text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1053/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Βλιτσάκη, περί αναιρέσεως της 4810/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1252/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών, από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α') ..., β') ... και γ') ενός τουλάχιστον έτους, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και έξι τουλάχιστον μηνών προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές, όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) δραχμές, όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Περαιτέρω, κατά την παρ.2β' του πιο πάνω άρθρου, οι από αυτό προβλεπόμενες ποινές επιβάλλονται προκειμένου για ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρίες, στους ομόρρυθμους εταίρους και διαχειριστές τους, ενώ με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου και νόμου, θεσπίστηκε ότι :για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου η ποινική δίωξη ασκείται, για τα χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα κατά τον χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας, ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση 'η μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή, για δε τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής υπό των ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας αυτής. Έλλειψη, της κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ενώ, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : ".... α) σε βάρος του κατηγορουμένου βεβαιώθηκαν ταμειακώς (βεβαίωση εν στενή εννοία) στις 28-1-1999, 1.430.236,01 ευρώ και στις 18-1-2002, 357.826,32 ευρώ και συνολικά 1.788.062,33 ευρώ και αφορούν λοιπούς φόρους και χρέη γενικά β) η καταβολή τους είχε ρυθμισθεί για το πρώτο χρέος σε έξι μηνιαίες δόσεις και για το δεύτερο ήταν εφάπαξ και γ) ο κατηγορούμενος παραβίασε την προθεσμία καταβολής τους, αφού για το πρώτο χρέος δεν κατέβαλε τρείς συνεχείς δόσεις που ήταν καταβλητέες στις 26-2-1999, 1-5-1999 και 30-7-1999 και παραβίασε την προθεσμία καταβολής του δεύτερου χρέους που ήταν καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών και συγκεκριμένα ενώ ήταν καταβλητέο το χρέος αυτό στις 28-2-2002 δεν κατεβλήθη μέχρι τις 1-5-2002.." Δέχθηκε, περαιτέρω, η απόφαση ότι ".. το χρέος αφορά χρονική περίοδο πριν από την πτώχευση της εταιρίας και η δήλωση φορολογίας εισοδήματος έπρεπε και μπορούσε να έχει υποβληθεί εντός της 'Ανοιξης του έτους 1988 δηλ. πριν την κηρυχθείσα με την υπ' αριθμ 98/16-5-1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας η οποία όρισε χρόνο παύσης των πληρωμών τις 3-3-1988. Μετά την πτώχευση, ο πτωχός, κατά τον Εμπορικό νόμο, στερείται τη διαχείριση και διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας. Όμως, προκύπτει ότι οι εργασίες της πτώχευσης έπαυσαν το έτος 1993 με την παύση των εργασιών της πτώχευσης(Π.Π.Λάρισας 35/25-2-1993). Επομένως, ο κατηγορούμενος ανέκτησε τη διαχείριση και διοίκηση της πτωχευτικής του περιουσίας. Όταν λοιπόν ανεζητήθη να προσκομίσει στοιχεία, δεν προσκόμισε. Τα χρέη κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά μετά το έτος 1999 δηλ. καθόν χρόνο ο κατηγορούμενος είχε ανακτήσει τη διαχείριση και διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας... Περαιτέρω απεδείχθη ότι τα βεβαιωθέντα χρέη προέκυψαν από εξωλογιστικό προσδιορισμό λόγω μη υποβολής από την εταιρία ........ ΟΕ φορολογικής δήλωσης σύμφωνα με το άρθρο 33α και 36 ΝΔ 3323/1955... εν προκειμένω απεδείχθη ότι το χρέος είναι χρέος της εταιρίας που προαναφέρθηκε... " Με τις παραπάνω παραδοχές κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ελλειπής, ασαφής και αντιφατική και έτσι δεν καθίσταται δυνατός ο αναιρετικός έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του άρθρου 25 ν. 1882/90. Ειδικότερα, ενώ στο διατακτικό της αποφάσεως κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για τη μη καταβολή των αναφερόμενων σ' αυτό χρηματικών ποσών τα οποία φέρεται ότι ατομικώς βεβαιώθηκαν εις βάρος αυτού, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα αίτηση ποινικής διώξεως, στο σκεπτικό της αποφάσεώς του το δικαστήριο αντιφατικά δέχεται ότι τα ποσά αυτά είναι χρέος της εταιρίας ........ΟΕ. Και περαιτέρω, η παραπάνω αντίφαση επιδρά και επί του προβληθέντος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμού νομικής αδυναμίας καταβολής του χρέους. Έτσι ενώ δέχεται ότι οι εργασίες της πτωχεύσεως της άνω εταιρίας έπαυσαν το έτος 1993, δεν αντιμετωπίζει τον παραπάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο οποίος επικαλείται συμπτώχευση του ιδίου ως ομορρύθμου εταίρου και διατείνεται την μη παύση των εργασιών της πτωχεύσεως και ως προς αυτόν, αλλά αρκείται στην παύση των εργασιών της πτωχεύσεως της εταιρίας μόνο, χωρίς να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε κατά τούτο την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ........, υπαλλήλου της ΔΥΟ Λάρισας, ο οποίος καταθέτει ότι κατά το χρόνο καταβολής των δόσεων ο κατηγορούμενος ήταν πτωχός. Ενόψει των παρατηρουμένων ως άνω ελλείψεων και αντιφάσεων, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία να επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του άρθρου 25 ν. 1882/90. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).. Το δικαστήριο της παραπομπής θα κρίνει και το ζήτημα της τυχόν παραγραφής του αδικήματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 86 παρ.1 και 2 Ν.2362/1995 " περί δημοσίου λογιστικού" σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.7 του Ν.2523/1997.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ.481/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως..- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο. Αναίρεση για ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία. Ενώ στο σκεπτικό η απόφαση δέχεται ότι το χρέος προς το δημόσιο είναι χρέος του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας, στο διατακτικό κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος για το ίδιο χρέος που βεβαιώθηκε στον ίδιο ατομικά. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1051/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Πιέρρου, περί αναιρέσεως της 6228/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Σεπτεμβρίου 2006 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1709/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι από 2-10-2006 αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1 και της Χ2 κατά της υπ' αριθμ. 6.228/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν. ΙΙ.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6.228/2006 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμό ...... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Κάβουρα - Καϊάφα ο εγκαλών και η σύζυγός του Ψ αγόρασαν από την .........., κατ' ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου ένα οικόπεδο που βρίσκεται στη συνοικία "......" του Δήμου Αθηναίων και συνορεύει βόρεια με την οδό ....., δυτικά με ιδιοκτησία Β1 και ανατολικά και νότια με ιδιοκτησίες αγνώστων. Η νότια, ως άνω, "ιδιοκτησία αγνώστου" αποτελεί το αμφισβητούμενο μεταξύ του εγκαλούντος και της συζύγου αφενός και του εκ των κατηγορουμένων Χ3 αφετέρου ακίνητο. Το ακίνητο αυτό είναι "τυφλό", δηλαδή δεν έχει πρόσβαση σε οδό, έχει επιφάνεια 104,18 τ.μ. και συνορεύει με ιδιοκτησίες βόρεια του εγκαλούντος, νότια Χ1 (4ου κατηγορουμένου), δυτικά Β1 και ανατολικά ....... (συζύγου Χ3). Στο ακίνητο αυτό ασκούσαν περιστασιακά και μέχρι το έτος 1995 διάφορες διακατοχικές πράξεις χωρίς διάνοι κυρίου τόσο ο κατηγορούμενος Χ3 όσο και η Ψ, όπως ψήσιμο του πασχαλινού οβελία ο πρώτος και καθαρισμό του η δεύτερη. Περί τα μέσα του έτους 1996 ο εκγαλών και η σύζυγός του άρχισαν την ανέγερση οικοδομής στο οικόπεδο που αγόρασαν με το παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και έκτοτε μόνο αυτοί χρησιμοποιούσαν με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο, στο οποίο εναπόθεταν τα οικοδομικά υλικά και εργαλεία, εγκατέστησαν σ' αυτό βρύση για την παροχή ύδατος, γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά τα οποία επεριποιούντο. Η ανοικοδόμηση αυτή κατέστησε έκτοτε το επίδικο ακίνητο περίκλειστο, με μοναδική δυνατότητα εισόδου σ' αυτό μέσω αφεθείσας θύρας από την οικοδομή του εγκαλούντος, ενώ καθόλο το μήκος του προς ανατολάς εχωρίζετο από την ιδιοκτησία του Χ3, ακριβέστερα της συζύγου του, με τοιχείο επί του οποίου είχαν τοποθετηθεί κάγκελα, καθιστώντας έτσι αδύνατη την είσοδο του Χ3 στο επίδικο. Ο τελευταίος, ενώ από του έτους 1996 έβλεπε να χρησιμοποιούν το επίδικο αποκλειστικά ο εγκαλών και η σύζυγός του και γνωρίζοντας ότι αυτοί δεν είχαν αρχικά τίτλο κυριότητας, προέβη στις 2-1-2001 στο άνοιγμα οπής (πορτόνι) στο τοιχείο της ιδιοκτησίας της συζύγου του, ώστε να επικοινωνεί με το επίδικο και ν' ασκεί σ' αυτό πράξεις νομής με ανώτερο σκοπό την επίκληση κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Στις 4-2-2001 ο εγκαλών επεχείρησε να κλείσει την παραπάνω οπή, πλην αντέδρασε ο κατηγορούμενος Χ3, εισήλθε σε επίδικο και αρνείτο ν' αναχωρήσει. Κατόπιν αυτού ο εγκαλών και η σύζυγός του άσκησαν κατά του Χ3 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 30-4-2001 αίτησή της για τη λήξη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της συννομής τους επί του επιδίκου, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν με την 4-208/01 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε απαίτηση του Χ3 και αναγνώρισε αυτόν προσωρινό νομέα. Ο τελευταίος προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ότι αυτός ήταν νομέας του επιδίκου προσκόμισε στο Ειρηνοδικείο τις από 7-6-2001 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των κατηγορουμένων ....., ......., Χ2 και Χ4, ενώ κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εξέτασε ως μάρτυρα τον εκ των κατηγορουμένων Χ1, η κατάθεση του οποίου καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Οι κατηγορούμενοι που έδωσαν τις ένορκες βεβαιώσεις κατέθεσαν ότι το επίδικο ακίνητο νέμονταν αποκλειστικά και μόνο ο Χ3 από το έτος 1953 που εγκαταστάθηκε στο σπίτι του μέχρι την ημέρα που έδωσαν την βεβαίωση, ότι τον έβλεπαν να καθαρίζει το χώρο, να φυτεύει σ' αυτό δέντρα, να καλλιεργεί φυτά και να ψήνει τον οβελία του το Πάσχα, ενώ ποτέ δεν νέμονταν το ακίνητο η Ψ ή ο δικαιοπάροχος του εγκαλούντος ......, αλλ' ούτε και κανείς άλλος. Ο κατηγορούμενος Χ1 κατέθεσε ότι γνωρίζει ότι από 20ετίας (όσο δηλ. ο χρόνος έκτακτης χρησικτησίας) το επίδικο νέμονταν αποκλειστικά ο Χ3, τον οποίο έβλεπε να το καθορίζει, να το προστατεύει και να ψήνει μέσα σ' αυτό. Τα ανωτέρω, όμως, περιστατικά, που είχαν άμεση σχέση με το αντικείμενο της δίκης εκείνης, ήταν ψευδή και αυτοί το γνώριζαν, τα κατέθεσαν δε κατόπιν των φορτικών πιέσεων και προτροπών του κατηγορουμένου Χ3, την δικονομική θέση του οποίου ήθελαν να ενισχύσουν. Οι κατηγορούμενοι δεν είχαν απολύτως καμία πραγματική πλάνη, αφού αυτά που κατέθεσαν δεν προέρχονταν από αφηγήσεις του Χ3 ή άλλων, αλλά από προσωπική τους αντίληψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται σε πράξεις νομής του Χ3 από το 1953, ενώ αυτός παντρεύτηκε το 1961 και έκτοτε εγκαταστάθηκε στην οικία της συζύγου του. Ο εξ αυτών Χ4 γεννήθηκε το 1963 και ομολόγησε ότι λειτούργησε από καθαρά συναισθηματικούς λόγους λόγω της φιλίας που είχε με το υιό του Χ3. Ότι ο εγκαλών και η σύζυγός του νέμονταν αποκλειστικά το επίδικο μετά το 1996 δέχθηκε και το Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την 5893/04 απόφασή του επικύρωσε την 4153/03 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε ως βάσιμη την από 1-1-2002 τακτική αγωγή νομέα του εγκαλούντος και της συζύγου του και αναγνώρισε ασκούν συννομείς του επιδίκου. Τέλος, με την 4133/08 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δεν έχει καταστεί τελεσίδικης, απερρίφθη η από 30-9-04 αγωγή κυριότητας του Χ3. Υπό τα παραπάνω περιστατικά στοιχείοθετούνται σε βάρος των κατηγορουμένων, αντικειμενικά και υποκειμενικά οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, απορριπτομένου του περί πραγματικής πλάνης αποτελούν ισχυρισμό της τρίτης και τετάρτου των κατηγορουμένων. Στους κατηγορουμένους πρέπει ν' αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά που αναφέρονται στο διατακτικό για τον καθένα... ". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της την από τις άνω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ασαφής και αντιφατική. Ειδικότερα, για να καταλήξει στην καταδικαστική για τους κατηγορούμενους κρίση, δέχθηκε το δικαστήριο ότι όσα ο πρώτος κατηγορούμενος κατάθεσε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αθηνών το οποίο δίκαζε υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων νομής και όσα η δεύτερη κατηγορουμένη διέλαβε στην ένορκη βεβαίωσή της που δόθηκε στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και χρησιμοποιήθηκε στην άνω δίκη ήσαν ψευδή . Δέχθηκε δηλαδή ότι τα υπό των κατηγορουμένων κατατεθέντα ότι ο καθού η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Χ3 από του έτους 1953 και εφεξής μόνος αυτός ασκούσε αποκλειστικά επί του περιγραφομένου ακινήτου πράξεις νομής δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα. Όμως, στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως και αντιφατικά προς τα ανωτέρω το δικαστήριο δέχεται ότι επί του ακινήτου το οποίο διεκδικούν ο Χ3 και η πολιτικώς ενάγουσα Ψ, μέχρι του έτους 1996 περιστασιακά ασκούσαν διακατοχικές πράξεις τόσο ο πρώτος (ψήσιμο πασχαλινού οβελία) όσον και οι τελευταία (καθαρισμός του ακινήτου), από δε το μέσο του έτους 1996 που η εγκαλούσα και ο σύζυγός της άρχισαν να οικοδομούν επί του ομόρου ακινήτου τους μόνοι αυτοί χρησιμοποιούσαν το διαφιλονικούμενο ακίνητο για την εναπόθεση σ' αυτό οικοδομικών υλικών και εργαλείων. Με την παραδοχή αυτή της αποφάσεως δημιουργείται αντίφαση με εκείνα που στη συνέχεια δέχεται το δικαστήριο ότι δηλαδή δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα τα κατατεθέντα από τους κατηγορουμένους ότι από του έτους 1953 και μέχρι τουλάχιστον το έτος 1996 δεν ασκούσε διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο ο Χ3. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως και των δύο αιτήσεων με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6.228/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία. Αναίρεση για αντιφατική αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
Αριθμός 1050/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιο Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Βέργο, περί αναιρέσεως της ΒΤ 2034/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 261/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφ' όσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη, που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου φόρου και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με την πιο πάνω αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, και αφ' ετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής, και έτσι πράξεις που ήσαν προηγουμένως αξιόποινες κατέστησαν πλέον ανέγκλητες. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής, προκύπτει ότι προκειμένου περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και, τέλος, στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των απ' αυτές και μόνο τις διατάξεις προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσας φορολογικής του παραβάσεως, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως. Η έλλειψη δε της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτήν, σε περίπτωση ασκήσεώς της, απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, η οποία, ως εισάγουσα ευμενέστερη για το δράστη των εγκλημάτων αυτών ρύθμιση, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 24 του ν. 2523/1997, και επί εκείνων των πράξεων που τελέστηκαν πριν από την ισχύ του, δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμία καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για τη δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε, σε περιπτώσεις ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής διώξεως, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας εκθέσεως ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του πιο πάνω νόμου). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι δεν αρχίζει η ποινική δίωξη προ της τελεσιδικίας της αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. Η εν λόγω δε προσφυγή του ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 8/2002 απόφαση του ρηθέντος Δικαστηρίου, δεν κατέστη ακόμη τελεσίδικη διότι η κατ' αυτής ασκηθείσα έφεση δεν έχει εισέτι εκδικαστεί. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, μετά από νομική σκέψη, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο "διότι σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, για την άσκηση ποινικής δίωξης για το ως άνω έγκλημα, δεν αποτελεί προϋπόθεση η επί ασκηθείσας προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου". Επομένως ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τη σχετική ένσταση, αφού δεν απαιτείται ως δικονομική προϋπόθεση για το παραδεκτό της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε η τελεσιδικία της αποφάσεως του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ που υποστηρίζει τα αντίθετα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση όπου η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητήριου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση όμως της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Επίσης, η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, και γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Με την αντικατάσταση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, αφενός μεν, ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής και έτσι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες είναι πλέον ανέγκλητες. Ειδικότερα, κρίσιμα στοιχεία για τη συγκρότηση του πιο πάνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ, είναι: 1) Η αρχή που προέβη στην βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή με δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο χρόνος δε αυτός δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη ΒΤ 2034/2007 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, στον ...., κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2000 έως 28-6-2000, ενώ ετύγχανε οφειλέτης του Δημοσίου με περισσότερες από μία πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία ήταν βεβαιωμένα με τις παρακάτω πράξεις βεβαιώσεων της ΔΟΥ Γ' Πειραιά και είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, και καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών την καταβολή των παρακάτω χρεών που ήταν καταβλητέα εφάπαξ. Το δε συνολικό ποσό της οφειλής των αφορώντων σε λοιπούς φόρους και χρέη γενικά ληξιπροθέσμων χρεών μετά προσαυξήσεων, στο οποίο (συνολικό ποσό της οφειλής) απέβλεπε ο κατηγορούμενος με τις μερικότερες πράξεις του, υπερβαίνει τα 6.000, αλλά και τα 10.000 ευρώ. Τα χρέη αυτά εμφαίνονται στον υπ' αριθμ. .... πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει την υπ' αριθμ. Ειδ. βιβλίου ..... και υπ' αριθμ. πρωτ. 9542/2000 αίτηση ποινικής δίωξης της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Γ' Πειραιά και αφορούν? 1) το υπ' αριθμ. 1 του πίνακα, οφειλή ποσού 61.800 δραχμών (181,36 ευρώ) για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (πρόστιμο Λιμενικής Αρχής), βεβαιωθείσα με την υπ' αριθμ. ....... πράξη βεβαιώσεως της ΔΟΥ Γ' Πειραιά και καταβλητέα εφάπαξ την 27-4-2004, η οποία δεν καταβλήθηκε έως την 28-6-2000 και 2) το υπ' αριθμ. 2 του πίνακα, οφειλή ποσού 152.055.702 δραχμών (446.238,3 ευρώ) για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (τέλη και πρόστιμα τελωνείων), βεβαιωθείσα με την υπ' αριθμ. ...... πράξη βεβαίωσης της ΔΟΥ Γ' Πειραιά και καταβλητέα εφάπαξ την 31-3-2000, η οποία δεν καταβλήθηκε έως την 1-6-2000, ήτοι καθυστέρησε συνολικά την καταβολή χρεών ύψους 446.419,66 ευρώ. Σημειωτέον ότι η καθυστέρηση καταβολής των ανωτέρω χρεών υπερέβη και τους τέσσερις μήνες, αφού δεν έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 5 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού δεν συνιστά από μόνη της έλλειψη αιτιολογίας, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση στο διατακτικό εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ώστε να καθίσταται περιττή η αλλαγή της διατυπώσεως του σκεπτικού, το οποίο επιπλέον προσδιορίζει ειδικότερα και την αιτία των χρεών. Άλλωστε, ο αναιρεσείων ουδεμία συγκεκριμένη έλλειψη προσδιορίζει με το σχετικό λόγο αναιρέσεως, που θα καθιστούσε ελλιπή την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού δεν εκθέτει σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες, έστω με την κατ' αντιγραφή κατά τα ουσιώδη μέρη του διατακτικού, παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν. Από τις σαφείς παραδοχές του αλληλοσυμπληρούμενου σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι οι επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ήταν δύο, οι οποίες και ειδικώς προσδιορίζονται ως προς το χρόνο της ταμειακής βεβαιώσεως και τη λήξη του χρόνου καταβολής, τόσο στο διατακτικό όσο και στο σκεπτικό, κατά ταυτόσημο τρόπο. Το ως άνω έγκλημα προϋποθέτει δόλο, ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως. Η δε αιτίαση ότι δεν κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα προσωπικώς η καταλογιστική πράξη και η ταμειακή βεβαίωση του χρέους από τη Γ' ΔΟΥ Πειραιώς δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών δεν είναι αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Εξάλλου, ο αναιρεσείων, σε άλλο σημείο της αναιρέσεώς του, παραδέχεται ότι έχει ασκήσει σχετική προσφυγή, και έτσι εξυπακούεται ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου αυτών. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-1-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της ΒΤ 2034/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσια χρέη. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, αφού δεν απαιτείται ως δικονομική προϋπόθεση για το παραδεκτό της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε η τελεσιδικία της αποφάσεως του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1052/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Νάσλα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 569/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1286/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 404/24.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 § 3 και 528 § 1 του Κ.Π.Δ. την από 17-7-07 αίτηση του Χ1, κρατημένου στις Δικαστικές Φυλακές Πατρών, με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αριθμ. 569/7-10-05 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς δια της οποίας καταδικάστηκε ο αιτών σε συνολική ποινή καθείρξεως εννέα (9) ετών και έξι (6) μηνών για απάτη κατά συναυτουργία κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και εν αποπείρα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, β) πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος κατ' εξακολούθηση και γ) υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κατ'εξακολούθηση, ως και το αίτημα για αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης ως άνω ποινής του, και εκθέτω τα εξής: Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε μεαμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά, στο άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου απεκαλύφθησαν νέα-άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις" τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως "κάνουν φανερό" ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες, που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα, με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει, την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης; δίκης και τα: έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοίες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων οι οποίες τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κλπ, με την; προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο γα κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο", η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα yέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί της αθωότητας (ΑΠ .1546/1984 Ποιν. Χρον. ΛΕ' σελ. 491). Επομένως η υπό κρίση αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς στηριζόμενη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος και οι οποίες φέρονται ότι καθιστούν φανερό, ότι ο αιτών, όπως διατείνεται, καταδικάστηκε άδικα για δύο μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, ενώ ήταν αθώος έτσι, δε καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη και πρέπει να εξετασθεί κατ'ουσία. Από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ'αριθμ. 569/7-10-05 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού παρήλθε άπρακτη η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως (βλ. σχετικά πιστοποιητικά Αρείου Πάγου και Εφετείου Πειραιώς), ο αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για την πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση, σε ποινή καθείρξεως 7 ετών για την κακουργηματική πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση και σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ'εξακολούθηση και σε συνολική ποινή φυλακίσεως 9 ετών και 6 μηνών. Η κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση συνίσταται κατά το διατακτικό της αμετάκλητης 569/05 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, στο ότι: " Στους ακολούθως αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού κατάρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, εξάλλου διέπρατταν πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε από την πράξη τους αυτή υπερβαίνει το ποσό-των 5.000.000 δρχ. (ή 15.000 ευρώ). Συγκεκριμένα: 1. Στον ...., στις 30-6-2000 κατάρτισαν τη με αριθμό ..... πλαστή επιταγή, ποσού 6000000 δρχ. ή (17.608,22 ευρώ), με τόπο και ημερομηνία έκδοσης τις ..... και την 30-6-2000, αντίστοιχα, με εκδότη τον Γ1, με πληρώτρια την Τράπεζα Εργασίας, σε διαταγή του μηνυτή Ψ1 και επί αυτής έθεσαν κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή και ψευδή σφραγίδα με τα στοιχεία του ως πρώτου οπισθογράφου αυτής. Μάλιστα, στην συνέχεια έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής επιταγής, αφού παρέδωσαν αυτήν στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "ΒΑΛΚΑΝ ΕΞΠΟΡΤ ΕΜΠΟΡΙΟ-ΜΕΤΑΛΛEIA-BIOMHXANIAI. Α.Ε." για την πληρωμή οφειλής τους προς αυτήν, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον τελευταίο περί του ότι δήθεν η ως άνω επιταγή ήταν έγκυρη και είχε εκδοθεί σε διαταγή του μηνυτή και είχε οπισθογραφηθεί από τον ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα ο μηνυτής ουδεμία σχέση είχε με το φερόμενο ως εκδότη της επιταγής αυτής. Έτσι, από την ανωτέρω πράξη τους προκλήθηκε ζημία στον προαναφερόμενο μηνυτή με αντίστοιχο δικό τους όφελος, δεδομένου ότι η επιταγή κατά την εμφάνιση της προς πληρωμή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και κατόπιν αίτησης της προαναφερομένης εταιρείας ως κομίστριας αυτής (επιταγής) εκδόθηκε από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών η με αριθμό 279/2000 διαταγή πληρωμής με την οποία ο μηνυτής υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην προαναφερόμενη εταιρεία το ποσό των 6.000.000 δρχ. ή 17.608,22 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. 2. Στον Πειραιά, στις 20-5-2000, κατάρτισαν από κοινού ενεργούντες, τη με ίδια ημερομηνία πλαστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού-έτους 2000 (χρήσης από 1-1-1999 έως 31-12-1999), η οποία αφορούσε την μηνυτή Ψ1, στο σχετικό έντυπο της οποίας, αφού ανέγραψαν ψευδή στοιχεία αναφορικά με την οικονομική κατάσταση αυτού, όπως ότι ασκεί εμπορική δραστηριότητα, ότι το εισόδημα του από μισθούς κ.λ.π. ανέρχεται στο ποσό των 6.585.226 δρχ. δηλαδή πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό (2.064.447), έθεσαν στην θέση ο "ΔΗΛΩΝ" την υπογραφή του προαναφερόμενου μηνυτή κατ' απομίμηση της γνήσιας. Ακολούθως δε, έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής δήλωσης, αφού υπέβαλαν αυτή προς την Α ΔΟΥ Πειραιώς, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτής, αλλά και όλους ενώπιον των οποίων την προσκόμισαν κατά την διενέργεια εμπορικών μ' αυτούς συναλλαγών, περί του αναληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από το μηνυτή του οποίου δήθεν το εισόδημα ανέρχεται στο ποσό των 6.585.226 δρχ. 3. Στον Πειραιά, στις 30-5-2000, κατάρτισαν την από 30-5-2000 "ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΠΑ ΑΓΟΡΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ", την οποία υπέγραψαν θέτοντας την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 κατ' απομίμηση της γνήσιας. Ακολούθως δε έκαναν χρήση αυτής, αφού την προσκόμισαν προς τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος της εταιρείας με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟ ΚΟΡΑΣΙΔΗ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και υπέβαλαν αίτηση στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε. για αγορά με πίστωση διαφόρων ειδών, δια μέσου της προαναφερόμενης εταιρείας, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον προαναφερόμενο υπάλληλο περί του ότι δήθεν ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο μηνυτής ώστε να τους πωλήσει και παραδώσει τα είδη που αναγράφονταν στην ως άνω πλαστή αίτηση, χωρίς να καταβάλουν το ποσό του σχετικού τιμήματος (609.600 δρχ. ή 1788,99 ευρώ), το οποίο αντίστοιχα βάρυνε τον προαναφερόμενο μηνυτή Ψ1. 4. Στον Πειραιά, στις 8-5-2000, από κοινού ενεργούντες κατάρτισαν την από 8-5-2000 "ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ", την οποία υπέγραψαν θέτοντας κατ' απομίμηση της γνησίας την υπογραφή του μηνυτή Ψ1. Ακολούθως δε έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής αίτησης, αφού την προσκόμισαν προς τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος της εταιρείας με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟ ΚΟΡΑΣΙΔΗ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και υπέβαλαν αίτηση στην Τράπεζα "ΧΙΟΣ ΒΑΝΚ" για αγορά με πίστωση διαφόρων ειδών, διαμέσου της προαναφερόμενης εταιρείας, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον προαναφερόμενο υπάλληλο περί του ότι δήθεν ο αιτών ήταν ο μηνυτής ώστε να τους πωλήσει και παραδώσει τα είδη που αναγράφονταν στην ως άνω πλαστή αίτηση, χωρίς να καταβάλλουν το ποσό του σχετικού τιμήματος (1.113.600 δρχ. ή 3.268,09 ευρώ), το οποίο θα βάρυνε τον προαναφερόμενο μηνυτή Ψ1. Από δε την επανειλημμένη διάπραξη της συγκεκριμένης πράξεως και την υποδομή που διαμόρφωσαν οι κατηγορούμενοι με τον σκοπό αυτό, προκύπτει "σκοπός τους να πορίζονται εισόδημα από αυτό και έχουν ακόμη σταθερή ροπή προς διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Για να θεμελιώσει το αίτημα περί επαναλήψεως της διαδικασίας ο αιτών, αναφορικά με τις ως άνω δυο μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας υπό στοιχ. Β1 και 2, για τις οποίες, όπως υποστηρίζει, δεν έχει καμία σχέση, επικαλείται και προσκομίζει ως νεώτερα στοιχεία που δεν είχε υπόψη του το δικαστήριο, δύο, με ημερομηνία ... και .... εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του δικαστικού γραφολόγου ..... και την από .... ένορκη βεβαίωση του Β1, ενώπιον της Συμ/φου Αθηνών Αικατερίνης Δραγκιώτου-Παπαδερού. Όμως οι ανωτέρω εκθέσεις δεν είναι πειστικές και δεν αναιρούν την περί ενοχής του αιτούντος κρίση του δικαστηρίου για την κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, ούτε φυσικά καθιστούν φανερό ότι αυτός είναι αθώος των ως άνω δύο επί μέρους πράξεως της πλαστογραφίας, αφού ο παραπάνω δικαστικός γραφολόγος, που διενήργησε, κατόπιν εντολής του αιτούντος, τις σχετικές έρευνες, δεν αποφαίνεται με βεβαιότητα για ανυπαρξία γραφής ή υπογραφής του αιτούντος στα επίμαχα έγγραφα, αλλά συμπερασματικώς. Συγκεκριμένα στο τέλος της πρώτης εκθέσεως εκθέτει ότι: "Συνδυάζοντας τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτει ότι επί της υπ'αριθμ. .... επιταγής της Τράπεζας Εργασίας δεν εντοπίζεται γραφή ή υπογραφές γραμμένες από τον Χ1", ενώ στο τέλος της δεύτερης έκθεσης εκθέτει ότι: "Με βάση τα στοιχεία αυτά και από την γραφολογική αξιολόγηση και την ερμηνεία τους, συμπεραίνεται ότι η γραφή των χειρογράφων συμπληρώσεως της από ...... δηλώσεως φόρου εισοδήματος ..... δεν έχει χαραχθεί από τον Χ1, αλλά είναι γραφή άλλου προσώπου". Αλλά και η ένορκη βεβαίωση του Β1 δεν είναι πειστική, αφού ο τελευταίος καίτοι πιλότος το επάγγελμα, όπως δηλώνει, καταθέτει "δίκην πραγματογνώμονα" μεταξύ άλλων, ότι "όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, έχω να καταθέσω με απόλυτη βεβαιότητα ότι, γνωρίζοντας τον γραφικό χαρακτήρα του Χ1, κανένα στοιχείο που υπάρχει στην επιταγή με αριθμό ...... της Τράπεζας Εργασίας, δεν έχει χαραχθεί με το χέρι του, ούτε η υπογραφή "....." ούτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της επιταγής. Ο Χ1 δεν είχε καμία σχέση με την επιταγή αυτή. Επίσης, το ίδιο ισχύει και για την δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2000 (χρήση από 1-1-99 έως 31-12-99), στην οποία επίσης σε κανένα σημείο αυτής, ούτε βέβαια και στην υπογραφή "......" υπάρχει γράψιμο του Χ1. Τα δύο παραπάνω χαρτιά τα είδα σε φωτοτυπία και είμαι σίγουρος γι'αυτό που καταθέτω", ενώ με τέτοια βεβαιότητα δεν αποφαίνεται, ούτε ο ανωτέρω δικαστικός γραφολόγος. Από όσα προηγούνται, προκύπτει ότι τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών για τη θεμελίωση της κρινομένης αιτήσεώς του, τόσο από μόνα τους, όσο και συνεκτιμώμενα με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που δίκασε την υπόθεση, με βάση τις οποίες αυτό δέχθηκε ότι ο αιτών τέλεσε, μεταξύ άλλων, την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση δεν καθιστούν φανερό ότι αυτός είναι αθώος των ως άνω δύο επί μέρους πράξεων αυτής (πλαστογραφίας) και ότι καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, λόγω του ότι, όπως ισχυρίζεται ο αιτών οι λοιπές επί μέρους πράξεις της πλαστογραφίας καθίστανται πλημμεληματικές εκ του συνολικού οφέλους αυτών, που δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη, απορριπτομένου συνάμα και του αιτήματος αυτού (αιτούντος) για αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης ως άνω ποινής του (ΑΠ 1002/...6) και να επιβληθούν στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) να απορριφθεί η από 17-7-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Πατρών για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ'αριθμ. 569/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Β) να απορριφθεί το αίτημα αυτού για αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης με την ως άνω απόφαση ποινής του Και Γ) να επιβληθούν στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 1 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και οι οποίες μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρυνιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, που με την υπ' αριθ. 569/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων καταδικάσθηκε αμετάκλητα πλην άλλων και για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση από κοινού, ζητεί με την υπό κρίση αίτησή του την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας για μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, που περατώθηκε με την έκδοση της πιο πάνω αποφάσεως, επικαλούμενος νέες αποδείξεις, άγνωστες στους δικαστές που τον δίκασαν, από τις οποίες προκύπτει, ότι ήταν αθώος για τις ανωτέρω μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας. Η αίτηση είναι νόμιμη, παραδεκτά εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο (άρθρα 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ) και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 569/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ' αριθ. 297-297α /2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και κατά της τελευταίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως (βλ. υπ' αριθμ. .... και ..... πιστοποιητικά του Αρείου Πάγου και του Εφετείου Πειραιώς), ο αιτών καταδικάσθηκε πλην άλλων σε ποινή καθείρξεως επτά ετών, για κακουργηματική πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση από κοινού , που συνίστατο στο ότι "Β) Στους ακολούθως αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού κατάρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, εξάλλου διέπρατταν πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε από την πράξη τους αυτή υπερβαίνει το ποσό-των 5.000.000 δρχ. (ή 15.000 ευρώ). Συγκεκριμένα: 1. Στον ..., στις 30-6-2000 κατάρτισαν τη με αριθμό .... πλαστή επιταγή, ποσού 6000000 δρχ. ή (17.608,22 ευρώ), με τόπο και ημερομηνία έκδοσης τις ..... και την 30-6-2000, αντίστοιχα, με εκδότη τον Γ1, με πληρώτρια την Τράπεζα Εργασίας, σε διαταγή του μηνυτή Ψ1 και επί αυτής έθεσαν κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή και ψευδή σφραγίδα με τα στοιχεία του ως πρώτου οπισθογράφου αυτής. Μάλιστα, στην συνέχεια έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής επιταγής, αφού παρέδωσαν αυτήν στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "ΒΑΛΚΑΝ ΕΞΠΟΡΤ ΕΜΠΟΡΙΟ-ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ. Α.Ε." για την πληρωμή οφειλής τους προς αυτήν, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον τελευταίο περί του ότι δήθεν η ως άνω επιταγή ήταν έγκυρη και είχε εκδοθεί σε διαταγή του μηνυτή και είχε οπισθογραφηθεί από τον ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα ο μηνυτής ουδεμία σχέση είχε με το φερόμενο ως εκδότη της επιταγής αυτής. Έτσι, από την ανωτέρω πράξη τους προκλήθηκε ζημία στον προαναφερόμενο μηνυτή με αντίστοιχο δικό τους όφελος, δεδομένου ότι η επιταγή κατά την εμφάνιση της προς πληρωμή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και κατόπιν αίτησης της προαναφερομένης εταιρείας ως κομίστριας αυτής (επιταγής) εκδόθηκε από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών η με αριθμό 279/2000 διαταγή πληρωμής με την οποία ο μηνυτής υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην προαναφερόμενη εταιρεία το ποσό των 6.000.000 δρχ. ή 17.608,22 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. 2. Στον Πειραιά, στις 20-5-2000, κατάρτισαν από κοινού ενεργούντες, τη με ίδια ημερομηνία πλαστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού-έτους 2000 (χρήσης από 1-1-1999 έως 31-12-1999), η οποία αφορούσε την μηνυτή Ψ1, στο σχετικό έντυπο της οποίας, αφού ανέγραψαν ψευδή στοιχεία αναφορικά με την οικονομική κατάσταση αυτού, όπως ότι ασκεί εμπορική δραστηριότητα, ότι το εισόδημα του από μισθούς κ.λ.π. ανέρχεται στο ποσό των 6.585.226 δρχ. δηλαδή πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό (2.064.447), έθεσαν στην θέση ο "ΔΗΛΩΝ" την υπογραφή του προαναφερόμενου μηνυτή κατ' απομίμηση της γνήσιας. Ακολούθως δε, έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής δήλωσης, αφού υπέβαλαν αυτή προς την Α ΔΟΥ Πειραιώς, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτής, αλλά και όλους ενώπιον των οποίων την προσκόμισαν κατά την διενέργεια εμπορικών μ' αυτούς συναλλαγών, περί του αναληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από το μηνυτή του οποίου δήθεν το εισόδημα ανέρχεται στο ποσό των 6.585.226 δρχ. 3. Στον Πειραιά, στις 30-5-2000, κατάρτισαν την από 30-5-2000 "ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΠΑ ΑΓΟΡΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ", την οποία υπέγραψαν θέτοντας την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 κατ' απομίμηση της γνήσιας. Ακολούθως δε έκαναν χρήση αυτής, αφού την προσκόμισαν προς τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος της εταιρείας με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟ ΚΟΡΑΣΙΔΗ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και υπέβαλαν αίτηση στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε. για αγορά με πίστωση διαφόρων ειδών, δια μέσου της προαναφερόμενης εταιρείας, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον προαναφερόμενο υπάλληλο περί του ότι δήθεν ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο μηνυτής ώστε να τους πωλήσει και παραδώσει τα είδη που αναγράφονταν στην ως άνω πλαστή αίτηση, χωρίς να καταβάλουν το ποσό του σχετικού τιμήματος (609.600 δρχ. ή 1788,99 ευρώ), το οποίο αντίστοιχα βάρυνε τον προαναφερόμενο μηνυτή Ψ1. 4. Στον Πειραιά, στις 8-5-2000, από κοινού ενεργούντες κατάρτισαν την από 8-5-2000 "ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ", την οποία υπέγραψαν θέτοντας κατ' απομίμηση της γνήσιας την υπογραφή του μηνυτή Ψ1. Ακολούθως δε έκαναν χρήση της ως άνω πλαστής αίτησης, αφού την προσκόμισαν προς τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος της εταιρείας με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟ ΚΟΡΑΣΙΔΗ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και υπέβαλαν αίτηση στην Τράπεζα "ΧΙΟΣ ΒΑΝΚ" για αγορά με πίστωση διαφόρων ειδών, διαμέσου της προαναφερόμενης εταιρείας, σκοπεύοντας να παραπλανήσουν τον προαναφερόμενο υπάλληλο περί του ότι δήθεν ο αιτών ήταν ο μηνυτής ώστε να τους πωλήσει και παραδώσει τα είδη που αναγράφονταν στην ως άνω πλαστή αίτηση, χωρίς να καταβάλλουν το ποσό του σχετικού τιμήματος (1.113.600 δρχ. ή 3.268,09 ευρώ), το οποίο θα βάρυνε τον προαναφερόμενο μηνυτή Ψ1. Από δε την επανειλημμένη διάπραξη της συγκεκριμένης πράξεως και την υποδομή που διαμόρφωσαν οι κατηγορούμενοι με τον σκοπό αυτό, προκύπτει "σκοπός τους να πορίζονται εισόδημα από αυτό και έχουν ακόμη σταθερή ροπή προς διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους." Ήδη, ο νυν αιτών επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, καθίσταται φανερή η αθωότητά του για τις ως άνω δύο μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας υπό στοιχ. Β1 και 2, άλλως ότι καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε 1) τις από .... και ...... εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του δικαστικού γραφολόγου ..... και την υπ' αριθμ. ...... ένορκη βεβαίωση του Β1 που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Δραγκιώτου-Παπαδερού. Οι ανωτέρω όμως εκθέσεις δεν είναι πειστικές αφού ο παραπάνω δικαστικός γραφολόγος, που διενήργησε, κατόπιν εντολής του αιτούντος, τις σχετικές γραφολογικές έρευνες, δεν αποφαίνεται με βεβαιότητα για ανυπαρξία γραφής ή υπογραφής του αιτούντος στα επίμαχα έγγραφα, αλλά συμπερασματικώς. Συγκεκριμένα στο τέλος της πρώτης εκθέσεως αναφέρει ότι: "Συνδυάζοντας τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτει ότι επί της υπ' αριθμ. ...... επιταγής της Τράπεζας Εργασίας Α.Ε. δεν εντοπίζεται γραφή ή υπογραφές γραμμένες από τον Χ1", ενώ στο τέλος της δεύτερης εκθέσεως αναφέρει ότι: " Με βάση τα στοιχεία αυτά και από την γραφολογική αξιολόγηση και την ερμηνεία τους συμπεραίνεται ότι η γραφή των χειρογράφων συμπληρώσεων της από ..... δηλώσεως φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2000, με αναγραφόμενο ως δηλούντα τον Ψ1, δεν έχει χαραχθεί από τον Χ1, αλλά είναι γραφή άλλου προσώπου".Αλλά ούτε και η ένορκη βεβαίωση του Β1 είναι πειστική, αφού καίτοι πιλότος το επάγγελμα, όπως ο ίδιος δηλώνει, καταθέτει "δίκην πραγματογνώμονα" μεταξύ άλλων ότι "όσον αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση, έχω να καταθέσω με απόλυτη βεβαιότητα ότι γνωρίζοντας τον γραφικό χαρακτήρα του Χ1, κανένα στοιχείο που υπάρχει στην επιταγή με αριθμό ...... της Τράπεζας Εργασίας, δεν έχει χαραχθεί με το χέρι του, ούτε η υπογραφή "......" ούτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της επιταγής. Ο Χ1 δεν είχε καμία σχέση με την επιταγή αυτή. Επίσης, το ίδιο ισχύει και για την δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2000 (χρήση από 1-1-99 έως 31-12-99), στην οποία επίσης σε κανένα σημείο αυτής, ούτε βέβαια και στην υπογραφή "......" υπάρχει γράψιμο του Χ1. Τα δύο παραπάνω χαρτιά τα είδα σε φωτοτυπία και είμαι σίγουρος γι' αυτό που καταθέτω", ενώ με τέτοια βεβαιότητα δεν αποφαίνεται, ούτε ο ανωτέρω δικαστικός γραφολόγος πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος ο ίδιος ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερες γνώσεις γραφολογίας. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα νέες αποδείξεις, ήτοι οι ανωτέρω γραφολογικές εκθέσεις και η ένορκη βεβαίωση, τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς προσκομισθείσες, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε τις προαναφερόμενες μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας, δεν καθιστούν φανερό σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο Χ1 είναι αθώος της πράξεως αυτής, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε και επομένως η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Ακόμη πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντος, για αναστολή της εκτελέσεως της ποινής, που του επιβλήθηκε, δυνάμει της ως άνω αποφάσεως, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-7-2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 569/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς και το αίτημα αυτού για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων ή αποδείξεων. Απορρίπτει αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1038/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενο τον: Ευάγγελο Πολυχρονίου του Ιωάννου, κάτοικο Αθηνών, δικηγόρο. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 399/2008 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 131/17-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 132 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, την με αριθμό 11464/18-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Ι. Ο κατηγορούμενος Χ1, καταδικάστηκε με την 80003/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/1967 και κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά την εκδίκαση της έφεσης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την 28741/2007 απόφαση, όπως συμπληρώθηκε με την 43707/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ'ύλην να εκδικάσει την υπόθεση, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφτείου Αθηνών, με την αιτιολογία, ότι το Δικαστήριο αυτό ήταν αρμόδιο καθ'ύλην, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 7 ΚΠΔ, επειδή ο κατηγορούμενος ως δικηγόρος απολάμβανε ειδικής δωσιδικίας, χωρίς να λάβει υπόψη τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 (βλ. αποφάσεις). ΙΙ. Κατά την εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών το Δικαστήριο με την 7716/2007 απόφαση, έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ'ύλην να δικάσει την υπόθεση, γιατί προκειμένου για το έγκλημα της παραβίασης του ΑΝ 86/1967, σύμφωνα με ρητή και ειδική διάταξη και συγκεκριμένα το άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987, δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 παρ. 7 ΚΠΔ και ως εκ τούτου αρμόδια καθ'ύλην δικαστήρια είναι σε πρώτο βαθμό το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και σε δεύτερο βαθμό το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 114Β'β' και112 παρ. 3 ΚΠΔ (βλ. απόφαση). Κατά τον τρόπο αυτό επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας που πρέπει να αρθεί. ΙΙΙ. Είναι προφανές ότι η άποψη, που διατυπώθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών είναι ορθή και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, είναι το καθ'ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει το τυπικά παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο ή μη της έφεσης που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της νομίμως εκδοθείσης πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω-------------------------- Να γίνει δεκτή η 11464/28-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέα, για άρση της αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιότητος, και να ορισθεί το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο, για την εκδίκαση της έφεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 80003/2002 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Αθήνα 14 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΒασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 132 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα ή για συναφή εγκλήματα ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών Συμβουλίων αποφασίσθηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμοδίων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται από τον 'Αρειο Πάγο, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, αν τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η αμφισβήτηση υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το Εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, ύστερα από νομότυπη αίτηση του Εισαγγελέα, του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του επιτρόπου, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι υφίσταται περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν αμφισβητείται η αρμοδιότητα μεταξύ του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που επιλήφθηκε εφέσεως κατ'αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ'ύλην να τη δικάσει και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων που επιλήφθηκε κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως σε αυτό από το πρώτο Δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ'αριθ. 28741/2007 απόφασή του, κηρύχθηκε αναρμόδιο καθύλην να δικάσει την έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 80003/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για παράβαση του ΑΝ 86/1967, με το αιτιολογικό ότι ο εκκαλών είναι δικηγόρος και απελάμβανε ειδικής δωσιδικίας και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και το τελευταίο, όμως, με την υπ'αριθ. 7716/2007 απόφασή του έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ' ύλην, διότι, προκειμένου για παραβάσεις του Α.Ν. 86/1967 δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 παρ.7 ΚΠοινΔ και ως εκ τούτου αρμόδια καθ'ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο σε πρώτο βαθμό και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε δεύτερο βαθμό. Λόγω της αρνήσεως αυτής των ανωτέρω Δικαστηρίων να δικάσουν την εν λόγω υπόθεση προέκυψε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και δημιουργήθηκε έτσι ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά το άρθρ. 5 παρ.13 του Ν.1738/1987 στις παραβάσεις του ΑΝ 86/1987 "περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και απόδοση εισφορών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως" δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 αριθ. 7 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία τα πλημμελήματα των εκεί προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, δικάζονται από το δικαστήριο των Εφετών. Ενόψει της διατάξεως αυτής και των προεκτεθέντων, αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως είναι όχι το Τριμελές Εφετείο αλλά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και πρέπει, κατά παραδοχήν της από 18-2-2008 αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, να ορισθεί ως αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο, για την εκδίκαση της ανωτέρω εφέσεως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ορίζει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση της στο σκεπτικό εφέσεως του Χ1 κατά της 80003/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας από τον Άρειο Πάγο και όταν αμφισβητείται η αρμοδιότητα μεταξύ του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που επιλήφθηκε εφέσεως κατ’ αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλην για να δικάσει και Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων. Προκειμένου για παραβάσεις του ΑΝ 86/1967, σύμφωνα με το άρθρ. 5 παρ. 13 του Ν. 1738/1987, δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρ. 111 παρ. 7 ΚΠΔ. Ορίζει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση εφέσεως κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1036/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενο τον: Χ1, δικηγόρο. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 398/2008 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 132/17-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 132 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, την με αριθμό 11465/18-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Ι.Ο κατηγορούμενος Χ1, καταδικάστηκε με την 80004/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/1967 και κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά την εκδίκαση της έφεσης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την 28740/2007 απόφαση, όπως συμπληρώθηκε με την 43708/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ'ύλην να εκδικάσει την υπόθεση, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφτείου Αθηνών, με την αιτιολογία, ότι το Δικαστήριο αυτό ήταν αρμόδιο καθ'ύλην, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 7 ΚΠΔ, επειδή ο κατηγορούμενος ως δικηγόρος απολάμβανε ειδικής δωσιδικίας, χωρίς να λάβει υπόψη τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987 (βλ. αποφάσεις). ΙΙ. Κατά την εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών το Δικαστήριο με την 7717/2007 απόφαση, έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ'ύλην να δικάσει την υπόθεση, γιατί προκειμένου για το έγκλημα της παραβίασης του ΑΝ 86/1967, σύμφωνα με ρητή και ειδική διάταξη και συγκεκριμένα το άρθρο 5 παρ. 13 Ν. 1738/1987, δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 παρ. 7 ΚΠΔ και ως εκ τούτου αρμόδια καθ'ύλην δικαστήρια είναι σε πρώτο βαθμό το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και σε δεύτερο βαθμό το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 114Β'β' και112 παρ. 3 ΚΠΔ (βλ. απόφαση). Κατά τον τρόπο αυτό επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας που πρέπει να αρθεί. ΙΙΙ. Είναι προφανές ότι η άποψη, που διατυπώθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών είναι ορθή και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, είναι το καθ'ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει το τυπικά παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο ή μη της έφεσης που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της νομίμως εκδοθείσης πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω-------------------------- Να γίνει δεκτή η 11465/28-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέα, για άρση της αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιότητος, και να ορισθεί το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο, για την εκδίκαση της έφεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 80004/2002 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Αθήνα 14 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΒασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 132 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα ή για συναφή εγκλήματα ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών Συμβουλίων αποφασίσθηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμοδίων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται από τον 'Αρειο Πάγο, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, αν τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η αμφισβήτηση υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το Εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, ύστερα από νομότυπη αίτηση του Εισαγγελέα, του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του επιτρόπου, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι υφίσταται περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν αμφισβητείται η αρμοδιότητα μεταξύ του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που επιλήφθηκε εφέσεως κατ'αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ'ύλην να τη δικάσει και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων που επιλήφθηκε κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως σε αυτό από το πρώτο Δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ'αριθ. 28740/2007 απόφασή του, κηρύχθηκε αναρμόδιο καθύλην να δικάσει την έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 80004/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για παράβαση του ΑΝ 86/1967, με το αιτιολογικό ότι ο εκκαλών είναι δικηγόρος και απελάμβανε ειδικής δωσιδικίας και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και το τελευταίο, όμως, με την υπ'αριθ. 7717/2007 απόφασή του έκρινε ότι είναι αναρμόδιο καθ' ύλην, διότι, προκειμένου για παραβάσεις του Α.Ν. 86/1967 δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 παρ.7 ΚΠοινΔ και ως εκ τούτου αρμόδια καθ'ύλην είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο σε πρώτο βαθμό και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε δεύτερο βαθμό. Λόγω της αρνήσεως αυτής των ανωτέρω Δικαστηρίων να δικάσουν την εν λόγω υπόθεση προέκυψε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και δημιουργήθηκε έτσι ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά το άρθρ. 5 παρ.13 του Ν.1738/1987 στις παραβάσεις του ΑΝ 86/1987 "περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και απόδοση εισφορών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως" δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 αριθ. 7 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία τα πλημμελήματα των εκεί προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, δικάζονται από το δικαστήριο των Εφετών. Ενόψει της διατάξεως αυτής και των προεκτεθέντων, αρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως είναι όχι το Τριμελές Εφετείο αλλά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και πρέπει, κατά παραδοχήν της από 18-2-2008 αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, να ορισθεί ως αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο, για την εκδίκαση της ανωτέρω εφέσεως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ορίζει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως αρμόδιο καθ'ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση της στο σκεπτικό εφέσεως του Χ1 κατά της 80004/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και του Τριμελούς Εφετείου, αρνηθέντων να δικάσουν έφεση κατηγορουμένου δικηγόρου κατά καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για παράβαση του ΑΝ 86/1967. Ο Άρειος Πάγος είναι αρμόδιος να επιλύσει τη σύγκρουση αυτή αρμοδιότητας. Ορίζεται ως αρμόδιο να δικάσει την άνω έφεση το Τριμελές Πλημμελειοδικείου, διότι για παραβάσεις του ΑΝ 86/1967 δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 §7 ΚΠΔ.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1035/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Απριλίου 2007 και 4 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 779/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου με αριθμό 318/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το υπ'αριθμ. 903/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση, από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ (άρθρα 45 και 386 § § 1 και 3 Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι κατηγορούμενοι τις υπ'αριθ. 59/2006 και 58/2006 αντίστοιχες εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκαν οι εφέσεις του αυτές, μεταρρυθμίσθηκε δε και διορθώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς, α) το ποσό του οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας, κατηγορουμένων και εγκαλούντος αντίστοιχα, β) διορθώθηκε το ποσό κατά το οποίο φέρεται να ζημιώθηκε ο αναφερόμενος Ζ1, δέχθηκε ότι άπαξ τελέσθηκε η πράξη και απάλειψε α) την ημερομηνία 22-11-2004 (φερόμενο δεύτερο χρόνο της απάτης) και β) τις διατάξεις των άρθρων 197, 513 επ., 823 και 330 του Α.Κ. Επίσης επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, όπως μεταρρυθμίσθηκε. Το βούλευμα τούτο του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά επιδόθηκε στους κατηγορουμένους οι οποίοι άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως τις υπ'αριθμ.8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Πειραιά (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Περιέχουν δε αυτές συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 δ' Κ.Π.Δ.) και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § ιβ Κ.Π.Δ.). Συνεπώς είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (δείτε Α.Π. 1074/2006 (σε Συμβούλιο) Π. Χρ. ΝΖ/405 και τις σ'αυτό παραπομπές). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου που θεμελιώνει κατ'άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ (σε Συμβ) 2271/2002 Π.Χρ.ΝΓ/803). Εξάλλου, προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος η άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη η ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ (ΑΠ 1074/2006 Π.Χρ. ΝΖ/405). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ, 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σελ. 47 κ.λ.π). Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. ΝΖ/222). Εξάλλου, στο κυπριακό δίκαιο οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (company limited), διέπονται από τον "Περί Εταιρειών Νόμο", σε ισχύ από 21 Ιουλίου 1951 (στα επόμενα κυπρ.ΕΝ), όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράσθηκε και ενοποιήθηκε στην ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της Νομοθεσίας της Κύπρου. Ο κυπρ. ΕΝ επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (άρ. 3 (1) κυπρ. ΕΝ) να συστήσει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο της κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (κεφάλαιο 199, όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να καταγράψει η εταιρεία τα ονόματα των μελών της μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 κυπρ.ΕΝ. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές οι άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος ( trust deed) μέχρι κατ'ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων μετόχων-εμπιστευματοδόχων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 8 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε), ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου" χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία γι'αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 κυπρ ΕΝ μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων - εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιρειών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρείας. Δηλαδή, στην περίπτωση που μετοχές σε εταιρεία κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του κυπρ ΕΝ θεωρείται ο εμπιστευματόδος, ο οποίος είναι το πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών της Εταιρείας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Ο κυπρ ΕΝ δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο Νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιρειών προς εγγραφή) ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια, οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβασθούν σε άλλο φυσικό η νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον Γραμματέα της εταιρείας. Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών εταιρείας περιορισμένης ευθύνης καλύπτεται από τα άρθρα 71-82 του κυπρ ΕΝ. Περιληπτικά, μεταβίβαση μετοχών δεν καταχωρείται από την εταιρεία παρά μόνο με την προσαγωγή και παράδοση στην εταιρεία κατάλληλου μεταβιβαστικού εγγράφου (instrument of transfer) (άρ. 73 κυπρ ΕΝ). Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης στην εταιρεία μεταβίβασης μετοχών, η εταιρεία συμπληρώνει και ετοιμάζει για παράδοση τα πιστοποιητικά όλων των τίτλων που μεταβιβάσθηκαν (άρ. 78 (1) κυπρ ΕΝ). Οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών ιδιωτικής εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών κατά τον καθοριζόμενο από τον Έφορο τύπο μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο μητρώο των μελών της εταιρείας (άρ. 113 Α κυπρ ΕΝ). Σημειώνεται ότι με τη φιλελευθεροποίηση των επενδύσεων από τον Οκτώβριο του 2004, μέτοχοι δύνανται να είναι είτε Κύπριοι, είτε μη Κύπριοι, είτε Κύπριοι μη κάτοικοι Κύπρου, είτε Ευρωπαίοι πολίτες, είτε πολίτες τρίτων χωρών, δηλαδή οποιοιδήποτε. Προηγουμένως όμως αναφορικώς με τους "μη κατοίκους" ίσχυε ό,τι ανωτέρω αναφέρεται, (βλ. σχετικώς τις εις τη δικογραφία ευρισκόμενες υπ'αριθμ. πρωτ. .... νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και από ... και ..... επιστολές της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας της Κύπρου). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 103/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική δυνάμει του υπ'αριθ. 509/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς), η οποία διενεργήθηκε για την προκειμένη υπόθεση και περατώθηκε νόμιμα, και από την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υποβληθέντα από αυτούς υπομνήματα, προέκυψαν τα επόμενα: Στις .... συνεστήθη νομίμως στην .... και ενεγράφη στα μητρώα εταιρειών με αριθμό .... (ιδιωτική) εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......", έδρα τη ......, μετοχικό κεφάλαιο λιρών Κύπρου 100, διαιρεμένο σε εκατό μετοχές εκ μίας λίρας εκάστης, και σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων. Ιδρυτικά μέλη της ανωτέρω εταιρείας ήταν οι Β1 και Β2, κάτοικοι ......, οι οποίες και κατείχαν από 50% των μετοχών και δη τις με αριθμούς από 1 έως 50 η πρώτη και τις με αριθμούς από 51 έως 100 η δεύτερη. Ακολούθως, στο πλαίσιο της τότε ισχύουσας Κυπριακής Νομοθεσίας, το εις Λεμεσό εγκατεστημένο Δικηγορικό Γραφείο Σαβεριάδη, με την από .... αίτηση, ζήτησε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου την άδεια προκειμένου να κατέχουν οι Β1 και Β2 τις μετοχές τους για λογαριασμό μη κατοίκων (Κύπρου) και δη για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 τις 50 μετοχές η πρώτη και του κατηγορουμένου Χ2 τις 50 μετοχές η δεύτερη. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορήγησε τη σχετική άδεια και υπεγράφησαν μεταξύ των ανωτέρω δύο έγγραφα συστάσεως εμπιστεύματος (instruments of trust deed), ημερομηνίας ..... Ένα υπεγράφη μεταξύ των Χ1 και Β1 και ένα μεταξύ των Χ2 και της Β2. Ως εμπιστευματοδόχος (trustee) κάθε μία από τις Β1 και Β2 δήλωσε, με το αντίστοιχο από τα έγγραφα αυτά, ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρευθεί ή πρόκειται να σωρευθούν στο ίδιο εμπίστευμα για τον δικαιούχο (beneficiary), ήτοι τον Χ1 η πρώτη και τον Χ2 η δεύτερη, και τους διαδόχους του και συμφώνησε να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν. Ήσαν οι Β1 και Β2 υπάλληλοι του προμνημονευόμενου Δικηγορικού Γραφείου, το οποίο είχε αναλάβει, από νομικής πλευράς, τη σύσταση της εταιρείας "........" κατόπιν οδηγιών των κατηγορουμένων, οι οποίοι ενδιαφέροντο για την αγορά μέσω μιας κυπριακής εταιρείας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "Γ1". Η συνδέουσα τον κατηγορούμενο Χ1 με τη Β1 και τον κατηγορούμενο Χ2 με τη Β2 έννομη σχέση ήταν αυτή του trust. Ο αγγλοσαξονικός θεσμός του trust, που έχει αποδοθεί στην ελληνική νομική ορολογία με τον όρο εμπίστευμα, υποδηλώνει την έννομη σχέση που καταρτίζεται, όταν περιουσιακά αντικείμενα τίθενται κάτω από τον έλεγχο ενός προσώπου που καλείται εμπιστευματοδόχος (trustee) προς το συμφέρον ενός άλλου προσώπου, του δικαιούχου (beneficiary), ή για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ούτε ο εμπιστευματοδόχος ούτε ο δικαιούχος είναι κύριοι, κατ'αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου, του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάσθηκε ως εμπίστευμα. Ο εμπιστευματοδόχος είναι φορέας του εκ του νόμου δικαιώματος στο αντικείμενο, ενώ ο δικαιούχος είναι φορέας του αντίστοιχου εξ επιείκειας δικαιώματος. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμβάσεων εμπιστεύματος είναι ότι η κυριότητα ή άλλα παρεμφερή δικαιώματα του εμπιστεύματος μεταβιβάζονται στους εμπιστευματοδόχους, οι οποίοι εμφανίζονται προς τα έξω ως οι κύριοι ή οι δικαιούχοι των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Στην εσωτερική όμως σχέση η οποία συνδέει τον μεταβιβάζοντα με τον εμπιστευματοδόχο, συμφωνείται, ότι από οικονομική άποψη ο ουσιαστικός κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να παραμένει ο μεταβιβάζων, στις οδηγίες του οποίου υπόκειται ο εμπιστευματοδόχος ως προς τη διαχείριση, εκμετάλλευση και διάθεση του εμπιστεύματος. (βλ. σχετικώς Χ. Δεληγιάννη - Δημητράκου, Trust και Καταπίστευμα, β' έκδ. ιδίως σελ. 24-26, 32-33, 69, 99-101, 106-107, Α. Γιαννόπουλο, εις Ελλ. Δνη 40.988 επ.,Α. Γεωργιάδη, εις Ελλ.Δνη 36.1041 επ., ιδίως σελ. 1043). Με βάση, επομένως, τα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος, ως εμπιστευματοδόχοι οι Β1 και Β2 έφεραν το εκ του νόμου δικαίωμα στις μετοχές, ήταν δε τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "........" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και οι μετοχές της ανωτέρω εταιρείας μπορούσαν να μεταβιβασθούν εγκύρως μόνο με έγγραφη πράξη υπογεγραμμένη από αυτές. Στις 10-12-1993 η εταιρεία "....." αγόρασε από την εταιρεία "...... LTD", αντί του ποσού των 6.300.000 δολ. ΗΠΑ, το προαναφερόμενο πλοίο "Γ1", το οποίο και μετονομάσθηκε σε "Γ". Στις 14-4-1994 το όνομα του πλοίου άλλαξε σε "Γ2", στις 17-11-1998 σε "Γ3" και στις 10-3-1999 πωλήθηκε από την εταιρεία "...... LIMITED" στην εταιρεία "........LTD" αντί 3.396.800 δολ. ΗΠΑ και μετονομάσθηκε σε "Γ4". Μετά την αγορά του από την εταιρεία "...... LIMITED", τη διαχείριση του πλοίου αυτού ανέλαβε η ναυτιλιακή εταιρεία " ........LTD", την οποία διηύθυναν οι κατηγορούμενοι. Η εταιρεία αυτή, με καταστατική έδρα στη Λιβερία, είχε εγκαταστήσει Γραφείο στην Ελλάδα, το οποίο και διατηρούσε στον Πειραιά, επί της .... αρ. ..... Στο ίδιο Γραφείο απασχολείτο ως αρχιμηχανικός ο εγκαλών Ψ1. Πρότειναν σ'αυτόν οι κατηγορούμενοι να του πωλήσουν, αντί του ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, μία (1) μετοχή της εταιρείας "........ LIMITED", η οποία θα κατείχετο από αυτούς υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου για ορισμένο χρονικό διάστημα και ακολούθως θα του τη μεταβίβαζαν. Ο εγκαλών δέχθηκε την πρόταση και συνυπέγραψε με τους κατηγορουμένους την από ..... πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (deed of trust). Δηλώνεται, από πλευράς κατηγορουμένων στο έγγραφο αυτό, ότι έκαστος εκ των κατηγορουμένων είναι ο εγγεγραμμένος ωφελούμενος κύριος (registered beneficial owner) πενήντα (50) κοινών μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας "....... LIMITED" και ότι μία (1) από τις μετοχές αυτές έχει πληρωθεί από τον εγκαλούντα, ο οποίος, συνεπώς, είναι ο δικαιούχος αυτής. Ακολούθως συμφωνείται ότι η μετοχή αυτή θα κατέχεται από τους κατηγορουμένους υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων (trustees) προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) εγκαλούντος για το διάστημα μέχρι την εξόφληση του δανείου που είχε χορηγήσει η Τράπεζα ING BANK Ολλανδίας στην εταιρεία "...... LIMITED" με σκοπό να βοηθήσει την τελευταία στην αγορά του πλοίου "Γ", πρώην "Γ1". Ορίσθηκε δε ότι η (συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα) συμφωνία αυτή (του εμπιστεύματος) θα αναγιγνώσκεται και ερμηνεύεται από κάθε άποψη σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο. Η μεταξύ των κατηγορουμένων αφενός και του εγκαλούντος αφετέρου καταρτισθείσα ως άνω σύμβαση εμπιστεύματος δεν μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Κατά τα προαναφερόμενα, μόνον οι Β1 και Β2 μπορούσαν να μεταβιβάσουν μετοχές της εταιρείας "...... LIMITED". Ναι μεν σύμφωνα με τις οδηγίες των κατηγορουμένων ως δικαιούχων (beneficiaries), δηλαδή στο πρόσωπο που θα υπεδείκνυαν οι τελευταίοι, κατά τις πρόνοιες που διαλαμβάνονται στα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος, αλλά με έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπογεγραμμένο από τις ίδιες και με εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο Μητρώο των Μελών της ανωτέρω εταιρείας καθώς και κοινοποίηση της μεταβίβασης στον Έφορο Εταιρειών και μάλιστα κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχής σε μη κάτοικο ....., ως ο εγκαλών. Εάν η μετοχή είχε μεταβιβασθεί στον εγκαλούντα από μία των Β1 ή Β2 θα μπορούσε ακολούθως και ο εγκαλών να συστήσει εμπίστευμα, μεταβιβάζοντας τη μετοχή στους κατηγορουμένους ως εμπιστευματοδόχους. Χωρίς τις μεταβιβάσεις αυτές, θα μπορούσε να συσταθεί εμπίστευμα, με τους κατηγορουμένους, που δεν ήταν ήδη εγγεγραμένοι ως μέτοχοι, ως εμπιστευματοδόχους και τον εγκαλούντα, ως δικαιούχο, εάν μία των Β1 ή Β2 μετεβίβαζε τη μετοχή στους κατηγορουμένους, κατά τον αυτό ως άνω τρόπο, και, ακολούθως, με πράξη συστάσεως εμπιστεύματος δήλωναν οι κατηγορούμενοι ότι η συγκεκριμένη μετοχή, που θα είχε πλέον εγγραφεί επ'ονόματι τους, κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου, κατόπιν δε και πάλιν της σχετικής αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Σκοπός όμως των κατηγορουμένων, που ενεργούσαν από κοινού, μετά από συναπόφαση, δεν ήταν να κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους η μετοχή προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου και μετά τη λήξη του εμπιστεύματος να μεταβιβασθεί η μετοχή στον εγκαλούντα, αλλά να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος δια της εισπράξεως από τον τελευταίο του ανωτέρω ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τιμήματος πωλήσεως σ'αυτόν μιας μετοχής, χωρίς η μετοχή αυτή να παρέχει δικαίωμα στον εγκαλούντα. Προς τούτο, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι είναι οι εγγεγραμμένοι μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" (εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας αυτής και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών) και, συνεπώς, ότι, μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαιούχου, ενώ στην πραγματικότητα τα πρόσωπα που είχαν εγγραφεί ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εν λόγω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας και μπορούσαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές σε τρίτους καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαούχου, ήταν οι Β1 και Β2, γεγονός το οποίο, κατά τα ανωτέρω, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και το απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Με την ανωτέρω θετική απατηλή συμπεριφορά τους παραπλάνησαν οι κατηγορούμενοι τον εγκαλούντα και τον έπεισαν να καταρτίσει την από ..... συμφωνία και να τους καταβάλει το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τίμημα για την αγορά μιας μετοχής, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε ο εγκαλών, εάν γνώριζε την αλήθεια. Από την πράξη δε αυτή των κατηγορουμένων, ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το καταβληθέν πιο πάνω ποσό, που πλήρωσε για αγορά μιας μετοχής, με αντίστοιχο σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος των κατηγορουμένων που το έλαβαν χωρίς να δικαιούνται ως τίμημα για την πώληση της μιας μετοχής που δεν μπορούσαν να κατέχουν αυτοί υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου ούτε μπορούσαν να τη μεταβιβάσουν στον εγκαλούντα. Αλλ'ούτε ο τελευταίος διαδέχθηκε ένα από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 στην έννομη σχέση του με τις Β2 κα Β1, αντιστοίχως, ώστε να θεωρείται ότι περιήλθε ο εγκαλών σε ισοδύναμη νομική κατάσταση με αυτή που θα ευρίσκετο εάν η από ...... σύμβαση εμπιστεύματος ήταν έγκυρη και ότι, έτσι, έλαβε ισοδύναμο με τη μεταβίβαση της μετοχής περιουσιακό αντιστάθμισμα, ως εκ του οποίου η περιουσία του δεν υπέστη μείωση. Αναφέρεται στα από .... έγγραφα εμπιστεύματος ότι οι Β1 και Β2 κατέχουν τις μετοχές για τους δικαιούχους και τους διαδόχους τους. Περιέχουν, δηλαδή, τον όρο της διατηρήσεως της ισχύος τους και της συνεχίσεως της λειτουργίας τους και με όποιο διάδοχο των δικαιούχων. Τέτοιος όμως δεν υπήρξε ο εγκαλών ως προς τη μία μετοχή. Τούτο δε διότι : 1) Οι μετοχές της εταιρείας "....... LIMITED" έφεραν αριθμούς και δυνάμει των από ..... εγγράφων εμπιστεύματος κατείχαν η μεν Β1 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ1 τις μετοχές με τους αριθμούς από 1 έως 50, η δε Β2 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ2 τις μετοχές με τους αριθμούς από 51 έως 100, ήτοι τις συγκεκριμένες μετοχές που είχαν εγγραφεί επ' ονόματι της καθεμιάς. Στο από .... έγγραφο όμως δεν διακρίνεται η μία μετοχή με τον αριθμό της, ούτε προσδιορίζεται με άλλο τρόπο και μάλιστα αν περιλαμβάνεται στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ1 ότι του ανήκουν ή στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ2 ότι του ανήκουν, και έτσι δεν μπορεί να συνδεθεί με το ένα από τα δύο εμπιστεύματα που ιδρύθηκαν με τα από ...... έγγραφα και το καθένα από τα οποία αποτελεί διμερή έννομη σχέση. 2) Οι Β1 και Β2 δεν μπορούσαν να ενεργήσουν ως εμπιστευματοδόχοι για λογαριασμό πλέον του εγκαλούντος, ενός "μη κατοίκου" (....), χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που δεν υπήρξε, και 3) τα εμπιστεύματα που συνεστήθησαν με τα από .... έγγραφα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν, ούτε στο πλαίσιο της διαδοχής, με το εμπίστευμα που συνεστήθη με το από ..... έγγραφο, καθώς με το τελευταίο φέρονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι ως εμπιστευματοδόχοι έναντι του εγκαλούντος ως προς τη μία μετοχή. Ο σκοπός των κατηγορουμένων να αποκομίσουν ως περιουσιακό όφελος το ως άνω χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να παρέχει στον εγκαλούντα δικαίωμα η μία μετοχή, αποδεικνύεται και από την κατά τα άνω παράλειψη της συγκεκριμενοποιήσεως της μιας μετοχής στο από ..... έγγραφο καθώς και από το γεγονός ότι παρόλο που στις 22-11-1994 έληξε, με την εξόφληση του αναφερομένου στο από .... έγγραφο δανείου, το περιορισμένο χρονικό διάστημα για το οποίο είχε συσταθεί, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το εμπίστευμα, και, κατά τα οριζόμενα στο έγγραφο αυτό, έπρεπε η μετοχή να αποδοθεί στον εγκαλούντα, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι ουδέν έπραξαν για τη μεταβίβαση μέσω είτε της Β1 είτε της Β2 μιας μετοχής στον εγκαλούντα ούτε το 1994, ούτε περί τα τέλη Ιουνίου του 2003, όταν ο εγκαλών απέστειλε στους κατηγορουμένους εξώδικη πρόσκληση, προκειμένου να του αποδώσουν τον τίτλο της μετοχής, ούτε και μεταγενεστέρως. Ουδέποτε ο εγκαλών έλαβε στα χέρια του την αγορασθείσα μετοχή. Το μετοχικό καθεστώς της εταιρείας "....... LIMITED" εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο. Την ανωτέρω πράξη της απάτης τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, λαμβανομένου υπόψη ότι παραπλάνησαν τον παθόντα βάσει ειδικώς προς τούτο σχεδίου και με σκοπό πορισμού εισοδήματος και ότι με τον παραπάνω τρόπο έπεισαν και τρίτο πρόσωπο και δη τον Ζ1 να καταβάλει σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 201.600 δολ. ΗΠΑ για την αγορά οκτώ (8) μετοχών της εταιρείας "...... LIMITED", το δε συνολικό αποκομισθέν περιουσιακό τους όφελος καθώς και η συνολική αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ (ή 5.000.000 δραχμών) και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 18.021,23 ευρώ (ή 6.140.736 δραχμών). Το τίμημα για την αγορά της μιας μετοχής κατέβαλε ο εγκαλών στους κατηγορουμένους, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της διαχειρίστριας του πλοίου "Γ" εταιρείας "..... LTD", στις 23-12-1993, ήταν δε αυτό 25.200 δολ. ΗΠΑ και όχι 26.800 δολ. ΗΠΑ, ως δέχεται το εκκαλούμενο βούλευμα, χωρίς πάντως, το ύψος του ποσού της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη της απάτης των κατηγορουμένων σε βάρος του εγκαλούντος να επιδρά, μετά τον προσδιορισμό του σε 25.200 δολ. ΗΠΑ, στον χαρακτηρισμό της απάτης ως κακουργηματικής. Με την κατά την ως άνω ημερομηνία της πληρωμής (23-12-1993), ισοτιμία δραχμής και δολαρίου ΗΠΑ, το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο ποσό των 6.140.736 δραχμών (25.200 δολ. ΗΠΑ Χ 243,68 δρχ.) ή 18.021,23 ευρώ, ήτοι σε ποσό που και πάλιν υπερβαίνει αυτό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Αποδεικνύεται δε ότι ο εγκαλών κατέβαλε στους κατηγορουμένους για την αγορά της μιας μετοχής το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ από το προσκομισθέν από τον ίδιο από 23-12-1993 γραμμάτιο εισπράξεως (και απόδειξη) στο οποίο ως συνολικό ποσό αναφέρεται αυτό των "26.000" και εντός του πλαισίου υπό την ένδειξη "αιτιολογία εγγραφής" αναγράφεται "1% for p. price Γ + $ 800" ή σε μετάφραση "1% για αξία πόντου Γ + 800 δολ. ΗΠΑ". Δηλαδή, το συνολικό εμβασθέν ποσό ανήρχετο σε 26.000 δολ. ΗΠΑ εκ των οποίων τα 25.200 αφορούσαν στη μετοχή και τα υπόλοιπα 800 σε άλλη αιτία. Το αυτό χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ ανά μετοχή κατέβαλε και ο Ζ1 στους κατηγορουμένους. Εκ παραδρομής αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα ότι ο Ζ1 κατέβαλε στους κατηγορουμένους το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ και για τις οκτώ μετοχές αντί του ορθού 201.600 δολ. ΗΠΑ (25.200 Χ 8). Με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η απάτη και κατά το πρωτόδικο βούλευμα, αφού, όπως δέχεται, κατά την έννοια των αναφερομένων σ'αυτό, οι κατηγορούμενοι παρέπεισαν τον εγκαλούντα σε καταβολή του ποσού των 26.800 δολ. ΗΠΑ (όπως προσδιόρισε) για την αγορά μιας μετοχής με τη ψευδή δήλωση ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των 100 μετοχών της εταιρείας "........ LIMITED", οι οποίοι ήσαν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της ανωτέρω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρα και ότι μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου, ως δικαιούχου), υπό την έννοια δε αυτή, ότι δηλαδή το γεγονός τούτο είναι ψευδές γίνεται μνεία ότι απέκρυψαν αθεμίτως το αληθές γεγονός ότι τις ανωτέρω ιδιότητες είχαν οι Β1 και Β2. Ο χαρακτηρισμός της από ...... πράξεως συστάσεως εμπιστεύματος από το πρωτόδικο βούλευμα ως συμβάσεως παρακαταθήκης, αφορά στην απόδοση στην ελληνική των όρων, ως σχετικώς μεταφράζουν τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και ο εγκαλών, και δεν επηρεάζει την κατηγορία, το δε αναφερόμενο ότι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των μετοχών ακολουθεί τη γενόμενη από Δικηγόρο μετάφραση του από ..... εγγράφου που προσκόμισε ο εγκαλών και δεν αφίσταται ούτε της έννοιας της δηλώσεως των κατηγορουμένων ούτε των δικαιωμάτων που (δεν είχαν αυτοί και) είχαν οι Β1 και Β2 στις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "....... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Είχαν οι Β1 και Β2 την κυριότητα εκ του νόμου των μετοχών τις οποίες και κατείχαν. Η κυριότητα εκ του νόμου συνιστά ένα τρόπο, με τον οποίο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο εμπιστευματοδόχος μπορεί να ενεργεί ως κύριος της περιουσίας του εμπιστεύματος, απολαμβάνοντας ευρείες εξουσίες εκποιήσεως και διαθέσεως. Η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον Ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει και αυτή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαλαμβάνουσα ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι τυγχάνουν μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" και ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν μετοχή της ανωτέρω εταιρείας (στην έλλειψη δε δυνατότητας μεταβιβάσεως της μετοχής εμπεριέχεται και η έλλειψη δυνατότητας συστάσεως εμπιστεύματος στη μετοχή με εμπιστευματοδόχους τους κατηγορουμένους). Η κατά τον τρόπο αυτό διατυπωθείσα εις βάρος των κατηγορουμένων κατηγορία στοιχείται με τα αναφερόμενα στην από 21-11-2003 έγκληση του παθόντος Ψ1. Αντιθέτως δε προς ό,τι υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας ο προσδιορισμός με μεγαλύτερη σαφήνεια των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη διωκόμενη πράξη με το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, όπως προέκυψαν από την ανάκριση, και ειδικότερα, εν προκειμένω, εκ της αντιπαραβολής της εγκλήσεως και της απαγγελθείσας κατηγορίας από τον Ανακριτή αφενός και αφετέρου της διατυπουμένης κατηγορίας στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, προκύπτει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της πράξεως εκείνης η οποία διαλαμβάνεται στην έγκληση και για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και εκείνης για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι -εκκαλούντες από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο για να δικασθούν. Βάσει δε των ανωτέρω, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι απάτης που τέλεσαν από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε με το εκκαλούμενο βούλευμα του-αν και με εν μέρει διαφορετικές και εν μέρει ελλιπείς, σε σχέση και προς το εμπίστευμα, αιτιολογίες- τους κατηγορουμένους - εκκαλούντες στο ακροατήριο του ως άνω αρμόδιου Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, δεν έσφαλε, κατ'αποτέλεσμα. Ύστερα από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού μεταρρυθμισθεί και διορθωθεί προηγουμένως αυτό α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1 στους κατηγορουμένους από 25.200 δολάρια ΗΠΑ σε 201.600 δολάρια ΗΠΑ, γ) δια της απαλείψεως της ημερομηνίας 22-11-1994 και δ) δια της απαλείψεως των άρθρων 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων, έτσι ως προεκτέθηκε, δεν μπορεί να αποδοθεί σ'αυτούς με την κατ'εξακολούθηση μορφή, καθόσον ο εγκαλών πλανήθηκε μία φορά, στις 10-12-1993, όταν και η τελείωση της από μέρους των κατηγορουμένων απατηλής συμπεριφοράς τους, χωρίς οι κατηγορούμενοι να προβούν σε άλλες προς αυτόν διαβεβαιώσεις, δεδομένου ότι ούτε και εκείνος κινήθηκε κατ'αυτών έως την προς αυτούς αποστολή της εξώδικης δηλώσεως. Παρότι και το εκκαλούμενο βούλευμα, με αναφορά στο σύνολο της ενσωματωμένης σ'αυτό Εισαγγελικής προτάσεως, δέχθηκε ότι μία πράξη απάτης υπάρχει, ο χρόνος τελέσεως της οποίας προσδιορίζεται στην Εισαγγελική πρόταση αλλά και στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, όταν εξειδικεύεται η πράξη, στις 10-12-1993, εν τούτοις στην αρχή του διατακτικού του βουλεύματος αυτού προστίθεται και η ημερομηνία 22-11-1994. Περαιτέρω, τα άρθρα 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. παρατίθενται στο πρωτόδικο βούλευμα ως θεμελιώνοντα την υποχρέωση των κατηγορουμένων να ανακοινώσουν στον εγκαλούντα τα αληθινά γεγονότα. Η ύπαρξη όμως υποχρεώσεως για ανακοίνωση αυτών απαιτείται μόνον στην περίπτωση της παρασιωπήσεως, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η απάτη δεν τελέσθηκε με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών αλλά με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος για το οποίο παραπέμφθηκαν να δικασθούν οι αναιρεσείοντες και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 13 στ', 45 και 386 § § 1 και 3 Π.Κ., που προβλέπουν το αδίκημα της απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συναυτουργία, για το οποίο παραπέμπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες. Είναι λοιπόν κατά ταύτα απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων στις οποίες το προσβαλλόμενο βούλευμα στήριξε την απόρριψη των σ'αυτό αναφερομένων εφέσεων των αναιρεσειόντων και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς τις παραπεμπτικές αυτού διατάξεις και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν ως αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθούν οι υπ'αριθ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορούμένων Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 29-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 3-4-2007 και 4-4-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 αντιστοίχως, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά του αυτού με αριθμό 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, που έκρινε σε δεύτερο βαθμό, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως των δύο αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος και στην εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν είναι επομένως αναγκαία, η χωριστή για κάθε αίτηση αναφορά τους. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του εγκλήματος από τον παρεμπόμενο στο ακροατήριο κατηγορούμενο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένης ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει σωστά την εφαρμοσθείσα διαταγή τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται, είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών, ή παρασιώπηση αυτών. η δόλια παραπλάνηση πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικά. Ειδικότερα οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία έχει υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια αυτού. Ετσι, η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, στερεί δε την απόφαση νόμιμης βάσης και έτσι επέρχεται η εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επομένως, πρέπει να εξειδικεύεται τόσο στο βούλευμα όσο και στη δικαστική απόφαση ο ακριβής τρόπος τελέσεως της απάτης. Ως γεγονότα κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει εξ υπαρχής ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται επικειμενικώς το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης προέβη στην απατηλή συμπεριφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, όταν τελείται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ) και το συνολικό όφελος ή ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 ή 15.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μεν, κατά το άρθρο 2 Π.Κ., ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και επί των πράξεων που έχουν τελεστεί πριν από τη θέση σε ισχύ του παραπάνω νόμου 2721/3-6-1999, με την έννοια όμως ότι πρέπει να ερευνάται και να αξιολογείται εφεξής, όταν πρόκειται για πράξεις απάτης που τελέστηκαν πριν από την 3-6-1999 (όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση), αν με τις απάτες αυτές το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 ή 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, από το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της απάτης "κατ' επάγγελμα" απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένης τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση το ως άνω εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 45 του ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων, ενώ είναι αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια πράξη και αρκεί το ότι όλοι τελούν εν γνώσει της προθέσεως μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Εξάλλου, στο κυπριακό δίκαιο οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (company limited), διέπονται από τον "Περί Εταιρειών Νόμο", σε ισχύ από 21 Ιουλίου 1951 (στα επόμενα κυπρ. ΕΝ), όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράσθηκε και ενοποιήθηκε στην Ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της Νομοθεσίας της Κύπρου. Ο κυπρ. ΕΝ επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (αρ. 3 (1) κυπρ. ΕΝ) να συστήσει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (κεφάλαιο 199), όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να καταγράψει η εταιρεία τα ονόματα των μελών της μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 κυπρ.ΕΝ. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές οι άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος ( trust deed) μέχρι κατ'ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων μετόχων-εμπιστευματοδόχων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 8 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε), ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου" χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία γι'αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 κυπρ ΕΝ μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων - εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιρειών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρείας. Δηλαδή, στην περίπτωση που μετοχές σε εταιρεία κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του κυπρ ΕΝ θεωρείται ο εμπιστευματόδος, ο οποίος είναι το πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών της Εταιρείας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Ο κυπρ ΕΝ δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο Νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιρειών προς εγγραφή) ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια, οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβασθούν σε άλλο φυσικό η νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον Γραμματέα της εταιρείας. Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών εταιρείας περιορισμένης ευθύνης καλύπτεται από τα άρθρα 71-82 του κυπρ ΕΝ. Περιληπτικά, μεταβίβαση μετοχών δεν καταχωρείται από την εταιρεία παρά μόνο με την προσαγωγή και παράδοση στην εταιρεία κατάλληλου μεταβιβαστικού εγγράφου (instrument of transfer) (άρ. 73 κυπρ ΕΝ). Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης στην εταιρεία μεταβίβασης μετοχών, η εταιρεία συμπληρώνει και ετοιμάζει για παράδοση τα πιστοποιητικά όλων των τίτλων που μεταβιβάσθηκαν (άρ. 78 (1) κυπρ ΕΝ). Οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών ιδιωτικής εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο κοινοποιείται στον Έφορο Εταιρειών κατά τον καθοριζόμενο από τον Έφορο τύπο μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο μητρώο των μελών της εταιρείας (άρ. 113 Α κυπρ ΕΝ). Σημειώνεται ότι με τη φιλελευθεροποίηση των επενδύσεων από τον Οκτώβριο του 2004, μέτοχοι δύνανται να είναι είτε Κύπριοι, είτε μη Κύπριοι, είτε Κύπριοι μη κάτοικοι Κύπρου, είτε Ευρωπαίοι πολίτες, είτε πολίτες τρίτων χωρών, δηλαδή οποιοιδήποτε. Προηγουμένως όμως αναφορικώς με τους "μη κατοίκους" ίσχυε ό,τι ανωτέρω αναφέρεται, (βλ. σχετικώς τις εις τη δικογραφία ευρισκόμενες υπ'αριθμ. πρωτ. .... νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και από .... και .... επιστολές της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας της Κύπρου). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 103/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική δυνάμει του υπ'αριθ. 509/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς), η οποία διενεργήθηκε για την προκειμένη υπόθεση και περατώθηκε νόμιμα, και από την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υποβληθέντα από αυτούς υπομνήματα, προέκυψαν τα επόμενα: Στις ... συνεστήθη νομίμως στην ... και ενεγράφη στα μητρώα εταιρειών με αριθμό .... (ιδιωτική) εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... LIMITED", έδρα τη ....., μετοχικό κεφάλαιο λιρών Κύπρου 100, διαιρεμένο σε εκατό μετοχές εκ μίας λίρας εκάστης, και σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων. Ιδρυτικά μέλη της ανωτέρω εταιρείας ήταν οι Β1 και Β2, κάτοικοι ......, οι οποίες και κατείχαν από 50% των μετοχών και δη τις με αριθμούς από 1 έως 50 η πρώτη και τις με αριθμούς από 51 έως 100 η δεύτερη. Ακολούθως, στο πλαίσιο της τότε ισχύουσας Κυπριακής Νομοθεσίας, το εις Λεμεσό εγκατεστημένο Δικηγορικό Γραφείο Σαβεριάδη, με την από ... αίτηση, ζήτησε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου την άδεια προκειμένου να κατέχουν οι Β1 και Β2 τις μετοχές τους για λογαριασμό μη κατοίκων (....) και δη για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 τις 50 μετοχές η πρώτη και του κατηγορουμένου Χ2 τις 50 μετοχές η δεύτερη. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορήγησε τη σχετική άδεια και υπεγράφησαν μεταξύ των ανωτέρω δύο έγγραφα συστάσεως εμπιστεύματος (instruments of trust deed), ημερομηνίας ..... Ένα υπεγράφη μεταξύ των Χ1 και Β1 και ένα μεταξύ των Χ2 και της Β2. Ως εμπιστευματοδόχος (trustee) κάθε μία από τις Β1 και Β2 δήλωσε, με το αντίστοιχο από τα έγγραφα αυτά, ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρευθεί ή πρόκειται να σωρευθούν στο ίδιο εμπίστευμα για τον δικαιούχο (beneficiary), ήτοι τον Χ1 η πρώτη και τον Χ2 η δεύτερη, και τους διαδόχους του και συμφώνησε να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν. Ήσαν οι Β1 και Β2 υπάλληλοι του προμνημονευόμενου Δικηγορικού Γραφείου, το οποίο είχε αναλάβει, από νομικής πλευράς, τη σύσταση της εταιρείας "........LIMITED" κατόπιν οδηγιών των κατηγορουμένων, οι οποίοι ενδιαφέροντο για την αγορά μέσω μιας κυπριακής εταιρείας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "Γ1". Η συνδέουσα τον κατηγορούμενο Χ1 με τη Β1 και τον κατηγορούμενο Χ2 με τη Β2 έννομη σχέση ήταν αυτή του trust. Ο αγγλοσαξονικός θεσμός του trust, που έχει αποδοθεί στην ελληνική νομική ορολογία με τον όρο εμπίστευμα, υποδηλώνει την έννομη σχέση που καταρτίζεται, όταν περιουσιακά αντικείμενα τίθενται κάτω από τον έλεγχο ενός προσώπου που καλείται εμπιστευματοδόχος (trustee) προς το συμφέρον ενός άλλου προσώπου, του δικαιούχου (beneficiary), ή για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ούτε ο εμπιστευματοδόχος ούτε ο δικαιούχος είναι κύριοι, κατ'αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου, του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάσθηκε ως εμπίστευμα. Ο εμπιστευματοδόχος είναι φορέας του εκ του νόμου δικαιώματος στο αντικείμενο, ενώ ο δικαιούχος είναι φορέας του αντίστοιχου εξ επιείκειας δικαιώματος. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμβάσεων εμπιστεύματος είναι ότι η κυριότητα ή άλλα παρεμφερή δικαιώματα του εμπιστεύματος μεταβιβάζονται στους εμπιστευματοδόχους, οι οποίοι εμφανίζονται προς τα έξω ως οι κύριοι ή οι δικαιούχοι των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Στην εσωτερική όμως σχέση η οποία συνδέει τον μεταβιβάζοντα με τον εμπιστευματοδόχο, συμφωνείται, ότι από οικονομική άποψη ο ουσιαστικός κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να παραμένει ο μεταβιβάζων, στις οδηγίες του οποίου υπόκειται ο εμπιστευματοδόχος ως προς τη διαχείριση, εκμετάλλευση και διάθεση του εμπιστεύματος. (βλ. σχετικώς Χ. Δεληγιάννη - Δημητράκου, Trust και Καταπίστευμα, β' έκδ. ιδίως σελ. 24-26, 32-33, 69, 99-101, 106-107, Α. Γιαννόπουλο, εις Ελλ. Δνη 40.988 επ.,Α. Γεωργιάδη, εις Ελλ.Δνη 36.1041 επ., ιδίως σελ. 1043). Με βάση, επομένως, τα από .....έγγραφα εμπιστεύματος, ως εμπιστευματοδόχοι οι Β1 και Β2 έφεραν το εκ του νόμου δικαίωμα στις μετοχές, ήταν δε τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "......... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και οι μετοχές της ανωτέρω εταιρείας μπορούσαν να μεταβιβασθούν εγκύρως μόνο με έγγραφη πράξη υπογεγραμμένη από αυτές. Στις 10-12-1993 η εταιρεία "........LIMITED" αγόρασε από την εταιρεία "....... LTD", αντί του ποσού των 6.300.000 δολ. ΗΠΑ, το προαναφερόμενο πλοίο "Γ1", το οποίο και μετονομάσθηκε σε "Γ". Στις 14-4-1994 το όνομα του πλοίου άλλαξε σε "Γ2", στις 17-11-1998 σε "Γ3" και στις 10-3-1999 πωλήθηκε από την εταιρεία "....... LIMITED" στην εταιρεία "...... LTD" αντί 3.396.800 δολ. ΗΠΑ και μετονομάσθηκε σε "Γ4". Μετά την αγορά του από την εταιρεία "....... LIMITED", τη διαχείριση του πλοίου αυτού ανέλαβε η ναυτιλιακή εταιρεία " .......LTD", την οποία διηύθυναν οι κατηγορούμενοι. Η εταιρεία αυτή, με καταστατική έδρα στη Λιβερία, είχε εγκαταστήσει Γραφείο στην Ελλάδα, το οποίο και διατηρούσε στον ...., επί της .... αρ. .... Στο ίδιο Γραφείο απασχολείτο ως αρχιμηχανικός ο εγκαλών Ψ1. Πρότειναν σ'αυτόν οι κατηγορούμενοι να του πωλήσουν, αντί του ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, μία (1) μετοχή της εταιρείας "...... LIMITED", η οποία θα κατείχετο από αυτούς υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου για ορισμένο χρονικό διάστημα και ακολούθως θα του τη μεταβίβαζαν. Ο εγκαλών δέχθηκε την πρόταση και συνυπέγραψε με τους κατηγορουμένους την από ..... πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (deed of trust). Δηλώνεται, από πλευράς κατηγορουμένων στο έγγραφο αυτό, ότι έκαστος εκ των κατηγορουμένων είναι ο εγγεγραμμένος ωφελούμενος κύριος (registered beneficial owner) πενήντα (50) κοινών μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας "........LIMITED" και ότι μία (1) από τις μετοχές αυτές έχει πληρωθεί από τον εγκαλούντα, ο οποίος, συνεπώς, είναι ο δικαιούχος αυτής. Ακολούθως συμφωνείται ότι η μετοχή αυτή θα κατέχεται από τους κατηγορουμένους υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων (trustees) προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) εγκαλούντος για το διάστημα μέχρι την εξόφληση του δανείου που είχε χορηγήσει η Τράπεζα ING BANK Ολλανδίας στην εταιρεία "....... LIMITED" με σκοπό να βοηθήσει την τελευταία στην αγορά του πλοίου "Γ", πρώην "Γ1". Ορίσθηκε δε ότι η (συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα) συμφωνία αυτή (του εμπιστεύματος) θα αναγιγνώσκεται και ερμηνεύεται από κάθε άποψη σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο. Η μεταξύ των κατηγορουμένων αφενός και του εγκαλούντος αφετέρου καταρτισθείσα ως άνω σύμβαση εμπιστεύματος δεν μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Κατά τα προαναφερόμενα, μόνον οι Β1 και Β2 μπορούσαν να μεταβιβάσουν μετοχές της εταιρείας "...... LIMITED". Ναι μεν σύμφωνα με τις οδηγίες των κατηγορουμένων ως δικαιούχων (beneficiaries), δηλαδή στο πρόσωπο που θα υπεδείκνυαν οι τελευταίοι, κατά τις πρόνοιες που διαλαμβάνονται στα από ...... έγγραφα εμπιστεύματος, αλλά με έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπογεγραμμένο από τις ίδιες και με εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο Μητρώο των Μελών της ανωτέρω εταιρείας καθώς και κοινοποίηση της μεταβίβασης στον Έφορο Εταιρειών και μάλιστα κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχής σε μη κάτοικο ....., ως ο εγκαλών. Εάν η μετοχή είχε μεταβιβασθεί στον εγκαλούντα από μία των Β1 ή Β2 θα μπορούσε ακολούθως και ο εγκαλών να συστήσει εμπίστευμα, μεταβιβάζοντας τη μετοχή στους κατηγορουμένους ως εμπιστευματοδόχους. Χωρίς τις μεταβιβάσεις αυτές, θα μπορούσε να συσταθεί εμπίστευμα, με τους κατηγορουμένους, που δεν ήταν ήδη εγγεγραμένοι ως μέτοχοι, ως εμπιστευματοδόχους και τον εγκαλούντα, ως δικαιούχο, εάν μία των Β1 ή Β2 μετεβίβαζε τη μετοχή στους κατηγορουμένους, κατά τον αυτό ως άνω τρόπο, και, ακολούθως, με πράξη συστάσεως εμπιστεύματος δήλωναν οι κατηγορούμενοι ότι η συγκεκριμένη μετοχή, που θα είχε πλέον εγγραφεί επ'ονόματι τους, κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου, κατόπιν δε και πάλιν της σχετικής αδείας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Σκοπός όμως των κατηγορουμένων, που ενεργούσαν από κοινού, μετά από συναπόφαση, δεν ήταν να κατέχεται από αυτούς ως εμπιστευματοδόχους η μετοχή προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου και μετά τη λήξη του εμπιστεύματος να μεταβιβασθεί η μετοχή στον εγκαλούντα, αλλά να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος δια της εισπράξεως από τον τελευταίο του ανωτέρω ποσού των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τιμήματος πωλήσεως σ'αυτόν μιας μετοχής, χωρίς η μετοχή αυτή να παρέχει δικαίωμα στον εγκαλούντα. Προς τούτο, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι είναι οι εγγεγραμμένοι μέτοχοι της εταιρείας "....... LIMITED" (εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας αυτής και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών) και, συνεπώς, ότι, μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαιούχου, ενώ στην πραγματικότητα τα πρόσωπα που είχαν εγγραφεί ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εν λόγω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας και μπορούσαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές σε τρίτους καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου ως δικαούχου, ήταν οι Β1 και Β2, γεγονός το οποίο, κατά τα ανωτέρω, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και το απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Με την ανωτέρω θετική απατηλή συμπεριφορά τους παραπλάνησαν οι κατηγορούμενοι τον εγκαλούντα και τον έπεισαν να καταρτίσει την από ...... συμφωνία και να τους καταβάλει το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, ως τίμημα για την αγορά μιας μετοχής, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε ο εγκαλών, εάν γνώριζε την αλήθεια. Από την πράξη δε αυτή των κατηγορουμένων, ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το καταβληθέν πιο πάνω ποσό, που πλήρωσε για αγορά μιας μετοχής, με αντίστοιχο σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος των κατηγορουμένων που το έλαβαν χωρίς να δικαιούνται ως τίμημα για την πώληση της μιας μετοχής που δεν μπορούσαν να κατέχουν αυτοί υπό την ιδιότητα των εμπιστευματοδόχων προς όφελος του εγκαλούντος ως δικαιούχου ούτε μπορούσαν να τη μεταβιβάσουν στον εγκαλούντα. Αλλ'ούτε ο τελευταίος διαδέχθηκε ένα από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 στην έννομη σχέση του με τις Β2 κα Β1, αντιστοίχως, ώστε να θεωρείται ότι περιήλθε ο εγκαλών σε ισοδύναμη νομική κατάσταση με αυτή που θα ευρίσκετο εάν η από ...... σύμβαση εμπιστεύματος ήταν έγκυρη και ότι, έτσι, έλαβε ισοδύναμο με τη μεταβίβαση της μετοχής περιουσιακό αντιστάθμισμα, ως εκ του οποίου η περιουσία του δεν υπέστη μείωση. Αναφέρεται στα από ..... έγγραφα εμπιστεύματος ότι οι Β1 και Β2 κατέχουν τις μετοχές για τους δικαιούχους και τους διαδόχους τους. Περιέχουν, δηλαδή, τον όρο της διατηρήσεως της ισχύος τους και της συνεχίσεως της λειτουργίας τους και με όποιο διάδοχο των δικαιούχων. Τέτοιος όμως δεν υπήρξε ο εγκαλών ως προς τη μία μετοχή. Τούτο δε διότι : 1) Οι μετοχές της εταιρείας "......LIMITED" έφεραν αριθμούς και δυνάμει των από .... εγγράφων εμπιστεύματος κατείχαν η μεν Β1 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ1 τις μετοχές με τους αριθμούς από 1 έως 50, η δε Β2 προς όφελος του κατηγορουμένου Χ2 τις μετοχές με τους αριθμούς από 51 έως 100, ήτοι τις συγκεκριμένες μετοχές που είχαν εγγραφεί επ' ονόματι της καθεμιάς. Στο από ..... έγγραφο όμως δεν διακρίνεται η μία μετοχή με τον αριθμό της, ούτε προσδιορίζεται με άλλο τρόπο και μάλιστα αν περιλαμβάνεται στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ1 ότι του ανήκουν ή στις 50 μετοχές που δήλωσε ο κατηγορούμενος Χ2 ότι του ανήκουν, και έτσι δεν μπορεί να συνδεθεί με το ένα από τα δύο εμπιστεύματα που ιδρύθηκαν με τα από ..... έγγραφα και το καθένα από τα οποία αποτελεί διμερή έννομη σχέση. 2) Οι Β1 και Β2 δεν μπορούσαν να ενεργήσουν ως εμπιστευματοδόχοι για λογαριασμό πλέον του εγκαλούντος, ενός "μη κατοίκου" (.....), χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που δεν υπήρξε, και 3) τα εμπιστεύματα που συνεστήθησαν με τα από ..... έγγραφα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν, ούτε στο πλαίσιο της διαδοχής, με το εμπίστευμα που συνεστήθη με το από .... έγγραφο, καθώς με το τελευταίο φέρονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι ως εμπιστευματοδόχοι έναντι του εγκαλούντος ως προς τη μία μετοχή. Ο σκοπός των κατηγορουμένων να αποκομίσουν ως περιουσιακό όφελος το ως άνω χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να παρέχει στον εγκαλούντα δικαίωμα η μία μετοχή, αποδεικνύεται και από την κατά τα άνω παράλειψη της συγκεκριμενοποιήσεως της μιας μετοχής στο από ..... έγγραφο καθώς και από το γεγονός ότι παρόλο που στις 22-11-1994 έληξε, με την εξόφληση του αναφερομένου στο από ..... έγγραφο δανείου, το περιορισμένο χρονικό διάστημα για το οποίο είχε συσταθεί, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το εμπίστευμα, και, κατά τα οριζόμενα στο έγγραφο αυτό, έπρεπε η μετοχή να αποδοθεί στον εγκαλούντα, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι ουδέν έπραξαν για τη μεταβίβαση μέσω είτε της Β1 είτε της Β2 μιας μετοχής στον εγκαλούντα ούτε το 1994, ούτε περί τα τέλη Ιουνίου του 2003, όταν ο εγκαλών απέστειλε στους κατηγορουμένους εξώδικη πρόσκληση, προκειμένου να του αποδώσουν τον τίτλο της μετοχής, ούτε και μεταγενεστέρως. Ουδέποτε ο εγκαλών έλαβε στα χέρια του την αγορασθείσα μετοχή. Το μετοχικό καθεστώς της εταιρείας "....... LIMITED" εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο. Την ανωτέρω πράξη της απάτης τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, λαμβανομένου υπόψη ότι παραπλάνησαν τον παθόντα βάσει ειδικώς προς τούτο σχεδίου και με σκοπό πορισμού εισοδήματος και ότι με τον παραπάνω τρόπο έπεισαν και τρίτο πρόσωπο και δη τον Ζ1 να καταβάλει σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 201.600 δολ. ΗΠΑ για την αγορά οκτώ (8) μετοχών της εταιρείας "......... LIMITED", το δε συνολικό αποκομισθέν περιουσιακό τους όφελος καθώς και η συνολική αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ (ή 5.000.000 δραχμών) και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 18.021,23 ευρώ (ή 6.140.736 δραχμών). Το τίμημα για την αγορά της μιας μετοχής κατέβαλε ο εγκαλών στους κατηγορουμένους, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της διαχειρίστριας του πλοίου "Γ" εταιρείας "...... LTD", στις 23-12-1993, ήταν δε αυτό 25.200 δολ. ΗΠΑ και όχι 26.800 δολ. ΗΠΑ, ως δέχεται το εκκαλούμενο βούλευμα, χωρίς πάντως, το ύψος του ποσού της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη της απάτης των κατηγορουμένων σε βάρος του εγκαλούντος να επιδρά, μετά τον προσδιορισμό του σε 25.200 δολ. ΗΠΑ, στον χαρακτηρισμό της απάτης ως κακουργηματικής. Με την κατά την ως άνω ημερομηνία της πληρωμής (23-12-1993), ισοτιμία δραχμής και δολαρίου ΗΠΑ, το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο ποσό των 6.140.736 δραχμών (25.200 δολ. ΗΠΑ Χ 243,68 δρχ.) ή 18.021,23 ευρώ, ήτοι σε ποσό που και πάλιν υπερβαίνει αυτό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Αποδεικνύεται δε ότι ο εγκαλών κατέβαλε στους κατηγορουμένους για την αγορά της μιας μετοχής το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ από το προσκομισθέν από τον ίδιο από 23-12-1993 γραμμάτιο εισπράξεως (και απόδειξη) στο οποίο ως συνολικό ποσό αναφέρεται αυτό των "26.000" και εντός του πλαισίου υπό την ένδειξη "αιτιολογία εγγραφής" αναγράφεται "1% for p. price Γ + $ 800" ή σε μετάφραση "1% για αξία πόντου Γ + 800 δολ. ΗΠΑ". Δηλαδή, το συνολικό εμβασθέν ποσό ανήρχετο σε 26.000 δολ. ΗΠΑ εκ των οποίων τα 25.200 αφορούσαν στη μετοχή και τα υπόλοιπα 800 σε άλλη αιτία. Το αυτό χρηματικό ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ ανά μετοχή κατέβαλε και ο Ζ1 στους κατηγορουμένους. Εκ παραδρομής αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα ότι ο Ζ1 κατέβαλε στους κατηγορουμένους το ποσό των 25.200 δολ. ΗΠΑ και για τις οκτώ μετοχές αντί του ορθού 201.600 δολ. ΗΠΑ (25.200 Χ 8). Με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η απάτη και κατά το πρωτόδικο βούλευμα, αφού, όπως δέχεται, κατά την έννοια των αναφερομένων σ'αυτό, οι κατηγορούμενοι παρέπεισαν τον εγκαλούντα σε καταβολή του ποσού των 26.800 δολ. ΗΠΑ (όπως προσδιόρισε) για την αγορά μιας μετοχής με τη ψευδή δήλωση ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των 100 μετοχών της εταιρείας "......... LIMITED", οι οποίοι ήσαν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελών της ανωτέρω εταιρείας και στο Μητρώο Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρα και ότι μπορούσαν να μεταβιβάσουν οι ίδιοι τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας σε άλλο πρόσωπο, καθώς και να κατέχουν τις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι προς όφελος άλλου, ως δικαιούχου), υπό την έννοια δε αυτή, ότι δηλαδή το γεγονός τούτο είναι ψευδές γίνεται μνεία ότι απέκρυψαν αθεμίτως το αληθές γεγονός ότι τις ανωτέρω ιδιότητες είχαν οι Β1 και Β2. Ο χαρακτηρισμός της από ..... πράξεως συστάσεως εμπιστεύματος από το πρωτόδικο βούλευμα ως συμβάσεως παρακαταθήκης, αφορά στην απόδοση στην ελληνική των όρων, ως σχετικώς μεταφράζουν τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και ο εγκαλών, και δεν επηρεάζει την κατηγορία, το δε αναφερόμενο ότι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι ήταν οι πραγματικοί κάτοχοι και νομείς των μετοχών ακολουθεί τη γενόμενη από Δικηγόρο μετάφραση του από ...... εγγράφου που προσκόμισε ο εγκαλών και δεν αφίσταται ούτε της έννοιας της δηλώσεως των κατηγορουμένων ούτε των δικαιωμάτων που (δεν είχαν αυτοί και) είχαν οι Β1 και Β2 στις μετοχές ως εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που ενεγράφησαν ως μέτοχοι στο Μητρώο Μελών της εταιρείας "...... LIMITED" και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Είχαν οι Β1 και Β2 την κυριότητα εκ του νόμου των μετοχών τις οποίες και κατείχαν. Η κυριότητα εκ του νόμου συνιστά ένα τρόπο, με τον οποίο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο εμπιστευματοδόχος μπορεί να ενεργεί ως κύριος της περιουσίας του εμπιστεύματος, απολαμβάνοντας ευρείες εξουσίες εκποιήσεως και διαθέσεως. Η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον Ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει και αυτή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαλαμβάνουσα ότι οι κατηγορούμενοι εν γνώσει παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι τυγχάνουν μέτοχοι της εταιρείας "........ LIMITED" και ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν μετοχή της ανωτέρω εταιρείας (στην έλλειψη δε δυνατότητας μεταβιβάσεως της μετοχής εμπεριέχεται και η έλλειψη δυνατότητας συστάσεως εμπιστεύματος στη μετοχή με εμπιστευματοδόχους τους κατηγορουμένους). Η κατά τον τρόπο αυτό διατυπωθείσα εις βάρος των κατηγορουμένων κατηγορία στοιχείται με τα αναφερόμενα στην από 21-11-2003 έγκληση του παθόντος Ψ1. Αντιθέτως δε προς ό,τι υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας ο προσδιορισμός με μεγαλύτερη σαφήνεια των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη διωκόμενη πράξη με το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, όπως προέκυψαν από την ανάκριση, και ειδικότερα, εν προκειμένω, εκ της αντιπαραβολής της εγκλήσεως και της απαγγελθείσας κατηγορίας από τον Ανακριτή αφενός και αφετέρου της διατυπουμένης κατηγορίας στο διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, προκύπτει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της πράξεως εκείνης η οποία διαλαμβάνεται στην έγκληση και για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και εκείνης για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι -εκκαλούντες από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο για να δικασθούν. Βάσει δε των ανωτέρω, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι απάτης που τέλεσαν από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε με το εκκαλούμενο βούλευμα του-αν και με εν μέρει διαφορετικές και εν μέρει ελλιπείς, σε σχέση και προς το εμπίστευμα, αιτιολογίες- τους κατηγορουμένους - εκκαλούντες στο ακροατήριο του ως άνω αρμόδιου Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, δεν έσφαλε, κατ'αποτέλεσμα. Ύστερα από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού μεταρρυθμισθεί και διορθωθεί προηγουμένως αυτό α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1 ημερομηνίας 22-11-1994 και δ) δια της απαλείψεως των άρθρων 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων, έτσι ως προεκτέθηκε, δεν μπορεί να αποδοθεί σ'αυτούς με την κατ'εξακολούθηση μορφή, καθόσον ο εγκαλών πλανήθηκε μία φορά, στις 10-12-1993, όταν και η τελείωση της από μέρους των κατηγορουμένων απατηλής συμπεριφοράς τους, χωρίς οι κατηγορούμενοι να προβούν σε άλλες προς αυτόν διαβεβαιώσεις, δεδομένου ότι ούτε και εκείνος κινήθηκε κατ'αυτών έως την προς αυτούς αποστολή της εξώδικης δηλώσεως. Παρότι και το εκκαλούμενο βούλευμα, με αναφορά στο σύνολο της ενσωματωμένης σ'αυτό Εισαγγελικής προτάσεως, δέχθηκε ότι μία πράξη απάτης υπάρχει, ο χρόνος τελέσεως της οποίας προσδιορίζεται στην Εισαγγελική πρόταση αλλά και στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, όταν εξειδικεύεται η πράξη, στις 10-12-1993, εν τούτοις στην αρχή του διατακτικού του βουλεύματος αυτού προστίθεται και η ημερομηνία 22-11-1994. Περαιτέρω, τα άρθρα 197, 513 επ., 823, 330 του Α.Κ. παρατίθενται στο πρωτόδικο βούλευμα ως θεμελιώνοντα την υποχρέωση των κατηγορουμένων να ανακοινώσουν στον εγκαλούντα τα αληθινά γεγονότα. Η ύπαρξη όμως υποχρεώσεως για ανακοίνωση αυτών απαιτείται μόνον στην περίπτωση της παρασιωπήσεως, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η απάτη δεν τελέσθηκε με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών αλλά με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων. Με βάση τις παραδοχές και σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις που άσκησαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι κατά του υπ' αριθμ. 903/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο έχει αποφανθεί την παραπομπή αυτών ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου, μεταρρύθμισε δε και διόρθωσε το πιο πάνω πρωτόδικο βούλευμα α) ως προς το ποσό του συνολικού οφέλους και της συνολικής ζημίας από 26.800 δολάρια ΗΠΑ ή 6.530.624 δραχμές ή 19.165 ευρώ σε 25.200 δολάρια ΗΠΑ ή 6.140.736 δραχμές ή 18.021,23 ευρώ, β) ως προς το ποσό που κατέβαλε ο Ζ1, στους κατηγορουμένους από 25.200 δολάρια ΗΠΑ σε 201.600 δολάρια ΗΠΑ γ) απάλειψε την ημερομηνία 22-11-1994 ως (δεύτερο) χρόνο τελέσεως της απάτης και δ) απάλειψε τα άρθρα 197, 513 επ. 823, 330 του Α.Κ. Επίσης επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, όπως μεταρρυθμίστηκε και διορθώθηκε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την υπό των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι από κοινού, κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, παραθέτει δε, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 45 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, πλην άλλων, α) τα ψευδή γεγονότα (αναφερόμενα στο παρόν) που εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι παρέστησαν ως αληθινά, με τα οποία παραπλανήθηκε ο εγκαλών και πλήρως εξειδικεύεται η κατά τον πρώτο τρόπο τέλεση της απάτης β) τα πραγματικά περιστατικά της συμμετοχικής δράσης των αναιρεσειόντων στην τέλεση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης. Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 8/3-4-2007 και 9/4-4-2007 αιτήσεις των: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 103/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση και πλαστογραφία μετά χρήσεως, με σκοπό οφέλους δια βλάβης τρίτου, με συνολικό όφελος καθώς και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως λόγω ασαφειών. Η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς. Δεν είναι απαραίτητη, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο βούλευμα. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη, Εξακολουθούν έγκλημα, Τοκογλυφία.
