τότε αντικείμενο εργασιών της και με θετικά αποτελέσματα και ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει σημαντικά οικονομικά οφέλη σε σύντομο χρόνο ήταν η συγχώνευσή της με κάποια μεγάλη και υγιή επιχείρηση, η διοίκηση της οποίας επιθυμούσε την εισαγωγή της στο ΧΑΑ. Για το λόγο αυτό, λίγο πριν από την αγορά των μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ή αμέσως μετά, ήλθε σε μια κατ' αρχή συμφωνία με τη διοίκηση της εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, που ήταν μια από τις πλέον υγιείς επιχειρήσεις του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας και δεν ήταν εισηγμένη στο ΧΑΑ, για τη συγχώνευση των δυο αυτών. Τη συμφωνία αυτή γνωστοποίησε στους μετόχους της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, αλλά και το ευρύ επενδυτικό κοινό, με τις από 24-5-1999 προσκλήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προς τους κατόχους κοινών και προνομιούχων μετοχών για σύγκλιση στις 24-6-1999 των τακτικών συνελεύσεών τους, οι οποίες (προσκλήσεις) δημοσιεύτηκαν στα φύλλα 24186/27-5-99, 4218/27-5-99, 1355/2-6-99 και 15479/1-6-99 των εφημερίδων Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ, Ο ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΗΜΕΡΗΣΙΑ, αντίστοιχα, καθώς και την εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΑΕ και ΕΠΕ), όπου τα δυο πρώτα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν 1) η λήψη απόφασης για τη συγχώνευση της εταιρείας (ΜΑΚΛΩ ΑΕ) με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και 2) Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών και τροποποίηση του σχετικού άρθρου 5 του καταστατικού. Τόσο η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, όσο και η γενική συνέλευση των κατόχων προνομιούχων μετοχών που συνήλθαν στις 24-6-1999, ενέκριναν ομόφωνα τη συγχώνευση της εταιρείας τους με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και ανέθεσαν στο Δ.Σ. να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, εκτιμήσεις κλπ και να φέρει το θέμα στην επόμενη Γενική Συνέλευση, και ανέβαλε για τις 12-7-1999, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης απαρτίας, τη συζήτηση του θέματος για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων ενέκρινε ομόφωνα τη συνέχιση των εργασιών της εταιρείας τους και εξέλεξε νέο διοικητικό συμβούλιο για τρία (3) χρόνια, αποτελούμενο από τον κατηγορούμενο Χ1 και τους ....., ...... και ...... Οι επαναληπτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων (κοινών και προνομιούχων) της 12ης Ιουλίου 1999 ανέβαλαν και πάλι, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης απαρτίας, για τις 24-7-1999 τη συζήτηση του θέματος για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Τελικά οι επαναληπτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων (κοινών και προνομιούχων) που συνήλθαν στις 24-7-1999 ενέκριναν ομόφωνα την αύξηση, με την καταβολή μετρητών, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας τους, κατά το ποσό των 2.870.437.500 δρχ, με την έκδοση 21.262.500 νέων κοινών μετοχών, ονομαστικής αξίας 135 η κάθε μια και με τιμή εκδόσεως 175 δραχμών ην κάθε μια. Αποφάσισαν δε ότι «το δικαίωμα προτίμησης για τη συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να ασκήσουν οι κάτοχοι κοινών και προνομιούχων μετοχών και να λάβουν για κάθε μια παλαιά μετοχή μια νέα» και εξουσιοδότησαν το διοικητικό Συμβούλιο να καθορίσει με απόφασή του τη διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος των παλαιών μετοχών. Μετά την αποφασισθείσα αύξηση, το μετοχικό κεφάλαιο της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, θα ανερχόταν σε 5.740.875.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 42.525.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες οι 40.925.000 κοινές και 1.620.000 προνομιούχες μετοχές άνευ ψήφου. Όμως τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και οι λοιποί μεγαλομέτοχοι της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ, δεν είχαν τη δυνατότητα καταβολής των απαραίτητων κεφαλαίων. Γι' αυτό και η αποφασισθείσα ως άνω στις 24-7-1999 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ματαιώθηκε, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί η τόσο αναγκαία για την οικονομική της εξυγίανση ταμειακή-κεφαλαιακή ενίσχυσή της. Οι διαπραγματεύσεις για τη συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ συνεχίστηκαν μεταξύ των εκπροσώπων τους καθόλη τη διάρκεια του θέρους του 1999. Όμως γρήγορα ανέκυψαν σοβαρά προβλήματα, που καθιστούσαν πολύ δύσκολη την επίτευξη οριστικής συμφωνίας και τελικά οδήγησαν στη διακοπή των σχετικών διαπραγματεύσεων περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1999. Το αποτέλεσμα αυτό είχε προβλέψει ο κατηγορούμενος Χ1 από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1999 και γι' αυτό είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Φ1, κύριο μέτοχο και νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας STABILTON ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ (STABILTON AE), ο οποίος ενδιαφερόταν για την εισαγωγή της εταιρείας του αυτής στο ΧΑΑ, με τη μέθοδο της απορροφήσεώς της από κάποια μικρή προβληματική εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εντάθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου 1999, αμέσως μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων της διοίκησης της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη διοίκηση της εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και γρήγορα κατέληξαν σε οριστική συμφωνία και στις 25 Οκτωβρίου 1999, υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δυο αυτών εταιρειών το με ίδια χρονολογία σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης με απορρόφηση, σύμφωνα με το οποίο α) οι δυο ανώνυμες εταιρείες συγχωνεύονται με την απορρόφηση της εταιρείας STABILTON AE από την εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ, β) η σύμβαση συγχώνευσης άρχισε ισχύουσα από τις 21-10-1999, αφότου όλες οι πράξεις της απορροφούμενης εταιρείας (STABILTON AE) θεωρούνταν ότι γίνονταν για λογαριασμό της απορροφούσας εταιρείας (ΜΑΚΛΩ ΑΕ) γ) κατά την πρώτη ημέρα της συγχώνευσης το μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούσας εταιρείας ανερχόταν σε 2.870.437.500 δρχ., διαιρούμενο σε 21.262.500 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες 19.642.500 κοινές μετά ψήφου και 1.620.000 προνομιούχες χωρίς ψήφο, το δε μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούμενης εταιρείας σε 8.611.312.500 δρχ., διαιρούμενο σε 63.787.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, δ) η σχέση ανταλλαγής των μετοχών της απορροφούμενης εταιρείας προς τις μετοχές που θα λάμβαναν από την απορροφούσα εταιρεία ορίστηκε σε μια (1) προς μια (1), δηλαδή η απορροφούσα εταιρεία θα εξέδιδε 63.787.500 νέες κοινές ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ., η κάθε μια, αυξάνοντας το μετοχικό της κεφάλαιο κατά το ποσό των 8.611.312.500 δρχ. και θα τις αντάλλασσε με τις παλαιές μετοχές της απορροφουμένης εταιρείας, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από τους κατόχους τους και ε) μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης το μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούσας θα ανερχόταν σε 11.481.750.000 (2.870.437.500 + 8.611.312.500) δρχ., διαιρούμενο σε 85.050.000 (21.262.500+63.787.500) ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες 83.430.000 κοινές ανώνυμες μετά ψήφου και 1.620.000 προνομιούχες ανώνυμες χωρίς ψήφο. Το πιο πάνω σχέδιο συγχώνευσης καταχωρήθηκε στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιρειών κάθε μιας εταιρείας και συγκεκριμένα του Υπουργείου Ανάπτυξης στις 8-11-1999 για την απορροφούσα και της Νομαρχίας Αθηνών στις 2-11-99 για την απορροφουμένη. Οι σχετικές δε κατά νόμο ανακοινώσεις δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και δη το φύλλο 8833/3-11-1999 για την απορροφουμένη και το φύλλο 8916/8-11-1999 για την απορροφούσα και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε η περίληψη του σχεδίου συγχώνευσης με απορρόφηση στις 10 Νοεμβρίου 1999 στην εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ. Για την οριστική συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE, με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, συντάχθηκε η πράξη αριθ. ..... της συμβολαιογράφου Περιστερίου Αττικής Αικατερίνης Μαμουζέλου – Σπηλιακοπούλου και η περιεχομένη σ' αυτή σύμβαση εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. Κ2-1721/1-2-2000 του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Μετά από λίγες ημέρες έγινε η κατά νόμο δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία συγχώνευσης των δυο εταιρειων ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE. 'Εκτοτε ο έλεγχος της νέας εταιρείας περιήλθε στους πρώην μετόχους της εταιρείας STABILTON AE που κατείχαν το 75% του συνόλου των μετοχών και ειδικότερα του επιχειρηματία Φ1, ο οποίος και τη διοικούσε με πρόσωπα της επιλογής του. Μετά δε από λίγους μήνες άλλαξε και την επωνυμία της σε STABILTON ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ – ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ – ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Επίσης προκύπτει ότι κατά το έτος 1998 είχε επέλθει μια υπέρμετρη αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών των εισηγμένων στο ΧΑΑ ανωνύμων εταιρειών, γεγονός που διευκόλυνε τις εταιρείες αυτές στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν την οικονομική τους κατάσταση, με αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου ή συγχώνευσή τους με άλλες μη εισηγμένες στο ΧΑΑ, εταιρείες, με εξαιρετικά ευνοϊκούς για τους παλαιούς τους μετόχους όρους, αλλά και τους εξ αυτών κατόχους μεγάλου αριθμού μετοχών, οι οποίοι μπορούσαν να εκποιήσουν ένα μέρος των μετοχών τους σε πολύ μεγάλη τιμή και να αντλήσουν σημαντικά κεφάλαια, χωρίς να απωλέσουν τον έλεγχο των επιχειρήσεών τους ή να επαναγοράσουν τις μετοχές τους σε χαμηλότερες τιμές, όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες, πραγματοποιώντας πολύ μεγάλα κέρδη. Για το λόγο αυτό οι διοικήσεις πολλών μεγάλων εταιρειών είχαν ζητήσει και είχαν πετύχει την εισαγωγή τους στο ΧΑΑ. Η σχετική διαδικασία ήταν πολύπλοκη και δαπανηρή και απαιτούσε πολύ χρόνο. Τούτο διότι είχαν υποβληθεί πολλές σχετικές αιτήσεις και η διοίκηση του ΧΑΑ επέτρεπε τη σταδιακή εισαγωγή νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο, για να μην επηρεαστεί η ρευστότητα των επενδυτών και η ζήτηση μετοχών και επέλθει απότομη μείωση της χρηματιστηριακής τιμής των διαφόρων μετοχών. Για το λόγο αυτό διάφοροι επιχειρηματίες είχαν επιδιώξει και είχαν πετύχει την εξαγορά μικρών εταιρειών, εισηγμένων στο ΧΑΑ και την εν συνεχεία συγχώνευσή τους με άλλες εταιρείες τους ή την απ' ευθείας συγχώνευση των εταιρειών τους με μικρές εισηγμένες στο ΧΑΑ εταιρείες, προσφέροντας εξαιρετικά συμφέροντες όρους στους μετόχους των τελευταίων εταιρειών. Μια τέτοια εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ, ήταν και η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Τούτο διότι αντιμετώπιζε επί σειρά ετών σοβαρά προβλήματα, ήταν πολύ δύσκολη η αντιμετώπισή τους και η αποδοτική επαναλειτουργία της, και ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, στον οποίο ανήκε, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και οι προοπτικές των επιχειρήσεών του δεν ήσαν καλές. Η κυκλοφορία φημών για την εξαγορά ή τη συγχώνευση μιας μικρής εταιρείας, εισηγμένης στο ΧΑΑ, με μια κατά πολύ μεγαλύτερη, μη εισηγμένη στο χρηματιστήριο, είχε ως αποτέλεσμα, κατά κανόνα, την αύξηση της τιμής της μετοχής της στο χρηματιστήριο σε επίπεδο πολλαπλάσια της πραγματικής (εσωτερικής) της αξίας και τούτο διότι εμφανίζονταν αγοραστές που απέβλεπαν στα οφέλη που θα αποκόμιζαν από την εξαγορά ή την απ' ευθείας συγχώνευση με μια κατά πολύ μεγαλύτερη και με καλές προοπτικές εταιρεία. Ο θάνατος του Ζ1 στις 3-7-1998 και η εν συνεχεία αδυναμία των κληρονόμων του να αντιμετωπίσουν τα σοβαρά οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ, δεν επέτρεψαν συζητήσεις για εξαγορά ή απ' ευθείας συγχώνευση με μια άλλη εταιρεία, που ενδιαφερόταν για την εισαγωγή της στο ΧΑΑ. Παρόλα αυτά η μετοχή της στις 4-1-1999, πρώτη ημέρα της λειτουργίας του ΧΑΑ κατά το έτος 1999, έκλεισε στις 140 δρχ, δηλαδή όση περίπου και η ονομαστική της αξία. Έκτοτε η τιμή της μετοχής αυτής, λόγω της αυξημένης ζήτησης μετοχών όλων γενικά των εταιρειών, παρουσίασε, μολονότι βρισκόταν, όπως προεκτίθενται, από τις 29-1-1999, σε καθεστώς επιτήρησης, μια σταδιακή αύξηση κατά τη διαπραγμάτευσή της στο ΧΑΑ και σε διάστημα τριών μηνών υπερδιπλασιάστηκε και έκλεισε την 1-4-1999 στις 279 δρχ. Από το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Απριλίου 1999 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για επικείμενη εξαγορά ή απ' ευθείας συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με μεγάλη εταιρεία, μη εισηγμένη στο ΧΑΑ, οι οποίες συγκεκριμενοποιήθηκαν περί τα μέσα Μαϊου του 1999 με τη γενόμενη δημοσιοποίηση της κατ' αρχήν συμφωνίας για συγχώνευσή της με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για τη μετοχή της στο ΧΑΑ, και να αυξηθεί η τιμή της σταδιακά, φθάνοντας κατά το κλείσιμο της 30ης Ιουνίου 1999 στις 1.145 δρχ. με έντονες διακυμάνσεις στις ενδιάμεσες συνεδριάσεις, όπου πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις μέχρι και την τιμή των 1.738 δραχμών. Η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ συνέχισε την ανοδική της πορεία και έφτασε, κατά το κλείσιμο της 23ης Σεπτεμβρίου 19999, στις 2.505 δρχ. Η διακοπή των διαπραγματεύσεων για συγχώνευση με τη SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 30-9-1999, στις 1.980 δρχ. δηλαδή κατά 20% περίπου σε διάστημα μιας εβδομάδας. Από τις πρώτες όμως ημέρες του Οκτωβρίου 1999, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες πληροφορίες για την επικείμενη συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE, εκδηλώθηκε έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για μετοχές της πρώτης, με αποτέλεσμα η τιμή της να ακολουθήσει έντονα ανοδική πορεία και να ανέλθει, κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 10-11-1999 στις 8.304 δραχμές φθάνοντας μάλιστα κατά τη συνεδρίαση της 8-11-1999 στις 8.900 δρχ. Αναλυτικότερα η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ έκλεισε στις 4-10-1999 στις 2310 δρχ. στις 11-10-1999 στις 3.390 δρχ, στις 18-10-99 στις 4.130 δρχ, στις 22-10-99 στις 5.265 δρχ, στις 25-10-99 στις 5.687 δρχ, στις 26-10-99 στις 6.600 δρχ, και στις 5-11-99 στις 8.256 δρχ. Το ενδιαφέρον για τη μετοχή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ συνεχίστηκε μέχρι τις 10-2-2000, οπότε η τιμή της έκλεισε στις 5.885 δρχ. Έκτοτε η τιμή της μετοχής αυτής ακολούθησε έντονα πτωτική πορεία και κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 31-3-2000, έκλεισε στις 1.734 δρχ. Η διακύμανση της τιμής της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ συνοδεύτηκε με πολύ μεγάλο ύψος συναλλαγών (αγορές – πωλήσεις), η συνολική αξία των οποίων για το χρονικό διάστημα από 1-6-99 μέχρι 31-3-00 ανήλθε σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ..... και τους πίνακες που τη συνοδεύουν στο εξαιρετικά μεγάλο, για την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας αυτής, ποσό των 701.904.841.150 δραχμών. Σύμφωνα, με την ίδια έκθεση: α) η μεταβίβαση στον κατηγορούμενο Χ1 των 6.678.280 κοινών και 826.200 προνομιούχων μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που αντιπροσώπευαν το 34% και 51% του συνόλου τους αντίστοιχα έγινε στις 18-6-1999 με χειροκίνητη συναλλαγή πακέτου , μέσω της ΑΧΟΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ, προς 135 δρχ, ανά μετοχή και το συνολικό τίμημα ανήλθε στο ποσό του 1.013.104.800 δραχμών. Την ίδια ημέρα, κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης, η τιμή της εν λόγω μετοχής ήταν στις 1.199 δρχ. η συναλλαγή αυτή, σε λιγότερο του 1/8 της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής, δεν επηρέασε πτωτικά την τιμή της μετοχής, η οποία τις δυο επόμενες συνεδριάσεις της 21ης και 22ας Ιουνίου 1999 έκλεισε στις 1.295 και 1.377 δρχ. αντίστοιχα και κατά τους επόμενους οκτώ περίπου μήνες είχε την πιο πάνω ανοδική πορεία. Το κύρος δε της εν λόγω συναλλαγής, λόγω του ύψους του συμφωνηθέντος τιμήματος, δεν αμφισβητήθηκε από κάποιον εκ των μετόχων της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, τόσο κατά τη συγκληθείσα στις 24-6-99 τακτική Γενική Συνέλευσή τους, όσο και τις επαναληπτικές συνελεύσεις τους στις 12 και 24-7-1999 β) κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1999 ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1 μεταβίβασε στον πρώτο (Χ4) και δεύτερη (Χ5) των κατηγορουμένων από 350.000 κοινές μετοχές σε κάθε μια των τριών πρώτων συνεδριάσεων και 25.000 κοινές στην τελευταία και συνολικά 1.075.000 κοινές μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον καθένα. Οι πωλήσεις αυτές έγιναν με χειροκίνητες εντός κύκλου συναλλαγές μέσω της ΤΕΛΕΣΙΣ χρηματιστηριακή ΑΕ νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος Χ6 και η τιμή πώλησης κάθε μετοχής για τις τέσσερις αυτές συναλλαγές ορίστηκε στις 4.750, 5.120, 5.530 και 6.350 δρχ. αντίστοιχα. Η ανώτατη τιμή στις τέσσερις αυτές συνεδριάσεις ήταν 5.265, 5.687, 6.140 και 6.631 δρχ. και έκλεισε στις 5.265, 5.687, 6.140 και 6.631 δρχ. αντίστοιχα. Πωλήθηκαν δε 1.353.375, 781.510, 858.852 και 184.729 μετοχές αντί του συνολικού ποσού των 6.746.662.175, 4.047.464.930, 4.846.351.280 και 12.130.689.899 δρχ., αντίστοιχα γ) κατά τη συνεδρίαση του ΧΑΑ στις 29-10-99 πωλήθηκαν 925.643 μετοχές της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ αντί του συνολικού ποσού των 6.108.945.168 δρχ. και η τιμή της μετοχής αυτής έφτασε μέχρι τις 7.101 δρχ. και έκλεισε στις 6.600 δρχ., δηλαδή αυξημένη της τιμής της αμέσως προηγούμενης συνεδρίασης κατά 20 δρχ. Οι πωλήσεις μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ (όγκος συναλλαγών) της συνεδρίασης αυτής δεν μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικές, καθ' όσον, τόσο κατά το προηγούμενο, όσο και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα υπήρξαν συνεδριάσεις με πωλήσεις πολύ μεγαλύτερου αριθμού μετοχών, όπως στις 8, 14, 15, 19 Οκγωβρίου, 2 και 10 Νοεμβρίου 1999 με πωλήσεις 2.241.920, 1.241.153, 1.385.925, 951.300, 1.263.613 και 991.200 μετοχών αντίστοιχα, καθώς και άλλες τέσσερις συνεδριάσεις με πωλήσεις, κατά συνεδρίαση, άνω των 800.000 μετοχών δ) οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 δεν πώλησαν μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ πριν από τις 27 Ιανουαρίου 2000, ο δε κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από τις 15 Οκτωβρίου 1999 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ε) στη συνεδρίαση του ΧΑΑ της 11ης Φεβρουαρίου ο κατηγορούμενος Χ1 πούλησε με χειροκίνητες συναλλαγές μέσω των χρηματιστηριακών εταιρειων EYROYX και BETA των οποίων νόμιμοι εκπρόσωποι ήταν οι κατηγορούμενοι Χ7 και Χ8, αντίστοιχα στο μεν κατηγορούμενο Χ2 240.000 μετοχές της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς 6.000 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά 1.440.000.000 δρχ. στη δε εταιρεία BERBIL LTD, την οποία εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος Χ3, 142.410 μετοχές της ίδιας εταιρείας προς 5.800 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά 887.400.000 δρχ. Οι συναλλαγές αυτές ήσαν χειροκίνητες. Στην ίδια συνεδρίαση ο κατηγορούμενος Χ1 πούλησε άλλες 153.000 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ σε δέκα (10) μικροεπενδυτές (...., ...., ....., ......, ......, ......, ......, ......, .....) προς 5.800 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 887.400.000 δρχ. Στην εν λόγω συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2001 πωλήθηκαν συνολικά 1.554.705 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ αντί του συνολικού ποσού των 9.105.151.075 δρχ. στ) Ο ..... είχε πωλήσει με χειροκίνητες συναλλαγές: 1) στις 25-1-2000 212.000 μετοχές προς 6.270 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 1.329.240.000 δρχ. Οι πωλήσεις αυτές έγιναν σε ένδεκα μικροεπενδυτές και την επομένη η μετοχή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ έκλεισε, με άνοδο 6,85% στις 6.699 δρχ. 2) στις 28-1-2000 40.000 μετοχές της ίδιας εταιρείας στους .... και ..... προς 6.200 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 124.000.000 δρχ. 3) την 1-2-2000 40.000 μετοχές ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον ...... αντί 6.170 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 246.800.000 δρχ. και 4) στις 9-2-2000 50.000 μετοχές ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον ..... προς 5.885 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 294.250.000 δρχ. και 5) η έντονα πτωτική πορεία της τιμής της μετοχής ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ άρχισε στις 10.2.2000 όταν βρισκόταν στις 5.599 δρχ. Συμπίπτει δε χρονικά με την έκδοση της απόφασης Κε-1721/10-2-2000 του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE και απέμεινε η τυπική κατά νόμο δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) για την ολοκλήρωση της συγχώνευσης. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος Μαρτίου 2000, οπότε η τιμή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ περιορίστηκε στις 1734 δρχ. Μάλιστα σε προηγούμενες συνεδριάσεις είχε κλείσει σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα με κατώτερο εκείνο του κλεισίματος της 28ης Μαρτίου 2000, οπότε είχε περιοριστεί στις 1.315 δρχ., δηλαδή μόλις στο 23,5% της τιμής της στις 10-2-2000, χάνοντας έτσι το 76,5% της χρηματιστηριακής της αξίας. Περαιτέρω προκύπτει ότι ο Χ1 δεν μπορούσε όπως εκτίθεται και πιο πάνω να αντιμετωπίσει μόνος του τα σοβαρά οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία ΜΑΚΛΩ Α.Ε. Γνώριζε δε ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει σημαντικά κέρδη σε μικρό χρονικό διάστημα ήταν η συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με άλλη, μεγάλη και υγιή εταιρεία, μη εισηγμένη στο ΧΑΑ. Γι' αυτό το Μάϊο του 1999, αμέσως μετά την αγορά του 34% των κοινών και του 51% των προνομιούχων μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, ήλθε σε μια κατ' αρχήν συμφωνία με το Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ για συγχώνευση των δυο εταιρειών. Για να βελτιώσει δε τη θέση του στις σχετικές διαπραγματεύσεις άρχισε την επαναλειτουργία του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και ζήτησε και πέτυχε τη σύμφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της 24ης Ιουνίου 1999. Η μη πραγματοποίηση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τη SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ βρήκε τον κατηγορούμενο Χ1 χωρίς κεφάλαια για να συνεχίσει τη λειτουργία του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ μέχρι να πετύχει τη συγχώνευση με άλλη ανώνυμη εταιρεία και δη τη STABILTON AE, η διοίκηση της οποίας είχε εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον. Η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ κυμαινόταν γύρω στις 2.000 δρχ. Η τιμή αυτή ήταν πάρα πολύ καλή, πολλαπλάσια της εσωτερικής (πραγματικής) αξίας. Όμως οι μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ που κατείχε ήσαν οριακά στο επίπεδο του 34% του συνόλου των μετοχών, που ήταν απαραίτητο για να ληφθεί απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για συγχώνευση με άλλη εταιρεία. για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να πωλήσει μέρος των μετοχών του, αφού έτσι θα έχανε τη δυνατότητα συγχώνευσης με άλλη εταιρεία και δη τη STABILTON AE. Για το λόγο αυτό την 1η Οκτωβρίου 1999 απευθύνθηκε στους δυο πρώτους κατηγορουμένους Χ4 και Χ5με τους οποίους συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία, οι οποίοι είχαν διαθέσιμα κεφάλαια, ήσαν έμπειροι επιχειρηματίες και γνώριζαν πολύ καλά την αγορά του ΧΑΑ και τους πρότεινε να τους πωλήσει ένα μεγάλο μέρος (πακέτο) των μετοχών του της ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Οι Χ4 και Χ5 γνώριζαν την περιουσιακή κατάσταση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και ότι η τιμή της μετοχής της στο ΧΑΑ ήταν πολλαπλάσια της πραγματικής (εσωτερικής) της αξίας, καθώς επίσης ότι η συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE ή άλλη υγιή εταιρεία, θα απέφερε στους μετόχους της πρώτης σημαντικά κέρδη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό, συζήτησαν την πρόταση του Χ1 και, ύστερα από τις σχετικές διαπραγματεύσεις, κατέληξαν σε συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ο Χ1 ανέλαβε να τους μεταβιβάσει κατ' ισομοιρία 2.150.000 μετοχές και να του καταβάλουν για τίμημα 700.000.000 δρχ., και, πλέον αυτού, α) να εγγυηθούν την καταβολή του μισού ενός υπερήμερου δανείου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ποσού 2.000.000.000 δρχ, β) να καταθέσουν στο ταμείο της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, υπό μορφή δανείου, 200.000.000 δρχ, και γ) να μη μεταβιβάσουν μέρος έστω των μετοχών τους, για να διατηρούν από κοινού το 34% του συνόλου, μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης με τη STABILTON AE ή κάποια άλλη εταιρεία. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της σύμβασης, η τιμή πώλησης κάθε μετοχής ήταν 325 (700.000.000¨2.150.000) δρχ. Η τιμή αυτή ήταν πολύ μικρότερη της τιμής διαπραγμάτευσής της στο ΧΑΑ, πλην όμως πολύ μεγαλύτερη της εσωτερικής (πραγματικής) της αξίας. Πλέον αυτού εξασφάλιζε στο Χ1 τη συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και του έδινε άνεση χρόνου για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις συγχώνευσης με τη STABILTON AE ή κάποια άλλη εταιρεία, για να πετύχει τους καλύτερους γι' αυτόν όρους. Γι' αυτό η σύμβαση μεταξύ των τριών πρώτων κατηγορουμένων δεν ήταν κακή για το Χ1., λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός είχε αγοράσει τις μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ πριν από τρεις μόνο μήνες προς 135 δρχ. την κάθε μια. Ο Χ1 γνωστοποίησε τη σύμβαση πώλησης των 2.150.000 μετοχών του στους Χ4 και Χ5 στο Φ1 που ήταν εκπρόσωπος της STABILTON AE και όταν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία για τους όρους συγχώνευσης των δυο εταιρειών, ο Φ1 ζήτησε να υπογράψουν το σχέδιο της σύμβασης που είχαν συντάξει και οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι. Όμως δεν είχε ακόμη μεταβιβαστεί η κυριότητα των 2.150.000 μετοχών στους δυο πρώτους κατηγορουμένους και η μεταβίβασή τους μπορούσε να γίνει μόνο στο ΧΑΑ, μέσω κάποιας από τις χρηματιστηριακές εταιρείες που λειτουργούσαν νόμιμα. Η διαδικασία μεταβίβασης των μετοχών αυτών ανατέθηκε και έγινε από την χρηματιστηριακή εταιρεία TELESIS AE, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας, ήταν ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ6, με τη διαδικασία της εντός κύκλου συναλλαγής σύμφωνα με τα οριζόμενα με την απόφαση 18/99 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε συνδυασμό με την απόφαση 71/96 του ιδίου Διοικητικού Συμβουλίου. Η χρηματιστηριακή εταιρεία ενήργησε για λογαριασμό τόσο του πωλητή, όσο και των αγοραστών. Εξέδωσε δε για την πληρωμή του τιμήματος σε διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου επιταγές επί της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ. Όλες τις επιταγές μεταβίβασε ο τρίτος κατηγορούμενος στους δυο πρώτους, αφού η μεταβίβαση γινόταν σε εκτέλεση της σύμβασης που είχαν συνάψει την 1η Οκτωβρίου 1999 και είχε εισπράξει έκτοτε το τίμημα. Τη γενόμενη μεταβίβαση των 2.150.000 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ γνωστοποίησαν οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι στις 26-10-1999, στην αρμόδια υπηρεσία του ΧΑΑ. Την εγκυρότητα της μεταβίβασης των εν λόγω 2.150.000 μετοχών και το περιεχόμενο της πιο πάνω σύμβασης μεταξύ των τριών πρώτων κατηγορουμένων, βάσει της οποίας έγινε η μεταβίβαση, ουδέποτε αμφισβήτησε ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1. Έκτοτε οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι εμφανίζονταν κύριοι 1.075.000 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ο καθένας και μάλιστα, όπως δέχεται και ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής ...... στην από 1η Μαρτίου 2001 έκθεσή του, πώλησαν στο ΧΑΑ σε μικροεπενδυτές, η μεν Χ5 κατά το χρονικό διάστημα από 8-2-2000 μέχρι 19-4-2000 682.900 μετοχές αντί του συνολικού ποσού των 2.313.190.700 δρχ. ο δε Χ4 από 27-1-2000 μέχρι 19-4-2000 894.830 μετοχές αντί 2.388.273.800 δρχ. Τέλος προκύπτει ότι το τίμημα για τις 240.000 και τις 142.410 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, τις οποίες μεταβίβασε ο κατηγορούμενος Χ1 στις 11-2-2000 στον συγκατηγορούμενό του Χ2 και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος Χ3, επιστράφηκε από τον πωλητή στους αγοραστές. Ο λόγος της επιστροφής συνίσταται, κατά τους τρεις αυτούς κατηγορούμενους, στο ότι οι Χ2 και η εταιρεία BERVIL LTD είχαν αγοράσει από τον πωλητή τις μετοχές που τους μεταβιβάστηκαν κατά το μήνα Μάϊο του 1999 και του είχαν καταβάλει έκτοτε το συμφωνηθέν τίμημα. Από τα περιστατικά που προεκτίθενται προκύπτει ότι α) η απότομη αύξηση της τιμής της μετοχής της ανώνυμης εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που εκδηλώθηκε στις αρχές Οκτωβρίου 1999 και είχε ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό της σε διάστημα μόλις σαράντα (40) ημερών (από 1.980 δρχ. κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης της 30ης Σεπτεμβρίου 1999 μέχρι και τις 8.900 δρχ. κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου του ιδίου έτους) οφείλεται αποκλειστικά στις πληροφορίες για επικείμενη συγχώνευση της εταιρείας αυτής με τη STABILTON AE, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν με την επίσημη ανακοίνωση που ακολούθησε για συγχώνευση των δυο εταιρειών και με χρόνο έναρξης την 21η Οκτωβρίου 1999, β) η πώληση των 2.150.000 μετοχών της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ από τον κατηγορούμενο Χ1 στους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ5 η μεταβίβαση των οποίων έγινε κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1999, είναι έγκυρη και η γενόμενη ανακοίνωση δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην αύξηση της τιμής της εν λόγω μετοχής κατά τις τέσσερις αυτές συνεδριάσεις και τις αμέσως επόμενες και τούτο διότι: 1) οι συναλλαγές έγιναν με τη μέθοδο των εντός κύκλου χειροκίνητων συναλλαγών πακέτων και έτσι δεν αύξησαν την προσφορά και ζήτηση της μετοχής αυτής και δεν τροποποίησαν τις δημοσιευόμενες πληροφορίες στο Η.Δ.Τ. για την ελάχιστη – μέγιστη τιμή και την τιμή τελευταίας πράξης κάθε συνεδρίασης, 2) η δηλωθείσα τιμή για τις μεταβιβάσεις σε κάθε συνεδρίαση ήταν μικρότερη της τιμής κλεισίματος της ίδιας συνεδρίασης, 3) δεν αυξήθηκε ο όγκος των συναλλαγών (αριθμός μετοχών), σε σύγκριση με τις αμέσως προηγούμενες και τις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις, 4) η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης της 29ης Οκτωβρίου 1999 (6.600 δρχ.) ήταν αυξημένη της τιμής κλεισίματος της αμέσως προηγούμενης συνεδρίασης της 27ης Οκτωβρίου 1999 (5.580 δρχ.) μόλις κατά 20 δρχ., διαφορά πολύ μικρή σε σύγκριση με τις αυξήσεις της περιόδου εκείνης και τις διακυμάνσεις της τιμής κατά την ίδια συνεδρίαση και 5) είχε ανακοινωθεί η συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE και ήταν γνωστό ότι, μετά την ολοκλήρωση της κατά νόμο διαδικασίας, η διοίκηση της νέας εταιρείας θα περιερχόταν στους παλαιούς μετόχους της STABILTON AE, που θα είαν το 75% του συνόλου των μετοχών και έτσι οι μεταβολές στα πρόσωπα των μετόχων της ΜΑΚΛΩ ΑΕ δεν θα είχε ουσιώδη σημασία για τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων της νέας εταιρείας που θα καθόριζαν τη μελλοντική της πορεία γ) η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ είχε διαμορφωθεί κατά τις 30 Σεπτεμβρίου 1999 (1.980 δρχ.) σε επίπεδα πολλαπλάσια της εσωτερικής (πραγματικής) της αξίας, αφού η εταιρεία εμφάνιζε άνοιγμα περιουσίας άνω των 2.000.000.000 δρχ. και σε πολλές συνεδριάσεις του ΧΑΑ μέχρι και τις 25-1-99, η αξία της στο χρηματιστήριο είχε διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω των 40.000.000.000 (21.262.500 μετοχές Χ 1.980 δρχ.). Γι' αυτό δεν προσφερόταν η μετοχή αυτή για αγορές από σοβαρούς επενδυτές και μόνο κερδοσκόποι, που απέβλεπαν στην αύξηση της τιμής κατά τις επόμενες λίγες ημέρες, ή παντελώς αδαείς αγοραστές προέβαιναν σε αγορές. Η τιμή της διατηρήθηκε, παρόλα αυτά, σε επίπεδα, σημαντικά ανώτερα της τιμής κλεισίματος της 29ης Οκτωβρίου 1999 (6.600 δρχ.) και έτσι μπορούσαν οι αγοραστές να ρευστοποιήσουν τις μετοχές τους, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη σε διάστημα λίγων ημερών δ) οι κατηγορούμενοι Χ4, Χ5 και Χ1 δεν πώλησαν μετοχές τους στο επενδυτικό κοινό κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 29ης Οκτωβρίου 1999 και έτσι δεν είχαν οποιοδήποτε όφελος από τις γενόμενες κατά τη συνεδρίαση αυτή πωλήσεις μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Δεν ήταν δε στις προθέσεις τους, να πωλήσουν ή να αγοράσουν μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης, 27ης και 29ης Οκτωβρίου 1999 καθώς και τις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις του και έτσι δεν είχαν κανένα λόγο να επηρεάσουν την τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τις εν λόγω συνεδριάσεις και ε) δεν υπάρχουν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2 και Χ3 επιχείρησαν να χειραγωγήσουν και δη να ανακόψουν την πτωτική πορεία της μετοχής ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τη συνεδρίαση του ΧΑΑ της 11ης Φεβρουαρίου 2000 αφού: 1) οι μεταβιβάσεις από τον πρώτο απ' αυτούς των 240.000 και 142.410 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς το δεύτερο και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο τρίτος, αντίστοιχα δεν αύξησαν την προσφορά ή τη ζήτηση της μετοχής αυτής και δεν είχαν οποιαδήποτε επίδραση στην πορεία της τιμής της και 2) τόσο κατά τη συνεδρίαση αυτή, όσο και κατά τις συνεδριάσεις προηγουμένων ημερών, ο πρώτος απ' αυτούς (Χ1), πώλησε μεγάλο αριθμό μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που αύξησαν την προσφορά και αναμφίβολα δεν μπορούσαν να συμβάλουν στο να ανακοπεί η πτωτική πορεία της τιμής της. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για στήριξη κατηγορίας και παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις πράξεις για τις οποίες η κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. 4. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, αφενός μεν εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα κατά την ανέλεγκτη κρίση του προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία πείσθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, στις οποίες θεμελίωσε την απαλλακτική κρίση του, αφετέρου δε έλαβε υπόψη του και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη. Ειδικότερα το Συμβούλιο εκθέτει αναλυτικά όλα τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την κρίση του ότι είναι πραγματικές και όχι εικονικές τόσο η πώληση των 2.150.000 μετοχών της εταιρείας ΜΑΚΛΩ Α.Ε. από τον κατηγορούμενο Χ1 στους συγκατηγορούμενους του Χ4 και Χ5 όσο και οι πωλήσεις των 240.000 και 142.410 μετοχών της ίδιας εταιρείας από τον κατηγορούμενο Χ1 στο συγκατηγορούμενό του Χ2 και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Χ3 και ότι η ανακοίνωση της πρώτης από τις πωλήσεις αυτές δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην αύξηση της τιμής της εν λόγω μετοχής, που οφείλεται αποκλειστικά στις πληροφορίες για επικείμενη συγχώνευση της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE. Κατά συνέπεια οι αντίθετες αιτιάσεις της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, όπως δέχθηκε και η μειοψηφούσα γνώμη στην παραπεμπτική απόφαση. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο προτείνων Εισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος Λινός Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την απόφαση 2488/2003 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, λόγω διαφοράς μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 3160/2003, μοναδικός λόγος (για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας) της από 7.4.2003 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του 458/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, εκτός άλλων, απέρριψε κατ' ουσίαν την 1109/27.11.2002 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά του 5176/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το πρωτόδικο αυτό βούλευμα κατά το μέρος που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων: Α) 1) Χ4 2) Χ5 3) Χ1 και 4) Χ6 για: α) απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμ. (73.368 ΕΥΡΩ) και β) παράβαση του άρθρου 34 εδ. α' του ν. 3632/1928, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα στο χρονικό διάστημα από 2.10.1999 έως 27.10.1999 και β) 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ7 και 5) Χ8 για παράβαση του άρθρου 34 εδ. α' του ν. 3632/1928, που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα στις 11.2.2000. Το απαλλακτικό βούλευμα έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της ποίας ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών ή υποκειμενικών όρων του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις του συμβουλίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να γίνεται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου ούτε να μνημονεύεται τι προκύπτει από καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί ο προσδιορισμός του είδους τους κατά κατηγορίες και να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα στοιχεία από το δικαστικό συμβούλιο. Στην προκειμένη υπόθεση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, εκθέτει ότι, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος προσδιοριζομένων αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν όλα υπόψη, προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις ανωτέρω κατηγορίες: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ (ΜΑΚΛΩ) ιδρύθηκε το έτος 1948 και είχε ως αντικείμενο εργασιών την αγορά και επεξεργασία βάμβακος για την παραγωγή νημάτων διαφόρων τύπων. Η πορεία των εργασιών της κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας της ήταν πάρα πολύ καλή και είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή της κατά το έτος 1974 στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), όπου έκτοτε διαπραγματευόνταν οι μετοχές της. Το έτος 1990 η πλειοψηφία των μετοχών της περιήλθε στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ (ΕΤΕ ΑΕ), η οποία και ασκούσε έκτοτε τη διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεών της με πρόσωπα της επιλογής της. Πριν από το έτος 1990 και μέχρι το έτος 1995 η ΜΑΚΛΩ ΑΕ, όπως και όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις Κλωστοϋφαντουργίας που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, αντιμετώπισε μεγάλη ύφεση και μείωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα την εμφάνιση επί σειρά ετών μεγάλων ζημιών, την επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της και το σπουδαιότερο, τη μη πραγματοποίηση επενδύσεων, σε νέα μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό, γεγονός που καθιστούσε το μέλλον της δυσοίωνο. Για το λόγο αυτό τον Ιανουάριο του 1996 η ΕΤΕ ΑΕ πώλησε το 67% των μετοχών της (ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον επιχειρηματία Ζ1 αντί του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος των 200.000.000 δραχμών, από το οποίο ο αγοραστής κατέβαλε κατά την υπογραφή της σχετικής σύμβασης το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το υπόλοιπο σε τρεις ισόποσες δόσεις, αρχής γενομένης από τις 4-1-10997. Με την ίδια σύμβαση ρυθμίστηκαν και τα χρέη της ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς την πωλήτρια (ΕΤΕ ΑΕ). Ο Ζ1 ανέλαβε έκτοτε τη διοίκηση και διεύθυνση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και κατέβαλε προσπάθειες για την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εταιρεία αυτή, πλην όμως απεβίωσε στις 3-7-1998, πριν ολοκληρώσει την προσπάθειά του αυτή. Την κληρονομιά του και τη διοίκηση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ανέλαβαν τα τρία τέκνα του, τα οποία δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα σοβαρά οικονομικά και λειτουργικά προβλήματα που εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν τη ΜΑΚΛΩ ΑΕ, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραγωγής του εργοστασίου της και τη διακοπή της λειτουργίας του από τις αρχές Ιανουαρίου 1999. Η δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο τέλος του 1998, αποτυπώνεται στο συνταγμένο, ισολογισμό της 31-12-1998 και το πιστοποιητικό ελέγχου με χρονολογία 18 Μαϊου 1999 του ορκωτού λογιστή ελεγκτή ...... που τον συνοδεύει, σύμφωνα με τα οποία στις 31-12-1998 α) το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν σε 2.870.437.500 δρχ., διαιρούμενο σε 21.262.500 μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δραχμών, πλην όμως λόγω των συσσωρευμένων μέχρι τότε ζημιών όχι μόνο δεν είχε ίδια κεφάλαια, αλλά παρουσίαζε και λογιστικό άνοιγμα 428.728.730 δραχμών, και β) δεν είχε πραγματοποιήσει επί σειρά ετών αποσβέσεις 1) των στοιχείων του ενεργητικού της «Ενσώματες Ακινητοποιήσεις» και «έξοδα εγκαταστάσεων» και δεν είχε κάνει προβλέψεις για υποχρεώσεις της από φόρους και τέλη, το ύψος των οποίων «δεν ήταν προσδιορίσιμο, ενδεχόμενη απώλεια από επισφαλείς απαιτήσεις, ποσού 260.000.000 δρχ. και αποζημιώσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ποσού 60.000.000 δρχ. και έτσι η οικονομική της κατάσταση ήταν κατά πολύ χειρότερη εκείνης που εμφανιζόταν στον ισολογισμό και κατά τους υπολογισμούς του πραγματογνώμονα ορκωτού ελεγκτή ...... το (λογιστικό) άνοιγμα της περιουσίας της ανερχόταν στα 2.008.728.730 δρχ. Για το λόγο αυτό με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΧΑΑ, από τις 29-1-1999 η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ εντάχθηκε σε καθεστώς επιτήρησης. Η διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ συνεχίστηκε μέχρι το Μάϊο του 1999, οπότε ο εκ των κατηγορουμένων Χ1 απόκτησε από τους κληρονόμους του Ζ1 το 34% των κοινών και το 51% των προνομιούχων μετοχών της και διορίστηκε έκτοτε πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Μέχρι τότε η οικονομική κατάσταση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο και, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο μηχανολογικός εξοπλισμός της ήταν πολύ παλαιός και οι εργασίες της περιορίζονταν στον προβληματικό κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, η πραγματική (εσωτερική) αξία της μετοχής της είχε μηδενιστεί. Όμως, σαν σύνολο, η ΜΑΚΛΩ ΑΕ, προσφερόταν για την εισαγωγή άλλης εταιρείας στο ΧΑΑ, μέσω της μεθόδου της συγχώνευσης ή απορρόφησης, που παρέκαμπτε την χρονοβόρο και δυσχερή διαδικασία εισαγωγής νέων εταιρειών στο ΧΑΑ. Ο κατηγορούμενος Χ1, κατά την αγορά των πιο πάνω μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, γνώριζε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει μόνος του στην οικονομική εξυγίανση αυτή της εταιρείας και την αυτόνομη συνέχιση των δραστηριοτήτων της, με το μέχρι τότε αντικείμενο εργασιών της και με θετικά αποτελέσματα και ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει σημαντικά οικονομικά οφέλη σε σύντομο χρόνο ήταν η συγχώνευσή της με κάποια μεγάλη και υγιή επιχείρηση, η διοίκηση της οποίας επιθυμούσε την εισαγωγή της στο ΧΑΑ. Για το λόγο αυτό, λίγο πριν από την αγορά των μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ή αμέσως μετά, ήλθε σε μια κατ' αρχή συμφωνία με τη διοίκηση της εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, που ήταν μια από τις πλέον υγιείς επιχειρήσεις του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας και δεν ήταν εισηγμένη στο ΧΑΑ, για τη συγχώνευση των δυο αυτών. Τη συμφωνία αυτή γνωστοποίησε στους μετόχους της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, αλλά και το ευρύ επενδυτικό κοινό, με τις από 24-5-1999 προσκλήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προς τους κατόχους κοινών και προνομιούχων μετοχών για σύγκλιση στις 24-6-1999 των τακτικών συνελεύσεών τους, οι οποίες (προσκλήσεις) δημοσιεύτηκαν στα φύλλα 24186/27-5-99, 4218/27-5-99, 1355/2-6-99 και 15479/1-6-99 των εφημερίδων Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ, Ο ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΗΜΕΡΗΣΙΑ, αντίστοιχα, καθώς και την εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΑΕ και ΕΠΕ), όπου τα δυο πρώτα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν 1) η λήψη απόφασης για τη συγχώνευση της εταιρείας (ΜΑΚΛΩ ΑΕ) με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και 2) Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών και τροποποίηση του σχετικού άρθρου 5 του καταστατικού. Τόσο η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, όσο και η γενική συνέλευση των κατόχων προνομιούχων μετοχών που συνήλθαν στις 24-6-1999, ενέκριναν ομόφωνα τη συγχώνευση της εταιρείας τους με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και ανέθεσαν στο Δ.Σ. να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, εκτιμήσεις κλπ και να φέρει το θέμα στην επόμενη Γενική Συνέλευση, και ανέβαλε για τις 12-7-1999, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης απαρτίας, τη συζήτηση του θέματος για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων ενέκρινε ομόφωνα τη συνέχιση των εργασιών της εταιρείας τους και εξέλεξε νέο διοικητικό συμβούλιο για τρία (3) χρόνια, αποτελούμενο από τον κατηγορούμενο Χ1 και τους ...., ...... και ...... Οι επαναληπτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων (κοινών και προνομιούχων) της 12ης Ιουλίου 1999 ανέβαλαν και πάλι, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης απαρτίας, για τις 24-7-1999 τη συζήτηση του θέματος για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Τελικά οι επαναληπτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων (κοινών και προνομιούχων) που συνήλθαν στις 24-7-1999 ενέκριναν ομόφωνα την αύξηση, με την καταβολή μετρητών, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας τους, κατά το ποσό των 2.870.437.500 δρχ, με την έκδοση 21.262.500 νέων κοινών μετοχών, ονομαστικής αξίας 135 η κάθε μια και με τιμή εκδόσεως 175 δραχμών ην κάθε μια. Αποφάσισαν δε ότι «το δικαίωμα προτίμησης για τη συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δικαιούνται να ασκήσουν οι κάτοχοι κοινών και προνομιούχων μετοχών και να λάβουν για κάθε μια παλαιά μετοχή μια νέα» και εξουσιοδότησαν το διοικητικό Συμβούλιο να καθορίσει με απόφασή του τη διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος των παλαιών μετοχών. Μετά την αποφασισθείσα αύξηση, το μετοχικό κεφάλαιο της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, θα ανερχόταν σε 5.740.875.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 42.525.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες οι 40.925.000 κοινές και 1.620.000 προνομιούχες μετοχές άνευ ψήφου. Όμως τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και οι λοιποί μεγαλομέτοχοι της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ, δεν είχαν τη δυνατότητα καταβολής των απαραίτητων κεφαλαίων. Γι' αυτό και η αποφασισθείσα ως άνω στις 24-7-1999 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ματαιώθηκε, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί η τόσο αναγκαία για την οικονομική της εξυγίανση ταμειακή-κεφαλαιακή ενίσχυσή της. Οι διαπραγματεύσεις για τη συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ συνεχίστηκαν μεταξύ των εκπροσώπων τους καθόλη τη διάρκεια του θέρους του 1999. Όμως γρήγορα ανέκυψαν σοβαρά προβλήματα, που καθιστούσαν πολύ δύσκολη την επίτευξη οριστικής συμφωνίας και τελικά οδήγησαν στη διακοπή των σχετικών διαπραγματεύσεων περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1999. Το αποτέλεσμα αυτό είχε προβλέψει ο κατηγορούμενος Χ1 από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1999 και γι' αυτό είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Φ1, κύριο μέτοχο και νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας STABILTON ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ (STABILTON AE), ο οποίος ενδιαφερόταν για την εισαγωγή της εταιρείας του αυτής στο ΧΑΑ, με τη μέθοδο της απορροφήσεώς της από κάποια μικρή προβληματική εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εντάθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου 1999, αμέσως μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων της διοίκησης της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη διοίκηση της εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ και γρήγορα κατέληξαν σε οριστική συμφωνία και στις 25 Οκτωβρίου 1999, υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δυο αυτών εταιρειών το με ίδια χρονολογία σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης με απορρόφηση, σύμφωνα με το οποίο α) οι δυο ανώνυμες εταιρείες συγχωνεύονται με την απορρόφηση της εταιρείας STABILTON AE από την εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ, β) η σύμβαση συγχώνευσης άρχισε ισχύουσα από τις 21-10-1999, αφότου όλες οι πράξεις της απορροφούμενης εταιρείας (STABILTON AE) θεωρούνταν ότι γίνονταν για λογαριασμό της απορροφούσας εταιρείας (ΜΑΚΛΩ ΑΕ) γ) κατά την πρώτη ημέρα της συγχώνευσης το μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούσας εταιρείας ανερχόταν σε 2.870.437.500 δρχ., διαιρούμενο σε 21.262.500 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες 19.642.500 κοινές μετά ψήφου και 1.620.000 προνομιούχες χωρίς ψήφο, το δε μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούμενης εταιρείας σε 8.611.312.500 δρχ., διαιρούμενο σε 63.787.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, δ) η σχέση ανταλλαγής των μετοχών της απορροφούμενης εταιρείας προς τις μετοχές που θα λάμβαναν από την απορροφούσα εταιρεία ορίστηκε σε μια (1) προς μια (1), δηλαδή η απορροφούσα εταιρεία θα εξέδιδε 63.787.500 νέες κοινές ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ., η κάθε μια, αυξάνοντας το μετοχικό της κεφάλαιο κατά το ποσό των 8.611.312.500 δρχ. και θα τις αντάλλασσε με τις παλαιές μετοχές της απορροφουμένης εταιρείας, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από τους κατόχους τους και ε) μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης το μετοχικό κεφάλαιο της απορροφούσας θα ανερχόταν σε 11.481.750.000 (2.870.437.500 + 8.611.312.500) δρχ., διαιρούμενο σε 85.050.000 (21.262.500+63.787.500) ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 135 δρχ. η κάθε μια, από τις οποίες 83.430.000 κοινές ανώνυμες μετά ψήφου και 1.620.000 προνομιούχες ανώνυμες χωρίς ψήφο. Το πιο πάνω σχέδιο συγχώνευσης καταχωρήθηκε στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιρειών κάθε μιας εταιρείας και συγκεκριμένα του Υπουργείου Ανάπτυξης στις 8-11-1999 για την απορροφούσα και της Νομαρχίας Αθηνών στις 2-11-99 για την απορροφουμένη. Οι σχετικές δε κατά νόμο ανακοινώσεις δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και δη το φύλλο 8833/3-11-1999 για την απορροφουμένη και το φύλλο 8916/8-11-1999 για την απορροφούσα και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε η περίληψη του σχεδίου συγχώνευσης με απορρόφηση στις 10 Νοεμβρίου 1999 στην εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ. Για την οριστική συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE, με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, συντάχθηκε η πράξη αριθ. ..... της συμβολαιογράφου Περιστερίου Αττικής Αικατερίνης Μαμουζέλου – Σπηλιακοπούλου και η περιεχομένη σ' αυτή σύμβαση εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. Κ2-1721/1-2-2000 του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Μετά από λίγες ημέρες έγινε η κατά νόμο δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία συγχώνευσης των δυο εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE. 'Εκτοτε ο έλεγχος της νέας εταιρείας περιήλθε στους πρώην μετόχους της εταιρείας STABILTON AE που κατείχαν το 75% του συνόλου των μετοχών και ειδικότερα του επιχειρηματία Φ1, ο οποίος και τη διοικούσε με πρόσωπα της επιλογής του. Μετά δε από λίγους μήνες άλλαξε και την επωνυμία της σε STABILTON ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ – ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ – ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Επίσης προκύπτει ότι κατά το έτος 1998 είχε επέλθει μια υπέρμετρη αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών των εισηγμένων στο ΧΑΑ ανωνύμων εταιρειών, γεγονός που διευκόλυνε τις εταιρείες αυτές στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν την οικονομική τους κατάσταση, με αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου ή συγχώνευσή τους με άλλες μη εισηγμένες στο ΧΑΑ, εταιρείες, με εξαιρετικά ευνοϊκούς για τους παλαιούς τους μετόχους όρους, αλλά και τους εξ αυτών κατόχους μεγάλου αριθμού μετοχών, οι οποίοι μπορούσαν να εκποιήσουν ένα μέρος των μετοχών τους σε πολύ μεγάλη τιμή και να αντλήσουν σημαντικά κεφάλαια, χωρίς να απωλέσουν τον έλεγχο των επιχειρήσεών τους ή να επαναγοράσουν τις μετοχές τους σε χαμηλότερες τιμές, όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες, πραγματοποιώντας πολύ μεγάλα κέρδη. Για το λόγο αυτό οι διοικήσεις πολλών μεγάλων εταιρειών είχαν ζητήσει και είχαν πετύχει την εισαγωγή τους στο ΧΑΑ. Η σχετική διαδικασία ήταν πολύπλοκη και δαπανηρή και απαιτούσε πολύ χρόνο. Τούτο διότι είχαν υποβληθεί πολλές σχετικές αιτήσεις και η διοίκηση του ΧΑΑ επέτρεπε τη σταδιακή εισαγωγή νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο, για να μην επηρεαστεί η ρευστότητα των επενδυτών και η ζήτηση μετοχών και επέλθει απότομη μείωση της χρηματιστηριακής τιμής των διαφόρων μετοχών. Για το λόγο αυτό διάφοροι επιχειρηματίες είχαν επιδιώξει και είχαν πετύχει την εξαγορά μικρών εταιρειών, εισηγμένων στο ΧΑΑ και την εν συνεχεία συγχώνευσή τους με άλλες εταιρείες τους ή την απ' ευθείας συγχώνευση των εταιρειών τους με μικρές εισηγμένες στο ΧΑΑ εταιρείες, προσφέροντας εξαιρετικά συμφέροντες όρους στους μετόχους των τελευταίων εταιρειών. Μια τέτοια εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ, ήταν και η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Τούτο διότι αντιμετώπιζε επί σειρά ετών σοβαρά προβλήματα, ήταν πολύ δύσκολη η αντιμετώπισή τους και η αποδοτική επαναλειτουργία της, και ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, στον οποίο ανήκε, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και οι προοπτικές των επιχειρήσεών του δεν ήσαν καλές. Η κυκλοφορία φημών για την εξαγορά ή τη συγχώνευση μιας μικρής εταιρείας, εισηγμένης στο ΧΑΑ, με μια κατά πολύ μεγαλύτερη, μη εισηγμένη στο χρηματιστήριο, είχε ως αποτέλεσμα, κατά κανόνα, την αύξηση της τιμής της μετοχής της στο χρηματιστήριο σε επίπεδα πολλαπλάσια της πραγματικής (εσωτερικής) της αξίας και τούτο διότι εμφανίζονταν αγοραστές που απέβλεπαν στα οφέλη που θα αποκόμιζαν από την εξαγορά ή την απ' ευθείας συγχώνευση με μια κατά πολύ μεγαλύτερη και με καλές προοπτικές εταιρεία. Ο θάνατος του Ζ1 στις 3-7-1998 και η εν συνεχεία αδυναμία των κληρονόμων του να αντιμετωπίσουν τα σοβαρά οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία ΜΑΚΛΩ ΑΕ, δεν επέτρεψαν συζητήσεις για εξαγορά ή απ' ευθείας συγχώνευση με μια άλλη εταιρεία, που ενδιαφερόταν για την εισαγωγή της στο ΧΑΑ. Παρόλα αυτά η μετοχή της στις 4-1-1999, πρώτη ημέρα της λειτουργίας του ΧΑΑ κατά το έτος 1999, έκλεισε στις 140 δρχ, δηλαδή όση περίπου και η ονομαστική της αξία. Έκτοτε η τιμή της μετοχής αυτής, λόγω της αυξημένης ζήτησης μετοχών όλων γενικά των εταιρειών, παρουσίασε, μολονότι βρισκόταν, όπως προεκτίθενται, από τις 29-1-1999, σε καθεστώς επιτήρησης, μια σταδιακή αύξηση κατά τη διαπραγμάτευσή της στο ΧΑΑ και σε διάστημα τριών μηνών υπερδιπλασιάστηκε και έκλεισε την 1-4-1999 στις 279 δρχ. Από το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Απριλίου 1999 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για επικείμενη εξαγορά ή απ' ευθείας συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με μεγάλη εταιρεία, μη εισηγμένη στο ΧΑΑ, οι οποίες συγκεκριμενοποιήθηκαν περί τα μέσα Μαϊου του 1999 με τη γενόμενη δημοσιοποίηση της κατ' αρχήν συμφωνίας για συγχώνευσή της με την εταιρεία SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για τη μετοχή της στο ΧΑΑ, και να αυξηθεί η τιμή της σταδιακά, φθάνοντας κατά το κλείσιμο της 30ης Ιουνίου 1999 στις 1.145 δρχ. με έντονες διακυμάνσεις στις ενδιάμεσες συνεδριάσεις, όπου πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις μέχρι και την τιμή των 1.738 δραχμών. Η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ συνέχισε την ανοδική της πορεία και έφτασε, κατά το κλείσιμο της 23ης Σεπτεμβρίου 19999, στις 2.505 δρχ. Η διακοπή των διαπραγματεύσεων για συγχώνευση με τη SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 30-9-1999, στις 1.980 δρχ. δηλαδή κατά 20% περίπου σε διάστημα μιας εβδομάδας. Από τις πρώτες όμως ημέρες του Οκτωβρίου 1999, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες πληροφορίες για την επικείμενη συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE, εκδηλώθηκε έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για μετοχές της πρώτης, με αποτέλεσμα η τιμή της να ακολουθήσει έντονα ανοδική πορεία και να ανέλθει, κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 10-11-1999 στις 8.304 δραχμές φθάνοντας μάλιστα κατά τη συνεδρίαση της 8-11-1999 στις 8.900 δρχ. Αναλυτικότερα η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ έκλεισε στις 4-10-1999 στις 2310 δρχ. στις 11-10-1999 στις 3.390 δρχ, στις 18-10-99 στις 4.130 δρχ, στις 22-10-99 στις 5.265 δρχ, στις 25-10-99 στις 5.687 δρχ, στις 26-10-99 στις 6.600 δρχ, και στις 5-11-99 στις 8.256 δρχ. Το ενδιαφέρον για τη μετοχή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ συνεχίστηκε μέχρι τις 10-2-2000, οπότε η τιμή της έκλεισε στις 5.885 δρχ. Έκτοτε η τιμή της μετοχής αυτής ακολούθησε έντονα πτωτική πορεία και κατά το κλείσιμο του ΧΑΑ στις 31-3-2000, έκλεισε στις 1.734 δρχ. Η διακύμανση της τιμής της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ συνοδεύτηκε με πολύ μεγάλο ύψος συναλλαγών (αγορές – πωλήσεις), η συνολική αξία των οποίων για το χρονικό διάστημα από 1-6-99 μέχρι 31-3-00 ανήλθε σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ...... και τους πίνακες που τη συνοδεύουν στο εξαιρετικά μεγάλο, για την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας αυτής, ποσό των 701.904.841.150 δραχμών. Σύμφωνα, με την ίδια έκθεση: α) η μεταβίβαση στον κατηγορούμενο Χ1 των 6.678.280 κοινών και 826.200 προνομιούχων μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που αντιπροσώπευαν το 34% και 51% του συνόλου τους αντίστοιχα έγινε στις 18-6-1999 με χειροκίνητη συναλλαγή πακέτου , μέσω της ΑΧΟΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ, προς 135 δρχ, ανά μετοχή και το συνολικό τίμημα ανήλθε στο ποσό του 1.013.104.800 δραχμών. Την ίδια ημέρα, κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης, η τιμή της εν λόγω μετοχής ήταν στις 1.199 δρχ. η συναλλαγή αυτή, σε λιγότερο του 1/8 της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής, δεν επηρέασε πτωτικά την τιμή της μετοχής, η οποία τις δυο επόμενες συνεδριάσεις της 21ης και 22ας Ιουνίου 1999 έκλεισε στις 1.295 και 1.377 δρχ. αντίστοιχα και κατά τους επόμενους οκτώ περίπου μήνες είχε την πιο πάνω ανοδική πορεία. Το κύρος δε της εν λόγω συναλλαγής, λόγω του ύψους του συμφωνηθέντος τιμήματος, δεν αμφισβητήθηκε από κάποιον εκ των μετόχων της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, τόσο κατά τη συγκληθείσα στις 24-6-99 τακτική Γενική Συνέλευσή τους, όσο και τις επαναληπτικές συνελεύσεις τους στις 12 και 24-7-1999 β) κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1999 ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1 μεταβίβασε στον πρώτο (Χ4) και δεύτερη (Χ5) των κατηγορουμένων από 350.000 κοινές μετοχές σε κάθε μια των τριών πρώτων συνεδριάσεων και 25.000 κοινές στην τελευταία και συνολικά 1.075.000 κοινές μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον καθένα. Οι πωλήσεις αυτές έγιναν με χειροκίνητες εντός κύκλου συναλλαγές μέσω της ΤΕΛΕΣΙΣ χρηματιστηριακή ΑΕ νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος Χ6 και η τιμή πώλησης κάθε μετοχής για τις τέσσερις αυτές συναλλαγές ορίστηκε στις 4.750, 5.120, 5.530 και 6.350 δρχ. αντίστοιχα. Η ανώτατη τιμή στις τέσσερις αυτές συνεδριάσεις ήταν 5.265, 5.687, 6.140 και 6.631 δρχ. και έκλεισε στις 5.265, 5.687, 6.140 και 6.631 δρχ. αντίστοιχα. Πωλήθηκαν δε 1.353.375, 781.510, 858.852 και 184.729 μετοχές αντί του συνολικού ποσού των 6.746.662.175, 4.047.464.930, 4.846.351.280 και 12.130.689.899 δρχ., αντίστοιχα γ) κατά τη συνεδρίαση του ΧΑΑ στις 29-10-99 πωλήθηκαν 925.643 μετοχές της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ αντί του συνολικού ποσού των 6.108.945.168 δρχ. και η τιμή της μετοχής αυτής έφτασε μέχρι τις 7.101 δρχ. και έκλεισε στις 6.600 δρχ., δηλαδή αυξημένη της τιμής της αμέσως προηγούμενης συνεδρίασης κατά 20 δρχ. Οι πωλήσεις μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ (όγκος συναλλαγών) της συνεδρίασης αυτής δεν μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικές, καθ' όσον, τόσο κατά το προηγούμενο, όσο και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα υπήρξαν συνεδριάσεις με πωλήσεις πολύ μεγαλύτερου αριθμού μετοχών, όπως στις 8, 14, 15, 19 Οκγωβρίου, 2 και 10 Νοεμβρίου 1999 με πωλήσεις 2.241.920, 1.241.153, 1.385.925, 951.300, 1.263.613 και 991.200 μετοχών αντίστοιχα, καθώς και άλλες τέσσερις συνεδριάσεις με πωλήσεις, κατά συνεδρίαση, άνω των 800.000 μετοχών δ) οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 δεν πώλησαν μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ πριν από τις 27 Ιανουαρίου 2000, ο δε κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από τις 15 Οκτωβρίου 1999 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ε) στη συνεδρίαση του ΧΑΑ της 11ης Φεβρουαρίου ο κατηγορούμενος Χ1 πούλησε με χειροκίνητες συναλλαγές μέσω των χρηματιστηριακών εταιρειων EYROYX και BETA των οποίων νόμιμοι εκπρόσωποι ήταν οι κατηγορούμενοι Χ7 και Χ8, αντίστοιχα στο μεν κατηγορούμενο Χ2 240.000 μετοχές της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς 6.000 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά 1.440.000.000 δρχ. στη δε εταιρεία BERBIL LTD, την οποία εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος Χ3, 142.410 μετοχές της ίδιας εταιρείας προς 5.800 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά 887.400.000 δρχ. Οι συναλλαγές αυτές ήσαν χειροκίνητες. Στην ίδια συνεδρίαση ο κατηγορούμενος Χ1 πούλησε άλλες 153.000 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ σε δέκα (10) μικροεπενδυτές (Ι...., ....., ....., ......, ......, ......,......, ......, .....) προς 5.800 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 887.400.000 δρχ. Στην εν λόγω συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2001 πωλήθηκαν συνολικά 1.554.705 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ αντί του συνολικού ποσού των 9.105.151.075 δρχ. στ) Ο ..... είχε πωλήσει με χειροκίνητες συναλλαγές: 1) στις 25-1-2000 212.000 μετοχές προς 6.270 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 1.329.240.000 δρχ. Οι πωλήσεις αυτές έγιναν σε ένδεκα μικροεπενδυτές και την επομένη η μετοχή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ έκλεισε, με άνοδο 6,85% στις 6.699 δρχ. 2) στις 28-1-2000 40.000 μετοχές της ίδιας εταιρείας στους .... και ..... προς 6.200 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 124.000.000 δρχ. 3) την 1-2-2000 40.000 μετοχές ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον ..... αντί 6.170 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 246.800.000 δρχ. και 4) στις 9-2-2000 50.000 μετοχές ΜΑΚΛΩ ΑΕ στον ..... προς 5.885 δρχ. ανά μετοχή και συνολικά αντί 294.250.000 δρχ. και 5) η έντονα πτωτική πορεία της τιμής της μετοχής ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ άρχισε στις 10.2.2000 όταν βρισκόταν στις 5.599 δρχ. Συμπίπτει δε χρονικά με την έκδοση της απόφασης Κε-1721/10-2-2000 του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE και απέμεινε η τυπική κατά νόμο δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) για την ολοκλήρωση της συγχώνευσης. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος Μαρτίου 2000, οπότε η τιμή της ΜΑΚΛΩ ΑΕ περιορίστηκε στις 1734 δρχ. Μάλιστα σε προηγούμενες συνεδριάσεις είχε κλείσει σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα με κατώτερο εκείνο του κλεισίματος της 28ης Μαρτίου 2000, οπότε είχε περιοριστεί στις 1.315 δρχ., δηλαδή μόλις στο 23,5% της τιμής της στις 10-2-2000, χάνοντας έτσι το 76,5% της χρηματιστηριακής της αξίας. Περαιτέρω προκύπτει ότι ο Χ1 δεν μπορούσε όπως εκτίθεται και πιο πάνω να αντιμετωπίσει μόνος του τα σοβαρά οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία ΜΑΚΛΩ Α.Ε. Γνώριζε δε ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει σημαντικά κέρδη σε μικρό χρονικό διάστημα ήταν η συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με άλλη, μεγάλη και υγιή εταιρεία, μη εισηγμένη στο ΧΑΑ. Γι' αυτό το Μάϊο του 1999, αμέσως μετά την αγορά του 34% των κοινών και του 51% των προνομιούχων μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, ήλθε σε μια κατ' αρχήν συμφωνία με το Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ για συγχώνευση των δυο εταιρειών. Για να βελτιώσει δε τη θέση του στις σχετικές διαπραγματεύσεις άρχισε την επαναλειτουργία του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και ζήτησε και πέτυχε τη σύμφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της 24ης Ιουνίου 1999. Η μη πραγματοποίηση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τη SPRIDER ΑΡΓΥΡΟΣ ΑΕΒΕ βρήκε τον κατηγορούμενο Χ1 χωρίς κεφάλαια για να συνεχίσει τη λειτουργία του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ μέχρι να πετύχει τη συγχώνευση με άλλη ανώνυμη εταιρεία και δη τη STABILTON AE, η διοίκηση της οποίας είχε εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον. Η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ κυμαινόταν γύρω στις 2.000 δρχ. Η τιμή αυτή ήταν πάρα πολύ καλή, πολλαπλάσια της εσωτερικής (πραγματικής) αξίας. Όμως οι μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ που κατείχε ήσαν οριακά στο επίπεδο του 34% του συνόλου των μετοχών, που ήταν απαραίτητο για να ληφθεί απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για συγχώνευση με άλλη εταιρεία. για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να πωλήσει μέρος των μετοχών του, αφού έτσι θα έχανε τη δυνατότητα συγχώνευσης με άλλη εταιρεία και δη τη STABILTON AE. Για το λόγο αυτό την 1η Οκτωβρίου 1999 απευθύνθηκε στους δυο πρώτους κατηγορουμένους Χ4 και Χ5, με τους οποίους συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία, οι οποίοι είχαν διαθέσιμα κεφάλαια, ήσαν έμπειροι επιχειρηματίες και γνώριζαν πολύ καλά την αγορά του ΧΑΑ και τους πρότεινε να τους πωλήσει ένα μεγάλο μέρος (πακέτο) των μετοχών του της ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Οι Χ4 και Χ5 γνώριζαν την περιουσιακή κατάσταση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και ότι η τιμή της μετοχής της στο ΧΑΑ ήταν πολλαπλάσια της πραγματικής (εσωτερικής) της αξίας, καθώς επίσης ότι η συγχώνευση της ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE ή άλλη υγιή εταιρεία, θα απέφερε στους μετόχους της πρώτης σημαντικά κέρδη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό, συζήτησαν την πρόταση του Χ1 και, ύστερα από τις σχετικές διαπραγματεύσεις, κατέληξαν σε συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ο Χ1 ανέλαβε να τους μεταβιβάσει κατ' ισομοιρία 2.150.000 μετοχές και να του καταβάλουν για τίμημα 700.000.000 δρχ., και, πλέον αυτού, α) να εγγυηθούν την καταβολή του μισού ενός υπερήμερου δανείου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ποσού 2.000.000.000 δρχ, β) να καταθέσουν στο ταμείο της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, υπό μορφή δανείου, 200.000.000 δρχ, και γ) να μη μεταβιβάσουν μέρος έστω των μετοχών τους, για να διατηρούν από κοινού το 34% του συνόλου, μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης με τη STABILTON AE ή κάποια άλλη εταιρεία. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της σύμβασης, η τιμή πώλησης κάθε μετοχής ήταν 325 (700.000.000¨2.150.000) δρχ. Η τιμή αυτή ήταν πολύ μικρότερη της τιμής διαπραγμάτευσής της στο ΧΑΑ, πλην όμως πολύ μεγαλύτερη της εσωτερικής (πραγματικής) της αξίας. Πλέον αυτού εξασφάλιζε στο Χ1 τη συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου της ΜΑΚΛΩ ΑΕ και του έδινε άνεση χρόνου για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις συγχώνευσης με τη STABILTON AE ή κάποια άλλη εταιρεία, για να πετύχει τους καλύτερους γι' αυτόν όρους. Γι' αυτό η σύμβαση μεταξύ των τριών πρώτων κατηγορουμένων δεν ήταν κακή για το Χ1, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός είχε αγοράσει τις μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ πριν από τρεις μόνο μήνες προς 135 δρχ. την κάθε μια. Ο Χ1 γνωστοποίησε τη σύμβαση πώλησης των 2.150.000 μετοχών του στους Χ4 και Χ5, στο Φ1, που ήταν εκπρόσωπος της STABILTON AE και όταν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία για τους όρους συγχώνευσης των δυο εταιρειών, ο Φ1 ζήτησε να υπογράψουν το σχέδιο της σύμβασης που είχαν συντάξει και οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι. Όμως δεν είχε ακόμη μεταβιβαστεί η κυριότητα των 2.150.000 μετοχών στους δυο πρώτους κατηγορουμένους και η μεταβίβασή τους μπορούσε να γίνει μόνο στο ΧΑΑ, μέσω κάποιας από τις χρηματιστηριακές εταιρείες που λειτουργούσαν νόμιμα. Η διαδικασία μεταβίβασης των μετοχών αυτών ανατέθηκε και έγινε από την χρηματιστηριακή εταιρεία TELESIS AE, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας, ήταν ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ6, με τη διαδικασία της εντός κύκλου συναλλαγής σύμφωνα με τα οριζόμενα με την απόφαση 18/99 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε συνδυασμό με την απόφαση 71/96 του ιδίου Διοικητικού Συμβουλίου. Η χρηματιστηριακή εταιρεία ενήργησε για λογαριασμό τόσο του πωλητή, όσο και των αγοραστών. Εξέδωσε δε για την πληρωμή του τιμήματος σε διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου επιταγές επί της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ. Όλες τις επιταγές μεταβίβασε ο τρίτος κατηγορούμενος στους δυο πρώτους, αφού η μεταβίβαση γινόταν σε εκτέλεση της σύμβασης που είχαν συνάψει την 1η Οκτωβρίου 1999 και είχε εισπράξει έκτοτε το τίμημα. Τη γενόμενη μεταβίβαση των 2.150.000 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ γνωστοποίησαν οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι στις 26-10-1999, στην αρμόδια υπηρεσία του ΧΑΑ. Την εγκυρότητα της μεταβίβασης των εν λόγω 2.150.000 μετοχών και το περιεχόμενο της πιο πάνω σύμβασης μεταξύ των τριών πρώτων κατηγορουμένων, βάσει της οποίας έγινε η μεταβίβαση, ουδέποτε αμφισβήτησε ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1 . Έκτοτε οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι εμφανίζονταν κύριοι 1.075.000 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ ο καθένας και μάλιστα, όπως δέχεται και ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής Φ1 στην από 1η Μαρτίου 2001 έκθεσή του, πώλησαν στο ΧΑΑ σε μικροεπενδυτές, η μεν Χ5 κατά το χρονικό διάστημα από 8-2-2000 μέχρι 19-4-2000 682.900 μετοχές αντί του συνολικού ποσού των 2.313.190.700 δρχ. ο δε Χ4 από 27-1-2000 μέχρι 19-4-2000 894.830 μετοχές αντί 2.388.273.800 δρχ. Τέλος προκύπτει ότι το τίμημα για τις 240.000 και τις 142.410 μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, τις οποίες μεταβίβασε ο κατηγορούμενος Χ1 στις 11-2-2000 στον συγκατηγορούμενό του Χ2 και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος Χ3, επιστράφηκε από τον πωλητή στους αγοραστές. Ο λόγος της επιστροφής συνίσταται, κατά τους τρεις αυτούς κατηγορούμενους, στο ότι οι Χ2 και η εταιρεία BERVIL LTD είχαν αγοράσει από τον πωλητή τις μετοχές που τους μεταβιβάστηκαν κατά το μήνα Μάϊο του 1999 και του είχαν καταβάλει έκτοτε το συμφωνηθέν τίμημα. Από τα περιστατικά που προεκτίθενται προκύπτει ότι α) η απότομη αύξηση της τιμής της μετοχής της ανώνυμης εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που εκδηλώθηκε στις αρχές Οκτωβρίου 1999 και είχε ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό της σε διάστημα μόλις σαράντα (40) ημερών (από 1.980 δρχ. κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης της 30ης Σεπτεμβρίου 1999 μέχρι και τις 8.900 δρχ. κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου του ιδίου έτους) οφείλεται αποκλειστικά στις πληροφορίες για επικείμενη συγχώνευση της εταιρείας αυτής με τη STABILTON AE, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν με την επίσημη ανακοίνωση που ακολούθησε για συγχώνευση των δυο εταιρειών και με χρόνο έναρξης την 21η Οκτωβρίου 1999, β) η πώληση των 2.150.000 μετοχών της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ από τον κατηγορούμενο Χ1 στους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ5, η μεταβίβαση των οποίων έγινε κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1999, είναι έγκυρη και η γενόμενη ανακοίνωση δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην αύξηση της τιμής της εν λόγω μετοχής κατά τις τέσσερις αυτές συνεδριάσεις και τις αμέσως επόμενες και τούτο διότι: 1) οι συναλλαγές έγιναν με τη μέθοδο των εντός κύκλου χειροκίνητων συναλλαγών πακέτων και έτσι δεν αύξησαν την προσφορά και ζήτηση της μετοχής αυτής και δεν τροποποίησαν τις δημοσιευόμενες πληροφορίες στο Η.Δ.Τ. για την ελάχιστη – μέγιστη τιμή και την τιμή τελευταίας πράξης κάθε συνεδρίασης, 2) η δηλωθείσα τιμή για τις μεταβιβάσεις σε κάθε συνεδρίαση ήταν μικρότερη της τιμής κλεισίματος της ίδιας συνεδρίασης, 3) δεν αυξήθηκε ο όγκος των συναλλαγών (αριθμός μετοχών), σε σύγκριση με τις αμέσως προηγούμενες και τις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις, 4) η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης της 29ης Οκτωβρίου 1999 (6.600 δρχ.) ήταν αυξημένη της τιμής κλεισίματος της αμέσως προηγούμενης συνεδρίασης της 27ης Οκτωβρίου 1999 (5.580 δρχ.) μόλις κατά 20 δρχ., διαφορά πολύ μικρή σε σύγκριση με τις αυξήσεις της περιόδου εκείνης και τις διακυμάνσεις της τιμής κατά την ίδια συνεδρίαση και 5) είχε ανακοινωθεί η συγχώνευση των εταιρειών ΜΑΚΛΩ ΑΕ και STABILTON AE και ήταν γνωστό ότι, μετά την ολοκλήρωση της κατά νόμο διαδικασίας, η διοίκηση της νέας εταιρείας θα περιερχόταν στους παλαιούς μετόχους της STABILTON AE, που θα είαν το 75% του συνόλου των μετοχών και έτσι οι μεταβολές στα πρόσωπα των μετόχων της ΜΑΚΛΩ ΑΕ δεν θα είχε ουσιώδη σημασία για τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων της νέας εταιρείας που θα καθόριζαν τη μελλοντική της πορεία γ) η τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ στο ΧΑΑ είχε διαμορφωθεί κατά τις 30 Σεπτεμβρίου 1999 (1.980 δρχ.) σε επίπεδα πολλαπλάσια της εσωτερικής (πραγματικής) της αξίας, αφού η εταιρεία εμφάνιζε άνοιγμα περιουσίας άνω των 2.000.000.000 δρχ. και σε πολλές συνεδριάσεις του ΧΑΑ μέχρι και τις 25-1-99, η αξία της στο χρηματιστήριο είχε διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω των 40.000.000.000 (21.262.500 μετοχές Χ 1.980 δρχ.). Γι' αυτό δεν προσφερόταν η μετοχή αυτή για αγορές από σοβαρούς επενδυτές και μόνο κερδοσκόποι, που απέβλεπαν στην αύξηση της τιμής κατά τις επόμενες λίγες ημέρες, ή παντελώς αδαείς αγοραστές προέβαιναν σε αγορές. Η τιμή της διατηρήθηκε, παρόλα αυτά, σε επίπεδα, σημαντικά ανώτερα της τιμής κλεισίματος της 29ης Οκτωβρίου 1999 (6.600 δρχ.) και έτσι μπορούσαν οι αγοραστές να ρευστοποιήσουν τις μετοχές τους, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη σε διάστημα λίγων ημερών δ) οι κατηγορούμενοι Χ4, Χ5 και Χ1 δεν πώλησαν μετοχές τους στο επενδυτικό κοινό κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 29ης Οκτωβρίου 1999 και έτσι δεν είχαν οποιοδήποτε όφελος από τις γενόμενες κατά τη συνεδρίαση αυτή πωλήσεις μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ. Δεν ήταν δε στις προθέσεις τους, να πωλήσουν ή να αγοράσουν μετοχές της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ της 22ας, 25ης, 26ης, 27ης και 29ης Οκτωβρίου 1999 καθώς και τις αμέσως επόμενες συνεδριάσεις του και έτσι δεν είχαν κανένα λόγο να επηρεάσουν την τιμή της μετοχής της ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τις εν λόγω συνεδριάσεις και ε) δεν υπάρχουν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 , Χ2 και Χ3 επιχείρησαν να χειραγωγήσουν και δη να ανακόψουν την πτωτική πορεία της μετοχής ΜΑΚΛΩ ΑΕ κατά τη συνεδρίαση του ΧΑΑ της 11ης Φεβρουαρίου 2000 αφού: 1) οι μεταβιβάσεις από τον πρώτο απ' αυτούς των 240.000 και 142.410 μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ προς το δεύτερο και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο τρίτος, αντίστοιχα δεν αύξησαν την προσφορά ή τη ζήτηση της μετοχής αυτής και δεν είχαν οποιαδήποτε επίδραση στην πορεία της τιμής της και 2) τόσο κατά τη συνεδρίαση αυτή, όσο και κατά τις συνεδριάσεις προηγουμένων ημερών, ο πρώτος απ' αυτούς (Χ1 ), πώλησε μεγάλο αριθμό μετοχών της ΜΑΚΛΩ ΑΕ, που αύξησαν την προσφορά και αναμφίβολα δεν μπορούσαν να συμβάλουν στο να ανακοπεί η πτωτική πορεία της τιμής της. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για στήριξη κατηγορίας και παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις πράξεις για τις οποίες η κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, αφενός μεν εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα κατά την ανέλεγκτη κρίση του προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία πείσθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, στις οποίες θεμελίωσε την απαλλακτική κρίση του, αφετέρου δε έλαβε υπόψη του και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη. Ειδικότερα το Συμβούλιο εκθέτει αναλυτικά όλα τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την κρίση του ότι είναι πραγματικές και όχι εικονικές τόσο η πώληση των 2.150.000 μετοχών της εταιρείας ΜΑΚΛΩ Α.Ε. από τον κατηγορούμενο Χ1 στους συγκατηγορούμενους του Χ4 και Χ5, όσο και οι πωλήσεις των 240.000 και 142.410 μετοχών της ίδιας εταιρείας από τον κατηγορούμενο Χ1 στο συγκατηγορούμενό του Χ2 και την εταιρεία BERVIL LTD, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Χ3 και ότι η ανακοίνωση της πρώτης από τις πωλήσεις αυτές δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην αύξηση της τιμής της εν λόγω μετοχής, που οφείλεται αποκλειστικά στις πληροφορίες για επικείμενη συγχώνευση της εταιρείας ΜΑΚΛΩ ΑΕ με τη STABILTON AE. Κατά συνέπεια οι αντίθετες αιτιάσεις της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την 12/7.4.2003 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του 458/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2004. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2004. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κακουργηματική. Εικονικές πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο. Αιτιολογία απαλλακτικού βουλεύματος. Το απαλλακτικό βούλευμα έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Σ και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών ή υποκειμενικών όρων του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις του συμβουλίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να γίνεται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου ούτε να μνημονεύεται τι προκύπτει από καθένα από αυτά, αλλ’ αρκεί ο προσδιορισμός του είδους τους κατά κατηγορίες και να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα στοιχεία από το Δικαστικό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα τα κατά την ανέλεγκτη κρίση του προκύψαντα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία, ορθώς απήλλαξε τους κατηγορουμένους από την κατηγορία της κακουργηματικης απάτης, κατά συναυτουργία, κατά παράβαση του άρθρου 34 του Ν 3632/1928, δηλαδή μεταχείριση επιτηδείων μέσων προς παραπλάνηση του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών του χρηματιστηρίου. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο δέχθηκε ότι οι πωλήσεις μετοχών ανώνυμης εταιρίας μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν πραγματικές και όχι εικονικές, καθώς και ότι η αύξηση της τιμής της εν λόγω μετοχής, οφειλόταν αποκλειστικά στις πληροφορίες για επικείμενη συγχώνευση της εταιρίας(Ολομ. ΑΠ 2/2004, Ποιν. Δικ. 8 .389). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Απάτη, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Βούλευμα απαλλακτικό, Χρηματιστηρίου εγκλήματα, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 1/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΒ' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπροέδρους, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αλέξανδρο Κασιώλα-Εισηγητή, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Συρόπουλο, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Αθανάσιο Γιωτάκο και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ελένης Σταθούλια. ΣΥΝΗΛΘΕ σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2004, για να αποφανθεί για την αίτηση του κατηγορουμένου, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 5/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με κατηγορούμενο τον: ........ Το Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου με το υπ' αριθμ. 5/2003 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21-Φεβρουαρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 338/2003. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 92/2004 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την 260/13 Μαϊου 2004 πρότασή του, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1.Kατά το άρθρο 105 του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2α του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος (δηλαδή χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα), η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δε λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ., που αναφέρεται στην προανακριτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας». Ερμηνεύοντας τις διατάξεις αυτές η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 2/1999 απόφασή της, έκρινε ότι ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδαφ. δεύτερο του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως της ανώμοτης καταθέσεως του υπόπτου, όμως η διάταξη αυτή έχει θεσπισθεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για «δίκαιη δίκη», που του διασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. καθώς και του δικαιώματός του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Και ότι, βάση της διατάξεως αυτής, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν έχει καταθέσει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία κατά την ανώμοτη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και επομένως η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης καταθέσεως που έδωσε κατά το πιο πάνω στάδιο, αν έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. και θεμελιώνει έτσι λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1Α του Κ.Π.Δ. 2. Η προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου θεμελίωσε την κρίση της, ότι δεν είναι επιτρεπτή η αποδεικτική αξιοποίηση των ανώμοτων μαρτυρικών καταθέσεων των υπόπτων, που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, στην ανάγκη διασφάλισης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ειδικότερα του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του. Η θεμελιώδης αυτή αρχή «nemo tenetur se ipsum accusare» διακηρύσσεται ήδη πανηγυρικά στο άρθρο 14 παρ. 3 ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά τη διάταξη αυτή, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα, μεταξύ άλλων και την εγγύηση «να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του.» Η εν λόγω αρχή, σύμφωνα με την πάγια πλέον νομολογία του Ευρ.Δ.Δ.Α., αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Ειδικότερα το Ευρ. Δ.Δ.Α., στις υποθέσεις J.B. κατά Ελβετίας της 3-5-2001 και Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 29-11-1996, αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση «προϋποθέτει ιδίως ότι οι κρατικές αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποκτώνται κατόπιν άσκησης εξαναγκασμού και πίεσης ενάντια στη βούληση του κατηγορουμένου. Έκρινε δε ότι οι καταθέσεις των εξεταζομένων, που λαμβάνονται με καταναγκαστικά μέσα (όπως με την απειλή κύρωσης σε περίπτωση άρνησης κατάθεσης) κατά τη διενέργεια ακόμη και ενός διοικητικού ελέγχου, απαγορεύεται να αξιοποιηθούν στην ποινική δίκη σε βάρος του ίδιου προσώπου, ενάντια στη βούλησή του. Περαιτέρω το Ευρ.Δ.Δ.Α. έθεσε ως γενικό κανόνα την υπεροχή του δικαιώματος στη μη αυτοενοχοποίηση έναντι του δημόσιου συμφέροντος για άσκηση ποινικής δίωξης και διευκρίνισε, στην παρ. 74 της δεύτερης από τις πιο πάνω αποφάσεις, ότι υφίσταται παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος και αν ακόμη οι αξιοποιηθείσες μαρτυρικές καταθέσεις έχουν ληφθεί πριν αποδοθεί στον εξεταζόμενο τέλεση αξιόποινης πράξης, επισήμανε δε, στις παρ. 71 και 72 της ίδιας απόφασης, ότι τούτο ισχύει ανεξάρτητα αν κατά περιεχόμενο η σχετική κατάθεση έχει άμεσο ή μη επιβαρυντικό χαρακτήρα. 3. Ενόψει των ανωτέρω, είναι προφανές ότι απαγορεύεται, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας, η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του μετέπειτα κατηγορουμένου και παρά την εναντίωσή του, όχι μόνο των ανώμοτων μαρτυρικών καταθέσεών του, που λήφθηκαν κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση, όπως έκρινε η 2/1999 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά και των ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων του ίδιου, οι οποίες λήφθηκαν είτε σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο της ίδιας ποινικής δίκης, όταν αυτός είχε ακόμη την ιδιότητα του μάρτυρα, είτε κατά τη διενέργεια συναφούς ένορκης διοικητικής εξέτασης, αφού με τον τρόπο αυτό παραβιάζονται τα υπερασπιστικά του δικαιώματα (άρθρο 171 παρ. 1 περιπτ. δ' Κ.Π.Δ.) και ιδρύεται έτσι ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περιπτ. α' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος (βλ. μεταξύ άλλων, Ηλία Αναγνωστόπουλουκ, παρατηρήσεις επί της 2/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, Ποιν. Χρ. ΜΘ' 813, Όλγας Τσόλκα. Το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο αθωότητας, Ποιν. Χρ. ΝΔ' 97 επ., καθώς και παρατηρήσεις της ίδιας επί του 92/2004 βουλεύματος του Α.Π., Ποιν. Χρ. ΝΔ' 204 επ.). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου 5/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να δικασθεί αρμοδίως για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του στρατιώτη ....., το Συμβούλιο αναφέρθηκε ειδικά σε ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του αναιρεσείοντος, που είχαν ληφθεί, πριν απαγγελθεί σε βάρος του κατηγορία, κατά τη διάρκεια ένορκης διοικητικής εξέτασης και ανάκρισης και προέβη σε αποδεικτική αξιολόγησή τους, επισημαίνοντας, με βάση αυτές, ουσιώδεις αντιφάσεις του. Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διότι η περί απορρίψεώς του απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Αθήνα, 12 Μαίου 2004Ο προτείνων Εισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος ΛινόςAφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριο Λινό, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, με την 92/2004 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω διαφοράς μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995 και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' λόγος αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 5/2003 βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με το οποίο ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του 5μελούς Στρατοδικείου Ξάνθης ως υπαίτιος ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Ειδικότερα, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος απόλυτης ακυρότητας συνίσταται στο αν επάγεται απόλυτη ακυρότητα η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του συμβουλίου μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν υπό του κατηγορουμένου προ της κτήσεως παρά τούτου της ιδιότητας του κατηγορουμένου, κατά το στάδιο ενεργηθείσης διοικητικής εξετάσεως, η οποία είχε διαταχθεί αρμοδίως προς διακρίβωση των συνθηκών του θανάτου του παθόντος, καθώς επίσης και κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας και δη κατά την ανάκριση και κατά την εξέτασή του ως μάρτυρος επί της υποθέσεως αλλά πριν αποδοθεί σε βάρος αυτού κατηγορία για την διωχθείσα πράξη. Επειδή, κατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας. Μ ετην αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως «μάρτυρα», γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικός εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται τα τέχνασμα της «μαρτυροποίησης» και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Επειδή, ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 481 παρ. 1 περιπτ. β' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για «δίκαιη δίκη», που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότησας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να δικασθεί αρμοδίως για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε βάρος του στρατιώτη ...., το δικαστικό Συμβούλιο αναφέρθηκε ειδικά στο περιεχόμενο ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων του αναιρεσείοντος, οι οποίες είχαν ληφθεί πριν απαγγελθεί σε βάρος του κατηγορία και συγκεκριμένα της από 31.7.1997 ένορκης κατάθεσής του, που δόθηκε ενώπιον του ενεργήσαντος ένορκη διοικητική εξέταση επί της υποθέσεως Συνταγματάρχου ....., καθώς και των από 21.6.1997, 5.12.1997 και 7.4.1999 καταθέσεων του ιδίου ενώπιον του ανακριτή του Στρατοδικείου Ξάνθης, όπου εξετάσθηκε ως μάρτυρας και προέβη σε αποδεικτική αξιολόγησή τους, επισημαίνοντας ουσιώδεις αντιφάσεις. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθ. 5/2003 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2004. Kαι Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2004. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επάγεται απόλυτη ακυρότητα η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του συμβουλίου μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν υπό του κατηγορουμένου προ της κτήσεως παρά τούτου της εν λόγω ιδιότητάς του, κατά το στάδιο ενεργηθείσης διοικητικής εξετάσεως, καθώς επίσης και κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας και δη κατά την ανάκριση και κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα επί της υποθέσεως, αλλά πριν αποδοθεί σε βάρος αυτού κατηγορία για την διωχθείσα πράξη. Κατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Ποιν.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως «μάρτυρα», γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με o,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται τo τέχνασμα της «μαρτυροποίησης» και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Ποιν.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ’ και 481 παρ. 1 περιπτ. β’ Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για «δίκαιη δίκη», που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής.(Ολομ. ΑΠ 1/2004, Ποιν. Δικ. 7.917). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Κατηγορούμενος, Ανώνυμη εταιρία, Προανακριτικη ανώμοτη κατάθεση.
0
Αριθμός: 21/2003 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πέτρο Κακκαλή, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Αντιπροέδρους, Παύλο Μεϊδάνη, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Στυλιανό Πατεράκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Αθανάσιο Κρητικό - Εισηγητή, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μαυρογένη, Ευριπίδη Αντωνίου, Δημήτριο Γυφτάκη, Δημήτριο Καπτανή, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Συρόπουλο και Νικόλαο Οικονομίδη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2003, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Κρουσταλάκη και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Του καλούντος – αναιρεσείοντος: ..., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χαλή. Της καθής η κλήση – αναιρεσιβλήτου: ..., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χαραλάμπους. Κατά τη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριό του, ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε ν΄αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης αυτής σε μεταγενέστερη δικάσιμο για τους λόγους που ανέπτυξε.Για το ζήτημα της αναβολής, έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου, ο οποίος δεν συναίνεσε στο παραπάνω αίτημα.Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της υπόθεσης.Μετά ταύτα το Δικαστήριο διασκέφθηκε κεκλεισμένων των θυρών, παρούσας της Γραμματέως και χωρίς την παρουσία του Εισαγγελέα και απέρριψε ομόφωνα το αίτημα για την αναβολή της υπόθεσης.Ο Πρόεδρος, στη συνέχεια εκφώνησε εκ νέου τα ονόματα των διαδίκων, εκ των οποίων παραστάθηκε μόνον η αναιρεσίβλητη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3 Ιουνίου 1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 24 Μαρτίου 1998 προσεπίκληση των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 424/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6043/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 14 Σεπτεμβρίου 2001 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1589/2002 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 21 Ιανουαρίου 2003 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, που αναφέρονται στις προτάσεις του και ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια λόγου αναίρεσης, ως αβάσιμου.Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο της αναιρεσιβλήτου, ο οποίος αναφέρθηκε σε αυτά που προηγούμενα είχε αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με την από 21.1.2003 κλήση του αναιρεσείοντος ... φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Α΄ τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο παραπεμφθείς με την 1589/2002 απόφαση του Δ΄ Τμήματος αναιρετικός λόγος. Κατά την προσδιορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος Ευάγ. Χαλής και υπέβαλε αίτημα αναβολής συζητήσεως της υποθέσεως. Το αίτημα όμως αυτό, στην ικανοποίηση του οποίου προέβαλε αντιρρήσεις η αναιρεσίβλητη, απορρίφθηκε ομοφώνως. Ακολούθως αποχώρησε ο μνησθείς πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος. Ενόψει των παραπάνω και δεδομένης της άνω κλήσεως του αναιρεσείοντος, η οποία επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 21.2.2003, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος, αφού αυτός με το 8186 από 2.10.2002 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου ... είχε παράσχει στον άνω δικηγόρο πληρεξουσιότητα να παραστεί ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά την αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο της 4.10.2002 ενώπιον του Δ΄ τμήματος και σε οποιαδήποτε αναβολή αυτής, επομένως και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (άρθρο 576 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την 1589/2002 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα το ζήτημα , αν, στην περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως συνεπεία αδικοπραξίας που αποτελεί συνάμα πλημμέλημα, για το οποίο προβλέπεται παραγραφή πέντε (5) ετών από την τέλεση της πράξεως κατ΄ άρθρα 111 παρ. 3 και 112 ΠοινΚ και τριετής αναστολή λόγω διάρκειας της ποινικής διαδικασίας κατ΄ άρθρο 113 παρ. 2 και 3 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ. Αν δηλονότι ως «μακρότερος χρόνος παραγραφής κατά τον ποινικό νόμο», σε σύγκριση με την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ νοείται ο in abstracto προβλεπόμενος στο άρθρο 111 ΠοινΚ ή και με το συνυπολογισμό του χρόνου αναστολής λόγω διάρκειας της ποινικής διαδικασίας κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3, εφόσον συντρέξει περίπτωση εφαρμογής της. ΙΙΙ. Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει, ότι « η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης». Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε για το λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην, βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις : 1) η αδικοπραξία πρέπει ν΄ αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως, και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠοινΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠοινΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου για τη διακρίβωση, αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠοινΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη. Και αυτό για τους παρακάτω λόγους : Η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. Εξάλλου η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή όμως αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής. Πέραν τούτων ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ. Τούτο γιατί θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα τόσο η ποινική αναστολή όσο και η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ. Τόσο η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στα πλαίσια καθενός από τα συστήματα αυτά. Επομένως ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ΄ αυτή και του διαστήματος της αναστολής. IV. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι ο αναιρεσείων υπέστη σωματική βλάβη στο ένδικο ατύχημα που έγινε στις 21.8.1990 στο τρίτο χιλιόμετρο της οδού ..., από αμέλεια της αναιρεσίβλητης, η οποία οδηγούσε το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ότι έμαθε τη ζημία και τους υπόχρεους προς αποζημίωση στις 15.3.1991 που εξήλθε από το νοσοκομείο και ότι η αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932) επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη – υπόχρεο σε αποζημίωση στις 6.6.1997, δηλαδή μετά παρέλευση πέντε (5) ετών, όχι μόνο από το ατύχημα, αλλά και από τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου από τον παθόντα και ήδη αναιρεσείοντα. Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη στις 21.10.1996 κηρύχθηκε ένοχη σωματικής βλάβης του αναιρεσείοντος (άρθρα 314, 115 ΠοινΚ) με την 4246/1996 απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και ακολούθως με την 9173/1997 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Μετά ταύτα το Εφετείο έκρινε ότι η επίδικη απαίτηση του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν πρότεινε λόγους διακοπής ή αναστολής της παραγραφής κατά τις ΑΚ 250 επ. 260 έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ και για το λόγο αυτό απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει την αγωγή κατά παραδοχή της ενστάσεως παραγραφής. ΄Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ και συνεπώς πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπεμπόμενος στην Ολομέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη ενός μέλους του δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Βαλμαντώνη, με τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης του Εφετείου, έπρεπε να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 559. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση των άρθρων 937 ΑΚ και 111-113 Π.Κ. Κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 937 εδ. β΄ ΑΚ, αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 111, 112, 113 Π.Ν., η παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων, που αποτελούν πλημμελήματα, είναι πέντε ετών και αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως και πέραν από τρία έτη. Επομένως, αν η απαίτηση προέρχεται από αδικοπραξία, η οποία αποτελεί συνάμα και αξιόποινη πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα, η μακρότερη παραγραφή μπορεί να είναι οκτώ (8) ετών. Δεν γίνεται καμιά διάκριση στο νόμο, ούτε για κατηγορίες αδικημάτων (πλημμελήματα, κακουργήματα), ούτε για αρχική ή μετ΄ αναστολή παραγραφή, αλλά ότι υπόκειται στη μακρότερη συνολικά και αυτή επί πλημμελημάτων φτάνει μέχρι τα οκτώ έτη. Ο νομοθέτης θέλησε τόσο η αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, όσο και η απαίτηση του αδικηθέντος κατά του ίδιου, να υπόκεινται στον ίδιο χρόνο παραγραφής. Η αντίθετη λύση, κατά την οποία αποκλείεται η αστική ευθύνη του δράστη, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει η ποινική αξίωση της πολιτείας, αντίκειται στην αρχή του αναγκαίου μέτρου, καθόσον εξαλείφονται οι αστικές απαιτήσεις, ενώ παρατείνεται η εκκρεμότητα κατά προσώπου για απειλούμενα σοβαρότερα αγαθά, όπως είναι η στέρηση της ελευθερίας. Κατ΄ ακολουθία των παραπάνω πρέπει ν΄ απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ο οποίος ηττάται στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14.9.2001 αίτηση του ... για αναίρεση της 6043/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης ..., την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαϊου 2003 και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2003.
Στην περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως συνεπεία αδικοπραξίας που αποτελεί συνάμα πλημμέλημα, για το οποίο προβλέπεται παραγραφή πέντε (5) ετών από την τέλεση της πράξεως κατ΄ άρθρα 111 παρ. 3 και 112 Π.Κ και τριετής αναστολή λόγω διάρκειας της ποινικής διαδικασίας κατ΄ άρθρο 113 παρ. 2 και 3 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ. Ο μακρότερος χρόνος παραγραφής κατά τον ποινικό νόμο, σε σύγκριση με την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ νοείται ο in abstracto προβλεπόμενος στο άρθρο 111 Π.Κ, χωρίς το συνυπολογισμό του χρόνου αναστολής λόγω διάρκειας της ποινικής διαδικασίας κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3, εφόσον συντρέξει περίπτωση εφαρμογής της. Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει, ότι « η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης». Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε για το λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην, βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις : 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως, και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου για τη διακρίβωση, αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη. Και αυτό για τους παρακάτω λόγους: Η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. Εξάλλου η ασφάλεια δικαίου, ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή όμως αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής. Πέραν τούτων ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ. Τούτο γιατί θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα τόσο η ποινική αναστολή όσο και η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ. Τόσο η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στα πλαίσια καθενός από τα συστήματα αυτά. Επομένως ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ’ αυτή και του διαστήματος της αναστολής(Ολομ. ΑΠ 21/2003, Πολιτική. Ποιν.Χρον.ΝΓ. 971). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
null
null
0
Αριθμός 1/2003 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γεώργιο Κάπο, πρόεδρο, Ευάγγελο Περλίγκα, αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Δημήτριο Βούρβαχη, Θεόδωρο Μπάκα, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αχιλλέα Ζήση – εισηγητή, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Χρήστο Μπαλντά, Ανάργυρο Πλατή, Αναστάσιο Πράσσο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Αμελαδιώτη και Χρύσανθο Παπούλια, αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών αντιπροέδρων και αρεοπαγιτών. Με την παρουσία και του εισαγγελέως Ευάγγελου Κρουσταλάκη και της γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του καταστήματός του, την 19 Δεκεμβρίου 2002, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ..... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σταμούλη, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 802/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον ..... . Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την υπ' αριθμ. 802/2001 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Αυγούστου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1906/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1874/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο υπό στοιχ. IV από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος της από 16.8.2001 αίτησης, για αναίρεση της 802/2001 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατά παραπομπή με την 1874/2002 απόφαση του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου, επειδή αυτή λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957. Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα αν στην περίπτωση αναστολής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 Π.Κ. της εκτέλεσης της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, συναναστέλλεται κατά το άρθρο 104 παρ. 2 Π.Κ. υποχρεωτικά και η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης μεταφορικού μέσου, που επιβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 Π.Κ. και 33 παρ. 1 του ν. 1975/1991. ΙΙ.Το άρθρο 104 παρ. 2 Π.Κ., με υπότιτλο «δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές», ορίζει ότι «οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή, αν πρόκειται όμως για στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 263) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μην ανασταλούν». Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι αναστέλλονται κατά το άρθρο 99 Π.Κ. και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή μόνον οι στερήσεις και ανικανότητες προς διατήρηση ή απόκτηση αξιωμάτων και δημόσιων θέσεων, που προβλέπονται ως περιεχόμενο των, υπό τον συμπίπτοντα τίτλο «παρεπόμενες ποινές», διατάξεων του τμήματος ΙΙ του τέταρτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα. Όχι δε και οι συνέπειες που προβλέπονται στο τμήμα ΙΙΙ του ίδιου κεφαλαίου του Π.Κ., με το διάφορο τίτλο «μέτρα ασφαλείας», στις οποίες εντάσσεται και η δήμευση. Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου Ποινικού Κώδικα αλλά και από τη θεσπιζόμενη από την πιο πάνω διάταξη (104 παρ. 2 Π.Δ.) εξαίρεση, που αναφέρεται σε στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 263 Π.Κ., το οποίο προβλέπει πρόσκαιρη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 61 Π.Κ. Εντεύθεν η αναστολή της κύριας ποινής δεν επεκτείνεται και στην κατά τα άρθρα 76 Π.Κ. και 33 παρ. 1 του ν. 1975/1991 δήμευση του μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά αλλοδαπών. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη 802/2001 απόφασή του, όπως απ' αυτήν προκύπτει, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο του προβλεπόμενου και τιμωρούμενου από το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 1975/1991 , πλημμελήματος της μεταφοράς λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της χώρας και επέβαλε σ' αυτόν τις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή στερητικές της ελευθερίας ποινές, γιατί μαζί με άλλον από κοινού και με σκοπό το παράνομο κέρδος στις 12.5.2001 μετέφερε με το ...... ταξί, ιδιοκτησίας του, δύο αλλοδαπές γεωργιανής υπηκοότητας, από τον ....., προς την .... Ακολούθως το Εφετείο, με βάση την ίδια ως άνω διάταξη και το άρθρο 76 Π.Κ. διέταξε τη δήμευση του άνω οχήματος και εν τέλει ανέστειλε την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας συνολικής ποινής, που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, χωρίς όμως να αναστείλει και την εκτέλεση της εν λόγω παρεπόμενης ποινής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το Εφετείο, που δεν ανέστειλε την εκτέλεση της δήμευσης του μεταφορικού μέσου, δεν εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 104 παρ. 2 Π.Κ. και του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 1975/1991 και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο πιο πάνω από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' Κ.Π.Δ. αναιρετικός λόγος. Δύο μέλη του Δικαστηρίου, οι αρεοπαγίτες Ανδρέας Μοσχανδρέου και Νικόλαος Κασσαβέτης, έχουν τη γνώμη ότι η άνω διάταξη του άρθρου 104 παρ. 2 Π.Κ. καταλαμβάνει και τη διαταχθείσα με την καταδικαστική απόφαση δήμευση του μεταφορικού μέσου, ώστε έπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Αυγούστου 2001 αίτηση του .....για αναίρεση της 802/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ως προς τον παραπεμφθέντα υπό στοιχείο IV λόγο αυτής. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσόν των διακοσίων δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 20 Φεβρουαρίου 2003. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κατά το άρ. 99 ΠΚ αναστολή αφορά εκ των παρεπομένων ποινών μόνον τις στερήσεις και ανικανότητες προς διατήρηση ή απόκτηση αξιωμάτων και δημοσίων θέσεων, όχι δε και τα μέτρα ασφαλείας, στα οποία εντάσσεται και η δήμευση(μεταφορικού μέσου). Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η διάταξη του άρ. 104 παρ. 2 ΠΚ καταλαμβάνει και την διαταχθείσα με την καταδικαστική απόφαση δήμευση του μεταφορικού μέσου. Το άρθρο 104 παρ. 2 Π.Κ., με υπότιτλο «δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές», ορίζει ότι «οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή, αν πρόκειται όμως για στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 263) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μην ανασταλούν». Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι αναστέλλονται κατά το άρθρο 99 Π.Κ. και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή μόνον οι στερήσεις και ανικανότητες προς διατήρηση ή απόκτηση αξιωμάτων και δημόσιων θέσεων, που προβλέπονται ως περιεχόμενο των, υπό τον συμπίπτοντα τίτλο «παρεπόμενες ποινές», διατάξεων του τμήματος ΙΙ του τέταρτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα. Όχι δε και οι συνέπειες που προβλέπονται στο τμήμα ΙΙΙ του ίδιου κεφαλαίου του Π.Κ., με το διάφορο τίτλο «μέτρα ασφαλείας», στις οποίες εντάσσεται και η δήμευση. Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου Ποινικού Κώδικα αλλά και από τη θεσπιζόμενη από την πιο πάνω διάταξη (104 παρ. 2 Π.Δ.) εξαίρεση, που αναφέρεται σε στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 263 Π.Κ., το οποίο προβλέπει πρόσκαιρη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 61 Π.Κ. Εντεύθεν η αναστολή της κύριας ποινής δεν επεκτείνεται και στην κατά τα άρθρα 76 Π.Κ. και 33 παρ. 1 του ν. 1975/1991 δήμευση του μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά αλλοδαπών.(Ολομ. ΑΠ 1/2003, Ποιν.Χρον.ΝΓ.691). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ποινή
Ποινή, Δήμευση, Ασφαλείας μέτρα.
0
Αριθμός 9/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο, Πέτρο Κακκαλή, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Σουλτανιά και Δημήτριο Λινό, Αντιπροέδρους, Παύλο Μεϊδάνη, Στυλιανό Μοσχολέα, Στυλιανό Πατεράκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο-Εισηγητή, Χρήστο Μαυρογέννη, Ευριπίδη Αντωνίου, Χρήστο Μπαβέα, Δημήτριο Γυφτάκη, Δημήτριο Καπτανή, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη και Νικόλαο Συρόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Ευάγγελου Κρουσταλάκη και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 19 Σεπτεμβρίου 2002 για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διαμαντή Παπανικολάου, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 2024/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την υπ' αριθμ. 2024/2001 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαϊου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1421/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1357/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Με την 1357/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 7β' , 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του Ν. 3810/1957, ο τρίτος λόγος της από 30.5.2001 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 2024/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, σχετικά με το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 501 παρ. 3 του ΚΠοινΔ παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη και αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 εδ. γ' της Ε.Σ.Δ.Α., διότι κρίθηκε ότι το ζήτημα αυτό είναι γενικότερου ενδιαφέροντος. ΙΙ. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 501 του ΚΠοινΔ , αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, όταν αυτό επιτρέπεται, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν το δικαστήριο πειστεί ότι ο εκκαλών δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για λόγους ανώτερης βίας ή για άλλα ανυπέρβλητα αίτια, μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του να επιτρέψει την εκπροσώπησή του από συνήγορο που έχει ειδική πληρεξουσιότητα , οπότε ο εκκαλών θεωρείται ότι δικάζεται σαν να ήταν παρών και ο συνήγορός του τον εκπροσωπεί πλήρως. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ΝΔ 52/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και στην παρ. 3 περιπτ. γ' του άρθρου αυτού προβλέπεται ειδικότερα ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του. Από τις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., όπως ερμηνεύτηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προκύπτει καταρχήν ότι το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω διατάξεις να αποθαρρύνει, με μέτρα που αυτός επιλέγει, την αδικαιολόγητη απουσία του κατηγορουμένου, ενόψει της σημασίας που έχει για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στην ποινική διαδικασία, τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να καταλύουν το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπισθεί τον εαυτό του, εκπροσωπούμενος από συνήγορο υπερασπίσεως. Το δικαίωμα αυτό είναι υπέρτερο από την ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και συνεπώς ο εθνικός νομοθέτης δεν δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με την αποστέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του με συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στη δίκη είναι δυνατό να εξασφαλισθεί με άλλα μέσα και όχι με την στέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21.1.1999 στην υπόθεση ..... κατά Βελγίου, της 13.2.2001 στην υπόθεση ..... κατά Γαλλίας, και της 20-3-2001, στην υπόθεση ..... κατά Βελγίου καθώς και η από 28.3.2000 απόφαση του ΔΕΚ (Ολομ.) στην υπόθεση .... κατά .....). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, που είχε καταδικαστεί με την 219/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Φαρσάλων σε φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών για έκδοση ακάλυπτων επιταγών (άρθρο 79 του Ν. 5960/1933), δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση της εφέσεως που άσκησε κατά της παραπάνω αποφάσεως, αλλά ζήτησε να εκπροσωπηθεί από συνήγορο που είχε ειδική πληρεξουσιότητα, επικαλούμενος γι' αυτό τη συνδρομή ανυπέρβλητων αιτίων. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε το επικαλούμενο ανυπέρβλητο κώλυμα του εκκαλούντος κατηγορουμένου και για το λόγο αυτό απέρριψε κατ' άρθρο 501 παρ. 3 Κ.Π.Δ. το αίτημά του να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, στη συνέχεια δε απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η απόρριψη όμως του παραπάνω αιτήματος του απόντος κατηγορουμένου παραβιάζει τις προαναφερόμενες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 3γ' της ΕΣΔΑ και ειδικότερα το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και συνεπώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να απορρίψει το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος-κατηγορουμένου από συνήγορο, κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, παραβίασε το δικαίωμα υπερασπίσεως αυτού και υπέπεσε σε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ), που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' του ΚΠΔ. Ο λόγος αυτός εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως , εφόσον η αίτηση είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων (άρθρ. 511 ΚΠΔ), και πρέπει γι' αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απορριπτική του πιο πάνω αιτήματος του εκκαλούντος διάταξη. Ακολούθως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τη διάταξη αυτής για απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, διότι με το να αποφανθεί το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ότι η έφεση ήταν ανυποκτήρικτη, στηριζόμενο στην αναιρούμενη για απόλυτη ακυρότητα διάταξη της αποφάσεώς του που απέρριψε το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος-κατηγορουμένου από συνήγορο, υπερέβη την εξουσία του. Επομένως ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια τρίτος λόγος της αναιρέσεως κατά το μέρος που στηρίζεται σε πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 Θ' του ΚΠΔ, είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2024/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο κατηγορούμενος-εκκαλών έχει δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από συνήγορο κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. του άρθρου 6 παρ. 1, που αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και της παρ. 3 περιπτ. γ' του ιδίου άρθρου που προβλέπεται ειδικότερα ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπιση του σε συνήγορο της επιλογής του, όπως ερμηνεύτηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προκύπτει καταρχήν ότι το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμα του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμα του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Ο εθνικός νομοθέτης δεν δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με την αποστέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του με συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Συνεπώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να απορρίψει το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος-κατηγορουμένου από συνήγορο, κατά την εκδίκαση της εφέσεως του κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου,(άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ) παραβίασε το δικαίωμα υπερασπίσεως αυτού και υπέπεσε σε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ), που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' του ΚΠοινΔ. (Ολομ. ΑΠ 9/2002,Ποιν.Χρον. ΝΒ. 882). Ο νόμος 3346/2005 «Για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων», που ισχύει από 17-6-2005 επιτρέπει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου και στα κακουργήματα. Ειδικότερα το άρθρο 13 αυτού ορίζει ότι: Η παράγραφος 2 του άρθρου 340 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης». (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Συνήγορος κατηγορουμένου, Ε.Σ.Δ.Α., Ανωτέρα βία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 8/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΒ' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο Πέτρο Κακκαλή, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Ρωμύλο Κεδίκογλου , Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη και Ανάργυρο Πλατή Ευριπίδη Αντωνίου Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2002, για να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους : 1...., 2. ....., 3. ......, 4. Χ1, 5. Χ2 και 6. Χ3. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 139/2001 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 686/2002 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας , έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την από 8 Μαϊου 2002 πρότασή του, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : Το Εφετείο Αθηνών με το 139/2001 βούλευμά του δέχτηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων .... κ.λ.π. στις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις, τιμωρούμενες σε βαθμό κακουργήματος, διέταξε δε την ενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως για να κληθούν σε απολογία οι τρεις τελευταίοι εκ των κατηγορουμένων, Χ1, Χ2 και Χ3 (ως προς τους οποίους ο ανακριτής είχε περατώσει την ανάκριση με την έκδοση κατ'αυτών τυπικών κλήσεων) και να απαγγελθεί κατ'αυτών κατηγορία, να γίνει δε επί πλέον, ως προς όλους τους κατηγορουμένους, και οποιαδήποτε άλλη ανακριτική πράξη, χρήσιμη κατά την κρίση του ανακριτή για την πληρέστερη διαλεύκανση της υποθέσεως. Ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η πλειοψηφία των μελών του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο έκριναν, υιοθετούντες εξ ολοκλήρου σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων Χ1, Χ2 και Χ3, ότι το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είναι αναιρετέο για τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.α' Κ.Π.Δ. λόγο της απόλυτης ακυρότητας, γιατί με αυτό έγινε δεκτό ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των προαναφερθέντων τριών κατηγορουμένων χωρίς προηγουμένως να έχουν αυτοί απολογηθεί ή να έχουν κληθεί προς απολογία. Κατά την άποψη αυτή το Συμβούλιο που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση δεν επιτρέπεται να ερευνήσει και αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, αν δε πράξει τούτο, το βούλευμά του πάσχει από απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, δοθέντος ότι : α) ο κατηγορούμενος καλείται να αντικρούσει την βαρύνουσα αυτόν κατηγορία, όχι όπως την απαγγέλλει ο ανακριτής, αλλά όπως τη δέχθηκε ως προς την ύπαρξή της το δικαστικό Συμβούλιο, β) με μια τέτοια παραδοχή του Συμβουλίου περιορίζεται, αν δεν εκμηδενίζεται, η ευχέρεια του ανακριτή, τουλάχιστον ως προς το θέμα της λήψεως ή μη για τον κατηγορούμενο περιοριστικών όρων μετά την απολογία του, και γ) με την παραδοχή αυτή «καθίσταται ουσιαστικώς κενή περιεχομένου η άσκηση από τον κατηγορούμενο του υπερασπιστικού του δικαιώματος, αφού το μέλλον να επιληφθεί και πάλι μετά τη για τυπικούς πλέον λόγους αναγκαία απολογία δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι το ίδιο Συμβούλιο, έχει ήδη εκφράσει, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, την κρίση του ότι τον κατηγορούμενο βαρύνουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής». Κατά τη γνώμη μου ο λόγος αναιρέσεως, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με το 686/2002 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο γιατί η απόφασή του ελήφθη με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου, είναι αβάσιμος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα : α) Ο ανακριτής προδιορίζει τα στοιχεία του αδικήματος, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και απαγγέλλει την κατηγορία, χωρίς να δεσμεύεται από όσα τυχόν σχετικώς διέλαβε το Συμβούλιο στο διατάσσον περαιτέρω ανάκριση βούλευμά του. β) Από τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω βούλευμα δεν περιορίζεται καθόλου κατά το νόμο η ευχέρεια του ανακριτή να επιβάλει ή να μην επιβάλει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του. Αν δε οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου συντελέσουν στο να σχηματίσει εσφαλμένη εικόνα της υποθέσεως κάποιος ανακριτής, ο οποίος έχει μειωμένη ανεξαρτησία γνώμης ή δεν έχει το προσήκον σθένος, αυτό δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου που οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος. Και γ) Η απολογία του κατηγορουμένου μετά το διατάσσον περαιτέρω ανάκριση βούλευμα δεν λαμβάνεται «για τυπικούς πλέον λόγους». Ο κατηγορούμενος μπορεί με αυτή να επικαλεσθεί αποδεικτικά μέσα και να προβάλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα προς απόδειξη της αθωότητάς του, το Συμβούλιο δε είναι υποχρεωμένο να εκτιμήσει τα νέα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν και ουδόλως δεσμεύεται από το προηγούμενο βούλευμά του, το οποίο, όπως παγίως έχει γίνει δεκτό και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, είναι προπαρασκευαστικό και σύμφωνα με το άρθρο 548 εδ.β' Κ.Π.Δ. ανακαλείται πάντοτε ελευθέρως. Την ευχέρεια δε αυτή να ανακαλέσει το προηγούμενο βούλευμά του έχει το Συμβούλιο ακόμη και αν ο κατηγορούμενος παρόλον ότι είχε κληθεί, δεν προσήλθε ενώπιον του ανακριτή για να απολογηθεί. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω να απορριφθεί η από 22 Φεβρουαρίου 2001 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δωρή για αναίρεση του 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αθήνα, 8 Μαίου 2002 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας» Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιο Κατσιρέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την απόφαση 686/2002 του Ε' Τμήματος (σε Συμβούλιο) παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια λόγω διαφοράς μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν.1757/1988) και 3 παρ.3 του ν. 3810/1957, η 12/ 22-2-2001 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 484 παρ.1 α' Κ.Ποιν.Δ.), στην οποία πλημμέλεια υπέπεσε κατά τον αναιρεσείοντα το Συμβούλιο διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανάκριση για να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι αλλά με αιτιολογία που συνιστά ήδη πρόκριση ενοχής και θίγει έτσι το δικαίωμα της υπερασπίσεώς του. Κατά το άρθρο 484 παρ.1α' Κ.Ποιν.Δ., λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι η απόλυτη ακυρότητα ( άρθ.171 αριθ.1), κατά δε το άρθρο 171 παρ.1, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο επέρχεται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ( παρ.1δ'). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 270 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος ( εδάφ.α'), μπορεί όμως να θεωρηθεί τελειωμένη ακόμη και όταν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάσθηκε για να απολογηθεί ύστερα από κλήτευση που του έγινε, εφόσον δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του. Κατά τη διάκριση της διατάξεως του άρθρου 270 παρ.1, προϋπόθεση της κατ' εξαίρεση περατώσεως της ανακρίσεως χωρίς την λήψη πραγματικής απολογίας του κατηγορουμένου τίθεται η έστω και σιωπηρά εκτίμηση του ανακριτή ότι δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, διότι σε αντίθετη περίπτωση η λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 308, 309 παρ.1, 310, 312 και 313 του Κ.Ποιν.Δ. το δικαστικό συμβούλιο, αρμόδιο να κηρύξει το πέρας της κύριας ανακρίσεως, αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία ( άρθ.309 περ. ε' και 313), ενώ διατάσσει περαιτέρω ανάκριση αν θεωρεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου ( άρθ.309 περ. δ' και 312). 'Εχοντας, άρα, το δικαστικό συμβούλιο ίδια εξουσία να καταλήξει σε αντίθετη εκτίμηση του υλικού της ανακρίσεως από εκείνη του ανακριτή αλλά και την υποχρέωση εκ του νόμου ( άρθ.138 παρ.1β' και 139 Κ.Ποιν.Δ.) να αιτιολογήσει την κρίση του, δεν κωλύεται όταν διατάσει περαιτέρω ανάκριση να εκτιμήσει, έστω και αν αυτό δεν απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 309 περ.δ' και 312, ότι προέκυψαν από το μέχρι τούδε αποδεικτικό υλικό επαρκείς ενδείξεις (υπόνοιες) ενοχής και επιβάλλεται η αντίκρουσή τους με ουσιαστική απολογία του κατηγορουμένου. Το βούλευμα έχει εκ του διατακτικού του στην περίπτωση αυτή χαρακτήρα προπαρασκευαστικής μόνον αποφάσεως (άρθρα 138 παρ.1β', 548 Κ.Ποιν. Δ.), δεσμευτικής για τον ανακριτή μόνον ως προς την ανάγκη διενέργειας της διατασσόμενης ανακριτικής πράξεως, χωρίς να παρεμποδίζεται έτσι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προτείνει νέα αποδεικτικά μέσα ή να υποβάλλει αιτήματα ή να ασκήσει τα όποια άλλα υπερασπιστικά δικαιώματα έχει στο στάδιο αυτό εκ του νόμου. Εξ ουδεμιάς όμως διατάξεως του Κ.Ποιν.Δικονομίας προκύπτει στην περίπτωση αυτή, ανεξαρτήτως των όποιων τυχόν πλεοναστικών φράσεων το βούλευμα διέλαβε, πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας. Συνεπώς τέτοια τυχόν εκτίμηση του δικαστικού συμβουλίου δεν παραβιάζει κάποια συγκεκριμένη διάταξη του Κ.Ποιν.Δ. που αφορά την υπεράσπιση, ούτε πλήττεται έτσι το κατοχυρούμενο με το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται άμεση ή έμμεση πρόκριση ενοχής χωρίς και την απολογία του εφόσον έχει οριστικό και δεσμευτικό χαρακτήρα. Επομένως δεν θίγεται στην περίπτωση αυτή ο πυρήνας του δικαιώματος υπερασπίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσι-βαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτό διατάχθηκε περαιτέρω κύρια ανάκριση για τη λήψη των απολογιών των εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτούς κακουργηματική πράξη ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία το επιδιωχθέν όφελος και η απειληθείσα ζημία υπερβαίνουν τα 50.000.000 δραχμές, ως προς τους οποίους κατηγορουμένους ο ανακριτής περαίωσε την ανάκριση με τυπική κλήση σε απολογία. Για να καταλήξει στο διατακτικό του αυτό το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού εξετίμησε αναλυτικώς το αποδεικτικό υλικό, αιτιολόγησε την αντίθετη προς τον ανακριτή κρίση του, δεχόμενο ότι «…..….υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ετέλεσαν ………οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3 και Χ1 την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της ηθικής αυτουργίας στην άνω απάτη….». Με την ανωτέρω κρίση του το Συμβούλιο Εφετών δεν παραβίασε κάποια από τις διατάξεις που αφορούν στο δικαίωμα υπερασπίσεως των ανωτέρω κατηγορουμένων, ούτε άρα επήλθε η οριζόμενη με το άρθρου 171 παρ.1δ' Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα και δεν ιδρύθηκε και ο κατά το άρθρο 484 παρ.1α' μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του εισαγγελέως, η οποία συνεπώς πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του δικαστηρίου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Χαραλάμπους Γεωργακόπουλου, Δημητρίου Ζέρβα, Θεόδωρου Λαφαζάνου, Ρωμύλου Κεδίκογλου και Ευριπίδη Αντωνίου το δικαστικό Συμβούλιο και στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κρίνοντας ότι δεν μπορεί να αχθεί στην ίδια με τον ανακριτή αρνητική κρίση επί της κατηγορίας και διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανά-κριση για να ληφθεί η απολογία των κατηγορουμένων, δεν μπορεί ταυτοχρόνως να ερευνήσει αν από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, πολύ περισσότερο να διατυπώσει γνώμη περί συνδρομής τέτοιων ενδείξεων σε βάρος των κατηγορουμένων. Επιπλέον η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να συναχθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης, δηλαδή μόνο όταν έχει απολογηθεί ο κατηγορούμενος ή έστω όταν του έχει δοθεί η δυνατότητα να απολογηθεί, διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητάς του και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος (άρθρα 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ). Η παραμπίπτουσα αυτή κρίση του δικαστικού συμβουλίου, με την οποία ουσιαστικά, ρυθμίζεται το δύσκολο θέμα της ανάκρισης (άρθρο 307 περιπτ. β' ΚΠοινΔ) έχει ισχύ μέχρις ότου τυχόν ανακληθεί και δεσμεύει τον ανακριτή, ο οποίος δεν δικαιούται να διαφωνεί, παρά μόνο σε παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρο 247 ΚΠοινΔ). Εξάλλου η κρίση αυτή του συμβουλίου δεν μπορεί να θεωρηθεί πλεοναστική, διότι κυρίως αυτή στηρίζει το διατακτικό του βουλεύματος, το οποίο θα έπρεπε να είχε ως αιτιολογία την ύπαρξη απλών ενδείξεων και την κρίση του δικαστή να προηγηθεί η απολογία του κατηγορουμένου, πριν αποφανθεί το συμβούλιο για την έλλειψη επαρκών ενδείξεων ενοχής, ώστε να δικαιολογηθεί περάτωση της ανάκρισης με την έκδοση τυπικής κλήσης του κατηγορουμένου. Συνεπώς παραβιάσθηκε ευθέως το δικαίωμα υπερασπίσεως των κατηγορουμένων και επήλθε απόλυτη ακυρότητα (Κ.Ποιν.Δ. 171 παρ.1δ'), που ιδρύει τον σχετικό αναιρετικό λόγο από το άρθρο 484 παρ.1α' του Κ.Ποιν.Δ., ώστε η αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να γίνει δεκτή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 12/ 22-2-2001 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του βουλεύματος 139/2001 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Περάτωση της ανάκρισης με τυπική κλήση. Απόφανση του Συμβουλίου Εφετών, ότι προέκυψαν ενδείξεις. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ, 1δ ΚΠΔ), όταν το Συμβούλιο Εφετών εκτιμώντας το ανακριτικό υλικό αποφαίνεται ότι για τους κατηγορουμένους για τους οποίους η ανάκριση έχει περατωθεί με τυπική κλήση προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και επιβάλλεται η αντίκρουσή τους με ουσιαστική απολογία του κατηγορουμένου. Αντίθετη μειοψηφία ( Ολομ ΑΠ 8/2002 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 785). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 7/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή – Εισηγητή, Ευριπίδη Αντωνίου και Δημήτριο Καπτανή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αντιπροέδρων και λοιπών Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 16η Μαϊου 2002, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1315/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), το οποίο διάταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον ...., που παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομμάτη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 1315/2001 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με την από 20 Ιουνίου 2001 αίτηση αναιρέσεως που εγχειρίσθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών Αλέξανδρου Καλούδη και καταχωρήθηκε στο πινάκιο με τον αριθμό 1548/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 559/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια άκουσε τον Εισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως. Κατόπιν δόθηκε ο λόγος στο πληρεξούσιο του κατηγορουμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους αναιρέσεως που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο και ζήτησε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο μοναδικός λόγος της από 20.6.2001 αίτησης για αναίρεση, που άσκησε ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κατά της 1315/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ο αναιρετικός αυτός λόγος προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ' ΚΠοινΔ, παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 559/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού τμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 7 εδαφ. β' και δ' του ν. 1758/1988 και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957 και αφορά το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα αν, ενόψει της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου (Δ.Σ.) για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.) των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στις 16.12.1966, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997 και ισχύει από 5.8.1997 (ΦΕΚ Α' 25 και 92), οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο στην Ελλάδα. ΙΙ. Κατά το άρθρο 57 ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ίδιου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. 'Ετσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Κ., ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάστηκε , έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όμως 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχείο θ') και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα δίωξη, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ίδιου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν , βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη. ΙΙΙ.Το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που προαναφέρθηκε επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Δ.Σ. στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Δ.Σ. καθιερώνεται η αρχή ότι «κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας». Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διάταξης αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι «του ίδιου Κράτους». Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους. Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Δ.Σ. διότι με αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. 'Όμως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠοινΔ, που προαναφέρθηκε, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία «κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». IV.Στην κρινόμενη υπόθεση το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την 1315/2001 αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη, την, κατά του ..... ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ότι στην Ταγγέρη του Μαρίκου, στις 24.3.1994 κατείχε με σκοπό την εμπορία και χωρίς να έχει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών 56 χιλιόγραμμα ινδικής κάνναβης, μεταποιημένης σε πολτό CHIRA. Θεώρησε δε το Εφετείο την ποινική δίωξη απαράδεκτη, κατά το άρθρο 57 ΚΠοινΔ, λόγω δεδικασμένου, γιατί για την ίδια πράξη ο κατηγορούμενος είχε δικαστεί στην Ταγγέρη του Μαρόκου και είχε εκδοθεί για την υπόθεση αμετάκλητη απόφαση από το Ποινικό Εφετείο της Ταγγέρης, με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών και χρηματική ποινή 20.000 Ντιρχάμ και εξέτισε εξ ολοκλήρου την ποινή του αυτή. Με βάση όμως τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, όφειλε, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 8,9,10 του ΠΚ οι οποίες δεν επηρεάσθηκαν από την ως άνω διάταξη του Δ.Σ. να προχωρήσει στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης και να μη κηρύξει απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου την ασκηθείσα ποινική δίωξη. 'Ετσι που έπραξε υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, κατά το βάσιμο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ' του ΚΠοινΔ, απορρέοντα μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. V. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβληθείσα απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, πράγμα που είναι εφικτό (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1315/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης για παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων(ουσιών), δεν παράγεται δεδικασμένο. Επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π Κ, στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχείο θ΄) και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων(ουσιών), δεν παράγεται δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16-12-1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 2462/1997 και ισχύει από 5-8-1997, διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλομένου Κράτους (Ολομ ΑΠ 7/2002 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 704, ). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Δεδικασμένο
Δεδικασμένο.
1
Αριθμός 6/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο – Εισηγητή, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Δημήτριο Καπτανή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αντιπροέδρων και λοιπών Αρεοπαγιτών)Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 16η Μαϊου 2002, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς για αναίρεση της υπ' αριθμ. 24/2001 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο διάταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον ..., κρατούμενο της Αγροτικής Φυλακής Τίρυνθας, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την υπ' αριθμ. 24/2001 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς, με την από 15 Φεβρουαρίου 2001 αίτηση αναιρέσεως που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς Αντωνίας Τετράδη και καταχωρήθηκε στο πινάκιο με τον αριθμό 878/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 558/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Με την 558/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, επειδή η απόφασή του λήφθηκε με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου (άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, και άρθρο 3 παρ. β του ν. 3810/1957) , το ζήτημα αν η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα Εφετών κατ' αποφάσεως του Εφετείου, που απαγγέλθηκε ανεκκλήτως, αρχίζει από τη δημοσίευση της αποφάσεως (άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ή από την καταχώριση της καθαρογραφημένης στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου . Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κλήτευσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τον καταδικασμένο ..... (άρθρα 513 παρ. 1 και 155 παρ. 1 ΚΠΔ), κρατούμενο στην Αγροτική Φυλακή Τίρυνθας, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 16ης Μαϊου 2002 (βλ. το από 15.4.2002 αποδεικτικό επιδόσεως της υπαλλήλου της άνω Φυλακής ......), εκείνος, όμως, δεν εμφανίστηκε δια συνηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου (άρθρο 513 παρ. 3 ΚΠΔ). ΙΙ.Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του ν.969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζεται ότι «η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου». Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση», που απαντάται στον ΚΠΔ μόνο στην ανωτέρω διάταξη, χρησιμοποιείται με τη γνωστή έννοια της αποφάσεως, που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο τακτικά ένδικα μέσα, και ως τέτοιο ένδικο μέσο προβλέπεται από τον ΚΠΔ μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διάταξης συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου. Ενώ όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο (έφεση) ανεξαρτήτως «λόγου» για να αποκατασταθεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Περαιτέρω, έχει επικρατήσει από μακρού στην ελληνική νομική ορολογία να χαρακτηρίζονται ως «ανέκκλητες» οι αποφάσεις που από την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση, οι εν λόγω δε αποφάσεις θεωρούνται ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία εννοία τελεσίδικων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου «τελεσίδικη απόφαση» του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ , δηλαδή όχι μόνο οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Τη λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία συντρέχει και για τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσο και στις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Επομένως, η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠολΔ, από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 24/2001 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, που απαγγέλθηκε ανεκκλήτως, καθορίστηκε μετά από αίτηση του ..... η συνολική ποινή που πρέπει να εκτίσει, ενόψει εκτελέσεως κατ' αυτού περισσοτέρων αμετακλήτων δικαστικών αποφάσεων διαφόρων δικαστηρίων (άρθρο 551 ΚΠΔ). Η απόφαση αυτή, κατά της οποίας, σύμφωνα με τη διάταξη του τελ. εδαφ. της παρ. 3 του άρθρου 551 ΚΠΔ επιτρέπεται στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα μόνο αναίρεση, δημοσιεύθηκε στις 2.2.2001 και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 5.2.2001. Κατόπιν αυτού, η υπό κρίση από 15.2.2001 αίτηση αναίρεσης που άσκησε κατ' αυτής ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά στις 15.2.2001 είναι εμπρόθεσμη και εντεύθεν παραδεκτή. 'Εξι όμως μέλη του δικαστηρίου, οι αρεοπαγίτες Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος, Πέτρος Κακκαλής, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Δημήτριος Ζέρβας, Θεόδωρος Λαφαζάνος και Ρωμύλος Κεδίκογλου, διτύπωσαν τη γνώμη ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως αρχίζει από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως και όχι από της καταχωρήσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο . Επομένως, κατά την ως άνω γνώμη της μειοψηφίας η αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να κριθεί εκπρόθεσμη, εφόσον η προσβαλλομένη δημοσιεύτηκε στις 2.2.2001 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 15.2.2001. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΑποφαίνεται ότι η από 15.2.2001 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Αναπέμπει την υπόθεση στο Ε' Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λόγων αναίρεσης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο. Στην έννοια του όρου « τελεσίδικη απόφαση» του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, δηλαδή όχι μόνο οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Τη λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία συντρέχει και για τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσο και στις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Επομένως, η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο (Ολομ. ΑΠ 6/2002 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 702,). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
1
Αριθμός 5/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΑ' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Περλίγκα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Γεώργιο Κάπο Αντιπροέδρους, Αριστείδη Κρομμύδα, Αρχοντή Ντόβα, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογένη – Εισηγητή, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2002, για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ...... , για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2490/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2490/2000 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του ανωτέρω βουλεύματος για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νοεμβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 98/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το με αριθμό 426/2002 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου, μαζί με την από 23 Νοεμβρίου 2000 αίτηση αναιρέσεως για αναίρεση του πιο πάνω βουλεύματος με την πρόταση με αριθμό 259/4.4.2002 του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «1.- Με το προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ...... 2490/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκε κατ'ουσίαν έφεση του εν λόγω κατηγορουμένου κατά του 1165/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το τελευταίο αυτό βούλευμα ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος πράξεων πλαστογραφίας μετά χρήσεως, που είχαν τελεσθεί κατ'εξακολούθηση από τις 10-1-1991 μέχρι τις 16-10-1991 , έγινε δε συγχρόνως δεκτό ότι αυτός με τις ως άνω πράξεις του σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του βλάπτοντας άλλον περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε συνολικά, για όλες τις ανωτέρω πράξεις, το ποσό των 25.000.000 δραχμών. 'Ηδη με τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β'Κ.Π.Δ. μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται, ότι το Εφετείο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, και ειδικότερα και αυτές των περί παραγραφής άρθρων 111, 112 και 113 παρ. 2 Π.Κ. 2.- Ο λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Ο λόγος αυτός παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, αν για τον χαρακτηρισμό ως κακουργήματος της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση που εκτελέσθη πριν από τον ν. 2721.1999 απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές, ή αρκεί το συνολικό ποσό του οφέλους ή της ζημίας εξ όλων των μερικοτέρων πράξεων να υπερβαίνει το ως άνω χρηματικό ποσό. Φρονώ ότι ορθή είναι η δεύτερη γνώμη [βλ. έτσι και στη Γερμανία υπό την προϋπόθεση της υπάρξεως ενότητας δόλου , η οποία όμως αξιώνεται και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, Dreher- Trondle, StGB, 45h εκδ. , παρατηρήσεις προ της παρ. 52 αριθμ..36, Schonke – Sohroder – Eser, StGB, Kommentar, 24η έκδ. παρ. 243 αριθμ. 56, παρ.248 α αριθμ. 13 και εκεί περαιτέρω παραπομπές]. Εφόσον δηλαδή το Συμβούλιο έκρινε , κατά τρόπο ανέλεγκτο αναιρετικώς, ότι υπάρχει ταυτότητα αποφάσεως και ότι γενικώς συντρέχουν οι όροι του εξακολουθούντος εγκλήματος, πρέπει αναγκαίως να ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό του ίδιου οφέλους ή της βλάβης του άλλου, γιατί σε αντίθετη περίπτωση στερείται εννοίας ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος ως κατ'εξακολούθηση τελεσθέντος, αφού τούτο ταυτίζεται τότε πλέον με την πραγματική ομοειδή συρροή εγκλημάτων, με μόνη τη διαφορά ότι επ'αυτού, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ., μπορεί, αντί να εφαρμοσθεί το άρθρο 94 παρ. 1 Π.Κ., να επιβληθεί μία και μόνο ποινή. Ο χαρακτηρισμός όμως του εγκλήματος ως εξακολουθούντος, όπως έχει διαμορφωθεί η έννοιά του στη θεωρία και νομολογία, δεν λειτουργεί πάντοτε αναγκαίως υπέρ του κατηγορουμένου, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και εις βάρος αυτού, όταν μαρτυρείται μία ιδιαίτερη ένταση του δόλου του και μία εντόνως αποκρουστέα ψυχολογική στάση του. 'Όμως στην κρινόμενη υπόθεση στερείται σημασίας το αν οι κατ'εξακολούθηση πράξεις πλαστογραφίας , κάθε μία από τις οποίες είχε τελεσθεί με σκοπό οφέλους ή ζημίας ποσού κάτω των 25.000.000 δραχμών, συνιστούσαν πλημμέλημα ή κακούργημα κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ., όπως η παράγραφος 3 ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996 [ισχύον και εδώ ως ηπιότερος νόμος κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.] και πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999. Τούτο δε διότι, όπως ορθώς γίνεται παγίως δεκτό τόσο από τη νομολογία του Αρείου Πάγου όσο και από τη θεωρία [βλ. Σταμάτη, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρο 98 αριθμ. 12 και εκεί παραπομπές. Βλ. υπέρ της αυτής γνώμης στη Γερμανία Schonke - Schroder - Stree, ο.π. ,παρατηρήσεις προ των παρ. 52 επ., αριθμ. 33 και εκεί παραπομπές] οι επί μέρους πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως προς την παραγραφή, δηλαδή κάθε μερικότερη πράξη παραγράφεται αυτοτελώς και δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα, όταν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της. Εφόσον δε η μερικότερη πράξη πλαστογραφίας έχει τελεσθεί με σκοπό οφέλους ή ζημίας ποσού κάτω των 25.000.000 δραχμών, συνιστά πλημμέλημα και υπόκειται στην κατά το άρθρο 111 παρ. 3 Π.Κ. πενταετή παραγραφή. Στην κρινόμενη υπόθεση , σύμφωνα με όσα δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών, οι μερικότερες πράξεις πλαστογραφίας ετελέσθησαν από 10-1-1991 μέχρι 16-10-1991 και καμμία από αυτές δεν είχε σκοπό οφέλους ή ζημίας ποσού άνω των 25.000.000 δραχμών. Συνεπώς το αξιόποινό τους έχει εξαλειφθεί με παραγραφή , το Συμβούλιο δε Εφετών που δέχτηκε το αντίθετο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 216 παρ. 1 και 3 [όπως η παρ. 3 ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996] Π.Κ., όπως βασίμως προβάλλεται με το μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω : 1] Να αναιρεθεί το 2490/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2] Να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ....... Αθήνα, 3 Απριλίου 2002-04-03Ο Προτείνων Εισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔιονύσιος Κατσιρέας» Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιο Κατσιρέα, που αναφέρθηκε στην πιο πάνω πρόταση, και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή με την 426/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, η από 23/12/2000 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ..... κατά του 2490/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επικυρώθηκε το 1165/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που έχει παραπέμψει τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση σε βαθμό κακουργήματος, που τέλεσε κατ' εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 10.1.1991 έως 16.10.1991. Με τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια μοναδικό λόγο της άνω αίτησης τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, αν για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση , που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές, ή αρκεί το συνολικό ποσό της ωφέλειας ή της ζημίας από τις μερικότερες πράξεις να υπερβαίνει το άνω χρηματικό ποσό. ΙΙ. Κατά το άρθρο 216 ΠΚ «1. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση των εγγράφων από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Με το άρθρο 1 παρ. 7 εδαφ. α' του ν. 2408/1996 στο τέλος της παραγράφου 3 του άνω άρθρου προστέθηκε η φράση «εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών». Η με την προσθήκη αυτή διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 2408/1996 (4.6.1966), διότι είναι προδήλως επιεικέστερη, αφού κατά την προηγούμενη διατύπωση της παραγρ. 3 αρκούσε μόνο ο σκοπός οφέλους ή βλάβης για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ως κακουργήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 ΠΚ (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999) «αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων». Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 25.000.000 δραχμών κ.λπ είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Και τούτο διότι α) κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της και υπόκειται αυτοτελώς σε παραγραφή και έγκληση, β) το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος μόνο για την επιβολή μιας ποινής και όχι για τον χαρακτηρισμό αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, γ) ο χαρακτηρισμός του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος με βάση το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων, χωρίς να προβλέπεται τούτο από διάταξη νόμου, είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με τον τρόπο αυτό μία μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, η οποία κατά το χρόνο που τελέστηκε τιμωρείτο ως πλημμέλημα, αναβαθμίζεται εκ των υστέρων σε κακούργημα με την προσθήκη χρηματικού ποσού που δεν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεώς της, αλλά δημιουργήθηκε μετέπειτα με την τέλεση άλλης μερικότερης πράξης, με περαιτέρω δυσμενείς για τον κατηγορούμενο συνέπειες να επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των προηγούμενων πράξεων και να δύναται να χωρήσει αυτεπάγγελτη δίωξη, ενώ κατά το χρόνο τελέσεώς τους, διώκονται κατ' έγκληση (π.χ. στην περίπτωση κλοπής και υπεξαίρεσης ευτελούς αξίας - ΠΚ 377 παρ. 2) και δ) αν ο νομοθέτης με την προσθήκη στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ της φράσης «αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών» ήθελε να καθιερώσει, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ως κακουργήματος, αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της περιουσιακής βλάβης, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως είχε πράξει με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του νδ 2576/1953 προκειμένου για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής : «Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε». Εξάλλου με την παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου η με την παραγρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παραγρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής : « αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000)». Οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ' αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από καθεμία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Όμως οκτώ (8) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας, οι αντιπρόεδροι Ευάγγελος Περλίγκας και Αντώνιος Παπαθεοδώρου και οι αρεοπαγίτες Αρχοντής Ντόβας, Δημήτριος Σουλτανιάς, Δημήτριος Λινός, Σπυρίδων Μπαρμπαστάθης και Θεόδωρος Τζέμος έχουν την εξής γνώμη : Από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρων 216 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 94 και 98 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, προκύπτει, ότι για το χαρακτηρισμό , ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο απαιτείται οι μερικότερες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου να συνδέονται με την ίδια προς τέλεση απόφαση, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του οφέλους ή της βλάβης, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώθηκε με την μεταγενέστερη διευκρινιστική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999 . Επομένως , το προαναφερθέν έγκλημα χαρακτηρίζεται μεν ως κακούργημα εάν το όφελος ή η ζημία συνολικώς υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές , χαρακτηρίζεται δε ως πλημμέλημα άν το συνολικό όφελος ή ζημία εξικνείται μέχρι του ανωτέρω ποσού. ΙΙΙ.Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σαυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζει, προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :Την 12-7-1990 ο κατηγορούμενος συνέστησε την ενταύθα εδρεύουσα ετερόρρυθμη εταιρία υπό την επωνυμία «...... Ε.Ε.», που είχε ως σκοπό την ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεως ετοίμων ενδυμάτων, με ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστή τη σύζυγό του και ετερόρρυθμο εταίρο τον ίδιο. Ακολούθως, έχοντας αυτός στην κατοχή του ένα μπλοκ τιμολογίων-δελτίων αποστολής, που είχε νομίμως θεωρηθεί από την Β' ΔΟΥ Αθηνών και έφερε τα στοιχεία της ατομικής επιχειρήσεως του μηνυτή ...... που είχε ως αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία ενδυμάτων και είχε διακόψει τις εργασίες της χωρίς να το δηλώσει στην εφορία και κλείσει τα εμπορικά της βιβλία, προκειμένου να εμφανίσει αυξημένες δαπάνες για αγορές εμπορευμάτων της ανωτέρω επιχειρήσεώς του και επιτύχει με τον τρόπο αυτό την παραπλάνηση των αρμοδίων φορολογικών αρχών και την έκπτωση του αναλογούντος στις πωλήσεις της δικής του επιχειρήσεως Φ.Π.Α., προέβη , κατά το από 10 Ιανουαρίου μέχρι 16 Οκτωβρίου 1991 χρονικό διάστημα, στη συμπλήρωση δέκα εννέα τιμολογίων του ανωτέρω μηνυτή, με τα οποία εφέρετο ότι ο πιο πάνω μηνυτής είχε πωλήσει διάφορα εμπορεύματα στην πιο πάνω από αυτόν συσταθείσα ετερόρρυθμη εταιρία. Ειδικότερα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα συμπλήρωσε τα εξής τιμολόγια-δελτία αποστολής: 1) Το υπ' αριθμ. ..... με αναγραφόμενο τίμημα 2.402.500 δραχμές , στο οποίο αναλογεί ΦΠΑ 432.450 δραχμών. 2) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 7.393.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 1.330.740 δραχμών, 3) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 6.883.280 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 1.238.990 δρχ., 4) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 3.013.190 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 542.374 δρχ., 5) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 2.338.100 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 420.858 δρχ., 6) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 5.286.500 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 951.570 δρχ., 7) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 6.337.090 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 1.140.076 δρχ.,8) Το υπ' αριθμ. .....,αξίας 4.520.713 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 813.729, 9) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 6.034.020 και αναλογούντα ΦΠΑ 1.086.124 δρχ., 10) Το υπ' αριθμ. .....,αξίας 33.247.500 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 5.984.550 δρχ., 11) Το υπ' αριθμ. .....,αξίας 19.517.535 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 3.513.156 δρχ., 12) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 17.226.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 3.100.680 δρχ., 13) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 24.000.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 4.320.000 δρχ., 14) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 13.500.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 2.430.000 δρχ., 15) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 13.500.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 2.006.845 δρχ., 16) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 31.510.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 5.671.800 δρχ., 17) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 2.945.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 449.100 δρχ., 18) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 8.864.000 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 1.595.520 δρχ. και 19) Το υπ' αριθμ. ....., αξίας 15.462.094 δραχμών και αναλογούντα ΦΠΑ 2.783.177 δρχ. Σε όλα τα παραπάνω τιμολόγια, τα οποία στη θέση του εκδότη έφεραν τη σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης του μηνυτή, έθεσε στη θέση του μηνυτή τα στοιχεία της φερόμενης ως αγοράστριας εταιρείας «...... ΕΕ», προσέτι δε και στα πιο πάνω υπ' αριθ. ..., .... και .... τιμολόγια κατ' απομίμηση και την υπογραφή του μηνυτού, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα εν αγνοία του και παρά τη θέλησή του. Δέχτηκε επίσης το Συμβούλιο ότι των πλαστών αυτών εγγράφων έκανε χρήση ο κατηγορούμενος κατά το έτος 1991 παραδίδοντάς τα στον λογιστή του για καταχώρηση στα βιβλία της παραπάνω εταιρίας και ότι με τη πράξη του αυτή σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παρανόμως τον αναλογούντα στα τιμολόγια αυτά ΦΠΑ, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 39.812.339 δραχμών, με αντίστοιχη βλάβη του μηνυτού που έπρεπε να καταβάλει στο Δημόσιο το ίδιο ποσό του ΦΠΑ και να περιλάβει τα τιμολόγια αυτά στην κίνηση της επιχειρήσεώς του, σε βάρος του οποίου έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο 119.437.017 δρχ. για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και πρόστιμο 152.000 δραχμών για παράβαση του Κώδικος Φορολογικών στοιχείων. Τέλος δέχθηκε το Συμβούλιο ότι με τις ως άνω μερικότερες πράξεις του ο κατηγορούμενος απεσκόπει στον πορισμό του ως άνω συνολικού ποσού των 39.812.339 δραχ. και ότι η αποδιδόμενη σαυτόν πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση έχει χαρακτήρα κακουργήματος και συνεπώς δεν έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο αυτής με παραγραφή. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών δέχτηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου που μπορούν να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εναντίον του για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ήτοι για πράξη φέρουσα χαρακτήρα κακουργήματος και κατόπιν αυτού απέρριψε στην ουσία της την από 17-4-2000 έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 1165/2000 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, που είχε κρίνει ομοίως, το οποίο και επικύρωσε. Κατά του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αίτησή αναιρέσεως, με το μοναδικό λόγο της οποίας προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ειδικότερα διατείνεται, ότι εφόσον κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος το όφελός του και η αντίστοιχη ζημία του μηνυτή του από κάθε ένα από τα ως άνω πλαστά τιμολόγια δεν υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών, έπρεπε η αποδιδόμενη σαυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη να χαρακτηρισθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστικό Συμβούλιο ως πλημμέλημα και να παύσει οριστικώς η γιαυτήν σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού η τελευταία μερικότερη πράξη φέρεται τελεσθείσα την 16-10-1991, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας και όχι να χαρακτηρισθεί ως κακούργημα για το λόγο ότι το συνολικό όφελος που επεδίωξε και ωφελήθηκε με τις πιο πάνω μερικότερες πράξεις και η ζημία που προήλθε, απ' αυτές υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Εφετών όφειλε, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και εκείνες των άρθρων 111-113 ΠΚ, να δεχθεί την έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανίσει το πρωτόδικο βούλευμα και να παύσει την κατ' αυτού ποινική δίωξη για όλες τις μερικότερες πράξεις , που είναι πλημμελήματα, αφού από το χρόνο τελέσεως αυτών είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή αυτής, αφού δεν είχε επιδοθεί σ' αυτόν εντός πέντε (5) ετών από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης κλήση για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Είναι επομένως βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθρα 485 παρ. 1 και 518 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατά τη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου που μειοψήφησαν η υπό κρίση αναίρεση έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι το τελεσθέν από τον αναιρεσείοντα έγκλημα δεν είχε ακόμη παραγραφεί ως κακούργημα, καθόσον το σύνολο του οφέλους και της βλάβης του μηνυτή, στο οποίο απέβλεπε ο αναιρεσείων, με την τέλεση όλων των μερικότερων πράξεων, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Στη συνέχεια, αφού όλες οι μερικότερες πράξεις του διωκομένου κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού εγγράφου διαπιστώνεται ότι έχουν παραγραφεί και η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και από τον 'Αρειο Πάγο , πρέπει , κατ' εφαρμογή του άρθρου 310 παρ.1 εδ. β' ΚΠΔ, να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για όλες τις μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστών εγγράφων, για το οποίο έχει ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 2490/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου ..... για το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας με χρήση πλαστών εγγράφων, με σκοπό οφέλους, που τέλεσε στην Αθήνα από 10.1.1991 έως 16.10.1991 , εις βάρος του ......, όπως ειδικότερα αυτό περιγράφεται στο 1165/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 26 Ιουνίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, που τελέστηκε πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Οι νεότερες διατάξεις 1)του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999 σύμφωνα με την οποία στο άρθρο 98 του Π.Κ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής : «Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε» και 2) του άρθρου 14 παρ. 2 του ίδιου νόμου σύμφωνα με την οποία η με την παραγρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παραγρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής: «αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000)», δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες, εφόσον καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ' αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 2408/1996, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 94 και 98 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, προκύπτει, ότι για το χαρακτηρισμό ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο απαιτείται οι μερικότερες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου να συνδέονται με την ίδια προς τέλεση απόφαση, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του οφέλους ή της βλάβης, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης (Ολομ. ΑΠ 5/2002, Ποιν.Χρον.ΝΒ. 697 ). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Πλαστογραφία
Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα.
2
Αριθμός 4/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Γεώργιο Κάπο, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Αρχοντή Ντόβα, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη-Εισηγητή, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογένη, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών. Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 21η Φεβρουαρίου 2002, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ...., που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Στυλιανό Παπαλόη και Νικόλαο Ανδρουλάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 48734/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 48734/1999 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1878/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 67/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους του αναιρεσείοντος που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την 67/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμπεται στην Τακτική Ολομέλεια, λόγω διαφοράς μιας μόνο ψήφου, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ως προς το ζήτημα αν αυτή ασκήθηκε εμπροθέσμως ή μη ενόψει της επιδόσεως στον αναιρεσείοντα αποσπάσματος της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 εδ. α' και εδ. β' ΚΠΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1653/1986 «όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης» και με την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 969/1979, ορίζεται ότι: «Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου». Περαιτέρω, το ένδικο μέσο που ασκείται μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι τόσο για τον παρόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως διάδικο , όσο και για τον απόντα κατ' αυτήν η προθεσμία της αναιρέσεως δεν μπορεί να αρχίσει πριν από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό ως άνω βιβλίο, και τούτο διότι, κατά την αντίληψη του νομοθέτη δεν είναι δυνατή η άσκηση της αναιρέσεως αν δεν έχει συνταχθεί το πλήρες κείμενο της αποφάσεως και των πρακτικών της, αφού χωρίς αυτό δεν μπορούν να διαπιστωθούν οι τυχόν υπάρχουσες αναιρετικές πλημμέλειες, από εκείνες που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ. Από τις διατάξεις των εδαφίων α ' και β ' της παρ. 1 του άρθρου 473 ΚΠΔ, οι οποίες δεν ορίζουν αν η απαγγελία της απόφασης και η επίδοσή της πρέπει να αφορούν το πλήρες περιεχόμενό της, δεν προκύπτει ότι απαιτείται αναγκαίως να επιδοθεί στον απόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως διάδικο πλήρες αντίγραφό της. Διότι πρόδηλος σκοπός της επιδόσεως είναι να γνωστοποιηθεί σ' αυτόν το αποτέλεσμα της δίκης για να μπορέσει να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, επομένως η επίδοση αναπληρώνει την κατά την απαγγελία της αποφάσεως ελλείπουσα παρουσία του, η δε απαγγελία της αποφάσεως στο ακροατήριο περιορίζεται στο διατακτικό, και στο διάδικο απόκειται, όταν καταρτισθεί το σκεπτικό και γίνει η σχετική καταχώριση στο βιβλίο, να επιμεληθεί αυτός να λάβει, μέσω της γραμματείας, γνώση αυτού και αντίγραφο. Πράγματι, ερμηνευτική εκδοχή ότι για την εγκυρότητα της επιδόσεως απαιτούνται περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ανακοινώνονται προφορικώς στο ακροατήριο, δεν δικαιολογείται διότι ο απολειπόμενος διάδικος δεν μπορεί να έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον παρόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως. Επιπλέον στην παρ. 5 του άρθρου 142 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 663/1977, ορίζεται ότι: «όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ' αυτόν που καταδικάσθηκε, αντί γι' αυτήν μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου, που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, της διατάξεως που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης». Από τη διάταξη αυτή και τη γενικότητα της διατυπώσεώς της προκύπτει ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες με το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ επιδόσεις και γι' αυτό μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της αναιρέσεως και μόνη η επίδοση του «εγγράφου» της γραμματείας του δικαστηρίου, δηλαδή αποσπάσματος της τελεσίδικης αποφάσεως που να περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, αν η απόφαση είναι καταδικαστική, ή συνοπτική αναφορά του διατακτικού της σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως επί απορρίψεως της εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτης, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί η καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας, σε αντίθετη δε περίπτωση, η προθεσμία αφετηριάζεται από την καταχώριση. Με την επίδοση αποσπάσματος εξυπηρετούνται πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ο οποίος, γνωρίζοντας το αποτέλεσμα της δίκης και τον αριθμό της αποφάσεως, έχει την δυνατότητα να λάβει αμέσως γνώση του όλου περιεχομένου της αποφάσεως και των πρακτικών, καθώς επίσης πλήρες αντίγραφο τούτων, ώστε να διαπιστώσει τις τυχόν υφιστάμενες πλημμέλειες που κατά την κρίση του στηρίζουν αναιρετικούς λόγους και να ασκήσει εμπροθέσμως το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, είτε αμέσως μετά την επίδοση είτε και μετά την, τυχόν μεταγενέστερη αυτής, καταχώριση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, εξομοιουμένος με τον παρόντα κατά την απαγγελία του διατακτικού της αποφάσεως διάδικο. Με τα δεδομένα αυτά , η εκδοχή ότι η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως, περιέχοντος τα προαναφερόμενα στοιχεία, αρκεί, σε συνδυασμό και με την καταχώριση της τελευταίας στο ειδικό βιβλίο, για να θέσει εγκύρως σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως, δεν αντίκειται σε συνταγματική ή σε άλλη, διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε παραβιάζει τις αρχές της δίκαιης δίκης που θεσπίζονται με την υπερεθνικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού ο κατηγορούμενος ούτε εμποδίζεται στην πρόσβασή του στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών για την προετοιμασία και την άσκηση του ενδίκου μέσου και την εν γένει υπεράσπισή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 48734/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 61188/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών και χρηματική ποινή 500.000 δρχ για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Η τελεσίδικη αυτή απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του δικαστηρίου στις 19.10.1999. Στις 9.2.2000 και στις 15.3.2000 επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα και στον αντίκλητό του (που διορίσθηκε με την έφεση), αντιστοίχως, απόσπασμά της, που περιέχει το ονοματεπώνυμο του αναιρεσείοντος, τον αριθμό και τη χρονολογία της αποφάσεως, την κρίση του δικαστηρίου περί απορρίψεως της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, συνοπτική μνεία του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάσθηκε πρωτοδίκως και τις ποινές που επιβλήθηκαν. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος ενώπιον του δικαστικού γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 2 Ιουλίου 2001, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης δεκαήμερης προθεσμίας ασκήσεώς της. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως και γι' αυτό είναι απαράδεκτη. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν άρχισε, με τις προαναφερόμενες επιδόσεις, η δεκαήμερη προθεσμία εκ του λόγου ότι δεν επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα ούτε στον αντίκλητό του πλήρες αντίγραφο της αποφάσεως, αλλά μόνο απόσπασμά της είναι αβάσιμος. Όμως δυο μέλη του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Αντώνιος Παπαθεοδώρου και ο Αρεοπαγίτης Ανδρέας Μοσχανδρέου έχουν την εξής γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 εδ. α' και β' και 3 εδ. α' Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι η δεκαήμερη προθεσμία της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' εκδοθείσας ερήμην του κατηγορουμένου αποφάσεως, ο οποίος διαμένει στην ημεδαπή και είναι γνωστής διαμονής, αρχίζει (άρθρο 166 παρ. 2 ΚΠΔ) από την επομένη ημέρα από εκείνη, κατά την οποία έγινε, όπως απαιτούν οι προαναφερθείσες διατάξεις, η επίδοση του πλήρους αντιγράφου της καταχωρισθείσας καθαρογραφημένης στο τηρούμενο από την αρμόδια γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου τελεσίδικης αποφάσεως και υπό την προϋπόθεση, ότι η μνημονευθείσα επίδοση είναι νόμιμη και έγκυρη. Έτσι αυτή δεν συντελείται εγκύρως αν στον κατηγορούμενο κοινοποιηθεί το περιλαμβάνον μόνο το διατακτικό της αποφάσεως απλούν απόσπασμα αυτής, γιατί η επίδοσή του αποκλείεται ρητώς από τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, των αποσκοπουσών στην πλήρη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, των αναγομένων στη δυνατότητα της λήψεως πλήρους γνώσεως του όλου περιεχομένου της ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου διεξαχθείσας αποδεικτικής διαδικασίας, του σκεπτικού και του διατακτικού της τελεσίδικης αποφάσεως και της εντεύθεν θεμελιώσεως λόγων για την άσκηση της αναιρέσεως. Επομένως η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως δε δύναται να αναπληρώσει την επιβαλλομένη από το νόμο κοινοποίηση ολόκληρης της αποφάσεως προς τον κατηγορούμενο και έτσι, λόγω ελλείψεως έγκυρης επιδόσεως, δεν αρχίζει να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν αναιρούνται εκ του ότι το άρθρο 142 παρ. 5 Κ.Π.Δ. επιτρέπει, αντί της επιδόσεως αντιγράφου ή αποσπάσματος της αποφάσεως, την επίδοση εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου, περιέχοντος τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη και την ποινή, γιατί το αναφερθέν άρθρο δεν εξομοιώνει την έννοια του αντιγράφου της αποφάσεως με εκείνου του αποσπάσματος αυτής. Επιπλέον με την τελευταία διάταξη, την προστεθείσα με το άρθρο 5 του ν. 663/1977, επιδιώχθηκε, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, η απλούστευση της καθαρογραφής των αποφάσεων του πταισματοδικείου και η μέλλουσα μηχανοργάνωσή τους, και γι' αυτό και η γνωστοποίηση της αποφάσεως με τον τρόπο αυτό είναι δυνητική. Έτσι η διάταξη αυτή δε δύναται να εφαρμοστεί για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Τέλος, η ερμηνευτική εκδοχή, ότι η επίδοση μόνο του αποσπάσματος της αποφάσεως στον κατηγορούμενο αρκεί για να θέσει εγκύρως σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως, προσκρούει ευθέως στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί παραβιάζει τις υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενες αρχές της δίκαιης δίκης και διακωλύει την πρόσβαση του κατηγορουμένου στη δικαιοσύνη. Επομένως τα επιδοθέντα κατά τις 9-2-2000 και 15-3-2000 στον αναιρεσείοντα και στον διορισθέντα με την έφεση αντίκλητό του αποσπάσματα της εκδοθείσας υπό του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών 48734/1999 αποφάσεως δεν επήνεγκαν την αναπλήρωση της επιβαλλομένης κοινοποιήσεως ολόκληρης της αποφάσεως και γι' αυτό, λόγω ελλείψεως έγκυρης επιδόσεως, δεν άρχισε, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, η οποία, για το λόγο αυτό, έπρεπε να θεωρηθεί ως ασκηθείσα παραδεκτώς, αφού δε δημιουργήθηκε έγκυρο αφετήριο χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 2 Ιουλίου 2001 αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου .... περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 48734/18.6.1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αφετηρία της προθεσμίας εφέσεως και αναιρέσεως μπορεί να αποτελέσει και η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ και τη γενικότητα της διατυπώσεώς της προκύπτει ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες με την παρ. 1 εδ. β' του άρθρου αυτού επιδόσεις και γι’ αυτό μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως( σύμφωνα με την ΑΠ Ολομ.3/2002) και της προθεσμίας της αναίρεσης (σύμφωνα με την ΑΠ Ολομ. 4/2002) και μόνη η επίδοση του εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου ή αποσπάσματος της αποφάσεως που να περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, ήτοι τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη, η οποία μπορεί να αναφέρεται, είτε αριθμητικώς, είτε και με τον προσδιοριστικό του εγκλήματος χαρακτηρισμό της, και την ποινή που έχει επιβληθεί, αφού και με την επίδοση αυτή εξυπηρετούνται πλήρως τα δικονομικά δικαιώματα του καταδικασθέντος κατηγορουμένου. Επομένως η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν προσκρούει, ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται στην πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών, για την προετοιμασία και την άσκηση της εφέσεως και για την εν γένει υπεράσπιση του.(Ολομ. ΑΠ 3/2002, Ποιν.Χρον.ΝΒ. 692 Ποιν. Δικ.2002. 359 και 361). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προθεσμία
Προθεσμία, Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 3/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Α' ΣΥΝΘΕΣΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Γεώργιο Κάπο, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Αρχοντή Ντόβα, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη-Εισηγητή, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογένη, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών. Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 21η Φεβρουαρίου 2002, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Σοφιανό, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 21/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 21/2001 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 419/2001. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 66/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την 66/2002 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμπεται στην Τακτική Ολομέλεια, λόγω διαφοράς μιας μόνο ψήφου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, από το άρθρο 510 παρ. 1 Θ' ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988 όπως ισχύει) και το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 111 παρ. 1 θ' του άνω Κώδικα. Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 εδ. α' και εδ. β' ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1653/1986 «όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης». Το ένδικο μέσο που ασκείται μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, σε περίπτωση δε που το αρμόδιο για το ένδικο μέσο, και ειδικότερα για την έφεση, δικαστήριο το απορρίψει ως απαράδεκτο παρά τον νόμο, ενώ ώφειλε να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και γι' αυτό ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των εδαφίων α ' και β ' της παρ. 1 του άρθρου 473 ΚΠΔ οι οποίες δεν ορίζουν αν η απαγγελία της αποφάσεως και η επίδοσή της πρέπει να αφορούν το πλήρες περιεχόμενό της, δεν προκύπτει ότι για την κίνηση της προθεσμίας της εφέσεως απαιτείται αναγκαίως να επιδοθεί στον απόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως κατηγορούμενο πλήρες αντίγραφό της. Διότι πρόδηλος σκοπός της επιδόσεως είναι να γνωστοποιηθεί σ' αυτόν το αποτέλεσμα της δίκης ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του, επομένως η επίδοση αναπληρώνει την κατά την απαγγελία της αποφάσεως ελλείπουσα παρουσία του, η δε απαγγελία της αποφάσεως στο ακροατήριο περιορίζεται στο διατακτικό, και στον διάδικο απόκειται, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να λάβει ακολούθως γνώση ή και αντίγραφο του σκεπτικού και της όλης αποφάσεως. Πράγματι, ερμηνευτική εκδοχή ότι για την εγκυρότητα της επιδόσεως απαιτούνται περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ανακοινώνονται προφορικώς στο ακροατήριο δεν δικαιολογείται διότι ο απολειπόμενος διάδικος δεν μπορεί να έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον παρόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως. Για τον διάδικο που ήταν παρών κατά την δημοσίευση της αποφάσεως ο νόμος δεν εξαρτά την έναρξη ούτε τη λήξη της προθεσμίας της εφέσεως από την καθαρογράφηση της αποφάσεως, και από την εκ μέρους του γνώση ολόκληρου του περιεχομένου της, κατά το συνήθως δε συμβαίνον αυτή ολοκληρώνεται μετά τη λήξη της προθεσμίας της εφέσεως, με συνέπεια να ασκείται η έφεση πριν από αυτήν. Η ρύθμιση αυτή σαφώς υποδηλώνει την εκτίμηση του νομοθέτη ότι τα ανωτέρω στοιχεία αρκούν για την ελεύθερη και ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος του καταδικασθέντος κατηγορουμένου να προσβάλει με έφεση την καταδικαστική απόφαση, χωρίς καμία δικονομική βλάβη του, δεδομένου ότι αφ' ενός οι λόγοι εφέσεως δεν αναφέρονται περιοριστικώς στα άρθρα 474 παρ. 2 και 498 εδαφ. α' ΚΠΔ, με συνέπεια να μπορεί να προταθεί ως παραδεκτός λόγος εφέσεως και μόνη η αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων χωρίς ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, και αφ' ετέρου σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 1 ΚΠΔ, εάν εμφανισθεί ο εκκαλών κατηγορούμενος στην δευτεροβάθμια δίκη και είναι παραδεκτή η έφεση, η υπόθεση επανέρχεται για κατ' ουσίαν έρευνα στην προ της εκδόσεως της αποφάσεως στάση, υπό την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και ο εκκαλών κατηγορούμενος δικαιούται να προβάλει όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του και γενικώς να ασκήσει όλα τα υπερασπιστικά δικαιώματα που θα μπορούσε να ασκήσει και στην πρωτοβάθμια δίκη. Η αντίληψη αυτή του νομοθέτη εκφράζεται και με την ρητή διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 142 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 663/1977, η οποία ορίζει ότι «όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ' αυτόν που καταδικάστηκε, αντί γι' αυτήν μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, της διάταξης που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης». Από τη διάταξη αυτή και τη γενικότητα της διατυπώσεώς της προκύπτει ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες με το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ επιδόσεις και γι' αυτό μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως και μόνη η επίδοση του εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου, ή αποσπάσματος της αποφάσεως που να περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία ήτοι τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη, η οποία μπορεί να αναφέρεται είτε αριθμητικώς είτε και με τον προσδιοριστικό του εγκλήματος χαρακτηρισμό της, και την ποινή που έχει επιβληθεί, αφού και με την επίδοση αυτή εξυπηρετούνται πλήρως τα δικονομικά δικαιώματα του καταδικασθέντος κατηγορουμένου. Επομένως η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν προσκρούει ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται στην πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών, για την προετοιμασία και την άσκηση της εφέσεως και για την εν γένει υπεράσπισή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 21/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ασκηθείσα , στις 4.7.2000 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 8428/1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε απών σε συνολική ποινή φυλακίσεως 24 μηνών ως ένοχος ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως, με την αιτιολογία ότι η έφεση ήταν εκπρόθεσμη διότι η απόφαση του είχε κοινοποιηθεί στις 9.10.1997. Με τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια μοναδικό λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας με την ειδικότερη αιτίαση ότι παρά τον νόμο το Εφετείο έκρινε πως η έφεση ήταν εκπρόθεσμη, ενώ ήταν εμπρόθεσμη, αφού στις 9.10.1997 είχε επιδοθεί στον αναιρεσείοντα απόσπασμα μόνο της αποφάσεως και όχι πλήρες αντίγραφό της με συνέπεια να μην αρχίσει τότε η προθεσμία της εφέσεως. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι μόνο το γεγονός ότι το επιδοθέν έγγραφο δεν ήταν πλήρες αντίγραφο της αποφάσεως αλλά απόσπασμά της, χωρίς να προβάλλεται και περαιτέρω ισχυρισμός ότι από το επιδοθέν απόσπασμα έλλειπαν τα προαναφερόμενα αναγκαία στοιχεία ή κάποιο από αυτά, δεν αρκεί για να ματαιώσει την επέλευση των συνεπειών της επιδόσεως και συγκεκριμένως την έναρξη της προθεσμίας της εφέσεως, και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Όμως δυο μέλη του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Αντώνιος Παπαθεοδώρου και ο Αρεοπαγίτης Ανδρέας Μοσχανδρέου έχουν την εξής γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 1 εδαφ. α' και β' Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι προϋπόθεση της εμπρόθεσμης ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα του κατηγορούμενο, είναι η νόμιμη επίδοση της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως, υπό την έννοια, ότι επιδίδεται στον ίδιο πλήρες αντίγραφο αυτής. Έτσι η επίδοσή του παρέχει στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα της λήψεως πλήρους γνώσεως του όλου περιεχομένου της ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου διεξαχθείσας αποδεικτικής διαδικασίας, του σκεπτικού και του διατακτικού της αποφάσεως και της εντεύθεν θεμελιώσεως λόγων για την άσκηση της εφέσεως. Ενώ η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως, του διαλαμβάνοντος μόνο το αναφέρον την ενοχή του κατηγορουμένου και την επιβληθείσα ποινή διατακτικό της, δεν διασφαλίζει τα μνημονευθέντα δικαιώματα του ιδίου. Συνεπώς η έλλειψη επιδόσεως ολόκληρης της αποφάσεως στον κατηγορούμενο, η οποία ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου, έχει ως συνέπεια ότι δεν αρχίζει η υπό του νόμου οριζόμενη προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως. Τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν αναιρούνται εκ του ότι το άρθρο 142 παρ. 5 Κ.Π.Δ. επιτρέπει, αντί της επιδόσεως αντιγράφου ή αποσπάσματος της αποφάσεως, την επίδοση εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου, περιέχοντος τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη και την ποινή, γιατί το αναφερθέν άρθρο δεν εξομοιώνει την έννοια του αντιγράφου της αποφάσεως με εκείνη του αποσπάσματος αυτής. Επιπλέον με την τελευταία αυτή διάταξη, την προστεθείσα με το άρθρο 5 του ν. 663/1977, επιδιώχθηκε, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, η απλούστευση της καθαρογραφής των αποφάσεων των πταισματοδικείων και η μέλλουσα μηχανοργάνωσή τους και γι' αυτό και η γνωστοποίηση της αποφάσεως, με τον τρόπο αυτό, είναι δυνητική. Έτσι η διάταξη αυτή δεν δύναται να εφαρμοστεί για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Τέλος η ερμηνευτική εκδοχή, ότι η επίδοση μόνο του αποσπάσματος της αποφάσεως στον κατηγορούμενο αρκεί για να θέσει εγκύρως σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, προσκρούει ευθέως στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., γιατί παραβιάζει τις υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενες αρχές της δίκαιης δίκης και διακωλύει την πρόσβαση του κατηγορουμένου στη δικαιοσύνη. Επομένως το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα κατά την 9-10-1997 απόσπασμα της εκδοθείσας υπό του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών 8428/1997 αποφάσεως, της κηρύξασας αυτόν, που ήταν απών, ένοχο ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως και καταδικάσασας τον ίδιο σε συνολική ποινή είκοσι τεσσάρων μηνών, δεν επήνεγκε την αναπλήρωση της επιβεβλημένης κοινοποιήσεως ολόκληρης της αποφάσεως, και γι' αυτό, λόγω ελλείψεως έγκυρης επιδόσεως, δεν άρχισε, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, η οποία, για το λόγο αυτό, έπρεπε να θεωρηθεί υπό της 21/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως ασκηθείσα παραδεκτώς, αφού δε δημιουργήθηκε έγκυρο αφετήριο χρονικό σημείο ενάρξεως προθεσμίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Ιανουαρίου 2001 αίτηση του κατηγορουμένου ..... περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 21/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αφετηρία της προθεσμίας εφέσεως και αναιρέσεως μπορεί να αποτελέσει και η επίδοση αποσπάσματος της αποφάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ και τη γενικότητα της διατυπώσεώς της προκύπτει ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της οι επιβαλλόμενες με την παρ. 1 εδ. β' του άρθρου αυτού επιδόσεις και γι’ αυτό μπορεί να αποτελέσει εγκύρως αφετηρία της προθεσμίας της εφέσεως(σύμφωνα με την ΑΠ Ολομ.3/2002) και της προθεσμίας της αναίρεσης (σύμφωνα με την ΑΠ Ολομ. 4/2002) και μόνη η επίδοση του εγγράφου της γραμματείας του δικαστηρίου ή αποσπάσματος της αποφάσεως που να περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, ήτοι τον αριθμό της αποφάσεως, την παραβιασθείσα διάταξη, η οποία μπορεί να αναφέρεται, είτε αριθμητικώς, είτε και με τον προσδιοριστικό του εγκλήματος χαρακτηρισμό της, και την ποινή που έχει επιβληθεί, αφού και με την επίδοση αυτή εξυπηρετούνται πλήρως τα δικονομικά δικαιώματα του καταδικασθέντος κατηγορουμένου. Επομένως η ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν προσκρούει, ούτε σε συνταγματική, ούτε σε άλλη διασφαλιστική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου διάταξη, ούτε στις θεσπιζόμενες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχές της δίκαιης δίκης αφού ο κατηγορούμενος δεν εμποδίζεται στην πρόσβαση στο δικαστήριο, ούτε στερείται του αναγκαίου χρόνου και ευκολιών, για την προετοιμασία και την άσκηση της εφέσεως και για την εν γένει υπεράσπιση του.(Ολομ. ΑΠ 3/2002, Ποιν.Χρον.ΝΒ. 692 Ποιν. Δικ.2002. 359 και 361). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προθεσμία
Προθεσμία, Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 2/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Περλίγκα και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αριστείδη Κρομμύδα-Εισηγητή, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό , Λέανδρο Ρακιντζή, Γεράσιμο Φρούντζο, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογέννη, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών. Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 20 Δεκεμβρίου 2001 για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Συλίκο, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 1303-1304/2000 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 1303-1304/2000 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1849/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1714/2001 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την 1714/2001 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, για την ενότητα της νομολογίας, από 4 Οκτωβρίου 2000 αίτηση του ..... για αναίρεση της με αριθμό 1303, 1304/2000 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς το δεύτερο λόγο αναίρεσης ο οποίος συνίσταται σε «έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας». Συγκεκριμένα η παραπομπή έγινε για να κριθεί αν ο λόγος αυτός, έτσι όπως προβάλλεται, χωρίς κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο, είναι ορισμένος ή αόριστος, θέμα στο οποίο η νομολογία του Αρείου Πάγου, σημείωσε διακυμάνσεις (άρθρο 14 παρ. 7, εδ. β, δ, 23 παρ. 1, 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988), όπως ισχύει, και 3 παρ. 2 ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 111 παρ. 1β' του ν. 1756/1988, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1868/89). 2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης , ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (βλ. ΟλΑΠ 19/2001). 3. Στην προκείμενη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πλήττεται η 1303, 1304/2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και δέκα (10) μηνών για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση, για απόπειρα απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κατά συναυτουργία, για απόπειρα εκβίασης και για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Ο δεύτερος λόγος της αίτησης αυτής, που ασκήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος ενώπιον του Γραμματέα του ποινικού τμήματος του Εφετείου Αθηνών, έχει κατά λέξη ως εξής : «2) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας», χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιο ή ποια συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας, η οποία αφορά τις πέντε (5) ως άνω αξιόποινες πράξεις, αναφέρεται, ούτε σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος. Δεδομένου δε ότι με την παραπεμπτική απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτος επίσης, και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία δεν περιέχει άλλους λόγους, να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Ενόψει δε του απαραδέκτου αυτού της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίοι ασκήθηκαν με κατάθεση στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου του από 17 Σεπτεμβρίου 2001 εγγράφου του αναιρεσείοντος και παραπέμφθηκαν για την περίπτωση αυτή στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. 4. Μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2000 αίτηση του ..... για αναίρεση της 1303, 1304/2000 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η έννοια του ορισμένου των λόγων αναιρέσεως- απαράδεκτο αυτής. Η αναίρεση είναι απαράδεκτη αν δεν περιέχεται σ΄ αυτή ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ. Για το ορισμένο του από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης(Ολομ.ΑΠ 2/2002 ΝοΒ.50.1011, Ποιν.Χρον.ΝΒ .691). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 1/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Περλίγκα και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αριστείδη Κρομμύδα, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεράσιμο Φρούντζο, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογέννη, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη-εισηγητή, Αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών. Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 20 Δεκεμβρίου 2001, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαγιώργα, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 1352-1353/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, που εκπροσωπήθηκε από τους : Παναγιώτη Κιούση, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και Παναγιώτη Παναγιωτουνάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την υπ' αριθμ. 1352-1353/2000 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1527/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1798/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Με την υπ' αριθμ. 1798/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του ν. 2331/1995) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του από 10.8.2001 δικογράφου των προσθέτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ...., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1353/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Η παραπομπή στην Ολομέλεια έγινε γιατί η απόφαση του πιο πάνω Τμήματος σχετικά με το βάσιμο του λόγου αυτού, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 100 και 102 του ν. 1165/1918 «Περί Τελωνειακού Κώδικος» λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. ΙΙ.Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 1165/1918, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2681/1939 «λαθρεμπορία είναι : α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν , είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις, τέλος, φόρον ή δικαίωμα άνευ γραπτής άδειας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ορισμένον παρ' αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και εάν έτι ταύτα εισήχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στην «πάσα οιαδήποτε ενέργεια» του δράστη, περιλαμβάνονται και τα τεχνάσματα τα οποία επινοεί με σκοπό να στερηθεί το Δημόσιο της δυνατότητας να εισπράξει τον ανάλογο κατά το νόμο εισαγωγικό δασμό, φόρο ή άλλο δικαίωμα για οποιοδήποτε εισαγόμενο από την αλλοδαπή ή εξαγόμενο εμπόρευμα. Τελειούται δε το έγκλημα στη μεν περίπτωση α' με την εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή ή εκτός τούτων εξαγωγή εμπορεύματος που υπόκειται σε τέλος, εισαγωγικό δασμό, φόρο ή άλλα δικαιώματα, χωρίς να δηλωθεί, κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή στην αρμόδια Τελωνειακή αρχή για να εκδώσει την άδεια εισαγωγής ή εξαγωγής του ή με τη χρησιμοποίηση σημείου και χρόνου εισόδου από τα σύνορα του Κράτους ή εξόδου του από αυτά άλλου από εκείνο που για το σκοπό αυτό έχει καθορισθεί από την Τελωνειακή αρχή, στη δε περίπτωση β' με τη χρησιμοποίηση τεχνασμάτων που αποβλέπουν στο να στερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα τέλη, τους δασμούς, τους φόρους και τα λοιπά δικαιώματά του στα οποία υπόκεινται τα εμπορεύματα που εισήχθησαν μέσα στα σύνορα του Κράτους ή εξήχθησαν από αυτά. Εξ άλλου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα «η μη τήρηση των σχετικών με τις τελωνειακές εργασίες και την τελωνειακή νομοθεσία διατυπώσεων χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «ως τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ' οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων εις το Δημόσιον τελών και δικαιωμάτων ως και η μη τήρηση των εις το αυτό άρθρο 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων. Οι τελωνειακές αυτές παραβάσεις επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα προς τις διατάξεις του ίδιου νόμου και εάν έτι ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Περαιτέρω με βάση την ευχέρεια που παρείχε το άρθρο 3 παρ. 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ της 25 Φεβρουαρίου 1992 στα Κράτη-μέλη, να διατηρήσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και σε άλλα προϊόντα, πλην των ρητώς στο άρθρο αυτό αναφερομένων (πετρελαιοειδών, αλκοόλης κ.λπ) υπό τον όρο ότι οι επιβαρύνσεις αυτές δεν συνεπάγονται κατά τις συναλλαγές μεταξύ Κρατών-μελών διατυπώσεις, που σχετίζονται με τη διάβαση συνόρου, εκδόθηκε ο νόμος 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το Κοινοτικό Δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις», με τα άρθρα 75 και επ. του οποίου έγινε η απαιτούμενη νομοθετική ρύθμιση και για τα αποστελλόμενα-μεταφερόμενα στην Ελλάδα από άλλα Κράτη-μέλη-μεταφορικά μέσα. Ετσι, εκτός των άλλων, με τα ανωτέρω άρθρα ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Aυτοκίνητα οχήματα και μοτοσυκλέττες που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης της ΕΟΚ και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλα Κράτη-μέλη της Κοινότητας, υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης που προβλέπεται για τα εισαγόμενα ή εγχωρίως παραγόμενα αντίστοιχα οχήματα (άρθρο 75). Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά το χρόνο, που πραγματοποιείται η είσοδος του οχήματος στο εσωτερικό της χώρας και ο φόρος καθίσταται απαιτητός την 15η ημέρα του επομένου μήνα από αυτόν κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση (άρθρ. 77 παρ.1 και 2). Τα οχήματα του άρθρου 75,, κατά την άφιξη τους στον πρώτο τόπο προορισμού δηλώνονται στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή. Υπόχρεος στη δήλωση αυτήν είναι ο ιδιοκτήτης ή ο παραλήπτης των οχημάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου τίθενται τα οχήματα (άρθρ. 79 παρ.ι). Τα οχήματα τα οποία πριν από την προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 77 τίθενται με έγκριση της τελωνειακής αρχής σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης τελούν υπό αναστολήν επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ για το χρονικό διάστημα που βρίσκονται στο καθεστώς αυτό (άρθρ. 84 παρ.1). Εξάλλου με το άρθρο 88 παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου καθορίσθηκαν οι παραβάσεις-κυρώσεις ως εξής: παρ.1: Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 και επ του Ν.1165/1918 Περί Τελωνειακού Κώδικα. Παρ.2. Ανεξάρτητα από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και τα παρακάτω, κατά περίπτωση, πρόστιμα…». Τέλος οι ανωτέρω παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 88 αντικαταστάθηκαν μεταγενέστερα με το άρθρο 2 παρ.13 του ν.2443/1996 ως εξής: «παρ.1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναφερομένων στο άρθρο 75 οχημάτων καθώς και η μη τήρηση των προβλεπομένων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων, με σκοπό τη μη καταβολή των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται με τις περί λαθρεμπορίας διατάξεις του ν.1165/1918 παρ.2 Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, η μή τήρηση των προβλεπομένων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων χαρακτηρίζεται ως Τελωνειακή παράβαση του άρθρου 89 παρ.1 του ν.1165/1918 και επισύρει κατά των παραβατών τα κατωτέρω κατά περίπτωση πρόστιμα…». Από την αντιπαραβολή των πιο πάνω διατάξεων (παλιάς και νέας) του άρθρου 88 προκύπτει ότι, μέχρι την αντικατάσταση του με το νόμο 2443/1996, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναφερομένων στο άρθρο 75 οχημάτων, κατά νομοθετική επιταγή, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση του ΙΒ' Κεφαλαίου του Τελωνειακού Κώδικα και όχι ως λαθρεμπορία, που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 100 και 102 του Τελωνειακού Κώδικα, τα οποία βρίσκονται αντίστοιχα στο ΙΓ' και ΙΔ' κεφάλαιο αυτού. Παρέπεται επομένως ότι ο νομοθέτης του άρθρου 88 του ν.2127/1993, όπως αυτό είχε κατά την αρχική του διατύπωση, δεν ήθελε να αναγάγει σε ποινικό αδίκημα λαθρεμπορίας τη διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής του προσωρινώς διατηρουμένου και για τα εισαγόμενα κοινοτικά αυτοκίνητα ειδικού φόρου καταναλώσεως, αλλά ήθελε η συμπεριφορά αυτή να επισύρει μόνο την επιβολή των κατά το άρθρο 89 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα πολλαπλών τελών, σε περίπτωση δε συνδρομής και των όρων των, κατά το άρθρο 88 παρ.2 του ίδιου ν.2127/1993, παραβάσεων, και με τα προβλεπόμενα στο ίδιο άρθρο πρόστιμα. Προκύπτει δε αυτό α) από το ότι στο νόμο (άρθρο 88 παρ.1) χρησιμοποιείται η διατύπωση όχι του άρθρου 100 αλλά του άρθρου 89 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα και γίνεται παραπομπή όχι στο άρθρο 100 αλλά στα άρθρα 89 επ. του ίδιου Κώδικα. Η θέση της διατάξεως αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραπομπή γίνεται στα άρθρα 89 έως 99 του περί Τελωνειακών παραβάσεων ΙΒ' κεφαλαίου του Τελωνειακού Κώδικα που ανήκουν στην ίδια συστηματική ενότητα και οι διατάξεις τους είναι, κατά το περιεχόμενο τους, συγγενικές προς αυτήν και δεν επεκτείνεται και στις περί λαθρεμπορίας διατάξεις των άρθρων 100 και επ. του Τελωνειακού Κώδικα, που βρίσκονται στο ΙΓ' κεφάλαιο το οποίο ανήκει σε άλλη συστηματική ενότητα, β) από το ότι δεν υφίστατο λόγος αντικαταστάσεως του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 με το άρθρο 2 παρ.13 του ν.2443/1996, αν κατά την αντίληψη του νομοθέτη του τελευταίου τούτου νόμου οι περιγραφόμενες στο άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 συμπεριφορές συνιστούσαν ήδη, ήτοι προ της ως άνω αντικαταστάσεως, πράξη λαθρεμπορίας και γ) από το ότι εάν ο νομοθέτης του ν.2127/1993 (όπως είχε στην αρχική διατύπωση του) ήθελε να πλήξει τις εν λόγω συμπεριφορές τόσον ως τελωνειακή παράβαση όσον και ως λαθρεμπορία, θα αρκούσε να τις αναγάγει ευθέως σε λαθρεμπορία, ορίζοντας ότι χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα, οπότε αυτομάτως θα ετιμωρούντο και ως τελωνειακές παραβάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 89 επ. Ούτε εξάλλου από τη χρήση του όρου «τιμωρούνται» στην αρχική διατύπωση του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 συνάγεται το αντίθετο, ότι δηλαδή οι προβλεπόμενες παραβάσεις αποτελούν εγκλήματα λαθρεμπορίας, καθόσον η ίδια λέξη χρησιμοποιείται επίσης και στο άρθρο 89 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα για την κύρωση των απλών τελωνειακών παραβάσεων. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. ΙΙΙ.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, την οποία στήριξε στα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στην Πάτρα, στις 18.1.1994 ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων εισήγαγε εντός των συνόρων του Κράτους εμπορεύματα υποκείμενα σε εισαγωγικούς δασμούς και φόρους εισπραττομένους από τα Τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής, και συγκεκριμένα, με σκοπό να στερήσει το Δημόσιο από τους εισπρακτέους φόρους, εισήγαγε από την Ιταλία, κατόπιν προσυνεννοήσεως με Ιταλούς δράστες , δύο πολυτελή επιβατηγά αυτοκίνητα τύπου Mercedes, τα οποία είχαν κλαπεί στο εξωτερικό και τα οποία οι εν λόγω Ιταλοί φόρτωσαν σε επικαθημένο όχημα, πίσω από φορτίο επίπλων, προέβη δε στην πράξη αυτή χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβάλει στο Δημόσιο φόρους και δικαιώματα που ανήρχοντο στο ποσό των 94148570 δραχμών για το πρώτο αυτοκίνητο τύπου Mercedes 500 CE και στο ποσό των 74684345 δραχμών για το δεύτερο αυτοκίνητο τύπου επίσης Mercedes 300-LS-24. Δέχθηκε επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτό σαφώς προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού της, ότι τα πιο πάνω αυτοκίνητα προήρχοντο από την Ιταλία, που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης και ότι οι ιδιοκτήτες τους, από τους οποίους είχαν κλαπεί, ήταν Ιταλοί. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της λαθρεμπορίας που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 100 παρ. 1 περ.α' του ν. 1165/1918, γι' αυτό και τον κήρυξε ένοχο της πράξεως αυτής με το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία καθώς και χρηματική ποινή 202.892.792 δραχμών. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Εφετείο Πατρών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 100 και 102 Τελωνειακού Κώδικα. Συνεπώς ο λόγος που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ είναι βάσιμος. Πρέπει άρα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την καταδικαστική διάταξή της και, να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ. Επίσης η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί ως προς τη διάταξή της με την οποία επέβαλε, κατ' άρθρο 107 παρ. 2 και 4 του Τελωνειακού Κώδικα, αντί της δεσμεύσεως των άνω αυτοκινήτων, χρηματική ποινή , αφού αύτη επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση λαθρεμπορίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εξ ολοκλήρου την υπ' αριθμ. 1353/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ..... της αξιόποινης πράξεως της λαθρεμπορίας αυτοκινήτων, όπως αυτή περιγράφεται στην αναιρούμενη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2002. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία και απλή τελωνειακή παράβαση. Η διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, στις οποίες υπόκειται η εισαγωγή αυτοκινήτων και μοτοσικλετών από άλλα κράτη μέλη της ΕΟΚ, τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση και όχι ως λαθρεμπορία. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από το κείμενο της διάταξης του άρθρου 88 Ν 2127/1993(ισχύει από 1-1-1993), πριν από την αντικατάσταση της από το άρθρο 2 παρ. 13 Ν 2443/1996, ο νομοθέτης δεν ήθελε να αναγάγει σε λαθρεμπορία τη διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής του προσωρινώς διατηρουμένου και για τα εισαγόμενα κοινοτικά αυτοκίνητα ειδικού φόρου κατανάλωσης, αλλά ήθελε η συμπεριφορά αυτή να χαρακτηρίζεται και να τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση του ΙΒ' Κεφαλαίου τον Τελωνειακού Κώδικα. Επομένως, αναιρείται για τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων, που το 1994 εισήγαγε από την Ιταλία δύο αυτοκίνητα χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβάλει τους αναλογούντες σε αυτά φόρους, κηρύχθηκε ένοχος για λαθρεμπορία». (Ολομ. ΑΠ 1/2002, Ποιν.Χρον.ΝΒ.689, ΝοΒ.50.1008, Ποιν. Δικαιοσύνη. 5.126, σχετ. ΑΠ 1324/2001 Ποιν.Χρον.ΝΒ.534 και 910/2003,Ποιν.Λογος Γ.999). Ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 2 πάρ. 13 του ν. 2443/2-12-1996 η ως άνω πράξη θεμελιώνει και ποινικό αδίκημα των υπαιτίων για λαθρεμπορία. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Τιμολόγια εικονικά
Τιμολόγια εικονικά, Λαθρεμπορία, Ευρωπαϊκή Ένωση.