0
Αριθμός 1033/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις: α) του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, και β)της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαδογιαννάκη, για αναίρεση της 2541α-2586-2693/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 26/18-5-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σοφρωνιάδη και την από 24 Μαϊου 2007 αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 887/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέως και εν μέρει δεκτή της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορουμένης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1)η 26/18-5-2007 αίτηση (έκθεση) του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή και 2) η από 24-5-2007 αίτηση (δήλωση) της Χ1, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση των 2541α - 2586 - 2693/2006 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ.α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 (483 παρ.3, 473 παρ.3 ΚΠΔ), την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως καταδικαστικής ή αθωωτικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των των οποίων και η έλλειψη της, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας . Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 τη ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά, από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση, αντικαταστάθηκε με τη φράση "Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, κατάρτιση πλαστού εγγράφου αποτελεί και η κατάχρηση της υπογραφής άλλου, που είχε τεθεί σε λευκό χαρτί, αφού το τελευταίο, προτού συμπληρωθεί, δεν αποτελεί έγγραφο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει κατάρτιση πλαστού εγγράφου, όταν η συμπλήρωση του λευκού γίνεται χωρίς να γνωρίζει εκείνος που το έχει υπογράψει και παρά τη θέλησή του. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται, μετά την ισχύ του ν. 2408/1996, η οποία ως επιεικέστερη έχει αναδρομική ισχύ, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (73.000 ευρώ), ενώ, κατά τη δυσμενέστερη πιο πάνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, πρέπει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. . Περαιτέρω, κατά την έννοια του αρ.242 παρ.1 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 α και 263 Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για την σύνταξη ή έκδοση εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ και δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ'αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και γ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά. Για την κακουργηματική μορφή της πράξης της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται προσέτι η διαπίστωση ότι ο δράστης ενήργησε με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο περιουσιακό όφελος ή να βλάψει παράνομα κάποιον άλλο, χωρίς να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εφόσον, σύμφωνα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.7 εδ. β του Ν. 2408/1996, η οποία ως επιεικέστερη έχει αναδρομική ισχύ, το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ - άρθρο 5 ν.2943/2001). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος, με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε την κατηγορουμένη α) ένοχη, κατά πλειοψηφία (4-1) για κακουργηματική πλαστογραφία, με χρήση πλαστών, κατ' εξακολούθηση, και β) αθώα ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική ψευδή βεβαίωση. Με τις κρινόμενες αναιρέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν παραδεκτώς και εμπροθέσμως, προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση, ως προς μεν την καταδικαστική της διάταξη, με την αίτηση της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας, ως προς δε την αθωωτική αυτής διατάξη, με την αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση, ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, το Δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά " Στις 16-3-1980, απεβίωσε, στο Ινσμπουργκ Αυστρίας ο Γ1, αδελφός του δεύτερου συζύγου της κατηγορουμένης, κάτοικος εν ζωή Γαλλίας . Αυτός κατέλιπε την από ...... ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία αυτός (Γ1) κληροδότησε στο δήμο Καρλοβασίου Σάμου και στο φιλανθρωπικό σωματείο "Κοινωνική Μέριμνα" Μοσχάτου Αττικής, το οποίο είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, κατά το 1/4 στο καθένα, από τις καταθέσεις του σε ξένο συνάλλαγμα στο εξωτερικό και ειδικότερα σε δολάρια ΗΠΑ, λίρες Αγγλίας, μάρκα Γερμανίας, καθαρό χρυσό και σειρά αναμνηστικών νομισμάτων Αιθιοπίας. Για την εκπλήρωση των ως άνω κληροδοτημάτων βάρυνε ο διαθέτης Γ1 τον αδελφό του Γ2, ο οποίος με την από 17-10-1985 απόφαση του Πρωτοδικείου Τουλώνος αναγνωρίστηκε κληρονόμος του. Στη συνέχεια ο Γ2 ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία του αδελφού του Γ1, όπως περιγράφηκε παραπάνω, στην οποία περιλαμβανόταν και τα υπέρ του δήμου Καρλοβασίου και του φιλανθρωπικού σωματείου "Κοινοτική Μέριμνα" Μοσχάτου κληροδοτήματα που ανερχόταν για μεν το δήμο Καρλοβασίου στο ποσό των 250.000 δολαρίων ΗΠΑ και 7.500 χάρτινων λιρών Αγγλίας, για δε το φιλανθρωπικό σωματείο, στο ποσό των 250.000 δολαρίων ΗΠΑ και 7.250 χάρτινων λιρών Αγγλίας, μετέφερε στη Λωζάνη και κατέθεσε τις παραπάνω χρηματικές καταθέσεις σε ατομικό του λογαριασμό στην εκεί τράπεζα ΙNDOSUEZ, ενσωματώνοντας έτσι στην περιουσία του και τα ανήκοντα στους δικαιούχους δήμο Καρλοβασίου και φιλανθρωπικό ίδρυμα "Κοινωνική Μέριμνα" παραπάνω κληροδοτήματα, με τα οποία ήταν βεβαρημένος και τα οποία ουδέποτε απέδωσε στα προαναφερόμενα πρόσωπα μέχρι τον λαβόντα χώρα, κατά την 10-6-1996 θάνατό του. Κατά το έτος 1986, ήλθε σε γάμο με την κατηγορουμένη Χ1. Από τον πρώτο γάμο αυτός απέκτησε δύο θυγατέρες την Β1 και Β2. Με την από ..... ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το 3643/4-10-1994 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε κληρονόμους του τις προαναφερόμενες θυγατέρες του, στις οποίες κατέλιπε τα προσδιοριζόμενα στη διαθήκη αυτή περιουσιακά στοιχεία, στα οποία δεν περιλαμβανόταν και το κληρονομικό μερίδιο του επί της προμνημονευόμενης κληρονομιαίας περιουσίας του αδελφού του Γ1. Επομένως, επειδή τα καταληφθέντα στους προαναφερόμενους κληρονόμους του περιουσιακά στοιχεία δεν εξαντλούσαν την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη Γ2, αφού δεν περιλαμβανόταν σ'αυτά και η κληρονομιαία περιουσία του αδελφού του Γ1, κατά τη μερίδα που του ανήκει, ως προς αυτή, θα χωρήσει η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και τα 2/8 εξ αδιαιρέτου θα περιέλθουν στη σύζυγό του κατηγορουμένη, τα δε 3/8 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία από τις προαναφερόμενες θυγατέρες του. Ο Γ2 έπασχε από τη νόσο του ALZHAIMER, η οποία εξελίσσεται βραδέως. Ήδη από το έτος 1991 ήταν εμφανής η σωματική νοητική του κατάπτωση και ήταν έντονη η έλλειψη βούλησης. Από το έτος 1993 ο Γ2 είχε περιέλθει σε πλήρη κατάπτωση των σωματικών και πνευματικών λειτουργιών του, ώστε να μη θεωρείται ικανός για δικαιοπραξία. Περί αυτού καταθέτει στο πρωτόδικο δικαστήριο η Ζ1, η οποία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός στην οικία και, παρά ταύτα, ο Γ2 δεν την αναγνώριζε. Ακόμη και η Ζ2, που εργάστηκε ως οικιακή βοηθός, από 1-6-1993 έως Φεβρουάριο 1994, κατέθεσε τόσο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ότι δεν είχε επικοινωνία με το περιβάλλον, ότι είχε κινητικά προβλήματα και ήταν κατάκοιτος. Του έκαναν εξάσκηση πως θα υπογράψει, η κατηγορουμένη με τον υιόν της. Η ίδια (Ζ2) κατέθεσε χαρακτηριστικά ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η κατηγορουμένη με τον υιόν της του έδωσαν λευκό χαρτί να υπογράψει. Ο ιατρός ......, που τον εξέτασε το 1994, διαπίστωσε ότι ήταν σε προχωρημένο στάδιο άνοιας, ότι δεν είχε επικοινωνία με το περιβάλλον. Χαρακτηριστικά καταθέτει ότι ήταν σαν "σανίδα". Συμπεραίνει ότι δεν ήταν ικανός για δικαιοπραξία το 1994, αλλά και το προηγούμενο έτος τουλάχιστον. Ο ιατρός ....., που τον εξήτασε στις 11-5-1993, διαπίστωσε σαφέστατες κινητικές δυσκολίες. Ο ίδιος τον εξήτασε και τον Ιούνιο 1993 και διαπίστωσε ότι ήταν στην ίδια κατάσταση. Και ο ιατρός ....... προσδιορίζει το χρόνο αρχής της νόσου από το 1984. Αυτός ήταν ο θεράπων ιατρός από αρχές του 1996 και καταθέτει ότι με βιοψία διαπιστώθηκε ότι έπασχε από Αλτσχάιμερ. Καταθέτει δε με σαφήνεια με βάση το ιστορικό του ασθενούς, ότι, από το 1991 τουλάχιστον, δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα. Περαιτέρω, καταθέτει η εγγονή του Γ2 ότι επισκέφθηκε τον παππού της, δύο μήνες μετά το Πάσχα του έτους 1993 και παρατήρησε ότι ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να πιάσει κάτι και δεν την αναγνώρισε. Η ατροφία του φλοιού του εγκεφάλου, συνεπεία της νόσου ΑLZHAIMER διαπιστώθηκε εργαστηριακά στις ....., με αξονική τομογραφία και στη συνέχεια και με ιστολογική εξέταση (βιοψία). Μετά από αίτηση των θυγατέρων του Β1 και Β2, εκδόθηκε η με αριθμό 2708/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, με την οποία ο Γ2 τέθηκε σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης. Και ενώ αυτός βρισκόταν στην προεκτεθείσα κατάσταση, η κατηγορουμένη Χ1 προσχεδίασε να σφετεριστεί την κινητή περιουσία, που αποτελείτο από την προαναφερόμενη κατάθεσή του σε ατομικό λογαριασμό στην τράπεζα της Λωζάνης ΙNDOSUEZ. Έτσι η κατηγορουμένη αρχικά απέστειλε FΑΧ, συντεταγμένο με κεφαλαία γράμματα στη γαλλική γλώσσα προς το δικηγόρο της Λωζάνης J. ΗΕΙΜ. Με την επιστολή αυτή, με ημερομηνία ....., που ήταν, όπως προειπώθηκε, συντεταγμένη με κεφαλαία γράμματα για να μην είναι ευχερής η απόδοση της γραφής σε συγκεκριμένο πρόσωπο κατά τη γραφολογική εξέταση, ο Γ2 ζητούσε δήθεν να πληροφορηθεί από το δικηγόρο για το κατάλοιπο του ατομικού του λογαριασμού. Ακολούθως, στις 27-5-1993, απέστειλε δεύτερη επιστολή, δακτυλογραφημένη, στη γαλλική γλώσσα, με παραλήπτη τον ίδιο δικηγόρο. Μετά την επιστολή αυτή, ο φερόμενος ως αποστολέας Γ2, πληροφορούσε το δικηγόρο αυτό, ότι για την κατάθεση από την κληρονομιά του αδελφού του Γ1 θα συνεργαζόταν πλέον με το δικηγόρο Ανδρέα Τίκαρδο, που είναι τριτεξάδελφος της κατηγορουμένης. Παράλληλα, έδινε εντολή στην Τράπεζα INDOSUEZ , να στείλει το υπόλοιπο του λογαριασμού του σε ατομικό του λογαριασμό στην ΑΜΕRICΑΝ ΕΧPRESS στην Ελλάδα. Τέτοιο όμως λογαριασμό δεν τηρούσε ο Γ1 στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο θα έπρεπε να το γνωρίζει ο Γ2, αν ήταν πράγματι ο συντάκτης της επιστολής. Την ίδια ημερομηνία (27-5-1993), η κατηγορουμένη απέστειλε προς την τράπεζα INDOSUEZ της Λωζάνης δακτυλογραφημένη επιστολή, συντεταγμένη στη γαλλική γλώσσα, με την οποία φερόταν ότι δήθεν ο σύζυγός της Γ2 έδινε εντολή στην εν λόγω τράπεζα να αποστείλει ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του λογαριασμού του, μαζί με τους τόκους, στον υπ' αριθμόν ...... κοινό λογαριασμό αυτού και της κατηγορουμένης, της ΑΜΕRICΑΝ ΕΧPRESS της Αγίας Παρασκευής. Και είναι μεν αληθές ότι οι υπογραφές που τέθηκαν κάτω από το κείμενο των επιστολών, οι οποίες και φέρουν εμφανή στοιχεία παθολογικής χάραξης, έχουν τεθεί από τον Γ2, αλλά το κείμενο των επιστολών αυτών δεν έχει γραφεί από τον Γ2, αλλά από την κατηγορουμένη, η οποία και προσδοκούσε συμφέρον από τη σύνταξη των επιστολών. Ο Γ2, κατά το χρόνο σύνταξης των επιστολών αυτών, λόγω της κατάστασης της υγείας του, ήταν αδύνατο να κατανοήσει και διατυπώσει το περιεχόμενό τους, αλλά και να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς τη βούλησή του. Η κατάρτιση και αποστολή των επιστολών αυτών τόσο προς το δικηγόρο ΗΕΙΜ, όσο και στην τράπεζα INDOSUEZ, έγινε από την κατηγορουμένη, προκειμένου να παραπλανήσει τον εν λόγω δικηγόρο, όσο και τους υπαλλήλους της εν λόγω τράπεζας, όπως και τους παραπλάνησε και μεταβίβασαν από τον ατομικό λογαριασμό του συζύγου της σε κοινό λογαριασμό αυτής και εκείνου στην ΑΜΕRICΑΝ ΕΧPRESS 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ και 29.000 λίρες (χάρτινες) Αγγλίας, που προέρχονταν από την κληρονομιά του Γ1. Τα ποσά αυτά ανέλαβε την ίδια ημέρα η κατηγορουμένη και έκλεισε το λογαριασμό και στις 25-2-1994 κατάθεσε στον υπ' αριθμό ..... κοινό λογαριασμό αυτής και του συζύγου της στην ίδια τράπεζα το ποσό των 889.459, 27 δολαρίων ΗΠΑ, τον οποίο λογαριασμό στις 22-6-1995 έκλεισε, ήτοι μέσα σε τρεις ημέρες από την επίδοση σ' αυτήν της υπ' αριθμ 3715/1995 απόφασης του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διορίστηκε επίτροπος του Γ2 ο ......., σε αντικατάσταση αυτής. Με τις επιμερικότερες αυτές πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, σκόπευε η κατηγορουμένη να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τις θυγατέρες του Γ2 Β1 και Β2, κατά το ποσό του εξ αδιαθέτου μεριδίου τους, προξενήθηκε δε σ' αυτές, με τις επιμερικότερες αυτές ομοειδείς πράξεις της κατάρτισης των προαναφερόμενων πλαστών εγγράφων, των οποίων στη συνέχεια έκανε χρήση, και είχαν και τις έννομες συνέπειες, δηλαδή τη μετακίνηση χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την κατηγορουμένη, στο ιδιαίτερο σημείωμα που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, ζημία υπερβαίνουσα κατά πολύ το ποσό των 25.000.000 δραχμών για την καθεμία, με αντίστοιχο όφελος που επιδίωξε η κατηγορουμένη αυτή". Με τις σκέψεις αυτές, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη, με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α και ε του ΠΚ, κατά πλειοψηφία, κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, κατ' εξακολούθηση , όπου το όφελος, για κάθε επί μέρους πράξη, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) (άρθρο 216 παρ.1, 3 ΠΚ). Για την πράξη της δε αυτή, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Αντιθέτως, ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, που τελέστηκε από τον συμβολαιογράφο Αθηνών Κωνσταντίνο Ζαγκλή στο ....... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε (4-1), έκρινε ότι η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα. Για να στηρίξει την αθωωτική του κρίση το Δικαστήριο για την πράξη αυτή, διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία " .....Και τούτο, διότι, σχετικά με τη σύνταξη του πληρεξουσίου, εκτός από όσα αναφέρονται παραπάνω στη γνώμη της μειοψηφίας για την κατάσταση του ασθενούς, αποδεικνύεται επίσης ότι η υπογραφή είναι γνήσια υπογραφή του Γ2.Οι γραφολόγοι, εξάλλου, που όρισε ο συμβολαιογράφος να γνωμοδοτήσουν για τη γνησιότητα της υπογραφής προχωρούν ένα βήμα παραπάνω, επειδή τους τέθηκε σχετικό ερώτημα, και γνωμοδοτούν ότι οι υπογραφές στο πληρεξούσιο παρουσιάζουν γραφικές αλλοιώσεις δηλωτικές της σωματικής του αδυναμίας, της εξασθένησης της οράσεως και των διαταραχών του νευρικού συστήματος αυτού, διατυπώνονται όμως με συνεχή συνδέσμωση (χωρίς διακοπές, λεκτικά ή συνεκτικά χάσματα), ενώ τα επί μέρους σχήματα φέρονται χωρίς διορθώσεις, διπλασιασμούς ή ατελείς χαράξεις, αποδεικνύοντας τη συνέχεια της συνεργασίας εγκεφάλου και γραφικών μυών και την αρκετά κανονική, ακόμη, κατά το χρόνο αυτό, τουλάχιστον, λειτουργία των νοητικών, ψυχικών και σωματικών λειτουργιών του Γ2 και αιτιολογούν τη γνώμη τους αυτή. Για τη γνησιότητα της υπογραφής στο πληρεξούσιο γνωμοδοτεί, μετά από εντολή των θυγατέρων του Γ2 και η γραφολόγος ......, κατά μήνα Δεκέμβριο 1993. Επιπροσθέτως, δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι η κατηγορουμένη με τη χρησιμοποίηση της πειθούς, φορτικότητας, συνεχείς προτροπές και υποσχέσεις υλικών ανταλλαγμάτων, προκάλεσε στο συμβολαιογράφο την απόφαση να συντάξει το επίδικο πληρεξούσιο, παρά το γεγονός ότι ο ασθενής σύζυγος της δεν αντιλαμβανόταν τα συμβαίνοντα στο περιβάλλον του. Οι καταθέσεις των γυναικών που φρόντιζαν τον ασθενή είναι αόριστες, αντιφατικές και επομένως, ελάχιστα πειστικές, αφού ομιλούν για συμβολαιογράφο που ήλθε και έφυγε, χωρίς να προσδιορίζουν το όνομά του και στη συνέχεια αποφεύγουν να πουν ότι είδαν το συγκεκριμένο συμβολαιογράφο να φθάνει στην κατοικία του ζεύγους...." V. Το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την περί ενοχής κρίση του για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, αφού, ως προς αυτήν, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης αυτής πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα , καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, με την συνεκδικαζόμενη αίτησή της προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η αιτιολογία της καταδικαστικής γι' αυτήν απόφασης είναι ελλιπής και ασαφής, διότι δεν αναφέρει με ποιες σκέψεις και από ποια πραγματικά περιστατικά οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι τρεις επιστολές εγράφησαν και απεστάλησαν από την αναιρεσείουσα, πότε εγράφησαν αυτές και πότε χρονικώς υπεγράφησαν από τον Γ2, του οποίου η υπογραφή δεν αμφισβητείται και δεν διευκρινίζει, αν το κείμενο των τριών επιστολών είχε γραφεί πριν ή μετά τη θέση των υπογραφών σε αυτές, καθώς επίσης, εφόσον γίνεται δεκτό ότι οι υπογραφές στα επίμαχα έγγραφα ήταν γνήσιες "η έστω και με εξαπάτηση του εκδότη λήψης της υπογραφής του δεν στοιχειοθετεί κατάρτιση πλαστού εγγράφου κι αν ακόμα αυτός πάσχει από γεροντική άνοια". Επίσης η αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι οι δύο πρώτες επιστολές (προς τον δικηγόρο Heim) δεν μπορούσαν να έχουν, για τους διαλαμβανόμενους στην αίτηση λόγους, έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να μην νοείται και αντίστοιχη επιδίωξη (σκοπός) αυτής να παραπλανήσει τον παραλήπτη τους και, κατά συνέπεια, ελλείψει σκοπού παραπλάνησης για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομη συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται πλαστογραφία. Περαιτέρω δε, ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι, ακόμη και αν διαπράχθηκε η πλαστογραφία, αυτή θα ήταν σε βαθμό πλημμελήματος, διότι οι δύο μεν πρώτες επιστολές δεν επιδίωκαν περιουσιακή μετακίνηση και, επομένως, δεν εσκόπευαν σε όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ενώ η τρίτη επιστολή της 27-05-1993, προς την Τράπεζα Indosuez, δεν ήταν πρόσφορη να επιφέρει όφελος μεγαλύτερο των 25.000.000 δραχμών, μετά την αφαίρεση του φορολογικού προστίμου που είχε επιβληθεί από το γαλλικό δημόσιο σε βάρος του Γ2, αφού το ποσό που θα εναπέμενε, δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 15.000.000 δραχμών, με συνέπεια η πλημμεληματική αυτή πλαστογραφία, να έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 111 παρ. 3 ΠΚ, ισχυρισμό, τον οποίο, αν και προέβαλε, η αναιρεσιβαλλομένη δεν απάντησε. Επιπλέον δε, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η καταδίκη για πλαστογραφία σε βάρος των Β1 και Β2 είναι αβάσιμη, διότι αυτές δεν θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον πατέρα τους Γ2. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω (παρ. ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, κατάρτιση πλαστού εγγράφου αποτελεί και η κατάχρηση της υπογραφής άλλου, που είχε τεθεί σε λευκό χαρτί, δηλαδή όταν η συμπλήρωση του λευκού εγγράφου γίνεται χωρίς να γνωρίζει εκείνος που το έχει υπογράψει και παρά τη θέληση του, αφού το τελευταίο, προτού συμπληρωθεί δεν αποτελεί έγγραφο. Κατά τις σαφείς δε παραδοχές της προσβαλόμενης απόφασης, το κείμενο των τριών επιστολών είχε γραφεί κατά τους αναφερόμενους στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης χρόνους, όταν ήδη ο Γ2 είχε θέσει τις υπογραφές του στο (λευκό) χαρτί, επί του οποίου γράφηκε στη συνέχεια το κείμενο των επιστολών, χωρίς την θέλησή του και χωρίς αυτός να είναι σε θέση γνωρίζει το περιεχόμενό τους, λόγω της ασθενείας του. Όλες δε οι επιστολές αυτές είχαν έννομες συνέπειες, αφού, με τη χρήση αυτών, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η αναιρεσείουσα πέτυχε την μεταβίβαση του ποσού του 1.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και 29.000 χάρτινων λιρών Αγγλίας από την Τράπεζα της Λωζάνης (Indosuez) στην Amerikan Express στην Ελλάδα σε κοινό λογαρισμό της ίδιας και του συζύγου της. Το ποσό δε αυτό είναι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, το όφελος που επιδίωξε και πέτυχε η αναιρεσείουσα, με την χρήση της κάθε μιάς πλαστής επιστολής, και το οποίο σαφώς υπερβαίνει, σε κάθε περίπτωση, το ποσό των 25.000.000 δραχμών και συνεπώς στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, κακουργηματική και όχι πλημμεληματική πλαστογραφία και ορθώς, ακολούθως, το Δικαστήριο απέρριψε "τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης "περί πλημμεληματικών πράξεων" και συνακόλουθα δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με την στηριζόμενη στο πλημμεληματικό χαρακτήρα της πράξεως, ένσταση παραγραφής. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν το ύψος του οφέλους, κατά τον υπολογιζόμενο κατ' αυτήν τρόπο, τα επιχειρήματα αυτής ως προς την ανυπαρξία εννόμων συνεπειών από την πλαστογράφηση των επιστολών και την ανυπαρξία κληρονομικού δικαιώματος, επί του πιο πάνω ποσού, της Β1 και της Β2, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται, αν το μη αναγνωσθέν έγγραφο ρητώς μνημονεύεται κατά τα κύρια αυτού σημεία σε άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αναιρέσεως, προβάλλει, την αιτίαση ότι το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη του έγγραφα μη αναγνωσθέντα, τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του. Ειδικότερα, κατά λέξη, ισχυρίζεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, μνημονεύονται ως εξής τα έγγραφα, που έλαβε υπόψη και δεν αναγνώσθηκαν. "....... Στη σελίδα 56 του αιτιολογικού αναφέρεται ότι: "Η ατροφία του φλοιού του εγκεφάλου συνεπεία της νόσου Alzhaimer διαπιστώθηκε εργαστηριακά στις ..., με αξονική τομογραφία και στη συνέχεια και με ιστολογική εξέταση". Από την ανάγνωση όμως των πρακτικών (σελ.35), όπου καταγράφονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν προκύπτει ανάγνωση εγγράφου α) αξονικής τομογραφίας της .... και β) οποιαδήποτε ιστολογική εξέταση. Αμφότερα δε τα μη αναγνωσθέντα, αλλά ληφθέντα υπόψη έγγραφα είναι σημαντικά, διότι προσδιορίζουν την νόσο από την οποία φέρεται ότι έπασχε ο Γ2 2) Ομοίως ελήφθη υπόψη, χωρίς να αναγνωσθεί, ο υπ'αρ. ..... κοινός λογαριασμός εμού και του συζύγου μου, στην τράπεζα Amerikan Express, στον οποίο φέρομαι, κατά την προσβαλλομένη (βλ.σελ57), ότι κατέθεσα ποσό 889.459 δολάρια ΗΠΑ προερχόμενα δήθεν από την κληρονομιά του αδελφού του αποβιώσαντος συζύγου μου Γ1 και τα οποία είχαν μεταβιβασθεί από την τράπεζα Indosuez βάσει των τριών επιστολών.......". Όμως όλα τα πιο πάνω έγγραφα αναφέρονται διηγηματικά στο σκεπτικό της αποφάσεως και το Δικαστήριο δεν συνήγαγε εξ αυτών την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του . Στην κρίση του αυτή κατέληξε το Δικαστήριο αποκλειστικά και μόνο από τα μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα μνημονευόμενα έγγραφα, που αναφέρονται, ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά και μόνο αυτά. Από τα τελευταία δε προέκυψε η ύπαρξη και το περιεχόμενο των πιο πάνω αναφερομένων, εγγράφων (βλ. π.χ. από ..... Ιατρική Έκθεση ..... σελ. 52, 19056/97 απόφαση Μονομελούς Πρωτ. Αθηνών σελ. 3β' κλπ). Άλλωστε αναφορά στην πιο πάνω αξονική τομογραφία, καθώς και στην ιστολογική εξέταση (βιοψία) έκαναν και οι εξετασθέντες μάρτυρες, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (τα πρακτικά της δίκης του οποίου αναγνώσθηκαν βλ., αντί πολλών, κατάθεση Β2 σελ. 73 πρακτικών), όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης της αναιρεσείουσας , με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VII. Η αναιρεσείουσα, με την κρινόμενη αίτησή της προβάλλει περαιτέρω τις αιτιάσεις ότι, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της, ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την καταδικαστική της κρίση για τη τέλεση τoυ αδικήματος της πλαστογραφίας, αποδείχθηκαν από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει, ωστόσο δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά, για να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση της. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ότι από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και προς κρίση του βαθμού ικανότητας του αποβιώσαντος Γ2 κατά τον χρόνο της συντάξεως των τριών επιστολών, "δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τις καταθέσεις των ειδημόνων και ειδικότερα του Λέκτορα της Ψυχιατρικής ...., ο οποίος ήταν ο μόνος που τον εξέτασε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που υπογράφηκαν οι 3 επιστολές και συγκεκριμένα στις 11-05-1993 και του Καθηγητού της Ψυχιατρικής ....." . Ολοι δε οι ανωτέρω, όπως αιτιάται η αναιρεσείουσα, καθώς και οι κατά την πρωτόδικη δίκη εξετασθέντες μάρτυρες Καθηγητής Νευρολογίας ..... και ο λέκτορας της Δικαστικής Ψυχιατρικής ......, των οποίων οι καταθέσεις αναγνώσθηκαν από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καταθέτουν ότι δεν είναι δυνατόν η δικαιοπρακτική ικανότητα να κριθεί εκ των υστέρων, όπως, επίσης δεν λήφθησαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας εξετασθέντων γραφολόγων- πραγματογνωμόνων, οι οποίες εξέτασαν τις κρίσιμες επιστολές, και συγκεκριμένα της ..... και ....... και αποφαίνονται, το μεν, ότι είναι γνήσιες, αφετέρου δε, ότι η υπογραφή δεν τέθηκε μηχανικά . Επίσης η αναιρεσείουσα προβάλει την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κατάθεση μη εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα, καθόσον στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης αναγράφεται ότι αναγνώσθηκε από τα πρακτικά της πρωτόδικης, πλην άλλων και η κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας Δ1, πλην όμως, από τα εν λόγω πρακτικά, δεν προκύπτει ότι κατέθεσε μάρτυρας με το όνομα αυτό και ότι, ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατέληξε στην κρίση του. Οι αιτιάσεις αυτές της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις πιο πάνω καταθέσεις μαρτύρων, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα των ισχυρισμών της, ως προς τον βαθμό ικανότητας του αποβιώσαντος Γ2, κατά τον χρόνο της συντάξεως των τριών επιστολών, και ότι, επομένως, ήταν αθώα της πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση, στην αρχή του σκεπτικού, όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και, συνεπώς, και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει η αναιρεσείουσα . Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας , ότι ήταν αναγκαία η περαιτέρω ειδική έκθεση των λόγων, για τους οποίους το Εφετείο δεν πείστηκε από τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν, κατ' αυτήν, την αθωότητά της, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, μνημονεύεται και η με αριθμό 667/1995 ένορκη βεβαιώση του Δ1 (βλ. σελίδα 107 πρακτικών πρωτόδικης), την ανάγνωση της οποίας πρότεινε ο εισαγγελέας και κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και η οποία, από πρόδηλη, προφανώς, παραδρομή, χαρακτηρίζεται στα πρακτικά της δίκης ως κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας. Άλλωστε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν θα ήταν δυνατόν να λάβει υπόψη του ανύπαρκτη κατάθεση μάρτυρα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και, εκ τούτου, απορριπτέος. VIII. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' του ΚΠΔ, "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, " αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται εκ νέου της εκδικάσεως της υποθέσεως, μετά από αναίρεση του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη την θέση του τελευταίου, διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του, δηλαδή υποπίπτει σε πλημμέλεια που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα είχε καταδικαστεί με την 423/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε ποινή κάθειρξης 6 ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική ψευδή βεβαίωση και σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, ποσού άνω των 25.000.000, με ελαφρυντικά και της επιβλήθηκε για τις πράξεις αυτές συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ ετών, αποτελούμενη από την πρώτη ποινή της καθείρξεως προσαυξημένη κατά δύο έτη από τη δεύτερη ποινή. Το Πενταμελές Εφετείο, που δίκασε, κατ' έφεση, με τις 1694°, 1793 και 1896/2003 αποφάσεις του, κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη των αυτών πράξεων και επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και ποινή φυλάκισης δύο ετών για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Η συνολική αυτή ποινή αποτελείται από την πρώτη ποινή φυλάκισης των τριών ετών, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, προσαυξημένη κατά ένα έτος από την δεύτερη ποινή φυλάκισης των δύο ετών για την πράξη της πλαστογραφίας, Οι τελευταίες αυτές αποφάσεις αναιρέθηκαν με την 508/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου και στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για να κριθεί εξ ολοκλήρου, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη αθώα, κατά πλειοψηφία της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και ένοχη, κατά πλειοψηφία, της πράξεως της πλαστογραφίας και επέβαλλε σε αυτήν ποινή φυλάκισης τριών ετών. Δηλαδή επέβαλλε στην αναιρεσείουσα ποινή μεγαλύτερη κατά ένα έτος απ' ότι της είχε επιβάλλει για την ίδια πράξη η προηγούμενη αναιρεθείσα απόφαση και κατ' αυτόν τον τρόπο κατέστησε χείρονα την θέση αυτής . Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας και πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό να γίνει δεκτή η αναίρεσης της αναιρεσείουσας και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές για νέα επιμέτρηση της ποινής. IX. Περαιτέρω και σε σχέση με την συνεκδικαζόμενη αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το Πενταμελές Εφετείο, με τις αναφερόμενες πιο πάνω παραδοχές του (παρ.IV), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του και ως προς την περί απαλλακτική για την αναιρεσίβλητη κατηγορουμένη κρίση του, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική ψευδή βεβαίωση, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η πιο πάνω αθωωτική αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον περιέχει αντιφατικές παραδοχές και λογικά κενά. Ειδικότερα, κατά τον αναιρεσείοντα, ενώ το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κληρονομούμενος Γ2, σύζυγος της κατηγορουμένης, έπασχε από τη νόσο ΑLΖΗΑΜΕR από το έτος 1991 και ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29-4 -1993 έως τις 27-5-1993, δεν είχε σώες τις ψυχοσωματικές του δυνάμεις, στερούμενος της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, εντούτοις, σε μεταγενέστερο χρόνο, στις 14-6-1993, δέχεται ότι αυτός έθεσε εγκύρως την υπογραφή του στο ...... πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ζαγκλή, ως έχων δήθεν κατά το χρόνο εκείνο πλήρη την δικαιοπρακτική του ικανότητα, παραλείπει όμως να ερευνήσει και να αναφέρει, εάν αυτός εντωμεταξύ θεραπεύθηκε από την εν λόγω νόσο. Οι αιτιάσεις όμως αυτές αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού το Πενταμελές Εφετείο, με την επάλληλη αιτιολογία του, για την οποία ουδεμία αιτίαση προβάλλεται, στηρίζει πλήρως και αυτοτελώς το απαλλακτικό για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση αυτή διατακτικό του. Ειδικότερα, κατά την επάλληλη αυτή αιτιολογία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γίνεται δεκτό, κατά τρόπο σαφή, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο κληρονομούμενος ασθενής σύζυγος της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας Γ2, "δεν αντιλαμβανόταν τα συμβαίνοντα στο περιβάλλον του", και, επομένως, όπως αυτονοήτως συνάγεται, αυτός δεν έθεσε εγκύρως την υπογραφή του στο ....... πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ζαγκλή (και συνακόλουθα ο τελευταίος διέπραξε, ως αυτουργός, την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης), το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τις αποδείξεις ότι η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα "με τη χρησιμοποίηση της πειθούς, φορτικότητας, συνεχείς προτροπές και υποσχέσεις υλικών ανταλλαγμάτων προκάλεσε στο συμβολαιογράφο την απόφαση να συντάξει το επίδικο πληρεξούσιο". Δεδομένου δε, όπως ήδη αναφέρθηκε, αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου και δεν απαιτείται για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκτίθενται σε αυτή περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει γιατί το Δικαστήριο πείστηκε για την αθωότητα αυτού, αλλά πρέπει να αιτιολογείται γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του κατηγορουμένου, από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά, η κρινόμενη πιο πάνω αθωωτική απόφαση είναι πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Τούτο δε, διότι αναφέρεται σε αυτή ότι, από τα αναφερόμενα στα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται η ενοχή της κατηγορουμένης για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση του πιο πάνω συμβολαιογράφου. Το μόνο δε αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο, όπως συνάγεται από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αξιολογείται ότι θα ήταν ικανό να στηρίξει ενοχή της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας, ήταν οι "καταθέσεις των γυναικών που φρόντιζαν τον ασθενή". Με πληρότητα δε το Δικαστήριο αιτιολογεί τους λόγους για τους οποίους οι λόγω καταθέσεις δεν κρίνονται πειστικές. Συνεπώς, η επάλληλη αυτή αιτιολογία, η οποία δεν περιέχει τις αποδιδόμενες στην κύρια αιτιολογία αντιφάσεις, και η οποία, άλλωστε, δεν πλήττεται με ειδικό λόγο αναίρεσης, είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη και, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του ΚΠΔ, μοναδικός λόγος αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, απορριπτομένης της αιτήσεως αυτής, ως αβασίμου, στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την 26/18-5-2007 αίτηση (έκθεση) του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή και την από 24-5-2007 αίτηση (δήλωση) της Χ1, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 2541α - 2586 - 2693/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Αναιρεί την 2541α- 2586 - 2693/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μόνο κατά την αναφερόμενη στο σκεπτικό διάταξή της και ειδικότερα, ως προς την επιμέτρηση της ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, για την οποία κρίθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα Χ1.Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων (κατηγορουμένης και Εισαγγελέα Α.Π.). Συνερευνούνται λόγω συναφείας. Κακουργηματική πλαστογραφία (κατ’ εξακολούθηση). Ωφέλεια - ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. εκάστη. Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα διότι λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και μαρτυρικές καταθέσεις που δεν αναφέρονται στα πρακτικά. Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου που καταδικάστηκε για συρρέοντα εγκλήματα, και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του επιβάλλει ποινή μεγαλύτερη (470α ΚΠΔ. Αναιρεί ως προς την ποινή για υπέρβαση εξουσίας για τον τελευταίο λόγο. Απορρίπτει αιτήσεις κατά τα λοιπά.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
1
Αριθμός 1031/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 184/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 797/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 357/02.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, κατά του υπ'αριθ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Με τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 Ν.3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από την 30-6-2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α'), αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. 'Ετσι μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικά ή προσωρινά. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 3526/2006 βούλευμά του αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου Χ1, κατοίκου Αθηνών, για την πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του εν λόγω απαλλακτικού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο με το υπ'αριθ. 184/2007 βούλευμά του απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε στο σύνολό του το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων Γ1 με την κρινόμενη υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως. Αφού όμως η αναίρεση αυτή ασκήθηκε την 16-4-2007, δηλαδή μετά την 30-6-2003, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν.3160/2003, από την οποία, με την κατά άνω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προϊσχύον νομικό καθεστώς δικαίωμα στον αναιρεσείοντα πολιτικώς ενάγοντα να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλομένου υπ'αριθμ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η αίτηση αυτή (αναιρέσεως) είναι απράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκησή της και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον η άσκησή της από τον πολιτικώς ενάγοντα. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη υπ'αριθμ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντα κατά του προαναφερθέντος βουλεύματος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.). Αλλά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και για τον εξής επιπρόσθετο λόγο: Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 479 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος, πρέπει στην έκθεση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο λόγος αναιρέσεως, που διατυπώνεται αορίστως στη σχετική έκθεση, να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, με την ανωτέρω υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτησή του, ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση του υπ'αριθμ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτοντας κατά λέξη: "Γιατί το Συμβούλιον Εφετών κατά προφανή και αναιτιολόγητη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1,3 του Π.Κ. επεκύρωσε το υπ'αριθμ. 3526/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίον αποφάσισε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1 για την πράξη της απάτης, ΕΝΩ, κατά την ορθή εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και του λοιπού αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, θα έπρεπε να παραπεμφθεί εκείνος (Χ1) στο ακροατήριον του αρμοδίου Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί για την προαναφερόμενη αξιόποινη (κακουργηματική) πράξη". 'Ετσι όμως όπως είναι διατυπωμένοι οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά των περιστατικών προς θεμελίωση των επικαλουμένων πλημμελειών της προσβαλλομένης αποφάσεως και χωρίς να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς, συνίσταται κάθε συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως, καθιστούν την αίτηση αυτή απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, κατά του υπ'αριθ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 26 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 του Νόμου 3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30 Ιουνίου 2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α') αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικώς ή προσωρινώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκηση του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 3526/2006 βούλευμά του αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1, για την πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκαν υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων, πολιτικώς ενάγων, Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, με το 184/2007 βούλευμά του, απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και επικύρωσε στο σύνολο του το παραπάνω απαλλακτικό πρωτόδικο βούλευμα. Ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, άσκησε κατά του παραπάνω 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών την 95/16.4.2007 αίτηση αναιρέσεως. Όμως, αφού η αναίρεση αυτή ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2007, δηλαδή μετά τις 30 Ιουνίου 2003, που άρχισε η ισχύς του Ν. 3160/2003, ήτοι ημερομηνία, από την οποία, μετά την κατά τα ανωτέρω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προηγούμενο νομικό καθεστώς δικαίωμα του αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλόμενου 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκηση της και εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον η άσκησή της από αυτόν (πολιτικώς ενάγοντα). Επομένως και ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 95/2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, κατά του 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ., εξέλιπε το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Απορρίπτει.
Πολιτική αγωγή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
1
Αριθμός 1030/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 και 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσας -εκζητουμένης Χ1, κρατούμενης στην Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πήττα κατά της υπ' αριθμ. 335/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του από 14.06.2005 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Διευθύνοντα Γενικού Εισαγγελέα Μονάχου ΙΙ. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκζητούμενη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 18/23.11.2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας, Μαγδαληνής Γκιτέρσου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2020/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε την εκζητούμενη και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση της εκζητουμένης και να μην υπάρξουν περιοριστικοί όροι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του πιο πάνω Ν. 3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και 5) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, κατά δε το άνω άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β` της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ίδιου ως άνω νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση στοιχ. η' του άρθρου τούτου (11), κατά την οποία απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, "αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό δίωξης, είναι ημεδαπός και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη. Αν δεν διώκεται, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται αν διασφαλιστεί ότι, μετά την ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ` αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος", ενώ, τέλος, με το άρθρο 12 του ίδιου πιο πάνω νόμου, καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, συνάγονται τα ακόλουθα: Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας. Αφορά αξιόποινες πράξεις που απειλούνται στο νόμο με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον δώδεκα μηνών κατά το ανώτατο όριό της ή εφόσον πρόκειται για εκτέλεση επιβληθείσας ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Μπορεί δε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να αναφέρεται είτε σε αλλοδαπούς είτε και σε ημεδαπούς. Έτσι, με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέρος αυτής κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις του Ν. 3251/2004, ακόμη και αν αυτός είναι πολίτης του κράτους από το οποίο ζητείται η παράδοσή του (βλ. άρ. 11 στοιχ. ζ' και η' του Ν. 3251/2004), εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις (άρθρα 10, 11 και 12 του Ν. 3251/2004. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε η εκζητούμενη και ο παραστάς συνήγορός της προφορικώς και με τα υποβληθέντα έγγραφα υπομνήματά της, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του από 14.6.2005 Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα Μονάχου II κατά της εκκαλούσας Χ1, η οποία γεννήθηκε στις 16.2.1959 στον ......, όπου και κατοικεί. Ειδικότερα, με το 46/13-11-2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Λάρισας το από 14-6-2005 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των Γερμανικών Αρχών, που εκδόθηκε από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα Μονάχου II, και αφορά την αιτούσα- εκζητούμενη με τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα, προκειμένου να συζητηθεί η εκτέλεση του πιο πάνω εντάλματος σε βάρος της, η οποία κρατήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού δυνάμει της 46/22/2007 εντολής του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά την έκδοση του εκκαλούμενου βουλεύματος. Η Εισαγγελική Αρχή του Μονάχου Γερμανίας εξέδωσε το πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δυνάμει του ΙV GS 5127/03, 69 Js 13984/03 από 16-5-2003 εντάλματος σύλληψης του Ειρηνοδικείου του Μονάχου, σε βάρος της εκκαλούσας - εκζητουμένης, η οποία διώκεται για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τον Γερμανικό Ποινικό Νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε (5) ετών (για κάθε επιμέρους πράξη), σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδ. 1 αριθ. 2 Φορολογικού Κανονισμού, η δε πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρα 17 και 18 Ν 2523/1997 και 93 Ν. 2238/1994), τιμωρουμένη με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών ή καθείρξεως μέχρι δέκα (10) ετών, ανάλογα με τη βαρύτητα της φορολογικής παραβάσεως (ΑΠ 2483/2005). Με το Ένταλμα αυτό, ζητείται η σύλληψη και η προσαγωγή της εκζητούμενης ενώπιον της Δικαστικής Αρχής που το εξέδωσε, με σκοπό την άσκηση εναντίον της ποινικής δίωξης για παράβαση των προαναφερομένων ποινικών διατάξεων του Γερμανικού Νόμου. Για την περίπτωση δε που αυτή κριθεί ένοχη και επιβληθεί σε βάρος της ποινή στερητική της ελευθερίας, έχει παρασχεθεί η διαβεβαίωση της Γερμανικής Δικαστικής Αρχής (Διευθύνων Γενικός Εισαγγελέας Μονάχου ΙΙ), ότι η εκζητούμενη θα διαμεταχθεί για την έκτιση αυτής στην Ελλάδα. Ενόψει δε της μη συγκατάθεσης της εκζητουμένης να προσαχθεί στο Κράτος έκδοσης του εντάλματος (Γερμανία), αρμόδια δικαστική αρχή να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου έχει συλληφθεί ο εκζητούμενη, κατά της αποφάσεως του οποίου ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως η κρινόμενη έφεση, η οποία πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Από το ένδικο ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι οι πράξεις για τις οποίες διώκεται η εκζητούμενη προς άσκηση κατ' αυτής ποινικής διώξεως, και οι οποίες φέρονται τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 30.04.2001 στην πόλη .... Γερμανίας, συνίστανται, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εκδοθέν πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο ότι: "Η κατηγορούμενη είχε στο ... (....) μία εμπορική επιχείρηση καθαρισμού κτιρίων. Κατά την χρονική περίοδο 01.01.2000-30.04.2001, είχε έναν σημαντικό κύκλο εργασιών και απασχολούσε αρκετούς εργαζόμενους. Η κατηγορούμενη δεν έκανε έως σήμερα καμία φορολογική δήλωση, παρ' όλο που ήταν υποχρεωμένη. Επομένως δεν έκανε στις Δ.Ο.Υ. κατά παράβαση καθήκοντος, τις απαιτούμενες δηλώσεις και, με αυτόν τον τρόπο, μείωσε τους οφειλόμενους φόρους κατά 1.211.487 Γερμανικά Μάρκα (φόρος εισοδήματος 2000, φόρος ελευθέρων επαγγελμάτων 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2001 και φόρος μισθών και ημερομισθίων Ιούλιος 2000 - Απρίλιος 2001). Φύση και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης και εφαρμοστέα νομική διάταξη: Υπεξαίρεση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδάφιο 1 αριθμός 2 του Φορολογικού Κώδικα". Κατά δε την τελευταία αυτή διάταξη, "(1) Με ποινή στερητική της ελευθερίας έως και πέντε ετών ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος......... 2. κατά παράβαση καθήκοντος, δεν πληροφορεί τις Δ.Ο.Υ. σχετικά με σημαντικά γεγονότα σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής φόρου, με αυτόν το τρόπο μειώνει φόρους ή αποκτά για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο αδικαιολόγητα φορολογικά πλεονεκτήματα". Η εκζητούμενη, συνεπώς, φέρεται στο εν λόγω ένταλμα σύλληψης ως αυτουργός της πιο πάνω πράξεως, η οποία χαρακτηρίζεται από το Γερμανικό Δίκαιο ως "Υπεξαίρεση φόρου" που, όπως προαναφέρθηκε, τιμωρείται στο Κράτος έκδοσης του ενδίκου Εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών, ενώ η αξιόποινη αυτή πράξη συνιστά, λαμβανομένης υπόψη και της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχ. α εδ. β του Ν. 3251/04, έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που τιμωρείται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, το ανώτατο όριο των οποίων υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. Συνεπώς, ανήκει σ' εκείνες τις πράξεις που, κατά το άρθρο 10 § 1α του ν. 3251 /2004 επιτρέπεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, φέρει (στο πρωτότυπό του) ημερομηνία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του Δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει (στο πρωτότυπο και τη μετάφραση) όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, όνομα διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία του με αριθμό ΙV GS 5127/03, 69 Js 13984/03 από 16-5-2003 εντάλματος σύλληψης του Ειρηνοδικείου του Μονάχου, στο οποίο βασίσθηκε η έκδοση του ελεγχόμενου εντάλματος, φύση και νομικό χαρακτηρισμό των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, το πλαίσιο της ποινής που προβλέπεται για τις πράξεις αυτές κατά το Κράτος έκδοσης του εντάλματος και διάφορες άλλες πληροφορίες σχετικές με αυτές και τις συνέπειες τους και πληροί, κατά συνεπεία, τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 § 1 του Συντάγματος και τους όρους τυπικής νομιμότητας του κατά το ν. 3251/2004. Μετά τη λήψη του ένδικου εντάλματος από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, εκδόθηκε βάσει αυτού η Εισαγγελική εντολή σύλληψης της εκζητουμένης, η οποία συνελήφθη στις 6/11/2007 και προσήχθη αυθημερόν ενώπιον του παραπάνω Εισαγγελέα, ο οποίος βεβαίωσε την ταυτότητα της εκζητουμένης και την ενημέρωσε για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος καθώς και για όλα τα λοιπά ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 15 § 1 και 17 § 1 του ν. 3251/2004. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται, ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε σε βάρος της με βάση το νόμο ΕuHbg της 21-7-2004, με τον οποίο ενσωματώθηκε στη γερμανική έννομη τάξη η από 13-6-2002 απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου. Ο νόμος όμως αυτός, με την 2ΒνR2236/2004 από 18-7-2005 απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός και συνακόλουθα ανίσχυρος και επομένως, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 39 παρ. 1 εδ. β του Ν. 3251/200, με τον οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία στην ανωτέρω απόφαση - πλαίσιο, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκζητουμένου προσώπου από τις γερμανικές δικαστικές αρχές, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και οι σχετικές διαδικασίες παράδοσης, εφόσον η Γερμανία, μετά την παραπάνω εξέλιξη, δεν διαθέτει σχετικό με την υιοθέτηση και εφαρμογή της συγκεκριμένης απόφασης - πλαίσιο νόμο, η οποία διέπεται από την αρχή της αμοιβαιότητας. Η έκδοσή της δε και η προσαγωγή της στις γερμανικές αρχές, όπως η εκκαλούσα ισχυρίζεται, αντιβαίνει σε βασικές διατάζεις του Συντάγματος της Ελλάδας και ειδικότερα στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, όπου ορίζεται ότι: "Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας" και στο άρθρο 4 παρ. 1 αυτού, κατά το οποίο "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου". Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι και στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ειδικότερα η αιτίαση ότι το επίμαχο ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε σε βάρος της με βάση το νόμο ΕuHbg της 21-7-2004, ο οποίος, με την πιο πάνω απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός, αλυσιτελώς προβάλλεται. Τούτο δε, διότι η Ομοσπονδιακή Βουλή της χώρας αυτής (Γερμανίας) ψήφισε, καινούργιο εκτελεστό νόμο του άρθρου 16 § 2 εδ. 2 του Συντάγματος, τον 092.22/3762/25-6-2006, περί εφαρμογής της απόφασης στο πλαίσιο αναφορικά με το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τέθηκε σε ισχύ στις 2.8.2006 και επομένως δεν τίθεται πλέον θέμα εγκυρότητας ή μη του νόμου ΕUHBG της 21-7-2004, το οποίο είχε ανακύψει μετά την έκδοση της 2ΒνR 2236/2004 της 18-7-2005 αποφάσεως του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας (βλ. σχ. ΑΠ 2483/2005, ΑΠ 558/2007). Η διάταξη δε του άρθρου 11 στοιχ. η' εδ. β` του Ν. 3251/2004, που επιτρέπει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ημεδαπού, με σκοπό τη δίωξη για αξιόποινη πράξη που τέλεσε στο εκζητούν κράτος, εφόσον δεν έχει ασκηθεί στην Ελλάδα ποινική δίωξη σε βάρος του για την ίδια πράξη και εφόσον διασφαλιστεί ότι, μετά την ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα για να εκτίσει σ` αυτή τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα του επιβληθεί από το κράτος έκδοσης του εντάλματος, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος, και τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμα. Επίσης αβάσιμος είναι και ο διαλαμβανόμενος στον δεύτερο λόγο εφέσεως ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι το πιο πάνω ένταλμα, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είναι ανεκτέλεστο, καθόσον δεν διαλαμβάνει σαφή και ακριβή περιγραφή της πράξεως που της αποδίδεται, κατά τρόπο που να μπορεί να διακριθεί από άλλες πράξεις, ώστε να μπορεί να κριθεί αν η πράξη αυτή συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α.ν. 3251/2004). Σύμφωνα με όσα και πιο πάνω αναπτύχθηκαν, το προς εκτέλεση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, περιέχει σαφή περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνεται ο τρόπος, ο χρόνος και τόπος τέλεσης της πράξης, η οποία είναι αξιόποινη και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 2 παρ. 1γ., 10 παρ. 1α ν. 3251/04). Κατά τις διατάξεις του Ελληνικού ποινικού νόμου, δηλαδή από τα άρθρα 17 και 18 του ν. 2593/1997, το προβλεπόμενο σε αυτές αδίκημα της φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος (άρθρο 17), η δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς στο Δημόσιο τους φόρους, τέλη κλπ, που προβλέπονται στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Κατά δε το άρθρο 21 παρ. 10. εδ. α του ίδιου νόμου (2523/1997) "Η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ίδιου νόμου (3251/2004), καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση στοιχ. δ' του άρθρου τούτου, κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, "αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος η της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους". Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ΠΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη, που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στη αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε. Αποκλείεται όμως, κατά το άρθρο 9 παρ. 1 περίπτ. β' ΠΚ, η ποινική δίωξη, αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί. Η εκκαλούσα, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, υποστήριξε με όσα ανέπτυξε προφορικώς στο ακροατήριο, καθώς και με το υπόμνημα που κατέθεσε, ότι η αξιόποινη πράξη, για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, τόσο κατά το Γερμανικό όσο και κατά το Ελληνικό Δίκαιο και ότι, αφού ο χρόνος που φέρεται ότι τελέστηκε το έγκλημα είναι η περίοδος από 1-1-2000 έως 30-4-2001, προκύπτει η συνδρομή της πιο πάνω περιπτώσεως δ του άρθρου 11 ν. 3251/2004 απαγορεύσεως εκτελέσεως του εντάλματος, δεδομένου ότι η παραγγελία για εκτέλεση του εντάλματος διαβιβάστηκε στον αρμόδιο κατ' άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3251/2004 Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας στις 18-10-2007 και η εκζητούμενη συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του στις 6-11-2007, δηλαδή, μετά την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση του αποδιδόμενου σε αυτήν εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκζητούμενη είναι Ελληνίδα υπήκοος και διώκεται για πλημμέλημα που τέλεσε στην αλλοδαπή. Συνεπώς, εφόσον, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 6 του ΠΚ), η αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην εκζητούμενη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος αρνείται την εκτέλεσή του, κατά την διάταξη του άρθρου 11 στοιχ. δ του ν. 3251/2004, αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρ. 111 παρ. 3 ΠΚ), αρχίζει δε η παραγραφή, προκειμένου για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, για το οποίο ζητείται η έκδοση της εκκαλούσας, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρ. 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997, από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Σύμφωνα δε με τη γενόμενη περιγραφή της πράξεων στο ένταλμα σύλληψης, η αποδιδόμενη στην εκζητούμενη πράξη φέρεται ότι τελέστηκε, κατά το διάστημα 1.1.2000 έως 30.04.200, στην πόλη .... Γερμανίας, και ειδικότερα η εκζητούμενη "δεν έκανε στις Δ.Ο.Υ. κατά παράβαση καθήκοντος τις απαιτούμενες δηλώσεις και με αυτόν τον τρόπο μείωσε τους οφειλόμενους φόρους κατά 1.211.487 Γερμανικά Μάρκα (φόρος εισοδήματος 2000, φόρος ελευθέρων επαγγελμάτων 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2001 και φόρος μισθών και ημερομισθίων Ιούλιος 2000 - Απρίλιος 2001)". Το Δικαστήριο αυτό, προκειμένου να διευκρινιστεί το κρίσιμο για την εκτέλεση του εντάλματος ζήτημα της παραγραφής, κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους, των πράξεων για τις οποίες σκοπείται η άσκηση ποινικής δίωξης από τις Γερμανικές Αρχές, με την 394/2008 προηγούμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, ζήτησε να προσκομισθούν, με επιμέλεια του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την έναρξη του χρόνου παραγραφής, των πιο πάνω πράξεων (οριστικοποίηση των σχετικών φορολογικών εγγραφών, χαρακτήρας των πράξεων ως κατ' εξακολούθηση ή κατά συρροή κλπ). Ο Διευθύνων Γενικός Εισαγγελέας του Μονάχου II, με το ..... τηλεομοιότυπο (και με τα στοιχεία ...., ......) από 12-3-2008) έγγραφό του, απάντησε σχετικά, ότι η εκζητούμενη "στο χρόνο καταλογισμού των φόρων, δεν υπέβαλε καμία φορολογική δήλωση στη αρμόδια ΔΟΥ (Νταχάου), παρόλο ότι τα έτη 2000 και 2001 είχε φορολογητέα εισοδήματα ή κύκλο εργασιών που υπόκειντο στη φορολογία. Κατηγορείται για συνολικά 14 περιπτώσεις υπεξαίρεσης φόρου.. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις εξής χρονικές περιόδους. Υπεξαίρεση φόρου. Φόρος εισοδήματος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 347.797,00 ΓΜ, φόρος ελευθέρου επαγγέλματος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 131.618,00 ΓΜ, φόρος κύκλου εργασιών 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 256.623,00 ΓΜ, φόρος κύκλου εργασιών 2001, υπεξαιρούμενο ποσό 114.751,00 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Ιούλιος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 3.963,94 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Αύγουστος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 12.751,86 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Σεπτέμβριος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 56.584,24 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Οκτώβριος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 59.545,54 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Νοέμβριος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 68.975,62 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Δεκέμβριος 2000, υπεξαιρούμενο ποσό 47.604,85 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Φεβρουάριος 2001, υπεξαιρούμενο ποσό 32.807,72 ΓΜ, φόρος μισθών και ημερομισθίων Μάρτιος 2001, υπεξαιρούμενο ποσό 13.824,69 ΓΜ και φόρος μισθών και ημερομισθίων Απρίλιος 2001, υπεξαιρούμενο ποσό 30.273,36 ΓΜ. Συνολικά προκύπτει ένα υπεξαιρεθέν ποσόν της τάξεως των 1.211.487,00 ΓΜ". Από το έγγραφο αυτό, προκύπτει ότι, ως χρόνοι τελέσεως κάθε επιμέρους πράξεως πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι οι αναφερόμενοι στο έγγραφο αυτό. Κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρ. 111 παρ. 3 ΠΚ). Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340, και 343 ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 14-6-2005 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, και από το πιο πάνω από 12-3-2008 έγγραφο του Διευθύνοντος Γενικού Εισαγγελέα του Μονάχου II, οι αποδιδόμενες στην εκκαλούσα-εκζητούμενη πράξεις της φοροδιαφυγής, έχουν το χαρακτήρα πλημμελήματος και φέρονται ότι τελέσθηκαν από 1-1-2000 έως 30-4-2001, στη Γερμανία και κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες πιο πάνω ημερομηνίες, κατά τις οποίες και της καταλογίσθηκαν, ως οφειλόμενοι οι πιο πάνω φόροι, ημερομηνίες, από τις οποίες αρχίζει και η παραγραφή των πράξεων αυτών. Το αξιόποινο, συνεπώς, των πράξεων αυτών εξαλείφθηκε, λόγω παραγραφής, διότι από της τέλεσή τους (1-1-2000 έως 30-4-2001), μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως, τόσο ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (22/11/2007), όσο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής. Επομένως, κατά την κρίση της πλειοψηφούσας γνώμης των μελών του Συμβουλίου τούτου, απαγορεύεται η εκτέλεση του πιο πάνω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ του ν. 3251/2004 και το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, που, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε αντιθέτως και γνωμοδότησε υπέρ της εκτελέσεως του προαναφερθέντος Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκειμένου η εκζητούμενη - εκκαλούσα να παραδοθεί στην εκδόσασα αυτό Γερμανική αρχή για να ασκηθεί εις βάρος αυτών ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή, έσφαλε και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, για τον πιο πάνω λόγο της, ως βάσιμη κατ' ουσίαν, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να αποφανθεί το παρόν Συμβούλιο, ότι δεν συντρέχει, νόμιμη περίπτωση εκδόσεως της εκζητουμένης. Κατά τη γνώμη όμως του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, θα έπρεπε να απορριφθεί, ως αβάσιμη, η έφεση της εκκαλούσας. Τούτο δε, διότι, το αδίκημα της φοροδιαφυγής αφορά αξιόποινη πράξη, η οποία στρέφεται κατά εννόμων αγαθών, που ανήκουν αποκλειστικά στην Ελληνική έννομη τάξη και η προσβολή των εννόμων αυτών αγαθών πληροί την αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος μόνο εφόσον είναι συνδεδεμένα με την ημεδαπή έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, ο δράστης πράξης, η οποία συνιστά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας άλλου κράτους δεν μπορεί να διωχθεί στην Ελλάδα, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται άλλο έγκλημα και, επομένως, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως (αρ. 11 περ. ν. 3251/2004). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν δύναται να ερευνηθεί, αν η πράξη αυτή έχει παραγραφεί, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, και συνακόλουθα, δεν συντρέχει η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ πιο πάνω περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το γεγονός δε, ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής που τελέστηκε στην Γερμανία, δεν τιμωρείται στην Ελλάδα, δεν εμποδίζει την έκδοση του δράστη του αδικήματος αυτού, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α εδ. β του ν. 3251/2004, αλλά των διατάξεων ν. 1017/1980 για αμοιβαία δικαστική αρωγή μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος. Συνεπώς, και εφόσον, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, ορθώς έκρινε και γι` αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την 335/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να εκτελεστεί το από 14.6.2005 Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα Μονάχου II, κατά της εκκαλούσας Χ1 . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται. Εξαφανίζει την 335/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να εκτελεστεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 1029/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη- Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, από τους οποίους ο μεν πρώτος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Μαλεβίτη, ο δε δεύτερος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 958/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3 και με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιανουαρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 211/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι από 17/1/208 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως των: 1) Χ1 και 2) Χ2 (με αρ. πρωτ. 665/22-1-2008 και 664/22-1-2008, αντίστοιχα), στρεφόμενες και οι δύο κατά της 958/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του Π.Κ., κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του αρθρ. 9 § 1 εδ.α' και β' και 2 Π.Δ. 1073/81, προκύπτει ότι, κατά την εκσκαφή θεμελίων, τάφρων ή ορυγμάτων, επιμήκων ή μεμονωμένων, η αντιστήριξη για βάθη μεγαλύτερα των 2,50 μέτρων είναι υποχρεωτική και πραγματοποιείται παραλλήλως προς την πρόοδο των εργασιών και εν ανάγκη δια καταλλήλων μεθόδων ή μηχανικών μέσων εξ αποστάσεων, χωρίς είσοδο των εργαζομένων στην εκσκαφή, ενώ απαγορεύεται η κάθοδος των εργαζομένων σ'αυτήν, προ της λήψεως των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, πλην εκείνων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την λήψη των μέτρων αυτών. Η αντιστήριξη παραλείπεται, εάν η εκσκαφή πραγματοποιείται σε βράχο και σε περιπτώσεις που η ισορροπία των πρανών εκσκαφής έχει εξασφαλισθεί με κατάλληλη κλίση τους. Περαιτέρω από τις διατάξεις του αρθρ. 3 §§ 3, 4 εδ.α', β' του Π.Δ. 305/1996, εν συνδ. με τα αρθρ. 1, 2 § 1, 2 και 7 ν. 1396/1983, προκύπτει ότι, πριν από την έναρξη λειτουργίας του εργοταξίου, ο εργολάβος ολοκλήρου του έργου και, αν δεν υπάρχει τοιούτος , ο κύριος του έργου, μεριμνά για την εκπόνηση σχεδίου ασφαλείας και υγείας των εργαζομένων, στις περιπτώσεις που απαιτείται συντονιστής σε θέματα ασφαλείας και υγείας, κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου, όταν οι εργασίες που πρόκειται να εκτελεσθούν ενέχουν ιδιαιτέρους κινδύνους, όπως αυτές περιγράφονται εις το παράρτημα II του αρθρ. 12 του παραπάνω διατάγματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες που εκθέτουν τους εργαζόμενους σε κινδύνους καταπλακώσεως, βυθίσεως σε άμμο, λάσπη ή πτώση από ύψος, οι οποίοι επιδεινώνονται ιδιαιτέρως από την φύση της δραστηριότητος ή των μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή από το περιβάλλον της θέσεως εργασίας ή του έργου. Μεταξύ δε των υπευθύνων για την λήψη αυτών των μέτρων είναι και ο μηχανικός που αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτελέσεως τεχνικού έργου ή τμήματος του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τέχνης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελούν,όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπ'όψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για την βεβαιότητα αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπ'όψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το αρθρ. 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την αποδεικτική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπ'όψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο αρθρ. 178 Κ.Π.Δ.) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το αρθρ. 183 Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για την διαμόρφωση της κρίσης του, ως απλό έγγραφο και, επομένως, δεν απαιτείται ειδική μνεία ούτε ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή της. ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε τις εφέσεις των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων (καθώς και των συγκατηγορουμένων τους Χ3 και Χ4), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "....Ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1, στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δραστηριότητος επεξεργασίας βάμβακος και προς άσκηση αυτής, το έτος 1999, μίσθωσε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις - εργοστάσιο της εταιρείας ... στην ..... και στην ειδικότερη θέση ....., πλησίον του βιολογικού καθαρισμού, προκειμένου να μεταφέρει από το ...... Αργολίδος και να εγκαταστήσει εκεί τα μηχανήματα της συναφούς βιοτεχνίας του. Προς πραγμάτωση του σκοπού αυτού και προς εγκατάσταση των απαιτουμένων για την λειτουργία της επιχειρήσεως του μηχανημάτων, περί το πρώτο πενθήμερο του μηνός Ιουλίου 2000, ο κατηγορούμενος αυτός, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του και ως κύριος του έργου, ανέθεσε προφορικώς στον χειριστή σκαπτικού μηχανήματος ονόματι Δ1 και ο τελευταίος, κατά τις υποδείξεις και οδηγίες του πρώτου, πραγματοποίησε την, προς κατασκευήν εξ οπλισμένου σκυροδέματος φρεατίου συλλογής και απομακρύνσεως υπογείου ύδατος, εκσκαφή εντός της ισόγειας αίθουσας του ως άνω εργοστασίου, χώρου διαστάσεων 6,0 μέτρων Χ 13 τμ, βάθους, από της στάθμης του δαπέδου της αιθούσης, 2,30 έως 3,10 μέτρων και με βαθύτερο σημείο τον άνευ μπετόν πυθμένα (βλ. το πόρισμα και την κάτοψη εκσκαφής και την τομή Τ-Τ, όπως αποτυπώνονται στην από ..... έκθεση προανακριτικής πραγματογνωμοσύνης των πολιτικών μηχανικών της Δ/νσεως Τεχνικών Υπηρεσιών της ΝΑ Αργολίδος ..... και .......). Τις οδηγίες και τις υποδείξεις ο κατηγορούμενος αυτός έδωσε στον ανωτέρω εκσκαφέα Δ1 (μη όντα σημειωτέον εν προκειμένω κατηγορούμενο) για την τοιαύτη εκσκαφή, προδήλως με βάση το προσκομισθέν και αναγνωσθέν φωτοτυπικό σχέδιο τομής θεμελιώσεως και γωνιακής συνδέσεως των τοιχωμάτων του ως άνω φρεατίου εξ οπλισμένου σκυροδέματος, που είχε εκπονήσει ο τρίτος κατηγορούμενος Χ2, και που φέρει την μη αμφισβητούμενη ή καθ' οιονδήποτε τρόπο προσβαλλομένη γνήσια υπογραφή και σφραγίδα του, κατ' επάγγελμα πολιτικός μηχανικός, ο οποίος, ως ων κατά τον ανωτέρω χρόνο νομαρχιακός σύμβουλος της ΝΑ Αργολίδος, δεν είχε νόμιμο δικαίωμα εκδόσεως τοιούτου σχεδίου, ουδέ μπορούσε να ασκεί νομίμως τα καθήκοντα του μελετητού και επιβλέποντος μηχανικού. Τούτο, ότι δηλαδή η εκσκαφή εγένετο βάσει των σχεδίων του κατηγορουμένου τούτου (Χ2) συνάγεται, πέραν των κατωτέρω εκτεθησομένων, και κατά λογική αναγκαιότητα από το γεγονός ότι στο σχέδιο αυτό αποτυπώνεται η τομή θεμελιώσεως και γωνιακής συνδέσεως των τοιχωμάτων του ως άνω φρεατίου, το οποίον θα κατασκευαζόταν εντός του εκσκαφέντος εδαφικού χώρου. Περαιτέρω αποδεικνύονται και τα εξής: Προ της, κατά τα εκτεθέντα, εκσκαφής αυτής και δη περί τις αρχές Μαΐου 2000, ο ως άνω πρώτος κατηγορούμενος (Χ1) επικοινώνησε με τον τέταρτο αυτών Χ4 και του ζήτησε, ως όντα εργολάβο οικοδομών, να αναλάβει αυτός την κατασκευή προαναφερομένου φρεατίου, βάσει, όπως του είπε, σχεδίων του τρίτου κατηγορούμενου (Χ2). Διότι όμως δεν συνεφώνησαν στην εργολαβική αμοιβή, ο τελευταίος (Χ4) δεν ανέλαβε την εκτέλεση του έργου. Μετά την ως άνω εκσκαφή και περί τις 4-5/7/2000, ο εν προκειμένω πρώτος κατηγορούμενος, επικοινώνησε με τον τέταρτο αυτόν κατηγορούμενο και του πρότεινε και πάλι να αναλάβει το έργο κατασκευής του φρεατίου, όμως αυτός δεν το ανέλαβε, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων του στην ..... Αργολίδας και του αντιπρότεινε, αντί αυτού, να αναλάβει το έργο ο αδελφός του Χ3, τρίτος των κατηγορουμένων, γεγονός που ο πρώτος κατηγορούμενος δέχθηκε. Έτσι ο τρίτος αυτός κατηγορούμενος ανέλαβε την εκτέλεση του έργου αυτού ως εργολάβος ο ίδιος, με δική του ξυλεία, που έφερε μάλιστα και το όνομά του, με βάση το ως άνω σχέδιο του τρίτου κατηγορουμένου πολιτικού μηχανικού (Χ2), όπως τούτο ρητώς του γνώρισε πριν την έναρξη των εργασιών εκτελέσεως του ο πρώτος των συγκατηγορουμένων του (Χ1) και υπό τις οδηγίες αυτού τούτου του Χ2, ο οποίος μετέβη στον τόπο του έργου και του υπέδειξε πως θα το εκτελέσει. Μετά ταύτα και για την εκτέλεση του έργου αυτού ο κατηγορούμενος αυτός Χ3 προσέλαβε, ως όντα οικοδόμο, με την ειδικότητα του καλουπατζή, τον Ψ, σύζυγο εκ νομίμου γάμου της πολιτικώς εναγούσης Ψ1 και φυσικό πατέρα του πρώτου μαρτύρων κατηγορίας Ζ1. Στις 7-7-2000 και περί ώρα 14.40', ενώ ο ανωτέρω Ψ ευρίσκετο εντός της ανωτέρω εκσκαφής και στο μέγιστο βάθος των 3,10 μέτρων αυτής και εκτελούσε την εργασία ξύλινου καλουπώματος, προς δημιουργία τοιχίου αντιστηρίξεως των κατακόρυφων πρανών της δυτικής παρειάς της εκσκαφής, εθραύσθη το έδαφος και ολίσθησε, παρασύροντας το καλούπωμα με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί ο εργαζόμενος αυτός από χωμάτινο όγκο και να υποστεί κατάγματα πλευρών αριστερού ημιθωρακίου, θλάση αριστερού πνεύμονος και αιμοθώρακα, κακώσεις κοιλίας και λεκάνης, από τις οποίες, ως μόνων ενεργών αιτιών επήλθε ο θάνατός του αυθημερόν και περί ώρα 17.15'. Η κατά τα προαναφερόμενα θραύση και ολίσθηση των του πρανούς αυτού οφείλετο στο ότι, αφ' ενός μεν, στο ως άνω κατακόρυφο πρανές δεν είχαν τοποθετηθεί από τους ως άνω κατηγορουμένους Χ1, ως όντα κύριο του έργου και υπό τις οδηγίες και εντολές του είχε ανοίγει η εν λόγω εκσκαφή, Χ3 ως εργολάβο του έργου αυτού και Χ2, ως εν τοις πράγμασι μελετητή και επιβλέποντα μηχανικό του έργου, στο εκεί υπάρχον εδαφικό πρανές της εκσκαφής, κατασκευή αντιστηρίξεώς του, όπως τοίχου, πασσαλοσανίδων, καλουπωμάτων κλπ, ώστε έτσι να ελέγχεται η ευστάθεια του εδάφους προ του κινδύνου θραύσεως του και η ολίσθησή του προς το μέρος όπου ηργάζετο ο ανωτέρω θανατωθείς. Τούτο ήταν απαραίτητο να έχει γίνει προ της ενάρξεως της εργασίας του θανατωθέντος, καθ' όσον, όπως από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, το έδαφος στο σημείο αυτό συνέκειτο, πέραν της τεχνικής διαμορφωθείσης στρώσεως, πάχους ενός (1) μέτρου, με ποταμίσιο αμμοχάλικο, από φυσική, λόγω προσχώσεων, διαμόρφωση του εδάφους με την στρώση ιλύος πάχους ενός μέτρου και ενενήντα εκατοστών του μέτρου (1,90), και ήταν περιορισμένης, λόγω της ιλύος και των μιγμάτων της, αντοχής στην διάτμηση, ενεφάνιζε δυσχέρειες στην συμπίεση και τα υλικά της επιχώσεως ήταν κακά και επικίνδυνα και υπέκειντο σε επικλινείς περιοχές (κλιτύες) σε κατολισθήσεις, όπως και πράγματι εγένετο. Η δε τοιαύτη διαμόρφωση του στρώματος τούτου και η προέλευσή του ήταν εμφανώς ορατές και εντελώς αντιληπτές και επομένως γνωστές στους εν λόγω κατηγορουμένους, τουθ' όπερ αποδεικνύεται, καθ' όσον μεν αφορά τον πρώτο, από το υπ' αυτού επ' ακροατηρίου ομολογούμενο ότι είχε δει την εκσκαφή, εξ ου συνάγεται ότι είχε αντιληφθεί και την εκτεθείσα εξ ιλύος σύσταση του εδάφους, αφού τούτο είναι ευχερώς αντιληπτό από κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Καθ' όσον δ ' αφορά τους δεύτερο και τρίτο (Χ3 και Χ2), ως εργαζομένου του πρώτου εντός της εκσκαφής, του δευτέρου ως μηχανικού, υποδείξαντος, κατά τα εκτεθέντα τον τρόπο της εκσκαφής και της κατασκευής του φρεατίου βάσει του εν λόγω σχεδίου του. Η δ' ειρημένη αστάθεια του εδάφους στο σημείο αυτό είχε επιδεινωθεί και από το προ της θανατώσεως του προαναφερομένου λαβόν χώρα γεγονός της δημιουργίας κοιλότητος στην παρειά αυτή λόγω επίσης κατολισθήσεως του εδάφους. Ειρήσθω ενταύθα ότι μέχρι της θανατώσεως του ανωτέρω παθόντος ο πρώτος κατηγορούμενος κύριος του έργου δεν είχε εφοδιασθεί με την κατά νόμο απαιτούμενη ή άλλη οικοδομική άδεια, όπως ο ίδιος ομολόγησε, απολογούμενος επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου. Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ήταν αυτός που ανέθεσε στον ως άνω Δ1 την εν λόγω εκσκαφή και ότι ο τελευταίος υπό τις οδηγίες και εντολές του ενήργησε αυτή, αποδεικνύεται ως υπό τούτου ομολογούμενο κατά την επ' ακροατηρίου ομολογία του. Ότι ο αυτός κατηγορούμενος ανέθεσε στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ3 ως εργολάβο την κατασκευή του προαναφερομένου φρεατίου εντός της ανωτέρω εκσκαφής και αυτός ανέλαβε υπό την ιδιότητα αυτή την εκτέλεσή του, αποδεικνύεται ως υπό του κατηγορουμένου αυτού επ' ακροατηρίου του Εφετείου τούτου ομολογούμενο, σε συνδυασμό με τα αποδειχθέντα, ότι για την κατασκευή του έργου αυτού χρησιμοποιούσε την δική του ξυλεία, και ότι ο ίδιος πλήρωνε τους λοιπούς εργάτες, που χρησιμοποιούσε στην κατασκευή του έργου, μεταξύ των οποίων και τον μάρτυρα Ζ2, όπως ο τελευταίος κατέθεσε, γεγονός, που δεν θα συνέβαινε εάν εργοδότης ήταν ο τέταρτος των κατηγορουμένων Χ4. Τούτο ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρος Ζ1, ότι εντολές στον παθόντα για την εκτέλεση του έργου έδινε ο κατηγορούμενος αυτός (Χ3) και από την κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης, ότι κατά τον χρόνο αυτόν ο τέταρτος κατηγορούμενος είχε εργασία και εργαζόταν σε έργο στην ....., σε συνδυασμό με το ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι ο τελευταίος αυτός κατηγορούμενος αναμείχθηκε με την κατασκευή του έργου αυτού. Το δ' υπό μόνων των ως άνω πρώτου μάρτυρος και της πολιτικώς εναγούσης κατατιθέμενο, ότι ο θανατωθείς είχε προσληφθεί από τον τέταρτο κατηγορούμενο και υπό τις οδηγίες αυτού εργαζόταν κατά τον χρόνο του θανάτου του, δεν στηρίζεται σε αναμφισβήτητα και συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία αμέσως ή εμμέσως, πλην όμως σαφώς, αναμφιβόλως και αδιστάκτως τούτο να προκύπτει, προδήλως δε κατατίθεται προς διεύρυνση του κύκλου των υπόχρεων αποζημιώσεως τους. Ότι ο τρίτος κατηγορούμενος Χ2 ήταν ο μελετητής και ο επιβλέπων μηχανικός του εν λόγω έργου, κατά τον χρόνο θανάτου του εν λόγω θανατωθέντος, αποδεικνύεται: α) από το την προαναφερθείσα φωτοτυπία του σχεδίου τομής θεμελιώσεως και γωνιακής συνδέσεως των τοιχωμάτων του εν λόγω έργου, που φέρει τις μη αμφισβητούμενης γνησιότητος σφραγίδα και υπογραφή του κατηγορουμένου τούτου, β) από την κατάθεση του μάρτυρος Ζ2, ότι ο εκ των κατηγορουμένων Χ3 του είχε πει, προ της θανατώσεως του ανωτέρω παθόντος, ότι μηχανικός ήταν ο κατηγορούμενος αυτός, γ) από την επ' ακροατηρίου ομολογία του εκ των κατηγορουμένων Χ3, ότι ο συγκατηγορούμενός του αυτός ως μηχανικός του έργου του είχε δώσει οδηγίες για την κατασκευή του, δ) από την επίσης επ' ακροατηρίου ομολογία του αυτού κατηγορουμένου Χ3, ότι ο εργοδότης του πρώτος κατηγορούμενος Χ1 του είχε πει, πριν ακόμη αναλάβει να εκτελέσει το ανωτέρω έργο, ότι ο εν λόγω συγκατηγορούμενός του Χ2 ήταν ο μηχανικός του έργου και προς τούτο του είχε δώσει το τηλέφωνό του και ε) από τις καταφατικές τούτου επ' ακροατηρίου του Εφετείου αυτού καταθέσεις του εκ των ως άνω μαρτύρων Ζ1 και της πολιτικώς εναγούσης. Σημειωτέον ενταύθα, ότι, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον τρίτο κατηγορούμενο (Χ2), τα οποία συνεπώς είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, οι περί των αμέσως ανωτέρω περιστατικών ομολογίες του εκ των κατηγορουμένων Χ3, ότι δηλαδή ο εν λόγω συγκατηγορούμενός του Χ2 ήταν ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός του έργου, επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψιν και συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των προαναφερομένων μαρτύρων και το ως άνω έγγραφο σχέδιο και άγουν στην ανωτέρω κρίση ......Τέλος, ότι ο εκ των κατηγορουμένων Χ4 δεν ήταν ο εργολάβος του εν λόγω έργου κατά τον χρόνο του θανάτου του ως άνω παθόντος, αποδεικνύεται πέραν των όσων σχετικώς προανεφέρθησαν και από την περί τούτου ομολογία του δευτέρου κατηγορουμένου αδελφού του Χ3, η οποία βεβαίως δεν αναιρείται εκ μόνης της τοιαύτης συγγενικής τους σχέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων και υπό τα ως άνω ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται, ότι υπαίτιοι και δη εκ μη συνειδητής αμελείας τους για τον θάνατο του εν λόγω Ψ είναι οι εκ των εν λόγω κατηγορουμένων Χ1, Χ3 και Χ2. Συνίσταται δε η υπαιτιότητα τους, στο ότι, υπό την ειρημένη ιδιότητα του έκαστος και της προηγηθείσης συμπεριφοράς τους οι δύο πρώτοι καθ' όσον αφορά την κατά τον εκτεθέντα τρόπο εκσκαφή του εν λόγω εδαφικού χώρου, α) οι μεν δύο πρώτοι (Χ1 και Χ3), αμελώς και ασυνέτως συμπεριφερόμενοι, δεν προέβησαν στην εκπόνηση μελέτης εκτελέσεως του ειρημένου έργου και επίσης στην λήψη των προεκτεθέντων καταλλήλων μέτρων αντιστηρίξεως της εν λόγω εκσκαφής στο ανωτέρω πρανές της, ώστε να μην δημιουργείται κίνδυνος κατολισθήσεως του ως άνω καθέτου χωμάτινου πρανούς της (εκσκαφής) και έτσι να μπορεί να εργασθεί ασφαλώς στο σημείο εκείνο ο παθών, όπως είχαν υποχρέωση και μπορούσαν να κάνουν, ως μετρίως συνετοί εργοδότης- κατασκευαστής της εκσκαφής και εργολάβος, αντιστοίχως. Αλλά αντιθέτως παρέλειψαν την υποχρέωσή τους αυτή, καίτοι, καθ' όσον αφορά τον πρώτο (Χ1) από την προηγούμενη συμπεριφορά του, της εκσκαφής αυτής δηλαδή χωρίς μελέτη και χωρίς αντιστήριξή της, υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει το πρανές της αυτό, ένεκα του ασταθούς υλικού των στρωμάτων του εδάφους της, κατά τα επίσης προαναφερθέντα, να καταπλακώσει εκεί εργαζόμενο και να του επιφέρει τον θάνατο, αποτέλεσμα που δεν προέβλεψαν και που πράγματι κατά τα εκτεθέντα επήλθε. Και β) ο δε τρίτος αυτών (Χ2) αμελώς και ασυνέτως και αυτός συμπεριφερόμενος, ενώ είχε υποχρέωση, ως εν τοις πράγμασι μετρίως συνετός μελετητής και επιβλέπων μηχανικός του εν λόγω έργου, να επιμεληθεί της λήψεως των προαναφερομένων ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας ενόψει της συστάσεως του εδάφους στον χώρο της ειρημένης εκσκαφής ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος καταπτώσεως του άνω πρανούς και καταπλακώσεως εργαζομένου εντός του χώρου της εκσκαφής, αυτός παρέλειψε την λήψη των ανωτέρω μέτρων τούτων και επομένως και την αντιστήριξη των πρανών της εκσκαφής, χωρίς και αυτός να προβλέψει, ότι είναι δυνατόν, ενόψει της συστάσεως του εδάφους εκεί, να προκληθεί κατάπτωση και καταπλάκωση του προαναφερομένου παθόντος. ......". Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες (όπως και ο συγκατηγορούμενός τους Χ3) κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια και ειδικότερα του ότι "Στη ...... 'Αργους, στις 7 Ιουλίου 2000 με μία πράξη (παράλειψη) πραγμάτωσαν περισσότερα εγκλήματα και ειδικότερα από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν , επέφεραν τον θάνατο άλλου δια παραλείψεως ,καίτοι υπείχαν εκ του νόμου ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή του ως άνω αποτελέσματος, χωρίς μάλιστα να προβλέψουν το αποτέλεσμα της παραλείψεως τους αυτής και συγκεκριμένα: Ο 1ος κατηγορούμενος (Χ1) τυγχάνοντας ιδιοκτήτης ακινήτου με το εντός αυτού υπάρχον οίκημα επιχείρησης (πρώην εργοστάσιο ....... ) που ευρίσκεται στο 4° χιλ. της επαρχιακής οδού ...-παραλίας ..., στην περιοχή ...... 'Αργους ανέθεσε στον 2° κατηγορούμενο (Χ3), οικοδόμο, ως εργολάβο την εκτέλεση των αναγκαίων οικοδομικών εργασιών για την μετεγκατάσταση στον ανωτέρω εργοστασιακό χώρο της Βιοτεχνίας Επεξεργασίας Βάμβακος που διατηρούσε ο Χ1 στο ....... 'Αργους καθώς και για τη τοποθέτηση εντός αυτού των μηχανημάτων, όρισε δε ως επιβλέποντα μηχανικό του έργου τον 3° κατηγορούμενο Χ2 ,πολιτικό μηχανικό . Κατά την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής βυθιζόμενης δεξαμενής, δηλαδή φρεατίου συλλογής για την απομάκρυνση των υπογείων υδάτων και αφού είχε πραγματοποιηθεί η κυρίως εκσκαφή με κατάλληλο σκαπτικό μηχάνημα εντός του χώρου ισογείου αίθουσας του εργοστασίου σε βάθος 3,10 μέτρων- με αφετηρία μέτρησης την στάθμη του τσιμεντοστρωμένου δαπέδου της αίθουσας, πάχους 18 cm -οι δε διαστάσεις της εκσκαφής στον πυθμένα αυτής (δηλαδή στο βάθος των 3,10 μέτρων) ήταν 3,20μ. Χ 2,20 μ., οι κατηγορούμενοι, από αμέλειά τους, παρέλειψαν να λάβουν τα απαραίτητα αναλυτικά περιγραφόμενα μέτρα ασφαλείας: α) Ενόσω εντός της προπεριγραφείσας εκσκαφής βάθους 3,10 μέτρων εκτελούντο εργασίες ξύλινου καλουπώματος, προκειμένου να εγχυθεί έτοιμο σκυρόδεμα και να δημιουργηθεί έτσι τοιχείο αντιστηρίξεως της κατακόρυφης δυτικής παρειάς της εκσκαφής, οι κατηγορούμενοι παρέλειψαν να λάβουν τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων που διαλαμβάνονται στα άρθρα 2 και 9 παρ.1 και 2 του ΠΔ 1073/1981 και ειδικότερα ενώ έγινε εκσκαφή ορύγματος σε βάθος μεγαλύτερο των 2,50 μέτρων, δηλαδή έγινε εκσκαφή σε βάθος τέτοιο για το οποίο η αντιστήριξη είναι υποχρεωτική, παρά ταύτα, οι κατηγορούμενοι δεν μερίμνησαν για την ύπαρξη και εφαρμογή μελέτης αντιστηρίξεως καταρτισθείσης από αρμόδιο Μηχανικό, ούτε προέβησαν σε σταδιακή και βαθμιαία αντιστήριξη των πρανών της εκσκαφής παραλλήλως προς τη πρόοδο των εκσκαφικών εργασιών, ούτε τέλος πραγματοποίησαν την αντιστήριξη με κατάλληλες μεθόδους ή με μηχανικά μέσα εξ αποστάσεως, χωρίς την είσοδο των εργαζομένων στη εκσκαφή ,αλλά αντίθετα επέτρεψαν την άνευ λήψεως ουδενός μέτρου ασφαλείας κάθοδο στη εκσκαφή του εργαζόμενου οικοδόμου Ψ, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεως κατά τρόπο εμπειρικό, χωρίς δηλαδή να εφαρμοσθεί ένας τεχνικός ενδεδειγμένος τρόπος εργασίας και δη είτε η δημιουργία κατακόρυφης παρειάς, κατασκευαζόμενης σε ικανή απόσταση ασφαλείας από την επιθυμητή θέση κατασκευής του τοίχου αντιστηρίξεως και στηριζομένης προσωρινά με ξυλοζεύγματα, είτε η δημιουργία κεκλιμένου πρανούς , με γωνία κλίσης της παρειάς προς την οριζόντια από 30ο έως 45° μέχρις αποπερατώσεως της κατασκευής του τοιχίου αντιστηρίξεως και β) παρέλειψαν, πριν από την έναρξη της λειτουργίας του εργοταξίου, την εκπόνηση σχεδίου ασφαλείας και υγείας ,παρά το γεγονός ότι οι εργασίες που επρόκειτο να εκτελεσθούν ενείχαν ιδιαίτερους κινδύνους, η εν λόγω δε υποχρέωση επιβάλλεται από το άρθρο 3 παρ.3, 4 του ΠΔ 305/1996 " Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/57/ΕΟΚ" (ΦΕΚ Λ' 212/29-8-96), με αποτέλεσμα, συνεπεία των προδιαληφθεισών παραλείψεων ,σε συνδυασμό με την ιδιοσυστασία του εδάφους: ενόψει του ότι κάτω από το εκ μπετόν δάπεδο της ισόγειας αίθουσας του εργοστασίου, από το επίπεδο του οποίου( δαπέδου) άρχισε η ανόρυξη της εκσκαφής υπήρχε στρώση αμμοχάλικου πάχους 1,0 m και στρώση υδαράς ιλύος πάχους 1,90 m, δηλαδή υπήρχε έδαφος μικρής διατμητικής αντοχής και ασθενούς συνοχής, όταν ο οικοδόμος Ψ εισήλθε εντός της εκσκαφής και εκτελούσε εργασίες ξύλινου καλουπώματος στη δυτική παρειά αυτής (της εκσκαφής), να θραυσθεί το έδαφος, επί του οποίου ερειδόταν το καλούπωμα, να ολισθήσει το χώμα δημιουργώντας εδαφική κοιλότητα στο σημείο του τόξου ολισθήσεως και τα χώματα να καταπλακώσουν τον παθόντα Ψ από τη μέση του σώματος του και κάτω - λόγω ακριβώς δράσεως των δυνάμεων του βάρους της επιχώσεως - και να του προξενήσουν κατάγματα πλευρών αριστερού ημιθωρακίου, θλάση αριστερού πνεύμονος, αιμοθώρακα, εκτεταμένο οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα, περινεφρικό αιμάτωμα με θλάση νεφρών και κατασύντριψη της λεκάνης, δηλαδή βαρύτατες κακώσεις θώρακος, κοιλίας και λεκάνης εκ καταπλακώσεως, από τις οποίες, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατος" . Για την πράξη τους δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ.1, 28 , 302 παρ.1, σε συνδυασμό με τα άρ. 2,9 παρ.1, 2 και 117 του ΠΔ 1073/1981 οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών ο καθένας , η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη ως προς τον Χ2 και μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως , ως προς τον Χ1. IV.Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (μη συνειδητής), για την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, προσδιορίζεται με σαφήνεια και εξειδικεύεται η νομική υποχρέωση του καθενός κατηγορουμένου και η διαπιστωθείσα παράλειψη της υποχρέωσης αυτής, αναφορικά με το επελθόν αποτέλεσμα, ήτοι τον θάνατο του παθόντος, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις των αναιρεσειόντων, του μεν ενός εξ αυτών ως κυρίου του έργου, του δε άλλου , ως επιβλέποντος μηχανικού, δεν ταυτίζονται με εκείνες του εκτελούντος το έργο (εργολάβου). Συγκεκριμένα, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1, η εξειδίκευση, ως προς την νομική του υποχρέωση, γίνεται με τις πιο πάνω παραδοχές και ιδιαίτερα ότι αυτός, αμελώς συμπεριφερόμενος, ως εργοδότης και κύριος του έργου, παρέλειψε να λάβει τα αναφερόμενα στην απόφαση μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων, που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 9 παρ.1 και 2 του ΠΔ 1073/1981 και παρέλειψε, πριν από την έναρξη της λειτουργίας του εργοταξίου, να μεριμνήσει για την εκπόνηση σχεδίου ασφαλείας και υγείας, παρά το γεγονός ότι οι εργασίες που επρόκειτο να εκτελεσθούν ενείχαν ιδιαίτερους κινδύνους, και η εν λόγω υποχρέωση επιβαλλόταν από το άρθρο 3 παρ.3, 4 του ΠΔ 305/1996, με συνέπεια των προδιαληφθεισών παραλείψεων, σε συνδυασμό με την ιδιοσυστασία του εδάφους, να επέλθει το θανατηφόρο για τον παθόντα αποτέλεσμα . Κατά τις σαφείς δε παραδοχές της αποφάσεως, η πιο πάνω εσκαφή έγινε υπό την επίβλεψη και τις εντολές του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1, και επακολούθησε η πρόσληψη του συγκατηγορουμένου του εργολάβου (Χ3) για την ολοκλήρωση του έργου της κατασκευής του φρεατίου. Επομένως, η ευθύνη του αναιρεσείοντος κυρίου του έργου, είναι ανεξάρτητη από την συντρέχουσα ευθύνη του εργολάβου για την λήψη των πιο πάνω μέτρων, οι δε αιτιάσεις αυτού ότι δεν είχε την απαιτούμενη εκ του νόμου ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, διότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε αναθέσει την εκτέλεση του έργου στον εργολάβο Χ3 και ότι την ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση θα είχε κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1, 2 και 3 Ν. 1396/1983, ως κύριος του έργου, μόνο στην περίπτωση που δεν είχε αναθέσει σε αυτόν την εκτέλεσή του, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε λόγοι αναιρέσεως, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15,28 και 302 και ΠΚ, διότι, όπως ισχυρίζεται ο εν λόγω αναιρεσείων, δεν συντρέχει η αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν εξειδικεύεται η νομική αυτή υποχρέωσή του, ως κυρίου του έργου και η διαπιστωθείσα παράλειψη της υποχρεώσεώς του αυτής, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. V. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2, δέχεται ότι, αμελώς και ασυνέτως και αυτός συμπεριφερόμενος, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, κατά τις ειδικώς μνημονευόμενες στην απόφαση διατάξεις, ως εν τοις πράγμασι μελετητής και επιβλέπων μηχανικός του έργου, να επιμεληθεί της λήψεως των αναφερομένων στην απόφαση μέτρων ασφαλείας, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος καταπτώσεως του άνω πρανούς και καταπλακώσεως εργαζομένου εντός του χώρου της εκσκαφής, αυτός παρέλειψε την λήψη των μέτρων αυτών με συνέπεια το θανατηφόρο για τον παθόντα αποτέλεσμα. Κατά τις σαφείς, πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες και αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως, ο αναιρεσείων Χ2 ήταν ο εν τοις πράγμασι μηχανικός του έργου, είχε συντάξει την τεχνική μελέτη για την εκτέλεση του έργου αυτού και είχε αναλάβει την επίβλεψη από τον κύριο το έργου Χ1, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η αναφορά και των επιπλέον στοιχείων, που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του. Οι αιτιάσεις δε αυτού ότι, από τα από αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, δεν προκύπτει η εμπλοκή του στο πιο πάνω έργο, και επομένως η ενοχή του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε λόγοι αναιρέσεως, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15,28 και 302 και ΠΚ, καθώς και τις αναφερόμενες διατάξεις του ν. 1396/83 και του Π.Δ. 305/1996 διότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, δεν συντρέχει η η αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ιδιαίτερης νομικής αυτού υποχρέωσης, καθόσον δεν υπήρξε επιβλέπων μηχανικός ούτε συνέταξε την τεχνική μελέτη του έργου, και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν εκτίθεται από πού προκύπτει η αναφερόμενη στην απόφαση νομική αυτού υποχρέωση, με ποιον τρόπο απέκτησε την ιδιότητα του "εν τοις πράγμασι επιβλέποντα μηχανικού" κλπ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Αβάσιμος επίσης είναι και απορριπτέος και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, του ίδιου αναιρεσείοντος, για απόλυτη ακυρότητα, λόγω προσβολής του υπερασπιστικού του δικαιώματος (αρ. 171 παρ. 1 περ. Δ και 211 Α ΚΠΔ), κατά τον οποίο η θεμελίωση της καταδίκης του στηρίχθηκε ουσιαστικά μόνο στην απολογία των συγκατηγορουμένων του εργολάβων Χ4 και Χ3. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός από τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής των κατηγορουμένων κρίση του, ειδικώς μνημονεύει και εξειδικεύει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα με την οποία κρίθηκε ένοχος ο εν λόγω κατηγορούμενος και αυτά δεν ήσαν μόνο οι καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του, αλλά επιπλέον η ιδιότητα αυτή (και η ενοχή του κατηγορουμένου) ,προέκυψε και από α) φωτοτυπία του σχεδίου τομής θεμελιώσεως και γωνιακής συνδέσεως των τοιχωμάτων του εν λόγω έργου, που φέρει την μη αμφισβητούμενης γνησιότητας σφραγίδα και υπογραφή του κατηγορουμένου τούτου, β) από την κατάθεση του μάρτυρος Ζ2, ότι ο εκ των κατηγορουμένων Χ3 του είχε πει, προ της θανατώσεως του ανωτέρω παθόντος, ότι μηχανικός ήταν ο κατηγορούμενος αυτός, και ε) από τις καταθέσεις του Ζ1 και της πολιτικώς εναγούσης. Επίσης, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο , από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του ίδιου αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του, όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατ' άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, και η από .... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θράκης ....... Η εν λόγω όμως "έκθεση πραγματογνωμοσύνης", που συντάχθηκε επιμέλεια του αναιρεσείοντος Χ2, περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος, αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και αξιολογήθηκε μετά των υπολοίπων αποδείξεων, ως έγγραφο, καθόσον αυτή, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο αρθρ. 178 Κ.Π.Δ.) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το αρθρ. 183 Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Τέλος, η αιτίαση του αυτού αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο συγκαταλέγει εσφαλμένα μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας τον ......, που, ως μάρτυρας υπεράσπισης εξετάστηκε και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη, αφού τούτο, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και κατ' ουσία, αφού ο εν λόγω μάρτυρας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, εξετάστηκε στο εφετείο ως μάρτυρας κατηγορίας. VI. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των πιο πάνω λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολό τους, ως αβάσιμες, και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 17/1/2008 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως των 1) Χ1, και 2) Χ2 (με αρ. πρωτ. 665/22-1-2008 και 664/22-1-2008, ανίστοιχα), κατά της 958/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Στοιχεία εγκλήματος ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλήψεως. Εργατικό ατύχημα. Ευθύνη κυρίου του έργου μηχανικού. Ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις για την λήψη μέτρων κατά την άνοιξη τάφρων κλπ, κατά τα άρθρα 9 § 1 εδ. α΄ και β΄ και 2 ΠΔ 1073/8 και των άρθρων 3 §§ 3, 4 εδ. α΄, β΄ του ΠΔ 305/1996, εν συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2 § 1, 2 και 7 ν. 1396/1983. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, απόλυτης ακυρότητας από τη λήψη υπόψη καταθέσεων συγκατηγορουμένων και μη αναφοράς, μεταξύ των αποδείξεων, ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
Αριθμός 1028/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.10.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1859/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 496/14.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας την προκειμένη δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 3900/2006 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών "για κακουργήματα" την κατηγορουμένη Χ1, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ και β) έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε νομοτύπως από την κατηγορουμένη έφεση, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1386/2007 βούλευμα, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. (βλ. βουλεύματα). II. Το 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε νομοτύπως στην ίδια την κατηγορουμένη στις ....., (βλ. σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως). Την ίδια ημέρα (...), εμφανίσθηκε στην αρμόδια υπάλληλο του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Νικόλαος Νασιοθύμιος και δήλωσε ότι ως πληρεξούσιος της κατηγορουμένης ασκεί αναίρεση κατά του 1625/2007 βουλεύματος και έτσι συντάχθηκε η 209/15-10-2007 έκθεση αναίρεσης, στην οποία, ως λόγοι αναίρεσης, αναφέρονται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' και β' Κ.Π.Δ.).Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων παραπέμπεται για μια τουλάχιστον κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη. ΙΙΙ. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεδικασμένο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, υπό την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από τοσυμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.(βλ. ΑΠ 2141/2006) Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστ/κής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια απ' αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος. Συνεπώς, για τη συντέλεση αυτού, πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση, να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (βλ. ΑΠ 59/2005). Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.248/1996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστο 10.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την θεμελίωση του πλημμελήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, αφενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφετέρου η γνώση του εκδότη της, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής και τέλος, η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται, ακόμη, και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών, από την επόμενη της έκδοσης της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα. V. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, δέχθηκε, με καθ' ολοκληρίαν παραδεκτή αναφορά, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας (καταθέσεις μαρτύρων, όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης), προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά την 18 Ιανουαρίου του 2003, η εκκαλούσα παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον Ψ1, τον οποίο είχε γνωρίσει ως φίλο του συζύγου της Δ1-αρχιτέκτονα μηχανικού, με τον οποίο ο εγκαλών συνεργαζόταν, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδυτικές δραστηριότητες ,ότι διαθέτει δικά της κεφάλαια ύψους 4.000.000.000 δρχ. τα οποία απέκτησε από κληρονομιά και από διάφορες επιτυχημένες επενδύσεις, σε Τράπεζες του εσωτερικού (Εθνική και ALPHA ) και σε διάφορα τραπεζικά προγράμματα όπως αγορά τουρκικών κρατικών ομολόγων, προθεσμιακές καταθέσεις με μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνηθισμένες και χωρίς κινδύνους. Ότι επίσης από φοροτεχνικές μελέτες που είχε κάνει η ιδία σαν φοροτεχνικός για τη σύνταξη επιχειρηματικών σχεδίων προς ένταξη διαφόρων εταιριών στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 είχε λαμβάνειν ως αμοιβή ποσό ύψους 900.000 ευρώ. Επίσης ότι είχε εντάξει στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 την εταιρία "Δ. Δ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει έδρα στις Σάππες Κομοτηνής και είχε λαμβάνειν από την επένδυση αυτή το ποσόν των 4.000.000 ευρώ σαν κρατική χορήγηση. Ότι δήθεν διαθέτει και ακίνητη περιουσία, σε διάφορα σημεία του Ν. Αττικής (Ν.Φιλοθέη, Κυψέλη κλπ) αλλά και σε περιοχές της Άρτας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια της προσπάθειας της να πείσει τον εγκαλούντα για την αλήθεια των ψευδών παραστάσεων της με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα στις 10-3-2003 τάχα για επωφελείς επενδύσεις του και αφού του επανέλαβε και πάλι τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις του επέδειξε και ένα αντίγραφο εντύπου Ε9 που υπέβαλε δήθεν στην εφορία και όπου ήταν καταχωρημένα διάφορα ακίνητα στις πιο πάνω περιοχές, του είπε δε, ότι έχει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα σε συνεργασία με την Εθνική τράπεζα, που θα τελειώσει στο τέλος του χρόνου και ότι δεν θα πρέπει ο εγκαλών να χάσει τέτοια ευκαιρία αλλά να επενδύσει σε αυτό το πρόγραμμα τις οικονομίες του. Μάλιστα, για να τον πείσει του επέδειξε, ως παραστατικό των επενδύσεων της έγγραφο, φερόμενο ότι έχει εκδοθεί από την Εθνική τράπεζα στο οποίο ανέγραφε το όνομα της και το ποσό του 1.200.000 ευρώ συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο όμως δεν μπορούσε ο εγκαλών να διαβάσει γιατί ήταν γραμμένο στα αγγλικά και ο τελευταίος δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζε εξαρχής η κατηγορουμένη αφού η αλήθεια ήταν ότι αυτή ούτε αξιόχρεη ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε κεφάλαια είχε, ούτε ανέμενε αμοιβές από την απασχόληση της ως φοροτεχνικός, ούτε τέλος είχε δημιουργήσει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα στην Εθνική Τράπεζα. Ο μηνυτής πεισθείς στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, συμφώνησε να της καταβάλει σταδιακά, το ποσό των 192.000 ευρώ. Ειδικότερα, το ποσό αυτό της κατέβαλε σταδιακά ως ακολούθως: 1) στις 13.3.03, το ποσό των 50.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της με αριθμ........επιταγή της Citibank), 2) στις 2/5/003, 35.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... τραπεζικής επιταγής της ALPHA BANK), 3) στις 6.5.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της .....επιταγής της Εθνικής τράπεζας), 4) στις 5/6/03, το ποσό των 30.000 ευρώ (βλ. ...... τρ. επιταγής της Citibank), 5) στις 5.6.2003, το ποσό των 34.000 ευρώ (βλ. δελτίο κατάθεσης της τράπεζας NOVA BANK), 6) στις 12.8.03, το ποσό των 7.561 ευρώ (βλ. ...... επιταγή της Citibank), 7) στις 12.8.03, το ποσό των 7500 ευρώ (βλ. την ...... επιταγή της ALPHA ΒΑΝΚ), 8) Στις 12.11.2003, το ποσό των 10.000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεση στην τράπεζα ALPHA BANK, 9) στις 18.12.2003, το ποσό των 3000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης της ALPHA BANK), δηλαδή συνολικά 192.061 ευρώ). Ο σκοπός της εκκαλούσας όμως, μέσω των πιο πάνω ψευδών παραστάσεων, ήταν να πείσει τον εγκαλούντα να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο δεν είχε σκοπό να τοποθετήσει σε επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά να το ιδιοποιηθεί αποκομίζοντας παράνομα περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του τελευταίου. Μετά από συνεχείς οχλήσεις του εγκαλούντα, τελικά αυτή επέστρεψε σταδιακά σ' αυτόν, μέρος τούτου, ύψους 69.100 ευρώ. Συγκεκριμένα στις 17.2.2004, 40.000 ευρώ, στις 26.3.2004, 9.100 ευρώ, στις 7.8.04, το ποσό των 20.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη, προς διασφάλιση του μηνυτή, εξέδωσε στην Αθήνα, το μήνα Νοέμβριο του 2004 την υπ' αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ποσού 197.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.3.2005, ενεργώντας με την ιδιότητα της ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας "Α. Νταβρή - Α. Λάππας ABE Τεχν. Εταιρία" με έδρα τη Ν. Φιλοθέη Αττικής σε διαταγή του εγκαλούντα. Η επιταγή αυτή, όμως, καίτοι εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα (30.3.2005) προς πληρωμή στη πληρώτρια Τράπεζα, παρά ταύτα δεν πληρώθηκε και σφραγίσθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου, στον τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, με αριθμό .......-επί του οποίου εσύρετο. Η εκκαλούσα, λοιπόν με πρόθεση προέβη στην έκδοση της εν λόγω επιταγής, υπό την ιδιότητα της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πιο πάνω εταιρίας, καίτοι εγνώριζε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, αλλά και της πληρωμής της, ότι η εκδότρια δεν διαθέτει επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την πληρωμή αυτής. Η εκκαλούσα εκθέτει στην έφεση της ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η κατηγορία. Όπως προκύπτει από αιτιολογικό του πιο πάνω βουλεύματος, αυτό έλαβε υπ' όψη του, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, μεταξύ των άλλων, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία της κατηγ/νης. Έτσι, λοιπόν συμπληρωματικά σε όσα δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και ημείς εκθέτουμε τα εξής: Η προταθείσα, από πλευράς εγκαλούντα, Ψ1, μάρτυς κατηγορίας Ζ1 στις από 7-10-2005 και 14-11-2005 ένορκες καταθέσεις της, στον Πταισματοδίκη Χαλανδρίου επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα από πλευράς εγκαλούντα, εκθέτοντας, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα έλεγε στον εγκαλούντα, ότι έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία και εταιρεία που ασχολείται με προγράμματα επενδύσεων, ότι του έδωσε μια επιταγή ακάλυπτη και ότι αυτή σκόπευε με τη στάση της να πάρει τα χρήματα του εγκαλούντα. Επίσης, ο προταθείς μάρτυς κατηγορίας Ζ2, στην από 26-10-2005 ένορκη κατάθεση του στον πιο πάνω Πταισματοδίκη αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι η εκκαλούσα τους παρουσιαζόταν ως έχουσα μεγάλη οικονομική επιφάνεια και τους προέτρεπε να κάνουν διατραπεζικές επενδύσεις. Ότι επίσης τους παρέστησε ψευδώς, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδύσεις, και με επιδοτήσεις βιοτεχνιών και βιομηχανιών από την ΕΟΚ, ότι διαθέτει τεράστια ακίνητη περιουσία σε διάφορα μέρη της Αττικής, την οποία είχε αποκτήσει από κληρονομιά, τους επέδειξε δε και αντίγραφο του εντύπου Ε9, όπου είχαν δήθεν καταχωρηθεί τα ακίνητά της, αλλά και τεράστια κεφάλαια σε διάφορες τράπεζες και ότι θα ήταν ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς να της εμπιστευθούν τα χρήματα τους, για να τα διαχειριστεί σε επενδυτικά προγράμματα με υψηλή ετήσια απόδοση. 'Οτι και ο ίδιος πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και της κατέβαλε το μήνα Δεκέμβριο του 04 το ποσό των 176.000 ευρώ, το οποίο ουδέποτε αυτή επένδυσε, και, παρά ταύτα, δεν του το επέστρεψε. Υπό τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή της εκκαλούσας οι ισχυρισμοί της οποίας περί λήψης του πιο πάνω ποσού της απάτης λόγω δανείου και της πλήρους, κατόπιν εξόφλησής του στον δανειστή, ουδόλως αποδείχτηκαν, σε βαθμό που να αποκλείουν τις πιο πάνω επαρκείς ενδείξεις, ελεγχόμενοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ως στερούμενοι ουσιαστικής βασιμότητας και σαν τέτοιοι τυγχάνουν απορριπτέοι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και ο εγκαλών, στις από 27-3-2006 και 20-4-2006 ανωμοτί καταθέσεις του στον 22° Ανακριτή Αθηνών αντικρούει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας κάμνοντας λόγο όχι για δάνειο αλλά για απάτη από πλευράς εκκαλούσας, η οποία, ως εκθέτει, έχει εξαπατήσει άλλα 23 άτομα και επίσης ότι η πραγματοποιηθείσα καταβολή των 30.000 ευρώ δεν έχει καμμία σχέση με την υποτιθέμενη επένδυση για την οποία, ως εκθέτει, έδωσε στην εκκαλούσα το ποσόν των 192.000 ευρώ. VI) Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου για την παραπάνω πράξη. Με αυτά που δέχθηκε ως άνω το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά την πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί και επιχειρήματα με βάση τους οποίους, υπήγαγε τη συμπεριφορά αυτή στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 § § 1 και 3 εδ. β' Π.Κ. και 79 § 1 του Ν.5960/1933, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς και αιτιολογημένα εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Συνεπώς ο από τον άρθρο 484 § 1β' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνίσταται κατά τον αναιρεσείοντα ότι το Συμβούλιο υπήγαγε ανεπιτρέπτως την συμπεριφορά του στην περί απάτης διάταξη του άρθρου 386 § 1,3 Π.Κ., αν και επρόκειτο περί απλής αθέτησης υποσχεθέντων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές, οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, συνοδευόταν ταυτόχρονα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων, που προσδιορίζονται στο βούλευμα, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση. Πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και από το άρθρο 484 § 1 Δ Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης, που συνίσταται κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στο ότι το Συμβούλιο Εφετών, περιορίσθηκε να αναφερθεί στην Εισαγγελική πρόταση και δεν διέλαβε δικές τους σκέψεις, γιατί το Συμβούλιο, είχε αυτό το δικαίωμα, αφού η Εισαγγελική πρόταση είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την παραπομπή. Πρέπει λοιπόν η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω Ι. Να απορριφθεί η με αριθμό 209/15-10-2007 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε δια πληρεξουσίου η κατηγορουμένη Χ1, κατά του 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα. Αθήνα 7 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος. Συνεπώς, για τη συντέλεση αυτού, πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσας πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση, να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.248/1996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, στον δράστη της απάτης επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστο 10.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του πλημμελήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, αφενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφετέρου η γνώση του εκδότη της, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή, κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής και, τέλος, η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται ακόμη και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών, από την επόμενη της έκδοσης της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα. ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού, η τελευταία, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, υπό την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια απ' αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος της αναιρεσείουσας για τις πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 26 παρ. 1α, 27, 51, 52, 94 παρ. 1, 386 παρ. 1, 3 ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 και την παρέπεμψε, συνακόλουθα, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτια των πράξεων αυτών και απέρριψε την εκ μέρους της ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία της εκκαλούσας - κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά την 18 Ιανουαρίου του 2003, η εκκαλούσα παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον Ψ1, τον οποίο είχε γνωρίσει ως φίλο του συζύγου της Δ1-αρχιτέκτονα μηχανικού, με τον οποίο ο εγκαλών συνεργαζόταν, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδυτικές δραστηριότητες, ότι διαθέτει δικά της κεφάλαια, ύψους 4.000.000.000 δρχ., τα οποία απέκτησε από κληρονομία και από διάφορες επιτυχημένες επενδύσεις, σε Τράπεζες του εσωτερικού (Εθνική και ALPHA ) και σε διάφορα τραπεζικά προγράμματα, όπως αγορά τουρκικών κρατικών ομολόγων, προθεσμιακές καταθέσεις με μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνηθισμένες και χωρίς κινδύνους. Ότι, επίσης, από φοροτεχνικές μελέτες που είχε κάνει η ιδία σαν φοροτεχνικός, για τη σύνταξη επιχειρηματικών σχεδίων προς ένταξη διαφόρων εταιριών στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990, είχε λαμβάνειν ως αμοιβή ποσό ύψους 900.000 ευρώ. Επίσης, ότι είχε εντάξει στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 την εταιρία "Δ. Δ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει έδρα στις Σάππες Κομοτηνής και είχε λαμβάνειν από την επένδυση αυτή το ποσόν των 4.000.000 ευρώ σαν κρατική χορήγηση. Ότι δήθεν διαθέτει και ακίνητη περιουσία, σε διάφορα σημεία του Ν. Αττικής (Ν.Φιλοθέη, Κυψέλη κλπ), αλλά και σε περιοχές της Άρτας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια της προσπάθειας της να πείσει τον εγκαλούντα για την αλήθεια των ψευδών παραστάσεων της, με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα, στις 10-3-2003, τάχα για επωφελείς επενδύσεις του και αφού του επανέλαβε και πάλι τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, του επέδειξε και ένα αντίγραφο εντύπου Ε9, που υπέβαλε δήθεν στην εφορία και όπου ήταν καταχωρημένα διάφορα ακίνητα στις πιο πάνω περιοχές του είπε δε ότι έχει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με την Εθνική τράπεζα, που θα τελειώσει στο τέλος του χρόνου και ότι δεν θα πρέπει ο εγκαλών να χάσει τέτοια ευκαιρία, αλλά να επενδύσει σε αυτό το πρόγραμμα τις οικονομίες του. Μάλιστα, για να τον πείσει του επέδειξε, ως παραστατικό των επενδύσεών της, έγγραφο, φερόμενο ότι έχει εκδοθεί από την Εθνική τράπεζα, στο οποίο ανέγραφε το όνομά της και το ποσό του 1.200.000 ευρώ, συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο, όμως, δεν μπορούσε ο εγκαλών να διαβάσει, γιατί ήταν γραμμένο στα αγγλικά και ο τελευταίος δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Τα παραπάνω, όμως, ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζε εξαρχής η κατηγορουμένη, αφού η αλήθεια ήταν ότι αυτή, ούτε αξιόχρεη ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε κεφάλαια είχε, ούτε ανέμενε αμοιβές από την απασχόλησή της ως φοροτεχνικός, ούτε τέλος είχε δημιουργήσει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα στην Εθνική Τράπεζα. Ο μηνυτής, πεισθείς στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, συμφώνησε να της καταβάλει σταδιακά, το ποσό των 192.000 ευρώ. Ειδικότερα το ποσό αυτό της κατέβαλε σταδιακά ως ακολούθως: 1) στις 13.3.03, το ποσό των 50.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της με αριθμ. ..... επιταγής της Citibank), 2) στις 2/5/003, 35.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... τραπεζικής επιταγής της ALPHA BANK), 3) στις 6.5.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... επιταγής της Εθνικής τράπεζας), 4) στις 5/6/03, το ποσό των 30.000 ευρώ (βλ. ..... τρ. επιταγής της Citibank), 5) στις 5.6.2003, το ποσό των 34.000 ευρώ (βλ. δελτίο κατάθεσης της τράπεζας NOVA BANK), 6) στις 12.8.03, το ποσό των 7.561 ευρώ (βλ. ......επιταγή της Citibank), 7) στις 12.8.03, το ποσό των 7500 ευρώ (βλ. την ..... επιταγή της ALPHA ΒΑΝΚ), 8) Στις 12.11.2003, το ποσό των 10.000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης στην τράπεζα ALPHA BANK, 9) στις 18.12.2003, το ποσό των 3000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης της ALPHA BANK), δηλαδή συνολικά 192.061 ευρώ). Ο σκοπός της εκκαλούσας, όμως, μέσω των πιο πάνω ψευδών παραστάσεων, ήταν να πείσει τον εγκαλούντα να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο δεν είχε σκοπό να τοποθετήσει σε επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά να το ιδιοποιηθεί, αποκομίζοντας παράνομα περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του τελευταίου. Μετά από συνεχείς οχλήσεις του εγκαλούντα, τελικά αυτή επέστρεψε σταδιακά σ'αυτόν, μέρος τούτου, ύψους 69.100 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 17.2.2004, 40.000 ευρώ, στις 26.3.2004, 9.100 ευρώ, στις 7.8.04 το ποσό των 20.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη, προς διασφάλιση του μηνυτή, εξέδωσε στην Αθήνα, το μήνα Νοέμβριο του 2004 την υπ' αριθμό .......μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ποσού 197.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.3.2005, ενεργώντας με την ιδιότητά της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας "Α. Νταβρή - Α. Λάππας ABE Τεχν. Εταιρία" με έδρα τη Ν. Φιλοθέη Αττικής, σε διαταγή του εγκαλούντα. Η επιταγή αυτή όμως, καίτοι εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα (30.3.2005) προς πληρωμή στη πληρώτρια Τράπεζα, παρά ταύτα δεν πληρώθηκε και σφραγίσθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας με αριθμό .......-επί του οποίου εσύρετο. Η εκκαλούσα, λοιπόν, με πρόθεση προέβη στην έκδοση της εν λόγω επιταγής, υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πιο πάνω εταιρίας καίτοι εγνώριζε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, αλλά και της πληρωμής της, ότι η εκδότρια δεν διαθέτει επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την πληρωμή αυτής. Η εκκαλούσα εκθέτει στην έφεσή της, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η κατηγορία. Όπως προκύπτει από αιτιολογικό του πιο πάνω βουλεύματος, αυτό έλαβε υπ' όψη του, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, μεταξύ των άλλων, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία της κατηγ/νης. Έτσι, λοιπόν, συμπληρωματικά σε όσα δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και ημείς εκθέτουμε τα εξής: Η προταθείσα, από πλευράς εγκαλούντα Ψ1, μάρτυς κατηγορίας, Ζ1, στις από 7-10-2005 και 14-11-2005 ένορκες καταθέσεις της στον Πταισματοδίκη Χαλανδρίου, επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα από πλευράς εγκαλούντα, εκθέτοντας, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα έλεγε στον εγκαλούντα ότι έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία και εταιρεία που ασχολείται με προγράμματα επενδύσεων, ότι του έδωσε μια επιταγή ακάλυπτη και ότι αυτή σκόπευε με τη στάση της να πάρει τα χρήματα του εγκαλούντα. Επίσης ο προταθείς μάρτυς κατηγορίας Ζ2, στην από 26-10-2005 ένορκη κατάθεσή του στον πιο πάνω Πταισματοδίκη, αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα τους παρουσιαζόταν ως έχουσα μεγάλη οικονομική επιφάνεια και τους προέτρεπε να κάνουν διατραπεζικές επενδύσεις. Ότι επίσης τους παρέστησε ψευδώς ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδύσεις, και με επιδοτήσεις βιοτεχνιών και βιομηχανιών από την ΕΟΚ, ότι διαθέτει τεράστια ακίνητη περιουσία σε διάφορα μέρη της Αττικής, την οποία είχε αποκτήσει από κληρονομιά, τους επέδειξε δε και αντίγραφο του εντύπου Ε9, όπου είχαν δήθεν καταχωρηθεί τα ακίνητα της, αλλά και τεράστια κεφάλαια σε διάφορες τράπεζες και ότι θα ήταν ιδιαίτερα επωφελές γι' αυτούς να της εμπιστευθούν τα χρήματα τους, για να τα διαχειριστεί σε επενδυτικά προγράμματα με υψηλή ετήσια απόδοση. 'Οτι και ο ίδιος πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και της κατέβαλε το μήνα Δεκέμβριο του 2004, το ποσό των 176.000 ευρώ, το οποίο ουδέποτε αυτή επένδυσε, και αρά ταύτα δεν του το επέστρεψε. Υπό τα δεδομένα αυτά, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της εκκαλούσας, οι ισχυρισμοί της οποίας περί λήψης του πιο πάνω ποσού της απάτης λόγω δανείου και της πλήρους, κατόπιν εξόφλησης του στον δανειστή, ουδόλως αποδείχτηκαν σε βαθμό που να αποκλείουν τις πιο πάνω επαρκείς ενδείξεις, ελεγχόμενοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ως στερούμενοι ουσιαστικής βασιμότητας και σαν τέτοιοι τυγχάνουν απορριπτέοι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και ο εγκαλών, στις από 27-3-2006 και 20-4-2006 ανωμοτί καταθέσεις του στον 22° Ανακριτή Αθηνών, αντικρούει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας, κάμνοντας λόγο, όχι για δάνειο, αλλά για απάτη από πλευράς εκκαλούσας, η οποία, ως εκθέτει, έχει εξαπατήσει άλλα 23 άτομα, και επίσης ότι η πραγματοποιηθείσα καταβολή των 30.000 ευρώ δεν έχει καμμία σχέση με την υποτιθέμενη επένδυση για την οποία, ως εκθέτει, έδωσε στην εκκαλούσα το ποσόν των 192.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, σ' αυτό, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, τα μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις κατ' ιδίαν αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστάμενος, κατά την αναιρεσείουσα, εις το ότι το Συμβούλιο ανεπίτρεπτα υπήγαγε τη συμπεριφορά της στην περί απάτης διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 του ΠΚ, μολονότι επρόκειτο περί απλής αθέτησης υποσχεθέντων είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ενόψει του ότι, κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών, οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις της αναιρεσείουσες, συνοδεύονταν συγχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων, οι οποίες προσδιορίζονται στο βούλευμα, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσής τους, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση. Τέλος, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, ο οποίος συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στο ότι το Συμβούλιο Εφετών απλώς περιορίσθηκε να αναφερθεί στην εισαγγελική πρόταση, χωρίς να διαλάβει δικές του σκέψεις, είναι επίσης αβάσιμος και απορριπτέος, ενόψει του ότι, το Συμβούλιο είχε αυτό το δικαίωμα, αφού, η εισαγγελική πρόταση, διαλάμβανε όλα εκείνα τα στοιχεία, που συνιστούν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την παραπομπή της αναιρεσείουσας, προκειμένου να δικαστεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 209/15.10.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη και έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Όταν οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποσχέσεις συνοδεύονται με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Απορρίπτει αναίρεση α) για έλλειψη αιτιολογίας βουλεύματος και β) για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Τραπεζική επιταγή
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Τραπεζική επιταγή, Συρροή εγκλημάτων.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1032/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 767/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 360/8.10.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 §§ 1 και 4, 138 § 2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 102/26-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 ασκηθείσα (κατόπιν της από 23-4-07 εξουσιοδοτήσεως) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Νικολόπουλο, κατά του υπ' αρ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα: I) Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 1905/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για το κακούργημα της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα (αρ. 26 § 1α, 27 § 1, 404 §§ 2α, 3 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του και επικυρώθηκε το εκκληθέν. Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη στον κατηγορούμενο την 18-4-2007 και την ιδία ημέρα στον αντίκλητο δικηγόρο του Α. Πάρσαλη (βλ. αποδεικτικά). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 1, 474 § 1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 26-4-07 και περιέχει (αρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι την παρέπεμψε ως κατ' επάγγελμα τοκογλύφο με την αιτιολογία που διαλαμβάνεται στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία αλληλοδιαδόχως παραπέμπει τόσο το πρωτόδικο βούλευμα όσο και το προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα, το οποίο έρχεται σε αντίθεση προς την ενσωματωμένη σε αυτό πλήρως εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη εισαγγελική απαλλακτική πρόταση. Ότι δηλαδή τόσο ο εγκαλών όσο και οι μάρτυρές του μιλούν εμμέσως πλην σαφώς για το ότι είναι γνωστός στην περιοχή της ..... για παρόμοια (εννοούν τοκογλυφική) δράση, ενώ ακατανοήτως διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα, ότι αυτός ανανέωνε επιταγές που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων με την οποία ασχολείται? για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "όλα αυτά δείχνουν αξιόποινη δράση του κατηγορουμένου με επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας και με κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής". Η αιτιολογία αυτή είναι ανεπαρκής αφού δεν αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο που δανείστηκε τοκογλυφικά από αυτόν πέραν της αναφοράς στην δεύτερη έγκληση του Ψ1 την οποία εντελώς προσχηματικά κατέθεσε σε βάρος του με σκοπό να στηρίξει τον δήθεν πορισμό εσόδων του από την κατ' επάγγελμα τοκογλυφία. Τόσο η ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση όσο και το πρωτόδικο αυτό βούλευμα, στο οποίο αναφέρεται το εφετειακό περιορίζονται στην απλή αναφορά ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που προβλέπει ο Κ.Π.Δ. χωρίς να εξειδικεύουν ποια ακριβώς ελήφθησαν υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του συμβουλίου, δεν διευκρινίζονται ούτε τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, ούτε τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, με εξαίρεση την ενδεικτική αναφορά ως προς τον Μ1 και τον Μ2 οι οποίοι έχουν άμεσο έννομο συμφέρον και επομένως είναι μη αξιόπιστοι καθ' όσον κατόπιν μηνύσεώς του έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. II) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π. Χρ. Ν.Γ./496, Α.Π. 1425/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. Ν.Γ./510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. Ν.Ε./2005 σελ. 408). III) Κατά την διάταξη του άρ. 404 § 2α Π.Κ. (ως αντικ. δι' αρ. 14 § 8α Ν. 2721/99 "Με τις ίδιες ποινές (δηλ. με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή) τιμωρείται και όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση σ' αυτόν συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτους περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου", κατά δε την παράγραφο 3: αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων - όπως είναι και η λήψη από τον δράστη, αξιογράφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους - ή με την επιδίωξη τέτοιων ωφελημάτων, που μπορεί να εκδηλωθεί με την κατάθεση αιτήσεως από τον δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει αξιογράφου που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του παθόντος (Α.Π. 858/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1243). Για την κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τέλεση δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη (Α.Π. 1064/2000 Π.Χρ. Ν.Α./318) ούτε ο δράστης να παραπέμπεται για περισσότερες πράξεις τοκογλυφίας, (Α.Π. 517/2000 Νο.Β./2000 σελ.1009) αλλά αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν από αυτή, ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που την συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 1647/99 Π.Χρ. Ν/734). Υφίσταται τοκογλυφία κατ' επάγγελμα όταν ο δράστης κατά την παροχή δανείου προς τον πολιτικώς ενάγοντα παρακράτησε αθέμιτα ποσοστό τόκου (Α.Π. 1233/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1494). IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση και ειδικότερα την μήνυση, την χωρίς όρκο κατάθεση του μηνυτή, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και είναι συνημμένα στη δικογραφία, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη σε συνδυασμό με την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Ψ1 υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" έως τις 15.10.2001, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της από το Υπουργείο Εμπορίου λόγω ελλείψεως κεφαλαίων . Κατά το έτος 2000 η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε μεγάλη ταμειακή δυσχέρεια και είχε ανάγκη μετρητών χρημάτων προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους (ασφαλισμένους, ζημιωθέντες κλπ). Έτσι ο εγκαλών σε συνεννόηση με τον Μ2 Προϊστάμενο στο "ΤΜΗΜΑ ΖΗΜΙΩΝ" της εταιρείας προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ρευστότητας με εξωτραπεζικό δανεισμό. Σε μία από τις επισκέψεις του εγκαλούντος στην Τράπεζα Εργασίας και συγκεκριμένα στο Υποκατάστημα αυτής στο .....από το οποίο η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χρηματοδοτείτο μέχρι τότε και διατηρούσε λογαριασμό όψεως ο τότε Διευθυντής του Υποκαταστήματος Μ1 του σύστησε τον κατηγορούμενο που είναι έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην περιοχή ..... και πελάτης της συγκεκριμένης Τράπεζας στην οποία διέθετε λογαριασμούς πολλών εκατομμυρίων. Ο εγκαλών γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος παράλληλα με την εμπορική του δραστηριότητα, δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά με τοκογλυφικό τόκο, πλην όμως αποφάσισε να δανειστεί απ' αυτόν διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε έντονο οικονομικό πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, το μήνα Οκτώβριο του 2000 ο εγκαλών, με την προεκτεθείσα ιδιότητα του, παρέδωσε στον κατηγορούμενο δύο (2) μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Τράπεζα Κύπρου, προκειμένου κατά τη συμφωνία τους να τις χρηματοδοτήσει ή όπως λέγεται στην αγορά "να τις σπάσει" και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας, ήτοι παρέδωσε σ' αυτόν : 1) την με αριθμό ...... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ....., ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001 και 2) την με αριθμό ...... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ......, ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές ύψους 30.000.000 δραχμών και κατέβαλε στον εγκαλούντα (ως δάνειο) το ποσό των 21.000.000 δραχμών, παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών το ποσό των 9.000.000 δραχμών, ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως) που υπερέβαινε το ισχύον τότε ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου (νόμιμο επιτόκιο), ενώ έπρεπε να παρακρατήσει, με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο μόνο το ποσό των 1.575.000 δραχμών, δηλαδή παρακράτησε επιπλέον τόκο (τοκογλυφικό) ποσού 7.425.000 δραχμών. Περαιτέρω προέκυψε ότι οι επιταγές αυτές δεν εξοφλήθηκαν τη συμφωνημένη ημεροχρονολογία (30.4.2001), για το λόγο δε αυτό ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο παράταση του χρόνου πληρωμής τους, ο τελευταίος δε συμφώνησε να παρατείνει την εξόφληση τους, υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων, πρακτική που ως συνήθως τηρείται στις τοκογλυφικές συναλλαγές. Σε εκτέλεση των ανωτέρω ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τον εγκαλούντα τις παρακάτω μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών), εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Συνεταιριστική Τράπεζα Πιερίας, ήτοι: 1) την με αριθμό ..... επιταγή, ποσού 10.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.5.2001, 2) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.6.2001 και 3) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.7.2001. Οι επιταγές αυτές ενσωμάτωναν, τόσο το δανεισθέν κεφάλαιο όσο και συμφωνημένους τόκους του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος οι οποίοι όμως, όπως προέκυψε, υπερέβαιναν το ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού -δικαιοπρακτικού τόκου. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ενώ το ανανεωμένο ποσό του δανείου ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές, το συνολικό ύψος των επιταγών αυτών ήταν 33.000.000 δραχμές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, κατά την παράταση αυτή εξοφλήσεως της οφειλής εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του εγκαλούντος απαίτησε και έλαβε α' αυτόν α) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα ενός (1) μηνός το ποσό των 483.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 91.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 391.125 δραχμών β) για την με αριθμό ..... επιταγή και για διάστημα δύο (2) μηνών, το ποσό των 1.012.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 192.500 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 819.500 δραχμών και γ) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα τριών (3) μηνών, το ποσό των 1.587.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ έπρεπε να λάβει με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο το ποσό των 301.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο ποσού 1.285.125 δραχμών. Οι δύο πρώτες από τις επιταγές αυτές εξοφλήθηκαν κανονικά ενώ η Τρίτη (με αριθμό .....) δεν πληρώθηκε από τον εγκαλούντα διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το ποσό αυτής αντιστοιχούσε στους μέχρι τότε τοκογλυφικούς τόκους του δανεισθέντος ποσού. Συνεπεία τούτου ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την προαναφερθείσα επιταγή, ως μη οφειλομένη, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και απαίτησε την άμεση εξόφληση της, άλλως θα προέβαινε στη σφράγιση της. Επειδή όμως η τυχόν σφράγιση της επιταγής αυτής θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εκδότρια εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", η οποία όπως προαναφέρθηκε αντιμετώπιζε οξύτατο οικονομικό πρόβλημα, ο εγκαλών ζήτησε την παράταση του χρόνου εξοφλήσεως της και την αντικατάσταση της με άλλη επιταγή πελατείας του, επιστρέφοντας το σώμα αυτής (με αριθμό ...... επιταγής). Ο κατηγορούμενος δέχθηκε να παρατείνει την εξόφληση της υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων και έτσι στις 30.7.2001 παρέλαβε από τον εγκαλούντα την με αριθμό ...... μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 14.999.985 δραχμών (ή 44.020,50 ευρώ), εκδόσεως ...., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως 28.2.2002, πληρωτέρα από την Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα .....) και συγκεκριμένα για κεφάλαιο 11.500.000 δραχμών υποχρέωσε τον εγκαλούντα να του καταβάλει για διάστημα επτά (7) μηνών ως τόκο το ποσό των 3.500.000 δραχμών, ενώ με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να καταβάλει μόνο το ποσό των 704.375 δραχμών", ήτοι κατέβαλε επιπλέον στον κατηγορούμενο για τοκογλυφικούς τόκους (υπολογιζόμενους με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) το ποσό των 2.795.625 δραχμών. Επίσης ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των ως άνω συμφωνηθέντων, δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα την με αριθμό ..... επιταγή, (αντικατασταθείσα) αλλά εμφάνισε αυτήν (δια παρενθέτου προσώπου) στην πληρώτρια Τράπεζα από την οποία δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε στο σώμα αυτής από την εν λόγω Τράπεζα και στη συνέχεια με βάση τη σφραγισθείσα αυτή επιταγή προέβη στην έκδοση της με αριθμό 5488/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του εγκαλούντος, κατά της οποίας ο τελευταίος άσκησε την από 31.10.2001 ανακοπή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενος ότι η εν λόγω επιταγή ενσωματώνει καθ' ολοκληρίαν τοκογλυφικούς τόκους, για την οποία μάλιστα υπέβαλε κατά του κατηγορουμένου την από 26.11.2001 μήνυση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ' αυτού για την ως άνω πράξη και σχηματίστηκε η παρούσα ποινική δικογραφία. Επίσης, δυνάμει του προσκομιζομένου με αριθμό 2167/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής τοκογλυφίας που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του ίδιου του εγκαλούντος στην Αθήνα στις 26.6.2001. Από το περιεχόμενο του ως άνω βουλεύματος προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά σε τρίτους με τόκο πέραν του νομίμου και κατά το παρελθόν. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται με το απολογητικό του υπόμνημα ότι στον Μ1 που ήταν Διευθυντής της τράπεζας Εργασίας στο ..... και αφανής εταίρος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ο εγκαλών ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος, χορήγησε προς φιλική εξυπηρέτηση, δάνειο ύψους 300.000.000 προκειμένου να καλύψει ένα έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί λόγω των ατασθαλιών του στο συγκεκριμένο υποκατάστημα και ότι για την επιστροφή του παρέλαβε, μεταξύ άλλων και τις προαναφερθείσες επιταγές, ενώ στο επί της εφέσεως υπόμνημα του, ισχυρίζεται ότι με την προτροπή του Μ1 χορήγησε στον εγκαλούντα το επίδικο δάνειο με το νόμιμο επιτόκιο προς διευκόλυνση της λειτουργίας της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας με την προοπτική της εξαγοράς ποσοστού 9% των μετοχών αυτής και ότι για την επιστροφή του δανείου παρέλαβε τις αναφερθείσες επιταγές οι οποίες παραμένουν απλήρωτες. Πλην όμως οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αφού οι προταθέντες από τον εγκαλούντα μάρτυρες με σαφήνεια αναφέρουν για τη δεινή οικονομική κατάσταση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας που ανάγκασε τον εγκαλούντα να προβεί στην επαχθή γι' αυτόν συμφωνία του τοκογλυφικού δανείου με τις παρατάσεις του, όπως αναλύθηκε παραπάνω και ότι είχαν άμεση γνώση της συμφωνίας του δανείου αυτού με τοκογλυφικό τόκο. Ειδικότερα ο μάρτυρας Μ1 στην από 22.1.2004 ανακριτική κατάθεση του αναφέρει "Ο Ψ1 δυσκολευόμενος να εξυπηρετηθεί από τις Τράπεζες για προεξόφληση επιταγών του, γνωρίστηκε με τον Χ1 ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος τοκογλύφος που δραστηριοποιείται στην περιοχή της ...... Του έδωσε επιταγές πελατών του και ο Χ1 προεξόφλησε τις επιταγές με επιτόκιο 5-6% μηνιαίως, παρακρατώντας το ποσό των τόκων. Κάποια μάλιστα επιταγή η οποία δεν μπορούσε να εξοφληθεί στην ημερομηνία λήξης της και ζήτησε ο Ψ1 να ανανεωθεί και να αντικατασταθεί, ο Χ1 την παρακράτησε και δεν την επέστρεψε στον Ψ1 παρόλο που αντικαταστάθηκε με άλλη, πλέον τόκων. Τις επιταγές τις ανανέωνε και παράλληλα διπλασίαζε και τον τόκο σ' αυτές που αντικαθιστούσε για παράδειγμα στην αρχική που προεξοφλούσε έβαζε τόκο 5% και όταν την αντικαθιστούσε στη νέα επιταγή έβαζε τόκο 10%. Στους λογαριασμούς του Χ1 έχουν διακινηθεί δισεκατομμύρια τα τελευταία χρόνια και ο ίδιος φέρεται ότι είναι εικονικά έμπορος αυτοκινήτων." Επίσης ο μάρτυρας Μ2 στην από 4.1.2005 ανακριτική κατάθεση του αναφέρει "Ο κατηγορούμενος Χ1 έπαιρνε επιταγές από τον Ψ1 κράταγε προκαταβολικά τόκο 5% και του έδινε μετρητά τα υπόλοιπα χρήματα. Εγώ πήγαινα πολλές από τις επιταγές αυτές στον Χ1 και ο Χ1 ή έβαζε τα χρήματα στο λογαριασμό της Προοδευτικής ή τα παρέδιδε στον Ψ1 Το ότι κρατούσε ο Χ1 τόκο 5% μηνιαίως μου το έλεγε ο ίδιος, όταν του πήγαινα τις επιταγές και έκανε λογαριασμό μπροστά μου... Το κύριο επάγγελμα του Χ1 είναι τοκογλύφος...Η Προοδευτική είχε πάρει πολλές φορές δάνειο από τον Χ1 περίπου 170.000.000 δρχ. συνολικά από ότι ξέρω και σε όλο αυτό το ποσό κρατούσε τόκο 5% μηνιαίως..." Άλλωστε αν ήθελε υποτεθεί ότι η επίδικη συναλλαγματική σχέση μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου δεν αφορούσε τοκογλυφικό δάνειο, αλλά χρηματοδότηση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας από τον κατηγορούμενο με το νόμιμο επιτόκιο και με την προοπτική εξαγοράς από τον τελευταίο ποσοστού 9% των μετοχών αυτής, όπως επικαλείται ο κατηγορούμενος, ασφαλώς αυτός θα αξίωνε την κατάρτισε σχετικού εγγράφου στο οποίο θα αναφερόταν η πιο πάνω αιτία και δεν θα αρκείτο στο παραπάνω τρόπο συναλλαγής του με τον εγκαλούντα και την ασφαλιστική εταιρεία (προεξόφληση επιταγών διαδοχικές ανανεώσεις του χρέους με αντικατάσταση των αρχικών επιταγών με άλλες μεγαλυτέρου ποσού), ο οποίος αρμόζει σε τοκογλυφικές συμβάσεις δανείου υποκρυπτόμενες σε αναιτιώδεις τίτλους επιταγών. Πέραν τούτων επισημαίνεται ότι και ο άλλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε αμέσως στον Μ1 το ποσό των 300.000.000 δραχμών, χωρίς τόκο "προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα στην Τράπεζα λόγω των ατασθαλιών του", εκτός από την αοριστία του, δεν κρίνεται πειστικός από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, καθόσον το ποσό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό για να καταβληθεί εφάπαξ και μάλιστα χωρίς καθόλου τόκο, ούτε άλλωστε καταρτίστηκε κάποιο σχετικό έγγραφο προς απόδειξη της συναλλαγής αυτής, λόγω του ύψους αυτής. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος ενήργησε με σκοπό τον πορισμό παράνομου εισοδήματος ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δάνειζε σημαντικά χρηματικά ποσά σε τρίτους με τοκογλυφικό επιτόκιο και ήδη έχει παραπεμφθεί με το 2167/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής (διασυνδέσεις με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Εργασίας....., συγκέντρωση των χρηματικών καταθέσεων του στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα, διαδοχικές ανανεώσεις επιταγών που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων). Συνακόλουθα ο επικουρικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πλημμεληματικού χαρακτήρα της πράξεως του (τοκογλυφίας) κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της τοκογλυφίας και μάλιστα με την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως αυτής κατ' επάγγελμα και για την οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 404 παρ. 2 και 3 ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 8 εδάφιο β' ν. 2721/1999). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του παρέπεμψε τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (άρθρα 309 παρ. 1ε', 313, 111, 119, 120 ΚΠΔ) για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού πραγματικά περιστατικά. Πρέπει λοιπόν, να απορριφθεί ωςουσιαστικά αβάσιμη η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί κατόπιν τούτου το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες του τις διατάξεις. V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (1905/2006) του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 404 §§ 2α και 3 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητά αναφέρει πως προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος (φύλλο 18 σελ. β) ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να καταλήξει στην κρίση του έλαβε υπ' όψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αναφέρει κατ' είδος (φύλλο 13, σελ. α) χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (Συμβ. Α.Π. 550/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005 σελ. 1087). Η αναφορά του στις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 δεν αποτελεί ενδεικτική έκθεση αποδεικτικού μέσου αλλά παράθεση από τις καταθέσεις γεγονότων επί της ουσίας της υποθέσεως προς επίρρωση των παραδοχών του Συμβουλίου. Εις το προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εκτενώς στις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε η ασφαλιστική εταιρεία του εγκαλούντος με κατάληξη της ανάκληση της αδείας λειτουργίας της την 15-10-2001. Περιγράφει πως το 2000, λόγω της ταμειακής δυσχέρειας, έφθασε στο σημείο να απευθυνθεί στον κατηγορούμενο για λήψη δανείου με τοκογλυφικό τόκο, πως παρέδωσε σ' αυτόν, αρχικά δύο μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της εταιρείας για να τις χρηματοδοτήσει δηλ. να τις σπάσει και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας. Αναφέρει πως ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις επιταγές ύψους 30.000.000 δρχ. και κατέβαλε στο εγκαλούντα ως δάνειο το ποσό των 21.000.000 δρχ. παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα 6 μηνών τόκους 9.000.000 δρχ. ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως) ενώ ο νόμιμος τόκος ανερχόταν στο ποσό του 1.575.000 δρχ. δηλ. παρεκράτησε επιπλέον ως τοκογλυφικό τόκο 7.425.000 δρχ. Αναφέρει λεπτομερώς πως οι επιταγές δεν εξοφλήθηκαν και ανανεώθηκε το δάνειο με αντικατάσταση επιταγών περιγράφει τις επιταγές με τα αντίστοιχα ποσά με μηνιαίο ποσοστό επιτοκίου 4,6%, ότι οι δύο εκ των τριών επιταγών εξοφλήθηκαν ενώ η τρίτη δεν εξοφλήθη διότι ενσωμάτωνε τους τοκογλυφικούς τόκους και γι' αυτό ο εγκαλών εζήτησε την επιστροφή της, ο αναιρεσείων αρνήθηκε, απαίτησε την πληρωμή της αλλά θα προέβαινε στην σφράγιση της επιταγής, έτσι ο εγκαλών αναγκάστηκε να δεχθεί την αντικατάσταση με άλλη επιταγή ποσού 44.020,50 Ευρώ, εκθέτει τον επιπλέον τόκο που έλαβε καθώς και ότι την ως άνω τρίτη επιταγή την κυκλοφόρησε εμφανίζοντας τρίτον ως δήθεν κομιστή της την οποία ενεφάνισε στην Τράπεζα προς σφράγιση και στην συνέχεια εζήτησε και εξεδόθη η υπ' αρ. 5488/01 διαταγή πληρωμής ισχυριζόμενος ότι δήθεν την ανέλαβε από τον τελευταίο κομιστή. Το βούλευμα περιέχει αποσπάσματα καταθέσεων του Μ1 και Μ2 που επιβεβαιώνουν το τοκογλυφικό δάνειο και τις ανανεώσεις αυτού, αντικρούει με λογικούς συλλογισμούς την άρνηση της κατηγορίας εκ μέρους του κατηγορουμένου και παραθέτει τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως δηλαδή με σκοπό τον πορισμό παρανόμου εισοδήματος, είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής. Θα πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι και μόνη η περιγραφομένη σε βάρος του εγκαλούντος συμπεριφορά θεμελιώνει, σύμφωνα και με το εκτεθέν νομικό μέρος, την κακουργηματική πράξη της τοκογλυφίας και συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα. Κατ' ακολουθία δε τούτη θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αναίρεση και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Επί του αιτήματος το οποίο υπέβαλε ο αναιρεσείων συγχρόνως δια της αιτήσεως αναιρέσεως (σελ. 5) όπως παραστεί ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου για να εκθέσει τις απόψεις του, θα πρέπει να απορριφθεί διότι εκείνος έχει εκθέσει, κατά την προδικασία, κατά την απολογία του τις απόψεις του, αυτό δε και με το από 3-10-2006 πολυσέλιδο (εξ 29 περίπου σελίδων) υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω I) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 102/26-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αρ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. II) Να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Σας. ΙΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 31-7-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 102/26 Απριλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 1905/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463,473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ.α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Με το δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως, ο αναιρεσείων υποβάλλει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα αυτό είναι μεν νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, πρέπει, όμως, να απορριφθεί κατ' ουσία, διότι ο αναιρεσείων, τόσο με το αναιρετήριο, όσο και με το από 3.10.2006 πολυσέλιδο υπόμνημα που υπέβαλε, αναπτύσσει επαρκώς και διεξοδικώς τους ισχυρισμούς του για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της δικαζόμενης υποθέσεως, έτσι ώστε δεν ανακύπτει ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω διευκρινήσεως. Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ίδιου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και, ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή αξιογράφων, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού. Ακόμη, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 404 παρ. 3 του ΠΚ, κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο, αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν, από αυτήν, ενόψει και της διάρκειας των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος, βάσει σχεδίου. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξ' άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Ψ1 , υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", έως τις 15.10.2001, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της από το Υπουργείο Εμπορίου λόγω ελλείψεως κεφαλαίων. Κατά το έτος 2000, η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε μεγάλη ταμειακή δυσχέρεια και είχε ανάγκη μετρητών χρημάτων προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους (ασφαλισμένους, ζημιωθέντες κλπ). Έτσι, ο εγκαλών σε συνεννόηση με τον Μ2 , Προϊστάμενο στο "ΤΜΗΜΑ ΖΗΜΙΩΝ" της εταιρείας, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ρευστότητας με εξωτραπεζικό δανεισμό. Σε μία από τις επισκέψεις του εγκαλούντος στην Τράπεζα Εργασίας και συγκεκριμένα στο Υποκατάστημα αυτής, στο ...., από το οποίο η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χρηματοδοτείτο μέχρι τότε και διατηρούσε λογαριασμό όψεως, ο τότε Διευθυντής του Υποκαταστήματος Μ1 του σύστησε τον κατηγορούμενο που είναι έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην περιοχή ".... και πελάτης της συγκεκριμένης Τράπεζας, στην οποία διέθετε λογαριασμούς πολλών εκατομμυρίων. Ο εγκαλών γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος, παράλληλα με την εμπορική του δραστηριότητα, δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά με τοκογλυφικό τόκο, πλην όμως αποφάσισε να δανειστεί απ' αυτόν, διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε έντονο οικονομικό πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, το μήνα Οκτώβριο του 2000, ο εγκαλών, με την προεκτεθείσα ιδιότητά του, παρέδωσε στον κατηγορούμενο δύο (2) μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Τράπεζα Κύπρου, προκειμένου, κατά τη συμφωνία τους, να τις χρηματοδοτήσει ή όπως λέγεται στην αγορά "να τις σπάσει" και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας, ήτοι παρέδωσε σ' αυτόν : 1) την με αριθμό ..... τραπεζική επιταγή, εκδόσεως ....., ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001 και 2) την με αριθμό ..... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ......, ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές, ύψους 30.000.000 δραχμών και κατέβαλε στον εγκαλούντα (ως δάνειο) το ποσό των 21.000.000 δραχμών, παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, το ποσό των 9.000.000 δραχμών, ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως), που υπερέβαινε το ισχύον τότε ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου (νόμιμο επιτόκιο), ενώ έπρεπε να παρακρατήσει, με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο μόνο το ποσό των 1.575.000 δραχμών, δηλαδή παρακράτησε επιπλέον τόκο (τοκογλυφικό) ποσού 7.425.000 δραχμών. Περαιτέρω, προέκυψε ότι οι επιταγές αυτές δεν εξοφλήθηκαν τη συμφωνημένη ημεροχρονολογία (30.4.2001), για το λόγο δε αυτό, ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο, παράταση του χρόνου πληρωμής τους, ο τελευταίος δε συμφώνησε να παρατείνει την εξόφλησή τους, υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων, πρακτική που ως συνήθως τηρείται στις τοκογλυφικές συναλλαγές. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τον εγκαλούντα τις παρακάτω μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών), εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Συνεταιριστική Τράπεζα Πιερίας, ήτοι: 1) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 10.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.5.2001, 2) την με αριθμό ..... επιταγή, ποσού 11.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.6.2001 και 3) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.7.2001. Οι επιταγές αυτές ενσωμάτωναν, τόσο το δανεισθέν κεφάλαιο όσο και συμφωνημένους τόκους του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος οι οποίοι όμως, όπως προέκυψε, υπερέβαιναν το ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ενώ το ανανεωμένο ποσό του δανείου ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές, το συνολικό ύψος των επιταγών αυτών ήταν 33.000.000 δραχμές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, κατά την παράταση αυτή εξοφλήσεως της οφειλής, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του εγκαλούντος, απαίτησε και έλαβε α' αυτόν α) για την με αριθμό ..... επιταγή και για διάστημα ενός (1) μηνός το ποσό των 483.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 91.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 391.125 δραχμών β) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα δύο (2) μηνών, το ποσό των 1.012.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο, έπρεπε να λάβει το ποσό των 192.500 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσόν 819.500 δραχμών και γ) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα τριών (3) μηνών, το ποσό των 1.587.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ έπρεπε να λάβει, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο το ποσό των 301.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο ποσού 1.285.125 δραχμών. Οι δύο πρώτες από τις επιταγές αυτές εξοφλήθηκαν κανονικά ενώ η τρίτη (με αριθμό ......), δεν πληρώθηκε από τον εγκαλούντα διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το ποσό αυτής αντιστοιχούσε στους μέχρι τότε τοκογλυφικούς τόκους του δανεισθέντος ποσού. Συνεπεία τούτου, ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την προαναφερθείσα επιταγή, ως μη οφειλομένη, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και απαίτησε την άμεση εξόφλησή της, άλλως θα προέβαινε στη σφράγισή της. Επειδή, όμως, η τυχόν σφράγιση της επιταγής αυτής θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εκδότρια εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αντιμετώπιζε οξύτατο οικονομικό πρόβλημα, ο εγκαλών ζήτησε την παράταση του χρόνου εξοφλήσεώς της και την αντικατάστασή της με άλλη επιταγή πελατείας του, επιστρέφοντας το σώμα αυτής (με αριθμό ..... επιταγής). Ο κατηγορούμενος δέχθηκε να παρατείνει την εξόφλησή της, υπό τον όρο κεφαλαιοποιήσεως των τόκων και έτσι, στις 30.7.2001, παρέλαβε από τον εγκαλούντα, την με αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 14.999.985 δραχμών (ή 44.020,50 ευρώ), εκδόσεως ....., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως 28.2.2002, πληρωτέρα από την Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα .....) και, συγκεκριμένα, για κεφάλαιο 11.500.000 δραχμών υποχρέωσε τον εγκαλούντα να του καταβάλει, για διάστημα επτά (7) μηνών, ως τόκο, το ποσό των 3.500.000 δραχμών, ενώ με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο, έπρεπε να καταβάλει μόνο το ποσό των 704.375 δραχμών", ήτοι κατέβαλε επιπλέον στον κατηγορούμενο για τοκογλυφικούς τόκους (υπολογιζόμενους με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) το ποσό των 2.795.625 δραχμών. Επίσης, ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των ως άνω συμφωνηθέντων, δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα την με αριθμό ...... επιταγή, (αντικατασταθείσα), αλλά εμφάνισε αυτήν (δια παρενθέτου προσώπου) στην πληρώτρια Τράπεζα, από την οποία δεν πληρώθηκε, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε στο σώμα αυτής από την εν λόγω Τράπεζα και στη συνέχεια, με βάση τη σφραγισθείσα αυτή επιταγή, προέβη στην έκδοση της με αριθμό 5488/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος του εγκαλούντος, κατά της οποίας ο τελευταίος άσκησε την από 31.10.2001 ανακοπή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενος ότι η εν λόγω επιταγή ενσωματώνει καθ' ολοκληρίαν τοκογλυφικούς τόκους, για την οποία μάλιστα υπέβαλε κατά του κατηγορουμένου την από 26.11.2001 μήνυση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ' αυτού για την ως άνω πράξη και σχηματίστηκε η παρούσα ποινική δικογραφία. Επίσης, δυνάμει του προσκομιζομένου με αριθμό 2167/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής τοκογλυφίας, που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του ίδιου του εγκαλούντος στην Αθήνα στις 26.6.2001. Από το περιεχόμενο του ως άνω βουλεύματος, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά σε τρίτους, με τόκο πέραν του νομίμου και κατά το παρελθόν. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται με το απολογητικό του υπόμνημα, ότι στον Μ1 που ήταν Διευθυντής της Τράπεζας Εργασίας στο ..... και αφανής εταίρος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ο εγκαλών ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος, χορήγησε, προς φιλική εξυπηρέτηση, δάνειο ύψους 300.000.000 προκειμένου να καλύψει ένα έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί λόγω των ατασθαλιών του στο συγκεκριμένο υποκατάστημα και ότι, για την επιστροφή του, παρέλαβε, μεταξύ άλλων και τις προαναφερθείσες επιταγές, ενώ στο επί της εφέσεως υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι, με την προτροπή του Μ1 χορήγησε στον εγκαλούντα το επίδικο δάνειο με το νόμιμο επιτόκιο, προς διευκόλυνση της λειτουργίας της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, με την προοπτική της εξαγοράς ποσοστού 9% των μετοχών αυτής και ότι για την επιστροφή του δανείου, παρέλαβε τις αναφερθείσες επιταγές οι οποίες παραμένουν απλήρωτες. Πλην, όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αφού οι προταθέντες από τον εγκαλούντα μάρτυρες με σαφήνεια αναφέρουν για τη δεινή οικονομική κατάσταση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας που ανάγκασε τον εγκαλούντα να προβεί στην επαχθή γι' αυτόν συμφωνία του τοκογλυφικού δανείου με τις παρατάσεις του, όπως αναλύθηκε παραπάνω και ότι είχαν άμεση γνώση της συμφωνίας του δανείου αυτού με τοκογλυφικό τόκο. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Μ1 στην από 22.1.2004 ανακριτική κατάθεσή του, αναφέρει "Ο Ψ1 , δυσκολευόμενος να εξυπηρετηθεί από τις Τράπεζες για προεξόφληση επιταγών του, γνωρίστηκε με τον Χ1 ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος τοκογλύφος που δραστηριοποιείται στην περιοχή της ...... Του έδωσε επιταγές πελατών του και ο Χ1 προεξόφλησε τις επιταγές, με επιτόκιο 5-6% μηνιαίως, παρακρατώντας το ποσό των τόκων. Κάποια μάλιστα επιταγή, η οποία δεν μπορούσε να εξοφληθεί στην ημερομηνία λήξης της και ζήτησε ο Ψ1 να ανανεωθεί και να αντικατασταθεί, ο Χ1 την παρακράτησε και δεν την επέστρεψε στον Ψ1 παρόλο που αντικαταστάθηκε με άλλη, πλέον τόκων. Τις επιταγές τις ανανέωνε και παράλληλα διπλασίαζε και τον τόκο σ' αυτές που αντικαθιστούσε για παράδειγμα, στην αρχική που προεξοφλούσε έβαζε τόκο 5% και, όταν την αντικαθιστούσε στη νέα επιταγή έβαζε τόκο 10%. Στους λογαριασμούς του Χ1 έχουν διακινηθεί δισεκατομμύρια τα τελευταία χρόνια και ο ίδιος φέρεται ότι είναι εικονικά έμπορος αυτοκινήτων." Επίσης ο μάρτυρας Μ2 , στην από 4.1.2005 ανακριτική κατάθεσή του, αναφέρει "Ο κατηγορούμενος Χ1 έπαιρνε επιταγές από τον Ψ1 κράταγε προκαταβολικά τόκο 5% και του έδινε μετρητά τα υπόλοιπα χρήματα. Εγώ πήγαινα πολλές από τις επιταγές αυτές στον Χ1 και ο Χ1 ή έβαζε τα χρήματα στο λογαριασμό της Προοδευτικής ή τα παρέδιδε στον Ψ1 Το ότι κρατούσε ο Χ1 τόκο 5% μηνιαίως μου το έλεγε ο ίδιος, όταν του πήγαινα τις επιταγές και έκανε λογαριασμό μπροστά μου... Το κύριο επάγγελμα του Χ1 είναι τοκογλύφος... Η Προοδευτική είχε πάρει πολλές φορές δάνειο από τον Χ1 περίπου 170.000.000 δρχ. συνολικά, από ότι ξέρω και σε όλο αυτό το ποσό κρατούσε τόκο 5% μηνιαίως..." Άλλωστε, αν ήθελε υποτεθεί ότι η επίδικη συναλλαγματική σχέση μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου δεν αφορούσε τοκογλυφικό δάνειο, αλλά χρηματοδότηση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας από τον κατηγορούμενο, με το νόμιμο επιτόκιο και με την προοπτική εξαγοράς από τον τελευταίο ποσοστού 9% των μετοχών αυτής, όπως επικαλείται ο κατηγορούμενος, ασφαλώς αυτός θα αξίωνε την κατάρτιση σχετικού εγγράφου στο οποίο θα αναφερόταν η πιο πάνω αιτία και δεν θα αρκείτο στο παραπάνω τρόπο συναλλαγής του με τον εγκαλούντα και την ασφαλιστική εταιρεία (προεξόφληση επιταγών διαδοχικές ανανεώσεις του χρέους με αντικατάσταση των αρχικών επιταγών με άλλες μεγαλυτέρου ποσού), ο οποίος αρμόζει σε τοκογλυφικές συμβάσεις δανείου, υποκρυπτόμενες σε αναιτιώδεις τίτλους επιταγών. Πέραν τούτων, επισημαίνεται ότι και ο άλλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι κατέβαλε αμέσως στον Μ1 το ποσό των 300.000.000 δραχμών, χωρίς τόκο, "προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα στην Τράπεζα λόγω των ατασθαλιών του", εκτός από την αοριστία του, δεν κρίνεται πειστικός από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, καθόσον το ποσό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό για να καταβληθεί εφάπαξ και μάλιστα χωρίς καθόλου τόκο, ούτε, άλλωστε, καταρτίστηκε κάποιο σχετικό έγγραφο προς απόδειξη της συναλλαγής αυτής, λόγω του ύψους αυτής. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος, ενήργησε με σκοπό τον πορισμό παράνομου εισοδήματος ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δάνειζε σημαντικά χρηματικά ποσά σε τρίτους με τοκογλυφικό επιτόκιο και ήδη έχει παραπεμφθεί με το 2167/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής (διασυνδέσεις με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Εργασίας ....., συγκέντρωση των χρηματικών καταθέσεών του στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα, διαδοχικές ανανεώσεις επιταγών που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων). Συνακόλουθα, ο επικουρικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί πλημμεληματικού χαρακτήρα της πράξεώς του (τοκογλυφίας), κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της τοκογλυφίας και μάλιστα με την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως αυτής κατ' επάγγελμα και για την οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 404 παρ. 2 και 3 ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 8 εδάφιο β' ν. 2721/1999). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο, με το εκκαλούμενο βούλευμά του, παρέπεμψε τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (άρθρα 309 παρ. 1ε', 313, 111, 119, 120 ΚΠΔ), για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού πραγματικά περιστατικά. Πρέπει, λοιπόν, να απορριφθεί ωςουσιαστικά αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί, κατόπιν τούτου, το εκκαλούμενο βούλευμα, ως προς όλες του τις διατάξεις. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως της κακουργηματικής τοκογλυφίας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε, του άρθρου 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και την οποία, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι το βούλευμα, δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, και συγκεκριμένα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος, ικανές να επιστηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή. Πράγματι, αναφέρεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" και της οποίας, ο εγκαλών ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντιμετώπιζε άμεσα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων, η εποπτεύουσα αυτήν αρχή, προέβη σε ανάκληση της αδείας λειτουργίας της, κατά την 15-10-2001. Επίσης, ότι εξαιτίας αυτών των οικονομικών προβλημάτων της, αναγκάστηκε ο εγκαλών να απευθυνθεί, μέσω του τότε Διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας Εργασίας, Μ1 στον αναιρεσείοντα, γνωστό επιχειρηματία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, στην περιοχή ...... ο οποίος προέβη σε δανεισμό του εγκαλούντος με το ποσό των 30.000.000 δραχμών, που καλύφθηκε με την παράδοση προς αυτόν δυο μεταχρονολογημένων επιταγών. Αιτιολογείται επίσης, ότι, έναντι των δυο επιταγών, συνολικής αξίας 30.000.000 δραχμών ο εγκαλών έλαβε σε μετρητά, από τον αναιρεσείοντα, 21.000.000 δραχμές, ο δε αναιρεσείων παρακράτησε άμεσα το ποσό των 9.000.000 δραχμών, που αντιπροσώπευε τους τόκους του χρονικού διαστήματος των (6) μηνών, σε ποσοστό 6% μηνιαίως και σε ετήσια βάση 60%, ενώ ο νόμιμος θεμιτός τόκος, στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ανερχόταν σε ποσό 1.575.000 δραχμών, παρακρατώντας έτσι επί πλέον τοκογλυφικούς τόκους της τάξεως των 7.425.000 δραχμών. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται ότι, λόγω μη εξοφλήσεως της τρίτης των επιταγών από μέρους του εγκαλούντος, και αρνήσεως του αναιρεσείοντος να την επιστρέψει, ανανεώθηκε ο χρόνος εξοφλήσεως του δανείου, κατά το μέρος που αφορούσε την τρίτη επιταγή, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να εξαναγκασθεί και, προκειμένου να αποφύγει σε βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, να προβεί εκ νέου σε ανανέωση του χρόνου πληρωμής της και να αποδεχθεί την αντικατάστασή της, με άλλη, ποσού 44.020,50 ευρώ, με συμφωνηθέν και πάλι ποσοστό τόκου από 4,65% το μήνα. Το βούλευμα επίσης διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετική με την, από μέρους του αναιρεσείοντος, τέλεση κατ' επάγγελμα της πράξεως αυτής, αφού αυτός απέβλεπε στον πορισμό παράνομου εισοδήματος, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων σε ποσοστό, 4,65% μηνιαίως, που υπερέβαινε το ποσοστό του ισχύοντος το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, νόμιμου τόκου, έχοντας προς τούτο αναπτύξει, βάσει σχεδίου του, την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής, όπως αυτή εκεί αναλυτικά περιγράφεται. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 485 παρ.1, 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ1 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, καθώς και την υπ' αριθμό 102/26-4-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του ίδιου κατά του υπ' αριθμό 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τοκογλυφία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση και αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Τοκογλυφία.