0
Αριθμός 19/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αντιπροέδρων και των λοιπών Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2001 για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους : 1) ...., 2) ....και 3) ....και με πολιτικώς ενάγοντα τον ...... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2387/2000 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1831/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 1622/2001 βούλευμα του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την πρόταση που φέρει τον αριθμό 582/21.11.2001 και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «Εισάγω την από 16-11-2000 αίτηση του ....για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ως προς τον οποίο η αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με τη 1622/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) και εκθέτω τα εξής : Κατ' αντίθεση προς την έφεση, η οποία, όταν ασκηθεί παραδεκτώς, άγει σε καθολική ανασυζήτηση και εκ νέου έρευνα της υποθέσεως, η αναίρεση είναι ένδικο μέσο με περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου, διαπλασσόμενο από το νόμο ως μέσο ελέγχου όχι των ουσιαστικών αλλά των νομικών σφαλμάτων του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, κατά τρόπο ώστε το αναιρετικό δικαστήριο να ερευνά τα νομικά σφάλματα της αποφάσεως ή του βουλεύματος και της προηγηθείσης διαδικασίας επί τη βάσει συγκεκριμένως προβαλλομένων παραπόνων. Προβλέπονται έτσι στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ., επί βουλευμάτων και αποφάσεων αντιστοίχως, ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι όμως, κατά τη λογική του δικαίου και ως εκ του σκοπού της αναιρέσεως, εγκείμενου στη διαφύλαξη της ενότητας της νομολογίας και στην έκδοση νομικώς ορθής αποφάσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει για να θεωρηθούν παραδεκτοί να είναι σαφείς και ορισμένοι. Από την αξίωση αυτή δεν εξαιρείται ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ειδικής αιτιολογίας (άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.ε' και 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Π.Δ.). Μία τέτοια εξαίρεση όχι μόνο δεν προκύπτει από καμία διάταξη του νόμου, αλλά και δεν συμβιβάζεται ούτε προς το γεγονός ότι τα βουλεύματα και οι αποφάσεις έχουν συνήθως πολλά κεφάλαια, από τα οποία είναι ενδεχόμενο ορισμένα μόνο να πάσχουν ως προς την αιτιολογία τους, ούτε προς τη διαμόρφωση του αναιρετικού λόγου, ο οποίος, εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα σε ξένα δίκαια, ιδρύεται όχι μόνο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, αλλά και όταν υπάρχει μεν, αλλά δεν είναι «ειδική». Η έννοια όμως της ελλείψεως «ειδικής» αιτιολογίας έχει τόσο μεγάλο εύρος, ώστε είναι αναγκαίος ο σαφέστερος προσδιορισμός της στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να μην ασχολείται το ακυρωτικό δικαστήριο με σημεία της αιτιολογίας για τα οποία δεν έχει κανένα παράπονο ο αναιρεσείων. Δεν προσκρούει επίσης η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., που ορίζει ότι «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Στην κρινόμενη υπόθεση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται επί λέξει ότι το πληττόμενο βούλευμα έχει «έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως τούτο επιβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 εδαφ.Δ' Κ.Ποιν.Δ.». Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και πρέπει να απορριφθεί αυτός και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω : 1) να απορριφθεί η από 16-11-2000 αίτηση του .....για αναίρεση του 2387/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας» Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιο Κατσιρέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΈΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΌΜΟΕπειδή με την απόφαση 1622/2001 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, για την ενότητα της νομολογίας, η από 16.11.2000 αίτηση αναίρεσης του..... κατά του βουλεύματος 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς τον πρώτο λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα αν ο λόγος αυτός έτσι όπως προβάλλεται, με μόνη τη διατύπωση του νόμου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, είναι ορισμένος ή αόριστος, θέμα στο οποίο η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι διχασμένη (άρθρα 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, και 3 παρ. 2 ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 111 παρ. 1θ του ν.1756/1988, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1868/1989). Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ.2 και 509 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ, που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ περισσότερο που το βούλευμα ή η απόφαση έχουν κατά κανόνα πολλά κεφάλαια, για ορισμένα από τα οποία είναι ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να μην έχει παράπονο, ώστε να ασχοληθεί και με αυτά το Ακυρωτικό. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.ε' και 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος. Ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία όσο και όταν υπάρχει αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση, και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει (α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψή αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία,ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δυνατή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 ΚΠΔ, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πλήττεται το βούλευμα 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος 1626/1998 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που περιέχεται στην από 16.12.2000 έκθεση του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού. Ο πρώτος λόγος αυτής, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, έχει κατά λέξη ως εξής : « 1) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως τούτο επιβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 εδαφ. Δ' Κ.Ποιν. Δ...», χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιο ή ποια συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος αφορά ούτε σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος. Δεδομένου δε ότι με την παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος απορρίφθηκαν, ως απαράδεκτοι επίσης, οι λοιποί δύο λόγοι αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.11.2000 αίτηση του..... για αναίρεση του βουλεύματος 2387/2000 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2001 και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου και εντεύθεν για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως δεν αρκεί η απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η εν λόγω ανυπαρξία σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Κατά την σύμφωνη εισαγγελική πρόταση δεν αντίκειται στο τεκμήριο αθωότητας του άρθρου. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 19/2001 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 402). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 18 /2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Ευάγγελο Περλίγκα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Γεώργιο Κάπο, Αντιπροέδρους, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Αριστείδη Κρομμύδα, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Δημήτριο Ζέρβα, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεράσιμο Φρούντζο, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάγρυρο Πλατή, Θεόδωρο Τζέμο – Εισηγητή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 20η Σεπτεμβρίου 2001, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Ναυπλίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 68/1999 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης, το οποίο διάταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Σπάρτης, με την υπ' αριθμ. 68/1999 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας Εφετών Ναυπλίου, με την από 28 Δεκεμβρίου 1999 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Ναυπλίου Ιωάννου Τσίγκα και καταχωρήθηκε στο πινάκιο με τον αριθμό 22/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 284/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Κατόπιν εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10/20001 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την υπ' αριθμόν 10/2001 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στη Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, ο μοναδικός λόγος της υπ' αριθμόν 33/28.12.1999 αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 68/1999 αποφάσεως του δικαστηρίου των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης. Η παραπομπή αυτή έγινε επειδή η ανωτέρω απόφαση λήφθηκε με ισοψηφία και όχι με πλειοψηφία και διαφορά δύο τουλάχιστον ψήφων. Επειδή, κατά το άρθρο 513 παράγραφος 1 εδάφιο γ' ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στη προθεσμία του άρθρου 166 στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του. Κατά την παράγραφο του ίδιου άρθρου, αν ζητεί την αναίρεση ο Εισαγγελέας, όπως στη προκείμενη υπόθεση, αυτός δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό χρονολογία 7/8/2001 αποδεικτικό επιδόσεως του ....., επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καλαμάτας, σε συνδυασμό με το όμοιο από 31/7/2001 του ....., δικαστικού επιμελητή της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ο κατηγορούμενος Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα (τόσον αυτός όσο και ο αντίκλητος του δικηγόρος Αθηνών Φ. Κουβέλης), για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 20/9/2001, ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Εφόσον όμως ο ανωτέρω κατηγορούμενος, (αναιρεσίβλητος) δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, ενώπιον του δικαστηρίου (Ολομελείας), πρέπει η συζήτηση να χωρήσει ως να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 3 και 515 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. Επειδή κατά το άρθρο 19 ΠΚ «αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι' αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρύτερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 83». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 111 παρ. 1, 2 ΠΚ το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή. Τα κακουργήματα παραγράφονται 1) μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι' αυτά την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης, 2) μετά δεκαπέντε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση. Εξάλλου κατά το άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης. Ακόμη, κατά το άρθρο 42 παρ. 1, 2 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη εκτός από την ποινή του θανάτου. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 1, 2 ΠΚ, όποιος εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχ. Β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 παρ. 2 ΠΚ) δηλαδή με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο χαρακτήρας της πράξεως στις περιπτώσεις της απόπειρας και της απλής συνέργειας, δεν επηρεάζεται από την επιβολή στον ένοχο μειωμένης κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ ποινής, γιατί η εν αποπείρα πράξη , όπως και η πράξη του συμμετόχου, δεν αποτελεί ιδιαίτερο έγκλημα, αλλά μορφή εμφανίσεως του εγκλήματος και ως εκ τούτου προσλαμβάνει το χαρακτήρα του κακουργήματος ή πλημμελήματος, από την ποινή που απειλείται στο νόμο για το τετελεσμένο έγκλημα ή για τη πράξη του αυτουργού, αντιστοίχως. Εξάλλου αυτό προκύπτει πιο συγκεκριμένα και από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2 ΠΚ, που επιτρέπουν στο δικαστή, αν κρίνει ότι η ελαττωμένη, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, να επιβάλλει σε αυτόν την προβλεπόμενη για την ολοκληρωμένη πράξη ή για την πράξη του αυτουργού αντιστοίχως ποινή. Οι διατάξεις των άρθρων 42 και 47 στις δύο πρώτες παραγράφους τους, καθορίζουν απλώς ένα πλαίσιο ποινής, που έχει ανώτατο όριο την ποινή της τετελεσμένης πράξεως ή του αυτουργού αντιστοίχως και κατώτατο την ποινή, όπως διαμορφώνεται από τις μειώσεις του άρθρου 83 ΠΚ, το οποίο όμως δεν καθιερώνει και ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση του δράστη, όσον αφορά τη παραγραφή του εγκλήματος που διέπραξε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, το ποια ποινή επιβλήθηκε από το δικαστή στη συγκεκριμένη περίπτωση, μέσα στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο, είναι άνευ σημασίας για τον κατά το άρθρο 19 Π.Κ. χαρακτηρισμό του είδους του εγκλήματος και για την κατά το άρθρο 111 ΠΚ παραγραφή του, ενώ η παραδοχή αντίθετης εκδοχής θα καθιστούσε τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2 ΠΚ ανεφάρμοστες. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης, με την άνω προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το αξιόποινο της κακουργηματικής πράξεως της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο Χ1, εξαλείφθηκε με την παραγραφή, εφόσον από τις 15.7.1982, οπότε φέρεται ότι η ανωτέρω πράξη τελέστηκε, μέχρι 13.12.1999, που εκδικάσθηκε η ανωτέρω πράξη, είχε παρέλθει πλήρης δεκαπενταετία, χωρίς να υπάρξει αναστολή της παραγραφής, αφού έκρινε ότι η επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο ήταν άκυρη. Ακολούθως έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω παραγραφής, εκτός άλλης πλημμεληματικής πράξεως και για την προαναφερόμενη πράξη και συγκεκριμένα για το ότι «στην ....., την 15.7.1982 και περί ώρα 02:00 από πρόθεση παρέσχε σε άλλον συνδρομή πριν και μετά την τέλεση της από αυτόν διαπραχθείσας άδικης πράξεως, δηλαδή τελώντας εν γνώσει της αποφασισθείσας από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 πράξεως της ανθρωποκτονίας, εν τούτοις συνόδευσε αυτόν τόσο στην οικία του, όπου έλαβε το περίστροφό του μαζί με τα φυσίγγια, όσο και κατά την επάνοδό του στο κέντρο «.....» παριστάμενος κατά το χρόνο πλήξεως από αυτόν του .....στην είσοδο του κέντρου και έτσι με την παρουσία του ενθάρρυνε τον ανωτέρω Χ2, για να τελέσει την παραπάνω πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας». Συνεπώς το δικαστήριο με το να κρίνει όπως πιο πάνω αναφέρεται, ενόψει των προαναφερομένων παραδοχών του, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, τις ανωτέρω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ1, ως προς την αμέσως πιο πάνω κακουργηματική πράξη, η παραγραφή της οποίας είναι εικοσαετής(20), που επίσης αποδόθηκε στον κατηγορούμενο αυτόν, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' του Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω, και η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση, ως προς τον παραπάνω κατηγορούμενο, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.). Πέντε όμως μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας και οι Αρεοπαγίτες Δημήτριος Λινός, Κωνσταντίνος Βαλμαντώνης, Ρωμύλος Κεδίκογλου και Ιωάννης Βερέτσος, έχουν τη γνώμη ότι, από τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την παραγραφή του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας πρέπει να ληφθεί υπόψη η απειλούμενη στο νόμο για την πράξη αυτή ποινή, δηλ. η μειωμένη ποινή καθείρξεως που προβλέπεται στο άρθρο 83 περίπτ. β', όχι δε η δυνατότητα επιβολής της πλήρους ποινής, διότι τούτο απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία αυτό κρίνει ότι η ελαττωμένη ποινή, που εκ του νόμου απειλείται, δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2), πρόκειται άρα για ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση του δράστη, ενώ ο χρόνος παραγραφής αφορά την πράξη και όχι τον συγκεκριμένο εκάστοτε δράστη. Η αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε στο πρωθύστερο αποτέλεσμα να προδικάζεται, όσον αφορά το χρόνο παραγραφής, η επιβολή της βαρύτερης κατ' εξαίρεση προβλεπόμενης ποινής, η οποία, εκτός του ότι συναρτάται προς την προσωπικότητα του δράστη και όχι προς την πράξη, προϋποθέτει την ποινική αξιολόγησή του από το δικαστήριο, άρα προϋποθέτει ότι η πράξη (ως τοιαύτη) δεν έχει παραγραφεί. Για τους λόγους αυτούς ο χρόνος παραγραφής είναι δεκαπέντε έτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμόν 68/1999 απόφαση του δικαστηρίου των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης όσον αφορά την κρίση της περί παραγραφής της κακουργηματικής ως άνω (σκεπτικό) πράξη του κατηγορουμένου Χ1. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ως προς τον κατηγορούμενο Χ1, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 24 Οκτωβρίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η εν αποπείρα πράξη, όπως και αυτή του συμμετόχου, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα του κακουργήματος ή πλημμελήματος από την ποινή που απειλείται στον νόμο για το τετελεσμένο έγκλημα ή για την πράξη του αυτουργού αντιστοίχως. Ο αιτών την αναίρεση Εισαγγελεύς δεν κλητεύεται, αλλά εκπροσωπείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο χαρακτήρας της πράξεως στις περιπτώσεις της απόπειρας και της απλής συνέργειας δεν επηρεάζεται από την επιβολή στον ένοχο μειωμένης κατ' αρ. 83 ΠΚ ποινής, διότι η εν αποπείρα πράξη, όπως και αυτή του συμμέτοχου, αποτελούν μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος και ως εκ τούτου προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα του κακουργήματος ή πλημμελήματος από την ποινή που απειλείται στον νόμο για το τετελεσμένο έγκλημα ή για την πράξη του αυτουργού αντιστοίχως, οπότε παραγράφονται αναλόγως. Αναιρείται η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, διότι, ενώ η παραγραφή της εν λόγω πράξεως είναι 20ετής, το Δικαστήριο εδέχθη ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής, αφού παρήλθε 15ετία από τον χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξεως, χωρίς εν τω μεταξύ να υπάρξει αναστολή της παραγραφής και εντεύθεν έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου. Κατά την αντίθετη άποψη πέντε μελών του Δικαστηρίου, ορθώς εκρίθη η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής της ως άνω πράξεως βάσει της μειωμένης κατ' αρ. 83 περ. β' ΠΚ ποινής καθείρξεως και όχι βάσει της δυνατότητας επιβολής της πλήρους ποινής κατ' αρ. 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2 ΠΚ, διότι η αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε στο πρωθύστερο αποτέλεσμα να προδικάζεται, ως προς τον χρόνο της παραγραφής, η επιβολή της βαρύτερης κατ' εξαίρεση προβλεπόμενης ποινής, η οποία εκτός του ότι συναρτάται προς την προσωπικότητα του δράστη και όχι προς την πράξη, προϋποθέτει την ποινική αξιολόγηση αυτού από το δικαστήριο, άρα την μη παραγραφή της σχετικής πράξεως(Ολομ. ΑΠ 18/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ. 400). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ποινή
Ποινή, Παραγραφή.
0
Αριθμός 17/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Γεώργιο Κάπο, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Ρωμύλο Κεδίκογλου-Εισηγητή, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη και Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Παπαδάκη (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του την 17η Μαϊου 2001, για να δικάσει τις αιτήσεις του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και της ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τεντολούρη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 125/1999 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την υπ' αριθμ. 125/1999 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησαν 1) ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 4 Μαϊου 1999 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Ευθυμίας Μαντζάνα και 2) η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη με την από 15 Απριλίου 1999 αίτησή της, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 658/1999. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1698/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, ο οποίος ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την 1698/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 εδαφ. α' του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3810/1957, το ζήτημα του παραδεκτού και βασίμου του λόγου αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και της κατηγορουμένης..... για υπέρβαση εξουσίας σχετικά με το αν ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του τριμελούς εφετείου που δίκασε πλημμέλημα σε πρώτο βαθμό (άρθρο 111 αριθ. 7 Κ.Ποιν.Δ.). Η παραπομπή έγινε επειδή κρίθηκε ότι πρόκειται περί ζητήματος με γενικότερο ενδιαφέρον. Κατά τη διάταξη του άρθρου 490 παρ. 1 εδαφ. β' Κ.Ποιν.Δ. ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και των δικαστηρίων ανηλίκων της περιφέρειας του εφετείου, είτε υπέρ είτε κατά εκείνου που καταδικάστηκε. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 490 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου, είτε υπέρ είτε κατά εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο εισαγγελέας εφετών έχει το δικαίωμα να ασκεί έφεση, ανεξάρτητα από την ποινή που έχει επιβληθεί, και να φέρει οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση υπό την κρίση ανώτερου δικαστηρίου, είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου και, ειδικότερα, κατά καταδικαστικών αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, που δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο πλημμελήματα (άρθρο 111 αριθ. 7 Κ.Ποιν.Δ.), αφού ο νόμος αναφέρεται γενικά σε αποφάσεις του τριμελούς εφετείου, χωρίς να διακρίνει αν πρόκειται για αποφάσεις τριμελούς εφετείου κακουργημάτων ή για αποφάσεις τριμελούς εφετείου πλημμελημάτων, άρα δεν εξαιρεί την τελευταία αυτή περίπτωση. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διάταξης, διότι πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις και επομένως η εκδοχή ότι πρωτοβάθμιες αποφάσεις του τριμελούς εφετείου επί πλημμελημάτων δεν μπορούν να προσβληθούν από τον εισαγγελέα εφετών με έφεση θα ήταν ανακόλουθη. Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (αριθ. 125/1999 του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών), η 186/16.12.1997 έφεση του εισαγγελέα εφετών Πατρών κατά της 2061/2.12.1997 καταδικαστικής απόφασης του τριμελούς εφετείου Πατρών με την οποία η κατηγορουμένη, δικηγόρος, καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό, για εξύβριση, σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, γιατί το Πενταμελές Εφετείο Πατρών , έκρινε ότι ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση μόνο καταδικαστικές αποφάσεις του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου επί κακουργημάτων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου , η οποία είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, κατ' άρθρα 505 παρ. 2, 483 παρ. 3 και 479 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ζητείται η αναίρεση της 125/1999 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών για αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 Θ' Κ.Ποιν.Δ.), είναι βάσιμος, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έχει δικαίωμα ο εισαγγελέας εφετών να ασκεί έφεση και κατά αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, που δίκασε σε πρώτο βαθμό πλημμελήματα, πρέπει δε, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ. , για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης παρέλκει η έρευνα της αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης κατά της ίδιας αποφάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 125/1999 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Εισαγγελεύς Εφετών έχει το δικαίωμα να ασκεί έφεση και κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου που δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο πλημμελήματα. Ο Εισαγγελεύς Εφετών έχει το δικαίωμα να ασκεί έφεση και κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου που δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο πλημμελήματα, αφού ο νόμος αναφέρεται γενικά σε αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των αποφάσεων του Εφετείου Κακουργημάτων και Πλημμελημάτων(άρθρο 490 ΚΠΔ). Γίνεται δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατ' αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών με την οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη η έφεση της κατηγορουμένης δικηγόρου κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής (για εξύβριση) αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, μετά δε την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέλκει η έρευνα της αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης κατ' αυτής(Ολομ. ΑΠ 17/2001 Π.Χρον. ΝΑ. 802). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Έφεση Εισαγγελέα
Εισαγγελέας Εφετών, Έφεση Εισαγγελέα.
0
Αριθμός 16/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή-Εισηγητή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό , Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 31 Μαϊου 2001, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Σπυρόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8684/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ......Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 8684/2000 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2000 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 559/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1870/2000 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να αναπεμφθεί η ανωτέρω αίτηση στο παραπέμψαν Τμήμα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για το παραδεκτό της αναίρεσης. Επειδή, κατά το άρθρο 508 παρ. 1 εδαφ. α' και β' Κ.Ποιν.Δ. η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης, που επέβαλε ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι παραδεκτή μόνο αν αποδεικνύεται, μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, με πιστοποιητικό του διευθυντή φυλακών, ότι ο αναιρεσείων ήταν κρατούμενος, όταν άσκησε την αναίρεση, εκτός αν από τα έγγραφα προκύπτει η κράτηση ή ότι έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής ή ότι αυτή έχει μετατραπεί και αποτιθεί ή αν δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναιρέσεως ή αν, με πιστοποιητικό του αρμόδιου υπουργού, βεβαιώνεται ότι η εκτέλεση δεν έγινε από ανυπέρβλητο υπηρεσιακό κώλυμα. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν , κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, που με την 8684/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως του άρθρου 348 Π.Κ. και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 30 ημερών, η οποία έχει μετατραπεί προς 1500 δραχμές την ημέρα, άσκησε την κρινόμενη από 9.3.2000 αναίρεσή του κατά της αποφάσεως αυτής. Η αναίρεση συζητήθηκε την 10.11.2000 ενώπιον του Ε' τμήματος του Αρείου Πάγου, πλην όμως ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ούτε τότε, ούτε μέχρι την προκείμενη συζήτηση, με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών, ότι κατά την άσκηση της αναίρεσης είχε κρατηθεί, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, αν έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής, ή αν αποτίθηκε η χρηματική ποινή ή αν συντρέχει άλλος λόγος μη εκτελέσεως της ποινής, από αυτούς που προαναφέρθηκαν. Η κύρωση όμως που προβλέπει η ως άνω διάταξη, ότι δηλαδή η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς τη μη συμμόρφωση του αναιρεσείοντος κατά το άρθρο 508 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως πρέπει να κριθεί παραδεκτή η αναίρεση, διότι η προϋπόθεση της προηγούμενης απότισης της ποινής που επέβαλε η πιο πάνω απόφαση, προκειμένου να είναι παραδεκτή η αναίρεση είναι ιδιαίτερα επαχθής και αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου, ότι πρόκειται για καταδίκη σε μικρή ποινή και για αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι έχει τελεστεί πριν πέντε χρόνια. Επομένως η κύρωση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι παραβιάζει το δικαίωμα προσβάσεως του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο, ο δε ως άνω περιορισμός δεν είναι αναγκαίος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και την ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη όμως των μελών Χαραλάμπους Μυρσινιά, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Στυλιανού Μοσχολέα, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεράσιμου Φρούντζου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη και Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη, Αρεοπαγιτών, η προϋπόθεση της εκτέλεσης της ποινής για το παραδεκτό της δεν είναι στην παρούσα περίπτωση ιδιαιτέρως επαχθής και δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, εφόσον ο αναιρεσείων είχε την ευχέρεια να αποτίσει, με καταβολή, την χρηματική ποινή, στην οποία είχε μετατραπεί η πιο πάνω μικρή ποινή φυλακίσεως. Επομένως δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που, όπως προαναφέρθηκε, κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, ως δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας. Συνεπώς η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για τους λόγους αυτούςΑποφαίνεται, ότι η από 9 Μαρτίου 2000 αίτηση του ......για αναίρεση της απόφασης 8684/2000 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης είναι παραδεκτή. Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου προς περαιτέρω εκδίκαση. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απαίτηση του νόμου να έχει εκτελεσθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή του κατά του πρωτοβαθμίου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που αφενός παρέπεμψε τον αιτούντα να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και αφετέρου διατήρησε σε ισχύ το ένταλμα συλλήψεώς του, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή εντός της προθεσμίας της ο αναιρεσείων είχε κρατηθεί προσωρινώς(Ολομ. ΑΠ 15/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 798 και ΝοΒ,50.410-411).Ομοίως η υπ’ αρίθμ. 16/2001 απόφαση της Ολομέλειας. Στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για διευκόλυνση ακολασίας άλλων(άρθρο 348 ΠΚ). Η ΑΠ 73/2005 έκρινε αντίθετα, ήτοι ότι η διάταξη του άρθρου 508 παρ.1 ΚΠΔ, με την οποία τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού αίτησης αναίρεσης της απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή, η απόδειξη με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών ότι κρατούνταν όταν άσκησε την αναίρεση ή επί μετατροπής σε χρηματική να προκύπτει από έγγραφο ότι έχει αποτιθεί, προσκρούει στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ.1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος. Η θέση αυτή επικροτείται και από τον Γ. Μητσόπουλο(Ποιν.Χρον.ΜΒ.208). Ήδη με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 3346/17-6-2005 το άρθρο 508 του ΚΠΔ καταργήθηκε και δεν τίθεται ήδη θέμα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ε.Σ.Δ.Α.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α., Αναλογικότητας αρχή.
0
Αριθμός 14/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Ευάγγελο Περλίγκα, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο-Εισηγητή, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεράσιμο Φρούντζο, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό , Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 15η Μαρτίου 2001, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καραγκούνη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5436/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 5436/1999 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2000 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 653/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1920/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να αναπεμφθεί η ανωτέρω αίτηση στο παραπέμψαν Τμήμα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για το παραδεκτό της αναίρεσης. Επειδή, κατά το άρθρο 508 παρ. 1 εδαφ. α' και β' Κ.Ποιν.Δ. η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης, που επέβαλε ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι παραδεκτή μόνο αν αποδεικνύεται, μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, με πιστοποιητικό του διευθυντή φυλακών, ότι ο αναιρεσείων ήταν κρατούμενος, όταν άσκησε την αναίρεση, εκτός αν από τα έγγραφα προκύπτει η κράτηση ή ότι έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής ή ότι αυτή έχει μετατραπεί και αποτιθεί ή αν δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναιρέσεως ή αν, με πιστοποιητικό του αρμόδιου υπουργού, βεβαιώνεται ότι η εκτέλεση δεν έγινε από ανυπέρβλητο υπηρεσιακό κώλυμα. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν , κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, που με την απόφαση 5436/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως των άρθρων 1, 3, 10 παρ. 1 και 2, 17 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966 «περί κωδικοποιήσεως, καταργήσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας» και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 40 ημερών, η οποία έχει μετατραπεί προς 1500 δραχμές την ημέρα, άσκησε την κρινόμενη από 20.3.2000 αναίρεσή του κατά της απόφασης αυτής. Η αναίρεση συζητήθηκε την 14.11.2000 ενώπιον του ΣΤ' τμήματος του Αρείου Πάγου, πλην όμως ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ούτε τότε, ούτε μέχρι την προκείμενη συζήτηση, με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών ότι κατά την άσκηση της αναίρεσης είχε κρατηθεί, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, αν έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής, ή αν αποτίθηκε η χρηματική ποινή ή αν συντρέχει άλλος λόγος μη εκτελέσεως της ποινής, από αυτούς που προαναφέρθηκαν. Η κύρωση όμως που προβλέπει η ως άνω διάταξη, ότι δηλαδή η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς τη μη συμμόρφωση του αναιρεσείοντος κατά το άρθρο 508 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., διότι η προϋπόθεση της προηγούμενης απότισης της ποινής, που επέβαλε η πιο πάνω απόφαση, αν και αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, προκειμένου να είναι παραδεκτή η αναίρεση, είναι ιδιαίτερα επαχθής δεδομένου ότι πρόκειται για καταδίκη σε μικρή ποινή και για αξιόποινη πράξη, που έχει τελεστεί πριν οκτώ έτη, χωρίς ιδιαίτερη απαξία. Επομένως η κύρωση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι παραβιάζει το δικαίωμα προσβάσεως του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο, ο δε ως άνω περιορισμός δεν είναι αναγκαίος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και την ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη όμως των μελών Χαραλάμπους Μυρσινιά, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Αντωνίου Παπαθεοδώρου, Στυλιανού Μοσχολέα, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεόδωρου Μπάκα, Γεράσιμου Φρούντζου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη Στυλιανού Πατεράκη και Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη, η προϋπόθεση της εκτέλεσης της ποινής για το παραδεκτό της αναίρεσης δεν είναι στην παρούσα περίπτωση ιδιαιτέρως επαχθής και δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, εφόσον ο αναιρεσείων είχε την ευχέρεια να αποτίσει, με καταβολή, την χρηματική ποινή, στην οποία είχε μετατραπεί η πιο πάνω μικρή ποινή φυλακίσεως. Επομένως δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ούτε το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που, όπως προαναφέρθηκε, κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, ως δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας. Συνεπώς η αναίρεση έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ. το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή της οποίας ο χρόνος, προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδαφ. β' και 511 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της, έστω και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, γιατί ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και περιέχει, σύμφωνα με τα συνδυασμένα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 του ΚΠΔ, ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος (Ολ. ΑΠ 388/1992). Στην προκειμένη περίπτωση η πλημμεληματική πράξη για την οποία έχει καταδικαστεί ο αναιρεσείων, φέρεται ότι έχει τελεστεί στη Θεσσαλονίκη την 29.1.1993 και επομένως κατά την προκείμενη εκδίκαση της υπόθεσης έχει συμπληρωθεί ο οκταετής χρόνος της παραγραφής και της αναστολής της. Κατά συνέπεια, αφού η αίτηση αναιρέσεως κρίθηκε παραδεκτή και περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, δηλαδή την έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 139 και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ.), πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την απόφαση 5436/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του .....για παράβαση των άρθρων 1, 3, 10 παρ. 1 και 2, 17 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, πράξη που φέρεται ότι έχει τελεστεί στη Θεσσαλονίκη την 29 Ιανουαρίου 1993. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαϊου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση ποινής για το παραδεκτό της αναιρέσεως. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας(άρθρο 25 παρ.1 εδ. β΄του Συντάγματος) πρέπει να ερευνάται σε κάθε περίπτωση, ενόψει και του ύψους της επιβληθείσης ποινής ή της απαξίας της αξιοποίνου πράξεως. Η απόρριψη ως απαράδεκτης της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, που δεν απέδειξε έως την συζήτηση της με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών, ότι κατά την άσκηση της αναιρέσεως είχε κρατηθεί( άρθρο 508 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ) ή ότι είχε ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής ή ότι συνέτρεχε άλλος λόγος μη εκτελέσεως της επιβληθείσης εις αυτόν ποινής φυλακίσεως των 40 ημερών (μετατραπείσης προς 1.500 δρχ. την ημέρα) για παράβαση του β.δ. 748/1966 "περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας", κρίνεται ιδιαιτέρως επαχθής, δεδομένου ότι πρόκειται για καταδίκη σε μικρή ποινή και για αξιόποινη πράξη τελεσθείσα προ οκταετίας, άγει δε σε παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικαστήριο και άρα σε δίκαιη δίκη (αρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Μειοψηφία εννέα μελών. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και παύει οριστικώς η ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη λόγω παραγραφής( Ολομ. ΑΠ 14/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ.796 και ΝΒ. 205). Ήδη με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 3346/17-6-2005 το άρθρο 508 του ΚΠΔ καταργήθηκε και δεν τίθεται ήδη θέμα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ε.Σ.Δ.Α.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α., Αναλογικότητας αρχή.
0
Αριθμός 13/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους , Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου , Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη , Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο-Εισηγητή, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών), Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 31η Μαϊου 2001, για να δικάσει την από 16.2.2000 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τις από 16.12.1999 τρεις αιτήσεις του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, για αναίρεση των αποφάσεων 24/2000 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και 2953β/1999 , 2953γ/1999 και 3431/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας αντιστοίχως, οι οποίες διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Με κατηγορούμενους τους: Α).....(αναφέρονται 7 ονόματα), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σοφιανόπουλο. Β).....(αναφέρονται 57 ονόματα), οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Γ)....(αναφέρονται 19 ονόματα), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ματθαίο Τσιριμονάκη, 20. ....., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, 21. ...., 22. ....., 23. ....., 24. ....., 25. ....., 26. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ματθαίο Τσιριμονάκη και 27. ....., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο. Δ) 1. ......, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο 2. ....., 3. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 4. ......, 5. ......., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 6. ........, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντομαρίνο, 7. ......, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, 8. ....., 9. ........, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 10. ........, 11. ....., 12. ........., 13. ......., 14. ......., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 15. ......, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντομαρίνο, 16. ......., 17. ......, 18. ........, 19. ......., 20. ......., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 21. ......, 22. ..........., 23. ...., 24. ...., 25...... 26. ..... 27. ..... , 28. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 29. ....., 30. ..... 31. ...... οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 32. ..... 33. ..... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 34. ......, 35. ......, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 36. ......, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντομαρίνο, 37. ....., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, 38. ......39. ..... 40. ..... 41. ..... 42. ...., 43...... ,44. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 45. ...., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, 46. ..... 47. ..... 48. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο, 49. ..... 50. ...., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, 51. ..... , 52. ...... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντομαρίνο και 53. ......, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας με την απόφασή του 24/2000 και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας με τις αποφάσεις του 2953β/1999, 2953γ/1999 και 3431/1999 διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Τις αναιρέσεις των αποφάσεων αυτών ζήτησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 16 Φεβρουαρίου 2000 αίτησή του και ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με τις από 16 Δεκεμβρίου 2000 αιτήσεις του, αντίστοιχα, που εγχειρίστηκαν ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Πουλχερίας Καραμπουρνιώτη, η πρώτη, και ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης Αφροδίτης Σιώνη, οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη και καταχωρήθηκαν στα πινάκια με τους αριθμούς 195/2000, 117/2000, 114/2000 και 118/2000, αντίστοιχα . Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμούς 206/2001, 211/2001, 204/2001 και 212/2001 αποφάσεις του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, οι οποίες παρέπεμψαν τις υποθέσεις στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια, άκουσε τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο, ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά . ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, παραδεκτά εισάγονται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, οι αιτήσεις από 16.2.2000 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και από 16.12.1999 του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης , για αναίρεση των αποφάσεων 24/2000 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και 2953β/1999 , 2953 γ/1999 και 3431/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας αντιστοίχως. Οι αιτήσεις αυτές παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με τις αντίστοιχες 206/2001, 211/2001, 204/2001 και 212/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995. Κατά τη γνώμη δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Θεοδώρου Τόλια, Χαραλάμπους Μυρσινιά, Ευάγγελου Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνου Λυμπερόπουλου και των Αρεοπαγιτών Θεοδώρου Πρασουλίδη, Χαραλάμπους Γεωργακόπουλου, Σπυρίδωνος Γκιάφη, Γεωργίου Κάπου, Γρηγορίου Φιλιππάτου, Θεοδώρου Παπαγιαννάκη, Γεωργίου Παπαδημητρίου, Νικολάου Γεωργίλη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνου Βαλμαντώνη, Αθανασίου Κρητικού, Ρωμύλου Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσου και Νικολάου Κασσαβέτη, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνηστίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και –κατά την καθιερωμένη έννοιά της- ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γιαυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (Ολομ. Α.Π. 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη – σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας – είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. ΠοινΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου στην περίπτωση της παραγραφής η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος η πάροδος, του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από το νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠοινΚ θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου). Ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. Ολ. ΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν – στη συγκεκριμένη περίπτωση- αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί «κεκαλυμμένη» έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών – σε μια συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα ενώ θα διαπιστώνετο ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. 'Αλλωστε στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Η ΑΠ 779/1929 (Θέμις ΜΑ/1930 σελ. 297) δεν αποφάνθηκε αντιθέτως. Αυτή έκρινε μόνο ότι το άρθρο 2 του ν. 3810/1929 «περί κυρώσεως του από 31.5.1926 ν. διατάγματος περί αμνηστείας αδικημάτων τινων», που όριζε ότι «αμνηστεύονται πάσαι αι εκλογικαί παραβάσεις και τα αδικήματα εν γένει τα προβλεπόμενα υπό των εκλογικών νόμων τα λαβόντα χώραν κατά τας εκλογάς της 19.8.1929», «αντίκειται προδήλως εις την διάταξιν του άρθρου 84 παρ. 2 του εν ισχύι Συντάγματος (του 1927), καθ' ην αμνηστεία επί κοινών εγκλημάτων, οία και τα εκλογικά τοιαύτα, ουδέ δια νόμου απονέμεται». Επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για διάταξη νόμου που παρείχε ευθέως αμνηστία και από την απόφαση του ΑΠ δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο επιχείρημα σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας της ειδικής παραγραφής. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής ( επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά «κρυπτοαμνηστία» την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. 'Ετσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για το σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπο αυτόν όμως η δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα». Στην προκειμένη περίπτωση με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που στη διάταξη αυτή με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια αναφέρονται και τελέστηκαν προ του Μαρτίου του έτους 1997, προβλέφθηκε δε στην παρ. 2 η παύση της ποινικής δίωξης για τις πράξεις αυτές και η διαγραφή των τυχόν επιβληθεισών ποινών από το ποινικό μητρώο. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις διατάξεις αυτές επέλεξε, ως μέτρο κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω πράξεων, με συντόμευση του χρόνου της παραγραφής τους. Και στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου γίνεται λόγος για εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων που αφορούν τις αγροτικές κινητοποιήσεις και για τερματισμό των διαδικασιών καταλογισμού ποινικών ευθυνών. Από το συγκεκριμένο αυτό άρθρο δεν προκύπτει εξάλλου κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση της και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης και τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό μητρώο, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη , θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Ορθώς συνεπώς εφαρμόσθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας, που βάσει αυτής έπαυσαν την ποινική δίωξη. Ο δε μοναδικός λόγος των εισαγγελικών αιτήσεων αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αυτές. Κατά τη γνώμη όμως των λοιπών δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, του Αντιπροέδρου Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Παύλου Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημητρίου Βούρβαχη, Στυλιανού Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλου, Δημητρίου Λινού, Θεοδώρου Λαφαζάνου, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεωργίου Χριστόφιλου, Γεράσιμου Φρούντζου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γεράσιμου Σιμόπουλου, Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη και Θεοδώρου Αποστολοπούλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος : « 3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα , με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών, ούτε ο προβλεπόμενος στον ποινικό κώδικα χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου τους. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί (πρβλ. ΟλΑΠ 672/1982). Με την αμνηστία παρέχεται επομένως νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. 'Ετσι όμως η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο, είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι επομένως η αμνηστία ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών. Και γι' αυτό απαγορεύτηκε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Η δυνατότητα αμνήστευσης περιορίστηκε, με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, στα «πολιτικά εγκλήματα», με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση πάντως της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. «εξάλειψη του αξιοποίνου», «ειδική παραγραφή»), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, ιδίως υπό την ισχύ προηγουμένων Συνταγμάτων, τα οποία, με εξαίρεση εκείνο του 1927, δεν απαγόρευαν την αμνηστία, ο νομοθέτης είχε καταφύγει ενίοτε σ' αυτήν, υπό την ονομασία «ειδική παραγραφή», δεν μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση, αφού, υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975, η νομοθετική εκείνη πρακτική αποδοκιμάστηκε και ρητά απαγορεύθηκε. Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, το οποίο επίσης απαγόρευε την παροχή αμνηστίας, ο 'Αρειος Πάγος δεν δίστασε να κηρύξει αντισυνταγματική την αμνήστευση ορισμένων εγκλημάτων (ΑΠ 779/1929 Θ. ΜΑ 297). Διάφορη, εξάλλου, υπήρξε η περίπτωση του ν. 1240/1982. Διότι ο νόμος αυτός «παρέγραψε» όλα, και όχι ορισμένα μόνο, μικρής δε βαρύτητας εγκλήματα, για τα οποία η απειλούμενη ποινή δεν υπερέβαινε το έτος, αλλά και διότι συνεδύαζε την «παραγραφή» με όρο, ο οποίος προσέδιδε στη ρύθμιση εκείνη το χαρακτήρα μέτρου αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, για το λόγο δε αυτό θεωρήθηκε από την απόφαση ΟλΑΠ 672/1982 ότι δεν υπέκρυπτε αμνηστία. Με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, η οποία άρχισε να ισχύει από 3.6.1999 και φέρει τον τίτλο «εξάλειψη αξιοποίνων και παύση ποινικής δίωξης ορισμένων αξιόποινων πράξεων διαπραχθεισών κατά τις αγροτικές κινητοποιήσεις» ορίζεται : «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου». Με τη διάταξη αυτή σκοπείται η εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου ειδικώς προσδιορισμένων κοινών εγκλημάτων, που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν, για ορισμένο λόγο, από συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, και η οριστική παύση των ποινικών διώξεων, καθώς και η αναδρομική κατάργηση και διαγραφή από το Ποινικό Μητρώο των αμετακλήτως επιβληθεισών για τα εγκλήματα αυτά ποινών, χωρίς να επηρεάζεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων αυτών. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της παραγραφής των εγκλημάτων των άρθρων 290-292 του ΠΚ και 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 αφού ο απαιτούμενος για την παραγραφή αυτών χρόνος δεν μεταβάλλεται, αλλ' εκ των υστέρων «εξαλείφεται» το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων στις οποίες η ως άνω διάταξη ειδικώς αναφέρεται. Ούτε η όλη ρύθμιση συνδυάζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, ώστε να μπορεί να κριθεί ότι διαφοροποιείται, κατά τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της και δεν πρόκειται για απαγορευμένη αμνηστία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Εκθέσεως του Σχεδίου του ν. 2721/1999, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων αυτών, που αφορούν τις αγροτικές εκείνες κινητοποιήσεις, γίνεται ύστερα «από την πολλαπλώς εκφρασθείσα πρόταση παροχής συγγνώμης των ευρισκόμενων ήδη υπό την ποινική κατηγορία αγροτών εκ μέρους των εκπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο των αγροτικών περιοχών, καθώς και μεγάλου τμήματος του λαού και του επαγγελματικού κόσμου αλλά και προς ομαλοποίηση της ζωής του αγροτικού μας κόσμου», «με τη βεβαιότητα ότι δεν θα συμβούν στο μέλλον τοιαύτα έκτροπα ασέβειας προς τους πολίτες και το κράτος». Το αναφερόμενο στην 'Εκθεση αυτή στοιχείο της παροχής συγγνώμης για συγκεκριμένα εγκλήματα ορισμένης ομάδας πολιτών σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιμετώπισης, με αντικειμενικά κριτήρια, συγκεκριμένων αναγκών, κατά την κυριαρχική από τη νομοθετική εξουσία άσκηση αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, επιμαρτυρεί το χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής ως αμνηστίας, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999 να είναι αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Την ίδια άποψη διατύπωσε και το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής επί του αντίστοιχου άρθρου του σχεδίου νόμου στην από 10.5.1999 έκθεσή του, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η διάταξη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «φωτογραφική» δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις, δεν φαίνεται δε να αφορά γενικό μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής ή να αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των φυλακών, ως εκ τούτου εμφανίζεται ως συγκεκαλυμμένη αμνηστία μολονότι κατά το Σύνταγμα αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο (άρθρο 47 παρ. 4). Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, από το άρθρο 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, με τις οποίες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πλήττονται διότι εφάρμοσαν την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, πρέπει, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και να αναιρεθούν οι αποφάσεις αυτές. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τα Δικαστήρια, που τις εξέδωσαν, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπαυσαν οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων ..... κ.λπ, .... κ.λπ, .... κλπ και ..... κλπ, για την παράβαση του άρθρου 34 παρ. 12 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν.2094/1992) και του άρθρου 292 του Π.Κ. που φέρονται ότι τέλεσαν στις 4.1.1995, 1.12.1996, 2.12.1996 και 5.12.1996 αντιστοίχως και συνίσταται στο ότι τυγχάνοντας αγρότες και θέλοντας να διαμαρτυρηθούν με αγροτικές κινητοποιήσεις, για την επίλυση αιτημάτων τους, με πρόθεση κατέλαβαν το οδόστρωμα των αναφερόμενων στις αποφάσεις οδών, τοποθετώντας σ' αυτό τους γεωργικούς ελκυστήρες, που κατείχαν και οδηγούσαν και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τη συγκοινωνία με αυτοκίνητα οχήματα. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει της ισοψηφίας των μελών της Ολομέλειας σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της διατάξεως του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, πρέπει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠΔ, να επικρατήσει η ευμενέστερη, κατ' αποτέλεσμα, για τους κατηγορουμένους πρώτη ως άνω γνώμη, που δέχεται ότι ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας εφάρμοσαν τη διάταξη αυτή, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα και έπαυσαν οριστικά τις ποινικές διώξεις κατά των κατηγορουμένων. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις η πλημμέλεια της εφαρμογής της άνω διατάξεως, ως αντισυνταγματικής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Κατά τη γνώμη όμως δέκα πέντε (15) μελών του Δικαστηρίου, ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, του Αντιπροέδρου Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Λινού, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεωργίου Χριστόφιλου, Γερασίμου Φρούντζου, Θεοδώρου Παπαγιαννάκη, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γερασίμου Σιμοπούλου, Αθανασίου Κρητικού, Ιωάννη Βερέτσου και Θεόδωρου Αποστολόπουλου, ενόψει της ως άνω ισοψηφίας, έπρεπε να διαταχθεί η ανασυζήτηση της προκειμένης υποθέσεως (πρβλ αρθρ. 302 παρ.3 ΚΠολΔ), καθόσον , η διάταξη του άρθρου 371 του ΚΠΔ, όπως προκύπτει, από τη θέση της στον Κώδικα και από το όλο περιεχόμενο αυτής, αναφέρεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας και δεν έχει εφαρμογή σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλομΑΠ 225/1958). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει 1)την από 16.2.2000 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 24/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και 2) τις από 16.12.1999 τρεις αιτήσεις του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για αναίρεση των 2953β/1999, 2953γ/1999 και 3431/1999 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίισοψηφίας στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επικρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο άποψη. Όταν τα μέλη της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ισοψηφούν, εφαρμόζεται αναλογικώς το αρ. 371 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ και επικρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο άποψη. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, στην περίπτωση αυτή πρέπει να διατάσσεται η ανασυζήτηση της υποθέσεως, καθόσον η διάταξη του άρθρου 371 ΚΠΔ αναφέρεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας και δεν έχει εφαρμογή σε αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου(Ολ ΑΠ 225/1958, Ολομ. ΑΠ 12/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 795). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ολομέλεια Αρείου Πάγου
Ολομέλεια Αρείου Πάγου, Ισοψηφία.
0
Αριθμός 12 /2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους , Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου , Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη , Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο-Εισηγητή, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών), Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Ξενικάκη (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του , την 17η Μαϊου 2001, για να δικάσει την από 6 Ιουλίου 1999 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και τις από 16 Δεκεμβρίου 1999 τρεις αιτήσεις του ίδιου Εισαγγελέα για αναίρεση των αποφάσεων 2035/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και 2953δ/1999 , 3429/1999 και 3430/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, αντιστοίχως, οι οποίες διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Με κατηγορούμενους τους: Α). ....(αναφέρονται 16 ονόματα), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Β). .....(αναφέρονται 12 ονόματα), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Γ)...., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο καιΔ) ....(αναφέρονται 5 ονόματα), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 2035/1999 και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας με τις αποφάσεις του 2953δ/1999, 3429/1999 και 3430/1999 διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Τις αναιρέσεις των αποφάσεων αυτών ζήτησε ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, με τις από 6.7.1999 και 16.12.1999 (τρεις) αιτήσεις του που εγχειρίστηκαν ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ελισάβετ Κουκίδου, η πρώτη, και ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης Αφροδίτης Σιώνη, οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη και καταχωρήθηκαν στα πινάκια με τους αριθμούς 1115/1999, 116/2000,109/2000 και 113/2000, αντίστοιχα . Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμούς 208/2001, 205/2001, 203/2001 και 210/2001 αποφάσεις του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, οι οποίες παρέπεμψαν τις υποθέσεις στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια, άκουσε τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, παραδεκτά εισάγονται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η από 6.7.1999 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και οι από 16.12.1999 τρεις αιτήσεις του ίδιου Εισαγγελέα, για αναίρεση των αποφάσεων 2035/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και 2953δ/1999, 3429/1999 και 3430/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας αντιστοίχως. Οι αιτήσεις αυτές παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με τις αντίστοιχες 208/2001, 205/2001, 203/2001 και 210/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995. Κατά τη γνώμη δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Θεοδώρου Τόλια, Χαραλάμπους Μυρσινιά, Ευάγγελου Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνου Λυμπερόπουλου και των Αρεοπαγιτών Θεοδώρου Πρασουλίδη, Χαραλάμπους Γεωργακόπουλου, Σπυρίδωνος Γκιάφη, Γεωργίου Κάπου, Γρηγορίου Φιλιππάτου, Θεοδώρου Παπαγιαννάκη, Γεωργίου Παπαδημητρίου, Νικολάου Γεωργίλη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνου Βαλμαντώνη, Αθανασίου Κρητικού, Ρωμύλου Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσου και Νικολάου Κασσαβέτη, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνησίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και –κατά την καθιερωμένη έννοιά της- ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γιαυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (Ολομ. Α.Π. 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη – σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας – είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. ΠοινΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου στην περίπτωση της παραγραφής η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος η πάροδος, του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από το νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠοινΚ θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου). Ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. Ολ. ΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν – στη συγκεκριμένη περίπτωση- αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί «κεκαλυμμένη» έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών – σε μια συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα ενώ θα διαπιστώνετο ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. 'Αλλωστε στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Η ΑΠ 779/1929 (Θέμις ΜΑ/1930 σελ. 297) δεν αποφάνθηκε αντιθέτως. Αυτή έκρινε μόνο ότι το άρθρο 2 του ν. 3810/1929 «περί κυρώσεως του από 31.5.1926 ν. διατάγματος περί αμνηστείας αδικημάτων τινων», που όριζε ότι «αμνηστεύονται πάσαι αι εκλογικαί παραβάσεις και τα αδικήματα εν γένει τα προβλεπόμενα υπό των εκλογικών νόμων τα λαβόντα χώραν κατά τας εκλογάς της 19.8.1929», «αντίκειται προδήλως εις την διάταξιν του άρθρου 84 παρ. 2 του εν ισχύι Συντάγματος (του 1927), καθ' ην αμνηστεία επί κοινών εγκλημάτων, οία και τα εκλογικά τοιαύτα, ουδέ δια νόμου απονέμεται». Επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για διάταξη νόμου που παρείχε ευθέως αμνηστία και από την απόφαση του ΑΠ δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο επιχείρημα σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας της ειδικής παραγραφής. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής ( επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά «κρυπτοαμνηστία» την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. 'Ετσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για το σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπο αυτόν όμως η δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα». Στην προκειμένη περίπτωση με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που στη διάταξη αυτή με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια αναφέρονται και τελέστηκαν προ του Μαρτίου του έτους 1997, προβλέφθηκε δε στην παρ. 2 η παύση της ποινικής δίωξης για τις πράξεις αυτές και η διαγραφή των τυχόν επιβληθεισών ποινών από το ποινικό μητρώο. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις διατάξεις αυτές επέλεξε, ως μέτρο κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω πράξεων, με συντόμευση του χρόνου της παραγραφής τους. Και στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου γίνεται λόγος για εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων που αφορούν τις αγροτικές κινητοποιήσεις και για τερματισμό των διαδικασιών καταλογισμού ποινικών ευθυνών. Από το συγκεκριμένο αυτό άρθρο δεν προκύπτει εξάλλου κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση της και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης και τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό μητρώο, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη , θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Ορθώς συνεπώς εφαρμόσθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας, που βάσει αυτής έπαυσαν την ποινική δίωξη. Ο δε μοναδικός λόγος των εισαγγελικών αιτήσεων αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αυτές. Κατά τη γνώμη όμως των λοιπών δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθίας, του Αντιπροέδρου Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Παύλου Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημητρίου Βούρβαχη, Στυλιανού Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλου, Δημητρίου Λινού, Θεοδώρου Λαφαζάνου, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεωργίου Χριστόφιλου, Γεράσιμου Φρούντζου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γεράσιμου Σιμόπουλου, Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη και Θεοδώρου Αποστολοπούλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος : « 3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα , με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών, ούτε ο προβλεπόμενος στον ποινικό κώδικα χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου τους. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί (πρβλ. ΟλΑΠ 672/1982). Με την αμνηστία παρέχεται επομένως νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. 'Ετσι όμως η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο, είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι επομένως η αμνηστία ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών. Και γι' αυτό απαγορεύτηκε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Η δυνατότητα αμνήστευσης περιορίστηκε, με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, στα «πολιτικά εγκλήματα», με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση πάντως της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. «εξάλειψη του αξιοποίνου», «ειδική παραγραφή»), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, ιδίως υπό την ισχύ προηγουμένων Συνταγμάτων, τα οποία, με εξαίρεση εκείνο του 1927, δεν απαγόρευαν την αμνηστία, ο νομοθέτης είχε καταφύγει ενίοτε σ' αυτήν, υπό την ονομασία «ειδική παραγραφή», δεν μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση, αφού, υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975, η νομοθετική εκείνη πρακτική αποδοκιμάστηκε και ρητά απαγορεύθηκε. Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, το οποίο επίσης απαγόρευε την παροχή αμνηστίας, ο 'Αρειος Πάγος δεν δίστασε να κηρύξει αντισυνταγματική την αμνήστευση ορισμένων εγκλημάτων (ΑΠ 779/1929 Θ. ΜΑ 297). Διάφορη, εξάλλου, υπήρξε η περίπτωση του ν. 1240/1982. Διότι ο νόμος αυτός «παρέγραψε» όλα, και όχι ορισμένα μόνο, μικρής δε βαρύτητας εγκλήματα, για τα οποία η απειλούμενη ποινή δεν υπερέβαινε το έτος, αλλά και διότι συνεδύαζε την «παραγραφή» με όρο, ο οποίος προσέδιδε στη ρύθμιση εκείνη το χαρακτήρα μέτρου αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, για το λόγο δε αυτό θεωρήθηκε από την απόφαση ΟλΑΠ 672/1982 ότι δεν υπέκρυπτε αμνηστία. Με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, η οποία άρχισε να ισχύει από 3.6.1999 και φέρει τον τίτλο «εξάλειψη αξιοποίνων και παύση ποινικής δίωξης ορισμένων αξιόποινων πράξεων διαπραχθεισών κατά τις αγροτικές κινητοποιήσεις» ορίζεται : «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου». Με τη διάταξη αυτή σκοπείται η εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου ειδικώς προσδιορισμένων κοινών εγκλημάτων, που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν, για ορισμένο λόγο, από συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, και η οριστική παύση των ποινικών διώξεων, καθώς και η αναδρομική κατάργηση και διαγραφή από το Ποινικό Μητρώο των αμετακλήτως επιβληθεισών για τα εγκλήματα αυτά ποινών, χωρίς να επηρεάζεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων αυτών. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της παραγραφής των εγκλημάτων των άρθρων 290-292 του ΠΚ και 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 αφού ο απαιτούμενος για την παραγραφή αυτών χρόνος δεν μεταβάλλεται, αλλ' εκ των υστέρων «εξαλείφεται» το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων στις οποίες η ως άνω διάταξη ειδικώς αναφέρεται. Ούτε η όλη ρύθμιση συνδυάζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, ώστε να μπορεί να κριθεί ότι διαφοροποιείται, κατά τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της και δεν πρόκειται για απαγορευμένη αμνηστία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Εκθέσεως του Σχεδίου του ν. 2721/1999, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων αυτών, που αφορούν τις αγροτικές εκείνες κινητοποιήσεις, γίνεται ύστερα «από την πολλαπλώς εκφρασθείσα πρόταση παροχής συγγνώμης των ευρισκόμενων ήδη υπό την ποινική κατηγορία αγροτών εκ μέρους των εκπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο των αγροτικών περιοχών, καθώς και μεγάλου τμήματος του λαού και του επαγγελματικού κόσμου αλλά και προς ομαλοποίηση της ζωής του αγροτικού μας κόσμου», «με τη βεβαιότητα ότι δεν θα συμβούν στο μέλλον τοιαύτα έκτροπα ασέβειας προς τους πολίτες και το κράτος». Το αναφερόμενο στην 'Εκθεση αυτή στοιχείο της παροχής συγγνώμης για συγκεκριμένα εγκλήματα ορισμένης ομάδας πολιτών σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιμετώπισης, με αντικειμενικά κριτήρια, συγκεκριμένων αναγκών, κατά την κυριαρχική από τη νομοθετική εξουσία άσκηση αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, επιμαρτυρεί το χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής ως αμνηστίας, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999 να είναι αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Την ίδια άποψη διατύπωσε και το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής επί του αντίστοιχου άρθρου του σχεδίου νόμου στην από 10.5.1999 έκθεσή του, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η διάταξη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «φωτογραφική» δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις, δεν φαίνεται δε να αφορά γενικό μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής ή να αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των φυλακών, ως εκ τούτου εμφανίζεται ως συγκεκαλυμμένη αμνηστία μολονότι κατά το Σύνταγμα αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο (άρθρο 47 παρ. 4). Επομένως, κατά τη γνώμη των ανωτέρω μελών του Δικαστηρίου ο από το άρθρο 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγος, κατά τον οποίο τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις εσφαλμένα εφάρμοσαν την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τα Δικαστήρια, που τις εξέδωσαν, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπαυσαν οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων .....κ.λπ., ..... κ.λπ, ..... και ...... κ.λπ για την παράβαση του άρθρου 34 παρ. 12 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν.2094/1992) και του άρθρου 292 του Π.Κ. που φέρονται ότι τέλεσαν στις 31.3.1994 έως 5.4.1994, 5.12.1996, 13.12.1996 και 12.12.1996 αντιστοίχως και συνίσταται στο ότι τυγχάνοντας αγρότες και θέλοντας να διαμαρτυρηθούν με αγροτικές κινητοποιήσεις, για την επίλυση αιτημάτων τους, με πρόθεση κατέλαβαν το οδόστρωμα των αναφερόμενων στις αποφάσεις οδών, τοποθετώντας σ' αυτό τους γεωργικούς ελκυστήρες, που κατείχαν και οδηγούσαν και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τη συγκοινωνία με αυτοκίνητα οχήματα. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει της ισοψηφίας των μελών της Ολομέλειας σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της διατάξεως του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, πρέπει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠΔ, να επικρατήσει η ευμενέστερη, κατ' αποτέλεσμα, για τους κατηγορουμένους πρώτη ως άνω γνώμη, που δέχεται ότι ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας εφάρμοσαν τη διάταξη αυτή, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα και έπαυσαν οριστικά τις ποινικές διώξεις κατά των κατηγορουμένων. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις η πλημμέλεια της εφαρμογής της άνω διατάξεως, ως αντισυνταγματικής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Κατά τη γνώμη όμως δέκα πέντε (15) μελών του Δικαστηρίου, ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, του Αντιπροέδρου Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Λινού, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεωργίου Χριστόφιλου, Γερασίμου Φρούντζου, Θεοδώρου Παπαγιαννάκη, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γερασίμου Σιμοπούλου, Αθανασίου Κρητικού, Ιωάννη Βερέτσου και Θεόδωρου Αποστολόπουλου, ενόψει της ως άνω ισοψηφίας, έπρεπε να διαταχθεί η ανασυζήτηση της προκειμένης υποθέσεως (πρβλ αρθρ. 302 παρ.3 ΚΠολΔ), καθόσον , η διάταξη του άρθρου 371 του ΚΠΔ, όπως προκύπτει, από τη θέση της στον Κώδικα και από το όλο περιεχόμενο αυτής, αναφέρεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας και δεν έχει εφαρμογή σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλομΑΠ 225/1958). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.7.1999 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και τις από 16.12.1999 τρεις αιτήσεις του ιδίου Εισαγγελέα, για αναίρεση των αποφάσεων 2035/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και 2953δ/1999, 3429/1999 και 3430/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί ισοψηφίας στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επικρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο άποψη. Όταν τα μέλη της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ισοψηφούν, εφαρμόζεται αναλογικώς το αρ. 371 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ και επικρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο άποψη. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, στην περίπτωση αυτή πρέπει να διατάσσεται η ανασυζήτηση της υποθέσεως, καθόσον η διάταξη του άρθρου 371 ΚΠΔ αναφέρεται στις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας και δεν έχει εφαρμογή σε αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου(Ολ ΑΠ 225/1958, Ολομ. ΑΠ 12/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 795). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ολομέλεια Αρείου Πάγου
Ολομέλεια Αρείου Πάγου, Ισοψηφία.
2
Αριθμός 11/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους , Ευάγγελο Περλίγκα, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεράσιμο Φρούντζο, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου , Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη , Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο-Εισηγητή, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών), Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του , την 15η Μαρτίου 2001, για να δικάσει τις από 29.6.1999, 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η πρώτη και του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης η δεύτερη και τρίτη , για αναίρεση των αποφάσεων 2081/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, οι οποίες διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Με κατηγορούμενους τους: Α). ....(αναφέρονται 8 ονόματα) που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους 1) Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 2) Νικόλαο Κατσαρό, 3) Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο και 4) Ιωάννη Κυπριωτάκη και 9. Βασίλειο Καλταπανίδη του Χρήστου, κάτοικο Βαμβακούσας Σερρών που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Β). 1. .....(αναφέρονται 15 ονόματα), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 16. ......, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 17. ..... 18. ..... 19. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 20. ...., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 21. ..... , 22. ..... , 23. ......, 24. ......25. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 26. ...., 27. ..... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 28. ...... , 29. ..... 30. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 31. ..... και 32. ......, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, Και Γ) 1. ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 2. ...... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3. ...., 4. ..... , 5. ...., 6. ..... , 7. ...., 8. ...., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 9. ...., 10. ...., 11. ..... και 12. ...., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 2081/1999, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας με την απόφασή του 2953α/1999 και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 10210/1999 διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Τις αναιρέσεις των αποφάσεων αυτών ζήτησαν: ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 29.6.1999 αίτησή του που εγχειρίστηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Πουλχερίας Καραμπουρνιώτη και ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με τις από 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του που εγχειρίστηκαν ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης Αφροδίτης Σιώνη και ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρας Σαμψωνίδου, αντίστοιχα, και καταχωρήθηκαν στα πινάκια με τους αριθμούς 1014/1999, 115/2000 και 1146/1999, αντίστοιχα . Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμούς 162/2001, 163/2001 και 209/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, οι οποίες παρέπεμψαν τις υποθέσεις στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια, άκουσε τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. Κατόπιν δόθηκε ο λόγος στους πληρεξουσίους των παραστάντων κατηγορουμένων , οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους λόγους αναιρέσεως, που περιλαμβάνονται στα σχετικά δικόγραφα και ζήτησαν να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, παραδεκτά εισάγονται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, οι από 29.6.1999, 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η πρώτη και του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης η δεύτερη και τρίτη, για αναίρεση των αποφάσεων 2081/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης αντιστοίχως. Οι αιτήσεις αυτές παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με τις αντίστοιχες 162/2001, 163/2001 και 209/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδαφ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995. Επειδή, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνησίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και –κατά την καθιερωμένη έννοιά της- ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γιαυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (Ολομ. Α.Π. 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη – σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας – είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. ΠοινΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου στην περίπτωση της παραγραφής η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος η πάροδος, του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από το νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠοινΚ θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου). Ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. Ολ. ΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν – στη συγκεκριμένη περίπτωση- αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί «κεκαλυμμένη» έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών – σε μια συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα ενώ θα διαπιστώνετο ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. 'Αλλωστε στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Η ΑΠ 779/1929 (Θέμις ΜΑ/1930 σελ. 297) δεν αποφάνθηκε αντιθέτως. Αυτή έκρινε μόνο ότι το άρθρο 2 του ν. 3810/1929 «περί κυρώσεως του από 31.5.1926 ν. διατάγματος περί αμνηστείας αδικημάτων τινων», που όριζε ότι «αμνηστεύονται πάσαι αι εκλογικαί παραβάσεις και τα αδικήματα εν γένει τα προβλεπόμενα υπό των εκλογικών νόμων τα λαβόντα χώραν κατά τας εκλογάς της 19.8.1929», «αντίκειται προδήλως εις την διάταξιν του άρθρου 84 παρ. 2 του εν ισχύι Συντάγματος (του 1927), καθ' ην αμνηστεία επί κοινών εγκλημάτων, οία και τα εκλογικά τοιαύτα, ουδέ δια νόμου απονέμεται». Επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για διάταξη νόμου που παρείχε ευθέως αμνηστία και από την απόφαση του ΑΠ δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο επιχείρημα σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας της ειδικής παραγραφής. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής ( επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά «κρυπτοαμνηστία» την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. 'Ετσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για το σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπο αυτόν όμως η δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα». Με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που στη διάταξη αυτή με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια αναφέρονται και τελέστηκαν προ του Μαρτίου του έτους 1997, προβλέφθηκε δε στην παρ. 2 η παύση της ποινικής δίωξης για τις πράξεις αυτές και η διαγραφή των τυχόν επιβληθεισών ποινών από το ποινικό μητρώο. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις διατάξεις αυτές επέλεξε, ως μέτρο κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω πράξεων, με συντόμευση του χρόνου της παραγραφής τους. Και στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου γίνεται λόγος για εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων που αφορούν τις αγροτικές κινητοποιήσεις και για τερματισμό των διαδικασιών καταλογισμού ποινικών ευθυνών. Από το συγκεκριμένο αυτό άρθρο δεν προκύπτει εξάλλου κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση της και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης και τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό μητρώο, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη , θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις τα Δικαστήρια, που τις εξέδωσαν, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπαυσαν οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων 1) ..... κλπ, 2) ..... κ.λπ και 3) ..... κ.λπ, για την παράβαση του άρθρου 34 παρ. 12 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992) και του άρθρου 292 του Π.Κ., που φέρονται ότι τέλεσαν στις 10.4.1994 έως 12.4.1994, 30.11.1996 και 2.4.1996 αντιστοίχως και συνίσταται στο ότι τυγχάνοντας αγρότες και θέλοντας να διαμαρτυρηθούν με αγροτικές κινητοποιήσεις, για την επίλυση αιτημάτων τους, με πρόθεση κατέλαβαν το οδόστρωμα των αναφερόμενων στις αποφάσεις οδών, οι μεν κατηγορούμενοι ως άνω με το στοιχ. 3 δια των αυτοκινήτων τους, οι δε λοιποί τοποθετώντας στο οδόστρωμα τους γεωργικούς ελκυστήρες, που κατείχαν και οδηγούσαν και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τη συγκοινωνία με αυτοκίνητα οχήματα. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, ορθώς εφαρμόσθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα. Κατά τη γνώμη όμως δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, των Αντιπροέδρων Γεωργίου Βελλή και Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Παύλου Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημητρίου Βούρβαχη, Στυλιανού Μοσχολέα, Δημητρίου Λινού, Θεοδώρου Λαφαζάνου, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεράσιμου Φρούντζου, Ελευθερίου Τσακόπουλου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γεράσιμου Σιμόπουλου, Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη και Θεοδώρου Αποστολόπουλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος : « 3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα , με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών, ούτε ο προβλεπόμενος στον ποινικό κώδικα χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου τους. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί (πρβλ. ΟλΑΠ 672/1982). Με την αμνηστία παρέχεται επομένως νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. 'Ετσι όμως η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο, είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι επομένως η αμνηστία ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών. Γι' αυτό δε απαγορεύτηκε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Η δυνατότητα αμνήστευσης περιορίστηκε, με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, στα «πολιτικά εγκλήματα», με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση πάντως της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. «εξάλειψη του αξιοποίνου», «ειδική παραγραφή»), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, ιδίως υπό την ισχύ προηγουμένων Συνταγμάτων, τα οποία, με εξαίρεση εκείνο του 1927, δεν απαγόρευαν την αμνηστία, ο νομοθέτης είχε καταφύγει ενίοτε σ' αυτήν, υπό την ονομασία «ειδική παραγραφή», δεν μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση, αφού, υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975, η νομοθετική εκείνη πρακτική αποδοκιμάστηκε και ρητά απαγορεύθηκε. Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, το οποίο επίσης απαγόρευε την παροχή αμνηστίας, ο 'Αρειος Πάγος δεν δίστασε να κηρύξει αντισυνταγματική την αμνήστευση ορισμένων εγκλημάτων (ΑΠ 779/1929 Θ. ΜΑ 297). Διάφορη, εξάλλου, υπήρξε η περίπτωση του ν. 1240/1982. Διότι ο νόμος αυτός «παρέγραψε» όλα, και όχι ορισμένα μόνο, μικρής δε βαρύτητας εγκλήματα, για τα οποία η απειλούμενη ποινή δεν υπερέβαινε το έτος, αλλά και διότι συνεδύαζε την «παραγραφή» με όρο, ο οποίος προσέδιδε στη ρύθμιση εκείνη το χαρακτήρα μέτρου αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, για το λόγο δε αυτό θεωρήθηκε από την απόφαση ΟλΑΠ 672/1982 ότι δεν υπέκρυπτε αμνηστία. Με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, η οποία άρχισε να ισχύει από 3.6.1999 και φέρει τον τίτλο «εξάλειψη αξιοποίνων και παύση ποινικής δίωξης ορισμένων αξιόποινων πράξεων διαπραχθεισών κατά τις αγροτικές κινητοποιήσεις» ορίζεται : «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου». Με τη διάταξη αυτή σκοπείται η εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου ειδικώς προσδιορισμένων κοινών εγκλημάτων, που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν, για ορισμένο λόγο, από συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, και η οριστική παύση των ποινικών διώξεων, καθώς και η αναδρομική κατάργηση και διαγραφή από το Ποινικό Μητρώο των αμετακλήτως επιβληθεισών για τα εγκλήματα αυτά ποινών, χωρίς να επηρεάζεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων αυτών. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της παραγραφής των εγκλημάτων των άρθρων 290-292 του ΠΚ και 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 αφού ο απαιτούμενος για την παραγραφή αυτών χρόνος δεν μεταβάλλεται, αλλ' εκ των υστέρων «εξαλείφεται» το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων στις οποίες η ως άνω διάταξη ειδικώς αναφέρεται. Ούτε η όλη ρύθμιση συνδυάζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, ώστε να μπορεί να κριθεί ότι διαφοροποιείται, κατά τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της και δεν πρόκειται για απαγορευμένη αμνηστία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Εκθέσεως του Σχεδίου του ν. 2721/1999, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων αυτών, που αφορούν τις αγροτικές εκείνες κινητοποιήσεις, γίνεται ύστερα «από την πολλαπλώς εκφρασθείσα πρόταση παροχής συγγνώμης των ευρισκόμενων ήδη υπό την ποινική κατηγορία αγροτών εκ μέρους των εκπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο των αγροτικών περιοχών, καθώς και μεγάλου τμήματος του λαού και του επαγγελματικού κόσμου αλλά και προς ομαλοποίηση της ζωής του αγροτικού μας κόσμου», «με τη βεβαιότητα ότι δεν θα συμβούν στο μέλλον τοιαύτα έκτροπα ασέβειας προς τους πολίτες και το κράτος». Το αναφερόμενο στην 'Εκθεση αυτή στοιχείο της παροχής συγγνώμης για συγκεκριμένα εγκλήματα ορισμένης ομάδας πολιτών σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιμετώπισης, με αντικειμενικά κριτήρια, συγκεκριμένων αναγκών, κατά την κυριαρχική από τη νομοθετική εξουσία άσκηση αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, επιμαρτυρεί το χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής ως αμνηστίας, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999 να είναι αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Την ίδια άποψη διατύπωσε και το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής επί του αντίστοιχου άρθρου του σχεδίου νόμου στην από 10.5.1999 έκθεσή του, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η διάταξη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «φωτογραφική» δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις, δεν φαίνεται δε να αφορά γενικό μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής ή να αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των φυλακών, ως εκ τούτου εμφανίζεται ως συγκεκαλυμμένη αμνηστία μολονότι κατά το Σύνταγμα αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο (άρθρο 47 παρ. 4)». Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, από το άρθρο 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, με τις οποίες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πλήττονται διότι εφάρμοσαν την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπρεπε κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και να αναιρεθούν οι αποφάσεις αυτές. Κατά την κρατήσασα όμως ως άνω γνώμη οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, καθόσον τα δικαστήρια της ουσίας, που εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, εφαρμόζοντας τη μη αντικειμένη στο Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, δεν υπέπεσαν στην αποδιδόμενη πλημμέλεια του άρθρου 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει : 1) την από 29.6.1999 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 2081/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και 2) τις από 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, για αναίρεση των αποφάσεων 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αντιστοίχως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην διάταξη του αρ. 25 του Ν. 2721/1999 θεσπίζεται σαφώς ειδική παραγραφή των αδικημάτων που τελέσθηκαν κατά την διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων και δεν περιέχεται "κρυπτοαμνηστία", την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια δε η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο αρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Νομική φύση της αμνηστίας και της παραγραφής. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αμνηστίας και παραγραφής συνίσταται στο ότι με την αμνηστία εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειες του και η καταδίκη γι’ αυτό, ενώ με την παραγραφή εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξεως. Η εκ μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα αντεγκληματικής πολιτικής εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στην στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος δεν δύναται να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου, ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του τελευταίου με το να δέχεται ότι στην συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση. Στην διάταξη του αρ. 25 του Ν. 2721/1999 θεσπίζεται σαφώς ειδική παραγραφή των αδικημάτων που τελέσθηκαν κατά την διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων και δεν περιέχεται "κρυπτοαμνηοτία", την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα, κατά συνέπεια δε η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο αρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας (19 μελών) ο δικαστής έχει το δικαίωμα να ελέγχει αν με μία διάταξη χορηγείται αμνηστία, καθώς κρίσιμη δεν είναι η ονομασία που χρησιμοποιείται κάθε φορά στο κείμενο της νομοθετικής διατάξεως, αφού αυτή μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στην συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου· Η νομοθετική εύνοια που παρέχεται με το αρ. 25 του Ν. 2721/1999, ενόψει της φύσεως και των εννόμων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας και κατά τούτο η εν λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική. Κατά την κρατήσασα γνώμη της πλειοψηφίας είναι απορριπτέες ως αβάσιμες οι αιτήσεις αναιρέσεως που στρέφονται κατ' αποφάσεων στις οποίες εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 2721/1999 ως μη αντικείμενες στο Σύνταγμα(Ολομ. ΑΠ 11/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 792). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Σύνταγμα
Παραγραφή, Σύνταγμα, Αμνηστία, Αγροτικές κινητοποιήσεις.
0
Αριθμός 10/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Γεώργιο Κάπο, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο-Εισηγητή, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη και Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Ξενικάκη (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του , την 17η Μαϊου 2001, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Ναυπλίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 68/1999 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης, το οποίο διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον Χ1 που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Σπάρτης, με την υπ' αριθμ. 68/1999 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας Εφετών Ναυπλίου, με την από 28 Δεκεμβρίου 1999 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Ναυπλίου Ιωάννου Τσίγκα και καταχωρήθηκε στο πινάκιο με τον αριθμό 22/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 284/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή με την υπ' αριθμ. 284/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο μοναδικός λόγος της υπ' αριθ. 33/28.12.1999 αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου για αναίρεση της υπ' αριθ. 68/1999 αποφάσεως του δικαστηρίου των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης. Η παραπομπή αυτή έγινε επειδή η αναιρετική απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, αυτός δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό χρονολογία 7.3.2001 αποδεικτικό επιδόσεως του ....., επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καλαμάτας, ο κατηγορούμενος Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση της 26 Απριλίου 2001. Τότε αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, όπως αυτό προκύπτει από την υπ' αριθμ. 3/26.4.2001 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που βρίσκεται στη δικογραφία. Ο κατηγορούμενος όμως δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. Κ.Π.Δ., η συζήτηση να γίνει σαν να ήταν παρών και ο κατηγορούμενος. 3. Επειδή ο Ποινικός Κώδικας ορίζει : α) στο άρθρο 18 εδ. α' ότι κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή της καθείρξεως είναι κακούργημα, β) στο άρθρο 19 ότι αν μία πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι' αυτήν την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μειώσεως της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83, ενώ το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38, γ) στο άρθρο 42 ότι όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη, κατά το άρθρο 83 (παρ. 1), και ότι, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτήν που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη (παρ. 2), δ) στο άρθρο 47 ότι ο απλός συνεργός τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη, κατά το άρθρο 83 (παρ. 1), και ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση του απλού συνεργού (παρ. 2), ε) στο άρθρο 85 ότι όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84, εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83, στην επιμέτρηση δε της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις, στ) στο άρθρο 299 παρ. 1 ότι όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, ζ) στο άρθρο 111 ότι το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή (παρ. 1) και ότι τα κακουργήματα παραγράφονται, μετά είκοσι μεν έτη αν ο νόμος προβλέπει γι' αυτά την ποινή της ισόβιας καθείρξεως, μετά δεκαπέντε δε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση (παρ. 2). Δέκα μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας, οι Αντιπρόεδροι Ευάγγελος Κρουσταλάκης και Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος και οι Αρεοπαγίτες Δημήτριος Βούρβαχης, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Δημήτριος Λινός, Νικόλαος Γεωργίλης, Ρωμύλος Κεδίκογλου, Ιωάννης Βερέτσος και Θεόδωρος Αποστολόπουλος, έχουν τη γνώμη ότι από τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την παραγραφή του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας πρέπει, σύμφωνα με τη γενικότερη αρχή που συνάγεται από το άρθρο 19 Π.Κ., να ληφθεί υπόψη η απειλούμενη στο νόμο για την πράξη αυτή ποινή, δηλ. η μειωμένη ποινή καθείρξεως που προβλέπεται στο άρθρο 83 περιπτ. β', όχι δε η δυνατότητα επιβολής της πλήρους ποινής, διότι τούτο απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία αυτό κρίνει ότι η ελαττωμένη ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρα 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2), πρόκειται άρα για ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση του δράστη, ενώ ο χρόνος παραγραφής αφορά την πράξη και όχι τον συγκεκριμένο εκάστοτε δράστη. Η αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε στο πρωθύστερο αποτέλεσμα να προδικάζεται, όσον αφορά το χρόνο παραγραφής, η επιβολή της βαρύτερης κατ' εξαίρεση προβλεπόμενης ποινής, η οποία εκτός του ότι συναρτάται προς την προσωπικότητα του δράστη και όχι προς την πράξη, προϋποθέτει την ποινική αξιολόγησή του από το δικαστήριο, άρα προϋποθέτει ότι η πράξη (ως τοιαύτη) δεν έχει παραγραφεί. Για τους λόγους αυτούς ο χρόνος παραγραφής είναι τα δεκαπέντε έτη. Τα υπόλοιπα όμως δέκα μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή ο Αντιπρόεδρος Θεόδωρος Τόλιας και οι Αρεοπαγίτες Θεόδωρος Πρασουλίδης, Γεώργιος Κάπος, Γρηγόριος Φιλιππάτος, Λέανδρος Ρακιντζής, Γεώργιος Χριστόφιλος, Γεράσιμος Φρούντζος, Θεόδωρος Παπαγιαννάκης, Δημήτριος Παπαμήτσος και Σπυρίδων Μπαρμπαστάθης, έχουν την ακόλουθη γνώμη : Από το συνδυασμό των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 18 εδ. α', 19, 42 παρ. 1 και 2, 47 παρ. 1 και 2, 85 και 299 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση προβλέπεται για την κακουργηματική αυτή πράξη (απλή συνέργεια) και η ποινή της ισόβιας καθείρξεως, που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη (ανθρωποκτονία με πρόθεση), η οποία όμως ποινή μπορεί να επιβληθεί από το δικαστήριο μόνο αν αυτό κρίνει ότι η κατά το άρθρο 83 στοιχ. α' ΠΚ ελαττωμένη ποινή της πρόσκαιρης καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, που προβλέπεται κατ' αρχήν ως ποινή του απλού συνεργού, δεν επαρκεί για να αποτρέψει αυτόν από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 1 και 2 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής για την κακουργηματική πράξη της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι εκείνη των είκοσι ετών, αφού, σύμφωνα με τα παραπάνω, προβλέπεται γι' αυτήν και η βαρύτερη ποινή της ισόβιας καθείρξεως, ανεξάρτητα από το ότι η βαρύτερη αυτή ποινή μπορεί να επιβληθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει η ανωτέρω αναφερόμενη προϋπόθεση. Δηλαδή ο χρόνος παραγραφής για την πράξη αυτήν κρίνεται με βάση την αφηρημένως για το έγκλημα της ολοκληρωμένης ανθρωποκτονίας με πρόθεση προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας καθείρξεως και όχι την κατ' αρχήν προβλεπόμενη ποινή της πρόσκαιρης καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, αφού άλλως οι διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2 ΠΚ θα παρέμεναν ανεφάρμοστες. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ότι το αξιόποινο της κακουργηματικής πράξεως της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο Χ1, εξαλείφθηκε με την παραγραφή, εφόσον από τις 15.7.1982, οπότε φέρεται ότι η εν λόγω πράξη τελέστηκε, είχε παρέλθει πλήρης δεκαπενταετία, χωρίς να έχει υπάρξει αναστολή της παραγραφής αφού έκρινε ότι η επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο ήταν άκυρη. Ακολούθως έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω παραγραφής, εκτός άλλης πλημμεληματικής πράξεως, και για την προαναφερόμενη πράξη και δη για το ότι «στην ...., την 15.7.1982 και περί τη 02.00 ώρα από πρόθεση παρέσχε σε άλλον συνδρομή πριν και μετά την τέλεση της από αυτόν διαπραχθείσας άδικης πράξεως, δηλαδή τελώντας εν γνώσει της αποφασισθείσας από το συγκατηγορούμενό του Χ2 πράξεως της ανθρωποκτονίας, εν τούτοις συνόδευσε αυτόν τόσο στην οικία του, όπου έλαβε το περίστροφό του μαζί με τα φυσίγγια, όσο και κατά την επάνοδό του στο κέντρο «....», παριστάμενος κατά το χρόνο πλήξεως από αυτόν του ..... στην είσοδο του κέντρου και έτσι με την παρουσία του ενθάρρυνε τον ανωτέρω Χ2, για να τελέσει την παραπάνω πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας». Κατά την πρώτη γνώμη, με το να κρίνει έτσι το δικαστήριο, ενόψει των ως άνω παραδοχών του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και επομένως θα έπρεπε ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' του Κ.Π.Δ., λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, που παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ακολούθως δε να απορριφθεί και η αίτηση αυτή αναιρέσεως. Κατά τη δεύτερη όμως γνώμη, το δικαστήριο, με το να κρίνει όπως πιο πάνω αναφέρεται, ενόψει των προαναφερόμενων παραδοχών του, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, τις παραπάνω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και γ' αυτό θα έπρεπε, κατά παραδοχή ως βασίμου του ως άνω μοναδικού λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ1, ως προς την αμέσως πιο πάνω κακουργηματική πράξη, που επίσης αποδόθηκε στον κατηγορούμενο αυτόν, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' του ΚΠΔ. Εφόσον όμως επέρχεται, κατά τα ανωτέρω, ισοψηφία και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται απόφαση κατά πλειοψηφία με διαφορά δύο τουλάχιστον ψήφων, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, ο ως άνω μοναδικός λόγος αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το μοναδικό λόγο της υπ' αριθ. 33/28.12.1999 αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου για αναίρεση της υπ' αριθ. 68/1999 αποφάσεως του δικαστηρίου των τακτικών δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σπάρτης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουνίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο χρόνος της παραγραφής για την πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κρίνεται με βάση την προβλεπομένη στον νόμο και δυναμένη να επιβληθεί (συντρεχόντων ορισμένων όρων) βαρύτερη ποινή. Παραπέμπεται στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω ισοψηφίας των δικαστών που μετείχαν στην σύνθεση της τακτικής Ολομέλειας (αρ. 23 παρ. 2 εδ. τελ. του Ν. 1756/1988) στην οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση με απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος, το ζήτημα αν ο χρόνος της παραγραφής για την πράξη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως πρέπει να κριθεί με βάση την προβλεπόμενη στον νόμο και δυνάμενη να επιβληθεί (συντρεχόντων ορισμένων όρων) βαρύτερη ποινή ή, αντιθέτως, με βάση την ελαφρύτερη ποινή, η οποία μπορεί να επιβληθεί από το δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής, και συνεπώς αν η εξάλειψη του αξιοποίνου για την εν λόγω πράξη (απλή συνεργεία σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) επέρχεται μετά την συμπλήρωση εικοσαετίας ή δεκαπενταετίας ( Ολομ. ΑΠ 10/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 697 Βλπ. και απόφαση της πλήρους Ολομέλειας ΑΠ 18/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 400 κατωτέρω αριθμός 28). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ολομέλεια Αρείου Πάγου
Ολομέλεια Αρείου Πάγου, Ισοψηφία.
0
Αριθμός 9/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Κρασσά, Γεώργιο Κάπο, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Δημήτριο Λινό, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη και Θεόδωρο Αποστολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2001 για να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1, για αναίρεση του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους : 1) ....., 2) Ψ1 και 3) Ψ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2386/1999 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Η αναιρεσείουσα-πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Νοεμβρίου 1999 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1707/1999. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 1769/2000 βούλευμα του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την πρόταση που φέρει τον αριθμό 136/13.3.2001 και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «Εισάγω, μετά την υπ' αριθ. 1769/2000 απόφαση του ΣΤ' ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) που ελήφθη με διαφορά μίας ψήφου, την από 4-11-1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα κατωτέρω: Το αναιρεσιβαλλόμενο υπ' αριθ: 2386/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσία έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 και επικύρωσε το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 5695/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Ψ1 και 2) Ψ2 για τα αξιόποινα αδικήματα α)της ψευδορκίας μάρτυρα και β) της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή αντιστοίχως. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1Β περ. β' και 484 παρ. 1 περ. β' και ε' του ΚΠΔ, και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, κατ' άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατ' ουσία. Οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με την κρινομένη αίτηση είναι 1) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και ε' του ΚΠΔ. Οι λόγοι αυτοί, όπως και ο αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 484 παρ. 3 του ΚΠΔ, εξεταζόμενος και από το μειοψηφήσαν μέλος του συμβουλίου προβληθείς λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, που προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' του ΚΠΔ, κρίθηκαν κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου αβάσιμοι. Δεδομένου δε ότι η απόφαση ελήφθη με διαφορά μίας ψήφου παραπέμφθηκε η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του ν. 1758/1988 και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, που έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις, ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο), προκειμένου να αποφανθεί γι' αυτή και όλους τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως, για τη βασιμότητα ή μη των οποίων εκθέτω τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ συνάγεται ότι η ψευδορκία μάρτυρα θεμελιούται αντικειμενικώς μεν με την ενώπιον της αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ψευδή κατάθεση του ορκισθέντος μάρτυρα ή με την άρνηση ή την απόκρυψη της αλήθειας απ' αυτόν υποκειμενικώς δε με πρόθεση που ενέχει την θέληση πραγματώσεως των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού και τη γνώση του υπαιτίου ότι η εξέτασή του γίνεται ενώπιον αρμοδίας προς ένορκη εξέταση αρχής και ότι η ένορκη κατάθεση είναι ψευδής ή ότι αρνήθηκε ή απέκρυψε την αλήθεια. Η ψευδής κατάθεση, ή άρνηση ή η απόκρυψη της αλήθειας θα πρέπει να αναφέρονται προκειμένου μεν για αστική διαφορά στο αποδεικτέο θέμα προκειμένου δε για ποινική δίκη στα στοιχεία του εγκλήματος που αποτελεί το αντικείμενο αυτής ή σε άλλα περιστατικά που συνδέονται αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά. Είναι δε αδιάφορο αν τα ψευδή περιστατικά που κατατίθενται είναι ουσιώδη ή επουσιώδη (ΑΠ 421/98 : 1736/94 Π. Χρ. ΜΗ, 1065 και ΜΕ, 60 κ.α). Από δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 α του ΠΚ προκύπτει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, ήτοι εκείνος ο οποίος με πρόθεση και με οποιοδήποτε τρόπο προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και στην προκειμένη περίπτωση την ψευδορκία μάρτυρα, τελώντας εν γνώσει ότι τα κατατεθέντα από το φυσικό αυτουργό ήσαν ψευδή. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 α, 310 παρ 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠΔ, το Δικαστικό Συμβούλιο (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο) α) αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και β) παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του για ορισμένη αξιόποινη πράξη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, που προέκυψαν από την προδικασία, προκειμένου από το σύνολο των στοιχείων αυτών να κρίνει το είδος των ενδείξεων που προέκυψαν και να αποφανθεί είτε να μη γίνει κατηγορία, αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για να δικαιολογήσουν την παραπομπή του κατηγορούμενου, είτε την παραπομπή αυτού, αν οι ενδείξεις είναι επαρκείς (σοβαρές) για να στηρίξουν την κατηγορία σε βάρος του. Ενόψει αυτών είναι φανερό ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, όταν πρόκειται να αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, οπότε κρίνει τελειωτικά για την κατηγορία, έχει την εξουσία λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα να αναζητήσει την αλήθεια σε σχέση με την κρινόμενη υπόθεση και να την αναγνωρίσει ακόμη και με την διαπίστωση ότι δεν τελέσθηκε η πράξη από τον κατηγορούμενο ή ότι η έγκληση ή η μήνυση είναι ψευδής κατά το περιεχόμενό της. Ενισχυτική της απόψεως αυτής είναι τόσο η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την οποία το αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα δημιουργεί δεδικασμένο, όσο και εκείνη του άρθρου 585 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την οποία τα δικαστικά Συμβούλια, όταν πεισθούν ότι η έγκληση ή η μήνυση είναι εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος εκείνου που την υπέβαλε. Η άποψη ότι η εξουσία του Δικαστικού Συμβουλίου περιορίζεται στην αναζήτηση επαρκών ενδείξεων, οπότε αν υπάρξουν, παραπέμπει τον κατηγορούμενο και δεν αξιολογεί τα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, που μπορούν να τις εκμηδενίσουν ή να τις αποδυναμώσουν σε βαθμό που να μη στηρίζουν την κατηγορία, όχι μόνο δεν είναι σύμφωνη προς τις ανωτέρω διατάξεις αλλά αντιστρατεύεται και τη λογική, αφού δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για επαρκείς ενδείξεις σε βάρος κατηγορουμένου, αν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας οι ενδείξεις αυτές αποδυναμώνονται σε βαθμό που να μην στηρίζουν την κατηγορία οπότε θα πρόκειται για ανεπαρκείς και όχι επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις. Εξάλλου έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του απαλλακτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ε' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα σαφήνεια, συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε μη παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και που πρέπει να προσδιορίζονται κατ' είδος (μάρτυρες – έγγραφα – απολογίες) καθώς και οι σκέψεις με βάση τις οποίες έκρινε το Συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις δεν συνιστούν καθόλου ενδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για την πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να την παρερμηνεύει, δεν υπήγαγε σωστά σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, οπότε εμποδίζεται ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε και έτσι το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν παρέχεται σ' αυτό από το νόμο (θετική υπέρβαση) ή όταν αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχεται από το νόμο (αρνητική υπέρβαση). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις και επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, στο εκκαλούμενο βούλευμα και την εις αυτό ενσωματωμένη Εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 348/96 222/95 Π.Χρ. ΜΖ, 33 και ΜΣΤ, 1624 κ.α) δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: Μετά από σχετικές αιτήσεις του κατηγορουμένου Ψ2 εκδόθηκαν σε βάρος του Χ1 οι υπ' αριθμ. 8434/1990 και 8437/90 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ποσά 1.144.000 και 13.950.000 δρχ. αντιστοίχως. Ο Χ1 απέθανε στις 7-9-1991 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Άφησε κληρονόμους του τη μηνύτρια σύζυγό του και τα τρία τέκνα τους, οι οποίοι αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία. Κατόπιν αυτού ο Ψ2 εστράφη εναντίον τους για την είσπραξη των ως άνω χρηματικών ποσών. Τότε η μηνύτρια και τα τέκνα της άσκησαν ανακοπή και ήγειραν την από 29-4-1991 αναγνωριστική αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η σιωπηρή, δια της απράκτου παρόδου της νομίμου προς αποποίηση προθεσμίας, αποδοχή της κληρονομίας. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2944/1991 Πράξη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διατάχθηκαν αποδείξεις. Κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εξετάστηκε ενώπιον του Εισηγητού δικαστού στις 9-10-1996 και 4-12-1996 ενόρκως ως μάρτυρας του εναγομένου Ψ2 μεταξύ άλλων, και ο άνω κατηγορούμενος Ψ1, του οποίου το ενδιαφέρον για την υπόθεση τμήμα της καταθέσεως, για το οποίο υπεβλήθηκε η άνω έγκληση, έχει ως εξής: <<…Γνώρισα τον Χ1 το 1985-86… Είχα επισκεφθεί το Χ1 στο μαγαζί του πάνω από δέκα φορές. Τις περισσότερες φορές είχα συναντήσει εκεί και τη σύζυγο του Χ1, στην οποία απευθυνόταν και ζητούσε τη συμβουλή της. Η Χ2 συνήθως καθόταν στο γραφείο του συζύγου της ή άλλες φορές έκανε βόλτες στο μαγαζί. Ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε, ο σύζυγός της της απηύθυνε το λόγο, την συμβουλευόταν για θέματα του μαγαζιού και για χρηματικά θέματα. Το ντύσιμό της ήταν κανονικό (όχι φτωχικό) και ο τρόπος του ντυσίματός της έδειχνε ότι ήταν η σύζυγός του αφεντικού… Τα έτη 1985-88, όσες φορές είχα πάει στο μαγαζί του Χ1 η σύζυγός του κάθε άλλο παρά παραδουλεύτρα έδειχνε ότι είναι, δεν έδειχνε για αμόρφωτη. Ο Χ1 μου έλεγε: να ρωτήσω το μεγάλο αφεντικό, δείχνοντας τη γυναίκα του. Όταν πέθανε ο Χ1 κυκλοφόρησε στην αγορά ότι είχε περιουσία κυρίως σε γραμμάτια, συναλλαγματικές, επιταγές, εμπορεύματα πάρα πολλά και τα μοιράσανε η γυναίκα του, τα παιδιά του και ο συνεταίρος του. Συγκεκριμένα μου είπαν ότι είμαι άτυχος που δεν όφειλα την εποχή εκείνη στον Χ1 γιατί τα εισπράττανε ο συνεταίρος του, η γυναίκα του και τα παιδιά του τότε κοψοχρονιά. Είχε εμπορεύματα δεκάδες εκατομμύρια, πιο πολύ το εμπόρευμα στις αποθήκες ήταν τεράστιο. Για τα τιμαλφή ξέρω τα έπαιρνε ενέχυρο από αυτούς που δάνειζε. Είχα ακούσει ότι είχε το γαμπρό του συνεταίρο, υπάλληλο, δεν ξέρω, δούλευε πάντως στο μαγαζί. Τη μοιρασιά των γραμματίων, εμπορευμάτων, επιταγών και τιμαλφών, από ότι είχα ακούσει, την είχαν κάνει πριν καλά – καλά πεθάνει ο Χ1…>>. Όλα αυτά, κατά τις απόψεις της αναιρεσείουσας (εγκαλούσας) είναι ψευδή διότι, ως ισχυρίζεται, από τον Ιούνιο του έτους 1984 είχε διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή της με τον Χ1, ο οποίος κακομεταχειριζόταν αυτή και τα παιδιά τους, δεν τους παρείχε καμμιά οικονομική ενίσχυση και αυτή εργαζόταν ως παραδουλεύτρα για να αναθρέψει τα παιδιά τους. Ότι έκτοτε ο σύζυγός της ζούσε μόνος του και μέχρι το θάνατό του, που επήλθε την 7-9-1991, δεν είχαν καμμιά επαφή, εγκαταστάθηκε δε στο σπίτι της κόρης της ...., επί της οδού ....., όπου κατοικούσε μέχρι το θάνατο του συζύγου της. Ότι ουδέποτε η αναιρεσείουσα συναντήθηκε με τους κατηγορουμένους, ούτε απαντούσε σε τηλεφωνικές κλήσεις από την επί της οδού ..... συζυγική κατοικία, αφού από τον Ιούνιο του 1984 δεν διέμενε εκεί. Ότι ουδέποτε ο Χ1 τη συμβουλευόταν για οτιδήποτε, ούτε την αποκαλούσε <<μεγάλο αφεντικό>>, κατά το χρόνο δε του θανάτου του δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο και η μηνύτρια δεν μοίρασε με τα τέκνα τους και τον συνεταίρο του αξιόγραφα και τιμαλφή, ούτε ο γαμβρός τους ..... εργάστηκε κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στο κατάστημα του Χ1. Οι εξετασθέντες μάρτυρες επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας ότι από τον Ιούνιο του 1984 διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον ανωτέρω σύζυγό της και έφυγε από το συζυγικό σπίτι. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί της αναιρεσείουσας και ιδίως το περί χωριστής διαβιώσεως ουσιώδες για την αστική δίκη επιχείρημά της, δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα διότι, ως εκτίθεται, την 27-6-1988 η μηνύτρια Χ2 με την ..... και τους Χ1 (σύζυγό της) και ....., συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με διαχειριστές τους Χ1 και .... σκοπό την εισαγωγή και εμπορία οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Στο καταστατικό της εταιρίας αυτής η μηνύτρια δήλωσε ως κατοικία της την επί της οδού .... συζυγική της οικία, χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία ότι η υπογραφή της σ' αυτό (καταστατικό) ήταν πλαστή, όπως ισχυρίζεται χωρίς όμως να την προσβάλλει για πλαστότητα. Αντίθετα από τη σύγκρισή αυτής με άλλες υπογραφές, που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους και υπάρχουν σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας και ιδίως στην υπό κρίση έφεση, προκύπτει η γνησιότητά της. Η εταιρεία αυτή λύθηκε την 31-8-1991, δηλαδή μετά το θάνατο του Χ1. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. .... και ..... συμβόλαια της συμβολαιογράφου Κρωπίας Ανδρομάχης Γκίκα, η μηνύτρια κατά το χρόνο αυτό διέμενε στην ως άνω συζυγική της οικία και επομένως δεν είχε διασπασθεί η έγγαμη συμβίωσή της το δε έτος 1985 είχε αγοράσει σημαντικής έκτασης ακίνητα στο ....., το τίμημα των οποίων είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις αποδοχές παραδουλεύτρας που είχε να συντηρήσει τρία παιδιά, αν δεν ελάμβανε χρήματα από τα κέρδη της επιχείρησης που είχε συστήσει με το σύζυγό της και άλλους. Περαιτέρω από το από 14-2-1991 φύλλο νοσηλείας του Χ1 προκύπτει ότι η μηνύτρια σύζυγος του υπέδειξε στους θεράποντες ιατρούς να ερευνήσουν αν ο ασθενής σύζυγός της έπασχε από τη νόσο από την οποία προήλθε ο θάνατός του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αναφερομένη στη συμβίωση της εγκαλούσας και του συζύγου της ανωτέρω κατάθεση του Ψ1 δεν είναι ψευδής. Εξάλλου, ενώ προσκομίζει ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του υπ' αριθ. ..... δελτίου ταυτότητας της που εκδόθηκε στις 11-9-1989, όπου αναγράφεται τόπος κατοικίας της ....., στην από 29.4.1991 αναγνωριστική αγωγή της η Χ2 και των τέκνων της κατά του Ψ2 περί ακυρώσεως της αποδοχής της κληρονομίας του συζύγου και πατρός των Χ1, αναφέρεται ως κατοικία της ή επί της οδού .... το ίδιο συμβαίνει και στης επί της αγωγή αυτής από 7-6-1991 προτάσεως. Συνεπώς ο Ψ1 δεν καταθέτει εν γνώσει του ψέματα αφού, αν μη τι άλλο, η Χ2 τα άνω έτη ζούσε με τον αποβιώσαντα ήδη σύζυγό της Χ1 και ήτο φυσικό να πηγαίνει αυτή στο κατάστημά του, το οποίο, πρέπει να σημειωθεί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι το ίδιο, όπου στεγάζεται και η άνω ομόρρυθμη εταιρία, αφού έδρα της κατά το καταστατικό της είναι η .... ο δε μάρτυρας (Ψ1) καταθέτει ότι συναντούσε τον Χ1 <<στο μαγαζί του που ήταν στην ....., όπως κατεβαίνουμε δεξιά, νομίζω ότι το νούμερο ήταν ... ή ..., μάλλον .....>>. Περαιτέρω, δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι, όταν ο μάρτυρας αυτός καταθέτει (ενδεικτικά) ότι <<ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε>>, δεν καταθέτει (ενόρκως) ψέματα στον εισηγητή, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 9.10.1996 αλλά καταθέτει την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την αποτύπωσε στην σκέψη του, ως άποψη και πεποίθησή του ώστε να την βεβαιώσει. Τέλος ο ίδιος μάρτυρας, καταθέτοντας στον Εισηγητή τα ανωτέρω σχετικά με την διανομή των αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά τον θάνατο του Χ1 και την απασχόληση του γαμβρού του στο κατάστημά του, δεν μεταφέρει ό,τι εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει αλλά ό,τι έμαθε από κυκλοφορούσες στην αγορά πληροφορίες, φήμες και διηγήσεις, οι οποίες ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή όχι αυτών είναι αόριστες και ουδόλως προέκυψε ότι δεν υπήρξαν, με αποτέλεσμα να μη συνάγεται ότι αυτός κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τα ανωτέρω. Έτσι, αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται η ψευδορκία μάρτυρα για τον Ψ1, δεν νοείται ηθική αυτουργία εις αυτήν εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν απεδείχθη ότι ο τελευταίος αυτός έπεισε τον πρώτο με πειθώ και φορτικότητα να καταθέσει τα όσα ενόρκως ανωτέρω κατέθεσε στον Εισηγητή δικαστή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι δεν τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή και δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο στη συνέχεια δε απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή της πολιτικώς ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας Χ2 και επικύρωσε το εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, που εξέδωσε, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου το ίδιο Συμβούλιο σωστά υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν εμφιλοχώρησαν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να εμποδίζουν τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, οπότε το βούλευμα θα στερείτο νομίμου βάσεως. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και έγγραφα της πολιτικής δίκης, ή ορθή ή μη αξιολόγηση των οποίων όμως απ' αυτό δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Δεν υπάρχουν αντιφάσεις στο προσβαλλόμενο βούλευμα από το γεγονός ότι γίνεται δεκτό σ' αυτό άλλοτε ότι τα κατατεθέντα είναι αληθή και άλλοτε ότι ο καταθέσας κατηγορούμενος δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, αφού οι παραδοχές αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές περικοπές της επίμαχης καταθέσεως. Το αναφερόμενο στο βούλευμα ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το κατάστημα του Χ1 να είναι το ίδιο με το κατάστημα που στεγαζόταν η ως άνω εταιρεία ουδόλως καθιστά ενδοιαστική την παραδοχή του Συμβουλίου Εφετών ότι υπήρχε συμβίωση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και του συζύγου της Χ1. Εξάλλου η τυχόν παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για τη γνησιότητα ή μη της υπογραφής της πολιτικής ενάγουσας στο ως άνω καταστατικό της εταιρείας δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, και ως εκ τούτου τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα είναι απαράδεκτα. (ΑΠ 992/95 Π.Χρ. ΜΣΤ, 39 κ.α). Τέλος το Συμβούλιο Εφετών, αξιολογώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα και κρίνοντας ότι δεν τελέσθησαν οι ως άνω αξιόποινες πράξεις από τους κατηγορουμένους, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και επομένως δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ζ' ΚΠΔ προβλεπόμενος και αυτεπαγγέλτως, κατά την παρ. 3 αυτού, εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας. Κατ' ακολουθία οι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β', ε' και ζ' του ΚΠΔ προβλεπόμενοι λόγοι αναιρέσεως για α)έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και γ) υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου ούτε άλλος λόγος αναιρέσεως, που να προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ και μπορεί να εξετασθεί, κατά την παρ. 3 αυτού, αυτεπαγγέλτως, υφίσταται ώστε να δικαιολογείται η αναίρεση του βουλεύματος. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1 Να απορριφθεί η από 4-11-1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ανδρεουλάκος » Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλο, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την 1769/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν.1756/1988) και 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, η από 4.11.1999 αίτηση αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Χ2 χήρας Χ1 κατά του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επικυρώθηκε το 5695/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ψ1 και Ψ2 για τις αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή αντιστοίχως, λόγω λήψεως της απορριπτικής της αναιρέσεως αποφάσεως με διαφορά μιας ψήφου. Επειδή έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 130 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων έκρινε το συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. 3 Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1α', 310 παρ. 1α, 313 και 318 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο (πλημμελειοδικών ή εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις . Αντιθέτως οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθεαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Σημειώνεται ότι οι ενδείξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1α και 313 Κ.Ποιν.Δ. ανάγονται στην κρίση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου για ορισμένο έγκλημα και διαφέρουν από τις «ενδείξεις» που αναφέρονται στο άρθρο 179 Κ.Ποιν.Δ., ως ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, οι οποίες αποτελούν κατηγορία των αποδεικτικών μέσων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής, η ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος. Επομένως η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ή επαρκών ενδείξεων (υπονοιών) ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να στηρίζεται και στις «ενδείξεις» (αποδεικτικό μέσο) τις οποίες λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί το συμβούλιο μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίσθηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 Κ.Ποιν.Δ., αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά, «αποδείχθηκε» η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή «δεν αποδείχθηκε» η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσεώς του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπερβάσεως εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση της αποδείξεως της ενοχής ή αθωότητας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσεως που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στην δεύτερη περίπτωση, όμως, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι «δεν αποδείχθηκε» η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεσθεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό από τα άρθρα 309 και 313 Κ.Ποιν.Δ. δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, καθώς και στο εκκαλούμενο βούλευμα και στην σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : Η μηνύτρια και τα τρία τέκνα της ζήτησαν με την από 29.4.1991 αγωγή τους κατά του Ψ2 να ακυρωθεί η σιωπηρή, δια της άπρακτης παρόδου της νόμιμης προθεσμίας αποποιήσεως, αποδοχή της κληρονομίας του συζύγου και πατέρα αυτών Χ1 που πέθανε στις 7.9.1990, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2944/1991 πράξη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που διέταξε αποδείξεις. Κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εξετάσθηκε ως μάρτυρας του εναγομένου ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή, στις 9.10.1996 και στις 4.12.1996, ο κατηγορούμενος Ψ1, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, μεταξύ άλλων, ότι από το έτος 1985-1986 που γνώρισε τον Χ1 και τον επισκεπτόταν στο μαγαζί του, συναντούσε εκεί τις περισσότερες φορές τη σύζυγό του (μηνύτρια), η οποία του έδινε την εντύπωση ότι είχε καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση και ο Χ1 τη συμβουλευόταν και ότι του έλεγε να ρωτήσω το μεγάλο αφεντικό, δείχνοντάς την. 'Όταν πέθανε ο Χ1 κυκλοφόρησε στην αγορά ότι είχε περιουσία κυρίως σε γραμμάτια, συναλλαγματικές, επιταγές και πάρα πολλά εμπορεύματα, αξίας δεκάδων εκατομμυρίων, καθώς και σε τιμαλφή, που ξέρει ότι τα έπαιρνε ενέχυρο από αυτούς που δάνειζε και ότι τα πιο πάνω περιουσιακά του στοιχεία μοιράσανε η γυναίκα του, τα παιδιά του και ο συνεταίρος του. Είχε ακούσει επίσης ότι ο ΚΧ1 είχε συνεταίρο ή υπάλληλο τον γαμπρό του, ο οποίος δούλευε στο μαγαζί του και ότι η μοιρασιά των γραμματίων, εμπορευμάτων, επιταγών και τιμαλφών έγινε πριν καλά-καλά πεθάνει ο Χ1. 'Όλα αυτά, κατά τις απόψεις της μηνύτριας είναι ψευδή, διότι, όπως ισχυρίζεται, από τον Ιούνιο του έτους 1984 είχε διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή της με τον Χ1, ο οποίος την κακομεταχειριζόταν καθώς και τα παιδιά τους, δεν τους παρείχε καμιά οικονομική ενίσχυση και αυτή εργαζόταν ως παραδουλεύτρα για να αναθρέψει τα παιδιά τους. Από τότε που διέσπασε την έγγαμη συμβίωση εγκαταστάθηκε στο σπίτι της κόρης της ....., στην οδό ....., όπου κατοικούσε μέχρι του θανάτου του συζύγου της, χωρίς να έχουν μέχρι τότε καμιά επαφή. Δεν συναντήθηκε ποτέ με τους κατηγορουμένους και ο Χ1 δεν την συμβουλευόταν για ο,τιδήποτε, ούτε την αποκαλούσε «μεγάλο αφεντικό», κατά τον χρόνο δε του θανάτου του δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο και η μηνύτρια με τα τέκνα τους και τον συνεταίρο του δεν μοίρασαν αξιόγραφα και τιμαλφή, ούτε ο γαμπρός τους .... εργάσθηκε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στο κατάστημα του Χ1. Οι ως άνω ισχυρισμοί, όμως, της εκκαλούσας-πολιτικώς ενάγουσας για διακοπή κάθε επικοινωνίας με τον σύζυγό της και χωριστή διαβίωση αυτών από τον Ιούνιο του έτους 1984, παρόλο ότι κατατέθηκαν από τους μάρτυρες που πρότεινε δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα, διότι από τα υπ' αριθ. ..... και ..... συμβόλαια της συμβολαιογράφου Κρωπίας Ανδρομάχης Γκίκα προκύπτει ότι κατά τον Ιούνιο του 1988 η εκκαλούσα δήλωσε ως κατοικία της την επί της οδού ..... συζυγική οικία και συνεπώς κατά τον χρόνο αυτό δεν είχε διασπασθεί η έγγαμη συμβίωσή της. Επίσης στις 27.6.1988 η μηνύτρια με την .... και τους Χ1 (σύζυγό της) και ..... συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρεία, με σκοπό την εισαγωγή και εμπορία οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Στο καταστατικό της εταιρείας αυτής, που λύθηκε μετά τον θάνατο του Χ1, η μηνύτρια δήλωσε ότι είχε την ίδια με τον σύζυγό της ανωτέρω κατοικία (....), χωρίς να προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι η υπογραφή της στο καταστατικό αυτό ήταν πλαστή, όπως ισχυρίζεται, χωρίς όμως και να την προσβάλει για πλαστότητα. Αντιθέτως από τη σύγκριση αυτής με άλλες υπογραφές, που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους και υπάρχουν σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας και ιδίως στην κρινόμενη έφεση, προκύπτει η γνησιότητά της κατά τρόπο κατάδηλο. Σημειωτέον ότι από το φύλλο νοσηλείας του συζύγου της με ημερομηνία 14.2.1991 του 1ου Νοσοκομείου Ι.Κ.Α., προκύπτει ότι η μηνύτρια υπέδειξε στους θεράποντες ιατρούς να ερευνήσουν αν ο ασθενής σύζυγός της έπασχε από την νόσο από την οποία προήλθε ο θάνατός του. Εξάλλου, ενώ προσκομίζει φωτοτυπικό αντίγραφο του δελτίου ταυτότητάς της που εκδόθηκε στις 11.9.1989 και αναγράφει ως τόπο κατοικίας της την οδό ......, στην από 29.4.1991 αγωγή αυτής και των τέκνων της κατά του Ψ2 για ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας του συζύγου και πατέρα τους Χ1, αναφέρεται ως κατοικία της η επί της οδού ....., το ίδιο δε συμβαίνει και στις επί της αγωγής αυτής από 7.6.1991 προτάσεις . Από τα παραπάνω συνάγεται, όπως δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι ο Ψ1 δεν καταθέτει εν γνώσει του ψέματα, αφού, αν μη τι άλλο, η Χ2 ζούσε τα άνω έτη με τον αποβιώσαντα ήδη σύζυγό της Χ1 και ήταν φυσικό να πηγαίνει αυτή στο κατάστημά του, το οποίο, πρέπει να σημειωθεί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι το ίδιο, όπου στεγάζεται και η άνω ομόρρυθμη εταιρεία, αφού έδρα της κατά το καταστατικό της είναι η .... , ο δε μάρτυρας (Ψ1) καταθέτει ότι συναντούσε τον Χ1 «στο μαγαζί του που ήταν στην ...., όπως κατεβαίνουμε δεξιά, νομίζω ότι το νούμερο ήταν ... ή ..., μάλλον ....». Περαιτέρω, δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, ότι όταν ο μάρτυρας αυτός καταθέτει (ενδεικτικά) ότι «ο ρόλος της Χ2 ήταν καθοριστικός στην επιχείρηση, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου έδινε, δεν καταθέτει ψέματα στον εισηγητή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά καταθέτει την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την αποτύπωσε στη σκέψη του, ως άποψη και πεποίθησή του. Τέλος ο ίδιος μάρτυρας, καταθέτοντας στον Εισηγητή τα ανωτέρω, σχετικά με τη διανομή των αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά τον θάνατο του Χ1 και την απασχόληση του γαμβρού του στο κατάστημά του, δεν μεταφέρει ό,τι εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει, αλλά ό,τι έμαθε από κυκλοφορούσες στην αγορά πληροφορίες, φήμες και διηγήσεις , οι οποίες, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή όχι αυτών, είναι αόριστες και ουδόλως προέκυψε ότι δεν υπήρξαν, με αποτέλεσμα να μη συνάγεται ότι αυτός κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τα ανωτέρω. 'Ετσι, αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται η ψευδορκία μάρτυρα για τον Ψ1, δεν νοείται ηθική αυτουργία σ' αυτήν εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος αυτός έπεισε τον πρώτο, με πειθώ και φορτικότητα, να καταθέσει όσα κατέθεσε ενόρκως στον Εισηγητή δικαστή. Στις πιο πάνω παραδοχές κατέληξε το Συμβούλιο Εφετών , αφού έλαβε υπόψη την έγκληση, τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων και έκρινε μετά ταύτα ότι, με βάση τις παραδοχές αυτές δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή, ακολούθως δε απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία στις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 περιπτ. Α' και 224 παρ. 2 Π.Κ., τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν υπάρχουν στο βούλευμα αυτό ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των άνω διατάξεων. Ειδικότερα, όπως διαλαμβάνεται και στην ενσωματωμένη στην παρούσα απόφαση πρόταση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη και αξιολόγησε και τα έγγραφα της πολιτικής δίκης και ότι δεν υπάρχει αντίφαση στις παραδοχές του Συμβουλίου ότι ο κατηγορούμενος μάρτυρας κατέθεσε την αλήθεια και ότι δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, αφού οι παραδοχές αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές περικοπές της επίμαχης καταθέσεως, ενώ η παραδοχή του Συμβουλίου ότι υπήρχε συμβίωση της αναιρεσείουσας και του συζύγου της δεν καθίσταται ενδοιαστική από τις λοιπές παραδοχές του και η παράλειψη τούτου να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ότι είχε προσβάλλει ως πλαστή την υπογραφή της στο προαναφερόμενο καταστατικό της εταιρείας και να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αφού το δικαστικό συμβούλιο κρίνει κυριαρχικά για την ανάγκη ή μη της ενέργειας ανακριτικών πράξεων όπως είναι και η πραγματογνωμοσύνη. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών που δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, ότι η γνησιότητα της υπογραφής της αναιρεσείουσας είναι κατάδηλη, ότι η κατάθεση του κατηγορούμενου μάρτυρα δεν είναι ψευδής ή ότι τα κατατεθέντα δεν απέχουν από την αλήθεια, ότι η ύπαρξη φημών και απόψεων για τη διανομή αξιογράφων, τιμαλφών και εμπορευμάτων μετά το θάνατο του Χ1 από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν αποκλείστηκε, ότι ο μάρτυρας δεν κατέθεσε εν γνώσει ψέματα, αλλά την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως την αντιλήφθηκε και ότι προέκυψε ότι δεν υφίσταται ψευδορκία μάρτυρα, δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 484 παρ. 13 Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικά για τις αιτιολογίες του Συμβουλίου ότι αφού προέκυψε ότι δεν υφίσταται ψευδορκία μάρτυρα δεν νοείται ηθική αυτουργία σ' αυτή εκ μέρους του Ψ2 πέραν του ότι από κανένα στοιχείο «δεν αποδείχθηκε» ότι ο τελευταίος έπεισε τον μάρτυρα να καταθέσει ενόρκως τα όσα κατέθεσε, είναι αναμφίβολο ότι η δεύτερη (επικουρική) αιτιολογία, και αν ακόμη δεν διατυπώθηκε έτσι από παραδρομή, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω διάταξη λόγου αναιρέσεως, αφού η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου στηρίζεται πλήρως στην πρώτη και κύρια αιτιολογία του. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1β' και ε' Κ.Ποιν.Δ., καθώς και ο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος, κατά την παρ. 3 του άνω άρθρου, λόγος αναιρέσεως από την παρ. 1ζ'. Επομένως , αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Νοεμβρίου 1999 αίτηση της Χ2 χήρας Χ1 για αναίρεση του 2386/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαϊου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 31 Μαϊου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ενδείξεις. Έννοια αυτών. Υπέρβαση ή μη εξουσίας Δικαστικού Συμβουλίου σχετικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στο απαλλακτικό βούλευμα. Πότε υπάρχει εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και πότε έλλειψη νομίμου βάσεως. Έννοια "ενδείξεων" κατ' αρ. 310 παρ. 1α και 313 ΚΠΔ και διάκρισή τους από τις "ενδείξεις" του αρ. 179 ΚΠΔ που συνιστούν αποδεικτικό μέσο. Πότε οι "ενδείξεις" θεωρούνται σοβαρές και πότε όχι. Δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας όταν το Συμβούλιο αποφανθεί ότι "απεδείχθη" ή "δεν απεδείχθη" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, όταν δηλαδή χρησιμοποιείται μια πλεοναστική διατύπωση κρίσεως που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από την εκ του νόμου απαιτούμενη διαπίστωση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής. Δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας όταν το Συμβούλιο προβαίνει σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για την διαπίστωση της αλήθειας, μη περιοριζόμενο στην αναζήτηση των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Υπερβαίνει, αντιθέτως, την εξουσία του το Συμβούλιο, όταν δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο κρίνοντας ότι "δεν απεδείχθη" η ενοχή του και εξαρτώντας έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, μη αρκούμενο στην εκ του νόμου απαιτούμενη ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Δεν υπερέβη την εξουσία του το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτοντας την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, με το οποίο εκρίθη ότι δεν προέκυπταν επαρκείς ενδείξεις ενοχής που να δικαιολογούν την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν. Η αιτιολογία του Συμβουλίου ότι από κανένα στοιχείο "δεν απεδείχθη" ότι ο κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος έπεισε τον τελευταίο να καταθέσει ενόρκως όσα κατέθεσε είναι επικουρική, ακόμη δε και αν διατυπώθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο εκ παραδρομής, δεν αρκεί για να θεμελιώσει υπέρβαση εξουσίας, αφού η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου στηρίζεται πλήρως στην πρώτη και κύρια αιτιολογία του(Ολομ. Σε Συμβούλιο ΑΠ 9/2001 Ποιν.Χρον.ΝΑ . 788). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Βούλευμα απαλλακτικό.
1
Αριθμός 15/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο-Εισηγητή, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό , Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 31 Μαϊου 2001, για να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 318/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ..... Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ' αριθμ. 318/2000 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του ανωτέρω βουλεύματος για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 433/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το με αριθμό 43/2001 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου, μαζί με την από 17 Μαρτίου 2000 αίτηση αναιρέσεως για αναίρεση του πιο πάνω βουλεύματος με την πρόταση με αριθμό 420/11.9.2000 του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Σταύρου Γυπαράκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : «Εισάγω την εμπροθέσμως , νομοτύπως και παραδεκτώς ασκηθείσα κατά τα άρθρα 473 παρ.1, 474 και 476 παρ.2 ΚΠΔ από 17 Μαρτίου 2000 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κατά του υπ'αρ. 318/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 378 παρ.1 ΚΠΔ όταν το βούλευμα που προσβάλλεται διατάσσει να συλληφθεί και να κρατηθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος , η έφεση είναι απαράδεκτη, αν αυτός δεν προσκομίσει κατά την άσκηση της έφεσης ή μέσα στην προθεσμία της βεβαίωσης του διευθυντή της φυλακής ότι κρατείται σε εκτέλεση του βουλεύματος που προσβάλλεται. Η διάταξη αυτή, σημειωτέον , δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος που θεσπίζει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια ούτε στο άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που θεσπίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για μια δίκαιη δίκη, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί την δυνατότητα να προβάλει τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου ή κατά την συζήτηση αυτού, πέραν δε τούτου το επιτρεπτό της άσκησης ενδίκου μέσου κατά των αποφάσεων και βουλευμάτων ανήκει στον κοινό νομοθέτη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη με το υπ'αρ. 1474/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, επικίνδυνη σωματική βλάβη , παράνομη οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία . Παραλλήλως με το ίδιο βούλευμα διατάχθηκε η διατήρηση της ισχύος του εις βάρος του εκδοθέντος από τον Ανακριτή του Β'Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης υπ'αρ. 39/1999 εντάλματος συλλήψεως και η σύλληψή του και, σε περίπτωση επιτεύξεως αυτής, η προσωρινή κράτησή του μέχρι της οριστικής εκδικάσεως της εναντίον του κατηγορίας. Το βούλευμα τούτο προσέβαλε ο αναιρεσείων δι'εφέσεως χωρίς όμως να προσκομίσει, όπως ώφειλε σύμφωνα με τα εκτεθέντα, κατά την άσκηση της ή μέσα στην προθεσμία αυτής βεβαίωση του διευθυντή της φυλακής ότι κρατείται. Νομίμως, κατά συνέπεια, απορρίφθηκε η έφεσή του και στερείται βασιμότητος ο περί του αντιθέτου προταθείς λόγος αναιρέσεως (άρθρο 484 παρ.1 στ'ΚΠΔ), γι'αυτό και πρέπει ν'απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω: Ν'απορριφθεί η από 17 Μαρτίου 1999 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κατά του υπ'αρ. 318/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Γυπαράκης» Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλο, που αναφέρθηκε στην πιο πάνω πρόταση, και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, νόμιμα παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση με την απόφαση 43/2001 του Ε' Τμήματος διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για το παραδεκτό έφεσης του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. Επειδή, κατά το άρθρο 478 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όταν το βούλευμα που προσβάλλεται διατάσσει να συλληφθεί και να κρατηθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος, η έφεσή του είναι απαράδεκτη, αν ο κατηγορούμενος δεν προσκομίσει, κατά την άσκηση της έφεσης ή μέσα στην προθεσμία αυτής, βεβαίωση του διευθυντή της φυλακής ότι κρατείται σε εκτέλεση του βουλεύματος, που προσβάλλεται. Η διάταξη αυτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 482 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., εφαρμόζεται ανάλογα, όταν ασκείται αναίρεση κατά βουλεύματος. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους, να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη, από το νόμο, κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απ' ευθείας από το σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το βούλευμα 1474/1999 παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας κ.α., ενώ συγχρόνως διατήρησε την ισχύ του εντάλματος συλλήψεως 39/1999, που είχε εκδώσει ο Ανακριτής του Β' Τμήματος Θεσσαλονίκης, μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατηγορίας και διέταξε την προσωρινή κράτησή του, αν συλληφθεί. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα 318/2000 απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη η έφεση του αναιρεσείοντος εναντίον του πρωτόδικου βουλεύματος, για το λόγο ότι κατά την άσκηση της έφεσης και μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος, διέφευγε αυτός τη σύλληψη, διατάχθηκε δε η εκτέλεση του πρωτόδικου βουλεύματος. Ο εκκαλών άσκησε την από 17.3.2000 αναίρεσή του κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, αλλά και πάλι δεν προκύπτει ότι αυτός είχε κρατηθεί προσωρινά κατά την άσκηση της αναίρεσης ή μέσα στην προθεσμία της. 'Όμως στην προκειμένη περίπτωση η κατά τα άρθρα 478 παρ. 2 και 482 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. προϋπόθεση της προηγούμενης κράτησης του εκκαλούντος ή του αναιρεσείοντος, για το παραδεκτό της έφεσης και της αναίρεσής του, δεν είναι ιδιαίτερα επαχθής και δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, συνεπώς η προβλεπόμενη, ως κύρωση, απόρριψη της έφεσης και της αναίρεσης δεν είναι αντίθετη ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Πράγματι, η προσωρινή κράτηση διατάσσεται μόνο προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία η απειλούμενη ποινή είναι τουλάχιστον πενταετής κάθειρξη, η δε ως άνω προϋπόθεση της εκτέλεσης της προσωρινής κράτησης δεν αποτελεί μέτρο ποινικού κολασμού (απότιση ποινής) αλλ' έχει ως σκοπό προεχόντως την αποτροπή τελέσεως νέων εγκλημάτων και την εξασφάλιση εμφανίσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, προκειμένου αυτός να δικαστεί για κακουργηματική πράξη, επιπλέον δε επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση η αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους. 'Αρα η απαίτηση του νόμου να έχει εκτελεσθεί η προσωρινή κράτηση, προκειμένου το ένδικο μέσο να είναι παραδεκτό, δεν είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, διότι ευλόγως θέτει την ως άνω προϋπόθεση για την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Μαρτίου 2000 αίτηση του .... για αναίρεση του βουλεύματος 318/2000 του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε δραχμές εβδομήντα χιλιάδες (70.000) Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απαίτηση του νόμου να έχει εκτελεσθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή του κατά του πρωτοβαθμίου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που αφενός παρέπεμψε τον αιτούντα να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και αφετέρου διατήρησε σε ισχύ το ένταλμα συλλήψεώς του, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή εντός της προθεσμίας της ο αναιρεσείων είχε κρατηθεί προσωρινώς(Ολομ. ΑΠ 15/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 798 και ΝοΒ,50.410-411). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ε.Σ.Δ.Α.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α., Αναλογικότητας αρχή.
2
Αριθμός 20/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Αντιπροέδρων και Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του την 20 Σεπτεμβρίου 2001, για να δικάσει την αίτηση της ....., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 9545/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθμ. 9545/2000 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Η αναιρεσείουσα ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2000 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1639/2000. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 886/2001 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως παραδεκτώς εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 και 2 του ν. 1756/1988 «Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών», όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με την παρ. 1 εδάφ. 1 και 2 του άρθρου 16 ν. 2331/1995 και την παρ. 6 του άρθρου 3 ν. 2479/1997. Η αίτηση αυτή πρέπει να ερευνηθεί από την Ολομέλεια παρά την απουσία της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, η οποία έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως να εμφανισθεί ενώπιον της Ολομελείας, όπως προκύπτει από το από 13 Ιουνίου 2001 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή...... διότι η διάταξη του άρθρου 514 εδάφ. α' ΚΠΔ, κατά την οποία, αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος που κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται, ως ανυποστήρικτη, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως συζητήθηκε ενώπιον του οικείου ποινικού Τμήματος, με παρόντα τον αναιρεσείοντα, ακολούθως δε παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με απόφαση του Τμήματος αυτού (Ολ.ΑΠ 4/1996). 2.Με την ομόφωνη απόφαση 886/2001 του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η από 7 Σεπτεμβρίου 2000 αίτηση της.... για αναίρεση της 9545/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να αποφανθεί επί των προβαλλόμενων δι' αυτής δύο λόγων αναιρέσεως, λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το ζήτημα που ανακύπτει, κατά την έρευνα των λόγων αυτών. 3.Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε την ήδη αναιρεσείουσα ένοχη του ότι το τελευταίο τρίμηνο του έτους 1994 στη θέση ...., με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού σκοπού, με την επωνυμία «.....», έθεσε σε λειτουργία ευκτήριο οίκο της βουδιστικής θρησκείας, χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ήτοι για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 3 του Β.Δ/τος της 20 Μαϊου/2 Ιουνίου 1939, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του παραπάνω Α.Νόμου. Την καταδικαστική αυτή απόφαση η κατηγορουμένη πλήττει με τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Ε' και Δ' του ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, δηλαδή : α) για εσφαλμένη εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι τη θεωρεί ως καταργηθείσα με τα άρθρα 111 σε συνδ. με 13 παρ. 1 του Συντάγματος και ανίσχυρη κατά το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και β) για έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 4.Στο άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζεται : «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται…». Ενώ κατά το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος «Κάθε διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της ισχύος του…». Στο άρθρο 9 της εν Ρώμη την 4ην Νοεμ. 1950 υπογραφείσης Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, ορίζεται : «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939 «Περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος: «Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β.Δ/τος, ανεγειρόμενοι ή λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστάμενοι και λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισμάτων ή στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων, κλείονται και σφραγίζονται υπό της οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών , οι δ' ανεγείροντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής 50.000 δραχμών και φυλακίσεως 2 μέχρις 6 μηνών». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 3 του Β/Δτος της 20 Μαϊου/2 Ιουνίου 1939 «Περί εκτελέσεως διατάξεων του Α.Νόμου υπ' αριθ. 1672/1939 περί τροποποιήσεως του Α.Νόμου υπ' αριθ. 1363/1938 περί κατοχυρώσεως των άρθρ. 1 και 2 του εν ισχύι Συν/τος» : Δια την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις της παρ. 1 εδάφ. α' και β' του παρόντος, επαφιεμένης εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως, εάν συντρέχουσιν ουσιαστικοί λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουσι δια του ποιμένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας ενυπόγραφον, κεκυρωμένην, ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις του εδαφ. γ' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου». Κατά το τελευταίο δε αυτό εδάφιο γ' της παρ. 1 του πιο πάνω Β.Δ/τος ο Υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δύναται να αποδεχθεί την αίτηση ή και να την απορρίψει, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι πραγματικοί λόγοι που επιβάλλουν την ανέγερση ή λειτουργία ευκτήριου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου ή δεν έχουν τηρηθεί οι παραπάνω διατάξεις». Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., προκύπτει ότι η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων , ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη (Ολ. ΣτΕ 2281/2001), καθώς και από την απαγόρευση του προσηλυτισμού (που δεν κρίθηκε ασύμβατη προς την Ε.Σ.Δ.Α. με την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 25.5.1993 στην υπόθεση..... κατά Ελλάδος). Εξάλλου από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, και του από 20 Μαϊου / 2 Ιουνίου 1939 εκτελεστικού διατάγματος, προκύπτει ότι για την ανέγερση ή θέση σε λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος ή ευκτήριου οίκου, απαιτείται άδεια του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, το οποίο, όμως, έχει την ευχέρεια να μη χορηγήσει την άδεια όταν κρίνει ότι η ανέγερση ή θέση σε λειτουργία του ναού ή του ευκτήριου οίκου δεν εξυπηρετεί στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματική ανάγκη της θρησκευτικής κοινότητας, την οποία συγκροτούν οι υποβαλόντες την αίτηση. Περαιτέρω, ως «ευκτήριος οίκος» νοείται, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, ναός μικρού σχετικά μεγέθους, διαμορφωμένος σε ιδιωτικό ακίνητο και προορισμένος να λειτουργήσει ως τόπος λατρείας του Θεού από περιορισμένο κύκλο ανθρώπων, σε αντίθεση με τον «ναό», που είναι αφιερωμένος στη δημόσια λατρεία του Θεού από οποιαδήποτε πρόσωπα, χωρίς διάκριση. Ναός δε, κατά την κοινώς γνωστή έννοια του όρου, υπό την οποία προδήλως χρησιμοποιείται ο όρος αυτός και στην προαναφερθείσα διάταξη, είναι οικοδόμημα αφιερωμένο στη λατρεία Θεών. Κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε το σύστημα αδείας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου, που καθιερώνεται με τον Α.Ν. 1363/1938 (όπως ισχύει) και το εκτελεστικό διάταγμα της 20-5/2-6-1939, στοχεύει στην προστασία της δημόσιας τάξης και είναι κατ' αρχήν συμβατό τόσο προς το άρθρο 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος όσο και προς το άρθρο 9 παρ. 1 και 2 της Ε.Σ.Δ.Α., μόνο όμως κατά το μέρος που το σύστημα αυτό περιορίζεται στον έλεγχο των προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 13 παρ. 2 του Συντάγματος και 9 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (γνωστή θρησκεία, μη προσβολή της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών, μη άσκηση αθέμιτου προσηλυτισμού), καθώς και των τυπικών προϋποθέσεων που απαιτούνται από τις διατάξεις του Α.Ν. 1363/1938 και του εκτελεστικού του διατάγματος για την παροχή της αδείας (βλ. την απόφαση της 29.9.1996 του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση.... κατά Ελλάδος). Η απαίτηση από το νόμο προηγούμενης άδειας της διοικήσεως για την ανέγερση ή θέση σε λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου δεν προσκρούει ειδικότερα στις κατοχυρώνουσες την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας διατάξεις : α) του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος, εφόσον η άδεια έχει διαπιστωτικό απλώς χαρακτήρα και χορηγείται πάντοτε, εκτός αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή εξαιρέσεις, δηλαδή η θρησκευτική δοξασία είναι κρύφια και όχι γνωστή, ή η λατρεία προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ή σκοπείται προσηλυτισμός και β) του άρθρου 9 της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον η άδεια αυτή προβλέπεται από τους πιο πάνω ειδικούς νόμους και αποτελεί το αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία που επιδιώκει ένα νόμιμο σκοπό, δηλαδή την προάσπιση της δημοσίας τάξεως, αφού είναι μέτρο ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο αυτό σκοπό. Μειοψηφούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας και ο Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Βαλμαντώνης, οι οποίοι έχουν την ακόλουθη γνώμη : Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 εδάφ. α' του Συντάγματος «κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων». Καθιερώνει επομένως το Σύνταγμά μας την ελεύθερη και ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. προστατεύεται η ελευθερία «εκδηλώσεως της θρησκείας μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών». Και οι δύο αυτές διατάξεις καλύπτουν και την ίδρυση και θέση σε λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου, δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές είναι πράξεις λατρείας, οι δε χώροι αυτοί είναι κατ' εξοχήν χώροι λατρείας, ώστε χωρίς αυτούς θρησκευτική λατρεία δεν μπορεί να ασκηθεί. Η απαίτηση επομένως προηγούμενης διοικητικής άδειας για την ίδρυση ή τη θέση σε λειτουργία των χώρων αυτών (εκτός από την απλή πολεοδομική ή οικοδομική) εξαρτά τη λατρεία από προηγούμενη άδεια. Εμποδίζει έτσι, προληπτικώς, την «ελευθερία» της λατρείας. Και ναι μεν η συνταγματική διάταξη αλλά και η Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπουν στις επόμενες διατάξεις των ως άνω άρθρων τους ως επιτρεπτούς περιορισμούς εκείνους που επιβάλλονται χάριν της «δημόσιας τάξης» και των «χρηστών ηθών», η δε Ε.Σ.Δ.Α., επιπλέον, και χάριν της «δημόσιας υγείας» και «των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». 'Όμως τόσο το Σύνταγμα, χρησιμοποιώντας την έκφραση : «δεν επιτρέπεται να προσβάλλει», όσο και η Ε.Σ.Δ.Α., θέτοντας ως προϋπόθεση, για να είναι ο περιορισμός θεμιτός, το να είναι «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία», αποκλείουν κάθε προληπτικό έλεγχο. Διότι οποιοσδήποτε τέτοιος έλεγχος κατά μεν το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος θα ήταν ασυμβίβαστος προς την απαίτηση «προσβολής», η οποία δεν νοείται κατά πρόληψη, κατά δε το άρθρο 9 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν πρόκειται για μέτρο «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία». Τούτο δέχθηκε ήδη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση «.....κ.λπ κατά Ελλάδας «της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 (αριθ.59/1995/565/651). Κάθε προληπτικός έλεγχος για το αν συντρέχει περίπτωση θεμιτού περιορισμού είναι αδύνατος ενόσω δεν έχει εκδηλωθεί η «προσβολή». Επιπλέον ο προληπτικός έλεγχος ευχερώς καταλήγει σε παρελκύσεις παροχής της άδειας,όπως ακριβώς στην υπόθεση ..... Μπορεί επίσης να καταλήγει σε καταχρηστική άρνηση παροχής της άδειας με αόριστα προσχήματα, αφού μάλιστα συγκεκριμένα στοιχεία (εκδηλώσεις) δεν θα υπάρχουν. Η δυνατότητα δικαστικής ακύρωσης της άρνησης δεν αποτελεί θεραπεία. Διότι συνδέεται με χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες, οι οποίες και αποθαρρύνουν τους ενδιαφερομένους, συνεπάγεται δε στέρηση της ελευθερίας της λατρείας επί μακρό χρονικό διάστημα. Για τους λόγους αυτούς το μέτρο της προληπτικής άδειας είναι μη ανεκτό σε μια «δημοκρατική κοινωνία». Κατά τη γνώμη επομένως της μειοψηφίας οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 του αν.ν. 1363/38, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν.ν. 1627/39, και του άρθρου 1 παρ. 3 του β.δ. της 20ης Μαϊου/2 Ιουνίου 1939, είναι αφενός αντισυνταγματικές και αφετέρου αντίθετες προς το άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α. και για το λόγο αυτό ανίσχυρες και ανεφάρμοστες (άρθρο 111 παρ. 1, 93 παρ. 4 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος). 'Επρεπε άρα να γίνει δεκτός ο οικείος λόγος αναίρεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου, κατά το μέρος που σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Β.Δ. της 20-5/2.6.1939 επαφίεται στο Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας «η κρίσις εάν συντρέχωσιν ουσιαστικοί λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας» και σύμφωνα με το εδάφ. γ' της παρ. 1 του αυτού άρθρου (στο οποίο παραπέμπει η παρ. 3) το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας «δύναται να αποδεχθεί ή να απορρίψη την αίτησιν εάν κρίνη ότι δεν συντρέχουσιν οι την ανέγερσιν ή λειτουργίαν του ευκτηρίου οίκου επιβάλλοντες, πραγματικοί λόγοι», η ρύθμιση αυτή συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας που δεν συμβιβάζεται ούτε με το άρθρο 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ούτε με το άρθρο 9 παρ. 1 και 2 της Ε.Σ.Δ.Α. Διότι με τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις παρέχεται στη διοίκηση διακριτική ευχέρεια, κατά την οποία η άδεια μπορεί να μη χορηγηθεί όταν η διοίκηση κρίνει ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία του ναού ή του ευκτήριου οίκου δεν εξυπηρετεί στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματική ανάγκη των υποβαλόντων την αίτηση. 'Ετσι, όμως, εισάγεται για την άσκηση της ελευθερίας της λατρείας νέος περιορισμός, μη περιεχόμενος στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. και επομένως η προβλέπουσα την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφ. γ' και παρ. 3 του εκτελεστικού Β.Δ/τος της 20 Μαϊου/2 Ιουνίου 1939 κρίνεται ομοφώνως αντίθετη προς τις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. Η αντίθεση, όμως, αυτή της ευχέρειας της διοίκησης να μη χορηγήσει την άδεια, προς το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. κατά την πλειοψηφούσα γνώμη δεν θίγει κατά τα λοιπά την ισχύ του προαναφερθέντος συστήματος αδείας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου, που αποτελεί θεμιτό περιορισμό της άσκησης της θρησκευτικής λατρείας, τιθέμενο για την προστασία της δημόσιας τάξης και συμβατό με το άρθρο 13 του Συντάγματος (παρ. 2) και με το άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α. (παρ. 2) ούτε καθιστά και τις υπόλοιπες διατάξεις του Α.Ν. 1363/1938 (ως ισχύει) και του εκτελεστικού του διατάγματος αντίθετες προς το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. και συγκεκριμένα : α) τη διάταξη εκείνη που προβλέπει την προηγούμενη άδεια της διοικήσεως για την ανέγερση ή τη θέση σε λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου, όπως προαναφέρθηκε, αφού η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως της αδείας -εκτός εκείνης της υπάρξεως πραγματικής ανάγκης- έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα, που επιδιώκει νόμιμο σκοπό, και β) τη διάταξη που προβλέπει ποινική κύρωση για εκείνους οι οποίοι ανεγείρουν ή θέτουν σε λειτουργία ναό ή ευκτήριο οίκο χωρίς άδεια της διοικήσεως, διότι η κύρωση αυτή έχει δικαιολογητικό λόγο και αιτία τη μη συμμόρφωσή τους στο νόμο και την παραγνώριση της νόμιμης διοικητικής διαδικασίας και δεν στοχεύει την εκδήλωση της θρησκείας τους με λατρεία ούτε προσβάλλει, έστω και έμμεσα, τη θρησκευτική ελευθερία τους. Μειοψηφούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας και ο Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Βαλμαντώνης, οι οποίοι έχουν την ακόλουθη γνώμη : Μερική αντισυνταγματικότητα και μερική αντίθεση στο άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α. της ως άνω ρύθμισης δεν νοείται. Διότι η απαιτούμενη «άδεια» είναι ενιαία και επομένως, αν μία από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την παροχή της είναι μη ανεκτή, ως αντισυνταγματική και αντίθετη προς την Ε.Σ.Δ.Α., η όλη απαίτηση να έχει ληφθεί η άδεια καθίσταται ανεφάρμοστη. Η παράλειψη λήψης άδειας δεν μπορεί να είναι αξιόποινη εφόσον μία από τις τασσόμενες προϋποθέσεις για τη χορήγησή της είναι ανεφάρμοστη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη του ότι το τελευταίο τρίμηνο του έτους 1994 στη θέση ....., με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της αναφερόμενης αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έθεσε σε λειτουργία ευκτήριο οίκο της βουδιστικής θρησκείας, χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ήτοι για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 3 του Β.Δ/τος της 20ης Μαϊου/2 Ιουνίου 1939, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του πιο πάνω Α. Νόμου. Συνεπώς, εφόσον στην προκείμενη υπόθεση η αναιρεσείουσα -κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο της ουσίας- δεν υπέβαλε καν αίτηση για τη χορήγηση σ' αυτήν αδείας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτήριου οίκου, το δικαστήριο εκείνο ορθώς εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938 που δεν έχει καταργηθεί και είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ., Ε' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του. Κατά τη γνώμη όμως της ως άνω μειοψηφίας, εφόσον μεταξύ των όρων για την παροχή της άδειας περιλαμβάνεται και ο όρος της κατά διακριτική ευχέρεια κρίσης της διοίκησης περί του αν συνέτρεχε πραγματική ανάγκη, ο οποίος κρίθηκε ομοφώνως ανίσχυρος, η παράλειψη της αναιρεσείουσας να ζητήσει τέτοια άδεια (προϋπόθεση της οποίας ήταν και η κατά διακριτική ευχέρεια κρίση της διοίκησης), δεν είναι αξιόποινη διότι η όλη ρύθμιση αποβαίνει ανεφάρμοστη. 'Αρα ο ως άνω λόγος αναίρεσης έπρεπε να γίνει δεκτός. 5.'Ελλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη την οποία εφάρμοσε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που δίκασε, ως εφετείο, κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη για το ότι κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους 1994 και εφεξής, μέχρι τις 13.3.1995, ως νόμιμη εκπρόσωπος της μνημονευόμενης αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έθεσε σε λειτουργία στη θέση .....ευκτήριο οίκο της βουδιστικής θρησκείας, χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ήτοι για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 3 του Β.Δ/τος της 20 Μαϊου/2 Ιουνίου 1939, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ανωτέρω Α.Νόμου. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αφοριστικώς αναφέρεται, ότι αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη έθεσε σε λειτουργία «ευκτήριο οίκο». Από τα εκτιθέμενα, όμως, ως αποδειχθέντα περιστατικά δεν προκύπτει για ποιο λόγο τα ανεγερθέντα κτίσματα -που κατά την παροχή της πολεοδομικής άδειας ήταν παραθεριστικές κατοικίες- αποτελούν ευκτήριο οίκο, είδος ναού δηλαδή, και όχι απλά κτίσματα ή χώρους διαμονής προσώπων που θέλουν να μυηθούν στις βουδιστικές δοξασίες και πρακτικές. Με τα δεδομένα αυτά υπάρχει έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα ειδικής αιτιολογίας, υπό την έννοια ότι στην απόφαση δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Επομένως είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). Δύο μέλη, οι Αρεοπαγίτες Θεόδωρος Λαφαζάνος και Γεράσιμος Σιμόπουλος έχουν τη γνώμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ως αποδειχθέντα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης συγκροτούν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης : α) αυτή έθεσε σε λειτουργία, χωρίς την άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όχι αυτοτελείς παραθεριστικές κατοικίες, αλλά ευκτήριο οίκο και ειδικότερα κτίσματα (κοιτώνες με κοινούς χώρους) , στα οποία τα μέλη της πιο πάνω εταιρείας, που είναι όλοι βουδιστές, είχαν συναντήσεις με την παρακολούθηση τρίχρονων παραδοσιακών σπουδών φιλοσοφίας του θιβετιανού κλάδου και προέβαιναν σε λατρευτικές πράξεις της βουδιστικής θρησκείας και συγκεκριμένα σε διαλογισμό, που είναι η αντιπροσωπευτικότερη μορφή της θρησκείας αυτής, κατ' ιδίαν και ομαδικά. β) Στο καταστατικό της εταιρείας δηλώνεται ότι αυτή χρησιμοποιεί μεθόδους αντλούμενες από τα βουδιστικά πολιτιστικά και φιλοσοφικά ρεύματα και ότι στο χώρο του ακινήτου της εταιρείας αυτής θα ιδρυθεί ειδικό παράρτημα τρίχρονων σπουδών, για τις οποίες η αναιρεσείουσα δήλωσε στην απολογία της ότι πρόκειται για την, κατά τη θιβετιανή παράδοση, τρίχρονη απομόνωση για αυτοσυγκέντρωση. Επομένως με αυτές τις παραδοχές της προσβαλλομένης αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια η ίδρυση ευκτηρίου οίκου γνωστής θρησκείας, χωρίς την προαναφερόμενη άδεια και για το λόγο αυτό ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά την παραδοχή της αναιρέσεως για τον πιο πάνω λόγο παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 9545/2000 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει την υπόθεση. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2001. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.
Έννοια "ευκτήριου οίκου" και έννοια "ναού". Ορθή η καταδίκη για παράβαση του άρθρου 1 α.ν. 1363/1938 της κατηγορουμένης, η οποία, ως νόμιμη εκπρόσωπος αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έθεσε σε λειτουργία ευκτήριο οίκο της βουδιστικής θρησκείας χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται σε περιορισμούς που επιβάλλονται από την δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, καθώς και από την απαγόρευση του προσηλυτισμού. Το σύστημα αδείας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου στοχεύει στην προστασία της δημοσίας τάξεως και κατ' αρχήν δεν αντίκειται στα άρθρα 13 παρ. 1 και 2 του Συντ. και 9 παρ. 1 και 2 της ΕΣΔΑ, μόνο όμως όσον αφορά τον έλεγχο των προϋποθέσεων που τίθενται από τα εν λόγω άρθρα (γνωστή θρησκεία, μη προσβολή της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών, μη άσκηση αθέμιτου προσηλυτισμού), καθώς και των τυπικών προϋποθέσεων που απαιτούνται εκ των διατάξεων του α.ν. 1363/1938 και του εκτελεστικού του διατάγματος της 20.5/2.6.1939. Κατά την αντίθετη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου οι διατάξεις των αρθρου 1 α.ν. 1363/1938 και 1 παρ. 3 β.δ. της 20.5/2.6.1939 είναι αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το αρ. 9 της ΕΣΔΑ, διότι η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας για την ίδρυση και την θέση σε λειτουργία των κρίσιμων χώρων εξαρτά την "λατρεία" από προηγούμενη άδεια με συνέπεια να εμποδίζεται έτσι "προληπτικώς" η ελευθερία της λατρείας, ενώ τόσο το Σύνταγμα όσο και η ΕΣΔΑ αποκλείουν κάθε προληπτικό έλεγχο. Ομόφωνα γίνεται δεκτό ότι στο βαθμό που κατά την παρ. 3 του αρ. 1 του εκτελεστικού β.δ. της 20-5/2-6-1939 η χορήγηση της υπό κρίση άδειας επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως. Η ρύθμιση αυτή συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας και αντίκειται στα αρθρα 13 παρ. 1 Συντ. και 9 της ΕΣΔΑ. Κατά τα λοιπά, όμως, δεν θίγεται η ισχύς του ως άνω συστήματος χορήγησης αδείας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου, ούτε καθίστανται αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την ΕΣΔΑ οι λοιπές διατάξεις του α.ν. 1363/1983 και του εκτελεστικού του διατάγματος. Κατά την αντίθετη άποψη δύο μελών του Δικαστηρίου δεν νοείται μερική αντισυνταγματικότητα και μερική αντίθεση στο αρθρο 9 της ΕΣΔΑ της ως άνω ρυθμίσεως. Κρίνεται ορθή η καταδίκη για παράβαση του άρθρου 1 α.ν. 1363/1938 της κατηγορουμένης, η οποία, ως νόμιμη εκπρόσωπος αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έθεσε σε λειτουργία ευκτήριο οίκο της βουδιστικής θρησκείας χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Κατά την αντίθετη γνώμη της μειοψηφίας δεν είναι αξιόποινη η παράλειψη της αναιρεσείουσας να ζητήσει την ως άνω άδεια, διότι η σχετική ρύθμιση αποβαίνει ανεφάρμοστη, αφού ο όρος της κατά διακριτική ευχέρεια κρίσεως της Διοικήσεως περί του αν συντρέχει πραγματική ανάγκη χορηγήσεως της αδείας κρίθηκε ομοφώνως ανίσχυρος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει για ποιο λόγο τα επίμαχα ανεγερθέντα κτίσματα, τα οποία κατά τις παραδοχές της πολεοδομικής αδείας ήσαν παραθεριστικές κατοικίες, αποτελούν "ευκτήριο οίκο", ήτοι είδος ναού, και όχι απλά κτίσματα ή χώρους διαμονής προσώπων που επιθυμούν να μυηθούν στις βουδιστικές δοξασίες και πρακτικές. Αντίθετη μειοψηφία(Ολομ. ΑΠ 20/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ. 403) (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Σύνταγμα
Ε.Σ.Δ.Α., Σύνταγμα, Οίκος ευκτήριος.
1
Αριθμός: 1/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Εμμανουήλ Δαμάσκο-Εισηγητή, Γεώργιο Κάπο, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Αντώνιο Μιχαλακέα, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, και Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2000, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Της καλούσας – αναιρεσείουσας: ..., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Σταμελάτο. Του καθού η κλήση – αναιρεσιβλήτου: ..., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Χρονόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-10-1996 αίτηση (διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6.910/1996 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7.536/1997 προδικαστική και 4.333/1998 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η καλούσα-αναιρεσείουσα με την από 4-5-1999 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 748/2000 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μόνο τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 4-7-2000 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της καλούσας-αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε του καθού η κλήση-αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την αναπομπή της υποθέσεως στο παραπέμψαν Τμήμα, προκειμένου εκείνο να εξετάσει τους άλλους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως.Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με την υπ΄ αριθ. 748/2000 απόφαση του Δ΄ Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο κατωτέρω λόγος της αναιρέσεως παραδεκτά, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β΄ του Κ.Πολ.Δ. ως αναγόμενος, σε κάθε περίπτωση, σε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Επειδή κατά το άρθρο 443 αριθ. 3 του Κ.Πολ.Δ. ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι΄ αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλ. έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεσή τους. Κατ΄ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφρασή του, στα πλαίσια μιας προφορικής ιδιωτικής συζητήσεως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοιώσεως του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως), που προβλέπεται στο άρθρο 370 Α΄ παρ. ιδίως 2 εδαφ. β΄ και γ΄ του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού. Περαιτέρω, ο από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως για μη λήψη υπόψη επικληθέντος και προσκομισθέντος αποδεικτικού μέσου δεν στοιχειοθετείται, αν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος. ΄Αρα, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος, από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο, επικληθέν και προσκομισθέν από την αναιρεσείουσα, ήτοι μαγνητοταινία («κασέτα») με το κείμενο της απομαγνητοφωνήσεώς της, στην οποία περιέχεται ιδιωτική συνομιλία της με τον ήδη αναιρεσίβλητο, αποτυπωθείσα εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού στις 6.9.1996 στην οικία της θανούσης ..., προς απόδειξη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι ο αναιρεσίβλητος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσας, με την οποία αυτή είχε εγκαταστήσει κληρονόμο της την αναιρεσείουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι αναφέρεται σε αποδεικτικό μέσο, το οποίο υπό τις περιστάσεις αυτές εμπίπτει στην ανωτέρω, συνταγματικής ισχύος, απαγόρευση, αφού η, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ελευθερία της επικοινωνίας, από την οποία απορρέει η απαγόρευση αυτή, αποτελεί έννομο αγαθό συνταγματικά υπέρτερο του επί του προκειμένου διακυβευόμενου ιδιωτικού από διαθήκη περιουσιακού δικαιώματος, προς απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσκομιδή της μαγνητοταινίας. Η υπόθεση πρέπει κατά τα λοιπά να αναπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 5 του Κ.Πολ.Δ., στο Δ΄ Τμήμα, αφού αυτό με την ως άνω απόφασή του έχει επιφυλαχθεί να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια με την υπ΄ αριθ. 748/2000 απόφαση του Δ΄ Τμήματος πρώτο λόγο της από 4.5.1999 αιτήσεως της ... περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθ. 4333/1998 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών , Και Αναπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο Δ΄ τμήμα του Αρείου Πάγου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2001 και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2001.