2
Αριθμός 1026/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Αναστάσιο Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Αγγελική Διονυσοπούλου-Τούμπα, για αναίρεση της 5649/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ........, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Αυγούστου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1590/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Κατά το άρθρο 370 παρ.2 του ΠΚ, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1,5 παρ.1, 9 Α και 19 του Συντάγματος, για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, η απαγόρευση της με τεχνικά μέσα μαγνητοσκοπήσεως αθεμίτως, αφορά πράξεις ή εκδηλώσεις της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των τρίτων, που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και; τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς; να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 5649/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για την άδικη πράξη της παράβασης του άρθρου 370 Α παρ.2 ΠΚ, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη και η μηνύτρια έχουν διαμερίσματα στο ισόγειο πολυκατοικίας, που βρίσκεται στον ..., στην οδό ...., όπου και διαμένουν με τις οικογένειές τους. Οι σχέσεις τους δεν είναι και οι καλύτερες, αφού η κατηγορουμένη από το 2002 τουλάχιστον, κατ'επανάληψη, έχει καταφύγει στο Α.Τ. Αγίου Δημητρίου, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά και στη Διεύθυνση υγείας της Νομαρχίας Αθηνών, παραπονούμενη κατά της μηνύτριας, του συζύγου της, αλλά και άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας, για ρύπανση του κοινοχρήστου χώρου και για ανάρμοστη συμπεριφορά γενικότερα, ενώ έχει καταγγείλει αυτούς και για αυθαίρετες κατασκευές. Την 10-11-04, η μηνύτρια αντελήφθη, επιστρέφοντας από την εργασία της, να έχει εγκαταστήσει η κατηγορουμένη σε κοινόχρηστο χώρο, στο ισόγειο της πολυκατοικίας αυτής, σε συνέχεια του διαμερίσματός της, μία κινητή περιστρεφόμενη κάμερα με μικρόφωνο, η οποία, κατά την κατάθεση της μηνύτριας και της μάρτυρος κατηγορίας, την ακολουθούσε σε όποιο χώρο και αν πήγαινε και στο υπνοδωμάτιό της ακόμα. Η μαγνητοσκόπηση αυτή γινόταν με πρόθεση από την κατηγορουμένη, αθέμιτα, αφού δεν είχε κανένα δικαίωμα να παρακολουθεί την προσωπική ζωή της μηνύτριας, η οποία δεν είχε συναινέσει προς τούτο και βέβαια μαγνητοσκοπούσε μη δημόσιες πράξεις αυτής και της οικογενείας της. Παρά δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την κατηγορουμένη (βλ. απολογία της στα αναγνωσθέντα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και του μάρτυρα υπεράσπισή της, η πρόθεσή της αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι είχε την δυνατότητα να εστιάσει την κάμερα στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, έτσι ώστε να βλέπει ποια άτομα έριχναν απορρίμματα εκεί, και όχι στο διαμέρισμα της μηνύτριας ή να παρακολουθούσε η ίδια. Ούτε της έδιναν τέτοιο δικαίωμα "οι υποψίες" πως η μηνύτρια ίσως είχε σκοτώσει τη γάτα της στο παρελθόν ή είχε βάλει φωτιά στη γλάστρα της. Η πράξη της επομένως είναι παράνομη και πρέπει να καταλογιστεί σ'αυτήν, στοιχειοθετούμενη αντικειμενικά και υποκειμενικά και να κηρυχθεί ένοχη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί νομικής πλάνης συγγνωστής, αφού από κανένα αποδεικτικά στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι από το Α.Τ.Αγίου Δημητρίου την διαβεβαίωσαν ότι μπορούσε να εγκαταστήσει κάμερα και να παρακολουθεί τους γείτονές της (δεν κρίθηκε πειστική η απολογία της στο πρωτόδικο, ούτε η ως άνω κατάθεση του συζύγου της), ούτε, εξάλλου, η ηλικία της (55 ετών) και το κοινωνικό της επίπεδο και οι γενικότερες περιστάσεις (γεννήθηκε στην Αίγυπτο και διαμένουσα στην Αθήνα, έγγαμος με 'Αγγλο) δικαιολογούν την πράξη της αυτή. Αναγνωριστεί, όμως, στην κατηγορουμένη το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ, διότι μέχρι την τέλεση της πράξεως διήγε έντιμο βίο, ατομικό, κοινωνικό, οικογενειακό, ενώ πρέπει να απορριφθούν τα λοιπά (84 παρ.2, β,γ και δ ΠΚ), διότι τα ελατήριά της ήταν ταπεινά (παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής της μηνύτριας), ενώ δεν αποδείχτηκε προηγούμενη ανάρμοστη συμπεριφορά της μηνύτριας, ούτε περαιτέρω αποδείχθηκε συμπεριφορά καλής αυτής για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της". Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στερείται δε και νόμιμης βάσης, διότι, δεν διευκρινίζεται ποιες ήταν οι μη δημόσιες πράξεις τρίτων και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της μηνύτριας, τις οποίες μαγνητοσκοπούσε η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, οι οποίες, μάλιστα, ήταν ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα της τελευταίας και μείωναν συγχρόνως και την αξιοπρέπειά της, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, δεν διευκρινίζεται, πως η κάμερα, από τη θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί, δηλαδή σε κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, είχε τη δυνατότητα να μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις της μηνύτριας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Μάλιστα, στο σημείο αυτό, υφίσταται μία αντίφαση, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, η κατηγορουμένη πίστευε ότι, τόσο η εγκαλούσα, όσο και άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας, πετούσαν απορρίμματα στην κοινόχρηστη αυλή και, ως εκ τούτου, η τοποθέτηση της κάμερας και μάλιστα στον κοινόχρηστο χώρο, εξυπακούεται ότι σκοπόν είχε την ανακάλυψη των δραστών της ρίψης των απορριμμάτων και, συνεπώς, την επόπτευση και παρακολούθηση του συγκεκριμένου χώρου (κοινόχρηστης αυτής) και όχι τη μαγνητοσκόπηση μη δημόσιων πράξεων τρίτων. Οι ασάφειες αυτές των αιτιολογιών της προσβαλλομένης, πέρα από τη στέρηση της κατά τα άνω επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά με την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 370 Α παρ.2 του ΠΚ και, συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και τρίτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί συνακόλουθα η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αριθ.5649/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση του 370Α παρ. 2 του Π.Κ. Έννοια και προϋποθέσεις εφαρμογής. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβασης, γιατί δεν διευκρινίζεται ποιες ήταν οι μη δημόσιες πράξεις τρίτων που φέρεται ότι μαγνητοσκοπούσε η κατηγορουμένη.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας.
0
Αριθμός 1027/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη- Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις πέντε αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους 'Αγγελο Νεστορίδη, 4. Χ4 και 5 Χ5 , που δεν παρέστησαν, περί αναιρέσεως της 33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με συγκατηγορούμενους τους 1. ..., 2. ...., 3. .... και 4. ..... Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 και 14 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1600/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των παραστάντων αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους μη ασκήσαντες αίτηση αναίρεσης και να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι αιτήσεις αναίρεσης των Χ4 και Χ5. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι 49/10-9-2007, 48/10-9-208 και 50 /10-9-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των 1) Χ1 2)Χ2 και 3) Χ3 καθώς και οι από 14/9/2007 και 14/9/20007 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 8206/18-9-2007 και 8209/18-9-207) των 1) Χ4 και 2) και Χ5, αντίστοιχα, στρεφόμενες όλες κατά της 33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 . Κατά το άρθρο 514 εδ.α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει α) από τα με ημερομηνία .....και .... αποδεικτικά επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ..... και του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ....., αντιστοίχως, και β) από τα με ημερομηνία .... και ....... αποδεικτικά επιδόσεως της αρμόδιας Αστυφύλακα ...... και του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ......., αντιστοίχως, οι αναιρεσείοντες Χ4, και Χ5, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν δια του συνηγόρου τους στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως αυτών, πρέπει να απορριφθούν. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του, και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαίωμά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης 33/2007 απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο που την εξέδωσε, κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμένους- αναιρεσείοντες και ειδικότερα 1) τον Χ1 για την αξιόποινη πράξη της μαστροπείας , κατ' επάγγελμα, από κοινού και κατ' εξακολούθηση (349 παρ. 3 ΠΚ, ως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 3064/15.10.2002) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 € ημερησίως, και σε χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), 2) τον Χ2 για την αξιόποινη πράξη της σωματεμπορίας κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 € ημερησίως, και σε συνολική χρηματική ποινή επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) και 3) τον Χ3, για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε σωματεμπορία και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, και σε χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €). Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι "καταθέσεις των απόντων μαρτύρων". Επίσης στα πρακτικά της δίκης αναφέρεται ότι "αναγνώσθηκαν από τον Πρόεδρο στο ακροατήριο οι καταθέσεις (προανακριτικές και ανακριτικές) των απόντων μαρτύρων". Στα ίδια πρακτικά γίνεται αναφορά ότι ο Εισαγγελέας παρέδωσε στον Πρόεδρο τον κατάλογο των μαρτύρων που κλητεύθηκαν για να υποστηρίξουν την κατηγορία, τα ονόματα των οποίων εκφωνήθηκαν και βρέθηκαν παρόντες οι αναφερόμενοι σε αυτά. Με την εκφώνηση, συνεπώς, του καταλόγου των μαρτύρων, κατέστησαν γνωστά τα ονόματα των απόντων μαρτύρων, ενώ, με την ανάγνωση αυτών των εγγράφων καταθέσεών τους, κατέστη γνωστό, τόσο το περιεχόμενό τους, όσο και τα προσδιοριστικά αυτών στοιχεία (ονοματεπώνυμο μάρτυρος, ημεροχρονολογία καταθέσεως κλπ) στους κατηγορουμένους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ετσι, αφενός μεν, με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της δίκης, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, και οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, είχαν κάθε ευχέρεια να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους, αφετέρου, με την ειδική αναφορά στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο, συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, που αναφέρει και τις καταθέσεις αυτές των απόντων μαρτύρων που αναγνώσθηκαν, ουδεμία δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν, ούτε ήταν αναγκαία η μνεία και ειδικότερη αναφορά κάθε επιμέρους εγγράφου. Ως εκ τούτου, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη τους τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο, λόγος αναίρεσης και των τριών συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και κατά επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, επίσης ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο, δεύτερος λόγος αναίρεσης και των τριών αιτήσεων αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έγγραφα που δεν προδιορίζεται η ταυτότητά τους. ΙV. Κατά το άρθρο 349 παρ. 3 εδ. α του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρ. 7 του ν. 3064/15-10-2002, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή της ανηλικότητά της. Ο δράστης ενεργεί κατ' επάγγελμα, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ του ΠΚ, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ από κερδοσκοπία ενεργεί αυτός, όταν αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος, που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη, έστω και μία φορά. Περαιτέρω, κατά την παρ.1β του άρθρου 351 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρ. 8 του ν. 3064/15-10-2002, όποιος, για να εξυπηρετηθεί την ακολασία άλλων με τη βία, με απατηλά μέσα, απειλές με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με κάθε άλλο εξαναγκαστικό μέσο προσλαμβάνει η παρασύρει ενήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης. Κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου, οι ποινές αυτές επιβάλλονται και αν ακόμη οι κατ' ιδίαν πράξεις που απαρτίζουν τα συστατικά στοιχεία των παραπάνω εγκλημάτων εκτελέστηκαν σε διάφορες επικράτειες. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Χ2 κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της σωματεμπορίας κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, δηλαδή του ότι, για να εξυπηρετήσει την ακολασία των άλλων ,παρέσυρε διάφορες ενήλικες γυναίκες, με σκοπό την πορνεία, μεταξύ δε αυτών και την Γ1 .Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, "σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες του διαστήματος μεταξύ των μηνών Αυγούστου -Σεπτεμβρίου του έτους 2002, επέβαλε ο Χ2 στην Γ1 να μεταβεί στην Κω .........και στη συνέχεια από την Κω της επέβαλε να μεταβεί στο ... Ν. Έβρου όπου την παρέδωσε στον Ζ1(συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος ), με τον οποίο είχε συμφωνήσει να του παραδώσει την ίδια, με σκοπό, ο τελευταίος που όπως αυτός γνώριζε, στον ίδιο τόπο, διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "...." να την εκμεταλλευθεί, παρακινώντας την να εκδίδεται σε τρίτους έναντι αμοιβής". Περαιτέρω, κηρύχθηκε ένοχος για το ότι , "σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες ,πριν από τις 15-10-2002, επέβαλε ο Χ2 στη Γ1 να μεταβεί στο .... Ν. Ροδόπης.........και στη συνέχεια (από εκεί) της επέβαλε να μεταβεί στο ...... Ν. Ροδόπης, όπου την παρέδωσε στον Ζ2 (συγκατηγορούμενό του), που, όπως γνώριζε στον ίδιο τόπο διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "ΑΛΛΟΘΙ" και ο τελευταίος την παρέλαβε από αυτόν, με σκοπό να την εκμεταλλευθεί, παρακινώντας την να εκδίδεται σε τρίτους έναντι αμοιβής". Ο αναιρείων Χ2, με τα όσα διαλαμβάνει στον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με τις πιο πάνω παραδοχές της περιέπεσε σε αντιφάσεις, καθιστώντας έτσι δυσχερή τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κήρυξη της ενοχής του, διότι, προβαίνοντας στην κρίση του για την κατηγορία που βάρυνε τους συγκατηγορούμενούς του Ζ1 και Ζ2, κήρυξε αυτούς αθώους για τις πιο πάνω πράξεις και ειδικότερα ,τον μεν Ζ1 του ότι " στο ...... Ν. Έβρου, όπου διατηρεί κι εκμεταλλεύεται το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "...." κατά την περίοδο μεταξύ του τέλους του μηνός Σεπτεμβρίου έως αρχές Οκτωβρίου του έτους 2002, με την υπόσχεση ότι θα λάβει από αυτόν αμοιβή παρακινούσε τη Γ1 να παρέχει έναντι χρηματικού ανταλλάγματος σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό ανδρών, που για το σκοπό αυτό έρχονταν στο κατάστημά του", τον δε Ζ2,του ότι "στο ..... Ν. Ροδόπης, όπου διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "......" κατά το διάστημα πριν από τις 15 Οκτωβρίου του έτους 2002 έως την 22-02-2003, παρακινούσε τη Γ1 να παρέχει σαρκικές ηδονές σε διάφορους άνδρες που για το σκοπό αυτό έρχονταν στο κατάστημα του έναντι ποσού που εισέπραττε απ' αυτούς ύψους εβδομήντα ευρώ (70 €)". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Το έγκλημα της σωματεμπορίας, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ολοκληρώθηκε μόλις, κατά τις παραδοχές της απόφασης, η παθούσα Γ1 "παρασύρθηκε" από αυτόν για την γενετησία εκμετάλλευση ("με σκοπό την πορνεία"), χωρίς να είναι ανάγκη αυτή στη συνέχεια να εκπορνεύθηκε πράγματι, ούτε είναι προϋπόθεση, για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος, το πρόσωπο, στο οποίο ο δράστης του εγκλήματος παρέδωσε την παθούσα "με σκοπό την πορνεία", να διαπράξει το έγκλημα της μαστροπείας, πολύ δε περισσότερο να καταδικαστεί για την πράξη αυτή. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V . Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως και εκείνης του άρθρου 351 ΠΚ, προκύπτει ότι απλός συνεργός σε σωματεμπορία είναι όποιος, με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (και εν προκειμένω σωματεμπορία) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ3 κηρύχθηκε ένοχος για απλή συνέργεια σε σωματεμπορία ,που τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ότι δηλαδή έχοντας σκοπό να εξυπηρετήσει την ακολασία τρίτων και ενεργώντας κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση εκ μέρους του Χ2 της πράξεως να παρασύρει ενήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία, παρείχε απλή συνδρομή στον τελευταίο. Ειδικότερα, σύμφωνα πάντα με τις παραδοχές της αποφάσεως, "ο Χ2, στη Μόσχα της Ρωσίας, για να εξυπηρετήσει την ακολασία τρίτων με την Δ1, μέσω δηλώσεων που απευθύνθηκαν προς αυτήν από αυτόν τον ίδιο και από άλλα άγνωστα πρόσωπα, με τα οποία αυτός συνεργάζεται στη Ρωσία, της παρουσιάσθηκε ως εκείνος, με τη συνδρομή του οποίου θα εξασφάλιζε νόμιμη θέση εργασίας ως σερβιτόρα σε κατάστημα στην Ελλάδα, ενώ στην πραγματικότητα είχε σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία. Με τον τρόπο αυτό, στην προαναφερόμενη (δηλαδή στην Δ1) δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι στην Ελλάδα θα εργαζόταν νομίμως ως σερβιτόρα και, αγνοώντας η ίδια, ότι ο σκοπός του Χ2 ήταν να την παραδώσει στην πορνεία, εμπιστεύθηκε τον τελευταίο, αποδεχόμενη να ακολουθήσει τις οδηγίες του, ώστε, αφού αποκτήσει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, να προσληφθεί και να αναλάβει εργασία ως σερβιτόρα σε κατάστημα που αυτός θα της υπεδείκνυε. Για την έκδοση της άδειας παραμονής στην Ελλάδα της προαναφερόμενης, που ήταν απολύτως αναγκαία ώστε να επιτύχει ο Χ2 να την παρασύρει, με σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία, ο Χ3 για τον ίδιο σκοπό, γνωρίζοντας όσα παραπάνω εκτέθηκαν, μετά από συνεννόηση με εκείνον (Χ2) και κατόπιν υποδείξεως αυτού, την 11η-08-2002 στο Δημαρχείο της Τασκένδης, τέλεσε γάμο με την Δ1, η οποία δεν τον γνώριζε. Στη συνέχεια εκδόθηκε η άδεια παραμονής ........". Ο αναιρείων ο Χ3, με τα όσα διαλαμβάνει στον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1 και 351 παρ. 1 ΠΚ (ως το τελευταίο ίσχυε προ της τροποποιήσεως του με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3064/200247 παρ.1β του ΠΚ), διότι, κατά τις πιο πάνω παραδοχές της, η περιγραφόμενη σε αυτή συνδρομή του δόθηκε μετά την τέλεση της κύριας πράξης της σωματεμπορίας του αυτουργού συγκατηγορουμένου του Χ2 και, επομένως, δεν είναι δυνατή καμίας μορφής συνέργεια (άμεσης ή απλής). Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η συνδρομή του στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της σωματεμπορίας από τον συγκατηγορούμενό μου Χ2, συνίστατο στην τέλεση του γάμου του με την Δ1, προκειμένου να εκδοθεί η άδεια παραμονής αυτής στην Ελλάδα, η οποία δόθηκε, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η Δ1 είχε ήδη εμπιστευθεί τον συγκατηγορούμενό του Χ2, το έγκλημα του οποίου θεωρείται τετελεσμένο τη στιγμή της σύναψης της συμφωνίας πρόσληψης ή από τη στιγμή που η Δ1 εμπιστεύθηκε τον δράστη, δηλαδή πριν από την τέλεση του γάμου μαζί της. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Πράγματι το έγκλημα του αυτουργού θεωρείται τελεσμένο από τη στιγμή που η παθούσα εμπιστεύθηκε τον δράστη, όμως, κατά παραδοχές της αποφάσεως, η παθούσα παρασύρθηκε από τον Χ2 και τον εμπιστεύθηκε, αποδεχόμενη να ακολουθήσει τις οδηγίες του, ώστε "αφού αποκτήσει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, να προσληφθεί και να αναλάβει εργασία ως σερβιτόρα σε κατάστημα που αυτός θα της υπεδείκνυε", η έκδοση δε της αδείας αυτής "ήταν απολύτως αναγκαία ώστε να επιτύχει ο Χ2 να την παρασύρει με σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία". Επομένως, κατά τις σαφείς αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η παθούσα πείστηκε, εμπιστεύθηκε και παρασύρθηκε από τον Χ2, όταν εκδόθηκε η άδεια παραμονής της στην Ελλάδα, τότε δε και ολοκληρώθηκε η τέλεση του εγκλήματος από τον αυτουργό, και ,επομένως, η κατά τον πιο πάνω τρόπο παρασχεθείσα συνδρομή του αναιρεσείοντος, δόθηκε πριν από την τέλεση της κυρίας πράξεως. Οι προαναφερόμενες δε παραδοχές της αποφάσεως αποτελούν νοηματική ενότητα και δεν δέχεται αντιφατικά η απόφαση, όπως εσφαλμένα ο αναιρεσείων υπολαμβάνει, ότι, αρχικά, η Δ1 εμπιστεύθηκε τον Χ2, κατά τις συζητήσεις που είχε μαζί του στη Ρωσία κι έλαβε την απόφαση να έλθει στην Ελλάδα, στη συνέχεια, δε, εντελώς αντιφατικά, δέχεται ότι η έκδοση άδειας παραμονής, στην οποία συνίσταται η δική του συνδρομή, ήταν αναγκαία για να την παρασύρει. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, για εσφαλμένη εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων των συνεκδικαζομενων αιτήσεων, πρέπει αυτές να απορριφθούν και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 49/10-9-2007, 48/10-9-2007 και 50/10-9-2007 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3)Χ3 καθώς και τις από 14/9/2007 και 14/9/20007 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 8206/18-9-2007 και 8209/18-9-207) των 1) Χ4 και 2) και Χ5, αντίστοιχα, στρεφόμενες όλες κατά της 33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση πέντε αιτήσεων. Απορρίπτει τις δύο, ως ανυποστήρικτες. Μαστροπεία κατ’ επάγγελμα. Σωματεμπορία. Παραβάσεις άρθρων 349 παρ. 3 εδ. α και 351 παρ. 1β.3 του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 7 και 8 του ν. 3064/15-10-2002. Στοιχεία αδικημάτων. Απλή συνέργεια σε σωματεμπορία. Λόγοι αναίρεσης. Απόλυτη ακυρότητα διότι λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που δεν προσδιορίζονται («καταθέσεις απόντων μαρτύρων»). Έλλειψη αιτιολογία, διότι δεν προσδιορίζονται οι αποδείξεις, ήτοι τα έγγραφα αυτά. Εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47 παρ. 1β (απλή συνέργεια), 351 ΠΚ, διότι η συνδρομή παρασχέθηκε μετά την κυρία πράξη. Έλλειψης νομίμου βάσεως, λόγω ασαφειών και αντιφάσεων. Απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συνέργεια, Μαστροπεία, Σωματεμπορία.
2
Αριθμός 1025/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Διοματάρη, για αναίρεση της 2748/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ1 και 2. Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2007 αίτηση καθώς και στους από 18 Δεκεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 603/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. Εάν όμως θεωρηθεί τυπικά δεκτή η κυρία αναίρεση, οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν εν μέρει δεκτοί. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (ΦΕΚ Α' 153/19.6.2003) " "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ` επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. δ) με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση του στοιχείου γ` επήλθε θάνατος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ'επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, προσδιορίζεται, στη τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του αρ. 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρονται και τα εγκλήματα της εκβίασης του άρ. 385 παρ.1 , περ.α-β του ΠΚ και της λαθρομεταναστεύσεως (υποπεριπτώσεις αδ και και αιθ, αντίστοιχα, του αρ.1α του ν.2331/95). Με την τροποποίηση του Ν. 2331/95 δια του Ν. 3424/2005, απαλείφθηκε , από τα πιο πάνω περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρ. 1 στοιχ.α, η υποπερίπτωση που αφορά την αξιόποινη πράξη της εκβίασης. Προστέθηκε όμως, με την παρ.1 του άρ. 1 του νόμου 3424/2005, η υποπερίπτωση ii, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα αντικειμενικά μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικά δε, απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Προκειμένου δε να ενταχθούν μεταξύ των "βασικών" εγκλημάτων και τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υποπερίπτωση ii, που προστέθηκε με την παρ.1 του άρ. 1 του νόμου 3424/2005, μεταξύ των οποίων και η εκβίαση, πρέπει, από την τέλεσή τους, να προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, (και πριν από την ισχύ του ν. 3424/05), συνάγεται, ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ακολουθεί ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι'αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Επίσης, κατά την παρ.1 στοιχ.δ του άρ.2 του ίδιου Νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ.1 του άρθρ.3 Ν.3424/2005, ρητώς ορίζεται πλέον ότι "η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ` της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, "ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης.....". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ` αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη γνώση και τη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην αιτιολογία για την ενοχή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2748/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Α) Οι κατηγορούμενοι Χ και Χ1: 1) στο Νομό Έβρου, στην .... και στους ...... Αττικής μεταξύ της 21-7-03 και 23-7-03 προώθησαν και διευκόλυναν την προώθηση από την μεθοριακή περιοχή .... προς την ..... και ακολούθως εξασφάλισαν κατάλυμα για απόκρυψη σε οίκημα, που βρίσκεται στους .... και στην οδό ......, των στο διατακτικό κατονομαζόμενων 28 αλλοδαπών (22 ενηλίκων και 6 παιδιών) καθώς και άλλων 20 αλλοδαπών, ανεξακρίβωτων στοιχείων, που είχαν εισέλθει στη χώρα από την Τουρκία χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα και συνεπώς δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια, πράξη από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των ανωτέρω λαθρομεταναστών, εκ των οποίων οι 20 ήταν αφγανικής ιθαγένειας και εκ των άλλων 28 άλλοι ιρανικής ιθαγένειας, άλλοι ιρακινής ιθαγένειας και άλλοι παλαιστινιακής καταγωγής, λόγω των επικινδύνων συνθηκών μεταφοράς τους αλλά και εξαιτίας των συνθηκών φύλαξής τους, δεδομένου ότι τους κατακρατούσαν στο άνω οίκημα σε πολύ περιορισμένο χώρο και χωρίς επαρκή τροφή. 2) Με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τετελεσμένες και σε απόπειρα, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασαν άλλους, με σωματική βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου και συγκεκριμένα, στους ....., κατά το από 21-7-03 έως 26-7-03 χρονικό διάστημα, κατακράτησαν, παρά τη θέλησή τους, 20 λαθρομετανάστες αφγανικής ιθαγένειας, ανεξακρίβωτων στοιχείων, σε οίκημα επί της άνω οδού (.... αριθ. ....), όπου, απειλώντας τους με μαχαίρι, κτυπώντας τους με γροθιές και λοστούς και προξενώντας τους διάφορες σωματικές βλάβες, τους εξανάγκασαν να καταβάλουν καθένας 2.000 δολ. ΗΠΑ για να τους αφήσουν ελεύθερους, ενώ στους ίδιους αμέσως άνω τόπο και χρόνο, έχοντας αποφασίσει να εξαναγκάσουν και τους άλλους 28 λαθρομετανάστες, Ιρανικής και Ιρακινής ιθαγένειας και παλαιστινιακής καταγωγής, με σωματική βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, σε πράξη, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία τους, κατακράτησαν, απείλησαν και κτύπησαν αυτούς, με τον τρόπο που ανωτέρω εκτίθεται, ζητώντας να τους καταβάλουν 1.200, 2.000 ή 3.000 ευρώ ή δολλ. ΗΠΑ καθένας για να τους αφήσουν ελεύθερους, δεν ολοκλήρωσαν όμως τις πράξεις τους αυτές από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή τους και συγκεκριμένα, γιατί επενέβησαν αστυνομικοί και τους συνέλαβαν. 3) Στους ...... Αττικής, από 1-1-2001 έως 26-7-2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση κατακράτησαν άλλον παρά τη θέληση του και συγκεκριμένα κατακράτησαν σε οίκημα κείμενο επί της άνω οδού ... αρ. ..., παρά τη θέληση τους, 48 αλλοδαπούς λαθρομετανάστες. Επιπρόσθετα, ο πρώτος άνω κατηγορούμενος (ο Χ ), α) στην ....., κατά το από 21-7-2003 έως 26-7-2003 χρονικό διάστημα, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση μεταβίβασε περιουσία και συγκεκριμένα κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών (ΕΤΕ, WESTERN UNION κ.λ.π.) στο όνομα του Γ1 και της Γ2 διάφορα σημαντικά χρηματικά ποσά, των οποίων το συνολικό ύψος ανέρχεται σε 10.500 ευρώ, που προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης μεταφοράς και διευκόλυνσης εισόδου στο ελληνικό έδαφος λαθρομεταναστών........" ΙΙΙ. Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος (όπως και ο συγκατηγορούμενός του Χ1), των πράξεων α) της παράβασης του αρ. 55 παρ. 1α του Ν. 2910/01, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (προώθηση στο εσωτερικό της χώρας, διευκόλυνση προώθησης και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, από τις πράξεις δε αυτές που μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους), β ) της εκβίασης από κοινού, τελεσμένης και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση (άρ.385 παρ.1α ΠΚ) και γ) της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης προώθησης, διευκόλυνσης της προώθησης στη χώρα και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών (άρ. 1 περ.α,δ, 2 παρ.1, και 4 του ν. 2331/1995), με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία παράβαση του ν. 2331/1995, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για το ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-03 έως 26-7-03, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση, κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών (ΕΤΕ, WESTERN UNION κ.λπ.) στο όνομα του Γ1 και της Γ2 διάφορα σημαντικά χρηματικά ποσά, των οποίων το συνολικό ύψος ανέρχεται στο ποσό των 10.500 ευρώ, που προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα της εκβίασης και της παράνομης προώθησης στο εσωτερικό της χώρας, της διευκόλυνσης προώθησης και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, πράξεις με τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ως δράστης ο ίδιος. Με την καταδικαστική του αυτή κρίση, ως προς την εν λόγω πράξη, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ορθώς εφάρμοσε τον Ν. 2331/1995, ο δε ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το δικάσαν Δικαστήριο, κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι μπορούν να συρρέουν αληθώς στο πρόσωπο του ίδιου αυτουργού, η κύρια εγκληματική δραστηριότητα και η παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995, πρέπει, επίσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη της νομιμοποίησης αυτών, αποκλείεται μόνο στην περίπτωση παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην προκείμενη, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, μπορεί να είναι ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, με στοιχείο 1.Ι πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τις αντίθετες μερικότερες αιτιάσεις του, είναι αβάσιμος. Αντιθέτως, το Πενταμελές Εφετείο, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με την προσβαλλόμενη 2748/22-11-2006 απόφασή του, όταν ήδη είχε τεθεί σε ισχύ (από τις 13/12/05), ο Ν. 3424/2005, για νομιμοποίηση εγκληματικής προσόδου που προήλθε από τις τελεσθείσες από τον ίδιο πράξεις της εκβίασης, από την οποία προέκυψε περιουσία 10.500 ευρώ, που έγινε δεκτό ότι προήλθε από τις προηγηθείσες πράξεις της εκβίασης , καίτοι κατά τον χρόνο εκδίκασης της πράξης την 22- 11-2006. δεν προβλέπονταν μεταξύ των βασικών εγκλημάτων του αρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2331/95 και η εκβίαση, από την οποία προέκυψε περιουσία μικρότερη των 15.000 ευρώ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Ν. 2331/1995, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/13.12.2005, και ο οποίος εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρ.2 του ΠΚ, ως επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο . Όμως η εσφαλμένη αυτή παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας δεν επιδρά στο αξιόποινο της πράξεως για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, αφού είναι αδιάφορο αν, η νομιμοποίηση της εγκληματικής προσόδου των 10.500 ευρώ, προήλθε από εγκληματική δραστηριότητά του, που έχει σχέση με ένα ή περισσότερα εγκλήματα, αφού αυτός ένα αδίκημα τέλεσε και μία ποινή για την πράξη αυτή του επιβλήθηκε. Στην προκειμένη δε περίπτωση, αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η νομιμοποίηση της εγκληματικής προσόδου των 10.500 ευρώ προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης κλπ των 48 λαθρομεταναστών. Είναι ,όμως , προφανές, ότι, εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι το εν λόγω έγκλημα της νομιμοποίησης της προσόδου των 10.500 ευρώ προήλθε από μεγαλύτερη εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή και από εκβίαση, από την οποία δεν προέκυψε περιουσία που να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, η παραδοχή αυτή επιδρά στην επιμέτρηση της ποινής, αφού, κατ' αυτήν λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα του εγκλήματος (79 παρ.2 ΠΚ) . Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. 1 εδ. Ε' του ΚΠΔ με στοιχείο 1. ΙΙ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του ν . 2331/1995, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3424/13.12.2005, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι βάσιμος και πρέπει, να γίνει δεκτός. IV. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τις πράξεις, της εκβίασης από κοινού, τελεσμένης και σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση (άρ.385 παρ.1α ΠΚ) και της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης στη χώρα και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των δύο πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1, 42, 98, Π.Κ., 1 παρ. 1 στοιχ. αδ' και 55 παρ.1α περ. γ του ν. 2910/2001, όπως τροπ.με άρ. 37 ν. 3153/2003 και αρ. 1περ.αδ, 2 παρ.1, 5 του ν. 2331/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη υπόθεση και σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, όπου ταυτίζεται το ενεργητικό υποκείμενο του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, όπως στην προκείμενη υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την αναφορά στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι ο αναιρεσείων μεταβίβασε περιουσία και κατέθεσε σε λογαριασμούς διαφόρων τραπεζών στο όνομα τρίτων το συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ με σκοπό να συγκαλύψει την προέλευσή τους, από την εγκληματική δραστηριότητα της παράνομης προώθησης, διευκόλυνσης της προώθησης στη χώρα και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη λαθρομεταναστών (ανεξάρτητα από την πλημμεληματικό ή κακουργηματικό χαρακτήρα της εγκληματικής αυτής δραστηριότητας), διαλαμβάνει, το απαιτούμενο από τον ν. 3424/2005 επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, ότι δηλαδή η τέλεση των εγκλημάτων αυτών εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα, κατ' εξακολούθηση, δεν απαιτείται η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Ειδικότερα , κατά τις πιο πάνω παραδοχές τις αποφάσεως, το συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ προέρχονταν εξ ολοκλήρου και αυτοτελώς από κάθε μία από τις δύο αυτές εγκληματικές δραστηριότητες . Επίσης, για τον προσδιορισμό του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος πιο πάνω εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από τις πιο πάνω παράνομες πράξεις, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα επιμέρους ποσά που φέρεται να κατέθεσε ο αναιρεσείων, το πότε έγιναν αυτές οι επιμέρους καταβολές, ούτε και ο χρόνος τελέσεως εκάστου. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ, περιπτώσεις, δηλαδή στις οποίες δεν αφορά η προκειμένη υπόθεση. Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. 1 εδ. Δ' του ΚΠΔ με στοιχείο 2 πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για την εν λόγω πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την κατά παράβαση των διατάξεων του αρ. 37 παρ.1γ Ν 3153/03 εγκληματική δραστηριότητα, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις , είναι βάσιμος και απορριπέος . Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τις πράξεις της παράνομης προώθησης στο εσωτερικό της χώρας, της διευκόλυνσης προώθησης και εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη 48 λαθρομεταναστών, στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μόνο όμως ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης (που προσδίδει και τον κακουργηματικό χαρακτήρα στο έγκλημα αυτό), κατά την οποία, από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους. Η καταδικαστική για την πράξη αυτή απόφαση, δεχόμενη τη συνδρομή της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως, πρέπει, για την πληρότητα τη αιτιολογίας της, να εκθέτει πραγματικά περιστατικά που να την στοιχειοθετούν, δηλαδή πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας των λαθρομεταναστών κατά την μεταφορά και την διευκόλυνση της προώθησης αυτών στη Χώρα. Ετσι, ενώ εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ο πιο πάνω κίνδυνος, κατά την διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εξασφάλισης καταλύματος για απόκρυψη των λαθρομεταναστών,("όχι επαρκής τροφή-πολύ περιορισμένος χώρος"), δεν εκτίθενται ανάλογα περιστατικά ως προς τις πράξεις της μεταφοράς- προώθησης των λαθρομεταναστών, μη αρκούσης για την πληρότητα της αιτιολογίας της αναφοράς περί υπάρξεως "επικίνδυνων συνθηκών μεταφοράς των λαθρομεταναστών", χωρίς μνεία συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία να στηρίζουν την παραδοχή αυτή. Όμως, από την έλλειψη αυτή της αιτιολογίας, δεν αναιρείται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πιο πάνω πράξεως, αφού, η αντικειμενική υπόστασή του εν λόγω εγκλήματος, ως υπαλλακτικώς μικτού, πραγματώνεται με τους περισσότερους πιο πάνω τρόπους (προώθηση-μεταφορά, διευκόλυνση στην προώθηση, εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη), ο αναιρεσείων δε κατηγορούμενος, χρησιμοποιώντας όλους του τρόπους αυτούς, ένα αδίκημα διαπράττει. Αρκεί, επομένως, για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού, ως κακουργήματος, η συνδρομή της πιο πάνω επιβαρυντικής περίστασης, κατά την πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού με οποιονδήποτε από τους πιο πάνω τρόπους. Η έλλειψη, επομένως, αιτιολογίας ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης σε ένα από τους τρόπους πραγματώσεως του εγκλήματος, δεν καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αυτού, εφόσον αυτή αιτιολογείται τουλάχιστον σε ένα από τους λοιπούς εναλλακτικούς τρόπους. Είναι, όμως, προφανές ότι, εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι το εν λόγω έγκλημα διαπράχθηκε με περισσότερους τρόπους και ο καθένας από αυτούς με την επιβαρυντική πιο πάνω περίσταση, η έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς ένα τρόπο, επιδρά στην επιμέτρηση της ποινής, αφού, κατ' αυτήν, λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα του εγκλήματος και ειδικότερα ο κίνδυνος που αυτό προκάλεσε ( 79 παρ.2 ΠΚ). Επομένως, ο σχετικός από τη διάταξη του άρθρου 510 περ. Δ' ΚΠΔ σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την συνδρομή της προαναφερόμενης επιβαρυντικής περιστάσεως, είναι βάσιμος και, πρέπει, να γίνει δεκτός. Κατά τα λοιπά, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον αυτόν πρόσθετο λόγο αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου για την πράξη της προώθησης-, διευκόλυνσης προώθησης κ.λπ. 20 λαθρομεταναστών, αγνώστων στοιχείων. Η μη αναφορά των ονομάτων των είκοσι αυτών λαθρομεταναστών ( επί συνόλου 48), οφείλεται στο ότι δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν τα στοιχεία τους, αυτό όμως δεν καθιστά αναιτιολόγητη την απόφαση, ούτε η μνεία των ονομάτων αυτών αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί δε, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, ότι εκτίθεται στην απόφαση ότι και οι μετανάστες αυτοί είχαν εισέλθει παράνομα στη Χώρα και ο κατηγορούμενος αναιρεσείων προώθησε, διευκόλυνε την προώθησή τους και απέκρυψε αυτούς, καθώς επίσης και ότι τους εκβίασε, κατά τον αναφερόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση τρόπο και συνθήκες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής πιο πάνω αποφάσεως, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α). Το ουσιαστικό, όμως, δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ , που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ , αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Προϋπόθεση, επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας αποφάσεως, που απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση ελαφρυντικών, είναι η επίκληση και αναφορά σαφούς και ορισμένου ισχυρισμού για την αναγνώριση των ελαφρυντικών αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αναίρεση προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τον μόνο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αίτησης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ. Ο σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης (16η 17η σελίδα της αποφάσεως), που προβλήθηκε από το συνήγορό του έχει ως εξής: "Ο κατηγορούμενος μέχρι την στιγμή της πράξης για την οποία φέρεται ενώπιον Υμών, διήγε ομαλή ατομική προσωπική και κοινωνική ζωή. Από την πρώτη στιγμή της εισόδου του στη χώρα μας τηρούσε ευλαβικώς όλες τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ελληνικό κράτος, είναι δε παντρεμένος με Ελληνίδα (βλ. την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα ληξιαρχική πράξη γάμου με ημερομηνία ...... καθώς και το υπ' αρ. πρ. ....... Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης). Διαθέτει πλήρη νομιμοποιητικά έγγραφα, καθότι κατέχει το υπ' αριθμ........ Διαβατήριο και την υπ' αριθμ. ......... Προσωρινή Άδεια Παραμονής, είχε καταθέσει δε και δικαιολογητικά για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ελληνίδας (βλ. την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα βεβαίωση με αρ.πρ. ......). Εκ του αναγνωσθέντος εξ Υμών υπ' αριθμ. Πρωτ. ........... εγγράφου της Περιφέρειας Αττικής, Δ/νσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Αθηνών προκύπτει ότι, κατόπιν προσκλήσεως της Υπηρεσίας αυτής στις ....... και περί ώρα 17.30, ο κατηγορούμενος είχε προσέλθει με τη σύζυγο του .......... στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μετανάστευσης, στην Αθήνα, στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος του για χορήγηση άδειας διαμονής του στην Ελλάδα λόγω Ελληνίδας συζύγου. Μέχρι την σύλληψη του κατηγορουμένου για την υπό κρισιολόγηση υπόθεση δεν είχε ουδεμία εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας, καθότι διαθέτει - λευκό ποινικό μητρώο. Ο κατηγορούμενος, πριν από την υπό κρισιολόγηση εμπλοκή του, εργαζόταν αδιάλειπτα, ως προκύπτει εκ της αναγγελίας πρόσληψης του ......... (σκηνοθέτη -παραγωγού) για το έτος 2001, εκ της βεβαίωσης εργοδότη της ....... για το έτος 2002. Επιπλέον ο κατηγορούμενος τηρούσε όλες τις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις (βλ. τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα για το έτος 2002 και 2003, αποσπάσματα ατομικού λογαριασμού ασφάλισης στο ΙΚΑ για το έτος 2002 και 2003, δελτίο ασφαλιστικής ταυτότητας και εισφορών του ΙΚΑ για το έτος 2001)". Με αυτό το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ως άνω λόγος ισχυρισμός ήταν αόριστος. Τούτο δε, διότι, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων τηρούσε όλες τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ελληνικό κράτος, ότι δεν στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων, ως αλλοδαπός, ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, ότι δεν είχε εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας, ότι εργαζόταν συνεχώς κατά τα έτη 2001 και 2002, και ότι τηρούσε τις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, αποτελούν, είτε περιστατικά, που είτε δεν έχουν σχέση, κατ' ανάγκη, με πρότερο έντιμο βίο (όπως, ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, και είχε καταθέσει δικαιολογητικά για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ελληνίδας , ή ότι εργαζόταν κατά τα έτη 2001 και 2002) είτε αποτελούν στο σύνολό τους αρνητικά περιστατικά, (δεν είχε ουδεμία εμπλοκή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας κλπ), περιστατικά μάλιστα τα οποία περιορίζονται χρονικά, αφότου αυτός εισήλθε στη Χώρα, που, όμως, από μόνα τους, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ.. Το Δικαστήριο, επομένως, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον αόριστο αυτόν ισχυρισμό, και, ως εκ περισσού, απέρριψε αυτόν με την αναφερόμενη στην αίτηση συνοπτική αιτιολογία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απορριπτικής του ισχυρισμού αυτού, για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, περιέχεται σ' αυτήν ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναίρεσης (έστω και αβάσιμος), παραδεκτώς ερευνώνται οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που προβλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα εμπρόθεσμα με το από 18/12/2007 δικόγραφό του, το οποίο κατατέθηκε στον αρμόδιο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 20 Δεκεμβρίου 2007, και πρέπει, μετά την παραδοχή, ως βασίμων, των πιο πάνω αναφερομένων προσθέτων λόγων, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο , αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 485 παρ.1 και 519 του ΚΠΔ), μόνο ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης- προώθησης λαθρομεταναστών, ως προς την περί της ποινής διάταξή της, για την πράξη αυτή και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της. Επίσης, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και ως προς τον Χ1, που καταδικάστηκε ως συναυτουργός του αναιρεσείοντος για την πιο πάνω πράξη της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, και δεν άσκησε αναίρεση, καθόσον οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος και να αναιρεθεί και ως προς αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, της περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 2748/22-11-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών), μόνο ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, την περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής διάταξή της . Επεκτείνει το αποτέλεσμα της από 20-3-2007 αίτησης (δήλωσης) αναίρεσης και των από 18-12-2007 προσθέτων αυτής λόγων του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ, κατά της 2748/22-11-2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ως προς τον συναυτουργό της πράξεως της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, Χ1, κρατούμενο των Φυλακών Κορυδαλλού, και ειδικότερα, ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης, κατά την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους από τις πράξεις της μεταφοράς (προώθησης) στο εσωτερικό της Χώρας και της διευκόλυνσης προώθησης λαθρομεταναστών, την περί της ποινής διάταξή της για την πράξη αυτή, καθώς και ως προς την περί συνολικής ποινής τοιαύτη. Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το παραπάνω μέρος της, για νέα συζήτηση και κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την από 20-3-2007 αίτηση δήλωση αναίρεσης και τους από 18-12-2007 προσθέτους λόγους του Χ και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της 2748/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Μεταφορά κλπ λαθρομεταναστών. Παράβαση άρθρων 55 ν. 2910/2001, 37 παρ. 1γ ν. 3153/2003. Κακουργηματική η πράξη, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Εφόσον διαπράχθηκε με περισσότερους τρόπους και ο καθένας από αυτούς με την επιβαρυντική πιο πάνω περίσταση, η έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς ένα τρόπο, δεν επιδρά ως προς την στοιχειοθέτηση και τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως, επιδρά όμως στην επιμέτρηση της ποινής. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998). Έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας». «Βασικά» αδικήματα κατά το αρ. 1 α΄ του ν. 2331/1995. Περιέχονται και τα εγκλήματα της εκβίασης του αρ. 385 παρ. 1, περ. α-β του ΠΚ και της λαθρομεταναστεύσεως. Με τον ν. 3424/2005 απαλείφθηκε η εκβίαση. Προστέθηκε «Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ». Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/ 1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. Λόγοι αναίρεσης, ως προς τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ. 2α). Αόριστος ο λόγος. Πρόσθετοι λόγοι για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρεί εν μέρει μόνο ως προς τις διατάξεις για την επιμέτρηση της ποινής, για την πράξη της μεταφοράς λαθρομεταναστών, για έλλειψη της σχετικής αιτιολογίας ως προς την επιβαρυντική περίσταση του κινδύνου για άνθρωπο και για εσφαλμένη εφαρμογή του ν. 2331/1995. Επεκτατικό αποτέλεσμα για συναυτουργούς.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική, Νομιμοποίηση εσόδων, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
1
Αριθμός 1024/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε σύμφωνα με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 και 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, κατά της υπ' αριθμ. 3/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με την ως άνω απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του 26.07.2007-35 Js 10483/2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης της Εισαγγελίας Ούλμ της Γερμανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 1/09.01.2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας, Μαγδαληνής Γκιτέρσου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 119/2008. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος-εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να μη γίνει δεκτή η έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η υπό κρίση, από 9 Ιανουαρίου 2008, με αριθμό έκθεσης 1/2008, έφεση του Χ1, κατά της 3/8-1-2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του από 26-7-2007-35 Js 10483/07 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης της Εισαγγελίας ULM Γερμανίας, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του παραπάνω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία. Από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3251/2004 "για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης....", με την οποία καθορίζεται η έννοια του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, συνάγεται ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, στην περίπτωση που ζητείται η παράδοση Έλληνα πολίτη από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς το σκοπό άσκησης ποινικής διώξεως εναντίον του, εξαρτάται από τη συνδρομή ορισμένων γενικών προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν για την εκτέλεση κάθε ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του προσώπου, του οποίου ζητείται η παράδοση και το σκοπό έκδοσης του εντάλματος. Πρώτη δε θεμελιώδης προϋπόθεση για την εκτέλεση οιουδήποτε ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, είναι η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα, να τιμωρείται σύμφωνα με τους νόμους του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο στερητικό τη ελευθερίας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον 12 μηνών(άρθρο 10 παρ. 1 περ. α του ν. 3251/2004). Δεύτερη δε προϋπόθεση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, είναι η συνδρομή του όρου του διττού αξιοποίνου, δηλαδή, η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, να συνιστά έγκλημα και σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους(άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α.ν. 3251/2004). Αν, όμως, το ευρωπαϊκό ένταλμα αφορά σε αξιόποινη πράξη, η οποία ρητά αναφέρεται στον κατάλογο της παρ. 4 του άρθρου 2 του άρθρου 10 ν. 3251/2004 και τιμωρείται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον 3 ετών, η Ελλάδα υποχρεούται να εκτελέσει το ένταλμα, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει το αξιόποινο της προαναφερόμενης πράξης σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Αν δε το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, είναι Έλληνας πολίτης, απαγορεύεται η εκτέλεση του εντάλματος, εφόσον διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη (άρθρο 11 περ. η εδ. α του ν. 3251/2004). Καθιερώνεται με τον τρόπο αυτό ένας υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης του εντάλματος, σε αντίθεση με το νόμο-πλαίσιο, που προέβλεψε την περίπτωση αυτή, ως δυνητικό λόγο μη εκτέλεσης του εντάλματος (άρθρο 4 παρ. 2). Περαιτέρω, αρνητική προϋπόθεση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, είναι η μη επέλευση της παραγραφής, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 11 εδ. δ του ν. 3251/2004). Σύμφωνα λοιπόν με την διάταξη αυτή, η οποία ορίζει, ότι "η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις, αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους". Από τη διάταξη αυτή, με την οποία ρυθμίζονται οι περιπτώσεις εκείνες, όπου η δικαστική αρχή που καλείται να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, υποχρεούται να αρνηθεί την εκτέλεση του, με σαφήνεια προκύπτει, ότι καθιερώνεται απαγορευτική διάταξη για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 11 του ως άνω νόμου, και όταν η πράξη για την οποία καλείται η δικαστική αρχή να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος αυτού, και, στην προκείμενη περίπτωση οι ελληνικές δικαστικές αρχές, έχει υποκύψει σε παραγραφή, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Δικαιολογητικός λόγος της ρυθμίσεως αυτής, είναι η ανακοπή του μέτρου της έκδοσης του εκζητούμενου στην περίπτωση, που κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξεως, λόγω παρέλευσης του χρόνου της παραγραφής. Τούτο, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση κατά την οποία παρά την πάροδο του χρόνου της παραγραφής, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ο χρόνος παραγραφής για το συγκεκριμένο αδίκημα, είναι μεγαλύτερος κατά τους νόμους της Χώρας, η οποία επιδιώκει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τότε θα έπρεπε να προβλέπεται ρητά, ότι ακόμη και στην περίπτωση που έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, είναι υποχρεωμένες οι ελληνικές δικαστικές αρχές, να εκτελέσουν το ένταλμα σύλληψης. Ανάλογη, όμως, ρύθμιση δεν διαλαμβάνεται στο κείμενο της ως άνω διάταξης, γεγονός το οποίο υποδηλοί προφανώς, ότι δεν υφίσταται αντίστοιχα υποχρέωση των ελληνικών αρχών, να εκτελέσουν το σχετικό ένταλμα σύλληψης. Επιπρόσθετα, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση κατά την οποία, ενώ, έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τότε αναμφισβήτητα ο θεσμός της παραγραφής, ως θεσμός δημόσιας τάξης, θα τίθεται εκ ποδών και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση, ότι υφίσταται ταυτότητα του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, ως πλημμελήματος ή κακουργήματος. Καθιερώνεται με τον τρόπο αυτό ένας υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης του εντάλματος, σε αντίθεση με το νόμο-πλαίσιο, η οποία προέβλεψε την περίπτωση αυτή, ως δυνητικό λόγο μη εκτέλεσης του εντάλματος (άρθρο 4 παρ. 2). Σημειώνεται ότι, η άρνηση των ελληνικών αρχών να εκτελέσει το συγκεκριμένο ένταλμα, τελεί πάντοτε υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, της συνδρομής και της υπό στοιχείο β του άρθρου 11 εδ. δ του ν. 3251/2004 περιπτώσεως, του ότι δηλαδή η αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται η εκτέλεση του ως άνω εντάλματος, υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Συνακόλουθα, αν ο εκζητούμενος είναι Έλληνας πολίτης, που τέλεσε έγκλημα στην αλλοδαπή και υποτεθεί ότι θα δικαζόταν στην Ελλάδα, θα εφαρμόζονταν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι με βάση την αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας (άρθρο 6 του Π.Κ.). Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δεν υφίσταται αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος, καθίσταται πλέον ή βέβαιο, ότι δεν μπορούν οι ελληνικές δικαστικές αρχές, να αρνηθούν την εκτέλεση του εντάλματος αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση, αν ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον προσώπου για έγκλημα που τέλεσε π.χ. στην ημεδαπή, αλλά σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής του, απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ακόμη και αν συντρέχει η ειδική περίπτωση της περ. η του άρθρου 11 του ν. 3251/2004 (διασφάλιση επιστροφής του στην Ελλάδα για την έκτιση της επιβληθείσας ποινής ή μέτρου ασφαλείας). Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα δε, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, επιτρέπεται η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, εάν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστο δώδεκα μηνών, επίσης δε, το ένταλμα εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της ανωτέρω παραγράφου 1, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης αυτού καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα, ενώ, τέλος, κατά την παρ. 2 του αμέσως πιο πάνω άρθρου, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, και 18, του Ν. 2523/1997, το προβλεπόμενο σε αυτές αδίκημα της φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος(άρθρο 17), ή δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς στο Δημόσιο τους φόρους, τέλη κ.λ.π, που προβλέπονται στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Κατά δε το άρθρο 21 παρ. 10 εδ. α του ίδιου νόμου(2523/1997) "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Τέλος, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Π.Κ., οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη, που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε. Αποκλείεται όμως, κατά το άρθρο 9 παρ. 1 περ. β του Π.Κ., η ποινική δίωξη, αν σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί (ΑΠ 1059/2001 Π.Χ ΝΒ- 356).) Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340, και 343 ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητήριου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, και 484, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να εξαφανίσει το προσβαλλόμενο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, υποστήριξε με όσα ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο, ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης, διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, τόσο κατά το Γερμανικό, όσο και κατά το Ελληνικό δίκαιο, και ως εκ τούτου, προκύπτει η συνδρομή της πιο πάνω περιπτώσεως δ του άρθρου 11 του ν. 3251/2004 απαγορεύσεως εκτελέσεως του, έχει δε υποκύψει σε παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 3 του Π.Κ. Ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο εκζητούμενος και ο παραστάς συνήγορός του προφορικώς, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του, από 26-7-2007-35 Js 10483/07, Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από την Εισαγγελία ULM Γερμανίας, κατά του εκκαλούντος Χ1. Ειδικότερα, με το υπ' αριθμό 43/18-12-2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, το από 26-7-2007 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των Γερμανικών Αρχών, που εκδόθηκε από την Εισαγγελία ULM Γερμανίας και αφορά τον εκζητούμενο με τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα, προκειμένου να συζητηθεί η εκτέλεση του πιο πάνω εντάλματος σε βάρος του, ο οποίος κρατήθηκε από 8-1-2008 στις δικαστικές φυλακές Λάρισας, μετά την έκδοση του εκκαλούμενου βουλεύματος. Η Εισαγγελική Αρχή του ULM της Γερμανίας, εξέδωσε το πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που εκδόθηκε δυνάμει του από 24-7-2007 εντάλματος σύλληψης του Εισαγγελέα της BISCHOFBERGER, σε βάρος του εκκαλούντος-εκζητουμένου, ο οποίος διώκεται, για δέκα επτά (17) περιπτώσεις, για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το Γερμανικό Ποινικό Νόμο (άρθρο 370 του Κώδικα περί Οικονομικών και άρθρο 53 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα), με στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε (5) ετών (για κάθε επί μέρους πράξη), η δε πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά του Ελληνικούς Ποινικούς νόμους (άρθρα 17 και 18 του Ν. 2523/1997 και 93 Ν. 2238/1994), τιμωρούμενη με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε(5) ετών ή καθείρξεως μέχρι δέκα(10) ετών, ανάλογα με την βαρύτητα της φορολογικής παραβάσεως (ΑΠ 2483/2005). Με το ένταλμα αυτό, ζητείται η σύλληψη και η προσαγωγή του εκζητουμένου, ενώπιον της Δικαστικής Αρχής που το εξέδωσε, με σκοπό την άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης, για παράβαση των προαναφερόμενων ποινικών διατάξεων του Γερμανικού Ποινικού Νόμου. Για την περίπτωση δε που αυτός κριθεί ένοχος και επιβληθεί σε βάρος του ποινή στερητική της ελευθερίας, έχει παρασχεθεί η διαβεβαίωση της Γερμανικής Δικαστικής Αρχής(Ο Διοικών Ανώτερος Εισαγγελέας της ULM), ότι ο εκζητούμενος θα διαμεταχθεί για την έκτιση αυτής στην Ελλάδα. Ενόψει δε της μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου να προσαχθεί στο Κράτος έκδοσης του εντάλματος(Γερμανία), αρμόδια Δικαστική Αρχή να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου έχει συλληφθεί ο εκζητούμενος, κατά της αποφάσεως του οποίου ασκήθηκε η κρινόμενη έφεση. Από το ένδικο ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι οι πράξεις για τις οποίες διώκεται ο εκζητούμενος, προς άσκηση εναντίον του της ποινικής δίωξης, φέρονται να έχουν τελεστεί, από το έτος 1999 έως το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005 στην πόλη ULM της Γερμανίας, όπου διατηρούσε εστιατόριο με την επωνυμία "........". Συνίστανται δε οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εκδοθέν πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο ότι, "για τον διωκόμενο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν καταχώρησε μεγάλο μέρος του τζίρου για τα έτη από 1999 έως και το Νοέμβριο 2005 στα βιβλία του εστιατορίου που διατηρούσε στο ULM Γερμανίας, με την επωνυμία ".......", όπως επίσης, δεν ανέφερε τα μεγέθη αυτά στις φορολογικές αρχές του ULM Γερμανίας, διαφεύγοντας με τον τρόπο αυτό φόρους από εισόδημα, εμπόριο και τζίρο περισσότερα από 385.000 ευρώ". Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται από το Κράτος, που ζητεί την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, και από τον εκζητούμενο και υπάρχουν στη δικογραφία, συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, και όσα εξέθεσε ο εκκαλών-εκζητούμενος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, προφορικά, καθώς και με την έφεση και τα έγγραφα υπομνήματά του, προέκυψαν τα ακόλουθα: Όπως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του, από 26-7-2007, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Εισαγγελία του ULM, αλλά και από τη με χρονολογία 11 Μαρτίου 2008 βεβαίωση της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας της Ούλμ της Γερμανίας, με τους συνημμένους σ' αυτή πίνακες, που προσκομίστηκαν συμπληρωματικά, μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 383/2008 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, οι αποδιδόμενες στον εκκαλούντα-εκζητούμενο πράξεις φοροδιαφυγής, φέρουν τον χαρακτήρα πλημμελήματος και τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 370 του Γερμανικού νόμου, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή. Οι πράξεις αυτές, φέρονται να έχουν τελεστεί στην πόλη ULM της Γερμανίας, από τα έτη 1999 έως το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005. Μάλιστα δε, σύμφωνα και με το άρθρο 78 εδ. 3 αρ. 4 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, οι πράξεις αυτές παραγράφονται, μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την αποπεράτωση της πράξης, ενώ ο χρόνος της παραγραφής διακόπτεται με την έκδοση του δικαστικού εντάλματος και στη συγκεκριμένη περίπτωση από την 21-12-2005, που σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 78 εδ. 3 αρ. 1 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, παραγράφεται το αργότερο, όταν από την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής, έχει περάσει ο διπλάσιος χρόνος της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας. Ενόψει, όμως, του γεγονότος, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο χρόνος παραγραφής των αποδιδόμενων στον εκζητούμενο πράξεων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη των μελών του, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννου Παπουτσή και Νικολάου Ζαΐρη, Αρεοπαγιτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, γίνεται δεκτό κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ότι όσες από τις αποδιδόμενες στον εκζητούμενο πράξεις, φέρονται να έχουν τελεστεί από 1-1-1999 και εφεξής, μέχρι τη συμπλήρωση πενταετίας από της τέλεσής τους, ήτοι μέχρι την 1-1-2004, και, ανάγονται στο ως άνω χρονικό διάστημα, έχουν υποκύψει σε παραγραφή, γεγονός που, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, των ως άνω μελών του Δικαστηρίου, δεν συντρέχει λόγος έκδοσής του, για όσες πράξεις, από εκείνες που του αποδίδονται, εμπίπτουν στο χρονικό αυτό διάστημα. Σημειώνεται επίσης, ότι, από τους πίνακες της ως άνω Οικονομικής Υπηρεσίας της Ούλμ Γερμανίας, που προαναφέρθηκαν, δεν διευκρινίζονται και δεν προσδιορίζονται επ' ακριβώς, οι χρόνοι τέλεσης των μερικότερων πράξεων, που αποδίδονται στον εκκαλούντα-εκζητούμενο. Μετά από αυτά, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση του εκζητούμενου, να μεταρρυθμιστεί η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, κατά τη διάταξη για τη γνωμοδότηση υπέρ της έκδοσης του, για όσες μερικότερες πράξεις αναφέρονται στο ένταλμα και ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1999 έως 1 Ιανουαρίου 2004. Αντίθετα, ως προς τις λοιπές πράξεις, που ανάγονται στο μετά την 1-1-2004 χρονικό διάστημα, έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005, το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσης του εκκαλούντος, δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα πραγματικό ή νομικό και η έφεσή του, κατά το μέρος αυτό, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Κατά τη γνώμη όμως του προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Κούκλη και του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, θα έπρεπε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου, ως αβάσιμη, η έφεση. Τούτο δε, διότι, το αδίκημα της φοροδιαφυγής αφορά αξιόποινη πράξη, η οποία στρέφεται κατά εννόμων αγαθών, που ανήκουν αποκλειστικά στην Ελληνική έννομη τάξη και η προσβολή των εννόμων αυτών αγαθών πληροί την αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος μόνο εφόσον είναι συνδεδεμένα με την ημεδαπή έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, ο δράστης πράξης, η οποία συνιστά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας άλλου κράτους δεν μπορεί να διωχθεί στην Ελλάδα, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται άλλο έγκλημα και, επομένως, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως (αρ. 11 περ. ν. 3251/2004). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν δύναται να ερευνηθεί, αν η πράξη αυτή έχει παραγραφεί, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, και συνακόλουθα, δεν συντρέχει η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ πιο πάνω περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το γεγονός δε, ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής που τελέστηκε στην Γερμανία, δεν τιμωρείται στην Ελλάδα, δεν εμποδίζει την έκδοση του δράστη του αδικήματος αυτού, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α εδ. β του ν. 3251/2004, αλλά των διατάξεων ν. 1017/1980 για αμοιβαία δικαστική αρωγή μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος. Συνεπώς, και εφόσον, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος ορθώς έκρινε και γι' αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη έφεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ' ουσία την έφεση κατά της υπ' αριθμό 3/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Γνωμοδοτεί, ότι δεν πρέπει να εκδοθεί ο εκζητούμενος Χ1, για τις πράξεις που αναφέρονται στο από 26 Ιουλίου 2007-35 Js 10483/07 Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης της Εισαγγελίας Ούλμ Γερμανίας και φέρονται να έχουν τελεστεί στο χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 1-1-2004, μεταρρυθμιζομένης, κατά τούτο της εκκαλούμενης απόφασης. Και Απορρίπτει την έφεση κατά τα λοιπά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2008 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία. Γνωμοδοτεί ότι δεν πρέπει να εκδοθεί για τις πράξεις που αναφέρονται και φέρονται ότι έχουν τελεστεί από 1-1-99 έως 1-1-2004. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση.
Έκδοση
Έκδοση.
1
Αριθμός 1016/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1 και 2) χ2, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Μωραΐτη, περί αναιρέσεως της 576/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Ιουνίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1280/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 14-6-2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) χ1 και 2) χ2, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά της αυτής υπ' αριθμό 576/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως των δύο αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην απόλυτη ακυρότητα, στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν είναι επομένως αναγκαία, χωριστή για κάθε αίτηση αναφορά τους. ΙΙ. Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου απ' αυτήν εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται όπως στο έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε ή εκδόθηκε από υπάλληλο κατά την έννοια που δίνεται στον όρο υπάλληλος από το άρθρο 13 εδ. α' του ΠΚ, βεβαιώνεται από αυτόν με πρόθεση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και μέσα στα όρια της υπηρεσίας του ψευδές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο που αφορά στη γέννεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, με συνείδηση της αναλήθειας αυτού του περιστατικού. Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 εδ. α' του ΠΚ υπάλληλος είναι εκείνος, στον οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου. Ο υπάλληλος πρέπει να είναι αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση δημοσίων εγγράφων και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί. Περαιτέρω, κατά το εδ. γ' του άρθρου 13 ΠΚ το έγγραφο πρέπει να είναι δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στο χώρο του ποινικού δικαίου, δηλαδή πρέπει να πρόκειται για έγγραφο που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική υπηρεσία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων. Δεν είναι συνεπώς δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια των άνω διατάξεων εκείνο το οποίο αφορά μόνο την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών. Από την ευρεία διατύπωση της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 13 εδ. α' του ΠΚ συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της έννοιας του υπαλλήλου κατά το ποινικό δίκαιο και για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ψευδούς βεβαίωσης, αποτελεί το είδος και η φύση της ανατιθεμένης σ'αυτόν υπηρεσίας και ιδιαίτερα, αν αυτή ανάγεται στην εξυπηρέτηση κρατικών σκοπών και δημοσίου συμφέροντος και όχι το έμμισθο ή άμισθο ή το τιμητικό της θέσεώς του ή ο τρόπος ανάθεσης των καθηκόντων, που μπορεί να γίνει και με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Για την ιδιότητα του υπαλλήλου στο ποινικό δίκαιο δεν απαιτείται η σχέση υποταγής και εξάρτησης του διοικητικού δικαίου. Έτσι περιλαμβάνονται και υπάλληλοι που δεν υπόκεινται σε ιεραρχική εξάρτηση με την έννοια των δημοσίων υπαλλήλων, όπως επίσης και αυτοί που δεν υπόκεινται καν σε ιεραρχική εξάρτηση. Εξάλλου, με το ΠΔ 115/1996, με το οποίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το ΠΔ 19/55 "προσαρμογή της νομοθεσίας προς την οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης", ορίζονται τα εξής: Γ. ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΚΑΙ ΟΔΗΓΩΝ 1. Οι υποψήφιοι οδηγοί, για να έχουν το δικαίωμα να υποστούν την προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις, θεωρητική και πρακτική εξέταση, πρέπει προηγουμένως να κριθούν ικανοί έπειτα από ιατρική εξέταση. Η ικανότητά τους αυτή ελέγχεται με βάση τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας, όπως αυτές περιγράφονται στο παρόν παράρτημα. Με τις ίδιες προϋποθέσεις ελέγχονται και οι οδηγοί, οι οποίοι, για διαφόρους λόγους παραπέμπονται προς ιατρική εξέταση (λόγω ανανέωσης άδειας οδήγησης, λόγω εφαρμογής της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 13 του Κ.Ο.Κ. κ.λ.π.). 2. Η ιατρική εξέταση διακρίνεται σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια. ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ. 1. Η πρωτοβάθμια ιατρική εξέταση γίνεται από ιδιώτες γιατρούς των ειδικοτήτων: α) παθολόγου (και των συναφών ειδικοτήτων του αιματολόγου, γαστρεντερολόγου, ενδοκρινολόγου και ρευματολόγου) ή καρδιολόγου ή πνευμονολόγου ή εχόντων την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής.... β) Οφθαλμιάτρου. 2. Κάθε γιατρός γνωματεύει στον τομέα της ειδικότητάς του, για την κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου και εκδίδει ιατρικό πιστοποιητικό, στο οποίο περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο χαρακτηρισμός "ΙΚΑΝΟΣ" ή "ΑΝΙΚΑΝΟΣ". Τα ιατρικά πιστοποιητικά ισχύουν έξι (6) μήνες, από την ημερομηνία έκδοσής τους, εφόσον δεν έχουν κατατεθεί στην οικεία Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών... 4. Δικαίωμα για την ενέργεια της ιατρικής εξέτασης έχουν οι συμβεβλημένοι, για το σκοπό αυτό, με τις νομαρχιακού επιπέδου οικείες Υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών, γιατροί του τόπου όπου ασκούν το επάγγελμά τους... 5. Η σύμβαση των παραπάνω γιατρών με την οικεία, νομαρχιακού επιπέδου Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών, είναι ετήσιας διάρκειας και μπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά. 6. Με απόφαση του οικείου Νομάρχη καταγγέλονται, μονομερώς, οι συμβάσεις των εξεταστών γιατρών, αν προκύψει σε βάρος τους αμέλεια ή παράλειψη κατά την εκτέλεση του έργου τους... ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ. Παρέχεται αποζημίωση στους γιατρούς πρωτοβάθμιας ιατρικής εξέτασης με το ποσό, που ισχύει κάθε φορά, ως κατώτατο όριο αμοιβής των συμβεβλημένων με το Δημόσιο γιατρών. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται στους εξεταστές γιατρούς, κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, με πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού τους ή με επιταγή ή με άλλο πρόσφορο τρόπο... Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι οι γιατροί στους οποίους έχει ανατεθεί με σύμβαση με την οικεία Νομαρχιακού Επιπέδου Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών η ιατρική εξέταση υποψηφίων οδηγών και οδηγών (ως τις περιπτώσεις ανανέωσης άδειας οδηγήσεως κ.λ.π.) έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. α' του ΠΚ και η εκ μέρους τους έκδοση εν γνώσει τους ψευδών ιατρικών γνωματεύσεων (βεβαιώσεων) εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτή περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο, υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, αρκεί να προκύπτει, ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 576/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνονται ως ενιαίο σύνολο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, σε σχέση με τους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες, χ2 και χ1 τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι αυτοί, όντες υπάλληλοι στους οποίους είχε νόμιμα ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, στα καθήκοντα των οποίων ανήγετο η έκδοση ορισμένων δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσαν σε τέτοια έγγραφα ψευδώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, στις ..... Αττικής, στις 27-12-2000, όντες ιατροί, παθολόγος ο πρώτος και οφθαλμίατρος ο δεύτερος και διατηρούντες ιατρείο έκαστος στις ..... Αττικής, ήσαν συμβεβλημένοι με την Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 155/1996, για την εξέταση υποψηφίων οδηγών προς λήψη Ελληνικής άδειας ικανότητας οδηγήσεως ή όσων αναθεωρούσαν ή μετέτρεπαν την άδεια οδηγήσεως, ασκούντες δημόσια εξουσία, και να εκδίδουν σχετικό πιστοποιητικό υγείας για κάθε εξετασθέντα, στο οποίο να βεβαιώνουν περί της εξετάσεως του κάθε υποψηφίου και του αποτελέσματος της γενομένης εξετάσεως, το οποίο (πιστοποιητικό υγείας) στη συνέχεια οι κάτοχοι αυτού θα χρησιμοποιούσαν για να το καταθέσουν στο Υπουργείο Επικοινωνιών και Μεταφορών. Στις 27-12-2000 ο πρώτος κατηγορούμενος χ2 με την παραπάνω ιδιότητά του εξέδωσε το από .... πιστοποιητικό υγείας, στο οποίο εβεβαίωσε ψευδώς ότι εξέτασε στο επί της οδού .... αριθ. ..., στις ......, ιατρείο του, παθολογικώς τον Γ1, και ότι τον θεωρούσε ικανό για να λάβει μετατροπή Ρωσικής άδειας οδηγήσεως σε Ελληνική, (περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες ως προς τη χορήγηση ή μη στον Γ1 ελληνικής άδειας οδηγήσεως), ενώ η αλήθεια που γνώριζε ήταν ότι ο ανωτέρω ουδέποτε τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του ούτε και εξετάστηκε ιατρικώς από αυτόν. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος χ1 με την παραπάνω ιδιότητά του, εξέδωσε το από ...... πιστοποιητικό υγείας που αφορούσε τον ανωτέρω Γ1, στο οποίο εβεβαίωσε ψευδώς, ότι εξέτασε στις 27-12-2000, στο επί της οδού ..... αρ. .. , στις ....., ιατρείο του, οφθαλμολογικώς και ότι τον θεωρούσε ικανό για να λάβει μετατροπή Ρωσικής αδείας οδηγήσεως σε Ελληνική, (περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες ως προς τη χορήγηση ή μη στον Γ1 ελληνικής άδειας οδηγήσεως), ενώ αλήθεια που γνώριζε ήταν ότι ο τελευταίος ουδέποτε τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του και ουδέποτε προέβη σε ιατρική εξέταση από αυτόν. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε τους ανωτέρω κατηγορουμένους ένοχους της αποδιδόμενης σ'αυτούς αξιόποινης πράξης της ψευδούς βεβαίωσης και, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό τους, της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου εντίμου βίου, στη συνέχεια, επέβαλε στον καθένα ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας και ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με τους πιο πάνω αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους (χ2 και χ1), την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ψευδούς βεβαίωσης για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. α' και γ', 27 και 242 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, βάσει των παραδοχών αυτών, καθίσταται σαφές ότι α) οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι είχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης την ιδιότητα του υπαλλήλου με την έννοια του άρθρου 13 εδ. α' και του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η υπηρεσία που πρόσφεραν (ιατρική εξέταση των υποψηφίων οδηγών προς λήψη ελληνικής άδειας ικανότητας οδήγησης) και είχε ανατεθεί σ'αυτούς με σύμβαση (σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 115/1996) από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, εμπίπτει στους γενικότερους σκοπούς που επιδιώκονται από το Κράτος β) το πιστοποιητικό υγείας που εξέδωσε ο καθένας από τους αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους σχετικά με τον Γ1 για τη λήψη ελληνικής άδειας οδήγησης εκδόθηκε εντός των ορίων της καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας αυτών στα πλαίσια της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί και γ) τα εν λόγω πιστοποιητικά, όπου εβεβαιώνετο ψευδώς πως είχαν εξετάσει με την εκτεθείσα ιδιότητά του ο καθένας από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους στις 22-12-2000 τον Γ1 και τον έκριναν ικανό έτσι ώστε να λάβει μετατροπή Ρωσικής άδειας οδήγησης σε Ελληνική, είναι δημόσια έγγραφα και προορίζονταν για εξωτερική κυκλοφορία (προσκόμιση και υποβολή στην Υπηρεσία Μεταφορών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής) προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, των σ'αυτά βεβαιωμένων γεγονότων. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται σαφώς ότι το ψευδές τούτο περιστατικό, δηλαδή περί της εξετάσεως από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους του Γ1 και του αποτελέσματος αυτής (χαρακτηρισμού αυτού ως ικανού) μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες ως προς τη χορήγηση στον τελευταίο Ελληνικής άδειας οδήγησης. Επίσης, προσδιορίζεται το υποκειμενικό στοιχείο (δόλος) δι' αναφοράς συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αμφότεροι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι γνώριζαν πως ο ανωτέρω Γ1 ουδέποτε προσήλθε ενώπιόν τους προς εξέταση και ουδέποτε (ούτε και στις 27-12-2000) προέβησαν στην ιατρική εξέταση αυτού. Αναφέρονται τέλος και τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αναφέρθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, δεν υπήρχε δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε αξιολόγησής του. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε', δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 13 εδ. α', γ' και 242 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, γιατί στερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο Αθηνών στήριξε την κρίση του για την ενοχή των κατηγορουμένων, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: "... 8) απόφαση Νομαρχ. Αυτοδιοίκησης Αν. Αττικής... 12) έγγραφο COSMOTE... 14) κάρτα εισόδου, 15) Δύο (2) καταστάσεις υποψηφίων οδηγών...". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών και της αριθμήσεώς τους, εφόσον μάλιστα, δεν προκύπτει ότι στη δικογραφία υπήρχαν και άλλα έγγραφα, φέροντα μάλιστα τον ίδιο τίτλο με αυτά με διαφορετικό περιεχόμενο, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων για τον προσδιορισμό τους, αφού ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου το Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο εκ του ανεπαρκούς προσδιορισμού της ταυτότητας των παραπάνω εγγράφων, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 14 Ιουνίου 2007 δύο αιτήσεις των 1) χ1 και 2) χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 576/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει αυτές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς βεβαίωσης (αρ. 242 παρ. 1 ΠΚ). Δράστης του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης μπορεί να είναι μόνο υπάλληλος. Αποφασιστικό κριτήριο για την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά το ποινικό δίκαιο έχει το είδος και η φύση της ανατιθέμενης σ’ αυτόν υπηρεσίας και ιδιαίτερα αν αυτή ανάγεται στην εξυπηρέτηση κρατικών σκοπών και δημοσίου συμφέροντος και όχι το έμμισθο ή άμισθο ή τιμητικό της θέσεώς του ή ο τρόπος ανάθεσης των καθηκόντων που μπορεί να γίνει και με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Ο υπάλληλος πρέπει να είναι αρμόδιος καθ’ ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση δημοσίων εγγράφων και να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί. Έννοια δημοσίου εγγράφου. Δεν είναι δημόσιο το έγγραφο που αφορά μόνο την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη των αναιρεσειόντων για ψευδή βεβαίωση. Δεν εχώρησε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αφού η ταυτότητα των αναγνωσθέντων εγγράφων προσδιορίζεται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1012/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελένη Σπίτσα (ορισθείσα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Ψ1 και εγκαλούμενους το Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και Χ2 Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 11-1-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 70/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του με αριθμό 87/15-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: I) O Ψ1 υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 10-8-2006 και την από 10-8-2006 "έγκληση" κατά των Χ1 Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και Χ2, για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας που φέρονται ότι τέλεσαν στην Αθήνα στις 6-7-2006 και 17-7-2006 αντίστοιχα σε βάρος του καταγγέλοντος. Επί της εγκλήσεως αυτής διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά το πέρας της οποίας αυτός εξέδωσε την υπ'αριθμ. ΕΓ 19-07/104/38Α/07 διάταξη με την οποία απέρριψε την άνω έγκληση. Η διάταξη αυτή επιδόθηκε στον εγκαλούντα στις 11-10-2007 και κατ'αυτής άσκησε στις 19-10-2007 ενώπιον του γραμματέα του Πταισματοδικείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 227 προσφυγή. Επ'αυτής αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών -άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ.. ΙΙ) Επειδή ο πρώτος καταγγελλόμενος,ο οποίος περιλαμβάνεται στην έννοια του κατηγορουμένου κατά την έννοια του άρθρου 136 περ. ε Κ.Π.Δ. (βλ. ΑΠ 364/2006), υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών (βλ. την από ... υπ'αριθμ. ..... υπηρεσιακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών), ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών μας υπέβαλε την από 11-1-2008 αναφορά μετά της συνημμένης δικογραφίας για την εφαρμογή των άρθρων 136, 137 Κ.Ποιν.Δ. Πράγματι, κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. α' και ε' Κ.Ποιν.Δ. όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ. δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας αλλά και κατ'εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η κρίση επί της προσφυγής του εγκαλούντος κατά απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ. (βλ. ΑΠ 2264/2005, ΑΠ 1011/2005, ΑΠ 1304/2004, ΑΠ 577/2003 κ.α.). Στην περίπτωση αυτή την παραπομπή διατάσσει ο 'Αρειος Πάγος που συνέρχεται σε συμβούλιο κατά το άρθρο 137 περ. γ' Κ.Π.Δ. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να διαταχθεί η σχετική κρίση επί της άνω προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και τις δικαστικές-εισαγγελικές αρχές του Εφετείου-Πρωτοδικείου Πειραιά σε περίπτωση συνέχισης της διαδικασίας. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως παραπεμφθεί η κρίση επί της προσφυγής 227/2007 του Ψ1 κατά της ΓΟ6/3781/13-9-2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και Πρωτοδικείου Πειραιά και των αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν συντρέξει περίπτωση. Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. Ε' ΚΠΔ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 137 παρ. 1, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει πλην άλλων και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α)το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περιπτώσεις αδυναμίας συγκρότησης, β)το συμβούλιο των εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ)ο Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλλά ένεκα της ταυτότητας του νομικού λόγου, για την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως και για την προδικασία, καθώς και το στάδιο της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει ο εισαγγελέας Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, στη Γραμματέα του Πταισματοδικείου Αθηνών έχει υποβληθεί η υπ' αριθμ.227/2007 προσφυγή του Ψ1 κατά της υπ' αριθμ. ΓΟ6/3781/13-9-2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έγκληση του προσφεύγοντος κατά των Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος υπηρετεί ως Εισαγγελέας Εφετών στο Εφετείο Αθηνών και Χ2, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως σε δικαστικές αρχές άλλες από εκείνες των Αθηνών, για να κρίνουν την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου ο τελευταίος να αποφανθεί επί της προσφυγής 227/2007 του εγκαλούντος Ψ1 κατά της υπ' αριθμ. ΓΟ6/3781/13-9-2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και αν συντρέξει περίπτωση στις λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πλημμελειοδικείου και Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1011/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελένη Σπίτσα (ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Δημητρέλια, περί αναιρέσεως της 234/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 348/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 § 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το έγκλημα της απάτης τελείται και όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη προβαίνει σε ψευδείς εν γνώσει του ισχυρισμούς ενώπιον του δικαστηρίου, τους οποίους υποστηρίζει με την εν γνώσει επίκληση και προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο ή με άλλα ψευδή αποδεικτικά μέσα και παραπλανά έτσι το δικαστήριο στην έκδοση απόφασης υπέρ των απόψεών του και προς βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του, βρίσκεται δε αυτό στο στάδιο της απόπειρας, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά μέσα και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή την αίτηση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας? α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά το άρθρο 548 του ΚΠΔ η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η αναβλητική του άρθρου 352 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα για ισχυρότερες αποδείξεις. Συνεπώς και αυτή μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία ανεκλήθησαν οι υπ' αριθμ.1873/2007 και 4989/2007 αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου, με τις οποίες είχε αναβληθεί η συζήτηση για περισσότερες αποδείξεις, προκειμένου να προσκομισθεί απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε αυτή την απόφαση, που παραδεκτά συμπροσβάλλεται με την τελειωτική απόφαση, μετά από αξιολόγηση των εγγράφων που αναφέρει, δέχτηκε τα εξής? "Με το 3985/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 570/2003 βούλευμά του, ο αναιρεσείων έχει ήδη παραπεμφθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, κατηγορούμενος για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι, στις 24-2-2000,αν και ήταν υποχρεωμένος να αποδώσει στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό τω 18.510.000 δρχ, το οποίο ο τελευταίος του είχε καταβάλλει το χρονικό διάστημα από 1-8-1998 μέχρι 31-8-1999, προκειμένου αυτός (κατηγορούμενος) ως εντολοδόχος του να το διαθέσει ως προκαταβολή σε υποψήφιους πωλητές ακινήτων με αγοραστή τον πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς όμως να εκτελέσει την εντολή, αλλ' ούτε το επέστρεψε, όπως είχαν συμφωνήσει, την ως άνω ημερομηνία, αλλά το παρακράτησε και το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία. Με το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο παραπέμφθηκε και δικάστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι στις 19-4-2000, προκειμένου να παραπλανήσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για να εκδώσει υπέρ αυτού ευνοϊκή απόφαση, απορρίπτοντας αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος, για τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης της περιουσίας του (κατηγορουμένου), προς εξασφάλιση του ως άνω οφειλόμενου ποσού, επικαλέστηκε και προσκόμισε πέντε αποδείξεις, υπογραφής των κατονομαζομένων προσώπων, με ψευδές περιεχόμενο, με βάση τις οποίες φερόταν να έχει προκαταβάλλει το εν λόγω ποσό σε αγορές (για λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντος) άλλων ακινήτων, σκοπό τον οποίο και πέτυχε, αφού εκδόθηκε απορριπτική απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως. Από τα πιο πάνω εκτιθέμενα δεν προκύπτει τέτοια σχέση μεταξύ των εκκρεμουσών δικών, ώστε η έκβαση της κρινόμενης υπόθεσης να εξαρτάται από εκείνη, που εκκρεμεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων... ". Με αυτά που δέχτηκε διέλαβε ως προς την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα, άρθρο 93, παρ. 3, και το άρθρο 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά έκρινε ότι έπρεπε να ανακληθούν οι παρεμπίπτουσες ως άνω αποφάσεις και χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως. Ειδικότερα αναφέρεται στη διαφορά του αναιρεσείοντος με τον πολιτικώς ενάγοντα, την οποία αναπτύσσει διεξοδικά, ότι έχει ήδη παραπεμφθεί να δικαστεί για υπεξαίρεση ποσού 18.510.000 δρχ, την 24-2-2000 και κάνει τη διάκριση της υποθέσεως εκείνης με την παρούσα διαφορετική πράξη της απάτης, η οποία προσδιορίζεται στο διατακτικό της και έτσι αιτιολογημένα απορρίφτηκε το αίτημα για νέα αναβολή της υποθέσεως και ανακλήθηκαν οι ως άνω παρεμπίπτουσες αποφάσεις, αφού δέχτηκε πως δεν υπήρχε τέτοια σχέση μεταξύ των εκκρεμουσών δικών, ώστε η έκβαση της κρινόμενης υποθέσεως της απάτης να εξαρτάται από εκείνη της υπεξαιρέσεως που εκκρεμούσε στο Εφετείο. Η πρόσθετη μνεία στο σκεπτικό της άνω παρεμπίπτουσας αποφάσεως περί κινδύνου παραγραφής δεν έχει καμία σχέση με την κύρια ως άνω αιτιολογία απορρίψεως της αιτήσεως αναβολής και τέθηκε εκ περισσού. Ως προς την τελειωτική απόφαση το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα εξής? "Το έτος 1998 ο πολιτικώς ενάγων Ψ1, ενδιαφερόμενος για την αγορά ακινήτων, ευρισκομένων στην περιφέρεια .... και εγγύς του νέου αεροδρομίου, ανέθεσε στον κατηγορούμενο, μεσίτη αστικών συμβάσεων, να βρίσκει ακίνητα στην εν λόγω περιοχή, να διαπραγματεύεται τους όρους της πώλησης με τους κυρίους των ακινήτων, να δίδει σ' αυτούς προκαταβολές, από χρήματα που του είχε καταβάλει για το σκοπό αυτό και να εξοφλεί εν συνεχεία το τίμημα για λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντος. Η μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων θα γινόταν είτε με οριστικό συμβόλαιο είτε με την παροχή πληρεξουσίου προς τον πολιτικώς ενάγοντα, με την πληρεξουσιότητα να συνάπτει αυτοσύμβαση ή να το μεταβιβάζει σε τρίτο. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής κάποιες αγορές ακινήτων ολοκληρώθηκαν με τη μεσολάβηση του κατηγορουμένου. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις (που αναφέρονται στο διατακτικό ) ο κατηγορούμενος αν και έλαβε διάφορα χρηματικά ποσά τις ημεροχρονολογίες που αναφέρονται εκεί (διατακτικό) και συνολικά 18.510.000 δρχ. για να τα χρησιμοποιήσει για την αγορά συγκεκριμένων ακινήτων, δεν τα κατέβαλε σ' αυτούς, ούτε τα επέστρεψε στον πολιτικώς ενάγοντα αν και οχλήθηκε από τον τελευταίο. Μετά την άρνηση του κατηγορουμένου, ο πολιτικώς ενάγων άσκησε την από 6-3-2000 και με αριθμό κατάθεσης ..... αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του κατηγορουμένου, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών του. Συζήτηση της αίτησης αυτής έγινε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 19-4-2000. Κατ' αυτήν ο εναγόμενος-κατηγορούμενος, προς απόκρουση της αιτήσεως, επικαλέστηκε και προσκόμισε εκτός των άλλων και τις πέντε αποδείξεις που ανεγνώσθησαν, υπογραφής του Γ1, Γ2 και Γ3(β' εκκαλούντος). Με τις αποδείξεις φερόταν ο κατηγορούμενος να έχει καταβάλει σ' αυτούς, για λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντος, για την πώληση στον τελευταίο ακινήτων τους στον πρώτο (Γ1) 6.800.000 δρχ, στο δεύτερο (Γ3) το ποσό των 7.500.000δρχ. και στον τρίτο (β'εκκαλούντα) το ποσό των 2.000.000 δρχ. Οι αποδείξεις όμως αυτές ήταν ψευδείς κατά το περιεχόμενο, καθόσον καμιά σύμβαση με την προαναφερόμενη αιτία δεν συνήφθει μεταξύ των υπογραφέων των αποδείξεων και του πολιτικώς ενάγοντος, ενώ κανένα ποσό δεν κατεβλήθη σ' αυτούς για τη συγκεκριμένη αιτία. Με τις αποδείξεις αυτές, που συνέταξε ο κατηγορούμενος, επεδίωκε να πείσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι τα χρήματα που είχε λάβει από τον πολιτικώς ενάγοντα τα ανάλωσε για το σκοπό που είχαν συμφωνήσει. Οι Γ1, Γ2 και Γ3, αν και γνώριζαν την επιδίωξη του κατηγορουμένου, υπέγραψαν τις αποδείξεις αυτές. Αποτέλεσμα των ενεργειών του κατηγορουμένου ήταν, και με τις αποδείξεις αυτές, να πεισθεί ο Δικαστής για τη βασιμότητα των ισχυρισμών του κατηγορουμένου και να απορρίψει την αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος. Στη συνέχεια ο τελευταίος άσκησε σε βάρος του κατηγορουμένου την από 30-10-2000 αγωγή, (με αρ. κατάθεσης 128366/10835/2000), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να του καταβάλει το ως άνω ποσό. Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε απόφαση από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη, τάχτηκαν αποδείξεις. Πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι αποδείξεις, στις 25-1-2005, οι διάδικοι ήλθαν σε συμφωνία, που περιλήφθηκε στο με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό. Σ' αυτό ο κατηγορούμενος φέρεται να δηλώνει ότι αποδέχεται την αγωγή και υποσχέθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, με τη μεταβίβαση ακινήτων και μετρητών. Η συμφωνία αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, απομένοντος ως υπολοίπου για την πλήρη ικανοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος του ποσού των 5.000 ευρώ. Με την εν λόγω συμπεριφορά των κατηγορουμένων, στοιχειοθετείται πλήρως κατά τη νομοτυπική μορφή, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική της υπόσταση, (από προφανή παραδρομή αναγράφεται για δεύτερη φορά η λέξη αντικειμενική), η αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της απάτης, με αυτουργό τον πρώτο και άμεσο συνεργό το δεύτερο των εκκαλούντων. Τούτο διότι ο πρώτος, προκειμένου να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισε, με ψευδείς ισχυρισμούς, προς υποστήριξη των οποίων προσκόμισε τις προαναφερόμενες αποδείξεις με ψευδές περιεχόμενο, το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το αληθές των ισχυρισμών του αυτών, με αποτέλεσμα να εκδώσει απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, με αντίστοιχη βλάβη του τελευταίου, ενώ ο δεύτερος αν και γνώριζε τι επεδίωκε ο πρώτος υπέγραψε τις δύο από τις πέντε ψευδείς κατά το περιεχόμενο αποδείξεις, παρέχοντας έτσι τα μέσα για την τέλεση της άδικης πράξης της απάτης" . Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2, εδ. δ' του ΠΚ, καθόσον μετανόησε για την πράξη του και προσπάθησε να άρει τις συνέπειες της πράξης του, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο αφενός μεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του την υπό των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλο τρόπο, παραβίασε. Ως προς τις περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις παρατηρούνται τα εξής: Ειδικότερα, η απόφαση παραθέτει το ιστορικό της συμφωνίας μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και του κατηγορουμένου για την εξεύρεση από τον τελευταίο ακινήτων στην περιοχή των ...., πλησίον του Αεροδρομίου Αθηνών, για να τα αγοράσει ο εγκαλών, πως θα γινόταν οι διαπραγματεύσεις, καταβολές χρημάτων, οι μεταβιβάσεις, ότι κάποιες αγορές πραγματοποιήθηκαν και αν και ο κατηγορούμενος έλαβε διάφορα χρηματικά ποσά, που αναφέρονται στο διατακτικό, με το οποίο επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνεται το σκεπτικό, ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 18.510.000 δρχ. για να τα χρησιμοποιήσει για την αγορά συγκεκριμένων ακινήτων, πλην όμως δεν τα κατέβαλε, ούτε τα επέστρεψε σ' εκείνον αν και οχλήθηκε προς τούτο. Έτσι ο πολιτικώς ενάγων άσκησε την από 6-3-2000 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και κατά τη συζήτηση αυτής, στις 19-4-2000, ενώπιον του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε τις μνημονευόμενες πέντε αποδείξεις, που ανεγνώσθησαν, (αυτονοήτως συνάγεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφού το σημείωμα του κατηγορουμένου έχει μεταγενέστερη ημερομηνία από 24-4-2000), και από τις οποίες προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος είχε καταβάλει στους αναγραφόμενους ως λήπτες σ' αυτές τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά. Οι αποδείξεις ήσαν ψευδείς κατά το περιεχόμενο, διότι δεν είχαν συναφθεί συμβάσεις, ούτε είχε γίνει πραγματική καταβολή, και με αυτές επεδίωκε να πείσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι τα χρήματα που είχε λάβει τα ανάλωσε για τον συμφωνηθέντα σκοπό. Έτσι έπεισε το Δικαστή για τη βασιμότητα των ανωτέρω ισχυρισμών του και απέρριψε την αίτηση. Από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό προκύπτει πέραν του αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και η υποκειμενική υπόσταση αυτού. Προς τούτο επισημαίνεται ότι σκοπός του αναιρεσείοντος ήταν το παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στη διατήρηση της περιουσίας του ελεύθερης από οποιοδήποτε νομικό βάρος, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του εγκαλούντος, η απαίτηση του οποίου κατέστη επισφαλής, ενόψει του κινδύνου μελλοντικής εκποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων του. Επίσης, στη σελίδα 15 του σκεπτικού, επισημαίνεται ότι ο εγκαλών άσκησε σε βάρος του κατηγορουμένου τακτική αγωγή, και πριν ολοκληρωθούν οι αποδείξεις οι διάδικοι ήλθαν σε συμφωνία, και στο σχετικό συμφωνητικό φέρεται ο κατηγορούμενος να αποδέχεται την αγωγή και να υπόσχεται ικανοποίηση των απαιτήσεων του εγκαλούντος, απομένοντος υπολοίπου ποσού 5.000 ευρώ. Ο πρώτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων) δικάστηκε για απάτη στο Δικαστήριο και ο δεύτερος κατηγορούμενος δικάστηκε για απλή συνέργεια σ' αυτήν. Συνεπώς δεν γεννάται σύγχυση και είναι αυτονόητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν κάθε κατηγορία. Επίσης δεν υπάρχει ασάφεια ότι ο κατηγορούμενος δικάστηκε στις 14-1-2008 για απάτη στο Δικαστήριο, η δε κατηγορία για υπεξαίρεση συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι εκκρεμούσε ακόμη κατά τον ως άνω χρόνο. Δεν επέφερε δε σύγχυση η περιττή, εν προκειμένω, αναφορά του Δικαστηρίου περί μη εφαρμογής των άρθρων 393 και 379 του ΠΚ και μη πλήρους ικανοποιήσεως των απαιτήσεων του πολιτικώς ενάγοντος. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Για να δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, στην περίπτωση που το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί οποιουδήποτε αιτήματος ή ισχυρισμού του κατηγορουμένου, αν δεν ακουσθεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ.2 και 3, 171 παρ. 1, στοιχ. β' και 510 παρ.1, στοιχ. Α του ΚΠΔ, προϋποτίθεται ότι το αίτημα αυτό ή ο ισχυρισμός προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (350-368). Ήτοι εάν το αίτημα ή ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και δη κατά το στάδιο αγορεύσεως του συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου (369 ΚΠΔ), δηλαδή και μετά την αγόρευση του Εισαγγελέα, τότε το δικαστήριο δικαίωμα έχει και όχι υποχρέωση, όπως πριν από κάθε απόφασή του για το αίτημα ή τον ισχυρισμό, ακούσει τον Εισαγγελέα. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αιτιάται ότι ο Εισαγγελέας δεν δευτερολόγησε και δεν πρότεινε επί του υποβληθέντος αιτήματος αναγνωρίσεως δια τον αναιρεσείοντα του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ. Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός προβλήθηκε αόριστα, αφού δεν συνοδευόταν από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ώστε, σε κάθε περίπτωση, δεν χρειαζόταν πρόταση από τον Εισαγγελέα και απάντηση από το Δικαστήριο, το οποίο εκ περισσού απήντησε και τον απέρριψε ως αβάσιμο. Επομένως δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από μόνο το γεγονός ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν άκουσε προηγουμένως τον Εισαγγελέα αναφορικά με το αίτημα για αναγνώριση και του ως άνω ελαφρυντικού, που προέβαλε αόριστα ο συνήγορος του κατηγορουμένου μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και δη κατά το στάδιο αγορεύσεως αυτού, είναι δε αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Εξάλλου, έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα δεν νοείται χωρίς αίτηση αυτού. Από τα πρακτικά δε δεν προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας ζήτησε να δευτερολογήσει, ότι ο Πρόεδρος αρνήθηκε, να του δώσει το λόγο και στη συνέχεια προσέφυγε στο Δικαστήριο ο Εισαγγελέας. Ο συνήγορος του απολιπομένου κατηγορουμένου δεν είναι κατηγορούμενος και συνεπώς δεν απολογείται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο διευθύνων τη συζήτηση, μετά την κήρυξη από τον ίδιο της λήξης της αποδεικτικής διαδικασίας και τη, στη συνέχεια, αγόρευση του Εισαγγελέα επί της ενοχής του αναιρεσείοντος, έδωσε το λόγο στον εκπροσωπήσαντα αυτόν συνήγορό του, προκειμένου αυτός να αντιτάξει την υπεράσπιση κατά της αποδιδομένης εις βάρος του πρώτου (κατηγορουμένου) κατηγορίας και εκείνος (συνήγορος του κατηγορουμένου) ζήτησε, όπως από τα ίδια πρακτικά προκύπτει "την απαλλαγή του κατηγορουμένου,... ". Ενόψει τούτων, εφόσον, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, έλαβε τελευταίος το λόγο, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 369 ΚΠΔ, δεν στερήθηκε ο κατηγορούμενος των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως, περί απόλυτης ακυρότητας, λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορό του να απολογηθεί πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ' ουσία. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ και 176,183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-2-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 234/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, που ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη στο Δικαστήριο. Αβάσιμος ο λόγος ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ. Κατά την αγόρευσή του ο πληρεξούσιος δικηγόρος ζήτησε το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 § 2 β΄ ΠΚ. Λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού δεν χρειαζόταν απάντηση από τον Εισαγγελέα και το Δικαστήριο, το οποίο αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 § 2 β΄ ΠΚ. Ο συνήγορος του απολειπομένου κατηγορουμένου δεν είναι κατηγορούμενος και συνεπώς δεν απολογείται.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1014/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2016/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 89/15.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 31-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 2042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 507 §1, 473 §§1 και 3 και 474 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, από κρατούμενο στην φυλακή, δια δηλώσεως στον διευθύνοντα την φυλακή, είναι δεκαήμερη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου, χωρίς όμως να αρχίζη η προθεσμία αυτή προ της καταχωρήσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφημένων αποφάσεων, που τηρείται στην γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473, 474 και 509 §1 εδ. α' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι, οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ., να διατυπούνται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 476 και 513 Κ.Π.Δ.). Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 Κ.Π.Δ., που προβλέπουν τους λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (Α.Π. 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906, Α.Π. 2397/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/822). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προς έλεγχο του παραδεκτού ή μη ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ήτο παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλομένης αποφάσεως, την 25-7-2007, η οποία κατεχωρήθη καθαρογραφημένη, στο ως άνω τηρούμενο ειδικό βιβλίο, την 12-9-2007, αλλ' η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη από αυτόν, κρατούμενον στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, ενώπιον του διευθυντού της εν λόγω φυλακής, την 31-10-2007, δηλαδή εκπροθέσμως, μετά την πάροδο της ανωτέρω δεκαημέρου προθεσμίας, χωρίς επίκληση περιστατικού ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση αυτής. Εξ άλλου, ο αναιρεσείων εδήλωσε στην σχετική έκθεση αναιρέσεως ότι ασκεί αναίρεση, διότι η προσβαλλομένη απόφαση "δεν έχει την προσήκουσα κατά το Σύνταγμα αιτιολογία, άρθρο 510 παρ. Δ' Κ.Π.Δ." και δια "εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής διατάξεως των προβλεπομένων ποινικών παραβάσεων του Νόμου περί των οποίων καταδικάστηκε (άρθρο 510 παρ. Ε' Κ.Π.Δ)". Όμως, στην έκθεση αυτή ουδεμία αναφορά εις περιστατικό θεμελιωτικό αναιρετικού λόγου διαλαμβάνεται. Υπό τα δεδομένα δε αυτά είναι προφανές ότι η ως άνω ασκηθείσα υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και, επομένως, συμφώνως προς τα άρθρα 476 §1 και 513 §1α Κ.Π.Δ., πρέπει αυτή να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να απορριφθή η από 31-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κρατουμένου εις Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά της υπ' αριθ. 2042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 22 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναίρεσης , από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης , χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης , της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Ως προς τον από τα άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε , πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε , καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή, σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ή, επί παραβιάσεως εκ πλαγίου της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, σε τι συνίστανται οι ασάφειες ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και, τέλος, επί εσφαλμένης ερμηνείας , ποιά είναι η αληθής έννοια της διατάξεως αυτής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 507 §1, 473 §§1 και 3 και 474 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναίρεσης κατά αποφάσεως, από κρατούμενο στην φυλακή, δια δηλώσεως στον διευθύνοντα την φυλακή, είναι δεκαήμερη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου, χωρίς όμως να αρχίζει η προθεσμία αυτή προ της καταχωρίσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφημένων αποφάσεων, που τηρείται στην γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1 με την κρινόμενη από 31/10/2007 έκθεση αναίρεσης , στρέφεται κατά της 2042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε, με παρόντα τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, στις 26-7-2007 καταχωρίστηκε δε καθαρογραφημένη, στο προς τούτο τηρούμενο ειδικό βιβλίο, την 12-9-2007, πλην όμως η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από αυτόν, κρατούμενο στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, ενώπιον του Διευθυντή της εν λόγω φυλακής, την 31-10-2007, δηλαδή εκπροθέσμως, μετά την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας, χωρίς επίκληση περιστατικού ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση αυτής. Εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους εξής αναφερόμενους στην αίτησή του, κατά λέξη, λόγους "1) Διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την προσήκουσα κατά το Σύνταγμα αιτιολογία, άρθρο 510 παρ. Δ' Κ.Π.Δ. και 2) Για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής διατάξεως των προβλεπομένων ποινικών παραβάσεων του Νόμου, περί των οποίων καταδικάστηκε (άρθρο 510 παρ. Ε' Κ.Π.Δ)". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται α) σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σε ποία κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν και β) ποιά η ουσιαστική ποινική διάταξη, που φέρεται ότι παραβιάστηκε και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία αυτής, πρέπει, να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας αυτών Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-10-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 , ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά της 2042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Kαταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση ως αόριστη (κρατουμένου για 1) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία και 2) για έλλειψη αιτιολογίας). Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 1008/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή [(ορισθέντα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα), με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 115/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο να είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση προστατευόμενου από το νόμο δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανόμενο ή τρίτο. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, (Πλημμελημάτων), που συνεδρίασε στη Χαλκίδα, το οποίο την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που παραθέτει, δέχθηκε ανελέγκτως ότι προέκυψαν τα εξής? "Ο κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε το έγκλημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, και ειδικότερα κατάρτισε ψευδή έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των εγγράφων αυτών. Ειδικότερα, κατάρτισε? α) δύο συναλλαγματικές, εκδόσεως του ιδίου και αποδοχής Γ1, στα ........ Αιδηψού, ποσού εκάστης 500.000 δρχ. λήξεως 31-8-2000 και 15-9-2002, αντίστοιχα, έθεσε την υπογραφή του Γ1 εν αγνοία του τελευταίου, όπως ο ίδιος ως μάρτυς εξεταζόμενος καταθέτει, παρουσιάζοντάς τον ως αποδέκτη, και β) δύο συναλλαγματικές εκδόσεως και ιδίου και αποδοχής του Γ2, στα Λουτρά Αιδηψού, ποσού εκάστης 500.000 δρχ. και λήξεως, αντίστοιχα, στις 18-8-2000, έθεσε την υπογραφή του Γ2, εν αγνοία του, στη θέση του αποδέκτη, παρουσιάζοντάς τον ψευδώς ως αποδέκτη. Των ανωτέρω δε πλαστών εγγράφων έκανε χρήση, διότι τα έθεσε σε κυκλοφορία και εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατατέθηκαν με σαφήνεια και ακρίβεια από τους εξετασθέντες μάρτυρες και ενισχύονται από όλα τα αναγνωσθέντα ως άνω έγγραφα. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατ/νο για το ότι στα ...... Αιδηψού, το Μάϊο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2000, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατήρτισε ψευδή έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, των εγγράφων δε αυτών έκανε χρήση και ειδικότερα σε α) δύο συναλλαγματικές εκδόσεως του κατ/νου και αποδοχής του Γ1, στα ....Αιδηψού, ποσού εκάστης 500.000 δρχ. λήξεως 31-8-2000 και 15-9-2002, αντίστοιχα, έθεσε την υπογραφή του Γ1, εν αγνοία του τελευταίου, παρουσιάζοντάς τον ψευδώς ως αποδέκτη, και β) δύο συναλλαγματικές εκδόσεως του ιδίου του κατ/νου και αποδοχής του Γ2 στα ... Αιδηψού, ποσού εκάστης 500.000 δρχ. και λήξεως, αντίστοιχα στις 18-8-2000, έθεσε την υπογραφή του Γ2, εν αγνοία του, στη θέση του αποδέκτη, παρουσιάζοντάς τον ψευδώς ως αποδέκτη. Των ανωτέρω δε πλαστών εγγράφων έκανε χρήση με τη θέση τους στην κυκλοφορία, ήτοι την παράδοσή τους στο μηνυτή. Με αυτά που δέχτηκε στην προκειμένη περίπτωση το πιο πάνω Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον εκτίθενται στην απόφαση αυτή όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο ήδη αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 98, και 216 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, επιτρεπτώς συμπληρώνεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το χρόνο τελέσεως της πράξεως από το διατακτικό της, μετά του οποίου αποτελεί ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στις 8-5-2007, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία από τους αναφερόμενους στο διατακτικό της πληττόμενης απόφασης χρόνους Μάϊο, Ιούνιο, και Ιούλιο του 2000, τελέσεως κατ' εξακολούθηση της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ούτε προβλήθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος και παραγραφής. Με την παραδοχή δε ότι των ανωτέρω πλαστών εγγράφων έκανε χρήση ο κατηγορούμενος με την παράδοσή τους στο μηνυτή αυτονοήτως συνάγεται ότι τούτο έλαβε χώρα κατά τους ως άνω χρόνους, αμέσως μετά την κατάρτιση αυτών. Η αιτιολογία της αποφάσεως δεν είναι επιλεκτική, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αρκεί η γενική κατ' είδος αναφορά τους, η οποία, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι περιέχεται στη σελίδα 20, χωρίς ανάγκη ιδιαίτερης μνείας καθενός και τι προέκυψε από το καθένα, αφού προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά για καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του. Στους εξετασθέντες μάρτυρες περιλαμβάνονται τόσο ο πολιτικώς ενάγων όσο και ο μάρτυρας υπερασπίσεως, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται οι μάρτυρες κατηγορίας και η κατάθεση του Γ1 δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν συνεξετιμήθησαν οι λοιπές αποδείξεις. Με την πληττόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχτηκε αθώος για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Τα πραγματικά περιστατικά όμως που περιλαμβάνονται σ' αυτή δεν ταυτίζονται με αυτά για τα οποία καταδικάστηκε και έτσι δεν δημιουργείται αντίφαση. Τέλος δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η ένδική αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ και Ε. Ειδικότερα, επιτρεπτώς συμπληρώνεται η αιτιολογία ως προς το χρόνο της παραγραφής από το διατακτικό μετά του οποίου αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην αιτιολογία ως προς τις αποδείξεις αρκεί η κατ’ είδος αναφορά (των αποδεικτικών μέσων), το ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Το ότι απαλλάχτηκε για την πράξη της απάτης δεν δημιουργεί αντίφαση, αφού τα πραγματικά περιστατικά της κάθε μιας δεν ταυτίζονται. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
1
Αριθμός 1006/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό, (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελένη Σπίτσα (ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 309/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 164/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 139/20.03.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Το Εφετείο Αθηνών Α' Τριμελές Πλημμελημάτων, με την υπ'αριθμ. 309/2007 απόφασή του απέρριψε ως ανυποστήρικτη την υπ'αριθμ. 3448/2001 έφεση του X1 κατά της υπ'αριθμ. 51288/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά της άνω απόφασης (=309/2007) του Α'Τριμελούς Εφετείου Αθηνών άσκησε ο άνω κατηγορούμενος εμπρόθεσμα και δια πληρεξουσίου στις 12-3-2007 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την υπ'αριθμ. 131/2007 αναίρεση, προβάλλων τους αναφερομένους στην οικεία έκθεση λόγους αναίρεσης. Όμως ο αυτός κατηγορούμενος είχε ασκήσει ενώπιον του αυτού δικαστηρίου, ήτοι του (Β) Τριμελούς Εφετείου Αθηνών -πλημμελημάτων- την υπ'αριθμ. 28/25-1-2007 αίτηση ακύρωσης και το άνω δικαστήριο με την υπ'αριθμ. 3446/18-4-2007 απόφασή του ακύρωσε την ρηθείσα 309/2007 απόφασή του με την οποία είχε απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη. Ενόψει των ανωτέρω η ασκηθείσα 131/2007 αίτηση αναίρεσης είναι χωρίς αντικείμενο πλέον αφού η κατ'αυτής απόφαση δεν υπάρχει ήδη. 'Ετσι δεν υπάρχει πλέον έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος -βλ. ΑΠ 874/2002, ΑΠ 33/2000, ΑΠ 662/98 πρβλ ΑΠ 422/2006, ΑΠ 427/2006 κ.α.- και συνεπώς πρέπει η άνω αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη -463, 476 § 1 Κ.Π.Δ. και καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα (πρβλ ΑΠ 799/2006). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 131/2007 αναίρεση του X1 κατά της υπ'αριθμ. 309/2007 απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτού. Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 ΚΠοινΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, σε κάθε, όμως, περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει και κατά το χρόνο της συζητήσεώς του. Αν, συνεπώς, μετά την άσκηση και πριν τη συζήτησή του, το έννομο συμφέρον του δικαιουμένου εκλείψει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 § 1 ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Με την 309/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η από 28.5.2001 έφεση του κατηγορουμένου X1 κατά της 51288/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε αυτός καταδικασθεί για παράβαση των Ν. 1646/1986 και 456/1976 σε φυλάκιση ενός έτους και εννέα μηνών, μετατραπείσα προς 4.500 δρχ. ημερησίως και σε χρηματική ποινή 50.000 δρχ. Κατά της απορριπτικής της εν λόγω εφέσεως αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε, νομίμως και εμπροθέσμως, την υπ' αριθ. 131/12.3.2007 αναίρεση, ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Μετά την άσκηση της αναιρέσεως αυτής, με την 3446/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ακυρώθηκε η ανωτέρω αναιρεσιβαλλόμενη 309/2007 απόφαση και διατάχθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως για την 11.6.2007. Ενόψει αυτών δεν δικαιολογείται πλέον έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος προς έρευνα της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 § 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του X1, περί αναιρέσεως της 309/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκήσεως του ενδίκου μέσου είναι να έχει ο δικαιούμενος συμφέρον για την άσκησή του. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναιρέσεως πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει και κατά το χρόνο της συζητήσεως, διότι άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως που απέρριψε έφεση ως ανυποστήρικτη, διότι μετά την άσκησή της ακυρώθηκε, συνεπεία αιτήσεως ακυρώσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και διατάχθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως.