Αντισυνταγματικότητα μαγνητοταινίας ως αποδεικτικού μέσου σε πολιτική δίκη (απαράδεκτο). Η μαγνητοταινία αποτελεί απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο σε πολιτική δίκη, διότι η μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό της συνταγματικά προστατευόμενης ελεύθερης άσκησης της Επικοινωνίας [άρθρα 2 §1, 9 §1 εδ. β' και 19 Σ και άρθρο 8 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), σε συνδ. προς το άρθρο 28 §7 Σ] εξαίρεση από την προστασία αυτή μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κατά το άρθρο 443 αριθ. 3 του Κ.Πολ.Δ. ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι’ αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλ. έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεσή τους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφρασή του, στα πλαίσια μιας προφορικής ιδιωτικής συζητήσεως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοιώσεως του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως), που προβλέπεται στο άρθρο 370 Α΄ παρ. ιδίως 2 εδαφ. β΄ και γ΄ του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού.(Ολομ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική. ΝοΒ. 49.1803). σχετικές και οι ΑΠ. 622/2003 Ποιν. Λόγος Γ.640. ΑΠ. 2383/2003. Ποιν. Λόγος Γ. 2555 και 42/2004(Ποιν. Χρον. ΝΔ.300), σύμφωνα με την οποία κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χρήση μαγνητοταινίας, όταν αυτή είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου και πάντοτε υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
null
null
0
Αριθμός 4/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Πολύβιο Μαντζιάρα, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Αναστάσιο Καραγεώργη, Αντιπροέδρους, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Χρήστο Παληοκώστα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό-Εισηγητή, Λουκά Λυμπερόπουλο, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεράσιμο Φρούντζο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Στυλιανό Πατεράκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη και Αντώνιο Μιχαλακέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 17η Φεβρουαρίου 2000, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 12638/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενους τους 1) .....2) ..... και 3) ....., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθμ. 12638/1998 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 18 Δεκεμβρίου 1998 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Ευθυμίας Μαντζάνα και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1847/1998. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1622/1999 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την 1622/1999 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το ζήτημα του εμπροθέσμου ή μη της από 18 Δεκεμβρίου 1998 αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 12638/1998 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, επειδή κρίθηκε ότι πρόκειται περί ζητήματος με γενικότερο ενδιαφέρον. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κλήτευσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τους κατηγορουμένους ....., ..... και ...... (άρθρα 513 παρ. 1 και 155 παρ. 1 του ΚΠΔ), για να εμφανιστούν στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής (βλ. τα αποδεικτικά επιδόσεως των επιμελητών δικαστηρίων ......από 14.12.1999, .... από 8.12.1999 και ..... από 10.12.1999), εκείνοι όμως δεν εμφανίστηκαν με συνήγορο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 513 παρ. 3 του ΚΠΔ). 2 . Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε αποφάσεως οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του νόμου 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώριση στο άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 9 του ν. 969/1979, όπως άρχιζε και προηγουμένως (από την κατά την 1.1.1951 έναρξη της ισχύος του Κ.Ποιν.Δ.), ήτοι από τη δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 969/1979 (άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ), κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διατάξεως, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής αποφάσεως ( η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση), ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 969/1979 αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει επίσης προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνσή του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της με έφεση, και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης αναιρετικού ελέγχου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευσή της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής. Προσθέτως όμως έχει την ευχέρεια, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ., καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η θέση των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 3/2000)3. Με την κρινόμενη από 18 Δεκεμβρίου 1998 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται η αναίρεση της 12638/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό. Με την απόφαση αυτή κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι ....., ..... και ..... των πράξεων που τους είχαν αποδοθεί και συγκεκριμένα της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση στον πρώτο, της ψευδορκίας μάρτυρα στη δεύτερη και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση στον τρίτο. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη, διότι είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών και ο εισαγγελέας εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 1γ Κ.Π.Δ. Καταχώριση της αποφάσεως αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. ειδικό βιβλίο δεν ήταν νομικώς αναγκαία και επομένως η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε από τη δημοσίευσή της, η οποία έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1998. Συνεπώς η αίτηση αυτή, που ασκήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1998, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει). Ένα όμως μέλος του Δικαστηρίου, ο αρεοπαγίτης Λέανδρος Ρακιντζής, έχει την ακόλουθη γνώμη : Η παραπάνω ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 505 παρ. 2 και 473 παρ. 3 του ΚΠΔ καταλήγει σε αποστέρηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το δικαίωμά του να προσβάλλει με αναίρεση τις εκκλητές αποφάσεις, αφού πριν από την καταχώρισή τους δεν έχουν συνταχθεί οι αιτιολογίες τους και ως εκ τούτου είναι αδύνατος ο εντοπισμός λόγων αναιρέσεως. Ενόψει δε του ότι στην πρακτική κατά κανόνα η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ επεκτείνεται και στις εκκλητές αποφάσεις, επιβάλλεται να γίνει ερμηνευτικώς δεκτό ότι η προθεσμία προς αναίρεση αφετηριάζεται και στις περιπτώσεις αυτές από την ως άνω καταχώριση. Η φράση του άρθρου 479 παρ. 2 του ΚΠΔ "από την έκδοσή του", που αναφέρεται στα βουλεύματα και στην οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α' ΚΠΔ, πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια της καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο και όχι της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Επομένως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 30.11.1998 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 18.12.1998, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να κριθεί εμπρόθεσμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο παραπέμψαν ΣΤ' Ποινικό Τμήμα, προκειμένου αυτό να εξετάσει το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Δεκεμβρίου 1998 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 12638/23.9.1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Μαϊου 2000 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 9 Ιουνίου 2000. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε αρχίζει η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως. Η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως αρχίζει και μετά την ισχύ του άρθρου 9 του ν. 969/1979, από την δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο προβλεπόμενο από το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ (αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις ) ειδικό βιβλίο. Αντίθετη μειοψηφία ενός μέλος. Ήταν εκπρόθεσμη η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως η οποία ασκήθηκε εντός τριακονθημέρου από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, αλλά μετά την εκπνοή της τριακονθήμερης προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης με αυτήν αποφάσεως(Ολομ. ΑΠ 3/2000 Ποιν.Χρον. Ν. 122 και 4/2000 Ποιν.Χρον. Ν. 494). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προθεσμία
Προθεσμία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 2/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Θεόδωρο Τόλια και Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπροέδρους, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Ιωάννη Μυγιάκη, Αριστείδη Κρομμύδα, Ηλία Βλάσση, Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Γεώργιο Ρήγο, Δημήτριο Ζέρβα, Δαμιανό Παπαθανάση, Θεόδωρο Λαφαζάνο-Εισηγητή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου και Δημήτριο Παπαμήτσο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 20 Ιανουαρίου 2000, για να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-πολιτικώς ενάγουσας "NUNTIUS Ελληνική Χρηματιστηριακή Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για αναίρεση του 529/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον .....Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 529/1999 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό. Η αναιρεσείουσα-πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, του Συμβουλίου Εφετών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 1999 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 603/1999. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 1556/1999 βούλευμα του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. 'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος, έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου, και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την πρόταση που φέρει τον αριθμό 27/19.1.2000 και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : "Κατά το άρθρο 13 γ' εδ. α' ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Κατά δε το εδ. β' του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1805/1988, έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό μαγνητικό ή άλλο τρόπο για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό, στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ' όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Ως προς την προσθήκη της διατάξεως αυτής αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση ότι με αυτήν συμπληρώνεται η περίπτωση γ' του άρθρου 13 ΠΚ με τρόπο ώστε στην έννοια του εγγράφου να περιληφθούν όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή για την με μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή κοινό τρόπο εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή πληροφοριών και στοιχείων όπως είναι οι σκληροί δίσκοι, δισκέτες, κασέτες, συστήματα ηλεκτρονικής αποθήκευσης πληροφοριών, χαρτί εκτυπωτή κλπ. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης αυτής κρίθηκε σκόπιμο να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο η έννοια του εγγράφου, ώστε να περιλάβει και κάθε άλλο υλικό, στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα ή ήχος, εφ' όσον τα στοιχεία αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομες συνέπειες. Με την διεύρυνση αυτή της εννοίας του εγγράφου είναι δυνατό, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της πλαστογραφίας (άρθρο 216 ΠΚ) στην περίπτωση εξ υπαρχής κατάρτισης, αλλοίωσης ή μεταβολής των μέσων αυτών με την εισαγωγή, προσθήκη ή αφαίρεση κλπ στοιχείων. Η συμπλήρωση αυτή είναι αναγκαία για την προσαρμογή του νόμου στις τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, αλλά και προς την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία θεωρεί έγγραφα όλα τα παραπάνω μέσα, όπως επίσης και για την εναρμόνιση του άρθρου 13 με το άρθρο 444 Κ.Πολ.Δ. ( με το οποίο ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται φωτογραφικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση). Εκ τούτων καθίσταται πρόδηλο ότι της κατά τα άνω διευρύνσεως της εννοίας του εγγράφου κατά τα άρθρα 13 γ' και 216 ΠΚ δεν εκφεύγει η τηλεομοιοτυπία, η οποία αποτελεί πιστή αναπαραγωγή από απόσταση κειμένων, σχεδίων και κάθε μορφής εντύπων και συγκεκριμένως τα τηλεομοιότυπα, δηλαδή τα λαμβανόμενα αντίτυπα στο σταθμό λήψης (άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού Συνδρομητικής Τηλεομοιοτυπίας ΦΕΚ Β 167/8.3.1989). 'Αλλωστε συνηγορεί σθεναρώς υπέρ της απόψεως αυτής και το γεγονός ότι ήδη έχουν θεσπισθεί διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στο τηλεομοιότυπο ως έγγραφο όπως, παραδείγματος χάριν, εκείνη περί της εγγράφου συμφωνίας για διαιτησία του άρθρου 869 Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον προς τούτοις ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1249/1990 Π.Χρ. ΜΑ 538) είχε ήδη δεχθεί, προ της κατά τα άνω συμπληρώσεως του άρθρου 13γ ΠΚ, την ιδιότητα του εγγράφου για το, σχετικό προς το τηλεομοιοτύπημα, τηλετύπημα (TELEX). Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και τα φωτοτυπικά αντίγραφα (γενικώς), έστω και ανεπικύρωτα, συνιστούν έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 13γ'ΠΚ όχι μόνο ενόψει των παραπάνω παρατεθέντων, αλλά κυρίως γιατί έχει καθιερωθεί πλέον να γίνονται δεκτά στις συναλλαγές προς απόδειξη της υπάρξεως των εγγράφων, για τα οποία εκδόθηκαν. Και δεν είναι άσκοπο εν προκειμένω να μνημονευθεί ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι ήδη παγία επί του θέματος αυτού /ΑΠ. 1124/1998 αδήμ. ΑΠ 157/1998 Π.Χρ. ΜΗ 781, 456/1995 Π.Χρ. ΜΕ 766 κ.α.). Κατόπιν αυτών προτείνω να γίνει δεκτή η κατά τα άνω διατυπωθείσα άποψη μου και να αναπαραπεμφθεί η υπόθεση στο ΣΤ' Τμήμα του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, προκειμένου τούτο να εξαντλήσει την δικαιοδοσία του επί όλων των λόγων αναιρέσεως των προταθέντων δια της από 2 Απριλίου 1999 αιτήσεως αναιρέσεως της παρισταμένης ως πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας "NUNTIUS ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ", εδρευούσης στην Αθήνα και νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά του υπ' αρ. 529/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Γυπαράκης " Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλο, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση κι' έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή νομίμως εισάγεται στην Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος των τιθέμενων με τους παραπεμπόμενους λόγους ζητημάτων. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση άλλου, με τη χρήση του, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (ΟλΑΠ 855/1978). Εξάλλου κατά το άρθρο 13 περίπτ. γ' ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1805/1988 "έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός έγγραφο είναι και κάθε μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή , αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα, που έχουν έννομη σημασία." Στην έννοια αυτή του εγγράφου περιλαμβάνεται τόσο το τηλεομοιότυπο (TELEFAX), που διαβιβάζεται σε σταθμό λήψεως με πιστή αναπαραγωγή, από απόσταση, κειμένων, σχεδίων ή εικόνων, με τη βοήθεια καταλλήλων τερματικών διατάξεων, όσο και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου, με μηχανικό τρόπο, ενώ διαφέρουν κατά το ότι το φωτοτυπικό αντίγραφο αναπαράγεται από μία συσκευή (φωτοτυπικό μηχάνημα), ενώ το τηλεομοιότυπο αναπαράγεται, από απόσταση, αφού χρησιμοποιηθούν δύο συσκευές τηλεομοιοτυπίας, μία για τη μεταβίβαση και μία για τη λήψη, σε συνδυασμό με τηλεφωνική συσκευή. Επομένως το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου, εμφανίζεται και στο πιστό τηλεομοιότυπο ή φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και επομένως μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. 'Ετσι και τα έγγραφα αυτά, παρ' ότι δεν είναι πρωτότυπα, είναι δυνατόν να καταστούν υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού ή νόθευσης). Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνησίου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Εξάλλου από την ίδια διάταξη του άρθρου 13 περιπτ. γ' ΠΚ συνάγεται ότι η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, με την πιο πάνω ευρεία έννοια δεν συμπίπτει κατ' ανάγκην, με την αποδεικτική δύναμη που έχουν τα έγγραφα, ως μέσα αποδείξεως, κατά την πολιτική δικονομία και επομένως δεν είναι απαραίτητο να ερευνάται, αν είναι σύμφωνα με τους κανόνες της. Κατά συνέπεια στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο με την πιο πάνω έννοια, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο. Περαιτέρω έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1, στοιχ. ε' ΚΠοινΔ συντρέχει, όταν δεν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και αποκλείουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε, ότι από τα περιστατικά αυτά δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1, στοιχ. β' ΚΠοινΔ , υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. 3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού έκρινε, ότι το τηλεομοιότυπο είναι έγγραφο και ότι δεν είναι έγγραφο το ανεπικύρωτο φωτοτυπικό αντίγραφο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα τις εξής παραδοχές : 'Ότι ο κατηγορούμενος, με την αγωγή 11099/1994 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε, ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία NUNTIUS Ελληνική Χρηματιστηριακή ΑΕ, χρησιμοποιώντας τον υπάλληλό της ....., πραγματοποίησε επ' ονόματι και για λογαριασμό του κατηγορουμένου, ως εντολέα και πελάτη της, τις αναφερόμενες στην αγωγή χρηματιστηριακές συναλλαγές και εξέδωσε στο όνομά του τα αντίστοιχα πινακίδια εκτελέσεως εντολών, δηλωτικά των σχετικών χρηματιστηριακών πράξεων και, ενώ εισέπραξε το τίμημα και την προμήθειά της , δεν παρέδωσε στον ενάγοντα-κατηγορούμενο τους τίτλους των μετοχών. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, την 18.10.1995, ο κατηγορούμενος στις προτάσεις του ανέφερε, ότι προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα των πινακιδίων αγοράς μετοχών ....., ....., ...., .... και των πινακιδίων πώλησης μετοχών του ...., ....., ...., τα οποία του απέστειλε η εναγομένη στην οικία του, μέσω του τηλεομοιοτυπικού μηχανήματός της (FAX) από τον τηλεφωνικό αριθμό των γραφείων της ...... Για την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσκόμισε επτά (7) ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα των πιο πάνω πινακιδίων αγοράς και πώλησης μετοχών, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός σύνδεσης της δικής της τηλεομοιοτυπικής συσκευής "FAX ......" στο πάνω δεξιό τμήμα τους, δείχνοντας έτσι τον αποστολέα τους. Η εταιρεία αυτή, στην από 24.10.1995 μήνυσή της κατά του κατηγορουμένου, ισχυρίζεται, ότι τα φωτοαντίγραφα αυτών των 7 τηλεομοιοτύπων είχε νοθεύσει ο κατηγορούμενος ως προς την ένδειξη του πραγματικού αποστολέα προς αυτόν και συγκεκριμένα είχε σβήσει- απαλείψει, αφαιρέσει κατά την εξαγωγή των φωτοαντιγράφων την εκτυπωμένη ένδειξη του πραγματικού αποστολέα, δηλαδή "FAX FROM .....", ώστε να παραμείνει μόνο η ένδειξη της μηνύτριας και να φαίνεται, ότι η τελευταία είχε συμβληθεί απευθείας με τον κατηγορούμενο. Με τα φωτοαντίγραφα των νοθευμένων αυτών τηλεομοιοτύπων προσπάθησε ο κατηγορούμενος να παραπλανήσει τους δικαστές για την αλήθεια των αγωγικών του ισχυρισμών, ώστε να εκδοθεί ευνοϊκή, για αυτόν, απόφαση. Περαιτέρω περιλαμβάνονται στο βούλευμα οι παραδοχές ότι, εφόσον ο κατηγορούμενος προσκόμισε ανεπικύρωτα και αχαρτοσήμαντα φωτοαντίγραφα των φερομένων ως πλαστών τηλεομοιοτύπων, που δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου, δεν στοιχειοθετείται, κατά την αντικειμενική της υπόσταση η πράξη της πλαστογραφίας, ενώ περαιτέρω, και ανεξάρτητα από αυτά, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η επικαλούμενη νόθευση των τηλεομοιοτύπων με αφαίρεση, απόσβεση ή απάλειψη της ένδειξης των στοιχείων του φερόμενου ως αποστολέα ....... Ότι για τον ίδιο λόγο, δηλαδή, επειδή τα φωτοαντίγραφα των τηλεομοιοτύπων που προσκομίστηκαν ήταν ανεπικύρωτα και αχαρτοσήμαντα, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την τακτική διαδικασία, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και κατά συνέπεια, εφόσον δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου, δεν στοιχειοθετείται ούτε η πράξη της απόπειρας απάτης. Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλ' ούτε και νόμιμη βάση, καθόσον, τόσο ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου της μήνυσης, που υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα κατά του κατηγορουμένου, όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ότι προέκυψαν, αναφέρεται, αντιφατικά, κατά τον προσδιορισμό των ίδιων πραγματικών περιστατικών, αφενός σε νόθευση των πιο πάνω τηλεομοιοτύπων, ως προς ορισμένη ένδειξή τους, κατά την εξαγωγή των φωτοτυπικών αντιγράφων, και αφετέρου σε νόθευση του σώματος των φωτοτυπικών αντιγράφων, ως προς την ίδια ένδειξη. 'Ετσι δεν προκύπτει με σαφήνεια, αν το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για νόθευση και χρήση των πρωτότυπων τηλεομοιοτύπων ή των φωτοτυπικών αντιγράφων τους. Περαιτέρω με το να κρίνει το Συμβούλιο ότι τα πιο πάνω ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα δεν είναι έγγραφα με αποδεικτική δύναμη, υποκείμενα σε πλαστογραφία (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση) έσφαλε, βάσει όσων προαναφέρθηκαν, ως προς την ερμηνεία των άρθρων 13 περιπτ. γ' και 216 παρ. 1 ΠΚ. Κατά συνέπεια είναι βάσιμοι και οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως που έχουν παραπεμφθεί στην Ολομέλεια και αναφέρονται στις πιο πάνω πλημμέλειες του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και ε' Κ.Ποιν.Δ. Επομένως πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς την κρίση του, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία τόσο για την πράξη της πλαστογραφίας, όσο και για την πράξη της απόπειρας απάτης, ως προς την οποία θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται, για το λόγο ότι έγινε με την επίκληση και προσαγωγή στο δικαστήριο φωτοτυπικών αντιγράφων, τα οποία δεν ήταν, τάχα, έγγραφα. Περαιτέρω, μετά την πλήρη αναίρεση του βουλεύματος, παρέλκει η έρευνα των λόγων αναιρέσεως, που δεν έχουν παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, και αναφέρονται σε άλλες ελλείψεις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και σε έλλειψη νόμιμης βάσης καθώς και σε απόλυτη ακυρότητα. Πρέπει συνεπώς να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν συμμετάσχει (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το βούλευμα 529/1999 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 9 Μαρτίου 2000 και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2000. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΗΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται τόσο το τελεμοιότυπο, όσο και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου. Για την αποδεικτική ισχύ του φωτοτυπικού αντιγράφου στο ποινικό δίκαιο δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 449 παρ.2 ΚΠολΔ βεβαίωση της ακρίβειάς του από αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο. Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται τόσο το τελεμοιότυπο, όσο και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου που παρότι δεν είναι πρωτότυπα είναι δυνατόν να καταστούν υλικά αντικείμενα πλαστογραφίας. Η δημιουργία εγγράφου με την μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά την φωτοτύπηση στοιχείων του γνησίου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει νοθευτεί συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού. Για την αποδεικτική ισχύ του φωτοτυπικού αντιγράφου στο ποινικό δίκαιο δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 449 παρ.2 ΚΠολΔ βεβαίωση της ακρίβειάς του από αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πότε υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσεως. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για πλαστογραφία και για απόπειρα απάτης επι δικαστηρίω κατά του κατηγορουμένου που προσκόμισε στο δικαστήριο ανεπικύρωτα και αχαρτοσήμαντα φωτοαντίγραφα των φερομένων ως πλαστών τελεμοιοτύπων, με τα οποία φέρεται ότι προσπάθησε να παραπλανήσει τους δικαστές ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του , διότι α)δεν προκύπτει αν το Συμβούλιο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία για νόθευση και χρήση των πρωτοτύπων ή των φωτοαντιγράφων τους και 2)το Συμβούλιο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 13 γ και 216 ΠΚ, κρίνοντας ότι τα ανεπικύρωτα και αχαρτοσήμαντα φωτοτυπικά αντίγραφα δεν είναι έγγραφα με αποδεικτική δύναμη, υποκείμενα σε πλαστογραφία και ότι περαιτέρω δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την τακτική διαδικασία ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μη στοιχειοθετούμενης συνεπώς ούτε απόπειρας απάτης (Ολομ.ΑΠ 2/2000 Ποιν.Χρον. Ν.120). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Πλαστογραφία
Έγγραφα, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 3/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Θεόδωρο Τόλια και Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπροέδρους, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Ιωάννη Μυγιάκη-Εισηγητή, Αριστείδη Κρομμύδα, Ηλία Βλάσση, Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Γεώργιο Ρήγο, Δημήτριο Ζέρβα, Δαμιανό Παπαθανάση, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου και Δημήτριο Παπαμήτσο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών). Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 20η Ιανουαρίου 2000, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5578/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον .... που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγουσα την "Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕΠΙ", που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργύριο Καρρά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 5578/1998 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 22 Σεπτεμβρίου 1998 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Μηλιάς Αθανασοπούλου και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1461/1998. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1564/1999 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς εναγούσης, που με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο, ζήτησε όσα αναφέρονται και στα σχετικά πρακτικά, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την υπ' αριθμ. 1564/1999 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το ζήτημα του εμπροθέσμου ή μη της από 22 Σεπτεμβρίου 1988 αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της αθωωτικής αποφάσεως 5578/1998 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι πρόκειται περί ζητήματος με γενικότερο ενδιαφέρον. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κλήτευσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τον κατηγορούμενο ..... (άρθρα 513 παρ. 1 και 155 παρ. 1 του ΚΠΔ), για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (βλ. το από 2.12.1999 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων .....), εκείνος όμως (ο οποίος δεν είναι δικηγόρος), δεν εμφανίστηκε με συνήγορο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 513 παρ. 3 του ΚΠΔ). 2 . Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε αποφάσεως οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του νόμου 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώριση στο άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 9 του ν. 969/1979, όπως άρχιζε και προηγουμένης (από την κατά την 1.1.1951 έναρξη της ισχύος του Κ.Ποιν.Δ.), ήτοι από τη δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διάταξης του άρθρου 9 του ν. 969/1979 (άρθρο 473 αριθ. 3 ΚΠΔ) κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση αλλά μόνο οι τελεσίδικες. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διάταξης, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής απόφασης ( η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση), ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 969/1979 αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει επίσης προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της απόφασης, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνσή του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της με έφεση, και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης αναιρετικού ελέγχου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευσή της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής. Προσθέτως όμως έχει την ευχέρεια, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η θέση των διαδίκων (άρθρο 505 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ). 3.Με την υπό κρίση από 22 Σεπτεμβρίου 1998 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθ. 5578/23.1.1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό. Με την απόφαση αυτή κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος ......, ο οποίος μετά από έγκληση της πολιτικώς ενάγουσας Ελληνικής Εταιρείας προς προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας Α.Ε., είχε κατηγορηθεί για παράβαση των άρθρων 1, 3 και 66 παρ. 1 του ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων. Η απόφαση αυτή μπορούσε να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της εφέσεως, τόσο από τον κατηγορούμενο, για τους αναφερόμενους στο άρθρο 486 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ λόγους, όσο και από την εισαγγελική αρχή (άρθρο 486 παρ. 1 εδ. γ' του αυτού Κώδικα). Καταχώριση της απόφασης αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικό βιβλίο δεν ήταν νομικώς αναγκαία και επομένως η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε από τη δημοσίευσή της, η οποία έγινε την 23 Ιανουαρίου 1998. Συνεπώς η αίτηση αυτή , που ασκήθηκε στις 22.9.1998, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει). 'Ένα όμως μέλος του Δικαστηρίου, ο αρεοπαγίτης Θεόδωρος Μπάκας, έχει την ακόλουθη γνώμη: Η παραπάνω ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 505 παρ. 2 και 473 παρ. 3 του ΚΠΔ καταλήγει σε αποστέρηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το δικαίωμά του να προσβάλλει με αναίρεση τις εκκλητές αποφάσεις, αφού πριν από την καταχώρισή τους δεν έχουν συνταχθεί οι αιτιολογίες τους και ως εκ τούτου είναι αδύνατος ο εντοπισμός λόγων αναιρέσεως. Ενόψει δε του ότι στην πρακτική κατά κανόνα η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. β' του ΚΠΔ επεκτείνεται και στις εκκλητές αποφάσεις, επιβάλλεται να γίνει ερμηνευτικώς δεκτό ότι η προθεσμία προς αναίρεση αφετηριάζεται και στις περιπτώσεις αυτές από την ως άνω καταχώριση. Η φράση του άρθρου 479 παρ. 2 του ΚΠΔ "από την έκδοσή του", που αναφέρεται στα βουλεύματα και στην οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α' ΚΠΔ, πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια της καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο και όχι της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Επομένως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο την 24.8.1998 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 22.9.1998, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να κριθεί εμπρόθεσμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο παραπέμψαν Ε' Ποινικό Τμήμα, προκειμένου αυτό να εξετάσει το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Σεπτεμβρίου 1998 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5578/23.1.1998 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 16 Μαρτίου 2000 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 13 Απριλίου 2000. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε αρχίζει η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως. Η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως αρχίζει και μετά την ισχύ του άρθρου 9 του ν. 969/1979, από την δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο προβλεπόμενο από το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ (αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις ) ειδικό βιβλίο. Αντίθετη μειοψηφία ενός μέλος. Ήταν εκπρόθεσμη η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά εκκλητής αποφάσεως η οποία ασκήθηκε εντός τριακονθημέρου από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, αλλά μετά την εκπνοή της τριακονθήμερης προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης με αυτήν αποφάσεως(Ολομ. ΑΠ 3/2000 Ποιν.Χρον. Ν. 122 και 4/2000 Ποιν.Χρον. Ν.494). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Προθεσμία
Προθεσμία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 1/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γεώργιο Βελλή, Προεδρεύοντα- Αντιπρόεδρο (κωλυομένου του Προέδρου), Πολύβιο Μαντζιάρα, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο και Αναστάσιο Καραγεώργη, Αντιπροέδρους, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Χρήστο Παληοκώστα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Σουλτανιά-Εισηγητή, Δημήτριο Λινό, Λουκά Λυμπερόπουλο, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεράσιμο Φρούντζο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Στυλιανό Πατεράκη και Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών.)Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως Δημητρίου Δωρή (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 21 Οκτωβρίου 1999, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, για αναίρεση των υπ' αριθμ. 13121/1997 και 1474/1999 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με τις υπ' αριθμ. 13121/1997 και 1474/1999 αποφάσεις του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτές. Και η αναιρεσείουσα ζητάει τώρα την αναίρεση των αποφάσεων αυτών για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 1999 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 377/1999. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1240/1999 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 13121/1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η από 24.2.1999 αίτηση αναίρεσης της...... κατά των αποφάσεων 13121/1997 και 1474/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς το παραδεκτό της και όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται σ' αυτήν παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 1240/1999 ομόφωνη απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος αυτού επειδή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρα 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 του ν. 2331/1995, και 3 παρ. 2 ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 111 παρ. 1θ του ν.1756/1988, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1868/1989). Κατά το αρχικό κείμενο του άρθρου 514 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., "δευτέρα αίτησις αναιρέσεως της αυτής αποφάσεως ουδέποτε επιτρέπεται". Το κείμενο αυτό, κατά το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 1406/1983, επικρατεί του διατυπωθέντος στη δημοτική κατά τη μεταγλώττιση με το ΠΔ 258/1986, το οποίο, ορίζοντας ότι "δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης", δεν περιλαμβάνει το επίρρημα "ποτέ". Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, εκτός ορισμένων εξαιρετικών αλλά μη προκείμενων περιπτώσεων, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης από τον ίδιο διάδικο, ανεξάρτητα από το αν εκείνη που ασκήθηκε προηγουμένως απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή ο 'Αρειος Πάγος δεν μπορεί πλέον να εξετάσει δεύτερη αίτηση αναίρεσης, διότι διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 138 επ., 371 και 145 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, περιέχει τη σύνθεσή του, συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, δηλαδή το διαδικαστικό ιστορικό, τις αιτιολογίες και το διατακτικό της, διακρίνεται δε, ως αυτοτελής διαδικαστική πράξη, από τα πρακτικά της δίκης, έτσι ώστε η απόφαση με την οποία γίνεται διόρθωση των λαθών ή συμπλήρωση των ελλείψεων που υπάρχουν στα πρακτικά δεν αφορά ούτε θίγει την οικεία απόφαση, η οποία και μετά την ως άνω διόρθωση ή συμπλήρωση παραμένει η ίδια, ενώ εξάλλου η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση, αλλά συμπροσβάλλεται με εκείνη την οποία διόρθωσε ή συμπλήρωσε. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς εκτιμά ο 'Αρειος Πάγος για να κρίνει το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα : Με την απόφαση 13121/1997 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης απορρίφτηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης 13733/1994 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η τελευταία είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για παράβαση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990. Κατά της απόφασης αυτής του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου η αναιρεσείουσα άσκησε την από 11.2.1998 αίτηση αναίρεσης την οποία απέρριψε ο 'Αρειος Πάγος (Ε' Ποινικό Τμήμα) με την απόφασή του 1002/1998. Ειδικότερα με την απόφασή του αυτή ο 'Αρειος Πάγος απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους της αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης που είχε απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτης , καθώς και για υπέρβαση εξουσίας , ενώ τους λόγους της αναίρεσης για απόλυτη και μη καλυφθείσα σχετική ακυρότητα στο ακροατήριο, έλλειψη ακρόασης, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη νόμιμης βάσης τους απέρριψε διότι είχαν ως βάση τα προβληθέντα με την αίτηση αναίρεσης περιστατικά, ότι εμφανίστηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο ο συνήγορος της αναιρεσείουσας και ζήτησε να του επιτραπεί να την εκπροσωπήσει κατ' άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠοινΔ, βάση όμως η οποία δεν αποδεικνυόταν από την προσβληθείσα απόφαση και την έκθεση των πρακτικών. Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την 1474/1999 απόφασή του δέχτηκε αίτηση της αναιρεσείουσας και συμπλήρωσε την 13121/1997 απόφασή του ως ακολούθως : "1) Παρουσιάστηκε ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης… και ζήτησε από το δικαστήριο να εκπροσωπήσει την κατηγορούμενη και τώρα αιτούσα 2) προσκόμισε για την παράστασή του αυτή α) το υπ' αριθ..... πληρεξούσιο της Συμβ/φου Θεσ/νίκης… β) το ….τετραπλότυπο του ΔΣΘ γ) δυο έντυπους καταλόγους με πλήρη στοιχεία ταυτότητος των υπό εξέταση μαρτύρων… και δ) την από .....ιατρική γνωμάτευση του Νοσοκομείου ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ". Από την εν λόγω…………. προκύπτει ότι με αυτή συμπληρώθηκαν κατά τα προαναφερθέντα στοιχεία της παράστασης του συνηγόρου και της υποβολής από αυτόν αιτήματος να εκπροσωπήσει την αναιρεσείουσα τα πρακτικά συνεδριάσεως και όχι η 13121/1997 απόφαση, η οποία και μετά τη συμπλήρωση των πρακτικών της παρέμεινε αμετάβλητη και εξακολουθεί να είναι η ίδια, δηλαδή η αρχική με την οποία απορρίφτηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη. Κατά της απόφασης, όμως, αυτής, η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει αναίρεση, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε ο 'Αρειος Πάγος με την 1002/1998 απόφασή του για λόγους ουσιαστικούς και όχι γιατί δεν τηρήθηκαν οι οριζόμενες από το νόμο για την άσκηση της διατυπώσεως). Επομένως η κρινόμενη αναίρεση, ως δεύτερη κατά της ίδιας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα έξοδα πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της αναιρεσείουσας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 24/2/1999 αίτηση της ..... για αναίρεση των 13121/1997 και 1474/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καιΕπιβάλλει τα έξοδα από εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές εις βάρος της αναιρεσείουσας. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 1999 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 13 Ιανουαρίου 2000. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε επιτρέπεται δευτέρα αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση. Το αρχικό κείμενο του άρθρου 514 εδ. γ ΚΠΔ(«Δευτέρα αίτηση αναιρέσεως της αυτής αποφάσεως ουδέποτε επιτρέπεται») επικρατεί του κειμένου της δημοτικής από το οποίο έχει παραλειφθεί το επίρρημα «ποτέ». Η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση, αλλά συμπροσβάλλεται με εκείνη την οποία διορθώνει ή συμπληρώνει. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως (που απερρίφθη), καθώς με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που εξεδόθη μετά την απορριπτική της πρώτης αναιρέσεως απόφαση του Αρείου Πάγου συμπληρώθηκαν μόνο τα πρακτικά συνεδριάσεως όχι δε και η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που μετά την συμπλήρωση των πρακτικών παρέμεινε αμετάβλητη και εξακολουθεί να είναι η ίδια, κατ’ αυτής συνεπώς δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως(Ολομ.ΑΠ 1/2000 Ποιν.Χρον. Ν .118). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αποφάσεως διόρθωση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αποφάσεως διόρθωση.
0
Αριθμός 5/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή και Θεόδωρο Τόλια, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Μυγιάκη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αριστείδη Κρομμύδα, Εμμανουήλ Δαμάσκο, Παύλο Μεϊδάνη, Γεώργιο Ρήγο, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Ζέρβα, Δαμιανό Παπαθανάση, Θεόδωρο Λαφαζάνο-Εισηγητή, Θεόδωρο Μπάκα, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου και Δημήτριο Παπαμήτσο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών) . Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως Χρήστου Αναστασόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 18 Μαϊου 2000, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... και ήδη κρατουμένου των Φυλακών Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Παπαθανασίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 858-860/1999 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, που εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Κιούση, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 858-860/1999 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουλίου 1999 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1331/1999. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 380/2000 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Νομίμως εισάγεται στην Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση, κατόπιν παραπομπής από το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα με την απόφασή του 380/2000, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί κατά πλειοψηφία, με διαφορά μιας ψήφου, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της αναίρεσης. Επειδή, κατά το άρθρο 473 παρ. 2 εδαφ. α' Κ.Ποιν.Δικ., η αναίρεση κατά "καταδικαστικής" απόφασης μπορεί να ασκηθεί από τον καταδικασθέντα με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών, η οποία, κατά την παρ. 3 εδαφ. α' του ίδιου άρθρου, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί, καθαρογραμμένη, στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Καταδικαστική είναι η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ' αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική. Στην περίπτωση του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, όταν επιβάλλεται, κατά το άρθρο 98 ΠΚ, μία ποινή για όλες τις μερικότερες πράξεις, πρόκειται για ενιαία ποινή , η οποία διακρίνεται από τη συνολική ποινή των άρθρων 94-97 ΠΚ (Ολ ΑΠ 32/1990). Αν αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση μόνο ως προς την ποινή ή, επί εξακολουθούντος εγκλήματος, μόνο ως προς ορισμένη ή ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση του εγκλήματος ή ως προς την τέλεση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για τις οποίες δεν εχώρησε αναίρεση. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται, κατά το άρθρο 512 Κ.Ποιν.Δ., η υπόθεση, περιορίζεται στην επιβολή νέας ποινής και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει την ενοχή ως προς το έγκλημα ή ως προς τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες η κρίση περί ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη. Εφόσον όμως το δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλει, ύστερα από επιμέτρηση, νέα ποινή, η απόφασή του είναι και αυτή "καταδικαστική", όπως και η προηγούμενη. Διότι, η απόφαση αυτή συμπληρώνει και ολοκληρώνει την καταδίκη, από καμία δε διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η απόφαση είναι καταδικαστική μόνο στη συνήθη περίπτωση, που η κρίση για την ενοχή και για την ποινή συνέχονται. Και στις δύο περιπτώσεις η απόφαση για την ποινή προϋποθέτει προηγούμενη κρίση για την ενοχή και λαμβάνεται αφού προηγηθεί η, κατά τα άρθρα 79 και 80 ΠΚ, επιμέτρηση. Στην προκείμενη περίπτωση ο ..... καταδικάστηκε, με την απόφαση 350-362/1998 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για κατ' εξακολούθηση πράξεις κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την απόφαση 780/1989 του Αρείου Πάγου α) ως προς τη διάταξη που αφορούσε την καταδίκη για ορισμένες μερικότερες πράξεις του ίδιου κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής και έπαυσε, για τις πράξεις αυτές, η ποινική δίωξη, β) ως προς τη διάταξη που αφορούσε μια μερικότερη πράξη (του έτους 1981), λόγω ασαφούς αιτιολογίας, και γ) ως προς την ποινή. Στη συνέχεια παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Πενταμελές Εφετείο, για νέα συζήτηση, ως προς την ενοχή για τη μία μερικότερη πράξη και για να επιβληθεί νέα ποινή για το όλο κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Το Πενταμελές Εφετείο, με την απόφαση 858, 859, 860/1999 έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για τη μία μερικότερη πράξη, λόγω παραγραφής, και επέβαλε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και έξι (6) μηνών για τις υπολειπόμενες μερικότερες πράξεις, η τέλεση των οποίων είχε κριθεί αμετάκλητα. Η απόφαση αυτή είναι "καταδικαστική", καταχωρήθηκε δε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ. στις 14 Ιουλίου 1999. Η κατ' αυτής αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29 Ιουλίου 1999, δηλαδή μέσα στην πιο πάνω εικοσαήμερη προθεσμία. Επομένως η αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή. Μειοψήφησαν οκτώ (8) μέλη, ήτοι οι Στέφανος Ματθίας, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και Παύλος Μεϊδάνης, Δαμ. Παπαθανάσης, Θεόδωρος Μπάκας, Νικόλαος Γεωργίλης, Κωνσταντίνος Βαρδαβάκης, Ανδρέας Μοσχανδρέου, Δημήτριο Παπαμήτσος, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι η απόφαση η οποία, μετά μερική αναίρεση, μόνο ως προς την ποινή, με δεδομένη την αμετάκλητη καταδίκη για την τέλεση της πράξης ή μερικότερων πράξεων εξακολουθούντος εγκλήματος, επιμετρά απλώς και επιβάλλει την προσήκουσα ποινή, δεν είναι "καταδικαστική" υπό την έννοια του ως άνω άρθρου 473 παρ. 2 α' Κ.Π.Δ. Διότι ως "καταδίκη" νοείται, κατά την κοινή αντίληψη, η κρίση για την ενοχή και η κήρυξη του κατηγορουμένου ενόχου. Μόνη η επιμέτρηση της επιβλητέας ποινής και η επιβολή της δεν αποτελεί "καταδίκη". Εφόσον δε η ως άνω διάταξη εισάγει εξαίρεση, δεν επιτρέπεται διεύρυνση ή αναλογική επέκτασή της. Επομένως κατά τη γνώμη της μειοψηφίας η αναίρεση, που ασκήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά δε την πάροδο της, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδαφ. α' Κ.Ποιν.Δ., δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, είναι διττώς απαράδεκτη. Μετά την κρίση του Δικαστηρίου για το παραδεκτό της αναίρεσης, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ΣΤ' Ποινικό Τμήμα για την περαιτέρω έρευνα. Για τους λόγους αυτούςΑποφαίνεται, ότι η από 26 Ιουλίου 1999 αναίρεση του ..... κατά των αποφάσεων 858-860/1999 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή. Αναπέμπει την υπόθεση στο ΣΤ' Ποινικό Τμήμα για περαιτέρω έρευνα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2000 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2000. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια καταδικαστικής αποφάσεως. Νομική φύση της ενιαίας ποινής που επιβάλλεται επί εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση. Το δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται η απόφαση μετά την αναίρεσή της μόνο ως προς την ποινή ή επί εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, μόνο ως προς ορισμένη ή προς ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει την ενοχή ως προς το έγκλημα ή τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες η καταδίκη κατέστη αμετάκλητη. Η απόφασή του όμως αυτή είναι επίσης καταδικαστική, όπως και η προηγούμενη. Διότι, η απόφαση αυτή συμπληρώνει και ολοκληρώνει την καταδίκη, από καμία δε διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η απόφαση είναι καταδικαστική μόνο στη συνήθη περίπτωση, που η κρίση για την ενοχή και για την ποινή συνέχονται. Και στις δύο περιπτώσεις η απόφαση για την ποινή προϋποθέτει προηγούμενη κρίση για την ενοχή και λαμβάνεται αφού προηγηθεί η κατά τα άρθρα 79 και 80 ΠΚ, επιμέτρηση. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, η εν λόγω απόφαση δεν είναι καταδικαστική υπό την έννοια του άρθρου 473 παρ. 2 εδ.α ΚΠοινΔ, διότι με αυτή γίνεται απλώς επιμέτρηση και επιβολή της προσήκουσας ποινής (Ολομ.ΑΠ 5/2000 Ποιν.Χρον. Ν.687). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ποινή
Ποινή, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
Αριθμός 2/1999 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΛΗΡΗ)(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γεώργιο Βελλή, Προεδρεύοντα-Αντιπρόεδρο (κωλυομένου του Προέδρου), Πολύβιο Μαντζιάρα, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο και Αναστάσιο Καραγεώργη, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Μυγιάκη, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Αριστείδη Κρομμύδα, Κωνσταντίνο Κωστήρη-Εισηγητή, Ηλία Βλάσση, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Παύλο Μεϊδάνη, Γεώργιο Ρήγο, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Χρήστο Παληοκώστα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Δαμιανό Παπαθανάση, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λουκά Λυμπερόπουλο, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη και Δημήτριο Παπαμήτσο, Αρεοπαγίτες (γιατί κωλύονται οι λοιποί αρεοπαγίτες). Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 21 Οκτωβρίου 1999, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων : 1) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κουνέλη, 2) Χ3 κατοίκου στη ζωή ...., 3) Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Πατρών, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγότζα και 4) Χ4, κατοίκου στη ζωή ......, για αναίρεση των 305-307α, 318-320, 333, 333α και 334-340/1997 αποφάσεων του Β' Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον ....., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγοντες τους : 1) ΕΛΤΑ, νομίμως εκπροσωπούμενα, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Βασιλική Δημητρίου, 2) "ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", νομίμως εκπροσωπούμενη, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 3) ....., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Β' Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με τις υπ' αριθμ. 305, 306, 307, 307α, 318, 319, 320, 333, 333α, 334, 335, 336, 337, 338, 339, 340/1997 αποφάσεις του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτές. Και οι αναιρεσείοντες ζητάνε τώρα την αναίρεση των αποφάσεων αυτών για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Φεβρουαρίου 1998, 11 Ιουλίου 1997, 5 Φεβρουαρίου 1998 και 17 Φεβρουαρίου 1998 αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 397/1998. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 523/1999 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να αναιρεθούν οι προκείμενες αποφάσεις. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ με την 523/1999 ομόφωνη απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (κυρ. ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, οι υπό στοιχ. 2 Α', Β' και Γ' λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 (που κρίθηκαν ως αυτεπαγγέλτως εξεταστέοι, κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ, και για τον άλλο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ...), κατά των με αριθ. 305-307α, 318-320, 333, 333α' και 334-340/1997 αποφάσεων του Β' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι με τους λόγους αυτούς, τίθενται ζητήματα εξαιρετικής σημασίας. ΕΠΕΙΔΗ, με το άρθρο 2 παρ. 2 α' του ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε το άρθρο 105 του ΚΠΔ ως ακολούθως : "'Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος , η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί ν' αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 ΚΠΔ με τον παραπάνω ν. 2408/96, που ισχύει από 4.6.1996, σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης ("αστυνομικής") προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. 'Ετσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της "μαρτυροποίησής" του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη, που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ. Η νέα αυτή διάταξη του άρθρου 105 του ΚΠΔ και η δι' αυτής θεσπιζομένη ακυρότητα, σε περίπτωση παραβάσεώς της, ως δικονομική, εφαρμόζεται σε εξέταση του υπόπτου που γίνεται στα πλαίσια αυτεπάγγελτης προανακρίσεως από την ημέρα ισχύος του νόμου 2408/1996, δηλαδή από 4.6.1996 και μετά, ενώ το κύρος μιας τέτοιας εξετάσεως που έγινε πριν από τις 4.6.1996 θα κριθεί βάσει του άρθρου 105 ΚΠΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την παραπάνω αντικατάστασή του, σύμφωνα με τη γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού ποινικού δικαίου, που αποτυπώνεται και στο άρθρο 596 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠΔ, κατά την οποία οι πράξεις της διαδικασίας που τελέσθηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους, εφόσον έγιναν σύμφωνα με τις καταργούμενες αυτές διατάξεις. Όμως η νέα αυτή δικονομική διάταξη του άρθρου 105 ΚΠΔ κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αυτής, που ορίζει ότι "κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31" και με την παραπομπή αυτή απαγορεύει ήδη και ρητώς την ένταξη στη δικογραφία, επιτάσσοντας την παραμονή στο αρχείο της εισαγγελίας , της έγγραφης εξετάσεως του υπόπτου, που έγινε κατά τη διάρκεια αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, έχει άμεση εφαρμογή από τον παραπάνω χρόνο της ισχύος της (4.6.1996) ως προς το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και στις εκκρεμείς δίκες, έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως. Και ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. δεύτερο του ΚΠΔ δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως της ανώμοτης καταθέσεως του υπόπτου, όμως η διάταξη αυτή έχει θεσπισθεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974, βλ. σχετ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου στην προσφυγή ....., Ποιν. Χρον. ΜΣΤ' 1532), καθώς και του δικαιώματός του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Επομένως, βάσει της διατάξεως αυτής, δεν είναι επιτρεπτό, να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν έχει καταθέσει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία κατά την ανώμοτη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Συνακόλουθα η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου, της ανώμοτης καταθέσεως που έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, αν έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μετά την 4.6.1996, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περιπτ. δ' του ΚΠΔ, και θεμελιώνει έτσι λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ . Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από τα πρακτικά των προσβαλλομένων αποφάσεων, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, καθώς και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, ζήτησαν να μην αναγνωσθούν και αξιολογηθούν αποδεικτικώς οι ανώμοτες καταθέσεις τους που είχαν δώσει ενώπιον αστυνομικών ανακριτικών υπαλλήλων κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως από 31.10.1991 μέχρι 5.11.1991. Το δικαστήριο, όμως, με τις 320, 333 και 33α/1997 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του, όπως από αυτές προκύπτει, απέρριψε το αίτημα αυτό και προχώρησε στην ανάγνωση περικοπών από τις ανώμοτες καταθέσεις, που είχαν δώσει ενώπιον των ως άνω ανακριτικών υπαλλήλων, κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ3 και Χ4, στη συνέχεια δε, αξιολογώντας και τις καταθέσεις αυτές, κατέληξε στην περί ενοχής των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 απόφασή του. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο σχετικός υπό στοιχείο 2Α' λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον 'Αρειο Πάγο και για τον επίσης αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2, σύμφωνα με το άρθρο 511 ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διότι αναγνώσθηκαν και αξιολογήθηκαν, παρά και τη σχετική εναντίωσή τους, ανώμοτες καταθέσεις των πιο πάνω κατηγορουμένων που είχαν ληφθεί κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 105 παρ. 2 εδ. β' και 31 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ, που έχουν τεθεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 510 παρ. 1Α'.ΚΠΔ). Ακολούθως, αφού αναιρεθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει η δίκη να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση, ως προς τους αναιρεσείοντες παραπάνω κατηγορουμένους, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). Μειοψήφησε, όμως, το μέλος του Δικαστηρίου αρεοπαγίτης Γρηγόριος Φιλιππάτος, ο οποίος έχει την ακόλουθη γνώμη : Κατά το άρθρο 105 ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α' του ν. 2408/1996, "στις περιπτώσεις αυτόφωρου εγκλήματος, για το οποίο ενεργείται προανάκριση χωρίς παραγγελία του εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος μπορεί να στερηθεί τα παραπάνω δικαιώματα (δηλαδή τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 100 παρ. 1, 2 και 4, 101, 102 και 103 του ίδιου Κώδικα), εκτός από το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, αν κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την προανάκριση βλάπτεται από την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών το έργο της ανάκρισης για την ανακάλυψη της αλήθειας". Ακόμη, κατά την παρ. 2 του άρθρου 243 του ίδιου Κώδικα "αν από την αναβολή απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα τότε όλοι οι κατά το άρθρο 33 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα …". Η δικαιολογητική βάση της πρώτης διατάξεως (του άρθρου 105) πήγαζε από την ίδια τη φύση της ενεργούμενης προανακρίσεως, η οποία σκοπό έχει την αναζήτηση των πρώτων ιχνών του εγκλήματος και έχει ανάγκη να μείνει απερίσπαστη στο έργο της προς ανακάλυψη της αλήθειας, ενώ η δεύτερη διάταξη (της παρ. 2 του άρθρου 243) αποσκοπεί στη διασφάλιση των αποδείξεων. 'Ετσι μέχρι την, κατά τα πιο πάνω, αντικατάσταση του άρθρου 105 ΚΠΔ δεν δημιουργούνταν ακυρότητα της εξετάσεως (ανώμοτης ή και ένορκης) κάποιου προσώπου κατά τη διενέργεια αυτεπάγγελτης προανακρίσεως από το ότι το πρόσωπο αυτό μεταγενεστέρως, με την άσκηση εναντίον του ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα, απέκτησε, κατά το άρθρο 72 ΚΠΔ, την ιδιότητα του κατηγορουμένου, η κατάθεση δε αυτή, που είχε δοθεί στην προανάκριση, μπορούσε επιτρεπτώς να αξιολογηθεί μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς έτσι να παραβιάζονται οι διατάξεις ούτε του άρθρου 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, λαμβανομένου υπόψη ότι η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, που ορίζει ότι "αν έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας", δεν είχε, σε κάθε περίπτωση, εδώ εφαρμογή, αφού αφορά μόνο έγγραφες καταθέσεις υπόπτων προσώπων που εξετάστηκαν κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, η ύπαρξη των οποίων άλλωστε στη δικογραφία και η λήψη τους υπόψη δεν δημιουργούσε ακυρότητα, εφόσον δεν απαγγελλόταν τέτοια ούτε από την εν λόγω διάταξη αλλ' ούτε και από κάποια άλλη διάταξη. Η παραπάνω όμως κατάθεση που δόθηκε κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση διατηρεί το κύρος της και μετά την προαναφερόμενη αντικατάσταση του άρθρου 105 ΚΠΔ, σύμφωνα με τη γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού ποινικού δικαίου, που καθιερώθηκε για να μη αχρηστεύεται το συλλεγέν, πολύτιμο πολλές φορές, αποδεικτικό υλικό και που αποτυπώνεται και στο άρθρο 596 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, κατά την οποία οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους, εφόσον βεβαίως έγιναν σύμφωνα με τις καταργούμενες αυτές διατάξεις. Επιτρέπεται δε να αξιολογηθεί μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, έστω και αν η διαδικασία στο ακροατήριο λαμβάνει χώρα μετά την 4.6.1996, χρόνο ενάρξεως της ισχύος της νέας διατάξεως του άρθρου 105 ΚΠΔ, αφού το εν λόγω άρθρο , όπως από αυτό προκύπτει, δεν απαγγέλλει ακυρότητα και της εξετάσεως που κατά παράβασή του είχε γίνει πριν από την έναρξη της ισχύος του. Επομένως επιτρεπτώς το Β' Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη τις παραπάνω αναγνωσθείσες περικοπές από τις ανώμοτες καταθέσεις , που είχαν δοθεί ενώπιον αστυνομικών ανακριτικών υπαλλήλων, κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως από 31.10.1991 μέχρι 5.11.1991 οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ3 και Χ4 και γι' αυτό έπρεπε ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπό στοιχεία 2Α' λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, που παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΑΝΑΙΡΕΙ τις με αριθ. 305-307α, 318-320, 333, 333α και 334-340/1997 αποφάσεις του Β' Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών,ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ τη δίκη για νέα συζήτηση, ως προς τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους Χ1 και Χ2, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 1999 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 9 Δεκεμβρίου 1999. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσης που έδωσε κατά την προανάκριση, επάγεται απόλυτη ακυρότητα. Η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ.β και 105 παρ.2 εδ.β ΚΠοινΔ ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσης που έδωσε κατά την προανάκριση, εφόσον έλαβε χώρα στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία μετά την θέση σε ισχύ του ν. 2408/1996, επάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αναιρούνται λόγω απόλυτης ακυρότητας οι προσβαλλόμενες αποφάσεις με τις οποίες, αφού απερρίφθη το αίτημα των κατηγορουμένων για μη ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση των ανωμοτί καταθέσεών τους ενώπιον αστυνομικών ανακριτικών υπαλλήλων κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση, προ της θέσεως σε ισχύ του ν. 2408/1996, το δικαστήριο αξιολόγησε τις καταθέσεις αυτές και κατέληξε στην περί ενοχής κρίση των κατηγορουμένων. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, η ως άνω κατάθεση διατηρεί δυνάμει του άρθρου 596 παρ.1 εδ.β ΚΠοινΔ το κύρος της και μετά την αντικατάσταση του άρθρου 105 ΚΠοινΔ, επιτρέπεται δε η αποδεικτική αξιολόγησή της, έστω και αν η διαδικασία λαμβάνει χώρα μετά την 4-6-1996, αφού το άρθρο 105 ΚΠοινΔ δεν απαγγέλλει ακυρότητα και της εξέτασης που κατά παράβασή του έγινε πριν από την έναρξη ισχύος του( Ολομ.ΑΠ 2/1999 Ποιν.Χρον.ΜΘ. 810). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος, Προανακριτικη ανώμοτη κατάθεση.
2
Αριθμός 1/1999 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ(ΠΟΙΝΙΚΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Αγησίλαο Μπακόπουλο, Γεώργιο Βελλή, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπροέδρους, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Ιωάννη Μυγιάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Γεώργιο Μπούτσικο, Ανδρέα Κατράκη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Γεώργιο Νικολόπουλο, Εμμανουήλ Δαμάσκο, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Γρηγόριο Φιλιππάτο-εισηγητή, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λουκά Λυμπερόπουλο και Λέανδρο Ρακιντζή, Αρεοπαγίτες (γιατί κωλύονται οι λοιποί Αρεοπαγίτες).Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Παναγιώτου Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 19η Νοεμβρίου 1998, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2707/1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, το οποίο διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Προυσανίδη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την υπ' αριθμ. 2707/1997 απόφασή του κήρυξε απαράδεκτη την κατά του κατηγορουμένου ...... ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά πλειοψηφία, του ότι με πρόθεσή του προσέβαλε με έργο την τιμή άλλων. Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 20 Μαϊου 1997 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Γκανά και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 695/1997. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 420/1998 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την υπ' αριθ. 420/1998 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο μοναδικός λόγος της από 20.5.1997 αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών 2707/1997.2. Κατά το άρθρο 361 Α παρ. 1 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1419/1984, και φέρει ως τίτλο "Απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση", ορίζεται ότι : "Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση (άρθρο 361 παρ. 1), αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απρόκλητη είναι η εξύβριση όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν προηγουμένως καμία σχέση ή επαφή και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο να στραφεί κατά του συγκεκριμένου παθόντος, αλλά ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα. Πράγματι, η "απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση" διαφοροποιείται από την κοινή εξύβριση του προηγούμενου άρθρου 361 παρ. 1 ΠΚ σε τέσσερα σημεία : 1) περιορίζεται στην τέλεση της προσβολής εμπράκτως, 2) προϋποθέτει ότι η πράξη τελέστηκε "χωρίς πρόκληση από τον παθόντα", 3) τιμωρείται βαρύτερα και 4) διώκεται αυτεπαγγέλτως, δεδομένου ότι το άρθρο 361 Α δεν αναφέρεται στο 368 παρ. 1 ΠΚ. Τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά παραπέμπουν στην ιδιαίτερη μορφή εξύβρισης που εμφανίστηκε στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως εκδήλωση αντικοινωνικής αυθάδειας και περιφρόνησης προς όσους είναι εντεταγμένοι σ' αυτήν . Θύμα των εξυβρίσεων αυτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανεπιλέκτως (ανύποπτος περαστικός, ανώνυμος διαβάτης, διερχόμενη γυναίκα κλπ.), γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως πράξεις "χουλιγκανισμού". Δεν είναι επομένως "απρόκλητη" η εξύβριση κάθε φορά που το θύμα δεν την είχε προκαλέσει, αλλά μόνο εκείνη που τελέστηκε με θύμα άσχετο προς το δράστη και ανυποψίαστο. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τις εξής σκέψεις : α) Οι περιπτώσεις που το θύμα είχε δώσει συγκεκριμένη αφορμή, με αποτέλεσμα να έχει έτσι "προκαλέσει" την εις βάρος του εξύβριση, ρυθμίζονται επαρκώς από τις διατάξεις για την άμυνα (άρθρο 22 ΠΚ) και για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 83 παρ. 2 περιπτ. γ' ("…ωθήθηκε στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που προκλήθηκε από άδικη σε βάρος του πράξη"). Οι διατάξεις αυτές αρκούν για την ποινική αξιολόγηση της προηγούμενης "πρόκλησης" από τον παθόντα. 'Αρα ο νομοθέτης δεν μπορεί να απέβλεψε σ' αυτήν. β) Ο νομοθέτης αποχώρισε μια κατηγορία, την "απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση", ενώ η εξύβριση, ως έννοια γένους, δεν έχει θιγεί και εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τη γενική διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ. Αν όμως ως "απρόκλητη" εκληφθεί κάθε εξύβριση που δεν οφείλεται σε προηγηθείσα πρόκληση εκ μέρους του παθόντος, εκτός του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρου 361 Α θα απέμενε μόνο η προκληθείσα εξύβριση. Τέτοια εκδοχή, που θα χώριζε τις εξυβρίσεις σε δύο κατηγορίες, τις προκληθείσες και τις μη προκληθείσες, υποβιβάζοντας έτσι τη γενική διάταξη από έννοια γένους, σε μία μόνο μορφή (κατηγορία) εξύβρισης, είναι ασυμβίβαστη προς την παραδεδομένη και ισχύουσα ρύθμιση της εξύβρισης, και προς την περιορισμένη νομοθετική πρόθεση, που ήταν η αντιμετώπιση μόνο των πρόσφατων τότε αντικοινωνικών εκδηλώσεων χουλιγκανισμού και όχι η σχάση της εξύβρισης στα δύο. γ) Με την εκδοχή ότι ως απρόκλητη νοείται κάθε εξύβριση που δεν την προκάλεσε το θύμα δεν εξηγείται γιατί η διάταξη του άρθρου 361 Α περιορίστηκε μόνο στην έμπρακτη εξύβριση. Αντίθετα, κατά την ορθή ως άνω έννοια παρέχεται πλήρης εξήγηση, ήτοι ότι οι πράξεις χουλιγκανισμού εκδηλώνονται εμπράκτως. δ) Η εκδοχή ότι ως απρόκλητη πρέπει να νοηθεί η μη προκληθείσα από τον επώνυμο παθόντα δεν παρέχει εξήγηση γιατί ο νόμος δεν απαιτεί στις περιπτώσεις αυτές έγκλησή του. Αντίθετα αν γίνει δεκτό ότι ως απρόκλητη νοείται η σε βάρος συμπτωματικού θύματος εξύβριση, η αυτεπάγγελτη δίωξη είναι εύλογη, διότι πρόκειται για αντικοινωνική εκδήλωση, που στρέφεται κατά του οποιουδήποτε, απροσώπως, κατά του ανυποψίαστου κοινωνού, ενδιαφέρει επομένως όχι τόσο το συμπτωματικό θύμα όσο γενικότερα την έννομη τάξη.Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, με αναφορά και στην πρόταση του Εισαγγελέα, ότι ο κατηγορούμενος ...... στις 5.4.1997, έξω από το Εργατικό Κέντρο Πατρών, ενώ μαζί με άλλους εργαζομένους αποδοκίμαζαν με διάφορες φράσεις τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εργασίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου και Χαράλαμπο Πρωτόπαππα αντίστοιχα, τους οποίους γνώριζε ήδη από προηγηθείσες επαφές για την αντιμετώπιση προβλημάτων του κλάδου, εκσφενδόνισε κατ' αυτών ένα κεσεδάκι γιαούρτι, περιλούζοντάς τους με το περιεχόμενό του, εξαιτίας της ασκούμενης έναντι του κλάδου των συγκεντρωμένων κυβερνητικής πολιτικής. Ακολούθως έκρινε ότι υπό τα δεδομένα αυτά στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως, που διώκεται ύστερα από έγκληση του παθόντος, κατά τα άρθρα 361 παρ. 1 και 368 παρ. 1 του ΠΚ, και όχι η αξιόποινη πράξη της απρόκλητης έργω εξύβρισης του άρθρου 361Α του ΠΚ. Διότι αυτή αφορά συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας, που χαρακτηρίζεται "χουλιγκανισμός", αποτελεί δε εκδήλωση επιθετικότητας ως αυτοσκοπού και προϋποθέτει την ανυπαρξία συνδέσεως του δράστη με τον παθόντα, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενέργεια του δράστη απέβλεπε στην έκφραση της δυσαρέσκειάς του για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, που τον έπληττε. Ακολούθως κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, επειδή οι παθόντες δεν είχαν υποβάλει έγκληση, που απαιτείται μεν για την ποινική δίωξη της εξυβρίσεως του άρθρου 361 παρ. 1 του ΠΚ, όχι όμως και για την ποινική δίωξη της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης του άρθρου 361Α του ίδιου Κώδικα. Κρίνοντας έτσι το δικαστήριο, ενόψει των ως άνω παραδοχών του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 361 ή 361Α παρ. 1 του ΠΚ και επομένως πρέπει ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε του ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του, ακολούθως δε να απορριφθεί και η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως. Εννέα όμως μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή οι αρεοπαγίτες Εμμανουήλ Χαριτάκης, Ιωάννης Μυγιάκης, Εμμανουήλ Δαμάσκος, Γεώργιος Κάπος, Αρχοντής Ντόβας, Γρηγόριος Φιλιππάτος, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λουκάς Λυμπερόπουλος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν την ακόλουθη γνώμη. Από τη σαφή διατύπωση της ρήτρας "αν (η πράξη) έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα" στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 361Α του ΠΚ, προκύπτει ότι "πρόκληση" συνιστά (εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) εξωτερική συμπεριφορά του θύματος, η οποία θα μπορούσε , αντικειμενικώς κρινόμενη, να αποτελέσει κίνητρο-αιτία για κάποια απάντηση (όχι απαραίτητα αντικανονική) εκείνου τον οποίο η συμπεριφορά αυτή αφορά , ενώ άλλου είδους συμπεριφορά του παθόντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόκληση προερχόμενη από αυτόν κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διατάξεως. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή όχι μόνο στηρίζεται στο γράμμα, δηλαδή στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως του ΠΚ, η σαφήνεια της οποίας κατά κανένα τρόπο δεν επιτρέπει την απομάκρυνση από το γράμμα της, αλλά ακόμη υπαγορεύεται από τη λογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής και συγκεκριμένα, τόσο από τα αίτια που προκάλεσαν τη θέσπισή της, που ήταν η έξαρση ορισμένων βίαιων πράξεων μεγάλης επιθετικότητας εναντίον ανύποπτων και άσχετων ανθρώπων και ιδίως πράξεων που γίνονται απρόκλητα, όσο και από το σκοπό της, που συνίσταται στην αυστηρότερη τιμωρία της προαναφερόμενης διακεκριμένης μορφής πράξεως εξαιτίας του μεγαλύτερου βαθμού κοινωνικής απαξίας της και μάλιστα χωρίς, προφανώς ακριβώς για τον τελευταίο λόγο, να απαιτείται έγκληση για την ποινική δίωξή της. Επισημαίνεται μεν στην εισηγητική έκθεση του ν. 1419/1984 ότι "η ρήτρα "απρόκλητα εκ μέρους του παθόντος" επικεντρώνει την προσοχή της διωκτικής ή της δικαστικής αρχής στις περιστάσεις της πράξης, με κριτήριο αν η πράξη έγινε με κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο εναντίον κάποιου ή αν έγινε "απρόκλητα", δηλαδή χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο σύνδεσης του δράστη με το θύμα", πλην όμως, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, όπως αυτή αποτυπώθηκε, και ενόψει του προφανούς σκοπού θεσμοθετήσεως της διατάξεως, ως στοιχείο συνδέσεως του δράστη με τον παθόντα, που αποκλείει τη στοιχειοθέτηση της ιδιόμορφης εξυβρίσεως του άρθρου 361Α του ΠΚ, δεν πρέπει να θεωρηθεί οποιασδήποτε μορφής σχέση μεταξύ δράστη και παθόντος, αλλά μόνο εκείνη που προκύπτει από μία συμπεριφορά του παθόντος, η οποία, όπως ήδη προαναφέρθηκε, μπορεί να χαρακτηριστεί αντικειμενικά ως κίνητρο-αιτία της εξυβριστικής πράξεως του δράστη. Εφόσον σκοπός της διατάξεως είναι η άμεση προστασία των άσχετων και ανύποπτων προσώπων και όταν η πράξη λαμβάνει χώραν απρόκλητα, εξυπακούεται ότι ουσιώδης όρος είναι η απρόκλητη τέλεση και δεν είναι δυνατόν να συνδυάζεται το απρόκλητο με την ανυπαρξία συνδέσμου ή σχέσεως μεταξύ δράστη και παθόντος. Η αποδοχή αυτή διαφαίνεται ως κυρίαρχη από τη στη συνέχεια φράση του νομοθέτη, υπό τη μορφή δεσμευτικής ρήτρας, "αν (η πράξη) έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα". 'Ετσι με όσα δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 361Α παρ. 1 του Π.Κ., αφού αξίωσε για τη στοιχειοθέτηση του προαναφερόμενου εγκλήματος την ανυπαρξία οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ του δράστη και των παθόντων, στοιχείο μη απαιτούμενο κατά το νόμο και επομένως εσφαλμένως κήρυξε στη συνέχεια απαράδεκτη την ποινική δίωξη, επειδή οι παθόντες δεν είχαν υποβάλει έγκληση, αναγκαία κατά το άρθρο 361 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 368 παρ. 1 ΠΚ. Γι' αυτό έπρεπε, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να γίνει δεκτός ο παραπεμφθείς μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Μαϊου 1997 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθ. 2707/8.4.1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1999 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 1999.
Διάκριση της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης από την κοινή εξύβριση. Απρόκλητη είναι η εξύβριση όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν προηγουμένως καμία σχέση ή επαφή και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο να στραφεί κατά του συγκεκριμένου (άσχετου προς αυτόν και ανυποψίαστου) παθόντος, αλλά ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα. Ορθώς κρίθηκε ότι συνιστά κοινή εξύβριση διωκόμενη κατ΄ έγκληση του παθόντος και όχι απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση ή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος αποβλέποντας στην έκφραση της δυσαρέσκειάς του για την ασκούμενη Κυβερνητική πολιτική εκσφενδόνισε κατά του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας, τους οποίους γνώριζε ήδη από προηγηθείσες επαφές για την αντιμετώπιση προβλημάτων του κλάδου, ένα κεσεδάκι γιαούρτι με το οποίο τους περιέλουσε. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η απόφαση είναι αναιρετέα λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 361Α παρ.1 ΚΠοινΔ, διότι ως στοιχείο σύνδεσης του δράστη με τον παθόντα που αποκλείει την στοιχειοθέτηση απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης δεν πρέπει να θεωρηθεί οποιαδήποτε μορφής σχέση μεταξύ αυτών, αλλά μόνο εκείνη που προκύπτει από μια συμπεριφορά του παθόντος, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί αντικειμενικά ως κίνητρο-αιτία της εξυβριστικής συμπεριφοράς του δράστη(Ολομ. ΑΠ 1/1999 Ποιν.Χρον. ΜΘ.810). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Εξύβριση
Εξύβριση.
0
Ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή και όταν απολείπεται ο αναιρεσείων. Μοναδική εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο η μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησής του ως ανυποστήρικτης εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514 εδ. γ' ΚΠοινΔ κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί, είτε απολείπεται ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή. Το τεκμήριο παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την αναίρεσή του ισχύει μόνον όταν ο αναιρεσείων δεν εμφανίζεται ενώπιον του Τμήματος ή της Ολομέλειας στην οποία εισήχθη απευθείας η αίτηση και όχι όταν αυτός απουσιάζει μόνον κατά την συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν από το Τμήμα οι λόγοι αναιρέσεως καθότι στην περίπτωση αυτή δεν εγκαταλείπει το ένδικο μέσο, απλώς επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας. Η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικώς την ποινική δίωξη υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο σαφή και ορισμένο. Ειδικώς στην περίπτωση της απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως πρέπει ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως να είναι και ουσιαστικά βάσιμος, διότι αν το Εφετείο ορθώς έκρινε το εκπρόθεσμο της εφέσεως, η απόφαση μπορεί να έχει καταστεί αμετάκλητη, οπότε δεν γίνεται λόγος περί παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως. Η αναίρεση της αποφάσεως συνεπάγεται και την παύση της ποινικής διώξεως μόνον εφόσον κριθεί ότι η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, διότι διαφορετικά η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα έχει καταστεί αμετάκλητη. Έγκυρη η επίδοση της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, και συνεπώς ορθή η απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως μετά 3,5 έτη από την επίδοση ως εκπρόθεσμης, καθόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος, η ιδιότητα της υπαλλήλου αυτής προκύπτει από σχετική σφραγίδα, η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως είναι εν προκειμένω άνευ νομικής σημασίας δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η έφεση ασκήθηκε 3,5 έτη μετά την τελευταία χρονολογία, στο αποδεικτικό επιδόσεως βεβαιώθηκε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και η ανυπαρξία συγγενών του, ενώ η μη βεβαίωση της έρευνας ευρέσεως συγγενών είναι άνευ έννομης σημασίας, αφού το αποδεικτικό έχει αποδεικτική δύναμη δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Επί αναιρέσεως αποφάσεως, που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνον της κρίσεως αυτής και εντεύθεν απορρίπτεται ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως περί ακύρου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος(Ολομ. ΑΠ 3/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΤ.815). Αριθμός 3/1995 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Σε Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Κόκκινο, Πρόεδρο, Νικόλαο Καβάλλιέρο, Ίωάννη Λασκάριδη, Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Κωνσταντίνο Δαφέρμο, Αντιπρόεδρους (κωλυομένων των λοιπών Αντιπροέδρων),Δημήτριο Καλομοίρη, Αθανάσιο Γκιούρά, Νικόλαο Βάρδα, Στέφανο Ματθία, Διονύσιο Κατσιρέά, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Μιχαήλ Φράγκο, Χαράλαμπο Παμπούκη, Νικόλαο Παραθύρα-Εισηγήτή, Δημήτριο Γουργουράκη, Γεώργιο Βελλή, Πολύβιο Μαντζιάρα, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Γεώργιο Σταθέα, Παναγιώτη Κωστάκο, Νικόλαο Θεόδωρόπουλο, Γεώργιο Αρβανίτη, Γεώργιο Σκαρλάτο, Δημοσθένη Πρίντζη, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Νικόλαο Ανδρουτσόπουλο, Ιωάννη Μυγιάκη, Ευάγγελο Περλίγκα, Προκόπιο Μάκο, Κωνσταντίνο Τρίγκα, Θεόδωρο Πρασουλίδη Ιωάννη Τέτόκα, Μιχαήλ Καρατζά, Γεώργιο Μπούτσικο, Ανδρέα Κατράκη, Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αναστάσιο Καραγιώργη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία και του Εισαγγελέα Αθανάσιου Σιούλα και της Γραμματέας Άννας Πιπερίδου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 1994, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Θ. Α., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, για αναίρεση της απόφασης με τον αριθμό 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του με τον αριθμό 2834/1992 απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση με αριθμό 2960/4-11-1991 του παραπάνω κατηγορουμένου κατά της απόφασης με τον αριθμό 21887/1986 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε για παράβαση Ν.5960/1933 "περί επιταγών" σε φυλάκιση (18) μηνών. Και ο κατηγορούμενος ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 1992 αίτησή του αναιρέσεως που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό, 447/1992. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1090/1993 απόφαση του Ε'Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Άκουσε Τον Εισαγγελέα που πρότεινε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Με την απόφαση 1090/1993 του Ε' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι λόγοι αναίρεσης της αιτήσεως από 16-3-1992 του κατηγορουμένου Θ. Π., κατά της αποφάσεως 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα εάν, επί αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, ο Άρειος ΙΙάγος θα παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις για την παραγραφή, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή (ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο), ή εάν πρέπει να ερευνήσει και στην ουσία τους προβαλλόμενους λόγους και, εφόσον μεν κριθούν αβάσιμοι, να απορρίψει την αίτηση, εφόσον δε κριθεί βάσιμος ένας από αυτούς να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη ή να παραπέμψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, αν χρειάζεται να ερευνήσει αυτό το παραδεκτό ή μη της εφέσεως και είτε να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εάν η έφεση είναι παραδεκτή, έστω και αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ο εκκαλών (άρθρο 501 παρ\4 ΚΠΔ που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. β ν.1941/1991) είτε να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στην Ολομέλεια ο αναίρεσείων δεν εμφανίστηκε με συνήγορο ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο (άρθρο 513 παρ. 3 ΚΠΔ). Προέχει, επομένως, η έρευνα των συνεπειών της απουσίας του. 2. Το άρθρο 514 ΚΠΔ ορίζει, ότι "αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται (ως ανυποστήρικτη). Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης. Κατ'εξαίρεση, ακόμη και αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον τυχόν επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται. " Από τις διατάξεις ,αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι ο νομοθέτης θεωρεί ότι ο αναιρέσειων κατηγορούμενος που κλητεύθηκε νομίμως και δεν εμφανίσθηκε εγκατέλειψε την αίτησή του και παραιτήθηκε από το ένδικο αυτό μέσο, για το λόγο δε αυτό και δεν του επιτρέπει την άσκηση ενδίκου, μέσου, κατά της απορριπτικής αποφάσεως, ούτε την άσκηση δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως, διαδηλώνοντας, με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του να μην απασχολείται η δικαιοσύνη με παράπονα διαδίκου κατά ποινικής, αποφάσεως που έχει εκδοθεί, σε βάρος του, εφόσον ο ίδιος εγκατέλειψε αυτοβούλως την προσπάθεια ανατροπής της. Μοναδική εξαίρεση αυτού του κανόνα εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514 εδ. γ' Κ.Π.Δ., κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί είτε απολείπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή, η οποία επήλθε μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως και έως τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή την έκδοση της σχετικής αποφάσεως με βάση τις ισχύουσες κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως διατάξεις για την παραγραφή (βλ. σχετ. Ολ. Α.Π 868/1992). Τα παραπάνω ισχύουν, βέβαια, για την περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε να υποστηρίξει την αναίρεσή του ενώπιον του Τμήματος ή και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην οποία εισήχθη κατευθείαν η αίτηση αναιρέσεως, οπότε και μόνον λειτουργεί το καθιερούμενο από την προαναφερόμενη διάταξη τεκμήριο της παραιτήσεως από την αναίρεση. Ευλόγως δε, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την απουσία του, εκδηλώνει την αδιαφορία του για το ένδικο μέσο που άσκησε. Αντίθετα δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση που ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίσθηκε κανονικά κατά την ενώπιον του Τμήματος του Αρείου Πάγου συζήτηση της αναιρέσεώς του και υποστήριξε όλους τους λόγους της, απουσιάζει δε μόνο κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν οι λόγοι της αναιρέσεώς του. Και τούτο διότι προκύπτει μεν από τα άρθρα 3 και 4 του Ν.3810/21/27.12.1957 ( ο οποίος έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του Εισ. Ν. Κ. Πολ. Δ. ως προς τις ποινικές υποθέσεις) ότι η παραπομπή που γίνεται (στις περιπτώσεις που προβλέπεται, υποχρεωτικά ή δυνητικά) στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρ. 3 παρ.2 και 3) δεν αποτελεί απλώς ενδοδιαδικαστικό ζήτημα, αλλά συνεπάγεται νέα συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση του Αρείου Πάγου σε Ολομέλεια, στην οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλητεύεται κανονικά από τον Εισαγγελέα (άρθρ. 4 παρ. 2) για να παραστεί και υποστηρίξει εκ νέου τους παραπεμπόμενους στην Ολομέλεια λόγους αναίρεσης, όμως, από το γεγονός ότι αναιρεσείων κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Τμήματος για την υποστήριξη της αναιρέσεώς και των λόγων της, συνάγεται, ότι εκδήλωσε ήδη, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως, τη θέλησή του να επιμείνει στο ένδικο αυτό μέσο που άσκησε, η δε απουσία του από τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας δεν έχει την έννοια ότι εγκαταλείπει το ένδικο αυτό μέσο, αλλά ότι επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας, όπου παραπέμφθηκαν όλοι ή ορισμένοι από τους λόγους της αναιρέσεώς του. Δεν έχει η περίπτωση αυτή ομοιότητα με εκείνη της εφέσεως, όπου, αν αναβληθεί η συζήτηση έστω και για κρείσσονες αποδείξεις και ο κατηγορούμενος εκκαλών απολείπεται κατά τη νέα συζήτηση, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Διότι ενώπιον του παραπεμπτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η συζήτηση για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως έχει ολοκληρωθεί παρόντος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο δε προβληματισμός του Τμήματος μόνον επί νομικών ζητημάτων, που οδηγεί στην παραπομπή στην Ολομέλεια ορισμένων ή όλων των λόγων της αναιρέσεως, δεν μπορεί να μεταφέρει σ' αυτήν το τεκμήριο παραιτήσεως από τη μη εμφάνιση ενώπιόν της του κατηγορουμένου που έχει ήδη υποστηρίξει τους παραπεμφθέντες λόγους αναιρέσεως, διαδηλώνοντας έτσι την εμμονή του στο ένδικο μέσο. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδιέξοδα, ιδίως στην περίπτωση που το παραπεμπτικό Τμήμα έχει κρατήσει κάποιους λόγους αναιρέσεως, αυτοί δε που παραπέμφθησαν στην Ολομέλεια είναι από τους εξεταζόμενους αυτεπαγγέλτως (άρθρ.511 ΚΠΔ). Επομένως, η Ολομέλεια θα προχωρήσει στη συζήτηση των λόγων αναίρεσης που έχουν παραπεμφθεί σ' αυτή παρά την απουσία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υπό την προϋπόθεση ότι αυτός έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως (Ολ. Α.Π.35/1994). Εξάλλου, κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ'ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Αν πρόκειται για κατηγορούμενο που δήλωσε στην έκθεση ασκήσεως του ένδικου μέσου διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, τότε η κλήση επιδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 1 εδ. ε'του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.4 ν.δ. 1653/1986 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 ν. 1941/1991 και ισχύει κατά το χρόνο που εδώ ενδιαφέρει) μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 96 παρ. 1 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς, αν δε ο κατηγορούμενους δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου δικαστηρίου, στον οποίο και μόνο γίνεται η επίδοση της κλήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν στη δικάσιμο αυτή χωρίς νέα κλήτευση, ακόμα και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση από την έκθεση αναιρέσεως, το ειδικό πληρεξούσιο 15.../1992 του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο ... και το αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Κ. Π. από 3-11-1993 προκύπτει α) ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δήλωσε στην έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως ότι διαμένει στο ..., β) ότι διόρισε συνήγορό του και αντίκλητο μεταξύ άλλων και το δικηγόρο Αθηνών Αριστείδη Οικονομίδη και γ) ότι στον δικηγόρο αυτόν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αρχική δικάσιμο της 27ης Ιανουαρίου 1994. Κατά τη δικάσιμο αυτή αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως με την απόφαση 2/1994 για την 24-2-1994, για να μπορέσει ο αναιρεσείων να προπαρασκευάσει την υπεράσπισή του. Στη συνέχεια, με τις αποφάσεις 3/1994, 23/1994 και 28/1994 αναβλήθηκε διαδοχικά η εκδίκαση της υποθέσεως για τη δικάσιμο της 17-3-1994, για τη δικάσιμο της17-3-1994, για τη δικάσιμο της 19-5-1994 και για την άνω δικάσιμο της 24-11-1994, αντίστοιχα, λόγω αποχής των δικηγόρων. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο δεν εμφανίστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με συνήγορο, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο, να προχωρήσει η Ολομέλεια στη συζήτηση της υποθέσεως. 3. Από τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.1738/1987, προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελήματος, είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τρίτων ετών. Εξάλλου από τις ίδιες αυτές διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β' ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ, δηλαδή ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο, ήτοι ένα λόγο σαφή και ορισμένο από τους περιοριστικώς περιλαμβανόμενους στο άρθρο 510, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος (Ολ. ΑΠ. 583-585/1991). Όμως, προϋπόθεση και θεμέλιο της ερμηνείας αυτής των παραπάνω διατάξεων είναι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση δεν έχει καταστεί ακόμη αμετάκλητη, πράγμα που συμβαίνει , όταν το Εφετείο, δικάζοντας κατ' ουσίαν την υπόθεση, κατεδίκασε τον κατηγορούμενο και κατά της αποφάσεως αυτής έχει ασκηθεί νόμιμη και παραδεκτή αναίρεση, οπότε ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας παραδεκτή την αναίρεση αυτή και κάποιον από τους λόγους της, ερευνά κατά πρώτο λόγο και πριν από την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της, αν συντρέχει λόγος παραγραφής της αξιόποινης πράξεως, σε περίπτωση δε που η πράξη έχει παραγραφεί πράττει όσα αναφέρονται παραπάνω. Επομένως η λύση αυτή δεν αρμόζει στην περίπτωση κατά την οποία το Εφετείο απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση για εκπρόθεσμη άσκησή της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση του Εφετείου, που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, προσβάλλεται μόνο με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως (άρθρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ), αν δε ορθά έκρινε το ζήτημα του εκπρόθεσμου και συνεπώς του απαράδεκτου της εφέσεως, οπότε η καταδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι αμετάκλητη (αρθρ. 504 παρ. 1 ΚΠΔ), δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως. Γι αυτό δεν αρκεί στην περίπτωση αυτή η επίκληση κάποιου παραδεκτού απλώς λόγου αναιρέσεως, ο οποίος όμως δεν είναι και κατ' ουσίαν βάσιμος. Πρέπει, αντίθετα, ο προβαλλόμενος λόγος να είναι και ουσιαστικά βάσιμος για την αναίρεση της αποφάσεως που κήρυξε την έφεση απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Και τότε όμως η αναίρεση της αποφάσεως δεν συνεπάγεται την παύση της ποινικής διώξεως για τούτο και μόνον, δηλαδή διότι κάποιος λόγος αναιρέσεως κρίθηκε βάσιμος και έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Η βασιμότητα του λόγου δικαιολογεί μόνο την αναίρεση της αποφάσεως, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 2 και 510 επ. ΚΠΔ, αλλά όχι και την παύση της ποινικής διώξεως. Το ζήτημα τούτο θα εξεταασθεί μεν αυτεπαγγέλτως ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, αλλά μόνον εφόσον, μετά την αναίρεση της πλημμελούς αποφάσεως, που δεν ισχύει πλέον, κριθεί ότι η έφεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκε εμπροθέσμως και συνεπώς παρασεκτώς. Διότι αν δεν υπάρχει ο όρος αυτός και η έφεση είναι όντως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη, δεν νοείται πλέον παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως, αλλά μόνο παραγραφή της ποινής, που είναι ασυμβίβαστη με την παύση της ποινικής διώξεως, η οποία (δίωξη) κατέληξε στην αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Γι αυτό και το δικαστήριο στο οποίο ενδεχομένως θα παραπέμψει ο Άρειος Πάγος την υπόθεση, μετά την παραδοχή ως ουσιαστικά βασίμου κάποιου λόγου αναιρέσεως, θα ερευνήσει πρώτα το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως και αν αυτή κριθεί εκπρόθεσμη θα απορριφθεί. Αν, αν αντίθετα, η έφεση κριθεί εμπρόθεσμη, οπότε η πρωτοβάθμια απόφαση δεν είναι αμετάκλητη και η πράξη έχει παραγραφεί, το Εφετείο θα παύσει και αυτεπαγγέλτως την ποινική δίωξη (Ολ. Α.Π. 8, 32 και 35/1994). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την απόφαση 21887/1986 του Β. Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972), που τελέστηκε στην ... στις 20-5-1983, σε φυλάκιση 18 μηνών και σε χρηματική ποινή 500.000 δραχμών. Στη δίκη αυτή είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, δεν εμφανίστηκε και δικάστηκε σαν να ήταν παρών. Η απόφαση του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, επίσης, στις 2-5-1988, κατ' αυτής δε άσκησε έφεση στις 4-11-1991, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 2834/1992 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε εμπροθέσμως την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αφού στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της πράξεως ως πλημμελήματος. Επομένως, για την ευδοκίμηση της αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όχι μόνο να προτείνεται παραδεκτός λόγος αναίρεσης, αλλά κάποιος από τους λόγους που προβάλλονται να είναι και ουσιαστικά βάσιμος. Απομένει, λοιπόν, να ερευνηθούν οι λόγοι αναίρεσης. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1653/1986, όπυ ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος είναι άγνωστης διαμονής, είναι 30 ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 156 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν.δ. 1160/1972, αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Αν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω στον τόπο κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στο δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, ο οποίος φροντίζει για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που του επιδόθηκε σε ένα από τα δημόσια σημεία και για την αποστολή σχετικής βεβαιώσεως στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση. Τέλος, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 156 η επίδοση είναι άκυρη. Η έγκυρη επίδοση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποτελεί προϋπόθεση για να υπάρξει εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, γιατί, αν η επίδοση είναι άκυρη , δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η απόρριψη δε ως εκπρόθεσμου ένδικου μέσου, που ασκήθηκε εμπροθέσμως, θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ'του ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το αποδεικτικό επιδόσεως από 2-4-1988 του ανθυπαστυνόμου Κ. Κ. και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την απόφαση 21887/1986 του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στη δίκη αυτή είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, δεν εμφανίστηκε και δικάστηκε σαν να ήταν παρών, δεν είχε δε εξεταστεί προηγουμένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 273 ΚΠΔ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 10 παρ. 2 ν.1941/1991 και ισχύουν στην ένδικη περίπτωση, ώστε να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές. Η καταδικαστική απόφαση του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, επίσης, στις 2-5-1988. Η επίδοση της αποφάσεως έγινε στην υπάλληλο του Δήμου ... Κ. Ζ. που είχε σχετική ειδική εντολή από το Δήμαρχο .... Στο αποδεικτικό επιδόσεως το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαιώνει ότι ο κατηγορούμενος δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του στη ... (συνοικισμός Δήμου ...) και ήταν άγνωστης διαμονής και ότι ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει στην παραπάνω κατοικία ή αλλού συγγενής του κατηγορουμένου, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο156 ΚΠΔ. Η επίδοση αυτή υπήρξε σύνομη και η προθεσμία της έφεσης άρχισε από αυτή, η δε έφεση ασκήθηκε στις 4-11-1991 ( δηλαδή μετά από 3,5 έτη από την επίδοση και όχι σε 30 ημέρες από αυτή) και είναι εκπρόθεσμη, όπως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρεσείων με τους δύο πρώτους λόγους αναίρεσης προβάλλει ακυρότητα της παραπάνω επιδόσεως και εσφαλμένη (καθ' υπέρβαση εξουσίας- άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ' ΚΠΔ) απόρριψη ως εκπρόθεσμης της εφέσεως που άσκησε κατ' αυτής, διότι 1) στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναγράφεται το όνομα του Δημάρχου ... και η ιδιότητα αυτής που το παρέλαβε, αναγράφεται δε ως χρονολογία επιδόσεως δεν συνέταξε βεβαίωση ούτε ενήργησε έρευνα για τη μη ύπαρξη συγγενών του στην ..., όπως αποδεικνύεται από τρία αποδεικτικά επιδόσεως με χρονολογία 22-10-1983 το ένα και 27-10-1983 τα άλλα δύο, με τα οποία επιδόθηκαν γι' αυτόν, ως άγνωστης διαμονής, στον αδελφό του Ξ. Π., κάτοικο ...ς, τρείς ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, διότι 1) εφόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος, το όνομα αυτής έπρεπε να αναγραφεί στο αποδεικτικό όπως και αναγράφηκε και όχι του Δημάρχου, 2) η ιδιότητα της Κ. Ζ. ως δημοτικής υπαλλήλου προκύπτει από τη χρησιμοποίηση της σφραγίδας του Δήμου ... και της σφραγίδας με τις λέξεις "ειδική εντολή", 3) η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού η έφεση ασκήθηκε μετά 3,5 έτη από την τελευταία χρονολογία (2-5-1988), 4) από το αποδεικτικό επιδόσεως προκύπτει ότι το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαίωσε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και την ανυπαρξία συγγενών του άρθρου 156 ΚΠΔ και 5) ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε έρευνα ανευρέσεως συγγενών κλπ. Είναι χωρίς νόμιμη επιρροή, αφού το αποδεικτικό επιδόσεως έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρ. 162 εδ. α'ΚΠΔ, τέτοια δε προσβολή δεν έγινε. Πρέπει, λοιπόν, ν' απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης. 5. Κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως κηρύσσεται απαράδεκτο, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. στ' ΚΠΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής, αποκλείεται δε η δυνατότητα προβολής και έρευνας οποιουδήποτε άλλου λόγου (βλ. Ολομ. 32/1994). Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι ήταν άκυρη η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον αναιρεσείοντα, γιατί παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠΔ με αποτέλεσμα να είναι άκυρες όλες οι μεταγενέστερες πράξεις. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα παραπάνω, γιατί δεν αφορά την κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το απαράδεκτο (εκπρόθεσμο) της έφεσης. 6. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 θ'ΚΠΔ, επίσης, προβάλλεται ακυρότητα της επιδόσεως της παραπάνω εκκλητής καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, γιατί έγινε κατ'ατις διατάξεις επιδόσεως σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, ενώ ο αναιρεσείων κατηγορο'6υμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο (2-5-1982) διέμενε στο ... της ... και η διαμονή του αυτή ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Κατερίνης, που παράγγειλε την επίδοση, αφού αυτός είχε ασκήσει προηγουμένως (4-11-2983) στην Εισαγγελία αυτή έφεση κατ' άλλης αποφάσεως, στην οποία έφεση, καθώς και στο σχετικό πληρεξούσιο αναγραφόταν η διεύθυνσή του στο .... Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως διότι από το πιστοποιητικό διαμονής με χρονολογία 12-9-1990 που υπάρχει στη δικογραφία αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος από 1-3-1987, δηλαδή πριν από την κρίσιμη επίδοση, είχε αλλάξει διεύθυνση, τη νέα δε αυτή διεύθυνσή του δεν την γνώριζε η εισαγγελική αρχή που παράγγειλε την επίδοση και ορθώς του επιδόθηκε η απόφαση κατά τις διατάξεις επιδόσεως σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής. 7. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 17 ν.2172/1993. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την αίτηση από 16-3-1992 του Θ. Α., για αναίρεση της αποφάσεως 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα που καθορίζει σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1995. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή και όταν απολείπεται ο αναιρεσείων. Μοναδική εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο η μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησής του ως ανυποστήρικτης εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514 εδ. γ' ΚΠΔ κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί, είτε απολείπεται ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή. Το τεκμήριο παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την αναίρεσή του ισχύει μόνον όταν ο αναιρεσείων δεν εμφανίζεται ενώπιον του Τμήματος ή της Ολομέλειας στην οποία εισήχθη απευθείας η αίτηση και όχι όταν αυτός απουσιάζει μόνον κατά την συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν από το Τμήμα οι λόγοι αναιρέσεως καθότι στην περίπτωση αυτή δεν εγκαταλείπει το ένδικο μέσο, απλώς επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας. Η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικώς την ποινική δίωξη υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο σαφή και ορισμένο. Ειδικώς στην περίπτωση της απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως πρέπει ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως να είναι και ουσιαστικά βάσιμος, διότι αν το Εφετείο ορθώς έκρινε το εκπρόθεσμο της εφέσεως, η απόφαση μπορεί να έχει καταστεί αμετάκλητη, οπότε δεν γίνεται λόγος περί παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως. Η αναίρεση της αποφάσεως συνεπάγεται και την παύση της ποινικής διώξεως μόνον εφόσον κριθεί ότι η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, διότι διαφορετικά η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα έχει καταστεί αμετάκλητη. Έγκυρη η επίδοση της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, και συνεπώς ορθή η απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως μετά 3,5 έτη από την επίδοση ως εκπρόθεσμης, καθόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος, η ιδιότητα της υπαλλήλου αυτής προκύπτει από σχετική σφραγίδα, η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως είναι εν προκειμένω άνευ νομικής σημασίας δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η έφεση ασκήθηκε 3,5 έτη μετά την τελευταία χρονολογία, στο αποδεικτικό επιδόσεως βεβαιώθηκε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και η ανυπαρξία συγγενών του, ενώ η μη βεβαίωση της έρευνας ευρέσεως συγγενών είναι άνευ έννομης σημασίας, αφού το αποδεικτικό έχει αποδεικτική δύναμη δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Επί αναιρέσεως αποφάσεως, που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνον της κρίσεως αυτής και εντεύθεν απορρίπτεται ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως περί ακύρου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος (Ολομ. ΑΠ 3/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΤ.815). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Παραγραφή
Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Ολομέλεια Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 1978/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της υπ'αριθ.10-12/2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσ/νίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ψ1 2)Ψ2 3)Ψ3, κάτοικοι..., που δεν παρέστησαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσ/νίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 426/2010. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης . ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 511 παρ. 1 εδ. α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Η της παραγράφου 1 του άρθρου 510.". Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η αυτεπάγγελτη έρευνα των λόγων της αναιρέσεως τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) η αναίρεση είναι παραδεκτή, β) εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων και γ) δεν χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με τον τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αιτιάται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απαγγέλθηκε "κεκλεισμένων των θυρών". Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός όμως είναι αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω αποφάσεως, προκύπτει ότι η απόφαση απαγγέλθηκε σε δημόσια συνεδρίαση. Επομένως, εφόσον ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως κρίθηκε παραδεκτός, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξετάσεως μη προταθέντων με την αίτηση της αναιρέσεως λόγων. ΕΠΕΙΔΗ, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο την ουσιαστική κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη 10-12/2010 απόφαση του και από τα πρακτικά της δίκης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δεν αναφέρεται καθόλου στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση, ούτε γενικά ούτε κατά το είδος τους, δηλαδή λείπει παντελώς η αναφορά των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π.). Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με την έκθεση των αποδεικτικών μέσων δεν είναι η προβλεπόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ1 ουσίαν ο σχετικός περί ελλείψεως αιτιολογίας αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενος, σύμφωνα με όσα στη μείζονα πρόταση εκτίθενται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 10-12/2010 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εξετάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 511 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκε, λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ και γίνεται δεκτός. Αναιρείται η απόφαση και παραπέμπεται η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1980/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, 1. Ε. Α. του Κ., η οποία δεν παραστάθηκε και 2. Α. Π. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 44150/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2010 αίτησή τους περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αύξοντα αριθμό 1099/2010. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δεύτερου αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 5 Ιουλίου 2010 και με αριθμό καταθέσεως 41 και 40 αιτήσεις αναιρέσεως α) της Ε. Α. του Κ. και β) του Α. Π. του Δ., κατά της υπ' αριθμό 44150/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι παραδεκτές και ταυτόσημοι, πρέπει, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, να συνεκδικασθούν. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του Κ.Ποιν.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Τέλος κατά το άρθρο 514 εδ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανιστεί η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 2010 αποδεικτικό επιδόσεως του Γ. Κ., υπαρχιφύλακα του ΑΤ …, η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στη συνεδρίαση της 19-11-2010. Η ανωτέρω, όμως, δεν εμφανίστηκε κατ' αυτή και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ.1 του Ν.5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ.1 του Ν.5960/1933, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Άρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική και αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίηση της με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972. Εξάλλου, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ποινική ουσιαστική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει την πράξη που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, διότι αποδείχθηκε ότι στη ... στις 6-1-2003 οι κατηγορούμενοι Α. Π. και Ε. Α. με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εταιρίας με την επωνυμία "ΧΩΜΑΤΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, εξέδωσαν με πρόθεση επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια τράπεζα, τελώντας εν γνώσει του ότι δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια ούτε κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής, ούτε και κατά το χρόνο της πληρωμής αυτής. Ειδικότερα με την παραπάνω ιδιότητα τους εξέδωσαν στις 6/1/2003 στη ... μία επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σε διαταγή της εταιρίας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", πληρωτέα από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα αυτή η παραπάνω εταιρία που εκπροσωπούσαν, με αριθμό ..., ποσού 22.000 ευρώ, η οποία μεταβιβάσθηκε στην εγκαλούσα ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ λόγω ενεχύρου. Όταν η επιταγή αυτή εμφανίστηκε από την εγκαλούσα εταιρία, νόμιμη κομίστρια της, προς πληρωμή εμπρόθεσμα στις 7/1/2003 δεν πληρώθηκε, γιατί στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπούσαν οι κατηγορούμενοι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια (από 9/12/2002 βεβαίωση της τράπεζας). Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, να απορριφθεί δε ο ισχυρισμός της δεύτερης κατηγορούμενης για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, ο οποίος όλως αορίστως προβλήθηκε". Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή 600 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την, κατά τα άνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους. στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α) ότι η επιταγή δεν ήταν έγκυρη, διότι κατά το χρόνο της εκδόσεως. της, αυτός δεν ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας και β) ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι δεν εκτιμήθηκε η κατάθεση του' συνηγόρου υπεράσπισης, που τον εκπροσώπησε, είναι απορριπτέες. Τούτο διότι, όσον αφορά την υπό στοιχείο (α) αιτίαση ο ως άνω ισχυρισμός ανεξαρτήτως του ότι αποτελεί αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, δεν ασκεί επιρροή στην στοιχειοθέτηση του αδικήματος, διότι με μόνη την υπογραφή στην επίδικη επιταγή του αναιρεσείοντος καθίσταται αυτός υπόχρεος για την υπογραφή της ενώ, όσον αφορά την υπό στοιχείο (β) αιτίαση, είναι αβάσιμη, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, εκπροσώπησε αυτόν ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, και δεν εξετάσθηκε ως μάρτυρας, ώστε να εκτιμηθεί και αυτή. Η ανάπτυξη δε απ' αυτόν των όποιων υπερασπιστικών του ισχυρισμών, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν από το δικαστήριο, με όσα περιστατικά καταθέτει ο μάρτυρας κατηγορίας ή υπερασπίσεως. Σημειώνεται, ότι η ύπαρξη του δόλου στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τέτοια, όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του 79 παρ.1 του Ν.5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 5 Ιουλίου 2010 αιτήσεις: α) της Ε. Α. του Κ., συζύγου Α. Π. και β) Α. Π. του Δ., κατοίκων …, για αναίρεση της υπ' αριθμό 44.150/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 16 Δεκεμβρίου 2010. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση επιταγών. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ερημοδικία της πρώτης αναιρεσείουσας και αντιμωλία του δευτέρου. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αιτήσεις αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 1967/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Νικόλαου Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.419/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Α. του Π., κάτοικο .... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 472/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμό 181/13-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ την 42/24-3-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., κατά του 419/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε, τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε. δρχ. [άρθρα 60,375 ΠΚ], και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2- Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του κατηγορούμενου Αργυρώ Περσίδου, κάτοικο Αθηνών, με δήλωση ενώπιον της γραμματέως του εκδόντος το βούλευμα Συμβουλίου Εφετών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση αυτού, που έγινε σ' αυτόν μεν με θυροκόλληση στην οικία του, στην αντίκλητό του δε δικηγόρο Αργυρώ Περσίδου με παράδοση στα χέρια της στις 15-3-10 [βλ.τα από 15-3-10 επιδοτήρια του δικ. επιμελητή ...]. Η σχετική έκθεση συντάχθηκε από τη γραμματέα με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 151 και 474 ΚΠΔ και περιέχει τους λόγους για τους οποίους ασκείται, που συνίστανται στην στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠΔ και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν,[άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ]. Είναι, συνεπώς, νομότυπη, εμπρόθεσμη και επιτρεπόμενη από το νόμο, αφού στρέφεται κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα,[άρθρο 482 παρ.1 περ.α ΚΠΔ], οπότε καθίσταται τυπικά δεκτή και εξεταστέα ως προς τη βασιμότητά της. Να σημειωθεί ότι το προσβαλλόμενο τούτο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αναιρέθηκε επανειλημμένα με τρεις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και δη με τις 1524/07,430/08 και 1363/09. 3- Ουσιαστικός έλεγχος Α-Νομικές διατάξεις. α- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά [ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ. 01/1225, ΠΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693]. β- Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 760/1996, 1155/2000 ΠΧ ΜΖ' 379, ΝΑ' 398 αντίστοιχα). γ- Κατά το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει, το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000,00 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων : α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το πράγμα αυτό να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη και να ήταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε το πράγμα παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή άλλο δικαίωμα που παρέχεται σε αυτόν από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στην κατοχή του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο (ΑΠ 1066/2004 ΠΧρ. ΝΕ, σελ. 511, ΑΠ 111/2003 ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 903, ΑΠ 1123/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σελ. 243, ΑΠ 741/2002 ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 224). Η απόκτηση της κατοχής χρημάτων επί υπεξαιρέσεως δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεως τους (ΑΠ 963/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σελ. 223). Για τη στοιχειοθέτηση της υπό του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 375 παρ.1 όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής υπεξαιρέσεως απαιτείται επιπροσθέτως η συνολική αξία να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000,00 ευρώ). δ- Μεταβολή κατηγορίας. Η μεταβολή της κατηγορίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα όταν δεν τηρούνται οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ.1α σε συνδ. με 171 παρ.1β του ΚΠΔ. Τέτοια όμως μεταβολή υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή καταδικάζεται από το δικαστήριο είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε εναντίον του η ποινική δίωξη κατά χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα από εκείνα που συνιστούν την αρχική πράξη στην οποία αναφέρεται η κατηγορία. Αυτό όμως δε συμβαίνει όταν με το βούλευμα ή με την απόφαση προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αρχική πράξη, όπως ο χρόνος, ο τρόπος τελέσεως και όταν αυτός που κατηγορήθηκε κρίνεται και παραπέμπεται για άλλη πράξη κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό αυτής(ΑΠ 464/90 ΠΧΡ.Μ/1141). Β- Περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος και δη μάρτυρες, έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η 3544/2006 απόφαση του πολιτικού Εφετείου Αθηνών, και απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν γενικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού ..., ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο μεταξύ των άλλων την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων και ιδία παραγωγή οίνων, οινοπνευματωδών και λοιπών ομοειδών προϊόντων από σταφύλια και άλλες επιτρεπόμενες πρώτες ύλες, καθώς και ειδών συσκευασίας των. Την ίδια χρονική περίοδο οι κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας. Η εταιρία αυτή ήταν πολυμετοχική και οι μετοχές ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, τελούσαν όμως σε καθεστώς προσωρινής αναστολής διαπραγματεύσεως. Τον ανωτέρω χρόνο η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. πληροφορήθηκε από τον γνωστό της Θ. Α., ότι το Δ.Σ.της πιο πάνω εταιρίας θα πρότεινε στη γενική συνέλευση των μετόχων της την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της υπέρ των επενδυτών με κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων υπέρ νέων. Η πολιτικώς ενάγουσα, εκτιμώντας την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ως επενδυτική ευκαιρία, ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτήν και να καταστεί μέτοχος. Έτσι, ήλθε σε συνεννόηση με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και, αφού του γνωστοποίησε την πρόθεση της, την 18-2-2000 κατέθεσε στον ... λογαριασμό, που τηρούσε η εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τον οποίο της υπέδειξε, το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., προκειμένου να λάβει 300.000 κοινές μετοχές μετά ψήφου, με τιμή διαθέσεως κάθε μετοχής 150 δρχ. υπέρ το άρτιο, οι οποίες θα εκδίδονταν μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η προφορική συμφωνία μεταξύ τους ήταν ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποιήσεως της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε οριστεί για την 18-2-2000 ή σε οποιαδήποτε επαναληπτική, άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν. Η συμφωνία αυτή διατυπώθηκε και εγγράφως σε αίτηση, την οποία υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. προς το Δ.Σ.της εταιρίας, η οποία και έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Η αίτηση αυτή, η οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω υπό της εταιρίας και ήταν έντυπη με διαμορφωμένο υπ' αυτής το περιεχόμενο της, διελάμβανε ότι, εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου 2000 ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ο εκκαλών- κατηγορούμενος Σ. Π. είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εταιρίας και με τις από 8-4-1997 και 9-7-1999 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και δημοσιεύθηκαν στα υπ' αριθμ. 7478/21-10-1997 και 1326/21-2-2000 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αντίστοιχα, του είχαν εκχωρηθεί όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες του άρθρου 20 του καταστατικού. Επίσης, σύμφωνα με το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της εταιρίας από 4-4-1999 και το από 30-6-1997 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας, που τροποποιήθηκε με το από 1-7-1997 Πρακτικό του Δ.Σ., τα οποία έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στα ΦΕΚ και έχουν καταχωρηθεί στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών, είχε οριστεί μοναδικός διαχειριστής του προαναφερομένου ... λογαριασμού καταθέσεων όψεως της ως άνω εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις του εν λόγω λογαριασμού από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση έχουν πραγματοποιηθεί απ' αυτόν (βλ.την από 6-10-2005 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος). Μετά πάροδο διμήνου η πολιτικώς ενάγουσα, μη έχοντας οποιαδήποτε ενημέρωση, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π., ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας είχε εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και ότι οι μετοχές θα παραδίδονταν σ' αυτήν μετά την περαίωση των απαιτούμενων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Έκτοτε ο χρόνος κυλούσε και ο ανωτέρω κατηγορούμενος με διάφορες δικαιολογίες εφησύχαζε την εγκαλούσα. Η τελευταία κατά μήνα Ιανουάριο 2001, έχοντας πλέον εξαντληθεί η υπομονή της ερεύνησε και ανακάλυψε ότι η γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, που είχε αρχικά ορισθεί να γίνει την 18-2-2000, αναβλήθηκε για την 7-3-2000 και ακολούθως για την 24-3-2000,οπότε και πραγματοποιήθηκε. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 9-11-2000 αίτηση, αλλά και στα συνημμένα σ' αυτήν, που υπέβαλε η εταιρία στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, η γενική συνέλευση των μετόχων της την 24-3-2000 μεταξύ των άλλων αποφάσισε α) την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.055.000.000 δραχμών και διανομή δωρεάν μετοχών στους μετόχους και β) την κατάργηση του δικαιώματος προτίμησης των παλαιών μετόχων, υπέρ νέων μετόχων - επενδυτών και ειδικών στρατηγικών συνεργατών, και γ) την έκδοση 120.800.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 105 δρχ. εκάστης, προς αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών. Ακολούθως, προς υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης, έλαβε χώρα 1) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.056.000.000 δρχ., 2) μείωση της ονομαστικής αξίας των 66.000.000 μετοχών της εταιρίας από 110 σε 105 δραχμές η καθεμία,και,τέλος,3) έκδοση 43.200.000 νέων μετοχών, ονομαστικής αξίας 105 δραχμών εκάστης, καθώς και 30.800.000 νέων μετοχών, της ίδιας ονομαστικής αξίας, με καταβολή μετρητών από νέους επενδυτές, με συνέπεια την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 3.234.000.000 δρχ. Κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως αυτής, γεγονός είναι ότι, δημιουργήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Η απόφαση αυτή της συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας την 24-3-2000 περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της δεν ήταν σύννομη, καθόσον : α) η προαναφερόμενη αλλαγή της ονομαστικής αξίας της μετοχής της εταιρίας αποτελούσε τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 7β παρ. 11 του ΚΝ 2190/1920, συντελείται μόνο μετά την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της διοικητικής απόφασης για την έγκριση της και β) η απόφαση καταργήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως παλαιών μετόχων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών είναι σύννομη μόνον εφόσον το Δ.Σ. υποβάλει γραπτή έκθεση στη Γενική Συνέλευση, η οποία να δικαιολογεί τους λόγους που την επέβαλαν και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του ΚΝ 2190/1920. Στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Κ2-14213/24-11-2000 έγγραφο του, το οποίο απέστειλε στην εταιρία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." και κοινοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., δεν υποβλήθηκε κανένα δικαιολογητικό από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 για τη νόμιμη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 24-3-2000, ούτε αντίγραφο πρακτικών της συνέλευσης αυτής και ως εκ τούτου δεν έχει εγκριθεί ούτε έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Α.Ε. καμία απόφαση από αυτές που λήφθηκαν στην εν λόγω Γενική Συνέλευση. Η ως άνω υπηρεσία με το προαναφερόμενο έγγραφο της, υπέδειξε στα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας να μην προβούν σε καμία ενέργεια έκδοσης και διανομής νέων μετοχών που προήλθαν από την μη νομίμως πραγματοποιηθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που λήφθηκε στη γενική συνέλευση της 24-3-2000 και ζήτησε, χωρίς όμως αποτέλεσμα, από αυτά, προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή σε βάρος τους των υπό των διατάξεων των άρθρων 54 και επόμενα του ΚΝ 2190/1920 προβλεπομένων κυρώσεων, να της υποβάλουν όλα τα σχετικά δικαιολογητικά συγκλήσεως της εν λόγω Γ.Σ. και αντίγραφα πρακτικών της. Με βάση τα προαναφερόμενα ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας μεταξύ της εγκαλούσης Μ. (Α.) Α. και της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.". Η ανωτέρω εγκαλούσα, αφού αποσβέσθηκε το δικαίωμα προσδοκίας της για την απόκτηση μετοχών της εταιρίας λόγω ματαιώσεως της αιρέσεως, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και του ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της. Ακολούθως, αφού τα χρήματα δεν της επεστράφησαν, απέστειλε στην εταιρία και στους κατηγορούμενους, που φέρονταν ως μέλη του Δ.Σ. αυτής, το από 5-2-2001 εξώδικο, με το οποίο ζητούσε, όπως εντός τριών ημερών από της επιδόσεως του, να της επιστρέψουν το ποσό των 45.000.000 δρχ. Το εν λόγω εξώδικο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 11276, 11275, 11300, 11274 και 11288/2001 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., επιδόθηκε την 7-2-2001 στην ως άνω εταιρία και στον κατηγορούμενο Σ. Π., την 13-2-2001 στον κατηγορούμενο Δ. Δ., την 7-2-2001 στην κατηγορουμένη Μ.-Ι. Α. και την 9-2-2001 στον κατηγορούμενο Χ. Β.. Οι Γ. Α. και Μ. Π., κατά το χρόνο της συμμετοχής τους, ως μέλη του Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας, ήταν ο πρώτος πρόεδρος του "Πανελληνίου Συνδέσμου Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών" (ΠΑΣΕΧΑ) και ο δεύτερος μέλος του ιδίου συνδέσμου, και εξαιτίας της εν λόγω ιδιότητας τους συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια και πολλών άλλων εταιριών, στις οποίες μέτοχοι ήταν μέλη του ανωτέρω συνδέσμου. Ούτοι είχαν εκδηλώσει πολλαπλώς την αντίθεση τους με τον τρόπο διοίκησης της εταιρίας και είχαν καταβάλλει προσπάθειες διασφάλισης των συμφερόντων των μετόχων της. Ειδικότερα, υπέβαλλαν μαζί με άλλους μετόχους την από 16-7-1999 αίτησή τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για διενέργεια ελέγχου στην "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", θεωρώντας ότι ο κατηγορούμενος Σ. Π., στον οποίο το Δ.Σ. της εταιρίας από το έτος 1997 είχε εκχωρήσει τις αρμοδιότητες του, δεν ασκούσε με νόμιμο τρόπο τη διοίκηση της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23748/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε έκτακτος έλεγχος στην εταιρία από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, οι διαπιστώσεις δε του τελευταίου, που επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στην ως άνω αίτηση, αναφέρονται στο 160/16-5-2000 έγγραφο του προς τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών. Περαιτέρω, υπέβαλαν μαζί με άλλους μετόχους της εταιρίας την από 27-3-2000 αίτηση και ζητούσαν να διοριστεί προσωρινή διοίκηση της εταιρίας, επικαλούμενοι ότι ο γενικός διευθυντής αυτής Σ. Π. παρανομεί και εμποδίζει την διεξαγωγή του ελέγχου από τον ορκωτό ελεγκτή, βοηθούμενος στις παρανομίες του από τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ., η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2506/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ούτοι μεταξύ άλλων κατέθεσαν την 13-4-2000 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την από 10-4-2000 αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το ανυπόστατο της Γενικής Συνέλευσης της 24-3-2000. Επισημαίνουμε ότι η συντονιστική επιτροπή των μετόχων της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." κατέθεσε την από 22-5-2000 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του νομικού συμβούλου της εταιρίας Α. Κ. και των κατηγορουμένων, για τους οποίους ανάφερε ότι με τις ενέργειες τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εταιρίας και των μετόχων της. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ανωτέρω αντιλαμβανόμενοι ότι υπό τις κρατούσες στην εταιρία συνθήκες η παραμονή τους στο Δ.Σ. αυτής δεν είχε νόημα, με τις από 24-4-2000 και 15-5-2000 δηλώσεις τους αντίστοιχα, που επιδόθηκαν νομίμως στον Πρόεδρο της, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Επίσης, παραιτήθηκαν και άλλα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας, και συγκεκριμένα οι Π. Κ. και Α. Κ., όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κάποιας ανωμαλίας και περιήλθαν σε γνώση τους διάφορα δικόγραφα. Μετά λοιπόν την αποχώρηση από το Δ.Σ. της εταιρίας των ανωτέρω μελών συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Όμως, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήσαν μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας δεν σημαίνει ότι είχαν και διαχειριστική εξουσία. Δεν είχαν καμία πρόσβαση στους λογαριασμούς της εταιρίας και ειδικότερα δεν είχαν δικαίωμα ανάληψης χρημάτων από τον ... λογαριασμό καταθέσεων όψεως στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στον οποίο κατατέθηκαν τα χρήματα από την εγκαλούσα. Έτσι, ουδέποτε απέκτησαν την συγκατοχή των χρημάτων αυτών, που είναι βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία. Αντίθετα, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. της εταιρίας είχαν ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του εκκαλούντα- κατηγορούμενου Σ. Π., ο οποίος ήταν ο μοναδικός διαχειριστής του προαναφερόμενου λογαριασμού της εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις αυτού (λογαριασμού), από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση, είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο εκκαλών - κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση επί του κατατεθέντος από την εγκαλούσα χρηματικού ποσού σε λογαριασμό της εταιρίας, έχοντας την φυσική εξουσία επ' αυτού (χρηματικού ποσού) και δεν προκύπτει αντίθετο στοιχείο από την δικογραφία που να αναιρεί αυτά. Μετά δε την κοινοποίηση προς αυτόν του εξωδίκου εκ μέρους της εγκαλούσας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζε ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας της με την εταιρία, αλλά άφησε και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την 16-2-2001 την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού των 45.000.000 δραχμών που αυτή είχε καταθέσει, το οποίο χωρίς δικαίωμα ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρίας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, η 16η Φεβρουαρίου 2001 είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ανωτέρω κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεση του να μην επιστρέψει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο είναι ανώτερο των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000,00 ευρώ, στην εγκαλούσα, εξασφαλίζοντας έτσι χρηματικούς πόρους για την εταιρία. Από τα περιστατικά αυτά, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης, που τέλεσε ο εκκαλών κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, σε βάρος της ανωτέρω παθούσας, με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ή των 73.000 Ε. Στη συνέχεια απέρριψε τη έφεση αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Γ- Αναιρετικός έλεγχος. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ή των 73.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι ο κατηγορούμενος έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000,το οποίο κατέθεσε η παθούσα στο λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, την οποία αυτός εκπροσωπούσε και της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία της, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας και ότι η ανωτέρω αίρεση ματαιώθηκε με αποτέλεσμα να μην περιέλθει τελικά η κυριότητα τούτου στην εταιρία, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι αυτός αρνήθηκε την απόδοσή του στην παθούσα παρόλον ότι η αίρεση ματαιώθηκε και η παθούσα του ζήτησε να της τα αποδώσει, εκδηλώνοντας έτσι φανερά την πρόθεση της παράνομης ιδιοποιήσεώς του. Η κατάθεση του χρηματικού ποσού όχι σε δικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, αλλά στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας, δεν διαφοροποιεί καθόλου τη νομική κατάσταση του κατατεθειμένου χρηματικού ποσού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης, καθόσον αυτός, όντας μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του. Και τούτο γιατί ο δικαιούχος ή, όπερ το αυτό, ο διαχειριστής ενός τραπεζικού λογαριασμού έχει και την κατοχή επί των κατατεθειμένων σ' αυτό χρημάτων, οι οποίες, λογιστικές μονάδες, εντάσσονται στην έννοια του πράγματος [ΑΠ.Ολομ. 1093/91, ΠΧΡ.92/39, Ανδρουλάκης ΠΧΡ.ΜΕ/673, Σπινέλλης ΠΧΡ.ΜΣΤ/430, Συμεωνίδου -Καστανίδου Υπερ.98/937]. Οι αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και έτσι πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία παραπέμπεται, και δη ότι δεν έλαβε υπόψη του την 3544/06 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού της παθούσας αναζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ότι η μεταβίβαση του ανωτέρω χρηματικού ποσού έγινε όχι σ' αυτόν, αλλά στην εταιρία, που εκπροσωπούσε, υπαινισσόμενος έτσι ότι την υπεξαίρεση την τέλεσε η εταιρία, ότι η εταιρία έγινε κύρια και όχι κάτοχος αυτού, διότι η αίρεση είχε ενοχική μόνο και όχι εμπράγματη ενέργεια, ότι η εταιρία έγινε κύρια του ποσού σύμφωνα με τις διατάξεις της ανώμαλης παρακαταθήκης και, τέλος, ότι δεν συμφωνήθηκε καμία αναβλητική αίρεση μεταβίβασης της κυριότητας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτόν στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 €. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 42/24-3-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., κατά του 419/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Β-Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 €. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ.α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α)ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β)το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ)ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ)δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1)Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α'του ν.2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2)το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ.2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 του ν.2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β'του Ν.2721/1999. Εξάλλου από το άρθρο 201 του ΑΚ συνάγεται ότι σε δικαιοπραξία με την οποία συμφωνήθηκε ανάμεσα στους συμβαλλομένους η μεταβίβαση της κυριότητας με αναβλητική αίρεση, εκείνος, στον οποίο γίνεται η μεταβίβαση δεν αποκτά την κυριότητα του πράγματος που του δόθηκε ενώ εκκρεμεί η αίρεση και σε περίπτωση ματαιώσεως της χάνει κάθε προσδοκία για την απόκτηση της κυριότητας αυτού με βάση την παραπάνω συμφωνία και είναι υποχρεωμένος να αποδώσει τούτο ενώ η απόκτηση της κατοχής χρημάτων επί υπεξαιρέσεως δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στον δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεως τους. Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ, 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι, προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, συγκεκριμένα δε, από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της κύριας ανάκρισης και ειδικότερα από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία συμπεριλαμβανομένης και της υπ' αριθμ. 3544/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα των τελευταίων και της πολιτικώς ενάγουσας, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν γενικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού ..., ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο μεταξύ των άλλων την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων και ιδία παραγωγή οίνων, οινοπνευματωδών και λοιπών ομοειδών προϊόντων από σταφύλια και άλλες επιτρεπόμενες πρώτες ύλες, καθώς και ειδών συσκευασίας των. Την ίδια χρονική περίοδο οι κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας. Η εταιρία αυτή ήταν πολυμετοχική και οι μετοχές ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, τελούσαν όμως σε καθεστώς προσωρινής αναστολής διαπραγματεύσεως. Τον ανωτέρω χρόνο η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. πληροφορήθηκε από τον γνωστό της Θ. Α., ότι το Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας θα πρότεινε στη γενική συνέλευση των μετόχων της την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της υπέρ των επενδυτών με κατάργηση του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων υπέρ νέων. Η πολιτικώς ενάγουσα, εκτιμώντας την εν λόγω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ως επενδυτική ευκαιρία, ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτήν και να καταστεί μέτοχος. Έτσι, ήλθε σε συνεννόηση με τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο Σ. Π. και, αφού του γνωστοποίησε την πρόθεση της, την 18-2-2000 κατέθεσε στον ... λογαριασμό, που τηρούσε η εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τον οποίο της υπέδειξε, το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., προκειμένου να λάβει 300.000 κοινές μετοχές μετά ψήφου, με τιμή διαθέσεως κάθε μετοχής 150 δρχ. υπέρ το άρτιο, οι οποίες θα εκδίδονταν μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η προφορική συμφωνία μεταξύ τους ήταν ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποιήσεως της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε οριστεί για την 18-2-2000 ή σε οποιαδήποτε επαναληπτική, άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν. Η συμφωνία αυτή διατυπώθηκε και εγγράφως σε αίτηση, την οποία υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα Μ. (Α.) Α. προς το Δ.Σ. της εταιρίας, η οποία και έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Η αίτηση αυτή, η οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω υπό της εταιρίας και ήταν έντυπη με διαμορφωμένο υπ' αυτής το περιεχόμενο της, διελάμβανε ότι, εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου 2000 ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ο εκκαλών- κατηγορούμενος Σ. Π. είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εταιρίας και με τις από 8-4-1997 και 9-7-1999 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και δημοσιεύθηκαν στα υπ' αριθμ.7478/21-10-1997 και 1326/21-2-2000 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αντίστοιχα, του είχαν εκχωρηθεί όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες του άρθρου 20 του καταστατικού. Επίσης, σύμφωνα με το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της εταιρίας από 4-4-1999 και το από 30-6-1997 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας, που τροποποιήθηκε με το από 1-7-1997 Πρακτικό του Δ.Σ., τα οποία έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στα ΦΕΚ και έχουν καταχωρηθεί στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών, είχε οριστεί μοναδικός διαχειριστής του προαναφερομένου ... λογαριασμού καταθέσεων όψεως της ως άνω εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις του εν λόγω λογαριασμού από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση έχουν πραγματοποιηθεί απ' αυτόν (βλ. την από 6-10-2005 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος). Μετά πάροδο διμήνου η πολιτικώς ενάγουσα, μη έχοντας οποιαδήποτε ενημέρωση, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π., ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας είχε εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και ότι οι μετοχές θα παραδίδονταν σ' αυτήν μετά την περαίωση των απαιτούμενων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Έκτοτε ο χρόνος κυλούσε και ο ανωτέρω κατηγορούμενος με διάφορες δικαιολογίες εφησύχαζε την εγκαλούσα. Η τελευταία κατά μήνα Ιανουάριο 2001, έχοντας πλέον εξαντληθεί η υπομονή της ερεύνησε και ανακάλυψε ότι η γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, που είχε αρχικά ορισθεί να γίνει την 18-2-2000, αναβλήθηκε για την 7-3-2000 και ακολούθως για την 24-3-2000,οπότε και πραγματοποιήθηκε. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 9-11-2000 αίτηση, αλλά και στα συνημμένα σ1 αυτήν, που υπέβαλε η εταιρία στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, η γενική συνέλευση των μετόχων της την 24-3-2000 μεταξύ των άλλων αποφάσισε α) την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.055.000.000 δραχμών και διανομή δωρεάν μετοχών στους μετόχους και β) την κατάργηση του δικαιώματος προτίμησες των παλαιών μετόχων, υπέρ νέων μετόχων - επενδυτών και ειδικών στρατηγικών συνεργατών, και γ) την έκδοση 120.800.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 105 δρχ. εκάστης, προς αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών. Ακολούθως, προς υλοποίηση της ανωτέρω απόφασης, έλαβε χώρα 1) αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών ύψους 1.056.000.000 δρχ., 2) μείωση της ονομαστικής αξίας των 66.000.000 μετοχών της εταιρίας από 110 σε 105 δραχμές η καθεμία,και,τέλος,3) έκδοση 43.200.000 νέων μετοχών, ονομαστικής αξίας 105 δραχμών εκάστης, καθώς και 30.800.000 νέων μετοχών, της ίδιας ονομαστικής αξίας, με καταβολή μετρητών από νέους επενδυτές, με συνέπεια .την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 3.234.000.000 δρχ. Κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως αυτής, γεγονός είναι ότι, δημιουργήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Η απόφαση αυτή της συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας την 24-3-2000 περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της δεν ήταν σύννομη, καθόσον : α) η προαναφερόμενη αλλαγή της ονομαστικής αξίας της μετοχής της εταιρίας αποτελούσε τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 7β παρ. 11 του ΚΝ 2190/1920, συντελείται μόνο μετά την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της διοικητικής απόφασης για την έγκριση της και β) η απόφαση καταργήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως παλαιών μετόχων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών είναι σύννομη μόνον εφόσον το Δ.Σ. υποβάλει γραπτή έκθεση στη Γενική Συνέλευση, η οποία να δικαιολογεί τους λόγους που την επέβαλαν και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του ΚΝ 2190/1920. Στο Τμήμα Α' της Διευθύνσεως Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Αναπτύξεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Κ2-14213/24-11-2000 έγγραφο του, το οποίο απέστειλε στην εταιρία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." και κοινοποίησε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., δεν υποβλήθηκε κανένα δικαιολογητικό από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 για τη νόμιμη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 24-3-2000, ούτε αντίγραφο πρακτικών της συνέλευσης αυτής και ως εκ τούτου δεν έχει εγκριθεί ούτε έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Α.Ε. καμία απόφαση από αυτές που λήφθηκαν στην εν λόγω Γενική Συνέλευση. Η ως άνω υπηρεσία με το προαναφερόμενο έγγραφο της, υπέδειξε στα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας να μην προβούν σε καμία ενέργεια έκδοσης και διανομής νέων μετοχών που προήλθαν από την μη νομίμως πραγματοποιηθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που λήφθηκε στη γενική συνέλευση της 24-3-2000 και ζήτησε, χωρίς όμως αποτέλεσμα, από αυτά, προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή σε βάρος τους των υπό των διατάξεων των άρθρων 54 και επόμενα του ΚΝ 2190/1920 προβλεπομένων κυρώσεων, να της υποβάλουν όλα τα σχετικά δικαιολογητικά συγκλήσεως της εν λόγω Γ.Σ. και αντίγραφα πρακτικών της. Με βάση τα προαναφερόμενα ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας μεταξύ της εγκαλούσης Μ. (Α.) Α. και της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ Θ.ΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.". Η ανωτέρω εγκαλούσα, αφού αποσβέσθηκε το δικαίωμα προσδοκίας της για την απόκτηση μετοχών της εταιρίας λόγω ματαιώσεως της αιρέσεως, επικοινώνησε με τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο Σ. Π. και του ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων της. Ακολούθως, αφού τα χρήματα δεν της επεστράφησαν, απέστειλε στην εταιρία και στους κατηγορούμενους, που φέρονταν ως μέλη του Δ.Σ. αυτής, το από 5-2-2001 εξώδικο, με το οποίο ζητούσε, όπως εντός τριών ημερών από της επιδόσεως του, να της επιστρέψουν το ποσό των 45.000.000 δρχ. Το εν λόγω εξώδικο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 11276,11275,11300, 11274 και 11288/2001 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., επιδόθηκε την 7-2-2001 στην ως άνω εταιρία και στον κατηγορούμενο Σ. Π., την 13-2-2001 στον κατηγορούμενο Δ. Δ., την 7-2-2001 στην κατηγορουμένη Μ.-Ι. Α. και την 9-2-2001 στον κατηγορούμενο Χ. Β.. Οι Γ. Α. και Μ. Π., κατά το χρόνο της συμμετοχής τους, ως μέλη του Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας, ήταν ο πρώτος πρόεδρος του "Πανελληνίου Συνδέσμου Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών" (ΠΑΣΕΧΑ) και ο δεύτερος μέλος του ιδίου συνδέσμου, και εξαιτίας της εν λόγω ιδιότητας τους συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια και πολλών άλλων εταιριών, στις οποίες μέτοχοι ήταν μέλη του ανωτέρω συνδέσμου. Ούτοι είχαν εκδηλώσει πολλαπλώς την αντίθεση τους με τον τρόπο διοίκησης της εταιρίας και είχαν καταβάλλει προσπάθειες διασφάλισης των συμφερόντων των μετόχων της. Ειδικότερα, υπέβαλλαν μαζί με άλλους μετόχους την από 16-7-1999 αίτηση τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για διενέργεια ελέγχου στην "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.", θεωρώντας ότι ο κατηγορούμενος Σ. Π., στον οποίο το Δ.Σ. της εταιρίας από το έτος 1997 είχε εκχωρήσει τις αρμοδιότητες του, δεν ασκούσε με νόμιμο τρόπο τη διοίκηση της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23748/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε έκτακτος έλεγχος στην εταιρία από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, οι διαπιστώσεις δε του τελευταίου, που επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στην ως άνω αίτηση, αναφέρονται στο 160/16-5-2000 έγγραφο του προς τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών. Περαιτέρω, υπέβαλαν μαζί με άλλους μετόχους της εταιρίας την από 27-3-2000 αίτηση και ζητούσαν να διοριστεί προσωρινή διοίκηση της εταιρίας, επικαλούμενοι ότι ο γενικός διευθυντής, αυτής Σ. Π. παρανομεί και εμποδίζει την διεξαγωγή του ελέγχου από τον ορκωτό ελεγκτή, βοηθούμενος στις παρανομίες του από τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ,, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ.2506/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ούτοι μεταξύ άλλων κατέθεσαν την 13-4-2000 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την από 10-4-2000 αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το ανυπόστατο της Γενικής Συνέλευσης της 24-3-2000. Επισημαίνουμε ότι η συντονιστική επιτροπή των μετόχων της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε." κατέθεσε την από 22-5-2000 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του νομικού συμβούλου της εταιρίας Α. Κ. και των κατηγορουμένων, για τους οποίους ανάφερε ότι με τις ενέργειες τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εταιρίας και των μετόχων της. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ανωτέρω αντιλαμβανόμενοι ότι υπό τις κρατούσες στην εταιρία συνθήκες η παραμονή τους στο Δ.Σ. αυτής δεν είχε νόημα, με τις από 24-4-2000 και 15-5-2000 δηλώσεις τους αντίστοιχα, που επιδόθηκαν νομίμως στον Πρόεδρο της, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Επίσης, παραιτήθηκαν και άλλα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας και συγκεκριμένα οι Π. Κ., και Α. Κ., όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη κάποιας ανωμαλίας και περιήλθαν σε γνώση τους διάφορα δικόγραφα. Μετά λοιπόν την αποχώρηση από το Δ.Σ. της εταιρίας των ανωτέρω μελών συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Όμως, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Δ. Δ., Μ.- Ι. Α. και Χ. Β. ήσαν μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας δεν σημαίνει ότι είχαν και διαχειριστική εξουσία. Δεν είχαν καμία πρόσβαση στους λογαριασμούς της εταιρίας και ειδικότερα δεν είχαν δικαίωμα ανάληψης χρημάτων από τον ... λογαριασμό καταθέσεων όψεως στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στον οποίο κατατέθηκαν τα χρήματα από την εγκαλούσα. Έτσι, ουδέποτε απέκτησαν την συγκατοχή των χρημάτων αυτών, που είναι βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία. Αντίθετα, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. της εταιρίας είχαν ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του εκκαλούντα-κατηγορούμενου Σ. Π., ο οποίος ήταν ο μοναδικός διαχειριστής του προαναφερόμενου λογαριασμού της εταιρίας και όλες οι χρεωστικές κινήσεις αυτού (λογαριασμού), από τη δημιουργία του μέχρι την 4-6-2003 που έγινε η τελευταία κίνηση, είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο εκκαλών - κατηγορούμενος Σ. Π. ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση επί του κατατεθέντος από την εγκαλούσα χρηματικού ποσού σε λογαριασμό της εταιρίας, έχοντας την φυσική εξουσία επ' αυτού (χρηματικού ποσού) και δεν προκύπτει αντίθετο στοιχείο από την δικογραφία που να αναιρεί αυτά. Μετά δε την κοινοποίηση προς αυτόν του εξωδίκου εκ μέρους της εγκαλούσας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζε ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας της με την εταιρία, αλλά άφησε και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την 16-2-2001 την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού των 45.000.000 δραχμών που αυτή είχε καταθέσει, το οποίο χωρίς δικαίωμα ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρίας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, η 16η Φεβρουαρίου 2001 είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ανωτέρω κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεση του να μην επιστρέψει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο είναι ανώτερο των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000,00 ευρώ, στην εγκαλούσα, εξασφαλίζοντας έτσι χρηματικούς πόρους για την εταιρία. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική αξιόποινη πράξη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Σ. Π., έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000,το οποίο κατέθεσε η παθούσα στο λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, την οποία αυτός εκπροσωπούσε και της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία της, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας και ότι η ανωτέρω αίρεση ματαιώθηκε με αποτέλεσμα να μην περιέλθει τελικά η κυριότητα τούτου στην εταιρία, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι αυτός αρνήθηκε την απόδοση του στην παθούσα παρόλον ότι η αίρεση ματαιώθηκε και η παθούσα του ζήτησε να της τα αποδώσει, εκδηλώνοντας έτσι φανερά την πρόθεση της παράνομης ιδιοποιήσεως του. Η κατάθεση του χρηματικού ποσού όχι σε δικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, αλλά στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας, δεν διαφοροποιεί καθόλου τη νομική κατάσταση του κατατεθειμένου χρηματικού ποσού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης, καθόσον αυτός, όντας μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του. Και τούτο γιατί ο δικαιούχος ή, όπερ το αυτό, ο διαχειριστής ενός τραπεζικού λογαριασμού έχει και την κατοχή επί των κατατεθειμένων σ' αυτό χρημάτων, οι οποίες, λογιστικές μονάδες, εντάσσονται στην έννοια του πράγματος. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατά την υποκειμενική και την αντικειμενική αυτής υπόσταση, καθώς επίσης ότι η ζημία της εγκαλούσας επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Τέλος, δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της υπεξαίρεσης και ως προς την παράνομη ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων, διότι περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς επίσης διότι δεν περιέχονται ασάφειες και αντιφατικές διατάξεις αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα τα περιστατικά της υπεξαίρεσης και μάλιστα, της κακουργηματικής, κατά την έννοια της ΠΚ 375 παρ.1-2α'τελέσεως αυτής. Με την παραδοχή δε ότι η καταβολή των χρημάτων για την αγορά των μετοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πραγματοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και της ταυτόχρονης παραιτήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των νέων μετόχων με τη λήψη σχετικής αποφάσεως από τη γενική συνέλευση της εταιρίας που είχε ορισθεί άλλως τα χρήματα θα της επιστρέφονταν, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν έγινε κύριος των χρημάτων, αφού είχε εξαρτηθεί η μεταβίβαση του σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη από την μη ματαίωση της παραπάνω αίρεσης και συνεπώς αφού τα χρήματα τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του ήταν ξένα στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διαταγής πρώτος λόγος της αναίρεσης. β)Δεν εμφιλοχώρησε καμία αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος όσον αφορά τον προσδιορισμό του προσώπου που διέπραξε την υπεξαίρεση, αφού τόσο κατά της παραδοχής του σκεπτικού, όσον και με την στο διατακτικό διάταξη του "Επικυρώνει το 481/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών κατά την παραπεμπτική του για τον ανωτέρω εκκαλούντα-κατηγορούμενο" προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα το οποίο είχε παραπέμψει και άλλους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για τους οποίους το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. Συνεπώς και ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β και δ' ΚΠΔ 2ος λόγος της αναίρεσης για εκ πλαγίου παράβαση της διαταγής του άρθρου 375 ΠΚ λόγου αντιφάσεων μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού εκ τον λόγου ότι στο μεν σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι τα χρήματα τα ιδιοποιήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στο δε διατακτικό του πρωτόδικου παραπεμπτηρίου βουλεύματος ότι τα χρήματα τα ιδιοποιήθηκαν οι ίδιοι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ ΚΠΔ λόγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Μαρτίου 2010 (αριθμ.42/10 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) αίτηση του Σ. Π. του Γ., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 419/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου 2010. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακούργημα. Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας, της οποίας διαχειριζόταν την περιουσία, έγινε κάτοχος του χρηματικού ποσού των 45.000.000 δραχμών, το οποίο κατέθεσε η παθούσα για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, που τελούσε υπό τη συμφωνηθείσα αναβλητική αίρεση της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας, για την οποία έγινε η μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού αυτού. Μετά τη ματαίωση όμως της πιο πάνω αιρέσεως και της μεταβιβάσεως της κυριότητας του ποσού αυτού στην άνω εταιρία, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, αρνήθηκε την επιστροφή των άνω χρημάτων στην εγκαλούσα, όταν η τελευταία με εξώδικο ζήτησε την επιστροφή τους, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση του να ιδιοποιηθεί παράνομα τα άνω χρήματα. Ο αναιρεσείων, ως μοναδικός διαχειριστείς της εταιρίας, είχε την κατοχή των ισόποσων λογιστικών μονάδων του ποσού αυτού, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, στοιχειοθετούμενης της κατηγορουμένης πράξεως, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική αυτής υπόσταση. Αβάσιμοι οι λόγοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΠΚ 375), που εφαρμόστηκε και για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 1966/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αντωνίου, για αναίρεση της με αριθμό ΒΤ 2236/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 920/2010. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ.1 του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πόσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το όρθρο 10 του Ν.3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενό τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενική και υποκειμενικά στοιχεία, σχετικό με τα αντικειμενικό και υποκειμενικό στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτό και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικό που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του Α.Ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιμα για την θεμελίωση του αναφερομένου εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η μορφή του νομικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικό περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2236/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό για παράβαση του πιο πάνω αν.ν. 690/1945 σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, που ανεστάλη η εκτέλεσή της για τρία έτη και συνολική χρηματική ποινή 12.000 ευρώ. Το Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική αυτή κρίση, δέχθηκε, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 8-11-2002 έως 30-6-2006, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... Shipping Limited", που εδρεύει στο ..., δηλαδή εν τοις πράγμασι. τουλάχιστον, διαχειριστής και εκπρόσωπος αυτής στην Ελλάδα, εν όψει του ότι αυτή είναι δικών του συμφερόντων (βλ. ΑΠ 186/2008 σελ. 4) και του ότι ο κατηγορούμενος, αν και ηδύνατο, δεν προσκόμισε κανένα νομιμοποιητικό έγγραφο της εταιρείας αυτής, αν και ασφαλώς κατέχει τέτοια έγγραφα, αφού πρόκειται για εταιρεία δικών του συμφερόντων, προσέλαβε και απασχόλησε με προφορική σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργαζόμενο στην εταιρεία αυτή τον εγκαλούντα Δ, με την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος, λειτουργεί και άλλες εταιρείες συμφερόντων του, μεταξύ των οποίων και η "... Shipping Corporation", που εδρεύει στη ... και διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα, και εκπροσωπείται ενταύθα από τον κατηγορούμενο (βλ. την ως άνω αρεοπαγιτική). Εν όψει των κοινών συμφερόντων των εταιρειών αυτών, η τελευταία εταιρεία παρείχε διευκολύνσεις στην ως άνω εργοδότρια, πλην, ο ως άνω παθών ουδέποτε πληρώθηκε από την εταιρεία ..., ούτε ήταν ποτέ γραμμένος στις μισθολογικές της καταστάσεις, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο η μάρτυρας υπερασπίσεως του κατηγορουμένου Γ, που εργάζεται σε αυτήν από το 1995 μέχρι σήμερα, ως λογίστρια στο τμήμα μισθοδοσίας. Το ίδιο, δηλαδή ότι τον παθόντα πλήρωνε η ... καταθέτει και ο μάρτυρας ..., καθώς και ότι εργοδότης κατ' ουσίαν είναι ο κατηγορούμενος. Εξάλλου, και ο ίδιος ο εγκαλών συνομολογεί στο ακροατήριο ότι πληρωνόταν από τη ..., χωρίς να παρέχει επαρκείς εξηγήσεις για ποιόν λόγο, παρά το ανωτέρω πραγματικό, θεωρεί ως εργοδότρια του την .... Εξάλλου, με την από 20-7-2006 εξώδικη πρόσκληση του και δύο αγωγές που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο εγκαλών, στρέφεται κατ' αμφοτέρων των ως άνω εταιρειών και του κατηγορουμένου, σωρευτικώς, πράγμα που δείχνει τον ενδοιασμό του ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εργοδότη του. Το γεγονός ότι η ... δεν διατηρούσε γραφεία στην Ελλάδα και για τον σκοπό αυτόν υποστηριζόταν κατά τούτο από την ως άνω ετέρα εταιρεία ..., η οποία ενεργούσε ως εταιρεία διαχείρισης των πλοίων της ... όχι μόνο δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει την ανωτέρω θέση. Περαιτέρω, ο ίδιος εγκαλών, καταθέτει ότι προσλήφθηκε από τον κατηγορούμενο, το 1986 - 1987, ως ναυτικός. Πλην, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, η εταιρεία ... δεν είχε κατά τον χρόνο αυτόν εκπροσώπηση στην Ελλάδα, πιθανόν δε και να μην είχε ακόμα συσταθεί, καθώς έλαβε άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1989 και το πρώτο πρακτικό του διοικητικού της συμβουλίου φέρεται να καταρτίστηκε την 14-11-1988. Περαιτέρω, από την κατάθεση του εγκαλούντα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι οι αποδοχές του καταβάλλονταν στην Ελλάδα, στην τράπεζα Ευrobanκ. Επιπλέον, από την κατάθεση της ίδιας ως άνω μάρτυρος υπερασπίσεως Γ, προκύπτει ότι ο εγκαλών εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος σε πλοία συμφερόντων του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις εντολές του. Ο εγκαλών, αρνείται την ναυτική του ιδιότητα, συνομολογώντας ότι εργαζόταν, κατά καιρούς, σε διάφορα πλοία, όχι ως ηλεκτρολόγος του πλοίου αλλά ως σύμβουλος και εκπρόσωπος της εταιρείας. Η ιδιότητα του ναυτικού κρίνεται κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 επ. του ΚΙΝΔ, κατά τις οποίες για την ύπαρξη συμβάσεως ναυτολογήσεως απαιτείται προσφορά υπηρεσίας επί πλοίου ως μέλος του πληρώματος, με την έννοια της συμμετοχής κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξη του σ' αυτό, με οποιονδήποτε βαθμό και ειδικότητα, ακόμα και αυτοί που δεν παρέχουν καθαρώς ναυτική εργασία και σε συμπληρωματικά καθήκοντα, είναι δε αδιάφορη η εγγραφή του ή όχι στο ναυτολόγιο ή η ασφάλιση του στο ΝΑΤ (ΑΠ 904/1987 ΝοΒ 36, 1218, ΑΠ 551/1974 ΝοΒ 23, 142). Συνεπώς, η σύμβαση του εγκαλούντα κρίνεται ως χερσαία, εφόσον αυτός δεν εντάχθηκε στα πληρώματα των πλοίων στα οποία κατά καιρούς μετέβη αλλά εκτελούσε, μόνο, ηλεκτρολογικές εργασίες που δεν μπορούσε να εκτελέσει το πλήρωμα. Σε τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως του ότι τούτο δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη, ο εγκαλών δεν ενεγράφη ποτέ σε ναυτολόγιο ούτε ασφαλίστηκε στο ΝΑΤ. Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι ο εγκαλών ταξίδευε συνεχώς ούτε ότι εκτελούσε εργασίες αποκλειστικά σε πλοία που ταξίδευαν, απλώς τύχαινε κάποτε να ταξιδέψει. Τούτο ενισχύεται από το μοναδικό περί αυτών χρήσιμο προς τούτο εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων, δηλαδή την από 25-9-2004 ιατρική έκθεση ασθενειών, που αφορά στον εγκαλούντα, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας ο εγκαλών ασθένησε όταν το πλοίο ναυλοχούσε, που σημαίνει ότι η σύμβαση δεν είναι ναυτικής εργασίας, αφού οι επισκευές πραγματοποιούνταν σε λιμάνι (ΑΠ 904/1987, Ε.Ν.Δ. 15, σελ. 445, ΑΠ 1220/1985 αδημ.), με αποτέλεσμα να μην υπάγεται η ρύθμιση της εργασιακής σχέσης του εγκαλούντα στην ΥΑ 232//1996 (ΥΑ 2324/2/1/96 ΦΕΚ Β 525 1996): ΣΣΕ Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων άνω 4.500 Τ.D.W., ΦΕΚ Β' 525/1996. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 3 έως 6 της Διεθνούς σύμβασης της Ρώμης που κυρώθηκε με το νόμο 1472/1988 και ισχύει από 1.4.1991, η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (αρθρ. 3 παρ. 1-4). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5). Τέλος, με το άρθρο 6 της ως άνω σύμβασης ορίστηκε, στην παρ. 1, ότι "παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή" και στην παρ. 2 ότι παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 5 η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27, 355, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25, 372). Εν προκειμένω, εφόσον ο κατηγορούμενος, ως διαχειριστής, φορέας των συμφερόντων και εκπρόσωπος της εργοδότριας και ο εγκαλών είναι έλληνες, η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κατά την κατάρτιση και λειτουργία της σύμβασης είναι η ελληνική, ο τόπος της κατάρτισης της συμφωνίας είναι η Ελλάδα, ο τόπος πληρωμής του εγκαλούντα είναι η Ελλάδα, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Εξάλλου οι διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων, καθώς και αυτές περί αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως είναι αναγκαστικού δικαίου και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των πιο πάνω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (Ολ.ΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76 ΕΠ 520/1993 ΕΝΔ 21.431, ΕΠ 667/1997, 1254/1997 αδημ. Σχετικά με την εφαρμογή των ελληνικών ΣΣΝΕ και επί αλλοδαπών ναυτικών βλ. ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 34.76, βλ. Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. δεύτερη, σελ. 356 επ.). Εξάλλου, παρά το ότι ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι διετέλεσε αρχιηλεκτρολόγος, τούτο δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, κατά την έννοια του εδαφίου α' του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουασιγκτώνος "περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταις βιομηχανικαίς επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με τον ν. 2269/1920, ως πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά τη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτής, θεωρούνται εκείνα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικών προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχειρήσεως ή σημαντικού τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικώς τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, λόγω της ασκήσεως των δικαιωμάτων του εργοδότη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων, που έχουν θεσπισθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων, αμειβόμενοι συνήθως με μισθό, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Γιαυτό και τα ως άνω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, εβδομαδιαίας αναπαύσεως, αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβαν με τη σύμβαση τους. Η έννοια δε της διευθυντικής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και της λογικής από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου, ο οποίος τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους (ΑΠ 406/1998 www.dsanet.gr). Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ούτε ο εγκαλών υποστήριξε παντάπασιν ότι ανατέθηκαν στον εγκαλούντα διευθυντικά καθήκοντα, δηλαδή καθήκοντα που συνίσταντο στη γενική εποπτεία όλων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων των πλοίων της εργοδότριας ή άλλων πλοίων συμφερόντων του κατηγορουμένου, στην ευθύνη της κανονικής λειτουργίας, της επιβλέψεως και της συντηρήσεως τους, στην εκπόνηση μελετών νέων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, στις αγορές ηλεκτρολογικού υλικού πλοίων, στην υπόδειξη των προς ναυτολόγηση στα ως άνω πλοία ηλεκτρολόγων και στην επίβλεψη και στην εποπτεία των εργασιών κατά τις ετήσιες επιθεωρήσεις. Δηλαδή ο εγκαλών δεν εργάστηκε ως προϊστάμενος σημαντικού τομέα της εργοδότριας του, που αναγόταν στα ηλεκτρολογικά τόσο από άποψη εγκαταστάσεων, συντηρήσεων και επιθεωρήσεων, όσο και από άποψη προσωπικού στα άνω πλοία ούτε αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσον ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του είχε πλήρη ελευθερία και ανέπτυσσε πρωτοβουλία ουσιαστικώς μόνος του, σαν να ήταν ο ίδιος εργοδότης και προέβαινε στην εκπλήρωση των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η εκτέλεση επιτελικής εργασίας, που είχε καίρια σημασία για την εργοδότρια και αφορούσε την εκπόνηση μελετών νέων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων ούτε δρούσε με κάποια ελευθερία ως προς την επιλογή του αντικειμένου της εργασίας του και του χρόνου της απασχολήσεως του, καθορίζοντας τις ενέργειες του αναλόγως των εμφανιζομένων αναγκών και της υπ αυτού γενομένης εκτιμήσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την 8-11-2002, ο εγκαλών, λάμβανε μισθό 4300 δολαρίων ΗΠΑ, που αναπροσαρμόστηκε από 11-9-2004 σε 5.000 δολάρια ΗΠΑ, διάστημα κατά το οποίο κρίθηκε ο κατηγορούμενος ένοχος πρωτοδίκως και πέραν του οποίου δεν μπορεί να επεκταθεί η κρίση του παρόντος δικαστηρίου, μη έχοντος εξουσία προς τούτο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως καθώς και διότι, άλλως, θα καθίστατο χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου, πράγμα που απαγορεύεται από τον κανόνα του άρθρου 470 του ΚΠΔ. Πλην, ο κατηγορούμενος, με την ως άνω ιδιότητα του, δεν κατέβαλε στον εγκαλούντα μέχρι και την 30-6-2006 οφειλόμενες αποδοχές, και συγκεκριμένα: 1. Α) Κατά παράβαση των διατάξεων του αρ. 3§ 16 του ν. 4504/1966, δεν κατέβαλε στον ως άνω παθόντα το ποσό των 11.750 $ ΗΠΑ που αντιστοιχεί στο επίδομα αδείας των χρονικών περιόδων: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 (2.250 $ ΗΠΑ Χ 3 έτη =) 6.750 $ ΗΠΑ και β) από 1-9-2004 έως30-6-2006 (2.500 $ ΗΤΑ Χ 2 έτη -) 5.000 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. Β) Κατά παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945 σε συνδυασμό με την υπ αριθμ. 19040/1981 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας δεν κατέβαλε στον ίδιο ως άνω παθόντα το δώρο εορτών των κάτωθι αναφερόμενων χρονικών περιόδων και συγκεκριμένα: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004: ι) Δώρο Χριστουγέννων (4.687,47 $ ΗΠΑ Χ 2 =) 9.374,94 $ ΗΠΑ και α) Δώρο Πάσχα : 2.343,73 $ ΗΠΑ Χ2 = 4.687,46 $ ΗΠΑ. β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 : ι) Δώρο Χριστουγέννων : 10.416,60 $ ΗΠΑ και ιι) Δώρο Πάσχα : 5.208,30 $ ΗΠΑ, ήτοι εν συνόλω 29.687,30 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. 2. Με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945, καθ' όσον με την ανωτέρω ιδιότητά του και έχοντας απασχολήσει τον ως άνω εγκαλούντα κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, δεν κατέβαλλε σ' αυτόν : α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 : αποδοχές αδείας (4.500 $ ΗΠΑ Χ 3 έτη-) 13.500 $ ΗΠΑ και β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006: αποδοχές αδείας ( 5.000 $ ΗΠΑ Χ 2 έτη =) 10.000 $ ΗΠΑ και συνολικού ποσού 23.500 $ ΗΠΑ". το οποίο όφειλε συνεπεία της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς, απορριπτόμενου του αιτήματος αναβολής, δεδομένου ότι το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί της κατηγορίας, κατά τα προαναφερθέντα, η υπόθεση δε, βρίσκεται στα όρια της παραγραφής (που αρχίζει από 8-11-2010), η δε απόφαση του δευτεροβαθμίου πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο συνεδριάζει την 17-11-2010, δεν αναμένεται να εκδοθεί πριν από την 'Ανοιξη του 2011, πέραν του ότι λαμβάνεται υπόψη ότι οι προϋποθέσεις απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης είναι διάφορες της ποινικής, και ότι ήδη οι δύο αγωγές του εγκαλούντος έχουν απορριφθεί για τυπικούς λόγους, περίπτωση που δεν έχει επιρροή στα πλαίσια της παρούσας δικαιοδοσίας, πρέπει, ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί ένοχος των ανωτέρω πράξεων". Ακολούθως, τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "... Shipping Limited", κατ' επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, στο οποίο αναφέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος της "... Shipping Corporation" και ειδικότερα, του ότι: "στον ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.11.2002 έως 30.6.2006, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματος και συγκεκριμένα: 1. στον ανωτέρω τόπο και χρόνο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 κατά τις οποίες "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης η εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 Ν 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπ. Εργασίας η των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερουμένου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση σε χρήμα". Συγκεκριμένα υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ".... Shipping Limited", αν και απασχόλησε ως εργαζόμενο στην εταιρεία αυτή τον εγκαλούντα με την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου και με μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες συμφωνήθηκαν σε ξένο νόμισμα, δηλαδή σε δολάρια ΗΠΑ, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν κατέβαλε σ' αυτόν μέχρι και την 30-6-2006 οφειλόμενες αποδοχές και συγκεκριμένα: Α) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3&16 Ν 4504/66, δεν κατέβαλε στον ως άνω παθόντα το ποσό των 11.750 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχεί στο επίδομα αδείας των χρονικών περιόδων: α] από 8-11-2002 έως 31-8-2004 (2250$ ΗΠΑ Χ 3 έτη=) 6,750 $ ΗΠΑ και β] από 1-9-2004 έως 30-6-2006 (2500$ ΗΠΑ Χ 2 έτη) 5.000$ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. Β) Κατά παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945 σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. 19040/1981 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας δεν κατέβαλε στον ίδιο ως άνω παθόντα το Δώρο εορτών των κάτωθι αναφερόμενων χρονικών περιόδων και συγκεκριμένα: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004: ι) δώρο Χριστουγέννων (4687,47 $ ΗΠΑ Χ 2=) 9,374,94 $ ΗΠΑ και ιι) δώρο Πάσχα (2343,73 $ ΗΠΑ Χ 2=) 4,687,46 $ ΗΠΑ, β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 ι) δώρο Χριστουγέννων 10,416,60 $ ΗΠΑ και ιι) δώρο Πάσχα 5,208,30 $ ΗΠΑ, ήτοι εν συνόλω 29,687,30 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. 2. με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του ΑΝ 539/45, καθ' όσον με την ανωτέρω ιδιότητα του και έχοντας απασχολήσει τον ως άνω εγκαλούντα κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, δεν κατέβαλλε σ' αυτόν: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 αποδοχές αδείας (4.500$ ΗΠΑ Χ 31 έτη=) 13.500$ ΗΠΑ, β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 αποδοχές αδείας (5000 $ ΗΠΑ Χ 2 έτη=) 10.000 $ ΗΠΑ και συνολικού ποσού 23.500 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της σύμβασης εργασίας". Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα με τις παραδοχές του σκεπτικού α) ότι ο εγκαλών θεωρεί ως εργοδότιδά του την εταιρεία "... Shipping Corporation", β) ότι ο ίδιος άσκησε σωρρευτικά δύο αγωγές, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου τόσο κατά της εταιρείας "... Shipping Limited", όσο και κατά της εταιρείας "... Shipping Corporation", πράγμα που δείχνει τον ενδοιασμό του ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εργοδότη του, γ) ότι το γεγονός ότι η δεν διατηρούσε γραφεία στην Ελλάδα και για τον σκοπό αυτό υποστηριζόταν προς τούτο από την ως άνω, ετέρα εταιρεία Lagoa, η οποία ενεργούσε ως εταιρεία διαχείρισης των πλοίων της και δ) με την επίκληση της 186/2008 πολιτικής απόφασης του ΑΠ σε δύο σημεία του σκεπτικού, το μεν δέχεται ότι από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι η τελευταία δέχεται ότι ο αναιρεσείων και αναιρεσίβλητος στην ως άνω απόφαση του ΑΠ ήταν διαχειριστής της εταιρείας Lomar, το δε ότι ήταν και εκπρόσωπος της εταιρείας "... Shipping Corporation", που εδρεύει στη ... και διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα, προκύπτουν ασάφειες ποιάς εταιρείας από τις ανωτέρω ήταν νόμιμη εκπρόσωπος ο κατηγορούμενος. Πέραν αυτού υπάρχει αντίφαση μεταξύ παραδοχών σκεπτικού και διατακτικού, αφού στο μεν σκεπτικό δέχεται ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων ήταν εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εταιρείας "... Shipping Limited", που εδρεύει στο ... και συνεπώς δεν απαιτείτο να διαλάβει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείντα στην εταιρεία αυτή, η οποία, κατά το Ελληνικό δίκαιο, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο, εκπροσωπείται από τα πρόσωπα που ορίζονται στο καταστατικό της, στο διατακτικό της δέχεται ότι ο αναιρεσείων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας. Επομένως, οι κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, η ελλιπής, δηλαδή αιτιολογία της, ως και εκ πλαγίου παράβαση της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης λόγω αντιφατικών παραδοχών της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί για τους λόγους αυτούς η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν.3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για α) παράβαση ΑΝ 690/1945 και β) παράβαση των άρθρων 1,2,3,4,5 ΑΝ 539/1945, πράξεις τιμωρούμενες κατά τις ως άνω διατάξεις ως πλημμελήματα, σε συνδ. προς άρθρ. 18 και 94 ΠΚ. Για τις μερικότερες πράξεις των εγκλημάτων αυτών, που φέρονταιτελεσθείσες από τις 8.11.2002 έως και τις 25.11.2010, συμπληρώθηκε ήδη ο πενταετής χρόνος παραγραφής αυτών και ο τριετής χρόνος αναστολής της παραγραφής. Ενόψει αυτού και του ότι κρίθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, παραδεκτός και κατ' ουσίαν βάσιμος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, εξαλείφθηκε το αξιόποινο των μερικότερων αυτών πράξεων και πρέπει να παύσει οριστικώς ως προς αυτές η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Για τις υπόλοιπες πράξεις η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 2236/2010 απόφαση του Τριμελο ύς Πλημμελειοδικείου, πειραιώς κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν τον αναιρεσείοντα, Χ. Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του άνω αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για: α) παράβαση των διατάξεων του Α.Ν. 690/1945 και Β) παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1,2,3,4 και 5 του ΑΝ.539/1945, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες από αυτόν από 8.11.2002 μέχρι τις 25.11.2002 στον Πειραιά, όπως οι πράξεις αυτές (Α και Β) περιγράφονται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Και Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση: α) του ΑΝ 690/1945 και β) των διατάξεων των άρθρων 1,2,3,4 και 5 ΑΝ 539/1945 από ναυτιλιακή εταιρία. Ελλιπής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως, διότι δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου στην εργοδότρια ναυτιλιακή εταιρία, αλλά και ασαφής και αντιφατική αιτιολογία, ενόψει του ότι πρωτόδικα αυτός καταδικάστηκε ως εκπρόσωπος άλλης εταιρίας, κατ' επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, χωρίς όμως να προσκομίσει στο κατ' έφεση Δικαστήριο νομιμοποιητικά έγγραφα της άλλης εταιρίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου, Ανώνυμη εταιρία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1969/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου A. C. του R., κάτοικο ... και ήδη κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σωτηρούδη, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 448-449/2010 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους 1. J. B. και 2. Χ. Τ.. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αύξοντα αριθμό 850/2010. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α', β' και ζ1 και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές, όποιος, εκτός άλλων, εισάγει, αποθηκεύει, κατέχει ή πωλεί ναρκωτικά, αν δε η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους από τους τρόπους αυτούς και αφορά την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, επιβάλλεται στον υπαίτιο μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του. Ως πώληση ναρκωτικών, θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ, μεταβίβαση της κυριότητας τους στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Η κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξη τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούληση του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της κατοχής ή πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας (βάρους) τούτων, που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεση τούτων ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη καθώς και της ταυτότητος των πωλητών ή αγοραστών και γ) του χρόνου των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε να γίνει αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως στο σκεπτικό, τα οποία είναι αυτά που αποδείχθηκαν και όχι άλλα διαφορετικά. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ποινικής διατάξεως που συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ υπάρχει όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία, ή, κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με αριθμό 448-449/2010, κήρυξε, εκτός άλλων, και τον κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο των πράξεων της κατοχής και της πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα ινδικής καννάβεως με σκοπό την εμπορία, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 και του επέβαλε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 25.000 ευρώ. Από την παραδεκτή δε επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου και ειδικότερα "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ύστερα από πληροφορίες που περιήλθαν στο Τ.Α. ... ότι ένας αλβανός ονόματι "Γ." διακινεί ναρκωτικές ουσίες, ο μάρτυρας αστυνομικός Π. Κ., που υπηρετεί στο εν λόγω Τ.Α. ύστερα από εντολή της υπηρεσίας του επικοινώνησε τηλεφωνικά με το εν λόγω άτομο, που αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν ο α' κατηγορούμενος, και του ζήτησε να αγοράσει 2 κιλά ινδικής κάνναβης αντί 2.200 €. Ο τελευταίος αποδέχτηκε τούτο και συμφώνησαν να συναντηθούν στην περιοχή της ... στις 5-12-2005 για την πραγματοποίηση της συναλλαγής αυτής κατά δε τη συμφωνημένη συνάντησή τους ο α' κατηγορούμενος παρέδωσε στον μάρτυρα 1.952 gr κάνναβης, που είχε κρύψει μέσα στα χόρτα της περιοχής συσκευασμένα σε νάϋλον σακούλα, και πήρα από αυτόν το ως άνω ποσό. Όμως τη στιγμή εκείνη αντιλήφθηκε ότι ο "αγοραστής" ήταν αστυνομικός και τράπηκε σε φυγή με το αυτοκίνητό του, το οποίο προσέκρουσε εν συνεχεία σε μια πέτρα μέσα στο δρόμο, ο κατηγορούμενος το άφησε και συνέχισε τη φυγή του με τα πόδια, και τότε συνελήφθη. Σε μικρή απόσταση από το σημείο της συναλλαγής αυτής παρευρισκόταν και ο β' κατηγορούμενος Χ. Τ., που συνεργαζόταν με τον πρώτο και κατείχαν από κοινού τόσο την παραπάνω ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, όσο και άλλες ποσότητες, είχαν δε μεταφέρει, επίσης από κοινού την "πωληθείσα" κατά τα άνω ποσότητα από την αγροτική περιοχή ... όπου την κρατούσαν κρυμμένη, στο σημείο της ανωτέρω συναλλαγής με το υπ'αριθ. κυκλ. ... ΙΧΕ όχημα, ιδιοκτησίας του β' κατηγορουμένου. Επίσης αποδείχτηκε ότι η κατά τα άνω "πωληθείσα" ποσότητα ναρκωτικών αποτελούσε μέρος μεγαλύτερης ποσότητας που οι α' και β' κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος είχαν αγοράσει από τον γ' κατηγορούμενο, γνωστόν του δεύτερου (ο οποίος προέβη στις πράξεις αγοράς και κατοχής ενεργώντας και για λογαριασμό του πρώτου), που συγκατείχαν. Ειδικότερα: α) κατά το χρονικό διάστημα του τελευταίου ενάμισι έτους μέχρι τον Νοέμβριο του 2005 αγόρασαν κατά τα άνω, από τον γ' κατηγορούμενο, γνωστών του β' με το όνομα "Σ.", αδιευκρίνιστες κάθε φορά ποσότητες κάνναβης, από 2 έως 15 κιλά και συνολικά 50 κιλά, και β) στις αρχές Νοεμβρίου του 2005 αγόρασαν επίσης από τον ίδιο γ' κατηγορούμενο 9 κιλά κάνναβης, όλες δε τις ποσότητες με τίμημα 700 € το κιλό, και αντίστοιχα ο γ' κατηγορούμενος πώλησε σε αυτούς τις εν λόγω ποσότητες, τις οποίες επίσης κατείχε ο ίδιος κατά το ίδιο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα μέχρι την πώλησή τους, με αντίστοιχα περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκαν ότι οι β' και γ' κατηγορούμενοι προέβησαν στις παραπάνω πράξεις που τους αποδίδονται, κατ'επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεσή τους και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει προέκυψε σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος, ενόψει και των μεγάλων ποσοτήτων που διακινούσαν, δεν αποδείχτηκε όμως ότι συντρέχουν οι περιπτώσεις αυτές και ως προς τον α' κατηγορούμενο. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων που τους αποδίδονται, ο πρώτος χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 του ν. 1729/1987, οι δε λοιποί όπως κατηγορούνται, να γίνει δεκτό ότι και οι τρεις μέχρι την τέλεση των παραπάνω πράξεων έζησαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικά και κοινωνικό βίο, και επιπλέον ότι οι α' και β' κατηγορούμενοι επέδειξαν ειλικρινή μεταμέλεια και επιχείρησαν να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες των πράξεών τους (άρθρ. 84§2 α', δ' ΠΚ), και να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του γ' κατηγορούμενου για παράβαση των άρθρων 211 Α Κ.Π.Δ. και 25 Β του ν. 1729/ 1987, εφόσον η κρίση του Δικαστηρίου για την ενοχή του δεν σχηματίστηκε μόνο από τις μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων του, αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Π. Κ. και Ν. Β. (που περιέχεται στην εκκαλούμενη απόφαση), που καταθέτουν γεγονότα που υπέπεσαν στη δική τους αντίληψη οι δε προφορικές και εκτός της διαδικασίας της προανάκρισης συζητήσεις τους με τους κατηγορουμένους δεν συνιστούν προανακριτική ενέργεια, επίσης δε, αυτοί ενέργησαν νόμιμα, κατ' εντολή του Προϊσταμένου της υπηρεσίας τους και μέσα στα πλαίσια του άρθρ. 25 Β του ν. 1729/1987". Στη συνέχεια, το δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο των πράξεων της κατοχής και της πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία και μάλιστα ινδικής καννάβεως, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων αυτών και του επέβαλε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 25.000 ευρώ. Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, ήτοι της κατοχής και πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα: α) επί μέρους ποσοτήτων κυμαινόμενων από 2 έως 15 χιλιόγραμμων και συνολικά ποσότητας 50 χιλιόγραμμων ινδικής κάνναβης, κατά το τελευταίο μέχρι το Νοέμβριο του 2005, χρονικό διάστημα των 18 μηνών και β) ποσότητας 9 χιλιόγραμμων της ίδιας ναρκωτικής ουσίας στις αρχές Νοεμβρίου 2005, για τα οποία και αυτός καταδικάσθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 1, 13 περ. στ', 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 98 του ΠΚ, και άρθρα 4 παρ. 1, 3 Πίν. Α' αρ. 6, 5 παρ.1 εδ. β και ζ,' και 5 παρ. 2, 8 του Ν.1729/1987, όπως το άρθρο 5 αντικ. από το άρθρο 10 Ν. 2161/1993 και ισχύει με τον Κ.Ν.Ν 3459/2006), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, προκύπτει ότι με πληρότητα και με σαφήνεια, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, το μεν κατείχε με σκοπό την εμπορία τις προαναφερθείσες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, με την έννοια ότι μπορούσε να τις εξουσιάζει και να τις διαθέτει κατά την πραγματική θέληση του, το δε ότι τις ποσότητες αυτές τις διέθεσε στους συγκατηγορούμενούς του, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι αυτές που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 8 του Ν. 1729/1987 (23 του ΚΝΝ) και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια τους. Ιδιαίτερα, επίσης, πρέπει να αιτιολογείται η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, εφόσον είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά, όπως είναι ο ισχυρισμός του ότι η πράξη δεν τελέσθηκε υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, ο οποίος είναι αρνητικός της κατηγορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με αριθμό 448-449/2010, κήρυξε εκτός άλλων και τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο των πράξεων της κατοχής και της πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα ινδικής καννάβεως με σκοπό την εμπορία με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και του επέβαλε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 25.000 ευρώ, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων. Προκειμένου δε να στηρίξει την κρίση του για τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, των περιστάσεων αυτών, δέχθηκε, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, ότι προέβη στις παραπάνω πράξεις που του αποδίδονται κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση τους και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, προέκυψε σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενόψει των μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, που διακινούσε με το δεύτερο συγκατηγορούμενό του. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ως προς την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων, της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο γιατί, από το σύνολο των παραδοχών που προεκτέθηκαν, προκύπτει με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι εκτίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου, περί της συνδρομής των περιστάσεων αυτών. Ειδικότερα, παρατίθενται εκείνα τα περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν, ως προς την κατά συνήθεια τέλεση, ότι ο αναιρεσείων από την τέλεση παρόμοιων αξιόποινων πράξεων, κατά το χρονικό διάστημα των 18 μηνών που μεσολάβησε, πριν το Νοέμβριο του 2005, απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτών, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, κατά τον αντίστοιχο ορισμό του ως άνω άρθρου 13 στ. Π Κ, όπως επίσης, από τις ίδιες παραδοχές προκύπτουν αντίστοιχα περιστατικά, από τα οποία δικαιολογείται, ως προς την κατ' επάγγελμα τέλεση, η διαμόρφωση από τον αναιρεσείοντα τέτοιας υποδομής, ώστε η τέλεση των πράξεων του να εκτείνεται σε βάθος χρόνου με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως τους και ο σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος, στοιχεία τα οποία είναι ικανά να προσδώσουν στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα, ότι ενεργούσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ, "μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε δύναται να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 333 παρ.3, 366 και 368 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις, ο λόγος και στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, προκειμένου να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, μόνον όμως, εφόσον το ζητήσουν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί (μετά από προσφυγή τους στο δικαστήριο), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ' του ΚΠΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα. Αν όμως δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Επομένως, ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί μετά την απολογία του και την, από μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ανάπτυξη των υπερασπιστικών του ισχυρισμών, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στον ίδιο τον κατηγορούμενο, αλλά ούτε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προκειμένου να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του, χωρίς αναφορά ότι είχε ζητηθεί σχετικά ο λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, πέραν του γεγονότος, ότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. 13 και 14 σελ. αυτών), μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δινόταν ο λόγος κατά σειρά σε όλους τους παράγοντες της δίκης, τελευταία δε πάντοτε στον κατηγορούμενο και τέλος η Πρόεδρος ρώτησε τους κατηγορουμένους αν έχουν να προσθέσουν τίποτε για την υπεράσπιση τους και οι κατηγορούμενοι απάντησαν αρνητικά. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Ιουνίου 2010 αίτηση του A. C. του R. και της H., ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, για αναίρεση της υπ' αριθμό 448-449/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1 Δεκεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά: Κατοχή. Πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση των λόγων α) της απόλυτης ακυρότητας (ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορο του για να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα), β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και γ) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν υπάρχει ακυρότητα γιατί προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο και στο συνήγορο του. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ουσιαστικών οινικών διατάξεων. Απορρίπτει την αίτηση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 1974/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - (Σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 και 15 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Χ, ... υπηκόου, ήδη προσωρινά κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ..., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, κατά της με αριθμό 12/2010 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με τη με αριθμό 12/2010 απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του από 25 Σεπτεμβρίου 2010 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τις Δικαστικές Αρχές της Ιταλίας, σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε τη με αριθμό "2/05.11.2010" έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς Νικολάου Σιτζάνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1459/2010. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος -εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του και να μην εκδοθεί και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η προκειμένη έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η υπό κρίση, από 5 Νοεμβρίου 2010, με αριθμό έκθεσης 2/2010, έφεση του Χ, κατά της υπ' αριθμό 12/2010 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του υπ' αριθμό 9134/10 RGNR-6662/10 RGIP από 25-9-2010 Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης των Ιταλικών Αρχών (Δικαστήριο Λέτσε, Τμήμα Δικαστών για προανακρίσεις, ...), η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του παραπάνω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 του πιο πάνω νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: α)προκειμένου, σε πρόσωπο στο οποίο ήδη έχει αποδοθεί η αξιόποινη πράξη, να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β)να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει, ειδικότερα, α)ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β)όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κλπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ)μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ)φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε)περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνεται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από την νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ)στο μέτρο του δυνατού, κάθε πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της, και ορίζεται ότι το ένταλμα τούτο μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης του. Επίσης, στο άρθρο 9 παρ. 3, ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, ενώ, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, κατά της πιο πάνω οριστικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο, από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα, μέσα στην προθεσμία που προαναφέρθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα δε, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, επιτρέπεται η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, εάν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστο δώδεκα μηνών, επίσης δε, το ένταλμα εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της ανωτέρω παραγράφου 1, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης αυτού καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα, ενώ, τέλος, κατά την παρ. 2 του αμέσως πιο πάνω άρθρου, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, και συγκεκριμένα από τα έγγραφα που προσκομίζονται από το κράτος που ζητεί την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος, συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο εκζητούμενος κατά την εξέτασή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και η παραστάσα συνήγορος του προφορικώς και με το υποβληθέν έγγραφο υπόμνημα της, προέκυψαν τα ακόλουθα: Σε βάρος του εκζητουμένου, από το δικαστήριο Λέτσε-Τμήμα Δικαστών για προανακρίσεις - εκδόθηκε το υπ' αριθμ... από 25-9-2010 Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε βάρος του Τούρκου υπηκόου Χ που γεννήθηκε την 10-10-1966 στην ..., προκειμένου να προσαχθεί αυτός στην Εισαγγελική αρχή, που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης, με σκοπό ν' ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για την πράξη της παράνομης μεταφοράς λαθρομεταναστών, που συνίσταται στα εξής πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προσδιορίζονται στο επίμαχο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, "ως ακολούθως, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή του: "Για το έγκλημα που προβλέπεται από τα άρθρα 110, 12, παρ. 3, εδ. α) και δ) 3 δις και 3 τρις παρ. β) Ν.Θ. αρ. 286/1998 αφού σε συνεργασία με τον Α1, Α2, Α3, όχι λιγότεροι από τρεις, οδηγούσαν ένα ιστιοφόρο, το "Bavaria 46 Gruiser" μήκος 46 ποδιών που έφερε αμερικάνικη σημαία, και σε συνεργασία με άλλους με τους οποίους είχε διοργανωθεί η μεταφορά των μεταναστών, φρόντισε την παράνομη είσοδο στο Ιταλικό έδαφος 36 ξένων υπηκόων που μεταφέρθηκαν με το ανωτέρω ιστιοφόρο και αποβιβάσθηκαν στις ακτές του .... Επιβαρυντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η πράξη είχε ειδικό αποτέλεσμα και ωστόσο δεν είναι δυνατό να υπολογισθεί χαμηλότερα ή ίσα με τα ελαφρυντικά που προβλέπονται από τα άρθρα 98 και 114 Π.Κ. Για το έγκλημα που προβλέπεται από άρθρο 3, για την επανάληψη των δύο υποθέσεων που αναφέρονται στα εδ. α) και β) της παραγράφου 3, αφού φρόντισε την είσοδο στο έδαφος του κράτους πέντε ή περισσοτέρων προσώπων και πράττοντας με όχι λιγότερα από τρία άτομα σε συνεργασία μεταξύ τους αλλά και με άλλα. Για το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 3 τρις, εδ. β) αφού έπραξε με στόχο να αποκομίσει οικονομικό κέρδος (οι αλλοδαποί πλήρωσαν για την μεταφορά μέχρι και είκοσι χιλιάδες δολάρια για οικογένεια που αποτελείτο από τέσσερα άτομα). Για το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 4 του Νόμου 146/2006, αφού για την πράξη του εγκλήματος συνείσφερε μια εγκληματική ομάδα που εγκληματεί σε περισσότερα από ένα Κράτος (οι μετανάστες μαζεύτηκαν από διάφορες χώρες προέλευσης τους και περνώντας από διάφορες χώρες έφταναν στη Τουρκία, στην ... και μετά στην ... από όπου επιβιβάζονταν για την Ιταλία). Διαπιστώθηκε στο ... το βράδυ της 29ης Αυγούστου 2010. Βαθμός συμμετοχής στην διάπραξη των εγκλημάτων συνένοχος". Περαιτέρω, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις προφορικές εξηγήσεις του εκζητουμένου, προκύπτει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Τούτο γιατί α) το παραπάνω ένταλμα περιέχει όλα τα στοιχεία εκείνα, που απαιτούνται από το άρθρο 2 του ν.3251/2004 και συγκεκριμένα προσδιορίζονται τα στοιχεία ταυτότητας του εκζητουμένου, η ιθαγένειά του, η αρχή που το εξέδωσε και η διεύθυνση της, γεγονότα τα οποία δεν αμφισβήτησε και ο ίδιος, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, που παρέστη με τη συνήγορο του, καθώς επίσης, η φύση και ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση του, η διάταξη που το προβλέπει (άρθρο 12 παρ.3 εδ. α' του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα, ΝΘ 286/1998), το πλαίσιο της ποινής με την οποία το έγκλημα αυτό τιμωρείται και τέλος η περιγραφή των περιστάσεων από τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα αυτό, β) η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους ελληνικούς νόμους και συγκεκριμένα προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 88 του ν.3386/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ.4 του ν. 3772/2009 και τέλος, δεν υφίσταται για την παρούσα υπόθεση περίπτωση, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004, η οποία να εμποδίζει την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης. Οι αιτιάσεις του εκκαλούντος, που αποτελούν και το μοναδικό λόγο εφέσεως και συγκεκριμένα, ότι: α) δεν προσδιορίζεται στο ένταλμα σύλληψης ο τόπος τελέσεως και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, καθώς και ο τρόπος της συμμετοχικής δράσης του, β) ότι το αδίκημα για το οποίο ζητείται η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, έχει τελεσθεί καθ' ολοκληρία στην ελληνική επικράτεια, και ως εκ τούτου υφίσταται περίπτωση του άρθρου 11 του ν. 3251/2004, η οποία απαγορεύει την έκδοση του εκζητουμένου, και συνεπώς αρμόδιες για την εκδίκαση της κατ' αυτού κατηγορίας, είναι οι ελληνικές αρχές και όχι εκείνες των Ιταλικών αρχών, είναι αβάσιμες για τους παρακάτω λόγους: Όσον αφορά την υπό στοιχείο (α) αιτίαση, είναι απορριπτέα, διότι στο επίμαχο ένταλμα σύλληψης προσδιορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια ο τόπος και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι από το ιστιοφόρο "Bavaria 46 Gruiser" με αμερικάνικη σημαία, το βράδυ της 29ης Αυγούστου 2010, αποβιβάσθηκαν στις ακτές του ...ς 36 ξένοι υπήκοοι. Επίσης, προσδιορίζεται η συμμετοχική δράση του εκζητουμένου, ο οποίος από κοινού με τους Α1, Α2, Α3 επιβιβάσθηκαν στο ως άνω ιστιοφόρο από το έδαφος της Τουρκίας, με προορισμό την .... Όσον αφορά δε την υπό στοιχείο(β) αιτίαση, ότι δηλαδή η πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση του, τελέσθηκε εξ' ολοκλήρου στην Ελλάδα, είναι αβάσιμη για τους παρακάτω λόγους. Είναι γεγονός ότι η αποβίβαση των επιβαινόντων στο ως άνω ιστιοφόρο 36 λαθρομεταναστών, έλαβε χώρα τις νυχτερινές ώρες της 29ης Αυγούστου 2010 στο ... και ότι ο εκζητούμενος την ίδια ημεροχρονολογία 29-8-2010, είχε περισυλλέγει στη θαλάσσια περιοχή της ..., από το πλήρωμα του Ε/Γ-Ο/Γ ..., και στη συνέχεια εισήχθη σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κεφαλληνίας, για παράβαση του άρθρου 82 παρ.4 του Ν. 3386/2005. Το γεγονός, όμως, αυτό, ήτοι της σύλληψης του και της εισαγωγής του σε δίκη με την ως άνω κατηγορία και της εν συνεχεία καταδίκης του, δεν αναιρεί το ότι η πράξη για την οποία αυτός εκζητείται, τελέσθηκε κατά ένα μέρος η στο σύνολο της στην .... Σε κάθε δε περίπτωση, πέραν των ανωτέρω, σε βάρος του εκζητουμένου, όχι μόνον δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στην Ελλάδα για την προαναφερόμενη πράξη, αλλά ούτε θεωρείται διωκόμενος γι' αυτή και δεν έχει σχηματισθεί σε βάρος του ούτε σχετική δικογραφία, αφού δεν διαπιστώθηκε η τέλεση της πράξεως αυτής στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για Έλληνα υπήκοο. Ενόψει όλων αυτών και του ότι η πράξη αυτή δεν τελέσθηκε στην Ελλάδα, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκζητουμένου, αλλά και την εκτέλεση του αναφερόμενου εντάλματος Συλλήψεως. Συνεπώς η εκκαλούμενη απόφαση κατ' ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την προσφυγή του εκκαλούντος και αποφάσισε την εκτέλεση του προσβαλλόμενου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, με άμεση δικονομική συνέπεια ο υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος και η έφεση στο σύνολο της να αξιολογείται ως κατ' ουσία αβάσιμη, λόγο για τον οποίο και πρέπει να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 37 του ν. 3251/2004. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την υπ' αριθμό 2 από 5 Νοεμβρίου 2010 έφεση του ... που γεννήθηκε την 10-10-1966 στην ..., και ήδη κρατουμένου των δικαστικών φυλακών ..., κατά της υπ' αριθμό 12/2010 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία γνωμοδότησε υπερ της εκτέλεσης του εκδοθέντος κατ' αυτού υπ' αριθμό 9134/10 RGNR-6662/10 R GIP από 25-9-2010 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως των Ιταλικών' Αρχών (Δικαστήριο Λέτσε, Τμήμα Δικαστών για Προανακρίσεις). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στις 15 Δεκεμβρίου 2010. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Έφεση κατά αποφάσεως Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, που γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του Τούρκου υπηκόου. Επάρκεια στοιχείων του Ε. Ε. Σ. (ως προς το χρόνο, τόπο τελέσεως και συμμετοχική δράση του εκζητουμένου). Απορρίπτει την έφεση. Έξοδα δεν επιβάλλονται.
Έκδοση
Έκδοση.