Έννομο συμφέρον
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Έννομο συμφέρον.
0
Αριθμός 1005/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελένη Σπίτσα (ορισθείσα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθαν. Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση τoυ Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3 και 4) Ψ4, και εγκαλουμένη την Χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 19.11.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1989/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, με αριθμό 111/27.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την υπ'αριθμ. 2897/19-11-2007 αναφορά της Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, σύμφωνα με τα άρθρα 136 ε' και 137 παρ. 1γ' ΚΠΔ, καθόσον οι 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3 και 4) Ψ4, με την από 16/5/2007 έκθεση προσφυγής και με αριθμό 20/2007 ζητούν τη ποινική δίωξη της Χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, για παράβαση των άρθρων 134 παρ. 2α' και 134Α εδ. η' Π.Κ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και δη με την έκδοση της με αριθμό 142/2-3-2007 διατάξεώς της, με την οποία απέρριψε κατ'ουσία την με αριθμ. Α06/945/19-5-2006 μήνυσή των. Η ανωτέρω αναφορά υποβάλλεται κατά τα άρθρα 136 ε' και 137 παρ. 1γ' ΚΠΔ δεδομένου ότι στη περιφέρεια αρμοδιότητος του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία Πρωτοδικών (ΑΠ 1345/80 Π.Χρ. ΛΑ'/336). Στη προκειμένη περίπτωση οι παραπάνω μηνυτές με την υπ'αριθμ. 20/16-5-2007 προσφυγή των ζητούν την ποινική δίωξη της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1, για παράβαση των άρθρ. 134 παρ. 2 α' και 134 Α εδ. η' Π.Κ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και δη με την έκδοση της υπ'αριθμ. 142/2007 διατάξεώς της, που απέρριψε κατ'ουσία την υπ'αριθμ. Α06/945/19-5-2006 μήνυσή των. Εφόσον όμως στη περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο και Εισαγγελία Πρωτοδικών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή (άρθρ. 136 ε' και 137 παρ. 1γ' ΚΠΔ) από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, επειδή η μηνυομένη υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης (μήνυσης) από τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Για τους λόγους αυτούς-Π ρ ο τ ε ί ν ω Να παραπεμφθεί η υπόθεση που αναφέρεται στο υπ'αρ. πρωτ. 2897/19-11-2007 έγγραφο της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς και αφορά την μήνυση των 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3 και 4) Ψ4, κατά της Χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις αντίστοιχες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, και του Εφετείου Αθηνών, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 30 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντα, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο (αν δεν πρόκειται για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α' και β' του ίδιου άρθρου), η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ' αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξ αιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 142/2007 διάταξη της Αντιεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1, απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η από 19.5.2006 μηνυτήρια αναφορά των 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3, και 4) Ψ4 κατά των 1) ...., 2) ..... και 3) ....... . Κατά της διατάξεως αυτής προσέφυγαν οι ανωτέρω αναφέροντες στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, με την από 16.5.2007 προσφυγή τους, περί της οποίας συντάχθηκε, από το Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, η 20/2007 έκθεση. Με την προσφυγή τους αυτή (κατά το άρθρο 48 ΚΠοινΔ) ζήτησαν οι προσφεύγοντες, πλην άλλων, την ποινική δίωξη της ανωτέρω αντεισαγγελέως για παράβαση των άρθρων 134 παρ. 2α και 134α' εδ. η' ΠΚ, τελεσθείσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και δη με την έκδοση της ως άνω απορριπτικής διατάξεώς της. Ο εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς, ενόψει του ότι η ανωτέρω αντεισαγγελέας υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς και δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο πλην του Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπέβαλε την υπόθεση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ' αριθ. 2897/19.11.2007 αίτησή του, με την οποία ζητεί από τον Άρειο Πάγο τον κανονισμό αρμοδιότητας, κατά τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 στοιχ. γ' ΚΠοινΔ. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη και, ενόψει των προεκτεθέντων, κατ' ουσίαν βάσιμη. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή και να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητας, ώστε να αποκλεισθεί κάθε υπόνοια μεροληψίας. Προς τούτο, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και, αν ήθελε συντρέξει νόμιμη περαιτέρω περίπτωση, στις αντίστοιχες αρχές του Εφετείου Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την στο σκεπτικό υπόθεση από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών και, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες αρχές του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας κατά παραπομπή. Νοείται και κατά της προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως. Στην έννοια του κατηγορουμένου δικαστικού λειτουργού κατ’ άρθρο 136 περ. ε΄ ΚΠΔ περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για την ταυτότητα της αιτίας που είναι η εξασφάλιση του ανεπηρέαστου της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως με τον κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Αρμόδιος να αποφασίσει την παραπομπή όταν πρόκειται για παραπομπή από δικαστήριο της περιφέρειας ενός Εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου Εφετείου, περίπτωση στην οποία υπάγεται και εκείνη που στην περιφέρεια του Εφετείου δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο, είναι ο Άρειος Πάγος.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1004/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 51959/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1219/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή της με αριθμό 497/14.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριο σας (σε Συμβούλιο) την από 17-4-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, που ασκήθηκε με δήλωση, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., στο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μωραγιάννη, ο οποίος είχε την προς τούτο εντολή, όπως προκύπτει από την από 10-4-2007 εξουσιοδότηση που έχει προσαρτηθεί στην αριθμ. 48/17-4-2007 έκθεση αναίρεσης, κατά της αριθμ. 51959/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η αριθμ. 9615/22-7-2004 έφεση του κατά της αριθμ. 109246/97 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 5.000.000 δρχ. και εκθέτω τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 1 και 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, και όταν ασκηθεί μετά την πάροδο της οριζομένης για την άσκηση του προθεσμίας. Η προθεσμία γενικώς για την άσκηση των ενδίκων μέσων, εφόσον διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δέκα ημέρες, όταν ο δικαιούμενος διαμένει στην ημεδαπή και ήταν παρών κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά την εξαιρετική δε διάταξη της παραγ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα, προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεώς του, αν συνέτρεξε λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην περίπτωση αυτή, όπως συνάγεται από το άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., ο ασκών το ένδικο μέσο πρέπει στη δήλωση ασκήσεως του να αναφέρει το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τον επικαλούμενο αυτό λόγο. Αν δεν το πράξει, το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, ως εκπρόθεσμο και απορρίπτεται. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ήδη ισχύει, προκύπτει ότι ως δήλωση κατοικίας ή διαμονής, στην οποία επιδίδονται εγκύρως στον κατηγορούμενο, ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνεται αμετάκλητη και εκτελεστή, όλα τα έγγραφα της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, θεωρείται και εκείνη που αναγράφεται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. Αν ο επιδίκων δεν βρεί για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο στην κατά τα παραπάνω δηλωθείσα διεύθυνση και δεν βρεθεί σύνοικός του στη διεύθυνση αυτή, επικολλά το έγγραφο στη θύρα της οικίας και αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου επιδίδεται στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του κατηγορουμένου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη με αριθμό 51959/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικό βιβλίο στις 18-10-2005, όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ακολούθως δε, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση, στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει με την έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, στις 29-1-2007 και στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών 'Αγγελο Πάρσαλη επίσης με θυροκόλληση, στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει με την έκθεση εφέσεως, στις 25-1-2007 (βλ. τα από ... και .... αποδεικτικά των αστυφυλάκων του Α.Τ. Συντάγματος ..... και ......, αντίστοιχα). 'Ετσι η δεκαήμερη προθεσμία της αναιρέσεως, κατά της επιδοθείσης πιο πάνω αποφάσεως, που άρχισε από την επομένη της χρονικώς δεύτερης ως άνω επιδόσεως (29-1-2007) (Συμβ ΑΠ 2124/2005 Πράξ. Λόγ. ΠΔ 2006, 50 επ., 51, ΑΠ 730/2002 ΠΧ, ΝΓ, 223) έληξε στις 8-2-2007, ενώ η κατ'αυτής αναίρεση ασκήθηκε στις 17-4-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης για την άσκηση της δεκαήμερης προθεσμίας. Στην έκθεση αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν επικαλείται κανένα λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Κατ'ακολουθίαν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη. Εν'όψει όλων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., να κηρυχθεί απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η από 17-4-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της αριθμ. 51959/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Σεπτεμβρίου 2007Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρ. 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση μεν της απόφασης αν αυτή έγινε μετά την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, από την καταχώριση δε αυτή, αν η επίδοσή της προηγήθηκε. Εξάλλου, η εκπρόθεσμη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρ. 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. Τέλος, εν όψει της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, όταν υπάρχει λόγος ανώτερης βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος. Σ' αυτή την περίπτωση όμως εκείνος, που ασκεί το εκπρόθεσμο ένδικο μέσο οφείλει κατά την έννοια του άρθρ. 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, να παραθέσει στη σχετική έκθεση ή αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά (ΟλΑΠ 15/1987). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη με αριθμό 51959/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο στις 18-10-2005, όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ακολούθως δε, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση, στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει με την έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, στις 29-1-2007, και στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Άγγελο Πάρσαλη, επίσης με θυροκόλληση, στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει με την έκθεση εφέσεως, στις 25-1-2007, (βλ. τα από ..... και ..... αποδεικτικά των αστυφυλάκων του Α.Τ. Συντάγματος ..... και ......, αντίστοιχα). Έτσι η δεκαήμερη προθεσμία της αναιρέσεως, κατά της επιδοθείσας πιο πάνω αποφάσεως, που άρχισε από την επομένη της χρονικώς δεύτερης ως άνω επιδόσεως (29-1-2007), έληξε στις 8-2-2007, ενώ η κατ' αυτής αναίρεση ασκήθηκε στις 17-4-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης για την άσκησή της δεκαήμερης προθεσμίας. Στην έκθεση αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν επικαλείται κανένα λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 51959/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε, στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως λόγω του ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1001/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος x1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού και ήδη στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 2184/2005 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1226/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 421/30-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 1 εδ. β', 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 και 529 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμόν 6318/9-7-07 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του x1 , κρατουμένου των φυλακών Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθμόν 2184/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποίαν καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών για χρήση πλαστού εγγράφου κατ'επάγγελμα και συνήθεια και εκθέτω τα ακόλουθα: Α) Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 εδ. β' Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις..... 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα-άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν-γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επίσης κατά το άρθρο 527 παρ. 3 Κ.Π.Δ. "Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη και υποβάλλεται στον Εισαγγελέα Εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκαν από πλημμελειοδικείο και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίον παραδόθηκε η αίτηση, οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όπου υπηρετεί". Εξ'άλλου, κατά το άρθρο 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επανάληψης είναι, κατά τις διακρίσεις της παρ. 3 του άρθρου 527, το συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση και αν κρίνει ότι η επανάληψη στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στη περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανωτέρω από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση". Τέλος, κατά το άρθρο 529 Κ.Π.Δ. "Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο, που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφασίζει μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή η μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος". Β) Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα εξής: α) κατ'αρχήν η ανωτέρω προθεσμία των 3 ημερών δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητος (Εφετ. Θεσσαλονίκης 197/91) αλλά αποτελεί υπόδειξη προς το δικαστή για επίσπευση, ιδίως αν προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι αλλιώς, δηλαδή τα "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα του αιτούντος, δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτελέσεως της ποινής (ΑΠ 6/85, 79/83). β) Νέες αποδείξεις, κατά τη νομολογία, είναι εκείνες που δεν έχουν υποβληθεί στο καταδικάσαν δικαστήριο (Α.Π. 919/90, 1147/91) καθώς και εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα (Α.Π. 201/90, 1040/84, 1703/89). Εάν λοιπόν υποβλήθηκαν ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς και απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δεν είναι νέες αποδείξεις κατά την έννοια του νόμου (Α.Π. 322/82, ΑΠ 1061/90). γ) Τα νέα έγγραφα ή οι νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε π.χ. καταθέσεις νέων μαρτύρων, έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά και γενικά κάθε αποδεικτικό στοιχείο νέο (Α.Π. 871/88, 1539/87) δ) Δεν αρκεί όμως η αποκάλυψη νέων αγνώστων στους δικάσαντες δικαστές γεγονότων ή αποδείξεων, αλλά απαιτείται επί πλέον τα νέα αυτά στοιχεία να κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε, καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε ή είναι τελείως αθώος (Α.Π. 148/77 και 736/77). ε) Τέλος αν η καταδίκη απαγγέλθηκε από το Εφετείο, αρμόδιο να αποφασίσει επί της αιτήσεως επαναλήψεως είναι το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, εν προκειμένω δε η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται, είναι ήδη αμετάκλητη, διότι έχει απορριφθεί με την υπ'αριθμόν 1052/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η από 3-8-2006 αίτηση του αιτούντος την αναίρεση της υπ'αριθμόν 2184/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Γ) Στη προκειμένη περίπτωση: Ο x1 καταδικάστηκε με την υπ'αριθμόν 2184/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου κατ'επάγγελμα και συνήθεια. Η κατηγορία συνίσταται στο ότι στη ..... Αττικής στις 29.11.2001 έκανε χρήση πλαστού εγγράφου και συγκεκριμένα παρέδωσε την υπ'αριθμόν ........ τραπεζική επιταγή της τράπεζας ALPHA ΠΙΣΤΕΩΣ ποσού 18.000.000 δρχ. με τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ημερομηνία εκδόσεως 5.12.2001, η οποία προερχόταν από ανύπαρκτο λογαριασμό της άνω τράπεζας, στη Γ1, στην οποίαν όφειλε από δάνειο 9.000.000 δρχ. Στο αιτιολογικό της απόφασης αναφέρει, σχετικά με τον δόλο του κατηγορουμένου ότι "Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι την επιταγή του την είχε δώσει ο Δ1, που πήρε μηχανές από το μαγαζί του και ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε τη πλαστότητα, όμως τούτο είναι αβάσιμο εν όψει των άνω αποδειχθέντων και δεν αναιρεί την κατ'αυτού κατηγορία". Ο άνω κατηγορούμενος στηρίζει την υπό κρίση αίτησή του στην από ..... υπεύθυνη δήλωση του συγκρατουμένου του στις φυλακές Κορυδαλλού Ζ1, θεωρώντας αυτήν νέο αποδεικτικό στοιχείο, που δεν είχε τεθεί υπόψη των καταδικασάντων δικαστών. Στην υπεύθυνη αυτή δήλωση αναφέρει ότι "Τέλη Νοεμβρίου 2001 με ανεζήτησε ο γνωστός μου x1 να του τηλεφωνήσω για κάτι επείγον.... Με παρεκάλεσε να του στείλω άμεσα μία επιταγή, για να καλύψει ένα χρέος του και θα αναλάμβανε ο ίδιος ο Χ1 να την πληρώσει. Πράγματι του βρήκα ένα γνωστό μου, τον Β1, ο οποίος είχε στη κατοχή του μία επιταγή και μετά από ραντεβού που κλείσανε την παρέδωσε στο Χ1..... Δυστυχώς αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι η επιταγή ήταν πλαστή, πράγμα όμως που δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο x1, ούτε βέβαια και εγώ.....". Εκ των ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: α) από το άνω αιτιολογικό της απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν γνώριζε τη πλαστότητα της επιταγής ρητώς και ο ισχυρισμός του αυτός απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός που στηρίζει την αίτησή του ότι αγνοούσε τη πλαστότητα της επιταγής δεν αποτελεί νέες αποδείξεις κατά την έννοια του νόμου. β) Η υπεύθυνη δήλωση που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών δεν καθιστούν ολοφάνερη την αθωώτητά του, διότι δεν είναι πειστική. Συγκεκριμένα ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία ισχυρίστηκε ότι την επιταγή του την είχε δώσει ο Δ1 που αγόρασε μηχανές από το κατάστημά του, ο Ζ1 ισχυρίζεται ότι του την έδωσε ο ίδιος ο Β1. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος x1 για το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως με την υπ' αριθμό 2184/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, προσέτι δε να απορριφθεί το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να επιβληθούν εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν πρωτοκ. 6318/9-7-07 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του x1 κατά της υπ'αριθμόν 2184/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) να απορριφθεί επίσης το σχετικό αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής του και 3) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αιτούντος. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περιπ. 2 ΚΠοινΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων αλλά και ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528 παρ. 1 εδ. α' και 527 παρ. 3 ΚΠοινΔ, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ο αιτών επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη, καταδικαστική γι' αυτόν για κακούργημα, 2184/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για το λόγο ότι, από την αναφερόμενη στην αίτηση νέα και άγνωστη στους δικαστές που τον καταδίκασαν απόδειξη (έγγραφο) γίνεται φανερό, όπως διατείνεται, ότι ήταν αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, μετά ταύτα, να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με τη 2184/2005 απόφασή του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με τη 1052/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αιτών καταδικάσθηκε αμετακλήτως για χρήση πλαστού εγγράφου κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πράξη που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Καταδικάσθηκε συγκεκριμένα για το ότι: "Στη ...... Αττικής, στις 29-11-2001, έκανε χρήση πλαστού εγγράφου, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, με βλάβη τρίτου, το ύψος του οποίου υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. και συγκεκριμένα, παρέδωσε στη Γ1, στην οποία όφειλε 9.000.000 δρχ. από δάνειο, την με αριθμό ....... τραπεζική επιταγή της Τράπεζας ALPHA ΠΙΣΤΕΩΣ, ποσού 18.000.000 δρχ. με τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ημερομηνία εκδόσεως 5-12-2001, η οποία προερχόταν από ανύπαρκτο λογαριασμό της Τράπεζας αυτής, προέβη δε στην πράξη αυτή με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στη μη καταβολή του οφειλομένου ποσού των 9.000.000 δρχ. προβαίνει δε στην πράξη αυτή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια". Ηδη, επιδιώκων ο αιτών την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την ως άνω 2184/2005 απόφαση, επικαλείται και προσκομίζει, ως "νέα απόδειξη", έγγραφο επιγραφόμενο "υπεύθυνη δήλωση ν. 1509/1986", υπό χρονολογία 6.6.2007, με το οποίο ο συγκρατούμενός του (κατά τον εν λόγω χρόνο) στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, Ζ1, φέρεται να δηλώνει τα εξής: "Τέλη Νοεμβρίου 2001 με ανεζήτησε ο γνωστός μου x1 να του τηλεφωνήσω για κάτι επείγον... Με παρεκάλεσε να του στείλω άμεσα μία επιταγή, για να καλύψει ένα χρέος του και θα αναλάμβανε ο ίδιος ο Χ1 να την πληρώσει. Πράγματι του βρήκα ένα γνωστό μου, τον Β1, ο οποίος είχε στη κατοχή του μία επιταγή και μετά από ραντεβού που κλείσανε την παρέδωσε στο Χ1... Δυστυχώς αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι η επιταγή ήταν πλαστή, πράγμα όμως που δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο x1, ούτε βέβαια και εγώ... πιστεύω ότι ο Χ1, αν το γνώριζε, δεν θα έδινε ποτέ μια τέτοια επιταγή σε κάποιον που χρωστούσε χρήματα και μάλιστα γείτονα και συγκάτοικό του στην ίδια πολυκατοικία". Το έγγραφο αυτό, όπως υποστηρίζει ο αιτών με την ένδικη αίτηση, ήταν άγνωστο στους δικαστές που τον καταδίκασαν, οι οποίοι, αν γνώριζαν την ύπαρξη του, θα τον κήρυσσαν αθώο. Εντούτοις, το εν λόγω έγγραφο, προσκομιζόμενο ως μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για τη θεμελίωση της κρινόμενης αιτήσεως, τόσον από μόνο του, όσον και συνεκτιμώμενο με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί και ληφθεί υπόψη από το Πενταμελές Εφετείο που δίκασε την υπόθεση, δεν καθιστά φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της χρήσεως πλαστού εγγράφου σε βαθμό κακουργήματος για την οποία καταδικάσθηκε, διότι η περιεχόμενη στο έγγραφο αυτό δήλωση του Ζ1 δεν κρίνεται πειστική, καθόσον ο ίδιος ο αιτών, απολογούμενος στην πρωτόδικη δίκη (2342/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), είχε ισχυρισθεί ότι έλαβε την επιταγή από κάποιον ονόματι Δ1 και όχι από το Β1, που υποστηρίζει ο ανωτέρω Ζ1. Κατ' ακολουθίαν, ο επικαλούμενος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, ότι μετά την καταδίκη του αιτούντος προέκυψε νέα, άγνωστη στους δικαστές που τον καταδίκασαν, απόδειξη, η οποία καθιστά φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της ως άνω πράξεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, καθώς και το συνεισαγόμενο αίτημα του αιτούντος για αναστολή εκτελέσεως της ποινής που εκτίει αυτός με βάση των ανωτέρω καταδικαστική απόφαση και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Ιουλίου 2007 αίτηση του καταδικασμένου x1 , κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού και ήδη στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη 2184/2005 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και το αίτημα του ιδίου για αναστολή εκτελέσεως της ποινής που εκτίει με την ανωτέρω απόφαση. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του καταδικασθέντος, κατά το άρθρο 525 § 1 περιπ. 2 ΚΠΔ. Έννοια των νέων αποδείξεων ή γεγονότων. Οι νέες αποδείξεις πρέπει να καθιστούν πρόδηλο και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Απορρίπτεται η αίτηση του καταδικασθέντος για χρήση πλαστού εγγράφου κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, διότι η υπεύθυνη δήλωση τρίτου που επικαλείται ο αιτών ως νέα απόδειξη δεν κρίνεται αξιόπιστη.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 998/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της σύνθεσης, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παραστάθηκε με από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γουργουρά, περί αναιρέσεως της 945/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1994/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τη διάταξη των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Νόμου 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πατρών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι στην ... και επί της οδού ... αρ. ... την 15.10.1999 και περί ώρα 10.30, εξ αμελείας του προκάλεσε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου, δηλαδή εξ ελλείψεως της προσοχής την οποίαν όφειλε από τις περιστάσεις και ηδύνατο να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και συγκεκριμένα, όντας Αντιδήμαρχος του Δήμου ....., με καθήκοντα μεταξύ άλλων, την εποπτεία όλων των έργων που εκτελούνται στον ανωτέρω Δήμο και τη συντήρηση των δημοτικών οδών, παρέλειψε να επιμεληθεί για την αποκατάσταση ανισόπεδου φρεατίου που υπήρχε στο παραπάνω σημείο της εν λόγω οδού, βάθους 0,05 μ. και μέχρι την αποκατάσταση του οδοστρώματος και την εξάλειψη των κακοτεχνιών να τοποθετήσει προειδοποιητική σήμανση η προστατευτικό κιγκλίδωμα σε επικίνδυνο για την κυκλοφορία ανισόπεδο φρεάτιο, με αποτέλεσμα όταν ο ψ1, οδηγώντας τη αριθμ. ..... δικ. μοτοσυκλέτα του επί της παραπάνω οδού με κατεύθυνση από ... προς ...., έφθασε στο επικίνδυνο σημείο χωρίς να υπάρχει καμία προειδοποιητική σήμανση ή προστατευτικό κιγκλίδωμα να εκτραπεί της πορείας του και να επιπέσει σε σταθμευμένο εκτός οδοστρώματος αυτοκίνητο και να υποστεί βαρεία σωματική κάκωση, δηλαδή κάταγμα δεξιού μηρού και δεξιάς κνήμης. Για την παραπάνω πράξη το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί μία τριετία Αιτιολογώντας την πιο πάνω καταδικαστική κρίση, το Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 15.10.1999 και περί ώρα 10.30, ο πολιτικώς ενάγων ψ1, που γεννήθηκε το έτος 1981, οδηγούσε την ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα εργοστασίου .... cc 97, τύπου παπάκι, επί της οδού .... στην .... μεταφέροντας ένα δέμα με ανταλλακτικά για λογαριασμό του ....... Όταν ευρισκόταν στον αριθμό ... της άνω οδού, απέναντι από το αρτοποιείο του ....., κινούμενος με ταχύτητα 50 χλμ. την ώρα περίπου, διήλθε από ένα φρεάτιο της ΔΕΥΑΑ, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το υπόλοιπο οδόστρωμα κατά 0,05 μ. Η διέλευση του από το φρεάτιο είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει τον έλεγχο του οχήματος και να μην μπορέσει να το ισορροπήσει εξαιτίας και των κακοτεχνιών του οδοστρώματος που ήταν ανώμαλο (έκανε "σαμαράκια"), με συνέπεια να εκτραπεί και να προσκρούσει στο πίσω μέρος σταθμευμένου εκτός της οδού φορτηγού αυτοκινήτου και να τραυματισθεί σοβαρά. Ειδικότερα, υπέστη κάταγμα μηρού και κνήμης δεξιά. Οι σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν στον παθόντα οφείλονται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, ο οποίος ήταν αντιδήμαρχος, αρμόδιος μεταξύ άλλων και για την εποπτεία όλων των έργων που εκτελούνταν στο Δήμο ....., επομένως και για την καλή κατάσταση και συντήρηση των δημοτικών οδών, ώστε να γίνεται με ασφάλεια η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων. Υπό την ιδιότητά του αυτή, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και όντας ως εκ της υπηρεσίας του αυτής υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια, παρέλειψε να επιμεληθεί, δίδοντας τις κατάλληλες οδηγίες για την εξάλειψη του ανισόπεδου οδοστρώματος που υπήρχε στο σημείο της οδού .... αρ. .., όπου ήταν το φρεάτιο της ΔΕΥΑΑ, βάθους 0,05 μ., με την τοποθέτηση ανάλογου πάχους ασφάλτου, ώστε το οδόστρωμα να είναι ομαλό και ισοϋψές. Πάντως δε, και μέχρι να αποκατασταθεί το ισόπεδο του οδοστρώματος, παρέλειψε να επιμεληθεί την τοποθέτηση προειδοποιητικής σήμανσης. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του ήταν ο παθών, οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα που προαναφέρθηκε, να διέλθει μέσα από το φρεάτιο, να εκτραπεί της πορείας του, να μην μπορέσει να επανεύρει την ισορροπία του και να επιπέσει σε σταθμευμένο εκτός της οδού οχήματος και να τραυματισθεί, κατά τα άνω. Ο κατηγορούμενος, αν και γνώριζε την κατάσταση της οδού στο σημείο εκείνο, διότι το φρεάτιο είχε παραμείνει έτσι (χαμηλότερα του υπόλοιπου οδοστρώματος) από αρκετό χρόνο, από αμέλειά του δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε από τις παραλείψεις που προαναφέρθηκαν, αν και είχε την προς τούτο ικανότητα, εμπειρία, γνώση και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή του, ως αντιδήμαρχος, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκαν εκτός άλλων, η εποπτεία για την αποκατάσταση τέτοιου είδους κακοτεχνιών στο οδόστρωμα των δημοτικών οδών. Οι παραλείψεις δε αυτές τελούσαν σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο προς το επελθόν αποτέλεσμα. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό (διότι η συμπλήρωση αυτή δεν φθάνει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα πραγματικά περιστατικά) διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που έχει εκτεθεί παραπάνω στη νομική σκέψη, αφού με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς ούτε εκ πλαγίου να παραβιάσει, οι δε προβαλλόμενες αιτιάσεις με τους πρώτο έως έκτο λόγους αναιρέσεως που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέες ως αβάσιμος, καθώς επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο έβδομος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί κακής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, αφού διατυπώθηκε αορίστως, χωρίς προσδιορισμό του νόμου, ο οποίος φέρεται ότι ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε κακώς. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 51/1-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά της 945/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ο ανωτέρω αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών για μη σωματική βλάβη από αμέλεια παρ' υπόχρεου. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στη δικαστική απόφαση. Είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, αρκεί να αναφέρονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη. Απορρίπτεται η αναίρεση, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για σωματική βλάβη από αμέλεια παρ’ υποχρέου, περιέχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ αιτιολογία. Ο λόγος της αναιρέσεως για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, χωρίς τον προσδιορισμό του νόμου, ο οποίος φέρεται ως κακώς ερμηνευθείς και εφαρμοσθείς, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 997/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1040/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον ...... . Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 72/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 79/13.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την παρούσα δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 473 παρ. 1 έως 3, 474 παρ. 1, και 507 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ συνάγεται ότι, εφόσον με ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, αν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, είναι δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στην περίπτωση που το ένδικο αυτό μέσο ασκείται με δήλωση στο Γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή σ' εκείνον που διευθύνει τη φυλακή, αν ο αναιρεσείων κρατείται, και 20 ημερών όταν ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άνω άρθρου 473 ΚΠοινΔ. Επίδοση της απόφασης, για να τρέξουν οι παραπάνω προθεσμίες, απαιτείται μόνον όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη δια πληρεξούσιου δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 3 του ΚΠοινΔ.(ΑΠ 851/2006 ). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος προ 24 ωρών από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης που έχει προσβληθεί και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα έξοδα. Εκπρόθεσμη άσκηση του άνω ένδικου μέσου τότε μόνο συγχωρείται όταν στην κατά το άρθρο 474 του Κ.Ποιν.Δ έκθεση γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. II. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης 1040/20-4-2007 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άνω άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. στις 14-6-2007,ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ήταν παρών (βλ. πρακτικά). Η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε στις 17-12-2007 με δήλωση του αναιρεσείοντος, που κρατείται στις Φυλακές Κορυδαλλού, στον Διευθυντή των Φυλακών (βλ. 78/17-12-2007 έκθεση αναίρεσης). Έτσι όμως, η άσκηση της, έγινε μετά την παρέλευση της πιο πάνω δεκαήμερης προθεσμίας, από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, και για το λόγο αυτό είναι εκπρόθεσμη. Κατ' ακολουθία, και δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται οποιοδήποτε λόγο για τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησης της, πρέπει η αναίρεση αυτή, να κηρυχθεί απαράδεκτη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Ι. Να απορριφθεί η από 17-12-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου Φυλακών Κορυδαλλού, για αναίρεση της 1040/20-4-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και II. Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Αθήνα 11-2-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, από τις διατάξεις των άρ. 168 παρ. 1, 473 παρ. 1 και 3, 474 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 507 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκύπτει, ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ' αποφάσεως, με δήλωση στο Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή σ' εκείνον που διευθύνει τη φυλακή, αν ο αναιρεσείων κρατείται, είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεως της τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο κατ' άρ. 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. ειδικό βιβλίο, εάν ο δικαιούμενος στην άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η δε προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση, οι οποίοι πρέπει να εκτίθενται στη δήλωση και να συνοδεύονται από τα σχετικά αποδεικτικά μέσα, προκειμένου, εξ αυτών, να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της ύπαρξης ή όχι της επικαλούμενης ανώτερης βίας, διαφορετικά η ασκηθείσα αναίρεση είναι απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη και, ως τοιαύτη, είναι απορριπτέα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, με την υπ' αρ. 1040/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, για τις πράξεις της αγοράς, αποθήκευσης, πώλησης, απόπειρας πώλησης, κατοχής ναρκωτικών ουσιών και της παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών, εναντίον δε της αποφάσεως αυτής άσκησε την ένδικη αίτηση αναίρεσης, με δήλωσή του στο Διευθυντή των Φυλακών Κορυδαλλού, όπου κρατείται, στις 17.12.2007. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ήταν παρών, όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση αυτή, από δε την από 24.12.2007 υπηρεσιακή βεβαίωση της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι αυτή (απόφαση) καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. στις 14.6.2007. Επομένως, ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης, άρχισε την επομένη ημέρα, δηλαδή την 15.6.2007 και συμπληρώθηκε την 24.6.2007, χωρίς να αναφέρονται στην ασκηθείσα αναίρεση λόγοι ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, οι οποίοι να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε μετά την κατά τα άνω πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας, είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί συγχρόνως ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 476 παρ,1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-12-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου των Φυλακών Κορυδαλλού, για αναίρεση της υπ' αρ. 1040/20.4.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αναίρεση, διότι ασκήθηκε μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση της καταδικαστικής απόφασης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 993/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 3259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/κης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1318/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο διαμονής του ως και εντεύθεν και η αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως , πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως, ιδρύεται από το άρθρο 510 παρ.1.Δ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3259/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 2756/22-11-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 12479/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 1500 δρχ. ημερησίως και χρηματική ποινή 500.000 δραχμών για παράβαση του ν. 5960/33, κατ' εξακολούθηση , αφού δέχθηκε τα εξής "....Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών- κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος για το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε χώρα την ..... ως αγνώστου διαμονής (βλ. την από ...... έκθεση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος από τον Δικαστικό Επιμελητή .......) δοθέντος ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν απών από την κατοικία του και αγνώστου διαμονής. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ανεζητήθη επί της οδού .... αριθμ. ...., ...... Θεσσαλονίκης, στην μόνη δηλαδή γνωστή κατοικία του (βλ. το υπ' αριθμ. ...... συμβόλαιο το Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σαρρή, δυνάμει του οποίου συνεστήθη Μονοπρόσωπη εταιρία ΕΠΕ υπό την επωνυμίαν "....... ΕΠΕ", από τον κατηγορούμενο καθώς και το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ιδίου Συμβολαιογράφου περί τροποποιήσεως του καταστατικού της εταιρίας, όπου ρητώς ο κατηγορούμενος Χ1 δηλώνει διεύθυνση κατοικίας επί της οδού .... αριθμ. .... .....). Εν συνεχεία, αναζητηθείς ο κατηγορούμενος Χ1 στην οδό ..... αριθμ. ...., ....., ήταν απών από την κατοικία του και αγνώστου διαμονής με συνέπεια η υπ' αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης να επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής την .....(βλ. την από ..... εκτέλεση επιδόσεως της Επιμ. Δικ. Εισαγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης ......). Ο εκκαλών-κατηγορούμενος, με την υπ' αριθμ. 2756/22-11-2006 έκθεση εφέσεως κατά της εκκαλούμενης, υπ' αριθμ. 1479/23-2-2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως εκλητεύθη ( προφανώς επεδόθη η απόφαση) ως αγνώστου διαμονής επειδή είχε ενημερώσει τις αστυνομικές αρχές από το έτος 1999 ότι διαμένει επί της οδού .... αρ.... Πράγματι, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ..... έγγραφο του Α' Τμήματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, σχέση έχον με την επιτήρηση του κατηγορούμενου-εκκαλούντα γι' άλλη ποινική υπόθεση, το Τμήμα αυτό εγνώριζε από την 1-11-1999 την νέα διεύθυνσή του, επί της οδού ..... αριθμ. ...., ..... Τούτο, όμως, ενώ είναι βάσιμον, δεν αλλάζει τις προϋποθέσεις επιδόσεως της απόφασης (υπ' αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης) ως αγνώστου διαμονής, δοθέντος ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν ετήρησε τη υποχρέωσή του σύμφωνα με το αρθρ. 273§1 περιπτ. γ' εδ β' του ΚΠΔ, το οποίον ορίζει ότι τέτοια δήλωση (εννοείται μεταβολής κατοικίας ή διαμονής ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή) μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον Εισαγγελέα τον ασκήσαντα την ποινική δίωξη ή εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου στο οποίον εκκρεμεί, εν προκειμένω δηλαδή έπρεπε να γίνει η δήλωση στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Θεσσαλονίκης , ο οποίος είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Επομένως ο άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.......". Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι ήταν, κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως, γνωστής διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό τα μνημονευόμενα στα πρακτικά της δίκης αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και ειδικότερα του μάρτυρα υπεράσπισης ....., που πρότεινε ο αναιρεσείων, ως εκκαλών. Αντιθέτως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να θεμελιώσει την παραδοχή του, ως προς τον τόπο της τελευταίας γνωστής κατοικίας του αναιρεσείοντος, τα πιο κάτω έγγραφα, τα οποία, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, και συγκεκριμένα: α) το ...... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σαρρή, β) το ..... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σαρρή, γ) το με ημερομηνία ..... έγγραφο του Α' Τμήματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης,δ) την από .... έκθεση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος από τον δικαστικό επιμελητή ..... και ε) την από ..... έκθεση επιδόσεως της Επιμ. Δικ. Εισαγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης ....... . Τα παραπάνω έγγραφα, που δεν περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στην σελ. 3 των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, ως αναγνωστέα έγγραφα, δεν φέρονται σε κανένα άλλο σημείο αυτής ότι αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, ούτε το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, συντελέστηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επίσης, σε σχέση με την τελευταία γνωστή στις Αρχές κατοικία του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε αντιφατική και ασαφή αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι αυτός κατοικούσε στην οδό .... την .... και ότι η διεύθυνση αυτή ήταν γνωστή στις αστυνομικές αρχές από το έτος 1999, εξηγεί, γιατί δεν αναζητήθηκε, κατά το χρόνο που έγινε η επίδοση στην ήδη γνωστή στις αρχές (από το 1999) παραπάνω διεύθυνση, με την αιτιολογία ότι "...ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν ετήρησε την υποχρέωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 1 περίπτ. Γ' εδ. β' του ΚΠΔ". Η εφαρμογή όμως της εν λόγω διατάξεως, κατά την οποία ο κατηγορούμενος υποχρεούται να δηλώσει μεταβολή της κατοικίας ή διαμονής, ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή, στον αρμόδιο εισαγγελέα, προϋποθέτει, ότι έχει λάβει χώρα προδικασία, κατά την οποία ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει την διεύθυνση της κατοικίας του ο ίδιος αρχικά, κατά τα οριζόμενα στην παρ.1 στοιχ. α και β του άρ.273 ΚΠΔ. Δεν καθίσταται όμως σαφές, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε ο κατηγορούμενος δηλώσει ο ίδιος ως κατοικία του (την οδό ....., .....), κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ευθέως τούτο, αλλ', αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι η τελευταία γνωστή κατοικία του κατηγορουμένου προέκυψε από τα αναφερόμενα στην απόφαση πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα, ενώ, αν ο κατηγορούμενος είχε προβεί πράγματι στην κατά το άρθρο 273 παρ. 1 δήλωση για τον τόπο της κατοικίας του και δεν είχε δηλώσει μεταβολή αυτής, κατά τα οριζόμενα στην ίδια διάταξη, τότε θα έπρεπε να είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής στην διεύθυνση αυτή και όχι ως άγνωστης (άρ. 273 παρ.1 στοιχ.γ ΚΠΔ ). Ενόψει των ασαφειών αυτών και ελλείψεων, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ και Α (σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ) του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναίρεσης, της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και της απόλυτης ακυρότητας, λόγω του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, και έτσι ο αναιρεσείων στερήθηκε του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματός του. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί, αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, και, σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα πράξεων, δεδομένου ότι ο Αρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3259/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Αναιρεί για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω ασαφειών και μη αναφοράς των αποδεικτικών μέσων και της απόλυτης ακυρότητας, λόγω του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 994/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 5888/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1672/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 506/17.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με ημερομηνία 2-8-2007 και ημερομηνία κατάθεσης.6-9-2007 αίτηση δήλωση αναίρεσης του χ1 κατά της με αριθμ 5888/9-7-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ-των ) Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 523/12-1-2007 έφεση του κατά της με αριθμ. 31510/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ-κείου Αθηνών σαν ανυποστήρικτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 473§2 και 476§1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη ''. ..... & 2 Η αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνο που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου , μέσα σε προθεσμία 20 ημερών η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1 Η δήλωση αυτή μπορεί να συμπληρώνει και την αίτηση αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε σύμφωνα με το επόμενο άρθρο και που δεν περιέχει ορισμένους λόγους ''κατά δε την δεύτερη'' Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ή.... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο(ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά , ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν , κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί.. και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....'' προκύπτει ότι η άσκηση αναίρεσης γίνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 509 ΚΠΔ και ότι κατά παρέκκλιση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνο που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει τουλάχιστον ένα ορισμένο λόγο και η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από της καταχώρησης της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό προς τούτο βιβλίο το οποίο τηρείται στην γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αναίρεση με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων που δεν είναι καταδικαστικές όπως οι αποφάσεις των δικαστηρίων που απορρίπτουν εφέσεις σαν απαράδεκτες ( ΑΠ 498/1981 ΠΧ ΛΑ 747, ΑΠ 577 και 578/1974 Π.Χ ΚΕ 15 και 16 ΑΠ 400/1999 ΠΧ Ν 2000-35 ΑΠ 143/2004 ΠΧ ΝΔ 2004-881,ΑΠ 754/2005 ΝΕ 2005 -1019). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατέθεσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την με ημερομηνία 2-8-2007 αίτηση - δήλωση αναίρεσης η οποία επιδόθηκε την ..... στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού επιμελητή ....... πάνω στο σώμα της αίτησης - δήλωσης αναίρεσης και έλαβε αριθμό κατάθεσης 7319/6-9-2007. Από την αίτηση -δήλωση αυτή προκύπτει ότι ο αιτών -δηλών δηλώνει ότι αναιρεσιβάλλει την με αριθμ 5888/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ-ων ) Αθηνών η οποία απέρριψε την με αριθμ. 523/12-1-2007 έφεση του κατά της με αριθμ. 31510/2005απόφαση του Τριμελούς Πλημ-κείου Αθηνών σαν ανυποστήρικτη Τουτέστιν η δήλωση του για άσκηση αναίρεσης στρέφεται κατά μη καταδικαστικής απόφασης και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα εκ του λόγου αυτού και σαν τέτοια πρέπει ν' απορριφθεί και να του επιβληθούν και τα δικαστικά έξοδα . Δια ταύτα Προτείνω όπως: Α. Ν' κηρυχθεί απαράδεκτη η με ημερομηνία 2-8-2007 και ημερομηνία κατάθεσης.6-9-2007 αίτηση δήλωση αναίρεσης του χ1 κατά της με αριθμ 5888/9-7-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ-των) Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 523/12-1-2007 έφεση του κατά της με αριθμ. 31510/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ-κείου Αθηνών σαν ανυποστήρικτη. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στην παραπάνω. Αθήνα την 15-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην έννοια όμως της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, αφού, με αυτή, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως και δεν επιβάλλει ποινή, αλλά απλώς διαπιστώνει το απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Επομένως, προκειμένης αποφάσεως, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη, η αναίρεση πρέπει υποχρεωτικά να ασκηθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, εκτός άλλων περιπτώσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται και χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες για την άσκηση αυτού διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος χ1, στρέφεται κατά της 5888/9-7-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η 523/12-1-2007 έφεση του κατά της 31510/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως ανυποστήρικτη. Με την τελευταία αυτή απόφαση, ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί, για χρήση πλαστού εγγράφου, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, η αίτηση αναίρεσης ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ασκήθηκε με τον τρόπο αυτό και είναι εκ τούτου απαράδεκτη. Επομένως, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά τη σχετική επί του φακέλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα), να απορριφθεί η αίτηση, ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-8-2007 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης (με αρ.πρωτ. 7913/ 6-9-2007) του χ1, κατά της 5888/9-7-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη δεν είναι καταδικαστική. Απαράδεκτη αίτηση αναίρεση, που ασκήθηκε κατ’ αυτής με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απορρίπτει.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 991/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 53/2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Με εγκαλούντα - προσφεύγοντα τον X1, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος. Με εγκαλούμενο τον ........, Αντεισαγγελέα Εφετών. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με την ως άνω διάταξή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ζητεί τώρα την αναίρεση της διάταξης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως επί Διατάξεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1627/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 484/3.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την υπ'αριθμ. 176/27-6-2007 έκθεση προσφυγής (η οποία πρέπει να εκτιμηθεί ως αίτηση αναιρέσεως) του X1, κατά της υπ'αριθμ. 53/30-5-2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η υπ'αριθμ. 24/2007 προσφυγή του κατά της υπ'αριθμ. Γ 79/2006 Διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 482 και 504 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι επιτρέπεται στους διαδίκους η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των βουλευμάτων του Δικαστικού Συμβουλίου και κατά των αποφάσεων μόνο στις οριζόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Κατά της διατάξεως όμως του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντα εναντίον της Διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που εκδίδεται κατά το άρθρο 47 Κ.Π.Δ., δεν προβλέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου και συνεπώς ούτε και της αναιρέσεως (ΑΠ 430/2007, ΑΠ 512/2006). Επομένως η επιγραφόμενη ως "προσφυγή" υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως (όπως ορθώς πρέπει να εκτιμηθεί), η οποία στρέφεται κατά της υπ'αριθμ. 53/30-5-2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 176/27-6-2007 "Προσφυγή" (κατ'ορθή εκτίμηση αναίρεση) του X1, κατά της υπ'αριθμ. 53/30-5-2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 14 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 482 και 504 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι επιτρέπεται στους διαδίκους η άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων του Δικαστικού Συμβουλίου και κατά των αποφάσεων, μόνο στις οριζόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Όμως, κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντος εναντίον της διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντος εναντίον της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, η οποία εκδίδεται κατά το άρθρο 47 Κ.Π.Δ., δεν προβλέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου και, συνεπώς, ούτε και της αναιρέσεως. Συνεπώς, η υπ' αρ. 176/27.6.2007 επιγραφόμενη ως "προσφυγή" και εκτιμώμενη ως αίτηση αναίρεσης (άλλωστε και ο ίδιος o προσφεύγων, με όσα διαλαμβάνει στην προσφυγή του, εμμέσως πλην σαφώς αναφέρεται σε αίτηση αναιρέσεως, με την παραδοχή ότι αυτή "θα εισαχθεί υποχρεωτικά ενώπιον του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο, το οποίο αυτό και μόνο δικαιούται να αποφανθεί...), η οποία στρέφεται κατά της υπ' αρ. 53/30.5.07 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η υπ' αρ. 24/2007 προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αρ. Γ79/2006 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 176/27.6.2007 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αρ. 53/30.5.2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης διότι στρέφεται κατά διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 990/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αρτέμιο Νικολακάκη, για αναίρεση της 2854/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση καθώς και στους από 14 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2072/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Στην κρινόμενη, με αριθμό 209/16 Νοεμβρίου 2007, έκθεση αναιρέσεως, κατά της υπ' αριθμό 2854/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, σε ποινή φυλάκισης 4 ετών, για παράβαση του άρθρου 25 παρ.1 του νόμου 1882/1990, ο τελευταίος ζητεί την αναίρεση αυτής για τους παρακάτω λόγους: 1) " στην παρούσα υπόθεση εμφανίζεται το ασύνηθες φαινόμενο να αναγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα, αλλά και στην προηγηθείσα αυτού αίτηση ποινικής διώξεως της Θ'ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, ότι κατοικώ σε δυο συγκεκριμένες διευθύνσεις, τόσο της ..... όσο και της ... Αθηνών (κάτι το οποίο θα μπορούσε να οφείλεται ότι η μία είναι η κοινή μου κατοικία και η άλλη η επαγγελματική), παρά δε ταύτα, κρίθηκε από την αναιρεσιβαλλόμενη, ότι αναζητήθηκα και στις δυο διευθύνσεις, μη ανευρεθείς, και, επομένως, ότι ήμουν άγνωστης διαμονής, δεν επακολούθησε όμως, ούτε δέχτηκε το Εφετείο κλήτευσή μου με επίδοση στον Δήμαρχο κλπ, αμφοτέρων των ως άνω τόπων κατοικίας μου, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 156 παρ.2 Κ.Ποιν.Δικ, ειμή μόνον στον της ....., οπότε άκυρη ήταν η κλήτευσή μου όπως παραστώ στο Τριμ. Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης και αναιρετέα η τ' αντίθετα δεχθείσα η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, και 2) "Γίνεται δεκτόν (πρόχ. Παρατηρήσεις Ηλία Αναγνωστόπουλου υπό την Α.Π 830/01.....) πως η διαδικασία που διεξάγεται ερήμην του κατηγορουμένου δεν είναι δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όταν οι αρχές δεν έχουν καταβάλει την δέουσα επιμέλεια για τον εντοπισμό της κατοικίας του, προκειμένου να συμμετάσχει στην εις βάρος του διαδικασία, κάτι που συμβαίνει και όταν, όπως ερμηνεύεται το άρθρο 156 του Κ.Π.Δ, αρκεί για τον χαρακτηρισμό ως άγνωστης διαμονής μόνο το ότι αγνοεί την κατοικία του η εκδόσασα το επιδοτήριο έγγραφο αρχή ή εκείνη που παρήγγειλε την επίδοση του, αδιαφόρως δηλαδή αν από άλλες αρχές ή πηγές μπορεί να προκύψει η διεύθυνση κατοικίας του. Η ερμηνεία αυτή δεν ανταποκρίνεται στο ευρωπαϊκό πρότυπο δίκαιης δίκης, έχει δε στην προκείμενη περίπτωση ως αποτέλεσμα να έχω καταδικαστεί εγώ, άγων το εβδομηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας μου..................". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί γενικά και αόριστα οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι τυχόν πλημμέλειες, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, καθιστούν αυτήν απαράδεκτη. Ειδικότερα, με τον πρώτο, από τους λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων δεν διαλαμβάνει οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεσή του, ούτε αντίστοιχη πλημμέλεια κατά του κύρους της επίδοσης της εκκληθείσας καταδικαστικής απόφασης. Αντίθετα, η αιτίασή του, στρέφεται κατά του κύρους της κλήτευσής του στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι απαράδεκτος ο προβαλλόμενος δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, περί παράβασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, περί μη δίκαιης δίκης, από μόνο το γεγονός, που αυτός επικαλείται, ότι δηλαδή δεν είναι δίκαιη δίκη η διαδικασία που διεξάγεται ερήμην του κατηγορούμενου, χωρίς την προηγούμενη καταβολή της προσήκουσας επιμέλειας των αρμοδίων οργάνων για τον εντοπισμό της κατοικίας αυτού. Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών και να απορριφθεί η αναίρεση ως απαράδεκτη. Μετά από αυτά, και οι από 14-2-2008 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, είναι απαράδεκτοι, αφού, προϋπόθεση της έρευνας αυτών, είναι η αναίρεση να έχει ασκηθεί παραδεκτώς, όταν δηλαδή στο κύριο δικόγραφο της αναιρέσεως, διαλαμβάνεται ένας τουλάχιστον νόμιμος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως. Απορριπτομένης της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 209(65) από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 2854/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και τους από 14-2-2008 πρόσθετους λόγους. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Απαράδεκτη αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
1
Αριθμός 989/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Βαγιάνο, για αναίρεση της 5662/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ......., ως Δικαστική συμπαραστάτρια του Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Καλέντη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1766/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφερόνται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή κα. ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι, απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ.5662/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για σωματική βλάβη από αμέλεια, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις 18-6-2000 και περί ώρα 00.30 (πρωϊνή) περίπου, ο κατηγορούμενος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας........ ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ιδίου κατά ποσοστό 50%, στο οποίο επέβαινε και η Γ1, εκινείτο στην αριστερή λωρίδα και πλησίον της διαχωριστικής γραμμής της παραλιακής Λεωφόρου ....-....., με κατεύθυνση από .... προς ....... Η Λεωφόρος αυτή στο 42ο χιλιόμετρο έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονται με διπλή συνεχιζόμενη διαχωριστική γραμμή και η ορατότητα στο πιο πάνω σημείο δεν περιορίζεται. Στο πιο πάνω σημείο υφίστανται πινακίδες Π-62 (υπόγεια διάβαση πεζών) και Π-31 (χώρος επιτρεπόμενης στάθμευσης), που βρίσκεται δεξιά του ρεύματος πορείας προς το....., πριν δε από το σημείο τούτο σε απόσταση 60 μέτρων περίπου, υφίσταται δεξιά καμπύλη για τα οχήματα που κινούνται προς ......, αριστερά της οποία και κάθετα, περίπου προς αυτή αρχίζει η οδός ....., ενώ δεξιά του αντιθέτου ρεύματος προς Αθήνα, στο ύψος του χώρου στάθμευσης, υπάρχουν βράχια το δε επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ρυθμίζεται με πινακίδα Ρ-32 και είναι εξήντα (60) χιλιόμετρα ανά ώρα. Κατά τον ίδιο χρόνο και ώρα, ο Ψ, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ιδίου κατά ποσοστό 50%, ήταν σταθμευμένο στον ανωτέρω χώρο στάθμευσης (που υπάρχει δεξιά του ρεύματος πορείας προς το ..... και έχει μήκος περίπου 90 μέτρων), 'Όταν το αυτοκίνητο ου κατηγορουμένου έφθασε να κινείται στο παραπάνω σημείο (42ο χιλιόμετρο), ο Ψ εξήλθε από τον εν λόγω χώρο στάθμευσης, χωρίς αν ελέγξει προηγουμένως την κίνηση των οχημάτων που εκινούντο επί της Λεωφόρου, στο ρεύμα πορείας προς ...., και, με αριστερό ελιγμό, διέσχισε κάθετα τη δεξιά λωρίδα (του ρεύματος πορείας προς ....), και στη συνέχεια εισήλθε στην αριστερή λωρίδα του ίδιου ρεύματος, επιχειρώντας με αναστροφή να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας προς Αθήνα, αποκλείοντας κατ'αυτόν τον τρόπο αιφνίδια την πορεία του ανωτέρω ....... ΙΧΕ αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουσθούν με σφοδρότητα και να τραυματισθεί ο ίδιος και η συνεπιβάτιδα του αυτοκινήτου του Γ1, πολύ δε σοβαρότερα ο οδηγός Ψ, ο οποίος υπέστη "βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάταγμα αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης ρήξη διαφράγματος, πνευμονοθώρακα και κάταγμα δεξιάς κνήμης". Ο σοβαρός παραπάνω τραυματισμός του Ψ οφείλεται αφενός μεν, σε μεγάλο βαθμό, σε αμελή συμπεριφορά του ιδίου, αφετέρου δε και σε αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αν και σε μικρότερο βαθμό, συνιστάμενης της αμελείας του στο γεγονός, ότι αυτός δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως από ικανή απόσταση την αιφνίδια είσοδο του Ψ στη λωρίδα κυκλοφορίας του, παρόλο που είχε τη δυνατότητα αυτή, ενόψει του ότι η ορατότητα στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται για αρκετά μέτρα και δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματός του ανάλογα με τις επικρατούσες στην περιοχή συνθήκες, ενόψει του ότι εξείρχετο από στροφή, ήταν νύκτα και εκινείτο σε οδό με μεγάλη κυκλοφορία οχημάτων, υπήρχαν πινακίδες Π-21 και Π-31 που όριζαν επιτρεπόμενο ανώτατο όριο ταχύτητας 60 χιλιομέτρων, με αποτέλεσμα να μην προλάβει να κάνει χρήση του συστήματος πέδησης, ενόψει και της πολύ μικρής απόστασης, από την οποία αντιλήφθηκε το όχημα του παθόντος Ψ, να επιπέσει με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του στην εμπρόσθια αριστερή πλευρά του άνω.......ΙΧΕ αυτοκινήτου του παθόντος και, ακολούθως, να εκτραπεί το αυτοκίνητό του προς τα δεξιά, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προς ....., λόγω της σφοδρότητος της σύγκρουσης, να περάσει αυτό στη συνέχεια στα βράχια και να ανατραπεί τελικά στη δεξιά αυτή λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας, όπου και ακινητοποιήθηκε, ενώ το δεύτερο αυτοκίνητο του παθόντος να μετατοπισθεί προς τα εμπρός και να ακινητοποιηθεί κάθετα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, στο ρεύμα πορείας προς ..., σε απόσταση ολίγων μέτρων από το σημείο σύγκρουσης. Η υπερβολική ταχύτητα, με την οποία έβαινε ο κατηγορούμενος δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, ελλείψει ιχνών πεδήσεως, προκύπτει όμως από το μέγεθος των ζημιών που υπέστησαν τα οχήματα, λόγω της σφοδρότητας της συγκρούσεως, από την πορεία που ακολούθησαν αυτά μετά τη σύγκρουση και τις θέσεις που βρέθηκαν, καθώς και από το συνδυασμό των άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ο ισχυρισμός των εξετασθέντων μαρτύρων ....., ...... και ........., περί του ότι η σύγκρουση των αυτοκινήτων έγινε στο ύψος της συμβολής της ανωτέρω Λεωφόρου με την οδό ...... και όχι στο ύψος του πιο πάνω χώρου στάθμευσης, όπως απεικονίζεται στο από ..... πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίων Ατυχημάτων, που συνοδεύει την από ...... έκθεση Αυτοψίας, δεν κρίνεται βάσιμος, καθόσον οι καταθέσεις τους αυτές (μη παρόντων, στο χώρο σύγκρουσης μαρτύρων) αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα ......., ο οποίος έχει ίδια αντίληψη για το ατύχημα δεδομένου ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας, όπως αναφέρεται και στην έκθεση αυτοψίας. Συνακόλουθα, ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, πρέπει, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου τούτου, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που του αποδίδεται". 'Ετσι, όμως που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν περιέχει την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στερείται δε και νόμιμης βάσης, συνεπεία αντιφάσεων που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε σχέση με το διατακτικό. Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό, ότι ο παθών Ψ, εισήλθε χωρίς έλεγχο, από το χώρο στάθμευσης, στην οδό και επιχείρησε αναστροφή προς τα αριστερά, αποκλείοντας αιφνιδίως την πορεία του οχήματος του κατηγορουμένου, το οποίο εκινείτο επί της οδού, στο διατακτικό ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε γιατί "... επέπεσε με το αυτοκίνητό του στο προπορευόμενο αυτοκίνητο...", το οποίο οδηγούσε ο παθών. Περαιτέρω, στο ίδιο σκεπτικό, ενώ γίνεται δεκτό ότι ο παθών, χωρίς προηγούμενο έλεγχο της κίνησης επί της οδού, εισήλθε από το χώρο στάθμευσης, στην οδό και με αριστερό ελιγμό διέσχισε κάθετα τη δεξιά λωρίδα και εισήλθε στη συνέχεια στην αριστερή, επιχειρώντας αναστροφή, για να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα, "... αποκλείοντας κατ'αυτόν τον τρόπο αιφνίδια την πορεία του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου...", στη συνέχεια, όλως αντιφατικά, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος "... δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως από ικανή απόσταση την αιφνίδια είσοδο του Ψ...", παραδοχή η οποία εμφανίζει το παράδοξο, η μεν ενέργεια του παθόντος να χαρακτηρίζεται ως "αιφνίδια", όμως, παρόλα ταύτα, η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου να στηρίζεται στο ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος "... δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως από ικανή απόσταση την αιφνίδια ... και μάλιστα απαγορευμένη κίνηση του παθόντος, χωρίς κανένα προσδιορισμό αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία να θεμελιώνεται η δυνατότητα του κατηγορουμένου, ως μέσου συνετού οδηγού, να προβλέψει και πολύ περισσότερο να αποφύγει την παράνομη συμπεριφορά του παθόντος, η οποία, μάλιστα, εκδηλώθηκε "αιφνιδίως". Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ δεύτερος και τέταρτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Στη συνέχεια, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότησή του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (αρ. 519 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αρ. 5662/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (αντιφατικότητα παραδοχών σκεπτικού σε σχέση με το διατακτικό).
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 987/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Παναγόπουλο, για αναίρεση της 12/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1007/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το αρ. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ" αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 12/18-1-07 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών, για την πράξη της από κοινού κατοχής ναρκωτικών, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι οι οποίοι είναι οικονομικοί μετανάστες και Αλβανοί υπήκοοι, κατά την άνοιξη του έτους 2005 διέμεναν στο ...... Τις βραδυνές ώρες της 17ης Μαΐου 2005, αυτοί, αφού συναντήθηκαν σε καφετέρια του ......, μετέβησαν δια του υπ'αρ. ...... ΙΧΕ αυτοκινήτου, τύπου ....., το οποίο ανήκε στην κυριότητα του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, στην ...., όπου, από κοινού ενεργούντες, με πρόθεση, χωρίς να είναι εξαρτημένοι από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, προμηθεύτηκαν από άγνωστο άτομο ποσότητα 492,64 γραμμαρίων ηρωΐνης, εντός δέματος, την οποία κατείχαν από κοινού και την είχε τοποθετήσει ο δεύτερος κατηγορούμενος στο δάπεδο του ως άνω αυτοκινήτου και μπροστά από τη θέση του συνοδηγού που αυτός εκάθητο. Ακολούθως αυτοί, αναχωρήσαντες από την ....., δεν επέστρεψαν στο ......, αλλά κατευθύνθηκαν προς το ..... μέσω της Π.Ε.Ο. ....-..... και, ως έχοντες την πρόθεση να πωλήσουν την ως άνω ποσότητα ηρωΐνης σε άγνωστα πρόσωπα στο 'Αργος όπου θα τους καθοδηγούσε άλλος συνεργός τους, ο οποίος τους ανέμενε στην οδό ..... -..... με δικό του αυτοκίνητο, ο οποίος αφού συναντήθηκε μαζί τους μεταβλήθηκε σε προπομπό αυτών. Περί ώραν 00.15 της 18ης Μαΐου 2005, οι κατηγορούμενοι και καθ'ον χρόνον εκινούντο προς το ......, κατελήφθησαν, κατά τη διενέργεια αστυνομικού ελέγχου που είχε προσχεδιασθεί, ως εκ του ότι η κατά τόπον Αστυνομική Αρχή είχε πληροφορίες ότι δύο Αλβανοί, κινούμενοι δια του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, διακινούσαν ναρκωτικά στην περιοχή του ..... κατά τη διάρκεια της νύκτας, να κατέχουν την ως άνω ποσότητα ηρωΐνης που είχε εναποθέσει μπροστά στα πόδια του ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2.Ο δεύτερος κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι αυτός εν αγνοία του πρώτου κατηγορουμένου μετέφερε κατά τα προεκτεθέντα την ως άνω ποσότητα ηρωΐνης από την ... στο ..... κατ'εντολήν αγνώστου εντολέως του ο οποίος τηλεφωνικώς θα του υπεδείκνυε και το πρόσωπο στο οποίο θα παρέδιδε την ως άνω ποσότητα ναρκωτικής ουσίας. Ο πρώτος κατηγορούμενος αρνείται ότι συγκατείχε την εν λόγω ποσότητα ηρωΐνης διϊσχυριζόμενος ότι αυτήν κατείχε μόνον ο δεύτερος κατηγορούμενος και ότι ο ίδιος αγνοούσε το περιστατικό αυτό. Κατ'ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της αποδοθείσης σ'αυτούς πράξης, της από κοινού και με πρόθεση κατοχής της ως άνω ποσότητας ναρκωτικών και δη παμψηφεί ο δεύτερος κατηγορούμενος και κατά πλειοψηφίαν ο πρώτος κατηγορούμενος. Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, και ο πρώτος κατηγορούμενος ετέλεσε την αποδιδομένη σ'αυτόν πράξη καθ'όσον τούτο καταμαρτυρείται από το ότι και κατά το παρελθόν αυτός είχε κινηθεί στην περιοχή του ..... με το ως άνω αυτοκίνητό του και κάποιος είχε αντιληφθεί, τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας του, τον οποίό και διαβίβασε-κατέδωσε στην Αστυνομική Αρχή, η οποία είχε σχεδιάσει τη σύλληψή του αλλά και από το ότι αυτός, την συγκεκριμένη νύκτα, κατευθυνόταν προς το .... και όχι προς το ...., όπως λογικώς θα έπρεπε να συμβεί, αφού στο .... ήταν η κατοικία του". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν διέλαβε, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, την από τα ως άνω άρθρα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, υπάρχει η παραδοχή, αναφορικά με την κατοχή της ναρκωτικής ουσίας της ηρωΐνης, ότι πρέπει και αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής, καθόσον "τούτο καταμαρτυρείται από το ότι και κατά το παρελθόν αυτός είχε κινηθεί στην περιοχή του ..... με το ως άνω αυτοκίνητό του και κάποιος είχε αντιληφθεί τον αριθμό των πινακίδων κυκλοφορίας του, τον οποία και διαβίβασε-κατέδωσε στην Αστυνομική Αρχή, η οποία είχε σχεδιάσει τη σύλληψή του, αλλά και από το ότι αυτός την συγκεκριμένη νύκτα, κατευθυνόταν προς το 'Αργος και όχι προς το ....., όπως λογικώς έπρεπε να συμβεί, αφού στο ..... ήταν η κατοικία του". Η παραδοχή, όμως, αυτή, συνιστά ένα λογικό συμπέρασμα, το οποίο στηρίζεται και σε αναφορές άγνωστων ατόμων, σχετικά με κάποια κίνηση του αναιρεσείοντος με το αυτοκίνητό του, στην περιοχή, κατά το παρελθόν, χωρίς μάλιστα η καθ'όλα φυσιολογική κίνηση αυτή, να είναι συνδυασμένη και με κάποια επιλήψιμη ενέργεια του αναιρεσείοντος, και όχι παράθεση πραγματικών περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από τις αποδείξεις, θεμελίωσαν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης και στήριξαν, συνακόλουθα, την περί ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου κρίση του Δικαστηρίου, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα και, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 του ΚΠΔ). Περίπτωση επέκτασης του αναιρετικού αποτελέσματος και στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Χ2, δεν υφίσταται, αφού οι λόγοι που γίνονται δεκτοί, αρμόζουν αποκλειστικά στον αναιρεσείοντα (άρθρο 469 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αρ. 12/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, μόνο σε σχέση με τον αναιρεσείοντα Χ1. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατοχή ναρκωτικών. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, ενόψει του ότι η περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε λογικά συμπεράσματα και όχι στα από τις αποδείξεις προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 986/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 9123/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3. Με πολιτικώς ενάγουσα την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "........... Ο.Ε.", που εδρεύει στον ......... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Γκούμα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 1 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 349/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους, των διαδίκων που παραστάθηκαν, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρ. 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το αρ. 510 παρ. 1 στ. Α' του ίδιου Kώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Αρειο Πάγο ακόμη, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 Κ.Π.Δ. ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του αρ. 68 του ίδιου κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αρ. 183 παρ. 1 του Π.Δ. 410-/1925, "οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου κ.λ.π. οφείλουν να αποζημιώσουν το δήμο ή την κοινότητα για κάθε θετική ζημία που προξένησαν εις βάρος της περιουσίας τους από δόλο ή βαρειά αμέλεια". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 36 παρ. 3 του Ν 2800/2000 "κατά την αληθή έννοια του αρ. 183 του π.δ. 410/1995 "περί δημοτικού και κοινοτικού κώδικα" η αστική ευθύνη των αιρετών οργάνων των πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α., που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, περιορίζεται μόνο στην υποχρέωση προς αποζημίωση των οικείων νομικών προσώπων, για κάθε θετική ζημία που προξενήθηκε εις βάρος της περιουσίας τούτων από δόλο ή βαριά αμέλειά τους, δεν υπέχουν δε ατομική ευθύνη τα ίδια όργανα, προς αποζημίωση τρίτων". Περαιτέρω, με το αρ. 64 παρ. 2 Κ.Π.Δ., ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη της διατάξεως του αρ. 89 παρ. 1, όταν από διάταξη νόμου ή υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικώς σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο κατά το άρθρο 63 νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής, μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία, όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το αρ. 84. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι ο αμέσως ζημιωθείς από πράξη ή παράλειψη, χαρακτηριζόμενη ως ποινικό αδίκημα, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων σε βάρος των ως άνω αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α. προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον, αφού τα όργανα αυτά δεν ευθύνονται προσωπικά για την προκληθείσα ζημία σε τρίτο, το δικαίωμα δε αυτό είναι αυτοτελές και διακεκριμένο και ανήκει στον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ' αρ. 21989/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, καθώς και από την προσβαλλομένη υπ' αρ. 9123/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, η οποία εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, έπειτα από την άσκηση έφεσης από τον ήδη αναιρεσείονταΧ1 και τους συγκατηγορουμένους του Χ1, Χ2 και Χ3, η κατηγορία η οποία αποδόθηκε στους τρεις πρώτους εξ αυτών, συνίστατο στο ότι αυτοί, νομίμως εκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι του Δήμου ...... και ως (αιρετά) μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής του ως άνω δήμου, παρέβησαν τα καθήκοντά τους, με τις προτροπές και παραινέσεις του τετάρτου και συγκεκριμένα, με την υπ' αρ. 66/26.2.2002 απόφασή τους, ενέκριναν τη χορήγηση αδείας λειτουργίας καντίνας στον τελευταίο, χωρίς να συντρέχουν οι εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις και ότι η πράξη τους αυτή έθιξε τη δραστηριότητα του καταστήματος ψητοπωλείου - αναψυκτηρίου, που εκμεταλλεύεται η μηνύτρια εταιρεία "......... - Ο.Ε.Κ." Σύμφωνα με τα ενσωματωμένα στην πρωτόδικη απόφαση πρακτικά, εμφανίστηκε στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου η Ψ, η οποία δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα και ζήτησε να επιδικαστεί σ' αυτήν το ποσό των σαράντα πέντε (45) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, που είναι ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά τη συζήτηση των εφέσεων που, κατά τα προαναφερόμενα, άσκησαν ο ήδη αναιρεσείων και οι λοιποί συγκατηγορούμενοι, εμφανίστηκε και πάλι η ανωτέρω Ψ, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "............- Ο.Ε." και δήλωσε ότι παρίσταται (η ως άνω εταιρεία) "ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση σαράντα πέντε (45) ευρώ, με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η κρινόμενη πράξη", το δε Εφετείο, παρά τις αντιρρήσεις των κατηγορουμένων, δέχθηκε την ως άνω παράσταση και μετά την καταδίκη των τελευταίων, επιδίκασε ατομικά στην Ψ, ως παθούσα, το ως άνω ποσό που και πρωτοδίκως είχε επιδικασθεί, για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μολονότι, όπως ρητά αναφέρεται στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης, θιγόμενη άμεσα από τις προαναφερόμενες πράξεις, ήταν η ως άνω Ο.Ε. εταιρία με την επωνυμία ".......". Ετσι, όμως, έλαβε χώρα παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας, αφού, άμεσα ζημιούμενη από την πράξη της παράβασης καθήκοντος ήταν η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία και όχι η παρασταθείσα Ψ, η εταιρεία αυτή, ενόψει του ότι η αξίωσή της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, στρεφόταν κατά αιρετών μελών του Δήμου ......, θα έπρεπε να περιοριστεί στην υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον και φυσικά, η παράσταση αυτή της παθούσας εταιρείας, δεν θα έπρεπε να δηλωθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Επομένως, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου και ο τέταρτος λόγος των προσθέτων λόγων αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ., με τους οποίους προβάλλονται οι σχετικές αιτιάσεις, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση στο σύνολό της με επέκταση του αναιρετικού αποτελέσματος και στους μη ασκήσαντες το ένδικο μέσο της αναίρεσης συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος, κατ' άρθρο 469 Κ.Π.Δ., διότι, οι λόγοι της αναίρεσης, που, κατά τα άνω, κρίθηκαν βάσιμοι, δεν αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του τελευταίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (αρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 9123/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους μη ασκήσαντες αναίρεση συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος, που επίσης καταδικάστηκαν, α) Χ1, β) Χ2 και γ)Χ3. Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς όλους τους κατηγορουμένους, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση δεκτή για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, από φερόμενο ως δικαιούχο που δεν είχε υποστεί άμεση βλάβη. Κατά αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α. ο άμεσα θιγόμενος από τις πράξεις τους, παρίσταται ως πολιτικός ενάγων για την υποστήριξη της κατηγορίας.
Πολιτική αγωγή
Πολιτική αγωγή, Δήμαρχος.
1
Αριθμός 985/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομάτη, περί αναιρέσεως της 247/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1098/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η εν λόγω αλληλοσυμπλήρωση προϋποθέτει αναφορά ορισμένων από τα ανωτέρω περιστατικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως και παραπομπή κατά τα λοιπά στο διατακτικό της. Κατά συνέπεια, αν δεν αναφέρεται στο αιτιολογικό κανένα εκ των περιστατικών τούτων, αλλά γίνεται καθολική παραπομπή δι' αυτών στο διατακτικό, αν αυτό δεν είναι λεπτομερές και δεν περιέχει αναλυτικά τα περιστατικά αυτά, δεν πληρούται η απαίτηση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 247/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ για παράβαση του ν. 1729/1987 (αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή), δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Αποδείχθηκε και το Δικαστήριο ομόφωνα πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος 1) στην ευρύτερη περιοχή του .... και σε μη επακριβώς διακριβωθέντα τόπο και κατά το από 1.10.2002 μέχρι 31.10.2002 χρονικό διάστημα και σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε, αγόρασε από άγνωστα άτομα ναρκωτική ουσία και δη ένα (1) κιλό ηρωίνης αντί αγνώστου, αλλά πάντως συμφωνηθέντος τιμήματος, για να την πωλήσει με κέρδος, αλλά και να τη διαθέσει σε τρίτους, ήτοι με σκοπό την εμπορία (ΑΠ 873/2002 Ποιν. Δικ. 2002, σελ. 1110, Πεντ. Εφ. Πειρ. 90/2006, 360/2005, 328/2005 αδημοσίευτες) και 2) στη ...... Αττικής και κατά μήκος της οδού ..... περί την 21.20' ώρα της 31.10.2002 κατείχε ναρκωτική ουσία, έχοντας τη φυσική εξουσίαση αυτής, ώστε σε κάθε στιγμή να μπορεί να διαπιστώνει την ύπαρξή της και με τη δική του θέληση να τη διαθέτει πραγματικά και να εισπράξει το τίμημά της (Πεντ. Εφ. Πειρ. 360/2005, 90/2006, 313/2005 αδημοσίευτες) και δη κατείχε μία νάυλον σακούλα, περιέχουσα δύο τυποποιημένα δέματα, περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία, με ηρωίνη σε στέρεη μορφή (βράχους), συνολικού μικτού βάρους ενός (1) κιλού (2Χ500 γρ). Την εν λόγω ναρκωτική ουσία την κατείχε για πώληση με κέρδος, αλλά και για διάθεση σε τρίτους, ήτοι με σκοπό την εμπορία (ΑΠ 18/2004 Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 605, ΑΠ 999/2004 Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 1075, ΑΠ 571/2002 Ποιν. Δικ. 2002, σελ. 982, Πεντ. Εφ. Πειρ. 197/2006, 90/2006, 360/2005 αδημοσίευτες). Κατ' ακολουθίαν τούτων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της αγοράς και της κατοχής ναρκωτικής ουσίας, που αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, όπως ειδικότερα περί αυτών διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας, του Δικαστηρίου όμως δεχομένου ότι στο πρόσωπό του συντρέχει το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, όχι όμως και τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, γιατί αυτά δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του, επειδή έχει και άλλες καταδίκες, οι οποίες, μαζί με την παρούσα, δεν μαρτυρούν την ύπαρξη προτέρου εντίμου βίου και επί πλέον δεν προέκυψαν και περιστατικά καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη του, δεδομένου ότι ζούσε υπό καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης εντός των φυλακών". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της αγορά και κατοχής ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 79, 133 ΠΚ, 4 παρ. 1, 3 πιν. Α5, 5 παρ. 1 β, ζ, 2, 19 και 22 του ν. 1729/1987 όπως το άρθρο 5 αντικ. με άρθρο 10 του ν. 2161/1993. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται στην απόφαση αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ούτε τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αυτά προέκυψαν, ενώ αβάσιμα υποστηρίζεται ότι το αιτιολογικό είναι απλή αντιγραφή του διατακτικού, ενόψει και του ότι, ανεξάρτητα από την αλληλοσυμπλήρωση τούτων, σχετικά με την ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας, που κατείχε ο αναιρεσείων, αυτή (κατοχή), πέραν της ποσοτικής της αναφοράς στο αιτιολογικό, εξειδικεύεται συγχρόνως σ' αυτό με την κατά νόμο έννοια της φυσικής, επ' αυτής, εξουσίας του αναιρεσείοντος (άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ' Ν. 1729/1987), ώστε να μπορεί αυτός σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και κατά τη δική του βούληση να τη διαθέτει πραγματικά σε τρίτους και να εισπράττει το ανάλογο τίμημα, περιστατικά τα οποία δεν διαλαμβάνονται στο διατακτικό. Συνεπώς, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.5.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 247/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, υφιστάμενης τοιαύτης, πέρα από το γεγονός ότι το αιτιολογικό δεν είναι απλή αντιγραφή του διατακτικού.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 984/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1172/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 381/16.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 13 /2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 26/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ από εντολοδόχο κατ' εξακολούθηση και εκθέτω τα ακόλουθα. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της υπέρβασης εξουσίας, της απόλυτης ακυρότητας και, έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 α, δ και στ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα α. Υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας διότι κατά την ενδιάμεσο διαδικασία του άρθρου 309&2 ΚΠΔ κατά την οποία κλήθηκε για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο Εφετών κλήθηκε και ο μηνυτής Ψ1 ως διάδικος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος χωρίς να έχει προσλάβει την ιδιότητα αυτή . β. Γιατί το ίδιο Συμβούλιο κατά την διαδικασία αυτή άκουσε τον Ψ1 χωρίς να είναι διάδικος και έτσι έλαβε υπ' όψη του αποδεικτικό μέσο μη επιτρεπόμενο και γιατί στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι μεταξύ των άλλων έλαβε υπ' όψη του τις εξηγήσεις που έδωσαν οι διάδικοι εννοώντας και τον Ψ1 ενώ δικαιούμενος διάδικος για παροχή διευκρινήσεων ήταν μόνο αυτός ως κατηγορούμενος με συνέπεια να δημιουργείται εκ του λόγου τούτου ασάφεια σχετικά μετά ληφθέντα υπ' όψη αποδεικτικά στοιχεία. Τουτέστιν και οι τρείς λόγοι εδράζονται στο επιχείρημα του αναιρεσείοντα ότι ο Ψ1 κακώς κλήθηκε στην ενδιάμεσο διαδικασία του άρθρου 309 &2 ΚΠΔ για παροχή διευκρινήσεων γιατί δεν ήταν διάδικος αφού δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. 3.- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 82 ,83&1 και 85 ΚΠΔ κατά τις οποίες '' όποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρ. 63 ) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία ''κατά την πρώτη , ότι '' Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο έως την περάτωση της ανάκρισης (άρθρ. 308 ) είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσίου.....'' κατά την δεύτερη και ότι '' ο κατηγορούμενος και ο αστικώς υπεύθυνος μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις κατά της δήλωσης να παραστεί πολιτική αγωγή και πάντως πριν την έκδοση του οριστικού βουλεύματος'' κατά την τρίτη προκύπτει ότι όποιος έχει δικαίωμα για άσκηση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο μπορεί να το δηλώσει είτε με την έγκληση που υποβάλλει για την δίωξη του υπαιτίου είτε με δήλωση του που καταχωρίζεται στην μαρτυρική του κατάθεση είτε με χωριστή δήλωση και ότι από την στιγμή εκείνη αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα και φυσικά του διαδίκου κατά την έννοια του νόμου και την διατηρεί μέχρι της τελειωτικής εκδίκασης της κατά του υπαιτίου κατηγορίας ή μέχρι της αποβολής του κατόπιν αντιρρήσεων του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου οι οποίες αντιρρήσεις στο στάδιο της προδικασίας πρέπει να προβληθούν πριν από την έκδοση του οριστικού βουλεύματος. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 309 & 2 και 316 &2ΚΠΔ Το Συμβούλιο Εφετών με αίτηση ενός των διαδίκων είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση του με την παρουσία του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση ......... Πάντως όμως όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους οφείλει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπόλοιπους,.....'' Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν το Συμβούλιο Εφετών κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εμφάνιση ενός των διαδίκων είτε με αίτηση του είτε και αυτεπαγγέλτως μπορεί να καλέσει τον διάδικο και παρουσία του Εισαγγελέα να τον ακούσει, όμως απαραίτητη προϋπόθεση είναι να κληθούν και όλοι οι διάδικοι για να ακουστούν. Και διάδικοι κατά την έννοια της διάταξης αυτή είναι οι κατηγορούμενοι, οι πολιτικώς ενάγοντες και οι αστικώς υπεύθυνοι (ΑΠ 169/83, ΑΠ 739/83) Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο Ψ1, μηνυτής, ο οποίος κλήθηκε ως διάδικος στο Συμβούλιο Εφετών και ακούστηκε, δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα. 'Όμως από την με ημερομηνία 9-1-2006 δήλωση του Ψ1 η όποία εγχειρίστηκε την ίδια μέρα στον Ανακριτή Καρδίτσας και επισυνάφθηκε στις μαρτυρικές καταθέσεις του, προκύπτει ότι ο παραπάνω είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και είχε καταστεί διάδικος κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΠΔ. και φυσικά υπό τη ιδιότητα αυτή παραδεκτά κλήθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Λάρισας κατά την ενδιάμεση διαδικασία της ακρόασης των διαδίκων από το Συμβούλιο, και παραδεκτά ακούστηκε από το συμβούλιο ως διάδικος αφού δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων πρόβαλλε σχετικές αντιρρήσεις κατά της παράστασης του ως πολιτικώς ενάγοντος. Κατ ακολουθία των παραπάνω και αφού οι λόγοι οι οποίο προβάλλονται περιορίζονται μόνο στο κεφάλαιο αυτό η υπό του κατηγορουμένου ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 του με αριθμ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 13 /2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 26/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ από εντολοδόχο Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, επιφέρει η παράσταση, παρά το νόμο, του πολιτικώς ενάγοντος, μόνο κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από την οποία (απόλυτη ακυρότητα), καθιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου κώδικα, όχι όμως και όταν η εν λόγω παράβαση γίνεται στην προδικασία, η οποία περατώνεται με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και, συνεπώς, περιλαμβάνει και την ενδιάμεση, ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, διαδικασία (άρθρα 309, 318 και 320 Κ.Π.Δ.). Κι' αυτό, γιατί η πλημμέλεια αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 484 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, με το υπ' αρ. 106/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η με αρ. 13/2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 26/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, με το οποίο ο τελευταίος παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας το ποσό του οποίου υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, από εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση. Με την υπ' αρ. 6/2007 ένδικη αίτηση αναίρεσης, προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Συμβούλιο Εφετών δέχτηκε μεν σχετικό αίτημά του αναιρεσείοντος κατ' άρθ. 309 παρ. 2 και 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ., και διέταξε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του, προς παροχή διευκρινίσεων, πλην, όμως, κάλεσε και τον εγκαλούντα Ψ1 και ο τελευταίος εμφανίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, και έδωσε τις δικές του εξηγήσεις, χωρίς, όμως, αυτός, να έχει αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, καθ' οιονδήποτε νόμιμο τρόπο και με τον τρόπο αυτό, υπερέβη την εξουσία του, κατ' αρ. 484 παρ. 1 περ. στ Κ.Π.Δ., άλλως επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την ως άνω μη νόμιμη παράσταση ενώπιον του Συμβουλίου του εγκαλούντος, κατ' άρθ. 484 παρ. 1α του ιδίου κώδικα, άλλως στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου Εφετών σε πρόσωπο που δεν ήταν διάδικος, κατά παράβαση του αρ. 484 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου κώδικα. Οι λόγοι όμως αυτοί, αναφέρονται σε πλημμέλειες του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικές με τη νόμιμη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το στάδιο της ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι απαράδεκτοι. Μετά από αυτά, πρέπει, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 6/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κατά την προδικασία, καθώς και κατά την ενδιάμεση, κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ, διαδικασία, μη νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν εμπίπτει σε κανένα λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 484 ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Πολιτική αγωγή
Πολιτική αγωγή.
2
Αριθμός 983/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σαγρόπουλο, για αναίρεση της 8254/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1619/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 εδ. δ', 349, 501 παρ. 1 και 510 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας} προκύπτει ότι η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιριτικώς κρίση του δικαστηρίου, το οποίο, όμως, αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, οφείλει να απαντήσει σ' αυτό, διότι άλλως δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Για την απόρριψη του αιτήματος αυτού, μέχρι μεν την ισχύ (4.6.1996) του Νόμου 2408/1996, που, με το άρθρο του 2 παρ. 5, συμπλήρωσε το άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαστήριο δε είχε υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά δε την ισχύ του νόμου αυτού, ο οποίος (συμπληρώνοντας το άρθρο 139 ΚΠΔ) ρητώς όρισε ότι αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, οφείλει να διαλάβει στην απόφαση του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι διαφορετικά δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ως άνω Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, στα οποία είναι ενσωματωμένη και η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών (πλημμελημάτων) από τον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Σαγρόπουλο, κατά τη συνεδρίαση του της 6ης Νοεμβρίου 2006, προς υποστήριξη της εφέσεώς του κατά της 47.020/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που τον είχε καταδικάσει σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, η οποία μετατράπηκε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως για πλαστογραφία με χρήση, ζήτησε, δια του ως άνω εκπροσώπου - συνηγόρου του, την αναβολή της δίκης, προκειμένου να διορίσει και δεύτερο δικηγόρο, τον Εμμανουήλ Δημητρέλλια, λέγοντας ότι "ο κατηγορούμενος με την από 7.4.2006 εξουσιοδότησή του είχε διορίσει πληρεξούσιους δικηγόρους του τον ίδιο και τον Εμμανουήλ Δημητρέλλια. Η υπόθεση, κατά τη δικάσιμο της 12.4.2006, αναβλήθηκε για σήμερα, προκείμενου να συνεκδικαστεί με άλλη συναφή. Ο κατηγορούμενος με την από 1.11.2006 εξουσιοδότησή του έχει εξουσιοδοτήσει εμένα να τον εκπροσωπήσω στο παρόν δικαστήριο. Ζητώ την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, προκειμένου να διοριστεί και δεύτερος πληρεξούσιος δικηγόρος ο Εμμανουήλ Δημητρέλλιας, ο οποίος γνωρίζει και έχει μελετήσει την υπόθεση". Ακολούθως, μετά από πρόταση του Εισαγγελέως αναγνώσθηκαν 1) η 3486/12.4.2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων), 2) η από 7.6.2006 εξουσιοδότηση και 3) η από 1.11.2006 εξουσιοδότηση. Το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το παραπάνω αίτημά του, με την αιτιολογία ότι "κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν συντρέχουν σημαντικά αίτια για να διαταχθεί η αναβολή της δίκης, όπως ζήτησε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Σαγρόπουλος, που εκπροσωπεί πλήρως τον κατηγορούμενο, αφού την προηγούμενη φορά που αναβλήθηκε η υπόθεση για να συνεκδικασθεί με συναφή, παρόλο που υπήρχε εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου και προς το δικηγόρο Εμμανουήλ Δημητρέλλια, είχε παραστεί για να εκπροσωπήσει και υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο, μόνος του ο ως άνω συνήγορος και όχι μαζί με τον Εμμανουήλ Δημητρέλλια. Άλλωστε, ανεξάρτητα από το ότι η υπόθεση δεν είναι ιδιαίτερα δυσχερής για να χρειάζεται για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου να τον εκπροσωπούν δύο συνήγοροι και όχι ένας, με βάση την από 1.11.2006 εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου, που αναγνώστηκε, ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί έχει εξουσιοδοτηθεί να διορίσει και άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο για λογαριασμό του και, ως εκ τούτου, μπορούσε να διορίσει με βάση την εξουσιοδότηση και τον δικηγόρο Εμμανουήλ Δημητρέλλια και δεν χρειάζεται να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως για να διορισθεί ο ως άνω δεύτερος δικηγόρος από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο πείθεται ότι το αίτημα αναβολής υποβάλλεται προς παρέλκυση της δίκης και επομένως, ενόψει και του ότι η πράξη που κατηγορείται ο κατηγορούμενος φέρεται ότι τελέστηκε τον Μάιο του έτους 2000 και κινδυνεύει να υποπέσει σε παραγραφή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το σχετικό αίτημα αναβολής της δίκης για σημαντικά αίτια, που υπέβαλε ο συνήγορος που εκπροσωπεί πλήρως τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης", Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι η απαιτούμενη και για την προκειμένη παρεμπίπτουσα απόφαση από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι το Δικαστήριο δεν αναφέρει από ποια αποδεικτικά μέσα πείστηκε ότι δεν συντρέχει σημαντικό αίτιο για αναβολή της δίκης, ενόψει μάλιστα του ότι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου τα αναφερόμενα εκεί τρία έγγραφα, από τα οποία το Δικαστήριο, στην, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κάνει απλή μνεία μόνο του ενός ήτοι του τελευταίου αναγνωσθέντος (δηλαδή της από 1-11-2006 εξουσιοδοτήσεως), με συνέπεια να μην προκύπτει σαφώς ότι έλαβε υπόψη, για το σχηματισμό της κρίσης του, τα υπόλοιπα. Επομένως, με το να χωρήσει στη συνέχεια το <δικαστήρι στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και να κηρύξει ένοχο τον για τις παραπάνω πράξεις, υπερέβη την εξουσία του. Επειδή κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη, αναφορικά με το ως άνω αίτημα, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και τον επίσης κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου, προσβαλλόμενου, άλλωστε δε και αυτεπαγγέλτως λαμβανομένου υπόψη λόγου από το στοιχ. Η' της ίδιας παραγράφου (παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων), να αναιρεθεί η απόφαση αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο για νέα κρίση, το οποίο θα συντεθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Αναιρεί την 8.254/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται να υπάρχει σε όλες, χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, επομένως και στις παρεμπίπτουσες. Η αιτιολογία ελλείπει, αν δε αναφέρονται καθόλου, ούτε συνοπτικά τα αποδεικτικά μέσα. Δέχεται την αναίρεση διότι το Εφετείο, σε παρεμπίπτουσα απόφαση, αν και αναγνώσθηκαν τρία έγγραφα, δεν κάνει μνεία του ότι ελήφθησαν τα έγγραφα αυτά υπόψη και απορρίπτει το αίτημα περί αναβολής. Αναιρείται η απόφαση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 982/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μουσαμά, περί αναιρέσεως της 3519γ/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε. - ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 482/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, Η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικά αυτεπαγγέλτως, αλλά, με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α του ν. 2408/1996, που άρχισε να ισχύει από 4-1-1996, ορίστηκε ότι στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, προστίθεται η παράγραφος 5, κατά την οποία "η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής, που δεν πληρώθηκε". Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Νόμου 2721/1999, προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παράγραφο 5, κατά το οποίο, για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παράγραφο 2 εδάφ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του Νόμου 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 40 - 47 του Νόμου 5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του προηγούμενου κομιστή, που δικαιούται σε έγκληση, δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠΔ, λόγο; αναιρέσεως συνιστά και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 56 ΚΠΔ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της 3519γ/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, το εν λόγω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που σχηματίστηκε από τα μνημονευόμενα σε αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην Αθήνα, στις 31 Μαρτίου 1999, ο κατηγορούμενος εξέδωσε την υπ' αριθμόν ...... επιταγή, πληρωτέα στην Ιονική Τράπεζα, ποσού 4.321.439 δραχμών, εις διαταγήν της ανώνυμης εταιρείας "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε.". Η ως άνω επιταγή, εμφανισθείσα προς πληρωμή την 1η Απριλίου 1999 από τον τελευταίο κομιστή, ήτοι την εταιρεία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ ΑΕ", δεν πληρώθηκε, διότι στον υπ' αριθμ. ....... λογαριασμό του κατηγορουμένου, στην ανωτέρω Τράπεζα, δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια". Περαιτέρω, από την επισκόπηση του σώματος της επιταγής, το οποίο αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι η παραπάνω εταιρεία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε.", δεν μεταβίβασε την επιταγή σε τρίτο, αλλά την παρέδωσε στον υπάλληλο της Γ1, προκειμένου να μεταβεί στην Τράπεζα προς είσπραξη. Κάτω από την υπογραφή του, διευκρινίζεται ότι αυτός είναι υπάλληλος της "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε." και, κατ' ακολουθίαν, κομιστής της επιταγής δεν ήταν ο Γ1, αλλά η ως άνω εταιρεία. Αλλά και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο τελευταίος κομιστής ήταν ο Γ1, όπως ισχυρίζεται με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεώς του ο αναιρεσείων και η εταιρεία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε." ήταν εξ αναγωγής υπόχρεος προς τον Γ1, το δίκασαν ανωτέρω Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, με το να μη κηρύξει τη, με βάση την έγκληση της εταιρείας "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ Α.Ε.", δικαιούμενη να υποβάλει την έγκληση, σύμφωνα με όσα παραπάνω έχουν εκτεθεί, ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσείοντος Χ1 ποινική δίωξη απαράδεκτη. Ενόψει όλων αυτών, ο μοναδικός ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' περ. δ' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, απορριπτέος. 2. ΕΠΕΙΔΗ, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 3519γ/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή. Προς υποβολή εγκλήσεως νομιμοποιείται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος. [;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;] Απορρίπτει (ρ======= ).
null
null
0
Αριθμός 981/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Γουργαρέα, περί αναιρέσεως της ΒΤ1248/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1194/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικά αυτεπαγγέλτως, αλλά με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α του ν. 2408/1996, που άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, ορίστηκε ότι στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, προστίθεται η παράγραφος 5, κατά την οποία "η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής, που δεν πληρώθηκε". Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Νόμου 2721/1999, προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παράγραφο 5, κατά το οποίο, για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", εγώ στην παράγραφο 2 εδάφ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του Νόμου 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 40 - 47 του Νόμου 5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του προηγούμενου κομιστή, που δικαιούται σε έγκληση, δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστούν α) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τούτο δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη και β) η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 56 ΚΠΔ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της ΒΤ 1248/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως εφετείο, το εν λόγω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που σχηματίστηκε από τα μνημονευόμενα σε αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη "στον ......., την 20.2.00, με πρόθεση εξέδωσε την υπ' αριθ. ...... επιταγή ποσού 2.500.000 δρχ., πληρωτέα στην Εγνατία Τράπεζα, χωρίς να διαθέτει σ' αυτή τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο' εκδόσεως και πληρωμής της επιταγής, η οποία, αν και εμφανίστηκε στην πληρώτρια Τράπεζα νόμιμα, την 21.2.00, δεν εξοφλήθηκε για την αιτία που μνημονεύθηκε". Πριν από τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο, απαντώντας σε σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, τα ακόλουθα: "Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/33, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης προκύπτει ότι οποιοσδήποτε τυγχάνει να είναι κομιστής ενός αξιόγραφου (επιταγής), δικαιούται να υποβάλει έγκληση κατά του εκδότη αυτής (επιταγής), η οποία δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, καθόσον κάτι τέτοιο θα οριζόταν ρητά στην ανωτέρω διάταξη, εάν ήταν η βούληση του νομοθέτη. Επομένως πρέπει, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του δικαστηρίου τούτου, να απορριφθεί ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός που προέβαλε η κατηγορουμένη". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν ανωτέρω Δικαστήριο ορθώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και στην αρχή της παρούσας: α) ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτό ίσχυε μετά την προσθήκη σε αυτό της παραγράφου 5 με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α του Νόμου 2408/1996 και στην παράγραφο 5 εδαφίου με το άρθρο 22 του Νόμου 2721/1999, δεχόμενο ότι η εξ αναγωγής υπόχρεος ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "...... Ο.Ε.", που πλήρωσε την επιταγή, είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης εκδότριας για έκδοση ακάλυπτης επιταγής και β) δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, με το να μη κηρύξει τη, με βάση την έγκληση αυτή ασκηθείσα εναντίον της ποινική δίωξη απαράδεκτη, και να δεχθεί ότι η αναφερομένη εξ αναγωγής υπόχρεος ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία δικαιούνταν να υποβάλει την ανωτέρω έγκληση. Ενόψει όλων αυτών, και οι δύο ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠΔ, αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, απορριπτέοι. 2. ΕΠΕΙΔΗ, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και η αναιρεσείουσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25 Ιουνίου 2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατά της ΒΤ 1248/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή. Προς υποβολή εγκλήσεως νομιμοποιείται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος. [;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;] Απορρίπτει (ρ======= ).
null
null
2
Αριθμός 976/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία - Πηνελόπη Λιακόγκονα, περί αναιρέσεως της 6084/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1782/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 31/29.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό τη κρίση του Δικαστηρίου σας την προκειμένη δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την 6084/25-7-2007 απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, την 3216/30-4-2007 έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 14789/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, που τον είχε καταδικάσει σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών για απάτη στο δικαστήριο (βλ. απόφαση). ΙΙ. Στις 16-10-2007 ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών εμφανίσθηκε η δικηγόρος Αθηνών Πηνελόπη Λιακόγκονα και δήλωσε ότι ".......κατ'εντολήν και για λογαριασμό του Χ1....", ασκεί αναίρεση κατά της 6084/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που είχε καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο στις 8-10-2007 και έτσι συντάχθηκε η με αριθμό 358/16-10-2007 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). ΙΙΙ. Η αναίρεση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ., γιατί δεν ασκήθηκε με νομότυπο τρόπο. Συγκεκριμένα ενώ η δικηγόρος που άσκησε την αναίρεση δήλωσε ότι ενεργεί "κατ' εντολή και για λογαριασμό" του κατηγορουμένου, δηλαδή ως αντιπρόσωπός του, δεν έχει επισυνάψει στην σχετική έκθεση πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, με το οποίο να δίνεται η εντολή για την άσκηση της αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 465 § 1 Κ.Π.Δ. Παράλληλα πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα και τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω Ι. Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 358/16-10-2007 αναίρεση του Χ1, που ασκήθηκε δια της δικηγόρου Αθηνών Πηνελόπης Λιακόγκονα, κατά της 6084/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 5 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465, παρ. 2, 473 παρ. 2, 4 παρ. 1, και 476 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη επιτρέπεται άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2. Δεν δικαιούται, όμως, στην παραπάνω περίπτωση, να ασκήσει αίτηση αναίρεσης για λογαριασμό του καταδικασμένου και ο συνήγορος του τελευταίου, με την ιδιότητα του, ως παραστάντος στη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), δεν είναι καταδικαστική. Η αίτηση δε αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε στην περίπτωση αυτή για λογαριασμό του καταδικασμένου από το συνήγορο του που είχε παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Μπορεί όμως αυτός να ασκήσει την αίτηση αναιρέσεως ως αντιπρόσωπός του, αν έχει σχετική εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό ή μη της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Με την με αριθμό 6084/2007 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η υπ' αριθ. 3216/30-4-2007 έκθεση εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Μαρία - Πηνελόπη Λιακόγκονα. Η κρινόμενη, από 16-10-2007, αίτηση αναίρεσής του κατά της παραπάνω απόφασης, ασκήθηκε ενώπιον του _ Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για λογαριασμό αυτού, με δήλωση της ως άνω δικηγόρου, η οποία και υπέγραψε τη σχετική έκθεση, με την ιδιότητα της ως αντιπροσώπου του, που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.1. Σημειώνεται, ότι στη σχετική έκθεση αναιρέσεως, δεν υπάρχει προσαρτημένη έγγραφη δήλωσή του, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδαφ. β και δ', με την οποία εξουσιοδοτείται αυτή, να καταθέσει αντί γι' αυτόν αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι υπάρχει σ' αυτόν η από 12-10-2007 εξουσιοδότηση του αναιρεσείοντος, η γνησιότητα της υπογραφής του οποίου βεβαιώνεται από δημόσια αρχή, δηλαδή από το Κ.Ε.Π του Δήμου Πεύκης Αττικής. Με βάση, λοιπόν, τα ως άνω γενόμενα δεκτά η ένδικη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή. Ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Καθώς, προκύπτει, όμως, από την υποβληθείσα στο Συμβούλιο τούτο από 5-12-2007 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο προτείνων Εισαγγελέας, εκτίμησε αντίθετα, ότι απαραδέκτως ασκήθηκε η υπό κρίση από 16-10-2007 αίτηση αναιρέσεως από την ως άνω συνήγορο, με την ιδιότητα της πληρεξουσίου δικηγόρου, η οποία παρέστη κατά τη συζήτηση της εφέσεως, χωρίς να διαλαμβάνει ο,τιδήποτε στην πρότασή του επί του, κατά τα άνω, λόγου αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και, ενόψει του ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο υπό κρίση αναίρεση έπρεπε να εισαχθεί για συζήτηση ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, δημοσία συνεδριάζοντος, πρέπει, ενόψει του ότι αυτή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκηθείσα, όπως αναφέρθηκε, να διαταχθεί η εισαγωγή της για συζήτηση κατά τη συνήθη διαδικασία, μετά την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 16-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6084/2007 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως παραδεκτώς ασκηθείσα. Και Διατάσσει την εισαγωγή της εν λόγω αναίρεσης για συζήτηση ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά τη συνήθη διαδικασία. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αποφάσεως που απέρριψε την έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης,. Παραδεκτή η άσκησή της. Απέχει για την υποβολή προτάσεως από τον Εισαγγελέα επί των λόγων αναιρέσεως, που είχε προτείνει το απαράδεκτο της αναιρέσεως. (Διατακτικό: Δέχεται. Διατάσσει την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του ακροατηρίου του Αρείου Πάγου κατά τη συνήθη διαδικασία).
Εφέσεως απαράδεκτο
Εφέσεως απαράδεκτο, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 975/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Βοζίκη, για αναίρεση της 2812/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1943/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν.1882/1990 με το άρθρο 23 του ν.2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση : 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά τις διατάξεις του Ν. 2523/1997 (άρ. 23 παρ.1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιουμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών), που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, και αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικροτέρων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι : 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι, ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών, ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 περ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, αλλά το δικαστήριο, είτε περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου, είτε επαναλαμβάνει το διατακτικό, εφόσον αυτό δεν είναι λεπτομερές και δεν εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2812/2007 απόφασή του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, "ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 1-3-2001, όφειλε στο Δημόσιο από φόρους και χρέη από πρόστιμο ΚΒΣ τα ακόλουθα ποσά, βεβαιωμένα στη ΔΟΥ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, και παραβίασε την προθεσμία καταβολής τους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, στη ......, την1-1-1999 και την 1-3-2001, παραβίασε την προθεσμία καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων για χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση καταβολής τους, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής υπερβαίνει τα 4.500.000 δρχ. (ήτοι 13.500 ευρώ), όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά και συγκεκριμένα: Α]Την 1-1-1999 δεν κατέβαλε δύο συνεχείς δόσεις του ποσού των 13.975.096 δρχ. (κεφάλαιο 9.224.486 δρχ. και προσαυξήσεις 4.750.610 δρχ.), που αφορούσε λοιπούς φόρους και χρέη και ειδικότερα σε εισόδημα φυσικού προσώπου - προσωρινή βεβαίωση από δήλωση, ήταν ληξιπρόθεσμο, βεβαιωμένο σε βάρος του στην Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσ/νίκης, δυνάμει της υπ' αριθμ. ...... βεβαίωσης της υπηρεσίας αυτής και καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις με ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης την 31-12-1998. Β] Την 1-3-2001 δεν κατέβαλε τρεις συνεχείς δόσεις του ποσού των 437.661.149 δρχ. (κεφάλαιο 406.559.360 δρχ. και προσαυξήσεις 31.101.789 δρχ.) που αφορούσε σε λοιπούς φόρους και χρέη και ειδικότερα σε πρόστιμο Κ.Β.Σ., οριστική βεβαίωση, ήταν ληξιπρόθεσμο, βεβαιωμένο σε βάρος του στην Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, δυνάμει της υπ' αριθμ. ..... βεβαίωσης της υπηρεσίας αυτής και καταβλητέο σε έξι μηνιαίες δόσεις με ημερομηνία καταβολής της τρίτης δόσης την 28-2-2001". Με το σκεπτικό δε αυτό, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την με στοιχ. Β πράξη της μη καταβολής χρεών προ το Δημόσιο (άρθρα 25 παρ.1.περ.γ, 3, 7 Ν.1882/90, όπως αντικ. με άρθρ.23 παρ.1, 2 ν.2523/97), με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2β του ΚΠΔ και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 5 ευρώ ανά ημέρα φυλάκισης, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για την με στοιχ. Α πράξη. Η αιτιολογία όμως αυτή της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία. Το διατακτικό δε της απόφασης, δεν δύναται να συμπληρώσει στην προκειμένη περίπτωση τις ελλείψεις αυτές του σκεπτικού, αφού ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα στο αιτιολογικό (σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό), δεν διαλαμβάνονται τα περιστατικά από τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου και, ενώ δέχεται, ότι πρόκειται για χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις και ο αναιρεσείων καθυστέρησε την καταβολή τριών συνεχών δόσεων, δεν προσδιορίζεται το ύψος και ο ακριβής χρόνος καταβολής κάθε δόσεως ώστε να κριθεί, αν το ποσό της καθυστέρησης κάθε ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, υπερβαίνει το ποσό που απαιτούσε το άρθρο 25 § 1 ν. 1882/90, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 23 § 1 ν. 2523/97, σύμφωνα με το οποίο λαμβάνεται υπόψη χωριστά κάθε καθυστερούμενη καταβολή και όχι, όπως συμβαίνει μετά την αντικατάσταση του αρθρ. 25 του ν. 1882/90 με τη δυσμενέστερη στην προκειμένη περίπτωση διάταξη του άρθρ. 34 § 1 ν. 3320/2004, όπου προβλέπεται ότι η πράξη τιμωρείται εφόσον "το συνολικό χρέος από κάθε αιτία" υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχΔ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος. Πρέπει δε, ακολούθως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 2812/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Αιτιολογία αποφάσεως. Στοιχεία αδικήματος άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας για μη αναφορά επί μέρους οφειλών. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 3220/2004 δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων και λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους. Είναι δυσμενέστερες κατά τούτο για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους. Αναιρεί. Εξ ολοκλήρου επανάληψη του συνοπτικού διατακτικού. Δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος καταβολής κάθε δόσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμος δυσμενέστερος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 977/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.2613/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2109/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μαύρου με αριθμό 72/13-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 300/17-12-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2613/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το άρθρο 16 του Ν.3160/2003, η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 61 αυτού από 30-6-2003, καταργήθηκε η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 περ.β' του άρθρου 287 Κ.Π.Δ., που επέτρεπε στον εν κρατήσει τελούντα κατηγορούμενο και στον Εισαγγελέα να ασκήσουν αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών που παρέτεινε την προσωρινή του κράτηση πέραν του έτους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 §1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει αυτόν που το άσκησε στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση με το υπ' αριθ. 2613/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διατάχθηκε η επί έξι μήνες, από 4-12-2007 μέχρι 4-6-2008, παράταση της προσωρινής κράτησης του αναιρεσείοντος, κρατουμένου για τα κακουργήματα α) της ληστείας κατά συναυτουργία, β) διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από περισσότερους δράστες που είχαν ενωθεί για τη διάπραξη κλοπών και ληστειών, γ) της συμμορίας για τη διάπραξη κακουργήματος με την κατοχή και προμήθεια όπλων προς εξυπηρέτηση των σκοπών της συμμορίας και με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των μελών της, δ) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά του βουλεύματος αυτού, το οποίο εκδόθηκε στις 13-12-2007, ο ως άνω κρατούμενος άσκησε την κρινόμενη αναίρεση στις 17-12-2007. Μετά ταύτα, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτίθενται, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ. 300/17-12-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2613/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 9-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τα άρθρα 462 και 463 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος, μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος του δίνει το δικαίωμα τούτο, ενώ, κατά το άρθρο 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (όπως σήμερα ισχύει μετά το άρθρο 41 παρ. 1 του Νόμου 3160/2003), ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος; όταν το βούλευμα α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) όταν παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το άρθρο 287 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως τούτο ισχύει μετά το άρθρο 16 του νόμου 3160/2003, με το οποίο καταργήθηκε το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 περ. β' του άρθρου τούτου, το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο, ο κατηγορούμενος πλέον δεν έχει το δικαίωμα να στραφεί με αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος που παρατείνει την προσωρινή του κράτηση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται τέτοιο, το Δικαστικό Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, ζητείται η αναίρεση του 2613/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αποφασίσθηκε η παράταση για έξι (6) ακόμη μήνες της προσωρινής κρατήσεως του αιτούντος, που κρατείται προσωρινά για τα κακουργήματα α) της ληστείας κατά συναυτουργία, β) διακεκριμένης περιπτώσεως κλοπής κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από περισσότερους δράστες, που είχαν ενωθεί για τη διάπραξη κλοπών και ληστειών, γ) της συμμορίας για τη διάπραξη κακουργήματος με την κατοχή και προμήθεια όπλων προς εξυπηρέτηση των σκοπών της συμμορίας και με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των μελών της και δ) της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Επομένως και ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 300/17.12.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 2613/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα. Δεν επιτρέπεται άσκηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος, με το οποίο παρατείνεται η προσωρινή κράτησή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου 3160/2003. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος με το οποίο παρατείνεται η προσωρινή κράτησή του.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 980/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟY Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πατρικουνάκο, περί αναιρέσεως της 28575/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παντελίδη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1150/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικά αυτεπαγγέλτως, αλλά, μετά την από 4 Ιουνίου 1966 ισχύ του Ν. 2408/1966, ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α ότι στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, προστίθεται η παράγραφος 5, κατά την οποία "η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής, που δεν πληρώθηκε". Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Νόμου 2721/1999, προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παράγραφο 5, κατά το οποίο για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παράγραφο 2 εδάφ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του Νόμου 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 40 - 47 του Νόμου 5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του προηγούμενου κομιστή, που δικαιούται σε έγκληση δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠΔ, λόγους αναιρέσεως συνιστούν α) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τούτο δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη και β) η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 56 ΚΠΔ). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Νόμου 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα), στα οποία θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της 28575/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, το εν λόγω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που σχηματίστηκε από τα μνημονευόμενα σε αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την 113.788/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος του ότι στην .... τις ημερομηνίες 31.3.2000, 5.4.2000 και 30.4.2000, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριάντα δύο (32) μηνών και χρηματική ποινή επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των αντιγράφων των τριών επιταγών, που αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αποδεικνύεται ότι στην με αριθμό ...... επιταγή, με ημερομηνία 31.3.2000 και ποσόν 6.000.000 δραχμές, που ήταν πληρωτέα στην Γενική Τράπεζα, τελευταίος οπισθογράφος είναι ο Z1 και στη με αριθμό ..... επιταγή, που ήταν πληρωτέα στην Τράπεζα Εργασίας, τελευταίος οπισθογράφος είναι ο Z2. Όμως, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα ......., τόσον ο Z1 όσο και ο Z2 ήταν υπάλληλοι της πολιτικώς ενάγουσας και εστάλησαν στις Τράπεζες από την πολιτικώς ενάγουσα με την εντολή να εμφανίσουν τις προαναφερθείσες επιταγές, να εισπράξουν το ποσό της καθεμιάς για λογαριασμό της και να της το αποδώσουν. Επομένως, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλυτικά αναφέρονται στην αρχή, η από 9.5.2000 έγκληση έχει υποβληθεί από την πολιτικώς ενάγουσα που είναι η τελευταία κομίστρια των προαναφερθεισών επιταγών. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου περί του μη παραδεκτού της ποινικής δίωξης, λόγω μη υποβολής της έγκλησης από τον τελευταίο κομιστή των συγκεκριμένων επιταγών που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, που προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "..... ΕΠΕ", εξέδωσε με πρόθεση τις με αριθμούς ...., .... και ..... επιταγές για να πληρωθούν η πρώτη και η δεύτερη στην Γενική Τράπεζα και η τρίτη στην Τράπεζα Εργασίας για δραχμές 6.000.000 η πρώτη, 4.344.000 η δεύτερη και 20.000.000 η τρίτη, σε διαταγή της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας "NORDSTERN COLONIA HELLAS AE", που τώρα έχει μετονομασθεί σε "COMMERCIAL UNION ΑΕ", οι οποίες, όταν παρουσιάστηκαν εμπρόθεσμα την 31.3.200, 5.4.2000 και 30.4.2000 αντίστοιχα από την πολιτικώς ενάγουσα στις πληρώτριες Τράπεζες, δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα. Στη συνέχεια εκπλειστηριάστηκε ακίνητο της εκδότριας της εκδότριας των επιταγών εταιρείας αντί του ποσού των 7.000.000 δραχμών, που ήταν η τιμή της πρώτης προσφοράς. Το ακίνητο αυτό κατακυρώθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα. Όμως, δεν προκύπτει ότι από το ποσόν του εκπλειστηριάσματος έχει καλυφθεί ένα μέρος από το ποσόν των προαναφερθεισών επιταγών, διότι αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι έχουν και άλλες οικονομικές διαφορές από την με ημερομηνία ..... σύμβαση πρακτόρευσης που είχε υπογραφεί μεταξύ της συζύγου του κατηγορουμένου ....... και της πολιτικώς ενάγουσας. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος για μερική εξόφληση των επιταγών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος". Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν ανωτέρω Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αφού αυτό αναφέρεται ειδικώς, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, στον δόλο και στη γνώση του κατηγορουμένου για την έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, τόσο κατά τον χρόνο της εκδόσεως, όσο και για τον χρόνο εμφανίσεως για την πληρωμή των επιταγών. Αυτά δε, παρεκτός του ότι η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ενυπήρχε στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε γι' αυτό αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτήν, αφού δεν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 79 του Νόμου 5960/1933 με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972 και την απάλειψη του "εν γνώσει" δεν αξιώνονται πλέον από τον νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αφού για τη θεμελίωση του δεν απαιτείται πλέον άμεσος δόλος. Περαιτέρω, ορθώς, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές του το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εγκαλούσα ήταν ο τελευταίος κομιστής των επιταγών και όχι οι Z1 και Z2, οι οποίοι εμφάνισαν τις επιταγές προς είσπραξη στης Τράπεζες, ως εκπρόσωποι και εντολοδόχοι της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και για λογαριασμό της τελευταίας. Το ίδιο βέβαια θα ίσχυε και στην περίπτωση που τελευταίοι κομιστές ήταν οι ως άνω Z1 και Z2 και η εγκαλούσα εξ αναγωγής υπόχρεος. Και τότε, δηλαδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη: α) ορθώς θα είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει το άρθρο 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτό ίσχυε μετά την προσθήκη σε αυτό της παραγράφου 5 με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α του Νόμου 2408/1996 και στην παράγραφο 5 εδαφίου με το άρθρο 22 του Νόμου 2721/1999, δεχόμενο ότι η εξ αναγωγής υπόχρεος ως άνω εταιρεία, που πλήρωσε την επιταγή είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, εκδότη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής και β) δεν θα είχε υπερβεί αρνητικά την εξουσία του, με το να μη κηρύξει τη με βάση την έγκληση αυτή ασκηθείσα εναντίον του ποινική δίωξη απαράδεκτη. Εξάλλου, ως εκ περισσού αναφέρθηκε τούτο, στη μείζονα σκέψη του, στη νέα διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτή, ισχύουσα ως ανωτέρω, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ισχύοντος από 4 Ιουλίου 2006 Νόμου 3742/2006, ως ερμηνευτική και έχουσα αναδρομική δύναμη, και επί της παρούσας υποθέσεως. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί μερικής εξοφλήσεως δεν είναι αυτοτελής, αφού δεν αίρει το αξιόποινο της πράξεως (άρθρο 79 παρ. 3 του 5960/1933, βλ. ΑΠ 1349/2004). Εάν ήθελε θεωρηθεί ότι άγει σε επιβολή μειωμένης ποινής (άρθρα 83 και 84 Π.Κ.), είναι και αόριστος, αφού δεν περιέχει τα απαιτούμενα προς τούτο πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο πλειστηριασμός αναφέρεται στις επίδικες επιταγές κλπ). Ενόψει αυτών, και οι τρεις ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', Η' περ. δ' και Δ' του ΚΠΔ. αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 2. ΕΠΕΙΔΗ, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8 Ιουνίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 κατά της 28.575/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή. Προς υποβολή εγκλήσεως νομιμοποιείται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος. [;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;] Απορρίπτει (ρ======= ).
null
null
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 988/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης .....,που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μουλά, περί αναιρέσεως της ΒΤ320/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1572/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Στην κρινόμενη με αριθμό 21/12-9-2007 έκθεση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό ΒΤ 320/19-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών και χρηματική ποινή 300.000 δραχμών, για παράβαση του νόμου περί επιταγών, ζητεί την αναίρεση αυτής για τους παρακάτω λόγους: α) "επειδή η εκκαλουμένη στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, εφόσον αντί της προσηκούσης αιτιολογίας οι σκέψεις που αναφέρονται στο σκεπτικό συνιστούν τελείως τυπική αιτιολογία που δεν περιέχει εκτίμηση σκέψη και η απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' ΚΠΔ. Ειδικότερα επειδή η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να περιέχει το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως", β) επειδή η εκκαλουμένη έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, από την οποία προκύπτει ότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, δηλαδή δεν είχε την δυνατότητα η κατηγορουμένη να ενημερώσει για την αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας της, γεγονός που αναγνώρισε ο ένας εκ των δικαστών του δικαστηρίου, που έκρινε ότι η έφεση έπρεπε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη", γ) επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είναι δέκα ημέρες, εκτός αν η διαμονή του είναι άγνωστη, οπότε είναι τριάντα μέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως και δ) επειδή προέκυψαν νέα γεγονότα από τα οποία προκύπτει το εμπρόθεσμο της έφεσής μου. Ειδικότερα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθμό 24128/18-4-2007 απόφασή του δέχθηκε ως εμπρόθεσμη την έφεσή μου και έπαψε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί γενικά και αόριστα οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι τυχόν πλημμέλειες, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, με αριθμό 21, από 12 Σεπτεμβρίου 2007, αίτηση αναιρέσεως της ....., κατά της υπ' αρ. 320/19-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αοριστία των λόγων αναιρέσεως. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 974/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Παπαβασιλείου, για αναίρεση της με αριθμό 3.581/2006 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Πλημμε-λειοδικείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "...... ΟΕ", που εδρεύει στον ......... Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 596/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικά αυτεπαγγέλτως, αλλά με το άρθρο 4 παρ.1 περ.Α του ν.2408/1996, που άρχισε να ισχύει από 4-6-1991, ορίστηκε, ότι στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, προστίθεται η παράγραφος 5, κατά την οποία "η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής, που δεν πληρώθηκε". Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Νόμου 2721/1999, προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παράγραφο 5, κατά το οποίο, για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παράγραφο 2 εδάφ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του Νόμου 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 40 - 47 του Νόμου 5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του προηγούμενου κομιστή, που δικαιούται σε έγκληση δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Νόμου 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' περ. δ' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 56 ΚΠΔ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της 3581/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, που δίκασε ως εφετείο, το εν λόγω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που σχηματίστηκε από τα μνημονευόμενα σε αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στη διάρκεια του έτους 2002 λειτουργούσε στη ..... Λάρισας ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "....... ΟΕ........", η οποία είχε τότε ως νόμιμο εκπρόσωπο τον ήδη κατηγορούμενο Χ1. Στις 18.01.2002, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, εξέδωσε την επίδικη τραπεζική επιταγή με αριθμό ...., ποσού 4.528,16 ευρώ, σε διαταγή της ήδη εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "....... Ο.Ε.", πληρωτέα από την τράπεζα με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕFG Ευrobank Ergasias Α.Ε." Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος μεταβίβασε τη συγκεκριμένη επιταγή προς την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "........ Ο.Ε.", και, στις 28.01.2002, η συγκεκριμένη εταιρία παρέδωσε την επιταγή στον υπάλληλο της Γ1, προκειμένου να την εμφανίσει στην πληρώτρια τράπεζα και να λάβει το ποσό της ως εντολοδόχος της κομίστριας εταιρίας. Ο υπάλληλος της κομίστριας εταιρίας, έχοντας την επιταγή στην κατοχή του, πήγε στο Kατάστημα Καλοχωρίου της πληρώτριας τράπεζας, προκειμένου να εισπράξει, όπως είχε εντολή από την εργοδότρια του, το ποσό της επιταγής, εκεί όμως του γνωστοποιήθηκε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής και ότι η σφράγιση της επιταγής ως ακάλυπτης προϋπέθετε αναγραφή των στοιχείων ταυτότητας του υπαλλήλου και της υπογραφής του στην οπίσθια πλευρά της επιταγής. Ο υπάλληλος της εγκαλούσας συμμορφώθηκε προς τις οδηγίες των υπαλλήλων της πληρώτριας τράπεζας, με συνέπεια να υφίστανται αναγραμμένα στην οπίσθια πλευρά της επιταγής η υπογραφή του υπαλλήλου και τα στοιχεία ταυτότητας του, το γεγονός όμως αυτό δεν μεταβάλλει την ιδιότητα του υπαλλήλου ως εντολοδόχου και απλού κατόχου της επιταγής ούτε καθιστά τον υπάλληλο της εγκαλούσας τελευταίο κομιστή της επιταγής. Στις 28.01.2002, επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε το ποσό της, διότι δεν είχαν τεθεί χρηματικά κεφάλαια στη διάθεση της πληρώτριας τράπεζας. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο υπάλληλος της εγκαλούσας ζήτησε να σφραγιστεί η επιταγή ως ακάλυπτη και απλήρωτη και στη συνέχεια επέστρεψε την επιταγή, σφραγισμένη πλέον, στην εργοδότρια του. Έτσι, η επιταγή επανήλθε στην κατοχή της εγκαλούσας, η οποία δεν έπαψε ποτέ να είναι τελευταία κομίστρια της επιταγής και δικαιούχος της ενσωματωμένης στην επιταγή απαίτησης. Στη συνέχεια, η εγκαλούσα εταιρία υπέβαλε στις 05.03.2002 έγκληση εναντίον του ήδη κατηγορουμένου, ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας "....... ΟΕ", που εξέδωσε την επιταγή, και, εξαιτίας αυτής της έγκλησης ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Λάρισας άσκησε στις 09.03.2002 ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου για την επίδικη αξιόποινη πράξη, εξαιτίας έκδοσης της πιο πάνω επιταγής, με το κλητήριο θέσπισμα ΑΒΩ Α-02/567. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τελευταία κομίστρια της επίδικης επιταγής ήταν και παρέμεινε η εγκαλούσα εταιρία "...... Ο.Ε.", προς την οποία μεταβιβάστηκε η επιταγή από τον κατηγορούμενο. Συνεπώς, η εγκαλούσα εταιρία είχε δικαίωμα στις 05.03.2002 να υποβάλει έγκληση εναντίον του κατηγορουμένου για την επίδικη αξιόποινη πράξη και η επίδικη ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου ασκήθηκε νόμιμα, αφού υπήρχε η έγκληση που απαιτείται για τη δίωξη. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η εναντίον του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την επίδικη πράξη δεν είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370 στοιχ. γ' ΚΠοινΔ, εξαιτίας έλλειψης της αναγκαίας έγκλησης (δηλαδή της έγκλησης του τελευταίου κομιστή της επιταγής), γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του πιο πάνω, παραδεκτού και νομικά βάσιμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ως ουσιαστικά αβάσιμου". Στη συνέχεια, το Πλημμελειοδικείο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που σχηματίστηκε από τα μνημονευόμενα παραπάνω στην ως άνω απόφαση του, κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε περαιτέρω ότι αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στη ...... ως νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "...... ΟΕ", την 18 Ιανουαρίου 2002 εν γνώσει του εξέδωκε επιταγή που δεν πληρώθηκε στον πληρωτή, διότι δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, δηλαδή εξέδωκε την υπ' αριθμ. ....επιταγή πληρωτέα παρά της Τράπεζας Εργασίας για ευρώ 4.528,16, η οποία, ενώ εμφανίστηκε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα την 28.1.2002, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος. Στη διάρκεια της δίκης τούτης ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε καθόλου, διαμέσου του συνηγόρου του, τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, ήτοι το γεγονός ότι στις 18.01.2002, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "....... ΟΕ", εξέδωσε την επίδικη τραπεζική επιταγή, ποσού 4.528,16 ευρώ, σε διαταγή της ήδη εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "........ Ο.Ε." και ότι, μολονότι η επιταγή αυτή εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε, διότι δεν είχαν τεθεί αντίστοιχα χρηματικά ποσά στη διάθεση της πληρώτριας". Δηλαδή, δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας ότι η παραπάνω εγκαλούσα εταιρεία ".......Ο.Ε." δεν μεταβίβασε την επιταγή σε τρίτο, αλλά την παρέδωσε στον υπάλληλο της Γ1, προκειμένου να μεταβεί στην Τράπεζα προς είσπραξη. Κατ' ακολουθίαν κομιστής της επιταγής δεν ήταν ο Γ1, αλλά η ως άνω εταιρεία. Επομένως, το παραπάνω Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, με το να μη κηρύξει τη με βάση την έγκληση της εταιρείας "........ Ο.Ε." ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη απαράδεκτη, πράγμα που δεν θα συνέβαινε ούτε και αν τελευταίος κομιστής ήταν ο Γ1, η δε εταιρεία εξ αναγωγής υπόχρεος που πλήρωσε την επιταγή. Ενόψει όλων αυτών, ο μοναδικός ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' περ. δ' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, απορριπτέος. ΕΠΕΙΔΗ, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 3.581/2006 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή. Προς υποβολή εγκλήσεως νομιμοποιείται και ο εξ αναγωγής [;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;] υπόχρεος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
1
Αριθμός 973/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, για αναίρεση της 20964/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 979/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 371 παρ. 1 και 370 παρ. 1 εδ. γ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συνάγεται ότι η απόφαση για την παύση της ποινικής διώξεως είναι οριστική και εκδίδεται και δημοσιεύεται ξεχωριστά όπως κάθε οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Όμως, απ' αυτό και μόνο, δεν υφίσταται δικονομική υποχρέωση όπως το μέρος της αποφάσεως, που αφορά την κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης λόγω εκκρεμοδικίας για ανέγερση κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως να έχει χωριστό αριθμό, διότι η απόφαση είναι ενιαία τόσο ως προς το μέρος περί κηρύξεως της ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης, όσο και ως προς το επόμενο περί ενοχής. Πέραν όμως τούτων, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον, κατ' άρθρο 463 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να προβάλει τέτοιο λόγο ακυρότητας, διότι η απόφαση δεν θίγει καθ' οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα του. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το δίκασαν ως Εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την 20.964/2007 απόφασή του, χωρίς να απαντήσει προηγουμένως στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στα πρακτικά, διότι δεν έχε τέτοια υποχρέωση, αφού οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί, όπως προκύπτει από τα ως άνω πρακτικά, δεν αναπτύχθηκαν και προφορικώς και επομένως δεν προβλήθηκαν παραδεκτώς, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, ότι "αποδείχθηκε ότι στη ...... Αττικής ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1999 έως 31.12.99, εντός δημόσιας δασικής έκτασης, εμβαδού 0, 4185 στρεμμ. στη θέση "......" ανήγειρε χωρίς δικαίωμα κτίσμα, ήτοι περίφραξη στερεά συνδεδεμένη με το έδαφος, που διέθετε συρματόπλεγμα. Επίσης, προέβη στην κατασκευή οικίας, διαστάσεων 9 Χ 10 μ (εμβαδού 90 τ.μ.), καθώς και σε περίφραξη χωρίς προηγουμένως να εφοδιασθεί με την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε την παράγραφο 3 II του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε, ισχυριζόμενος ότι η δασική έκταση είναι μικρότερη από 0,3 εκτάρια, που απαιτεί ο νόμος για να χαρακτηρισθεί κάποια έκταση ως δασική, πλην όπως προέκυψε από την κατάθεση του δασοφύλακα, σε συνδυασμό με το ακριβές φωτοαντίγραφο του κτηματικού χάρτη, η επίδικη έκταση αφορά τμήμα μείζονος εκτάσεως δασικής και βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις, που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση. Όσον αφορά την πράξη της κατασκευής της οικίας εντός της δασικής έκτασης, θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη, λόγω εκκρεμοδικίας, διότι ο κατηγορούμενος έχει καταδικασθεί για την ίδια πράξη με την υπ' αριθ. 53212/06 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός περί παραγραφής της πράξης, με την αιτιολογία ότι του κλητηρίου θεσπίσματος έλαβε ο κατηγορούμενος γνώση το πρώτον στις 5.12.2006, διότι όπως προκύπτει από το από ....... αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος προς άγνωστης διαμονής κατηγορούμενο, ο τελευταίος κλητεύθηκε νομοτύπως την ανωτέρω ημερομηνία για τη δικάσιμο της 27.4.2004, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (οπότε και δικάστηκε ερήμην) και του επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα. Την ανωτέρω ημερομηνία δεν είχε συμπληρωθεί πενταετία αλλά ούτε και οκταετία από την τέλεση της πράξης". Ακολούθως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση του κατηγορουμένου κατά της 56.268/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 1) κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του ήδη αναιρεσείοντος, λόγω εκκρεμοδικίας, του ότι αυτός "στην δασική θέση "....." της περιφέρειας ...... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.99, μέχρι 31.12.9 εντός δημόσιας δασικής έκτασης, χωρίς δικαίωμα ανήγειρε κτίσμα. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εντός δημόσιας δασικής έκτασης, εμβαδού 0,4185 στρεμμάτων που βρίσκεται στην ανωτέρω δασική θέση, προέβη στην κατασκευή κτίσματος διαστάσεων 9 Χ 10 μ και εμβαδού 90. τ.μ." και 2) Κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι "στη δασική θέση "...." της περιφέρειας ...... Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα 1.6.99 μέχρι 31.12.99, α) εντός δημόσιας δασικής έκτασης, εμβαδού 0,418 στρεμμάτων που βρίσκεται στην ίδια δασική θέση, προέβη στην κατασκευή περίφραξης, συνδεδεμένης στερεά με το έδαφος, που έφερε και συρματόπλεγμα και β) με πρόθεση προέβη ως ιδιοκτήτης στη κατασκευή κτίσματος και περίφραξης (όπως ανωτέρω) χωρίς προηγουμένως να εφοδιασθεί με την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας". Έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όμως, το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, ενώ κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω εκκρεμοδικίας, ως προς την ανέγερση του κτίσματος, εν τούτοις, στο διατακτικό, όπως αναφέρεται παραπάνω, στην β' πράξη, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για αυθαίρετη οικοδομική εργασία (χωρίς άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας) και για το κτίσμα (που γι' αυτό προηγουμένως είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη) και για την περίφραξη. Έτσι όμως υπερέβη το δικαστήριο την εξουσία του και ως προς αυτό, κατέστησε αναιρετέα την απόφαση του. Κατά συνέπεια, η υπό κρίσην αναίρεση θα πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση (δηλαδή εκτός από το μέρος που αφορά την χωρίς άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας κατασκευασθείσα περίφραξη) και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ) προκειμένου να προβεί σε νέα επιμέτρηση της ποινής. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Αναιρεί την 20.964/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος με το οποίο κηρύχθηκε ο αναιρεσείων ένοχος και για την ανέγερση κτίσματος χωρίς άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να γίνει νέα επιμέτρηση της ποινής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Η απόφαση για την παύση της ποινικής διώξεως ή για την κήρυξη αυτής απαράδεκτης λόγω εκκρεμοδικίας είναι μεν οριστική, δεν υφίσταται όμως δικονομική υποχρέωση για να λάβει αυτή ξεχωριστό αριθμό, διότι η απόφαση είναι ενιαία τόσο ως προς το μέρος περί κηρύξεως της ποινικής διώξεως απαράδεκτης, όσο και ως προς το επόμενο περί ενοχής. Πέραν τούτου ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλει τέτοιο λόγο ακυρότητας. 2) Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί και ενστάσεις πρέπει να αναπτύσσονται και προφορικά. Η καταχώρησή τους και μόνο στα πρακτικά δεν είναι αρκετή για το παραδεκτό τους. 3) Αναιρείται εν μέρει η απόφαση και δη ως προς το μέρος της με το οποίο ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε και για πράξη, για την οποία η ποινική δίωξη είχε κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας και παραπέμπεται η υπόθεση, για νέα επιμέτρηση της ποινής. Αναιρεί και παραπέμπει.
Προφορική ανάπτυξη
Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Αναίρεση μερική, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη, Απόφαση.
2
Αριθμός 972/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Λάϊο, περί αναιρέσεως της ΒΓ900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενο τον χ2. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 839/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τη διάταξη των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Νόμου 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και τον συγκατηγορούμενό του χ2, ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση, του ότι στον Πειραιά την 4.11.99, ενώ ήταν μέλος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΤΡΑΝΣΜΕΝΤ ΑΕ, την οποία και εκπροσωπούσε και έχοντας απασχολήσει κατά την χρονική περίοδο από 6-99 έως 9-99 στην ως άνω εταιρεία προσωπικό με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας που ασφαλίζονταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών ασφαλίσεων, σε Οργανισμό δηλαδή κοινωνικής ασφαλίσεως υπαγόμενο στο Υπουργείο Εργασίας και τώρα στο Υπουργείο Κοινωνικών ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο Ι ΚΑ τις κατωτέρω εισφορές 5396.500 δρχ. μέσα σε 30 ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία υπέπεσε στις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: 1) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτικών ποσού 3.597.667 δρχ. δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό, μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές και 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του εργατικές ποσού 1.798.833 δραχμών, με σκοπό να τις αποδώσει στον άνω Οργανισμό δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Για την μη καταβολή των εισφορών συντάχθηκε η με αριθμό .......ΠΕΕ. Για τις παραπάνω πράξεις το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί μία τριετία και έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ. Αιτιολογώντας την πιο πάνω καταδικαστική κρίση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εταιρεία με την επωνυμία ΤΡΑΝΣΜΕΝΤ Α.Ε., όφειλε να καταβάλει στο ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές που αφορούσαν τη χρονική περίοδο 1.6.99 έως και 30.9.99, συνολικού ύψους 5.396.500 δρχ. Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών έπρεπε να γίνει από το τέλος του επομένου μήνα αφότου γεννήθηκαν, ήτοι από 30.6.1999 έως και 31.10.1999. πλην όμως, ποτέ δεν καταβλήθηκαν. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, που κατέστησαν απαιτητές οι ασφαλιστικές εισφορές, ήσαν μέλη του Διοικητικού συμβουλίου της ως άνω οφειλέτριας ανωνύμου εταιρείας και συγκεκριμένα...... ο δεύτερος κατηγορούμενος, κατά το χρόνο δημιουργίας οφειλών προς το ΙΚΑ, διατηρούσε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της οφειλέτριας ως άνω εταιρείας και είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων της. Με αυτά που δέχθηκε το ως εφετείο δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό (διότι η συμπλήρωση αυτή δεν φθάνει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα πραγματικά περιστατικά) διέλαβε στην απόφαση του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που έχει εκτεθεί παραπάνω στη νομική σκέψη, αφού με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς ούτε εκ πλαγίου να παραβιάσει. Ειδικότερα, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, οι μη καταβληθείσες και παρακρατηθείσες εισφορές προς το ΙΚΑ, αφορούσαν στη χρονική περίοδο 1.6.1999 έως και 30.9.1999. Η αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η καταβολή έπρεπε να γίνει από το τέλος του επόμενου μήνα, δηλαδή από 30.6.1999 έως 31.10.1999, αντί του ορθού από 31.7.1999 έως 31.10.1999 οφείλεται προφανώς σε παραδρομή και δεν επιδρά επί του χρόνου της παραγραφής. Περαιτέρω, η απόφαση, από τον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, προσδιορίζει ότι απασχολήθηκε προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που ασφαλίζονταν στο ΙΚΑ και τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας (ΑΕ). Επίσης στο σκεπτικό προσδιορίζεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως εκπροσώπου της εταιρείας, και αναφέρεται ότι αυτός ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και ότι κατά τον χρόνο της δημιουργίας των οφειλών προς το ΙΚΑ, αυτός διατηρούσε την ως άνω ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της οφειλέτριας και είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων της. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 10/4.5.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά της ΒΤ 900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανωτέρω καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών και χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών προς το Ίδρυμα Κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ). ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στη δικαστική απόφαση. Είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, αρκεί να αναφέρονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη. Απορρίπτεται η αναίρεση, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών, περιέχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ αιτιολογία, αφού προσδιορίζεται σ’ αυτήν ότι απασχολήθηκε προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ, στην αναφερόμενη εταιρεία, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας (ΑΕ) και η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εκπροσώπου, ως προέδρου του ΔΣ της εργοδότριας εταιρείας, η αναγραφή δε στην απόφαση ότι η καταβολή έπρεπε να γίνει από το τέλος του επόμενου μήνα, ήτοι από 30.6.1999 έως 31.10.1999, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή και δεν επιδρά επί του χρόνου της παραγραφής. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 967/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων, περί κανονισμού αρμοδιότητας Δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον Ψ, και με εγκαλούντα τον Χ. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 4 Απριλίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 671/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 241/15.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων την από 4-4-2007 αίτηση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, περί κανονισμού αρμοδιότητος, εκθέτω τα εξής: Από το άρθρο 132 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξ ίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα, ο 'Αρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια? η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος εισάγει την αίτηση στον 'Αρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο. Εξ'άλλου, κατά το άρθρ. 122 Κ.Π.Δ., εφ'όσον δεν πρόκειται περί εγκλήματος τελεσθέντος με έντυπο, η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου ετελέσθη το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη. Κατά δε το άρθρ. 16 Π.Κ., τόπος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε εν όλω ή εν μέρει την αξιόποινο ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή , σε περίπτωση αποπείρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθη το αξιόποινο αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, εκ των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Ψ, υπέβαλε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Ιωαννίνων την από 18-7-2006 έγκλησή του κατά του Χ, και κάθε άλλου υπευθύνου, ο δε εισαγγελεύς πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, δια του από 19-7-2006 εγγράφου του, διεβίβασε την ανωτέρω έγκληση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω αρμοδιότητος κατά τόπο. Εν συνεχεία, ο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του από 3-3-2007 εγγράφου του, επέστρεψε την εν λόγω έγκληση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, επικαλούμενος αρμοδιότητα του τελευταίου, "εκ του τόπου τελέσεως-Ιωάννινα", και έτσι επήλθε αποφατική σύγκρουσις αρμοδιότητος. Εφ'όσον δε οι ανωτέρω εισαγγελείς υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία (Αθηνών-Ιωαννίνων), αρμόδιος προς κανονισμό αρμοδιότητος, στην περίπτωση αυτή, είναι ο 'Αρειος Πάγος εν συμβουλίω. Δια της ανωτέρω εγκλήσεως, καταγγέλεται ότι στις .... και στις ....., δια δελτίων ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ".......", εκπέμποντος σε όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά και πέραν αυτού, ο ανωτέρω εγκαλούμενος, δημοσιογράφος του ως άνω σταθμού και κάτοικος .... (τηλεοπτικός σταθμός "......"), είπε ότι ο εγκαλών τιμωρήθηκε με πρόστιμο, ως Υποδιευθυντής αρμόδιος για το Τ.Μ.Δ. Ιωαννίνων, για το θέμα της απόδρασης του ρώσου δολοφόνου Γ1 (που έγινε στις .....) και για τον θάνατο των δύο αστυνομικών του Τμήματος Μεταγωγών Κρατουμένων Ιωαννίνων. Ως αναφέρεται δε στην υπό κρίση αίτηση, ο ανωτέρω σταθμός εκπέμπει το σήμα του από την Αθήνα, όπου ευρίσκονται οι εγκαταστάσεις του (στούντιο). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, ως εκ του τόπου τελέσεως της ανωτέρω πράξεως, αλλά και λόγω της κατοικίας του εγκαλουμένου (Αθήνα), πιθανότατα δε και της κατοικίας κάθε άλλου, εναντίον του οποίου στρέφεται η ανωτέρω έγκληση, πρέπει να προσδιορισθή ως αρμόδιος κατά τόπο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών, επί της εγκλήσεως αυτής, ο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών Αθηνών. Επομένως, πρέπει να γίνη δεκτή η νομοτύπως υποβληθείσα υπό κρίση αίτηση και να κανονισθή ως άνω η τοπική αρμοδιότης, στην προκειμένη περίπτωση. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να γίνη δεκτή η από 4-4-2007 αίτηση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Ιωαννίνων και να προσδιορισθή ως αρμόδιος κατά τόπο Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών, επί της από 18-7-2006 εγκλήσεως του Ψ, κατά του Χ, και κάθε άλλου υπευθύνου, ο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών Αθηνών. Αθήναι 28 Μαΐου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 132 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξ ίσου αρμοδίων, που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα.... § 2, ο Άρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία.... προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέως ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια· η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος την εισάγει στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο. Τα δικαστήρια δεν υπόκεινται το εν εις το άλλο, όταν επιλαμβάνονται της υποθέσεως εις πρώτον βαθμόν και όχι κατόπιν προσβολής της αποφάσεως του ενός ενώπιον του άλλου. Εκ των διατάξεων του άνω άρθρου σαφώς προκύπτει ότι περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος υπάρχει και όταν έχουν επιληφθεί της αυτής ή συναφούς αξιοποίνου πράξεως, περισσότερα από ένα δικαστήρια ή Συμβούλια ή ανακριτικές αρχές, τα οποία είναι εξ ίσου αρμόδια και δεν υπάγονται το εν στο άλλο, και ή θεώρησαν ότι η πράξη αυτή υπάγεται εις την αρμοδιότητά των ή απέσχον να επιληφθούν, διότι εθεώρησαν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα. Ούτως η σύγκρουση αρμοδιότητος είναι α) καταφατική, όταν πλείονα δικαστήρια (ή ανακριτικές αρχές) επιληφθέντα της υποθέσεως εθεώρησαν εαυτά αρμόδια, ότε δημιουργείται κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και β) αποφατική, όταν απέσχον θεωρήσαντα εαυτά αναρμόδια, ότε δημιουργείται κίνδυνος αρνησιδικίας. Σκοπός του κανονισμού της αρμοδιότητος είναι η πρόληψη ή η άρση μεταξύ των περισσοτέρων παραλλήλως ενεργούντων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, της διενεργείας πολλαπλών ασκόπων ενεργειών και αμφισβητήσεων ή διενέξεων και συνεπώς προϋπόθεση του κανονισμού της αρμοδιότητος αποτελεί η ύπαρξη περισσοτέρων τοπικώς αρμοδίων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, που να έχουν επιληφθεί της αυτής υποθέσεως ως αρμόδια. Εξάλλου κατ' άρθρον 122 § 1 Κ.Ποιν.Δικ., εφ' όσον δεν πρόκειται για έγκλημα που τελέστηκε με έντυπο, περί του οποίου αναφέρει η παρ. 2 του αυτού άρθρου, "η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη", και κατ' άρθρον 16 Π.Κ. "Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη...". Στην προκειμένη περίπτωση, εκ των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Ψ, υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων την από 18/7/2006 έγκλησή του κατά του Χ και κάθε άλλου υπευθύνου, δια της οποίας καταγγέλεται ότι την ..... και την ..... δια των (απογευματινών και βραδινού) δελτίων ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού "....." εκπέμποντος από την .... όπου και τα στούντιο του σταθμού, σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού ο εγκαλούμενος δημοσιογράφος του σταθμού αυτού, κάτοικος Αθηνών, ισχυρίστηκε ενώπιον των τηλεθεατών ότι ο εγκαλών τιμωρήθηκε με πρόστιμο, ως Υποδιευθυντής αρμόδιος για το Τ.Μ.Δ. Ιωαννίνων, για το θέμα της απόδρασης του ρώσου δολοφόνου Γ1 (που έγινε στις .....) και για τον θάνατο των δύο αστυνομικών του Τμήματος Μεταγωγών Κρατουμένων Ιωαννίνων. Ο Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων δια του από 19/7/2006 εγγράφου του διεβίβασε την άνω έγκληση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω, αρμοδιότητός του κατά τόπο, ο δε Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του από 3/3/2007 εγγράφου του επέστρεψε την έγκληση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, επικαλούμενος αρμοδιότητα του τελευταίου "εκ του τόπου τελέσεως - Ιωάννινα και του ότι ο παθών είναι κυρίως γνωστός στην πόλη των Ιωαννίνων". Ούτω και επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητος, εφ' όσον δε οι ανωτέρω εισαγγελείς υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία, αρμόδιος προς κανονισμόν αρμοδιότητος είναι, εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο. Εις την κρινομένη από 4/4/2007 αίτηση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων αναφέρεται ότι ο τηλεοπτικός σταθμός "......" εκπέμπει το σήμα του από την ...., όπου ευρίσκονται και τα στούντιο του σταθμού, ως εκ του τόπου τελέσεως δε της ανωτέρω πράξεως, αλλά και λόγω της κατοικίας του εγκαλουμένου (Αθήνα) και πιθανότατα και της κατοικίας κάθε άλλου υπευθύνου, πρέπει, κατά παραδοχήν, της αιτήσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ιωαννίνων περί κανονισμού αρμοδιότητος, να προσδιορισθεί ως αρμόδιος κατά τόπο, ο Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών Αθηνών, επί της εγκλήσεως αυτής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προσδιορίζει ως αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, επί της από 18/7/2006 εγκλήσεως του Ψ, κατά του Χ και κάθε άλλου υπευθύνου, τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Άρθρο 132 ΚΠΔ. Περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος ανακύπτει εάν αμφισβητείται η αρμοδιότης μεταξύ πολλών αρμοδίων δικαστηρίων ή ανακριτικών αρχών, που δεν υπάγονται το εν εις το άλλο δια το αυτό έγκλημα ή τα περισσότερα αυτά δικαστήρια ή ανακριτικές αρχές αρνήθηκαν να επιληφθούν διότι έκριναν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα. Πότε καταφατική σύγκρουση αρμοδιότητος και πότε αποφατική - άρθρο 16 ΠΚ τόπος τέλεσης εγκλήματος άρθρο 122 ΠΚ.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 966/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ........, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευτύχιο Νικόπουλο, για αναίρεση της 717-718/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πανούση. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 56/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ.1 εδ. δεύτερο του ΚΠοινΔ το Δικαστήριο στην κατ'έφεση δίκη μπορεί, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν. Εξάλλου, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. 'Ετσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου για την εξέταση μάρτυρα που ήταν παρών στο ακροατήριο πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, έστω και αν η παραδοχή ή η απόρριψη τέτοιου αιτήματος έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 717-718/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που διέπραξε την 21-9-2000 σε βάρος του εγκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 με τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέλαβε στην από 21-9-2000 αγωγή της κατά του πρώην συζύγου της ........, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. 'Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη υπέβαλε προς το Δικαστήριο αίτημα "να εξεταστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης η κόρη της ....., η οποία και θα επιβεβαιώσει τα αναφερόμενα στην αγωγή γεγονότα". Ο Εισαγγελέας και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής πρότειναν να απορριφθεί το αίτημα της κατηγορουμένης, οι δε συνήγοροι της υπεράσπισης "είπαν ότι επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου". Ακολούθως το πιο πάνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης περί εξετάσεως της ως άνω μάρτυρα υπεράσπισης, η οποία προδήλως ήταν παρούσα (διαφορετικά σε περίπτωση απουσίας της θα ζητούνταν αναβολής της δίκης για την προσέλευσή της) με την εξής αιτιολογίας "Δεν κρίνεται λυσιτελής η εξέταση της δωδεκαετούς θυγατέρας της κατηγορουμένης περί του αποδεικτέου θέματος, προεχόντως, διότι βάση της κατηγορίας δεν είναι η εκ μέρους της κατηγορουμένης αναφορά (στην κατά του πρώην συζύγου της αγωγή) των οποίων αφηγήσεων των παιδιών για την διαμονή τους στην κατοικία του πατέρα τους, αλλά αν η κατηγορουμένη- με τα γραφόμενά της στην αγωγή-προσέδωσε στις αφηγήσεις αυτές την έννοια, ότι ο πρώην σύζυγός της και ο εγκαλών φίλος του είχαν μεταξύ τους ομοφυλοφιλικές σχέσεις, πράγμα που δεν φαίνεται- από την ημέρα τώρα διαδικασία- να υποστηρίζει ούτε η ίδια κατηγορουμένη. Επομένως το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί". Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένη αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση ούτε αναφέρονται σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ανωτέρω απορριπτική του αιτήματος κρίση του για την εξέταση της άνω μάρτυρα, περαιτέρω δε, από τη μη αιτιολογημένη αυτή απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης, υπήρξε έλλειψη ακρόασης αυτής και, συνακόλουθα επήλθε ακυρότητα από την αιτία αυτή. Παράλληλα από την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης παραβιάστηκε το δικαίωμα αυτής από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ'της "Ε.Σ.Δ.Α." (νδ.53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε' του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (ν.2462/1997) να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, εντεύθεν δε δημιουργήθηκε ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' του ΚΠοινΔ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του δικαιώματος ακροάσεως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί αυτή (προσβαλλομένη) ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος της κατηγορουμένης περί εξετάσεως ως μάρτυρα υπεράσπισης της αναφερόμενης θυγατέρας της. Μετά την αναίρεση κατά τούτο της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να αναιρεθεί αυτή και κατά τις περαιτέρω διατάξεις της, με τις οποίες καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα και της επιβλήθηκε ποινή δέκα (10) μηνών, αφού με την απόφασή του αυτή, το δικαστήριο, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα εξετάσεως μάρτυρα και εντεύθεν υπήρξε αφενός μεν έλλειψη ακρόασης της κατηγορουμένης και αφετέρου παραβίαση του προαναφερομένου δικαιώματος αυτής από την ΕΣΔΑ και το Δ.Σ.Α.Π.Δ., υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Ακολούθως, πρέπει, αναιρουμένης της προσβαλλόμενης απόφασης, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αριθμ. 717-718/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Δικαστήριο στην κατ’ έφεση δίκη μπορεί, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, ακόμη και αν τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν. Αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για εξέταση μάρτυρα υπεράσπισης που ήταν παρών στο ακροατήριο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Μάρτυρες.
0
Αριθμός 965/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Κακαρούνα, για αναίρεση της με αριθμό 983/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2007 αίτησή του, καθώς και στο από 17 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 552/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να αναγράφεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο, ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που, σε δεύτερο βαθμό δίκασε και την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, αναιρετικά κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 13 μέχρι 23 Ιουλίου 2003, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών και να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις (βλ. την από ....... έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης του ιατροδικαστή ........), αγόρασε, όχι αποκλειστικά για δική του χρήση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά με σκοπό την εμπορία, αφού αυτός είχε στην κατοχή του και ζυγαριά CORONA, κατέχουσα για τη ζύγιση ναρκωτικών, από άγνωστο άτομο 565 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί τιμήματος 250 ευρώ. Στη συνέχεια, από την πιο πάνω ποσότητα, πώλησε στις 23 Ιουλίου 2003 στον ...... 13 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί τιμήματος δέκα(10) ευρώ, ενώ κατείχε από την υπόλοιπη ποσότητα 500 γραμμάρια σε πλαστική σακούλα στο κάθισμα του κρεβατιού του και 50 γραμμάρια συσκευασμένη σε πλαστική σακούλα κρυμμένα μέσα σε μια ηλεκτρική σκούπα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε γι' όλα τα παραπάνω ο μάρτυρας αστυνομικός Γ1 (βλ. την από 24-7-2003 ένορκη κατάθεσή του). Πρέπει, επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για αγορά, κατοχή και πώληση από την ίδια ποσότητα, όπως στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ, που του αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, από μη τοξικομανή, με σκοπό την εμπορία και του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αδικημάτων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις,(άρθρα 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ και άρθρα 4 παρ. 1,3 Πίν. Α' αρ. 5 και 5 παρ.1 περ. β και ζ' του Ν.1729/1987), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε αποκτήσει την έξη της χρήσεως των ναρκωτικών ουσιών, κρίση την οποία στήριξε, από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, και οπωσδήποτε όχι μόνο από την έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης που αναγνώστηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτός. Επίσης, με πλήρη ανάλυση και σαφήνεια, προσδιορίζονται τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και επιστηρίζουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι την ποσότητα των 550 γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, που καταλήφθηκε αυτός να κατέχει, την κατείχε με σκοπό την εμπορία, αφού προόριζε να την διαθέσει σε τρίτους, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος, και οπωσδήποτε όχι μόνο από το γεγονός, που αυτός αβασίμως υποστηρίζει, της ανευρέσεως δηλαδή του ζυγού ακριβείας. Περαιτέρω, δεν υφίσταται ασάφεια, ούτε αντιφατικές παραδοχές από το γεγονός που αυτός επικαλείται, ότι ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, φέρεται να έχει πωλήσει ποσότητα 13 γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, ταυτόχρονα γίνεται δεκτό ότι πώλησε ολόκληρη την ποσότητα. Τούτο γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα του αιτιολογικού της, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι γίνεται δεκτό πως ο αναιρεσείων πώλησε μόνο ποσότητα 13 γραμμαρίων, που αποτελούσε μέρος της ίδιας ποσότητας των 565 γραμμαρίων της ναρκωτικής ουσίας αντί 10 ευρώ, και όχι το υπόλοιπο αυτής, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, την οποία οπωσδήποτε προόριζε να διαθέσει σε τρίτους έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο αντίστοιχος των πρόσθετων λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' και ήδη, μετά το άρθρο 50 παρ. 4 του Ν. 3160/30-6-2003, στοιχείο Η' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης, δημιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει, όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία, που δεν του παρέχεται από τον νόμο, αυτό δε συμβαίνει και όταν το επί της έφεσης του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 ΚΠΔ, την θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος, ενώ τέτοια χειροτέρευση του τελευταίου επέρχεται και όταν το Εφετείο τον καταδίκασε για έγκλημα βαρύτερο εκείνου, για το οποίο είχε καταδικασθεί με την πρωτόδικη απόφαση, έστω και αν δευτεροβαθμίως επιβάλλεται η ίδια ή ακόμη και μικρότερη από την πρωτοδίκως καταγνωσθείσα ποινή. Εξ' άλλου, το έγκλημα είναι βαρύτερο, εφόσον η, για τούτο αφηρημένως υπό του νόμου, απειλούμενη, ως προς το ελάχιστο ή και ως προς το ανώτατο, όριο, ποινή είναι μεγαλύτερη της για το άλλο έγκλημα απειλούμενης τοιαύτης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή του βασίμου ή όχι κάποιου λόγου αναίρεσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, κρίθηκε ένοχος, ως μη τοξικομανής, των πράξεων: α) της αγοράς β) της κατοχής και γ) της πώλησης ναρκωτικών ουσιών, με σκοπό την εμπορία, χωρίς όμως τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του ν.1729/1987, όπως τροποποιήθηκε και του επιβλήθηκε η ποινή της καθείρξεως των πέντε (5) ετών. Για την ποινικώς αυτή αξιόλογη αδικοπραξία η απειλούμενη, όσον αφορά το ελάχιστο αυτής όριο, ποινή είναι κάθειρξη τουλάχιστον δέκα(10)έτη και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) μέχρι εκατό εκατομμυρίων (1000.000.000) δραχμών, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 εδάφιο β' και ζ' του ν, 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993. Ο αναιρεσείων που άσκησε έφεση, πρωτοδίκως, με την υπ' αριθμό 1543/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, είχε καταδικασθεί σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, για τα αυτά ως άνω αδικήματα της αγοράς, κατοχής και πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών (άρθρα 4 παρ.1, 3 Πίν. Α, άρθρο 5 παρ.1 περ. β' και ζ' του ν.1729/1987), που απειλούνται, κατ' ελάχιστο όριο, με τα αυτά όρια ποινών. Κατόπιν αυτών, και με βάση τα προεκτεθέντα, το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δεν χειροτέρευσε την θέση του εκκαλέσαντος και ήδη αναιρεσείοντος καταδικασθέντος, στον οποίο επέβαλε μικρότερη, για τα ως άνω εγκλήματα, ποινή. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η' του Κ.Π.Δ, δεύτερος των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του Κ.Π.Δ, με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία, όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ.1 του Κ.Π.Δ, καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία (εκδοθείσα επί εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της υπ'αριθμό1543/2004 του Τριμελούς Εφετείου -Κακουργημάτων- Αθηνών), ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, κατοχής και πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή και με σκοπό την εμπορία, αναγνώσθηκε και η από 24-7-2003 προανακριτική κατάθεση του αστυνομικού Γ1. Ο αστυνομικός αυτός, όπως προκύπτει από τη με χρονολογία ..... έκθεση συλλήψεως, ναι μεν είχε προβεί στη σύλληψη του κατηγορούμενου- αναιρεσείοντος, δεν είχε όμως βεβαιώσει ο ίδιος στη σχετική έκθεση συλλήψεως, τις επ' αυτοφώρω καταληφθείσες ως άνω αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες παραπέμφθηκε και καταδικάσθηκε, και ούτε συνέταξε την από ...... " έκθεση σύλληψης και βεβαίωσης επ' αυτοφώρω", η οποία και αναγνώσθηκε. 'Οσον δε αφορά την ανάγνωση της προανακριτικής του κατάθεσης, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αποφάσεως, δεν προβλήθηκε από μέρους του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ή του παραστάντος συνηγόρου του, οποιαδήποτε αντίρρηση. Σύμφωνα με αυτά, από την ανάγνωση στο ακροατήριο του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, της καταθέσεως του αστυνομικού Γ1, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει δεν άσκησε στην υπόθεση αυτή, προανακριτικά καθήκοντα, δεν δημιουργήθηκε οποιαδήποτε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, για απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 33/13-3-2007 έκθεση αναιρέσεως και τους επ' αυτής από 17-12-2007 πρόσθετους λόγους, του Χ1, και ήδη κρατουμένου των Δικαστικών Φυλακών Πατρών, κατά της υπ' αριθμό 983/12-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αιτιολογία. Υπέρβαση εξουσίας. Δεν κατέστη χείρονα η θέση του αναιρεσείοντος. Δεν επήλθε ακυρότητα από την ανάγνωση της καταθέσεως του προανακριτικού υπαλλήλου-αστυνομικού, που συνέπραξε στη σύλληψή του και δεν εναντιώθηκε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στην ανάγνωσή της. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 964/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σπυράκο, περί αναιρέσεως της 68-69/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Μαρτίου 2007 και 14 Ιουνίου 2007 αιτήσεις της αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1037/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000 "κύρωση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν πρωτοκόλλων", όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή, ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι θεσπίσθηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού, για την απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (αρ. 386 Π.Κ.). Και τούτο, διότι, με το άρθρο 209 Α παρ. 1 της Συνθ. Ε.Ε. (ήδη άρθρο 280 παρ. 2 Συνθ. Ε.Κ.), κατά το οποίο "τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων, επιδιώχθηκε να εξομοιωθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με εκείνη κάθε κράτους μέλους. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι κάθε απάτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει άμεση βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου, όχι δε όταν το Δημόσιο απλώς οφείλει να αποδώσει στην κοινότητα τα αχρεωστήτως καταβληθέντα κοινοτικά κεφάλαια, αφού στην περίπτωση αυτή η βλάβη του δεν αποτελεί το άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης. Στην περίπτωση που, πριν από την ισχύ του Ν. 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του αρ. 386 Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), διότι η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθούν αυτές του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000, αντί εκείνων του αρ. 386 Π.Κ. ως ειδικές. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 68-59/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Ναυπλίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για απάτη κατ' εξακολούθηση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας σε βάρος της Ε.Ο.Κ. (F.E.O.G.A.), κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορούμενη Χ1, στην Αθήνα και κατά το από μηνός Φεβρουαρίου 1992 έως του μηνός Δεκεμβρίου 1992 έτους χρονικό διάστημα και κατά τις ως ειδικότερον παρακάτω, αναφερθησόμενες ημεροχρονολογίες, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "......... Ο.Ε.", της οποίας ετύγχανε ομόρρυθμο εταίρος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλους, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, σε πράξεις συνεπαγόμενες διάθεση περιουσίας και δη της περιουσίας του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεως (F.E.O.G.A.), στο οποίο προξένησαν ζημία μεγαλύτερη των 50.000.000 δραχμών, της από κάθε πράξης της προκληθείσης στο ως άνω Ταμείο ζημίας υπερβαινούσης το ποσό των 25.000.000 δραχμών, από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξεως αυτής και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος από αυτήν προς δε σταθερή ροπή προς τέλεση της συγκεκριμένης πράξης ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Ειδικότερον αυτή παρέστησε κατ' εξακολούθηση ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της Διεύθυνσης ΔΗ.ΛΙ.ΖΩ. - ΔΙΔΑΓΕΠ του Υπουργείου Γεωργίας, με τις αιτήσεις οικονομικής ενίσχυσης που υπέβαλε κάθε μήνα (μέσω του ΕΣΒΙΤΕ) και τις επισυναπτόμενες σ' αυτές διασαφήσεις εξαγωγής τυποποιημένου ελαιολάδου, οι οποίες ήσαν ψευδείς κατά το περιεχόμενο, σε τρίτες χώρες, ότι δήθεν η ως άνω Ομόρρυθμη Εταιρεία τυποποίησε και εξήγαγε Α) βάσει των με αριθμούς ...., ..... και ....... Διασαφήσεων εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς, Γ' Τελωνείου Πειραιώς και Α' Τελωνείου Πειραιώς αντιστοίχως, ποσότητες109/920 κιλών ελαιολάδου, με κάθε μία από τις ως άνω διασαφήσεις, προς Ιορδανία, Αίγυπτο και Λίβανο, αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ......... εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (13.302.299 δρχ. χ 3 ίσον) 39.906.897 δραχμών, Β) βάσει των με αριθμούς ........ και Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς ποσότητες 219.840 και 109.920 κιλών ελαιολάδου, αντιστοίχως, προς το Λίβανο, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ........ εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των 926.604.597 δρχ. συν 13.302.299 δραχμών ίσον) 39.906.896 δραχμών. Γ) βάσει των με αριθμούς ..... και ........ Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς ποσότητες 175.872 και 43.968 κιλών, αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (21.283.678 δρχ. συν 5.320.919 δρχ. ίσον) 26.604.597 δραχμών. Δ) βάσει των με αριθμούς ......., ......, ........, ........ και ....... Διασαφήσεων Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς, ποσότητες 65.952 και 87.936 και 109.920 και 109.920 και 65.952 κιλών ελαιολάδου αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας και καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (7.778312 δρχ. συν 10.371.081 δρχ. συν. 12.594.634 δρχ. συν 12.594.634 δρχ. συν 7.353.780 δρχ. ίσον) 50.692.444 δραχμών και Ε) βάσει των με αριθμούς ......, ....., ........, ....... και ....... Διασαφήσεων Εξαγωγής του Α' Τελωνείου Πατρών, ποσότητες 91.600 και 91.600 και 91.600 και 175.872 και 175.872 κιλών ελαιολάδου αντιστοίχως, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολή πληρωμής σε εκτέλεση της οποίας και καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των (10.741.382 δρχ. συν 10.741.382 δρχ. συν 10.741.382 δρχ. συν 20.623.454 δρχ. συν 20.623.454 δχ. Ίσον) 73.471.054 δραχμών. Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, η ζημία που προξενείτο στο ως άνω Ταμείο υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών, κατά τα προαναφερθέντα. Κατ' αλήθεια, με τις ως άνω διασαφήσεις εξαγωγής, εξήχθη στην αλλοδαπή, όχι ελαιόλαδο, αλλά σογιέλαιο, για το οποίο η παραπάνω εταιρεία δεν εδικαιούτο να λάβει ενίσχυση - επιδότηση από το ως άνω Ταμείο. Τούτο προέκυψε κατόπιν ελέγχου της ως άνω εταιρείας, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι στις αποθήκες της υπήρχε έλλειψη 100 τόνων ελαιολάδου, (εμφάνιση μεγαλύτερων αγορών ελαιολάδου από τις πραγματικές, προκειμένου να δικαιολογείται εν τέλει η εξαγωγή δήθεν ελαιολάδου). Οι φερόμενοι ως πωλητές ελαιολάδου προς την ως άνω εταιρεία παραγωγής αρνήθηκαν τις επικαλούμενες από την εταιρεία αγορές ελαιολάδου, ότι Κοντέϊνερς, που δήθεν περιείχαν ελαιόλαδο πωληθέν από την εταιρεία προς Αιγύπτιους κ.λ.π. και είχαν εναποτεθεί προσκαίρως στην Κύπρο αντί ελαιολάδου, περιείχαν κατ' αλήθειαν Σογιέλαιο κ.λ.π.). Το Δικαστήριο δέχεται ότι στο πρόσωπο της ως κατηγορουμένης αυτής συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου αφού, μέχρι την τέλεση αυτής, έζησε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, προς δε, μετά την τέλεση αυτής, επέδειξε καλή συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα. (άρθρο 84 παρ. 2α και 2ε του Π.Κ.). Από την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω πράξης, προκύπτει ότι αυτή, και με βάσει την υποδομή που είχε αναπτύξει η υπ' αυτής εκπροσωπουμένη ως άνω εταιρεία, αν δεν ανεκαλύπτετο η έκνομη ως άνω δραστηριότητά της, θα εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει την τέλεση της ως άνω πράξεως της προς το σκοπό του πορισμού εισοδήματος, από την επανειλημμένη δε τέλεση αυτής, προκύπτει ότι αυτή είχε σταθερή ροπή προς τέλεση της πράξεως αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχη από την ως άνω κατ' εξακολούθηση τελεσθεισών μερικωτέρων πράξεών της. Ο συγκατηγορούμενος της Χ2 (αδελφός της), ήταν μεν ομόρρυθμος εταίρος της ως άνω εταιρείας κατά τους κρίσιμους ως άνω χρόνους, πλην όμως αυτός δεν ετύγχανε διαχειριστής της ως άνω εταιρείας και ως εκ τούτου ουδεμίαν αυτός είχε συμμετοχή στην τέλεση της ως άνω πράξεως (ως συναυτουργός). Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί αυτός αθώος των πράξεων αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η δυνάμει της με αριθμό ...... Διασάφησης Εξαγωγής του Γ' Τελωνείου Πειραιώς γενομένης εξαγωγή ποσότητας 219.840 κιλών ελαιολάδου προς τον Λίβανο βάσει της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ....... εντολής πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία, πλην του ποσού των 26.604.597 δραχμών, που προαναφέρθηκε, και επιπλέον ποσό 26.604.597 δραχμών, αφορούσε πραγματική εξαγωγή ελαιολάδου και εντεύθεν νομίμως καταβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία το παραπάνω ποσό και γι' αυτό το λόγο πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 της αποδοθείσης σ' αυτούς μερικότερης ως άνω πράξης. Περαιτέρω προέκυψε ότι σε όλες τις υπόλοιπες μερικότερες πράξεις απάτης που αποδίδονται στους Χ1 και Χ2 και αφορούν την τυποποίηση ελαιολάδου προοριζομένου για την εγχώρια κατανάλωση (εσωτερικό) ως και την εξαγωγή τυποποιημένου ελαιολάδου στην αλλοδαπή (εξωτερικό) η από κάθε μία από αυτές προκληθείσα στο ως άνω Ταμείο ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών και εντεύθεν αυτές φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα. Από τους χρόνους όμως τέλεσης αυτών, που ανάγονται στα έτη 1987, 1988, 1989, 1990, 1991 και 1992 και μέχρι την εκδίκαση της ένδικης κατ' αυτών υπόθεσης (5.3.2007), έχει παρέλθει χρόνος που υπερβαίνει οπωσδήποτε την οκταετία και ως εκ τούτου αυτές υπέπεσαν σε παραγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 3 εδ. α Π.Κ. και γι' αυτό το λόγο πρέπει να παύσει οριστικά η κατ' αυτών για τις ως άνω μερικότερες πράξεις ασκηθείσα ποινική δίωξη. Τέλος, ως προς τον κατηγορούμενο Χ3, φερόμενον ως παρασχόντα στους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2 συνδρομή για την υπ' αυτών τέλεση μερικότερης πράξης από της βάσει της ....... Διασάφησης Εξαγωγής του Α' Τελωνείου Πατρών αφορώντας την εξαγωγή ποσότητας 175.872 (ή 17.587,2) κιλών ελαιολάδου στην Αίγυπτο, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί δεν είχαν ζητήσει την καταβολή επιδότησης στην εν λόγω εταιρεία βάσει της ως άνω Διασάφησης και, ως εκ τούτου, δεν καταβλήθηκε επιδότηση - ενίσχυση στην εταιρεία αυτή για την αιτία αυτή. Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί αυτός (κατηγορούμενος Χ3) αθώος της ως άνω πράξης". Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παράλληλα στέρησε αυτήν και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενώ στο αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, με τις διαλαμβανόμενες σ' αυτό εξακολουθητικές απατηλές πράξεις, έβλαψε την περιουσία του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεως (F.E.O.G.A.), δέχεται και εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., 4 παρ. 1 του Ν. 2803/2000 και 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, μολονότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, θα έπρεπε να εφαρμοσθεί, ως ειδική, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000. Περαιτέρω, η εφαρμογή των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και του αρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 δεν αιτιολογείται, εφόσον, στο αιτιολογικό, δεν γίνεται καθόλου δεκτό, με παράθεση, ως αποδειχθέντων, πραγματικών περιστατικών, ότι επήλθε άμεση ζημία σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία (ζημία), θα επέτρεπε την εφαρμογή και των ως άνω διατάξεων. Και μπορεί, μεν, στο διατακτικό, να γίνεται, για πρώτη φορά, δεκτόν ότι, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, με τις ίδιες πράξεις της, "απείλησε να προκαλέσει ίσης αξίας ζημιά και στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου", όμως, εφόσον σ' αυτό (διατακτικό), δεν περιέχονται πραγματικά περιστατικά, που να δικαιολογούν την "απειλή επέλευσης της προαναφερθείσας ζημίας", δεν καθίσταται εφικτό να διακριβωθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το τι γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη, πέρα από το γεγονός ότι, ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε σαφής και αιτιολογημένη παράθεση πραγματικών περιστατικών, η ζημία αυτή ήταν ούτως ή άλλως έμμεση και όχι άμεση και, συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, θα έπρεπε θα προκύπτει σαφώς ότι υπήχθησαν στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι, στο διατακτικό η προσβαλλόμενη φαίνεται να δέχεται την εφαρμογή και του άρθρου 386 παρ. 3 του Π.Κ. και του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αφού, αναφορικά με τη πρώτη ουσιαστική ποινική διάταξη, δέχεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα τις εξακολουθητικές πράξεις με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 386 του Π.Κ., κάτι όμως που δεν απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2803/2000, ενώ, ο Ν. 1608/1950, δεν προβλέπει νέα εγκλήματα, αλλά αναφέρεται στα ήδη προβλεπόμενα και μάλιστα περιοριστικά, των οποίων αναβιβάζει το πλαίσιο της ποινής, χωρίς να καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε να μεταβάλλει τους όρους των εγκλημάτων του Π.Κ. που περιλαμβάνονται στο άρθ. 1 αυτού, στα οποία, όμως (περιοριστικώς αναφερόμενα εγκλήματα), δεν περιλαμβάνεται αυτό του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000. Τέλος, δεν καθίσταται δυνατόν να διακριβωθεί, εάν πρόκειται περί μιας πράξης απάτης ή για κατ' εξακολούθηση απάτη, καθόσον, η προσβαλλομένη, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Γεωργίας, η οποία είχε προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, τα ως άνω όργανα προέβησαν σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθηση τελέσεως της απάτης. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι των αναιρέσεων (η πρώτη ασκήθηκε πριν την καταχώριση της προσβαλλομένης στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του Ποινικού Δικαστηρίου και η δεύτερη μετά την καταχώριση, εμπροθέσμης και, έτσι, θεωρούνται ως ενιαίο κείμενο), είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί και μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (αρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 68-69/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη σε βάρος Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Πρόσωπο που υπέστη βλάβη είναι η ΕΟΚ και εφαρμόζεται ο ν. 2803/2000. Η έμμεση ζημία του Ελληνικού Δημοσίου δεν δικαιολογεί εφαρμογή του άρθρου 386 Π.Κ. και του ν. 1608/50.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Ευρωπαϊκή Ένωση.
0
Αριθμός 963/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 και συγκατηγορουμένους τους: 1)Χ2 και 2) Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.2.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 338/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, με αριθμό 243/15.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Ευαγγελία Ανδριανάκου του Κωνσταντίνου, δυνάμει της από 14-2-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3024/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1 , καθώς και τους μη ασκήσαντες αναίρεση Χ2 και Χ3, προκειμένου να δικασθούν οι μεν Χ1 και Χ2 για τις πράξεις: α) της απάτης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, β) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, γ) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, δ) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και ε) της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920, την δε Χ3 για άμεση συνέργεια στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, καθώς και η Χ3, άσκησαν εφέσεις. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1507/2006 βούλευμά του έκανε δεκτές τυπικά και εν μέρει κατ'ουσία τις εφέσεις αυτές. Συγκεκριμένα αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, καθώς και εναντίον της κατηγορουμένης Χ3 για άμεση συνέργεια στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της απάτης και της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, ενώ έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απιστίας και της άμεσης σ'αυτήν συνέργειας. Περαιτέρω επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς τις παραπεμπτικές διατάξεις του αναφορικά με τις πράξεις: α) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, κατ'εξακολούθηση, β) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από υπαιτίους που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 και γ) της άμεσης συνέργειας στην δεύτερη και τρίτη των πράξεων αυτών. Επί πλέον επαναδιατύπωσε κατά τρόπο σαφέστερο την κατηγορία για τις πράξεις αυτές. Κατά των ανωτέρω παραπεμπτικών διατάξεων του εν λόγω υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 6-2-2007 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠΔ. Στη συνέχεια επιδόθηκε την 7-2-2007 στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Ανδριανάκο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 15-2-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 27/21-2-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακουργήματα, επεκτείνεται δε και στα συναφή πλημμελήματα της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 (άρθρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 εδ. α' ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι δια τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητά του ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή 73.000 ευρώ, κατά το άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως (ΑΠ 2124/2006, ΑΠ 1364/2006). Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της όταν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως έχει αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, περί του οποίου κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας συνολικά για όλα τα ξένα κινητά πράγματα που έχει ιδιοποιηθεί ο δράστης (ΑΠ 1327/2006). Επί εξακολουθητικής δε υπεξαιρέσεως που τελέσθηκε μετά την 3-6-1999, έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999 και ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 1589/2006). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν. 2408/1996 και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2721/1999, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεώς του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία σε ευρώ) ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου (ΑΠ 1364/2006). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 1023/2006). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό προς τις απολογίες των εκκαλούντων κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, ο Γ1 ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο Χ2, συγκατηγορούμενος του Χ1, με την υπ' αριθμ...... πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Λιακάκου, ίδρυσαν την εταιρεία με την επωνυμία "DESSUS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "DESSUS ΑΕΛΔΕ", με έδρα την Αθήνα, Πανεπιστημίου αριθμός 59, της οποίας η σύσταση δημοσιεύθηκε νομίμως εις το υπ' αριθμ. 9579/1.12.1999 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Το ορισθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, εις το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δραχμών, καλύφθηκε κατά το χρηματικό ποσό των 15.300.000 δραχμών από τον πρώτο των εκκαλούντων, κατά το ίδιο χρηματικό ποσό από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ενώ κάθε ένας από τους Γ1 και την μηνύτρια κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 14.700.000 δραχμών. Συμμετείχαν συνεπεία της καταβολής των πιο πάνω χρηματικών ποσών εις το μετοχικό κεφάλαιο της προαναφερθείσας εταιρείας ο μεν πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατά ποσοστό 25,5 % κάθε ένας, η δε μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα και ο Γ1 κατά ποσοστό 24,5 % κάθε ένας. Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 εξελέγη από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής Πρόεδρος αυτού, ο συγκατηγορούμενός του Χ2 Διευθύνων Σύμβουλος και ο Γ1 Αντιπρόεδρος. Ο συγκατηγορούμενός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2, με την λεχθείσα ιδιότητα, εκπροσωπούσε νόμιμα την προαναφερθείσα εταιρεία, είχε δε το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής υπό την εταιρική επωνυμία. Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ανέθεσαν εις την δεύτερη εκκαλούσα Χ3, την ευθύνη τήρησης του λογιστηρίου της πιο πάνω εταιρείας. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 ασχολούνταν με την εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής και τη διαχείριση των υποθέσεων της, ο Γ1 δε, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχος της εταιρείας αυτής, δεν παρέστη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2000 σε καμία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας αυτής. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 έως τον Ιούλιο του έτους 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 προέβηκαν εις την καταχώριση εις τα λογιστικά βιβλία εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν κάλυψη προσωπικών των αναγκών, καθώς και πλαστών αποδείξεων πληρωμής. Συγκεκριμένα προέβηκαν εις την καταχώρηση των ακολούθων τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών συνολικού χρηματικού ποσού 6.016.372 δραχμών ή 17.656,26 ευρώ α) του υπ' αριθμ. ..... τιμολογίου αγοράς της προαναφερθείσης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ", χρηματικού ποσού 1.080.000 δραχμών, με την αιτιολογία "έξοδα αναδιοργάνωσης" β) της υπ' αριθμ. ..... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, χρηματικού ποσού 2.310.883 δραχμών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου, γ) της υπ' αριθμ. ..... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου χρηματικού ποσού 1.592.489 δραχμών, και δ) της χωρίς αριθμό απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα-κατηγορουμένου το έτος 2001, για το χρηματικό ποσό των 463.000 δραχμών της πρώτης και έκδοσης του συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 το έτος 2001 της δεύτερης, για το χρηματικό ποσό των 570.000 δραχμών. Το προαναφερθέν τιμολόγιο καθώς και τις λεχθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κατεχώρισαν ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας προκειμένου, να αιτιολογηθεί η από αυτούς ιδιοποίηση των αναφερομένων εις το τιμολόγιο και τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών αυτές χρηματικών ποσών. Εξάλλου για τον ίδιο σκοπό ο πρώτος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας τα ακόλουθα τιμολόγια αγοράς προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και δαπανών συνολικού χρηματικού ποσού 2.033.875 δραχμών και Συγκεκριμένα α) το υπ' αριθμ. ....τιμολόγιο αγοράς επαγγελματικής τσάντας, αξίας 36.000 δραχμών, β) το π' αριθμ. ..... τιμολόγιο αγοράς προϊόντων από το ......, αξίας 51.475 δραχμών, γ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς ειδών ένδυσης από την εταιρεία Corporate Fashio ABE, αξίας 115.500 δραχμών, δ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "....... Ε.Ε." για διαμονή σε ξενοδοχείο, αξίας 38.000 δραχμών, ε) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής ανδρικού παντελονιού από την εταιρεία "Μαρινόπουλος ΑΒΕΤΕ", αξίας 18.900 δραχμών, στ) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "....... ΕΕ" για ταξίδι, αξίας 77.000 δραχμών, ζ) τα υπ' αριθμ. ...., ... και ...... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των δύο πρώτων και δαπανών του τρίτου της εταιρείας "......ΕΕ", αξίας 260.000, 560.000 και 177.000 δραχμών, αντίστοιχα, για ταξίδια στο εξωτερικό. Τα χρηματικά αυτά ποσά δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκαν εις την πιο πάνω αναφερόμενη εταιρεία "..... ΕΕ", αλλά με αυτά οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κάλυπταν προσωπικές τους ανάγκες, έχοντες εισπράξει αυτά από την εταιρεία "DESSUS ΑΕΛΔΕ" με την προαναφερθείσες ιδιότητές των. Ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της εταιρείας DESSUS ΑΕΛΔΕ τις υπ' αριθμ. 23, 24 και 25 από 1ης Δεκεμβρίου 2000 αποδείξεις πληρωμής, χρηματικού ποσού 3.142.375 δραχμών της δεύτερης και τρίτης, 3.142.380 δραχμών της πρώτης, με την αιτιολογία "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Γ1" εις την πρώτη, "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Χ2" εις την δεύτερη και "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Ψ1" εις την τρίτη. Εις την πρώτη και τρίτη των αποδείξεων πληρωμής αυτών (..... και .....) τέθηκαν από τον πρώτο των εκκαλούντων και τον συγκατηγορούμενό του χωρίς την εντολή ή συναίνεση οι υπογραφές των μετόχων της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας Γ1 και Ψ1, αντίστοιχα. Με τις αποδείξεις πληρωμής αυτές, φέρονται οι προαναφερθέντες μέτοχοι της εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" να έχουν εισπράξει από την εταιρεία αυτή τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία οφείλουν εις την εταιρεία αυτή. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και Χ2 κατεχώρισαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" και την υπ' αριθμ. ....... απόδειξη πληρωμής με την οποία φέρεται ότι ο δεύτερος αυτών έχει εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία το χρηματικό ποσό των 3.142.375 δραχμών. Τα χρηματικά δε αυτά ποσά, που ανέρχονται εις 9.427.130 δραχμές, ιδιοποιήθηκαν παράνομα ο εκκαλών - κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του Χ2. Την 31η Μαΐου 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2 και με την συνδρομή της δεύτερης εκκαλούσας Χ3, η οποία είναι λογίστρια και έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, προέβηκαν εις την σύνταξη και δημοσίευση εικονικού ισολογισμού της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και εις την εφημερίδα "....." για την υπερδωδεκάμηνη χρήση από την 25η Νοεμβρίου 1999 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2000. Κάτω δε από το κείμενο του ισολογισμού αυτού, προέβηκαν εις την σύνταξη πλαστού πιστοποιητικού με ημερομηνία την 31η Μαΐου 2001, φερόμενου ως εκδοθέντος από τον ορκωτό λογιστή Δ1. Την ίδια ημερομηνία, οι προαναφερθέντες κατήρτισαν και την από 10ης Απριλίου 2001 πλαστή έκθεση ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της εταιρείας, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε από τον μικτό ορκωτό λογιστή Δ2, θέτοντες κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου. Με το προαναφερθέν πλαστό πιστοποιητικό και την προαναφερθείσα πλαστή έκθεση ελέγχου φέρονται οι πιο πάνω αναφερόμενοι ορκωτοί λογιστές να πιστοποιούν ότι έχουν ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις και το σχετικό προσάρτημα της εταιρείας της πρώτης εταιρικής χρήσης, η οποία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2000. Του προαναφερθέντος πλαστού πιστοποιητικού έκαναν χρήση οι πιο πάνω αναφερόμενοι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις τη δημοσίευσή του εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως καθώς και στην οικονομική εφημερίδα, η οποία ελέχθη. Της πλαστής δε έκθεσης ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας έκαναν χρήση ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις την δημοσίευσή της εις το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών. Την πράξη τους δε αυτή της πλαστογραφίας τέλεσαν οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει αφενός μεν σκοπός τους πορισμού εισοδήματος, αφετέρου δε σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ενώ το συνολικό όφελος που σκόπευαν να προσπορίσουν εις τον εαυτό τους και η αντίστοιχη συνολική ζημία της εταιρείας ανέρχεται εις το χρηματικό ποσό των 51.290,90 ευρώ. Εις τις πράξεις τους δε της καταχωρίσεως εις τα βιβλία της εταιρείας "DESSUS Ανώνυμη Εταιρεία Λήψης και Διαβίβασης Εντολών" των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών και των αποδείξεων πληρωμής προέβηκαν ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προκειμένου να συγκαλύψουν τα παρανόμως ιδιοποιηθέντα από αυτούς χρηματικά ποσά της εταιρείας αυτής, τα οποία ανέρχονται εις 17.477.377 δραχμές ή 51/290,30 ευρώ. Από τα προεκτεθέντα, σαφώς συνάγεται ότι ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 τέλεσαν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, καθόσον η παράνομη ιδιοποίηση του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού προηγήθηκε των απατηλών πράξεων που αποδίδονται εις αυτούς. ?Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσιας κατηγορίας σε βάρος των εκκαλούντων για τις πράξεις της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση επί σκοπώ προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ και θα πρέπει, ως προς τις πράξεις αυτές, ως προς τις οποίες οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων είναι αβάσιμοι, να απορριφθούν κατ' ουσία οι υπό κρίση εφέσεις και να επαναδιατυπωθεί η κατηγορία για τις πράξεις αυτές, αφού γίνει προηγουμένως η αναφερόμενη εις το διατακτικό της παρούσης τροποποίηση και συμπλήρωση. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων: α) της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 3024/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τις παραπάνω δύο πράξεις της υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση σε βαθμό επίσης κακουργήματος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περίπτ. στ', 14, 26, 27, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3 και 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Κατά συνέπεια δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται, κατ'είδος, όλα τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για την παραπεμπτική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναλυτική παράθεσή τους, καθώς και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά ή η αξιολογική συσχέτισή τους. Οι λοιπές αναφερόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθίαν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και ε' ΠΚ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, αναφορικά με τις πράξεις της υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας και της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από δράστες που ενεργούν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 112 ΠΚ, το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370 στοιχ. β' και 485 ΚΠΔ,- συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ως συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει την συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει, προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων, στο άρθρο 511 ΚΠΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003 (ΑΠ 2140/2006, ΑΠ 1023/2006). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Χ1 παραπέμφθηκε στο δικαστήριο, προκειμένου να δικασθεί και για τα εγκλήματα της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920, τα οποία στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι τελέσθηκαν την 31η Μαΐου 2001, προβλέπονται δε και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Επομένως το αξιόποινο αυτών των πράξεων έχει εξαλειφθεί με παραγραφή, αφού από την τέλεση αυτών (31 Μαΐου 2001) μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να μεσολαβήσει στο διάστημα αυτό κάποιος νόμιμος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατόπιν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κρίνεται παραδεκτή και παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών από την τέλεση των παραπάνω πράξεων του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος που αφορά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε για τις πράξεις αυτές τόσο κατά του αναιρεσείοντα Χ1, όσο και κατά των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3, οι οποίοι δεν άσκησαν αναίρεση και οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο μεν Χ2 ως συναυτουργός, η δε Χ3 ως άμεση συνεργός των ανωτέρω πλημμεληματικών πράξεων, κατ'εφαρμογή του από το άρθρο 469 εδ. α' ΚΠΔ επεκτατικού αποτελέσματος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, οι λόγοι της οποίας δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα Χ2 (ΑΠ 1464/2003). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να αναιρεθεί εν μέρει το υπ'αριθ. 1507/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε: α) κατά των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 , για τις πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περίπτ. β', γ', 62α' και 63β' Ν. 2190/1920 κατά συναυτουργία και β) εναντίον της κατηγορουμένης Χ3, για άμεση συνέργεια στις πράξεις αυτές, οι οποίες φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτούς στην Αθήνα την 31η Μαΐου 2001 και περιγράφονται με λεπτομέρεια στο διατακτικό του προσβαλλομένου υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Γ) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ'αριθ. 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του ανωτέρω υπ'αριθ. 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αθήνα 11 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ, 314, 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠΔ, αρχίζει, είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β και 484, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να κριθεί και βάσιμος, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση οι αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 περ. β, γ, 62α και 63β Ν. 2190/1920, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα, στις 31 Μαϊου 2001, φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος. Το αξιόποινο, συνεπώς, των πράξεων αυτών εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, διότι από την τέλεσή τους (31-5-2001), μέχρι τη διάσκεψη(15-1-2008) και την έκδοση του παρόντος έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, που ανάγονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ ΚΠΔ), πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις του αναιρεσείοντος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επίσης πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα της 27/15-2-2007 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς τον κατηγορούμενο Χ2, που παραπέμφθηκε ως συμμέτοχος του αναιρεσείοντος για τις πιο πάνω πλημμεληματικές πράξεις, και δεν άσκησε αναίρεση, καθόσον οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να αναιρεθεί και ως προς αυτόν, εν μέρει, το πιο πάνω βούλευμα και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής ως προς τις πιο πάνω πλημμεληματικές πράξεις. Η κρινόμενη 27/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγιναν τυπικά και εν μέρει κατ' ουσία δεκτές, τόσο η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, όσο και η έφεση της Χ3 κατά του υπ' αριθμό 3024/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αφενός μεν, αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος Χ1 και του Χ2, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, και σε βάρος της Χ3 για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, αφετέρου δε, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της απιστίας σε βάρος των δυο πρώτων και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή σε βάρος της Χ3. Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις α) της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, και β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, με σκοπό τον πορισμό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73/000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της (πλήν του μέρους που αφορά τις πλημμεληματικές πράξεις, για τις οποίες κρίθηκε, ότι έχουν παραγραφεί). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ.β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση (παρ. 2 εδ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999). Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου( του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ άλλου, από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη, τέλος, αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή, από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, ο Γ1 ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο Χ2, συγκατηγορούμενος του Χ1, με την υπ' αριθμ........ πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Λιακάκου, ίδρυσαν την εταιρεία με την επωνυμία "DESSUS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "DESSUS ΑΕΛΔΕ", με έδρα την Αθήνα, Πανεπιστημίου αριθμός 59, της οποίας η σύσταση δημοσιεύθηκε νομίμως εις το υπ' αριθμ. 9579/1.12.1999 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. Το ορισθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, εις το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δραχμών, καλύφθηκε κατά το χρηματικό ποσό των 15.300.000 δραχμών από τον πρώτο των εκκαλούντων, κατά το ίδιο χρηματικό ποσό από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ενώ κάθε ένας από τους Γ1 και την μηνύτρια κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 14.700.000 δραχμών. Συμμετείχαν, συνεπεία της καταβολής των πιο πάνω χρηματικών ποσών, εις το μετοχικό κεφάλαιο της προαναφερθείσας εταιρείας, ο μεν πρώτος των εκκαλούντων Χ1 και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, κατά ποσοστό 25,5 % κάθε ένας, η δε μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα και ο Γ1 κατά ποσοστό 24,5 % κάθε ένας. Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ1 εξελέγη από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής Πρόεδρος αυτού, ο συγκατηγορούμενός του Χ2 Διευθύνων Σύμβουλος και ο Γ1 Αντιπρόεδρος. Ο συγκατηγορούμενός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2, με την λεχθείσα ιδιότητα, εκπροσωπούσε νόμιμα την προαναφερθείσα εταιρεία, είχε δε το αποκλειστικό δικαίωμα υπογραφής υπό την εταιρική επωνυμία. Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ανέθεσαν εις την δεύτερη εκκαλούσα Χ3, την ευθύνη τήρησης του λογιστηρίου της πιο πάνω εταιρείας. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 ασχολούνταν με την εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής και τη διαχείριση των υποθέσεων της, ο Γ1 δε, Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχος της εταιρείας αυτής, δεν παρέστη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2000 σε καμία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας αυτής. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 έως τον Ιούλιο του έτους 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 προέβηκαν εις την καταχώριση εις τα λογιστικά βιβλία εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν κάλυψη προσωπικών των αναγκών, καθώς και πλαστών αποδείξεων πληρωμής. Συγκεκριμένα προέβηκαν εις την καταχώρηση των ακολούθων τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών συνολικού χρηματικού ποσού 6.016.372 δραχμών ή 17.656,26 ευρώ α) του υπ' αριθμ. ...... τιμολογίου αγοράς της προαναφερθείσης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ", χρηματικού ποσού 1.080.000 δραχμών, με την αιτιολογία "έξοδα αναδιοργάνωσης" β) της υπ' αριθμ. .... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, χρηματικού ποσού 2.310.883 δραχμών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου, γ) της υπ' αριθμ. ...... απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα - κατηγορουμένου χρηματικού ποσού 1.592.489 δραχμών, και δ) της χωρίς αριθμό απόδειξης παροχής υπηρεσιών, έκδοσης του πρώτου εκκαλούντα-κατηγορουμένου το έτος 2001, για το χρηματικό ποσό των 463.000 δραχμών της πρώτης και έκδοσης του συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 το έτος 2001 της δεύτερης, για το χρηματικό ποσό των 570.000 δραχμών. Το προαναφερθέν τιμολόγιο καθώς και τις λεχθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κατεχώρισαν ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας προκειμένου, να αιτιολογηθεί η από αυτούς ιδιοποίηση των αναφερομένων εις το τιμολόγιο και τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών αυτές χρηματικών ποσών. Εξάλλου για τον ίδιο σκοπό ο πρώτος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας τα ακόλουθα τιμολόγια αγοράς προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και δαπανών συνολικού χρηματικού ποσού 2.033.875 δραχμών και Συγκεκριμένα α) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς επαγγελματικής τσάντας, αξίας 36.000 δραχμών, β) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο αγοράς προϊόντων από το ......., αξίας 51.475 δραχμών, γ) το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αγοράς ειδών ένδυσης από την εταιρεία Corporate Fashio ABE, αξίας 115.500 δραχμών, δ) το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "..... Ε.Ε." για διαμονή σε ξενοδοχείο, αξίας 38.000 δραχμών, ε) το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο παροχής ανδρικού παντελονιού από την εταιρεία "Μαρινόπουλος ΑΒΕΤΕ", αξίας 18.900 δραχμών, στ) το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας "...... ΕΕ" για ταξίδι, αξίας 77.000 δραχμών, ζ) τα υπ' αριθμ. ..., .... και .... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των δύο πρώτων και δαπανών του τρίτου της εταιρείας "...... ΕΕ", αξίας 260.000, 560.000 και 177.000 δραχμών, αντίστοιχα, για ταξίδια στο εξωτερικό. Τα χρηματικά αυτά ποσά δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκαν εις την πιο πάνω αναφερόμενη εταιρεία "...... ΕΕ", αλλά με αυτά οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κάλυπταν προσωπικές τους ανάγκες, έχοντες εισπράξει αυτά από την εταιρεία "DESSUS ΑΕΛΔΕ" με την προαναφερθείσες ιδιότητές των. Ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατεχώρησαν εις τα βιβλία της εταιρείας DESSUS ΑΕΛΔΕ τις υπ' αριθμ. ..., ... και ..... από 1ης Δεκεμβρίου 2000 αποδείξεις πληρωμής, χρηματικού ποσού 3.142.375 δραχμών της δεύτερης και τρίτης, 3.142.380 δραχμών της πρώτης, με την αιτιολογία "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Γ1" εις την πρώτη, "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Χ2" εις την δεύτερη και "Δοσοληπτικοί Λογαριασμοί Ψ1" εις την τρίτη. Εις την πρώτη και τρίτη των αποδείξεων πληρωμής αυτών (.... και ......) τέθηκαν από τον πρώτο των εκκαλούντων και τον συγκατηγορούμενό του χωρίς την εντολή ή συναίνεση οι υπογραφές των μετόχων της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας Γ1 και Ψ1, αντίστοιχα. Με τις αποδείξεις πληρωμής αυτές, φέρονται οι προαναφερθέντες μέτοχοι της εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" να έχουν εισπράξει από την εταιρεία αυτή τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία οφείλουν εις την εταιρεία αυτή. Οι προαναφερθέντες πρώτος των εκκαλούντων και Χ2 κατεχώρισαν εις τα βιβλία της πιο πάνω εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" και την υπ' αριθμ. ..... απόδειξη πληρωμής με την οποία φέρεται ότι ο δεύτερος αυτών έχει εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία το χρηματικό ποσό των 3.142.375 δραχμών. Τα χρηματικά δε αυτά ποσά, που ανέρχονται εις 9.427.130 δραχμές, ιδιοποιήθηκαν παράνομα ο εκκαλών - κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του Χ2. Την 31η Μαΐου 2001 ο πρώτος των εκκαλούντων με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2 και με την συνδρομή της δεύτερης εκκαλούσας Χ3, η οποία είναι λογίστρια και έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, προέβηκαν εις την σύνταξη και δημοσίευση εικονικού ισολογισμού της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας "DESSUS ΑΕΛΔΕ" εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., καθώς και εις την εφημερίδα "......" για την υπερδωδεκάμηνη χρήση από την 25η Νοεμβρίου 1999 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2000. Κάτω δε από το κείμενο του ισολογισμού αυτού, προέβηκαν εις την σύνταξη πλαστού πιστοποιητικού με ημερομηνία την 31η Μαΐου 2001, φερόμενου ως εκδοθέντος από τον ορκωτό λογιστή Δ1. Την ίδια ημερομηνία, οι προαναφερθέντες κατήρτισαν και την από 10ης Απριλίου 2001 πλαστή έκθεση ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της εταιρείας, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε από τον μικτό ορκωτό λογιστή Δ2, θέτοντες κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου. Με το προαναφερθέν πλαστό πιστοποιητικό και την προαναφερθείσα πλαστή έκθεση ελέγχου φέρονται οι πιο πάνω αναφερόμενοι ορκωτοί λογιστές να πιστοποιούν ότι έχουν ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις και το σχετικό προσάρτημα της εταιρείας της πρώτης εταιρικής χρήσης, η οποία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2000. Του προαναφερθέντος πλαστού πιστοποιητικού έκαναν χρήση οι πιο πάνω αναφερόμενοι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις τη δημοσίευσή του εις το τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως καθώς και στην οικονομική εφημερίδα, η οποία ελέχθη. Της πλαστής δε έκθεσης ελέγχου ελεγκτών προς τους μετόχους της πιο πάνω αναφερόμενης εταιρείας έκαναν χρήση ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προβαίνοντες εις την δημοσίευσή της εις το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών. Την πράξη τους δε αυτή της πλαστογραφίας τέλεσαν οι πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει αφενός μεν σκοπός τους πορισμού εισοδήματος, αφετέρου δε σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ενώ το συνολικό όφελος που σκόπευαν να προσπορίσουν εις τον εαυτό τους και η αντίστοιχη συνολική ζημία της εταιρείας ανέρχεται εις το χρηματικό ποσό των 51.290,90 ευρώ. Εις τις πράξεις τους δε της καταχωρίσεως εις τα βιβλία της εταιρείας "DESSUS Ανώνυμη Εταιρεία Λήψης και Διαβίβασης Εντολών" των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων αγοράς και παροχής υπηρεσιών και των αποδείξεων πληρωμής προέβηκαν ο πρώτος των εκκαλούντων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, προκειμένου να συγκαλύψουν τα παρανόμως ιδιοποιηθέντα από αυτούς χρηματικά ποσά της εταιρείας αυτής, τα οποία ανέρχονται εις 17.477.377 δραχμές ή 51/290,30 ευρώ. Από τα προεκτεθέντα, σαφώς συνάγεται ότι ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 τέλεσαν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί εις τους υπαιτίους λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση, καθόσον η παράνομη ιδιοποίηση του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού προηγήθηκε των απατηλών πράξεων που αποδίδονται εις αυτούς. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων α) της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, (ήδη 15.000 ευρώ). Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, τόσο της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που είχαν εμπιστευθεί στο δράστη, λόγω της ιδιότητάς του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση, όσο και της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, με σκοπό τον πορισμό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και μάλιστα αυτό των 27.665,80 ευρώ, αλλά και τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, 98, 216 παρ.1 και 2, 375 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι αυτό το βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα, ότι ο αναιρεσείων από κοινού με τον Χ2, έλαβε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 27.665,80 ευρώ, με την ιδιότητα του διαχειριστή, στον οποίο το εμπιστεύθηκαν και το οποίο παράνομα ιδιοποιήθηκε και το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, ανέρχεται δε αυτό σε 27.665,80 ευρώ. Τέλος, για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του, εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 216 παρ.3 του Π.Κ, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο 1 παρ.7α του Ν. 2408/1996), δεν απαιτείται η επέλευση ζημίας στον παθόντα, ούτε η πραγματοποίηση του οφέλους, αρκεί το όφελος να επιδιώχθηκε δια βλάβης τρίτου ή να σκόπευε ο πλαστογράφος να βλάψει τον παθόντα, εφόσον το επιδιωχθέν δια βλάβης του τρίτου όφελος ή η επιδιωχθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ήδη 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ότι, λόγω της κακής οικονομικής θέσης της εταιρείας, της οποίας αυτός ετύγχανε Πρόεδρος, ήταν αδύνατο να προσποριστεί αυτός οποιοδήποτε περιουσιακό όφελος και ότι ουδέποτε αυτός συνέταξε οποιοδήποτε πλαστό έγγραφο από αυτά που κατηγορείται, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 375 παρ.1,2 και 216 παρ.3 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί κατά ένα μέρος το υπ' αριθμό 1507/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατά των κατηγορουμένων: α) Χ1 και Χ2, για τις πράξεις της παραβάσεως των άρθρων 55, 57 παρ. β και γ, 62α και 63β του Ν. 2190/1920, β) κατά της κατηγορούμενης Χ3, για άμεση συνέργεια στις πράξεις αυτές, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα στις 31-5-2001. Επεκτείνει το αποτέλεσμα της από 27/15-2-2007 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1, κατά του 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς τον κατηγορούμενο Χ2, αναιρεί εν μέρει και ως προς αυτόν, το πιο πάνω βούλευμα και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ως προς τις πιο πάνω πράξεις των άρθρων 55,57, 62α και 63β του Ν.2190/1920, που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν, στις 31 Μαΐου 2001. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την με αριθμό 27 από 15-2-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική υπεξαίρεση και πλαστογραφία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί εν μέρει. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για πλημμεληματικές πράξεις. Επεκτείνει αποτέλεσμα και στον μη ασκήσαντα αναίρεση συναυτουργό, για τις πλημμεληματικές πράξεις. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.
0
Αριθμός 962/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, 2)Χ2, 3)Χ3και 4)Χ4, που οι μεν, πρώτη και δεύτερη των κατηγορουμένων, παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Φυτράκη, οι δε τρίτος και τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, για αναίρεση της 4342/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1599/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε, να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Επειδή, κατά μεν το άρ. 229 παρ. 1 Π.Κ., τιμωρείται με την στη διάταξη αυτή οριζόμενη ποινή, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν, ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη η πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, κατά δε το άρθ. 224 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, τιμωρείται με την στην παρ. 1 του άρθρου τούτου προβλεπόμενη ποινή, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την ως άνω διάταξη του αρ. 224 παρ. 2 Π.Κ., προκύπτει, ότι για να καταδικαστεί μάρτυρας για ψευδορκία, πρέπει να γνώριζε, όχι μόνον την αναλήθεια των υπ' αυτού κατατεθέντων, αλλά και τα αληθινά γεγονότα, η γνώσει δε αυτή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται στην καταδικαστική απόφαση, ήτοι να διαλαμβάνονται σε αυτήν, όχι μόνον τα υπό του μάρτυρος κατατεθέντα ψευδή γεγονότα, αλλά και ποια ήταν τα αληθινά τοιαύτα, τα οποία αυτός γνώριζε. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β)αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 4342/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, η πρώτη Χ1, σε συνολική ποινή φυλάκισης ένδεκα (11) μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, ανασταλείσαν επί 3ετία, ο δεύτερος Χ3 σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, η τρίτη Χ2, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών ανασταλείσαν επί 3ετία, για τις αξιόποινές πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και ο τέταρτος, Χ4, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Την 8ην Ιανουαρίου 1990, η εδρεύουσα στην .... εταιρία με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε" ανέθεσε στην εδρεύουσα στην Θεσσαλονίκη εταιρία με την επωνυμία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε" και η τελευταία ανέλαβε την μεταφορά τεσσάρων μηχανημάτων, μεγάλου όγκου και βάρους, από το κείμενο στην ...... κατάστημα της πρώτης, στο υποκατάστημά της, το οποίο ευρίσκετο στο ...... Αττικής. Η παραγγελιοδόχος εταιρία ανέθεσε ακολούθως, δυνάμει συμβάσεως, την μεταφορά των μηχανημάτων στην μεταφορέα Χ1, πρώτη κατηγορουμένην, η οποία ανέλαβε να μεταφέρει τα μηχανήματα με δικό της Δ.Χ.Φ αυτοκίνητο (ρυμουλκό μετά ρυμουλκουμένου) και με οδηγό τον Γ1. Κατά την μεταφορά όμως των μηχανημάτων, κατά την 9-1-1990, το φορτηγό αυτοκίνητο ανετράπη, στο 173ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού .....-......., εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος του οδηγού, με συνέπεια να καταστραφούν τα μεταφερόμενα μηχανήματα. Ακολούθησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή της κυρίας των μηχανημάτων εταιρίας κατά της παραγγελιοδόχου εταιρίας και της μεταφορέως, πρώτης κατηγορουμένης, Χ1 περί αποζημιώσεως της εναγούσης για την αξία των μηχανημάτων, μετά δε από την έκδοση της υπ' αριθ. 1035/1991 πράξεως, με την οποίαν ετάχθησαν αποδείξεις, εξεδόθη εν τέλει από το Δικαστήριο εκείνο η υπ' αριθ. 2062/1996 οριστική απόφαση, με την οποίαν έγινε δεκτή η αγωγή και υπεχρεώθησαν οι εναγόμενες, να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσόν των 5.200.000 δρχ. κατά της αποφάσεως αυτής οι εναγόμενες άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εξεδόθησαν δε από το Δικαστήριο αυτό α') η υπ' αριθ. 10786/1996 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση της "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε", εξηφανίσθη η πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς την εκκαλούσαν εταιρίαν και εν τέλει απερρίφθη η αγωγή ως προς εκείνην ως αόριστη και β')η υπ' αριθ. 9884/1997 απόφαση, με την οποίαν απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεση της πρώτης κατηγορουμένης. Εν όψει της τελευταίας αποφάσεως, ο πολιτικώς ενάγων, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγούσης εταιρίας σε όλες τις ως άνω δίκες, προέβη για λογαριασμό της εντολέως του σε εκτέλεση της τελεσίδικης πλέον αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά της πρώτης κατηγορουμένης και προς τούτο κατεσχέθη αναγκαστικώς διαμέρισμα αυτής και εξεδόθη πρόγραμμα πλειστηριασμού, προς ικανοποίηση της απαιτήσεως της εναγούσης, η οποία, μαζί με τους τόκους και τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, υπερέβαινε το ποσόν των 19.560.604 δρχ. Για τον πλειστηριασμόν αυτόν εξεδόθησαν διαδοχικώς 3 περιλήψεις πλειστηριασμού, με την τελευταία των οποίων ορίσθηκε ο πλειστηριασμός για την 28-7-1999. Κατόπιν πολλών παρακλήσεων της πρώτης κατηγορουμένης, ο πολιτικώς ενάγων, δικηγόρος της εναγούσης εταιρίας, Ψ1, έχων προς τούτο την πληρότητα και την συναίνεση της εντολέως του εταιρίας, δυνάμει του υπ' αριθ. ....... πληρεξουσίου, το οποίο συνετάγη ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίας Παρασκευοπούλου-Γαλίτη, περιώρισε την απαίτηση της εταιρίας του έναντι μόνον της κατηγορουμένης στο ποσόν των 17.100.000 δρχ., το οποίο και πράγματι κατέβαλε η κατηγορουμένη στον εν λόγω δικηγόρο, για λογαριασμό της εντολέως του, λαβούσα από αυτόν την σχετική με ημερομηνία ........ απόδειξη καταβολής, επεφυλάχθη δε η δανείστρια εταιρία δια του εντολοδόχου της δικηγόρου και ήδη πολιτικώς ενάγοντος, να διεκδικήσει το υπόλοιπον της απαιτήσεώς της από την παραγγελιοδόχο εταιρία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε", κατά της οποίας είχε ήδη ασκήσει νέαν, ορισμένην πλέον, αγωγήν και εκκρεμούσε η έκδοση αποφάσεως. Τέλος, δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου, ο πολιτικώς ενάγων συνήνεσε για λογαριασμό της εντολέως του εταιρίας και ήρθη την 20ην Ιουλίου 1999 η κατάσχεση, η οποία, κατά τα ανωτέρω, είχε επιβληθεί στο ακίνητο της πρώτης κατηγορουμένης, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ......... βεβαίωση της Υποθηκοφύλακος Γλυφάδας ....... Σε ολόκληρον τον ως άνω δικαστικό αγώνα, ο οποίος διήρκεσε επί 10 περίπου έτη, η πρώτη κατηγορουμένη, η οποία είχε χρησιμοποιήσει συνολικώς τρεις (3) δικηγόρους, όπως κατέθεσε ο μάρτυς υπερασπίσεως ......., δεν αμφισβήτησε την εντιμότητα του πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου της αντιδίκου της εταιρίας και ποτέ, σε όλες τις δίκες, δεν υποβλήθη κατ' εκείνου ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητος, ενώ, εξ άλλου, μετά την, κατά τα άνω, γενομένην εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης καταβολήν του ποσού των 17.100.000 δρχ., σε ολοσχερή εξόφληση του χρέους της, ουδείς, ήτοι η αντίδικός της εταιρία "........ Ε.Π.Ε" ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος της και ήδη πολιτικώς ενάγων ή οιοσδήποτε άλλος ενόχλησε ποτέ εκείνην για νέα καταβολή του ιδίου χρέους. Όμως, μόλις έληξε, κατά τον ανωτέρω τρόπον, η δικαστική διαμάχη, μετά πάροδον 2 μηνών και ειδικότερα την 15-9-2000, η πρώτη κατηγορουμένη υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών την με ημερομηνία 8-9-2000 μήνυσή της κατά των 1)Ζ1, μέλους της δανείστριας Ε.Π.Ε., 2)Ψ1, ήτοι του ήδη πολιτικώς ενάγοντος δικηγόρου, 3)..........., δικαστικού επιμελητού και 4)κατά παντός άλλου υπευθύνου. Σε πολλές παραγράφους της μηνύσεως, όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό, ισχυρίσθηκε ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους εις βάρος του ήδη πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου Ψ1 και με σκοπό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξή του, ότι δήθεν 1)διέπραξε εις βάρος της το αδίκημα της απάτης, προκειμένου να ιδιοποιηθεί το ποσόν των 17.100.000 δρχ., εμφανισθείς ως εκπροσωπών την εταιρία, ενώ, κατά την μήνυση της κατηγορουμένης, η εταιρία "....... Ε.Π.Ε" είχε λυθεί από τον Αύγουστο του 1997 και ο διαχειριστής της, ονόματι Γ2, "ήταν εξαφανισμένος από το έτος 1993 και χωρίς δικαίωμα εισέπραξαν το ως άνω ποσόν και με εζημίωσεν κατά το ποσόν τούτο", 2)ότι δήθεν διέπραξε απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου, καθόσον "ενεφανίσθη ψευδώς ως πληρεξούσιος της εταιρίας "........ Ε.Π.Ε", 3) ότι δήθεν υπεξήρεσε το ποσόν των 17.100.000 δρχ., "τα οποία άνευ δικαιώματος και εντολής εισέπραξε και παρανόμως κατακρατεί μέχρι σήμερον, αφού δεν υπάρχει η εταιρία "........ Ε.Π.Ε" και είναι ανύπαρκτος ο διαχειριστής κ. Γ2, 4)της παραβάσεως καθήκοντος, αφού ο Ψ1, εν γνώσει του ότι δεν υπήρχε νόμιμη πληρεξουσιότητα, συνέπραξε στην σύνταξη αναληθούς πληρεξουσίου και έκανε "χρήση τούτου προς εξαπάτηση εμένα, του Δικαστηρίου και τρίτων", 5)ότι ο πολιτικώς ενάγων, σε συμπαιγνία τελών με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης κατηγορουμένης, ονόματι Κανδυλιεράκη, επεδίωκε να εισπράξει την ιδίαν απαίτηση 2 φορές, ήτοι πρώτον από την εταιρία "ΑΙΟΛΙΚΗ Α.Ε" και ακολούθως από την πρώτην κατηγορουμένην, 6) ότι κατ' εντολήν δήθεν του πολιτικώς ενάγοντος, τρίτοι επίεζαν αυτήν και τον σύζυγόν της να πληρώσουν το χρέος, διότι άλλως "θα υποστώ μεγάλη καταστροφή", ενώ άλλοι επεσκέπτοντο το διαμέρισμα ως δήθεν υποψήφιοι αγοραστές κατά τον πλειστηριασμό και 7)ότι το ανωτέρω, από....... πληρεξούσιο ήτο άκυρο και παράνομο και συνετάγη από την Ζ1, αφού την παρεκίνησε και την έπεισε ο ήδη πολιτικώς ενάγων. Τα ανωτέρω επεβεβαίωσε ενόρκως, εκ προθέσεως και εν γνώσει του ψεύδους η πρώτη κατηγορουμένη και κατά την 5-2-2001, ότε κατέθεσε σχετικό σημείωμα στον Πταισματοδίκη, αλλά και με τις ένορκες καταθέσεις της κατά τις 25-1-2001 και 16-1-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκου και Ανακριτού Αθηνών. Επί πλέον, η ιδία κατηγορουμένη έπεισε τους λοιπούς κατηγορουμένους να καταθέσουν τα ίδια ως άνω ψευδή περιστατικά, όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό και πράγματι: 1)ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3, σύζυγος της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε αυτά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 6-3-2001 και 12-3-2001 ενώπιον του Ανακριτού Αθηνών, 2)η τρίτη κατηγορουμένη ......., μητέρα της πρώτης κατηγορουμένης κατέθεσε αυτά ενόρκως πεισθείσα περί της δήθεν αληθείας των από τη θυγατέρα της και χωρίς να γνωρίζει ότι ήσαν πράγματι ψευδή, κατά την εξέτασή της κατά τον μήνα Μάρτιο 2001 ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών και κατά την 16-1-2003 ενώπιον του Ανακριτή Αθηνών, 3)η τέταρτη κατηγορουμένη Χ2 αδελφή της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 2-3-2001 και 16-1-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκη και Ανακριτή Αθηνών αντιστοίχως και 4) ο πέμπτος κατηγορούμενος, Χ4, θείος της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε τα ίδια ανωτέρω ψευδή περιστατικά ενόρκως και εν γνώσει του ψεύδους, κατά τις 5-3-2001 και 7-3-2003 ενώπιον των Πταισματοδίκη και Ανακριτή Αθηνών αντιστοίχως. Τα ψευδή δε αυτά περιστατικά ηδύναντο να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για "απλή συνέργεια σε απάτη (σε δίκη) κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ." και για το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απεφάνθη αμετατακλήτως να μη γίνει κατηγορία εις βάρος του (όπως και κατά των λοιπών συγκατηγορουμένων του). Από το άρθρο 30 Π.Κ., το οποίο ρυθμίζει την αποκλείουσα το δόλο πραγματική πλάνη, δηλαδή την άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου ουσιαστικού όρου της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου επαυξάνοντος την βαρύτητά του περιστατικού, συνάγεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της άγνοιάς του ή της εσφαλμένης αντιλήψεώς του (ΑΠ ?/2004, Π.Χρ, ΝΕ 757, ΑΠ 786/2004, Π.Χρ. ΝΕ 308). Εξάλλου, στο άρθρο 31 § 2 Π.Κ. ορίζεται για τη νομική πλάνη, ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός επίσπευσε, λόγω πλάνης, ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν το πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως, ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνος δικαίου, συντρέχει δε, υπό ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, περίπτωση αποκλείουσα το αξιόποινο. Επιβάλλεται δε να είναι συγγνωστή η πλάνη περί αποκλεισμού του αξιοποίνου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλε ο δράστης, δεν ηδύνατο να διαγνώσει το άδικο της πράξεως. Το δικαστήριο συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι οποίες αφορούν την ατομικότητα του φερομένου ως δράστη (ΑΠ 912/2004, Π.Χρ. ΝΕ 422). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη κατηγορουμένη, αλλά και οι λοιποί κατηγορούμενοι ισχυρίζονται σχετικά με την υποβληθείσα από εκείνη μήνυση, αλλά και με τις άλλες αξιόποινες πράξεις οι οποίες τους αποδίδονται, ότι τελούσαν α1) σε πραγματική πλάνη και β1)σε νομική πλάνη και επί πλέον ότι προέβησαν στις πράξεις αυτές μη έχοντες γνώση του ψευδούς των ισχυρισμών τους και προς υπεράσπιση των νομικών δικαιωμάτων της πρώτης και όχι για να προκαλέσουν την ποινική καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος, επικαλούμενοι, προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, ότι οι δραστηριότητες της ενάγουσας εταιρείας φέρεται ότι είχαν διακοπεί από το έτος 1993 και εν πάση περιπτώσει ότι αυτή είχε λυθεί. Όμως, εν σχέσει προς τα ανωτέρω, προέκυψαν από το ίδια αποδεικτικά μέσα και τα εξής περιστατικά: Ότι η ενάγουσα εταιρεία "........ ΕΠΕ" συνεστήθη κατά το έτος 1987, σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του εταιρικού, η διάρκειά της ήταν 10ετής. Κατά το άρθρο 21 του εταιρικού η εταιρεία, λύεται αυτοδικαίως, πλην των άλλων περιπτώσεων και με την πάροδο του χρόνου για τον οποίον συνεστήθη, δηλαδή με την πάροδο εν προκειμένω της δεκαετίας, εφόσον δεν ελήφθη ομόφωνη απόφαση των εταίρων για παράταση της διάρκειάς της και δημοσίευσής της πριν από τη λήξη της διάρκειάς της. Μέλη της εταιρείας ήταν μόνον ο Τούρκος υπήκοος Γ2, ο οποίος ήτο και διαχειριστής και η Ζ1, στην οποία ο πρώτος ηδύνατο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο να αναθέτει, εν όλω ή εν μέρει, την διαχείριση. Ότι πράγματι ο εν λόγω διαχειριστής ζούσε ως επί τα πλείστον εκτός Ελλάδος και, για το λόγο αυτό, με το υπ' αρ. ....... πληρεξούσιό του, το οποίο συνετάγη ενώπιον του Συμ/φου Θεσ/νίκης Ευαγγέλου Σαρρή, μεταβίβασε ο Γ2, όλες τις πράξεις της διαχειρίσεως στην Ζ1, η οποία παρείχε την πληρεξουσιότητα στον πολιτικώς ενάγοντα για τη διεξαγωγή όλων των δικών σχετικά με την καταστροφή των μηχανημάτων της εταιρείας. Ότι ο Γ2 είναι υπαρκτό πρόσωπο και ήτο εν ζωή τουλάχιστον μέχρι της 30-4-2001, όπως προκύπτει από την με ίδια ημερομηνία δήλωση - βεβαίωσή του, η οποία συνετάγη ενώπιον του Προξενείου της Ελλάδος στη Σμύρνη και με την οποία αυτός, με την ως άνω ιδιότητά του, εγκρίνει όλες τις έως τότε ενέργειες της Ζ1 και του ήδη πολιτικώς ενάγοντος, δικηγόρου της εταιρείας του, δηλώνει δε, ότι η εταιρεία "εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα και δεν έχει διαλυθεί ....". Όμως, ανεξαρτήτως του εάν η εταιρεία ελύθη λόγω της παρελεύσεως της δεκαετίας από της συστάσεως της ή εάν εξακολουθεί να υπάρχει, όπως ισχυρίζεται ο Γ2, τουλάχιστον η εταιρία αυτή θα ευρίσκετο μετά από το έτος 1997 στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, οπότε, μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως (η οποία από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έγινε) και της διανομής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1, 2 Ν. 3190/1955 "Περί Ε.Π.Ε", η εταιρεία λογίζεται εξακολουθούσα, η δε εξουσία των οργάνων της περιορίζεται στις αναγκαίες για την εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας πράξεις και, συνεπώς και στην είσπραξη των απαιτήσεων. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά και όσα αναφέρθηκαν ως αποδειχθέντα στην αρχή ήσαν γνωστά στους κατηγορουμένους και ιδίως στην πρώτη κατηγορουμένη ή ηδύνατο αυτή να λάβει γνώση αυτών, ενόψει της δεκαετούς σχεδόν διάρκειας των δικών και του γεγονότος ότι είχε διορίσει κατά καιρούς τρεις πληρεξουσίους δικηγόρους. Ενόψει όλων αυτών, ως και του γεγονότος ότι η πρώτη κατηγορουμένη ουδέποτε προέβαλε σχετικές ενστάσεις ενώπιον των Δικαστηρίων, κατά τη διάρκεια των δικών πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί και να κηρυχθούν ένοχοι οι πρώτη, δεύτερος τετάρτη και πέμπτος κατηγορούμενοι, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 139 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές της, η προσβαλλομένη δεν διευκρινίζει πως οι αναιρεσείοντες γνώριζαν την αναλήθεια των περιστατικών περί των οποίων αυτοί κατέθεσαν ως μάρτυρες, η δε πρώτη εξ αυτών και την αναλήθεια του περιεχομένου της από 15-9-2000 μηνύσεώς της κατά του πολιτικώς ενάγοντος. Το γεγονός ότι, καθόλη τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα της πρώτης αναιρεσείουσας με την εταιρεία ".......... Ε.Π.Ε", πληρεξούσιος δικηγόρος της οποίας ήταν ο πολιτικώς ενάγων, ουδέποτε η αναφερόμενη αμφισβήτησε την πληρεξουσιότητα του τελευταίου, ούτε και υπέβαλε σχετική ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας, δεν σημειώνει, άνευ ετέρου, ότι αυτή γνώριζε την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεώς της, καθώς και ο σκοπός της (δόλος) ήταν να κινηθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Αυτό, άλλωστε, ενισχύεται από την τελική παραδοχή της προσβαλλομένης, σύμφωνα με την οποία "όλα τα ανωτέρω περιστατικά και όσα αναφέρθηκαν ως αποδειχθέντα στην αρχή, ήσαν γνωστά στους κατηγορουμένους και ιδίως στην πρώτη κατηγορουμένη ή ηδύνατο αυτή να λάβει γνώση αυτών, ενόψει της δεκαετούς σχεδόν διάρκειας των δικών και του γεγονότος ότι είχε διορίσει κατά καιρούς τρεις πληρεξουσίους δικηγόρους", παραδοχή, η οποία, κάθε άλλο, παρά καθιστά σαφές, ότι η προσβαλλομένη δέχθηκε αναμφίβολα ότι οι αναιρεσείοντες και ιδίως η πρώτη εξ αυτών, γνώριζαν την αναλήθεια των ισχυρισμών τους. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., σχετικός λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η σύνθεσή από άλλους δικαστές (άρ. 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 4342/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Συκοφαντική δυσφήμηση. Δεκτή αναίρεση διότι δεν διευκρινίζεται πως οι αναιρεσείοντες γνώριζαν την αναλήθεια των όσων ενόρκως κατέθεσαν και η πρώτη εξ’ αυτών την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεώς της. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 961/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο των Ελένη Γούλα, περί αναιρέσεως της 3441/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Ιουνίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις των, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1129/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδαφ. α' του Π.Κ., ''όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών'' και κατά τη διάταξη άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, (μη συνειδητή) απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω των προσωπικών του καταστάσεων, ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Εάν δε στην επέλευση του αποτελέσματος συντέλεσαν περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, οι ενέργειες των οποίων είχαν ως αποτέλεσμα τη σωματική βλάβη από αμέλεια του παθόντος (ενός ή περισσοτέρων), τότε για τον προσδιορισμό της ευθύνης του καθενός, σε σχέση με το αποτέλεσμα που επήλθε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκείνη η πράξη ή παράλειψη του υποκειμένου είναι δυνατό να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το αποτέλεσμα, όταν, κατά την κοινή αντίληψη, το μεν είναι αυτή που αμέσως προκάλεσε και την ενέργεια των άλλων, το δε τελεί, αυτή μόνη ή μαζί με άλλη άλλου προσώπου, σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, που αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την παραπάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το επιτρεπτό συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, αφού έλαβε υπόψη του τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ1), ήταν, κατά το χρόνο τέλεσης της κατωτέρω αναφερομένης αξιόποινης πράξης, υπεύθυνος λειτουργίας εργοστασίου μαρμάρων ευρισκομένου στο ..... Θεσσαλονίκης. Ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ2) εχειρίζετο, κατ' εντολήν του πρώτου, γερανογέφυρα (ισχύος 13, 8 KW), στερούμενος όμως της απαιτούμενης άδειας χειρισμού αυτής. Στις 23-6-2000, από αμέλειά τους, αμφότεροι οι παραπάνω κατηγορούμενοι, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξεως για την οποία κατηγορούνται και έτσι προκάλεσαν σωματική βλάβη στον εγκαλούντα ....... Ειδικότερα, κατά τον παραπάνω χρόνο, κατά τα αναφερόμενα με λεπτομέρεια στο διατακτικό της παρούσης- ο μεν πρώτος ως υπεύθυνος λειτουργίας του παραπάνω εργοστασίου, ο δε δεύτερος ως χειριστής του προαναφερθέντος μηχανήματος, κατέστησαν υπαίτιοι του τραυματισμού του εγκαλούντος, που έλαβε χώρα υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: 'Οταν ο τραυματίας μετέβη για να φορτώσει πλάκες (βάσει συμφωνίας) με τον πρώτο κατηγορούμενο στο φορτηγό του, το έργο της φόρτωσης και του χειρισμού της γερανογέφυρας, ανέλαβε, κατ' εντολή του πρώτου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος κατά το χειρισμό της γερανογέφυρας και της εναπόθεσης των πλακών στο φορτηγό, από έλλειψη της προσοχής του, αφενός, αλλά και της ανεπιτηδειότητάς του, αφετέρου, λόγω του ότι εστερείτο αδείας χειρισμού της γερανογέφυρας προκάλεσε τον τραυματισμό του εγκαλούντος(κάταγμα δεξιάς κνήμης, περόνης, σφυρού και εκχυμώσεις κάτω άκρων), όταν, μετά την εναπόθεση του πρώτου φορτίου στα δεξιά του φορτηγού, επιχειρήθηκε φόρτωση στο αριστερό μέρος, κατά την οποία (φόρτωση), προκλήθηκαν κραδασμοί στο πρώτο φορτίο, το οποίο κατέπεσε στην πλευρά του παθόντος, του οποίου την παρουσία δεν είχε αντιληφθεί ο δεύτερος κατηγορούμενος. Κατά συνέπεια, αμφότεροι οι παραπάνω κατηγορούμενου, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τον παραπάνω τραυματισμό". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης 8 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 28 και 314 Π.Κ, τις οποίες το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το ατύχημα αυτό και ο τραυματισμός του παθόντος, οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά αμφοτέρων των αναιρεσειόντων το οποίο δεν προείδαν, τόσο ο πρώτος των αναιρεσειόντων Χ1, όσο και ο δεύτερος Χ2, και το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν αυτοί είχαν καταβάλει την προσοχή, την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν. Συγκεκριμένα, ο πρώτος αναιρεσείων-κατηγορούμενος, αν και γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενός του, εστερείτο της σχετικής άδειας χειρισμού της γερανογέφυρας, παρόλα αυτά, του είχε αναθέσει το χειρισμό του μηχανήματος στο χώρο της επιχείρησής του, προκειμένου να φορτώσει στη συνέχεια το αυτοκίνητο του παθόντος, ενώ ο δεύτερος, ως χειριστής του μηχανήματος, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την απαιτούμενη άδεια για το χειρισμό της γερανογέφυρας, παρόλα αυτά, ανέλαβε τον χειρισμό της και στη συνέχεια την εναπόθεση στο αυτοκίνητο, των πλακών μαρμάρων, χωρίς να φροντίσει ο ίδιος, αλλά και ο συγκατηγορούμενός του, να απομακρύνουν τον παθόντα από το χώρο του συμβάντος, πολύ δε περισσότερο από το σημείο εναπόθεσης αυτών. Με τις σκέψεις αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ορθώς έκρινε ότι η κατά τα ανωτέρω αμελής υπαίτια παράλειψη των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2, επέφερε αιτιωδώς και προκάλεσε τον ως άνω τραυματισμό του παθόντος και κήρυξε αυτούς ενόχους για σωματική βλάβη από αμέλεια, επιβάλλοντας στον καθένα απ' αυτούς ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Προσέτι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, αφού το τελευταίο περιέχει τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως στο σκεπτικό, είναι δε αυτά που αποδείχθηκαν και όχι άλλα, διαφορετικά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ.β του Κ.Π.Δ, αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες και συγκεκριμένα ο πρώτος από αυτούς, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου και ο δεύτερος με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του ίδιου δικογράφου, παραπονούνται ότι " η προσβαλλομένη απόφαση, όχι μόνο δεν αιτιολόγησε ιδιαίτερα τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προέβαλε η συνήγορος υπεράσπισης, η οποία τους ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που τους προσκόμισε και εγγράφως, αλλά περιορίστηκε απλά στην αντιγραφή αυτών στο σκεπτικό της, χωρίς καμμία απάντηση ως προς αυτούς". Ο σχετικός, όμως, λόγος αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, ανεξάρτητα της προφανούς αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται στα δικόγραφα αναιρέσεως, σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη πλημμέλεια, είναι αβάσιμος αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε σχέση με την ευθύνη ενός εκάστου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στην οποία αναφέρονταν οι πιο πάνω, αρνητικοί της κατηγορίας (και όχι αυτοτελείς) ισχυρισμοί αυτών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης. Οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αριθμούς 27/5-6-2007 και 28/5-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμό 3441/28-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για τον καθένα τους. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια παρ’ υποχρέων. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Αοριστία λόγου ελλείψεως ακρόασης. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 960/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδογιαννάκη, περί αναιρέσεως της 2922-3046/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 541/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 εδ.α' ΠΚ, όπως είχε πριν και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ.1 Ν. 2408/96 "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Στη συνέχεια, με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/99 αντικαταστάθηκε ως εξής, "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 Ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (75.000 Ευρώ). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι μέχρι την 3-6-99, χρόνος έναρξης ισχύος του Ν.2721/99, αρκούσε για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος της απάτης ως κακουργήματος η τέλεση αυτού κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, χωρίς να απαιτείται και ορισμένο ποσό ζημίας ή οφέλους. Μετά την έναρξη ισχύος του Ν.2721/99, απαιτείται, εκτός από την κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση, να υπάρχει και συνολική όφελος η συνολική ζημία, που να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ. Επομένως, εάν υπάρχει κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 15.000 Ευρώ, έστω και αν η πράξη, τελέστηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.2721/99, τότε η πράξη είναι κακούργημα, διότι, η τελευταία αυτή διάταξη, ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο (άρθ. 2 παρ.1 ΠΚ), εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκε προγενέστερα. Δεν απαιτείται δε, σε περίπτωση κατ'εξακολούθηση τέλεσης, να προκύπτει από κάθε μερικότερη πράξη όφελος ή ζημία άνω των 15.000 ευρώ, αφού, τέτοια προϋπόθεση, δεν τίθεται από το νόμο, ο οποίος απαιτεί το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικώς για τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη είναι η ερμηνεία όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δι αστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού με διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το κατ' έφεση δίκασαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης υπ'αρ. 2922-3046/2006 απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και με την κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 1984, ιδρύθηκε στη ...... καταναλωτικός συνεταιρισμός. με έδρα την πόλη της ..... και την επωνυμία "Καταναλωτικός Συνεταιρισμός Π.Ε. ".....", στις δραστηριότητες του οποίου, σύμφωνα με το καταστατικό του, οριζόταν: 1) η προστασία και προαγωγή του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού επιπέδου των μελών του, 2) η προαγωγή της Γενικής και Συνεταιριστικής μόρφωσης, 3) η προμήθεια στα μέλη του καταναλωτικών αγαθών 4) η σύναψη δανείων, αλλά και η αποδοχή καταθέσεων από μέλη του συνεταιρισμού, το ύψος των οποίων και ο τόκος θα καθορίζεται από το Δ.Σ. Η αποδοχή καταθέσεων δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο ν. 1667/1986, ο οποίος διέπει τη λειτουργία των αστικών συνεταιρισμών και η τελευταία αυτή διάταξη του καταστατικού αντίκειται ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2076/92, που ρητά απαγορεύει σε πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις, που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, όπως ο Συνεταιρισμός "......", την κατ' επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων αξιών, με απειλή ποινής φυλάκισης. Παρά ταύτα, ο Συνεταιρισμός αυτός, στα πλαίσια σχετικών αποφάσεων που έλαβαν οι κατηγορούμενοι, ως ιθύνοντα διοικητικά στελέχη, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην προσέλκυση καταθέσεων, από μέλη και από μη μέλη του, δημιουργώντας σχετική υποδομή και ιδρύοντας ειδική υπηρεσία, και με το σκοπό αυτό προχώρησαν σε συστηματική προσπάθεια παραπλάνησης του κοινού με τη χρήση απατηλών μέσων. Πιο συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι, από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1992 και μέχρι τις 15.5.1997, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση η διακεκριμένη συμμετοχική δράση του καθενός κατηγορουμένου συναυτουργού με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες, διαβεβαίωναν το κοινό, είτε προσωπικώς είτε δια μέσου υπαλλήλων του Συνεταιρισμού, κατ' εντολή τους, στη ..., στα ... και στην περιοχή των ...., ότι ο συνεταιρισμός τους είχε μεταβληθεί σε πανίσχυρο οικονομικό οργανισμό, η οικονομική του ισχύς του επέτρεπε να χορηγεί επιτόκιο κατά ποσοστό 2% ανώτερο, από εκείνο που χορηγούσαν τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα και ασκούσε νόμιμη τραπεζική δραστηριότητα, ότι οι καταθέσεις σ' αυτόν είχαν τις συνακόλουθες εγγυήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ όλα αυτά ήταν ψευδή. Οι προφορικές αυτές διαβεβαιώσεις συνοδεύονταν και από παράλληλη διαφημιστική εκστρατεία, με δημόσιες ανακοινώσεις, με ρίψη Φέϊγ βολάν, με ανηρτημένες αφίσες και με δημόσιες ανακοινώσεις του τύπου "ΤΡΕΞΤΕ - ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ -ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣΤΕ ΜΑΣ". Από τις ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις τους, πείσθηκαν οι παθόντες και ενήργησαν τις καταθέσεις, που, αλλιώς, δεν θα ενεργούσαν, αν είχαν γνώση της αλήθειας. Ο Συνεταιρισμός ήταν σε κακή οικονομική κατάσταση, βρισκόταν και σε αδυναμία να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, διότι δεν ήταν εύρωστος, ούτε διέθετε ίδια κεφάλαια, ούτε είχε πιστοληπτική ικανότητα (δεν μπορούσε να λάβει δάνεια από τα πιστωτικά ιδρύματα). Αντί να περιορίσει τη δραστηριότητα του και τα λειτουργικά του έξοδα, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, συνέχισε να ιδρύει νέα πολυκαταστήματα, αντλώντας χρήματα από την κατ' επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων των ανυποψίαστων θυμάτων, με υψηλά επιτόκια, που καθιστούσαν δεινή την οικονομική του κατάσταση και αδυναμία να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του από τα κέρδη του, που οδήγησαν στην οικονομική του κατάρρευση. Τις υποχρεώσεις του τις αντιμετώπιζε με καταστροφικά μέσα, δανειζόμενος συνεχώς με μεγαλύτερα επιτόκια. Τη δεινή οικονομική του κατάστάση και τις άμεσες μεγάλες δανειακές ανάγκες οι κατηγορούμενοι, που τις γνώριζαν, έπρεπε να τις εκθέσουν στους ανυποψίαστους καταθέτες, παρόλο που είχαν νόμιμη υποχρέωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά παρανόμως παρασιώπησαν τα γεγονότα αυτά, δολίως, για να τους παραπλανήσουν για να καταθέτουν τα χρήματα τους. Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι, για να πετύχουν το σκοπό τους, δεν δίστασαν να αποκρύψουν την οικονομική κατάσταση του Σ., συνέταξαν δε και εισηγήθηκαν στις ΓΣ του Σ. ψευδείς και εικονικούς ισολογισμούς, κατά παράβαση του ν. 1669/86. Με τον τρόπο αυτό έπεισαν εκατοντάδες πολίτες των πιο πάνω περιοχών, οι οποίοι ήταν μέλη αλλά και μη μέλη του Σ., να καταθέσουν σ' αυτόν τις οικονομίες τους. Χαρακτηριστικό της αθρόας προσέλκυσης καταθετών είναι, ότι στις 31.1.1997, το συνολικό ύψος των καταθέσεων ανέρχονταν στο ποσό των 1.404.286.204 δραχμών. Οι καταθέσεις ήταν, ή σε ανοικτό λογαριασμό, με εντοκισμό ανά εξάμηνο, ή σε συγκεκριμένη προθεσμία. Στην πρώτη περίπτωση χορηγείτο στον καταθέτη βιβλιάριο, το οποίο έφερε τον τίτλο "προσωπικό βιβλιάριο κοινωνικού δανείου μελών" και στη δεύτερη συνέτασσαν συμφωνητικό με τον τίτλο "Ιδιωτικό Συμφωνητικό Προθεσμιακής Κατάθεσης". Η παρατράπεζα λειτουργούσε στα κεντρικά γραφεία, στη Χαλκίδα, ενώ αναλήψεις και καταθέσεις χρηματικών ποσών γίνονταν και από τα πολυκαταστήματα, με ειδική οργάνωση. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με μεγάλη καθυστέρηση, έστειλε στην ΠΕΚΑΣ (Πανελλήνια Ένωση Καταναλωτικών συνεταιρισμών), μέλος της οποίας ήταν και ο ..... και δι' αυτής (ΠΕΚΑΣ) σε όλα τα μέλη της, το υπ' αριθμ...... έγγραφο, με το οποίο υπενθύμιζε το παράνομο της ως άνω δραστηριότητας από τους συνεταιρισμούς και τους καλούσε να παύσουν να δραστηριοποιούνται σ' αυτόν τον τομέα, να επιστρέψουν τα χρήματα στους καταθέτες και να απαλείψουν από τα καταστατικά τους τη σχετική διάταξη. Κατόπιν του εγγράφου αυτού της Τράπεζας και άλλων συναφών εγγράφων προς τους Συνεταιρισμούς, που επακολούθησαν, συμμορφώθηκαν τελικά στις εντολές αυτές όλοι οι συνεταιρισμοί, εκτός από τον ......., ο οποίος συνέχισε τη δραστηριότητα του, μέχρι και την 15.5.1997, οπότε και κατέρρευσε οικονομικώς. Συνεπεία της πιο πάνω απατηλής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων, οι καταθέτες που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης, κατέθεσαν άπαξ ή διαδοχικώς διάφορα ποσά, τα οποία εν όλω ή εν μέρει απώλεσαν, λόγω μη επιστροφής τους στους δικαιούχους. Αντιθέτως ο συνεταιρισμός ωφελήθηκε με τα αντίστοιχα ποσά, που ειδικότερα εξειδικεύονται στο διατακτικό, κατά καταθέτη και ποσά, το συνολικό ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 €. Την εν λόγω πράξη οι κατηγορούμενοι τέλεσαν κατ' επανάληψη, διότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτής, σε μεγάλο χρονικό διάστημα, προκύπτει σταθερή ροή διαπράξεως του αναφερομένου εγκλήματος, ως στοιχείου της προσωπικότητας τους. Όχι, όμως, και κατ' επάγγελμα. Γιατί ναι μεν, διέθεταν πλήρη οργάνωση, γραφεία, λογιστήριο, καταστήματα, υπαλληλικό προσωπικό κλπ., λειτουργούσαν ως "οιονεί Τράπεζα", στην οποία οι καταθέτες προέβαιναν σε καταθέσεις και αναλήψεις, χρησιμοποιώντας προς τούτο βιβλιάρια, με τα οποία αυτοί τους εφοδίαζαν, αλλά, η διαμόρφωση της υποδομής, δεν έγινε με σκοπό πορισμού δικού τους εισοδήματος, διότι η απάτη, σύμφωνα με την κατηγορία, αλλά και τις αποδείξεις, έγινε για να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο Συνεταιρισμός "...." και όχι οι ίδιοι, που συνίσταται στην άντληση οικονομικών μέσων από τις καταθέσεις των παθόντων για τη λειτουργία των πολυκαταστημάτων, ίδρυση νέων και πληρωμή υποχρεώσεων του. Ο πρώτος κατηγορούμενος αντιτείνει στην κατηγορία ότι, αυτός, κατά το χρονικό διάστημα από 30.5.1994 και μέχρι την 15.5.1997, δεν συμμετείχε σε παράνομες δραστηριότητες του ......, διότι έπαψε να είναι Πρόεδρος αυτού, αλλά ο ισχυρισμός του δεν είναι βάσιμος, διότι, ναι μεν, κατά το διάστημα αυτό, δεν ήταν Πρόεδρος του ΔΣ, αλλά εξακολουθούσε να είναι μέλος του ΔΣ και διοικητικό στέλεχος του Συνεταιρισμού, ψήφιζε κατά τις Γενικές Συνελεύσεις, είχε ενεργό ανάπτυξη στη Διοίκηση του Συνεταιρισμού εκ του παρασκηνίου, συνέχιζε την ίδια απατηλή συμπεριφορά, από κοινού, με κοινή συναπόφαση, κατά την τέλεση των πράξεων, με το δεύτερο κατηγορούμενο (νέο Πρόεδρο του ΔΣ του Συνεταιρισμού);διαβεβαιώνοντας τους ανυποψίαστους ενδιαφερόμενους, για την ασφάλεια των καταθέσεων και παραπλανώντας, με τις ως άνω ψευδείς δηλώσεις τους υποψήφιους να προβούν σε καταθέσεις στο Συνεταιρισμό. Μάλιστα δε, παραβρέθηκε στη Γενική Συνέλευση του Συνεταιρισμού στις ....., στο Ξενοδοχείο ...... της Χαλκίδας, μετά το θόρυβο που ξέσπασε για την οικονομική χρεοκοπία του Συνεταιρισμού, με την ιδιότητα του ιθύνοντος στελέχους του Συνεταιρισμού. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο και το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με παραστατικό τρόπο καταδεικνύουν την εμφάνιση των κατηγορουμένων στις παραπάνω παράνομες δραστηριότητες και την παραπλάνηση αυτών (εκ μέρους τους) με εξαιρετική μάλιστα πειθώ, να καταθέσουν τις αποταμιεύσεις του στον ήδη παραπαίοντα ...., καταστρέφοντάς τους οικονομικά και φέρνοντας αυτούς και τις οικογένειες τους σε απόγνωση και οι οποίοι μεταξύ άλλων επισημαίνουν και το γεγονός ότι, στις ....., στο ξενοδοχείο ..... της Χαλκίδας, που έλαβε χώρα Γενική Συνέλευση του Συνεταιρισμού, λόγω του θορύβου που είχε ξεσπάσει παρέστη και ο ανωτέρω, ο οποίος, μαζί με τον Χ2, διαβεβαίωσαν ψευδώς ότι ο Συνεταιρισμός δεν έχει κανένα πρόβλημα και τα χρήματα που κατατέθηκαν ή θα κατατεθούν είναι εξασφαλισμένα. Οι κατηγορούμενοι, προς αντίκρουση της κατηγορίας, πρόβαλαν αυτοτελείς και αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Ειδικότερα ισχυρίστηκαν ότι, δεν νοείται αδίκημα απάτης, χωρίς προσωπικό κίνητρο, αλλά η διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, ρητά τιμωρεί και την απάτη, με σκοπό να αποκομίσει τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος και επί του προκειμένου ο Συνεταιρισμός "......" (ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής καταστάσεώς του), χωρίς να ενδιαφέρει το δικό τους προσωπικό κίνητρο. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι, πρόκειται για κοινωνικά δάνεια συνεταιριστών, σε γνώση τους και κατά τη συμφωνία τους, άρα υπάρχει αστική διαφορά και όχι ποινικό αδίκημα απάτης. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους, επικαλούνται ότι δεν προέβησαν σε δηλώσεις στο κοινό για διενέργεια τραπεζικών καταθέσεων, αλλά τις καταθέσεις τους, με όρο του καταστατικού, ενεργούσαν ως κοινωνικά δάνεια τα μέλη του Συνεταιρισμού, μετά την εγγραφή τους σε αυτόν, ούτε τους εξαπάτησαν, διότι τα προσωπικά βιβλιάρια, με τα οποία ο Συνεταιρισμός εφοδίαζε τους ενδιαφερομένους για τις καταθέσεις και τις αναλήψεις χρημάτων είχαν τον τίτλο "ΠΡΟΣΩΠΙΚΌ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΎ ΔΑΝΕΙΟΥ ΜΕΛΩΝ", που ελάμβαναν αμέσως γνώση, οι ισολογισμοί του Συνεταιρισμού εμφάνιζαν τους λογαριασμούς ως "ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ" και ότι οι καταθέτες γνώριζαν ότι πρόκειται για κοινωνικά δάνεια, διότι συμμετείχαν στις Γενικές Συνελεύσεις του Συνεταιρισμού και ψήφιζαν σε αυτές, μεταξύ άλλων, και για τα κοινωνικά δάνεια, που με τον τίτλο αυτό αναφέρονταν στα θέματα της ημερήσιας διάταξης, που εμφάνιζαν. Όμως, ο τίτλος "ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ", είναι παραπλανητικός και δεν αποδίδει την αλήθεια, διότι τους ενδιαφερόμενους καταθέτες τους έγραφαν ως μέλη και χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό, επίτηδες, για να καταστρατηγήσουν τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2076/92, που απαγόρευε τις τραπεζικές καταθέσεις σε Συνεταιρισμούς. Η αλήθεια είναι ότι, στους παθόντες καταθέτες, με την απατηλή συμπεριφορά τους, είχαν δημιουργήσει την πλάνη ότι πρόκειται για τραπεζικές καταθέσεις, με τις δημόσιες και κατ' ιδία ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις ότι πρόκειται για τραπεζικές καταθέσεις με την εγγύηση της "Τράπεζας της Ελλάδος", αλλά και με τα μέσα που χρησιμοποίησαν Τα βιβλιάρια καταθέσεων, προς παραπλάνηση τους, είχαν το σχήμα, την εμφάνιση, λειτουργία και τα στοιχεία, όπως τα βιβλιάρια καταθέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η λειτουργία και κίνηση των λογαριασμών, ήταν όπως οι βραχυπρόθεσμοι ή προθεσμιακοί λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού και είναι και το γεγονός ότι, εκτός από τα βιβλιάρια καταθέσεων, χρησιμοποιούσαν και έντυπο, με το λογότυπο του Συνεταιρισμού και τίτλο "ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΌ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ", που αναφέρει το όνομα του καταθέτη, το ποσό της κατάθεσης, το καθαρό επιτόκιο 17%, τη χρονική διάρκεια της κατάθεσης και το δικαίωμα του καταθέτη να ενεργήσει νωρίτερα την ανάληψη, μετά από προηγούμενη προειδοποίηση. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι ενήργησαν από νομική συγγνωστή πλάνη. Βεβαίως είναι αλήθεια ότι, το Δικηγορικό Γραφείο ......, που ειδικεύεται σε φορολογικές και χρηματοοικονομικές υποθέσεις, γνωμοδότησε ότι ο Συνεταιρισμός μπορεί να συνάπτει κοινωνικά δάνεια και ότι σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπονται κοινωνικά δάνεια στους συνεταιρισμούς από τα μέλη της, με βιβλιάρια καταθέσεων, αλλά, ενόψει της γνωστής σε αυτούς ρητής απαγορευτικής διάταξης, και του ότι δεν υπήρξε θετική απάντηση από την Τράπεζα της Ελλάδος να αποδέχονται καταθέσεις χρημάτων από το κοινό, η γνωμοδότηση, η πρακτική των αλλοδαπών συνεταιρισμών και η διάταξη στο καταστατικό, που παρέχει δικαίωμα στο Συνεταιρισμό να συνάπτει κοινωνικά δάνεια, δεν δημιούργησε πλάνη σε αυτούς και μάλιστα συγγνωστή, ότι ο Συνεταιρισμός έχει δικαίωμα να αποδέχεται καταθέσεις από το κοινό. Ούτε δικαιολογείται πλάνη από τις προσωπικές του ιδιότητες (άτομα, με μεγάλη εμπειρία στις συναλλαγές, με ώριμη ηλικία και μεγάλη μόρφωση). Μάλιστα ο Συνεταιρισμός τους συνέχισε να αποδέχεται καταθέσεις από το κοινό παρόλο που οι άλλοι συνεταιρισμοί συμμορφώθηκαν στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι κατηγορούμενοι αντελήφθησαν αρχήθεν το άδικο της πράξεως του, αλλά, αδιαφορώντας, συνέχισαν την εγκληματική δραστηριότητα τους. Συνεπώς δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός τους, περί δήθεν συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρο 31 § 2 ΠΚ). Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό έλλειψης δόλου, αλλιώς συγγνωστής νομικής πλάνης, επικαλούμενος το γεγονός ότι, και ο ίδιος, κατά μήνα 1996 Δεκέμβριο 1996, κατέθεσε στο Συνεταιρισμό 10.000.000 δραχμών, αλλά η κατάθεση αυτή δεν δείχνει έλλειψη δόλου, διότι έγινε, επίτηδες, εκ των υστέρων, όταν συνειδητοποίησε τις τεράστιες ευθύνες του από την οικονομική κατάρρευση του Συνεταιρισμού, θέλοντας να εμφανίσει τον εαυτό του σαν θύμα της κακής οικονομικής πορείας του Συνεταιρισμού και αμέτοχο της απάτης. Ούτε τους απαλλάσσει το γεγονός ότι, εκ των υστέρων, μετά την τέλεση της απάτης, έγινε, επιλεκτικά, απόδοση των καταθέσεων σε ορισμένους καταθέτες, διότι, επί κακουργήματος, δεν εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 393 § 2 ΠΚ, που προβλέπει απαλλαγή από κάθε ποινή σε περίπτωση πλήρους ικανοποίησης του ζημιωθέντος. Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση την πράξη της απάτης. Σημειωτέον δε ότι, η δόλια παραπλάνηση στην απάτη πραγματώθηκε με θετική απατηλή συμπεριφορά, που επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της καταδικαστικής απόφασης, αλλά, απλώς για να τονιστεί το αποτέλεσμα της δόλιας ενέργειας τους και προς εξειδίκευσή της, πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρξε και απατηλή συμπεριφορά με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών περιστατικών που συντελέστηκε με παράλειψη ανακοινώσεως στους παθόντες των αληθινών γεγονότων, τα οποία είχαν υποχρέωση να ανακοινώσουν σε αυτούς από τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Καθώς και ότι, δεν ωφελεί τους κατηγορουμένους, ο ισχυρισμός τους, ακόμη και αν ήταν αληθινός, που δεν είναι, ότι οι παθόντες προέβησαν σε δανειοδότηση του Συνεταιρισμού "......", διότι, η πλάνη τους επιτεύχθηκε με τα ως άνω απατηλά μέσα (ψευδείς παραστάσεις ότι ο Συνεταιρισμός ήταν φερέγγυος, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και με την εγγύηση της Τράπεζας της Ελλάδος, που εξασφάλιζε την απόδοση των καταθέσεών τους). Με την τρόπο αυτό, οι παθόντες και πάλι ζημιώθηκαν, διότι, στη θέση των υπαρκτών χρημάτων τους, υπεισήλθε η αβέβαιη και επισφαλής απαίτηση τους, ως προς την οποία δεν υπάρχει βάσιμη πιθανότητα να ικανοποιηθεί και εντεύθεν υπέστη μείωση η περιουσία τους (ΑΠ 236/86 ΠΧρ 36 565, βλ. Μυλωνόπουλο Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος § 939 σε. 491). Η δε πράξη τους έχει χαρακτήρα κακουργήματος, διότι διέπραξαν, όπως ειπώθηκε, την απάτη κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο όφελος του Συνεταιρισμού, όπως και η συνολική ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Πρέπει, λοιπόν, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, να κηρυχθούν ένοχοι, για την πράξη της απάτης, κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, κατά το διατακτικό, ενώ θα απορριφθούν ο αυτοτελής ισχυρισμός τους περί συγγνωστής νομικής πλάνης και οι λοιποί ως άνω ισχυρισμοί τους", στη συνέχεια δε τους κήρυξε ενόχους (τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του) της πράξης της απάτης από κοινού κατ'εξακολούθηση, κατά συνήθεια, με συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ και επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών στον καθένα, η οποία ανεστάλει επί 3ετίαν. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στ', 26 παρ.1 α, 27, 45,98 και 386 παρ.1 και 3 εδ.α ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, ορθώς χαρακτηρίστηκε, με ειδική αιτιολογία, η τελεσθείσα πράξη ως κακούργημα και όχι ως πλημμέλημα, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, κατ'εφαρμογή της παρ. 3 εδ.α' του αρ.386 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την δια του άρθρου 14 παρ.4 του Ν.2721/99 επελθούσα τροποποίησή της, ούτε, άλλωστε, για τον φερόμενο χαρακτηρισμό της ως κακουργήματος, ήταν αναγκαίο όπως, από κάθε μερικότερη πράξη, ενόψει της κατ'εξακολούθηση τέλεσης της απάτης σε βάρος των καταθετών, το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που προξενήθηκε, να είναι ανώτερο των 15.000 ευρώ, αφού κάτι τέτοιο δεν απαιτεί ο νόμος, σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη. Η αναφορά από την πλευρά του αναιρεσείοντος στο τελευταίο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 386 ΠΚ, με το συναφή ισχυρισμό, ότι, για το χαρακτηρισμό της απάτης, κατ'εξακολούθηση, ως κακουργήματος, θα έπρεπε το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) έχει εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν στήριξε το χαρακτήρα του εγκλήματος στις προϋποθέσεις του εδαφίου αυτού, αλλά μόνο στο γεγονός ότι η πράξη τελέσθηκε κατά συνήθεια και στο ότι το συνολικό όφελος του Συνεταιρισμού και η συνολική ζημία των καταθετών, υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και όχι τα 73.000 ευρώ, οπότε δεν θα χρειάζονταν η επιβαρυντική περίπτωση της κατά συνήθεια τέλεσης της απάτης. Παρά δε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, καθορίζεται σαφώς το ποσό της ζημίας που υπέστη κάθε καταθέτης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται πότε και ποια ποσά κατατέθηκαν από τον κάθε παθόντα και αν τα ποσά αυτά αφορούν κεφάλαιο, τόκους κλπ. Συνεπώς, οι, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Η απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και τις παρεμπίπτουσες ή προπαρασκευαστικές και εκείνες των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή, όπως είναι και η παρεμπίπτουσα αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης κατ'άρθρον 352 παρ.2 του ΚΠΔ, προκειμένου να προσέλθουν και να εξετασθούν στο ακροατήριο του δικαστηρίου απόντες μάρτυρες. Το αίτημα, όμως, αυτό, για αναβολή της δίκης, πρέπει να υποβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι να αναφέρεται τι ήταν εκείνο που θα βεβαιωνόταν από την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο, σε σχέση με την αποδιδόμενη σε βάρος του κατηγορουμένου αξιόποινη πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, μετά την εκφώνηση των μαρτύρων κατηγορίας, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων (ήτοι του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του), ζήτησαν την αναβολή της δίκης "με το σκοπό όπως προσέλθουν οι απόντες μάρτυρες κατηγορίας .... και ....., των οποίων η παρουσία είναι απαραίτητη για το δεύτερο σκέλος της κατηγορίας". Το δε Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει επί του αιτήματος, διαρκούσης της διαδικασίας, μετά το πέρας της οποίας, όμως, εκδόθηκε η προσβαλλομένη, χωρίς να εκδοθεί απόφαση επ'αυτού. Το αίτημα αυτό, έτσι όπως υποβλήθηκε, ήταν εντελώς αόριστο, αφού δεν καθίστατο σαφές, επί ποίου θέματος θα εξετάζονταν οι αναφερόμενοι μάρτυρες, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι, οι αναφερόμενοι μάρτυρες είχαν εξετασθεί ενόρκως στην πρωτοβάθμια δίκη, τα πρακτικά της οποίας και αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν προκύπτει τι επί πλέον θα κατέθεταν αυτοί, για να κριθεί αναγκαία η παρουσία τους και, συνεπώς, δεν ανέκυπτε και θέμα υποχρέωσης του Δικαστηρίου να απαντήσει στον ασαφή αυτόν ισχυρισμό. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, ήτοι έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα για έλλειψη ακροάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ. Επειδή, τέλος, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπο του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθ. 84 παρ.2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής. 'Όταν, δε, συντρέχουν, περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μία φορά, το Δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση αυτής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστατικών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων ζήτησε, δε του συνηγόρου του, να τον αναγνωρισθεί, πέραν της ήδη αναγνωρισθείσας με τη πρωτόδικη απόφαση ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ.2 περ.α' του ΠΚ και της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ.2 περ.ε του ίδιου Κώδικα, καθόσον, η μετά την αποχώρησή του, από Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, διαδρομή του μέχρι σήμερα, δηλαδή επί 12 ολόκληρα χρόνια, είναι ανεπίληπτος, διατελέσας υψηλόβαθμο στέλεχος πολύ μεγάλων ανωνύμων εταιρειών... στοιχεία που επιτρέπουν, αν όχι επιβάλουν, την αναγνώριση και αυτής της ελαφρυντικής περίπτωσης. Το Δικαστήριο απέρριψε το ως άνω αίτημα με την εξής αιτιολογία "Επειδή, πρέπει να αναγνωριστούν στους κατηγορουμένους τα ίδια ελαφρυντικά, που αναγνώρισε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και όχι άλλα, διότι οι κατηγορούμενοι δεν επικαλέστηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ούτε προέκυψαν τέτοια, που να δικαιολογούν την αναγνώριση και των ως άνω ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 εδ.δ' και ε' για τον πρώτο κατηγορούμενο (αφορά τον αναιρεσείοντα, με την επισημείωση ότι το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.δ' για τον αναιρεσείοντα το πρότεινε ο Εισαγγελέας) και άρθρου 84 παρ.2 εδ.α', δ' ΠΚ για το δεύτερο κατηγορούμενο". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα, για ποιόν λόγο δεν χορηγούνται επί πλέον ελαφρυντικά στον αναιρεσείοντα και αυτός είναι η ανυπαρξία τέτοιων πραγματικών περιστατικών, που να δικαιολογούν τη χορήγησή τους. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, ότι τα περιστατικά που προέβαλαν οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, αποδείκνυαν τα θετικά στοιχεία που επέβαλαν τη χορήγηση των ως άνω ελαφρυντικών, είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Συνεπώς, ο τελευταίος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει ν'απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-3-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ.2922-3046/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη από κοινού κατ’ εξακολούθηση, κατά συνήθεια άνω των 15.000 ευρώ. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Με το N. 2721/99 πέρα από την κατ’ επάγγελμα ή συνήθεια τέλεση της απάτης, απαιτείται το συνολικό όφελος να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ. Ο N. 2721/99 είναι ευνοϊκότερος ως προς τη ρύθμιση αυτή του N. 2408/96. Στην κατ’ εξακολούθηση τέλεση της απάτης δεν απαιτείται κάθε μερικότερη πράξη να επέφερε οφέλη ή ζημία άνω των 15.000 ευρώ. Αίτημα αναβολή. Απορρίπτεται ως αόριστο, γιατί δεν αναφέρετο στο αίτημα αναβολής για να προσέλθουν απολειπόμενοι μάρτυρες κατηγορίας, επί ποίου θέματος θα συνεισέφερε η μαρτυρία τους στην εκδικαζόμενη κατηγορία. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εξακολουθούν έγκλημα, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 951/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 754,755/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 30 Ιανουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 126/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 397 του ΠΚ "ο οφειλέτης, που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Όμοια τιμωρείται, όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του οφειλέτη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών, απαιτείται, αντικειμενικώς, ή, ολικώς ή μερικώς, ματαίωση της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και εκείνος της απαλλοτριώσεως οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με τη γενόμενη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα απαλλοτρίωση, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις το κατά τα άνω απαλλοτριούμενο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή οσάκις τα εναπομένοντα μετά τη γενομένη απαλλοτρίωση περιουσιακά στοιχεία, εν όψει της αξίας τους, δεν επαρκούν για την ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρίθμ. 754, 755/2007 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, καταδίκασε τον κατηγορούμενο - ήδη αναιρεσείοντα - για το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών, ήτοι ότι στη ....., στις 17-10-2000, με πρόθεση τέλεσε αξιόποινη πράξη και ειδικότερα όντας οφειλέτης, με πρόθεση ματαίωσε ολικά την ικανοποίηση του δανειστή-εγκαλούντα Ψ1, απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι όφειλε στον ανωτέρω δανειστή του και εγκαλούντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 45.000.000 δ.ρ.χ. (ή 132.061 ευρώ) προερχόμενο από άτυπο δάνειο που είχε συναφθεί μεταξύ τους περί τον μήνα Μάρτιο 1999, έχοντας μάλιστα αναγνωρίσει την οφειλή του αυτή με την από ...... δήλωση αναγνώρισης χρέους, εν τούτοις, με σκοπό να ματαιώσει ολικά τη ικανοποίηση του δανειστή του, προέβη δυνάμει του υπ' αριθμ. ........ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σπάρτης Πολυτίμης Αλεξανδρίδη, σε γονική παροχή (δωρεά) προς την κόρη του, ......., του δικαιώματος της ισόβιας επικαρπίας επί ακινήτου (διαμερίσματος β' ορόφου εκ μέτρων τετραγωνικών 200, 44) ιδιοκτησίας του, κειμένου επί της οδού ........., στην ......, αντικειμενικής αξίας 10.026.828 δ.ρ.χ. (29.425, 74 ευρώ). Κατά τον τρόπο αυτό, με την εν λόγω χαριστική δικαιοπραξία, ματαίωσε ολικά την ικανοποίηση του ανωτέρω δανειστή του. Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής, κατά λέξη: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και τη όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου για το εκπρόθεσμο της έγκλησης λόγω της μεταβίβασης το έτος 2000 της ισόβιας επικαρπίας του διαμερίσματος της οδού ........... στη ...... στη θυγατέρα του, μεταβίβαση που ο εγκαλών μηνυτής του φέρεται ότι πληροφορήθηκε στις αρχές 2001, ενώ την έγκλησή του κατέθεσε το έτος 2003, αποδείχθηκε ότι ανεξάρτητα της γνώσης στις αρχές του 2001 της μεταβίβασης αυτής ο εγκαλών δεν είχε την πεποίθηση ότι με τη μεταβίβαση αυτή ο κατηγορούμενος οφειλέτης του αποστερούταν πλέον περιουσίας για να ικανοποιήσει το δάνειο που του όφειλε, καθόσον όπως κατατέθηκε, όλο το 2001 του κατέβαλε τις δόσεις της σύμβασης αναγνώρισης χρέους που το έτος 2000 είχε κάνει ο κατηγορούμενος για το ένδικο χρέος. Ακόμη, τον παραπλάνησε ο κατηγορούμενος τον εγκαλούντα μέχρι το 2003 ότι είχε μεγάλη περιουσία και ότι θα εξυπηρετούσε κανονικά την οφειλή του. Έτσι οριστικά τον Απρίλιο 2003 ο εγκαλών απέκτησε την πεποίθηση ότι δεν είχε περιουσία ο κατηγορούμενος και δεν επρόκειτο να του επιστρέψει το χρέος, συνεπώς, τότε αντελήφθη ότι η γνωστή σ' αυτόν από τις αρχές του έτους 2001 αλλά "αθώα" τότε λόγω της παραπλάνησης του κατηγορουμένου μεταβίβαση του διαμερίσματος προς τη θυγατέρα του ήταν καταδολιευτική και έγινε για να αποτρέψει την ικανοποίησή του. Συνεπώς, επειδή κατά τα λοιπά δεν αμφισβητείται η κατηγορία και το αντικειμενικό και υποκειμενικό της Π.Κ. 397 παρ. 1, 2 αποδείχθηκαν πλήρως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο ούτε καν παραπέμπει το σκεπτικό. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς δευτέρου του δικογράφου των προσθέτων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωκε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 754, 755/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανεπάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καταδολίευση δανειστών.