1
Αριθμός 1976/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, περί αναιρέσεως της 50872/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1)Γ. Κ. του Θ., ... και 2)Ι. Α. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών Γάκη Ιφιγένεια ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/20-1-2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών Θεοδώρου Καρέλλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 659/2010. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης . ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.3, 479 παρ.2, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.δ', προκύπτει ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί αναίρεση κατά των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και πταισματοδικείων της περιφέρειάς του, καταδικαστικών, αθωωτικών, εκείνων που παύουν τη δίωξη ή την κηρύσσουν απαράδεκτη ή κηρύσσουν αναρμοδιότητα. Κατά των αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να προτείνει μόνο το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1 Ε, δηλ.για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με το άρθρ.506 στοιχ.β. Στην προκείμενη περίπτωση, με δήλωσή της ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 1/20-1-2010 έκθεσή του, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών άσκησε αναίρεση κατά της με αριθμό 50872/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία έπαυσε, οριστικά λόγω παραγραφής η κατά του κατηγορουμένου, Γ. Κ. του Θ., καθώς και τον Ι. Α. του Ν., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων από κοινού, κατ'εξακολούθηση. Η αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να εξεταστεί κατ'ουσίαν. Η παραπάνω Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά της υπ'αριθμόν 50872/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εκδοθείσης κατ'έφεση της υπ'αριθμόν 97796/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας γενομένου δεκτού σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου Γ. Κ. του Θ., έπαυσε οριστικά ή ποινική δίωξη εις βάρος αυτού, καθώς και του Ι. Α. (απόντος εκαλούντος ασκήσαντος εμπρόθεσμη έφεση), για το αδίκημα της Φοροδιαφυγής με έκδοση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων από κοινού κατ' εξακολούθηση, και ζήτησε την παραδοχή της παρούσης αναιρέσεως, την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το δίκασαν Δικαστήριο εσφαλμένως και καθ'υπέρβαση εξουσίας (και δη αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας) κατ'άρθρον 510 παρ.1 περίπτωση Η, απεφήνατο την οριστική παύση της ποινικής διώξεως ενώ έδει να προχωρήσει στην κατ'ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, αφού το αδίκημα εις βαθμόν πλημμελήματος που η υπόθεση αφορούσε δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία ", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α" ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για τον δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, την 2α Νοέμβριου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του Ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του όρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστό τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, .οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία το Δικαστήριο αυτό, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά προβαίνει, το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθμό 50.872/2009 απόφασή του, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Γ. Κ. του Θ. και του Ι. Α. του Ν., κατηγορουμένων του ότι: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 5/7/01 έως 14/3/03 οι κατηγορούμενοι Α. Ι. και Κ. Γ., με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα τα οποία συνιστούν εξακολούθηση ενός και ιδίου εγκλήματος, ήτοι εξέδωσαν πλαστά και εικονικά φορολογικά στοιχεία και ειδικότερα, ο Α. Ι. και ο Κ. Γ. ως υποκρυπτόμενα πρόσωπα της εταιρείας "ΤΕΧΝΟΔΙΑΣΤΑΣΗ ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ" προέβησαν, όπως προέκυψε από την με ημερομηνία 29/5/07 (ημερομηνία θεώρησης) έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων , στην έκδοση εικονικών τιμολογίων καθόσον διαπιστώθηκε ότι αφορούσαν στο σύνολο τους ανύπαρκτες συναλλαγές προς τις κάτωθι επιχειρήσεις, επιπλέον τα με αριθμούς 259/22-11-01 και 260/25-11-02 ήταν και πλαστά καθόσον ουδέποτε θεωρήθηκαν από την αρμόδια ΔΟΥ και δή: Για την χρήση 2001 Το δικάσαν Δικαστήριο, για να στηρίξει την κρίση του για οριστική παύση της ποινικής διώξεως σε βάρος των κατηγορουμένων, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων, διέλαβε στην απόφασή του την εξής, κατά λέξη αιτιολογία: "οι εκκαλούντες διώκονται για παράβαση των άρθρων 19 παρ. 1,4 και 21 παρ. 10 του 2523/1997 όπως αντικ. με άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 και ειδικότερα διότι ως υποκρυπτόμενα πρόσωπα της εταιρίας " ΤΕΧΝΟΔΙΑΣΤΑΣΗ Μ0Ν0-ΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ " κατ' εξακολούθηση εξέδωσαν σε κατονομαζόμενες εταιρίες και φυσικά πρόσωπα εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια πώλησης -δελτία αποστολής) δηλαδή φορολογικά στοιχεία, που εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές, πράξη που διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, που φέρεται να έχει τελεστεί κατά το χρονικό διάστημα από 5-7-2001 έως 14-3-2003 και που διαπιστώθηκε στις 29-5-2007, όταν έγινε η θεώρηση της έκθεσης ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων. Οι μερικότερες όμως πράξεις της κατ' εξακολούθηση έκδοσης των εικονικών φορολογικών στοιχείων από τους εκκαλούντες ως υποκρυπτόμενα πρόσωπα, που φέρονται ότι έχουν τελεστεί από 5-7-2001 έως 14-3-2003 έχουν παραγραφεί σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας αφού το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε το πρώτον στον πρώτο εκκαλούντα στις 2-7-2008 και στον δεύτερο εκκαλούντα στις 1-7-2008 ήτοι μετά την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση της πράξης. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη γενομένου δεκτού του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου εκκαλούντα." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με το να δεχτεί, ότι η παραγραφή του ανωτέρω αξιόποινου αδικήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 112 Π. Κ., άρχισε από την ημέρα που τελέστηκε αυτό και όχι από το χρόνο διαπιστώσεως του, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο, σύμφωνα με την προδιαληφθείσα ειδική διάταξη δηλαδή, από τις 29-5-2007,η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά το άρθρο 112 Π.Κ., όπως προαναφέρθηκε και ότι το εν λόγω αδίκημα υπέπεσε σε παραγραφή, αφού από το χρόνο τελέσεως του (5-7-2001 έως τις 14-3-2003) μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στους κατηγορούμενους (12-7-2008) στο Γ. Κ. και την 1-7-2008 στον Ι. Α.) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από πέντε (5) έτη, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17 και 112 Π.Κ. και πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 112 ΠΚ, καθώς και ο άλλος λόγος της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας κατ'αρθρ.510 παρ.1 στοιχ.Η'του αυτού Κώδικα, είναι βάσιμοι και, ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 50.872/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Και, Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση παραστάντος Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, που δίκασε κατ' έφεση και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων (του παραστάντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δια πληρεξουσίου, πρώτου και του απόντος, δεύτερου εκκαλούντος) για το αδίκημα της φοροδιαφυγής με έκδοση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων από κοινού κατ' εξακολούθηση, διότι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και καθ' υπέρβαση εξουσίας αποφάσισε την οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής. Η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου, η οποία έγινε σε χρόνο, που δεν είχε παρέλθει η πενταετής παραγραφή. Αναιρεί την απόφαση και παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο για νέα εκδίκαση.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1975/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κοκόλια, για αναίρεση της υπ'αριθ.78/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Ψ Α.Ε." που εδρεύει στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κοτύλια. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ηρακλείου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 479/2010. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των παρ.1 και 3 του άρθρου 364 Π.Κ. που αναφέρονται περιοριστικώς στην ανώνυμη εταιρεία, και προστατεύει την οικονομική και επιχειρηματική οντότητα, τη φήμη και επαγγελματική πίστη του νομικού προσώπου της, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, που είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως διάφορο της συκοφαντικής δυσφημήσεως του φυσικού προσώπου, απαιτείται, εκτός των άλλων, όπως το υπό του υπαιτίου, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, δια ισχυρισμού ή διαδόσεως ανακοινούμενο γεγονός, να αφορά είτε στις επιχειρήσεις ή στην οικονομική κατάσταση ή γενικά στις εργασίες της εταιρείας είτε στα πρόσωπα που τη διευθύνουν ή την διοικούν και περαιτέρω να είναι το γεγονός αυτό πρόσφορο να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και εν γένει στις επιχειρήσεις της, χωρίς να προσαπαιτείται και η επέλευση βλάβης αυτής. Ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Ως ισχυρισμός ο οποίος επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, θεωρείται η ανακοίνωση που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως της ανώνυμης εταιρείας απαιτείται δόλος άμεσος, ο οποίος συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος και στη γνώση ότι τούτο είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της. Εξ'άλλου η κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικώς για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως ως προς τον άμεσο δόλο να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε για το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ'είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιους ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ανεκκλήτως κατά τα άρθρα 121 εδαφ.α' και 502 παρ.3 Κ.Ποιν.Δ., με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο ... την 20 Ιουλίου 2004 με αφορμή τη συζήτηση στο Δήμο ... αιτήσεως χορηγήσεως αδειών ίδρυσης και λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της εταιρείας με την επωνυμία "Ψ Α.Ε.Τουριστικών και Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων" που εδρεύει στα ..., εκπροσωπούμενη από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής Α και η οποία διαχειριζόταν στα ξενοδοχεία "Κ" και "Κ" συνέταξε και υπέβαλε προς τον παραπάνω Δήμο την με ίδια ημερομηνία αναφορά-καταγγελία, την οποία κοινοποίησε προς τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου και το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, στην οποία μεταξύ άλλων ανέγραφε ότι το αναψυκτήριο του "Κ" βρισκόταν σε σημείο που υπάρχει κατάληψη δημοσίου κτήματος (αιγιαλού). Το περιστατικό όμως αυτό ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, καθόσον αυτός ως πρώην διευθυντής των ξενοδοχείων της παραπάνω εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 έως 1994, οπότε και απολύθηκε γνώριζε ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Α1, είχε απαλλαγεί της κατηγορίας της παράνομης κατοχής δημοσίου κτήματος και της αυθαίρετης μεταβολής αιγιαλού, στον ίδιο χώρο, με τις με αριθμούς 2296α/1999 και 3264/2000 αποφάσεις του Α'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και την με αριθμό 515/1999 απόφαση του Β'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και επίσης ότι η υπό ημερομηνία 21 Ιουνίου 2001 αναφορά του με αντικείμενο την κατάληψη αιγιαλού εκ μέρους του εγκαλούντα είχε τεθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου στο αρχείο κατ'άρθρο 43 Κ.Ποιν.Δ. και είχε εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης με την υπ'αριθμό 682/14-11-2003 πράξη του. Ακόμη, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι στον επίδικο χώρο, κατά τα έτη 2003 και 2004 είχαν διενεργηθεί τρείς αυτοψίες, από υπαλλήλους της κτηματικής Υπηρεσίας, χωρίς να διαπιστωθεί κατάληψη δημοσίου κτήματος ή μεταβολή αιγιαλού όπως αναγράφονται στα με αριθμούς ... έγγραφα. Τα ψευδή αυτά περιστατικά που έλαβαν γνώση τρίτοι και μάλιστα υπάλληλοι του Δήμου ..., της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών και της Περιφέρειας Κρήτης, μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξεως σύμφωνα με το κατηγορητήριο, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί του ότι προέβη στην πράξη του αυτή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως μέτοχος της Α.Ε., αφού πρόκειται περί συκοφαντικής δυσφημήσεως Α.Ε. δεδομένου ότι τα όσα παραπάνω ισχυρίστηκε ήταν ψευδή, τελούσε εν γνώσει του ψεύδους τους από τον τρόπο που ενήργησε (καταγγελία προς τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ηρακλείου και Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης) προκύπτει σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της Α.Ε. και του νομίμου εκπροσώπου της....Με τις σκέψεις και παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως ανώνυμης εταιρείας (Π.Κ.364 παρ.1 και 3) και τον κατεδίκασε σε φυλάκιση δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως σε συνδυασμό με το διατακτικό της την επιβαλλομένη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Και τούτο καθόσον ενώ την κρίση του ότι ήταν ψευδές αυτό που αναφέρεται στην υποβληθείσα από 20-7-2004 καταγγελία στην οποία προέβη ο ήδη αναιρεσείων περί του ότι η καταληφθείσα έκταση από την εγκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία ήταν εντός της ζώνης του αιγιαλού, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε αποκλειστικά την κρίση του αυτήν α)στις αναφερόμενες αθωωτικές αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου β)στην από 21 Ιουνίου 2001 αναφορά του κατηγορουμένου προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου με την κατάληψη αιγιαλού από την επιχείρηση που εκμεταλλευόταν η ίδια ως άνω ξενοδοχειακή τουριστική εταιρεία και γ)στις κατά τα έτη 2003 και 2004 διενεργηθείσες τρείς αυτοψίες από υπαλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας του δημοσίου στο .... Δεν αναφέρει όμως το Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του ούτε τις παραδοχές των ως άνω αθωωτικών αποφάσεων ούτε το περιεχόμενο της παραπάνω από 21-6-2001 αναφοράς ούτε και το περιεχόμενο των εκθέσεων των αναφερομένων ότι διενεργήθηκαν αυτοψιών όσον αφορά το ζήτημα πόση ήταν η έκταση που φέρεται ότι είχε καταληφθεί από την πολιτικώς ενάγουσα τουριστική και ξενοδοχειακή εταιρεία καθώς και σε ποιο σημείο του αιγιαλού είχε γίνει η κατάληψή του από την εν λόγω εταιρεία προς εξυπηρέτηση λειτουργίας της επιχειρήσεως που διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν, προκειμένου να ελεγχθεί αν συνέπιπτε ή έκταση αιγιαλού που αφορούσαν οι προαναφερθείσες αθωωτικές αποφάσεις, η από 21-6-2001 αναφορά του ήδη αναιρεσείοντος προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου και οι παραπάνω εκθέσεις αυτοψίας με την έκσταση του αιγιαλού που αναφέρεται στην επίμαχη από 20-7-2004 καταγγελία του ήδη αναιρεσείοντος ότι κατελήφθη από το υπαίθριο αναψυκτήριο της επιχείρησης της εγκαλούσας-πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας. Επίσης η παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά την γνώση από τον ήδη αναιρεσείοντα της αναληθείας όσων με την επίδικη καταγγελία του ισχυρίσθηκε για τη θέση του αναψυκτηρίου του ξενοδοχείου Κ εντός του αιγιαλού, δημιουργεί κενά και ασάφεια. Δεν παραθέτει το δικαστήριο της ουσίας περιστατικά από τα οποία να συνάγεται η γνώση του ψεύδους του κρισίμου ως άνω γεγονότος, αφού δεν αναφέρει εάν ο ήδη αναιρεσείων στις παραπάνω αθωωτικές για τον νόμιμο εκπρόσωπο της ήδη εγκαλούσας-πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου είχε συμμετοχή είτε ως μηνυτής ή ως πολιτικώς ενάγων και έτσι δεν προκύπτει πότε και κατά ποίο τρόπο έμαθε αυτός (αναιρεσείων) το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων. Επι πλέον δεν διευκρινίζεται στην απόφαση που αναιρεσιβάλλεται ο τρόπος που πληροφορήθηκε ο κατηγορούμενος το αποτέλεσμα των τριών αυτοψιών των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και το χρονικό σημείο που έλαβε γνώση των διαπιστώσεων κάθε μιας από τις αυτοψίες για να δύναται να ελεγχθεί εάν πριν από τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της παραπάνω καταγγελίας του προς τον Δήμο ... ήταν αυτός ενήμερος για την πραγματική κατάσταση και αν είχε ασφαλή γνώση για όσα ισχυρίσθηκε ως προς τη θέση του αναψυκτηρίου του "Κ" σε σχέση με τον αιγιαλό. Δεν αιτιολογείται δε επαρκώς το απαιτούμενο για την πληρότητα της υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων στοιχείο της γνώσεως της αναληθείας των όσων ισχυρίσθηκε με την προαναφερθείσα καταγγελία του στον Δήμο ... με την παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων είχε διατελέσει κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 έως 1994, οπότε και απολύθηκε, διευθυντής των ξενοδοχείων της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας, χωρίς αναφορά άλλης ιδιότητάς του κατά τον κρίσιμο χρόνο τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος από την οποία να συνάγεται σαφώς η γνώση από αυτόν της αναληθείας όσων ισχυρίσθηκε με την από 20-7-2004 καταγγελία του. Από τις παραπάνω ελλείψεις και ασάφειες της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την αιτιολόγηση του αναληθούς του περιστατικού που ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων και αφορούσε την επιχείρηση του ξενοδοχείου που διαχειριζόταν η πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία και ως προς την γνώση εκ μέρους του της αναληθείας αυτών που ισχυρίσθηκε κατά τα ανωτέρω και έβλαπταν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εν λόγω ανώνυμη εταιρεία και τις εργασίες της, έπεται ότι είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'και Ε'σχετικοί λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Μετά ταύτα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί στο σύνολο η προσβαλλομένη απόφαση, περαιτέρω δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 78/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική Δυσφήμηση Ανωνύμου Εταιρείας. Καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Γίνεται δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά παραδοχή των λόγων αναιρέσεως α) για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας και β) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ελλείψει παραθέσεως από το δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικών από τα οποία να συνάγεται ότι ήταν ψευδές το καταγγελθέν στις 20/7/2004 από τον κατηγορούμενο γεγονός που αφορούσε παράνομη κατάληψη αιγιαλού από εγκατάσταση της ξενοδοχειακής - τουριστικής επιχείρησης της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας ξενοδοχειακής εταιρείας που δεν προέκυπτε μόνον με βάση την κατά το παρελθόν προ δεκαετίας ιδιότητά του ως διευθυντή των ξενοδοχειακών μονάδων που διαχειριζόταν η πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία χωρίς να προκύπτει πότε και με ποιο τρόπο πληροφορήθηκε αυτός αλλά μεταγενέστερα έγγραφα και δικαστικές αποφάσεις που λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημ/κείο ως αποδεικτικά μέσα για το ότι ήταν αναληθή όσα με την επίμαχη καταγγελία του ισχυρίσθηκε, για τη θέση του αναψυκτηρίου ενός των ξενοδοχείων της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας εντός του αιγιαλού.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ανώνυμη εταιρία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1968/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου J. D. του D., κρατουμένου στο κατάστημα κράτησης Δομοκού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καυκόπουλο, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 936-937/2009 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στις από 7 Σεπτεμβρίου 2010 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1751/2010. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι προβαλλόμενοι πρόσθετοι λόγοι ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του D. J. του D., και οι επ' αυτής από 7 Σεπτεμβρίου 2010 πρόσθετοι λόγοι, κατά της υπ' αριθμό 936-937/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α', β' και ζ' του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του Ν.2161/ 1993 και ίσχυε κατά τους κατωτέρω χρόνους τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, με τις προβλεπόμενες ποινές της καθείρξεως και χρηματική τιμωρεί-ται όποιος, εκτός άλλων, εισάγει στην επικράτεια, πωλεί ή κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηρωίνη (άρθρο 1 παρ.2 πιν. Α' αριθ. 5 του ως άνω Κώδικα), κατά δε το άρθρο 8 του ίδιου Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του ανωτέρω κώδικα), όπως ίσχυε κατά τους ενδιαφέροντες κατωτέρω χρόνους, με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του ίδιου νόμου, ήδη 20, 21 και 22 του Ν. 3459/2006, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Κατά δε το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ', κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθε-ρή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου η, κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να αναγράφεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, από την παράθεση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων τα οποία το Δικαστήριο δέχθηκε, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, αναμφισβήτητα προκύπτει, ότι ναι μεν δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις με αριθμό 3092 και 3093 από 28-12-2004 εκθέσεις εξετάσεως δείγματος, για τον προσδιορισμό του είδους της ναρκωτικής ουσίας (ηρωίνης), του Γενικού Χημείου του Κράτους (Χημική Υπηρεσία Βέροιας), η οποία διενεργήθηκε, συνεπεία της υπ' αριθμό 3008/12/715-α/24-12-2004 παραγγελίας του Τμήματος Ασφαλείας Βέροιας, ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων, όμως, οι εξετάσεις αυτές δεν θεωρούνται ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, ανεξαρτήτως παραγγελίας που δόθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Βέροιας, για τη διενέργειά τους, αλλά ως έγγραφα, τα οποία, όπως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται, αλλά και ο αναιρεσείων ομολογεί, αναγνώσθηκαν. Πέραν αυτών, προκύπτει με βεβαιότητα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αξιολόγησε και συνεκτίμησε, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής, και τις παραπάνω εκθέσεις, οι οποίες δεν φέρουν τα στοιχεία πραγματογνωμοσύνης, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το αρ. 2 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή του δεν λαμβάνεται υπόψη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι υποχρεούται μεν το δικαστήριο να μην αξιοποιήσει μια τέτοια μαρτυρική κατάθεση που έγινε κατά παράβαση του νόμου, όμως, η εκτίμηση και αυτής μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 224 του ΚΠΔ δεν προβλέπεται, αφού στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως του άρθρου 510 του ΚΠΔ δεν περιέχεται τέτοιος λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσεώς του, έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρος αστυνομικού Θ. Σ., ο οποίος όμως κατέθεσε περιστατικά, που προέρχονται από πληροφορίες άγνωστων προσώπων, τα οποία αρνήθηκε να κατονομάσει και, επομένως, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, μάλιστα δε ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είχε ζητήσει να μη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρος αστυνομικού, προσέτι δε ο ίδιος υπέβαλε και εγγράφως σχετικό αίτημα προς το δικαστήριο, το οποίο επιφυλάχθηκε να απαντήσει. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αναφέρει στο σκεπτικό ότι, εκτός από την κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρος, υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, τα οποία και εκτίθενται σε αυτό, όπως είναι η ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και τα έγγραφα, που αναφέρονται αναλυτικά στα πρακτικά και η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον λοιπόν, το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως είναι αυτά που αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ο προβαλλόμενος, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Όσον αφορά δε την αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και συγκεκριμένα στην απόρριψη του αιτήματός του, να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Θ. Σ., είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι το αίτημα αυτό δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' και Δ του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι αυτές που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 8 του Ν. 1729/1987 (23 του ΚΝΝ) και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Ιδιαίτερα, επίσης, πρέπει να αιτιολογείται η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, εφόσον είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά, όπως είναι ο ισχυρισμός του ότι η πράξη δεν τελέσθηκε υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ανωτέρω άρθρου 8, ο οποίος είναι αρνητικός της κατηγορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 936-937/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για τις πράξεις: α) της Εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, β) της μεταφοράς στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, γ) της απόπειρας πώλησης ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και δ) της αντίστασης κατά της αρχής. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφασή του, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του για τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, των επιβαρυντικών περιστάσεων, δέχθηκε, ότι από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι ο κατηγορούμενος, που διαμένει στη Θεσσαλονίκη και είναι αθλητής (σφαιροβόλος) στο παρελθόν πολλές φορές μετέφερε ναρκωτικά επ' αμοιβή, όπως εν προκειμένω προέκυψε ότι η αμοιβή του θα ήταν 1000 ευρώ, για λογαριασμό εμπόρων ναρκωτικών που διαμένουν στην Αλβανία. Τούτο δε το έπραττε για να πορίζεται χρήματα, εκμεταλλευόμενος την αθλητική του ιδιότητα υπό την έννοια ότι δεν θα κινούσε υπόνοιες, πράγμα που γνώριζαν και οι αλβανοί συγκατηγορούμενοί του. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων με την επιβαρυντική περίπτωση". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ως προς την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων, της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο γιατί, δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου, περί της συνδρομής των περιστάσεων αυτών. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν, ως προς την κατά συνήθεια τέλεση, ότι ο αναιρεσείων από την τέλεση παρόμοιων αξιόποινων πράξεων, απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτών ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, κατά τον αντίστοιχο ορισμό του ως άνω άρθρου 13 στ. Π Κ, ούτε αντίστοιχα περιστατικά από τα οποία να δικαιολογείται, ως προς την κατ' επάγγελμα τέλεση, η διαμόρφωση από τον αναιρεσείοντα τέτοιας υποδομής, ώστε η τέλεση των πράξεών του να εκτείνεται σε βάθος χρόνου με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς τους και ο σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Πράγματι, μόνη η παραδοχή "ότι ο αναιρεσείων πολλές φορές στο παρελθόν μετέφερε ναρκωτικά επ' αμοιβή, για λογαριασμό εμπόρων ναρκωτικών που διαμένουν στην Αλβανία", χωρίς, όμως, να προσδιορίζονται συγκεκριμένα περιστατικά, όπως οι χρονολογίες που αυτός μετέφερε τις αντίστοιχες ουσίες από την Αλβανία στην ημεδαπή, ή η αμοιβή που αυτός απολάμβανε για κάθε ανάλογη μεταφορά έστω και συνολικά, ή ο αριθμός των μεταφορών που αυτός διενήργησε, καθώς και οι συγκεκριμένοι τόποι μεταφοράς, ή ακόμη, οι ποσότητες των ναρκωτικών ουσιών, αλλά ούτε και τα πρόσωπα των εμπόρων, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για λογαριασμό των οποίων αυτός ενεργούσε τις μεταφορές, δεν είναι ικανή να προσδώσει στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα, ότι αυτός ενεργούσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έτσι, ο σχετικός πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την παραδοχή των ανωτέρω επιβαρυντικών περιστάσεων, είναι κατά τούτο βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", (υπό δ') "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του". Για τη δεύτερη από τις περιστάσεις αυτές, πρέπει, η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή, να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 936-937/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ, για εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια, μεταφορά και απόπειρα πώλησης 1015 γραμμαρίων ηρωίνης, καθώς και σε φυλάκιση 3 ετών για την πράξη της αντίστασης, ο συνήγορος του αναιρε-σείοντας προέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρο 84 παρ. 1 εδαφ. α' και δ' του ΠΚ, αντίστοιχα), επικαλούμενος για τη θεμελίωσή τους, ως προς μεν τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου α', συγκεκριμένα περιστατικά, σχετικά με την ατομική και οικογενειακή του ζωή, την επαγγελματική του συμπεριφορά και την κοινωνική του δράση, και συγκεκριμένα τα ακόλουθα: "Μέχρι τη σύλληψή μου και την εμπλοκή μου στη παρούσα υπόθεση, είχα μια έντιμη ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή, έχοντας λευκό ποινικό μητρώο. Έχω οικογένεια στη Κορυτσά με σύζυγο και δυο τέκνα ηλικίας 10 και 15 ετών αντίστοιχα. Όπως προανέφερα, υπήρξα αθλητής από τα εφηβικά μου χρόνια ρίψεων στο δίσκο και στη σφαίρα και πέτυχα μεγάλες διακρίσεις για το σύλλογο Βορειοηπειρωτών SΚΕRΤΕΝΒΕΥ και κατά τα έτη 1991-1993 μεταγράφηκα στο σύλλογο Θεσσαλονίκης ΗΡΑΚΛΗ, όπου πέτυχα μεγάλες διακρί-σεις, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα του ΣΕΓΑΣ και άλλων διοργανώσεων, παράδοση την οποία συνεχίζει ο γιος μου που είναι επίσης αθλητής στα ίδια αθλήματα", και ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του εδαφίου δ', αντιστοίχως τα εξής: "όπως αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα έγγραφα όλων των φυλακών που κρατήθηκα μέχρι σήμερα δεν έχω τιμωρηθεί πειθαρχικά και είναι φανερό ότι έχω μεταγνώσει και έχω πραγματοποιήσει μεγάλη προσπάθεια για την ομαλή επανένταξή μου στην κοινωνία". Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ειλικρινούς μεταμέλειας, προεχόντως είναι απορριπτέος ως αόριστος, γιατί δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και ειδικότερα, δεν αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις δηλωτικές του ότι αυτός μεταμελήθηκε ειλικρινά η ότι με συγκεκριμένες πράξεις του, επιδίωξε αυτός να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο, που απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό του, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτόν, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία πλεοναστικώς αναφέρει ότι το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι είναι ειλικρινής η μετάνοιά του. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, κατά το σκέλος του που προβάλλει, ότι χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε ο ανωτέρω ισχυρισμός του, είναι αβάσιμος. Αντίθετα, ο πρώτος ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου απορρίφθηκε με την εξής αιτιολογία: "....ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού μόνη η επίκληση του λευκού Ποινικού Μητρώου, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί έντιμος ο πρότερος βίος αυτού". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οδήγησαν το Εφετείο στην απορριπτική του ισχυρισμού αυτού κρίση του. Τούτο γιατί, το δικαστήριο που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, περιορίσθηκε μόνο στο γεγονός ότι για την παραδοχή του σχετικού αυτού ισχυρισμού, δεν είναι ικανή μόνη η επίκληση του λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, τη στιγμή που ο αναιρεσείων παραδεκτώς είχε προβάλει και έτερα θετικά της προσωπικότητάς του στοιχεία, όπως, ότι διατηρεί στην Κορυτσά οικογένεια με σύζυγο και δυο ανήλικα τέκνα, ηλικίας 15 και 10 ετών αντίστοιχα, ότι από την εφηβική του ηλικία ο ίδιος υπήρξε αθλητής των ρίψεων με διακρίσεις στο σύλλογο Βορειοηπειρωτών SΚΕRΤΕΝΒΕΥ, και κατά τα έτη 1991-1993 μεταγράφηκε στο Γ.Σ ΗΡΑΚΛΗ Θεσσαλονίκης, με πανελλήνιες διακρίσεις, παράδοση την οποία συνεχίζει ο γιος του, χωρίς όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία περί των στοιχείων αυτών. Επομένως, ο ίδιος ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστα-τωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, είναι βάσιμος και, πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως διάταξή της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου το εκδόσαν αυτήν Εφετείο να κρίνει τόσο για τη συνδρομή ή μη των ως άνω επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 ως προς τις οποίες εχώρησε η αναίρεση και, αναλόγως προς την επ' αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή για τις πράξεις της εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια, της μεταφοράς στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, και της απόπειρας πώλησης ναρκωτικών ουσιών, όσο και ως προς το μέρος της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α του Π.Κ, και σε καταφατική περίπτωση να συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, που θα του επιβληθεί, καθώς και ως προς τη συνολική ποινή, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 936-937 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, α) ως προς την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως, της εισαγωγής, της μεταφοράς στην ελληνική επικράτεια και της απόπειρας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, β) ως προς τη διάταξή της που απέρριψε τον περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου ισχυρισμό γ) ως προς τη διάταξη της περί της ποινής που επιβλήθηκε για τις εν λόγω πράξεις και δ) ως προς τη συνολική ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα αναιρούμενα μέρη της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Α) ως προς την έκθεση των αποδεικτικών στοιχείων, Β) Ως προς την έλλειψη ακροάσεως, ότι το δικαστήριο στήριξε την κρίση περί ενοχής, στην μαρτυρική κατάθεση αστυνομικού, χωρίς να κατονομάσει την πηγή των πληροφοριών του, και ότι δεν αποφάνθηκε επί σχετικού αιτήματος, Γ) ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν. 1729/1987 ως τροποποιήθηκε και Δ) ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων α) του προτέρου εντίμου βίου 84 2α και β) της ειλικρινούς μεταμέλειας 84 2δ Π.Κ. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα (οι εκθέσεις εξετάσεως χημικής υπηρεσίας), για τον προσδιορισμό του είδους της ναρκωτικής ουσίας, δεν αποτελούν ίδια αποδεικτικά μέσα. Επάρκεια αιτιολογίας και ως προς τη μαρτυρική κατάθεση του αστυνομικού. Ανεπάρκεια αιτιολογίας τόσο ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, όσο και ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού για ελαφρυντικά άρθρ 84 παρ. 2α ΠΚ. Αναιρεί και παραπέμπει ως προς τα αναιρούμενα μέρη και σε καταφατική περίπτωση να χωρήσει νέα επιμέτρηση της ποινής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 537/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών-κατηγορουμένων: 1)Μ. Μ. του Ν., κατοίκου ... και 2)Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Α. Ζ., για αναίρεση της υπ'αριθ.3218/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Δ. Ε. του Π., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1117/2011. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κύρια διαδικασία και, ως εκ τούτου, αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως, εφόσον, όμως, ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτής, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 344 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν αποχωρήσει ο κατηγορούμενος από το ακροατήριο μετά την έναρξη της διαδικασίας, η δίκη συνεχίζεται σαν να ήταν παρών συνεχώς, η δε μετά την αποχώρησή του εκδιδόμενη απόφαση θεωρείται ότι απαγγέλλεται παρόντος του κατηγορουμένου. Γι` αυτό, στην περίπτωση αυτή, για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης των επιτρεπομένων ενδίκων μέσων κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοσή της στον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες, με την υπ` αριθ. 3536/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκαν, ωσεί παρούσες και κηρύχθηκαν ένοχες, άμεσης συνέργειας σε απάτη του συγκατηγορουμένου τους Ε. Α.. Ειδικότερα όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που παραδεκτά επισκοπούνται, όπως προαναφέρθηκε, οι αναιρεσείουσες - 2η και 3η κατηγορούμενες, και ο συγκατηγορουμένος τους Ε. Α., εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης , κατά τη συνεδρίασή του στις 11-2-2010, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης κατ` εξακολούθηση ο 1ος και της άμεσης συνέργειας σε απάτη του συγκατηγορουμένου τους οι λοιπές. Όταν η Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα τους η 2η και 3η κατηγορούμενες-αναιρεσείουσες δήλωσαν ότι διορίζουν συνήγορο, να τις υπερασπιστεί, τον απόντα δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Α. Ζ. (Α.Μ....). Ο συγκατηγορούμενός τους, στο παραπάνω δικαστήριο 1ος κατηγορούμενος, Ε. Α., δεν εμφανίστηκε, καίτοι είχε κληθεί νόμιμα όπως προέκυψε από το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος που ανέγνωσε η Πρόεδρος. Αντί αυτού εμφανίστηκε ο πατέρας του, Α. Α., ο οποίος υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης λόγω ασθενείας του υιού του, εξετάστηκε ως μάρτυρας και προσκόμισε και σχετική ιατρική γνωμάτευση η οποία και αναγνώσθηκε. Το δικαστήριο μετά πρόταση του Εισαγγελέα, απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης, με παρούσες τις αναιρεσείουσες 2η και 3η κατηγορούμενες, όπως από το διατακτικό της σχετικής παρεμπίπτουσας απόφασης προκύπτει. Στο σημείο αυτό της διαδικασίας, όπως προκύπτει από τα ως άνω πρακτικά, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η ασκούμενη δικηγόρος του απόντα κατά τα άνω, πληρεξουσίου δικηγόρου των 2ης και 3ης κατηγορουμένων - αναιρεσειουσών, Α. Ζ., και ζήτησε διακοπή της δίκης για μία ώρα, προκειμένου να ειδοποιηθεί και να εμφανιστεί ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος. Η πρόεδρος του δικαστηρίου έκανε δεκτό το ως άνω αίτημα και διέκοψε τη συνεδρίαση για μία (1) ώρα ώστε η παραπάνω ασκούμενη δικηγόρος να επικοινωνήσει με τον προαναφερθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο προκειμένου αυτός, είτε να δηλώσει κώλυμα στο πρόσωπό του, είτε να προσέλθει ο ίδιος στο δικαστήριο, είτε να διορίσει κάποιο άλλο δικηγόρο προκειμένου να υπερασπιστεί τις κατηγορούμενες. Μετά την πάροδο της ορισθείσας ώρας το δικαστήριο επανήλθε, η Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων οι οποίες δεν εμφανίσθηκαν, επίσης δεν εμφανίσθηκε και η κατά τα άνω ασκουμένη δικηγόρος. Κατόπιν τούτου, μετά σχετική σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα, διατάχθηκε η πρόοδος της δίκης με τις 2η και 3η κατηγορούμενες να δικάζονται ωσεί παρούσες. Στη συνέχεια εξετάστηκε η πολιτικώς ενάγουσα και οι μάρτυρες κατηγορίας, αναγνώστηκαν τα έγγραφα και το δικαστήριο, μετά πρόταση του Εισαγγελέα δικάζοντας ωσεί παρόντων των τριών κατηγορουμένων (από παραδρομή αναφέρεται με παρούσες τη 2η και 3η αντί του ορθού ωσεί παρούσες) εξέδωσε την υπ` αριθμό 3536/2010 απόφασή του, με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι ο μεν 1ος Ε. Α., απάτης κατ` εξακολούθηση, οι δε λοιπές, ένοχες άμεσης συνέργειας σε απάτη του παραπάνω συγκατηγορουμένου τους και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν αμφότερες οι κατηγορούμενες - αναιρεσείουσες έφεση, ειδικότερα η πρώτη αναιρεσείουσα την υπ` αριθ. 321/22.2.2010 έφεση, με την οποία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως, εκτός από το λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προέβαλε και ως ειδικό λόγο εφέσεως ότι τα κλητήρια θεσπίσματα που της κοινοποιήθηκαν προς εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είναι άκυρα, γιατί της κοινοποιήθηκαν σαν να ήταν άγνωστης διαμονής, ενώ αυτή διέμενε σε γνωστή διεύθυνση, την οποία προσδιορίζει. Η δεύτερη αναιρεσείουσα, δεν υπέβαλε τον ως άνω λόγο έφεσης, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας την πιο πάνω έφεση, με την υπ` αριθ. 3218/2011 απόφασή του, δέχθηκε τυπικά (ως νομίμως και εμπροθέσμως ασκηθείσα) την έφεση, και καταδίκασε την παραπάνω 1η αναιρεσείουσα καθώς και τη συγκατηγορουμένη της 2η αναιρεσείουσα για την ως άνω πράξη, σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών εκάστη, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Από όλα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι η επικαλούμενη το πρώτον με την από 22-2-2010 έκθεση έφεσης της 1ης αναιρεσείουσας, ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτήν κλητηρίου θεσπίσματος, καλύφθηκε, όπως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 1, 173, 174 παρ.2 και 340 παρ.3 σε συνδυασμό με 344 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, με την εμφάνιση της ίδιας της κατηγορουμένης στην πρωτόδικη δίκη κατά την ορισθείσα δικάσιμο (της11-2-2010) και τη μη εναντίωσή της στην πρόοδο της δίκης. Κατά τη δικάσιμο αυτή η κατηγορούμενη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ουδέν ανέφερε περί ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω της κλητεύσεώς της ως άγνωστης διαμονής και δεν αντέλεξε για το λόγο αυτό στην πρόοδο της δίκης και μάλιστα όταν η Πρόεδρος ανέγνωσε το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος που αφορούσε το συγκατηγορούμενό της, που ήταν απών, προέβη στην εξέταση μάρτυρα, προς απόδειξη της αιτηθείσας αναβολής για τον ως άνω συγκατηγορούμενο και ανέγνωσε και τη σχετική ιατρική γνωμάτευση περί της ασθενείας αυτού. Περαιτέρω, μετά την απόρριψη από το δικαστήριο του ως άνω αιτήματος αναβολής, επικαλούμενη ότι θα επικοινωνήσει με το δικηγόρο της ζήτησε διακοπή, μέσω της ασκουμένης δικηγόρου του, της δόθηκε και δεν επανήλθε στο δικαστήριο όταν επανήλθε στην έδρα μετά τη διακοπή, με συνέπεια να δικασθεί ωσεί παρούσα. Με όσα προαναφέρθηκαν, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε ωσεί παρούσα την αναιρεσείουσα και όχι ερήμην, όπως αβάσιμα διατείνεται με την αίτηση αναιρέσεώς της, το επιληφθέν της έφεσης κατά τα άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει το λόγο έφεσης της παραπάνω κατηγορουμένης σχετικά με την ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτήν κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η ακυρότητα αυτή είχε καλυφθεί, με την εμφάνισή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τη μη εναντίωσή της στην πρόοδο της δίκης και την αποχώρησή της στη συνέχεια, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Άλλως θα είχε το θέμα, αν είχε δικαστεί ερήμην στον πρώτο βαθμό, γεγονός που δεν συνέβη εν προκειμένω, οπότε με την άσκηση της έφεσης και την προβολή του ειδικού λόγου, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα είχε υποχρέωση, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης να απαντήσει επί του ως άνω λόγου έφεσης. Επομένως το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κατ` ουσία την υπόθεση, δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια, ήτοι, δεν υπερέβη την εξουσία του (αρνητικά), όπως αβάσιμα διατείνεται η 1η αναιρεσείουσα, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ορθώς δεν ασχολήθηκε με το λόγο έφεσης περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, καθόσον κατά το κεφάλαιο αυτό, δεν μεταβιβάσθηκε η υπόθεση ενώπιόν του, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε εκδοθεί ερήμην, αλλά ωσεί παρούσας της αναιρεσείουσας και η ακυρότητα αυτή καλύφθηκε από την εμφάνισή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 11-2-2010, τη μη εναντίωσή της στην πρόοδο της δίκης και την εν συνεχεία αποχώρησή της, κατά τα εκτεθέντα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 περ. Β' και Η' ΚΠΔ, 1ος λόγος αναιρέσεως της 1ης αναιρεσείουσας Μ. Μ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, καθόσον παρέλειψε να αποφανθεί επί του ειδικού λόγου έφεσης, περί ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτήν κλητηρίου θεσπίσματος, προς εμφάνισή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο), το οποίο την καταδίκασε ερήμην, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του Π.Κ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμό 3218/2011, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης , που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κατά τα ήδη εκτεθέντα, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ` εξακολούθηση που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Α. Ε., σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών εκάστη, ανασταλείσα επί τριετία, κατά τα εκτεθέντα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Τον Ιούλιο του 2004 ο ασφαλιστικός πράκτορας Ε. Α., εκμεταλλευόμενος την γνωριμία του με την εγκαλούσα Δ. Ε., έμπορο, της πρότεινε να αγοράσει επενδυτικούς τίτλους της εταιρίας με την επωνυμία "FIA ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και διακριτικό τίτλο "FIA CORPORATION Α.Ε.", της οποίας αυτός το διάστημα εκείνο ήταν και μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Παριστάνοντας εν γνώσει του σ'εκείνη ψευδώς ότι η εταιρία αυτή αποτελεί μία ιδιαίτερα φερέγγυα και εύρωστη χρηματοοικονομική εταιρία, με μεγάλο ενεργητικό και έντονη δραστηριότητα, ότι με την αγορά επενδυτικών τίτλων της δημιουργείτο δυνατότητα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρίας πολλαπλάσια του καταβαλλόμενου κεφαλαίου, γεγονότα όμως που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθόσον η ανωτέρω οικονομική εταιρία δεν ήταν οικονομικά εύρωστη και φερέγγυα, δεν είχε μεγάλης αξίας ενεργητικό, ούτε υψηλά κέρδη και το κεφάλαιο που καταβαλόταν από τους επενδυτές δεν είχε εγγυημένη απόδοση και δεν επρόκειτο να επιστραφεί προς αυτούς, την έπεισε να του καταβάλει τον Ιούλιο του 2004 το ποσό των 5.000 ευρώ, τον Αύγουστο του 2004 το ποσό των 3.000 ευρώ και περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2006 το ποσό των 3.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 11.000 ευρώ, υποσχόμενος ότι θα της παραδώσει ιδιωτικά συμφωνητικά των μετοχών που θα αποκτούσε. Τα ιδιωτικά συμφωνητικά όμως που της παρέδωσε δεν αποδείκνυαν την καταβολή από αυτήν των προαναφερομένων ποσών και δεν αποτελούσαν τους επίσημους τίτλους της εταιρίας από τους οποίους προέκυπτε η συμμετοχή της εγκαλούσας στο κεφάλαιο και στα κέρδη της εταιρίας, αλλά η τελευταία υποχρεωνόταν να καταβάλει με το υπ'αριθμ.0188 ιδιωτικό συμφωνητικό, για το χρονικό διάστημα από 10/1/2006 έως 30/1/2006 χρηματικό ποσό 5.000 ευρώ και με το υπ'αριθμ.0296 ιδιωτικό συμφωνητικό, για το χρονικό διάστημα από 10/3/2006 έως 30/3/2006 χρηματικό ποσό 3.000 ευρώ, ποσά όμως που η εγκαλούσα είχε ήδη καταβάλει, με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία στην περιουσία της ποσού 11.000 ευρώ, με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια του κατηγορούμενου και της εταιρίας "FIA CORPORATION Α.Ε.". Για την άνω πράξη του ο ανωτέρω κρίθηκε ένοχος με την εκκαλούμενη απόφαση για την πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, η κατ'αυτής δε ασκηθείσα έφεση, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη από το Δικαστήριο τούτο με την 2176/15.4.2011 απόφαση, που αναγνώσθηκε. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πρώτη κατηγορούμενη Μ. Μ. και η δεύτερη αυτών Σ. Κ., με πρόθεση παρείχαν άμεση συνδρομή στο δράστη της ανωτέρω πράξης της απάτης κατ'εξακολούθηση που διέπραξε κατά την τέλεση της πράξης αυτής. Συγκεκριμένα, η πρώτη κατηγορούμενη Μ. Μ., με την ιδιότητά της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29/3/2004 έως τις 12/12/2006 και η δεύτερη κατηγορούμενη Σ. Κ., με την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της ίδιας εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από τις 29/3/2004 έως 12/12/2006 και της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής από τις 13/12/2006 και μετά, έχοντας δικαίωμα εκπροσώπησης και δέσμευσης της εταιρίας με μόνη την υπογραφή τους, παρείχαν τη δυνατότητα στον Ε. Α., μέσω της εταιρίας τους, την οποία σύστησαν και λειτουργούσαν υπό την παραπάνω νομική μορφή, να προβαίνει προς τρίτα πρόσωπα σε προτάσεις πώλησης επενδυτικών τίτλων και μετοχών της ανωτέρω εταιρίας και στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις σχετικά με αυτή. Επιπλέον του χορηγούσαν το δικαίωμα να εισπράττει για λογαριασμό της εταιρίας χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν για την αγορά μετοχών της, να εκδίδει εξοφλητικές αποδείξεις για λογαριασμό αυτής και να χρησιμοποιεί τη σφραγίδα της, παρέχοντας κατ'αυτόν τον τρόπο άμεση συνδρομή στον παραπάνω Ε. Α. στην τέλεση της πράξης της απάτης κατ'εξακολούθηση σε βάρος της εγκαλούσας, όπως αυτή παραπάνω εκτέθηκε. Ενόψει όλων των ανωτέρω, που αποδείχθηκαν από τη συνεκτίμηση όλων των στην αρχή της παρούσας αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και κυρίως από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, πρέπει οι κατηγορούμενες να κηρυχθούν ένοχες της αποδιδόμενης σ'αυτές πράξεις της άμεσης συνέργειας στην άνω πράξη, της απάτης κατ'εξακολούθηση, την οποία τέλεσε ο ανωτέρω". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενες και ήδη αναιρεσείουσες, της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ` εξακολούθηση, που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός τους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει τις απατηλές ενέργειες του συγκατηγορουμένου τους, και την ζημία που προκλήθηκε στην εγκαλούσα από τις παραπάνω ενέργειές του. Τέλος αναφέρει καθόσον αφορά την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας στην ως άνω πράξη, την από μέρους των αναιρεσειουσών, με την ιδιότητά τους, της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου η 1η και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου αρχικά και της Προέδρου στη συνέχεια η 2η , της εταιρείας που αναφέρεται στο σκεπτικό και το διατακτικό της, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, με τη γνώση ότι παρέχεται κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της απάτης που αυτός διέπραξε, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια τους δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη της ως άνω αξιόποινης πράξης, κάτω από τις περιστάσεις που αναφέρθηκε ότι διαπράχθηκε. Σε σχέση με την ειδικότερη αιτίαση των αναιρεσειουσών, ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο παρείχαν άμεση συνδρομή, αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον αναφέρεται ο χρόνος κατά τον οποίο αυτές είχαν τις προαναφερθείσες ιδιότητες, με τις οποίες παρείχαν τη συνδρομή, ήτοι το χρονικό διάστημα από 29-3-2004 έως 12-12-2006 η 1η και το χρονικό διάστημα από 29-3-2004 έως 12-12-2006 η 2η, (ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου), και από 13-12-2006 και μετά (ως Πρόεδρος αυτού), διάστημα που συμπίπτει με το χρόνο διάπραξης της απάτης του αυτουργού, Ιούλιος Αύγουστος 2004 και Δεκέμβριος 2006. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα, Μ. Μ. και 1ος ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα, Σ. Κ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, ότι δηλαδή η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως προς όλα τα ανωτέρω, και μη υπάρχοντος προς έρευνα άλλου αναιρετικού λόγου, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως προς αμφότερες τις αναιρεσείουσες και καταδικασθεί έκαστη εξ αυτών στα δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 583 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-9-2011, αίτηση αναίρεσης (με αρ. πρωτ. 1776/2011 των 1) Μ. Μ. του Ν., και 2) Σ. Κ. του Γ., για αναίρεση της με αριθμό 3218/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει έκαστη εκ των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' εξακολούθηση. Απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε με ωσεί παρούσα την κατηγορουμένη αναιρεσείουσα, αφού αυτή εμφανίστηκε στο ακροατήριο, όπου προβλήθηκε αίτημα αναβολής της δίκης για συγκατηγορούμενό της, απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα μετά από εξέταση μάρτυρα και ανάγνωση σχετικής ιατρικής βεβαίωσης, στη συνέχεια αυτή ζήτησε διακοπή της δίκης για να επικοινωνήσει με το συνήγορο της δόθηκε η διακοπή και μετά τη διακοπή δεν εμφανίστηκε. Στο παραπάνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν προέβαλε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Με ειδικό λόγο έφεσης, κατά της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης, προέβαλε το πρώτο την παραπάνω ακυρότητα, επικαλούμενη προς τούτο ότι η παραπάνω απόφαση εκδόθηκε (δήθεν) ερήμην της. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλήφθηκε της εκδίκασης της έφεσης δεν ασχολήθηκε με την ακυρότητα αυτή αφού η προσβαλλομένη απόφαση δεν είχε εκδοθεί ερήμην της κατηγορουμένης ώστε με τον σχετικό λόγο έφεσης να μεταβιβαστεί σε αυτό η σχετική ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είχε καλυφθεί με την παράσταση της κατηγορουμένης τη μη εναντίωσή της στην πρόοδο της δίκης και την εν συνεχεία αποχώρησή της η οποία δεν εμπόδισε την πρόοδο της δίκης. Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης για υπέρβαση (αρνητική) εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για το λόγο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί του ως άνω λόγου έφεσης περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δεν εκδόθηκε ερήμην ώστε με την άσκηση της έφεσης να μεταβιβασθεί σε αυτό το ως άνω εκκληθέν μέρος της πρωτόδικης απόφασης. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
null
null
0
Αριθμός 537/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γιαννούλη, Βασίλειο Φούκα, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Ηλία. Της αναιρεσίβλητης: Α. Ι. του Γ., πρώην συζ. Δ. Σ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Λύτρα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις, από 25 Οκτωβρίου 2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος ως και τις από 17 Ιανουαρίου 2002 και 4 Μαρτίου 2003 ομοίες της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1667/2003 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 8056/2004 προδικαστική, 320/2006 του Εφετείου Αθηνών. Επί της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 896/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την Εφετειακή απόφαση (320/2006) και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 4281/2008 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Γιαννούλης, ανέγνωσε την από 22 Νοεμβρίου 2010 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Χρυσικού, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 28.11.2008 αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512,1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής - οικονομικής κατάστασης τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων πιο πάνω διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας - επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς ΑΠ 1218/2006). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν δε η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ' άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 1218/2006, 1910/2005). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 1532 ΑΚ ορίζει ότι "αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημα τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ' αυτό, το δικαστήριο εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο Εισαγγελέας μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου ολικά ή μερικά σε τρίτο ή να διορίσει επίτροπο". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα είναι: α) η παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος τους, γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ' αυτό. Όμως, απόλυτος εννοιολογικός διαχωρισμός των ως άνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας είναι ως επί το πλείστον ανέφικτος, αφού οι πιο πάνω περιπτώσεις αλληλοεπικαλύπτονται. Έτσι η κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος αποτελεί ταυτοχρόνως και παράβαση των καθηκόντων του γονέα, που από αυτό (γονικό λειτούργημα) επιβάλλονται. Παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών με μέτρο κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος των γονέων συνιστά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο στο σκοπό του, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά συμφέροντα του τέκνου. Η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με θετική ενέργεια δηλαδή με πράξη ή με παράλειψη ασκήσεως των καθηκόντων τους. Όμως, η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υποχρέου - δικαιούχου, αλλά σε μια εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίζει γενική (αρνητική) κρίση. Ειδικότερα, καταχρηστικά κατά τα ανωτέρω ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντα του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρ. 1520 ΑΚ προς εκείνες των άρθρ. 3§1 και 9§3 του Ν. 2101/1992 "Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού" συνάγεται, ότι είναι επιτρεπτό να αποκλεισθεί η προσωπική επικοινωνία του γονέως με το ανήλικο τέκνο του, εάν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τελευταίου (ΑΠ 896/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, με την από 17.1.2002 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε υποβάλει στο ουσιαστικό δικαστήριο, αφενός μεν το αίτημα να της ανατεθεί αποκλειστικά η γονική μέριμνα της ανήλικης (γεννηθείσας στις 28.5.1999) θυγατέρας της, την οποία είχε αποκτήσει με τον αναιρεσίβλητο, σε διάσταση σύζυγο της, αφετέρου δε να απορριφθεί το αίτημα του τελευταίου για προσωπική επικοινωνία με την ανήλικη. Τα αιτήματα της αυτά στήριζε η αναιρεσείουσα, προεχόντως, στον ισχυρισμό της, ότι ο αναιρεσίβλητος είχε κακοποιήσει σεξουαλικά την ανήλικη και γι' αυτό η προσωπική επαφή μαζί της προκαλεί σ' αυτήν ψυχική βλάβη. Επί των αιτημάτων αυτών της αναιρεσίβλητης, που επαναφέρθηκαν στο Εφετείο με έφεση της αναιρεσίβλητης και αναπέμφθηκαν σ' αυτό ύστερα από την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσίβλητης με την υπ' αριθ. 896/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε και τα δύο αιτήματα με τις ακόλουθες ανέλεγκτες επί της ουσίας παραδοχές : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 25.4.1998. Από το γάμο αυτό απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, τη Μ., η οποία γεννήθηκε την 28.5.1999. Η έγγαμη συμβίωση από την αρχή παρουσίασε σοβαρά προβλήματα και τελικά διασπάστηκε οριστικά την 17.4.2001. Το ανήλικο παρέμεινε με την μητέρα του, στην οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του με την με αριθ. 10794 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και οριστικά με την εκκαλουμένη απόφαση. Με την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ρυθμίστηκε προσωρινά και το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο και ορίστηκε ότι μπορούσε να επικοινωνεί μαζί του κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο από 11.00 του Σαββάτου μέχρι 20.00 της Κυριακής. Κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας ανακλήθηκε η εν λόγω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων και απαγορεύθηκε η επικοινωνία του εναγομένου με το ανήλικο που είχε ήδη απαγορευθεί με την από 28.2.2003 προσωρινή διαταγή του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε καταγγελίες της ενάγουσας, ότι η ανήλικη είχε αποκαλύψει σε αυτήν ότι ο εναγόμενος είχε επιχειρήσει σε βάρος της ασελγείς πράξεις τα χρονικά διαστήματα που επικοινωνούσε με αυτήν. Κατόπιν μηνύσεως της ενάγουσας κατά του εναγομένου για τις εν λόγω πράξεις ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για 1) αποπλάνηση παιδιού νεότερο των 10 ετών κατ' εξακολούθηση και 2) ασέλγεια μεταξύ συγγενών κατ' εξακολούθηση. Μετά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης κατά την οποία εξετάσθηκαν, εκτός των άλλων, η ενάγουσα και η παιδοψυχίατρος και η παιδοψυχολόγος που είχαν εξετάσει την ανήλικη, μετά δε την απολογία του εναγομένου διατάχθηκε η προσωρινή του κράτηση με το υπ' αριθ. 5705/03 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και στη συνέχεια παραπέμφθηκε να δικαστεί για τις ανωτέρω πράξεις ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. Προσωρινά κρατούμενος παρέμεινε το χρονικό διάστημα από 15.4.2004 μέχρι 26.8.2004, οπότε αντικαταστάθηκε η προσωρινή του κράτηση με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης 5000 ευρώ και της εμφάνισης του στο Α.Τ. του τόπου της κατοικίας του το πρώτο 15νθήμερο κάθε μήνα. Η διάπραξη των ασελγών πράξεων σε βάρος της ανήλικης από τον εναγόμενο επιβεβαιώνεται χωρίς καμία επιφύλαξη από την παιδοψυχίατρο Α. Κ. με την παιδοψυχιατρική εκτίμηση της κατάστασης της ανήλικης στο Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο της Παιανίας του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, η οποία συνέταξε με τη σύμπραξη και ψυχολόγου την από 21.2.2003 γνωμάτευση της, μετά από εκτεταμένη έρευνα και συνεχή προσωπική επικοινωνία με την ίδια την ανήλικη. Οι ψυχιατρικές εκθέσεις και ιατρικές γνωματεύσεις που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος, όπως και οι καταθέσεις των μαρτύρων του και οι ένορκες βεβαιώσεις τους, στηρίζονται κυρίως σε διαβεβαιώσεις του ίδιου του εναγομένου και σε γενικευμένα επιστημονικά συμπεράσματα, χωρίς να έχει εξετασθεί και η ίδια η ανήλικη. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω και των σφοδρών αντιπαραθέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των διαδίκων, η ανήλικη έφθασε στη κατάσταση να διακατέχεται από άσχημα συναισθήματα για τον πατερά της, φοβίες και αποστροφή και η οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για την εν γένει ψυχοσωματική της εξέλιξη και αν ακόμη οι ως άνω κατηγορίες σε βάρος του εναγομένου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι, το συμφέρον του ανηλίκου με τις σημερινές συνθήκες επιβάλλει να αποκλεισθεί η επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα του. Επομένως το αίτημα της αγωγής της ενάγουσας, με το οποίο ζητεί να ανατεθεί σε αυτήν αποκλειστικά η γονική μέριμνα, για όλους τους ανωτέρω λόγους, το οποίο είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 1520 ΑΚ, 3§1 και 9§3 του Ν. 2101/1992 "Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού", έπρεπε να γίνει δεκτό ως βάσιμο και στην ουσία, όπως και η ένσταση της εναγομένης προς απόκρουση της αγωγής του ενάγοντος για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο και να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και ως προς το ανωτέρω αίτημα της και να απορριφθεί εκείνη του εναγομένου". Το Εφετείο με το να δεχθεί με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης της αναιρεσίβλητης, κατά της αντίθετα κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων, κατά το μέρος που αφορούσε την ρύθμιση της επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του και δεν αφαιρέθηκε ολοκληρωτικά η άσκηση της γονικής μέριμνάς της από τον αναιρεσείοντα πατέρα της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514, 1518, 1520 και 1532 ΑΚ και 3§1 και 9§3 του Ν. 2101/1992, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών: 1) της καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους του αναιρεσείοντος πατέρα του γονικού λειτουργήματος του απέναντι στο ανήλικο τέκνο του κατά τρόπο που επέφερε ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική και σωματική ανάπτυξη του και 2) της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο της ανήλικης, που δικαιολογεί την απαγόρευση της επικοινωνίας της με τον αναιρεσείοντα και την αφαίρεση της γονικής μεριμνάς της απ' αυτόν. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο λόγος αυτός αναίρεσης. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερο και τον έκτο, κατά το ένα μέρος του, λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Εξ άλλου, οι ίδιοι δεύτερος και έκτος, κατά το ένα μέρος του, λόγοι της αναίρεσης κατά την σ' αυτούς περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561§1 ΚΠολΔ, ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα της καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους του αναιρεσείοντος του γονικού λειτουργήματός του και της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο της ανήλικης και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του αναιρεσείοντα, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με το ότι έπρεπε να μην απαγορευτεί η επικοινωνία του και να μην του αφαιρεθεί ολοκληρωτικά η γονική μέριμνα της ανήλικης, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις προαναφερθείσες επί της ουσίας παραδοχές της, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθρου 561§1 ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερόμενων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος αποκλειστικά η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. II. Επειδή, το κατά το άρθρ. 250 ΚΠολΔ δικαίωμα του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτηση κάποιου διαδίκου της αναβολή της συζήτησης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας, όταν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που έχει επιρροή επί της διάγνωσης της διαφοράς, απόκειται στην ελεύθερη κρίση του, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Επομένως, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης ούτε από τις διατάξεις των περιπτώσεων του άρθρου 559 αριθ. 8, 9 και 19 του ΚΠολΔ, εάν το Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε παρόμοιο αίτημα διαδίκου, που δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, αφού σαν τέτοια νοείται μόνο εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία, και όχι οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους κατά τη διαδρομή του δικαστικού αγώνα και έχει την έννοια της ευχής, έστω και αν χαρακτηρίζεται ως αίτημα από τον διάδικο. Κατ' ακολουθίαν, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά τα δύο πρώτα μέρη του, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθ. 8, 9 και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ότι άφησε αδίκαστο το αίτημα του αναιρεσείοντος για την αναβολή της δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της εκκρεμούς ποινικής δίκης σε βάρος του για τις κατηγορίες της αποπλάνησης παιδιού νεότερου των 10 ετών και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών κατ' εξακολούθηση, κρίνεται απαράδεκτος. III. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 387 και 390 ΚΠολΔ, που ορίζουν ότι το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων προκύπτει, ότι η παράλειψη του Εφετείου να αναλύσει και να αξιολογήσει στις αιτιολογίες του χωριστά και διεξοδικά την κρίση των πραγματογνωμόνων ή τεχνικών συμβούλων σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν δημιουργεί το λόγο αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ή του αριθ. 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις των άρθρ. 387 και 390 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να προσδώσει στη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων ή τεχνικών συμβούλων πλήρη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα προς την έκθεση άλλων τεχνικών συμβούλων δεν δημιουργεί το λόγο αναίρεσης του αριθ. 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά το τρίτο μέρος του, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 8, 9 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, συνεκτιμώντας την από 21.2.2003 γνωμάτευση παιδοψυχιατρικής εξέτασης της Α. Κ., που συντάχθηκε ύστερα από αίτηση της αναιρεσίβλητης σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και ψυχιατρικές εκθέσεις που συντάχθηκαν με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από την κρίση των ψυχιατρικών εκθέσεων που συντάχθηκαν με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, χωρίς να αιτιολογήσει ειδικά και διεξοδικά τη διαφορετική κρίση στην οποία κατέληξε, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, μη δυνάμενος να θεμελιωθεί στις διατάξεις των αριθμών 8 και 9, αλλά ούτε και των αριθμών 19 ή 12 (κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του λόγου) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ούτε σε άλλη διάταξη. IV. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως πράγματα θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1933/2006). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως, για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου κατά το τελευταίο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι 1) μήνυσε την παιδοψυχίατρο Α. Κ. για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και της ψευδούς βεβαιώσεως, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παράβασης καθήκοντος και την αναιρεσίβλητη για ηθική αυτουργία στις ίδιες πράξεις και της χρησιμοποίησης της ίδιας ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, 2) ότι η ίδια παιδοψυχιατρική γνωμάτευση είναι αντίθετη προς τα πορίσματα της Διεθνούς Βιβλιογραφίας, 3) ότι όλες οι διαπιστώσεις της ίδιας γνωμάτευσης είναι ψευδείς όπως και το περιεχόμενο της αγωγής της αναιρεσίβλητης και για το λόγο αυτό την μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμηση, 4) ότι δεν κλήθηκε σε καμία από τις τέσσερις συνεδρίες εξέτασης της ανήλικης, μετά τις οποίες συντάχθηκε η ίδια παιδοψυχιατρική γνωμάτευση, 5) ότι οι διαπιστώσεις της ίδιας παιδοψυχιατρικής γνωμάτευσης δεν επιβεβαιώθηκαν από το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Παλλήνης και η ανήλικη κόρη του δεν υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι οι ανωτέρω "ισχυρισμοί" δεν αποτελούν πράγματα κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά προβλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα ως επιχειρήματα συναγόμενα από τις αποδείξεις για την άρση ανταποδεικτικά του βασικού αγωγικού ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, που στήριξε και την αγωγή της, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη του, καταχρώμενος τη μετ' αυτής επικοινωνία του και την άσκηση της γονικής μέριμνας. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτά το Εφετείο, απέρριψε εκ του πράγματος ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς αυτούς, αφού δέχθηκε ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς αυτά που τους συγκροτούν, δηλαδή ότι ο αναιρεσείων επεχείρησε σε βάρος της ανήλικης ασελγείς πράξεις τα χρονικά διαστήματα που επικοινωνούσε με αυτήν και ασκούσε την γονική μέριμνα και επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Επειδή, οι αντιφατικοί μεταξύ αλλήλων λόγοι αναίρεσης που ασκούνται σωρευτικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι γιατί αντιφάσκουν λογικά μεταξύ τους και αποκλείονται αμοιβαίως (ΑΠ 472/2008, 84/2007, 1046/1999). Στην περίπτωση αυτή υπάγονται οι λόγοι αναίρεσης όταν με τον έναν πλήττεται η απόφαση διότι δεν έλαβε υπόψη έγγραφο και με τον άλλο ότι τα παραμόρφωσε, δηλαδή λόγοι από το άρθρ. 559 αριθ. 11 και 20 αντίστοιχα (ΑΠ 33/2007, 296, 837, 1062/2006) ή όταν με τον ένα λόγο υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη έγγραφο και με τον άλλο ότι δεν προσδόθηκε στο ίδιο έγγραφο η από το νόμο αποδιδόμενη αποδεικτική ισχύς (λόγοι από τον αριθ. 11 και 12 αντίστοιχα). Στην προκειμένη περίπτωση οι σωρευτικά προβαλλόμενες από τους αριθ. 11 και 20 αντίστοιχα του άρθρ. 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις, που προβάλλονται αφενός με τον τέταρτο και αφετέρου με τους πέμπτο και έκτο κατά το δεύτερο μέρος του λόγους της αίτησης αναίρεσης: 1) για μη λήψη υπόψη από το Εφετείο : α) της με αριθμό πρωτ. 385/2005 Έκθεσης Κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Λειτουργού της "ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ" Α. Κ., που έγινε βάσει της υπ' αριθ. 8054/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, β) της από 28.5.2005 ψυχιατρικής έκθεσης του Α. Δ., Ψυχιάτρου, Επίκουρου Καθηγητή Ψυχιατρικής - Ψυχιατροδικαστικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) της υπ' αριθ. 874/7.9.2005 Ιατρικής Γνωμάτευσης του Δ. Σ., Αναπληρωτή Διευθυντή του Ψυχιατρικού Τμήματος του Γ.Ν.Α. "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", δ) των υπ' αριθ. 416, 5417, 6418/2003 και 9556 της 23.5.2003 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων του στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, ύστερα από νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης και 2) της παραμόρφωσης από το Εφετείο ως προς το ίδιο μέρος μέρους των πιο πάνω εγγράφων με στοιχ. α έως γ κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες (αιτιάσεις), αφού αναφέρονται στα ίδια έγγραφα και στο ίδιο περιεχόμενο τους, που αφορά την ψυχιατρική κατάσταση της ανήλικης, αντιφάσκουν λογικά μεταξύ τους και αποκλείονται αμοιβαίως. Εξάλλου, ο εκ του αριθ. 20 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναίρεσης, όσον αφορά τις παρατεθείσες ένορκες βεβαιώσεις, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι φερόμενες ως παραμορφωθείσες ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων είναι δεκτικό παραμόρφωσης στο πλαίσιο εφαρμογής της ίδιας διάταξης. VI. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο την κρίση του σχημάτισε από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 772/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις και με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα) σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι πρέπει να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων από τον αναιρεσείοντα πατέρα και να απαγορευθεί η επικοινωνία του με αυτή, γιατί καταχρώμενος της γονικής μέριμνας και της επικοινωνίας του με αυτήν την αποπλάνησε και ασέλγησε επ' αυτής κατ' εξακολούθηση. Επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ο εκ του άρθρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αντίθετος έκτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, είναι αβάσιμος. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Δ. Σ. του Μ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 4.281/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2012. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Πότε υπάρχει ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Τι ελέγχεται με τον λόγο αυτό. Πότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Συνοπτικές αιτιολογίες. Ελλείψεις ως προς την ανάλυση και την στάθμιση των αποδεικτικών μέσων. Δεν συνιστούν αιτιολογία της αποφάσεως τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με τις ουσιαστικές παραδοχές. απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η ουσία της υποθέσεως. περιεχόμενο γονικής μέριμνας κατά τα άρθρ. 1510 - 1512, 1514 και 1518 ΑΚ. Ρύθμιση γονικής μέριμνας από το δικαστήριο σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως. αληθινό συμφέρον του τέκνου, πως διαπιστώνεται η συνδρομή τούτου. Κριτήρια προσδιοριστικά του συμφέροντος αυτού. το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια. Περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου κατά το άρθρ. 1532 ΑΚ. Έννοια καταχρηστικής ασκήσεως γονικής μέριμνας κατά το άρθρ. 1532 ΑΚ. Αποκλεισμός προσωπικής επικοινωνίας γονέως με τέκνο κατά το άρθρ. 1520 ΑΚ και ν. 2101/1992 «Κύρωση διεθνούς συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού». Πραγματικά περιστατικά. Αποκλεισμός του πατέρα από το γονικό λειτούργημα λόγω καταχρηστικής ασκήσεώς του. απαγόρευση επικοινωνίας πατέρα με το τέκνο. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Αίτημα αναβολής κατά το άρθρ. 250 ΚΠολΔ. Δεν συνιστά πράγμα κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ούτε αίτηση κατά το άρθρ. 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ. Δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε αίτημα αναβολής κατά το άρθρ. 250 ΚΠολΔ. Παραλείψεις σχετικά με την εφαρμογή των άρθρ. 387 και 390 ΚΠολΔ δεν δημιουργούν λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 8, 9, 12 και 19 ΚΠολΔ, ούτε από άλλη διάταξη. Τι αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, διότι οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος δεν συνιστούν πράγμα, άλλως διότι απορρίφθηκαν εκ του πράγματος ως αβάσιμοι. Απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης ως αντιφατικοί. τέτοιοι είναι οι λόγοι από το άρθρ. 559 αριθ. 11 και 20 και από το άρθρ. 559 αριθ. 11 και 12 ΚΠολΔ, που αφορούν έγγραφο. Αβάσιμος λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, διότι από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα
null
null
2
Αριθμός 540/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αλέξανδρο Στρίμπερη και Ιωάννη Ηρειώτη, για αναίρεση της υπ'αριθ.2155, 2155α/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "Δ.Τ.-Γ.Κ. Ο.Ε." που εδρεύει στο Χαλάνδρι, Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 24 Οκτωβρίου 2011 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1157/2011. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 του ΚΠΔ "αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις-αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά επί της κατηγορίας, ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη". Εξάλλου, κατά το άρθρο 22 του ίδιου Κώδικα, η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αν και η οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα μ' αυτή. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο κατά την εκδίκαση έφεσης δέχθηκε αίτηση εξαίρεσης μέλος του δικαστηρίου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η απόφαση που δέχεται τη δήλωση αποχής δικαστή, κατά το άρθρο 23 του ΚΠΔ, μέλους της συνθέσεώς του, για σοβαρούς λόγους ευπρέπειας, δεν επιτρέπεται στους διαδίκους να ασκήσουν το ένδικο μέσο της αναίρεσης και αν ακόμη η οριστική επί της κατηγορίας απόφαση υπόκειται σε αναίρεση ή αν ασκήθηκε κατ' αυτής ταυτόχρονα αναίρεση. Επίσης, κατά το άρθρο 17 Β παρ. 10 του ΚΟΔΚΔΛ, η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως 8 (περί κληρώσεως ανά μήνα και διαδικασίας και λόγων αντικατάστασης των κληρωθεισών συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων της χώρας, με οργανικό αριθμό 15 τουλάχιστον δικαστών, όπως είναι και το Εφετείο Αθηνών), συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των ταυταρίθμων με την προσβαλλόμενη 2155,2155α/2011 απόφαση πρακτικών συνεδριάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η αρχικά ορισθείσα μετά νόμιμη κλήρωση ως μέλος της συνθέσεως του δικαστηρίου Εφέτης Όλγα Ντάρλα, υπέβαλε στην αρχή της διαδικασίας, μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου και τη δήλωση παράστασης ως συνηγόρου, του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου Αλέξανδρου Στρίμπερη, τη με αρ. 9160/6-7-2011 δήλωση αποχής από τα καθήκοντά της στην εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δίκη, για τους σε αυτή αναφερόμενους λόγους ευπρέπειας, γνωριμίας του αδελφού της με τον παραπάνω δικηγόρο, οι οποίοι και έγιναν δεκτοί από το δικαστήριο, με την 2155/6-7-2011 παρεμπίπτουσα απόφασή του, ληφθείσα σε συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή της άνω απέχουσας, αλλά της εφέτου Ελένης Παπαδοπούλου, που είχεν κληρωθεί ως αναπληρωματικό μέλος της δικασίμου αυτής, όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά αυτά και στη συνέχεια, αμέσως αναπληρώθηκε και μετέσχεν αντ'αυτής στη σύνθεση του άνω Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η εφέτης Ελένη Παπαδοπούλου, και το δικαστήριο με συμμετοχή και της εφέτου Αθανασίας Αποστολοπούλου, σε αντικατάσταση και της αρχικά μετέχουσας Εφέτου Μαριάνθης Παγουτέλη, χωρίς να σημειώνεται ο λόγος της δεύτερης αυτής αναπλήρωσης, προχώρησε από την αρχή στην εκδίκαση της εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υπόθεσης, με επανεκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου και με νέα δήλωση παράστασης του άνω εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του κατηγορουμένου, χωρίς να προβληθεί, εκ μέρους του ήδη, από την αρχή της διαδικασίας, δηλώσαντος εκπροσώπηση εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του κατηγορουμένου, Αλεξάνδρου Στρίμπερη, καμία αντίρρηση ή ένσταση ακυρότητας για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, υπό τη νέα αυτού ως παραπάνω σύνθεση, που συγκροτήθηκε μετά την ως άνω αντικατάσταση. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κύριος και πρόσθετος, του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που στη συνέχεια καταδικάστηκε, από το άρθρο 171 παρ. 1 και 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου από την άνω παράνομη αντικατάσταση μέλους του και στέρησης φυσικού δικαστή, για το λόγο ότι μετά την παραδοχή της ανωτέρω γενόμενης δήλωσης αποχής, αντικαταστάθηκε στη σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός από την δηλώσασα την αποχή Εφέτη Όλγα Ντάρλα και η αρχικά μετασχούσα της σύνθεσης Εφέτης Μαριάνθη Παγουτέλη, τακτικό μέλος του δικαστηρίου, χωρίς να δηλωθεί ή να προκύπτει από τα πρακτικά απολύτως κανένα κώλυμα συμμετοχής της στη δίκη αυτή, με τις Εφέτες, Αθανασία Αποστολοπούλου, που είχε κληρωθεί ως αναπληρωματικό μέλος και την Ελένη Παπαδοπούλου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά το άρθρο 17 Β παρ. 10 του ν. 1756/1988 περί ΚΟΔΚΔΛ, οποιαδήποτε τυχόν ακυρότητα για κακή σύνθεση του δικάσαντος δικαστηρίου από την παραπάνω αντικατάσταση μελών του καλύφθηκε, για το λόγο ότι, όπως προκύπτει από τα εν λόγω πρακτικά συνεδριάσεως, δεν προτάθηκε από τον παριστάμενο εξουσιοδοτημένο δικηγόρο του κατηγορουμένου πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 654,1144/2011). Περαιτέρω κατά το άρθρο 375 παρ. 1,2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, οριζόταν "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άνω άρθρου 375 ΠΚ, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής: "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999, ορίζεται: "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Κατά το άρθρο δε 98 του ΠΚ, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 του ν. 2721/1999, οριζόταν "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", ενώ μετά την τροποποίησή του ορίζει πλέον: "η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρηματικό ποσό, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στ) να συντρέχει επιπλέον στο πρόσωπο του υπαίτιου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το κινητό πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα που εκδηλώνεται με την κατακράτηση και ενσωμάτωση αυτού, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία ή με άρνηση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήμονα. Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η νέα αυτή ρύθμιση του άρθρου 375 ΠΚ, τυγχάνει δυσμενεστέρα της προηγουμένης ρυθμίσεως που είχεν επέλθει δια της αντικ. της παρ. 2 υπό του άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 (ΑΠ 1459,1743/2004). Συνεπώς, επί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος υπεξαιρέσεως, εάν μερικές από τις μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν προ της ισχύος του ν.1721/1999, ήτοι προ της 3ης Ιουνίου 1999, αυτές δεν δύνανται να συνυπολογισθούν προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το συνολικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει ή μη το ποσό των 25.000.000 δραχμ., διότι τούτο θα αντέκειτο στο άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ και 7 παρ. 1 του Συντ., πρέπει δε μία τουλάχιστον μερικότερη πράξη να κριθεί ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (βλ.Σταμάτη, Συστ. Ερμ. Π.Κ. υπ' άρθρο 98 σελ. 167, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Προβληματικαί της συγχρόνου νομολογίας του ΑΠ, ΠοινΔικ 2003 σελ. 1255-1259). Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και με την κακουργηματική υπεξαίρεση του εδ. β' της παρ. 1, σχετικώς με τον συνυπολογισμό των μερικοτέρων πράξεων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το συνολικό αντικείμενο υπερβαίνει ή μη το ποσό των 25.000.000 δρχ (ΑΠ 1172/2005). Η με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2721/1999 προστεθείσα ως παραπάνω δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 ΠΚ, κατά την οποία και υπό τις εκεί προϋποθέσεις ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση της συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα, τα οποία τελέσθηκαν πριν από την 3-6-1999 που άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, καθόσον είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη (βλ. ΟλΑΠ 5/2002). Ήτοι η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στο χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως πλημμελήματος ή κακουργήματοις και εντεύθεν στην παραγραφή της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από αυτές ή για περισσότερες από τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. Επομένως, η καθεμιά από τις μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της, ως προς την παραγραφή και τον χαρακτηρισμό της, ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης, ως ιδιαίτερα μεγάλης, ενώ, από την ίδια διάταξη προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις, που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της αξίας του οφέλους ή της ζημίας, είναι το αντικείμενο εκάστης μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Αν δε όλες οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μιας μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, διότι η νέα ως άνω με το ν. 2721/1999 ρύθμιση του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ είναι για τον δράστη δυσμενέστερη (βλ. ΑΠ 101, 1125/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερομένη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠΔ, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτή υπόψη του το δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων ή δεν αντικρούεται το αντίθετο με τις παραδοχές πόρισμά της, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσας της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος ανωτέρω λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 267/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης 2155,2155α/2011 αποφάσεως, προκύπτει ότι Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που καταδίκασε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ως διαχειριστή ομόρρυθμης εταιρείας, για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση και δη χρηματικού ποσού 854.068 ευρώ και του επέβαλε ποινή καθείρξεως επτά ετών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του ότι μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται στην απόφαση, αποδείχθηκαν ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : "Με το από 25-4-1983, ιδιωτικό έγγραφο συστάθηκε μεταξύ του Δ. Τ. και του κατηγορουμένου Γ. Κ. ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία "Δ.Τ.-Γ.Κ.", με έδρα το Δήμο Χαλανδρίου, με κεφάλαιο 300.000 δρχ. σκοπό την εμπορία αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, εξοπλισμού και ελαστικών, με διάρκεια μέχρι 30-4-1988, ενώ η συμμετοχή κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημιές ορίστηκε σε ποσοστό 50%. Στη συνέχεια με το από 12-2-1987 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύτηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών, συμφωνήθηκε η μεταφορά της έδρας της εταιρίας στην ..., σε νεόδμητο κτίριο, που είχε κατασκευάσει η ίδια, με τους όρους του από 27-11-1983 μισθωτηρίου συμβολαίου δεκαετούς διάρκειας (από 1-1-1-1984 έως 31-12-1993), η οποία παρατάθηκε αναγκαστικά μέχρι 31-8-1997 και με την συνεργασία της εταιρίας "ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.", στην οποία μετείχαν οι Γ.Κ. με ποσοστό 62,5%, Δ.Τ. με ποσοστό 12,5% και Γ.Δ. με ποσοστό 25%. Η εταιρία αυτή εγκαταστάθηκε στο υπόγειο, ως υπομισθώτρια, όπου από το 1987 διατηρούσε συνεργείο συντήρησης αυτοκινήτων τύπου Β.Μ.W. Από την μετεγκατάσταση της Ο.Ε, ο Γ. Κ. προέβαινε στην ανοικοδόμηση ιδιόκτητου κτιρίου επί της ..., προκειμένου να μεταφέρει εκεί για λογαριασμό του ή της εταιρίας που θα συνέστηνε, την αντιπροσωπεία πωλήσεως αυτοκινήτων τύπου Β.Μ.W. με τη σύμφωνη γνώμη της "ΙΝΤΕRCAR Α.Ε.", που είχε το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής και διάθεσης των αυτοκινήτων αυτών στην Ελλάδα, μετά την από κοινού επιστολή των Δ. Τ. και Γ. Κ. προς αυτήν. Η ανοικοδόμηση του κτιρίου αυτού ολοκληρώθηκε στις 2-1-1996, οπότε και εγκαταστάθηκε εκεί η αντιπροσωπεία πωλήσεων των προαναφερομένων αυτοκινήτων για τα βόρεια προάστια της Αττικής. Εξάλλου η διάρκεια της εταιρίας "Δ. Τ.-Γ. Κ.", κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων του καταστατικού της, παρατάθηκε μέχρι τις 31-12-1995,οπότε έπαυσε να λειτουργεί και τέθηκε υπό εκκαθάριση, με εκκαθαριστή τον Δ. Τ., ο οποίος και δεν έχει περατώσει αυτήν. Διαχειριστές, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, σύμφωνα με το καταστατικό της ήταν και οι δυο εταίροι. Στην πραγματικότητα, όμως, με την συγκατάθεση του Δ. Τ., την διαχείριση αυτής ασκούσε ο κατηγορούμενος, Γ.Κ.. Κατά το χρονικό διάστημα, από 1-4-1992 μέχρι 31-12-1994 (κατά το οποίο φέρονται να τελέστηκαν οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις), υπήρχε απαγόρευση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, για την πώληση επί πιστώσει αυτοκινήτων. Πλην όμως, οι προαναφερόμενοι εταίροι με κοινή απόφαση τους, προέβαιναν στην πώληση επί πιστώσει αυτοκινήτων, το διάστημα αυτό, με συναλλαγματικές, ενσωματώνοντας σ' αυτές, μετά την αφαίρεση της προκαταβολής, το υπόλοιπο του τιμήματος, και το σύνολο των δικαιοπρακτικών τόκων το ποσοστό των οποίων, την επίδικη περίοδο ήταν ιδιαίτερα υψηλό, αφού κυμαίνονταν από 23% έως 42% ετησίως. Προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο των αρχών και την επιβολή κυρώσεων, τις πωλήσεις αυτές δεν εμφάνιζαν στα επίσημα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, αλλά τηρούσαν γι' αυτές, παρανόμως εξωλογιστικές καταστάσεις. Τις καταστάσεις αυτές, εν γνώσει του Δ. Τ., τηρούσε ο κατηγορούμενος, με την βοήθεια αρχικά του υπαλλήλου Ε. Δ. και στη συνέχεια του Ι. Π., που προσλήφθηκε μεταγενέστερα ως λογιστής. Στις καταστάσεις αυτές (εξωλογιστικές) καταχωρούνταν στη στήλη ΧΡΕΩΣΗ οι συναλλαγματικές αποδοχής των πελατών με το σύνολο των τόκων και στη στήλη ΠΙΣΤΩΣΗ οι εισπράξεις των συναλλαγματικών. Στα επίσημα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, ουδεμία συναλλαγματική έχει καταχωρηθεί. Αντίθετα στο σύνολο τους οι πραγματοποιηθείσες πωλήσεις, στις χρήσεις του επίδικου χρονικού διαστήματος, έχουν εμφανισθεί, στα επίσημα λογιστικά βιβλία, ότι έχουν εξοφληθεί με την καταβολή μετρητών, ενώ έχουν εκδοθεί και τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης. Τις συναλλαγματικές με τα ενσωματωμένα ποσά των δικαιοπρακτικών τόκων, φύλασσε σε θυρίδα και εισέπραττε (δια των υπαλλήλων) ο εκκαλών-κατηγορούμενος. Από τον έλεγχο των εξωλογιστικών καταστάσεων, που δέχονται ως ακριβείς οι αντίδικοι, και οι οποίες παραδόθηκαν προς έλεγχο, στους διορισμένους, από τον Ανακριτή πραγματογνώμονες Γ. Κ. και Γ. Β., παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα στις εκθέσεις, που αναγνώσθηκαν, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, των τεχνικών συμβούλων και πραγματογνωμόνων, που διορίστηκαν είτε από τον κατηγορούμενο, είτε από τις δικαστικές αρχές, κατά την διεξαγωγή άλλων δικών (αστικών και ποινικών), μεταξύ των αυτών διαδίκων, προκύπτει ότι εισέπραξαν από συναλλαγματικές:1) το χρονικό διάστημα από 1-4-1992 έως 31-121992 το ποσό των 199.347.286 δρχ. 2) το έτος 1993 το ποσό των 369.993.687 δρχ. και 3) το έτος 1994 το ποσό των 241.907.905 δρχ. Με βάση τις απόψεις των εν λόγω πραγματογνωμόνων που περιέχονται στην αναγνωσθείσα έκθεση τους και τις διευκρινήσεις που έδωσαν εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα ποσά των πιο πάνω συναλλαγματικών, αναλύονται κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως κατωτέρω, υπολογίζοντας τους περιεχόμενους στα ποσά αυτά δικαιοπρακτικούς τόκους, δι' εσωτερικής υφαιρέσεως, χρησιμοποιώντας τον συντελεστή 1,33 που αποτελεί τον επίσημο μαθηματικό τύπο υφαιρέσεως (υπολογισμού τόκων), στον οποίο περιέχονται, κατ' ελάχιστον, δικαιοπρακτικοί τόκοι 0,33 "ράντα". Ειδικότερα : 1) για το διάστημα από 1-4-1992 οι τόκοι ανήλθαν, κατ'ελάχιστον στο ποσό των 72 862.281 δρχ. 2) το έτος 1993 στο ποσό των 139.300.735 δρχ. και 3) το έτος 1994 στο ποσό των 78.860.660 δρχ. Από την είσπραξη των συναλλαγματικών, το αρχικό τίμημα της πώλησης, κάλυπτε το έλλειμμα του ταμείου που είχε δημιουργηθεί κατά την στιγμή της πώλησης με την εικονική εξόφληση με μετρητά που διενεργείτο και το οποίο λογιστικοποιούσαν κάθε μήνα, με βάση τις εισπράξεις και πληρωμές, ενώ οι αναλογούντες τόκοι που εισπράττονταν, κάθε μήνα και ανέρχονταν μηνιαίως στο ποσό των 9.107.735 δρχ. για το 1992, στο ποσό των 11.608.394 δρχ για το έτος 1993, και στο ποσό των 6.571.721 δρχ. για το έτος 1994, δεν εισέρχονταν στα ταμεία της εταιρίας, στο τέλος κάθε μήνα, όπως είχαν υποχρέωση, αλλά παρέμεναν στο εξωλογιστικό ταμείο της εταιρίας που διατηρούσε σε ιδιαίτερη θυρίδα ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στο τέλος κάθε έτους γινόταν διανομή των κερδών, που προέκυπταν με βάση τα επίσημα βιβλία της εταιρίας, μεταξύ των εταίρων της, ενώ ουδέποτε έλαβε χώρα διανομή των τόκων που είχαν εισπράξει από τις συναλλαγματικές και είχαν εισαχθεί στο ταμείο που τηρούσε εξωλογιστικά ο πρώτος κατηγορούμενος, το προϊόν του οποίου χρησιμοποιούσε προς ίδιον όφελος, χωρίς την συναίνεση του συνεταίρου του. Το προϊόν τούτο αν και προερχόταν από τις δραστηριότητες της εταιρίας και αποτελούσε περιουσία της, δεν το εισήγαγε στο ταμείο της εταιρίας ούτε κατά τον χρόνο παύσης της λειτουργίας της (τέλος του 1995),ούτε το αναλογούν μερίδιο απέδωσε στον συνεταίρο του, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παρανόμως ζημιώνοντας κατά τούτο την πολιτικώς ενάγουσα παρά τα αντιθέτως διαλαμβανόμενα στην με αρ.6039/2008 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αναγνώσθηκε, η οποία δεν δεσμεύει το δικαστήριο τούτο αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που άσκησε η πολιτικώς ενάγουσα σε βάρος του κατηγορούμενου αιτούμενη, μεταξύ των άλλων, και την απόδοση του φερόμενου ως υπεξαιρεθέντος ποσού. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε, το πιο πάνω Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ των οποίων οι εκθέσεις του Κ. Μ. που διορίστηκε πραγματογνώμονας με προγενέστερη απόφαση του (8975/2009 που ανεγνώσθη) και εκείνη των Γ. Κ. και Γ. Β. που διορίστηκαν με διάταξη του Ανακριτή που διεξήγαγε την ανάκριση στην παρούσα υπόθεση (οι οποίες "εκθέσεις" και αναγνώσθηκαν κατά τα διαλαμβανόμενα πιο πάνω), δεν ήταν δυνατόν να καταλήξει σε ασφαλή δικανική πεποίθηση για το αν και κατά πόσο ο εναγόμενος (κατηγορούμενος) τέλεσε την άδικη πράξη που του αποδιδόταν. Συγκεκριμένα δέχτηκε το Δικαστήριο, όσον αφορά την έκθεση των τελευταίων πιο πάνω πραγματογνωμόνων, ότι σ'αυτήν περιέχονται εικασίες για το κέρδος από τους τόκους, χωρίς να αμφισβητείται (από το δικαστήριο) το αναφερόμενο σ' αυτήν ποσό ως εισπραχθέν από τις συναλλαγματικές, το οποίο και επιβεβαιωνόταν και από την έκθεση του Κ. Μ., ο οποίος στη σχετική έκθεση του, βεβαιώνει είσπραξη συναλλαγματικών για τα έτη 1991-1995 ύψους 1358.190.241 δρχ. καθώς και ότι τηρούνταν εξωλογιστικές καταστάσεις, ενώ αναφέρει ότι κατά δήλωση των υπαλλήλων της πολιτικώς εναγούσης το εν λόγω ποσό παρέδιδαν στον κατηγορούμενο ο οποίος και δήλωσε στον πραγματογνώμονα ότι υπήρχαν και συναλλαγματικές σε θυρίδα Τράπεζας, που δεν είχαν εισπραχθεί ύψους 170.000.000 δρχ. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα και της χρήσης της παραδεκτής μεθόδου υφαιρέσεως (υπολογισμού των περιεχομένων στις συναλλαγματικές τόκους), οι εισπραχθέντες τόκοι ανήλθαν, την επίδικη περίοδο στο ποσό που αναφέρθηκε πιο πάνω. Οι απόψεις αυτές των εν λόγω πραγματογνωμόνων, δεν αναιρούνται, όπως προεκτέθηκε από τις εκθέσεις των λοιπών πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων, που αναφέρονται πιο πάνω και αναγνώσθηκαν. Οι όποιες επιφυλάξεις των πραγματογνωμόνων αυτών εστιάζονται, κυρίως, στο αν και κατά πόσο οι εισπραχθέντες τόκοι κατέστησαν αντικείμενο διανομής μεταξύ των εταίρων ή αν διατέθηκαν για άλλες παράνομες δραστηριότητες της εταιρίας (χωρίς να γίνεται αναφορά ποίες ήταν αυτές), καθόσον για τη διαχείριση αυτών, δεν τηρούνταν επίσημα λογιστικά βιβλία, ενώ από τα επιδειχθέντα εξωλογιστικά στοιχεία δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμπέρασμα όσον αφορά την διάθεση αυτών (τόκων). Οι διατυπωθείσες επιφυλάξεις των πραγματογνωμόνων δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση αμφιβολιών για την τέλεση της αποδιδομένης πράξης. Αντιθέτως από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού συνάγεται, όπως και προαναφέρθηκε, ότι το ποσό των εισπραχθέντων τόκων, όπως πιο πάνω εξειδικεύεται, (δεν εισήχθει στο ταμείο της πολιτικώς εναγούσης, ούτε κατέστη προϊόν διανομής μεταξύ των εταίρων της, αλλά παρακρατήθηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος και το ιδιοποιήθηκε, όντας διαχειριστής ξένης περιουσίας, από τη διαχείριση της οποίας προήλθαν οι τόκοι αυτοί, ενώ το αντικείμενο κάθε επί μέρους πράξης (που ελάμβανε χώρα στο τέλος κάθε μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος), είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με αποτέλεσμα η πράξη αυτή να διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και συνακόλουθα ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί παραγραφής, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Στην απόφαση του αυτή κατέληξε το Δικαστήριο τούτο, χωρίς καμιά επιφύλαξη ή αμφιβολία συνεκτιμώντας τα διαλαμβανόμενα αποδεικτικά στοιχεία". Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, τελεσθείσας στο Χαλάνδρι Αττικής, κατ' εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-1992 μέχρι 31-12-1994, κατά το οποίο, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου και διαχειριστή της παθούσας ομόρρυθμης εταιρείας, παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, τα παρακάτω χρηματικά ποσά τόκων συναλλαγματικών, που του κατέβαλαν για λογαριασμό της εταιρείας πελάτες αγοραστές αυτοκινήτων, για πωλήσεις με πίστωση που δεν εμφάνιζαν στα επίσημα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, λόγω απαγόρευσης από την Τράπεζα της Ελλάδος πωλήσεων αυτοκινήτων με πίστωση: 1) το χρονικό διάστημα από 1-4-1992 μέχρι 31-12-1992, κάθε μήνα, για τόκους ποσό 9.107.735 δραχμ. και συνολικά για το διάστημα αυτό κατ'ελάχιστον στο ποσό των 72.862.281 δραχμ. ή 213.829,14 ευρώ, 2) το έτος 1993, μηνιαίως για τόκους το ποσό των 11.608.394 δραχμ και συνολικά 139.300.735 δραχμ. ή 408.806 ευρώ, 3) το έτος 1994, μηνιαίως για τόκους το ποσό των 6.571.721 δραχμ και συνολικά 78.860.660 δραχμ. ή 231.432,60 ευρώ και συνολικά για ολόκληρο το άνω διάστημα ιδιοποιήθηκε το ποσό των 291.023.676 δραχμ. ή 854.068 ευρώ,, χρήματα που ανήκαν στην εταιρεία και δεν τα εισήγαγε στο ταμείο της εταιρείας κάθε μήνα, όπως είχεν υποχρέωση, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενώ το αντικείμενο κάθε επί μέρους πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη 2155,2155α/2011 απόφασή του, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά περιέχει ελλιπή αιτιολογία με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές που εμφιλοχώρησαν ως προς την ταυτότητα του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και ως προς το πρόσωπο του ζημιωθέντος, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) ενώ δέχεται ότι σε γνώση του συνεταίρου του ομορρύθμου εταίρου Δ.Τ. και κατόπιν συναποφάσεως και των δύο, εισπράττονταν από τις πωλήσεις αυτοκινήτων με πίστωση, με συναλλαγματικές αποδοχής αγοραστών, δικαιοπρακτικοί τόκοι 23% έως 42% ετησίως, επί του τιμήματος κάθε αυτοκινήτου, μετά την αφαίρεση της προκαταβολής, δεν παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία περί του τιμήματος των πωλήσεων αυτοκινήτων, περί του ύψους της προκαταβολής και του απομένοντος υπολοίπου, του αριθμού, του ποσού και χρόνου λήξης των ληφθεισών συναλλαγματικών και των αναλογούντων στο υπόλοιπο αυτό ποσού τόκων, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει σαφής ο λογιστικός προσδιορισμός του συνολικού ύψους των τόκων και των εισπραχθέντων και ιδιοποιηθέντων κατά μήνα χρηματικών ποσών, β) δεν παρατίθενται στην αιτιολογία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι παραδοχές ότι δεν γινόταν στο τέλος κάθε έτους διανομή των δικαιοπρακτικών τόκων που εισέπραττε ο κατηγορούμενος διαχειριστής της πολιτικώς ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας, ανερχόμενων των τόκων αυτών στο συνολικό ποσό των: 1) το χρονικό διάστημα από 1-4-1992 μέχρι 31-12-1992, κάθε μήνα, για τόκους ποσό 9.107.735 δραχμ. και συνολικά για το διάστημα αυτό το ποσό των 72.862.281 δραχμ. ή 213.829,14 ευρώ, 2) το έτος 1993, μηνιαίως για τόκους το ποσό των 11.608.394 δραχμ και συνολικά 139.300.735 δραχμ. ή 408.806 ευρώ, 3) το έτος 1994, μηνιαίως για τόκους το ποσό των 6.571.721 δραχμ και συνολικά 78.860.660 δραχμ. ή 231.432,60 ευρώ και συνολικά για ολόκληρο το άνω διάστημα ιδιοποιήθηκε το ποσό των 291.023.676 δραχμ. ή 854.068 ευρώ και δεν διευκρινίζονται οι πωλήσεις, τα πιστωθέντα τιμήματα και η ακριβής διακύμανση του δικαιοπρακτικού τόκου του παραπάνω διαστήματος, ούτε αν ο κατηγορούμενος ιδιοποιείτο τα εξωλογιστικά εισπραττόμενα αυτά ποσά τόκων συναλλαγματικών κατά μήνα ή κατά έτος ή μία φορά στο τέλος του 1994, για να εξαχθεί το ποσόν κάθε επί μέρους πράξης και δεν εξηγείται επαρκώς πώς εξάγονται αυτοί οι τόκοι, ίσου ποσού μάλιστα κατά μήνα για ολόκληρο το έτος, ιδιαίτερα δε, ενώ για το υπό στοιχ. 1 διάστημα 9 μηνών έτους 1992 δέχεται ιδιοποίηση 9.107.735 δραχμ. κατά μήνα, συνολικά δέχεται μικρότερο ποσό 72.862.281 δραχμ. αντί του ορθού 81.969.615 δραχμ., δημιουργουμένης έτσι ασάφειας για το νόμιμο υπολογισμό των τόκων και εντεύθεν των υπεξαιρεθέντων ποσών, γ) με την παραδοχή ότι το αντικείμενο κάθε επί μέρους πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεν διευκρινίζεται αν εννοεί επί μέρους πράξη το ιδιοποιούμενο ως παραπάνω κάθε μήνα ποσό εκάστου έτους ή το συμποσούμενο κατ'έτος ποσό τόκων, δ)δεν αντικρούονται επαρκώς στο αιτιολογικό της απόφασης τα πορίσματα, αντίθετα προς τις άνω παραδοχές και στην έκθεση του δικαστικού πραγματογνώμονα Ν. Κ., πέντε αναγνωσθεισών εκθέσεων λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των Γ. Α., Γ. Κ.- Γ. Β., Ν. Τ., Κ. Μ. και Κ. Κ., εκ των οποίων οι Γ. Κ. και Γ. Β. είχαν διορισθεί από τον Ανακριτή της υποθέσεως αυτής, ούτε αντικρούει επαρκώς τα διαλαμβανόμενα στην αναγνωσθείσα αμετάκλητη 6039/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (επικυρωθείσα με την 3532/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών), δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε σχετική με την άνω υπεξαίρεση αγωγή αποζημιώσεως της εν λόγω παθούσας πολιτικώς ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας ως ουσία αβάσιμη, ε) από την παραδοχή "ζημιώθηκε η πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία κατά τα ανωτέρω υπεξαιρεθέντα ποσά" και από την παραδοχή "ούτε το αναλογούν μερίδιο τόκων απέδωσε στο συνεταίρο του", προκύπτει ασάφεια ως προς το πρόσωπο του ζημιωθέντος , αλλά και ως προς το ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού, ενόψει της συμμετοχής εκάστου των δύο εταίρων στα κέρδη της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρείας κατά ποσοστό 50%. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται και η συνδρομή στην προκείμενη περίπτωση και του μη αιτιολογούμενου στοιχείου της "κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης", όπως αξίωνεν η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/2006, διότι η προαναφερθείσα με τον ανωτέρω νόμο νεότερη ρύθμιση είναι, στο σημείο αυτό, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1125/2010). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην παράβαση, της εσφαλμένης εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι συναφείς κύριοι και πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε' και Δ' ΚΠΔ. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση μετά των προσθέτων λόγων αυτής και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2155, 2155α/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση κακουργηματική (άρθρο 375 παρ. 1, 2 ΠΚ). Βάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄ ΚΠΔ.