0
Αριθμός 949/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κωνσταντινίδη, περί αναιρέσεως της 65/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με πολιτικώς ενάγουσα τη ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Αναγνώστου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1821/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου απ' αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ'αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος, στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξεως αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Είναι δε δυνατόν, από την πράξη αυτή του δράστη, άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Από αυτά συνάγεται ότι οι παραπάνω πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και η απάτη συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη, διότι κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από πραγματικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτήν από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι η κατηγορουμένη ετέλεσε την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και της επέβαλε, μετά από την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2α του ΠΚ, ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν. Ειδικότερα το ως άνω δικαστήριο, αφού απέρριψε τον αυτοτελή της κατηγορουμένης ισχυρισμό, περί απορροφήσεως της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας, με χρήση κατ' εξακολούθηση που τελέστηκε στη ..... κατά τις ημερομηνίες 22-3-2002, 6-4-2002, 19-4-2002, ειδικότερα δε ένοχη του ότι, ενώ ήταν στρατιωτικός δηλαδή Πλωτάρχης (Ν) και υπηρετούσε στη ΣΣΑΣ, στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατήρτισε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα: α) την 22-3-2002 μετέβη στο επί της οδού Χαριλάου κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου και παρουσιάζοντας την ταυτότητα και το εκκαθαριστικό σημείωμα εφορίας της ιδιώτιδος ψ1 που είχε αποσπάσει απ' αυτήν, εκμεταλλευόμενη τη μεταξύ τους στενή φιλία, συμπλήρωσε και υπέγραψε ως ψ1 και όχι ως χ1, αίτηση - σύμβαση προσωπικού -καταναλωτικού δανείου, ύψους 3.000 € και χρησιμοποιώντας αυτά (αίτηση - σύμβαση) ενώπιον της εν λόγω τράπεζας (που τα έκανε δεκτά) πέτυχε την παραπλάνηση του αρμοδίου υπαλλήλου και την υπέρ αυτής, εκταμίευση του ποσού των 3.000 €, β) την 6-4-2002, μετέβη σε κατάστημα ΟΡΕΝ 24 της Τράπεζας EUROBANK και παρουσιάζοντας την ταυτότητα και το εκκαθαριστικό σημείωμα εφορίας της ιδιώτιδας ψ1, που είχε αποσπάσει απ' αυτήν, εκμεταλλευόμενη τη μεταξύ τους στενή φιλία, συμπλήρωσε και υπέγραψε ως ψ1 και, όχι ως χ1, αίτηση - σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου, ύψους 3.000 € και χρησιμοποιώντας αυτά (αίτηση -σύμβαση) ενώπιον της εν λόγω τράπεζας (που τα έκανε δεκτά) πέτυχε την παραπλάνηση του αρμοδίου υπαλλήλου και την υπέρ αυτής, εκταμίευση του ποσού των 3.000 € και γ) την 19-4-2002, μετέβη στο κατάστημα της ASPIS BANK και παρουσιάζοντας την ταυτότητα και το εκκαθαριστικό σημείωμα εφορίας της ιδιώτιδας ψ1, που είχε αποσπάσει απ' αυτήν, εκμεταλλευόμενη τη μεταξύ τους στενή φιλία, συμπλήρωσε και υπέγραψε ως ψ1 και όχι ως χ1, αίτηση - σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου, ύψους 3.000 € και χρησιμοποιώντας αυτά (αίτηση - σύμβαση) ενώπιον της εν λόγω τράπεζας (που τα έκανε δεκτό), πέτυχε την παραπλάνηση του αρμοδίου υπαλλήλου και την υπέρ αυτής, εκταμίευση του ποσού των 3.000 €. Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, γιατί πράγματι, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί στην μείζονα νομική σκέψη, μεταξύ απάτης και πλαστογραφίας με χρήση, υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα αδίκημα από το άλλο. Η προσβαλλομένη απόφαση απορρίψασα τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί απορροφήσεως της πλαστογραφίας με χρήση από την απάτη, δεν έσφαλε και ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, όπως εκτιμάται, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 216 § 1, 94 Π.Κ., πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΠΚ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης, κατά τα εις το διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Ιουλίου 2007 αίτηση της χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 65/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως. Συρρέει αληθώς με απάτη. Απορρίπτει.
Συρροή εγκλημάτων
Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Συρροή εγκλημάτων.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 947/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 559/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1296/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 407/24-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Πενταμελές Εφετείον Αθηνών ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την 559/2-3-2007 απόφαση καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ τον Χ1, αλβανό υπήκοο και ήδη κρατούμενο στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, για αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών κατ'επάγγελμα και συνήθεια (βλ. απόφαση). ΙΙ. Στις 12-3-2007 ο κατηγορούμενος, εμφανίσθηκε στον Δ/ντή της παραπάνω Φυλακής και δήλωσε αυτοπροσώπως ότι ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης και έτσι συντάχθηκε η 26/12-3-2007 έκθεση αναίρεσης, στην οποία ως λόγοι αναίρεσης αναφέρονται τα εξής: "...... Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους λόγους έχει να προσθέσει, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του..." (βλ. έκθεση αναίρεσης). ΙΙΙ. Με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης η παραπάνω αναίρεση είναι απαράδεκτη, αφού δεν διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης, αφού δεν αναφέρεται σε τί ακριβώς συνίσταται "έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και από ποιές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, στην οποία πάντως παρατίθεται αιτιολογία, προκύπτει η έλλειψη αυτή. ΙV. Πρέπει λοιπόν η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.), γιατί ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της. Παράλληλα πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι. Ν απορριφθεί ως απαράδεκτη η 26/12-3-2007 αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον Χ1, Κρατούμενο της Κλειστής Φυλακής Πατρών και στρέφεται κατά της 559/2-3-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 18 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 471 παρ.1, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 ΚΠοινΔ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ'αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτή ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορρίπτεται (άρθρ. 513 ΚΠοινΔ). Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθεί υπ'όψη ή δεν εξετιμήθησαν από το δικαστήριο της ουσίας (ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθμ. 559/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας κατεδικάσθη ο αναιρεσείων εις ποινή ισοβίου καθείρξεως και χρηματική ποινή 50.000 Ευρώ. για αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα και συνήθεια. Στην αίτηση αναιρέσεως, την οποίαν ο αναιρεσείων ήσκησε με δήλωση στον διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών όπου κρατείται, δηλώνει κατά λέξη ότι: "αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος, αφού δεν προσδιορίζει εις τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας και από ποίες συγκεκριμένες παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει η τοιαύτη έλλειψη. Συνεπώς η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-3-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 559/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει του αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Όταν ουδείς ορισμένος λόγος αναιρέσεως περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 946/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φρακίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 19/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ........ Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1112/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 494/14.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 1/2-5-2007 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 19/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία με πρόθεση και σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και οκτώ (8) μηνών για ληστεία, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, και εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 § 2, 474 § 2, 479 § 2 και 471 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθία, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στην έκθεση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σε αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (αρ. 513 Κ.Π.Δ.), ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 2020/05). Στην κρινομένη υπόθεση με την ανωτέρω υπ'αριθμ.1/2-5-2007 αίτησή του ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση της υπ'αριθμ. 19/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, εκθέτοντας κατά λέξη "........κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της αριθμ. 19/17-4-2007 αποφάσεως του ΜΟΕ Θράκης..... για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, δηλαδή κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν εξετιμήθηκαν σωστά οι υπερασπιστικοί λόγοι με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η παραπάνω καταδικαστική ποινή". Με βάση τα παραπάνω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως δεν διαλαμβάνει ούτε ένα σαφή, ορισμένο και νόμιμο λόγο αναίρεσης, ενώ η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά από το δικαστήριο οι υπερασπιστικοί του ισχυρισμοί είναι απαράδεκτη, αφού όπως προαναφέρθηκε η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Συνεπώς, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 1/2-5-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού για αναίρεση της υπ'αριθμ. 19/17-4-2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης και Β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 27 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από το με ημερομηνία .... αποδεικτικό επίδοσης της Γραμματέως της Δικαστικής Φυλακής Λάρισας ......., ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αναιρεσείων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 παρ.2, 474 παρ.2 , 471 παρ.1, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 ΚΠοινΔικ. Προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέρχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔικ. λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορρίπτεται (άρθρ. 513 Κ.Ποιν.Δικ.). Εξάλλου δεν ιδρύει λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθ' όσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 19/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με την οποίαν ο αναιρεσείων κατεδικάσθη εις ποινές ισοβίου καθείρξεως για ανθρωποκτονία από πρόθεση και συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και οκτώ (8) μηνών για ληστεία, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Στην έκθεση αυτή αναιρέσεως δηλώνει ο αναιρεσείων ότι κάνει αναίρεση κατά της άνω αποφάσεως κατά λέξη "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, δηλαδή κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν εξετιμήθησαν σωστά οι υπερασπιστικοί λόγοι με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η παραπάνω καταδικαστική απόφαση", και ουδέν πέραν τούτου. Ούτως όμως διατυπουμένη η αίτηση αναιρέσεως ουδένα λόγον από τους αναφερομένους περιοριστικώς εκ το άνω άρθρο 510 ΚΠοιν.Δικ. λόγους αναιρέσεως αναφέρει σαφώς και ορισμένως, η δε αναφερομένη αιτίαση, ότι δεν εξετιμήθησαν σωστά οι υπερασπιστικοί του αναιρεσείοντος ισχυρισμοί δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως και είναι, εντεύθεν, απαράδεκτος. Συνεπώς αυτή (αίτηση αναιρέσεως) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 19/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220 Ευρώ). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως μόνον όταν περιέχεται σ’ αυτή σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως. Όταν δεν περιέχεται ούτε ένας ορισμένος λόγος αναιρέσεως η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως όταν αφορά την περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 944/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της 869-870/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1789/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στυλιανός Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 482/3.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 116/13-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά της υπ'αριθμ. 869-870/25-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών, καθώς και σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ, για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από υπότροπο, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148, 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο λόγος αναιρέσεως, που διατυπώνεται αορίστως στη σχετική έκθεση, να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα για το ορισμένο του προβλεπομένου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλουν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει, αν, κατ'αρχήν, υπήρχε αιτιολογία στην προσβαλλομένη απόφαση, να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, Ολ. ΑΠ 19/2001, ΑΠ 2255/2004). Περαιτέρω για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να προσδιορίζεται ποιά ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάσθηκε και σε τί ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της. Στην προκειμένη περίπτωση με την ανωτέρω υπ'αριθμ. 116/13-7-2007 αίτησή του ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση της υπ'αριθμ. 869-870/25-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκθέτοντας κατά λέξη: "........κάνει αναίρεση κατά της αριθ. 869-870/25-5-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως (8) έτη, Χ.Π. 5000 ευρώ για κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα από υπότροπο, ενώπιον του Αρείου Πάγου, για τους παρακάτω αναφερόμενους λόγους: 1.- Διότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν έχει την προσήκουσα κατά το Σύνταγμα αιτιολογία, άρθρο 510 παρ. Δ' Κ.Π.Δ. και 2.- Για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής διατάξεως των προβλεπομένων ποινικών παραβάσεων του Νόμου, περί των οποίων καταδικάσθηκε (άρθρο 510 παρ. Ε' Κ.Π.Δ.)". 'Ετσι όμως όπως είναι διατυπωμένοι στην οικεία έκθεση οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, χωρίς να γίνεται ορισμένη και σαφής αναφορά περιστατικών προς θεμελίωση των επικαλουμένων πλημμελειών της προσβαλλομένης αποφάσεως, και χωρίς να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται κάθε συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως, καθιστούν την αίτηση αυτή απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 116/13-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά της υπ'αριθμ. 869-870/25-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 14 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από το με ημερομηνία ..... αποδεικτικό επίδοσης του υπαλλήλου της Κλειστής Φυλακής Τρικάλων ......, ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, ο αναιρεσείων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 παρ.2, 474 παρ.2 471 παρ.1, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 ΚΠον.Δικ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δικ. λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορρίπτεται (άρθρ.513 Κ.Ποιν.Δικ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθεί υπ' όψη ή δεν εξετιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.Α.Π. 2/2002, 19/2001). Περαιτέρω για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δικ λόγου αναιρέσεως, της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία παρεβιάσθη καθώς και της αποδιδομένης εις την απόφαση πλημμελείας, δηλαδή σε τι ακριβώς συνίσταται το σφάλμα στην ερμηνεία ή την εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθμ. 869-870/2007 απόφαση του πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας κατεδικάσθη ο αναιρεσείων σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή 5.000 Ευρώ για κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ως υπότροπος και ως τοξικομανής. Στην άιτηση αναιρέσεως δηλώνει ο αναιρεσείων ότι "κάνει αναίρεση για τους παρακάτω λόγους: 1. Διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την προσήκουσα κατά το Σύνταγμα αιτιολογία άρθρο 510 παρ.Δ' Κ.Π.Δ. και 2. Για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως των προβλεπομένων ποινικών παραβάσεων του Νόμου περί των οποίων καταδικάστηκε (άρθρο 510 παρ. Ε Κ.Π.Δ)" και ουδέν πέραν αυτών. Ούτως όμως διατυπούμενοι οι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι, αφού δεν προσδιορίζεται το μεν εις τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας και από ποίες συγκεκριμένες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει η τοιαύτη έλλειψη, το δε ποία η παραβιασθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εις τι συνίσταται η παραβίασή της σχετικά με τις παραδοχές της αποφάσεως. Συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως ουδένα λόγον εκ των αναφερομένων περιοριστικώς εις το άρθρο 510 ΚΠοινΔικ λόγους αναιρέσεως περιέχει σαφώς και ορισμένως, και, μετά την ειδοποίηση του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το .... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Γραμματεία της Κλειστής Φυλακής Τρικάλων, και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, να επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κποιν.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-7-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 869-870/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ορισμένοι λόγοι έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Όταν ουδείς ορισμένος λόγος αναιρέσεως περιέχεται στην αίτηση, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Απορρίπτει αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 943/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 43971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1734/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 479/30.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την από 5-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου εις δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθμ. 43971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Δια της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως, η δια της υπ'αριθμ. 30/24-6-2005 αποφάσεως του Εθνικού Δικαστηρίου 3ου Τμήματος Ποινικών Θεμάτων, με έδρα εις Μαδρίτη, επιβληθείσα εις τον αναιρεσείοντα ποινή καθείρξεως 10 ετών και προστίμου 110.000.000 ευρώ, προσηρμόσθη εις ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 500.000 ευρώ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρ. 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι, οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 476 και 513 ΚΠΔ). Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρ. 484 και 510 ΚΠΔ, που προβλέπουν τους λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906, ΑΠ 2397/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/822). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, δηλώσας στην σχετική έκθεση ασκήσεως αυτής, ότι ασκεί αναίρεση κατά της προσβαλλομένης ανωτέρω αποφάσεως, δια "παράβαση των άρθρων 4, 25, 93 παρ. 3 και 139 του Συντάγματος και των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. α', δ', ε', θ' του ΚΠΔ τους δε ως άνω λόγους θα τους αναλύσει με υπόμνημα που θα υποβάλλει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Όμως, στην εν λόγω έκθεση, ουδεμία αναφορά εις περιστατικό θεμελιωτικό αναιρετικού λόγου διαλαμβάνεται. Αλλά, με αυτό το περιεχόμενο, η κρινομένη αίτηση είναι, συμφώνως προς τα προαναφερόμενα, απαράδεκτη και δεν είναι δυνατή η συμπλήρωση των εντελώς αορίστως επικαλουμένων λόγων αναιρέσεως, με παραπομπή εις άλλο έγγραφο. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρ. 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω-------------------------- Να απορριφθή ως απαράδεκτη η από 5-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου εις δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθμ. 43971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.- Αθήναι 22 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 1, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγου αναιρέσεως της αποφάσεως, με τον οποίο αποδίδεται σ' αυτήν η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να διαλαμβάνονται στην αίτηση αναιρέσεως οι πλημμέλειες τις αποφάσεως ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οι τυχόν ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά και η μη αναφορά των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων πλήττει την υπ' αριθμ. 43.971/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία, κατά παραδοχή αιτήσεώς του και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1708/1987 προσαρμόσθηκε η επιβληθείσα σ'αυτόν στην αλλοδαπή στερητική της ελευθερίας ποινή και αυτή του προστίμου, για έλλειψη αιτιολογίας, επικαλούμενος, κατά πιστή αντιγραφή από την έκθεση αναιρέσεως τα εξής ".. για παράβαση των άρθρων 4, 25, 93 παρ.3 και 139 του Συντάγματος και των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ.α',δ',ε'θ'ΚΠΔ, τους δε ως άνω λόγους θα τους αναλύσει με υπόμνημα που θα υποβάλλει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του ..." Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα παρέχεται από την ειδική διάταξη του άρθρου 2 του Ν.1708/1987 το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, όμως με το προεκτεθέν περιεχόμενο και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, στον οποίο δεν προσδιορίζονται παντάπασι οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος εκτιμήσεως. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου και σε τι συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας , σε ποια κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως ανάγονται αυτές και ποια πραγματικά περιστατικά τα οποία ήσαν αναγκαία για τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν, δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν. Περαιτέρω δε, στην ίδια αίτηση δεν διαλαμβάνεται σε τι συνίσταται η παραβίαση των άρθρων 4 και 25 του Συντάγματος και πως παραβιάσθηκαν οι διατάξεις αυτές από το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο. Συνεπώς, ο άνω λόγος είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Ο αναιρεσείων, λόγω απορρίψεως της αιτήσεως του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 43.971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου με την οποία γίνεται προσαρμογή ποινής καταδικασθέντος στην αλλοδαπή ημεδαπού υπηκόου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1708/1987 «Κύρωση Συμβάσεως για μεταφορά καταδίκων». Επιτρεπτό αναίρεσης κατά το άρθρο 2 του παραπάνω νόμου. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως αόριστης και απαράδεκτης.
Ποινή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ποινή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 942/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1.που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Δελεχά, περί αναιρέσεως της 239/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πρέβεζας. Με συγκατηγορουμένη την Χ2. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πρέβεζας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 970/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτόν της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών συγκεκριμένων που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή εις άλλα έγγραφα. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 509 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. λόγου αναιρέσεως, δι έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον ή ανυπαρξία αυτής σε σχέση με το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως και β) εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητας, του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ' 402). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 230/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πρεβέζης, δια της οποίας κατεδικάσθη ο αναιρεσείων εις ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών διά εκατέραν των πράξεων, κατοχής και χρήσεως ναρκωτικής ουσίας σε ποσότητα που εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες, και συνολικήν είκοσι πέντε (25) ημερών με τριετή αναστολή, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, δια του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δια τους κάτωθι λόγους: "Α- Επί της στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της από κοινού κατοχής ναρκωτικών ουσιών 1) Καθοριστικό στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών αποτελεί η φυσική εξουσία του δράστη επί της ναρκωτικής ουσίας. Περαιτέρω η εξουσίαση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατόν σε κάθε στιγμή ο υπαίτιος να διαπιστώνει την ύπαρξη των ναρκωτικών και επιπλέον να αποσκοπεί στην πραγματική διάθεσή τους. Σημειωτέον ότι δεν ενδιαφέρει το νομοθέτη η κυριότητα ή κατοχή του χώρου όπου βρέθηκαν τα ναρκωτικά αλλά οι συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις που συνιστούν την πραγματική υλική σχέση με αυτά. 2) Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίσταται επαρκής αιτιολογία της αποφάσεως αφού αναφέρεται κατά λέξη: ... Από κοινού και οι δυο κατηγορούμενοι (Χ1 και Χ2)παρέβησαν τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 1729/87, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 Ν. 2161/93 κατά την οποία: "Οποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα, που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί... ". Η ανωτέρω αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη αφού δεν αναφέρονται το σκεπτικό της απόφασης τα καθ' έκαστον πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στο Δικαστήριο στη κρίση του αυτή τόσο σε αντικειμενικό όσο και υποκειμενικό επίπεδο". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται η ανεπαρκής αιτιολογία και σε σχέση με ποίο ή ποία συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, πέραν του ότι τα άνω επικαλούμενα ως έχοντα μη επαρκή αιτιολογία περιστατικά αυτής (αποφάσεως) αποτελούν τμήμα μόνο του διατακτικού της και δεν αναφέρει τι εκτίθεται και στο σκεπτικό. Κατά την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 εδ. α' Ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρ. 5 Ν. 3189/2003 "Οποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα, που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες ή κάνει χρήση τους ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για δική του αποκλειστική χρήση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους", κατά δε την διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου "Βούλευμα ή απόφαση, ότι ο υπαίτιος δεν πρέπει να τιμωρηθεί, μπορεί να εκδοθεί και ο δράστης της παρ. 1 του παρόντος να κριθεί ατιμώρητος χωρίς να διαταχθεί προηγουμένως ή από μέρους του παρακολούθηση θεραπευτικού προγράμματος, όταν το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν τελείως συμπτωματική και δεν είναι πιθανό να επαναληφθεί αυτή ή κάποια άλλη του παρόντος νόμου"... . Κατά την έννοια των άνω διατάξεων ή κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση της ναρκωτικής ουσίας από τον δράστη, κατά τρόπον ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και κατά την δική του βούληση να την διαθέτει πραγματικά, συμπτωματική χρήση δε θεωρείται η περιστασιακή, η οποία δικαιολογείται με βάση τις ειδικές συνθήκες και την προσωπικότητα του υπαιτίου, οπότε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου φέρεται η υπόθεση δικαιούται να κρίνει τον δράστη ατιμώρητο εφ' όσον βεβαιωθεί ότι συντρέχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικά μνημονευόμενες συνθήκες σε συνδυασμό με την προσωπικότητα, η οποία διαμορφώνεται από την ηλικία, τις διανοητικές λειτουργίες, την δυνατότητα κρίσεως και την εκτίμηση των επί μέρους περιστατικών. Εξ άλλου η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η οποία επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ και η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 332 παρ. 2 ΚΠοινΔ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνο η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίον είναι γνωστοί αυτοί στην νομική ορολογία? και τούτο δια να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση να τους κάνει δεκτούς η να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένως στην απόρριψη αυτών. Τοιούτος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος ο οποίος προβάλλεται από τον κατηγορούμενο ότι οι πράξεις της προμηθείας, κατοχής και της χρήσεως ως και καλλιεργείας ναρκωτικής ουσίας για αποκλειστική δική του χρήση ήταν τελείως συμπτωματική. Δια να είναι όμως σαφής και ορισμένος ο ισχυρισμός και να προκύπτει, εντεύθεν, υποχρέωση του δικαστηρίου να τον εξετάσει και να αιτιολογήσει την σχετική κρίση του, πρέπει για την θεμελίωσή του να γίνεται επίκληση εκείνων των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τις ειδικές περιστάσεις υπό τας οποίας ετελέσθη ή συγκεκριμένη πράξη, ώστε σε συνδυασμό και με την προσωπικότητα του δράστου, να υπάρξει η δυνατότης όλα αυτά να εκτιμηθούν από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας υπέβαλε "αίτημα ισχυρισμόν δια την δικαστικήν άφεση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 3 Ν. 3459/2006" επικαλεσθείς ειδικότερα τα εξής: "μέχρι σήμερα με τρόπο κατηγορηματικό αρνήθηκε την τέλεση της πράξεως άλλως λόγοι ψυχολογικοί ώθησαν αυτόν εις την τέλεσίν της β) η σταθερή επαγγελματική του κατάστασις ως αστυνομικού υπηρετούντος εις το σώμα Διώξεως Ναρκωτικών γ) Η λευκή ποινική του κατάσταση και η έμπρακτη μεταμέλειά του μαρτυρούν ότι η πράξις του εις περίπτωσιν ενοχής, ήτο συμπτωματική και μετά βεβαιότητος δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο μέλλον. Ο Χ1 ηλικίας 40 ετών, έχει διαμορφωμένη επαγγελματική και κοινωνική του επιφάνεια. Τα ανωτέρω στοιχεία της προσωπικότητος του Χ1 καταδεικνύουν άτομο συνετό, εντεταγμένο αρμονικά εις το κοινωνικό σύνολο με άρτια επαγγελματική και κοινωνική κατάστασιν, οι δε πράξεις που αποδίδουν εις αυτόν αποτελούν εξαιρετικό και μεμονωμένο γεγονός, οφειλόμενο προφανώς εις την απερισκεψία του και αποκλείει την πιθανότητα επαναλήψεώς της εις το μέλλον". Όμως τα περιστατικά αυτά πέραν του ότι μόνον την συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων δύνανται να στηρίξουν δεν είναι ορισμένα και σαφή προς προσδιορισμό των ειδικών συνθηκών και των επί μέρους περιστάσεων, κατά τρόπον ώστε να δυνηθεί το δικαστήριο να ερευνήσει το κατ' ουσίαν βάσιμον αυτών, αφού δεν αναφέρονται ποίοι οι ψυχολογικοί λόγοι που τον ώθησαν εις τας πράξεις της κατοχής και χρήσεως των ναρκωτικών ουσιών, διατί αποτελούν αυτές εξαιρετικό και μεμονωμένο γεγονός οφειλόμενο εις ποίαν απερισκεψία του και διατί αποκλείεται η πιθανότης επαναλήψεώς των στο μέλλον. Εντεύθεν και το δικαστήριο δεν είχεν υποχρέωση να απαντήσει στον άνω ασαφή και αόριστο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, πέραν του ότι ως εκ περισσού απάντησε και δη " ...Ειδικότερα οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι πράξεις των κατηγορουμένων όπως παραπάνω αναφέρονται και οι προσωπικότητες των δραστών ιδιαίτερα του 1ου κατηγορουμένου ο οποίος είναι ενεργεία αστυνομικός και υπηρετεί στην Υποδιεύθυνση δίωξης ναρκωτικών στο τμήμα αερολιμένα Αθηνών, στον οποίο μάλιστα απονεμήθηκε έπαινος από το Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής για την σύλληψη μελών σπείρας λαθρεμπόρων ναρκωτικών, δεν επιτρέπουν να κριθεί ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι ήσαν τελείως συμπτωματικές και δεν είναι δυνατόν να επαναληφθούν αυτές". Επομένως ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της κρινομένης αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠονΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11/5/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 239/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πρέβεζας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αόριστος ο ισχυρισμός όταν δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται αυτή. Αόριστος ο ισχυρισμός περί συμπτωματικού χαρακτήρος της κατοχής και χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, εάν δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις περιστάσεις υπό τας οποίας ετελέσθη η αξιόποινη πράξη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Ναρκωτικά.
2
Αριθμός 941/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσειούσης - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως καθώς και στο από 12 Νοεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 117/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσειούσης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 484 § 1, 509 §1 και 510 Κ.Ποιν.Δικ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτόν της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή εις άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 § 2 Κ.Ποιν.Δικ. την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγου αναιρέσεως, δι'έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να διαλαμβάνεται, εις τον σχετικόν λόγον η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με τα συγκεκριμένα ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως και β) εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος, του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ, η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολομ. Α.Π. 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, δια της οποίας κατεδικάσθη η αναιρεσείουσα εις ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) Ευρώ, για κατοχή ναρκωτικών (από κοινού), η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, δια του πρώτου λόγου αυτής (αναιρέσεως), ότι ζητεί την αναίρεση της άνω αποφάσεως "δια έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως που επιβάλλει το Σύνταγμα" και ουδέν άλλο πέραν αυτού. Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρει εις τί συνίσταται η απλώς κατά τον ορισμόν του νόμου επικαλουμένη έλλειψη αιτιολογίας που προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα περιστατικά και παραδοχές της αποφάσεως. Η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ., όπως ετροποποιήθη το τελευταίο με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ'αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 1 και 332 § 2 Κ.Ποιν.Δικ. στο δικαστήριο της ουσίας, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφ'όσον όμως προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνον η επίκληση της νομικής διατάξεως, η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίον είναι γνωστοί αυτοί στην νομική ορολογία· και τούτο δια να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τοιούτος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και η επίκληση από τον κατηγορούμενο για παραβάσεις του Νόμου 1729/1987 "καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις", ή τον συνήγορό του της συνδρομής της περιπτώσεως του άρθρου 13 § 1 του ιδίου νόμου όπως ισχύει, η οποία καλύπτει εκείνους που απέκτησαν την έξη της χρήσεως των ναρκωτικών (ουσιών) και την οποία δεν μπορούν να αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις και έχει ως συνέπεια την ηπιώτερη ποινική μεταχείριση του δράστου (παραγρ. 4). Δια να είναι όμως σαφής και ορισμένος αυτός ο ισχυρισμός και να προκύπτει εντεύθεν υποχρέωση του δικαστηρίου να τον εξετάσει και να αιτιολογήσει την σχετική κρίση του, δεν αρκεί μόνον η επίκληση του όρου ότι εκείνος είναι "τοξικομανής", αλλά πρέπει για την θεμελίωσή του να γίνεται επίκληση και των κατά την άνω διάταξη πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος από τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών απέκτησε την έξη της χρήσεως αυτών, την οποίαν δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Χωρίς την προβολή του ως άνω σαφούς και ορισμένου ισχυρισμού, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει επ' αυτού με ιδιαίτερη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, υπ'αριθμ. 57/2006 του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, ο συνήγορος της αναιρεσειούσης υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό "περί τοξικομανίας" αυτής, μόλις ήρχισεν η αποδεικτική διαδικασία, στο στάδιο δε της αγορεύσεώς του περί της ενοχής της κατ/νης ζήτησε να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός "περί τοξικομανίας" αυτής, χωρίς κατ' αμφότερα τα άνω σημεία, να επικαλεσθεί άλλα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ότι, ήτοι, έχει αποκτήσει την έξη της χρήσεως των ναρκωτικών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές της δυνάμεις. Εντεύθεν και το δικαστήριο δεν είχεν υποχρέωση να απαντήσει στον άνω ασαφή και αόριστο ισχυρισμό της αναιρεσειούσης, πέραν του ότι (το δικαστήριο) ως εκ περισσού απήντησε στον τοιούτο ισχυρισμό τον οποίον τελικώς απέρριψε και δη: Για την δεύτερη κατηγορουμένη πλέον της στο ακροατήριο εμφανίσεώς της υπάρχουν οι εκθέσεις ψυχικής πραγματογνωμοσύνης των .... και ....., ψυχιάτρων, επί των οποίων όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει τον ισχυρισμό της τοξικομανίας γιατί αμφότερες οι εκθέσεις συντάχθηκαν κατόπιν πληροφοριών της ιδίας εξετασθείσης και, στην μεν πρώτη κρίνεται η ίδια ως τοξικομανής, στην δε δεύτερη η ίδια είναι "παλαιά τοξικομανής". Πρέπει να σημειωθεί και ότι η τελευταία κατηγορουμένη με την θέλησή της παρακολουθεί πρόγραμμα απεξαρτήσεως. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. δεύτερος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω και ο έτερος των προσθέτων λόγων, με την αιτίαση ότι η ανωτέρω (ως εκ περισσού εκτεθείσα) αιτιολογία, με την οποία απερρίφθη ο περί τοξικομανίας αυτοτελής ισχυρισμός, περιέχει ασάφεια και αντίφαση και στερείται νομίμου βάσεως και καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικόν έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 13 Ν. 1729/1987, αλυσιτελώς προβάλλεται, ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, ότι έπρεπε δηλαδή να αιτιολογηθεί η απόρριψή του, και πρέπει να απορριφθεί, αφού το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολλώ μάλλον δε να αιτιολογήσει απόρριψη του ασαφούς και αορίστου ισχυρισμού. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της καθώς και οι από 12/14-11-2007 πρόσθετοι λόγοι, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7/11/2006 αίτηση της Χ1, καθώς και τους από 12/14-11-2007 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ'αριθμ. 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Πότε ορισμένος ο ισχυρισμός περί τοξικομανίας. Μόνον εάν είναι ορισμένος, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να απαντήσει. Αλλιώς, εάν δεν απαντήσει, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως. Ισχυρισμός ότι δεν ελήφθη υπ’ όψη έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αλυσιτελώς προβάλλεται ως πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, διότι ο περί τοξικομανίας ισχυρισμός ήταν αόριστος. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 939/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ρομποτή, περί αναιρέσεως της 788/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 754/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση, για να έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1Δ' ιδίου Κώδικος, λόγον αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από την οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, από τα οποία απεδείχθησαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η άνω επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠοινΔικ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν η εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα επ' αυτών. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, όπερ συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, από το οποίο ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος, εζήτησε δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις άρθρου 84 § 2α' και ε' Π.Κ., προβάλλων κατά τρόπον σαφή και ορισμένο και αναπτύξας προφορικώς όσα με έγγραφο υπόμνημά του, καταχωρισθέν αυτούσιο στα πρακτικά, είναι αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των τοιούτων περιστάσεων, (το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών) εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, "κατάθεση μάρτυρος υπερασπίσεως που εξετάστηκε ενόρκως και ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία" ότι ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αγοράς και κατοχής ηρωΐνης ιδίας ποσότητος, σε βαθμό κακουργήματος καθόσον τις πράξεις του αυτές διέπραξε χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσεως των ναρκωτικών ουσιών και να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, "χωρίς το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2ε Π.Κ., γιατί η επικαλουμένη καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του προϋποθέτει ελεύθερη διαβίωση στην κοινωνία και όχι στην φυλακή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατ/νος. Επίσης δεν πρέπει να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του 84 § 2α' Π.Κ. κατά πλειοψηφίαν, γιατί ναι μεν ο κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο, αλλά τούτο δεν προεξοφλεί και την απαιτουμένη έντιμη ατομική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή και στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος είχε πριν την πράξη του έντιμη, ατομική και κοινωνική ζωή, εν όψει του ότι συναναστρέφοταν με ανθρώπους που ασχολούνταν με την εμπορία ναρκωτικών όπως ο ....., (όπως προαναφέρθηκε) ο οποίος μάλιστα είχε κρύψει στο σπίτι, (όπως εδέχθη η 2728/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών) και ο καθ' ομολογίαν του ....... (αγνώστων λοιπών στοιχείων) που τον είχε φιλοξενήσει σπίτι του". Με αυτά τα οποία εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι δεν συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 α' και ε' Π.Κ., καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες (και με βάση τα επικαλούμενα περιστατικά αυτών), δεν εφαρμόζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη αυτή. Μετά ταύτα οι σχετικοί λόγοι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων άρθρου 84 § 2 α' και ε' ΠΚ και εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου αυτού, άλλως εκ πλαγίου παραβάσεώς του, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ'ο δε μέρος με τους λόγους αυτούς προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Απορριπτομένων αμφοτέρων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠοινΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11/4/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 788/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόρριψη ελαφρυντικών περιστάσεων (84 § 2 ΠΚ). Πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως· και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 84§2 αρ. ε΄ ΠΚ. Απορρίπτονται αμφότεροι οι εκ των άνω αιτιάσεων λόγοι, προς δε και οι από την επίκληση αυτών αιτιάσεις βάλλουσαι την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου περί πραγμάτων. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 948/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενη την Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 27-11-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2062/2007 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 35/29-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την κατά της Χ1 Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά Προσφυγή - μήνυση του Ψ1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 136 ΚΠΔ και εκθέτω τα παρακάτω: Από τις διατάξεις των άρθρων 136 εδ. ε και 137εδ.β ΚΠΔ κατά τις οποίες, κατά μεν την πρώτη ''Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 -125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν. α) ......... ε) όταν ο εγκαλών η ο ζημιωμένος η ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο η εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122- 125 δικαστήριο '' κατά δε την δεύτερη '' ..... Για την παραπομπή αποφασίζει α) .......... β) το συμβούλιο εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές η τριμελές Πλημ/κείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο.......'' προκύπτει ότι εφ' όσον εγκαλών, ζημιωμένος ή μηνυόμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο με βαθμό από του παρέδρου και πάνω το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί δεν μπορεί να επιληφθεί τής εκδίκασης υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται ο δικαστικός αυτός λειτουργός με οποιαδήποτε από τις παραπάνω ιδιότητες και για τον λόγο αυτό απαιτείται η υπόθεση στην οποία εμπλέκεται να παραπεμφθεί σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο και ότι για την παραπομπή αποφασίζει το συμβούλιο εφετών .Η υπό στοιχείο ε περίπτωση μπορεί ν' ανακύψει και κατά την προδικασία οπότε από το αρμόδιο συμβούλιο εφετών αποφασίζεται η παραπομπή τής υπόθεσης στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τού Πρωτοδικείου οι οποίες καθίστανται αρμόδιες για όλες τις απαραίτητες προανακριτικές και ανακριτικές διαδικασίες .Στην περίπτωση όμως που ο μηνυόμενος είναι δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός με βαθμό Εφέτη και Προέδρου Εφετών , Αντ/λέα ή Εισαγγελέα Εφετών και υπάρξει θέμα εκδίκασης προσφυγών ή παραπομπής του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου θα ανακύψει θέμα κανονισμού αρμοδιότητας από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 135 και 137 εδ.γ ΚΠΔ για τον λόγο αυτό σκόπιμο κρίνεται να γίνεται από την αρχή κανονισμός αρμοδιότητας από το Συμβούλιο σας με παραπομπή της κρινομένης μήνυσης ή έγκλησης στην αρμοδιότητα πλησιέστερου Εφετείου προς αποφυγή όλων των δικονομικών ταλαιπωριών αλλά και καθυστερήσεων της εκδίκασης των κατά των δικαστικών λειτουργών των βαθμών αυτών μηνύσεων και εγκλήσεων τούτου δυναμένου άλλωστε να υποστηριχθεί περί του ότι δεν αποκλείεται από τις ίδιες τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 137 εδ. γ κατά το οποίο ο Άρειος Πάγος; που συνέρχεται σε συμβούλιο είναι αρμόδιος σε κάθε άλλη περίπτωση πλην των στα εδ. α και β του ίδιου άρθρου αναφερομένων περιπτώσεων αλλά και για να διασφαλιστεί το αμερόληπτο και το ανεπηρέαστο της δικαστικής κρίσης λόγω της συνυπηρέτησης .(ΑΠ 1761 /2006,1917 /2006 αδημοσίευτοι ,ΑΠ 613/2001 Π.Χρ. ΝΒ' σελ. 136). Στην προκειμένη περίπτωση κατά της Χ1 Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά ο Ψ1 ασκήσας την με αριθμ. 218/2007 προσφυγή του κατά της με αριθμ. 329/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 29-6-2006 έγκληση του κατά της ίδιας περιέλαβε σ' αυτήν κεφάλαιο στο οποίο αναφέρει ότι παρακαλεί για την ποινική δίωξη της Χ1 για συκοφαντική δυσφήμηση ανανεώνοντας το αίτημα του για ποινική δίωξη της παραπάνω για την πράξη αυτή και την οποία ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά εκλαμβάνοντας την σαν νέα μήνυση την υπέβαλλε σε μας για κανονισμό αρμοδιότητας Κατόπιν των παραπάνω υποβάλλομε στο Συμβούλιο σας την κατά της Χ1 μήνυση του Ψ1 σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις για τον ορισμό του Εφετείου Αθηνών και της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών για τον χειρισμό και την περάτωση της κατά του Εισαγγελικού λειτουργού μήνυσης του παραπάνω . Δ ι α τ α ύ τ α Προτείνω όπως: Οριστούν σαν αρμόδιες oι Δικαστικές αρχές Πρωτοδικείου και Εφετείου και η Εισαγγελία Πρωτοδικών και η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών για τον χειρισμό και περάτωση της κατά της Χ1 Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά με ημερομηνία 4-10-2007 μήνυσης. του Ψ1. Αθήνα την 15-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περίπτωση ε' ΚΠΔ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων, και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, κατά δε την διάταξη του επομένου άρθρου 137 παρ.1 ΚΠΔ, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων, και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Για την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο των πλημμελειοδικών αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περίπτωση αδυναμίας συγκροτήσεως β) το συμβούλιο των Εφετών αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο 'Αρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι ή εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπονοίας για μεροληψία του από το ότι υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου. Στην κρινομένη περίπτωση ο Ψ1 υπέβαλε την από 29/6/2006 έγκλησή του κατά της Χ1 Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς για παράβαση του άρθρου 363-362 ΠΚ. Η έγκληση αυτή απερρίφθη δια της υπ'αριθμ. 329/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, ως νόμω αβάσιμη. Κατά το άρθρο 47 παρ.1 ΚΠΔ. Κατά της διατάξεως αυτής ο εγκαλών ήσκησε την 4/10/2007 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 ΚΠοινΔ Επί της προσφυγής αυτής αρμόδιος να αποφανθεί είναι Εισαγγελικός λειτουργός της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς. Μεταξύ όμως αυτών περιλαμβάνεται και η εγκαλουμένη Αντεισαγγελεύς Εφετών. Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής κατ'άρθρον 48 ΚΠοινΔ και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές και δικαστικές αρχές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την κατά της Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς Χ1 υπόθεση, επί της οποίας έχει εκδοθεί η υπ'αριθμ. 329/2007 διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προκειμένου να αποφανθεί αυτός επί της από 4-10-2007 προσφυγής του εγκαλούντος Ψ1 κατά της ανωτέρω διατάξεως και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές και δικαστικές αρχές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές και δικαστικές αρχές.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 938/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....... και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαλτούδη, για αναίρεση της 32/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1604/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996,ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ, υπάρχει όταν προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η ειδική αιτιολογία υπάρχει και στην αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, η οποία είναι παραδεκτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 32/2006 το Πενταμελές Εφετείο Κερκύρας, το οποίον εδίκασε κατ' έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (το άνω δικαστήριο), μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάσθησαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πιο πάνω πρακτικά την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία", τα εξής: Ο κατηγορούμενος μετέχοντας σε ομάδα έξι ατόμων, εισήγαν στην Ελληνική Επικράτεια συνολικά 129,5 κιλά ινδικής καννάβεως από δύσβατη περιοχή "...." ..... Θεσπρωτίας. Ο ίδιος κατελήφθη να πραγματοποιεί εισαγωγή 20 κιλών ινδικής καννάβεως και βεβαίωσε ότι για την πράξη του αυτή η αμοιβή του ήταν 200 €. Της ποσότητος αυτής είχαν την φυσική εξουσία διαθέσεως προς τρίτους και εισήλθαν λάθρα στην Ελληνική επικράτεια. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται τόσον από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων (...., .......) όσον και την απολογία του κατηγορουμένου και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. Πρωτόδικα πρακτικά συνεδριάσεως). Βέβαια ο κατηγορούμενος ήδη, ζητώντας την μείωση της ποινής του ισχυρίζεται την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπό του (πρότερος έντιμος βίος, ειλικρινής μεταμέλεια) όμως, εξ όλων των ανωτέρω που αποδεικνύονται και ιδιαίτερα της ποσότητος των ναρκωτικών, της δράσεως των έξη ατόμων και της αμοιβής μεταφοράς, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός χορηγήσεως ελαφρυντικών περιστάσεων και ο κατηγορούμενος κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται (εισαγωγής, κατοχής από κοινού ναρκωτικών, παράνομη είσοδος στην Ελλάδα), κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλομένη απόφαση στο διατακτικό της εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: Α) Στις 12-11-2004 και περί ώρα 04.00 στην περιοχή ..... Νομού Θεσπρωτίας πλησίον της Ελληνοαλβανικής μεθορίου με πρόθεση, χωρίς να είναι τοξικομανής, από κοινού με τον ....... και άλλους τέσσερις ομοεθνείς του αγνώστων στοιχείων, εισήγαγε από την Αλβανία στην Ελληνική Επικράτεια απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα εισήγαγε ογδόντα εννέα (89) δέματα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης (χασίς) σε φούντα συνολικού βάρους εκατόν είκοσι εννέα και μισού (129,50) κιλών. Β)Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο από κοινού με τον ανωτέρω και άλλους τέσσερις ομοεθνείς του, αγνώστων στοιχείων, με πρόθεση χωρίς να είναι τοξικομανής, κατείχε με την έννοια της φυσικής εξουσίασης ώστε να είναι σε θέση να τις διαθέσει ανά πάσα στιγμή κατά τη βούλησή του, απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες, ήτοι τα προαναφερόμενα δέματα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης συνολικού βάρους (129,50) κιλών, τα οποία προόριζε να παραδώσει σε άγνωστο στην ανάκριση παραλήπτη για περαιτέρω διακίνηση και διάθεσή τους εντός της Ελληνικής Επικράτειας και Γ)Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση χωρίς να είναι κάτοχος νομίμων ταξιδιωτικών εγγράφων (διαβατηρίου, βίζας), εισήλθε παράνομα από άγνωστο σημείο της Ελληνοαλβανικής μεθορίου εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Με αυτά όμως, τα οποία εδέχθη το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά ασαφή και αντιφατική. Ειδικότερα ενώ εν αρχή του σκεπτικού της δέχεται ότι "ο κατηγορούμενος, μετέχοντας σε ομάδα έξι ατόμων, εισήγαν στην Ελληνική επικράτεια συνολικά 129,5 κιλά ινδικής καννάβεως", όπερ δέχεται και στο διατακτικό και τον κηρύσσει ένοχο για εισαγωγή από κοινού 129,5 κιλών ινδικής καννάβεως, αμέσως μετά δέχεται ότι "ο ίδιος κατελήφθη να πραγματοποιεί εισαγωγή 20 κιλών ινδικής καννάβεως και βεβαίωσε ότι για την πράξη του αυτή η αμοιβή του ήταν 200 €" και "Της ποσότητος αυτής είχαν την φυσική εξουσία διαθέσεως προς τρίτους (και εισήλθαν λάθρα στην Ελληνική Επικράτεια), το μεν χωρίς να εξηγείται η διαφοροποίηση στα δύο σημεία της αποφάσεως και ο περιορισμός που γίνεται, από το ένα εις το άλλο σημείο αυτής, αφού αναφέρει ότι όλοι "εισήγαν", το δε χωρίς να καθορίζεται σαφώς ποίας ποσότητος εκ των άνω είχε την φυσική εξουσία, διαθέσεως ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, αφού αναφέρει ότι όλοι "είχαν" την φυσική εξουσία διαθέσεως προς τρίτους. Συνεπώς είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ σχετικός λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη από την απόφαση ειδικής αιτιολογίας, ο οποίος προβάλλεται με το δικόγραφο της αναιρέσεως και, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 32/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση υπάρχει όταν αυτή έχει ασάφειες και αντιφάσεις τόσο στο ίδιο το σκεπτικό, όσο και μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση διότι δεν είναι σαφές τι εισήγαγε ο κατηγορούμενος και τι κατείχε από κοινού μετ’ άλλων από την ναρκωτική ουσία που εισήγαγαν και κατείχαν όλοι. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 937/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σταθόπουλο, για αναίρεση της 4302/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 926/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είναι δέκα ημέρες, εκτός αν η διαμονή του δικαιουμένου είναι άγνωστη, οπότε είναι 30 ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ιδίου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά της σχετικής δε αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει α) το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως β) εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, και γ) το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολομ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4.302/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης που δίκασε ως εφετείο, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 62.365/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών, μετατραπείσα προς 1.500 δρχ. ημερησίως και χρηματική ποινή 1.200.000 δραχμών, για παραβίαση των διατάξεων του Α.Ν 86/1967. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση στις 3-4-2006, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι κακώς αυτή του επιδόθηκε με τις διατυπώσεις που τηρούνται για την επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, διότι δεν βρέθηκε στη διεύθυνση που αναζητήθηκε, ενώ αυτός είχε γνωστή διαμονή επί της οδού ...... στο συνοικισμό ...... Θεσσαλονίκης. Στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εκπροσωπούμενος από την εξουσιοδοτημένη συνήγορο του επανέλαβε τον ισχυρισμό του αυτόν, προτείνοντας προς απόδειξη του τον μάρτυρα ........ ο οποίος και εξετάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4.302/2006 απόφαση του, το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό του εκκαλούντος κατηγορουμένου και απέρριψε ακολούθως ως εκπρόθεσμη την έφεση του, με την ακόλουθη αιτιολογία: "...Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την υπ' αριθμό 62365/19-11-1998 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου δεν ήταν παρών στο πρωτόδικο δικαστήριο στο οποίο κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, δεδομένου ότι όταν ανεζητήθη στην οδό ......., την οποία είχε δηλώσει ως διεύθυνση της επιχείρησης του στο ΙΚΑ, δεν ανευρέθη (βλέπε από ..... βεβαίωση δικαστικής επιμελήτριας ...... και από ...... αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος δικαστικής επιμελήτριας .......). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ......., ως αγνώστου διαμονής επεδόθη και η εκκαλούμενη απόφαση στον κατηγορούμενο κατά την παραπάνω ημερομηνία. Ο εκκαλών με την έφεση του ισχυρίζεται ότι τόσο κατά τον χρόνο επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος όσο και το χρόνο επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής και συγκεκριμένα η διεύθυνση της κατοικίας του ήταν στην οδό ....... στη Θεσσαλονίκη. Όπως όμως προαναφέρθηκε, η διεύθυνση της επιχείρησης του ήταν η οδός ......... και ο εκκαλών, ο οποίος όπως προέκυψε από την κατάθεση του μάρτυρος του, διέκοψε την επαγγελματική του δραστηριότητα πριν το έτος 1999 και κατά το έτος αυτό διέμενε και στη .... και στην οδό .........δεν ενημέρωσε αρμοδίως για τη μεταβολή της κατοικίας του και την αποστολή των σχετικών εγγράφων στη διεύθυνση πλέον της κατοικίας του, δεδομένου ότι γνώριζε ότι είχε οφειλές προς τον παραπάνω οργανισμό από την επαγγελματική του δραστηριότητα. Επομένως ορθώς του επεδόθη η εκκαλούμενη απόφαση ως αγνώστου διαμονής, απορριπτόμενου ως αβασίμου του ισχυρισμού του περί γνωστής διαμονής, Εφόσον όμως η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη... ". Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στην προσβαλλόμενη απόφαση του διέλαβε ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι πριν το έτος 1999 ο κατηγορούμενος εκκαλών είχε διακόψει την επαγγελματική δραστηριότητα του επί της οδού ....... είχε δε έκτοτε μετοικήσει και είχε γνωστή διαμονή επί της οδού ....... δεν εξηγεί γιατί αφού είχε γνωστή διαμονή έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία επιδόσεως σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής και ακόμη γιατί έπρεπε να δηλώσει την μεταβολή της κατοικίας του στο ΙΚΑ αφού είχε διακόψει πολύ πριν την επίδοση της αποφάσεως την επαγγελματική του δραστηριότητα στην οδό ......... Περαιτέρω, ενώ από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν α) η με αριθμ.πρωτ. βεβαίωση μη οφειλής ΙΚΑ και β) η με αριθμό πρωτ........ βεβαίωση Ν. Χαλκιδικής, με εξαίρεση την κατάθεση του μάρτυρα του κατηγορουμένου εκκαλούντος, στον οποίο η απόφαση αναφέρεται, δεν προκύπτει ούτε από το προοίμιο του σκεπτικού, ούτε από τις εν γένει παραδοχές της αποφάσεως ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν τα παραπάνω έγγραφα για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου περί του παραδεκτού ή μη της εφέσεως. Εν όψει αυτών, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, (άρθρο 519 Κ.Ποιν). Το εν λόγω Δικαστήριο, στην περίπτωση που θα κρίνει ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, θα προβεί και σε έρευνα σχετικά με την τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως λόγω παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ.4.302/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης). Αναίρεση για ελλιπή αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 936/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 695/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1)........, 2)........ και 3)............ και πολιτικώς ενάγοντα τον .............. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1214/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, με αριθμό 55/6-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την υπ'αριθμ. 141/25-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του X1, η οποία ασκήθηκε στο όνομά του και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Σκλαβούνη, δυνάμει της από 14-6-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του αριθμ. 695/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 2555/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση αντικειμένου συνολικής αξίας άνω των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ, απόπειρας απάτης κατά συναυτουργία, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατά συναυτουργία και παράβασης των άρθρων 11 και 58α του Ν.2190/1920 κατά συναυτουργία. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 695/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο α) έκανε εν μέρει δεκτή κατ'ουσίαν την έφεση και έπαυσε οριστικώς, κατ'αυτού, λόγω παραγραφής, την ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις πράξεις της απόπειρας απάτης κατά συναυτουργία, υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού και παράβασης των άρθρων 11 και 58α του Ν.2190/1920 κατά συναυτουργία και β) απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη για την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα ως προς την πράξη αυτή. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα την 25-6-2007 και νομότυπα ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικατερίνης Σωφρόνη, συνετάγη δε από εκείνη η υπ αριθμ. 141/25-6-2007 έκθεση. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' Κ.Ποιν. Δ., προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Ποιν.Δ., να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 Κ.Ποιν.Δ., που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ περισσότερο εν όψει του ότι το βούλευμα ή η απόφαση έχουν κατά κανόνα πολλά κεφάλαια, για ορισμένα από τα οποία είναι ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να μην έχει παράπονο, ώστε να ασχοληθεί και με αυτά το Ακυρωτικό. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος. Ειδικότερα κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται, τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτού, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Εν' όψει τούτων, για το ορισμένο του λόγου αυτού, πρέπει (α), αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β), αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τί συνίσταται ή έλλειψη ή η ασάφεια αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος. Οι ανύπαρκτοι λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία που βρίσκονται έξω από την έκθεση, όπως με υπόμνημα του αναιρεσείοντος ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων, στην περίπτωση απόφασης, και δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη έρευνα αυτών από τον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την αριθμ. 141/25-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορούμένου προβάλλεται κατά λέξη ο εξής λόγος αναιρέσεως "Διότι άνευ της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' Κ.Ποιν.Δ. παραπέμπομαι για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ'άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. και περαιτέρω παραπέμπομαι για την πράξη αυτή κατά προφανή παντελή έλλειψη και ασάφεια ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του κακουργήματος που φέρομαι να τέλεσα, περί των οποίων ουδεμία αναφορά γίνεται στο σκεπτικό του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος, το οποίο αρκείται, χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη, στους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση που ενσωματώνεται στο βούλευμα". Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όπως διατυπώθηκε στην έκθεση είναι τελείως αόριστος, δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει αιτιολογία, δεν αναφέρεται σ'αυτή ποιές είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες, στις οποίες έχει υποπέσει το Συμβούλιο που το εξέδωσε και σε ποιά από τα κεφάλαια αναφέρονται αυτές. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η αριθμ. 141/25-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του X1, για αναίρεση του αριθμ. 695/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Αθήνα 5 Ιανουαρίου 2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ.2 και 509 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ, που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ περισσότερο που το βούλευμα ή η απόφαση έχουν κατά κανόνα πολλά κεφάλαια, για ορισμένα από τα οποία είναι ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να μην έχει παράπονο, ώστε να ασχοληθεί και με αυτά το Ακυρωτικό. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.ε' και 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος. Ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση, και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει (α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψή αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πλήττεται το υπ' αριθμ.695/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 2555/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για κακουργηματική υπεξαίρεση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με δήλωση του Ιωάννη Σκλαβούνη, δικηγόρου ως ειδικού πληρεξουσίου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που περιέχεται στην υπ' αριθμ. 141/25-6-2007 έκθεση του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων προβάλλει κατά λέξη τον εξής λόγο αναιρέσεως "Διότι άνευ της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν. Δ., η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' Κ.Ποιν. Δ. παραπέμπομαι για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ' άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ και περαιτέρω παραπέμπομαι για την πράξη αυτή κατά προφανή παντελή έλλειψη και ασάφεια ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του κακουργήματος που φέρομαι να τέλεσα, περί των οποίων ουδεμία αναφορά γίνεται στο σκεπτικό του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος, το οποίο αρκείται, χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη, στους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση που ενσωματώνεται στο βούλευμα". Όμως, ως προς το λόγο αυτό της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η έλλειψή ή η ασάφεια σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του προσβαλλομένου βουλεύματος. Με το περιεχόμενο όμως αυτό η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, γιατί ο αναφερόμενος λόγος είναι εντελώς αόριστος, και επομένως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 141/25-6-2007 αίτηση του X1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 695/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα που ανέρχονται σε διακόσια είοκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα την 4 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναίρεσης κατά βουλεύματος. Απορρίπτει αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 930/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του σε Συμβούλιο 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για διόρθωση της 1950/2007 αποφάσεως του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με κατηγορούμενο τον χ1, που δεν παραστάθηκε στο Συμβούλιο. Το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, ζητεί την διόρθωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από και με αριθμ. πρωτ. 54215/13.2.08 αίτησή του, κατόπιν της υπ' αριθμ. πράξεως του Προεδρεύοντος του Ποινικού Τμήματος τούτου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 344/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε όσα αναφέρονται στην ταυτάριθμη με τα πρακτικά αυτά απόφαση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 145 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το Δικαστήριο που την εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της, εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμό 1950/2007 απόφαση του Τμήματος αυτού του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε η, από 22-1-2007, αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 36020/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Όμως, από προφανή παραδρομή, τόσο στο αιτιολογικό της παραπάνω υπ' αριθμό 1950/2007 αποφάσεως, όσο και στο διατακτικό της, αναγράφεται ότι η από 22-1-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος, που απορρίφθηκε, στρεφόταν κατά της υπ' αριθμό 36020/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αντί του ορθού κατά της με τον ίδιο αριθμό αποφάσεως, αλλά του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Συντρέχει, επομένως, μετά και τη σχετική ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, νόμιμη κατ' ουσία περίπτωση, να διορθωθεί αυτεπαγγέλτως, κατά το σημείο τούτο, η ως άνω απόφαση του Τμήματος αυτού, ώστε στο διατακτικό της, αντί του εσφαλμένου "Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών", να τεθεί το ορθό "του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών". ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την υπ'αριθμό 1950/2007 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, ως προς το Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, με αριθμό 36020/2005, από το εσφαλμένο "Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στο ορθό του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση διορθώσεως αποφάσεως με αίτηση του Εισαγγελέα. Διορθώνει από το εσφαλμένο Μονομελές Πλημμελειοδικείο στο ορθό Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Αποφάσεως διόρθωση
Αποφάσεως διόρθωση.
0
Αριθμός 928/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Αναστάσιο Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Σοφία Συμίνη, για αναίρεση της 45/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1457/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ.1 του Ν. 3386/2005 (αντίστοιχη του άρθρου 55 παρ.1 του Ν. 2910/2001) "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθηση τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο...." . Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι θεσμοθετείται αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, τελούμενο με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους, από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή την προώθησή τους, γνωρίζοντας τη αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθρομεταναστών. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 παρ.1εδ.α του ίδιου νόμου (3386/05), ο υπήκοος τρίτης χώρας, που εξέρχεται ή επιχειρεί να εξέλθει από το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ . Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη όμως του δόλου, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ'αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, που δίκασε στην μεταβατική του έδρα στη Σάμο έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής. "......ο κατηγορούμενος, στη .... στις .... και περί ώρα 02.50', με περισσότερες από μία πράξεις, του τέλεσε περισσότερα από ένα ποινικά αδικήματα και ειδικότερα: 1) όντας κυβερνήτης πλωτού μέσου, μετέφερε από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν είχαν την Ελληνική ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος. Συγκεκριμένα, όντας κυβερνήτης ενός ταχύπλοου σκάφους, χρώματος λευκού, με το όνομα "...." μήκους 7, 20 μ. πλάτους 2, 25 μ. με εξωλέμβια μηχανή, μάρκας ...., μετέφερε με αυτό, από τη θαλάσσια περιοχή της .... σε άγνωστη στην προανάκριση ερημική παραλία της ....., τους παρακάτω αναφερόμενους, έναν (1) υπήκοο Αφγανιστάν, δεκαπέντε (15) υπηκόους Σομαλίας και πέντε (5) υπηκόους Παλαιστινιακής καταγωγής, οι οποίοι στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, γεγονός, το οποίο ο κατηγορούμενος γνώριζε (στη συνέχεια παρατίθενται τα στοιχεία των 21 συνολικά λαθρομεταναστών) 2) Όντας υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισήλθε στο ελληνικό έδαφος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις. Συγκεκριμένα όντας υπήκοος ..., καταγωγής ..... και κυβερνήτης του ανωτέρω σκάφους, εισήλθε με αυτό σε άγνωστη στην προανάκριση ερημική παραλία της ...., χωρίς να υποστεί τον νόμιμο αστυνομικό και τελωνειακό έλεγχο....". Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (84 παρ. 2α ΠΚ), για προώθηση στη χώρα αλλοδαπών, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα και για είσοδο στο ελληνικό έδαφος, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 ΠΚ, 1, 2, 4, 5, 83 παρ.1α και 88 παρ.1α του Ν. 3386/2005) και επέβαλε σε αυτόν, για την πρώτη μεν πράξη, ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για το καθένα μεταφερόμενο άτομο, για δε την δεύτερη πράξη, ποινή φυλάκισης τριών μηνών και συνολική ποινή φυλακίσεως επτά ετών και πέντε μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς πέντε ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων των άρθρων 83 παρ.1 και 88 παρ.1 α του Ν. 3386/2005, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η κατά παράβαση του άρθρου 211 εδ. α' του ΚΠΔ εξέταση στο ακροατήριο, ως μάρτυρα, εκείνου ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, επερχομένη ακυρότητα, είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 και 171 του ίδιου Κώδικα και, εφόσον δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, καλύπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Έτσι, εάν ο κατηγορούμενος δεν εναντιωθεί στην κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, η προβλεπόμενη από τον λόγο αυτό ακυρότητα της διαδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας έχει καλυφθεί και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Μόνη η σύλληψη του κατηγορούμενου δεν συνιστά και άσκηση ανακριτικών καθηκόντων και, συνεπώς, δεν επέρχεται ακυρότητα από την εξέταση ως μαρτύρων στο ακροατήριο των προσώπων που ενήργησαν την υλική πράξη της σύλληψης του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που την εξέδωσε εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο, ο ....., λιμενικός, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση σύλληψης του κατηγορουμένου και των λοιπών πιο πάνω λαθρομεταναστών. Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων προβάλλει, με την κρινόμενη αίτηση, την αιτίαση, ότι δεν ήταν επιτρεπτή η εξέταση του εν λόγω μάρτυρα, διότι αυτός άσκησε καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου και προέβη στη σύλληψή του. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εναντιώθηκε στην εξέταση του μάρτυρα αυτού, όπως αυτό προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, και, επομένως, τυχόν ακυρότητα από την εξέταση αυτή, κατά τα προεκτιθέμενα, ως σχετική, καλύφθηκε, επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο μάρτυρας αυτός είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση αυτή, η δε συμμετοχή του στην επιχείρηση σύλληψης του κατηγορουμένου και των λοιπών λαθρομεταναστών δεν συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, άσκηση ανακριτικών ή προανακριτικών καθηκόντων. Επομένως, ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της ακυρότητας της διαδικασίας, για το λόγο ότι εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου ο ανωτέρω μάρτυρας, που είχε ασκήσει στην ίδια υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, ο κατηγορουμένος- αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα αυτού για δίκαιη δίκη (άρ. 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ), διότι καταδικάστηκε για την πράξη της παράνομης μεταφοράς λαθρομεταναστών, με βάση την μαρτυρική κατάθεση του πιο πάνω λιμενικού, σύμφωνα με την οποία αυτός αναγνωρίστηκε από όλους τους λαθρομετανάστες, ως δράστης της πράξεως αυτής, χωρίς όμως αυτοί να καταθέσουν στο ακροατήριο, τόσο πρωτοδίκως, όσο και στο εφετείο, με αποτέλεσμα να μη διαπιστωθεί, αν όντως τον αναγνώρισαν, και χωρίς αυτός να μπορεί να τους υποβάλει διευκρινιστικές ερωτήσεις, ώστε να ανευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια, ενώ αυτοί όταν εξετάστηκαν στο στάδιο της προδικασίας, ως συγκατηγορούμενοί του, κατέθεσαν οι περισσότεροι (πλην δύο), ότι δεν τον αναγνωρίζουν και, τέλος, ότι καταδικάστηκε, χωρίς να υπάρχουν επαρκή σε βάρος του αποδεικτικά στοιχεία. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των οποίων και την κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα, ο οποίος, άλλωστε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, διαπίστωσε ο ίδιος την παράνομη πράξη για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και δεν κατέθεσε μόνο ότι ο αυτός αναγνωρίσθηκε ως δράστης του πιο πάνω αδικήματος από τους λοιπούς λαθρομετανάστες, που αυτός μετέφερε. Η μη κλήτευση των τελευταίων, ανεξαρτήτως του ότι αυτοί δεν ήταν μάρτυρες της υποθέσεως, αλλά συγκατηγορούμενοι του αναιρεσείοντος, δεν παραβιάζει τα από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δικαιώματα του κατηγορουμένου, αφού ο ίδιος, κατά την διαδικασία, δεν ζήτησε την εξέταση των εν λόγω λαθρομεταναστών, το δε Δικαστήριο του απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημα αυτό, ώστε να δύναται να προβάλει τις πιο πάνω αιτιάσεις. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5/7/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ, πρωτ. 6243/6-7-2007) του χ1, και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, κατά της 45/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που συνεδρίασε στην μεταβατική του έδρα στη Σάμο. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών. Παράνομη είσοδος στο Ελληνικό έδαφος. Παραβάσεις αρ. 88 παρ. 1α, και 83 παρ. 1 Ν. 3386/2005. Μεταφορά αλλοδαπών με ταχύπλοο στη Σάμο από την Τουρκία. Η κατά παράβαση του άρθρου 211 εδ. α΄ του ΚΠΔ εξέταση στο ακροατήριο ως μάρτυρα εκείνου ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, επερχομένη ακυρότητα είναι σχετική. (ΑΠ 1473/02 ΠΧ ΝΓ.520, ΑΠ 315/01 ΠΧ ΝΑ.1075). Μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου δεν συνιστά και άσκηση ανακριτικών καθηκόντων (ΑΠ 721/2005). Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αλλοδαπού παράνομη μεταφορά, Μάρτυρες.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 927/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 537/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ξένο. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ........, 2. ........ και 3. ........, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Ζαχαριάδη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 23/30-4-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 744/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η υπό κρίση έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής η καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η, κατά τα τελευταία αυτά άρθρα, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή η μη του κατηγορουμένου, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική ή αθωωτική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς στους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Η, κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ., απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' Κ.Π.Δ. και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 Κ.Π.Δ., υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει η βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό σαφώς προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη 537/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο Χ1, κηρύχθηκε αθώος των αδίκων πράξεων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν νόμιμα στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση της εκκαλουμένης απόφασης και των εγγράφων, που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Δεν αναφέρεται δε καθόλου το Δικαστήριο και στην 1) από ...... ιατροδικαστική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατροδικαστή ......, ο οποίος είχε ορισθεί πραγματογνώμονας, με την υπ' αρ. ...... έγγραφη παραγγελία του Τμήματος Οδηγών Τροχαίων Ατυχημάτων (Τ.Ο.Τ.Α.) Θεσσαλονίκης, 2) τις από ..... δύο εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του Μηχανολόγου - Μηχανικού Οχημάτων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ......., ο οποίος είχε ορισθεί πραγματογνώμονας με τις υπ' αρ. ..... και ....... έγγραφες παραγγελίες του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (Τ.Ο.Τ.Α.) Θεσσαλονίκης και οι οποίες, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Οι εκθέσεις δε αυτές πραγματογνωμοσύνης, δεν μνημονεύονται και δεν αξιολογούνται ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας (εκτός εκείνου της αναφοράς των αποδεικτικών μέσων), ούτε γίνεται αναφορά των πορισμάτων τους, ώστε να δύναται να συναχθεί, κατά τρόπο αναμφίβολο, έστω και έμμεσα, ότι το Δικαστήριο τις έλαβε υπόψη του. Ενόψει αυτών, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως ήταν υπόχρεο, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη του και το αποδεικτικό αυτό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα τις πιο πάνω αναφερόμενης τρεις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκαν κατά το άρθρο 183 Κ.Π.Δ. Επομένως, ο συναφής, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., μοναδικός λόγος αναιρέσεως της ένδικης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει θα γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στον ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 537/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση δεκτή. Δεν αναφέρονται, ούτε προκύπτει από ειδική αναφορά, ότι λήφθηκαν υπόψη οι κατ’ άρθρον 183 ΚΠΔ διαταχθείσες πραγματογνωμοσύνες.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 926/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1.Χ1 και 2. Χ2 που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Χαρμάνη, περί αναιρέσεως της 83/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την .... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Νίζαμη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 608/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μέσης συνέσεως και ευσυνείδητος άνθρωπος, που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω, όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια η παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προκλήθηκε εκ του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτόν τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 Π.Κ. αλλά και εκείνων του άρθρου 15 Π.Κ. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στη διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται από παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου, ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται και ο επιτακτικός κανόνας του δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία εκείνα προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην κρινόμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών ο καθένας, ανασταλείσαν επί 3ετία, για ανθρωποκτονία από αμέλεια, τελεσθείσα με παράλειψη, δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα σ' εκείνη κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο πρώτος κατηγορούμενος είναι πρόεδρος και εντεταλεμένος σύμβουλος του ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Μύλοι Λούλη Α.Ε.", στην οποία ανήκει μεταξύ των άλλων και ο ευρισκόμενος στον όρμο Αγιος Ιωάννης του Δήμου Σούρπης Ν. Μαγνησίας κυλινδρόμυλος άλεσης δημητριακών, που λειτουργεί με την 1829/Φ.14.1829/8-10-2001 άδεια λειτουργίας της Διεύθυνσης Βιομηχανίας Μαγνησίας και αποτελεί ευρωπαϊκό πρότυπο κυλινδρόμυλου με την πλέον σύγχρονη τεχνολογία. Λόγω του μεγάλου εύρους των επιχειρήσεων της εταιρίας ο πρόεδρος ανέθεσε την διεύθυνση του άνω κυλινδρόμυλου στο δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2 και τον όρισε αποκλειστικό υπεύθυνο αυτού για όλες τις πράξεις και παραλείψεις και για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Στον κυλινδρόμυλο αυτόν εργαζόταν ο Ψ1 και ο τρίτος των κατηγορουμένων Χ1 ως εργατοτεχνίτες (παραλήπτες τροφοδοσίας και καθαριστές) με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ο Ψ1 εργαζόταν από 1-8-1980. Την εργασία του στον κυλινδρόμυλο την εκτελούσε σε βάρδιες. Στις 9-1-2002 η βάρδια του ήταν κατά τις ώρες από 15.00 έως 23.00. Στις 14.45 περίπου, εμφανίσθηκε στο χημείο των εγκαταστάσεων του κυλινδρόμυλου για να παραλάβει το βιβλίο των εντολών εργασιών. Από τον αρμόδιο χημικό (.....) ενημερώθηκε ότι από το πρωί πραγματοποιείτο μεταφορά - άδειασμα σίτου από την κυψέλη (σιλό) Νο 23 στην κυψέλη Νο 27 και ότι αυτή η μεταφορά θα συνεχιζόταν και κατά τις απογευματινές ώρες που ενέπιπταν στη βάρδια του. Το σιτάρι αδειάζει με φυσική ροή από το κέντρο του δαπέδου της χωρητικότητας 2.200 τόνων κυψέλης σίτου στον αλυσσομεταφορέα (ρέντλερ εξαγωγής) που βρίσκεται κάτω από την κυψέλη εντός των τούνελ, με δυναμικότητα αδειάσματος 300 τόνων την ώρα. Όταν το σιτάρι φθάσει σε σημείο να μην ρέει με φυσική ροή από την κεντρική εξαγωγή, ανοίγονται οι δύο πλευρικοί χειροκίνητοι σύρτες εξαγωγής κάτω από τον σκουπιστικό κοχλία εντός του τούνελ έξωθεν της κυψέλης ώστε να αδειάσει κάτω από τον κοχλία το σιτάρι. Στην συνέχεια τίθεται σε λειτουργία ο σκουπιστικός κοχλίας εκκένωσης ο οποίος περιστρέφεται αργά και συγκεντρώνει στην κεντρική εξαγωγή το εναπομείναν σιτάρι, το οποίο είναι περίπου 200 τόνοι, με δυναμικότητα 50 τόνων την ώρα. Όταν πλέον η κυψέλη έχει αδειάσει υπολείπεται μικρή ποσότητα σίτου, η οποία βρίσκεται πάνω στο δάπεδο της κυψέλης και σε ύψος περίπου 10 εκ. εισέρχεται από την ανθρωποθυρίδα που βρίσκεται περίπου 1 μέτρο πάνω από το δάπεδο ο χειριστής - καθαριστής έχοντας λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας (ζώνη ασφαλείας, σχοινί ασφαλείας, μάσκα, γάντια) ώστε να σκουπίσει την ποσότητα σίτου που παραμένει στην εσωτερική περιφέρεια της κυψέλης. Η λειτουργία της εγκατάστασης εμφανίζεται στους υπολογιστές που βρίσκονται στην αίθουσα ελέγχου με τη μορφή διαγραμμάτων ροής. Η κατάσταση κάθε μηχανήματος απεικονίζεται με διαφορετικό χρώμα. Όταν λειτουργεί κανονικά είναι πράσινο ανοιχτό και όταν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα γίνεται κόκκινο, ενώ όταν δεν δουλεύει είναι γκρι. Τα συρτάρια έχουν προφανή ένδειξη στην οθόνη για το αν είναι ανοιχτά ή κλειστά. Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκκένωσης δεν μπαίνει στην κυψέλη κανένας άνθρωπος. Αν όμως παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα ροής ή μηχανικό πρόβλημα εισέρχεται δεμένος φέροντας τη ζώνη ασφαλείας, μάσκα και γάντια ο ένας από τους δύο καθαριστές - χειριστές, αφού προηγουμένως τεθεί εκτός λειτουργίας όλη η γραμμή εκκένωσης. Ο δεύτερος των χειριστών βρίσκεται εκτός της κυψέλης στην ανθρωποθυρίδα εισόδου, φέρει τα μέσα προστασίας και είναι έτοιμος να παράσχει την οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστεί ο συνάδελφός του. Η διαδικασία απεμπλοκής γίνεται με τη χρήση κονταριού μήκους 4 μέτρων και σκαλίζοντας περίπου στο κέντρο της κυψέλης (άνωθεν της οπής απορροής), ώστε να σπάσουν οι σβόλοι που εμποδίζουν την απορροή του σιταριού. Την ημέρα αυτή ο Ψ1 θα εργαζόταν στην παραπάνω κυψέλη Νο 23, μαζί με τον τρίτο των κατηγορουμένων Χ1. Μετά την ανάληψη της βάρδιας ο Ψ1 μαζί με τον τρίτο των κατηγορουμένων βρίσκονταν στην αίθουσα ελέγχου, όταν εμφανίσθηκε στην οθόνη το πρόβλημα της αδυναμίας απορροής από την κυψέλη Νο 23, λόγω σχηματισμού σβόλων. Το φαινόμενο σχηματισμού σβόλων οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη θερμοκρασία και σε αυξημένη υγρασία του σιταριού καθώς και στη μη ανακύκλωσή του. Η σβολοποίηση προκάλεσε εμπλοκή στην ομαλή ροή προς την έξοδο του σίτου και αρκετές φορές σταμάτημα της απορροής. Τότε ο τρίτος των κατηγορουμένων, μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή, σταμάτησε την τροφοδοσία με το κλείσιμο του κεντρικού συρταριού και οι δύο εργαζόμενοι πήγαν μαζί στην ως άνω κυψέλη. Ανέβηκαν από την ανθρωποθυρίδα και, χωρίς να φορέσουν μάσκα ή ζώνη ασφαλείας παρά δεμένοι μονάχα με σχοινί, άρχισαν εναλλάξ το σκάλισμα του σιταριού με το κοντάρι στο κέντρο της κυψέλης, ώστε να σπάσουν οι σβόλοι που είχαν σχηματισθεί. Πραγματοποίησαν την εργασία αυτή δύο (2) φορές. Στις 16.40 μ.μ., περίπου ακούστηκε μία σειρήνα που σήμαινε ότι γέμισε το αμπάρι που είχε θέσει σε λειτουργία η προηγούμενη βάρδια. Τότε ο τρίτος κατηγορούμενος βγήκε έξω από την κυψέλη και μετέβη στην αίθουσα ελέγχου για να θέσει σε λειτουργία πρόγραμμα μεταφοράς σίτου στο μύλο από άλλη κυψέλη, αφήνοντας τον Ψ1 μέσα στην κυψέλη πίσω του. Ο τελευταίος (Ψ1) είπε στον πρώτο ότι θα βγει και αυτός από την κυψέλη και ότι θα τον περιμένει έξω από την κυψέλη 23 μέχρι να επιστρέψει, προκειμένου να συνεχίσουν μαζί την εργασία τους στην ίδια κυψέλη. Στις 16.48 ο τρίτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, έδωσε εντολή μεταφοράς σίτου στο μύλο από την κυψέλη Β15 στην κυψέλη DΒ5. Επίσης αυτός έθεσε σε λειτουργία το ρέντλερ εξαγωγής της ίδιας παραπάνω κυψέλης Νο 23 προκειμένου να διαπιστώσει αν είχε πετύχει το ξεκόλλημα και η κατά το μεγαλύτερο μέρος αποσβολοποίηση του σίτου με την προηγούμενη εργασία τους. Όμως, ο Ψ1, μετά την απομάκρυνση του τρίτου των κατηγορουμένων, δεν εξήλθε της κυψέλης, αλλά παρέμεινε εντός αυτής και, χωρίς να περιμένει τον συνεργάτη του τρίτο κατηγορούμενο έξω από την κυψέλη, όπως του είχε πει, χωρίς να φορέσει μάσκα, γάντια, ζώνη ασφαλείας και χωρίς να προσδεθεί με το σχοινί ασφαλείας, προσπάθησε να συνεχίσει την εργασία απεμπλοκής μόνος του, με αποτέλεσμα, όταν ο τρίτος κατηγορούμενος έθεσε σε λειτουργία το ρέντλερ εξαγωγής της κυψέλης, ν' απορροφηθεί από το σιτάρι και ν' αποβιώσει λόγω ασφυξίας, συνεπεία αποφράξεως των αεροφόρων οδών από κόκκους σίτου. Το ατύχημα και συνακόλουθα ο θανάσιμος τραυματισμός του Ψ1, υπό τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε, οφείλεται σε υπαιτιότητα των δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων και του ίδιου του θανόντος. Ειδικότερα η αμέλεια του δευτέρου των κατηγορουμένων συνίσταται στο ότι, ως αποκλειστικός διευθυντής του κυλινδρόμυλου και υπεύθυνος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, δεν είχε φροντίσει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την τήρηση της διαδικασίας εξαγωγής του σίτου από την προαναφερομένη μεταλλική κυψέλη, ήτοι δεν είχε εκπαιδεύσει τους εργαζόμενους κατά τη διαδικασία απεμπλοκής του σίτου στις κυψέλες α) να συμμετέχουν πάντα δύο εργατοτεχνίτες, από τους οποίους μόνο ο ένας να εισέρχεται μέσα στην κυψέλη για να προβεί στην εργασία απεμπλοκής του σιταριού με τη χρήση σιδερένιου κονταριού σκαλίζοντας στο κέντρο της κυψέλης, ώστε να σπάσουν οι σβόλοι που είχαν σχηματισθεί, ενώ ο άλλος εργαζόμενος να παραμένει στην ανθρωποθυρίδα εισόδου της κυψέλης έτοιμος να παράσχει βοήθεια στο συνάδελφό του κατά τη διαδικασία απεμπλοκής, β) όταν αυτοί εισέρχονται στην κυψέλη, να είναι εφοδιασμένοι με μάσκα, γάντια, ζώνη ασφαλείας και τέλος να προσδένονται με σχοινί ασφαλείας, ώστε, σε περίπτωση κάποιου προβλήματος του ενός, να είναι δυνατή η ανάσυρσή του από τον άλλο με το σχοινί, και γ) να μην θέτουν σε λειτουργία από το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα τη γραμμή εκκένωσης της κυψέλης κατά τη διάρκεια που πραγματοποιούνται εργασίες απεμπλοκής στην κυψέλη αυτή. Η αμέλεια του τρίτου των κατηγορουμένων συνίσταται στο ότι αυτός, ως από κοινού εργαζόμενος με τον Ψ1 1) απομακρύνθηκε από την είσοδο της κυψέλης, μεταβάς στην αίθουσα ελέγχου, όπου έθεσε σε λειτουργία τη γραμμή εκκένωσης, χωρίς να ελέγξει αν ο πρώτος είχε προηγουμένως απομακρυνθεί και αυτός εκτός της κυψέλης, αλλά αρκέστηκε στη διαβεβαίωση του τελευταίου ότι θα τον περιμένει έξω από την κυψέλη και, 2) από έλλειψη προσοχής και επιμέλειας που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν αντελήφθη ότι ο Ψ1 ήταν υπό την επήρεια του αλκοόλ, δεδομένου ότι στο αίμα του βρέθηκε αλκοόλη σε ποσοστό 0,85%, που επηρεάζει αισθητά την ικανότητα αντίληψης και βάδισης αυτού, και για το λόγο αυτόν έπρεπε να μη δίνει πίστη στη διαβεβαίωση του τελευταίου ότι θα τον περιμένει έξω από την κυψέλη, δεδομένου ότι εργάσθηκαν μαζί στην ίδια εργασία της απεμπλοκής του σίτου στην ίδια κυψέλη για αρκετές ώρες. Ο θανών Ψ1 συνέβαλε στην επέλευση του ατυχήματος και του θανάτου του, επειδή, παρά τις ρητές οδηγίες που είχε από τον πρώτο κατηγορούμενο, και παρά το ότι για 22 χρόνια έκανε αυτήν την εργασία και γνώριζε τους κινδύνους και τα μέτρα που έπρεπε να τηρήσει ο ίδιος, 1) δεν εξήλθε από την κυψέλη, αλλά παρέμεινε χωρίς να περιμένει την άφιξη του τρίτου κατηγορουμένου, προκειμένου να εισέλθουν μαζί σ' αυτήν, 2) δεν φόρεσε αντισφυξιογόνα μάσκα, γάντια, ζώνη ασφαλείας και δεν προσδέθηκε με το σχοινί ασφαλείας και 3) βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, δεδομένου ότι στο αίμα του βρέθηκε αλκοόλη σε ποσοστό 0,85%, που επηρεάζει αισθητά την ικανότητα βάδισης αυτού (βλ. την υπ' αριθμ. ... έκθεση εξέτασης αίματος για προσδιορισμό αλκοόλης του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ). Τέλος από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι καμία αμέλεια δεν βαρύνει τον πρώτο κατηγορούμενο, διότι αυτός, αφενός μεν, είχε δόσει οδηγίες στο προσωπικό της επιχείρησής του για τη τήρηση των επιβεβλημένων μέτρων ασφαλείας του, αφετέρου δε, είχε διορίσει διευθυντή του άνω κυλινδρόμυλου, για τις πράξεις και παραλείψεις, το δεύτερο συγκατηγορούμενό του και είχε αναθέσει σ' αυτόν την ευθύνη για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του προσωπικού που εργαζόταν στον κυλινδρόμυλο αυτόν. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο πρώτος κατηγορούμενος και να κηρυχθούν ένοχοι οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που τους αποδίδεται, ανεξάρτητα με τη συνυπαιτιότητα του παθόντος Ψ1". Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη υπ' αρ. 83/2007 απόφασή του, την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, συγχρόνως δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι, η αμέλεια του δεύτερου αναιρεσείοντος Χ2 συνίσταται στο ότι "ως αποκλειστικός διευθυντής του κυλινδρόμυλου και υπεύθυνος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, δεν είχε φροντίσει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την τήρηση της διαδικασίας εξαγωγής του σίτου από την προαναφερόμενη κυψέλη, ήτοι δεν είχε εκπαιδεύσει τους εργαζομένους κατά τη διαδικασία απεμπλοκής του σίτου στις κυψέλες, α) να συμμετέχουν πάντα δύο εργατοτεχνίτες... β) όταν αυτοί εισέρχονται στην κυψέλη, να είναι εφοδιασμένοι με μάσκα, γάντια, ζώνη ασφαλείας... και γ) να μη θέτουν σε λειτουργία από το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα τη γραμμή εκκένωσης της κυψέλης κατά τη διάρκεια που πραγματοποιούνται εργασίες απεμπλοκής στην κυψέλη αυτή", δεν αναφέρει αν ο εν λόγω αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του, να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήχθε. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι, η ανθρωποκτονία του Ψ1, οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του ως άνω αναιρεσείοντος, συνισταμένη στην παράλειψη αυτού να λάβει τα προαναφερόμενα μέτρα ασφαλείας, όπως ήταν προς τούτο υπόχρεος, συνεπεία της ιδιότητάς του ως αποκλειστικού διευθυντή του κυλινδρόμυλου, παρόλα αυτά δεν εκτίθεται περαιτέρω στην απόφαση η ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος, πολύ δε περισσότερο δεν προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας, από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή. Επίσης, αναφορικά με τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1, ενώ δέχεται ότι η αμέλειά του συνίσταται στο ότι "αυτός, ως από κοινού εργαζόμενος με τον Ψ1 1) απομακρύνθηκε από την είσοδο της κυψέλης... χωρίς να ελέγξει αν ο πρώτος (Ψ1) είχε προηγουμένως απομακρυνθεί και αυτός... αλλά αρκέστηκε στη διαβεβαίωση του τελευταίου ότι θα τον περιμένει έξω από την κυψέλη και 2) από έλλειψη της προσοχής... δεν αντελήφθη ότι ο Ψ1 ήταν υπό την επήρεια του αλκοόλ... και για το λόγο αυτό έπρεπε να μη δίνει πίστη στη διαβεβαίωση του τελευταίου ότι θα τον περιμένει έξω από την κυψέλη... ", δεν εκθέτει αν αυτός (αναιρεσείων), είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του, να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε. Επιπρόσθετα, δέχεται μεν ότι ο αναιρεσείων, από έλλειψη της προσοχής δεν αντελήφθη ότι το θύμα ήταν υπό την επήρεια του αλκοόλ, στη συνέχεια δε αναφέρει ότι "εργάσθηκαν μαζί στην ίδια εργασία της απεμπλοκής του σίτου στην ίδια κυψέλη για αρκετές ώρες", δεν διευκρινίζει όμως αν η επήρεια του αλκοόλ (μέθη) ήταν εξωτερικά εμφανής. Τέλος, ενώ δέχεται ότι ο θανών Ψ1 έκανε για 22 χρόνια αυτή την εργασία και ότι γνώριζε τους κινδύνους και τα προαναφερθέντα μέτρα ασφαλείας, που έπρεπε να τηρήσει ο ίδιος, δεν αιτιολογεί, ούτε άλλωστε και ερευνά, γιατί η συμπεριφορά του αυτή, δηλαδή να μην τηρήσει τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας, δεν ασκεί έννομη επιρροή επί του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ενέργειας αυτού του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος, ενώ, εξάλλου, η παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή ο παθών γνώριζε τους κινδύνους και τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να τηρήσει, έρχεται σε αντίφαση με την αιτιολογία και συναφή παραδοχή, ότι ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2 δεν είχε εκπαιδεύσει τους εργαζομένους κατά τη διαδικασία απεμπλοκής του σίτου στις κυψέλες. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι ουσιαστικά βάσιμοι. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (αρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 83/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Δεκτή αναίρεση. Έλλειψη αιτιολογίας εφόσον, στην ανθρωποκτονία, τελεσθείσα με παράλειψη, δεν αναφέρεται ο νομικός κανόνας, τον οποίο παρέβη ο δράστης. Ούτε και αν αυτός, βάσει των προσωπικών ιδιοτήτων του, είχε τη δυνατότητα να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 925/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου X1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 146/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) ....... και 2) .......... Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1491/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, με αριθμό 374/11-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 23/10-8-2007 αίτηση του κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, για αναίρεση της υπ'αριθ. 146/25-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 40 μηνών, που μετατράπηκε προς πέντε (5) ευρώ την ημέρα, καθώς και σε συνολική χρηματική ποινή 18.000 ευρώ, για την πράξη της προωθήσεως λαθρομεταναστών στην Ελληνική Επικράτεια, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 παρ. 18 Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι δεκαήμερη, αρχόμενη από την έκδοση της αποφάσεως, παρόντος του διαδίκου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η εν λόγω προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρηση της καθαρογραφημένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφημένων τελεσιδίκων αποφάσεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρω βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που επιβεβαιώνουν τα περιστατικά αυτά, διαφορετικά η αναίρεση κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 1052/2007, ΑΠ 2078/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη ως άνω υπ'αριθ. 146/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εξεδόθη παρόντος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραφημένων αποφάσεων του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ την 2-7-2007, όπως αυτό προκύπτει από την με ημερομηνία 2-7-2007 βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέα Εφετών, στο σώμα της εν λόγω αποφάσεως. Παρά ταύτα όμως ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκπροθέσμως και συγκεκριμένα την 10-8-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 ΚΠΔ δεκαήμερης προθεσμίας, χωρίς μάλιστα να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 23/10-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, κατά της υπ'αριθ. 146/25-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τα άρθρα 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεως αυτής καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει, στην έκθεση ασκήσεώς του, τον λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του. Δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εν προκειμένω, η προσβληθείσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 2 Ιουλίου 2007. Εν τούτοις, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκπροθέσμως και συγκεκριμένα στις 10 Αυγούστου 2007, δηλαδή μετά την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκησή της. Στη σχετική έκθεση δεν αναφέρει ο αναιρεσείων κανένα λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της αναιρέσεως. Επομένως, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η προαναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως και, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10 Αυγούστου 2007 και με αριθμό 23 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, κατά της 146/25.1.2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 924/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) X1 και 2) X2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2946/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Φεβρουαρίου 2007 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 394/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 337/19.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 5-2-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) X2 και β) X1, κατά του υπ'αριθμ. 2946/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος έπαυσε οριστικώς η κατά του εκ των αναιρεσειόντων X2 ποινική δίωξη δι'απιστία και δολία χρεωκοπία και επεκυρώθη το εκκληθέν από αυτούς υπ'αριθμ. 1990/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το μέρος που παραπέμπτονται δι'αυτού οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθούν δι'υπεξαίρεση από κοινού πραγμάτων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.000 ευρώ, και δι'ηθική αυτουργία εις απάτη, ο δε εξ αυτών X2 και μόνος δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την απόλυτο ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρ. 386 § 1 Π.Κ. (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α', β', δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, η εκ του άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (βλ. ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 360/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220, 888, αντιστοιχ.). Εξ'άλλου, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δι'αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ'είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν, ως προς τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, υπεξαιρέσεως και ηθικής αυτουργίας εις απάτη, τα διαλαμβανόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά, ως εξής: Με την υπ'αριθμ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση η ανώνυμη εταιρία "ΤΙΜΟΛΕΩΝ Ε. ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ- ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΙΚΩΝ- ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Α.Β.Ε.Ε.", υπό τον διακριτικό τίτλο "CHEMITRON S.Α.", εδρεύουσα στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, κατόπιν της από 31-7-2001 δηλώσεως αναστολής των πληρωμών της, υπογραφομένης από τους εκ των κατηγορουμένων X2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της άνω Α.Ε. και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής Γ1, Γ2 και Γ3. Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε την 22-11-01 και όρισε χρόνο παύσεως των πληρωμών της ανωτέρω εταιρίας την 31-7-2001. Με την υπ' αριθμ. 932/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διορίσθηκε προσωρινή σύνδικος και με την υπ'αριθμ. 1633/2002 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου διορίσθηκε οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της άνω εταιρείας η δικηγόρος Αθηνών Τρισεύγενη Θεοδωροπούλου η οποία επιμελήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας και με την υπ'αριθμ. 1707/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως ανατέθηκε στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή Β1 η διενέργεια τακτικού ελέγχου για τις διαχειριστικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001 της άνω πτωχής εταιρίας. Ο τελευταίος, αφού παρέλαβε τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας και διενήργησε τον έλεγχο κατέληξε στα συμπεράσματα που περιέχονται στην υπ'αρ. πρωτ: ..... έκθεσή του, διαβιβασθείσα προς την ως άνω σύνδικο. Εν συνεχεία, η εισαγγελική πρόταση παραθέτει τα εν λόγω συμπεράσματα του ανωτέρω ελεγκτού και ακολούθως παραθέτει μέρος των αναφερομένων από την ανωτέρω οριστική σύνδικο στο από 24-11-2003 υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της πτωχεύσεως, χωρίς, όμως, να διευκρινίζει (η εισαγγελική πρόταση) ποιά εκ των περιεχομένων στο υπόμνημα, ως και στα συμπεράσματα του ανωτέρω ελεγκτού, πραγματικά περιστατικά δέχεται ότι πραγματώνουν τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Περαιτέρω, στην εισαγγελική πρόταση εκτίθεται ότι "Σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχεύσασας Α.Ε. προέκυψαν τα ακόλουθα, ειδικότερα από το ίδιο ως άνω υπόμνημα της παραπάνω οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως προς τον Εισηγητή της πτωχεύσεως αυτής:" και παρατίθεται το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος. Μετά δε την παράθεση αυτή, η εισαγγελική πρόταση δέχεται, ότι "τα σαφή αυτά περιστατικά του υπομνήματος της οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως της ανωτέρω ΑΕ επιβεβαιώνονται και από την από 2-4-2004 ένορκη κατάθεσή της καθώς και από την από 2-3-2004 ένορκη κατάθεση του ορκωτού λογιστή Β1 και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας" και ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίζουν επ'ακροατηρίω κατηγορία κατά των εκκαλούντων για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς αξιόποινες πράξεις. 'Όμως, υπό τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η εισαγγελική πρόταση, στην οποία αυτό αναφέρεται, δεν διευκρινίζει ποιά από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά δέχεται ως συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων και δεν εκθέτει τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Εξ'άλλου, λόγω της ως άνω ασαφείας καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες παρεβιάσθησαν εκ πλαγίου και, έτσι, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Επομένως, αυτό πρέπει να αναιρεθή, λόγω των ανωτέρω πλημμελειών, εκ του άρθρ. 484 § 1 περ. β', δ' Κ.Π.Δ. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις, η περί απολύτου ακυρότητος (άρθρ. 171 § 1β Κ.Π.Δ.), λόγω ελλείψεως ακριβούς χρονολογίας επί της εισαγγελικής προτάσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν προκύπτει αμφιβολία περί του ότι αυτή (εισαγγελική πρόταση) προηγήθη της κρίσεως του Συμβουλίου. Η δε αιτίαση, περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 386 § 1 Π.Κ., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν προσδιορίζει εις τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση του εν λόγω άρθρου, εν σχέσει προς τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (ΑΠ 354/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/887). Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 2946/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 28 Μαΐου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Επειδή, η εκ του αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και του αρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νομό έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο 2946/06 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκαν οι εφέσεις των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά του 1990/06 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν για να δικαστούν, για υπεξαίρεση από κοινού πραγμάτων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 Ευρώ και για ηθική αυτουργία σε απάτη, ο δε εξ αυτών Χ2, μόνος, για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 Ευρώ. Το προσβαλλόμενη Βούλευμα, με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν, ως προς τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, τα ακόλουθα περιστατικά: Με την υπ' αρ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε σε πτώχευση η ανώνυμη εταιρία "ΤΙΜΟΛΕΩΝ Ε. ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΙΚΩΝ - ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Α.Β.Ε.Ε.", υπό τον διακριτικό τίτλο "CHEMITRON S.A.", εδρεύουσα στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, κατόπιν της από 31-7-2001 δηλώσεως αναστολής των πληρωμών της, υπογραφομένης από τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της άνω Α.Ε. και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής Γ1, Γ2 και Γ3. Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε την 22-11-01 και όρισε χρόνο παύσεως των πληρωμών της ανωτέρω εταιρίας την 31-7-2001. Με την υπ' αριθμ. 932/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διορίσθηκε προσωρινή σύνδικος και, με την υπ'αριθμ. 1633/2002 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, διορίσθηκε οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της άνω εταιρείας η δικηγόρος Αθηνών Τρισεύγενη Θεοδωροπούλου, η οποία επιμελήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας και με την υπ'αριθμ. 1707/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως, ανατέθηκε στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή Β1 η διενέργεια τακτικού ελέγχου για τις διαχειριστικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001 της άνω πτωχής εταιρείας. Ο τελευταίος, αφού παρέλαβε τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας και διενήργησε τον έλεγχο, κατέληξε, στα εξής συμπεράσματα που περιέχονται στην υπ' αρ. ...... έκθεσή του, που διαβίβασε προς την ως άνω σύνδικο: "1) Στα λογιστικά (και θεωρημένα από την Δ.Ο.Υ.) βιβλία της εταιρίας δεν διενεργήθηκαν οι λεγόμενες "Εγγραφές κλεισίματος Ισολογισμού" της 31/07/2001 γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν συνετάχθη καν ο αναγκαίος Ισολογισμός της ημερομηνίας παύσεως πληρωμών (και από τον οποίο Ισολογισμό να προκύπτει βεβαίως και η αδυναμία πληρωμών). 2) Το Ισοζύγιο της 31/07/2001 δεν είναι συμφωνημένο (διαφέρει η χρέωση από την πίστωση κατά το ποσό των 175.000.000 περίπου) και κατά συνέπεια ήταν αδύνατο να διενεργηθούν οι παραπάνω αναφερόμενες "Εγγραφές κλεισίματος Ισολογισμού".... 3) Θεωρούμε σημαντικό το γεγονός που περιγράφεται κατωτέρω... Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα 15 έως 18 Ιουνίου 2001, (διενεργήθηκαν είκοσι (20) περίπου λογιστικές εγγραφές με τις οποίες "ενεγράφησαν λογιστικώς" οι εξής οικονομικές πράξεις - συναλλαγές: Συναλλαγή πρώτη: Ο κ. Χ2 φέρεται ότι κατέθεσε στο Ταμείο της εταιρείας το ποσό των δρχ. 206.000.000 περίπου (διακοσίων έξι εκατομμυρίων) κατά το παραπάνω τριήμερο (15-18/6/2001) με συνέπεια να πιστωθεί ισόποσα ο λογαριασμός του και να φαίνεται από τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ότι η τελευταία του οφείλει το παραπάνω ποσό των δρχ. 206.000.000. Συναλλαγή δεύτερη: Στο ίδιο ως άνω τριήμερο η εταιρεία πλήρωσε σε πελάτες της το ποσό δρχ. 45.494.533 (σαράντα πέντε εκατομμυρίων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τριών) χωρίς να προκύπτει για ποιο λόγο. Η επιστροφή αυτή αφορά τους: α) ......, δρχ. 13.645.780, β) ......, δρχ. 21.848.753, γ) ........., δρχ. 10.000.000, Σύνολο δρχ. 45.494.533. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν πράγματι στους πελάτες διότι δεν έχουμε σχετικές αποδείξεις. Τούτο μπορεί να διερευνηθεί αρμοδίως. 4) Με τις οικονομικές συναλλαγές που περιγράφονται στην προηγούμενη παράγραφο, το χρηματικό απόθεμα της εταιρείας (υπόλοιπο του λογιστικού λογαριασμού "Ταμείον") κατά την 31/07/2001 ανέρχεται στο ποσό των δρχ. 156.000.000 περίπου. Το ποσό αυτό δεν προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας ότι είναι κατατεθειμένο σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό και κατά συνέπεια πρέπει να ευρίσκεται στα χέρια του νομίμου διαχειριστή της εταιρείας (δηλ. του Χ2). 5) Δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε τα εξής σημαντικά: α) Ποιες εμπορικές συμβάσεις είναι σε ισχύ μετά την 31/07/2001 και κυρίως ποιες από αυτές αναφέρονται στα εμπορικά σήματα που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, ποιοι τα διαχειρίζονται, αν νομίμως τα διαχειρίζονται, τι οφέλη αποκομίζουν από αυτά και αν ωφελείται ή ζημιώνεται η εταιρεία, β) Δεν γνωρίζουμε εάν καταχωρήθηκαν στα βιβλία της εταιρείας όλες οι οικονομικές συναλλαγές αυτής, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την 31/07/2001...". Όπως αναφέρει η ως άνω οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της εν λόγω Α.Ε. στο από 24/11/2003 10σέλιδο υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της Πτώχευσης: "Βασικό εμπόδιο στον έλεγχο (της πτωχεύσασας Α.Ε.) ήταν η άρνηση και αδιαφορία του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της κ, Χ2 να συνεργασθεί και να δώσει πληροφορίες. Συγκεκριμένα, με τις από 6/11/2002 και 21/3/2003 εξώδικες δηλώσεις - κλήσεις μου προς τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της πτωχής κ. Χ2, ζήτησα να μου παραδώσει τον ισολογισμό της 31/7/2001 νόμιμα υπογεγραμμένο διότι η πτωχή δεν είχε καταθέσει τέτοιο Ισολογισμό στον Γραμματέα των Πτωχεύσεων καθώς και βιβλία και στοιχεία της εταιρείας απαραίτητα για την διενέργεια του ελέγχου από τον ορκωτό λογιστή, όπως μου γνωστοποίησε ο εν λόγω ορκωτός λογιστής, με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφό του, πλην, όμως, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ουδέποτε μου τα παρέδωσε (Σχετ. 6α - Εξώδικη γνωστοποίηση - δήλωση του Χ2)... Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον κ. Χ2, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της άνω εταιρείας, ζήτησα να μου παραδώσει το χρηματικό απόθεμα της εταιρείας (υπόλοιπο του λογιστικού λογαριασμού "Ταμείον"), το οποίο κατά την 31/7/2001 ανερχόταν στο ποσό των δρχ. 156.000.000 περίπου, χωρίς όμως αποτέλεσμα". Περαιτέρω η ως άνω οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως, στο παραπάνω υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της Πτώχευσης της άνω Α.Ε., αναφέρει: "Β. ΑΠΟΓΡΑΦΗ: Από την απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, που ξεκίνησε την 3/3/2003 και ολοκληρώθηκε την 4/4/2003 στο πτωχευτικό κατάστημα της εταιρείας στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, οδός Σοφούλη, αριθ. 62, κατά την οποία δεν παρέστη ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής Χ2, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα: 1) Το πτωχευτικό κατάστημα, το οποίο σφραγίσθηκε με την υπ' αριθ. 33/2001 έκθεση σφραγίσεως της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας, είναι ένα δωμάτιο, που βρίσκεται μέσα στο χώρο των γραφείων της εταιρείας "ΚΑΓΚΛΗΣ ΧΗΜΙΚΑ Α.Ε.". 2) α) Μέσα στο άνω πτωχευτικό κατάστημα δεν βρέθηκαν κινητά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Κατά την απογραφή βρέθηκαν μόνο προϊόντα της εταιρείας, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην έκθεση απογραφής, εκτιμηθείσας αξίας 1.509,95 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι κατάλληλα για χρήση, καθώς και βιβλία και στοιχεία λογιστηρίου της εταιρείας, όπως περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση απογραφής. β) Στα έγγραφα της εταιρείας βρέθηκε η από .... δανειστική σύμβαση μεταξύ της εταιρείας "ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ Α.Β.Ε.Ε." εκπροσωπούμενη από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής Χ2 και του Χ1, Αντιπροέδρου αυτής, σύμφωνα με την οποία ο Χ1 χορήγησε δάνειο ύψους 20.000.000 δρχ. προς την εταιρεία, η οποία του παραχώρησε δικαίωμα ενεχύρου στα κινητά πράγματα κυριότητας της, τα οποία αναλυτικά καταγράφονται σε ξεχωριστό κείμενο με τίτλο "Πρωτόκολλο Α - ΛΙΣΤΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ CHEMITRON S.A." που επισυνάπτεται στο άνω συμφωνητικό και ήταν εξοπλισμός χημείου, ηλεκτρονικός εξοπλισμός γραφείων, φωτοαντιγραφικό, τηλεφωνικός εξοπλισμός εταιρείας, έπιπλα, εξοπλισμός παραγωγής (αντλίες, αναδευτήρες, κομπρεσέρ, παλετοφόρος, δεξαμενές, καλούπι φιάλης) και επιβατηγό αυτοκίνητο. Διευκρινίζεται ότι στο άνω ιδιωτικό συμφωνητικό βεβαιώνεται το γνήσιο των υπογραφών των άνω συμβαλλομένων Χ2 και Χ1 από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του Αστυνομικού Τμήματος Κορίνθου, ενώπιον του οποίου υπέγραψαν. Όλα τα κινητά περιουσιακά στοιχεία της πτωχής, όπως αναλυτικά καταγράφονται σε κείμενο με τίτλο "Πρωτόκολλο Α - ΛΙΣΤΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ CHEMITRON S.A.", παρέλαβε ο ενεχυρούχος δανειστής Χ1 την 26/9/2000 από τον εκπρόσωπο της εταιρείας "CHEMITRON S.A.", Χ2, όπως προκύπτει από το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό... Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον Χ1, Αντιπρόεδρο της άνω εταιρείας ζήτησα να με ενημερώσει για την τύχη των άνω κινητών πραγμάτων της εταιρείας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 3) Από τον έλεγχο των βιβλίων της άνω εταιρείας και σύμφωνα με το υπ' αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο του ορκωτού ελεγκτή λογιστή Β1 διαπιστώθηκαν επίσης τα εξής: "Όπως προκύπτει στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, και ειδικότερα στο λογιστικό λογαριασμό "Έπιπλα και Σκεύη και Λοιπός Εξοπλισμός" καταχωρήθηκαν σχετικές αγορές που έλαβαν χώρα, από 5/1/2001 έως 4/5/2001, συνολικού ύψους δρχ. 17.652.677. Σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο "Βιβλίο Ημερολογίου" αιτιολογία οι αγορές αυτές αφορούν σε επιστημονικά όργανα και "Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές". Τίποτε από τα παραπάνω δεν βρέθηκε κατά την απογραφή. Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον Χ2, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της άνω εταιρείας, ζήτησα να μου παραδώσει τα ανωτέρω περιγραφόμενα κινητά πράγματα της εταιρείας, τα οποία εμφανίζονται στο λογιστικό βιβλίο που ονομάζεται "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ" ως αγορές στη χρήση 2001 και τα οποία δεν βρέθηκαν κατά την απογραφή στο πτωχευτικό κατάστημα, χωρίς όμως αποτέλεσμα". Ο εξοπλισμός αυτός, της Α.Ε. όπως προέκυψε, φέρεται ότι αγοράστηκε το 2001, ως εξής: "1) 5-1-2001,......., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 20.000, 2) 11-1-2001, ....., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 1.350.000, 3) 22-1-2001, ....., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 1.530.000, 4) 26-1-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 1.113.583, 5) 1-2-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 270.994, 6) 5-2-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 11.634.041, 7) 9-2-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 330.000, 8) 14-1- 2001, ....., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 589.500, 9) 16- 2-2001, ......, Επιστημονικά όργανα, δρχ. 216.670, 10) 20-2-2001, ......., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 49.153, 11) 1-3-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 142.830, 12) 2-3-2001, ......., Επιστημονικά όργανα (Έκπτωση), δρχ. - 20.000, 13) 7-3-2001, ......., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 271.000, 14) 27-3- 2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 63.810, 15) 11-4-2001, METROLAB A.E., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 6.100 και 16) 4-5-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 85.000 ΣΥΝΟΛΟ: ΔΡΧ. 17.652.677". Σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχεύσασας Α.Ε. προέκυψαν τα ακόλουθα, ειδικότερα από το ίδιο ως άνω υπόμνημα της παραπάνω οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως προς τον Εισηγητή της πτώχευσης αυτής: "Την 21/10/2002 από τον έλεγχο που διενέργησα στο Υπουργείο Ανάπτυξης διαπίστωσα τα εξής: 1. Ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν δικαιούχος των κάτωθι ημεδαπών σημάτων: 1) TEV A WASH ( Αριθμός σήματος ....), 2) TEV A SOAP ( Αριθμός σήματος .....), 3) TEV A YARN ( Αριθμός σήματος .....), 4) TEV A SERT ( Αριθμός σήματος .....) και 5) TEV A POL ( Αριθμός σήματος .....), τα οποία καταχωρήθηκαν στα βιβλία σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης στο όνομα της εν λόγω πτωχεύσασας εταιρείας την 26/6/2000 και με αριθ. πρωτ. ..., ..., ...., .... και ....... 2. Την 22/4/2002, ήτοι μετά την κήρυξη της πτώχευσης της άνω εταιρείας, καταχωρήθηκαν στα βιβλία των σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης, οι μεταβιβάσεις των άνω σημάτων TEV A WASH (.....), TEV A SOAP (.....), TEV A YARN (....), TEV A SERT (....) και TEV A POL (....), από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από τον Χ1, προς την εταιρεία με την επωνυμία ".... LIMITED", (που εδρεύει στην ..... Κύπρου). Στις αιτήσεις που υποβλήθηκαν προς το Υπουργείο Ανάπτυξης (με αριθ. πρωτ. ..., ...., ...., ..... και ......) για τις εν λόγω μεταβιβάσεις, ο εκπρόσωπος τις μεταβιβάσας εταιρείας CHEMITRON S.A., Χ1, απέκρυψε το πραγματικό γεγονός, ότι, κατά τον άνω χρόνο, αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Διευκρινίζεται ότι στις άνω αιτήσεις επισυνάπτεται ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης σημάτων από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από τον Χ1, προς την εταιρεία με την επωνυμία ...... LIMITED, (που εδρεύει στην ..... Κύπρου), το οποίο φέρει ημερομηνία "5/9/2000", στο οποίο παρατηρούνται τα εξής: α) Στο άνω συμφωνητικό βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής, από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του Τμήματος Ασφαλείας Κορίνθου, του εκπροσώπου της δικαιοπαρόχου εταιρίας (πτωχευθείσας) Χ1, Αντιπροέδρου αυτής, με ημερομηνία 26/3/2002, ήτοι σε χρόνο που η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση, ο ίδιος δε είχε παραιτηθεί από τη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής από 6/2/2001... Υπάρχει επίσης βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εκπροσώπου της δικαιοδόχου εταιρείας (..... LIMITED) από τις αρμόδιες Αρχές της Κύπρου την 14/3/2002 και 19/3/2002. β) Με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, η δικαιοπάροχος (ήδη πτωχευθείσα) CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από ΤΟΥ Χ1 και η δικαιούχος (..... LIMITED) διόρισαν αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο στον οποίο παρείχαν την εντολή να υποβάλει στο Υπουργείο Ανάπτυξης το άνω συμφωνητικό και τα λοιπά απαιτούμενα έγγραφα για την καταχώρηση της μεταβίβασης και να παρίσταται στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων τον κ. Νικόλαο Μπάρτζη, Δικηγόρο, Ο οποίος και προέβη στις άνω ενέργειες την 27/3/2002, ήτοι μετά την κήρυξη της πτώχευσης της άνω εταιρείας. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ήταν απαραίτητη για την καταχώρηση των μεταβιβάσεων των σημάτων στο Υπουργείο Ανάπτυξης και την παροχή της άνω εξουσιοδότησης. Συνεπώς την 26/3/2002 ο Χ1 εμφανίσθηκε ότι ενεργούσε ως έχων εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ενώ, όπως προανέφερα, είχε ήδη παραιτηθεί από τη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής από 6/2/2001 και η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση από 31/7/2001. Τούτα αποσιωπήθηκαν, τόσο ενώπιον του Τμήματος Ασφάλειας Κορίνθου, όσο και ενώπιον του Υπουργείου Ανάπτυξης. γ) Στο άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπάρχει βεβαίωση ακριβούς φωτοαντιγράφου από τον Νικόλαο Μπάρτζη, δικηγόρο, ενεργούντος για λογαριασμό και των δυο εταιρειών, με ημερομηνία 26/3/2002, το οποίο προσκομίζει ο ίδιος στο Υπουργείο Ανάπτυξης, υποβάλλοντας και τις σχετικές αιτήσεις για τις μεταβιβάσεις των σημάτων, αποκρύπτοντας όλα τα ανωτέρω, ενώ δεν αμφισβητείται η γνώση του. Όλα τα ανωτέρω χρησιμοποιήθηκαν και είχαν έννομες συνέπειες για την μεταβίβαση των σημάτων από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A.προς την εταιρεία ...... LIMITED. δ) Ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος της πτωχευθείσας εταιρείας CHEMITRON S.A., ο Νικόλαος Μπάρτζης, Δικηγόρος Αθηνών, (Χαρ. Τρικούπη, αριθ. 13), συνέταξε και υπέγραψε την από 31/7/2001 δήλωση αναστολής πληρωμών αυτής, την κατέθεσε και υπέγραψε την σχετική έκθεση καταθέσεως, παραστάθηκε και εκπροσώπησε την εταιρεία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτησή της. Διορίσθηκε προσωρινός σύνδικος αυτής, με την υπ' αριθ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε την πτώχευση της άνω εταιρείας και του γνωστοποιήθηκε ο διορισμός την 29/11/2001, όπως προκύπτει από το ..... αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής επιμελήτριας των Δικαστηρίων ........ Αποποιήθηκε τον διορισμό του και εξεδόθη η υπ' αριθ. 490/15-4-2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί αντικαταστάσεώς του. Τα σαφή αυτά περιστατικά του υπομνήματος της οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως της ανωτέρω Α.Ε. επιβεβαιώνονται και από την από 2-4-2004 ένορκη κατάθεσή της, καθώς και από την από 2-3-2004 ένορκη κατάθεση του ορκωτού λογιστή Β1 και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας", κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν επ' ακροατηρίω κατηγορία σε βάρος των εκκαλούντων, για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς, ως άνω, αξιόποινες πράξεις και ότι ορθά πραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο Βούλευμα την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, η εισαγγελική πρόταση, στην οποία, επιτρεπτώς μεν, αναφέρεται εξολοκλήρου το Συμβούλιο, δεν διευκρινίζει, ποια από τα αναφερόμενα, ως προκύψαντα, πραγματικά περιστατικά, συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες, ούτε, άλλωστε, και εκθέτει τους συλλογισμούς, με τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Το μόνο το οποίο διαλαμβάνει η Εισαγγελική πρόταση είναι, αφενός μεν τα συμπεράσματα του ορκωτού λογιστή Β1, ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αρ. 1702/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως, προκειμένου να διενεργήσει διαχειριστικό έλεγχο της πτωχής εταιρείας "CHEMITRON S.A." και τα οποία (συμπεράσματα), περιέχονται στην υπ' αρ. ...... έκθεσή του, καθώς και στην από 2.3.2004 ένορκη κατάθεσή του, αφ' ετέρου δε τα συμπεράσματα της οριστικής συνδίκου Τρισεύγενης Θεοδωροπούλου, τα οποία περιέχονται, τόσο στο από 24.11.2003 υπόμνημά της, όσο και στην από 2.4.2004 ένορκη κατάθεσή της, χωρίς, όμως, σ'αυτή (εισαγγελική πρόταση), να διευκρινίζεται, ποια εκ των πραγματικών περιστατικών, που περιέχονται στα συμπεράσματα των αναφερομένων (ορκωτού λογιστή και οριστικής συνδίκου), συγκροτούν, αντικειμενικά και υποκειμενικά, τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος των δύο συνεκδικαζομένων αναιρέσεων, με τον οποίο προβάλλονται ταυτόσημες αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του Κ.Π.Δ.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αρ. 2946/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές, άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση από κοινού και κατά μόνας, ποσού άνω των 73.000 Ευρώ. Ηθική αυτουργία σε απάτη. Καθολική αναφορά σε εισαγγελική πρόταση. Ελλιπής χρονολογία εισαγγελικής πρότασης. 1) Έλλειψη αιτιολογίας 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης, 3) Απόλυτη ακυρότητα. Δεκτή αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 922/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μιχόπουλο, περί αναιρέσεως της 2298/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1319/1006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαία. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως και επί του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στον πρόσθετο αυτό σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξή του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα απ' αυτά πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως του πλαστού εγγράφου, η οποία (χρήση) αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, όταν πλαστογράφος και χρήστης του πλαστού εγγράφου είναι το ίδιο πρόσωπο, απαιτείται η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου, με σκοπό να παραπλανηθεί με τη χρήση του άλλος, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Πρόκειται δηλαδή για σωρευτικώς μικτό έγκλημα, με την έννοια ότι οι πλείονες κατά το νόμο τρόποι πραγματώσεώς του (δηλαδή η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου) δεν μπορεί να εναλλαχθούν, κάθε δε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως και, σε περίπτωση συνδρομής και των δύο αυτών τρόπων, υπάρχει συρροή εγκλημάτων, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο αυτοτελείς εγκληματικές πράξεις, που συνδέθηκαν νομοτεχνικά στο ίδιο νομοθετικό κείμενο. Ειδικότερα, η αναγραφή στην επιταγή του ονόματος και κατ'απομίμηση της υπογραφής τρίτου, ως οπισθογράφου ενεχομένου εκ της επιταγής, χωρίς τη συναίνεση αυτού, συνιστά πλαστογραφία, με τη μορφή όμως της "καταρτίσεως πλαστού εγγράφου" και όχι της "νοθεύσεως εγγράφου". Είναι δε επιτρεπτή κατ'αρχήν η μεταβολή της κατηγορίας από "κατάρτιση πλαστού" σε "νόθευση" εγγράφου και το αντίθετο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2298/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, κατά μήνα Νοέμβριο 1999 ενόθευσε έγγραφο με σκοπό με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και συγκεκριμένα ενόθευσε την υπ' αριθμ. ...... επιταγή, η οποία είχε εκδοθεί από την μηνύτρια Ψ1, με χρόνο εκδόσεως την ....., μεταχρονολογημένη, για ποσό 3.000.000 δραχμών, πληρωτέα σε Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας (Υποκ/μα Παγκρατίου) σε διαταγή της ίδιας, και στη θέση της υπογραφής του πρώτου οπισθογράφου έθεσε ιδιοχείρως και με πιστή απομίμηση της γνήσια υπογραφής της μηνύτριας, την υπογραφή αυτής, για να προσδώσει νομιμοφάνεια στη μεταβίβαση και κυκλοφορία αυτής και στη συνέπεια έθεσε την δική του υπογραφή, ως δήθεν νομίμου τρίτου καλοπίστου κομιστή αυτής από δήθεν νόμιμη μεταβίβαση με οπισθογράφιση, και την πλαστογραφημένη αυτή επιταγή εχρησιμοποίησε, εμφανίζοντας αυτήν στην παραπάνω πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, ο αρμόδιος υπάλληλος της οποίας παραπλανήθηκε ως προς την (δήθεν) γνησιότητα και εγκυρότητα της επιταγής και ως προς την (δήθεν) ύπαρξη της οφειλής των 3.000.000 δραχμών και προέβη στην σφράγιση της επιταγής, λόγω ελλείψεως επαρκώς διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να εκδοθεί, με πρωτοβουλία της παραπάνω κομίστριας Τράπεζας, η 18570/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της μηνύτριας. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για πλαστογραφία μετά χρήσεως". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 216 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Μάλιστα δε από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της αποφάσεως προκύπτει ότι συνεκτίμησε αυτή και την ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας που είναι και αυτή μάρτυρας κατηγορίας. Περαιτέρω, υπάρχει ιδιαίτερη αιτιολόγηση και για το σκοπό του κατηγορουμένου να παραπλανήσει τους τρίτους σε σχέση με την εκ της επιταγής ενοχή της μηνύτριας ως οπισθογράφου, ενώ η αναφορά στο διατακτικό (και στο σκεπτικό) του όρου "νόθευση εγγράφου" αντί της "καταρτίσεως πλαστού εγγράφου", πρέπει να αποδοθεί σε παραδρομή, αφού διευκρινίζεται στη συνέχεια ότι η πλαστογραφία συνίσταται στην επί της επίμαχης πιο πάνω επιταγής, και δη στη θέση της υπογραφής του πρώτου οπισθογράφου, τοποθέτηση κατ'απομίμηση της υπογραφής της μηνύτριας. Οι ειδικότερες δε αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως α) η μνεία του τρόπου, με τον οποίο περιήλθε στην κατοχή του η επίμαχη επιταγή, και κατά συνέπεια η αναφορά στην αρχή του διατακτικού της φράσεως "... ενώ κατέστη κακόπιστος κομιστής αιτία τελέσεως επιληψίμου αξιοποίνου πράξεως δύο επιταγών,...", η οποία από πρόδηλη παραδρομή δεν απαλείφθηκε μετά την αθώωση του αναιρεσείοντος με την πρωτόδικη απόφαση για την πράξη της κλοπής της επίμαχης (και άλλης μιας) επιταγής, στερείται έννομης σημασίας, εντεύθεν είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων, περί παραβιάσεως, δηλαδή, του απορρέοντος από την τελευταία απόφαση για την άνω πράξη της κλοπής δεδικασμένου, και β) ο προσδιορισμός του χρόνου της χρήσεως εκ μέρους του αναιρεσείοντος της επίμαχης επιταγής, η οποία έγινε βέβαια μετά την πλαστογράφησή της απ'αυτόν και αποτελεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο δεν τίθετο θέμα παραγραφής. Τέλος, στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων, ως κομιστής της πλαστογραφημένης επίμαχης επιταγής, εμφάνισε αυτήν στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή και ζήτησε από τον αρμόδιο υπάλληλό της τη σφράγισή της, λόγω ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στη συνέχεια αναφέρεται ως κομίστρια της εν λόγω επιταγής η άνω Τράπεζα, που πέτυχε την έκδοση, εις βάρος της άνω μηνύτριας, της αναφερόμενης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, η αντίφαση αυτή είναι αδιάφορη για την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, χρησιμοποίησε την επίμαχη επιταγή. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Ιουνίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2298/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως. (θέση κατ’ απομίμηση της γνήσιας υπογραφής της μηνύτριας στη θέση του α΄ οπισθογράφου. Εμφάνιση της επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή). Κατάρτιση πλαστού και όχι νόθευση (από παραδρομή η αναφορά στο δικαστήριο και στο σκεπτικό του όρου “νόθευση εγγράφου”). Πλήρης αιτιολογία και του σκοπού του κατηγορουμένου. Όχι ανάγκη μνείας τρόπου κτήσεως και του χρόνου χρήσεως για την πληρότητα της αιτιολογίας. Η αναφερόμενη αντίφαση στο σκεπτικό αδιάφορη για την άνω κρίση του Δικαστηρίου ουσίας. Απορρίπτονται λόγοι 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
2
Αριθμός 921/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα, περί αναιρέσεως της 1164/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1618/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά το άρθρο 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 13 του ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν την μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον εξ (6) μηνών ή με χρηματική ποινή από 500.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, και αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) χρόνο ή με χρηματική ποινή από 200.000 μέχρι 2.000.000 δρχ., κατά δε το άρθρο 22 του ν. 1577/1985, αυθαίρετο είναι το έργο που κατασκευάζεται είτε χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, είτε καθ' υπέρβασή της, ή με βάση ανακληθείσα τέτοια άδεια. Από την ανωτέρω διάταξή του, ως ισχύει, άρθρου 17 παρ. 8 ν. 1337/83, συνάγεται, ότι δράστης της παραβάσεως του α' εδαφίου αυτής μπορεί να είναι μόνον ο εκ προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο αυτό απειλούμενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές, ενώ, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολέας κλπ). Τέλος, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το δικαστήριο της ουσίας, κατά την από αυτό επιμέτρηση κάθε μιας από τις ανωτέρω ποινές, είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την περί επιβολής ποινής διάταξη του προσδιορίζοντος την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη άλλου νόμου, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την προπαρατεθείσα και ως ισχύει του άρθρου 17 παρ. 8α του ν. 1337/1983, κατά την οποία και με βάση τα προεκτεθέντα για την επιβολή καθεμιάς από τις απειλούμενες σ' αυτήν διαζευκτικώς παραπάνω ποινές, είναι υποχρεωμένο το ουσιαστικό δικαστήριο να αιτιολογήσει την σχετική περί ποινής διάταξή του, προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο αυτό βρίσκεται, οπότε, σε ανυπαρξία τέτοιας αιτιολογίας, καθίσταται αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον ως προς το μέρος της που αφορά την επιβλητέα ποινή, για έλλειψη της απαιτούμενης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1164/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της 9885/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων δικηγόρος κηρύχθηκε ένοχος (κατά πλειοψηφία) του ότι "στο ....... Αττικής, στις 10/11/1999, με πρόθεση προέβη στην κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος (άρθρο 17§8 Ν. 1337/83) και ειδικότερα του ότι " ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΗ ΒΡΑΥΡΩΝΟΣ Α.Ε." και "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΞΕ, στην Λ. Ποσειδώνος αρ. 55-57, προέβη στην αντικατάσταση στέγης του 5ου ορόφου κτίσματος, στην επέκταση ισογείων τουαλετών και ένωσή τους με το κυρίως κτίριο, στην επέκταση υπογείου και δημιουργία κλειστού χώρου, καθ' υπέρβαση της υπ'αριθμ. ..... οικοδομικής αδείας", ήτοι για παράβαση, από πρόθεση, του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983. Για την πράξη του αυτή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ για κάθε μέρα φυλάκισης και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Όπως δε προκύπτει από την ως άνω πληττόμενη απόφαση, ναι μεν αυτή διέλαβε στο περί ποινών τμήμα του αιτιολογικού της τους όρους του άρθρου 79 ΠΚ, πλην όμως δεν περιέχει καμιά αιτιολογία ούτε για την αξία του ανωτέρω και από τον αναιρεσείοντα ανεγερθέντος αυθαίρετου έργου, ούτε περί του αν το τελευταίο υποβαθμίζει ή όχι και, αν ναι, σε ποιο βαθμό το φυσικό ή πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής του, με αποτέλεσμα, μόνον κατά την εν λόγω περί ποινής διάταξή της, ως προς το αμέσως παραπάνω αδίκημα και μόνον, η πληττόμενη απόφαση να καταστεί κατά τούτο αναιρετέα, κατά τον βάσιμο περί τούτου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτο λόγο αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας του δευτέρου λόγου αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη χορηγήσεως κατ' αρ. 99 παρ. 1 ΠΚ, του ευεργετήματος της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής και της έλλειψης αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την μη χορήγηση του ευεργετήματος αυτού, αφού και ο λόγος αυτός πλήττει την περί ποινής διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος "..... στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης" (περ. β). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε στις πιο πάνω ποινές, ζήτησε δια των συνηγόρων του " την αναγνώριση του ελαφρυντικού 84 παρ. 2β ΠΚ". Με το πιο πάνω περιεχόμενο, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των από την διάταξη 84 παρ. 2 περ. β ελαφρυντικών, είναι αόριστος, αφού παρατίθεται μόνο η σχετική διάταξη, χωρίς να εκτίθενται περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και το Πενταμελές Εφετείο δεν υποχρεούτο να απαντήσει αιτιολογημένα, ως εκ περισσού δε απέρριψε, ως αβάσιμο, τον ισχυρισμό αυτό, με τη διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό του αιτιολογία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' τρίτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μερικώς και μόνον ως προς το περί ποινής μέρος της. Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί εν μέρει την 1164/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνον ως προς το περί ποινής μέρος της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 17 παρ. 8 Ν. 1337/ 83. Αυθαίρετο κτίσμα. Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο, είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την περί επιβολής ποινής διάταξη του, προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο. Αοριστία ισχυρισμού για απόρριψη ελαφρυντικών 84 παρ. 2β ΠΚ. Αναιρεί εν μέρει μόνο ως προς την ποινή
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Αναίρεση μερική, Κτίσμα αυθαίρετο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 923/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2178/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 205/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 245/18-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 19-1-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2178/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η οποία ησκήθη νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, και εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, έγινε εν μέρει δεκτή η κατά του υπ'αριθμ. 3081/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, δια να δικασθή δι'απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή. Προβάλλει δε αυτός (αναιρεσείων) τον εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας). Επειδή, κατά το άρθρ. 299 § 1 Π.Κ., ως ισχύει μετά τις διατάξεις του άρθρ. 33 § 1 Ν. 2172/1993 και του άρθρ. 1 § 12β' Ν.2207/1994, με τις οποίες καταργήθηκε η ποινή του θανάτου, όποιος εκ προθέσεως εφόνευσε άλλον τιμωρείται δια της ποινής της ισοβίου καθείρξεως. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι δια την συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενεργείας οφειλομένης εκ του νόμου, υποκειμενικώς δε προμελετημένος δόλος που περιλαμβάνει την γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και την θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου και δια τον οποίο (προμελετημένο δόλο) απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστου, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, αν και το τελευταίο δεν αναφέρεται ρητώς στον νόμο. Εξ'άλλου, κατά το άρθρ. 42 § 1 Π.Κ., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέση κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη περιέχουσα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 Π.Κ.). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στην συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπή (ΑΠ 861/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/408). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των έχουν ως εξής: Ο αντιπρόεδρος του επιχειρηματικού ομίλου "......" Ψ1, κατά τον χρόνο που ο κατηγορούμενος Χ1 εργαζόταν ως πιλότος του ελικοπτέρου του "......", είχε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον, να εκπαιδευθεί ο ίδιος, ως πιλότος ελικοπτέρων, επεδείκνυε δε μεγάλη, κατά την εκπαίδευση του αυτή, προσοχή και επιμέλεια. Κατά τη διάρκεια που ο κατηγορούμενος ήταν πιλότος του ελικοπτέρου και μετέφερε με αυτό τον Ψ1 δεν ενέπνευσε στον τελευταίο (Ψ1) εμπιστοσύνη για την ασφάλεια της πτήσεως, διότι αυτός (κατηγορούμενος) επιδείκνυε έλλειψη γνώσης και προσοχής, όπως, αντιθέτως, συνέβη με την εμπιστοσύνη, που ενέπνεαν σ' αυτόν (Ψ1) οι πιλότοι Γ1 και Γ2, καθώς και ο τελευταίος εκπαιδευτής του, Γ3 αλλά, επί πλέον, ο κατηγορούμενος προκάλεσε και τη δυσφορία του Ψ1, για την συμπεριφορά του. Αλλά και ο έτερος γυιός του Ψα, Ψβ κατά το έτος 2001, διατύπωσε προς τον πιλότο του ιδιωτικού αεροσκάφους του πατέρα του (Ψα), Γ2, (βλ. στη δικογραφία από 2.9.2003 ένορκη προανακριτική κατάθεση Γ2) παράπονα για τον τρόπο συμπεριφοράς προς αυτόν του κατηγορουμένου, προς τον οποίο (Γ2) δήλωσε, ότι θα συζητούσε το θέμα αυτό με τον αδελφό του Ψ1, προκειμένου να τον (δηλ. τον κατηγορούμενο) αντικαταστήσουν, απόλυση που τελικώς δεν συνέβη τότε. Επίσης, κατά το μήνα Ιούλιο 2003, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στη συντροφιά του Ψ1 στη Μύκονο, συμπεριφέρθηκε σε γυναίκα, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον τελευταίο (Ψ1) προσβλητικώς (δεν διακριβώθηκε στην ανάκριση και την προανάκριση, με ποιο ακριβός τρόπο), για το λόγο δε αυτό ο Ψ1, ανέφερε το περιστατικό αυτό αλλά και την προσωπική του δυσπιστία στις ικανότητες του κατηγορουμένου, ως πιλότου ελικοπτέρων, στον Γ1, ο οποίος είχε συστήσει στον ανωτέρω όμιλο τον κατηγορούμενο ως πιλότο, παρεκάλεσε δε τον Γ1 να μη κοινοποιήσει τα όσα ως ανωτέρω είχαν συζητήσει, στον κατηγορούμενο, ο δε Γ1 σε σχετική συνάντηση, που είχε ζητήσει από τον Γ2 ανέφερε σ' αυτόν τα όσα αμέσως ανωτέρω του είχε αναφέρει ο Ψ1, ο δε τελευταίος (Γ1) στην ίδια αυτή συνάντηση ανέφερε στον Γ2 τα παράπονα που είχε εκφράσει, για την προαναφερόμενη προσβλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου ο Ψ1 αλλά και για το ότι ενώ ο τελευταίος (Ψ1) πραγματοποιούσε με τον κατηγορούμενο πτήση με το ελικόπτερο τύπου ΒΟ-105 (BOIOS) του Ομίλου ....., επάνω από τη νήσο Μύκονο, ο τελευταίος (κατηγορούμενος Χ1), κατά τη διάρκεια κάποιου ελιγμού, έσπρωξε, επίτηδες, για να κάνει, προς εντυπωσιασμό του Ψ1, πιο έντονο τον ελιγμό, το χειριστήριο του ελικοπτέρου, ενώ το χειριζόταν ο Ψ1, με αποτέλεσμα να τρομοκρατήσει τον τελευταίο (βλ. στη δικογραφία αμέσως ανωτέρω, από 2.9.2003 προανακριτική ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ2), ενώ δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της προκειμένης δικογραφίας, ότι ο Γ1 και Γ2 ανέφεραν στον κατηγορούμενο τις προθέσεις του Ψ1, να μεσολαβήσει προς τον πατέρα του, ώστε αυτός (κατηγορούμενος) να απολυθεί. Κατά το μήνα Φεβρουάριο 2003 ο Ψ1, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης πιλότος ελικοπτέρων, ενδιαφέρθηκε να εκπαιδευθεί πλέον συστηματικά, ως πιλότος ελικοπτέρων, προσέλαβε δε προς τούτο τον ανωτέρω πιλότο ελικοπτέρων που εργαζόταν στην Αερολέσχη Αθηνών Γ3, ο οποίος απ' αρχής της συνεργασίας τους είχε εμπνεύσει στον Ψ1 αίσθηση εμπιστοσύνης στις ικανότητες του, ως πιλότου και εκπαιδευτή του. Ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόμενος, ότι είχαν ήδη αναπτυχθεί σχέσεις εμπιστοσύνης του Ψ1 προς τον ανωτέρω Γ3 αισθανόμενος, ότι κινδύνευε η διατήρηση της θέσης του ως πιλότου των ελικοπτέρων χρήσεως του Ομίλου ...... και δη ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να παραγκωνισθεί από τον νέον αυτόν πιλότο και να απωλέσει τη δική του θέση, ως τέτοιου πιλότου, δυσφόρησε στην πρόσληψη του τελευταίου εκ μέρους ..... και άρχισε να εκτρέφει αισθήματα δυσφορίας και ζηλοφθονίας προς το πρόσωπο του τελευταίου, τα οποία εκδήλωνε και προς τους συναδέλφους του, ενίοτε δε και κακολογώντας τον Γ3 τόσο πριν όσο και μετά τον φερόμενο χρόνο τελέσεως του προκειμένου εγκλήματος. Την 7-8-2003, ώρα 19.00, ο Ψ1 πήγε στο ελικοδρόμιο του ομίλου "...", στην '..... Αττικής, για να πραγματοποιήση πτήση προς ...., μετά του Γ3, με το ελικόπτερο, το οποίο είχε μεταφέρει εκεί ο τελευταίος (Ν.ΜΠΟΥΛΑΝΖΕ). Πριν ξεκινήσει την εν λόγω πτήση ο Ψ1, σύμφωνα με την υπόδειξη του εκπαιδευτή του και, όπως οφείλε κατά τους πτητικούς κανόνες ασφαλείας ελικοπτέρων, στην τήρηση των οποίων και ο ίδιος (Ψ1) επεδείκνυε αυστηρή επιμέλεια και προσήλωση, (βλ. έκθεση ένορκης προανακριτικής κατάθεσης του εξετασθέντος ως μάρτυρος Γ1) προέβη στο λεπτομερή έλεγχο των καυσίμων από δείγματα που λαμβάνονται σε μικρά φιαλίδια από τρεις διαφορετικές βαλβίδες αποστράγγισης (DRAIN). Κατά τον έλεγχο αποστράγγισης ο Ψ1 διαπίστωσε, με έκπληξη του, ότι στη μία δεξαμενή καυσίμων (κύρια δεξαμενή) που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του σώματος του ελικοπτέρου και της οποίας το επίπεδο βρισκόταν χαμηλότερα της άλλης (βοηθητικής) σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα του ελικοπτέρου εμφανίσθηκε, ως ίζημα, αρκετή λευκή κρυσταλλική ουσία, η οποία έμοιαζε με ζάχαρη και για το λόγο αυτό, ο Ψ1 περίμενε να εξατμισθεί το μικρό δείγμα βενζίνης της αποστράγγισης αυτής και μετά ταύτα δοκίμασε με τη γλώσσα του το απομείναν ίζημα, διαπίστωσε δε ότι η γεύση του ιζήματος αυτού ήταν γλυκεία σαν ζάχαρη, το ίδιο δε διαπίστωσε και ο παρών τότε στο ανωτέρω ελικοδρόμιο Γ3, κλήθηκε δε και προσήλθε μετά ταύτα στο χώρο του ίδιου ελικοδρομίου ο Β1, Πρόεδρος της Αερολέσχης προκειμένου να διακριβωθεί τι συνέβαινε, ο οποίος, ομοίως, διαπίστωσε την ύπαρξη του ανωτέρω κρυσταλλικού ιζήματος. Η ρίψη της ως άνω ποσότητας ζάχαρης (περίπου κιλού) μέσα στη δεξαμενή του ελικοπτέρου, που αρκούσε για να εμφράξει τη δίοδο από το φίλτρο των καυσίμων λειτουργίας της μηχανής του ελικοπτέρου και το ότι το ελικόπτερο αυτό επρόκειτο, να πραγματοποιήσει πτήση, με τα δύο αναφερόμενα άτομα συνιστά αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας αφού η ενέργεια αυτή (ρίψη ικανής ποσότητας ζάχαρης εκεί) θα προκαλούσε την παύση τροφοδοσίας, σε καύσιμα του ελικοπτέρου όταν αυτό θα βρισκόταν τουλάχιστον σε 100 μέτρα ύψους και, επομένως, την από ικανό ύψος πτώση και συντριβή του ελικοπτέρου μαζί με τους επιβάτες του και το βέβαιο θανάσιμο τραυματισμό τους, ενώ το ότι δεν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, όχι στη βούληση του δράστη, αλλά στο ότι ως επιμελής εκπαιδευόμενος πιλότος ο Ψ1 προέβη στην επιβαλλόμενη προ πτήσεως ελεγκτική διαδικασία αποστράγγισης (DRAIN) των καυσίμων του ελικοπτέρου και έτσι κατ' αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη της ριφθείσας στη δεξαμενή καυσίμων ζάχαρης, για το λόγο δε αυτό ματαίωσε την πτήση αυτού και του εκπαιδευτή του με το ανωτέρω ελικόπτερο και έτσι δεν επήλθε η μοιραία (άλλως) πτώση του ελικοπτέρου και η θανάτωση αυτού και του εκπαιδευτή του Γ3, ο οποίος πλην της εργασίας του ως εκπαιδευτή του Ψ1 είχε αξιόλογη εργασία πιλότου στην Αερολέσχη Αθηνών στη ..... και δεν είχε εκδηλώσει καμία επιθυμία να ασχοληθεί αποκλειστικά ως πιλότος ελικοπτέρων για τον Όμιλο ... ή την οικογένεια του Προέδρου του Ψα, πλην της εκπαιδεύσεως, ως πιλότου του Ψ1, εκπαίδευση, σημειωτέον, που εκ της φύσεως της είχε πεπερασμένη διάρκεια. Εξ'όσων διήλθαν από τους χώρους των εγκαταστάσεων του ομίλου "..." στην '.... Αττικής, την 7-8-2003, επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του ανωτέρω εγκλήματος της αποπείρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή προκύπτουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και αυτές συνίστανται στο ότι μόνος αυτός βρέθηκε μόνος του στο χώρο του ελικοδρομίου ..... μεταξύ των ωρών 6 και 6.40, επομένως δε, απερίσπαστος από παρουσία άλλων ατόμων, μπορούσε να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια ρίψης της ζάχαρης, εγνώριζε δε ότι μπορούσε να βρει ποσότητα ζάχαρης ικανής να εμφράξει το ανωτέρω φίλτρο του ελικοπτέρου, στο ντουλάπι του μικρού δωματίου - γραφείου του ελικοδρομίου αυτού, όπου υπήρχε για την παρασκευή των καφέδων των εκεί εργαζομένων, εγνώριζε δε και που βρίσκεται το κλειδί του δωματίου αυτού, είχε δε, ως πιλότος ελικοπτέρου τις απαραίτητες βασικές τεχνικές γνώσεις, που συνίσταντο στο ότι η ρίψη της ζάχαρης στη δεξαμενή καυσίμων του ελικοπτέρου θα προκαλούσε έμφραξη των φίλτρων και, συνεπώς, την παύση τροφοδοσίας καυσίμων στη μηχανή του ελικοπτέρου. Πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι αυτός (κατηγορούμενος) είχε και κίνητρο αφενός να επιθυμεί το θάνατο του ανωτέρω επαγγελματικού του, όπως θεωρούσε αυτό, αντιζήλου, εκπαιδευτή του Ψ1, Γ3, αφού η πρόσληψη του και στη συνέχεια αγαστή συνεργασία του τελευταίου με τον Ψ1 έθετε σε άμεσο κίνδυνο απώλειας της δικής του επαγγελματικής θέσης στον Όμιλο ...... αλλά και στην εν γένει επαγγελματική και οικονομική του σταδιοδρομία και αφ' ετέρου να αποδέχεται και τη συνθανάτωση στο ίδιο ατύχημα και του Ψ1,τον οποίο εγνώριζε ότι είχε στο παρελθόν, ως ανωτέρω εκτίθεται, δυσαρεστήσει, και ευλόγως πίστευε ότι αυτός δεν θα επιθυμούσε τη συνέχιση της εργασίας του (δηλ. του κατηγορουμένου) στον Όμιλο ......, επί πλέον δε ο κατηγορούμενος εγνώριζε, ότι μαζί με τον ανωτέρω εκπαιδευτή του θα πραγματοποιούσε πτήση και ο Ψ1. Επί πλέον δε και η όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου πριν και μετά την εύρεση της ζάχαρης στα καύσιμα του επίμαχου ελικοπτέρου από τον Ψ1 σε συνδυασμό με τα ανωτέρω προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα ότι δράστης της ρίψης της ζάχαρης στα καύσιμα του ελικοπτέρου ήταν ο κατηγορούμενος και, ειδικότερα, το ότι πριν ευρεθεί, ως ανωτέρω, στα καύσιμα η ζάχαρη από τον Ψ1, χωρίς κανένα λόγο το απόγευμα της 7.8.2003, είπε στον Δ1, ο οποίος έφευγε από τις εγκαταστάσεις ......., να κλείσει το μικρό δωμάτιο - γραφείο του ελικοδρομίου με το κλειδί, πράγμα που δεν συνέβαινε άλλες φορές και ενώ ο ίδιος (κατηγορούμενος) παρέμενε έξω από το δωμάτιο αυτό, τούτο δε έπραξε, διότι προφανώς ήθελε εκ των προτέρων να εξασφαλίσει μαρτυρία, ότι αυτός δεν είχε πρόθεση να εισέλθει μετά την αναχώρηση του Δ1 από τις εγκαταστάσεις του ελικοδρομίου, στο ανωτέρω δωμάτιο, όπου και υπήρχε αρκετή ποσότητα ζάχαρης, για να χρησιμοποιήσει για τον ανωτέρω έκνομο σκοπό του, αλλά και το ίδιο βράδυ της 7.8.2003, όταν ο Ψ1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Γ1 στην οικία του στο ......, όπου και αυτός (κατηγορούμενος) ευρίσκετο, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος το περιεχόμενο της τηλεφωνικής τους αυτής συνομιλίας και χωρίς κανένα απολύτως λόγο, αποταθείς προς τη σύζυγο του Γ1, είπε προς αυτήν "ότι φταίει ο Γ3, μεμφόμενος τον Γ3 προκειμένου να αποσείσει οποιαδήποτε δική του ευθύνη και να την επιρρίψει στον Γ3, έστω και υπό τη μορφή, ότι ο τελευταίος ήθελε να δημιουργήσει σε βάρος του (δηλαδή του κατηγορουμένου) θέμα, εμπλέκοντάς τον με την ανωτέρω "ρίψη της ζάχαρης", ενώ παρόμοια ήταν η συμπεριφορά του κατηγορουμένου και στη συνέχεια, όταν πλέον κλήθηκε ο Δ1 να καταθέσει ως μάρτυρας οπότε αυτός (κατηγορούμενος) τον παρότρυνε ουσιαστικά να καταθέσει ψευδώς ως μάρτυρας ότι αυτός (κατηγορούμενος Χ1) έφυγε από το ελικοδρόμιο ....., μαζί με τον Δ1, (την 7.8.2003 το απόγευμα), συμπεριφορά που ευθέως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήθελε να μην διαπιστωθεί ότι είχε μείνει αυτός μόνος στο κρίσιμο χρονικό διάστημα του απογεύματος της 7.8.2003 και επομένως, ότι αυτός ήταν ο κύριος ύποπτος για την ανωτέρω έκνομη "ρίψη της ζάχαρης" στη δεξαμενή καυσίμων του επίμαχου ελικοπτέρου. Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως από τον κατηγορούμενο του κακουργήματος της αποπείρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, εδέχθη εν μέρει κατ'ουσίαν την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του υπ'αριθμ. 3081/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, δια την ως άνω αξιόποινη πράξη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την υπό του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος του αναιρεσείοντος, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 2228/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/613), δια την πράξη της αποπείρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή. Επομένως, ο αναιρεσείων αβασίμως ισχυρίζεται ότι στις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος υπάρχουν αντιφάσεις. Κατ'ακολουθία, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατά το μέρος δε που πλήττεται, δια της επικλήσεως αυτού του λόγου, η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 19-1-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2178/2006 βουλεύματος του Συμβουλίού Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 14 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 3081/2005 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του ήδη αναιρεσείοντος Χ1 για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση, κατά συρροή και β) παράβασης άρθρου 179 παρ. 1 σε συνδυασμό με αρθρ. 158. 158 . που προστέθηκε με άρθρο 13 παρ. 2 ν. 1897/1990, 185α, β ν. 1815/1988, πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε στην....... Αττικής στις 7 Αυγούστου σε βάρος του Ψ1 και του Γ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2178/2006 βούλευμά του, έκανε εν μέρει δεκτή την κατά του πιο πάνω απαλλακτικού βουλεύματος έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου στην περιφέρεια του Εφετείου που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος έχει ασκήσει νομοτύπως και εμπροθέσμως ο αναιρεσείων την κρινόμενη 8/19-1-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, η οποία και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν, την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. . Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. 'Oταν όμως πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του I ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και το διατακτικό του και με δικές του σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, εγγράφα της δικογραφίας, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Κατά το έτος 2003 ο επιχειρηματικός όμιλος ....., που είχε την εκμετάλλευση του ομώνυμου τηλεοπτικού σταθμού καθώς και εφοπλιστικής ναυτικής εταιρίας, χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες μετακίνησης τόσο του κύριου μετόχου και Προέδρου του Ψα ("......") και των μελών της οικογένειας του, ήτοι των δύο γυιων του, Ψ1, Ψβ, Ψγ και της θυγατέρας του, αλλά και για τις ανάγκες "ρεπορτάζ" του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού, ένα ιδιωτικό αεροσκάφος ιδιοκτησίας του ως άνω κυρίου μετόχου του Προέδρου του, χειριστής του οποίου ήταν ο Γ2 και το οποίο ήταν σταθμευμένο στο αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος" καθώς επίσης και ένα ελικόπτερο τύπου ΒΟ-105. Επίσης, ο αυτός επιχειρηματικός όμιλος μίσθωνε κατά καιρούς και διάφορους τύπους ελικοπτέρων και για διάφορα χρονικά διαστήματα, από την Αερολέσχη Αθηνών, που βρίσκεται στη ...... Αττικής, για τις ανάγκες πτήσεως του Αντιπροέδρου του Ομίλου Ψ1, ο οποίος είχε "χόμπυ" την πτήση με ελικόπτερο και χρησιμοποιούσε, ως εκπαιδευτή του, από το Φεβρουάριο του έτους 2003 τον αλλοδαπό Γ3. Στο χώρο της εν λόγω Αερολέσχης υπήρχε μεταλλικό υπόστεγο, μπροστά από ένα οίκημα της Αερολέσχης, μέσα δε στο στέγαστρο αυτό τοποθετούνταν και κλειδώνονταν τα ελικόπτερά της, εκτός εάν επρόκειτο να πραγματοποιήσουν αυτά πτήσεις, οπότε μεταφέρονταν από τους εκάστοτε χειριστές τους μπροστά στο ανώτερο οίκημα της αερολέσχης, όπου βρισκόταν και η αντλία ανεφοδιασμού τους με καύσιμα, εκεί δε βρισκόταν και ο χώρος απογείωσης -προσγείωσης των ελικοπτέρων. Η θύρα του ανωτέρω μεταλλικού στεγάστρου ήταν, επίσης μεταλλική, έκλεινε με κλειδαριά και επί πλέον με μία αλυσίδα με λουκέτο επάνω από την κλειδαριά υπήρχε δε ακόμη στο χώρο της Αερολέσχης Αθηνών και μηχανισμός φωτοκύτταρου με ισχυρό προβολέα, ο οποίος άναβε αυτομάτως μετά τη δύση του ηλίου. Όταν κλειδωνόταν το ανωτέρω μεταλλικό υπόστεγο (στέγαστρο των ελικοπτέρων) το κλειδί τοποθετούνταν σε κλειδοθήκη, η οποία υπήρχε στο γραφείο της εν λόγω Αερολέσχης δυνατότητα δε πρόσβασης στο κλειδί αυτό είχαν μόνο πέντε (5) άτομα, ήτοι ο ήδη εξετασθείς ενόρκως, ως μάρτυρας, ενώπιον του ως Ανακριτή, Β1, απόστρατος αξιωματικός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και χειριστής αεροσκαφών και εκπαιδευτής ο ίδιος χειριστών αεροσκαφών και ελικοπτέρων και εκπαιδευμένος διερευνητής αεροπορικών ατυχημάτων, ο γυιός του Β2, εκπαιδευτής πτήσεων ελικοπτέρων και αεροπλάνων, ο Γ4, εκπαιδευτής ελικοπτέρων της αυτής ως άνω Αερολέσχης, ο Γ3 πιλότος ελικοπτέρων καθώς και ο Ζ1, ετών 16, μαθητής του 4° ΤΕΕ Ν. Φιλαδέλφειας στην ειδικότητα μηχανοσυνθετών αεροπλάνων, ο οποίος και πραγματοποιούσε πρακτική εκεί (στην Αερολέσχη Αθηνών) προϋπηρεσία, απαραίτητη για την απόκτηση του σχετικού ανωτέρω πτυχίου του και ήταν και υπεύθυνος καθαριότητας του προαναφερομένου υπόστεγου της Αερολέσχης Αθηνών και των αεροσκαφών (εξωτερικώς και εσωτερικώς), αλλαγής τροχών στα αεροπλάνα της Αερολέσχης, εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα και κανείς άλλος τρίτος, δεδομένου ότι στην Αερολέσχη αυτή φυλάσσονταν χρήματα της Αερολέσχης, μητρώα αεροσκαφών, όλα τα κλειδιά των γραφείων της, ασύρματοι κ.λ.π. σημαντικά για τη λειτουργία της αντικείμενα, καθώς και διάφορα έγγραφά της. Επίσης, στην Αερολέσχη αυτή ήσαν, σχεδόν καθημερινώς, παρόντες οι ανωτέρω Β1 ή ο γυιος του Β2, οι οποίοι φρόντιζαν να είναι τουλάχιστον, ο ένας απ' αυτούς παρών, καθόσον ο κανονισμός του στρατοπέδου ......, οι εγκαταστάσεις του οποίου ήσαν όμορες του χώρου της Αερολέσχης Αθηνών, επέβαλε στην Αερολέσχη, να διαθέτει αυτή σε ετοιμότητα ομάδα "άμεσης επέμβασης" π.χ. για περιπτώσεις θραύσης ελαστικών τροχών μέσα στο διάδρομο προσγείωσης-απογείωσης αεροσκαφών. Ακόμη σε απόσταση 80 περίπου μέτρων από το σημείο ανεφοδιασμού στάθμευσης των ελικοπτέρων της Αερολέσχης Αθηνών υπήρχε η σκοπιά του στρατοπέδου ......, όπου φυλασσόταν η βόρεια πύλη του αεροδρομίου και, με τον τρόπο αυτό, κατ' ανάγκην, και ο χώρος της Αερολέσχης αυτής, επί πλέον δε καθ' όλο, το 24ωρο υπήρχε περιπολία όλου του ανωτέρω στρατοπέδου από άνδρες της Πολεμικής Αεροπορίας. Λόγω της κατά τα αμέσως προαναφερόμενα οργανωμένης λειτουργίας και φύλαξης της Αερολέσχης Αθηνών από του έτους 1966 που άρχισε να λειτουργεί μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2003 δεν είχε εμφανισθεί στο χώρο της κάποιο κρούσμα παραβίασής του ή δολιοφθοράς στις εγκαταστάσεις, τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα της (βλ. από 11.8.2003 έκθεση ένορκης προανακριτικής κατάθεσης του μάρτυρα Β1). Η εξωτερική επιθεώρηση των ελικοπτέρων της Αερολέσχης Αθηνών γινόταν στο χώρο στάθμευσης τους, στον τόπο της αντλίας ανεφοδιασμού καυσίμων, όπου γινόταν και η επιβαλλόμενη από τους Κανόνες της πτητικής τέχνης των ελικοπτέρων, προ της πτήσεως των ελικοπτέρων και μετά τον ανεφοδιασμό τους σε καύσιμα, διαδικασία αποστράγγισης (DRAΙΝ), έπρεπε δε η εξωτερική αυτή επιθεώρηση των ελικοπτέρων να γίνεται από τον εκάστοτε χειριστή του κάθε ελικοπτέρου, ο οποίος και προέβαινε στον ανεφοδιασμό καυσίμων εκτός των περιπτώσεων, όπου σε ανεφοδιασμό των ελικοπτέρων με καύσιμα, προέβαινε ο ανωτέρω ζ1. Τη συντήρηση και επιδιόρθωση των ελικοπτέρων της Αερολέσχης Αθηνών είχε αναλάβει η επιχείρηση της εταιρείας ..., που βρισκόταν στις ... (....) Αττικής, στο ύψος του 30ού χιλιομέτρου της Εθνικής Οδού Αθηνών Λαμίας, η οποία κατά το έτος 2003 συνεργαζόταν με την Αερολέσχη Αθηνών και είχε αναλάβει και τη συντήρηση των ελικοπτέρων τύπου Κ-22 (της εταιρίας κατασκευών ελικοπτέρων .....) χρώματος του ενός μπλε και του άλλου κόκκινου, της Αερολέσχης Αθηνών. Αρχιμηχανικός της εταιρείας ....... ήταν ο Ε1 (βλ. από ... ένορκη κατάθεση ιδίου ως μάρτυρα, ενώπιον της εκτελούσας προανακριτικά καθήκοντα αστυνόμου, εκεί δε εργαζόταν, επίσης άλλα 4 άτομα μεταξύ των οποίων, ως υπεύθυνος προσγείωσης - απογείωσης και ανεφοδιασμού καθώς και ελέγχου εν γένει των μηχανών των ελικοπτέρων, που μεταφέρονταν εκεί προς συντήρηση ή και, απλώς, προς στέγαση τους, έναντι κάποιου μηνιαίου μισθώματος και ο μηχανικός αεροσκαφών Ε2. Όταν μεταφερόταν ένα ελικόπτερο, προς έλεγχο, στον ανωτέρω χώρο της εταιρίας.... τότε οι υπάλληλοί της τεχνικοί, το τοποθετούσαν στο ειδικό υπόστεγο στέγαστρο των ελικοπτέρων, που διέθετε ο εν λόγω χώρος, προκειμένου να το ελέγξουν εκεί, δεν επέτρεπαν δε σε κανένα τρίτο, πλην των ανωτέρω εργαζομένων της ..., να πλησιάζει το χώρο, όπου είχαν τοποθετηθεί τα εκεί μεταφερόμενα ελικόπτερα, κατά τις βράδυνες ώρες ο χώρος της .... κλειδωνόταν, υπήρχε δε προς φύλαξη του ειδικός υπάλληλος της ....., ως φύλακας, ενώ εξάλλου ήταν τοποθετημένος εκεί και ειδικός μηχανισμός συναγερμού. Λόγω των ανωτέρω τηρουμένων μέτρων, που είχε λάβει προς φύλαξη του χώρου της και των ευρισκομένων σ' αυτόν ελικοπτέρων, αποκλειόταν η περίπτωση εισόδου στον χώρο αυτό οποιουδήποτε τρίτου, όπως, περί των μέτρων αυτών και της αποτελεσματικότητάς τους ρητώς κατέθεσε ενόρκως, ως μάρτυρας ενώπιον του ενεργούντος για την παρούσα υπόθεση προανάκριση Υπαστυνόμου Α' Κ1 ο ανωτέρω Ε2 (βλ. από 17.10.2003 στη δικογραφία έκθεση ένορκης εξέτασης του ως μάρτυρα). Τέλος και ο επιχειρηματικός Όμιλος ..... διέθετε ελικοδρόμιο σε ιδιόκτητο περιφραγμένο χώρο της, πολλών στρεμμάτων, στην ..... Αττικής, επί της οδού .... αριθ. .... Στον ίδιο αυτό ιδιόκτητο και περιφραγμένο χώρο βρισκόταν ο δορυφορικός σταθμός του ....., κατασκευάζονταν δε στον ίδιο μείζονα χώρο εγκαταστάσεων .... και σκηνικά, για τις παραγωγές του ομώνυμου τηλεοπτικού του σταθμού. Το ανωτέρω ελικοδρόμιο του ....... διέθετε ειδικό χώρο (ειδικά σημασμένη "πίστα") προσγείωσης απογείωσης ελικοπτέρων καθώς και ειδικό στέγαστρο, για τη στάθμευση και φύλαξη των ελικοπτέρων αυτών, που κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν, για τις ανάγκες ρεπορτάζ του τηλεοπτικού του σταθμού και των εν γένει, μετακινήσεων των μελών της οικογένειας του Ψα, Προέδρου του Ομίλου ....., ενώ, κάτω από το ίδιο αυτό στέγαστρο, στάθμευαν διάφορα αυτοκίνητα του Ψα, μία μοτοσυκλέττα, καθώς επίσης στο ίδιο αυτό στέγαστρο υπήρχε, κατά φιλοξενία, και το ελικόπτερο χρήσεως του Προέδρου του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, ....... Την καθημερινή και επί 24ωρη βάση φύλαξη του αμέσους ανωτέρω χώρου του και των εγκαταστάσεων και εν γένει πραγμάτων που υπήρχαν σ' αυτόν, ο Όμιλος ..., είχε αναθέσει σε ειδικά μισθωμένο απ' αυτόν προσωπικό φύλαξης, που αποτελείτο από τους Δ1 του Δ2 και Δ3, συνταξιούχους της Ελληνικής Αστυνομίας, και Δ4, υπό την διεύθυνση και ευθύνη του υπεύθυνου ασφαλείας του ομίλου ......, Δ5 που ήταν επίσης συνταξιούχος της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. στη δικογραφία αντίστοιχες εκθέσεις ένορκων προανακριτικών μαρτυρικών καταθέσεων των ανωτέρω τριών πρώτων [3) φυλάκων και του υπευθύνου φύλαξης Δ5, επίσης δε είχε τοποθετηθεί στο χώρο αυτό ηλεκτρονικό περιμετρικό σύστημα προστασίας (κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης), με τηλεοπτικές κάμερες που βρίσκονταν στη "σκοπιά" (στο φυλάκιο φύλαξης) της κεντρικής εισόδου των αμέσως ανωτέρω εγκαταστάσεων, τις τελευταίες δε συνολικώς περιέβαλε μανδρότοιχος με προσαρτώμενο συρματόπλεγμα ύψους τριών μέτρων, ενώ επίσης ο ίδιος αυτός χώρος φυλάσσονταν επί πλέον και από εννέα (9) σκυλιά τα δύο εκ των οποίων κυκλοφορούσαν ελεύθερα ("λυτά") στον εν γένει χώρο των ανωτέρω εγκαταστάσεων ενώ τα υπόλοιπα ήσαν εκεί δεμένα. Σύμφωνα με τον ισχύοντα μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2003 προφορικό κανονισμό λειτουργίας των εγκαταστάσεων του .... στην ...... Αττικής, τα ονόματα όλων των εισερχομένων στον αμέσως ανωτέρω χώρο καταγράφονταν σε ειδική βιβλίο εισόδου και εξόδου, που τηρούσαν οι εκάστοτε φύλακες του ...., οι οποίοι και σημείωναν, για κάθε ημέρα, το χρόνο εισόδου και εξόδου του καθενός εισερχομένου και δη ανεξάρτητα αν αυτός προοριζόταν να εργασθεί εκεί ή και να παραμείνει απλώς για κάποιο χρονικό διάστημα στο χώρο του ελικοδρομίου ή σε άλλους χώρους των ανωτέρω εγκαταστάσεων. Έτσι, με βάση τον κανονισμό αυτό κανείς άσχετος με τον Όμιλο ... και δη με εργασία στις εγκαταστάσεις του ... στην ... Αττικής δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στον ανωτέρω χώρο, ελάχιστες δε μόνο φορές επετρέπετο, κατ' εξαίρεση, να εισέλθουν στον ανωτέρω χώρο τρίτοι, ως συνοδοί των ανωτέρω εργαζομένων, ή έχοντες με αυτούς διάφορες συγγενικές ή άλλες κοινωνικές σχέσεις εν γνώσει πάντοτε των φυλάκων των χώρων αυτών. Μάλιστα, μέσα στον ίδιο χώρο των εγκαταστάσεων του ... στην ..... Αττικής, υπήρχε μικρό παράπηγμα, στο οποίο διέμενε μονίμως, από το μήνα Απρίλιο του έτους 2003, ο αλλοδαπός Πακιστανικής καταγωγής, Λ1 που προσέφερε εκεί εργασία εργάτη, η δε εκεί συνεχής διαμονή του προσέφερε μείζονα προστασία φύλαξης του εν γένει χώρου των ανωτέρω εγκαταστάσεων ενώ ερχόταν στον ίδιο αυτό χώρο προς εργασία και ο ομοεθνής του Λ1, ......., πρώην ναύτης της ιδιωτικής θαλαμηγού του Ψα, ο οποίος προσέφερε την εργασία του, ως ανειδίκευτου εργάτη καθαρισμού του χώρου των εγκαταστάσεων του ...... αλλά και των υπολοίπων εργασιών που γίνονταν στον ίδιο αυτό χώρο. Μέσα στο χώρο του ανωτέρω υπόστεγου -- στεγάστρου των ελικοπτέρων στις εγκαταστάσεις ...... στην ......Αττικής υπήρχε στη νότια πλευρά του μικρό δωμάτιο γραφείο, στο οποίο μπορούσαν να εργασθούν, καθώς επίσης και, κατά τα διαλείμματα εργασίας τους, να αναπαυθούν, να καπνίσουν και να πιουν καφέ οι εκεί κατά καιρούς εργαζόμενοι. Μέσα στο γραφείο αυτό υπήρχε ντουλάπι με διάφορα εγχειρίδια και έγγραφα που αφορούσαν την πτήση με ελικόπτερα καθώς και διάφορα χαρτιά και λοιπή γραφική ύλη, μηχάνημα φαξ, καθώς επίσης και ένα μικρός φακός που χρησιμοποιούσαν οι μηχανικοί των ελικοπτέρων για τον έλεγχο των τελευταίων, ένα ψυγείο, μία μηχανή παρασκευής καφέ "γαλλικού τύπου" μέσα δε σε ντουλάπι του ίδιου γραφείου υπήρχαν και υλικά παρασκευής καφέ (καφές, γάλα, ζάχαρη η τελευταία σε συσκευασία του ενός κιλού) τα οποία χορηγούσαν στους εργαζομένους στον άνω χώρο οι υπεύθυνοι των κεντρικών γραφείων του Ομίλου ...., που βρίσκονταν στο ...... Αττικής. Μάλιστα, για τελευταία φορά πριν από τις 7.8.2003, ήτοι κατά μήνα Ιούλιο 2003, τα υλικά παρασκευής καφέ είχε μεταφέρει εκεί ο υπάλληλος Ε3, Μηχανικός ελικοπτέρων και αεροσκαφών, που χρησιμοποιούσε ο Όμιλος ..... και ο Πρόεδρος του Ψα (βλ. στη δικογραφία την από 8.8.2003 έκθεση προανακριτικής ένορκης κατάθεσης του ιδίου Ε3 ως μάρτυρα). Το γραφείο αυτό κλειδωνόταν με κλειδί, το οποίο βρισκόταν μέσα σε μία πλαστική μολυβοθήκη μέσα σε ξύλινη θήκη στον τοίχο του διαδρόμου έξω από το εν λόγω γραφείο, τη θέση δε αυτή γνώριζαν οι εργαζόμενοι στον ανωτέρω χώρο του ελικοδρομίου καθώς και ο ανωτέρω Πακιστανός Λ1, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει, ότι και ο εκπαιδευτής της πτήσης με ελικόπτερα του γιου του Προέδρου του Ομίλου ...., Ψ1, Γ3, γνώριζε που βρισκόταν το κλειδί του αμέσως ανωτέρω δωματίου - γραφείου του ελικοδρομίου ...... Μπροστά από το ανωτέρω στέγαστρο των ελικοπτέρων υπήρχε χώρος προσγείωσης απογείωσης τους, που ήταν βαμμένος με θαλασσί χρώμα, στο κέντρο του οποίου υπήρχε σημειωμένο με συνεχή διαγράμμιση το γράμμα Η κεφαλαίο λευκού χρώματος που περιβαλλόταν από τρίγωνο επίσης λευκού χρώματος με διακεκομμένη διαγράμμιση με τη βάση στραμμένη και παράλληλη προς την είσοδο του "στεγάστρου" και την κορυφή στην αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι με φορά προς τη φορά απογείωσης (βλ. σχετικώς φωτογραφίες του ανωτέρω χώρου των εγκαταστάσεων ........ στη δικογραφία). Στο χώρο του στεγάστρου όπου στάθμευαν τα ελικόπτερα χρήσεως του Ομίλου ..... συνήθως εισήρχοντο οι τεχνικοί των ελικοπτέρων Δ1, ......, Ν1, Ε3 και Θ1, κατά διαστήματα, επίσης, ο ....., οδηγός του αυτοκινήτου του πολιτικώς ενάγοντος και Αντιπροέδρου του Ομίλου ...... και ο αλλοδαπός Πακιστανικής καταγωγής, Λ1, ο οποίος διέμενε νομίμως στο ανωτέρω παράπηγμα, που βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρων, περίπου, από το υπόστεγο στάθμευσης φύλαξης των ελικοπτέρων και μέσα στον ίδιο ανωτέρω χώρο των εγκαταστάσεων ..... καθώς και διάφοροι άλλοι τεχνικοί, υπάλληλοι του ως άνω επιχειρηματικού Ομίλου. Ομοίως, τον αμέσως ανωτέρω χώρο ελικοδρομίου επισκεπτόταν, αναλόγως των παρισταμένων εκάστοτε αναγκών και ο Γ2, πιλότος επί εικοσαετία του ιδιωτικού αεροσκάφους της οικογένειας του Προέδρου του Ομίλου αυτού (Ψα). Ο ίδιος, αμέσως ανωτέρω, χώρος εγκαταστάσεων εποπτευόταν μεν από το ανωτέρω κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης με κάμερες, οι εικόνες των οποίων έφθαναν στο εντός αυτών, και προς την είσοδο του εν λόγω χώρου, προαναφερόμενο φυλάκιο - "σκοπιά", χωρίς, όμως, αυτές να αποτυπώνονται σε τηλεοπτικούς αποθηκευτικούς δίσκους ("βιντεοκασέτες") ενώ η θύρα του υπόστεγου στεγάστρου των ελικοπτέρων έκλεινε μεν τις νύκτες αλλά δεν κλειδωνόταν (τούτο συνέβαινε τουλάχιστον μέχρι την κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση ημερομηνία της 7ης Αυγούστου 2003), ενώ, στο τράβηγμά της, για να κλείσει, ακουγόταν μεν ήχος, που δεν ήταν όμως, αρκετός για να γίνει αντιληπτός από τους ευρισκόμενους στο ανωτέρω φυλάκιο φύλακες των εγκαταστάσεων. Από του έτους 1982, βασικός πιλότος των ελικοπτέρων χρήσεως του ανωτέρω επιχειρηματικού Ομίλου και των μελών της οικογένειας του Προέδρου του, Ψα, ήταν ο Γ1, που γεννήθηκε το έτος 1951, ο οποίος ήταν επαγγελματίας πιλότος από του έτους 1971 συνεχώς και με μεγάλη εμπειρία αεροπορικών πτήσεων, ενώ κατά τα έτη 2000 έως 2003 αυτός ειδικότερα ασκούσε, καθήκοντα πιλότου για τις μετακινήσεις με ελικόπτερο των μελών της οικογένειας Ψα. Όταν κατά το έτος 2000 ο ανωτέρω Γ1 αντιμετώπισε κάποιο (μη ειδικότερα στην προανάκριση και την ανάκριση διακριβωθέν, ως προς τη φύση και τη διάρκειά του,) πρόβλημα υγείας, με υπόδειξη του και, ενώ δεν έπαυσε να εκτελεί αυτός (Γ1) τα ίδια καθήκοντα πιλότου των ανωτέρω ελικοπτέρων, τα καθήκοντα αυτά ασκούσε κυρίως ο κατηγορούμενος Χ1. Ο τελευταίος, όπως ο ίδιος αναφέρει στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, είχε σπουδάσει πιλότος ελικοπτέρων και αεροπλάνων στη σχολή πιλότων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, όταν την εκμετάλλευσή της είχε ο ......, και, στη συνέχεια, επί δύο χρόνια, στη σχολή πιλότων, στην Οξφόρδη Αγγλίας. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ως πιλότου εργάστηκε, ως πιλότος, για χρονικό διάστημα δύο ετών στην εταιρία ....., ακολούθως εργάσθηκε, επίσης ως πιλότος αεροπλάνων, για χρονικό διάστημα περίπου δύο ετών, στην εταιρεία ..., που ήταν θυγατρική εταιρία της ..... στη Νιγηρία, στη συνέχεια εργάσθηκε, επί ένα ενάμισυ έτος, ως πιλότος στην Αγγλική αεροπορική εταιρία, με την επωνυμία ....., ακολούθως αυτός συνέστησε, από κοινού με τον πρώην "διευθυντή της ...., μία εταιρία αερομεταφορών, τουριστικών υπηρεσιών και δημοσίων σχέσεων μέχρι το έτος 1992 - 1993, το δε έτος 1994 ο χ1 συνεργάσθηκε, ως αεροπορικός σύμβουλος και ως πιλότος, στο αεροπορικό τμήμα ομίλου ......, το έτος 1999 εργάσθηκε, για κάποιο (δεν αναφέρει ακριβώς πόσο) χρονικό διάστημα, ως πιλότος στο ελικόπτερο κάποιου εφοπλιστή, και από το έτος 2000 ανέλαβε ως "εξουσιοδοτημένος" πιλότος του ελικοπτέρου τύπου ΒΟΙOS του ......, έστω και αν η επίσημη τυπική του πρόσληψη φαίνεται ότι έγινε το έτος 2002. Εκ του γεγονότος, όμως, ότι ο κατηγορούμενος δεν εργάσθηκε συνεχώς, ως πιλότος, και δεν είχε πραγματοποιήσει, ανάλογες με την ηλικία του και τα χρόνια που κατείχε το δίπλωμα του, του πιλότου, επαρκείς ώρες εργασίας ("πτήσεως"), δεν εθεωρείτο αυτός, στην αγορά εργασίας πιλότων, ως έμπειρος πιλότος, αλλά, πάντως, προέκυψε, ότι (αυτός) προσπαθούσε συνεχώς και βελτιωνόταν σταδιακώς η απόδοση του, όπως διαβεβαιώνει στην ένορκη προανακριτική κατάθεσή του ο ανωτέρω χειριστής του ιδιωτικού αεροσκάφους του Προέδρου του ...... Γ2, η σύζυγος του οποίου, κατά το έτος 1995, είχε βαπτίσει τη θυγατέρα του κατηγορουμένου (βλ., από .... έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Γ2 ενώπιον του ασκήσαντος προανακριτικά καθήκοντα στην παρούσα υπόθεση Αστυνόμου Β' ....), Η έλλειψη, όμως, πολλών ωρών πτήσεων ως πιλότου, οι οποίες είναι προσόν εμπειρίας για ένα πιλότο, ήταν φυσικό να δημιουργήσει σ' αυτόν (κατηγορούμενο) και δημιούργησε εν προκειμένω, αισθήματα επαγγελματικής ανασφάλειας και άγχους. Ο Αντιπρόεδρος του Ομίλου ..... Ψ1, κατά το χρόνο που ήδη ο κατηγορούμενος εργαζόταν, πλέον, ως πιλότος του ελικοπτέρου του ...., είχε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον, να εκπαιδευθεί ο ίδιος, ως πιλότος ελικοπτέρων, επεδείκνυε δε μεγάλη κατά την εκπαίδευση του αυτή, προσοχή και επιμέλεια. Κατά τη διάρκεια που ο κατηγορούμενος ήταν πιλότος του ελικοπτέρου και μετέφερε με αυτό τον Ψ1, δεν ενέπνευσε, στον τελευταίο (Ψ1) εμπιστοσύνη για την ασφάλεια της πτήσεως) διότι αυτός (κατηγορούμενος) επιδείκνυε έλλειψη γνώσης και προσοχής, όπως, αντιθέτως, συνέβη με την εμπιστοσύνη, που ενέπνεαν σ' αυτόν (Ψ1) οι πιλότοι Γ1 και Γ2, καθώς και ο τελευταίος εκπαιδευτής του, Γ3 αλλά, επί πλέον, ο κατηγορούμενος προκάλεσε και τη δυσφορία του Ψ1, για την συμπεριφορά του. Αλλά και ο έτερος γυιός του Ψα, Ψβ κατά το έτος 2001, διατύπωσε προς τον πιλότο του ιδιωτικού αεροσκάφους του πατέρα του (Ψα), Γ2, (βλ. στη δικογραφία από 2.9.2003 ένορκη προανακριτική κατάθεση Γ2) παράπονα για τον τρόπο συμπεριφοράς προς αυτόν του κατηγορουμένου, προς τον οποίο (Γ2) δήλωσε, ότι θα συζητούσε το θέμα αυτό με τον αδελφό του Ψ1, προκειμένου να τον (δηλ. τον κατηγορούμενο) αντικαταστήσουν, απόλυση που τελικώς δεν συνέβη τότε. Επίσης, κατά το μήνα Ιούλιο 2003, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στη συντροφιά του Ψ1 στη Μύκονο, συμπεριφέρθηκε σε γυναίκα, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον τελευταίο (Ψ1) προσβλητικώς (δεν διακριβώθηκε στην ανάκριση και την προανάκριση, με ποιο ακριβώς τρόπο), για το λόγο δε αυτό, ο Ψ1, ανέφερε το περιστατικό αυτό αλλά και την προσωπική του δυσπιστία στις ικανότητες του κατηγορουμένου, ως πιλότου ελικοπτέρων, στον Γ1, ο οποίος είχε, ως ανωτέρω, συστήσει στον ανωτέρω όμιλο τον κατηγορούμενο ως πιλότο, παρεκάλεσε δε τον Γ1 να μη κοινοποιήσει τα όσα ως ανωτέρω είχαν συζητήσει, στον κατηγορούμενο, ο δε Γ1, σε σχετική συνάντηση, που είχε ζητήσει από τον Γ2, ανέφερε σ' αυτόν, τα όσα, αμέσως ανωτέρω του είχε αναφέρει ο Ψ1, ο δε τελευταίος (Γ1) στην ίδια αυτή συνάντηση ανέφερε στον Γ2 τα παράπονα που είχε εκφράσει, για την προαναφερόμενο προσβλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου ο Ψ1 αλλά και για το ότι ενώ ο τελευταίος (Ψ1) πραγματοποιούσε με τον κατηγορούμενο πτήση με το ελικόπτερο τύπου ΒΟ-105 (ΒΟIOS) του Ομίλου ....., επάνω από τη νήσο Μύκονο, ο τελευταίος (κατηγορούμενος Χ1), κατά τη διάρκεια κάποιου ελιγμού, έσπρωξε, επίτηδες, για να κάνει, προς εντυπωσιασμό του Ψ1, πιο έντονο τον ελιγμό, το χειριστήριο του ελικοπτέρου, ενώ το χειριζόταν ο Ψ1, με αποτέλεσμα να τρομοκρατήσει τον τελευταίο (βλ. στη δικογραφία αμέσως ανωτέρω, από 2.9.2003 προανακριτική ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ2), ενώ δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της προκειμένης δικογραφίας, ότι ο Γ1 και Γ2 ανέφεραν στον κατηγορούμενο τις προθέσεις του Ψ1, να μεσολαβήσει προς τον πατέρα του, ώστε αυτός (κατηγορούμενος) να απολυθεί. Κατά το μήνα Φεβρουάριο 2003, ο Ψ1, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης πιλότος ελικοπτέρων, ενδιαφέρθηκε να εκπαιδευθεί πλέον συστηματικά, ως πιλότος ελικοπτέρων, προσέλαβε δε προς τούτο τον ανωτέρω πιλότο ελικοπτέρων που εργαζόταν στην Αερολέσχη Αθηνών Γ3, ο οποίος απ' αρχής της συνεργασίας τους είχε εμπνεύσει στον Ψ1 αίσθηση εμπιστοσύνης στις ικανότητες του, ως πιλότου και εκπαιδευτή του. Ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος, ότι είχαν ήδη αναπτυχθεί σχέσεις εμπιστοσύνης του Ψ1 προς τον ανωτέρω. Γ3, αισθανόμενος, ότι κινδύνευε η διατήρηση της θέσης του ως πιλότου των ελικοπτέρων χρήσεως του Ομίλου ... και δη ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να παραγκωνισθεί από τον νέον αυτόν πιλότο και να απολέσει τη δική του θέση ως τέτοιου πιλότου, δυσφόρησε στην πρόσληψη του τελευταίου εκ μέρους του ... και άρχισε να εκτρέφει αισθήματα δυσφορίας και ζηλοφθονίας προς το πρόσωπο του τελευταίου, τα οποία εκδήλωνε και προς τους συναδέλφους του, ενίοτε δε και, κακολογώντας τον Γ3 τόσο πριν όσο και μετά τον φερόμενο χρόνο τελέσεως του προκειμένου εγκλήματος (βλ. καταθέσεις του μάρτυρα Γ1 και Θ1). Κατά μήνα Ιούλιο 2003, ο Ψ1 κυβερνούσε ήδη ελικόπτερα τύπου Κ-2 2 (της κατασκευαστικής εταιρίας .....), τα οποία εκμίσθωνε η ανωτέρω Αερολέσχη ....και, άλλες μεν φορές τα κυβερνούσε μόνος του, άλλες δε φορές, με τον εκπαιδευτή του Γ3, το παρελάμβανε δε από το προαναφερόμενο ελικοδρόμιο του ΟΜΙΛΟΥ ..., στην ..... Αττικής, όπου το μετέφερε, παραλαμβάνοντάς το και κυβερνώντας το μέχρι εκεί από την Αερολέσχη ...., ο Γ3. Η Αερολέσχη .... διέθετε τότε δύο ελικόπτερα τύπου Κ-22, ένα με μπλε χρώμα και ένα με κόκκινο χρώμα. Τα ελικόπτερα αυτά είναι διθέσια (θέσεις οδηγού και συνοδηγού), ελικοφόρα, διαθέτουν ένα έλικα, και φέρουν δύο (2) δεξαμενές καυσίμου (μία κύρια και μία βοηθητική), οι οποίες βρίσκονται στα πλευρά του ελικοπτέρου πίσω από κάθε θέση. Τα πώματα των δεξαμενών αυτών βρίσκονται στην εξωτερική επιφάνεια της ελικοπτερικής ατράκτου, στο επάνω μέρος των δεξαμενών, σε απόσταση 1, 65 μ. από το έδαφος (ύψος που επιτρέπει εύκολα την πρόσβαση σ' αυτά σε οποιονδήποτε ενήλικα χωρίς τη χρήση κλίμακας), εξέχουν ελαφρώς του δώματος του ελικοπτέρου και δεν ασφαλίζονται με κλειδαριές. Στο κάτω μέρος της κύριας δεξαμενής, βρίσκεται το πλαστικό σωληνάκι αποστράγγισης της, που εξέχει από το σώμα του ελικοπτέρου κατά 3 εκ. του μέτρου. Το πρώτο "φίλτρο", δεν είναι στην κυριολεξία φίλτρο αλλά είναι μεταλλικό πλέγμα - σίτα και έχει μεγάλα σχετικά ανοίγματα, είναι δε τοποθετημένο σε σωλήνα, ο οποίος απέχει από τον πυθμένα της δεξαμενής ενάμιση εκ. του μέτρου περίπου. Το καύσιμο στη δεξαμενή δεν στροβιλίζεται, για το λόγο δε αυτό, υπάρχουν χωρίσματα μέσα στη δεξαμενή, τα οποία είναι ανοικτά από επάνω) και έχουν ανοίγματα από κάτω, που αποτρέπουν τη μετακίνηση του καυσίμου και το στροβιλισμό αυτού κατά την πτήση. Οι διαστάσεις της κύριας δεξαμενής του εν λόγω ελικοπτέρου είναι ύψος περίπου 50 εκατοστών του μέτρου στο εμπρόσθιο μέρος του ελικοπτέρου και 30 εκατοστών του μέτρου στο οπίσθιο μήκους 60 εκατοστών, πλάτους στο εμπρόσθιο μέρος του 30 περίπου εκατοστών του μέτρου και στο οπίσθιο μέρος 15 εκατοστών. Η τροφοδοσία του καυσίμου στο καρμπυρατέρ του ελικοπτέρου αυτού γίνεται δια της βαρύτητας και όχι με κάποια αντλία που αντλεί ή σπρώχνει το καύσιμο. Μετά το πρώτο φίλτρο ("σίτα-σουρωτήρι") το καύσιμο διοχετεύεται με ένα σωλήνα σε μία κοιλότητα ("μπώλ"), που είναι το πιο χαμηλό σημείο διοχέτευσης του καυσίμου, στην οποία καταλήγει το καύσιμο χωρίς να περάσει από το άλλο φίλτρο. Αφού γεμίσει η κοιλότητα αυτή, κατά την έξοδο του καυσίμου προς το καρμπυρατέρ, υπάρχει άλλο (κανονικό) φίλτρο το οποίο είναι μεταλλικό και έχει πολύ μικρούς πόρους. Στη συνέχεια το καύσιμο, μέσω σωλήνα, διοχετεύεται στο καρμπυρατέρ, αφού προηγουμένως περάσει από το τελευταίο φίλτρο, το οποίο έχει μικρούς πόρους αλλά μεγαλύτερους του αμέσως προηγούμενου και είναι ενσωματωμένο στο καρμπυρατέρ. Έτσι αν, κάποιο ξένο σώμα, το οποίο δεν διαλύεται χημικώς από το καύσιμο που υπάρχει μέσα στη δεξαμενή τότε όταν το ελικόπτερο αρχικώς μεν θα μπορέσει να ξεκινήσει να λειτουργεί και θα απογειωθεί, αφού η μηχανή θα έχει ακόμη καύσιμα θα φθάσει σε ύψος 100 μέτρων από το έδαφος. Επειδή, όμως, αυτό ή αυτά επειδή δεν μπορούν να διέλθουν από τα φίλτρα θα διοχετευθούν από τη δεξαμενή στο πρώτο (κανονικό) φίλτρο και προοδευτικώς θα συσσωρευθούν στα τοιχώματα του πρώτου και έτσι θα αποκλείσουν τη δίοδο του καυσίμου μέσα στη μηχανή. Θα παύσει δε επομένως η τροφοδοσία της μηχανής του ελικοπτέρου με τα απαραίτητα για τη λειτουργία και την κίνηση του καύσιμα. Η παύση της τροφοδοσίας καυσίμων στη μηχανή του ελικοπτέρου θα έχει σαν υποχρεωτικό και άμεσο αποτέλεσμα την αναγκαστική προσγείωση του ελικοπτέρου με αυτοπεριστροφή και λόγω της βαρύτητας να συντριβεί το ελικόπτερο στο έδαφος και να προκαλέσει κατά φυσική συνέπεια τον θάνατο των επιβαινόντων σ' αυτό. Σημειώνεται, επίσης, ότι υπάρχει και ένας ενδείκτης ποσότητας λιπαντικού λαδιού με βιδωτό πώμα ("τάπα") με το οποίο κλείνει το δε υλικό το οποίο διοχετεύεται από το αυτό το στόμιο προς τη μηχανή του ελικοπτέρου δε φιλτράρεται καθόλου αλλά πηγαίνει απ' ευθείας στη μηχανή. Έτσι αν διοχετευόταν δηλαδή στον ενδείκτη ποσότητας λαδιού μηχανής ποσότητα ζάχαρης αυτή θα πήγαινε απ' ευθείας στη μηχανή, οπότε αν αυτή ετίθετο σε λειτουργία η ζάχαρη λόγω της εξ αυτής (λειτουργίας) ανάπτυξης υψηλών θερμοκρασιών θα υφίστατο "καραμελλοποίηση" οπότε η μηχανή αναγκαστικά θα "κόλλαγε" και δεν θα λειτουργούσε πλέον (βλ. από 3.12.2004 έκθεση ένορκης κατάθεσης μάρτυρα Ε1 ενώπιον του ανωτέρω τακτικού Ανακριτή), οπότε, πλέον αν το ελικόπτερο βρισκόταν σε ύψος ήδη 100 μέτρων από το έδαφος, θα συντριβόταν, αφού τούτο (ελικόπτερο), πλέον, θα έπεφτε λόγω της βαρύτητας, με φυσικό επακόλουθο το θανάσιμο τραυματισμό των επιβαινόντων σ' αυτό (ελικόπτερο). Το φαινόμενο, όμως τέτοιας "καραμελλοποίησης", δεν μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που η ζάχαρη δεν έχει διέλθει μαζί με το καύσιμο στην μηχανή, και σταματήσει σε κάποιο από τα προαναφερόμενα φίλτρα που προηγούνται (στη "σίτα" ή στα κυρίως φίλτρα), αφού εκεί δεν αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες όπως στη μηχανή και απλώς εμφράζονται τα φίλτρα ανάλογα με το μέγεθος των συσσωρευομένων στα τοιχώματα αυτών λόγω του μεγέθους τους σε σχέση με τις οπές των φίλτρων και της σίτας, ξένων σωμάτων, εν προκειμένω ζάχαρης, και έτσι δεν εισέρχονται καθόλου στη μηχανή του ελικοπτέρου. Τέλος, στην περίπτωση που έχει τοποθετηθεί ζάχαρη στη δεξαμενή καυσίμων τότε απαιτείται πολύ λίγος χρόνος από την απογείωσή του για να "εμφράξει" το πρώτο (κανονικά) φίλτρο. Ένα μήνα περίπου πριν την 7.8.2003, το εν λόγω ελικόπτερο είχε μεταφερθεί για επισκευή στην προαναφερόμενη εταιρία συντήρησης και επισκευής ελικοπτέρων ......, στο .... Αττικής, κατά το γενόμενο δε εκεί έλεγχο από τους τεχνικούς της αμέσως ανωτέρω προαναφερόμενης εταιρίας τούτο (ελικόπτερο) βρέθηκε αξιόπλοο και σε καλή κατάσταση, όπως καταθέτει στην ένορκη κατάθεση του ο ανωτέρω μάρτυρας Ε1. Στις 6.8.2003, ο Γ3μετέφερε το ελικόπτερο τύπου Κ-22, στις 19.00 περίπου η ώρα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο Ψ1 την ίδια ημέρα για μικρή τοπική πτήση. Επειδή, όμως, το ελικόπτερο αυτό παρουσίασε μικρή διαρροή καυσίμων στη μία από τις δύο δεξαμενές καυσίμων του ελικοπτέρου (τη βοηθητική δεξαμενή), ο Ψ1 αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει με αυτό πτήση την ημέρα εκείνη και έτσι οι υπάλληλοι του ελικοδρομίου το στάθμευσαν μέσα στο ανωτέρω υπόστεγο. Την 6.8.2003, σύμφωνα με το ειδικό βιβλίο εισερχομένων στο χώρο των εγκαταστάσεων του ...., στην.....Αττικής, εισήλθαν και παρέμειναν αντιστοίχως από 09.20 έως 20.30, ο .... (αγνώστων λοιπών στοιχείων) διευθυντής από 09.30 έως 11.45 ο Δ1 από 10.00 έως 11.15 η ..., καθαρίστρια, από 10.20 έως 14.00 ο ....., αγνώστων λοιπών στοιχείων, τεχνικός, πιλότος από 11.15 έως 14.00 ο ....., αγνώστων λοιπών στοιχείων, πιλότος από 08.10 έως 9.00 οι ηλεκτρονικοί ....... και ...., από 11.40 έως 15.00 ο ...., αγνώστων λοιπών στοιχείων, τεχνικός, από 13.20 έως 21.45, ο Ν1, τεχνικός, από 14.00 έως 17.15. ο κατηγορούμενος πιλότος Χ1 από 16.20' έως 19.25, ο ....., αγνώστων λοιπών στοιχείων, προς επίσκεψη του ανωτέρω διευθυντή ....., από 17.25 έως 20.45, ο ...., πιλότος δάσκαλος εκπαιδευτής του Ψ1, στις 18.55 έως 20.15, ο ήδη εκκαλών - πολιτικώς ενάγων Ψ1 και από 19.00 έως 19.15 ο ......., αγνώστων λοιπών στοιχείων, ενώ βάρδια φύλαξης των ανωτέρω εγκαταστάσεων εκτέλεσαν διαδοχικώς, από 06.00 έως 14.000, ο Δ1 από 14.00 έως 22.00 ο φύλακας Δ2 και από 22.00 έως 0.6 της επομένης (7.6.2006), ο Δ1. Προκύπτει επίσης, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την ώρα που ο Γ3 έφερε το ελικόπτερο Κ-22 και τοποθετήθηκε αυτό στο υπόστεγο -στέγαστρο του ελικοδρομίου του Ομίλου .... την 6.8.2003, έως το πρωί της επομένης ημέρας (7.8.2003), κανείς άλλος πλην των προσώπων που αμέσως ανωτέρω σημειώνονται, ότι εισήλθαν στις ανωτέρω εγκαταστάσεις .... στην ... Αττικής, δεν εισήλθε στο εν λόγω υπόστεγο και, επομένως, ήταν αδύνατο να έχει επέμβει στο αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο χρονικό διάστημα κάποιος τρίτος, πλην αυτών, καθ' οιονδήποτε τρόπο, και δη επιβλαβώς, στο επίμαχο ελικόπτερο, στο οποίο βρέθηκε, όπως αναφέρεται παρακάτω, η ποσότητα κρυσταλλικής ζάχαρης. Το πρωί της επομένης ημέρας, Πέμπτης, 7.8.2003, ο Γ3, με άλλο ελικόπτερο (όχι το Κ-22) πήγε στο .... απ' όπου παρέλαβε τη θυγατέρα του Προέδρου Ομίλου .... και τη μετέφερε στην .... Στη συνέχεια, επιστρέφοντας με το ανωτέρω ελικόπτερο (με το οποίο είχε μεταβεί στο ....., ...) προς την Αερολέσχη ....., κατά τη διάρκεια της πτήσης, ενέπεσε σε "αναταράξεις αέρος" και αναγκάσθηκε να προσγειωθεί με το ανωτέρω ελικόπτερο στην περιοχή ... (.....) Αττικής και επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Προϊστάμενο του Θ1(βλ. καταθέσεις αμφοτέρων), από τον οποίο ζήτησε να του αποστείλει καύσιμα (βενζίνη) για να συμπληρώσει τα αποθέματα καυσίμων του εν λόγω ελικοπτέρου. Πράγματι μετά την τηλεφωνική αυτή επικοινωνία, κατ' εντολή του τελευταίου, μετέβη στις εγκαταστάσεις του ..... στην .... Αττικής, με ένα φορτηγάκι ο Ε3 ο οποίος, αφού γέμισε από τα εκεί ευρισκόμενα αποθέματα καυσίμων 2 μπετόνια με βενζίνη, τα μετέφερε και τα παρέδωσε στον Γ3. Στη συνέχεια ο Γ3, αφού εφοδίασε το ανωτέρω ελικόπτερο με καύσιμα, το κυβέρνησε και το παρέδωσε στη Αερολέσχη ... και μετά ταύτα με το αυτοκίνητό του προσήλθε το απόγευμα της ίδιας ημέρας (7.8.2003, ώρα 18.20 μ.μ.), στην .... Αττικής, στις εγκαταστάσεις του ελικοδρομίου του ......, κατά την εκεί δε προσέλευσή του συνάντησε τον ανωτέρω Ε3, ο οποίος είχε ήδη επιστρέψει από τις ......, όπου ως ανωτέρω αναφέρεται είχε μεταβεί και ο τελευταίος (Π. Κ ου βάρη ς) βοήθησε τότε τον Γ3 να αδειάσει ένα μέρος από την ποσότητα των καυσίμων του ελικοπτέρου Κ.-2 2 . Σ τη ν ενέργεια αυτή (άδειασμα μέρους της ποσότητας των καυσίμων) προέβησαν αυτοί διότι ο Γ3, όπως είχε συνεννοηθεί τηλεφωνικώς το μεσημέρι της ίδιας εκείνης ημέρας (7.8.2003) με τον Ψ1 θα τον συνόδευε, τελικώς, λόγω των πνεόντων ισχυρών ανέμων της ημέρας εκείνης, κατά την πτήση του με το ελικόπτερο αυτό, για την ημέρα εκείνη και έπρεπε, επομένως, να λιγοστέψουν το φορτίο του εν λόγω ελικοπτέρου, διαδικασία που συνηθίζεται, για λόγους ασφαλείας, προκειμένου με πτήση με ελικόπτερα, όταν πρόκειται να επιβιβασθούν σ' αυτά δύο (2) άτομα ταυτοχρόνως (βλ. Ένορκη προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ3 και ανώμοτη προανακριτική κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1). Μετά την ελάττωση της ποσότητας καυσίμων του αμέσως ανωτέρω ελικοπτέρου, ο Γ3 παρέμεινε στο χώρο του ... στην ... Αττικής αναμένοντας τον Ψ1, προκειμένου να πραγματοποιήσουν, όπως είχαν μεταξύ τους κατά τα ανωτέρω συννενοηθεί πτήση με το ελικόπτερο. Την 7.8.2003, όπως προκύπτει από το ανωτέρω ειδικό βιβλίο εισερχομένων και εξερχόμενων στους χώρους των εγκαταστάσεων του Ομίλου ... στην ..... Αττικής, είχαν εισέλθει στους χώρους αυτούς τα κατωτέρω άτομα από 8.30 μέχρι 10.25, ο Ν2 .από 11.000 έως 17.00, ο Δ1 από 12.40 έως 17.00, ο Ν1 από 12.50 έως 17, ο Ν1 πατέρας από 14.10 έως 14.45, ο Ε3-από 15.30 έως 14.00, ο Ν3 (ο οποίος όμως επανήλθε στις ίδιες εγκαταστάσεις) από 18.10 έως 18.50, ο ανωτέρω Ε3, από 19.00, ο Ψ1, ενώ σημειώνεται, ότι μετέβη εκεί και ο Γ3, στις 18.40. Επίσης, είχε μεταβεί στις ανωτέρω εγκαταστάσεις και η σύζυγος του τελευταίου, της οποίας το όνομα δεν σημειώνεται, επίσης στο ανωτέρω βιβλίο. Το απόγευμα της ίδιας αυτής ημέρας (7.8.2003, ώρα 19.00) ο Ψ1, πήγε στο αμέσως ανωτέρω ελικοδρόμιο ..., προκειμένου να πραγματοποιήσει με το προαναφερόμενο ελικόπτερο την πτήση για ...., συνάντησε δε στο ελικοδρόμιο αυτό τον εκπαιδευτή Γ3. Πριν ξεκινήσει την εν λόγω πτήση, ο Ψ1, σύμφωνα με την υπόδειξη του εκπαιδευτή του και όπως όφειλε κατά τους πτητικούς κανόνες ασφαλείας ελικοπτέρων, στην τήρηση των οποίων και ο ίδιος (Ψ1) επεδείκνυε αυστηρή επιμέλεια και προσήλωση, (βλ. έκθεση ένορκης προανακριτικής κατάθεσης του εξετασθέντος ως μάρτυρος Γ1) προέβη στο λεπτομερή έλεγχο των καυσίμων από δείγματα που λαμβάνονται σε μικρά φιαλίδια από τρεις διαφορετικές βαλβίδες αποστράγγισης (DRΑΙΝ). Κατά τον έλεγχο αποστράγγισης, ο Ψ1 διαπίστωσε, με έκπληξη του, ότι στη μία δεξαμενή καυσίμων (κύρια δεξαμενή) που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του σώματος του ελικοπτέρου και της οποίας το επίπεδο βρισκόταν χαμηλότερα της άλλης (βοηθητικής) σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα του ελικοπτέρου εμφανίσθηκε, ως ίζημα, αρκετή λευκή κρυσταλλική ουσία, η οποία έμοιαζε με ζάχαρη και για το λόγο αυτό, ο Ψ1 περίμενε να εξατμισθεί το μικρό δείγμα βενζίνης της αποστράγγισης αυτής και μετά ταύτα δοκίμασε με τη γλώσσα του το απόμειναν ίζημα, διαπίστωσε δε ότι η γεύση του ιζήματος αυτού ήταν γλυκειά σαν ζάχαρη, το ίδιο δε διαπίστωσε και ο παρών τότε στο ανωτέρω ελικοδρόμιο Γ3, κλήθηκε δε και προσήλθε μετά ταύτα στο χώρο του ίδιου ελικοδρομίου ο Β1, Πρόεδρος της Αερολέσχης, προκειμένου να διακριβωθεί τι συνέβαινε, ο οποίος, ομοίως, διαπίστωσε την ύπαρξη του ανωτέρω κρυσταλλικού ιζήματος και αμέσως μετά έλαβαν (Ψ1, Γ3 και Β1) δείγματα καυσίμου από τρία σημεία του ανωτέρω ελικοπτέρου ήτοι τις δύο δεξαμενές (τη μία κύρια και την άλλη βοηθητική) καθώς και από το καρμπυρατέρ, ενώ ο Β1 έλαβε δείγματα καυσίμου και από τις δεξαμενές καυσίμων της Αερολέσχης ...., την οποία διηύθυνε (βλ. έκθεση ένορκης προανακριτικής κατάθεσης του εξετασθέντος ως μάρτυρα Β2). Τέλος, προέκυψε ότι βρέθηκε στο ντουλάπι του μικρού δωματίου γραφείου του ανωτέρω ελικοδρομίου ..... πακέτο ζάχαρης από το οποίος έφτιαχναν καφέδες το οποίο ήταν "αρχινισμένο". Μάλιστα το πακέτο αυτό είχε και μουτζούρες από τα χέρια των μηχανικών. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποκλείεται η ποσότητα της ζάχαρης να ρίφθηκε στις εγκαταστάσεις της Αερολέσχης Αθηνών στη ..... Αττικής, όχι μόνο για το λόγο ότι η ανωτέρω Αερολέσχη, ως ανωτέρω, φυλασσόταν λίαν επαρκώς καθώς και ότι δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο κανείς λόγος για να επιθυμεί κανείς από τους ανωτέρω αναφερόμενους, ως εκεί (στην Αερολέσχη Αθηνών) εργαζομένους, την πτώση του ελικοπτέρου αυτού και τη θανάτωση του Γ3, με τον οποίο είχαν αδιατάρακτη συνεργασία αλλά και για το λόγο ότι αν η ζάχαρη είχε ριφθεί εκεί στη δεξαμενή του ελικοπτέρου και λαμβανομένου υπόψη ότι η πτήση με το ανωτέρω ελικόπτερο από την Αερολέσχη .... μέχρι το ανωτέρω ελικοδρόμιο του .... διαρκεί επί 10 τουλάχιστον λεπτά και επομένως μόλις το ελικόπτερο αυτό απογειωνόταν και βρισκόταν σε ύψος 100 τουλάχιστον μέτρων ήδη, θα είχαν "στομώσει" τα φίλτρα από τη ριφθείσα ποσότητα ζάχαρης, θα σταματούσε η τροφοδοσία της μηχανής του ελικοπτέρου σε καύσιμα, ενώ θα ήταν ακόμη σε πτήση, με αποτέλεσμα την αυτό επιστροφή και, επομένως, την πτώση και συντριβή του στο έδαφος πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω αφού το ελικόπτερο αυτό πραγματοποίησε χωρίς κανένα πρόβλημα την πτήση του από την ανωτέρω Αερολέσχη έως το ελικοδρόμιο του .... Ομοίως, με βάση τα παραπάνω, αποκλείεται να ρίφθηκε η ευρεθείσα κατά τα ανωτέρω στη δεξαμενή του επίμαχου ελικοπτέρου ζάχαρη και στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω επιχείρησης συντήρησης και επισκευής ...., αφού ως μόνος πλέον βέβαιος τόπος στον οποίο ρίφθηκε η ως άνω ευρεθείσα ποσότητα ζάχαρης με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα, είναι το προαναφερόμενο ελικοδρόμιο του ... (προδήλως δεν μπορούσε να γίνει τούτο στον αέρα), ενώ καθίσταται προφανές, ότι αυτός ο οποίος έρριξε την ποσότητα της ζάχαρης που βρέθηκε κατά την ανωτέρω στις 7 μ.μ. ώρα της 7.8.2003 εκ μέρους του Ψ1 διαδικασία αποστράγγισης καυσίμων του ανωτέρω ελικοπτέρου ήθελε να προκαλέσει την αχρηστοποίηση της καλής λειτουργίας της μηχανής του (ελικοπτέρου) κατά την πτήση του, γνωρίζοντας μάλιστα - με βάση τις τεχνικές του γνώσεις, τέτοιες γνώσεις δε μπορεί να διαθέτει και ένας μέσης εμπειρίας πιλότος, όπως ο κατηγορούμενος, ότι τούτο θα είχε ως άμεση συνέπεια την πτώση του ελικοπτέρου από ικανό ύψος και τη συντριβή του στο έδαφος, με φυσικό επακόλουθο το θάνατο των επιβαινόντων, ενώ προκύπτει, από όλα τα παραπάνω εκτιθέμενα, ότι ήταν συγκεκριμένος ο κύκλος των προσώπων που εργάζονταν ή διήλθαν στις 6 και 7.8.2003 από τις ανωτέρω εγκαταστάσεις, όπου το ελικοδρόμιο του ... που εγνώριζαν ότι την ημέρα εκείνη θα πραγματοποιούσε πτήση ο Ψ1, με το ανωτέρω ελικόπτερο, πτήση που πραγματοποιούσε συνήθως μαζί με τον ανωτέρω εκπαιδευτή του. Εξάλλου η ρίψη της ανωτέρω ποσότητας ζάχαρης προκύπτει ότι συνέβη το απόγευμα της 7.8.2003. Εξάλλου η ρίψη της ως άνω ποσότητας ζάχαρης (περίπου κιλού) μέσα στη δεξαμενή του ελικοπτέρου, που αρκούσε για να εμφράξει τη δίοδο από το φίλτρο των καυσίμων λειτουργίας της μηχανής του ελικοπτέρου και το ότι το ελικόπτερο αυτό επρόκειτο, με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα, με βεβαιότητα, να πραγματοποιήσει πτήση, με τα δύο αναφερόμενα μάλιστα άτομα, πράγμα που εγνώριζε ο δράστης, συνιστά αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας αφού η ενέργεια αυτή (ρίψη ικανής ποσότητας ζάχαρης εκεί) σύμφωνα με τα παραπάνω θα προκαλούσε την παύση τροφοδοσίας, σε καύσιμα του ελικοπτέρου όταν αυτό θα βρισκόταν τουλάχιστον σε 100 μέτρα ύψους και, επομένως, την από ικανό ύψος πτώση και συντριβή του ελικοπτέρου μαζί με τους επιβάτες του και το βέβαιο θανάσιμο τραυματισμό τους, ενώ το ότι δεν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται όχι στη βούληση του δράστη αλλά στο ότι, ως επιμελής εκπαιδευόμενος πιλότος, ο Ψ1 προέβη στην επιβαλλόμενη προ πτήσεως ελεγκτική διαδικασία αποστράγγισης (DRΑΙΝ) των καυσίμων του ελικοπτέρου και έτσι κατ' αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη της ριφθείσας στη δεξαμενή καυσίμων ζάχαρης, για το λόγο δε αυτό, ματαίωσε την πτήση αυτού και του εκπαιδευτή του με το ανωτέρω ελικόπτερο και έτσι δεν επήλθε η μοιραία (άλλως) πτώση του ελικοπτέρου και η θανάτωση αυτού και του εκπαιδευτή του Γ3. Όσον αφορά τον τελευταίο, προκύπτει ότι, πλην της εργασίας του ως εκπαιδευτή του Ψ1, είχε αξιόλογη εργασία πιλότου στην Αερολέσχη Αθηνών στη ..... και δεν είχε εκδηλώσει καμία επιθυμία να ασχοληθεί αποκλειστικά ως πιλότος ελικοπτέρων για τον Όμιλο ..... ή την οικογένεια του Προέδρου του Ψα, πλην της εκπαιδεύσεως, ως πιλότου του Ψ1, εκπαίδευση, σημειωτέον, που εκ της φύσεως της είχε πεπερασμένη διάρκεια. Επίσης, όσον αφορά τον Γ1, κατά του οποίου, επίσης, καταφέρεται ο κατηγορούμενος, ότι θέλει να τον εμπλέξει ως δράστη της ρίψης της ζάχαρης στα καύσιμα του επίμαχου ελικοπτέρου, αφ' ενός δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι αυτός (Γ1) προέβη σε καμία ενέργεια στο επίμαχο ελικόπτερο, ενώ, εξάλλου, ο ίδιος (ο Γ1) είχε συστήσει τον κατηγορούμενο, για να προσληφθεί, ως πιλότος, στον Πρόεδρο του ......., ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε λογικά, αν φοβόταν τη διακινδύνευση της δικής του επαγγελματικής θέσης, αφετέρου δε το ότι είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του εκ μέρους των δύο αδελφών Ψβ. και Ψ1 επιβεβαιώνει όχι μόνο ο Γ1 αλλά και ο εξετασθείς ως μάρτυρας Γ2 ς πιλότος και ο Θ1, μηχανικός (βλ. εκθέσεις ενόρκων καταθέσεων τους). Μεταξύ όλων όσων διήλθαν από τους χώρους των εγκαταστάσεων του Ομίλου .... στην ..... Αττικής στις 7.8.2003 προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του ανωτέρω εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή από πρόθεση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Οι ενδείξεις αυτές συνίστανται στο ότι μόνος αυτός βρέθηκε μόνος του στο χώρο του ελικοδρομίου .... μεταξύ των ωρών 6 και 6.40, επομένως δε απερίσπαστος από παρουσία άλλων ατόμων μπορούσε να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια ρίψης της ζάχαρης εγνώριζε δε ότι μπορούσε να βρει ποσότητα ζάχαρης ικανής να εμφράξει το ανωτέρω φίλτρο του ελικοπτέρου, στο ντουλάπι του μικρού δωματίου γραφείου του ελικοδρομίου αυτού, όπου υπήρχε για την παρασκευή των καφέδων των εκεί εργαζομένων, εγνώριζε δε και που βρίσκεται το κλειδί του δωματίου αυτού (δηλ. στην ανωτέρω ειδικότερα μνημονευόμενη θέση), είχε δε, ως πιλότος ελικοπτέρου τις απαραίτητες βασικές τεχνικές γνώσεις, που συνίσταντο στο ότι η ρίψη της ζάχαρης στη δεξαμενή καυσίμων του ελικοπτέρου θα προκαλούσε έμφραξη των φίλτρων και, συνεπώς, την παύση τροφοδοσίας καυσίμων στη μηχανή του ελικοπτέρου. Πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι αυτός (κατηγορούμενος) είχε και κίνητρο, αφενός να επιθυμεί το θάνατο του ανωτέρω επαγγελματικού του, όπως θεωρούσε αυτό, αντιζήλου, εκπαιδευτή του Ψ1, Γ3, αφού η πρόσληψή του και στη συνέχεια αγαστή συνεργασία του τελευταίου με τον Ψ1 έθετε σε άμεσο κίνδυνο απώλειας της δικής του επαγγελματικής θέσης στον Όμιλο ...... αλλά και στην εν γένει επαγγελματική και οικονομική του σταδιοδρομία και αφ' ετέρου να αποδέχεται και τη συνθανάτωση στο ίδιο ατύχημα και του Ψ1, τον οποίο, εγνώριζε ότι είχε στο παρελθόν, ως ανωτέρω εκτίθεται, δυσαρεστήσει και ευλόγως πίστευε ότι αυτός δεν θα επιθυμούσε τη συνέχιση της εργασίας του (δηλ. του κατηγορουμένου) στον Όμιλο ...., επί πλέον δε ο κατηγορούμενος εγνώριζε, ότι μαζί με τον ανωτέρω εκπαιδευτή του θα πραγματοποιούσε πτήση και ο Ψ1. Επί πλέον δε και η όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου πριν και μετά την εύρεση της ζάχαρης στα καύσιμα του επίμαχου ελικοπτέρου από τον Ψ1 σε συνδυασμό με τα ανωτέρω προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα ότι δράστης της ρίψης της ζάχαρης στα καύσιμα του ελικοπτέρου ήταν ο κατηγορούμενος και, ειδικότερα, το ότι πριν ευρεθεί, ως ανωτέρω στα καύσιμα η ζάχαρη από τον Ψ1, χωρίς κανένα λόγο, το απόγευμα της 7.8.2003, είπε στον Δ1, ο οποίος έφευγε από τις εγκαταστάσεις ...., να κλείσει το μικρό δωμάτιο γραφείου του ελικοδρομίου με το κλειδί, πράγμα που δεν συνέβαινε άλλες φορές και ενώ ο ίδιος (κατηγορούμενος) παρέμενε έξω από το δωμάτιο αυτό, τούτο δε έπραξε, διότι προφανώς ήθελε εκ των προτέρων να εξασφαλίσει μαρτυρία, ότι αυτός δεν είχε πρόθεση να εισέλθει μετά την αναχώρηση του Δ1 από τις εγκαταστάσεις του ελικοδρομίου, στο ανωτέρω δωμάτιο, όπου και υπήρχε αρκετή ποσότητα ζάχαρης, για να χρησιμοποιήσει για τον ανωτέρω έκνομο σκοπό του, αλλά και το ίδιο βράδυ της 7.8.2003, όταν ο Ψ1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Γ1 στην οικία του στο ......, όπου και αυτός (κατηγορούμενος) ευρίσκετο, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος το περιεχόμενο της τηλεφωνικής τους αυτής συνομιλίας και χωρίς κανένα απολύτως λόγο, αποτανθείς, ως ανωτέρω προς τη σύζυγο του Γ1, είπε προς αυτήν "ότι φταίει ο Γ3, μεμφόμενος τον Γ3 προκειμένου να αποσείσει οποιαδήποτε δική του ευθύνη και να την επιρρίψει στον Γ3, έστω και υπό τη μορφή ότι ο τελευταίος ήθελε να δημιουργήσει σε βάρος του (δηλαδή του κατηγορουμένου) θέμα, εμπλέκοντάς τον με την ανωτέρω "ρίψη της ζάχαρης", ενώ παρόμοια ήταν η συμπεριφορά του κατηγορουμένου και στη συνέχεια, όταν πλέον κλήθηκε ο Δ1 να καταθέσει ως μάρτυρας οπότε αυτός (κατηγορούμενος) τον παρότρυνε ουσιαστικά να καταθέσει ψευδώς ότι αυτός (κατηγορούμενος Χ1) έφυγε από το ελικοδρόμιο ......, μαζί με τον Δ1 (την 7.8.2003 το απόγευμα), συμπεριφορά που ευθέως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήθελε να μην διαπιστωθεί ότι είχε μείνει αυτός μόνος στο κρίσιμο χρονικό διάστημα του απογεύματος της 7.8.2003 και επομένως ότι αυτός ήταν ο κύριος ύποπτος για την ανωτέρω έκνομη "ρίψη της ζάχαρης" στη δεξαμενή καυσίμων του επίμαχου ελικοπτέρου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, υφίστανται επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου του ανωτέρω κακουργήματος για το οποίο κατηγορείται γι αυτό και το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση του. εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, συνεπώς, όπως διαλαμβάνεται και στην ανωτέρω εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις και το συμβούλιο τούτο συμπληρωματικώς αναφέρεται, να γίνει δεκτή, ως προς την πράξη αυτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, ως ουσιαστικά βάσιμη και να μεταρρυθμισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα να παραπεμφθεί δε στο ακροατήριο του ΜΟΔ περιφερείας Αθηνών ο κατηγορούμενος για να δικασθεί ως υπαίτιος της απόπειρας ανθρωποκτονίας του Ψ1 και Γ3. Αντίθετα για τους ορθούς και νόμιμους λόγους που αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση ορθώς με το εκκαλούμενο βούλευμα κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατά του ως άνω κατηγορουμένου και για την επίσης αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη παραβάσεως του άρθρου 179 παρ. 1 του Ν. 1815/1988. Ορθώς επομένως κρίθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα ότι δεν πρέπει να γίνει κατ'αυτού κατηγορία για τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και ως εκ τούτου πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να επικυρωθεί ως προς την εν λόγω απαλλακτική του διάταξη". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως (ως προς την οποία και μόνο έχει ασκηθεί η κρινόμενη αναίρεση), τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1β, 42, 299 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το κίνητρο που αυτός είχε προκειμένου να αφαιρέσει δύο ανθρώπινες. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, αυτός ήθελε να σκοτώσει τον Ψ1 διότι, είχε εκμυστηρευθεί (ο Ψ1) στους Γ1 και Γ2, ότι δεν ήταν ικανοποιημένος από την ποιότητα των υπηρεσιών του που του δημιουργούσαν αίσθημα ανασφάλειας, αλλά και από τον χαρακτήρα του, και γι' αυτό είχε αποφασίσει να εισηγηθεί στον πατέρα του Ψα την απόλυση και αντικατάστασή του. Όμως, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το βούλευμα, κατά τρόπο αντιφατικό, δέχεται παράλληλα ότι "δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της προκειμένης δικογραφίας, ότι ο Γ1 και Γ2 ανέφεραν στον κατηγορούμενο τις προθέσεις του Ψ1". Επίσης, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων ήθελε να σκοτώσει τον Γ3, γιατί είχαν αναπτυχθεί σχέσεις εμπιστοσύνης του με τον Ψ1 και ως εκ τούτου αισθανόταν ότι "κινδύνευε θέση του" ως πιλότου των ελικοπτέρων του Ομίλου, είχε δε "δυσφορήσει στην πρόσληψη του τελευταίου εκ μέρους του ..... Όμως, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το βούλευμα, κατά τρόπο αντιφατικό, αναφέρει ότι ο Γ3 δεν είχε προσληφθεί, ούτε μπορούσε να προσληφθεί από τον ... αφού εργαζόταν ήδη ως εκπαιδευτής στην Αερολέσχη Αθηνών, ούτε αναφέρεται ότι προέκυψε ότι επιθυμούσε ο ίδιος να εγκαταλείψει την εν λόγω αποδοτική θέση του, ενώ στον .... δεν είχε προσληφθεί, αλλά απλώς παρείχε υπηρεσίες εκπαιδευτού στον Ψ1. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, ανεξαρτήτως του ότι απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι, επιπλέον, και αβάσιμες. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα με εκτενείς σκέψεις αιτιολογείται πλήρως ή ύπαρξη κινήτρου του αναιρεσείοντος, προκειμένου να προβεί στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Ουδόλως δε αναφέρεται στο σκεπτικό του βουλεύματος ότι τις πληροφορίες του ο αναιρεσείων για τις κατ' αυτού σκέψεις του Ψ1 τις έλαβε από τους Γ1 και Γ2, ούτε η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων αισθανόταν ότι "κινδύνευε θέση του" ως πιλότου των ελικοπτέρων του Ομίλου, από τον Γ3, ενέχει αντίφαση με το αν στην πραγματικότητα υπήρχε ή δεν υπήρχε ο κίνδυνος αυτός. Αβάσιμη, επίσης, είναι η αιτιάση του αναιρεσείοντος ότι το βούλευμα στερείται αιτιολογίας, διότι δεν εξηγεί γιατί ήταν εκείνος που αποπειράθηκε να προβεί στην πιο πάνω πράξη όταν, όπως δέχεται και το ίδιο, στις εγκαταστάσεις του Ομίλου ... όπου βρισκόταν το ελικόπτερο, υπήρχαν και άλλα πρόσωπα ("διάφοροι άλλοι τεχνικοί, υπάλληλοι του ως άνω επιχειρηματικού Ομίλου") που είχαν πρόσβαση στο χώρο και η πρόσβαση στις δεξαμενές καυσίμων του ελικοπτέρου ήταν ευχερής και, επομένως, ο καθένας από τους παραπάνω θα μπορούσε να έχει τελέσει την πράξη, στην οποία αφορά η κατ' αυτού κατηγορία χωρίς να γίνει αντιληπτός. Επίσης αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι η ποσότητα ζάχαρης που ρίχτηκε στο ντεπόζιτο καυσίμων του ελικοπτέρου θα απεκαλύπτετο οπωσδήποτε με τον καθιερωμένο τυποποιημένο έλεγχο των βαλβίδων αποστράγγισης (DRΑΙΝ) πριν από την εκκίνηση, όπως και πράγματι συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται εκτενώς τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει, ότι, λόγω των λαμβανομένων μέτρων ασφαλείας, δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση στο χώρο που βρισκόταν το ελικόπτερο, πλην των εργαζομένων που αναφέρονται στο βούλευμα, από τους οποίους μόνο δε ο αναιρεσείων, εκτός από τη δυνατότητα πρόσβασης, είχε λόγους να προβεί στην πράξη για την οποία κατηγορείται. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, η ποσότητα ζάχαρης που ρίχτηκε στο ντεπόζιτο καυσίμων του ελικοπτέρου δεν θα απεκαλύπτετο οπωσδήποτε, (ώστε να δύναται να γίνει λόγος για απρόσφορη απόπειρα), αλλά η οφείλετο στη σχολαστικότητα του εκπαιδευτή του Ψ1, ο οποίος του υπέδειξε να προβεί σε λεπτομερή έλεγχο των καυσίμων, σύμφωνα με τους πτητικούς κανόνες ασφαλείας. Επομένως ο από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 8/19-1-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 κατά του 2178/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή (δολιοφθορά στα καύσιμα ελικοπτέρου). Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 929/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αγγελο Φαφούτη, περί αναιρέσεως της 108538/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Παντή. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 777/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ανεκκλήτως, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα, των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι η κατηγορούμενη έχει τελέσει την 1η από τις πράξεις που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ΑΘΩΑ, διότι ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη, στην ..... Αττικής, στις 10-2-2001, κατεμήνυσε ψευδώς τον Ψ1, ενώπιον του Α/Τ Πεύκης, ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία τέλεσε τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος της, όμως με την υπ' αριθμό 146636/2003 απόφαση του Μον. Πλημ. Αθηνών, ο Ψ1 κηρύχθηκε αθώος. Πέραν δε τούτου, κατά την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου διαδικασία, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο μηνυτής, κατά την ως άνω ημερομηνία, τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και της εξύβρισης κατά της κατηγορουμένης". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 20 ημερών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, εξαιτίας των οποίων επέρχεται σύγχυση και ασάφεια μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο. Τούτο, γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, σ' αυτήν αναφέρεται, ότι, για την 1η πράξη, το Δικαστήριο πείστηκε ότι η κατηγορούμενη τέλεσε στην πράξη αυτή που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο (βλ. σελίδα 7 των πρακτικών), στη συνέχεια και αφού έχει διαγραφεί από το έντυπο η λέξη "ένοχ", έχει τεθεί χειρόγραφα η λέξη ΑΘΩΑ, ενώ για τις λοιπές έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 του ν. 3346/2005. Περαιτέρω, στο αιτιολογικό της απόφασης διαλαμβάνεται η παραδοχή ότι η κατηγορούμενη τέλεσε την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, για την οποία, σύμφωνα και με το διατακτικό της, την κήρυξε ένοχη και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 20 ημερών. Με βάση, όμως, τις αντιφατικές αυτές παραδοχές μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο, και συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος. Μετά από αυτά, και, ενώ παρέλκει η έρευνα για τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ., ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 108.538/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον, που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για ψευδή καταμήνυση με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται για αντιφατική αιτιολογία μεταξύ αιτιολογικού, με την παραδοχή ότι είναι αθώα και του διατακτικού, που την κρίνει ένοχη. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση.
1
Αριθμός 920/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Ναυπλίου, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της 108/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1254/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 385/16.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω την με αριθμ. 12/18-6-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις φυλακές Ναυπλίου κατά ης με αριθμ. 108/26-4-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή 2000 ευρώ για κατοχή ναρκωτικών (ηρωίνης) σαν τοξικομανής, όχι για αποκλειστική του χρήση καθ' υποτροπή και εκθέτω τα παρακάτω. Από τις διατάξεις των άρθρων 474§2 και 476§1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη "& 2 Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο" κατά δε την δεύτερη "Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο και σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος προβλέπει ρητά ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο(ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί.. και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ....." προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης στην οποία περιέχεται η δήλωση του αναιρεσείοντα περί του ότι ασκεί αναίρεση κατά συγκεκριμένου βουλεύματος ή απόφασης πρέπει να περιλαμβάνεται κατά ρητή διάταξη του ΚΠΔ τουλάχιστον ένας βάσιμος και παραδεκτός λόγος άσκησης αναίρεσης άλλως η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη. Η έλλειψη δε αυτή δεν συμπληρώνεται από άλλα εκτός της έκθεσης έγγραφα ( ΑΠ 728/2004 ΠΧ ΝΕ 256ΑΠ 775/2004 ΠΧ ΝΕ 260) Για το παραδεκτό δε της αίτησης αναίρεσης πρέπει στην έκθεση να περιλαμβάνονται λόγοι που να είναι σαφείς. Και Σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχουν όταν στην έκθεση εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο πλημμέλειες στις οποίες κατά τον αναιρεσείοντα υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση και οι διατάξεις των οποίων έγινε παραβίαση (ΑΠ. 295/ 2001 Π.Χ ΝΑ 975 ΑΠ 2397/2004 ΠΧ ΝΕ 822) Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του περιεχομένου της έκθεσης αναίρεσης προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης ο αναιρεσείων δεν εκθέτει καθόλου κανένα λόγο και ειδικά περιστατικά τα οποία να συνιστούν ελλείψεις ή πλημμέλειες περί την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης βάσει των οποίων να είναι δυνατό να συναχθεί συγκεκριμένη έλλειψη ή πλημμέλεια της προσβαλλομένης απόφασης τον οποίο να επικαλείται ο κατηγορούμενος πλην της αναφοράς του ότι ζητά την αναίρεση της με αριθμ. 108/26-4-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, αναφέροντας μόνο την διάταξη του νόμου και για τον λόγο αυτό η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί εκ του λόγου αυτού . Δια ταύτα Προτείνω όπως . Α. Ν' απορριφθεί σαν απαράδεκτη ή με αριθμ. 12/18-6-2007 αίτηση αναίρεσης του αναίρεσης του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις φυλακές Ναυπλίου κατά ης με αριθμ. 108/26-4-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή 2000 ευρώ για κατοχή ναρκωτικών (ηρωίνης) σαν τοξικομανής, όχι για αποκλειστική του χρήση καθ' υποτροπή σαν απαράδεκτη. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στην παραπάνω Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Κρήτης κατά της 108/26.4.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κατοχή ναρκωτικών, ως υπότροπος και τοξικομανής. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "ασκεί αναίρεση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 108 και από 26 Απριλίου 2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε ο παραπάνω κατηγορούμενος για κατοχή ναρκωτικών ως υπότροπος και τοξικομανής σε κάθειρξη 5 ετών και Χ.Π. 2000 € και ζήτησε να ακυρωθεί και εξαφανισθεί αυτή, για άλλους λόγους που επιφυλάσσεται να προσθέσει νόμιμα κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ. και για τους παρακάτω: 1) Γιατί αυτή στερείται την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. και για όσους λόγους θα προσθέσει με τον καιρό κατά τη συζήτηση της παρούσης στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου". Ακολούθως, αναφέρεται στην έκθεση ότι ο αναιρεσείων "εζήτησε όπως αφού γίνει δεκτή η παρούσα αναίρεση να ακυρωθεί και να εξαφανιστεί η απόφαση που προσβάλλει". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, (διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, και, ειδικότερα, δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες, σε τι συνίσταται η αοριστία αυτών κλπ. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 12/18.6.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Ναυπλίου κατά της 108/26.4.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 918/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ......., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Καρατζογιάννη, για αναίρεση της 4020/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1960/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 364 § 1, 329, 331, 333 και 369 Κ.Ποιν.Δικ., προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφων, το οποίον δεν ανεγνώσθη κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, διότι ούτω παραβιάζεται το εκ του άρθρου 358 Κ.Ποιν.Δικ. απορρέον δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις ή παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν τα έγγραφα που δεν ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως ως προς την συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, καθώς και όταν τα περιστατικά αυτά προέκυψαν από άλλα αποδεικτικά μέσα ή αποτελούν στοιχείο της κατηγορίας ή το σώμα του εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 4020/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής της αναιρεσειούσης για την αποδοθείσαν εις αυτήν πράξη της μαστρωπείας κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, έλαβε υπ' όψη του, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, και την εις το σκεπτικόν της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφερομένη "απολογία της αλλοδαπής (κατηγορουμένης) κατά την προανάκριση". Όμως αυτή δεν φέρεται αναγνωσθείσα ούτε εις τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ούτε εις τα πρακτικά της πρωτοβαθμίου δίκης, τα οποία μνημονεύονται εις το σκεπτικόν της προσβαλλομένης αποφάσεως μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, δεν προκύπτει δε το περιεχόμενο της από άλλα παραδεκτώς ληφθέντα υπ' όψη αποδεικτικά στοιχεία και δεν μνημονεύεται μόνο ιστορικώς στο αιτιολογικό της αποφάσεως ούτε αποτελεί στοιχείο της κατηγορίας ή το σώμα του εγκλήματος, για το οποίον εχώρησεν η καταδίκη. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότης της διαδικασίας στο ακροατήριο και πρέπει, κατά παραδοχήν του σχετικού α' λόγου της αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστάς, εκτός εκείνων οι οποίοι εδίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4020/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστάς εκτός εκείνων, οι οποίοι εδίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου, για να αχθεί αυτό εις την περί ενοχής κρίση του, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 § 1 στοιχ. Δ, 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ. Δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα αν αυτό το έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπ’ όψη για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως για την συνδρομή των στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ή το έγγραφο προκύπτει από το περιεχόμενο άλλου αναγνωσθέντος εγγράφου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα.
0
Αριθμός 917/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, περί αναιρέσεως της 307, 308, 309, 309α/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.7.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1346/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 470 του ΚΠοινΔ "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφάλειας προβλεπόμενου από τον ποινικό Κώδικα". Εξάλλου, κατά το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 2408/1996", το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα... Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απελάσεως, ως μέτρου ασφάλειας, του αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου περί προβολής προσκομισθείσας από αυτόν βιντεοκασέτας, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον το αίτημα υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένο, έστω και αν η παραδοχή ή η απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 307, 308, 309α, 309/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από το Μάρτιο του έτους 2003, ο κατηγορούμενος ερχόταν σε επαφή με συμπατριώτες του στην Αλβανία, μεταξύ των οποίων και με τους γονείς των πιο κάτω αναφερομένων ανηλίκων 7 και με την χρήση των απατηλών μέσων που θα αναφερθούν πιο κάτω, απέσπασε τη συναίνεση αυτών να του στείλουν στην Αθήνα ανήλικα αυτών τέκνα, προκειμένου να εργαστούν. Με τον τρόπο αυτό, ήλθαν από την Αλβανία στην Ελλάδα έξι ανήλικοι ηλικίας 10-13 ετών, οι οποίοι με τη σειρά τους συνήνεσαν προς τούτο. Πρώτος ήλθε το Μάρτη του 2003 ο ...... (έτος γέννησης 1992). Ακολούθησαν το Σεπτέμβριο του 2003 ο ..... (έτος γέννησης 1992) και ο ...... (έτος γέννησης 1991). Τον Μάρτιο του 2004 ήλθε ο Ζ (έτος γέννησης 1991), ενώ τον Ιούλιο του 2004 ήλθαν μαζί τα ξαδέλφια ..... (ημερομηνία γέννησης 10-6-1990) και ... (έτος γέννησης 1991). Ο κατηγορούμενος, ο οποίος στην Αλβανία μεταξύ των άλλων επαγγελμάτων που άσκησε ήταν και εκείνο του αστυνομικού, αφού κατέβαλε στον μεταφορέα το αντίτιμο της μεταφοράς τους, παραλάμβανε τα ανήλικα και τα οδηγούσε στην κατοικία του, η οποία ήταν διαμέρισμα δύο δωματίων σε πολυκατοικία που βρισκόταν επί της οδού ... αρ. .... στην .... (Αθήνα). Tο ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν ως υπνοδωμάτιο οι πέντε ανήλικοι, ενώ το δεύτερο ήταν το υπνοδωμάτιο του κατηγορουμένου, της συζύγου του ......., των δύο ανηλίκων τέκνων του Γ1 και Γ2 και ενός ακόμη ανηλίκου". Ο κατηγορούμενος αγόραζε μεγάλες ποσότητες χαρτομάνδηλων και τα μοίραζε στους ανηλίκους, τους οποίους στη συνέχεια εξωθούσε σε διάφορες περιοχές των Αθηνών (Εξάρχεια, Κολωνάκι, Κυψέλη κ.α.) για να πουλήσουν προς 0,30 κάθε πακέτο χαρτομάνδηλα. Τα ανήλικα έφευγαν το πρωί και μετέβαιναν με το λεωφορείο στους χώρους που είχαν καθορισθεί, επέστρεφαν συνήθως το μεσημέρι και ακολούθως έβγαιναν στους δρόμους και πάλι αργά το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, περίπου στις 12, για να πουλήσουν χαρτομάνδηλα. Τα χρήματα που μάζευαν τα παρέδιδαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος ένα μέρος από αυτά το δαπανούσε για τη διατροφή των ανηλίκων, ένα μικρό μέρος έστελνε στους γονείς των ανηλίκων, ενώ το μεγαλύτερο το κρατούσε ο ίδιος και τούτο αποτελούσε τη κυριότερη πηγή εισοδημάτων του, αφού ο ίδιος και η σύζυγος του δεν εργαζόταν (κατά το παρελθόν εργάστηκε περιστασιακά ως οικοδόμος και η σύζυγος του ως καθαρίστρια). Τα τέκνα του επίσης, σε αντίθεση με τα λοιπά ανήλικα, δεν εργάζονταν αλλά πήγαιναν σε σχολείο. Ο κατηγορούμενος είχε καθορίσει "πλαφόν" 30 ευρώ ημερησίως, ποσό το οποίο ήταν το ελάχιστο που έπρεπε να του φέρνει κάθε ανήλικος, άλλως τα τιμωρούσε, κτυπώντας αυτά με άσχημο τρόπο σε διάφορα μέρη του σώματός τους. Μάλιστα ο γιος του Γ1 αναφέρει ότι πολλές φορές προσπαθούσε να εμποδίσει τον πατέρα του να κτυπάει τα παιδιά. Πρέπει παράλληλα όμως να επισημανθεί ότι οι εν γένει συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων εντός της κατοικίας, σε σύγκριση με εκείνες που βίωναν οι ανήλικοι στην πατρίδα τους, αν εξαιρέσει κανείς ότι διέμεναν πολλά άτομα στον ίδιο χώρο, δεν ήταν δυσάρεστες. Ο κατηγορούμενος τους είχε εξασφαλίσει σχετικά καλή διατροφή, ένδυση, καθαριότητα, ψυχαγωγία, (βίντεο, τηλεόραση, εορταστικές συγκεντρώσεις τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα κλπ). Με όλα αυτά, αλλά και με την υποβαλλόμενη στα ανήλικα πεποίθηση ότι με την πιο πάνω εργασία τους διευκόλυναν τους οικείους τους να αντιμετωπίζουν την δεινή αυτών οικονομική κατάσταση, αποσκοπούσε να τα παρασύρει για να επιτύχει το βασικό του σκοπό, δηλαδή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να παραμείνουν μαζί του προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εργασία τους. Γι' αυτό, άλλωστε, μόνο στο ζήτημα αυτό, δηλαδή στη απόδοση της εργασίας τους, έδειχνε ιδιαίτερη σκληρότητα. Βέβαια, οι καλές αυτές σχετικά συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι, δεν έχει την έννοια ότι τα ανήλικα ήσαν ευτυχή. Ουσιαστικά ο κατηγορούμενος στέρησε τα ανήλικα από τα παιδικά τους χρόνια, αφού το χρόνο που αυτά θα έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο ή να παίζουν, βρίσκονταν στους δρόμους σε επικίνδυνες περιοχές και σε ώρες ακατάλληλες (μέχρι αργά τα μεσάνυκτα) απροστάτευτα από τους διάφορους κινδύνους, ουσιαστικά επαιτώντας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα εισοδήματα του κατηγορουμένου. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά ότι ο ανήλικος Ζ υπέστη ρήξη του αχίλλειου τένοντος κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στους δρόμους της Αθήνας, όταν ένας μεθυσμένος Κούρδος του πέταξε ένα γυαλί. Για τούτο και οι ανήλικοι, αν και είχαν αντιληφθεί ότι η δυσχερής οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους ήταν η αιτία της παραμονής τους στην Αθήνα πλησίον του κατηγορουμένου και ήλπιζαν ότι με την παραμονή τους διευκόλυναν οικονομικά τους οικείους τους (στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος για να τα παρασύρει προκειμένου να επιτύχει τον πιο πάνω κερδοφόρο γι' αυτόν σκοπό του), ήθελαν, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, να φύγουν από το σπίτι του κατηγορουμένου και να εγκαταλείψουν την όχι "αξιοπρεπή εργασία" που αυτός τους υποχρέωνε να κάνουν και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους στην Αλβανία. Οι γονείς των ανηλίκων δεν είχαν σαφή γνώση των συνθηκών διαβίωσης των τέκνων τους, αφού οι ίδιοι στις "συμβολαιογραφικές δηλώσεις" αυτών που αναγνώσθηκαν και οι οποίες έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο, και ουσιαστικά επιβεβαιώνουν αυτά που τους διαβεβαίωνε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, δηλαδή ότι τα παιδιά τους περνούσαν καλά μαζί τους. Σημειώνεται ότι τις ελάχιστες φορές που επικοινωνούσαν οι ανήλικοι με τις οικογένειές τους μέσω του κινητού τηλεφώνου που διέθετε ο κατηγορούμενος, ήταν με την παρουσία του τελευταίου, ο οποίος και ήλεγχε το περιεχόμενο της επικοινωνίας τους, Σύμφωνα με τα περιστατικά που έγιναν δεκτά πιο πάνω, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα που προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 323Α ΠΚ (παρ.2) και μάλιστα με την επιβαρυντική μορφή των περιπτώσεων της παρ.4α και β. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος με σκοπό να εκμεταλλευθεί την εργασία των πιο πάνω ανηλίκων, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση των ιδίων και των γονέων τους, λόγω της δεινής αυτών οικονομικής κατάστασης, αφενός απέσπασε τη συναίνεση των γονέων τους και ακολούθως και των ιδίων των ανηλίκων, με τη χρήση απατηλών μέσων (με υποσχέσεις παροχής οικονομικών ωφελημάτων σ' αυτούς και στα τέκνα τους, καλής διαβίωσης των ανηλίκων και αξιοπρεπούς εργασίας αυτών, κλπ), αφετέρου παρέσυρε αυτούς και τα ανήλικα με την παροχή των προαναφερομένων ωφελημάτων προς τον αυτό πιο πάνω σκοπό. Τις πιο πάνω πράξεις, που στρέφονται κατ' ανηλίκων, ο κατηγορούμενος διέπραξε κατ' εξακολούθηση (έξι επί μέρους περιπτώσεις ανηλίκων) και κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτών αλλά και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει (υποδομή που επέτρεπε την εξεύρεση ανηλίκων στην Αλβανία, μεταφορά αυτών στην Ελλάδα, εγκατάσταση και διατροφή αυτών στην Ελλάδα, προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων χαρτομάνδηλων προς πώληση), προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (13 περ. στ' εδ. α.). Όπως δε έγινε δεκτό πιο πάνω, τα χρήματα που του εξασφάλιζαν οι ανήλικοι αποτελούσαν τη βασική πηγή των εισοδημάτων του για αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 323 Α ΠΚ (άρθρο 1 ν.3064/02) " 1. Όποιος με χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό την αφαίρεση οργάνων του σώματός του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων ...... 4. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη: α) στρέφεται κατά ανηλίκου, β) τελείται κατ' επάγγελμα.....". Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πιο πάνω διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, ο νομοθέτης θέλησε να καταστήσει αξιόποινες τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 1, έστω και αν ο δράστης προς επίτευξη του σκοπού του δεν κάνει χρήση βίας ή απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή κατάχρηση εξουσίας, αλλά απλώς "αποσπά τη συναίνεση προσώπου με χρήση απατηλών μέσων", η "το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων". Ο συνήγορος του κατηγορουμένου υποστήριξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι, πλην άλλων, η απόσπαση της συναίνεσης του ιδίου του θύματος, με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, δηλαδή του ανηλίκου και όχι του γονέως του. Σύμφωνα όμως, όπως υποστηρίζει, με την αποδιδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία, για την οποία και κηρύχθηκε ένοχος από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αυτός φέρεται ότι απέσπασε τη συναίνεση των γονέων των ανηλίκων και όχι των ιδίων των ανηλίκων. Η άποψη της υπεράσπισης ότι για την εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως της παρ, 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, προϋποτίθεται, πλην άλλων, η απόσπαση της συναινέσεως του θύματος, είναι, όπως εξ αυτής της διατάξεως προκύπτει, κατ' αρχήν σωστή, Ο τρόπος όμως που θα επιλέξει ο δράστης των πιο πάνω πράξεων να χρησιμοποιήσει τα απατηλά μέσα, προκειμένου να αποσπάσει τη συναίνεση του προσώπου ή να το παρασύρει, είναι αδιάφορος. Στην περίπτωση κατά την οποία σκοπός του δράστη είναι η εκμετάλλευση της εργασίας του ανηλίκου, ο πλέον πρόσφορος τρόπος να πεισθεί ο ανήλικος προς τούτο είναι να επιτύχει ο δράστης τη συναίνεση του ασκούντος την επιμέλεια αυτού προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων, έτσι ώστε ο τελευταίος να επιτρέψει στον ανήλικο την παροχή αυτής της εργασίας και ο ανήλικος να συναινέσει κατ' αυτόν τον τρόπο να προσφέρει την εργασία του στον δράστη. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης του εξεταζόμενου εγκλήματος θα επιδιώξει να αποσπάσει τη "συναίνεση" του προσώπου που ασκεί την νόμιμη ή εν τοις πράγμασι επιμέλεια του ανηλίκου, δηλαδή του προσώπου από το οποίο μπορεί αυτός να αποσπάσει το ανήλικο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του (εκμετάλλευση εργασίας ανηλίκου κλπ) . Η αποδοχή της απόψεως ότι ο δράστης πρέπει να προκαλέσει κατά τρόπο άμεσο την προαναφερόμενη συναίνεση του ανηλίκου, ή να το παρασύρει με υποσχέσεις κλπ δεν βρίσκει έρεισμα στις πιο πάνω διατάξεις και θα καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την εφαρμογή τους στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τις οποίες θύματα ήταν ανήλικοι και μάλιστα ανήλικοι μικρής ηλικίας (νήπια κλπ), αφού η απόσπαση εκ μέρους του δράστη "συναινέσεως" του ανηλίκου στις περιπτώσεις (αυτές) δύσκολα θα ήταν εφικτή. Όμως ο νόμος αντιμετωπίζει και την περίπτωση εμπορίας ανηλίκου προσώπου με την πιο πάνω μορφή και μάλιστα ως επιβαρυντική περίπτωση. Η απόσπαση της συναινέσεως του γονέως του ανηλίκου, αποτελεί εν τοις πράγμασι απόσπαση της συναινέσεως του ιδίου του θύματος (του ανηλίκου), εφόσον βεβαίως και ο ανήλικος ακολούθως εκφράσει με τη συμπεριφορά του και τη δική του συναίνεση (παρέχοντας λ.χ. αδιαμαρτύρητα την εργασία του στο δράστη). Αν ο ανήλικος δεν συμφωνήσει στη συναίνεση του γονέα του και παρέχει χωρίς τη θέληση του την εργασία του στο δράστη, εξαναγκαζόμενος προς τούτο, είναι προφανές ότι διαπράττεται το εν λόγω αδίκημα με τη μορφή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 323Α και ο γονέας είναι δυνατόν, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, να χαρακτηρισθεί και αυτός δράστης του εγκλήματος αυτού. Το ίδιο ισχύει και ως προς την προϋπόθεση της "ευάλωτης θέσης" του θύματος. Η ευάλωτη θέση του εξαρτώμενου από τους γονείς του ανηλίκου-θύματος δύναται να συνίσταται ακριβώς στην ευάλωτη θέση του γονέως του, εφόσον ο τελευταίος βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση, αφού τούτο σημαίνει και δεινή οικονομική κατάσταση του ανηλίκου. Έτι περαιτέρω, το αδίκημα που προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 323Α ΠΚ δύναται να διαπραχθεί, όχι μόνο όταν ο δράστης για να επιτύχει το σκοπό που αναφέρεται στην παρ.1 αποσπά τη συναίνεση προσώπου, εκμεταλλευόμενος την "ευάλωτη θέση του" με απατηλά μέσα, αλλά και όταν το παρασύρει με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί και δικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για παράβαση των παρ. 2 και 4α και β του άρθρου 323Α. Στο διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, όπως και στο διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος απέσπασε τη συναίνεση των γονέων των ανηλίκων με την παροχή ωφελημάτων, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση αυτών. Εντούτοις, από το όλο περιεχόμενο του παραπεμπτικού βουλεύματος και της καταδικαστικής πρωτόδικης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε και δικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι απέσπασε με απατηλά μέσα τη συναίνεση και παρέσυρε με την παροχή ωφελημάτων όχι μόνο τους γονείς των ανηλίκων, αλλά και τους ίδιους τους ανήλικους, όπως επίσης αυτός εκμεταλλεύθηκε και την ευάλωτη θέση και των ανηλίκων, πράξεις που τέλεσε κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, δηλαδή για κατ' εξακολούθηση παράβαση της πιο πάνω διατάξεως της παρ. 2 και 4α και β του άρθρου 323Α ΠΚ, πράξη για την οποία είχε ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, Στην προκείμενη υπόθεση, ο κατηγορούμενος, όπως αποδείχθηκε από τα αναφερόμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα και σύμφωνα με τα περιστατικά που έγιναν ήδη δεκτά ως αποδειχθέντα, ερχόταν σε επαφή με συμπατριώτες του στην Αλβανία, οι οποίοι βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και οι οποίοι είχαν ανήλικα τέκνα, τα οποία δεν είχαν την δυνατότητα να διαθρέψουν εξαιτίας της άθλιας οικονομικής τους κατάστασης. Ακολούθως, εκμεταλλευόμενος την πιο πάνω ευάλωτη θέση των γονέων των ανηλίκων, αλλά και των ιδίων των ανηλίκων, με τη χρήση απατηλών μέσων και συγκεκριμένα με την παροχή διαβεβαιώσεων ότι τα ανήλικα θα περνούσαν καλά στην Αθήνα, ότι αυτός θα μεριμνούσε γι' αυτά και ότι θα παρείχαν αξιοπρεπή εργασία, από την οποία θα κέρδιζαν αρκετά χρήματα με τα οποία θα αντιμετώπιζαν τα οικονομικά προβλήματα των ιδίων αλλά και των τέκνων τους, απέσπασαν τη συναίνεση αυτών και μέσω αυτών και τη συναίνεση των ανηλίκων, οι οποίοι πείσθηκαν από όσα ο κατηγορούμενος είχε αναφέρει στους γονείς τους. Όλοι τους βεβαίως (γονείς και τέκνα) αγνοούσαν ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι και αν εξαιρέσει κανένας τις ανεκτές συνθήκες διαβίωσης στην κατοικία του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκαν (σε σχέση με εκείνες που επικρατούσαν στην οικογένεια των ανηλίκων), τα ανήλικα αντιμετωπίσθηκαν ως μέσο πλουτισμού του κατηγορουμένου και αντί αξιοπρεπούς εργασίας, έστω και απηγορευμένης από το νόμο λόγω της ηλικίας τους, ο κατηγορούμενος μετέτρεψε ουσιαστικά τα ανήλικα σε επαίτες και τα εγκατέλειψε μόνα τους σε ακατάλληλους γι' αυτούς τόπους και χρόνους, χωρίς καμία επίβλεψη και προστασία, ελέγχοντας αυτά - και μάλιστα κατά τον πιο πάνω σκληρό τρόπο - μόνο κατά την επιστροφή στην κατοικία του κατά την καταμέτρηση των χρημάτων που του παρέδιδαν. Όλες δε οι πιο πάνω απατηλές διαβεβαιώσεις δεν είχαν άλλο λόγο παρά να πείσει τους γονείς των ανηλίκων, ώστε στη συνέχεια να πείσουν και αυτοί με τη σειρά τους τα ανήλικα, να έλθουν στην Αθήνα προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εργασία τους πράγμα το οποίο ήταν και ο τελικός του σκοπός. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα ανήλικα ερχόμενα στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι διαπίστωσαν ότι ο τρόπος ζωής που τους παρείχε ο κατηγορούμενος τους στερούσε από την παιδική τους ζωή, εν τούτοις με την παροχή κάποιας καλής σχετικά διατροφής (ένδυσης, τροφής, διασκέδασης), που τους παρείχε, ο τρόπος που τους υποχρέωνε να μαζεύουν χρήματα ο κατηγορούμενος, χωρίς να δύνανται να αντιληφθούν λόγω της ανηλικότητάς τους το ακατάλληλο της παρεχόμενης "εργασίας" και τους κινδύνους στους οποίους εξετίθεντο, ενώ παράλληλα είχαν την πεποίθηση κατά τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ότι κατ' αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν και τις οικογένειές τους, παρασύρθηκαν από αυτόν και του προσέφεραν την πιο πάνω εργασία τους. Έτσι, ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την προαναφερόμενη ευάλωτη θέση των ανηλίκων (τα οποία διαφορετικά είχαν να αντιμετωπίσουν κατά την επιστροφή τους στους γονείς τους την ανέχεια), παρέσυρε τα ανήλικα και επέτυχε και με αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευθεί την εργασία τους. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος διέπραξε σωρευτικά και με τους δύο τρόπους το αδίκημα που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 323 Α του ΠΚ (με την επιβαρυντική μορφή της παρ. 4α και β), Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω διευκρινίσεις δεν συνιστούν μεταβολή της κατηγορίας, αλλά δι' αυτών προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως...... Σύμφωνα δε με όσα έγιναν δεκτά πιο πάνω, ο κατηγορούμενος διέπραξε τις πράξεις που κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών όπως ειδικότερα και στο διατακτικό εκτίθεται, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτού, καθώς και του ισχυρισμού αυτού ότι οι πράξεις που διέπραξε πρέπει, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, να χαρακτηρισθούν ως παραβάσεις του ν. 3144/2003 και της ΥΑ 130621/03 (απαγόρευση εργασίας ανηλίκων), άλλως ως παράβαση του άρθρου 409 ΠΚ (εξώθηση σε επαιτεία), Το Δικαστήριο περαιτέρω δέχεται, όπως έγινε δεκτό και από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι ο κατηγορούμενος έζησε ως το χρόνο που έγιναν τα πιο πάνω εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει η ποινή που θα του επιβληθεί να μειωθεί στο μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ (άρθρο 84 παρ. 1, 2 περ. α ΠΚ)". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων που στρέφεται κατά ανηλίκων, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως, ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου επέδειξε, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, σειρές φωτογραφιών εκτυπωμένες από το βίντεο (44 συνολικά), οι οποίες και επισκοπήθηκαν από το Δικαστήριο και τους διαδίκους, και στη συνέχεια υπέβαλε αυτός το αίτημα "να προβληθεί η βιντεοκασέτα που είχε βιντεοσκοπηθεί κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει τις πολύ καλές συνθήκες διαβιώσεως των ανηλίκων στο σπίτι του κατηγορουμένου". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του το ανωτέρω αίτημα, με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου για τη προβολή της πιο πάνω βιντεοκασέτας, η οποία, κατά την υπεράσπιση, απεικονίζει τις συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων στην κατοικία της οικογένειας του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθεί. Το περιεχόμενο της εν λόγω βιντεοκασέτας πλήρως προκύπτει από το πλήθος των φωτογραφιών (44) που επέδειξε η υπεράσπιση στο Δικαστήριο και οι οποίες έχουν ληφθεί από την βιντεοταινία και απεικονίζουν όλες τις σκηνές που αποτυπώνονται σ' αυτήν. Το προς απόδειξη, άλλωστε, περιστατικό, δηλαδή ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων στο σπίτι του κατηγορουμένου ήταν καλές (πλην του ότι διέμεναν στον ίδιο χώρο πολλά άτομα) και ότι τα ανήλικα και η οικογένεια του κατηγορουμένου γιόρτασαν μαζί τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς (31/12/2003) και του Πάσχα (10/4/04) σε ευχάριστο κλίμα, προέκυψε και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συνεπώς η προβολή της βιντεοκασέτας μόνο άσκοπη καθυστέρηση και παρέλκυση της διαδικασίας θα προκαλούσε". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές (για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου), το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 323Α παρ. 2, 4α, β του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην προαναφερθείσα υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της εν λόγω πράξεως, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, το άνω Δικαστήριο απέρριψε με ειδική αιτιολογία το πιο πάνω αίτημα του αναιρεσείοντος για την προβολή της ειρημένης βιντεοκασέτας, ενώ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως, ο τελευταίος δεν υπέβαλε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, αίτημα "αναβολής της υποθέσεως για ισχυρότερες αποδείξεις με την κλήτευση και εξέταση ως μαρτύρων των γονέων και των τέκνων - φερομένων ως θυμάτων". Επομένως, οι περί του αντιθέτου σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Η' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας επέβαλλε για πρώτη φορά παραδεκτώς, κατ' άρθρο 470 εδ. β' ΚΠοινΔ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, μέτρο ασφαλείας προβλεπόμενο από τον Π.Κ., και συγκεκριμένα διέταξε την ισόβια απέλαση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου από τη χώρα και διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με τη διάταξή της αυτή, την εξής αιτιολογία: "Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ πρέπει να διαταχθεί η ισόβια απέλαση του παραπάνω καταδικασθέντος κατηγορουμένου από τη χώρα, μετά την οριστική έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε ή την υφ' όρο απόλυσή του από τις φυλακές. Επισημαίνεται ότι η ισόβια απέλαση διατάσσεται ως μέτρο ασφαλείας και όχι ως παρεπόμενη ποινή (74 παρ. 1 ΠΚ, 470 εδ. β' ΚΠοινΔ)". Όμως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με την άνω περί απελάσεως του αναιρεσείοντος διάταξή της, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 του ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο δεν αναφέρει περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης) και που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικού λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά τη διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος από τη χώρα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 307, 308, 309α, 309/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ως προς τη διάταξή της περί ισόβιας απελάσεως του αναιρεσείοντος Χ1 από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εμπορία ανθρώπων κατά ανηλίκων, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση. Ειδική αιτιολογία, τόσο για την ενοχή, όσο και για το απορριφθέν αίτημα προβολής βιντεοκασέτας. Όχι υποβολή αιτήματος αναβολής της υποθέσεως. Απέλαση ως μέτρο ασφαλείας. Παραδεκτά επιβάλλεται για πρώτη φορά από το Εφετείο (470 εδ. β΄ ΚΠοινΔ). Ελλιπής, όμως, η αιτιολογία για την απέλαση της αποφάσεως. Δεκτός λόγος Δ΄. Αναιρεί ως προς τη διάταξη περί ισόβιας απελάσεως του αναιρεσείοντος. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος της.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 916/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και ήδη κρατουμένων στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδος, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο και 3) Χ3 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημητρίου Σφυρή, για αναίρεση της με αριθμό 1545/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιουλίου 2006, δύο (2) τον αριθμό και 24 Ιουλίου 2006, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1505/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου τρείς αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 18 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X1, β) η δεύτερη με χρονολογία 18 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 24 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X3, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμό 1545/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ. ε' του ίδιου Κώδικα. "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ, 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ1 επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη", καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90}. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμός ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1545/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με κοινό δόλο και κοινή απόφαση αφαίρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα, κατά τους οριζόμενους διατακτικό της παρούσας τόπους και χρόνους, αφαίρεσαν από κοινού τις (αναφερόμενες) επτά (7) μοτοσυκλέτες από την κατοχή των ιδιοκτητών τους Γ1- .... - .... - ..... και τριών (3) άλλων αγνώστων ιδιοκτητών και τις ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Η αξιόποινη αυτή δράση των κατηγορουμένων προσεπιβεβαιώνεται από το σύνολο των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν, ιδία των μαρτύρων ........, αστυνομικού, και Γ1. Πράγματι, ο πρώτος απ' αυτούς, αξιοποιώντας πληροφορία ότι στο εκμεταλλευόμενο στην Περιοχή ...... Αττικής από το δεύτερο κατηγορούμενο κατάστημα αλουμινοκατασκευών γίνεται αποδοχή κλοπιμαίων μοτοσυκλετών, μεγάλης χρηματικλης αξίας, διαπίστωσε την ύπαρξη εντός του καταστήματος επτά (7) μοτοσυκλετών, παρουσία του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ μετά 5'της ώρας έκανε την εμφάνισή του και ο τρίτος κατηγορούμενος. Το γεγονός ότι οι επτά (7) μοτοσυκλέτες ήσαν προϊόντα κλοπής διαπιστώθηκε και από το εγκληματολογικό εργαστήριο, αλλά και από την οικεία διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Σημειώνεται, ως αποδειχθέν πραγματικό γεγονός, ότι στο χώρο που ανευρέθηκαν οι κλοπιμαίες μοτοσυκλέτες, λειτουργούσε πλήρες εργαστήριο παραποίησης των αριθμών πλαισίου και κινητήρος με πλήρη και ικανό μηχανολογικό εξοπλισμό. Σημειώνεται, επίσης, ότι στον ίδιο χώρο ανευρέθη η αξίας 3.750.000 δρχ., κυριότητας του μάρτυρα κατηγορίας Γ1, μοτοσυκλέτα, η οποία είχε κλαπεί από τον τρίτον κατηγορούμενο, καθ' όν χρόνο ο ιδιοκτήτης αυτής την είχε αφήσει προσωρινά, κλειδωμένη, έξωθεν ενός βιβλιοπωλείου, ο οποίος ευκρινώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του δράστη και για τον οποίον ο προαναφερθείς μάρτυρας ουδεμία αμφιβολία διατηρούσε και τον οποίον αναγνώρισε κατά την προσαγωγή του στο οικείο αστυνομικό τμήμα, προσθέτοντας ακόμη ότι ο δράστης διατηρούσε μακράν κόμη, χαρακτηριστικό που αποδέχθηκε και ο κατηγορούμενος. Αποδείχθηκε ακόμη ότι οι κατηγορούμενοι την πράξη της κλοπής διαπράττουν κατ' επάγγελμα, αφού κοινός σκοπός τους ήταν να πορισθούν εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη καταδίκη τους. Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι οι πράξεις τους δεν τελέστηκαν περιστασιακά, αλλά με βάση οργανωμένο σχέδιο, αφού υπήρχε ο κατάλληλος χώρος υποδοχής και φύλαξής του στο κατάστημα του δευτέρου (κατηγορουμένου), όπου στη συνέχεια υφίσταντο αλλοιώσεις στα στοιχεία τους οι μηχανές. Οπωσδήποτε δε είχαν διαμορφώσει τέτοια υποδομή, ώστε η όποια επενεχθείσα αλλοίωση των στοιχείων να μην είναι εφικτή, παρά μόνο εργαστηριακά. Συνεπώς, όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κακουργηματικής κλοπής, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμούς που προέβαλε ο α' κατηγορούμενος περί ειλικρινούς μεταμέλειας. Είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αυτός βρισκόταν στην ......, όπου εργαζόταν, αφού δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει, οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για το επίδικο διάστημα (μισθωτήριο οικίας ή παραστατικά διαμονής σε ξενοδοχείο ή εισιτήρια μεταβάσεως), πλην της καταθέσεως συγγενικού του προσώπου και του εργοδότου του". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο, αφού απέρριψε τον ειρημένο περί ειλικρινούς μεταμέλειάς του αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, X1, X2 και X3 για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς διακεκριμένες κλοπές από κοινού και κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σε καθένα απ' αυτούς ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 98, 372 παρ. 1 και 374 περ. ε' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι συμμετέσχον στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργοί, και δη ότι συνέπραξαν στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως των διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση και ήθελαν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της γνωρίζοντας ο καθένας απ' αυτούς ότι οι συμμέτοχοι συγκατηγορούμενοί του έπρατταν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής κατ' εξακολούθηση, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος, κατ' εξακολούθηση, όσο και στην προαναφερθείσα υποδομή που είχαν διαμορφώσει αυτοί με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της εν λόγω πράξεως, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Σε σχέση δε με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του Π.Κ., ο ισχυρισμός αυτός, έτσι, όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως, και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει η ειλικρινής μετάνοιά του, ήταν αόριστος κα συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, μάλιστα δε ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στο εν λόγω ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ των κρινομένων αιτήσεων, και δη οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως του δεύτερου αναιρεσείοντος και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως του τρίτου αναιρεσείοντος, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως προκύπτει ότι ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (X3) δεν υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεώς του, με τον οποίον αποδίδεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, γιατί απέρριψε σιγή τέτοιο ισχυρισμό αυτού (άνω αναιρεσείοντος), στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει, είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρ 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας, επίσης, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ. Αυτό όμως προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορουμένου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία. Επομένως, τα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος (X1), με τον οποίον προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορό του που νομίμως τον εκπροσωπούσε για να απολογηθεί, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 18 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7044/20.7.2006) αίτηση του X1, β) την από 18 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7043/20.7.2006) αίτηση του X2 και γ) την από 24 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7147/24.7.2006) αίτηση του X3 για αναίρεση της 1545/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία: Πλήρης αιτιολογία όχι παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου και όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Αόριστη υποβολή αιτήματος από 1ο αναιρεσείοντα για ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας. (όχι υποχρέωση αιτιολόγησης απόρριψης). Απορρίπτονται 2ος, 3ος και 4ος λόγοι αναιρέσεως 1ου, 1ος και 2ος λόγοι αναιρέσεως 2ου και 1ος λόγος αναιρέσεως 3ου. Όχι προβολή ισχυρισμού 3ου για ελαφρυντικό πρότερου εντίμου βίου. Απορρίπτεται 2ος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως. Όχι απολογία συνηγόρου που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο. Απορρίπτεται 1ος λόγος αναιρέσεως 1ου. Απορρίπτει.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Κλοπή, Συναυτουργία, Κατηγορούμενος, Εξακολουθούν έγκλημα, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 912/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη, για αναίρεση της 921/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1496/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Ποιν.Δ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων, με την 921/2-3-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου(για τα πλημμελήματα) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για την πράξη της λαθρεμπορίας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 2 Μαρτίου 2007, με ωσεί παρόντα τον κατηγορούμενο, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορό του Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 29 Ιουνίου 2007, με αύξοντα αριθμό 1246, σύμφωνα με την, επί του σώματος της απόφασης, υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα, με χρονολογία ...... Ωστόσο, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την ......, κατά την οικεία επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή ......., δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των 20 ημερών, που προβλέπεται από το άρθρο 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Στην έκθεση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων, ο οποίος συνομολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, επικαλείται ότι για λόγους ανώτερης βίας δεν μπόρεσε να ασκήσει αυτή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Προκειμένου δε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του αυτό, επικαλείται λόγους υγείας του ίδιου, οι οποίοι συνίστανται στο γεγονός ότι από της 25ης Ιουνίου 2007 και εφεξής, αντιμετώπιζε υπερτασική κρίση, εξαιτίας της οποίας παρέμεινε κλινήρης. Ο προβαλλόμενος όμως λόγος ανώτερης βίας, κρίνεται αβάσιμος. Τούτο, γιατί, πέραν της σχετικής επίκλησης του λόγου αυτού, ο αναιρεσείων, δεν προσκομίζει οποιαδήποτε ιατρική βεβαίωση δημόσιου ή ιδιωτικού θεραπευτηρίου, ή έστω του θεράποντος ιατρού του, από την οποία να προκύπτει, ότι πράγματι αυτός (αναιρεσείων), κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της προθεσμίας, για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, νοσηλεύθηκε οίκοι ή σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο, ποια η βαρύτητα της νόσου του στο διάστημα εκείνο, και η τυχόν αδυναμία του να προβεί στην ανάλογη ενέργεια, πέραν από το γεγονός, ότι είχε εκπροσωπηθεί στη δίκη εκείνη, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τον οποίο θα μπορούσε ευχερώς να εξουσιοδοτήσει, ώστε ο τελευταίος να προβεί στην άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Αυγούστου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 921/2 Μαρτίου 2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της (άρθρα 476, 473 ΚΠΔ). Δεν προκύπτει η ύπαρξη του λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Ανωτέρα βία.