null
null
0
Αριθμός 542/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 31 Οκτωβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Βασίλειο Καραγεώργο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Σ. Σ. του Δ. και 2. Χ. Τ. του Δ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Κασιμάτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-1996 των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/1997 του ίδιου Δικαστηρίου και 189/1998 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 8-10-1998 αίτησή του. Εκδόθηκε η 181/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο. Το Εφετείο Ιωαννίνων εξέδωσε την 271/2007 απόφαση του την αναίρεση της οποίας ζητά το αναιρεσείον με την από 4-1-2008 αίτηση του και τους από 8-7-2010 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 14363/17-1-1996 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου της Α' ΔΟΥ Ιωαννίνων οι αναιρεσίβλητοι κλήθηκαν, με την απειλή εναντίον τους αναγκαστικών μέτρων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, να καταβάλουν μεταξύ των άλλων και το διαλαμβανόμενο στον από 23-1-1996 αναλυτικό πίνακα με την ένδειξη "βιοτεχνικά δάνεια" χρηματικό ποσό των 7.932.998 δραχμών, πλέον προσαυξήσεων, το οποίο (ποσό) είχε καταβάλει το αναιρεσείον ελληνικό δημόσιο ως εγγυητής στην Γενική Τράπεζα της Ελλάδος λόγω μη εκπληρώσεως προς την Τράπεζα αυτή των όρων δανειστικών συμβάσεων από την εταιρεία "ΒΙΟΤΕΜ Ο.Ε.-Σ.Σ. και Σια" της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν οι αναιρεσίβλητοι. Το χρέος αυτό, συνεχίζει το Εφετείο, βεβαιώθηκε από το Δημόσιο Ταμείο την 17-5-1982, η δε πενταετής, κατά το άρθρο 87 παρ.1 του ν.δ.321/1969, παραγραφή του, που άρχισε την 1-1-1983 και θα συμπληρωνόταν την 31-12-1987, διακόπηκε με τη νομότυπη υποβολή εκ μέρους της Α' ΔΟΥ Ιωαννίνων της από 29-3-1983 αναγγελίας προς επαλήθευση στην πτώχευση του (μη διαδίκου) Δ. Σ., ομορρύθμου και αυτού μέλους της οφειλέτιδας εταιρείας και εις ολόκληρον, κατά το άρθρο 22 του ΕμπΝ., συνοφειλέτη (άρθρ.87 παρ.1 του ν.δ. 321/1969, 264 αρ.2 και 266 του ΑΚ). Στη νομική αυτή παραδοχή για την κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής προέβη το Εφετείο ο συμμορφούμενο προς την υπ' αριθμ. 181/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προηγουμένως εκδοθείσα υπ' αριθμ. 189/1998 απόφαση του ίδιου Εφετείου, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο προς περαιτέρω εκδίκαση. Βάσει της παραδοχής αυτής το Εφετείο έκανε δεκτή τη σχετική αντένσταση (διακοπή της παραγραφής) λόγο εφέσεως του ελληνικού δημοσίου κατά της ενστάσεως παραγραφής, ως ανωτέρω, που είχαν προτείνει οι αναιρεσίβλητοι-ανακόπτοντες με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε τον τρίτο αυτό λόγο της ανακοπής και προέβη, σύμφωνα με τα άρθρα 522 και 536 παρ.2 του ΚΠολΔ, στην εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής, που δεν είχαν ερευνηθεί πρωτοδίκως, εν τέλει δε ακύρωσε την ανακοπτόμενη πράξη (ατομική ειδοποίηση) κατά παραδοχήν άλλου λόγου της ανακοπής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως δικαστήριο παραπομπής, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.18 του ΚΠολΔ της μη συμμόρφωσης προς την μνησθείσα αναιρετική απόφαση η οποία αφορούσε την κατά τα ανωτέρω αντένσταση της διακοπής της παραγραφής, την οποία και δέχθηκε το Εφετείο, και ο μοναδικός, από την ως άνω διάταξη λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Από το άρθρο 64 του ΕμπΝ, που ορίζει ότι κάθε αγωγή κατά συνεταίρων μη εκκαθαριστών κ.λπ παραγράφεται πέντε έτη μετά τη διάλυση της εταιρείας αν μετά την εκπλήρωση των οριζόμενων διατυπώσεων δημοσιότητας η παραγραφή δεν διεκόπη ως προς αυτούς "δια δικαστικής τινος καταδιώξεως", σε συνδυασμό με τα άρθρα 22 του ΕμπΝ, 268, 486 του ΑΚ, 17, 29 του ΕισΝΑΚ και 329 και 920 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η νομική θέση του ομορρύθμου εταίρου χειραφετείται από τη σχέση του προς την εταιρεία για τα χρέη της τελευταίας που προσδιορίζεται γενικώς στο άρθρο 22 του ΕμπΝ, ειδικά δε ως προς την διακοπή της παραγραφής καθιερώνεται η αρχή της υποκειμενικής ενέργειας, αφού και όπως προαναφέρθηκε κατά τη ρηθείσα διάταξη του άρθρου 64 του ΕμπΝ η παραγραφή υπέρ των εταίρων ισχύει "αν δεν διεκόπη ως προς αυτούς δια δικαστικής τινος καταδιώξεως". Τούτο σημαίνει ότι με την πάροδο πενταετίας από την αποχώρηση του ομόρρυθμου εταίρου από την εταιρία παραγράφονται οι κατά του εταίρου απαιτήσεις τρίτων, χωρίς δε τη συνδρομή κάποιου λόγου διακοπής ή αναστολής της παραγραφής στο πρόσωπό του δεν διακόπτεται η ειδική αυτή παραγραφή του άρθρου 64 του ΕμπΝ, έστω και αν ο λόγος αυτός συντρέξει στο πρόσωπο της εταιρείας πράγμα που ισχύει, ενόψει της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθρου 64 του ΕμπΝ και του σκοπού της, που συνιστάται στην ταχεία εκκαθάριση των εταιρικών χρεών και τον μετριασμό της αυστηρότητας της αρχής της απεριόριστης και εις ολόκληρον ευθύνης των ομορρύθμων εταίρων (Ολομ.ΑΠ 889/1983), και για τις απαιτήσεις του δημοσίου κατά της ομόρρυθμης εταιρείας (και ΑΠ 82/1986). Εν προκειμένω το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι-ομόρρυθμα μέλη της δανειολήπτριας εταιρείας "Σ. Σ. και Σια ο.ε" υποχώρησαν νομότυπα από την εταιρεία την 9-11-1981 και 31-3-1982, αντίστοιχα, και αφού από τους χρόνους αυτούς της αποχώρησής τους μέχρι την έκδοση της εναντίον τους προσβαλλόμενης πράξης (ατομική ειδοποίηση) του Προϊσταμένου της Α' ΔΟΥ Ιωαννίνων (17-1-1996) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών παραγράφηκε η εναντίον τους απαίτηση του αναιρεσείοντος σύμφωνα με το άρθρο 64 του ΕμπΝ, την παραγραφή δε αυτή δεν διέκοψε η προαναφερθείσα από 29-3-1983 αναγγελία του Δημοσίου προς επαλήθευση στην πτώχευση του (άλλου) ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας Δ. Σ., ως μη στρεφόμενη κατά των ίδιων των αναιρεσιβλήτων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και που συνακολούθως δέχθηκε τον σχετικό λόγο (πέμπτο) της ένδικης ανακοπής των αναιρεσιβλήτων δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις προρρηθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, και τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι οι ένδικες απαιτήσεις του αναιρεσείοντος έχουν ως ανωτέρω παραγραφεί παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 65 παρ.5 του ν.2362/1995 που ορίζει ότι η παραγραφή των απαιτήσεων του ελληνικού δημοσίου ως εγγυητή που βεβαιώνονται εν στενή έννοια από την ισχύ του νόμου αυτού από τις Δ.Ο.Υ. είναι δεκαετής και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο, μετά την εν στενή έννοια βεβαίωσή τους, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, οι δε βεβαιωθείσες στις Δ.Ο.Υ. μέχρι την ημέρα της έναρξης της ισχύος του ίδιου νόμου παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα ετών από τη λήξη του έτους της δημοσίευσής του, τέτοια δε βεβαιωθείσα, συνεχίζει το αναιρεσείον, απαίτησή του είναι και η ένδικη κατά των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ (και όχι 8 και 19), του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού κατά τον χρόνο που άρχισε να ισχύει ο ρηθείς νόμος 2362/1995 (1-1-1996) και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είχε ήδη παραγραφεί η κατά των αναιρεσιβλήτων ένδικη απαίτηση του αναιρεσείοντος, με αποτέλεσμα η απαίτηση αυτή να μην καταλαμβάνεται από την ως ανωτέρω δεκαετή παραγραφή που επικαλείται το αναιρεσείον (έτσι και ΑΠ 915/2004). Τέλος, ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, τον οποίο το αναιρεσείον επιχειρεί να θεμελιώσει στο άρθρο 559 αρ.8 και 19 του ΚΠολΔ και κατά τον οποίο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, άλλως δεν αιτιολόγησε την απόρριψη (σιωπηρή) του ισχυρισμού του ότι η παραγραφή της ένδικης απαίτησής του κατά των αναιρεσιβλήτων διακόπηκε σύμφωνα με τα άρθρα 1273 του ΑΚ και 89 παρ.1 του ν.δ.321/1969 με την εγγραφή από τη δανείστρια Γενική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. δύο υφισταμένων υποθηκών σε ακίνητα των αναιρεσιβλήτων για την εξασφάλιση του ληφθέντος από την εταιρεία "Σ. Σ. και Σια ο.ε." ως άνω δανείου, την εξόφληση του οποίου είχε εγγυηθεί το αναιρεσείον, είναι (ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου) απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού το αναιρεσείον δεν αναφέρει τις συστατικές πράξεις των επικαλουμένων υποθηκών και τον χρόνο της συστάσεώς τους, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί αν αυτές έχουν εγγραφεί επί ακινήτων των αναιρεσιβλήτων και αν ως εκ του χρόνου της συστάσεώς τους επηρεάζουν την παραγραφή των ένδικων αξιώσεων του αναιρεσείοντος, γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και που αν δεν ληφθούν υπόψη όταν προταθούν ή αν δεν αιτιολογηθεί η απόρριψη του ισχυρισμού τον οποίο στηρίζουν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.8 και 19, αντίστοιχα, του ΚΠολΔ. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 4-1-2008 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.271/2007 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων, κατά τους λόγους του αναιρετηρίου και του από 8-7-2010 δικογράφου πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-1-2008 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 271/2007 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσιο. Ομόρρυθμη εταιρεία. Παραγραφή. Πενταετής παραγραφή αξιώσεων τρίτων κατά ομορρύθμων εταίρων για χρέη της εταιρείας , μετά την αποχώρηση των εταίρων από αυτήν (άρθρ. 64 του Εμπ.Ν.). Ισχύει και έναντι του δημοσίου. Η δεκαετής παραγραφή του άρθρου 65§5 του ν.2362/1995 δεν καταλαμβάνει και τις απαιτήσεις (του δημοσίου, ως εγγυητή) που είχαν ήδη παραγραφεί κατά την έναρξη της ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου. Αναίρεση. Αβάσιμοι λόγοι από το άρθρο 559 αρ.1, 8, 18 και 19 του ΚΠολΔ. Απορρίπτει. αίτηση για αναίρεση της 271/2007 απόφασης του ΕφΙω.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 764/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγγο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο- Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γ. Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. ή Π. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη περί αναιρέσεως της 282/2011 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 573/11. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο από το άρθρο 30§4 του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), ότι, δηλαδή, ο δράστης αγοράς, πωλήσεως, κατοχής ναρκωτικών είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούσε να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις, αφού η παραδοχή του οδηγεί στη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την υπ' αριθ. 3326/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκε για αγορά, κατοχή, πώληση και απόπειρα πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της τελέσεως κατ' επάγγελμα και υπό περιστάσεις που μαρτυρούσαν ότι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος, καθώς και για παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών, πράξεις που τέλεσε με τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετανοίας και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από αυτές, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για την εμπορία ναρκωτικών και φυλακίσεως επτά (7) μηνών για την οπλοκατοχή. Η απόφαση αυτή, με την υπ' αριθ. 2045/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, αναιρέθηκε εν μέρει και δη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απορριπτική κρίση του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, που είχε προταθεί νομοτύπως, ότι αυτός, κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε, ήταν τοξικομανής. Το Πενταμελές Εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε, κατά πλειοψηφίαν, και πάλι τον ως άνω ισχυρισμό, δεχόμενο, στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: ".. .αποδεικνύονται τα εξής: Στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αττικής (Τμήμα Δίωξης ναρκωτικών) είχε περιέλθει η πληροφορία ότι ένα άτομο με το όνομα Π. διακινεί σημαντικές ποσότητες κοκαΐνης ... Τα ανωτέρω έχουν γίνει δεκτά με την υπ' αριθμ. 3326/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, πώλησης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, απόπειρας πώλησης ναρκωτικών ουσιών, τελεσθείσες κατ' επάγγελμα και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, καθώς και της παράνομης οπλοκατοχής, ..., ενώ μετά την άσκηση της από 17.3.2009 αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2045/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω (3326/2008) απόφαση κατά την περί τοξικομανίας του κατηγορουμένου απορριπτική διάταξη της, ως και κατά την περί επιβληθείσας ποινής διάταξή της, παραπέμποντας την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, επειδή κατά τις παραδοχές της η αιτιολογία της πλειοψηφούσας περί τούτου γνώμης του Εφετείου δεν ήταν ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον, για να στηρίξει την απορριπτική του ισχυρισμού αυτού κρίση της, "...". Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος στην πρωτοβάθμια δίκη αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου υποστήριξε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ότι κατά το χρόνο τέλεσης των προπεριγραφόμενων πράξεων του (Ιούνιο 2005 έως 22.7.2005) ήταν τοξικομανής, πλήρως εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες μη δυνάμενος να αποβάλει την έξη της χρήσης τους με τις δικές του δυνάμεις και έχει την ανάγκη ειδικής μεταχείρισης, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του παρόντος δικαστηρίου δεν επιβεβαιώνεται από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό. Ειδικότερα με την ... διάταξη ... Σε εκτέλεση της παραπάνω διάταξης, ο εν λόγω πραγματογνώμονας ..., αφού εξέτασε τον κατηγορούμενο ..., συνέταξε την από 17-10-2005 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, με την οποία κατέληξε ότι "από την αξιολόγηση των ευρημάτων της εξέτασης και την εκτίμηση των περιγραφομένων εμπειριών, προκύπτει ότι ο Μ. Π. δεν ανήκει στο χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων, επειδή δεν πληροί τουλάχιστον τρία των κριτηρίων του νόμου, κινούμενος πιθανόν στο χώρο της κοκαΐνης και του χασίς σποραδικά και όχι σε επίπεδο εξάρτησης με τα υφιστάμενα στοιχεία". Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει ο μάρτυρας κατηγορίας Σ. Α., αστυνομικός, καταθέτοντας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι "δεν μας έδωσε την εντύπωση χρήστη" και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι "εμάς δεν μας έδωσε την εντύπωση ότι είναι τοξικομανής όταν τον συλλάβαμε ... Δεν έχω μάθει κάτι για τοξικομανία του κατηγορουμένου", ενώ για τη θεμελίωσή του, στην ως άνω έκθεση περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εξής αιτιολογίες, που δικαιολογούν απόλυτα τη συναγωγή του σε σχέση με τον κατηγορούμενο: "Αναφέρει χρήση χασίς από 15 ετών αραιά μέχρι τα 19 του και έκτοτε συστηματικά σε καθημερινή βάση, κοκαΐνης από 3ετίας σποραδικά μέχρι τις 2 φορές την εβδομάδα και τα 2 γρ. την ημέρα ... και δεν αναφέρει προσπάθειες αποτοξίνωσης, όπως είναι φυσικό ... . Δεν εμφανίζει σημεία κατάχρησης ναρκωτικών, συνδρόμου στέρησης ή διανοητικής έκπτωσης ... . Από την αξιολόγηση των ευρημάτων της εξέτασης ... δεν προέκυψαν στοιχεία υπέρ της κατάχρησης ναρκωτικών από τον εξετασθέντα. Χωρίς στερητικά συμπτώματα και σημεία κατάχρησης δεν τεκμηριώνεται ο βαθμός σωματικής εξάρτησης και ο τρόπος κατάχρησης αντίστοιχα ... . Δεν μπορεί να ενταχθεί στο χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων, επειδή από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εξετασθείς δεν πληροί τουλάχιστον τρία των κριτηρίων του νόμου και πιο συγκεκριμένα, όπως συνάγεται και από τα στοιχεία του ιστορικού και της συνέντευξης και τον βαθμό αξιοπιστίας τους: "1. ... 9. ...". Ωστόσο, μετά τη σύνταξη της ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του, ο Δρ. Δ. Μ. στο από 6-8-08 έγγραφό του προς το συνήγορο του κατηγορουμένου Εμμανουήλ Παπαδάκη ανέφερε κατά λέξη τα εξής: " Σε απάντηση της από 28/7/08 επιστολής σας και των τιθεμένων ερωτημάτων ... σας γνωρίζω τα παρακάτω: 1)... 2)... 3)... 4) Μου γνωστοποιήθηκαν τα παρακάτω: α)... θ)... Είναι προφανές ότι χωρίς την ύπαρξη πιστοποιητικών που τεκμηριώνουν την σχέση κάποιου χρήστη με τις ουσίες, δεν είναι δυνατόν να αποφανθεί ο πραγματογνώμονας τεκμηριωμένα ... Μετά την γνωστοποίηση των παραπάνω στοιχείων οδηγούμαι στη διόρθωση μερικών από τα κριτήρια και δη: 1... 9... Κατόπιν των παραπάνω ο Π. Μ. ανήκει στο χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων, που έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών σε επίπεδο εξάρτησης και δεν μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις παρά μόνο με ειδική θεραπευτική μεταχείριση, που μέχρι σήμερα δεν έχει προσπαθήσει σε οργανωμένο επίπεδο". Στη συνέχεια ο Δρ. Δ. Μ., εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στις 19-12-2008 κατέθεσε τα εξής: "Έκανα την πραγματογνωμοσύνη το 2005. Εκ των υστέρων με ενημέρωσαν για όλες τις επαφές και την κατάσταση και το σύνολο ξεπερνούσε τα τρία στοιχεία. Με αυτά τελικά γνωματεύω ότι είναι τοξικομανής. Τα χαρτιά από τον Ω.ΡΙ.ΛΑ. δεν τα είχα τότε στα χέρια μου. Όταν είδα όλα τα στοιχεία άλλαξε η γνώμη μου μεταγενέστερα". Εξάλλου τα μνημονευόμενα από τον ως άνω πραγματογνώμονα έγγραφα στοιχεία, που στήριξαν τη μεταβολή της αρχικής γνωμοδότησής του, κατά το μέρος που αφορούν τον περί τοξικομανίας ισχυρισμό του κατηγορουμένου στο κρίσιμο χρονικό διάστημα Ιουνίου 2005 μέχρι 22-7-2005, έχουν το ακόλουθο περιεχόμενο: 1) Η από 25-7-2005 βεβαίωση του Δ. Π., ψυχολόγου - ψυχοθεραπευτή: "Η κα Μ. Σ. με επισκέφθηκε πολλές φορές για να ζητήσει τη συμβουλή μου για τα σοβαρά οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Ιδιαιτέρως δε τις διαταραγμένες και προβληματικές σχέσεις του γιου της Π. με τον πατέρα του. Ο πατέρας, σύμφωνα με τη μητέρα, δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται την ανάγκη του Π. για επιβράβευση, ασκούσε διαρκώς κριτική και ήταν απορριπτικός. Η μητέρα ανησυχούσε σοβαρά για την κατάσταση ιδιαιτέρως δε, από το γεγονός ότι ο Π. δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που ενέχει η συμπεριφορά του ... Από τις διηγήσεις της μητέρας προκύπτει σαφώς ότι ο Π. πάσχει από σοβαρή μορφή διαταραχής προσωπικότητας μικτού τύπου ... και, κατά την άποψή μας, χρήζει άμεσης ανάγκης ψυχοθεραπείας" και 2) η από 26-10-2005 βεβαίωσή του ότι: " Ο Γ. και Σ. Μ., γονείς του Π. Μ., με επισκέπτονται από τον Μάιο 2005, μετά από επιθυμία του υιού τους. Ο σκοπός των επισκέψεων αυτών ήταν α) η προετοιμασία ενός προγράμματος απεξάρτησης από την κοκαΐνη και την κάνναβη, ..., των οποίων, όπως μου ομολόγησε ο Π., έκανε συστηματική χρήση, β) ...". Η από 25-7-2005 γνωμάτευση του Δρ. Κ. Ι. Τ., ψυχολόγου: "...". 4)... 5)... 6) Η από 23-11-2005 ιατρική γνωμάτευση του ιερέα ψυχιάτρου Σ. Κ. ότι ο Μ. Π. 23 ετών, "είναι χρήστης εξαρτησιογόνων ουσιών. Σύμφωνα με το ιστορικό άρχισε περιστασιακά, μετά την ηλικία των 18 (Γ' Λυκείου) και στη συνέχεια σε συστηματικότερη, κατά περιόδους, βάση, ...", ενώ στην από 2-11-2006 ιατρική γνωμάτευσή του ο ως άνω Ψυχίατρος Σ. Κ. αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: "...". Εξάλλου ο ίδιος ψυχίατρος Σ. Κ., εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου κατέθεσε α) στην πρωτοβάθμια δίκη (16-1-2007) ότι: "... Μου επιβεβαίωσε και ο ίδιος τον Ιούλιο του 2006 στη φυλακή ότι έκανε χρήση ναρκωτικών ... Όταν τον είδα εγώ δεν έκανε χρήση ... Εγώ μπορώ να πω ότι ήταν χρήστης και συμπερασματικά πρέπει να ήταν εξαρτημένος" και β) ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίασή του στις 19-12-2008 ότι: "... Μου είπε ότι έκανε χρήση ναρκωτικών από το Λύκειο. Πήγε στην Αγγλία για σπουδές, όπου η κατάστασή του επιδεινώθηκε. ... Θα τον χαρακτήριζα ως χρήστη. Πλήρως εξαρτημένο δεν μπορώ εγώ να τον χαρακτηρίσω ...". 7) Η από 4-8-2006 (...) Ιατροδικαστική γνωμοδότηση του Καθηγητή της Ιατροδικαστικής και τοξικολογίας Δ. Μ., που συντάχθηκε μετά από εντολή της οικογενείας του κατηγορουμένου και επίσκεψη του ιδίου στη Δ. Φ. Ναυπλίου την 31-7-2006, προκειμένου να τον εξετάσει και αποφανθεί σχετικά με την ιδιότητά του ως εξαρτημένου από τη χρήση ναρκωτικών - τοξικομανής κατά την έννοια του νόμου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: "1. Ο Π. Μ. του Γ. από ψυχοπαθολογικής απόψεως κρίνεται σήμερα ώριμος προς απεξάρτηση (...). Γεγονός το οποίο επιθυμεί διακαώς. 2. Ο άρρωστος αυτός έχοντας κληρονομική ψυχοπαθολογική βλάβη της υγείας του (...) λόγω της αδυναμίας του να αντισταθεί, να απέχει στην κατάχρηση καννάβεως, κοκαΐνης και άλλων ουσιών, κατάντησε τελικώς τοξικομανής - εξαρτημένος. Κατά τα ανωτέρω ο άρρωστος αυτός εκπληροί πλήρως περισσότερα από τρία (3) διαγνωστικά ερωτήματα - κριτήρια της εξαρτήσεως, ... 4. Άρα ο Π. Μ. σταδιακά και μετά από μακροχρόνια χρήση, κατέληξε να χρονίζει ο εθισμός και η εξάρτησή του, ώστε σήμερα είναι τοξικομανής - εξαρτημένος από την κάνναβη, κοκαΐνη και τις αμφεταμίνες γενικά και το οινόπνευμα, δηλαδή έχει αποκτήσει την έξη (πολυδύναμος εξάρτησις) της χρήσεως αυτών των ουσιών και δεν μπορεί με δικές του δυνάμεις να απεξαρτηθεί, έχει δε ανάγκη ειδικής μεταχειρίσεως - θεραπείας του αρρώστου, σύμφωνα με την αντίστοιχη πρόβλεψη του νόμου", αναγράφοντας, μεταξύ άλλων, στο αιτιολογικό της και τα εξής: α) ... Στη συνέχεια ο ως άνω Δ. Μ., ..., εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, κατέθεσε α) στην πρωτοβάθμια δίκη ότι: "... Το παιδί αυτό από 15 ετών μυήθηκε στα ναρκωτικά. Άρχισε από χασίς και μετά έπαιρνε κοκαΐνη ... . Τον εξέτασα στη φυλακή και σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο πληροί όλα τα στοιχεία εξαρτημένου ... και β) ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίασή της 19-12-2008, ότι: "... Είναι εξαρτημένος τοξικομανής ...". Επιπλέον ο ιατρός Ω.ΡΙ.ΛΑ. Π. Κ., Διευθυντής στην Πανεπιστημιακή κλινική του "Ιπποκρατείου", εξεταζόμενος ενόρκως μάρτυρας κατέθεσε α) στην πρωτοβάθμια δίκη ότι "... το 2001 χειρούργησα τον κατηγορούμενο...Κατά τη ρινική εξέταση είδα ότι έπαιρνε κοκαΐνη ..." και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συνεδρίαση της 19-12-2008 ότι: "Πριν χειρουργήσω τον κατηγορούμενο είδα ότι είχε σοβαρό πρόβλημα στη μύτη λόγω της κοκαΐνης ...". Τα στοιχεία όμως αυτά, με το προαναφερόμενο γενικό, αόριστο και αντιφατικό, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, περιεχόμενο, που βασίζονται κυρίως σε διηγήσεις του κατηγορουμένου και των γονέων του, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν την αρχική πλήρως αιτιολογημένη από 17-10-2005 έκθεση του διορισμένου από την ανακρίτρια πραγματογνώμονα Δ. Μ.. Συνακόλουθα τούτων, οι στηριζόμενες σε αυτά μεταγενέστερες από 6-8-2008 γνωμοδότηση και ένορκη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατάθεση του τελευταίου στις 19-12-2008, χωρίς νεότερη εξέταση του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα κατά την απολογία του τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δήλωσε μεν ότι είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών (χασίς, κοκαΐνη, έκσταση), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά εξάρτησής του από αυτές, πλην της βοήθειας που του προσέφερε η κοκαΐνη σε περιόδους εξετάσεων, δεν κρίνονται πειστικές. Ειδικότερα οι συγκεκριμένες καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων με τις αντίστοιχες, ελευθέρως εκτιμώμενες από το Δικαστήριο, ιατρικές γνωματεύσεις και βεβαιώσεις τους έρχονται σε αντίθεση με τα πράγματα, όπως ανενδοίαστα προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που προαναφέρθηκε. Συγκεκριμένα από το ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος, σύμφωνα με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, μέχρι τη σύλληψή του υπήρξε συνεπής, εργατικός, αφοσιωμένος στις σπουδές του, με υψηλό επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, γενόμενος δεκτός στο αγγλικό Πανεπιστήμιο Greenwich για τη συνέχιση των μεταπτυχιακών σπουδών του το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, κατά το οποίο δεν φοίτησε εξαιτίας της σύλληψής του στις 22-7-2005, είχε τέλεια οργανωμένο δίκτυο εμπορίας των ναρκωτικών, υπό τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, τα γεγονότα δε αυτά της εν γένει δραστηριότητάς του περί τα ναρκωτικά καταδεικνύουν ότι αυτός, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, (Ιούνιος 2005 έως 22-7-2005), τελέσεως των προπεριγραφομένων αξιόποινων πράξεών του, ανέπτυσσε δραστηριότητα ασυνήθη - ακόμη και επιχειρηματική, σχετική με τη βελτίωση των επιδόσεων και αναβάθμιση των σπορ αυτοκινήτων, όπως ο ίδιος επικαλείται, για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του χρηματικού ποσού των 9.850 Ευρώ στην κατοχή του - δηλαδή τέτοια, που αντικειμενικά δεν μπορεί να αναπτύξει τοξικομανής κατά την έννοια του νόμου (...). Τέλος διαφορετική κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από τη διενεργηθείσα, σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 1044/2010 ανακριτικής διάταξης, στις 27.10.2010 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου - νευρολόγου Έ. Μ. επί του ιδίου κατηγορουμένου ή την από 1-11-2010 τοξικολογική έκθεση σε δείγματα τριχών του, που είχαν ληφθεί στις 16.9.2010, αφού αναφέρονται σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο εκείνου που ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση αλλά ούτε από τη βεβαίωση του νευρολόγου - ψυχιάτρου Β. Τ. στις 7-11-2006, κατά την οποία η μητέρα του κατηγορουμένου Σ. Μ. τον έχει επισκεφτεί επανειλημμένα κατά το διάστημα 2002-2006 για συμβουλευτική, που αφορούσε προβλήματα συμπεριφοράς του μεγαλύτερου γιου της. Ενόψει των εκτεθέντων, σύμφωνα με την πλειοψηφούσα γνώμη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν αποδεικνύεται στην προκείμενη περίπτωση, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τέλεσης των προπεριγραφομένων αξιόποινων πράξεών του (Ιούνιος 2005 έως 22-7-2005), ήταν τοξικομανής υπό την έννοια του νόμου, δηλαδή είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορούσε να αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία ως προς το αν ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε, είχε αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούσε να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός ήταν αβάσιμος. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε σε μια τυπική αιτιολογία, αλλά σχολιάζει όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν, και μάλιστα τα αντίθετα με την αρχική έκθεση του Ιατροδικαστή Δ. Μ. και εκθέτει τους λόγους, για τους οποίους δεν πείστηκε σ' αυτά, αλλά βάρυνε στην κρίση του η αρχική έκθεση, με τις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος είχε αναπτύξει δραστηριότητα σχετική με τη βελτίωση των αποδόσεων των σπορ αυτοκινήτων, την οποία δεν μπορεί να αναπτύξει τοξικομανής, ότι μέχρι τη σύλληψή του υπήρξε συνεπής, εργατικός, αφοσιωμένος στις σπουδές του, με υψηλό επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, είχε γίνει δε δεκτός σε αγγλικό Πανεπιστήμιο, ότι είχε τέλεια οργανωμένο δίκτυο εμπορίας ναρκωτικών, ότι τα νεότερα στοιχεία βασίζονταν κυρίως σε διηγήσεις του κατηγορουμένου και των γονέων του και ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, γενικά, αόριστα και αντιφατικά σε αντίθεση με την πλήρως αιτιολογημένη αρχική έκθεση του Δ. Μ., ενώ ορισμένα στοιχεία αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο από τον κρίσιμο. Καμιά δε έννομη επιρροή δεν ασκεί το ότι, ενδεχομένως, η αρχική πραγματογνωμοσύνη δεν διενεργήθηκε εντός 48 ωρών από τη σύλληψη του κατηγορουμένου, αφού η παράβαση της σχετικής επιταγής του άρθρου 30§3 του ΚΝΝ δεν επιφέρει ακυρότητα ούτε στερεί από το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής την αποδεικτική του δύναμη. Τέλος, ορθώς το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Σ. Α., αφού καμιά ακυρότητα της εξετάσεώς του δεν προκύπτει ότι προτάθηκε ούτε προβάλλεται σχετικός λόγος αναιρέσεως. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος, με το οποίο αιτιάται την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (ιατρικών γνωματεύσεων, κ.λπ.), είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349§1 εδ. α, β, γ, δ, ε, στ και ζ του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, "το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην απόφαση της αναβολής. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία ανακοινώνει το δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτή κλητεύονται μόνον οι απόντες". Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για σημαντικά αίτια πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε στη δίκη από το συνήγορό του δικηγόρο Εμμανουήλ Παπαδάκη, δυνάμει της από 1.2.2011 εξουσιοδοτήσεως, και ότι ο εν λόγω δικηγόρος ζήτησε την αναβολή της δίκης "επειδή ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος και δεν μετήχθη και επειδή παρακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης". Όσον αφορά το πρώτο σκέλος (για το δεύτερο θα λεχθεί παρακάτω), το αίτημα υποβλήθηκε εντελώς αόριστα, αφού δεν έγινε επίκληση αποδεικτικών στοιχείων για τη θεμελίωσή του (σε ποια Φυλακή και για ποια αιτία κρατείτο, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για την κρινόμενη υπόθεση είχε απολυθεί υφ' όρον). Επομένως, το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει, δεδομένου δε ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε στη δίκη και δεν στερήθηκε κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα, δεν δημιουργήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα λόγω αναιτιολόγητης απορρίψεως του ως άνω αιτήματος και του ότι, συνεπεία αυτής, στερήθηκε του δικαιώματός του να παραστεί και ο ίδιος στη δίκη και παραβιάσθηκαν και οι σχετικές διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 31§2 εδ. γ του ΚΝΝ, "η υποβολή σε θεραπευτική αγωγή εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος συντήρησης και απεξάρτησης αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 349 του ΚΠΔ". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να χορηγηθεί η αναβολή, θα πρέπει ο κατηγορούμενος να παρακολουθεί ήδη εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα συντηρήσεως και απεξαρτήσεως από ναρκωτικές ουσίες και δεν αρκεί το ότι αυτός απλώς βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο ενημερώσεως για το περιεχόμενο του προγράμματος που παρέχει ο αρμόδιος φορέας. Περαιτέρω, αν υποβληθεί αίτημα αναβολής με βάση τη διάταξη αυτή και το δικαστήριο το απορρίψει χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται εντεύθεν, πλην του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, και αυτός του στοιχ. Η. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Αν, λοιπόν, το Δικαστήριο ερμηνεύσει ή εφαρμόσει εσφαλμένα την ως άνω διάταξη του άρθρου 31§2 εδ. γ του ΚΝΝ και, συνεπεία της εσφαλμένης αυτής ερμηνείας ή εφαρμογής της, απορρίψει νομίμως υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής, ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, αίτημα αναβολής της δίκης, για το λόγο ότι παρακολουθούσε αυτός πρόγραμμα απεξαρτήσεως. Το αίτημα αυτό έχει, κατά λέξη, ως εξής: "... 1. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται με σαφήνεια και πλήρως εκ των εν συνεχεία μνημονευομένων, ειδικώς προσδιοριζόμενων και ήδη αναγνωσθέντων αδιαμφισβήτητων εγγράφων στοιχείων, υπήρξα και εξακολουθώ να είμαι άτομο εξαρτημένο από τις ναρκωτικές ουσίες. Ειδικότερα, εξ αιτίας της εξάρτησής μου, ο οργανισμός και ο ψυχισμός μου χρειάζονται συγκεκριμένη και αυξανόμενη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας ανά συγκεκριμένο αριθμό ωρών, η έλλειψη της οποίας καταλήγει σε σοβαρές σωματικές και ψυχικές δυσμενείς εις βάρος μου εκδηλώσεις, υφίσταμαι, δηλονότι, το λεγόμενο "σύνδρομο στέρησης", με αποτέλεσμα, επί σειρά μακρών και βασανιστικών ετών και από της εφηβείας μου μέχρι και σήμερα η εύρεση και η κατανάλωση της ναρκωτικής ουσίας να προγραμματίζει και να ελέγχει ολόκληρη τη ζωή μου. 1.1. Αποτέλεσμα αυτής τής νοσηρής κατάστασης ήταν να έχει περιοριστεί σοβαρότατα η λειτουργικότητά μου εν συνόλω (εξ άποψης σωματικής, ψυχολογικής, συναισθηματικής, πνευματικής, πρακτικής, επαγγελματικής και κοινωνικής), με περαιτέρω αρνητικό αποτέλεσμα να έχω καταστεί ανίκανος να νοιώσω, να συμπεριφερθώ, ν' αναπτυχθώ και ν' ασχοληθώ με δραστηριότητες αναμενόμενες για την ηλικία, το φύλο, την ικανότητα να είμαι άτομο υπεύθυνο καθώς και με τις ανώτατου επιπέδου ολοκληρωθείσες τεχνικές και πολυτεχνικές σπουδές μου σε παγκόσμιου κύρους και αίγλης πανεπιστήμιο (το Πολυτεχνείο - Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ τής Ουαλίας [...]). 1.2. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες, εισφερθείσες εν προκειμένω αδιαμφισβήτητες αποδείξεις, εξ αιτίας της επισήμως, νομίμως και αυθεντικώς βεβαιωμένης πλέον τοξικομανίας και της απόλυτης, κατά την έννοια του νόμου, εξάρτησής μου, δεν είμαι σε θέση να προγραμματίσω, να κρίνω και να επιδιώξω τους στόχους τής ζωής μου κατά τρόπο ανάλογο και νόμιμο προς εκείνο ενός ατόμου με ισορροπημένη προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτω την ικανότητα να είμαι υπεύθυνος όλων των πράξεων μου, νόμιμων και μη, επειδή και αν ακόμη οι κινήσεις μου πηγάζουν από προσωπική επιλογή, αυτή η επιλογή καθοδηγείται από την εξάρτησή μου. 2. Ήδη, ως προς την προπεριγραφείσα περίπτωσή μου, δυνάμει της υπ' αριθ. 2045/2009 απόφασης του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε η υπόθεσή μου ενώπιον τον παρόντος δικαστηρίου, μετ' αναίρεση εν μέρει της δευτεροβάθμιας εις βάρος μου εκδοθείσης καταδικαστικής απόφασης και, ειδικότερα, "... ως προς τη διάταξη (της απόφασης αυτής) με την οποία απορρίπτεται ο αυτοτελής ισχυρισμός περί εξαρτήσεως του αναιρεσείοντος (δηλαδή εμού, του νυν εκκαλούντος και αιτούμενου) από ναρκωτικές ουσίες ως και προς την περί επιβληθείσης ποινής διάταξή της ..." [...]. 3. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 31ου του ειδικού ποινικού νόμου 3459/2006 (περί του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά) προβλέπεται ειδικώς, ότι, εφ' όσον τα εγκλήματα, που έχουν σχέση με τα ναρκωτικά, έχουν τελεσθεί από πρόσωπο, το οποίο απέκτησε την έξη τής χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, όπως εν προκειμένω και ως προς την περίπτωση μου συμβαίνει αποδεδειγμένως, είναι δυνατή ακόμη και αυτή η αναστολή - αναβολή για ορισμένο χρόνο, που δύναται να παρατείνεται, της ποινικής δίωξης, εάν ο ασθενής - τοξικομανής έχει προσέλθει οικειοθελώς και υποβάλλεται ανελλιπώς και συστηματικά στη θεραπεία, που επιβάλλεται από τις κείμενες διατάξεις. 3.1. Πέραν τούτου, όπως νομολογείται παγίως [...], σε περίπτωση εγκλήματος του άρθρου 5 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει (και νυν, δυνάμει του άρθρου 20 του ισχύοντος κ.ν.ν. 3459/2006), όπως και σε περίπτωση εγκλήματος, που φέρεται πως τελέσθηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, εφ' όσον τα εγκλήματα αυτά έχουν τελεσθεί από πρόσωπο, το οποίο απέκτησε την έξη τής χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, η υποβολή τού δράστη αυτού, που έχει την ιδιότητα του τοξικομανούς, σε θεραπευτική αγωγή εγκεκριμένου από τον νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής τής δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 349 του Κ.Π.Δ., κατά το χρονικό διάστημα της θεραπευτικής αγωγής, κατά το οποίο αναστέλλεται και η παραγραφή οποιουδήποτε εγκλήματος του θεραπευομένου. 3.1.1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο η παραδοχή τού αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή τής δίκης και, εν προκειμένω, του εκ μέρους μου υποβαλλόμενου αιτήματος αναβολής τής παρούσης δίκης, λόγω της υποβολής μου σε θεραπευτική αγωγή ψυχικής απεξάρτησης από την έξη τής χρήσης ναρκωτικών ουσιών και τούτο, διότι η ισχύουσα αυτή διάταξη αποσκοπεί στη χωρίς διακοπή ολοκλήρωση του αρξαμένου θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης, έτσι, ώστε να επιτευχθεί ταχύτερα η κοινωνική επανένταξη των εκ των ναρκωτικών ουσιών απολύτως εξαρτημένων προσώπων και, εν προκειμένω, προκειμένου να επιτευχθεί η δική μου απεξάρτηση και η εν συνεχεία επανένταξη [...]. 4. Συγκεκριμένα, ως προς την εκ των ναρκωτικών ουσιών πλήρη (σωματική και ψυχική) εξάρτηση και την αντίστοιχη ασθένειά μου, αυτή (η ασθένειά μου) προκύπτει και πλήρως αποδεικνύεται (όπως, ομοίως, προκύπτει και πλήρως αποδεικνύεται η συνδρομή των προϋποθέσεων να εφαρμοστεί η ειδική νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται και πρέπει να εφαρμόζεται στους ασθενείς, δια της εν προκειμένω χορήγησης της αιτούμενης αναβολής εκδίκασης της προκείμενης ποινικής υπόθεσης), πέραν των; άλλων, και δυνάμει των εξής εγγράφων στοιχείων: (α') της από 24.01.2011 βεβαίωσης της Μονάδας Απεξάρτησης 18ΑΝΩ του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, δυνάμει της οποίας πιστοποιείται αυθεντικώς, ότι παρακολουθώ με επιτυχία τις μονάδες υποστήριξης - ευαισθητοποίησης του ειδικού προγράμματος και η πορεία μου κρίνεται ως καλή, εφ' όσον τηρώ τις προϋποθέσεις, τις οποίες απαιτεί ο νόμος, εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, πρόκειται και επίκειται να γίνω δεκτός στο αντίστοιχο πλήρες πρόγραμμα απεξάρτησης, (β') της αρμοδίως καταρτισθείσης επιστημονικής τοξικολογικής έκθεσης του επί τούτω επιληφθέντος Εργαστηρίου Ιατροδικαστικών Επιστημών, της Μονάδος Τοξικολογίας τού Πανεπιστημίου Κρήτης, από 01.11.2010, δυνάμει τής οποίας αποδεικνύεται η πλήρης εκ των ναρκωτικών ουσιών εξάρτηση μου καθώς και η αντίστοιχη ιάσιμη ασθένειά μου, εξ αιτίας της οποίας ενεπλάκη ν στη συγκεκριμένη δίωξη, (γ') της επίσης αρμοδίως καταρτισθείσης, επίσημης Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, η οποία εκπονήθηκε υπευθύνως από τον καθ' ύλη αρμόδιο Πραγματογνώμονα Μ. Έ., Ψυχίατρο - Νευρολόγο, κατόπιν της προς τούτο δοθείσης επίσης αρμόδιας ανακριτικής εντολής, σύμφωνα με τον νόμο και σε εκτέλεση τούτου. Δυνάμει της πραγματογνωμοσύνης αυτής αποδεικνύεται, προσθέτως και αυθεντικώς, η πλήρης, κατά την πρόβλεψη και την έννοια του νόμου, εξάρτησή μου εκ των ναρκωτικών ουσιών και η αντίστοιχη προεκτεθείσα ασθένειά μου, εξ αιτίας τής οποίας απαιτείται η υποβολή μου στην κατάλληλη θεραπεία και όχι η αδόκητη περαιτέρω τιμώρησή μου. Συγκεκριμένα, δια της εν θέματι πραγματογνωμοσύνης βεβαιώνεται η πλήρης σωματική και ψυχική εκ των ναρκωτικών ουσιών εξάρτησή μου με τις επί λέξει διαπιστώσεις, ότι "... Η θεραπευτική αγωγή που συνιστάται, είναι ψυχιατρική και ψυχολογική υποστήριξη συγχρόνως με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, με την προϋπόθεση ότι το επιθυμεί και ο ίδιος, αλλιώς δεν έχει νόημα και αποτέλεσμα οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση ..." και, εν προκειμένω, ο πραγματογνώμων θεώρησε σκόπιμο και αναφέρει, ".. .ότι ελήφθησαν τρίχες για εξέταση ...", οι οποίες απεστάλησαν στο Πανεπιστήμιο Κρήτης "... για την επιβεβαίωση της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών ...", κατ' ακολουθία της οποίας επιστημονικής και εργαστηριακής εξέτασης πλήρως επιβεβαιώθηκαν τα επιστημονικά και αντικειμενικά πορίσματα και οι υπεύθυνες διαπιστώσεις του πραγματογνώμονος, (δ') της εκπονηθείσης σε ανύποπτο χρόνο, από 01.11.2006, ιατρικής γνωμάτευσης σχετικά με την ασθένεια μου, του ψυχιάτρου - ιερέως και πατέρα επτά -7- παιδιών, άριστου γνώση της κατάστασης και της ασθένειάς μου Σ. Ε. Κ., δυνάμει της οποίας επιβεβαιώνεται και αναλύεται η εν θέματι εκ των ναρκωτικών πλήρης και βασανιστική εξάρτηση μου, (ε') της από 21.11.2005 δεύτερης, προγενέστερης, ιατρικής γνωμάτευσης του ίδιου ψυχιάτρου Σ. Κ., (στ') της από 09.11.2005 βεβαίωσης σχετικά με την κατάσταση μου του Θεραπευτικού Προγράμματος "Παρέμβαση", που απευθύνθηκε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, (ζ') των από 25.07.2005 και 26.10.2005 βεβαιώσεων σχετικά με την κατάσταση της υγείας μου του Ψυχολόγου Δ. Π., (η') της από 07.11.2006 βεβαίωσης του καθηγητή της Ψυχιατρικής τού Πανεπιστημίου Αθηνών Β. Δ. Τ., επίσης σχετικά με την κατάστασή μου, (θ') του από 12.07.2004 διπλώματός μου του Πολυτεχνείου τού Κάρντιφ της Ουαλίας τής Μεγάλης Βρετανίας, δυνάμει του οποίου αποδεικνύεται, ότι απέκτησα την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου - μηχανικού, καθώς και των σχετικών επίσημων εγγράφων, σχετικών με τις μεταπτυχιακές σπουδές μου, σε επίσημες μεταφράσεις εκ της αγγλικής στην ελληνική γλώσσα, και (ι') της από 06.08.2008 υπεύθυνης ιατροδικαστικής βεβαίωσης του διορισθέντος επισήμως με την ιδιότητα του πραγματογνώμονος - ιατροδικαστή Δ. Μ., δυνάμει της οποίας αποδεικνύεται, εν αναφορά σε εμένα και στην κατάσταση της υγείας (ψυχικής και σωματικής) καθώς και της εκ των ναρκωτικών πλήρους εξάρτησής μου, επί λέξει, ότι "... Ο Π. Μ. ανήκει στον χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων, που έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών σε επίπεδο εξάρτησης και δεν μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις παρά μόνο με ειδική θεραπευτική μεταχείριση, που μέχρι σήμερα δεν έχει προσπαθήσει σε οργανωμένο επίπεδο ..." [...]. 5. Δια των ανωτέρω επίσημων και αδιαμφισβήτητων εγγράφων στοιχείων αποδεικνύεται, ότι είναι βάσιμο το αίτημά μου για τη χορήγηση της αιτούμενης αναβολής εκδίκασης της υπόθεσής μου, προκειμένου, χωρίς διακοπή, να ολοκληρωθεί το προαναφερόμενο πρόγραμμα της θεραπευτικής αγωγής για την ψυχική απεξάρτησή μου από την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και, ως εκ τούτου, ΑΙΤΟΥΜΑΙ ...". Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ότι: "... από τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, και ειδικότερα από τη βεβαίωση με ημερομηνία 24-1-2011 της Μονάδας Απεξάρτησης με την επωνυμία "18 & ΑΝΩ" του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, προκύπτει ότι ο αιτών κατηγορούμενος παρακολουθεί με επιτυχία όχι το πρόγραμμα του πιο πάνω κέντρου απεξάρτησης, αλλά τις ομάδες υποστήριξης - ευαισθητοποίησης του ειδικού αυτού προγράμματος, και εφόσον η πορεία του κριθεί ικανοποιητική έως τέλους, τότε και μόνο θα γίνει δεκτός στο αντίστοιχο πλήρες πρόγραμμα απεξάρτησης. Κατά συνέπεια ο αιτών δεν παρακολουθεί προς το παρόν θεραπευτικό πρόγραμμα, αλλά βρίσκεται ακόμη σε προπαρασκευαστικό στάδιο, και για το λόγο αυτό δεν συντρέχουν, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, οι προϋποθέσεις για την αιτούμενη αναβολή κατά την έννοια του άρθρου 349 Κ.Π.Δ., και θα πρέπει το σχετικό αίτημα να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως ορίζεται στο διατακτικό". Η αιτιολογία αυτή είναι η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθεται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι ο αιτών κατηγορούμενος δεν αποδείχθηκε ότι παρακολουθούσε πρόγραμμα απεξαρτήσεως, αλλά βρισκόταν απλώς σε προκαταρκτικό στάδιο ενημερώσεως, ανεξαρτήτως του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ότι, κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε, ήταν τοξικομανής, οπότε δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 31§2 εδ. γ του ΚΝΝ. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απορριπτική επί του ως άνω αιτήματος κρίση και εσφαλμένη ερμηνείας και εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7 Απριλίου 2011 (υπ' αριθ. πρωτ. 3081/2011) αίτηση του Π. Μ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 282/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού περί τοξικομανίας κατηγορουμένου που καταδικάστηκε για αγορά, πώληση και κατοχή ναρκωτικών. Αντίκρουση αντιθέτων στοιχείων. Αίτημα για αναβολή επειδή ο κατηγορούμενος δεν είχε μεταχθεί ορθώς δεν απαντήθηκε, γιατί είχε υποβληθεί αορίστως. Ορθή απόρριψη αιτήματος αναβολής κατ' άρθρο 31 §2 εδ. γ ΚΝΝ, γιατί ο κατηγορούμενος δεν παρακολουθούσε πρόγραμμα απεξαρτήσεως, αλλά βρισκόταν σε προκαταρκτικό στάδιο ενημερώσεως για το περιεχόμενο του προγράμματος. Απόρριψη αιτήσεως.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 765/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο- Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Ν. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρίνα Πανίδου, περί αναιρέσεως της 9044/2011 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Α. Π., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Φωτόπουλο και 2. Φ. Π., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Φωτόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 49/12. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφ' όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Τούτο δε γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Ειδικά η αυτοψία, η οποία διενεργείται κατά το άρθρο 180 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο, μάλιστα, μνημονεύεται και στη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠοινΔ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, χωρίς να αρκεί η αναφορά στα έγγραφα, και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Σε περίπτωση, όμως, που η αυτοψία διενεργήθηκε κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, χωρίς να έχει διαταχθεί από το δικαστήριο, τότε δεν αποτελεί ξεχωριστό αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να απαιτείται η ξεχωριστή αναφορά του στο αιτιολογικό της αποφάσεως, για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και η κατάθεσή του. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας του Δ. Π. από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος ετύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας, διαφημιστικής, με την επωνυμία "DOMUS ΕΠΕ POSTERS" που εδρεύει στους .... Με την ιδιότητά του αυτή, με τεχνικό πρόσωπο της εταιρίας αυτής τοποθέτησε στη συμβολή των οδών ... και ..., περιοχής ... και επί του εκεί υπάρχοντος πεζοδρομίου της διαχωριστικής νησίδας της οδού ..., εγγύς του οδοστρώματος και δη σε απόσταση περίπου δύο (2) μέτρων, φωτεινή ηλεκτρονική διαφημιστική πινακίδα, διαστάσεων βάσης 1Χ0,30 μέτρα και πλαισίου 4Χ0,45 μέτρα, η προειρημένη βάση της οποίας ήταν σκληρή, ογκώδης και μεταλλική, αμετακίνητη. Η τοποθέτηση της ογκώδους αυτής πινακίδας σε περιοχή που ήταν πυκνοκατοικημένη και επί οδού με πυκνή κυκλοφορία οχημάτων και πεζών, σε εγγυτάτη απόσταση από το οδόστρωμα δεν ήταν σύννομη (άρθρο 11 παρ. 2 ν. 2696/99) αφού ενείχε κίνδυνο από τα χαρακτηριστικά αυτά για τα οχήματα τα κινούμενα επί της οδού ..., αφού και την ορατότητα περιόριζε και την πρόσκρουση επ' αυτής σε περίπτωση που όχημα παρεξέκλινε ελαφρώς της πορείας δεν απέτρεπε, με αποτέλεσμα όταν το υπ' αριθμ. ... ιδιωτ. χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον Δ. Π. του Α., γεν. το έτος 1979, κατ. στη ζωή ..., και κινούμενο στις 2-4-2004 και ώρα 01.30 επί της οδού ... με κατεύθυνση από Ν. Ιωνία προς Χαλάνδρι εξετράπη από την πορεία του και πριν προλάβει ο ανωτέρω οδηγός του να ενεργήσει τους αναγκαίους ελιγμούς για επαναφορά του οχήματος στο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού ή και να ακινητοποιήσει τούτο εγκαίρως, να προσπέσει με το όχημα επί της σκληρής και ανένδοτης επιφανείας της πινακίδας και να υποστεί ο ίδιος, από την πρόσκρουση, κάταγμα στέρνου, πλευρών, ρήξη θωρακικής μοίρας αγγείου αορτής, εκτεταμένη τραυματική διάσχιση καρδίας και αιματώματα ήπατος, σπλήνας και νεφρών, από τις οποίες κακώσεις επήλθε ο θάνατός του. Το αποτέλεσμα δε αυτό οφείλεται σε ασυνείδητη αμέλεια του κατηγορουμένου, που δεν προέβλεψε, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, ενόψει και της εμπειρίας του και της ενασχολήσεως που είχε με την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων πλησίον των οδών κατοικημένων περιοχών και δη της πρωτευούσης των Αθηνών και της λογικής, ότι η τοποθέτηση, παράνομα, χωρίς κανένα έλεγχο και άδεια των αρμοδίων αρχών, πρωτίστως δε η τοποθέτηση της συγκεκριμένης διαφημιστικής πινακίδας τόσο ευμεγέθους και με μεταλλική βάση εγγύτατα του οδοστρώματος ενείχε τον κίνδυνο για τους χρησιμοποιούντες την οδό οδηγούς αυτοκινήτων να προσπέσουν και μάλιστα την νύκτα επ' αυτής. Τελεί δε η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του κατ/νου (εννοεί του θανόντος), αφού χωρίς αυτήν την τοποθέτηση της πινακίδας δεν θα επερχόταν τούτο. Ακολούθως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 και 28 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, εκτίθενται στην απόφαση α) σε τι συνίστατο η αμέλεια του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (στο ότι τοποθέτησε, με τεχνικό προσωπικό της εταιρίας του, διαφημιστική πινακίδα, χωρίς άδεια των αρμοδίων Αρχών, επί του πεζοδρομίου και εγγύτατα στο οδόστρωμα, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος να προσπέσουν σ' αυτήν οι χρησιμοποιούντες την οδό), β) το είδος της αμελείας αυτού (ασυνείδητη), γ) οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών προσέκρουσε στην πινακίδα και δη ότι αυτός απώλεσε στιγμιαία τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, εξετράπη αυτό από την πορεία του και προσέκρουσε με σφοδρότητα στη βάση της πινακίδας και δ) ο αιτιώδης σύνδεσμος που υπάρχει μεταξύ της αμέλειας του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του θύματος. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το σκεπτικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο, πάντως, περιέχει τα πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα. β) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται πόσες λωρίδες είχε η οδός επί της οποίας κινείτο ο θανών, σε ποια οδό κινείτο αυτός, το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας και με τι ταχύτητα κινείτο αυτός, αν υπήρχε σήμανση, αν η επίδικη πινακίδα προκαλούσε σύγχυση με πινακίδες σήμανσης ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρυθμίσεως της κυκλοφορίας ή αν καθιστούσε αυτές λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές, από ποια απόσταση ήταν ορατή η πινακίδα, αν υπήρχε τεχνητός φωτισμός και αν αυτός ήταν επαρκής, αν ο θανών παραβίασε κάποια ρυθμιστική πινακίδα, ποια ήταν η κατάσταση της οδού, για ποιο λόγο και προς τα πού εξετράπη το αυτοκίνητο, πόση απόσταση είχε διανύσει αφότου εξετράπη μέχρι την πρόσκρουση, με τι ταχύτητα ανήλθε στη νησίδα και προσέκρουσε στην πινακίδα, γιατί δεν μπόρεσε να ενεργήσει αναγκαίως τον αναγκαίο ελιγμό και αν φορούσε αυτός ζώνη ασφαλείας. Αρκεί το ότι το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η πινακίδα είχε τοποθετηθεί παράνομα, ότι ο θανών έχασε, έστω στιγμιαία, τον έλεγχο του οχήματός του και προσέκρουσε σ' αυτήν και ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προβλέψει το αποτέλεσμα, το αν δε, ενδεχομένως, συνέβαλαν στο αποτέλεσμα, αμέσως ή εμμέσως, και άλλοι όροι, μεταξύ των οποίων και συνυπαιτιότητα του θανόντος δεν ασκεί επιρροή, αφού αυτή δεν θα απήλλασσε τον κατηγορούμενο, η παράνομη τοποθέτηση της πινακίδας από τον οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, βρισκόταν σε αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα που επήλθε. δ) Λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Α. και Φ. Π., οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, θεωρούνται και αυτοί μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι, μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, εξετάστηκαν ενόρκως (χωρίς, από την όρκισή τους, να προκαλείται οποιαδήποτε ακυρότητα, η οποία, άλλωστε, δεν προβάλλεται). ε) Ακόμη, η έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα, η οποία διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, δεν αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και θεωρείται ως απλό έγγραφο, ως τοιαύτη δε λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο, δεν οδήγησε δε αυτό σε διαφορετικό συμπέρασμα. στ) Δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων (εκθέσεως αυτοψίας, τεχνικών εκθέσεων Σ. Δ., από 17.12.2010 εγγράφου Δήμου Φιλοθέης, αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και αιτήσεως ανακλήσεως προσωρινής διαταγής) και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείτο να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος με το οποίο αιτιάται την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (των άνω εγγράφων και της καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Α. Π.), είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20 Δεκεμβρίου 2011 (υπ' αριθ. πρωτ. 9493/2011) αίτηση του Κ. Ν. του Α., για αναίρεση της υπ' αριθ. 9044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια νομίμου εκπροσώπου εταιρίας, ο οποίος τοποθέτησε παρανόμως πλησίον οδοστρώματος διαφημιστική πινακίδα, επί της οποίας προσέκρουσε ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα ο οδηγός του. Στοιχεία εγκλήματος (άρθρ. 302, 28 ΠΚ). Πότε η αυτοψία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Όχι αν διενεργήθηκε κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου. Απόρριψη αιτήσεως.
null
null
0
Αριθμός 766/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Π. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Βελουδάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6048/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ν. Δ. του Δ.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 15 Νοεμβρίου 2011 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1239/2011. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 17-10-2011 (υπ' αριθμό πρωτ. 330/2011) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, στρεφομένη κατά της υπ' αριθμό 6048/2011 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ.3, 474 παρ.1 και 2) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ' αυτής με χρονολογία 15-11-2011 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2) , πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. ως λόγος αναιρέσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1) . Περαιτέρω κατά την παρ.1 του άρθρου 170 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα μιας πράξεως ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 174 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Περαιτέρω ορίζεται στο άρθρο 321 παρ.1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ των άλλων στοιχείων, ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ήτοι να καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδομένης σ' αυτόν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπισή του. Αν δεν περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής καθορισμός της πράξεως για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του τελευταίου στο ακροατήριο είναι άκυρα σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 Κ.Π.Δ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης, μπορεί, εφ' όσον η σχετική ένστασή του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος απορρίφθηκε, να την προτείνει, διατυπώνοντάς την ως ειδικό λόγο, στην έφεση που δύναται να ασκήσει κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως. Κατά το άρθρο 502 παρ. 2 Κ.Π.Δ. σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Συνεπώς στην περίπτωση επαναφοράς από τον κατηγορούμενο με λόγο εφέσεως της ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος για μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 321 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε παραδεκτά, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του απορριπτικού της ενστάσεως της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος μέρους της πρωτοδίκου αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον 1ο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως διατείνεται, ότι συνέβη σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, καθόσον το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθεί για τις σε αυτό πράξεις, λαθρεμπορίας, πλαστογραφίας μετά χρήσεως και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, ήταν άκυρο, κατά το μέρος που αφορά την πράξη της λαθρεμπορίας, για το λόγο ότι δεν περιέχει ακριβή περιγραφή της πράξεως και ενέχει αντιφάσεις και ότι η σχετική υποβληθείσα ένσταση ακυρότητας αυτού, ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που παραστάθηκε, απορρίφθηκε. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και του δικογράφου της ασκηθείσας από τον αναιρεσείοντα, υπ' αριθμό 5962/2010 εφέσεως, κατά της υπ' αριθμό 78490/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη σε δεύτερο βαθμό απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, απέρριψε την ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που υπεβλήθη από τον συνήγορο του κατηγορουμένου και στη συνέχεια καταδίκασε τον κατηγορούμενο για τις πράξεις που κατηγορείτο. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε ο ήδη αναιρεσείων την ανωτέρω έφεσή του, στην οποία, ως μόνος λόγος εφέσεως, διατυπώνεται, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δεν περιλαμβάνεται στην έφεση αυτή άλλος συγκεκριμένος λόγος εφέσεως, ούτε παράπονο για την εσφαλμένη απόρριψη της ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Επομένως, κατά το μέρος που απέρριψε την εν λόγω ένσταση η πρωτόδικη απόφαση δεν μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δεν περιείχε η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος τον προαναφερθέντα ειδικό λόγο εφέσεως σχετικά με την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε αρκούσε το γενικό παράπονο της εφέσεως, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου, για εξέταση από το Εφετείο του ζητήματος αυτής της ακυρότητας, που δεν είναι από τα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα. Βέβαια, από τον συνήγορο του κατηγορουμένου, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προβλήθηκε, κατά τη διάρκεια της κατ' έφεση δίκης, εκ νέου η προαναφερθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω μη επαρκούς καθορισμού της αξιοποίνου πράξεως της λαθρεμπορίας, για την οποία κατηγορείτο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί της ενστάσεως αυτής, η οποία προβλήθηκε απαραδέκτως, σύμφωνα με τις σκέψεις που προαναφέρθηκαν στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, διότι ο εκκαλών κατηγορούμενος όφειλε να έχει προβάλει την ακυρότητα αυτή με ειδικό λόγο εφέσεως, πράγμα το οποίο δεν έπραξε και η τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, εκ περισσού δε, το παραπάνω δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε την ένσταση αυτή με ειδική αιτιολογία που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό επί της ενοχής της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών και απέρριψε την ένσταση του ήδη αναιρεσείοντος, για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε κατά τα άρθρα 173, 174 Κ.Π.Δ, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τον σχετικό 1ο λόγο της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως, ο οποίος μετά από τα ανωτέρω είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Ν. 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος" λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα Τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτήν τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση ή κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το παραπάνω αδίκημα. Περαιτέρω στο άρθρο 102 παρ. 1 στοιχ. β' περ. γ' και δ' ορίζεται ότι επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους α) ..., β) ..., γ) εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, των οποίων στερήθηκε το δημόσιο ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) εάν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Περαιτέρω, με το Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2002 (άρθρο 185) , καταργήθηκε ο Ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικος", οι αντίστοιχες δε προς τις παραπάνω διατάξεις είναι αυτές των άρθρων 155 παρ. 1, 2 περ. ζ', οι οποίες ορίζουν τι είναι λαθρεμπορία και των άρθρων 157 και 160 παρ. 1-2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν για τον ένοχο λαθρεμπορίας τις αυτές, με τις ίδιες διακρίσεις, ποινές φυλακίσεως, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς, δηλαδή, την προσαύξηση με δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας. Περαιτέρω, με βάση την ευχέρεια που παρείχε το άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ της 25ης Φεβρουαρίου 1992 στα κράτη-μέλη, να διατηρήσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα ρητώς αναφερόμενα στο άρθρο αυτό προϊόντα, εκδόθηκε ο Ν. 2127/1993 "Εναρμόνιση προς το Κοινοτικό Δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις", με το άρθρο 1 του οποίου ορίστηκε ότι "Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 "στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας". Κατά το άρθρο 51 παρ. 1, "Η νόμιμη κυκλοφορία των βιομηχανοποιημένων καπνών που καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας αποδεικνύεται με τις ένσημες ταινίες φορολογίας, που είναι επικολλημένες στο πακέτο ή στη μικρότερη συσκευασία διάθεσής τους στους καταναλωτές. Η επικόλληση της ταινίας γίνεται μέσα στους χώρους παραγωγής τους ...". Κατ' άρθρ. 67 "1. ... 5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας". Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων (οι οποίες έχουν περιληφθεί αυτούσιες στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (άρθρα 53 επ, 118 παρ. 5 ν. 2960/2001) , και επομένως, είτε πρόκειται για πράξεις τελεσθείσες πριν την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, από 1-1-1992, είτε μετά, οι ρυθμίσεις είναι ίδιες, συνάγεται ότι, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του διατηρουμένου και για τα πιο πάνω προϊόντα, μεταξύ των οποίων και για τα τσιγάρα, ειδικού φόρου καταναλώσεως, κατά νομοθετική επιταγή χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως λαθρεμπορία που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 100 και 102 του Τελωνειακού Κώδικα. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 155 του ν. 2960/2001, που καθορίζει την έννοια της λαθρεμπορίας, προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του πιο πάνω νέου τελωνειακού κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για τα τσιγάρα ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη χαρακτηριζόμενη ως λαθρεμπορία και τιμωρούμενη με τις προβλεπόμενες γι' αυτήν από τον ως άνω νόμο σχετικές ποινές. Δεν μπορεί δε να συναχθεί προθυστέρως αντίθετη προς τα ανωτέρω νομοθετική βούληση από το ότι με την μεταγενέστερη αντικατάσταση της παρ.5 του ως άνω άρθρου 118 (με το άρθρο 1 παρ.33 του ν. 3583/2007) , τούτο κατέστη ακόμη πιο σαφές. Επίσης ως λαθρεμπορία, κατά την παρ. 2 περ. ζ' του άρθρου 155 παρ. 1 β' του ν. 2960/2001 (όπως και κατά την παρ. 2 περ ζ' του άρθρου 100 του ν. 1165/1918) , θεωρείται, πλην άλλων, και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθηκαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή μορφή καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και τη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα. Επομένως, έγκλημα λαθρεμπορίας υφίσταται και μόνο επί κατοχής ορισμένου λαθρεμπορεύματος, εφόσον ο κάτοχος γνωρίζει την λαθρεμπορική του προέλευση, χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά κατ' επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Α' Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 6048/2011 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο, των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, ήτοι εισαχθέντων τσιγάρων που αγόρασαν, κατείχαν και πώλησαν, με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης ιδιαίτερων τεχνασμάτων και στερήσεως από το Δημόσιο δασμών, φόρων και τελών, σημαντικού ποσού, ύψους 1.986.276 Ευρώ και του επέβαλε για τις πράξεις αυτές ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ενός (1) έτους και τριών (3) ετών αντίστοιχα, και συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, προς 10 Ευρώ ημερησίως. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 18-10-04 έως 24-12-04 ενεργώντας από κοινού αγόρασαν κατείχαν και πώλησαν καπνικά προϊόντα που είχαν εισαχθεί και τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, και ειδικότερα αγόρασαν από άγνωστο πρόσωπο, κατείχαν και στη συνέχεια απέστειλαν αεροπορικώς από την Αθήνα στη Μ. ρετανία χρησιμοποιώντας ο δεύτερος κατηγορούμενος ως αποστολέα το ονοματεπώνυμο του ανύπαρκτου προσώπου "Ν. Μ. του Π." καθώς και δελτία αποστολής σύμφωνα με τα οποία δήθεν εντός των χαρτοκιβωτίων μετεφέροντο υποδήματα και ειδικότερα 1) την 19-10-04 ποσότητα 607.641 τσιγάρων 2) την 21-10-04 ποσότητα 810.769 τσιγάρων, 3) την 25-10-04 ποσότητα 771.528 τσιγάρων, 4) την 2-11-04 ποσότητα 579.743 τσιγάρων, 5) την 3-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, 6) την 11-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, 7) την 12-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, 8) την 22-11-04 ποσότητα 710.512 τσιγάρων, 9) την 30-11-04 ποσότητα 1.461.128 τσιγάρων, 10) την 10-12-04 ποσότητα 797.692 τσιγάρων, 11) την 11-12-04 ποσότητα 1.063.590 τσιγάρων, 12) την 14-12-04 ποσότητα 1.133.334 τσιγάρων, 13) την 15-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, 14) την 18-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, 15) την 19-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, 16) την 24-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων χωρίς εν προκειμένω να έχουν καταβληθεί προς το Δημόσιο οι αναλογούντες δασμοί και φόροι συνολικού ύψους 1.986.276 ευρώ (68.465,17 + 91.338,20 + 86.920,67 + 65.309,45 + 65.805,88 + 65.805,88 + 65.805,88 + 80.048,80 + 164.625,96 + 89.874,85 + 119.847,80 + 128.477,97 + 127.716,50 + 191.558,25 + 191.558,25 + 191.558,25 + 191.558,25 ευρώ) . Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 28-6-04 καθώς και κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-04 έως 19-12-04 οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες κατάρτισαν πλαστό έγγραφο και ειδικότερα αφού έλαβαν έντυπο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας συμπλήρωσαν αυτό ως προς όλα του τα ελλείποντα στοιχεία αναγράφοντας ως επώνυμο Μ. ως όνομα Ν. ως όνομα πατέρα Π., ως όνομα μητέρας Σ. ως επώνυμο μητέρας Α., ως ημερομηνία γέννησης 14-10-1996 ως τόπος γέννησης ΑΘΗΝΑ, ως ύψος 1,79, δημότης ΑΘΗΝΑΙΩΝ-12254112 ως χρονολογία έκδοσης δελτίου 8-2-01, ως εκδούσα αρχή Α.Τ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ, επί της εμπρόσθιας δε όψης ανέγραψαν τον αριθμό Χ-354907, ως ημερομηνία επικύρωσης 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2001, ενώ ακολούθως έθεσαν τη φωτογραφία του κατηγορουμένου Δ. Π. ενώ εμπρόσθια όψη και στη θέση ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ έθεσαν δυσανάγνωστη υπογραφή και σφραγίδα, προκειμένου να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους της ΔΟΥ Αργυρούπολης ότι ο Δ.Π. είναι υπαρκτό πρόσωπο με τα ως άνω στοιχεία ταυτότητας και να του χορηγήσουν Α.Φ.Μ. Ο Δ.Π. έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της ΔΟΥ Αργυρούπολης προκειμένου να λάβει ΑΦΜ επ'ονόματι του ανύπαρκτου προσώπου Ν. Μ.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι αφού έλαβαν 15 έντυπα δελτίων αποστολής συμπλήρωσαν αυτά ως προς τα ελλείποντα στοιχεία θέτοντας στη θέση του εκδότη έντυπη σφραγίδα με τα στοιχεία "Μ. Ν. ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ- ΔΙΑΝΟΜΕΣ- ... ΑΘΗΝΑ - ΑΦΜ 132721894 - ΔΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ - ΤΗΛ. 2109224710 - FAX 8109224767" ακολούθως πλησίον των λέξεων επωνυμίας, επάγγελμα, διεύθυνση, πόλη, τόπος φόρτωσης, σκοπός διακίνησης, προορισμός, έθεσαν αντίστοιχα τις λέξεις "ELITE CAPITAL COURIER 720542861" "ΔΙΑΝΟΜΕΣ", "AIRPORT LONDON", "LONDON", "ΕΔΡΑ ΜΑΣ", "ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ", "CAPITAL COURIER EXPRESS CHP" καθώς και τους αριθμούς και ημερομηνίες σε καθένα απ'αυτά "1208/19-10-04", "1222/21-10-04", "1293/25-10-04", "1318/2-11-04", "1353/3-11-04", "1387/11-11-04", "1390/12-11-04", "1421/30-11-04", "1435/10-12-04", "1438/11-12-04", "1439/12-12-04", "1442/14-12-04", "1445/15-12-04", "1452/18-12-04", "1453/12-12-04", ως ποσότητα και περιγραφή αγαθών έθεσαν αντίστοιχα τους αριθμούς 600, 480, 480, 600, 600, 600, 600, 1152, 800, 800, 800. 1200, 1200 και 1200 καθώς και τη φράση "υποδήματα δερμάτινα" και τέλος έθεσαν κάτωθι της λέξης ΕΚΔΟΣΗ δυσανάγνωστη υπογραφή, προκειμένου να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους της μεταφορικής εταιρίας "ΠΡΟΟΔΟΣ ΑΕ", αλλά και τις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές, ότι ο αποστολέας των ως άνω εμπορευμάτων ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ότι πράγματι περιέχονταν στα προς αποστολή δέματα δερμάτινα υποδήματα ακολούθως παρέδωσαν τα ως άνω δελτία αποστολής προς τους εκπροσώπους της ως άνω μεταφορικής εταιρίας για να προβούν στην αποστολή αεροπορικώς των εμπορευμάτων από Αθήνα στη Μ. Βρετανία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 28-6-04 ο Δ. Π. κατόπιν αιτήσεώς του προς την ΔΟΥ Αργυρούπολης προκειμένου να λάβει Α.Φ.Μ. δήλωσε ψευδώς χρησιμοποιώντας το υπ' αρ. Χ354907/9-2-01 πλαστό Δ.Τ. του Α.Τ.Ζωγράφου ότι ονομάζεται Μ. και πέτυχε εξαπατώντας την αρμόδια υπάλληλο της ως άνω ΔΟΥ να εκδώσει την από 28-6-04 δήλωση απόδοσης ΑΦΜ και με τον τρόπο αυτό να καταστεί φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο ο Ν. Μ. αν και επρόκειτο για ανύπαρκτο πρόσωπο. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι από όλη την αποδεικτική διαδικασία προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) ο δεύτερος κατηγορούμενος ο οποίος εμφανίσθηκε με το ονοματεπώνυμο Ν. Μ. στον Π. Μ. και μίσθωσε το γραφείο, το οποίο αναφερόταν ως έδρα της επιχείρησης που πραγματοποίησε τις 17 αποστολές τσιγάρων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν αυτός που πλαστογράφησε τα αντίστοιχα δελτία αποστολής και κατάρτισε στο ίδιο όνομα (Ν. Μ.) το πλαστό Δ.Α.Τ. με αριθμό Χ-354907/8-2-01, το οποίο φέρει τη φωτογραφία του, προκειμένου να εμφανισθεί με αυτό στην Δ.Ο.Υ.Αργυρούπολης, και να λάβει όπως και έγινε τον Α.Φ.Μ. 132721894, ώστε να καταστεί φορολογικά υπαρκτό πρόσωπο, για να εξαπατήσει τους υπαλλήλους της μεταφορικής εταιρίας αλλά και τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, ότι ο αποστολέας των αναφερόμενων στα εν λόγω δελτία αποστολής εμπορευμάτων ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που ασκούσε νομίμως εμπορική δραστηριότητα και 2) οι ανωτέρω ποσότητες τσιγάρων που αγόρασε, κατείχε και διακίνησε προς το εξωτερικό ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν λαθραίες, γιατί είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε με έγγραφα στοιχεία η νόμιμη προέλευσή τους, με σκοπό την αποστέρηση του Δημοσίου από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς και λοιπούς φόρους που ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 1986,276 ευρώ. Επομένως αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της λαθρεμπορίας με ιδιαίτερα τεχνάσματα και δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο μεγαλύτερες των 300.000 ευρώ, η οποία του αποδίδεται. Επίσης πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των λοιπών αξιοποίνων πράξεων δηλ. της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως εφόσον αποδείχθηκαν πλήρως ότι τελέσθηκαν από αυτόν. Ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με τις ανωτέρω πράξεις της λαθρεμπορίας και πλαστογραφίες, τις οποίες τέλεσε αποκλειστικά ο συγκατηγορούμενός του, του οποίου ο ίδιος ήταν θύμα, εφόσον μίσθωσε όπως ισχυρίζεται το γραφείο στην οδό ... εξυπηρετώντας εκείνον, χωρίς να γνωρίζει τις προθέσεις του, δεν κρίνεται βάσιμος γιατί στην περίπτωση που απλώς είχε εξυπηρετήσει τον συγκατηγορούμενό του, δεν θα συνέχιζε να καταβάλει ο ίδιος το μίσθωμα όπως πράγματι συνέβη, ούτε περαιτέρω θα εμφανιζόταν ως Ν. Μ. κατά την κατάρτιση της μίσθωσης, δηλαδή στοιχεία που αναφερόταν στην πλαστή ταυτότητα που έφερε την φωτογραφία του. Ο ισχυρισμός του ως προς την ταυτότητα αυτή, ότι είχε δώσει στο παρελθόν στον πρώτο κατηγορούμενο δύο φωτογραφίες του την μια από τις οποίες ο τελευταίος χρησιμοποίησε για την έκδοση εν αγνοία του, του προαναφερόμενου Δ.Α.Τ. στο όνομα Ν. Μ., δεν κρίνεται πειστικός, ειδικώς αφού ληφθεί υπόψιν, ότι όπως ο ίδιος ομολογεί, τις φωτογραφίες αυτές τις είχε δώσει στον πρώτο κατηγορούμενο για την, εν γνώσει του (δεύτερου) , έκδοση πλαστού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας στο όνομα Α. Μ. του Π. και Μ., προκειμένου να παραπλανήσει ο δεύτερος τον αρμόδιο υπάλληλο της Β' ΔΟΥ Καλλιθέας και να λάβει Α.Φ.Μ. (βλ. υπ' αρ. 3468/2004 απόφαση του Β' Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών) ... . Συνακόλουθα με τα ανωτέρω αποδείχθηκε ο κοινός δόλος και η συναπόφαση των κατηγορουμένων για την τέλεση των πράξεων που τους αποδίδονται, δηλαδή της λαθρεμπορίας με ιδιαίτερα τεχνάσματα, και της πλαστογραφίας τόσο της ταυτότητας με στοιχεία Χ-354907 με χρήση της από τον β' κατηγορούμενο, ενέργεια προαπαιτούμενη για την απόκτηση Α.Φ.Μ. και την φορολογική υπόσταση του ανύπαρκτου αποστολέα Ν. Μ., όσο και των δελτίων αποστολής, με χρήση αμφοτέρων των κατηγορουμένων προς την μεταφορική εταιρία και τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, ενέργειες απαραίτητες για την φαινομενικά νομότυπη διακίνηση των λαθραίων τσιγάρων, στην οποία στόχευε το στήσιμο της ανωτέρω επιχείρησης από αυτούς. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για τις πράξεις που κατηγορούνται κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα." Στη συνέχεια κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, καθόσον αφορά ειδικότερα την πράξη της λαθρεμπορίας, του ότι: "Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 18-10-04 έως 24-12-04, οι κατηγορούμενοι Ν. Δ. και Δ. Π., ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ύστερα από συναπόφαση, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα που συνιστούν εξακολούθηση ενός και ιδίου εγκλήματος, ήτοι αγόρασαν, κατείχαν και πούλησαν εμπορεύματα (καπνικά προϊόντα) πού είχαν εισαχθεί και τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο πού συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας αποσκοπώντας να αποστερήσουν το Δημόσιο των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών και λοιπών φόρων πού ανήλθαν στο ποσό των 30000,00 ευρώ και άνω και ειδικότερα, αγόρασαν από άγνωστοι κατά την προανάκριση πρόσωπο, κατείχαν και εν συνεχεία απέστειλαν αεροπορικώς από την Αθήνα στη Μ. Βρετανία, χρησιμοποιώντας ο μέν δεύτερος, Δ. Π., ως αποστολέας, το ονοματεπώνυμο του ανύπαρκτου προσώπου "Ν. Μ. του Π.," καθώς και δελτία αποστολής σύμφωνα με τα οποία δήθεν εντός των χαρτοκιβωτίων μεταφέρονταν υποδήματα (1) την 19-10-04 ποσότητα 607.641 τσιγάρων (2) την 21-10-04 ποσότητα 810.769.τσιγάρων, (3) την 25-10-04 ποσότητα 771.528 τσιγάρων, (4) την 2-11-04 ποσότητα 579.743 τσιγάρων, (5) την 3-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, (6) την 11-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, (7) την 12-11-04 ποσότητα 584.102 τσιγάρων, (8) την 22-11-04 ποσότητα 710.512 τσιγάρων, (9) την 30-11-04 ποσότητα 1.461.128 τσιγάρων, (10) την 10-12-04 ποσότητα 797.692 τσιγάρων, (11) την 11-12-04 ποσότητα 1.063.590 τσιγάρων, (13) την 14-12-04 ποσότητα 1.133.334 τσιγάρων, (14) την 15-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, (15) την 18-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, (16) την 19-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, (17) την 24-12-04 ποσότητα 1.700.000 τσιγάρων, χωρίς εν προκειμένω να έχουν καταβληθεί προς το Δημόσιο οι αναλογούντες δασμοί, και λοιποί φόροι συνολικού ύψους 1.986.276 ευρώ.(68.465,17 + 91.338,20 + 86.920,67 + 65.309,45 + 65.805,88 + 65.805,88 + 65.805,88 + 80.048,80 + 164.625,96 + 89,874,85 + 119.847,80 + 128.477,97 + 127.716,50 + 191.558,25 + 191.558,25 + 191.558,25 + 191.558,25Ευρώ) ." Με αυτά που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με αυτά που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος αφού από αυτήν προκύπτει ότι το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά και δεν ήταν αναγκαία η αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 στοιχ. Δ' σχετικός, χωρίς αριθμό, λόγος του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, κατά το σκέλος του αυτό. Σε συνέχεια του παραπάνω λόγου αναίρεσης, καθόσον αφορά ειδικότερα την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας, κατά της οποίας βάλλουν οι λοιποί, κύριοι και πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα, και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις άνω διατάξεις του εθνικού τελωνιακού κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι ποσότητες τσιγάρων που αγόρασε και κατείχε ο αναιρεσείων ήταν λαθραίες, γιατί εισήχθησαν στην Ελλάδα, κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε με έγγραφα στοιχεία η νόμιμη προέλευσή τους και σκοπός του αναιρεσείοντα ήταν η αποστέρηση του Δημοσίου από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς και λοιπούς φόρους ύψους 1.986.276 Ευρώ, αφού τα αγόρασε τα κατείχε και τα διακίνησε λαθραία, χωρίς να έχει παραστατικά αγοράς των από τα οποία να προκύπτει ότι νομίμως είχαν εισαχθεί από την αλλοδαπή και ότι είχε γίνει ως προς αυτά η καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων. Ειδικότερα, για την άνω πράξη της λαθρεμπορίας, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, η δραστηριότητα του αναιρεσείοντα είχε ως περιεχόμενο, πέρα από την μη καταβολή του εισαγωγικού δασμού, και τη μη καταβολή των λοιπών φόρων, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ειδικός φόρος καταναλώσεως, που οφείλεται για το συγκεκριμένο προϊόν (τσιγάρα) , η οποία (αποφυγή καταβολής) συνιστά αξιόποινη λαθρεμπορία και όχι απλή τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην οικεία, εν αρχή νομική σκέψη. Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι ποσότητες τσιγάρων που αγόρασε και κατείχε ο αναιρεσείων ήταν λαθραίες, γιατί εισήχθησαν στην Ελλάδα, κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε με έγγραφα στοιχεία η νομική προέλευσή τους, ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, και ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός της χώρας από την οποία εισήχθησαν δεν ήταν απαραίτητος για την αιτιολογία και δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή τους από χώρα, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να καταβληθούν οι εισαγωγικοί δασμοί, είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη, χαρακτηριζόμενη ως λαθρεμπορία, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, μόνο δε στην περίπτωση που ο εισαγωγέας και ο κάτοχος εισάγει αυτά από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού δεν προσκομίστηκαν στοιχεία νόμιμης προέλευσής τους από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός) δεν διαπράττει λαθρεμπορία, αλλά απλή τελωνειακή παράβαση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Δ' και Ε' Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο της αίτησης αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις και δη της μη στοιχειοθέτησης του αδικήματος της λαθρεμπορίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, κατά το σκέλος τους αυτό. Σε συνέχεια του παραπάνω λόγου αναίρεσης, με ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, που περιέχεται στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ο άνω αναιρεσείων παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. β' του ν. 2960/2001, κατά το οποίο "λαθρεμπορία είναι οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το ελληνικό δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος". Ειδικότερα, αιτιάται, ότι τα περιγραφικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του προβλεπομένου από αυτό εγκλήματος είναι ασαφή και αόριστα και έτσι το άρθρο τούτο είναι αντίθετο στη διάταξη του άρθρου 7 του Συντάγματος. Η διάταξη του άνω άρθρου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, όπως είχε κριθεί και για την πανομοιότυπη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. β' του προϊσχύσαντος ν. 1165/1918 (ΑΠ 104/2010) . Τούτο διότι, με τη διάταξη του άνω άρθρου 155 παρ.1 εδ. β' του ν. 2960/ 2001, διευρύνεται η έννοια της λαθρεμπορίας και ορίζεται ότι αποτελεί ποινικό αδίκημα οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα προς το σκοπό να στερηθεί το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση της δυνατότητας να εισπράξει τον ανάλογο κατά το νόμο εισαγωγικό δασμό, φόρο ή άλλο δικαίωμα για οποιοδήποτε εισαγόμενο ή εξαγόμενο εμπόρευμα, δηλαδή προσδιορίζονται σαφώς τα στοιχεία της πράξεως αυτής. Όθεν, και η αιτίαση αυτή περί αντισυνταγματικότητας της ως άνω διάταξης είναι αβάσιμη. Τέλος ή αιτίαση που περιέχεται επίσης στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ότι η πράξη της εξαγωγής των λαθρεμπορευμάτων απορροφά τις πράξεις της αγοράς και της κατοχής, για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, απαραδέκτως προβάλλεται, ως ερειδόμενη επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού ο αναιρεσείων δεν καταδικάστηκε για τέτοια πράξη (εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων) που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 155 παρ.1α του ν. 2960/2001 αλλά για λαθρεμπορία, ήτοι αγορά κατοχή και πώληση λαθρεμπορευμάτων που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 155 παρ.1β και 2ζ'του ως άνω ν. 2960/2001, όπως με σαφήνεια προκύπτει από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, όπως αυτά αναλύθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που παρατίθενται. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ επίσης χωρίς αριθμό, λόγοι των προσθέτων λόγων, με τους οποίους προβάλλονται οι παραπάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, κατά το σκέλος τους αυτό, ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-10-2011 (υπ' αριθμό πρωτ. 330/2011) αίτηση αναιρέσεως του Π. Δ. του Σ. καθώς και τους επ' αυτής με χρονολογία 15-11-2011 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. της υπ' αριθμό 6048/2011 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία τσιγάρων. Εισαγωγή κατοχή και πώληση ποσοτήτων τσιγάρων που είχαν εισαχθεί από την αλλοδαπή κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, καθ' όσον για αυτά δεν καταβλήθηκαν οι αναλογούντες φόροι και δασμοί. Ειδικός φόρος κατανάλωσης. Σε αυτόν υπόκεινται και τα τσιγάρα. Η μη καταβολή του συνιστά λαθρεμπορία. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 767/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2012 , με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ. Τ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιδομενέα Γκίκα περί αναιρέσεως της με αριθμό 56076/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 14 Φεβρουαρίου 2012 προσθέτους λόγους η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1313/2011. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 501 παρ. 1 ΚΠ Δ συνάγεται ότι στον εκκαλούντα κατηγορούμενο παρέχεται δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης, όταν δεν έχει τη δυνατότητα να εμφανισθεί στο δικαστήριο για να υποστηρίξει την έφεση του από λόγους ανώτερης βίας κ.λ.π. Η παραδοχή του εν λόγω αιτήματος υπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όμως, εφόσον τούτο απορρίπτει το αίτημα περί αναβολής της δίκης, πρέπει να διαλάβει ατή σχετική απορριπτική απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία υπάρχει όταν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις, που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την αναβολή της δίκης. Σε διαφορετική περίπτωση ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, ο οποίος μπορεί να αντιταχθεί από τον εκκαλούντα κατά της απόφασης, που απέρριψε το αίτημα περί αναβολής της δίκης. Ακολούθως, η εκδίκαση της έφεσης του εκκαλούντος, που κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ιδρύει το λόγο αναίρεσες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσης εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 56076/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως η απόφαση αυτή διορθώθηκε με την 60974/2011 απόφασή του αυτού Δικαστηρίου, αφού τούτο απέρριψε, ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, το αίτημα του εκκαλούντος -κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, που υποβλήθηκε από το δικηγόρο του Ιδομενέα Γκίκα, προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης, κατ' ουσίαν, και τον καταδίκασε για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο σε ποινή φυλάκισης σαράντα μηνών. Για την απορριπτική κρίση του επί του αιτήματος αναβολής της δίκης το προδιαληφθέν Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ακόλουθη κατά λέξη αιτιολογία: "Ναι μεν προσκομίζεται η 29066/6.10.2011 βεβαίωση του Θριασίου Νοσοκομείου από την οποία προκύπτει ότι ο κατ/νος έχει υποστεί θλάση οσφυϊκής μοίρας, όμως ενόψει του γεγονότος ότι η πράξη για την οποία κατηγορείται παραγράφεται την 1.11.2011 (χρόνος τέλεσης 1.11.2003), το Δικ/ριο θεωρεί ότι ο τελευταίος μπορεί να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και να συνεχισθεί η πρόοδος της δίκης". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε το κατ' ουσίαν αβάσιμο του αιτήματος αναβολής και ειδικότερα δεν εκτίθεται για ποιο λόγο η βεβαιούμενη στην αναγνωσθείσα από 6.10.2011 ιατρική βεβαίωση κατάσταση του εκκαλούντος, εμφανίζοντος θλάση της οσφυϊκής μοίρας, δεν καθιστούσε αδύνατη την εμφάνισή του στο Δικαστήριο και από ποια αποδεικτικά στοιχεία αντικρούεται το περιεχόμενο της παραπάνω ιατρικής βεβαίωσης του Θριασίου Νοσοκομείου και η ουδόλως, παρά το νόμο, ληφθείσα υπόψη από την προσβαλλόμενη στην οποία ούτε καν αναφέρεται, ομοίου περιεχομένου κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα (υιού του εκκαλούντος), ενόψει μάλιστα του ότι στην ίδια απόφαση δε μνημονεύεται κάποιο άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο για την υγεία του αναιρεσείοντος- εκκαλούντος κατά την ημέρα εκείνης της δίκης. Επίσης η αιτιολογία αυτή είναι ανεπαρκής, καθόσον από το ότι, κατά το άρθρο 340 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος επιτρέπεται σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα να εκπροσωπείται από συνήγορο που διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, δε συνάγεται ότι περιορίζεται το από τις διατάξεις του άρθρου 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της, από 4.11.1950, Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ 53/1974, δικαίωμα εμφάνισης αυτοπροσώπως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου προς υπεράσπισή του και διατύπωση των απόψεών του. Ενώ, το γεγονός ότι υπάρχει κίνδυνος παραγραφής του εγκλήματος δεν συνιστά την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος. Επομένως, είναι βάσιμος, κατά το οικείο σκέλος του, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης και πρέπει, κατά παραδοχή του να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης για σημαντικά αίτια. Στη συνέχεια πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που εκδίκασε, κατ' ουσίαν, την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, καθόσον δεχόμενο την έφεση από την τυπική άποψη και κρίνοντας ένοχο τον κατηγορούμενο, το οποίο καταδίκασε στην προαναφερθείσα ποινή για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη, παρά το ότι δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το υποβληθέν αίτημα αναβολής για σημαντικά αίτια υπερέβη την εξουσία του, κατά τον επίσης, βάσιμο, κατά το οικείο σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ πρώτο λόγο αναίρεσης της ένδικης αίτησης, που, επίσης, γίνεται δεκτός, εξεταζόμενος και αυτεπαγγέλτως (ΚΠΔ 511). Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει ν' αναιρεθεί εξολοκλήρου η προσβαλλόμενη απόφαση (παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, καθώς και του προσθέτου) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 56076/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2012.Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση, για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Αναιρείται η εν λόγω απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής κατ’ ουσίαν, και για υπέρβαση εξουσίας από το ότι δίκασε την υπόθεση κατ΄ ουσίαν σε δεύτερο βαθμό, παρά το ότι δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το υποβληθέν αίτημα αναβολής.
null
null
2