1
Αριθμός 911/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2052/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2, 2) ....., 3) ......., 4) ........, 5) ......., 6) ......., 7) ....... και 8) ....... . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.9.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1772/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 505/17.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με αριθμ. 201/2007 έκθεση αναίρεση του Χ1 κατά του με αριθ. 2052/ 13-9-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών (άρθρ. 372-374 ΠΚ) εκθέτω τα ακόλουθα. Η ασκηθείσα αναίρεση κατά του βουλεύματος ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και απομένει να κριθεί αν στρέφεται κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση ώστε να κριθεί αν είναι παραδεκτή ή όχι. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν κατά του αναιρεσείοντα ήταν η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και η διάπραξη διακεκριμένων κλοπών (άρθρ 187 &2 και 372-374 ΠΚ ως το άρθρ. 187 &1 ΠΚ , όπως οι διατάξεις του άρθρου 187 ΠΚ αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις των Ν,. 2928/2001 και Ν 3251/2004 ). Από τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν.2928/2001 όπως το πρώτο εδάφιο του τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 & 5 του Ν 3251/2004 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187 Α ΠΚ κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών . Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία μετά την τελευταία ανακριτική πράξη διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα Εφετών από τον Εισαγγελέα πρωτοδικών ο οποίος εφ' όσον κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρόταση του στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από την βαρύτητα τους έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ η περάτωση της ανάκρισης γίνεται από το Συμβούλιο Εφετών το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα τόσο για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ όσο και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους και ανεξάρτητα από το αν γι' αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 20 και 21 του Ν 663/1977 για τις συναφείς με την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης του κατηγορουμένου πράξεις των διακεκριμένων κλοπών και εφ' όσον αυτές τελεστούν μεμονωμένα και όχι όπως εν προκειμένω με την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης, η δικογραφία μετά το πέρας της Ανάκρισης υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και αυτός εφ' όσον κρίνει ότι δεν χρειάζεται συμπλήρωση εισάγει τον κατηγορούμενο με απ' ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων μετά σύμφωνη γνώμη του Προέδρου των Εφετών. Τουτέστιν και για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών ο νομοθέτης θέλησε να επιταχύνει την εκδίκαση τους προβλέποντας για τις πράξεις αυτές ακόμη συντομότερη και συνοπτικότερη διαδικασία χωρίς την ανάμειξη του Συμβουλίου των Εφετών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι και αν το Συμβούλιο Εφετών αποφανθεί για την απαλλαγή για την πράξη του άρθρου 187 & 1 ΠΚ του κατηγορουμένου και παραπεμπτικά για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών το εκδιδόμενο βούλευμα κατά το παραπεμπτικό του μέρος είναι αμετάκλητο αφού το Συμβούλιο κρίνει αμετάκλητα τόσο για την πράξη του 187 &1 ΠΚ όσο και για τις συναφείς πράξεις ανεξάρτητα με τον τρόπο που προβλέπεται η περάτωση της κυρίας ανάκρισης γι' αυτές αφού αν δεν υπήρχε η πρόβλεψη αυτή έπρεπε το Συμβούλιο μετά την απαλλακτική του κρίση για την πράξη του 187 να απείχε της παραπομπής για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών για τις οποίες δεν μπορούσε να εκδώσει αυτοτελώς παραπεμπτική απόφαση αφού το Συμβούλιο Εφετών για να αποκτούσε δικαιοδοσία έπρεπε η κατά του κατηγορουμένου κατηγορία να εισήγετο σ' αυτό μετά από διαφωνία του Προέδρου των Εφετών και του Εισαγγελέα Εφετών σχετικά με την απ' ευθείας παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και ως εκ τούτου κατά του υπό κρίση βουλεύματος δεν επιτρέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 42&5 του Ν.3251/2004 άσκηση αναίρεσης αφού το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται αμετάκλητα τόσο για την πράξη του άρθρου 187 &1 ΠΚ όσο και για τις συναφείς πράξεις ανεξάρτητα του τρόπου με τον οποίο προβλέπεται η περάτωση της ανάκρισης για τα εγκλήματα αυτά ( Α Π 1966/2006 ). Εξ ετέρου τις διατάξεις του άρθρου 476§1 ΚΠΔ κατά τις οποίες ''Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή ............ το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο(ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά , ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί.. και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....'' Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν ασκηθεί αναίρεση κατά απόφασης ή κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο σε συμβούλιο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και επιβάλλει τα έξοδα στον ασκήσαντα το απαράδεκτο ένδικο μέσο . Στην προκειμένη περίπτωση κατά του αναιρεσείοντα ασκήθηκε όπως αναφέρθηκε ποινική δίωξη για εγκληματική οργάνωση συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και για διακεκριμένες κλοπές και παραπέμφθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών αποφανθέν απαλλακτικά για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ . Το βούλευμα αυτό όπως αναφέρθηκε και παραπάνω έκρινε σχετικά με την παραπομπή του αμετάκλητα και ως εκ τούτου το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται στο υπό κρίση ένδικο μέσο και ως εκ τούτου εκ του λόγου αυτού η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτη λόγω του ότι στρέφεται κατά βουλεύματος μη υποκειμένου σε αναίρεση . Αν όμως παρά τα παραπάνω αποφανθείτε περί του ότι το ένδικο αυτό μέσο ασκήθηκε παραδεκτά ως προς την ουσία αναφέρω τα παρακάτω: Οι λόγοι που επικαλείται ο αναιρεσείων είναι α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 484 &1 περ. β και δ ΚΠΔ). Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 374 του ίδιου Κώδικα (στοιχ. δ και ε) η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν (μεταξύ άλλων) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες και αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Επί πλέον κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2408/1996, που κατά τούτο είναι επιεικέστερος και εφαρμόζεται αναδρομικά (άρθρο 2 ΠΚ), κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. ( ΑΠ 1761/2000). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, μετά από αξιολόγηση και εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, (ΑΠ 861/2004,ΑΠ 302/2003 ΑΠ1687/2002, δέχτηκε ανέλεγκτα ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος των κατηγορουμένων για τις πιο πάνω πράξεις και συγκεκριμένα: Την 10 Απριλίου κατά τη διάρκεια ελέγχου στο κατάστημα της Εταιρείας ''Π Κωτσόβολος ΑΕΒΕ'' στην συμβολή των οδών Αρεθούσης και Κιαπέκου στην Χαλκίδα λόγω του ότι είχε τεθεί σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού οι αστυνομικοί .... και ....... μετά από καταδίωξη συνέλαβαν δύο άτομα τα οποία είχαν μπει στο κατάστημα αυτό και είχαν αφαιρέσει διάφορα αντικείμενα μέρος των οποίων είχαν προλάβει και μεταφέρει στο με αριθμ. ...... ΙΧΕ αυτοκίνητο. Τα άτομα αυτά ήταν ο αναιρεσείων και ο συνεργός του Χ2 εκ των οποίων Χ2 απεκάλυψε ότι μαζί με τον αναιρεσείοντα είχαν τελέσει αρκετές κλοπές από διάφορα καταστήματα τα οποία και προσδιόρισε. Περαιτέρω από την έρευνα που έγινε στο παραπάνω αναφερόμενο αυτοκίνητο βρέθηκαν δύο σάκκοι γεμάτοι με διάφορες ηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα όπως επίσης στη στέγη του καταστήματος βρέθηκε και σάκος με διαρρηκτικά εργαλεία ο οποίος είχε εγκαταλειφθεί από αυτούς στην προσπάθεια τους να διαφύγουν. Από την περαιτέρω έρευνα που έγινε προέκυψε ότι ο αναιρεσείων από κοινού δρώντας είτε με όλους του συγκατηγορουμένους του είτε με μερικούς από αυτούς τέλεσε τις κλοπές για τις οποίες κατηγορείται όπως και ότι οι αξία των κλοπιμαίων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και τα οποία στην συνέχεια τα πουλούσαν στους συγκατηγορούμενους για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος . Ο αριθμός των κλοπών που διέπραξε μαζί με τους συγκατηγορουμένους του είναι αρκετός και περιγράφεται σε κάθε περίπτωση ποιοι διέπραξαν την κάθε κλοπή ο τρόπος με τον οποίο διέπραξαν την κάθε κλοπή όπως και τα αντικείμενα τα οποία σε κάθε περίπτωση αφαιρέθηκαν . Από τον τρόπο της τέλεσης του προκύπτει ότι για την διάπραξη τους ενώθηκε με άλλα άτομα, όπως και ότι είναι άτομο το οποίο διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια Με αυτά που δέχτηκε το δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, όπως ήδη ισχύει, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει λεπτομερώς και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία θεμελίωσε την κρίση του και τα οποία εκτίμησε, όπως και τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και τα οποία πληρούν την αντικειμενική, και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων και τη συνδρομή των περιστάσεων τέλεσης των κλοπών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και τέλος τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 372-374 ΠΚ τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου κρινομένων αβασίμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του αναιρεσείοντα. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί Και Ν' απορριφθεί το αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση γιατί με τις αιτήσεις και τα υπομνήματα του και τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς επαρκώς υποστήριξε τις απόψεις του. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω: Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 201/2007 έκθεση αναίρεση του Χ1 κατά του με αριθ. 2052/13-9-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών (άρθρ. 372-374 ΠΚ) ως απαράδεκτη άλλως να απορριφθεί στην ουσία της. Β. Ν' απορριφθεί το αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση Γ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 30 -11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αμετάκλητα από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο προς τούτο, αποφαινόμενο με βούλευμά του, όχι μόνον όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέμποντας αμετακλήτως τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 313 ΚΠΔ, αλλά και όταν συντρέχει περίπτωση να μη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία έγινε η ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠΔ, είτε διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είτε διότι το γεγονός που αφορά η κατηγορία δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισμό καθώς επίσης και όταν συντρέχει περίπτωση να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1β και 310 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά του αναιρεσείοντος και έξι άλλων κατηγορουμένων, ασκήθηκε ποινική δίωξη για: 1) συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και 2) για διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκαν από δυο ή περισσότερους δράστες που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελεσμένες και σε απόπειρα (άρθρα 1, 13 περ.στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 187 παρ.1, 372 παρ.1 και 374 περ.δ και ε του ΠΚ). Στη συνέχεια διεξήχθη και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 3451/2004, 128, 129 και 130 ΚΠΔ, εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του, για να δικασθούν, ως υπαίτιοι διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση, κατά συναυτουργία, ενώ αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει εναντίον τους κατηγορία, για την πράξη της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. Με βάση τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, και όσα ο Εισαγγελέας αναφορικά με το απαράδεκτο της αιτήσεως προτείνει, στην πρόταση του οποίου και το Συμβούλιο συμπληρωματικώς αναφέρεται, το εκδοθέν και προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είναι αμετάκλητο. Άρα, μετά και την ειδοποίηση της αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου επισημείωση της γραμματέως, η κατ' αυτού ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Σημειώνεται, ότι το αίτημα του αναιρεσείοντος, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, μετά από αυτά, καθίσταται πλέον χωρίς αντικείμενο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατούμενου στις δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, για αναίρεση του υπ' αριθ. 2052/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται αμετακλήτως, στην περίπτωση ασκήσεως ποινικής διώξεως για το αδίκημα του 187 ΠΚ, και όταν ακόμη αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη. Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα (σχ. ΑΠ 1966/06, 2194 και 2364/07). Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 909/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπελεκούκια, περί αναιρέσεως της 131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1088/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε. ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 131/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατριών (13) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος υπέβαλε κατά του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και άλλων προσώπων την από 15-6-2000 μήνυση, με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος ποινική δίωξη για απιστία κατ'εξακολούθηση σε βάρος των εταιρειών ..... EΠΕ και ....... ΕΠΕ, των οποίων φέρεται ως ουσιαστικός διαχειριστής κατά τη μήνυση. Ο πολιτικώς ενάγων αθωώθηκε αμετακλήτως από την εις βάρος του κατηγορία, με την απόφαση 32281/01 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε δεκτόν ότι συναλλαγματικές συνολικού ποσού 26.000.000 δραχμών, που εξέδωσαν και αποδέχθησαν οι προαναφερόμενες εταιρείες, αντιπροσώπευσαν πραγματική οφειλή των εταιριών αυτών προς τους ..... και ......, λόγω δανείου, πράγμα που ήταν σε πλήρη γνώση του κατηγορουμένου και τότε πολιτικώς ενάγοντος. Η απόφαση αυτή αποτελεί προδικαστικό ζήτημα στην παρούσα δίκη για την κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, που τελέσθηκαν με την υποβολή της σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος σύμφωνα με το άρθρο 59 του ΚΠΔ. Ο κατηγορούμενος ήταν σε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι η μήνυση την οποία υπέβαλε ήταν ψευδής, εφόσον γνώριζε, ως συνδιαχειριστής και ο ίδιος της ...... EΠΕ, τα οικονομικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε η εταιρία, εξαιτίας των οποίων αναγκάσθηκαν αυτός και ο πολιτικώς ενάγων να σταματήσουν τις εργασίες της και να τις μεταφέρουν σε μια ανενεργή μέχρι το έτος 1998 εταιρία την "........ΕΠΕ", η οποία λειτουργούσε με τις προσπάθειες αμφοτέρων μέσω τρίτων όμως συγγενικών τους προσώπων ως εταίρων και διαχειριστών, αλλά και να λάβουν το πιο πάνω δάνειο, επομένως ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 δεν είχαν υπεξαιρέσει κανένα ποσό από την εταιρία και ότι τα δάνεια που είχε λάβει ήταν πραγματικά και ψευδώς τους κατεμήνυσε και επί πλέον βεβαίωσε ψευδώς το περιεχόμενο της μηνύσεώς του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι πρέπει να διαταχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη για να διακριβωθεί εάν ο γραφικός χαρακτήρας, με τον οποίο γράφτηκαν οι 20 συναλλαγματικές ανήκει στον Ψ1, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον, στην παρούσα κατηγορία που αντιμετωπίζει, δεν έχει έννομη επιρροή στην κατηγορία. Επομένως, εφόσον ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως τόσο σε βάρος του Ψ1 όσο και του ......, και της ψευδορκίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ν'απορριφθεί το αίτημα της αναγνώρισης ελαφρυντικών στο πρόσωπο του κατηγορουμένου". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 229 παρ.1 και 224 παρ.2 και 1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Είναι παραδεκτή η συμπλήρωση του σκεπτικού της απόφασης από το διατακτικό της, μετά του οποίου αποτελεί ενιαίο σύνολο, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, το σκεπτικό δεν είναι απλή επανάληψη του διατακτικού, αλλά σ'αυτό, όπως προειπώθηκε, γίνεται εκτενής αναφορά στα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Αβάσιμα υποστηρίζεται, ότι η προσβαλλομένη στηρίχθηκε αποκλειστικά στο τεκμήριο του άρθρου 366 ΠΚ, συνεπεία της υπ'αρ. 32281/04 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αθωώθηκε ο πολιτικώς ενάγων για την αξιόποινη πράξη της απιστίας κατ'εξακολούθηση, συνεπεία της από 15-6-2000 μήνυσης του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατ'αυτού (πολιτικώς ενάγοντος). Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, αναφέρεται μεν η ως άνω απόφαση, με τη μνεία ότι "αυτή αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την παρούσα δίκη", πλην, όπως, στη συνέχεια, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, ικανά για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, πέραν της ως άνω απόφασης. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι δεν συμπεριλήφθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου, η ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, είναι αβάσιμος, καθόσον, ναι μεν η κατάθεση αυτή πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση ξεχωριστά, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, η έλλειψη όμως της αναφοράς αυτής καλύπτεται, όταν προκύπτει από την αιτιολογία με βεβαιότητα ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη από το δικαστήριο και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης και τις συναφείς παραδοχές της, αναφορικά με τις σχέσεις του πολιτικώς ενάγοντος και του κατηγορουμένου, εξ αφορμής των οποίων προέκυψε η μεταξύ τους αντιδικία, σαφώς προκύπτει ότι η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις άλλες αποδείξεις . Η στο σημείο αυτό μερικότερη αιτίαση, ότι δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η ενώπιον του Δικαστηρίου ένορκη εξέταση του έτερου μηνυτή Ψ2, είναι αβάσιμη, καθόσον, τόσο από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, όσο και από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη, προκύπτει ότι ούτε κατάθεση του αναφερόμενου υφίσταται, ούτε αναφέρεται στα αναγνωστέα έγγραφα. Περαιτέρω, το αίτημα του αναιρεσείοντος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απορρίφθηκε από την προσβαλλομένη με ειδική επαρκή αιτιολογία. Τέλος, αιτιολογημένα απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος για χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, μολονότι τούτο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, εφ' ής η προσβαλλομένη, δεν υποβλήθηκε σαφώς και ορισμένως, δηλαδή με την επίκληση των θεμελιούντων τούτο πραγματικών περιστατικών. Οι περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν απαντήθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του, α) περί υπάρξεως δεδικασμένου που απορρέει από τις υπ'αριθμ. 1) 32281/04 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 2) 34553/04 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 3) 1857/03 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 4) 12202/05 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 5) το υπ'αρ. 1781/03 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, β) περί πλαστότητας των συναλλαγματικών που αναφέρουν οι πραγματογνωμοσύνες και γ) ότι, με τα υπ'αρ......., ..... και ...... ιδιόχειρα σημειώματα, που έγραψε ο μηνυτής Ψ1, αποδεικνύεται ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στο λογαριασμό όψεως της εταιρείας ........ EΠΕ δεν ήταν προϊόν δανείου, αυτές είναι αβάσιμες και απορριπτέες, διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, τέτοιοι ισχυρισμοί δεν υποβλήθηκαν, ούτε και τα αναφερόμενα έγγραφα, προσκομίσθηκαν ούτε ζητήθηκε η ανάγνωσή τους. Συνεπώς, οι εκ του αρ. 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι, κατά δε το μέρος τους, που αναφέρεται στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο, απαράδεκτοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, έγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το αρ. 510 παρ.1 περ.Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το αρ. 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποίο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεί που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά τους, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθ. 358 ΚΠΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα έγινε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας η αναιρεσιβαλλομένη, αναγνώσθηκαν, και λήφθηκαν συνακόλουθα υπόψη για την κρίση περί της ενοχής του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα έγγραφα... η υπ'αρ. 10615 απόφαση του Εφετείου Αθηνών... έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ... δελτίο κατάθεσης ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ... βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης... Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, έγιναν γνωστά στους παράγοντες της δίκης καθόλο το περιεχόμενό τους και, ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε, πάντως, από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητάς του στα πρακτικά της δίκης και ως εκ τούτου ορθώς έλαβε υπόψη της η προσβαλλομένη τα έγγραφα αυτά. Συνακόλουθα, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, κατ'άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-5-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Ψευδής καταμήνυση. 2) Ψευδορκία μάρτυρα. α) Έλλειψη αιτιολογίας. β) Έλλειψη νόμιμης βάσης. γ) Ακυρότητα από την ανάγνωση εγγράφων των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα. Απόρριψη αναίρεσης.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 908/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαλτούδη, για αναίρεση της 900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χρυσούλα Τσιαβού. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1069/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω (υπερχειλής δόλος), σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να αναγράφεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των. Στην περίπτωση δε της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στη πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που, σε δεύτερο βαθμό δίκασε και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ2) κατά μήνα Ιούνιο του 2000 συμπλήρωσε σε ειδικό φύλλο του ειδικού μπλόκ (αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας) της ΔΟΥ Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, που περιήλθαν κατά μη διακριβωθέντα τρόπο εις χείρας του, το όνομα της υπόχρεου (Γ1) τον αριθμό του φορολογικού της μητρώου (.......), με διάρκεια ισχύος της ενημερότητας (ένα έτος) και την ημερομηνία του (17-12-1999) και θέτοντας στη συνέχεια κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου της παραπάνω ΔΟΥ ......., που ήταν αρμόδια για την έκδοση της φορολογικής ενημερότητας, καθώς και την στρογγυλή σφραγίδα της ως άνω υπηρεσίας. Περαιτέρω δε, απεδείχθη ότι του ως άνω πλαστού εγγράφου, έκανε χρήση εμφανίζοντάς το στη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Δανάη Παρπούλα, ώστε να είναι δυνατή η σύνταξη συμβολαίου πωλήσεως ακινήτου και ειδικότερα η σύνταξη του υπ' αριθμό ...... συμβολαίου, σε εκτέλεση του υπ' αριθμό ...... προσυμφώνου της ίδιας συμβολαιογράφου, μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου (Χ1) και της Γ1, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί η ανωτέρω Α.Φ.Ε για λογαριασμό της Γ1, αφού, με το υπ' αριθμό ...... έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Φορ. Εσόδων είχε απαγορευθεί στις ΔΟΥ, η χορήγηση τέτοιας βεβαιώσεως στην ανωτέρω Γ1. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι την απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο, να προβεί στην παραπάνω πράξη προκάλεσε ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ1), προτρέποντας και υποκινώντας αυτόν με πειθώ και φορτικότητα να ενεργήσει ως ανωτέρω αναφέρεται, ώστε έτσι να επιτευχθεί, δι' υλοποιήσεως του παραπάνω προσυμφώνου, η από την εγκαλούσα μεταβίβαση του ακινήτου της σ' αυτόν (2ο κατηγορούμενο). Κατά συνέπεια, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση του πλαστού εγγράφου και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 46 παρ.1, 216 παρ.1 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξ' άλλου, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε σχέση με κάθε περιστατικό που δέχεται, αφού με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων προκάλεσε στο συγκατηγορούμενό του Χ2, την απόφαση να τελέσει την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με συνεχείς παραινέσεις και προτροπές, που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας. Προσέτι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, αφού το τελευταίο περιέχει τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως στο σκεπτικό, είναι δε αυτά που αποδείχθηκαν και όχι άλλα, διαφορετικά. Περαιτέρω, η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού το στοιχείο του δόλου, ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του και διαλαμβάνεται περί του στοιχείου αυτού, αιτιολογία στην κύρια περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, και από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και σ' αυτά του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ και 176, 183 του Κ.Πολ.Δικ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Μαϊου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 900/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζονται σε πεντακόσια(500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως. Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετή η συνδρομή των συνεχών παραινέσεων και προτροπών, χωρίς να είναι αναγκαία η συνδρομή και άλλων στοιχείων. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 907/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σιδέρη, περί αναιρέσεως της 1451-1452/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη, και συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 333/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της με τα άρθρα 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ.1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Για τον κακουργηματικό δηλαδή χαρακτήρα της πράξεως της πλαστογραφίας αρκούσε σκοπός οφέλους ή βλάβης εκ μέρους του υπαιτίου. Με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 προστέθηκε, στο τέλος της παρ. 3 του ως άνω άρθρου, η φράση "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ)". Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, ως προδήλως επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού εκτός από το σκοπό οφέλους ή βλάβης θεσπίζει και πρόσθετο στοιχείο του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως, και στις πράξεις που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του Ν. 2408/1996 (4.6.1996). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 ΠΚ, (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999), "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Προκύπτει, επίσης, από την ίδια διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας), ως ευτελούς ή ιδιαίτερα μεγάλης ή ανώτερης ορισμένου ποσού (75.000 ευρώ ή 15.000 ευρώ) κλπ είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξεως και όχι το άθροισμα του αντικειμένου όλων των μερικότερων πράξεων. Τέλος, η προστεθείσα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 ΠΚ, καθώς και η γενομένη με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα της πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο από τις προηγούμενες (Ολ. ΑΠ 5/2002). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής, και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος (Ολ. ΑΠ 7/2005). Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, ποσού μεγαλυτέρου των 25.000.000 δρχ., πράξη που τέλεσε υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, ανασταλείσα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών σκεπτικού και διατακτικού της ως άνω αποφάσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για το ότι, στις 7.6.1989, 25.7.1989, 15.9.1989, 24.10.1989 (από παραδρομή μνημονευόμενη στο διατακτικό ως 24.12.1989), 16.2.1990 (από παραδρομή, ομοίως, μνημονευόμενη στο διατακτικό ως 16.2.1989), 28.6.1990 και 20.12.1991, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον Χ2 κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό στον εαυτό του και σε άλλον παρανόμου περιουσιακού οφέλους άνω των 25.000.000 δρχ., δια βλάβης τρίτου. Συγκεκριμένα, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου του τμήματος χορηγήσεων στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, η οποία του έδιδε το δικαίωμα να εκπροσωπεί την Τράπεζα στην κατάρτιση πιστωτικών συμβάσεων με πελάτες της, αφού συνήψε με την εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη εταιρεία "ΡΕΦΙΛΚΟΤΟΝ ΑΒΕΕ - ΕΤΟΙΜΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ", αντισυμβληθείσα με το νόμιμο εκπρόσωπό της Χ2, σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό ποσού 10.000.000 δρχ. στις 7.6.1989, καθώς και έξι συμβάσεις, κατά τους ως άνω από 25.7.1989 έως 21.12.1991 χρόνους, αυξητικές του ποσού της πιστώσεως σε 30.000.000, 35.000.000, 55.000.000, 61.000.000, 68.000.000 και 80.000.000 δρχ. αντιστοίχως, παρέδωσε συγχρόνως στον Χ2, ενόψει της καταρτίσεως εγγυητικών συμβάσεων, αντιστοίχων προς τις ως άνω συμβάσεις πιστώσεως (αρχική και αυξητικές), τα έντυπα των εγγυητικών αυτών συμβάσεων και του επέτρεψε να θέσει επ' αυτών, υπό την ένδειξη "ο δηλών εγγυητής", την υπογραφή της Ψ1, την οποία και έθεσε αυτός, με σκοπό να παραπλανήσει τους εκπροσώπους και υπαλλήλους της ανωτέρω Τράπεζας περί της ιδιότητας αυτής ως εγγυήτριας στις συμβάσεις αυτές αποδεχόμενος τις υπογραφές αυτές ως γνήσιες, μολονότι γνώριζε ότι ο Χ2 ενεργούσε χωρίς την εντολή ή συναίνεση της Ψ1 και εν αγνοία της και ότι ο αυτός (Χ2) προέβη στην πράξη του αυτή προκειμένου να προσπορίσει στην εταιρεία ΡΕΦΙΛΚΟΤΙΝ ΑΕΒΕ - ΕΤΟΙΜΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία της Ψ1, ίση προς το ποσόν κάθε συμβάσεως πιστώσεως, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στον Χ2 κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης της Ψ1.Δέχθηκε, ακόμη, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, απορρίπτοντας με παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία συμπροσβάλλεται με την άιτηση αναιρέσεως, αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η πράξη που φέρεται ότι τέλεσε έχει χαρακτήρα πλημμελήματος, το οποίο έχει παραγραφεί, ότι το ποσόν της ζημίας από την ανωτέρω πλαστογραφία είναι το άθροισμα της εκ της εγγυήσεως ευθύνης της Ψ1, δηλαδή το ποσόν των 80.000.000 δρχ. Έτσι όμως, που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 216 ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα, εφόσον το ποσόν του οφέλους που επιδιώχθηκε και αντιστοίχως της ζημίας τρίτου στη συγκεκριμένη κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη για το χαρακτηρισμό του εν λόγω εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν είναι αυτό του αθροίσματος των 80.000.000 δρχ., αλλ' είναι εκείνο της κάθε μερικότερης πράξεως πλαστογραφίας, το οποίο δεν είναι μεγαλύτερο των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), καθόσον το ποσόν αυτό οφέλους και ζημίας της κάθε μερικότερης πράξεως είναι μόνον η διαφορά μεταξύ του ποσού της και του ποσού της αμέσως προηγούμενης μερικότερης πράξεως, κατά το οποίο προσαυξάνετο η εκ της κάθε μερικότερης πράξεως πλαστογραφίας ευθύνη της εγγυήτριας. Εφόσον δε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, υπήρξε εγγύηση ισόποση προς το ποσόν κάθε μερικότερης συμβάσεως, άρα και εγγύηση για το ισόποσο της αρχικής συμβάσεως των 10.000.000 δρχ., το κατά τα ανωτέρω ποσόν οφέλους και ζημίας από την κάθε συγκεκριμένη μερικότερη πράξη πλαστογραφίας ανέρχεται, αντιστοίχως, σε 10.000.000, 20.000.000, 5.000.000, 20.000.000, 6.000.000, 7.000.000 και 12.000.000 δρχ., ήτοι είναι μικρότερο των 25.000.000 δραχμών. Ενόψει αυτών, όλες οι μερικότερες πράξεις της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνιστούν πλημμελήματα, το αξιόποινο των οποίων, εφόσον φέρονται τελεσθείσες στις 7.6.1989, 15.9.1989, 24.10.1989, 16.2.1990, 28.6.1990 και 20.12.1991, εξαλείφθηκε με παραγραφή, η οποία είχε συμπληρωθεί με την πάροδο οκταετίας έκτοτε, ήτοι πολύ πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όφειλε, επομένως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμηνεύοντας τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216, 111, 112 και 113 ΠΚ, να χαρακτηρίσει τις πράξεις αυτές ως πλημμελήματα και να παύσει οριστικώς την κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για όλες τις μερικότερες πράξεις. Είναι, επομένως, βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας, υπό κρίση αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την ανωτέρω πλημμέλεια και πρέπει να γίνει δεκτός, συνακολούθως δε να γίνει δεκτή η εν λόγω αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1451-1452/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το κεφάλαιό της που αφορά στον αναιρεσείοντα Χ1. Και Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, που φέρεται τελεσθείσα με μερικότερες πράξεις στις 7.6.1989, 25.7.1989, 15.9.1989, 24.10.1989, 16.2.1990, 28.6.1990 και 20.12.1991, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της αντίστοιχης κυρίας πράξεως, φερομένης ως τελεσθείσης από τον Χ2, σε βάρος της Ψ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διάταξη της § 3 του άρθρου 216 ΠΚ είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, μετά από τροποποίησή της με το άρθρο 1 § 7 εδ. α΄ του Ν. 2408/1996 και συνεπώς εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 2 § 1 ΠΚ, και στις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996 (4.6.1996). Έννοια κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος. Η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλεια της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος. Για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, η τελευταία μερικότερη πράξη η οποία τελέσθηκε πριν το Ν. 2721/1999, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το όφελος που επιδιώχθηκε από καθεμία μερικότερη πράξη και όχι το άθροισμα του οφέλους ή της βλάβης που επιδιώχθηκε ή προκλήθηκε από το σύνολο των πράξεων. Αναιρείται καταδικαστική, για κακουργηματική κατ’ εξακολούθηση άμεση συνέργεια σε πλαστογραφία, απόφαση και παύει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής διότι το επιδιωχθέν από κάθε μερικότερη πράξη όφελος, η τελευταία των οποίων φέρεται τελεσθείσα την 20.12.1991 δεν είναι μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ. Αναιρεί και Π.Ο.Π.Δ.
Συνέργεια
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Συνέργεια, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
Αριθμός 898/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της 753/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κιλκίς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 16 Ιανουαρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1637/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, άλλως να κριθούν βάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη .....Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ". Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 753/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1552/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για φοροδιαφυγή κατ' εξακολούθηση σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, μετά την απόρριψη αιτήματός του για αναβολή της δίκης, λόγω ανυπέρβλητων αιτίων αδυναμίας εμφανίσεώς του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος, αλλά αντ' αυτού εμφανίσθηκε, ως άγγελος, ο συνεργάτης του ......., ο οποίος ανήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αδυνατεί λόγω ασθενείας του να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκόμισε στο Δικαστήριο την από ..... (ιατρική) γνωμάτευση του ορθοπεδικού ιατρού ........., που αναγνώσθηκε, και ο ίδιος εξετάσθηκε ως μάρτυρας και κατέθεσε τα εξής: "Ο κατηγορούμενος έπεσε και χτύπησε και είναι κλινήρης. Μπορεί να κάνει και εγχείρηση την άλλη εβδομάδα. Προσκομίζω και την ιατρική γνωμάτευση. Δεν ξέρω γιατί δεν έκανε πληρεξούσιο σε δικηγόρο". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση: "Επειδή το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι είναι αληθής ο από τον κατηγορούμενο ως άνω προβληθείς λόγος αναβολής (ασθένειά του λόγω οξ. οσφυαλγίας-ισχυαλγίας Δ.Ε με ριζιτιδικά λόγω δισκοκήλης Ο4 - Ο5), ενώ σημειωτέον ότι η υπόθεση δεν συζητήθηκε την προηγούμενη δικάσιμο, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου του κατηγορουμένου. Θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής". Η αιτιολογία, όμως, αυτή της εν λόγω παρεμπίπτουσας αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι πιο πάνω διατάξεις, γιατί δεν μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το Δικαστήριο για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση του, ούτε αναφέρονται σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του άνω αιτήματος αναβολής, οι συλλογισμοί, με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή, καθώς και οι αποδείξεις που τα στηρίζουν. Δεν εξηγεί, επίσης, η απόφαση τι κατέθεσε ο ειρημένος μάρτυρας του κατηγορουμένου ή τι περιλαμβάνει η ανωτέρω ιατρική γνωμάτευση και πως παρά ταύτα αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σημαντικό αίτιο για αδυναμία εμφανίσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Το γεγονός δε ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και πρότερον αναβολή για την ίδια υπόθεση με βάση την ίδια διάταξη του άρθρου 349 Κ.Ποιν.Δ, δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Επομένως, είναι βάσιμος κατ' ουσίαν ο διαλαμβανόμενος στην κρινόμενη αίτηση σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος. Ύστερα απ' αυτά, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εν λόγω διάταξή της και ως προς την διάταξή της, με την οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, η οποία βασιζόταν στην πρώτη και αναγκαίως συνεχόταν με αυτή, με την έκδοση της οποίας το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του. Πρέπει, ακόμη, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 753/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής και μετά ταύτα απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Δεκτός λόγος αναίρεσης Δ΄ (καθώς και υπέρβαση εξουσίας για την απόρριψη της εφέσεως). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 896/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1548/2003 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1570/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 406/24.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό σας την προκειμένη δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 473 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων γενικώς και συνεπώς και της αναίρεσης κατ'απόφασης, είναι δέκα (10) ημέρες και αρχίζει, όταν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, από τότε που αυτή θα καταχωρηθεί καθαρογραμμένη στο Ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του Ποινικού δικαστηρίου. Εάν ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε με συνήγορο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ'άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ θεωρείται παρών και δεν χρειάζεται επίδοση της απόφασης (βλ. ΑΠ 679/2004 Πράξ. Λογ. Π.Δ. 2004, σελ. 249). ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση από την έκθεση αναίρεσης με αριθμό 37/22-8-2007, που συντάχθηκε από τον Διευθυντή των Φυλακών Τίρυνθας, όπου κρατείται ο αναιρεσείων Χ1, προκύπτει ότι η αναίρεση στρέφεται κατά της με αριθμό 1548/2003 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (βλ. έκθεση). Όμως η απόφαση αυτή που εκδόθηκε στις 14-10-2003, καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο Ειδικό βιβλίο του Εφετείου Αθηνών στις 21-11-2003 (βλ. υπηρεσιακή βεβαίωση), έκτοτε δε άρχισε και η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης, χωρίς να απαιτείται η επίδοση της απόφασης, δεδομένου ότι από τα οικεία πρακτικά προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, εκπροσωπήθηκε στην κατ'έφεση δίκη από τους δικηγόρους Σταύρο Γεωργίου και Χρήστο Κοφίτσα (βλ. πρακτικά). ΙΙΙ. Συνεπώς και δεδομένου ότι στην έκθεση αναίρεσης, δεν αναφέρεται από τον αναιρεσείοντα οτιδήποτε που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). Παράλληλα πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 37/22-8-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου Αγροτικής Φυλακής Τίρυνθας, που ασκήθηκε από τον ίδιο ενώπιον του Διευθυντή της Φυλακής και στρέφεται κατά της 1548/14-10-2003 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 26-9-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 462, 473 παρ. 1 και 3 και 507 παρ. 1α του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης εναντίον τελεσίδικης απόφασης, αρχίζει από τότε που αυτή θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, το οποίο τηρείται από τη γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν ποινικού δικαστηρίου και είναι δέκα (10) ημέρες από τη δημοσίευσή της, εφόσον ο δικαιούμενος, καίτοι απών, εκπροσωπήθηκε στην έκκλητη δίκη από το συνήγορό του (Κ.Π.Δ. 501 παρ. 1), οπότε λογίζεται ως παρών, η εκπρόθεσμη δε άσκησή της συγχωρείται μόνον, όταν στην κατ' άρθρο 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. συντασσόμενη έκθεση άσκησης ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, ενώ, τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το εκπροθέσμως ασκηθέν ένδικο μέσο είναι, ως απαράδεκτο, απορριπτέο και ο ασκήσας αυτό καταδικάζεται στα έξοδα. Εν προκειμένω, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αναίρεσης, με την προσβαλλόμενη 1548/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε με απόντα τον αναιρεσείοντα, αλλά εκπροσωπηθέντα από τους συνηγόρους του Σταύρο Γεωργίου και Χρήστο Κοφίτσα, οπότε και αυτός λογίζεται ως παρών, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό σε συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση σε βάρος τράπεζας κατ' εξακολούθηση, της απλής συνέργειας σε απάτη, τελεσμένη και σε απόπειρα, κατ' επάγγελμα και συνήθεια και για σύσταση συμμορίας. Η ανωτέρω τελεσίδικη και πληττόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Εφετείου Αθηνών στις 21.11.2003, σύμφωνα με την από 31.8.2007 υπηρεσιακή βεβαίωση, οπότε και άρχισε η προθεσμία προς άσκηση της αίτησης αναίρεσης, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 22.8.2007, με τη σύνταξη σχετικής έκθεσης από το Διευθυντή της Αγροτικής Φυλακής Τίρυνθας, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, ήτοι μετά την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας. Εξάλλου, ο αναιρεσείων, στην έκθεση αναίρεσής του, δεν αναφέρει ότι το εκπρόθεσμο της άσκησής της οφείλεται σε γεγονός ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Κατόπιν αυτών πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί, ως απαράδεκτη η ένδικη αίτηση, λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεώς της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 37/22.8.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 1548/14.10.2003 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών κατά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, διότι εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Απορρίπτει.
Κατηγορούμενος
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Κατηγορούμενος.
0
Αριθμός 893/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Μιλτιάδη Μαγγίβα και Ιωάννη Μαύρο, περί αναιρέσεως της 171/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 15.6.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 5990/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το άρθρο 365 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη, για τους λόγους που ενδεικτικώς αναφέρovται σ' αυτή τη διάταξη. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμη δεν συνέτρεξε νόμιμη περίπτωση, εφόσον δεν αντέλεξε ο κατηγορούμενος. Εξ' άλλου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα κατηγορίας, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και από το άρθρο 14 παρ, 2 στοιχ, ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16- 12-1996, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το v. 2462/1997 και ισχύει από 5-8-1997 (ΦΕΚ Α.25), να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ, 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση, πλην άλλων, ότι η ανάγνωση αυτής έγινε παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τις αναγνωσθείσες καταθέσεις των μαρτύρων, Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5 και Γ6, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποιο στάδιο αυτές λήφθηκαν και ενώπιον ποιας αρχής, ακόμη δε αν αυτές λήφθηκαν με όρκο ή χωρίς όρκο και, με τον τρόπο αυτό, δεν δόθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλει ερωτήσεις σ' αυτούς, μολονότι δεν αποδείχθηκε το ανέφικτο της κλήτευσής τους, είναι αβάσιμος, ενόψει του ότι, από τα ενσωματωμένα στην απόφαση που προσβάλλεται, πρακτικά της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι η ανάγνωση των μαρτυρικών καταθέσεων, έγινε χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και, συνεπώς, δεν επήλθε καμία ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, ο λόγος αυτός. Περαιτέρω, το υπό του άρθρου 258 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, περιλαμβανόμενο στο ΙΒ' κεφάλαιο του ιδίου Κώδικα "περί των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία", είναι διάφορο του υπό του άρθρου 375 του αυτού κώδικα προβλεπομένου εγκλήματος της κοινής υπεξαιρέσεως, που περιλαμβάνεται στο ΚΓ' κεφάλαιο του Π.Κ. "περί των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας". Το δε άρθρο 379 του αυτού Κώδικα, που περιλαμβάνεται στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο και θεσπίζει την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως (άρθρα 372 και 375 Π.Κ.) και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 Π.Κ.) Επομένως, οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως δεύτερος λόγος αυτής, καθώς και ο πρώτος των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα προβάλλεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ στην κρινόμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε στον αναιρεσείοντα τη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως, της ειλικρινούς μεταμέλειας, είναι αβάσιμος, καθόσον η διάταξη αυτή, δεν έχει εφαρμογή επί του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, ενώ η αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, αποτελεί διαφορετική περίπτωση εκείνης της διατάξεως του άρθρου 379 του Π.Κ, η δε αποδοχή της ελαφρυντικής περιστάσεως, δεν συνεπάγεται και την αντίστοιχη αποδοχή του άρθρου 379 του ίδιου Κώδικα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επειδή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ ότι "με την ποινή (της προηγουμένης παραγράφου 1) τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Εξ' άλλου, υπάλληλος κατά μεν το άρθρο 13 περ. α' του ΠΚ, είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κατά δε το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο, κατά την έννοια της άνω διατάξεως του εδ. α' του άρθρου 13 του ΠΚ, προϋπόθεση είναι η εκ προθέσεως μεταβολή της εννοίας του εγγράφου κατά τρόπο που επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αποδεικτικής του ισχύος του, που δύναται να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Η μεταβολή αυτή δύναται να τελεστεί, είτε με την προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών, φράσεων κλπ, είτε και με την απόσβεση ή ξέση τέτοιων στοιχείων, καθ' οιονδήποτε τρόπο και με την αναγραφή, αντί αυτών, άλλων. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ, δύναται να είναι και ο εκδότης του, εφόσον η μεταβολή του περιεχομένου του προκλήθηκε από αυτόν χωρίς δικαίωμα σε χρόνο κατά τον οποίο τούτο έλαβε θέση έναντι εννόμου σχέσεως σύμφωνα με τον προορισμό του ή κάποιος άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις καταθέσεις των μαρτύρων Δικαίου ......., ........, Γ3, Γ4 και Γ5, που εξετάσθηκαν ενόρκως, την ανάγνωση στο ακροατήριο των καταθέσεων των απόντων μαρτύρων Γ1, Γ2, Γ6, που λήφθηκαν κατά την προδικασία και κατά τη διενέργεια ΕΔΕ, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας απόφασης, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την πράξη της νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο κατ' εξακολούθηση, για την οποία μόνο πλήττεται, με τον προβαλλόμενο λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση: "Ο κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος του γραφείου Ναυτολογίας του Λ/Χ Κεφαλληνίας για τη βεβαίωση, είσπραξη και απόδοση, στον Προϊστάμενο του Γραφείου Λιμενικής Αστυνομίας των λιμενικών τελών που εισέπραττε, ως δικαιώματα υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας τόσο για τις προσορμίσεις και πρυμνοδετήσεις πλοίων, όσο και για τα δρομολόγια αυτών, έπρεπε τα εισπραττόμενα ποσά αυτά να τα αποδίδει στον Προϊστάμενο του Γραφείου Λιμενικής Αστυνομίας του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας για να κατατεθούν κατά ποσοστό 92% σε τραπεζικό λογαριασμό υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας και κατά το υπόλοιπο ποσοστό να αποδοθούν στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) ως πόρος αυτού. Παρά ταύτα, όμως, ο κατηγορούμενος, ενώ: α) την 3-6-1999, εισέπραξε, για τον μήνα Μάιο 1999, δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ1, που ανέρχονταν στο ποσό των τριακοσίων τριάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι (338.866) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ...... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, β) την 8-9-1999^ εισέπραξε, για τον μήνα Αύγουστο 1999, δικαιώματα διπλών δρομολογίων για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ2, που ανέρχονταν στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα (32.860) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ....... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, γ) την 3-9-19991, εισέπραξε, για τον μήνα Αύγουστο 1999 δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ2, που ανέρχονταν στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων πενήντα οκτώ (563.058) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ..... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, δ) την 7-1-2000, εισέπραξε για τον μήνα Δεκέμβριο 1999 δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ ......, που ανέρχονταν στο ποσό των πεντακοσίων οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο (508.992) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. .... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων δεν απέδωσε τα ποσά αυτά, ως υποχρεούτο, αλλά τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Περαιτέρω, την 3-9-99, χρησιμοποιώντας τετραπλότυπα, που του ήταν εμπιστευμένα και προσιτά, λόγω αυτής της υπηρεσίας του, στο υπ' αριθμ..... πρωτότυπο λευκού χρώματος στέλεχος του τετραπλοτύπου Λιμενικών Δικαιωμάτων, στο οποίο αναγραφόταν μόνο ο αριθμός "23" άνευ άλλης εγγραφής, παραποίησε τον αριθμό "2" σε αριθμό "8" με την εγγραφή μικρής γραμμής που ένωνε την αρχή με το τέλος του αριθμού "2", ακολούθως δε έθεσε ιδιοχείρως τις πιο κάτω αναφερόμενες καταγραφές στις ακόλουθες ενδείξεις: στην ένδειξη "Ο κ." την καταγραφή "Γ6", στην ένδειξη "εκπρόσωπος του πλοίου" την καταγραφή "Ζ2", στην ένδειξη "είδος" την καταγραφή "Ε/Γ-Ο/Γ", στην ένδειξη "Νηολ." την καταγραφή "......", στην ένδειξη "Κ.Ο.Χ." την καταγραφή ".....", στην ένδειξη "που κατέπλευσε την" την καταγραφή "1-8-99", στην ένδειξη "και απέπλευσε την" την καταγραφή "31-8-99", στην ένδειξη: "Α. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΕΩΣ Κ.Ο.Χ." την καταγραφή "4328X3, 12X31" και το χρηματικό ποσό των "418.604" δραχμών, στην ένδειξη "Γ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΕΩΣ Ημέρες" την καταγραφή "31X30, 92X112μ" και το χρηματικό ποσό των "107.354" δραχμών, επιπρόσθετα ανέγραψε την ένδειξη "ΕΞΤΡΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ 35X1060" και το χρηματικό-ποσό των "37.100" δραχμών, στην δε ένδειξη "ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΥΝΟΛΟΝ: ΔΡΧ", ανέγραψε το χρηματικό ποσό των "563.058" δραχμών και τέλος, αφού ανέγραψε τις ενδείξεις: "...... 03-09-1999", έθεσε ιδιοχείρως τύπο υπογραφής στην ένδειξη "Η ΛΙΜΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ" και σφραγίδα του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας και έτσι φαινόταν ότι ο εκπρόσωπος του Ε/Γ-Ο/Γ "......", Γ6 κατέβαλε την 3-9-1999 δικαιώματα υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας προσορμίσεως, πρυμνοδετήσεως και έξτρα δρομολογίων για το ως άνω πλοίο, για το από 1-8-1999 έως 31-8-1999 χρονικό διάστημα, που ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων πενήντα οκτώ (563.058) δραχμών και εξεδόθη προς τούτο το υπ' αριθ. ...... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, αυτή δε τη νόθευση εγγράφου έπραξε με σκοπό να παραπλανήσει τον ιδιώτη Γ6, που του κατέβαλε το ανωτέρω ποσό, σχετικώς με το ότι ακολουθήθηκε η νομότυπη διαδικασία για τη βεβαίωση της είσπραξης του καταβληθέντος ποσού για λιμενικά τέλη, δια της εκδόσεως νόμιμης απόδειξης/τετραπλοτύπου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για χρήση από τον κατηγορούμενο εγγράφου που νόθευσε, με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη ιδιοποίηση εκ μέρους του ανωτέρου ποσού. Τέλος, την ...., ως προϊστάμενος της Γραμματείας της ίδιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου έχοντας πρόσβαση στα έγγραφα του Λ/Χ προς το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας, στο υπ' αρ. πρωτ: ..... από .... διαβιβαστικό έγγραφο του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας προς το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας με θέμα: "Εισπράξεις Λιμενικών Τελών" μηνός Δεκεμβρίου 1999, μετά την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου από τον Λιμενάρχη Αντιπλοίαρχο Λ.Σ ......, προσέθεσε ιδιοχείρως στον πόδα του εγγράφου υπό τον γενικό τίτλο: "ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΝΤΑΙ" τη φράση "5. Μπλοκ χρήσεως 1999 (7)" και έτσι φαινόταν ότι υπεβλήθησαν από το Λιμεναρχείο Κεφαλληνίας στο Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας επτά (7) μπλοκ χρήσεως 1999 ως συνημμένα στο ανωτέρω διαβιβαστικό έγγραφο, αυτό δε έπραξε με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση αυτού του εγγράφου το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας σχετικώς με το ότι είχαν υποβληθεί συνημμένως σε αυτό τα εν λόγω επτά (7) μπλοκ αποδείξεων, γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, αφού έτσι δεν γινόταν αντιληπτή η μη υποβολή των δυο (2), εκ των επτά (7), μπλοκ αποδείξεων που φέρονταν ως απολεσθέντα. Στη συνέχεια, το Αναθεωρητικό (Πενταμελές) Δικαστήριο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 242 παρ.2 του Π.Κ, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Πενταμελές Δικαστήριο Αθηνών, προκύπτει ότι αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος νόθευσε το επίμαχο έγγραφο κατά τα ως άνω στοιχεία του, γνώριζε, λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου της Λιμενικής Αρχής, ότι το συγκεκριμένο έγγραφο, ήταν προσιτό σ' αυτόν και ότι σκοπό είχε να παραπλανήσει ο ίδιος κάποιον άλλο, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και που αφορούσαν τον παραπλανώμενο ιδιώτη Γ6. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και δεύτερος εκείνου των προσθέτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό, 2 και από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση και τους επ' αυτής από 15-6-2007 πρόσθετους λόγους, του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 171/19-9-2006 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία (258 ΠΚ). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν επιφέρει ακυρότητα η ανάγνωση μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν στην προδικασία, εφόσον δεν αντέλεξε στην ανάγνωσή τους ο κατηγορούμενος. Δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Στοιχεία 242 παρ. 2 ΠΚ. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Ψευδής βεβαίωση, Μάρτυρες.
0
Αριθμός 892/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως των αποφάσεων υπ' αριθμ. 2334/2005 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και 897/2004 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς. Τα ως άνω Πλημμελειοδικεία, με τις ως άνω αποφάσεις τους διέταξαν όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση των αποφάσεων αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.8.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1773/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 435/2.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 12624/10-8-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά των υπ'αριθμ. 1) υπ'αριθμ. 897/12-10-2004 και 2) υπ'αριθ. 2334/05, αντίστοιχων αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου Κρήτης και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 § 3 Κ.Π.Δ., η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε, με την τήρηση των οριζομένων στο άρθρο 474 § 1 Κ.Π.Δ. και με δήλωση που περιέχει όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία 20 ημερών. Από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 473 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι για να συντελεσθεί η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, με την προαναφερόμενη δήλωση, πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή και όχι κατ'άλλο τρόπο, όπως είναι η αποστολή ταχυδρομικώς ή η εγχείρισή του στην Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (Α.Π. 24/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 565 Κ.Π.Δ., "κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από τον καταδικασμένο". Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αναίρεσή του βάλλει το μεν κατά της υπ'αριθ. 897/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, η οποία εξεδόθη παρόντος αυτού και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο (άρθρο 142 § 2 Κ.Π.Δ.) στις 5-11-2004, το δε κατά της υπ'αριθ. 2334/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου Κρήτης που έκρινε αντιρρήσεις του εκ του άρθρου 565 Κ.Π.Δ. Αναφορικά με την πρώτη των παραπάνω αποφάσεων, ανεξαρτήτως του ότι δεν τηρήθηκαν για την άσκηση της αναίρεσης κατ'αυτής οι διαγραφόμενοι από το άρθρο 474 Κ.Π.Δ. τύποι, είναι εκπρόθεσμη η αναίρεση αφού ασκήθηκε μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από της καταχωρίσεως της σχετικής αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο και ως εκ τούτου απαράδεκτη. Δεν επικαλείται άλλωστε ο αναιρεσείων περιστατικά που συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, συνεπεία των οποίων κατέστη αδύνατη η άσκηση της αναιρέσεως αυτής εμπροθέσμως, καθώς και τα αποδεικνύοντα τα περιστατικά αυτά αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να θεωρηθεί δικαιολογημένη η εκπρόθεσμη άσκησή της (ΑΠ 1644/2000 και 823/2000 Π. Χρ. ΝΑ/717 και 317 αντίστοιχα). Ούτε εχώρησε επίδοση της απόφασης αυτής στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με δικαστικό επιμελητή, όπως αξιώνει η παράγραφος 2 του άρθρου 473 του Κ.Π.Δ. μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή προθεσμία. Περαιτέρω αναφορικά με την δεύτερη των παραπάνω αποφάσεων, η κρινόμενη αναίρεση είναι απαράδεκτη το μεν διότι ασκείται δια της διαβιβάσεώς της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δια του διευθυντού της Κλειστής Φυλακής Τρικάλων χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 474 του Κ.Π.Δ., να συνταχθεί δηλαδή η οικεία έκθεση, το δε αν ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί αυτή τη δήλωση άσκησης αναίρεσης προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 § 2 Κ.Π.Δ.), είναι επίσης απαράδεκτη, διότι η επί των αντιρρήσεων του άρθρου 565 του Κ.Π.Δ. εκδιδόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική και δεν επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης κατ'αυτής με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 12624/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 24 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε, εκτός από την τήρηση των οριζόμενων στο άρθρο 474 παρ.1 ΚΠΔ και με δήλωση που περιέχει όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία 20 ημερών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι,για να συντελεστεί η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, με την προαναφερόμενη δήλωση,πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή και όχι κατ' άλλο τρόπο, όπως είναι η αποστολή του ταχυδρομικώς ή η εγχείρισή του στη Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, όπως από το περιεχόμενο αυτής προκύπτει, στρέφεται κατά της υπ' αριθμό 897/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε α) για κατοχή και χρήση πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών και χρηματική ποινή 2000 ευρώ, και β) για απόδραση κρατουμένου, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Η εν λόγω όμως αίτηση αναιρέσεως, όπως προκύπτει απ' αυτή και από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τη διακρίβωση του παραδεκτού της αναιρέσεως, δεν επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με δικαστικό επιμελητή, κατόπιν εντολής προς αυτόν από τον αναιρεσείοντα, αλλά περιήλθε στην υπηρεσία της Εισαγγελίας, κατόπιν διαβιβάσεώς της από το Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, στο οποίο αυτός εκρατείτο, και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό 2354/31-8-2007. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες από το νόμο διατυπώσεις, πρέπει, προεχόντως για το λόγο αυτό, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πέραν τούτων, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και για το λόγο ότι ασκήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των 10 ημερών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 του Κ.Π.Δ. Τούτο, γιατί, ο αναιρεσείων, ενώ, ήταν παρών κατά την συνεδρίαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και η απόφαση καταχωρίστηκε στο τηρούμενο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων, την 5 Νοεμβρίου 2004, όπως προκύπτει από την επ' αυτής σημείωση του αρμοδίου γραμματέα, αυτός άσκησε την αναίρεση την 10-8-2007, ήτοι μετά παρέλευση περίπου τριών (3) ετών. Σημειώνεται, ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται την ύπαρξη ανώτερης βίας ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα, εξαιτίας του οποίου δεν μπόρεσε αυτός, να ασκήσει εγκαίρως το ένδικο αυτό μέσο. 'Οσον αφορά δε, την ως άνω αίτησή του, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ' αριθμό 2334/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, με την οποία έγιναν δεκτές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 565 του Κ.Π.Δ, οι αντιρρήσεις του, κατά της υπ' αριθμό 2570/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, είναι επίσης απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω μη τηρήσεως των διατυπώσεων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 474 του Κ.Π.Δ, αφού, η αίτησή του απλώς διαβιβάστηκε, από το ίδιο Κατάστημα Κράτησης, προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Πέραν τούτων, η ως άνω αίτησή του, είναι απαράδεκτη και για το λόγο, ότι η απόφαση που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων του άρθρου 565 του Κ.Π.Δ, δεν είναι καταδικαστική απόφαση, και κατ' αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση αυτού του ενδίκου μέσου, με τον παραπάνω τρόπο (δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω αίτησή, ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 12624 από 10-8-2007, αίτηση του Χ1, κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, κατά της υπ' αριθμό 897/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς και της υπ' αριθμό 2334/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220)ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως, λόγω μη τηρήσεως των διατυπώσεων του άρθρου 474 Κ.Π.Δ., αλλά και λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Απαράδεκτη η αναίρεση κατά αποφάσεως που δέχθηκε αντιρρήσεις κατά το άρθρο 565 του ίδιου Κώδικα. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 891/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. X1 2. X2 που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Μιχαλοπούλου και 3. X3 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μερέτη, περί αναιρέσεως της 718/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον X4. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Νοεμβρίου 2007 και 2 Νοεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1909/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, α) η με αριθμό 63/2-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του X3 και β) η με αριθμό 64/5-11-2007 αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από τους κατηγορούμενους X1 και X2, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 718/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Επειδή, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ' άλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά το άρθρο 88 παρ.1 του ισχύοντος κατά τον προκείμενο κρίσιμο χρόνο Ν.3386/2005 " Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου..... και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή προώθησή τους, ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. Συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων(15.000) έως πενήντα χιλιάδων(50.000) ευρώ, για κάθε μεταφερόμενο άτομο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή με σκοπό το παράνομο κέρδος, ή αν ο υπαίτιος είναι δημόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας.". Εξ' άλλου, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' Π.Κ., στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κυρίας πράξης, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κυρίας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του, ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: " Ο πρώτος των κατηγορουμένων (X4), μη διάδικος στην παρούσα δίκη, στον ..... Αλεξανδρούπολης, στις 15.9.2006 ως οδηγός του υπ' αριθμό ...... ΙΧ φορτηγού αυτοκινήτου-βυτιοφόρου, μετέβη από το ...... στην Αλεξανδρούπολη και παρέλαβε από τον ...... (58) αλλοδαπούς, όπως τα στοιχεία ταυτότητας αυτών παρατίθενται στο διατακτικό, υπηκόους του Ιράκ, Πακιστάν, Παλαιστίνης και Μαρόκου κατά περίπτωση, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα καθόσον στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων. Οι εν λόγω αλλοδαποί είχαν μεταφερθεί στο άνω σημείο μέσω του ποταμού 'Εβρου (συνοριογραμμή Ελλάδος-Τουρκίας)με διαπεραίωση από Τούρκο υπήκοο με το κύριο όνομα ......, αγνώστων λοιπών στοιχείων και με σκοπό να προωθηθούν στο εσωτερικό της χώρας, ο πρώτος δε των κατηγορουμένων τους επιβίβασε στο προαναφερόμενο όχημα με προορισμό την Αθήνα. Οι λοιποί των κατηγορουμένων παρείχαν στον πρώτο άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια της άνω πράξεως και στην εκτέλεσή της. Ειδικότερα, οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (ήδη πρώτος και δεύτερος των αναιρεσειόντων) X1 και X2, με το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο δεύτερος, με συνοδηγό τον τρίτο, προπορευόταν του ανωτέρω φορτηγού-βυτιοφόρου οχήματος, στο οποίο είχαν επιβιβαστεί οι λαθρομετανάστες με σκοπό να εξασφαλίσουν την ασφαλή διέλευση αυτού, ήτοι να διερευνούν την τυχόν εμφάνιση ανδρών της συνοριακής φύλαξης και να ειδοποιήσουν τον πρώτο των κατηγορουμένων, ώστε να λάβει μέτρα προς αποφυγή οικείου ελέγχου. Στο εν λόγω δε αυτοκίνητο, βρέθηκαν τέσσερα κινητά τηλέφωνα, μεταξύ των οποίων και ένα που ανήκει στον πρώτο, όπως και σημείωμα με το όνομα του τετάρτου των κατηγορουμένων. Ο τέταρτος αυτών, τις νυκτερινές ώρες της 14ης προς 15η -9-2006, με το σκύλο του κινείτο στην περιοχή του ..... και στο προαναφερθέν σημείο επιβιβάσεως των λαθρομεταναστών και επιμελήθηκε της επιβίβασης (βλ. κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας) στην οποία αναφέρει κατά τα κρίσιμα σημεία: "μας ενημέρωσαν ότι τη μεταφορά θα την κάνει ο X3 . Ο τέταρτος κατηγορούμενος έμοιαζε να έκανε κουμάντο κατά τη φόρτωση". Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, να απορριφθούν δε οι ισχυρισμοί του δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή συνέργεια, καθόσον συνέτρεξε στο πρόσωπό τους άμεσος δόλος υποστήριξης της κυρίας πράξεως και συνδρομή προς εξασφάλιση της τελέσεως αυτής, όπως και αυτοί των ελαφρυντικών περιστάσεων της καλής μετέπειτα συμπεριφοράς, η επίκληση της οποίας προβλήθηκε αορίστως χωρίς αναφορά περιστατικών εξειδίκευσής της". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε μεταφορά-διευκόλυνση και προώθηση αλλοδαπών στη Χώρα (άρθρο 88 παρ.1α του ν. 3386/2005) και επέβαλε στον καθένα από αυτούς συνολική ποινή φυλάκισης 183 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ την ημέρα και συνολική χρηματική ποινή 176.000 ευρώ. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 46 παρ.1β του Π.Κ, και άρθρο 88 παρ.1α του ν. 3386/2005, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι αναιρεσείοντες, παρείχαν κατά τη διάρκεια της τέλεσης και κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξης, στο συγκατηγορούμενό τους και μη διάδικο στην παρούσα δίκη, X4, κατά την υπ' αυτού οδήγηση του οχήματός του, στο οποίο επέβαιναν οι 58 λαθρομετανάστες, άμεση συνδρομή. Συγκεκριμένα, ενώ, ο X4, μετέφερε από την περιοχή του ..... της Αλεξανδρούπολης, με προορισμό την Αθήνα, τους 58 λαθρομετανάστες, οι X1 και X2, που επέβαιναν στο υπ' αριθμό κυκλοφορίας ...... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος από αυτούς, X1, με συνοδηγό το δεύτερο, X2, προπορεύονταν του οχήματος στο οποίο επέβαιναν οι λαθρομετανάστες, με τον οποίο(X4), οι τελευταίοι (X1 και X2), διατηρούσαν επαφή, μέσω ενδοεπικοινωνίας με τη χρήση κινητών τηλεφώνων, ώστε, σε περίπτωση εμφάνισης κατά τη διαδρομή προς Αθήνα, συνοριοφυλάκων, να τον ειδοποιήσουν έγκαιρα, και να λάβει τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να αποφύγει οποιοδήποτε έλεγχο. Επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι και ο αναιρεσείων X3, παρέσχε άμεση συνδρομή, στον X4, με την ενεργό παρουσία του, αρχικά στο χώρο επιβίβασης των λαθρομεταναστών, επιμελούμενος στη συνέχεια αυτής και καθοδηγώντας τους προς το όχημα του X4, προκειμένου στη συνέχεια να μεταφερθούν στον τελικό προορισμό τους στην Αθήνα. Επισημαίνεται επίσης, και η ανεύρεση σχετικού σημειώματος στο υπ' αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, με επιβαίνοντες τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων, στο οποίο (σημείωμα) υπήρχε το όνομα του X3. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών, δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να τους απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Περαιτέρω, για να συντρέξουν οι από το άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α και ε του ΠΚ προβλεπόμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρ. 83 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να συνδυάζονται με περιστατικά, τα οποία πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος X1, ζήτησε δια του συνηγόρου του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε του ΠΚ) και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος X2, το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2α του Π.Κ). Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, απέρριψε τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων ως αόριστους. Και πράγματι, οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν προταθεί αορίστως, εφόσον οι κατηγορούμενοι δεν επικαλέστηκαν περιστατικά, παρά μόνο περιορίστηκαν να ζητήσουν την αναγνώριση ελαφρυντικών της καλής συμπεριφοράς ο 2ος (X1) και του εντίμου βίου ο 3ος (X2), όπως και ο (μη αναιρεσείων) και ο 4ος (X3), και, επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή τους ειδικά και εμπεριστατωμένα, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, σχετικός λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 369 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ο οποίος (ή ο συνήγορος αυτού) έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή σε κάθε ποινική δίκη, η δε παραβίασή τους επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1, περ. δ' του ΚΠοινΔ, γιατί αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά την υποβολή των αυτοτελών ισχυρισμών από τους πληρεξουσίους των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, και την πρόταση του Εισαγγελέα, η Πρόεδρος ρώτησε τους κατηγορούμενους αν έχουν να προσθέσουν κάτι για την υπεράσπισή τους και οι κατηγορούμενοι απάντησαν αρνητικά. Επομένως, δεν επήλθε καμία εν προκειμένω ακυρότητα της διαδικασίας και είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλουν οι αναιρεσείοντες απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω μη ακροάσεώς τους. Συνακόλουθα, και μη υπάρχοντος προς εξέταση, άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 63/2 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του X3 και την υπ' αριθμό 64/5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση των X1 και X2 αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμό 718/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταφορά. Προώθηση στη χΧώρα λαθρομεταναστών. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αιτιολογία και ως προς της απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, που προβλήθηκαν αόριστα. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (έλλειψη ακρόασης). Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αλλοδαπού παράνομη μεταφορά.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 890/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .....που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πρόκο, περί αναιρέσεως της ΒΤ1282/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1196/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997 "Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου (ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες κλπ), η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή .......". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, η οποία ορίζει "στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) στις ημεδαπές Α.Ε, οι Πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές, ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα δια νόμου, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση ή διαχείριση αυτών. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί η και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 1282/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "Πλεκτήρια Κομοτηνής ΑΒΕΕ" με πρόθεση οφείλει κατά το διάστημα από 30-9-2000 έως 29-12-2003 στη ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, το ποσό των 163.351,05 ευρώ, που αφορά οφειλή του από δάνειο, εισπρακτέο κατά τη διάταξη περί είσπραξης δημοσίων εσόδων, που έπρεπε να καταβληθεί σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στον από 20-4-2004 πίνακα χρεών που αναγνώσθηκε και αποτελεί μέρος της δικογραφίας, οπότε είναι άριστα γνωστός στον κατηγορούμενο". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1,2 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 παρ.1 ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 25 παρ.2 του νόμου 1882/1990 όπως τροπ. με άρθρο 23 Ν.2523/1997 και άρθρο 20 του ίδιου νόμου), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται το Δικαστήριο, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξάλλου, με πληρότητα αναφέρονται στην απόφαση, όλα τα κρίσιμα στοιχεία του ως άνω εγκλήματος και συγκεκριμένα η πράξη βεβαιώσεως των χρεών, η αρχή που προέβη στη βεβαίωσή τους (ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς), ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ), και το ληξιπρόθεσμο του χρέους. Περαιτέρω, δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού, ως προς το στοιχείο της ιδιότητας, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αυτή δηλαδή του διευθύνοντος συμβούλου, της εταιρείας με την επωνυμία " ΠΛΕΚΤΗΡΙΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΑΒΕΕ", ιδιότητα, η οποία επισύρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 του ν. 1882/1990, τις προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις, και όχι αυτή του νομίμου εκπροσώπου της αυτής ως άνω εταιρείας, που αναφέρεται στο σκεπτικό, αφού κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση γεγονός, αποτελούσε η ιδιότητα που αυτός είχε, αυτή του Διευθύνοντος Συμβούλου, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η από το Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Ιουνίου 2007 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθμό 1282/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή. Μη καταβολή οφειλόμενων φόρων. Αναίρεση με επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν υπάρχει αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού από το γεγονός ότι στο σκεπτικό φέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος και στο διατακτικό ως διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή.
0
Αριθμός 889/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γαλετσέλη, περί αναιρέσεως της 7233/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 91/08. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 περ. δ' της τελευταίας αυτής διάταξης, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται, όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ, "κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα". Ως έγγραφο που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλεπούσες αυτήν διατάξεις. Γι' αυτό άλλωστε και οι ένορκες βεβαιώσεις διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 364 ΚΠΔ ως "υπόλοιπα" (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 365 του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τη βασιμότητα του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησε να αναγνωσθεί και η με αριθμό ........ ένορκη βεβαίωση μάρτυρα, που είχε ληφθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Κυριαννάκη - Κοντογιάννη. Το Δικαστήριο, όμως, με την παρεμπίπτουσα απόφαση του, απέρριψε το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος και υπέπεσε έτσι στην υπό του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια, αφού, στο ακροατήριο επιτρεπτά αναγιγνώσκονται οι ένορκες βεβαιώσεις, ως λοιπά έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων στην προδικασία, κατά άρθρο 365 του ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας, όπως αυτός εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο, γιατί δεν αναγνώσθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας, η, από 3-5-2007, ως άνω ένορκη βεβαίωση, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 7233/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 1 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση του λόγου της απόλυτης ακυρότητας, γιατί το Δικαστήριο της ουσίας, απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου, για ανάγνωση ένορκης βεβαίωσης, ως εγγράφου, που δόθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα.
1
Αριθμός 887/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρακώστα, περί αναιρέσεως της 5981/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1598/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 22 παρ.6 εδ. α του ν.1599/1986, όπως ίσχυσαν κατά το χρόνο τέλεσης της κατωτέρω αναφερόμενης πράξεως, γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου, που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί. 'Οποιος δε εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ (άρθρο 22). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του, από την τελευταία διάταξη, προβλεπόμενου εγκλήματος, απαιτείται, εκτός των άλλων, η δήλωση των ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο (όχι δε μόνον γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα. Ως αρχή δε νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατά την ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς αυτού νόμους. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση, για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της χρήσης απαιτείται: α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 του ΚΠολΔ, έγγραφο, για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο δια του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος, έστω και από αμέλεια ή ευπιστία, στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη, ενέχων τη γνώση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές είτε για τον εαυτό του, είτε για άλλον τρίτο, αλλά και τη θέληση να προκαλέσει την αναληθή βεβαίωση ή να τη χρησιμοποιήσει με σκοπό να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το αναληθώς βεβαιούμενο περιστατικό. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται η, προς τον σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου. Η παραδοχή περισσότερων από ένα τρόπο τελέσεως, εφόσον αλληλοαναιρούνται, δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως. Η πλημμέλεια όμως αυτή δεν επέρχεται, όταν αναφέρονται η παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η απόκρυψη αληθινών γεγονότων, αλλά προκύπτει ότι η πράξη τελέστηκε με τον πρώτο η δε αναφορά στην απόφαση και του δεύτερου, δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της πράξεως, αλλά προσδιορίζει τον δόλο του δράστη, δηλαδή τη γνώση ότι οι παραστάσεις ήταν ψευδείς. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου, που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 3936/2006 απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, " ότι η κατηγορούμενη υπάλληλος του ΙΚΑ, προσήλθε στο κατάστημα του Δημοτολογίου του Δήμου Περιστερίου Αττικής, προσκομίζοντας: 1) την 379/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεώς της, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία διορθωνόταν το έτος γεννήσεως της από το 1953 στο 1950 και 2) αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως του Ληξιάρχου Βενεράτου Ηρακλείου Κρήτης, στο περιθώριο της οποίας είχε διορθωθεί η ημερομηνία γέννησης, σύμφωνα με την άνω απόφαση, και ζήτησε τη διόρθωση του Δημοτολογίου όσον αφορά την ημερομηνία γέννησής της. Ταυτόχρονα ζήτησε την έκδοση πιστοποιητικού γεννήσεώς της. Οι υπάλληλοι του Δημοτολογίου, χωρίς να ακολουθήσουν την προβλεπόμενη με το ΠΔ 497/1991 διαδικασία για τη διόρθωση ηλικίας γυναίκας με μόνη την απόφαση αυτή προχώρησαν στην αιτούμενη διόρθωση καθώς και στην χορήγηση πιστοποιητικού γέννησης (με αρ. ......), στο οποίο αναγραφόταν ως ημερομηνία γέννησης η 2α Νοεμβρίου 1950. Τούτο όμως, ήταν ψευδές, καθόσον η αληθής ημερομηνία γέννησης της κατηγορουμένης ήταν η 2/11/1953, που επιβεβαιώνεται από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων, το μαθητολόγιο του Δημοτικού Σχολείου, που παρακολούθησε καθώς και η πράξη βαφτίσεως της το 1954, ενώ από τη ληξιαρχική πράξη προκύπτει ότι αυτή συντάχθηκε νομοτύπως, μέσα στην προθεσμία των ενενήντα ημερών που προβλέπει ο Νόμος. Στη διαδικασία της διόρθωσης προέβη η κατηγορουμένη, με σκοπό να πετύχει την πρόωρη συνταξιοδότησή της, από την υπηρεσία της, ως μητέρα ανηλίκου τέκνου, προσόντα που τότε δεν είχε, ως γεννηθείσα το έτος 1953. Με την αλλαγή, όμως, του έτους γεννήσεώς της, συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις του νόμου για το σκοπό που επεδίωκε. Στη συνέχεια, στις ...., μετέβη στο Α/Τ Νέας Ζωής (ήδη Β' Α/Τ Περιστερίου) και, με αίτησή της, ζήτησε την έκδοση νέας ταυτότητας, με διορθωμένη την ημερομηνία γέννησής της, καθόσον αυτή (ταυτότητα) ήταν το μοναδικό στοιχείο απόδειξης αυτής (ημερομηνίας γέννησης) για τον ασφαλιστικό της φορέα. Ως αναγκαία εκ του νόμου δικαιολογητικά, για την έκδοση της ταυτότητας, συνυπέβαλε και έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν.1599/1986, στην οποία, εκτός των άλλων, ανέγραφε ως ημερομηνία γεννήσεώς της, την 2α Νοεμβρίου 1950, γεγονός ψευδές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Στις ενέργειες της αυτές προέβη για να παραπλανήσει τον αρμόδιο αστυνομικό υπάλληλο και να εκδώσει ο τελευταίος δελτίο ταυτότητος με ημερομηνία γέννησης το έτος 1950, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει προς απόδειξη της ηλικίας της και για τον προαναφερόμενο σκοπό. Πράγματι ο αρμόδιος αστυνομικός υπάλληλος, παραπλανήθηκε, αφενός με το αναληθές περιεχόμενο του πιστοποιητικού γέννησης, αφετέρου δε και με την ψευδή δήλωση της κατηγορουμένης και εξέδωσε, σύμφωνα με αυτά, δελτίο ταυτότητας, όπου, ως ημερομηνία γέννησής της, αναγραφόταν η 2/11/1950, Μετά την έκδοση της ταυτότητας, η κατηγορουμένη υπέβαλε σις ...... αίτηση στην υπηρεσία της (ΙΚΑ) και ζήτησε τη συνταξιοδότησή της, ως μητέρα ανηλίκου τέκνου. Μεταξύ των δικαιολογητικών ήταν και ακριβές αντίγραφο της ταυτότητας, όπου είχε πετύχει ψευδώς να βεβαιωθεί, ως ημερομηνία γεννήσεώς της, η 2/11/1950, αν και γνώριζε ότι η αληθής ημερομηνία γεννήσεως της ήταν η 2/11/1953. Με βάση τα δικαιολογητικά αυτά, η αρμόδια υπηρεσία του ΙΚΑ προχώρησε στην έκδοση της ...... απόφασης συνταξιοδότησης και της χορήγησε μειωμένη σύνταξη γήρατος, ως μητέρα ανηλίκου τέκνου κατά 59/200. Το ποσό της συντάξεως αυτής, σύμφωνα με τις 7.760 ημέρες εργασίας που είχε μέχρι τότε η κατηγορουμένη και την 14η ασφαλιστική κλάση που ανήκε, καθορίστηκε σε 447,42 ευρώ μηνιαίως, με ημερομηνία έναρξης καταβολής 6-12-2000. Υπάλληλοι, όμως συνάδελφοί της κατηγορουμένης, διαμαρτυρήθηκαν στην υπηρεσία τους για το χορήγηση σύνταξης σ'αυτήν, ισχυριζόμενοι ότι δεν εδικαιούτο αυτής, αφού είχε γεννηθεί το 1953. Ανάλογο τηλεφώνημα έγινε και στους υπαλλήλους του Δημοτολογίου του Δήμου Περιστερίου. Κατόπιν αυτών, η προϊσταμένη του Δημοτολογίου προέβη στον έλεγχο του οικογενειακού φακέλλου της κατηγορουμένης και διαπίστωσε ότι είχε διορθωθεί η ημερομηνία γεννήσεώς της, χωρίς να τηρηθούν οι από το ΠΔ 497/1991 προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Μετά από εισήγηση του αρμόδιου δημοτικού υπαλλήλου ο Δήμαρχος, με την ...... πράξη του, ανακάλεσε την .... απόφασή του, με την οποία είχε δεχθεί τη διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης Ακολούθως το Β' Α/Τα Περιστερίου αφαίρεσε το δελτίο ταυτότητας και το κατέστρεψε, καθώς, μετά την ανακλητική απόφαση του Δημάρχου, το πιστοποιητικό γεννήσεως, που της είχε χορηγηθεί, έπαυσε να ισχύει. Τέλος, εκδόθηκε η με αρ. ....... απόφαση του Διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος του ΙΚΑ, με την οποία ανεστάλη προσωρινά η καταβολή της συντάξεως στην κατηγορουμένη. Μέχρι τότε (24-7-03), η κατηγορουμένη είχε εισπράξει, λόγω της παράνομης συνταξιοδότησής της, για το χρονικό διάστημα από 6-12-2000 έως 31-12-2001, το ποσό των 7.078, 32 ευρώ, από 1-1 μέχρι 31-12-02 ποσό 6.490,96 ευρώ και από 1-1 μέχρι 24-7-03, το ποσό των 5.235,82 ευρώ και συνολικά 18.805,10 ευρώ ποσό που δεν εδικαιούτο. Εν όψει όλων αυτών, στοιχειοθετούνται πλήρως, κατά την νομοτυπική τους μορφή, τα αδικήματα της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης τελεσθείσης στις ..... στο Α/Τ Νέας Ζωής και της απάτης, όπως προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 22 ν.1599/1986, 220 και 386 ΠΚ, κατά την αντικειμενική και την υποκειμενική τους υπόσταση. Τούτο, διότι η κατηγορουμένη: Α) στις..... υπέβαλε στο Α/Τ Νέας Ζωής, ως αναγκαία εκ του νόμου δικαιολογητικό, έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν.1599/1986, χωρίς να απαιτείται να είναι επί σφραγιστού χαρτιού, μετά το ν. 2799/1999 αρ.2 παρ.13), όπου, μεταξύ των άλλων, δήλωνε ότι γεννήθηκε στις 2-11-1950, αν και γνώριζε ότι η αληθής ημερομηνία γέννησής της ήταν η 2-11-1953, δηλαδή, όσον αφορά το στοιχείο αυτό, η δήλωσή της ήταν ψευδής. Β) την ίδια ως άνω ημερομηνία, πέτυχε, με την υποβολή της ως άνω ψευδούς δηλώσεως, αλλά και του ........ πιστοποιητικού γεννήσεώς της του Δήμου Περιστερίου, γνησίου μεν, αναληθούς όμως κατά περιεχόμενο, αφού και σε αυτό βεβαιωνόταν, εν γνώσει της κατηγορουμένης, αναληθώς ως ημερομηνία γεννήσεως της η 2-11-1950, να παραπλανήσει τον αρμόδιο αστυνομικό υπάλληλο και ο τελευταίος να εκδώσει αναληθή βεβαίωση (δελτίο ταυτότητας), στην οποία ανέγραφε ως ημερομηνία γέννησής της, τις 2-11-1950. Το δελτίο ταυτότητος, είναι δημόσιο έγγραφο, κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 ΚΠολΔ, και το περιστατικό που βεβαίωνε είχε ως έννομη συνέπεια τη γένεση του δικαιώματος της κατηγορουμένης για την πρόωρη συνταξιοδότησής της, και ήταν σύμφωνα με το νόμο, το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της ημερομηνίας γεννήσεώς της. Η αναληθής βεβαίωση, όπως κατέστη φανερό, προκλήθηκε από την κατηγορουμένη με την υποβολή των ως άνω εγγράφων, αναληθούς περιεχομένου. Δια των απατηλών αυτών μέσων, παρασύρθηκε ο αρμόδιος αστυνομικός υπάλληλος στην έκδοση του δελτίου ταυτότητος, με το ως άνω αναληθές περιεχόμενο. Η κατηγορουμένη την πράξη της αυτή ενήργησε με δόλο, ενέχοντα γνώση των στοιχείων της, αφού γνώριζε ότι είχε γεννηθεί στις 2/11/1953 και συνακόλουθα ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο αυτό έγγραφο (δελτίο ταυτότητος) ότι γεννήθηκε στις 2-11-1950, ήταν αναληθές και ότι μπορούσε να έχει για τον εαυτό της τις προαναφερόμενες έννομες συνέπειες (θεμελίωση δικαιώματος πρόωρης συνταξιοδότησης). Είχε δε τη θέληση, και με τις προπεριγραφείσες ενέργειές της, να προκάλεσε την αναληθή βεβαίωση. 'Ετσι λοιπόν υφάρπασε ψευδή βεβαίωση για να την χρησιμοποιήσει με σκοπό να εξαπατήσει άλλον, σχετικά με το αναληθώς βεβαιούμενο περιστατικό της γεννήσεώς της και Γ) στη συνέχεια η κατηγορούμενη, προκειμένου να πετύχει την πρόωρη συνταξιοδότησή της, στις 5-12-00, υπέβαλε στην υπηρεσία της την με αριθμό πρωτ. 1151 αίτησής της, στην οποία ψευδώς υποστήριζε ότι έχει γεννηθεί στις 2-11-1950 και, κατόπιν αυτού, ως μητέρα ανήλικου τέκνου δικαιούται πρόωρης σύνταξης γήρατος, την χορήγηση της οποίας και ζήτησε. Προς υποστήριξη των άνω ψευδών ισχυρισμών της, επικαλέσθηκε και προσκόμισε γνήσιο μεν, αλλά με αναληθές περιεχόμενο έγγραφο που ήταν προϊόν του αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Συγκεκριμένα, με την αίτηση, συνυπέβαλε και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του δελτίου αστυνομικής της ταυτότητος, που της είχε χορηγήσει, κατά τα ως άνω, το Α/Τ Νέας Ζωής, όπου ως έτος γεννήσεώς της αναγραφόταν αναληθώς το 1950, το οποίο (δελτίο ταυτότητος) σύμφωνα με τη νομοθεσία του ασφαλιστικού της φορέα αποτελεί το αποκλειστικό στοιχείο απόδειξης της γεννήσεως του ασφαλισμένου της. 'Ετσι λοιπόν δημιουργήθηκε εσφαλμένη πεποίθηση στα όργανα του ασφαλιστικού της φορέα και κατ'αυτό'ν τον τρόπο εξέδωσαν απόφαση βλαπτική για τα συμφέροντα του τελευταίου. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, με τους ψευδείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, προς ενίσχυση των οποίων προσκόμισε και το αναληθούς περιεχομένου δελτίο ταυτότητάς της, εκδόθηκε η ........ απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού υποκαταστήματος του ΙΚΑ Περιστερίου για την πρόωρη συνταξιοδότησή της, με τις προϋποθέσεις, που προαναφέρθηκαν, με βάση την οποία, μέχρι τις 24-7-03, εισέπραξε το ποσό των 18.805,10 ευρώ, με αντίστοιχη βλάβη του ασφαλιστικού της φορέα, καθόσον αυτή δεν εδικαιούτο της πρόωρης σύνταξης που της χορηγήθηκε, ως γεννηθείσα στις 2-11-1953. 'Ετσι λοιπόν η κατηγορουμένη, προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισε κάποιον σε πράξη, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (πρβλ. ΑΠ 1223/2003). Ενόψει όλων αυτών, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και απάτης, που τελέσθηκαν, οι δύο πρώτες, στις 18-5-00 και, η τρίτη, στις 5-12-00, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, καθόσον, μέχρι την τέλεση των πράξεων αυτών, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή... Τέλος οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί μη στοιχειοθέτησης των αδικημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη, πρέπει να απορριφθούν". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για τις πράξεις της ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της πλημμεληματικής απάτης και της επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 220 παρ.1, 386 παρ. 1 του Π.Κ, και άρθρα 8 και 22 του ν. 1589/1986, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα: α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη της την πράξη βαπτίσεως, η οποία δεν είχε αναγνωστεί, β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, αλλά επιλεκτικά προέβη σε αξιολόγηση αυτών και, συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, "σε μια κατηγορία μαρτύρων, από τους οποίους κανένας δεν γνώριζε το κρίσιμο στοιχείο, αυτό, του ακριβούς χρόνου γέννησής της", γ) ότι αξιολόγησε μεμονωμένα το μαθητολόγιο, δ) ότι υφίσταται αντίφαση, όσον αφορά την απαλλακτική διάταξη για την μερικότερη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, σε σχέση με το υπ' αριθμό ....... πιστοποιητικό του Δήμου Περιστερίου, με εκείνη, για την οποία καταδικάστηκε, ε) ότι δεν αιτιολογείται η ανάκληση του επίμαχου πιστοποιητικού, στ) ότι στο κείμενο της υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, δεν περιλαμβάνεται το στοιχείο της ημερομηνίας γέννησής της, ζ) ότι δεν αιτιολογείται η παραδοχή, ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε για την έκδοση του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ήσαν ψευδή και απατηλά, και η) δεν αιτιολογείται η από μέρους αυτής (αναιρεσείουσας) ψευδής παράσταση γεγονότων, ως αληθινών, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: 1) Όσον αφορά την υπό στοιχείο (α) πλημμέλεια, είναι αληθές, όπως, προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ότι η επίμαχη πράξη βαπτίσεως, δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων εκείνων που αναγνώστηκαν, ενόψει του ότι δεν υπήρχε αυτή, ως αυτοτελές αποδεικτικό στοιχείο. Η αναφορά του Δικαστηρίου, στην πράξη βαπτίσεως, έγινε με αφορμή το γεγονός της αναγνώσεως της πράξεως γεννήσεως, στο περιθώριο της οποίας σημειωνόταν αυτή (πράξη βαπτίσεως) και ως εκ τούτου, δεν επήλθε οποιαδήποτε ακυρότητα, πέραν από το γεγονός, ότι δεν προβλήθηκε κατά την ανάγνωσή της οποιαδήποτε αντίρρηση από μέρους της αναιρεσείουσας ή του παραστάντος πληρεξουσίου συνηγόρου της, β) όσον αφορά τις υπό στοιχεία (β) και (γ) πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προεχόντως, αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, γιατί πλήττεται με αυτές, η αναιρετικά περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, τη στιγμή μάλιστα που παραπονείται η αναιρεσείουσα, ότι " από μια σειρά μαρτύρων, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, ότι πείστηκε για το έτος γεννήσεώς της" γ) η υπό στοιχείο (δ) πλημμέλεια, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, ενόψει του ότι δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση, από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε απαλλακτική κρίση, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα μερικότερη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, κατά το μέρος που η κατηγορία αφορούσε το υπ' αριθμό ...... πιστοποιητικό του Δήμου Περιστερίου, σε σχέση με την αντίστοιχη πράξη για την οποία αυτή καταδικάστηκε και η οποία αφορούσε διαφορετικά περιστατικά από εκείνα που στήριξε την κρίση του περί ενοχής, το Δικαστήριο, δ) αιτιολογείται προσηκόντως στην προσβαλλόμενη απόφαση, η παραδοχή για την ανάκληση του επίμαχου πιστοποιητικού,, πέραν από το γεγονός ότι η αποδιδόμενη πλημμέλεια ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού αυτή ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην προκείμενη περίπτωση, για την οποία και χώρησε η καταδίκη της για τη συγκεκριμένη κατηγορία, ε) η υπό στοιχείο (στ) αποδιδόμενη πλημμέλεια, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της συνταχθείσας, επί εντύπου του Ν.1599/1986, και υποβληθείσας από την αναιρεσείουσα υπεύθυνης δήλωσης, περιέχονται σ' αυτή όλα τα αναγκαία στοιχεία, που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο περιεχόμενο αυτής. Η μη αναφορά στη συγκεκριμένη έντυπη δήλωση του στοιχείου του χρόνου γεννήσεώς της, (το οποίο για προφανείς λόγους δε συμπληρώθηκε από την αναιρεσείουσα), δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ως προς το στοιχείο αυτό, το οποίο προέκυψε από σειρά άλλων στοιχείων, τα οποία συνεκτίμησε το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με τη δήλωση αυτή. Επιπρόσθετα, αιτιολογούνται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως και συγκεκριμένα εκείνες, που συνδέονται με τα μέσα που χρησιμοποίησε η αναιρεσείουσα, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, αφού η ίδια προσκόμισε στο οικείο αστυνομικό τμήμα Περιστερίου, το επίμαχο πιστοποιητικό γεννήσεώς της, με αναγραφόμενη χρονολογία γεννήσεως την ......, παρόλο που αυτή γνώριζε ότι είχε γεννηθεί την 2-11-1953. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία παραπλανήθηκε το αρμόδιο αστυνομικό όργανο, αφενός μεν, με την υποβολή του αναληθούς, ως προς το στοιχείο του χρόνου γεννήσεώς της, πιστοποιητικού, αφετέρου δε, με την υποβολή της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, το οποίο (όργανο), στη συνέχεια εξέδωσε το δελτίο ταυτότητας της, με χρονολογία γεννήσεως, αυτή της 2-11-1950. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα, παρέστησε ψευδώς στον ασφαλιστικό της φορέα, και συγκεκριμένα στο ΙΚΑ, με την υποβολή σχετικής αιτήσεως για την πρόωρη συνταξιοδότησή της, ότι αυτή έχει γεννηθεί στις 2-11-1950, προσκομίζοντας, προς επιβεβαίωση του ψευδούς ισχυρισμού της, σε επικυρωμένο αντίγραφο, το εκδοθέν από το Α.Τ Νέας Ζωής Περιστερίου, δελτίο αστυνομικής της ταυτότητας, στο οποίο εμφανιζόταν να έχει γεννηθεί αυτή (αναιρεσείουσα) την 2-11-1950, παρόλο που γνώριζε ότι είχε γεννηθεί στις 2-11-1953 και, να επιτύχει στη συνέχεια την έκδοση υπέρ αυτής της σχετικής, με αριθμό ...... αποφάσεως συνταξιοδότησης. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσείουσα, λόγω της πρόωρης συνταξιοδοτήσεώς της, εισέπραξε παρανόμως, μέχρι την 24-7-2003 το συνολικό ποσό των 18.805, 10 ευρώ, προς βλάβη του ασφαλιστικού της φορέα. Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ' και Ε'του Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμό 324 από 5-9-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 5981/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για: α) ψευδή υπεύθυνη δήλωση (άρθρα 8 και 22 N. 1599/1986) β) υφαρπαγή ψευδούς δηλώσεως (άρθρο 220 παρ. 1 Π.Κ.) και γ) απάτης (386 παρ. 1 Π.Κ.), με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και απολύτου ακυρότητας. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης.
0
Αριθμός 888/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και ακολούθως, απελαθέντος κατοίκου Αλβανίας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομμάτη, για αναίρεση της 228/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1093/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ.1στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, πρέπει, επί καταδικαστικών αποφάσεων, να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού έχει και το αίτημα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, για επιβολή μειωμένης ποινής στην περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε του Π.Κ, της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη με αριθμό 228/24-1-2007 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, καταδίκασε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία δεν μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, ούτε και ανέστειλε την εκτέλεσή της και, σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3000) ευρώ, για την πράξη της σωματεμπορίας (άρθρο 351 παρ. 1 περ. β', γ'Π.Κ). Με την ίδια απόφασή του, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, δέχθηκε, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις, του άρθρου 84 παρ.2α και 2ε του Π.Κ, ήτοι του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης του. Για να αιτιολογήσει δε την παραπάνω κρίση του, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του, το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ότι " ως προς τις επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, δεν αποδείχθηκε, ότι συντρέχουν εν προκειμένω, ούτε του προτέρου εντίμου βίου, καθόσον καθόλου δεν αποδείχθηκε ότι έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και δεν αρκεί προς τούτο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, ούτε της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, μετά την τέλεση της πράξεως, που προϋποθέτει καθεστώς ελευθερίας. Στη συνέχεια το Δικαστήριο έκρινε αβάσιμους, τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, οι προβληθέντες από τον κατηγορούμενο, ισχυρισμοί του. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο διέλαβε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που δεν δικαιολογούν τη βασιμότητα των αυτοτελών ισχυρισμών του. Πράγματι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι μόνη η ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης, όπως και δεν είναι ικανή, προς τούτο μόνη η επίδειξη καλής συμπεριφοράς, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού στο σωφρονιστικό κατάστημα, και όχι σε συνδυασμό με άλλες περιστάσεις εκεί ή σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης στην κοινωνία. Επομένως, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος τούτο της ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμη και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ' άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ. β' και δ' του ΚΠΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως, είτε του εισαγγελέα, είτε ειδικά του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ.1β', δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως.- Στην προκειμένη υπόθεση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι, μετά την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου και την πρόταση του Εισαγγελέα, προς το Δικαστήριο επί της επιβλητέας ποινής, ο κατηγορούμενος ζήτησε, δια του συνηγόρου του, την μετατροπή ή αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο απέρριψε τα ως άνω αιτήματά του, χωρίς να έχει δώσει προηγουμένως το λόγο στον Εισαγγελέα της έδρας, επί του ζητήματος αυτού, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Συνεπώς, ο συναφής λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται, η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ακροάσεως, (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, και 171 παρ.1β και δ του ίδιου Κώδικα), είναι βάσιμος και πρέπει, να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί κατά το μέρος τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 2408/1996, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων, που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τέλεσης εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Το δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απέλασης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ανεκκλήτως, σε σχέση με τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει και αναφέρει, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του πιο πάνω κακουργήματος της παράβασης του άρθρου 351 παρ.1 περ. β, γ του Π.Κ, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ενώ, στη συνέχεια διέταξε την ισόβια απέλαση αυτού από τη Χώρα. Για την απέλαση του κατηγορούμενου από τη χώρα το δικάσαν Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οποιαδήποτε αιτιολογία. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καθόσον αφορά τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος που του επιβλήθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν αναφέρει κανένα περιστατικό, που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης), από εκείνα που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος αυτό, που αφορά τη διάταξή της περί απέλασης του αναιρεσείοντος και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τα ως άνω μέρη της, (τόσο για την μετατροπή ή αναστολή της ποινής, όσο και κατά τη διάταξη περί απέλασής του), για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθ. 228/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα ως άνω στο σκεπτικό αναφερόμενα μέρη της, που αφορούν τον αναιρεσείοντα Χ1 και ήδη κρατούμενο στις δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, την 1ην Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα, επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής. Δεν υπάρχει επάρκεια αιτιολογίας, ως προς την επιβολή του μέτρου της απέλασης. Αναιρείται κατά ένα μέρος. Παραπέμπει για νέα συζήτηση, μόνο κατά τη διάταξη περί μετατροπής ή αναστολή της ποινής και κατά τη διάταξη περί απέλασης.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 897/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1742/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 6/9.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμ. 199/26-9-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ αριθ. 98/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 46 § 1 β', 94 § 1, 224 § 2 και 1 και 386 § § 1 και 3β' Π.Κ.).Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος την υπ'αριθμ. 52/2007 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1752/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσία την έφεση αυτή. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της (άρθρα 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1α' Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003). Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί, α) της εσφαλμένης εφαρμογής ή εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § ιβ' Κ.Π.Δ.) και β) την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. (άρθρο 484 § ιδ' Κ.Π.Δ.). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1 996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και η τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π.Χρ. ΜΘ'/907). Ενώ κατά το άρθρο 484 § ιβ' Κ.Π.Δ., λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδέχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Ενεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 Π.Κ. και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανάται από τον διάδικο με την υποβολή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για το αντίδικό του (Α.Π. 1167/2006 Π. Χρ. ΝΖ'/428 και ΑΠ 1452/2006 Π.Χρ. ΝΖ/629). Κατά την παράγραφο 3 εδάφ. β' του ιδίου άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν.2721/3-6-1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 €). Εξάλλου κατά το άρθρο 46 § ιβ Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και παροχή συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της κυρίας πράξεως, συνδεόμενης προς αυτήν κατά τρόπον, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχε διαπραχθεί (ΑΠ 1397/2006 Π.Χρ.ΝΖ'/623). Περαιτέρω κατά το άρθρο 224 § 2 του Π.Κ., με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται "όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση το δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από δηλώσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 830/2004 Π.Χρ. ΝΕ/318). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1752/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 2464/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ'/626), δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του επί της ουσίας της υποθέσεως, ότι : "Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, όλα τα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου Χ1 και τα όσα αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 14-4-2002 απεβίωσε στη ........ Αττικής, σε ηλικία 74 ετών, η Ψ2, η οποία κατά το χρόνο θανάτου της ήταν συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 500 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται εντός σχεδίου της κοινότητας Σαρωνίδος Αττικής, μετά της επ' αυτού τριώροφου οικοδομής αποτελούμενης από υπόγειο 60 τετραγωνικών μέτρων περίπου, ισόγειο 130 τετραγωνικών μέτρων, πρώτο όροφο 150 τετραγωνικών μέτρων και δεύτερο όροφο 150 τετραγωνικών μέτρων, συνολικής αξίας (του 1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και οικοδομής) 865.737 ευρώ . Η ως άνω θανούσα ήταν σύζυγος του Ψ, κατά τη διάρκεια δε του γάμου τους δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, ενώ το άνω ακίνητο (1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και οικοδομής) αποτελούσε και το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Στις 5-11-2002, ο Ψ υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 4-11-2002 και με αριθμ. καταθέσεως 5332/2002 αίτηση και προσκόμισε για δημοσίευση και κήρυξη της ως κυρίας, μία ιδιόγραφη διαθήκη με χρονολογία ......, η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: "Σήμερα στις ..... εγώ η Ψ2 έμπορος επιθημώντας να τακτοποιήσω τα της περιουσίας μου. Συντάσω το παρόν έγγραφο που αποτελεί και την Διαθήκην μου . και ορίζω γενικό κληρονόμο μου για ολόκληρη την περιουσία μου, που θα ευρέθη μετά τον θάνατον μου, κινητή και ακίνητη, τον σύζηγόν μου. Ψ. Αθήναι ...... η Διαθέτουσα ". Στη δίκη που έγινε την 31-1-2003 στο ανωτέρω δικαστήριο, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος κατέθεσε τα εξής: " Με την διαθέτιδα είχαμε φιλικές σχέσεις και από δική μου αντίληψη γνωρίζω και το γραφικό της χαρακτήρα και την υπογραφή της . Στη διαθήκη που μου δείχνετε Βεβαιώνω πράγματι τη γνησιότητα τους". Κατόπιν τούτων, η αίτηση έγινε δεκτή και κηρύχθηκε κυρία η ως άνω διαθήκη με την υπ' αριθμ.189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά από αυτό ο εγκαλών Ψ1, αδελφός της θανούσας, ανέθεσε στους δικαστικούς γραφολόγους ..... και ..... να γνωμοδοτήσουν σχετικά με το αν η με χρονολογία ..... χειρόγραφη διαθήκη της Ψ2, γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε με το χέρι της και αποτελεί τη γνήσια αυτής ιδιόγραφη διαθήκη ή όχι. Οι ως άνω γραφολόγοι με τις από .... και ...... εκθέσεις τους γνωμοδότησαν ότι η διαθήκη αυτή δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την Ψ2 και κατά συνέπεια δεν είναι η γνήσια αυτής ιδιόγραφη διαθήκη. Στην κατάρτιση της ως άνω πλαστής διαθήκης προέβη ο, Ψ, σύζυγος της θανούσας, ο οποίος προκειμένου να περιέλθει σ' αυτόν ολόκληρη η κληρονομιαία περιουσία της αποβιωσάσης συζύγου του ανερχόμενη στο ποσό των 865.737 ευρώ και να αποκλείσει τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της και συγκεκριμένα τους αμφιθαλείς αδελφούς της Ψ1(πρώτο εγκαλούντα), ......(δεύτερο εγκαλούντα), ...... και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αμφιθαλούς αδελφού της, ........, ήτοι ........., ........, ........ και ........., κατάρτισε κατ' απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα της αποβιώσασας την παραπάνω διαθήκη και στην οποία έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της με την οποία φέρεται η θανούσα σύζυγος του να αφήνει ολόκληρη την περιουσία της που θα ευρεθεί κατά το χρόνο του θανάτου της σ' αυτόν . Σκοπός του δε ήταν να παραπλανήσει με τη χρήση της τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της θανούσας, τις δικαστικές αρχές και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες καθώς και τους τρίτους (αγοραστές κληρονομιάς κ.λ.π.) σχετικά με το γεγονός ότι η αποβιώσασα σύζυγος του είχε συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία τον εγκαθιστούσε μοναδικό κληρονόμο ολόκληρης της περιουσίας της, αποκλείοντας έτσι από την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή επί της κληρονομιαίας περιουσίας της αποβιωσάσης Ψ2 τους ως άνω συγγενείς της. Περαιτέρω, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ και ανήρχετο στο ποσό των 432.868 ευρώ, δεδομένου ότι αν κληρονομούσε την αποβιώσασα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου κατ' άρθρο 1820 του Α.Κ. θα ελάμβανε από τα περιουσιακά στοιχεία της αποβιώσασας ποσοστό που αντιστοιχεί σε κληρονομιαία 432.868 ευρώ (865.737 ΧΙ/2), με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλούντων και των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Στη συνέχεια ο Ψ έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης, δεδομένου ότι την 5-11-2002, κατέθεσε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Διαθηκών), την από 4-11-2002 αίτηση του με την οποία ζητούσε να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η πλαστή διαθήκη. Δικάσιμος για την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής ορίσθηκε η 31-1-2003, κατά την οποία προσήγαγε αυτός την πλαστή διαθήκη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικό του δημοσίευσε αυτήν . Περαιτέρω ο ως άνω με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, στην ανωτέρω δικάσιμο, όταν εμφανίστηκε για να υποστηρίξει την αίτηση του για την κήρυξη ως κυρίας της διαθήκης, ψευδώς παριστάνοντας ότι πρόκειται για γνήσια διαθήκη, εκτός του γεγονότος ότι υποστήριξε τον ψευδή αυτό ισχυρισμό του με την επίκληση και προσαγωγή της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, επικαλέστηκε, ως προς τη γνησιότητα της και προς επίρρωση του ισχυρισμού του, το μάρτυρα Χ1, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, εν γνώσει του ψευδώς, ότι από δική του αντίληψη γνωρίζει και το γραφικό χαρακτήρα της διαθέτιδος και την υπογραφή της και ότι Βεβαιώνει ότι η διαθήκη που του επιδείχθηκε είναι γνήσια. Έτσι έπεισε το Δικαστή, ο οποίος προέβη στη δημοσίευση της ως άνω πλαστής διαθήκης με τα υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικά και στην κήρυξη αυτής ως κυρίας με την υπ' αριθμ. 189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών . Με την παραπάνω ψευδή κατάθεση του, βεβαιώνοντας αναληθώς τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής της αποβιώσασας σε πλαστό έγγραφο που δημοσιεύθηκε ως διαθήκη της, ο κατηγορούμενος Χ1 παρείχε άμεση συνδρομή στον Ψ, ο οποίος σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα πέτυχε να παραπλανήσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο οποίος προέβη σε δημοσίευση του πιο πάνω πλαστού εγγράφου με τα υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικά και στην κήρυξη αυτού ως κυρίας διαθήκης της αποβιώσασας συζύγου του με την υπ' αριθμ. 189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο ανέρχεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στο ποσό των 432.868 ευρώ. με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των εγκαλούντων και εξ αδιαθέτου κληρονόμων της. Ο κατηγορούμενος Χ1, απολογούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι κατά την εκδίκαση της από 4-11-2002 αιτήσεως του Ψ, όπου εξετάσθηκε ως μάρτυρας ο δικαστής δεν τον ρώτησε για τη γραφή και την υπογραφή της διαθέτιδας . Κάτι τέτοιο όμως διαψεύδεται από τα ίδια τα πρακτικά της δίκης (υπ' αριθμ.189/2003) όπου ο κατηγορούμενος καταθέτει επί λέξει ότι " Με την διαθέτιδα είχαμε φιλικές σχέσεις και από δική μου αντίληψη γνωρίζω και το γραφικό της χαρακτήρα και την υπογραφή της . Στη διαθήκη που μου δείχνετε Βεβαιώνω πράγματι τη γνησιότητα τους". Ο δε ισχυρισμός του ότι το ζεύγος Ψ2,Ψ τον κάλεσαν στο κατάστημα τους δήθεν το έτος 1986 και του εμφάνισαν τις διαθήκες τους τις οποίες είχαν ετοιμάσει και υπογράψει ο ένας για τον άλλον δεν ενισχύεται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας . Επιπλέον δε ουδέποτε ανευρέθη η διαθήκη του Ψ με την οποία αυτός κατά τα λεγόμενα του κατηγορουμένου εγκαθιστούσε τη σύζυγο του ως μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του . Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι ο δράστης και αυτουργός των πράξεων της πλαστογραφίας (κακουργηματικής μορφής) της απάτης (κακουργηματικής) στο δικαστήριο και ηθικός αυτουργός της ψευδορ'κίας του κατηγορουμενου Χ1, Ψ, απεβίωσε την 6-11-2003 δηλαδή πριν από την άσκηση (20-4-05) εναντίον του της προσήκουσας ποινικής δίωξης θεωρούμενης έτσι αυτής (ποιν. δίωξης) ως μη γενομένης. Από τα προεκτεθέντα, είναι πρόδηλο ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου ικανές να στηρίξουν κατηγορία εναντίον του στο ακροατήριο για τις πράξεις α) της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρ. 1,14 § 1, 26 § 1α 27 § 1, 46 § 1β, 224 § 2-1, 227 § 1, 386 § 1-3β όπως η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. από το άρθρ. 14 § 4 Ν.2721/99, τις οποίες άλλωστε ορθώς παραπέμπεται για να δικαστεί. Συνεπώς, ορθή τυγχάνει η παραπομπή του κατηγορουμένου, δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος (στο οποίο κατά τα λοιπά εξ ολοκλήρου αναφερόμαστε), στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για τις πράξεις που του αποδίδονται και ως εκ τούτου, αβάσιμη κρίνεται στην ουσία της η κρινομένη έφεση η οποία πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει επίσης να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα Και να επιβληθούν τα έξοδα ύψους 220 Ευρώ σε βάρος του εκκαλούντα (άρθρ. 5S3 §1 Κ.Π.Δ). Με τις σκέψεις του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων για τα οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προβλέπουν τα αδικήματα της άμεσης συνέργειας σε απάτη επί δικαστηρίου και της ψευδορκίας μάρτυρα, για τα οποία παραπέμπεται να δικασθεί, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Είναι λοιπόν κατά ταύτα απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος, οι οποίοι κυρίως πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθμ. 199/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 14-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος". Αφού άκουσε την παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2, 476 παρ. 1, 484 παρ. παρ.1 ΚΠοινΔικ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δικ. λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθη στο βούλευμα, πρέπει στην έκθεση να διαλαμβάνονται συγκεκριμένη ή ουσιαστική ποινική διάταξη, που (φέρεται ότι) παρεβιάσθη, η μορφή της παραβιάσεώς της αν δηλαδή έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ'αυτήν από το συμβούλιο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που εδέχθη το συμβούλιο ότι απεδείχθησαν κατά τη γενομένη υπαγωγή τους εις αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ'αριθμ. 199/2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ'αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 98/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίον παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για άμεση συνέργεια σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 Ευρώ ως και ψευδορκία μάρτυρος, ο αναιρεσείων επικαλούμενος ως λόγους αναιρέσεως πλημμέλειες από την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 3 Π.Κ., βάλλει κατά της αναιρετικώς ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του Συμβουλίου, παραπονούμενος δι' εσφαλμένην εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, σχετικά με την αξία της κληρονομίας, εις ήν αφορά η διαθήκη, κατά την δημοσίευση της οποίας φέρεται ότι ψευδόρκησε και συνήργησε αμέσως εις την απάτη στο δικαστήριο ο αναιρεσείων. Συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το Συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτόν αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ.53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ.1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21.11.1984 και εκυρώθη με τον Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστάς του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, δια του δευτέρου λόγου της αναιρέσεώς του, παραπονείται δι' έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, διότι "τα αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο δεν συσχετίζονται στοιχειωδώς, αλλ' ούτε προσδιορίζονται κατά κατηγορίες, ούτως ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για το ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε κατά περιεχόμενο το σύνολο των προσκομισθέντων κρισίμων αποδεικτικών μέσων και όχι μόνο μέρος αυτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του προσβαλλομένου βουλεύματος". Όμως, όπως προκύπτει, από την παραδεκτή επισκόπηση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τούτο με καθολική αναφορά, επιτρεπτή, στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών εδέχθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου εις το ακροατήριο, από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα και δή: "Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, όλα τα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου Χ1 και τα όσα αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα". Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ό μέρος δε με τον λόγον αυτόν προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Απορριπτομένων αμφοτέρων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.9.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως όταν από την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου περί τα πράγματα. Επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα, όπου αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπ’ όψη για την παραπομπή του κατηγορουμένου, τα οποία αρκεί να αναφέρονται κατ’ είδος, για να έχει το βούλευμα ειδική αιτιολογία, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Απορρίπτει.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 859/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελευθέριο Νικολόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου [(ορισθείσα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Κουρκάκη)] και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 1523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 602/2007. Αφού άκουσε Tον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην με αριθμό και ημερομηνία 89/17.10.2007 έκθεση παραιτήσεως του αναιρεσείοντος, πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με την από 17-10-2007 δήλωσή του, που έγινε στο γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δια της πληρεξουσίας του Δήμητρας Τσουλούφα, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης, στην οποία έχει δοθεί σχετική εντολή σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ....... ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Γεωργιάδου, και για την οποία συντάχθηκε η ..... έκθεση, παραιτήθηκε από την υπ' αριθμ. 12/15-2-2007 αίτηση, που ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ, για αναίρεση της 1523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη την από 15-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1523/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η παραίτηση από την ασκηθείσα αναίρεση οδηγεί στην απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 858/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελευθέριο Νικολόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου (ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου - κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Κουρκάκη) και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 1515/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 559/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην με αριθμό και ημερομηνία 85/17-10-2007 έκθεση παραιτήσεως, του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός δήλωσε ότι παραιτείται από την αίτηση αναιρέσεώς του και πρότεινε να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ.1, 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με την από 17-10-2007 δήλωσή του, που έγινε στο γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δια της πληρεξουσίας του Δήμητρας Τσουλούφα, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης, στην οποία έχει δοθεί σχετική εντολή σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ...... ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Γεωργιάδου, και για την οποία συντάχθηκε η 85/2007 έκθεση, παραιτήθηκε από την υπ' αριθμ. 23/15-2-2007 αίτηση, που ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ, για αναίρεση της 1515/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη την από 15-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1515/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η παραίτηση από την ασκηθείσα αναίρεση οδηγεί στην απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0